Quantcast
Channel: ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Viewing all 126 articles
Browse latest View live

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑΣ (Πώς τα παραδείγματα επηρεάζουν την επιστήμη)

$
0
0
Στα μαθηματικά, η ομοιογένεια είναι μια απλή σχέση η οποία εξασφαλίζει τη γραμμικότητα. Για τη φυσική και την κοσμολογία, η ομοιογένεια σχετίζεται με θεμελιώδεις μετασχηματισμούς συμμετρίας, την κοσμολογική αρχή, και υποστηρίζει την ίδια την προέλευση του σύμπαντος. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η ύλη μέσα στο σύμπαν κατανέμεται με τη μορφή γαλαξιών και ομάδων γαλαξιών, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν τεράστια κενά διαστήματα. Ίσως η θεώρηση της σκοτεινής ύλης να καλύψει αυτά τα «κενά» προς όφελος της κοσμολογικής ομοιογένειας, αλλά προς το παρόν υπάρχει ένα σύνολο συσσωρευμένων παρατηρήσεων που υποδεικνύουν ότι η ανομοιογένεια είναι αυτή που επικρατεί και η οποία διατηρείται και στις μεγαλύτερες κλίμακες.

Η σύγχρονη κοσμολογία τοποθετείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα όταν οι εξισώσεις πεδίου της γενικής σχετικότητας του Einstein εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στο ορατό σύμπαν συνολικά. Οι σοβαρές δυσκολίες στην επίλυση αυτών των οδήγησαν τους θεωρητικούς να εισάγουν διάφορες υποθέσεις απλοποίησης όπως το αξίωμα της κοσμολογικής ομοιογένειας προκειμένου να κατασταθούν τα αντίστοιχα μαθηματικά πιο εύχρηστα. Στη συνέχεια, η εργασία του Edwin Hubble και των συνεργατών του έδειξαν μια κατά προσέγγιση γραμμική σχέση ανάμεσα στις γωνιακές ταχύτητες και τις αποστάσεις των γαλαξιών, και η αστροφυσική κοινότητα βαθμιαία πείσθηκε ότι το ορατό μέρος του σύμπαντος εμφανιζόταν να υπόκειται σε μια αρκετά ομοιόμορφη επέκταση.

Βαθμιαία το κοσμολογικό μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης πήρε μορφή και άρχισε να κυριαρχεί. Αυτό το παράδειγμα θεωρεί ότι πριν περίπου 11-15 δισεκατομμύρια χρόνια όλος ο χώρος, ο χρόνος και η ύλη βρίσκονταν πακεταρισμένα μέσα σε μια μυστήρια οντότητα που ονομάζεται μοναδικότητα ή ιδιομορφία. Για άγνωστους λόγους το ορατό σύμπαν θεωρήθηκε ότι είχε αρχίσει να επεκτείνεται από αυτήν την αρχική κατάσταση απόλυτης κατάρρευσης. Μόλις η θερμοκρασία της ψυχόμενης ύλης έγινε αρκετά χαμηλή, δομές όπως τα άτομα, τα αστέρια και οι γαλαξίες μπορούσαν να «συμπυκνωθούν» βαρυτικά. Στο μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης είναι φυσικό να αναμένεται ότι η ομοιόμορφη επέκταση θα οδηγούσε στην ομοιογενή κατανομή της ακτινοβολίας υποβάθρου και των μακροσκοπικών δομών, έτσι ώστε η απλουστευτική υπόθεση της ομοιογένειας φάνηκε αρκετά ασφαλής.

Η πρώτη σοβαρή πρόκληση στην υπόθεση της κοσμολογικής ομοιογένειας ήρθε στο τελευταίο μισό της δεκαετίας του '20 όταν οι αστρονόμοι επιβεβαίωσαν ότι τα αστέρια δεν κατανέμονται ομοιογενώς, αλλά αντίθετα συγκεντρώνονται σε εκτεταμένα «αστρικά νησιά,» που τώρα ονομάζουμε γαλαξίες. Στη συνέχεια υποτέθηκε ότι πέρα από την κλίμακα των μεμονωμένων γαλαξιών, από περίπου 1 ως 5 Mpc (όπου 1 Megaparsec = 3.26 x 106 έτη φωτός), η μεγάλης κλίμακας κατανομή γαλαξιών γίνεται ομοιογενής. Εντούτοις πρόσφατα ανακαλύφθηκε από τους αστρονόμους ότι οι γαλαξίες συγκεντρώνονται ανομοιογενώς σε μικρές ομάδες μερικών ή πολλών δεκάδων γαλαξιών. Οι θεωρητικοί ακολούθησαν για ακόμη μια φορά το προηγούμενο μοντέλο: υπέθεσαν ότι οι μικρές συστάδες γαλαξιών θα κατανέμονταν ομοιογενώς σε κλίμακες από 20 έως 30 Mpc.

Καθώς τα τηλεσκόπια και η ανάλυση δεδομένων βελτιώθηκε, μερικοί παρατηρητές άρχισαν να βλέπουν μια ανομοιογενή συγκέντρωση πέρα από το προηγούμενο όριο των 30 Mpc, ίσως μέχρι τα 50 Mpc. Κατά συνέπεια, η συζήτηση για την ομοιογένεια εναντίον της ανομοιογένειας άρχισε να αναθερμαίνεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι υπερασπιστές της κοσμολογικής ομοιογένειας έπειτα πρόβλεψαν ότι η ομοιομορφία μεγάλης κλίμακας θα βρισκόταν τελικά στα 60 έως 100 Mpc. Άλλη μια φορά, εντούτοις, η φύση θα τους απογοήτευε.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 τα παρατηρησιακά στοιχεία για την μη ομοιογένεια σε ακόμα μεγαλύτερες κλίμακες άρχισαν να απαιτούν την αναγνώριση και την εξήγησή τους. Ακόμα πιο εκπληκτική ήταν η παρατήρηση ότι οι γαλαξίες εμφανίζονταν να συγκεντρώνονται σε απέραντα «φύλλα» και «χορδές» περιβαλλόμενες από «κενά» σαν φυσαλίδες, όπου η πυκνότητα των γαλαξιών ήταν πολύ χαμηλή. Με τη βοήθεια ενός νέου τύπου έρευνας διαπιστώθηκε ότι οι γαλαξίες αρχικά στα 65 Mpc, και ύστερα στα 100 ως 200 Mpc, κινούνταν με έναν συντονισμένο τρόπο προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Στο μεταξύ οι παρατηρητές συνέχισαν να χαράζουν μια συνεχή αλυσίδα ακόμα μεγαλύτερων υπερ- ομάδων γαλαξιών (στα 200 Mpc, 300 Mpc, 360 Mpc, 400 Mpc,…). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, τα πρότυπα που καθιερώθηκαν στη δεκαετία του '80 συνέχισαν να υφίστανται: η ανομοιογένεια ανακαλύφθηκε σε ακόμα μεγαλύτερες κλίμακες και η υπόθεση της ομοιογένειας συνέχισε τη στρατηγική υποχώρησή της. Η πραγματικότητα των δομών και των κενών στο εύρος μεταξύ των 100 Mpc και 400 Mpc ελέγχθηκε. Η περιοδική συγκέντρωση ύλης σε κλίμακες πέρα των 100 Mpc υποστηρίχτηκε από επακόλουθες παρατηρήσεις.

Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι απαντήσεις εκείνων που ήταν σταθερά υπέρ των ομοιογενών μοντέλων του σύμπαντος έχουν αρκετό ενδιαφέρον. Έχουν με βεβαιότητα δηλώσει σε βιβλία και σε επιστημονικά κείμενα ότι το σύμπαν πρέπει απλά να είναι ομοιογενές, αν όχι στα 60 Mpc ή στα 400 Mpc τότε σίγουρα σε μεγαλύτερες κλίμακες. Εδώ έχουμε μια κάπως ασυνήθιστη τρέχουσα κατάσταση με δύο ομάδες να περιγράφουν το ίδιο ορατό σύμπαν με δυο πολύ διαφορετικούς τρόπους. Η μια ομάδα θεωρεί σοβαρά ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας σχεδόν πλήρους κατανόησης του σύμπαντος και ότι έχουμε μπει στην εποχή της «κοσμολογίας ακρίβειας.» Η άλλη ομάδα ανησυχεί ότι μερικές από τις βασικές κοσμολογικές υποθέσεις που έχουμε ενστερνιστεί για δεκαετίες ίσως μας παραπλανούν, και ότι η κατανόησή μας για το σύμπαν μπορεί να είναι πραγματικά περιορισμένη και υποτυπώδης.

Ίσως στην πιο γνωστή πραγματεία του πάνω στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών, The Structure of Scientific Revolutions, ο T.S. Kuhn καταγράφει πώς οι επιστήμονες καταλαμβάνονται σε τόσο μεγάλο βαθμό από το επικρατούν παράδειγμα ώστε ο υγιής σκεπτικισμός σχετικά με τις ελλοχεύουσες υποθέσεις του τείνει να εξαφανιστεί. Αυτό που ξεκινάει ως δημιουργική υπόθεση μεταμορφώνεται σε «κοινή αντίληψη» και αυταπόδειχτη αλήθεια, που αμφισβητείται μόνο από τους «αμύητους» και «ξεροκέφαλους» αντιρρησίες. Συνήθως οι κριτικές υποθέσεις στηρίζονται σε αντιφατικά στοιχεία τα οποία, με όλες τις καλές προθέσεις, διαμορφώνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να ανταποκριθούν στις θεωρητικές ανάγκες. Από την άλλη μεριά, τα αντιφατικά στοιχεία συχνά αγνοούνται ή υποβαθμίζονται.

Η συζήτηση πάνω στο μύθο της κοσμολογικής ομοιογένειας μπορεί να είναι ενδεικτική μιας διαδραματιζόμενης, αν και σε αργή κίνηση, επανάστασης στην κοσμολογία. Οι μεγάλες μάχες ανάμεσα στα παλιά και στα νέα παραδείγματα συνήθως δεν έχουν γρήγορη έκβαση, αλλά μοιάζουν περισσότερο με τη σύγκρουση δύο παγετώνων. Θα εκπληρωθεί άραγε το όνειρο των θεωρητικών της ομοιογένειας πριν η έρευνα φτάσει στα έπακρα του ορατού σύμπαντος, ή μήπως η 50ετής τάση ανακάλυψης της ανομοιογένειας σε ολοένα και μεγαλύτερες κλίμακες θα συνεχίσει ακατάβλητη; Ξέρουμε αλήθεια τα πάντα σχεδόν για ένα ομοιογενές σύμπαν, ή ψηλαφούμε ακόμα για μια βασική κατανόηση έναν fractal κόσμο;



Παγκόσμια Συνείδηση

$
0
0

Το θέμα των λεγόμενων παραψυχικών φαινομένων υφίσταται από την αρχαιότητα. Η διαχρονικότητα αυτού του θέματος δείχνει ότι «κάτι φαίνεται να συμβαίνει,» παρότι ακόμα και σήμερα δεν είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε. Η τηλεπάθεια, η τηλεκίνηση, η ψυχομετρία, η διόραση, αποτελούν το σύνολο μιας «έκτης αίσθησης» τη σημασία και φύση της οποίας ο άνθρωπος για κάποιον λόγο αδυνατεί να καταλάβει. Έχουν άραγε όλα αυτά τα φαινόμενα να κάνουν με ένα λογικό παράδοξο ή μια ανθρώπινη παραίσθηση ή αυτή ακριβώς η παραίσθηση κρύβει από πίσω της έναν καινούργιο κόσμο τον οποίο μετά βίας μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε;

Η σύγχρονη επιστήμη ακόμα ερευνά αυτά τα φαινόμενα προσπαθώντας να κατανοήσει τη σημασία τους. Σχετικά πρόσφατα, μια πολύ καλά οργανωμένη προσπάθεια έχει δημιουργηθεί από μια ομάδα επιστημόνων σε μια παγκόσμια κλίμακα και μάλιστα με πολύ αξιόλογα αποτελέσματα. Ονομάζεται Global Consciousness Projectκαι ξεκίνησε το 1998. Αυτή η ομάδα χρησιμοποιεί τις λεγόμενες RNGs (Random Number Generators), μηχανές δηλαδή οι οποίες παράγουν σειρές αριθμών με τρόπο τυχαίο. Ύστερα, αυτή η τυχαία ακολουθία αριθμών συγκρίνεται με μια άλλη η οποία παράγεται καθώς υποκείμενα προσπαθούν να επηρεάσουν τη μηχανή. Σε μια ευρύτερη κλίμακα οι θεωρητικά παραγόμενες τυχαίες σειρές αριθμών συγκρίνονται με τις σειρές που παράγονται από τις μηχανές σε συγκεκριμένες περιόδους όπου λαμβάνουν χώρα κοινωνικά γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας.

Σε ένα κείμενο που αυτή η ομάδα δημοσίευσε με τίτλο «CORRELATIONS OF CONTINUOUS RANDOM DATA,» αναφέρεται το εξής:

«Η αλληλεπίδραση της συνείδησης με τα φυσικά συστήματα συζητείται συχνότερα με θεωρητικούς όρους, συνήθως σε σχέση με τις επιστημολογικές και οντολογικές προκλήσεις της κβαντικής θεωρίας. Λιγότερο γνωστή είναι μια αναπτυσσόμενη φιλολογία που αναφέρει πειράματα τα οποία εξετάζουν την αλληλεπίδραση μυαλού- ύλης εμπειρικά. Εδώ, παρουσιάζουμε τα στοιχεία από ένα παγκόσμιο δίκτυο φυσικών συσκευών που παράγουν τυχαίους αριθμούς (Random Number Generators), και τα οποία στοιχεία εμφανίζουν μια απροσδόκητη δομή που συνδέεται φαινομενικά με σημαντικά παγκόσμια γεγονότα. Τυχαία δείγματα από το συνεχόμενο τετραετές αρχείο μας δεδομένων ικανοποιούν τα αυστηρά κριτήρια για την τυχαιότητα, αλλά τα προκαθορισμένα δείγματα που αντιστοιχούν σε γεγονότα ευρείας τοπικής ή παγκόσμιας σπουδαιότητας παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις των παραμέτρων κατανομής από το αναμενόμενο. Αυτές οι αποκλίσεις συσχετίζονται επίσης με έναν ποσοτικό δείκτη της έντασης των καθημερινών ειδήσεων. Οι αναλύσεις των στοιχείων που καταγράφηκαν την 11η Σεπτεμβρίου 2001, παρουσιάζουν αποκλίσεις από την τυχαία σειρά σε διάφορες περιπτώσεις. Αυτού του είδους οι αναλύσεις δείχνουν ότι δεν μπορούν να αποδοθούν σε προσδιορισμένες φυσικές αλληλεπιδράσεις και θα μπορούσαν ίσως να αποδοθούν σε κάποια μη γνωστή αλληλεπίδραση που συνδέεται με την ανθρώπινη συνείδηση

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συσχέτιση τυχαία παραγόμενων αριθμών με τις αριθμητικές ακολουθίες οι οποίες παράχθηκαν από τις μηχανές την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 όταν έλαβε χώρα η επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου. Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι οι σειρές που παράχθηκαν από τις μηχανές απέκλιναν σημαντικά από μια τυχαία ακολουθία. Ακόμα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι αυτή η απόκλιση ξεκίνησε αρκετά πριν συμβεί η επίθεση! Πρόκειται προφανώς για ένα συμπέρασμα εξαιρετικά εκπληκτικό, καθώς, αν η επεξεργασία των δεδομένων και η θεωρητική πρόβλεψη περί τυχαιότητας είναι σωστές, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο άνθρωπος σε ένα ατομικό ή συλλογικό επίπεδο μπορεί με τη συνείδησή του να επηρεάσει φυσικά συστήματα, όπως είναι οι συγκεκριμένες μηχανές, και ότι οι ανθρώπινες σκέψεις παράγουν μια άγνωστης προφανώς μορφή δύναμης η οποία όχι μόνο επηρεάζει άλλες συνειδήσεις ή αντικείμενα αλλά επιπλέον το ίδιο το χώρο και χρόνο.

Τι προαναφερθέν κείμενο αναφέρει:

«… τα αποτελέσματα της 11ης Σεπτεμβρίου υπονοούν ότι υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ της έντασης ή του αντίκτυπου ενός γεγονότος και του μεγέθους των αποκλίσεων που υπάρχουν στα στοιχεία. Το γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου είναι αναμφισβήτητα το πιο ακραίο στη βάση δεδομένων από άποψη του κοινωνικού, ψυχολογικού, συναισθηματικού, και παγκόσμιου αντίκτυπού του. Όπως η ανάλυση έχει δείξει, αυτό το γεγονός παρουσιάζει επίσης τις μεγαλύτερες και συνεπέστερες αποκλίσεις στη βάση δεδομένων για τα στατιστικά μέτρα που έχουμε ερευνήσει… Η ανάλυση της 11ης Σεπτεμβρίου επίσης προτείνει ότι η επιρροή που ανιχνεύεται στις επίσημες αναπαραγωγές κατανέμεται σε όλη τη βάση δεδομένων και δεν περιορίζεται στις περιόδους πρόβλεψης. Η στατιστική σημασία αυτών των διακυμάνσεων βρίσκεται κατά προσέγγιση σε ένα εύρος τριών κανονικών αποκλίσεων. Έτσι, όντας απομονωμένες, καμιά από τις αναλύσεις χωριστά δεν θα ήταν επαρκής για να συναχθεί το συμπέρασμα για έναν αιτιώδη ή άλλο άμεσο συσχετισμό μεταξύ των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου και των μετρηθέντων αποκλίσεων. Λαμβάνοντας υπόψη το επίσημο αποτέλεσμα, ωστόσο, αυτές οι αναλύσεις προτείνουν ότι ανεξάρτητα μέτρα που εκτείνονται σε όλη τη βάση δεδομένων και είναι σύμφωνα με την πειραματική υπόθεση μπορούν να αποκαλύψουν άλλους συσχετισμούς με τα στατιστικά μέτρα μας. Αυτή η πρόταση υποστηρίζεται από την ανάλυση δεικτών ειδήσεων κατά την οποία οι αποκλίσεις στα δεδομένα των RNGs συσχετίζονται με ένα αντικειμενικό μέτρο της έντασης των ειδήσεων. Είναι πιθανό ότι πιο εξελιγμένες μετρικές με βελτιωμένη στατιστική ισχύ θα μπορούσαν να παράσχουν την ανεξάρτητη επαλήθευση των αποτελεσμάτων που παρήχθησαν από το παρόν πείραμα καθώς επίσης και την ικανότητα να διερευνηθούν δευτερεύοντες συσχετισμοί στα στοιχεία.»

Η σχέση ανάμεσα στη συνείδηση και στον κόσμο, όσο εξωτικό κι αν ακούγεται, είναι ένα θέμα το οποίο εξετάζει σοβαρά η σύγχρονη κβαντική θεωρία. Το φαινόμενο της κβαντικής σύζευξης αναφέρεται όχι μόνο σε ενός μυστήριου είδους αλληλεπίδραση μεταξύ φυσικών μικροσκοπικών συστημάτων αλλά επίσης και μεταξύ του ανθρώπινου παρατηρητή με τα φυσικά συστήματα καθώς και με την όλη πειραματική διάταξη που χρησιμοποιεί προκειμένου να μελετήσει αυτά τα φυσικά συστήματα. Αυτό βεβαίως που μένει να απαντηθεί είναι όχι μόνο τι είδους μπορεί να είναι αυτή η δύναμη της ανθρώπινης συνείδησης, πώς παράγεται και πώς επηρεάζει τα φυσικά συστήματα αλλά επιπλέον τι εννοούμε όταν λέμε «συνείδηση» και πώς την ξεχωρίζουμε από τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί εκτός του ότι τα μαθηματικά που χρησιμοποιούμε για να καθορίσουμε αν ένα φαινόμενο είναι τυχαίο ή όχι μπορεί να είναι ελλειπή, αλλά οι ίδιες οι έννοιες που έχουμε σχετικά με την τυχαιότητα ή τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση μπορεί να βρίσκονται σε λάθος δρόμο.




Μια μιμητική θεωρία του αλτρουισμού

$
0
0
[Απόσπασμα από το βιβλίο της Susan Blackmore 'The Meme Machine"]

Λέξεις κλειδιά:

Αλτρουισμός, εξέλιξη, Δαρβινισμός, εγωιστικό γονίδιο, συγγενική επιλογή, αμοιβαίος αλτρουισμός, θεωρία παιχνιδιών, μιμητική, αλτρουιστικό μιμίδιο.

Ο αλτρουισμός ορίζεται ως συμπεριφορά που ωφελεί ένα άλλο πλάσμα εις βάρος αυτού που την εκφράζει. Με άλλα λόγια, αλτρουισμός σημαίνει κάτι που κοστίζει χρόνο, προσπάθεια, ή πόρους, για χάρη κάποιου άλλου. Αυτό σημαίνει την παροχή τροφής για ένα άλλο ζώο, ένα σήμα κινδύνου για την προστασία των άλλων με ίδιο ρίσκο, ή την πάλη μ’ έναν εχθρό για τη σωτηρία ενός άλλου ζώου από ζημιά. Τα παραδείγματα αφθονούν στη φύση, από τα κοινωνικά έντομα των οποίων οι ζωές περιστρέφονται γύρω από το καλό της κοινωνίας τους μέχρι τα κουνέλια που βγάζουν προειδοποιητικούς ήχους αν πλησιάζει κάποιος, και τις νυχτερίδες βαμπίρ που μοιράζονται μεταξύ τους γεύματα από αίμα. Οι άνθρωποι είναι μοναδικά συνεργάσιμοι και ξοδεύουν πολύ χρόνο κάνοντας πράγματα που ωφελούν άλλους καθώς επίσης και τους ίδιους. Έχουν ηθικές ευαισθησίες και μια ισχυρή αίσθηση του σωστού και λάθους. Είναι αλτρουιστές.

Ο αλτρουισμός είναι ένα πρόβλημα για πολλούς κοινωνικούς ψυχολόγους που υποθέτουν ότι οι άνθρωποι εξυπηρετούν λογικά τα συμφέροντά τους. Είναι επίσης ένα πρόβλημα για το Δαρβινισμό. Το πρόβλημα ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο θεωρείτε ότι η φυσική επιλογή πραγματοποιείται - ή, με διαφορετικό τρόπο- τι σκοπό πιστεύετε ότι εξυπηρετεί η εξέλιξη. Αν θεωρείτε, όπως πολλοί πρώτοι Δαρβινιστές, ότι η εξέλιξη καταλήγει στο καλό του ατόμου, τότε πώς θα μπορούσε οποιοδήποτε άνθρωπος να συμπεριφερθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να προκληθεί ζημιά στον ίδιο προς όφελος κάποιου άλλου; Όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να υπάρχουν μόνο για τον εαυτό τους, και η φύση να είναι «νύχια και δόντια.» Ωστόσο σαφώς δεν είναι. Πολλά ζώα ζουν κοινωνικά και συνεργατικά, οι γονείς αφοσιώνονται στους απογόνους τους, και πολλά θηλαστικά περνούν καθημερινά τις ώρες τους φροντίζοντας τους φίλους και τους γείτονές τους. Γιατί το κάνουν;

Η απάντηση που τόσο επιτυχώς έχει μετασχηματίσει το πρόβλημα της αυταπάρνησης είναι η θεωρία του εγωιστικού γονιδίου. Αν τοποθετήσετε τον αναπαραγωγό (replicator) στην καρδιά της εξέλιξης και δείτε την επιλογή να ενεργεί προς όφελος μερικών γονιδίων έναντι άλλων, τότε διάφορες μορφές αλτρουισμού έχουν τέλειο νόημα. Πάρτε τη γονική φροντίδα, για παράδειγμα. Τα παιδιά σας κληρονομούν τα μισά από τα γονίδιά σας. Αυτός είναι ο μόνος άμεσος τρόπος να περάσουν τα γονίδιά σας στις μελλοντικές γενιές και επομένως η τόση γονική φροντίδα εξηγείται, αλλά αυτή η ίδια αρχή μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλά άλλα είδη αλτρουισμού.

Η εργασία του William Hamilton «Η γενετική εξέλιξη της κοινωνικής συμπεριφοράς» (1964), έγινε κλασική. Ανέπτυξε τη θεωρία που θα έμενε γνωστή ως της συγγενικής επιλογής (kin selection). Θεώρησε ένα γονίδιο G που τείνει να προκαλέσει κάποιο είδος αλτρουιστικής συμπεριφοράς, και εξήγησε ότι «Παρά την αρχή της «επιβίωσης του ισχυρότερου» το ύστατο κριτήριο που καθορίζει εάν το G θα διαδοθεί δεν είναι αν η συμπεριφορά είναι προς όφελος του φορέα αλλά αν είναι προς όφελος του γονιδίου G.» (Hamilton 1963, σελ. 355). Αυτό σημαίνει ότι η αλτρουιστική συμπεριφορά μπορεί να διαδοθεί σε έναν πληθυσμό αν ένα μέλος είναι αλτρουιστικό προς τα άλλα μέλη.

Άλλη μια επιτυχία για τη βιολογία είναι ο αμοιβαίος αλτρουισμός (mutual altruism). Ο Δαρβίνος (1871) υπέθεσε ότι αν ένα άτομο βοηθήσει κάποιο άλλο μπορεί να αναμένει κάποια βοήθεια σε αντάλλαγμα. Εκατό χρόνια αργότερα ο Robert Trivers (1971) μετέτρεψε αυτήν την υπόθεση στη θεωρία του αμοιβαίου αλτρουισμού, που εξηγεί πώς η φυσική επιλογή μπορεί να ευνοήσει τα ζώα που αντάλλαξαν φιλία, παραδείγματος χάρη, μοιράζοντας μεταξύ τους τα πλεονάσματα των πόρων τις καλές χρονιές με την ελπίδα της βοήθειας στις κακές στιγμές. Η ευγνωμοσύνη, η φιλία, η συμπόνια, η εμπιστοσύνη, η αγανάκτηση, και τα συναισθήματα της ενοχής και της εκδίκησης όλα έχουν αποδοθεί στον αμοιβαίο αλτρουισμό, ο οποίος εμπεριέχει την ηθοπλαστική επιθετικότητα, ή την τάση μας να αγανακτούμε απέναντι στην αδικία. Αν έχουμε εξελιχθεί να μοιραζόμαστε τους πόρους με άλλους ανθρώπους, αλλά προς όφελος των γονιδίων μας, τότε τα συναισθήματά μας είναι τα κίνητρα με τα οποία η εξέλιξή μας έχει εξοπλίσει. Σε αυτήν την θεωρία όχι μόνο τα ηθικά συναισθήματα, αλλά και οι ιδέες περί δικαιοσύνης και τα νομικά συστήματα μπορούν να εντοπιστούν στην εξέλιξη του αμοιβαίου αλτρουισμού. (Matt Ridley 1996; Wagstaff 1998; Wright 1994).

Μέχρι τώρα έχουμε μιλήσει για δύο μόνο σημαντικές επιλογές για την ερμηνεία του αλτρουισμού. Η πρώτη λέει πως όλος ο προφανής αλτρουισμός στην πραγματικότητα (ακόμα και αμυδρά) πηγαίνει πίσω στο πλεονέκτημα των γονιδίων. Η δεύτερη ήταν να προσπαθήσουμε να διασώσουμε τον πραγματικό αλτρουισμό και να προτείνουμε κάποιο είδος πρόσθετης ιδιότητας στα ανθρώπινα όντα- μια αληθινή ηθική, μια ανεξάρτητη ηθική συνείδηση, μια πνευματική ουσία ή μια θρησκευτική φύση που υπερνικά με κάποιον τρόπο τον εγωισμό και τις προσταγές των γονιδίων μας, μια άποψη που βρίσκει μικρή υποστήριξη από τους περισσότερους επιστήμονες που θέλουν να καταλάβουν πώς η ανθρώπινη συμπεριφορά λειτουργεί χωρίς μαγική επίκληση. Η μιμητική παρέχει μια τρίτη δυνατότητα. Με έναν δεύτερο αναπαραγωγό (σ.τ.μ. τα μιμίδια) που ενεργεί στα ανθρώπινα μυαλά οι δυνατότητες επεκτείνονται. Πρέπει να βρούμε τώρα τη συμπεριφορά που είναι προς όφελος των μιμιδίων, ενώ παράλληλα εξυπηρετεί τα γονίδια. Η μαγεία δεν θα απαιτείται πλέον για να καταλάβουμε γιατί οι άνθρωποι διαφέρουν από όλα τα άλλα ζώα, ούτε γιατί εμφανίζουν πολύ συνεργατικότερη και αλτρουιστική συμπεριφορά.

Το ουσιαστικό σημείο από μιμητική άποψη είναι το εξής- αν οι άνθρωποι είναι αλτρουιστές γίνονται δημοφιλείς, επειδή είναι δημοφιλείς αντιγράφονται, και επειδή αντιγράφονται τα μιμίδιά τους διαδίδονται ευρύτερα από εκείνα των όχι- τόσο αλτρουιστών, συμπεριλαμβάνοντας τα ίδια τα αλτρουιστικά μιμίδια. Αυτό το γεγονός παρέχει έναν μηχανισμό για τη διάδοση της αλτρουιστικής συμπεριφοράς.

Τώρα πρόκειται να θεωρήσω την προέλευση αυτής της συμπεριφοράς στο εξελικτικό παρελθόν μας… Οι άνθρωποι είναι καλοί ο ένας απέναντι στον άλλο για να πάρουν την καλοσύνη σε αντάλλαγμα, και τα συναισθήματά τους σχεδιάζονται αντίστοιχα- δηλ., οι άνθρωποι θέλουν να είναι γενναιόδωροι σε εκείνους που μπορούν να το ξεπληρώσουν, και θέλουν να είναι αρεστοί. Τώρα, προσθέστε την ικανότητα της μίμησης, και τη στρατηγική της «μίμησης του αλτρουιστή,» και δύο συνέπειες προκύπτουν. Πρώτον, οι καλές και γενναιόδωρες συμπεριφορές θα διαδοθούν με τη μίμηση. Δεύτερον, οι συμπεριφορές που μοιάζουν καλές και γενναιόδωρες, ή επικρατούν στους καλούς και γενναιόδωρους ανθρώπους, θα διαδοθούν επίσης με τη μίμηση… Αυτή η στρατηγική ωφελεί, καταρχάς, τα γονίδια αλλά επειδή περιλαμβάνει το δεύτερο αναπαραγωγό τα γονίδια δεν μπορούν να την ελέγξουν. Η «αντιγραφή του αλτρουιστή» ξεκινάει ως πρόθεση για ένα βιολογικό κέρδος, και καταλήγει ως στρατηγική για τα μιμίδια- συμπεριλαμβανομένων των μιμιδίων για τον ίδιο τον αλτρουισμό.

Ήδη έχω υποστηρίξει ότι οι καλύτεροι μιμητές, ή οι κάτοχοι των καλύτερων μιμιδίων, θα έχουν ένα πλεονέκτημα επιβίωσης, όπως και οι άνθρωποι που ζευγαρώνουν μαζί τους. Έτσι η στρατηγική «ζευγάρωσε με τον καλύτερο μιμητή» εξαπλώνεται. Στην πράξη, αυτό σημαίνει το ζευγάρωμα με εκείνους τους ανθρώπους που έχουν τα πιο μοντέρνα (και όχι μόνο τα πιο χρήσιμα) μιμίδια, και μπορούμε τώρα να δούμε ότι ο αλτρουισμός είναι ένας από τους παράγοντες που καθόρισαν ποια μιμίδια έγιναν δημοφιλή.

Κάθε πράξη του μιμητικά καθοδηγούμενου αλτρουισμού μειώνει ενδεχομένως τη γενετική ικανότητα εκείνου που την ασκεί. Με άλλα λόγια, η αρρένα του ανθρώπινου αλτρουισμού μπορεί να ειδωθεί ως πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των μιμιδίων και των γονιδίων… Αλλά τα μιμίδια… δεν «ενδιαφέρονται» καθόλου για τα γονίδια ενός ανθρώπου. Αν μπορούν να αντιγραφούν θα το κάνουν. Και θα το καταφέρουν, επειδή οι άνθρωποι αντιγράφουν τους ανθρώπους που συμπαθούν. Κατά συνέπεια μπορούμε να φανταστούμε μια ανθρώπινη κοινωνία, στην οποία η μιμητικά καθοδηγούμενη αλτρουιστική συμπεριφορά θα μπορούσε να διαδοθεί- ακόμα κι αν έβαζε ένα βαρύ φορτίο στα άτομα. Με άλλα λόγια, μόλις οι άνθρωποι αρχίσουν να αντιγράφουν τους αλτρουιστές, τα γονίδια δεν θα είναι απαραίτητα σε θέση να τους σταματήσουν.


Τα αρχέτυπα

$
0
0
[Απόσπασμα από το βιβλίο «Βασικές Αρχές της ψυχολογίας,» του C.G.Jung]

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε από το υλικό που παρέχουν τα όνειρα, οι φαντασιώσεις και τα οράματα, σε ποιο βαθμό υπερβαίνουν την προσωπική σφαίρα και εμπλέκουν τα περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου. Μυθολογικά θέματα, σύμβολα ριζωμένα στην παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας, ή αντιδράσεις εξαιρετικής σφοδρότητας υποδεικνύουν τη συμμετοχή βαθύτερων στρωμάτων. Αυτά τα κεντρικά θέματα και σύμβολα ασκούν καθοριστική επιρροή στην ψυχική ζωή σαν σύνολο. Διαθέτουν κυρίαρχο λειτουργικό χαρακτήρα και μια υψηλή ενεργειακή φόρτιση. Για αυτό ο Jung μίλησε αρχικά για «αρχέγονες εικόνες» ή «κυρίαρχους παράγοντες του συλλογικού ασυνείδητου». Μόνον αργότερα έδωσε την ονομασία αρχέτυπα. Ο Jung άντλησε τον όρο «αρχέτυπα» από το βιβλίο «Corpus Hermeticum» (Scot, «Hermetica», Τόμος I, 140, 126) και από το κεφάλαιο 2, παραγρ. 6, του βιβλίου «De Divinis nominibus» του Διονυσίου του ψευδοαρεοπαγίτη, στο οποίο αναφέρεται: «Όμως, μπορεί να πει κανείς πως η σφραγίδα δεν είναι η ίδια και πλήρης σε όλες τις αποτυπώσεις της. Βέβαια δεν είναι η αιτία η ίδια η σφραγίδα, γιατί συμμετέχει ολοκληρωτικά και παρόμοια σε κάθε περίπτωση, αλλά οι διαφορές των συμμετεχόντων που κάνουν τις αποτυπώσεις διαφορετικές, αν και το αρχέτυπο είναι ένα, πλήρες και το ίδιο σε κάθε περίπτωση (της αυτής και μιας αρχετυπίας).» Πάνω απ' όλα, όμως, τον επηρέασε ο ορισμός του Αγίου Αυγουστίνου του ideae principales, του λατινικού αντίστοιχου της ελληνικής λέξης αρχετυπίαι. Ο Άγιος Αυγουστίνος λέει τα εξής: «Οι πρωταρχικές ιδέες είναι καθορισμένες μορφές, ή σταθερές και αμετάβλητες αιτίες πραγμάτων, καθεαυτού άμορφες, αιώνιες και ομοιότροπες, οι οποίες εμπεριέχονται στη θεία κατανόηση. Μολονότι οι ίδιες δε χάνονται, εντούτοις, όλα όσα μπορούν να δημιουργηθούν και να χαθούν, ή δημιουργούνται και χάνονται, διαμορφώνονται σύμφωνα με το πρότυπο τους. Είναι επιβεβαιωμένο πως η ψυχή δεν μπορεί να τις διακρίνει, εκτός και αν είναι η ορθολογική ψυχή».

Από το 1946, ο Jung έκανε διάκριση (αν και όχι πάντα ευκρινώς) μεταξύ του «αρχέτυπου αφεαυτού», δηλαδή του μη αντιληπτού αρχέτυπου που είναι δυνητικά παρόν σε κάθε ψυχική δομή, και του εκδηλωμένου αρχέτυπου που γίνεται αντιληπτό και εισέρχεται στο πεδίο της συνείδησης. Τούτο το εκδηλωμένο αρχέτυπο εμφανίζεται σαν αρχετυπική εικόνα και η μορφή του μπορεί να αλλάζει διαρκώς, ανάλογα με την ομάδα συνειρμών στην οποία εμφανίζεται. Φυσικά, υπάρχουν αρχέτυποι τρόποι δράσης-αντίδρασης και αρχέτυπες διαδικασίες, όπως η ανάπτυξη του εγώ ή το πέρασμα από τη μία ηλικία στην άλλη. Υφίστανται αρχέτυπες στάσεις, ιδέες, τρόποι αφομοίωσης της εμπειρίας, που αν ενεργοποιηθούν κάτω από ορισμένες συνθήκες, αναδύονται από την ασυνείδητη μέχρι τώρα κατάσταση τους και γίνονται κατά κάποιο τρόπο ορατές.


1. Η επιφάνεια της συνείδησης.
2. Η σφαίρα στην οποία αρχίζει να λειτουργεί η «εσωτερική τάξη».
3. Οι δρόμοι μέσω των οποίων βυθίζονται τα περιεχόμενα στο ασυνείδητο.
4. Τα αρχέτυπα και τα μαγνητικά πεδία τους, που αναγκάζουν τα περιεχόμενα να παρεκκλίνουν της πορείας τους με την ελκτική τους δύναμη.
ΑΑ. Η περιοχή στην οποία καθίστανται αόρατες οι καθαρά αρχέτυπες διαδικασίες από εξωτερικά συμβάντα και όπου επιστρώνεται κατά κάποιο τρόπο το «αρχέγονο πρότυπο».

Έτσι το αρχέτυπο μπορεί να εκδηλωθεί όχι μόνο σε στατική μορφή, σαν αρχέγονη εικόνα για παράδειγμα, αλλά και με μια δυναμική διαδικασία, όπως η διαφοροποίηση κάποιας λειτουργίας της συνείδησης. Στην πραγματικότητα όλες οι τυπικές, ανθρώπινες εκδηλώσεις της ζωής, βιολογικές, ψυχο-βιολογικές ή πνευματικές στο χαρακτήρα τους, στηρίζονται σε μία αρχέτυπη βάση. Επιπλέον, είμαστε σε θέση να φτιάξουμε μια ορισμένη «σειρά αλληλουχίας» των αρχετύπων, που να αντιστοιχούν, ανάλογα με το τι αντιπροσωπεύουν, σε κάποιο χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας σαν σύνολο ή κάποιας μικρότερης ομάδας. Τα αρχέτυπα, μπορούμε να πούμε, έχουν τη δυνατότητα- όπως οι ιδρυτές μιας δυναστείας ή ενός γενεαλογικού δέντρου- να κάνουν παιδιά κι εγγόνια χωρίς να χάσουν τη δική τους αρχέγονη μορφή. Τα αρχέτυπα είναι αντανακλάσεις ενστικτωδών, δηλαδή ψυχικά αναγκαίων, αντιδράσεων σε ορισμένες καταστάσεις. Με τις εγγενείς τάσεις τους παρακάμπτουν επιτήδεια τη συνείδηση και οδηγούν σε τρόπους συμπεριφοράς που είναι ψυχολογικά αναγκαίοι, αν και δε φαίνονται πάντοτε αρμόζοντες, όταν εξετάζονται με τη λογική του παρατηρητή. Παίζουν ζωτικό ρόλο στην ψυχική οικονομία, γιατί, όπως λέει ο Jung, «αντιπροσωπεύουν ή προσωποποιούν ενστικτώδη στοιχεία της σκοτεινής, πρωτόγονης ψυχής- τις πραγματικές αλλά αόρατες ρίζες της συνείδησης».

Τούτος ο τρόπος σκέψης συχνά επικρίθηκε με τη δικαιολογία ότι, απ' όσο μπορεί να καθορίσει η επιστήμη μέχρι σήμερα, τα επίκτητα χαρακτηριστικά ή οι μνήμες δεν είναι δυνατόν να κληρονομηθούν. Ο Jung απαντά ως εξής: «Βεβαίως, αυτός ο όρος δεν υπονοεί κάποια κληρονομημένη ιδέα, αλλά ένα κληρονομημένο τρόπο ψυχικής λειτουργίας. Αντιστοιχεί σε εκείνο τον εγγενή τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο το κοτοπουλάκι βγαίνει από το αυγό, το πουλί χτίζει τη φωλιά του, κάποιο είδος σφήκας τσιμπάει το κινητικό γάγγλιο της κάμπιας και τα χέλια βρίσκουν το δρόμο τους προς τις Βερμούδες. Με άλλα λόγια είναι ένα «πρότυπο συμπεριφοράς.» Αυτή η πλευρά του αρχέτυπου είναι η βιολογική, η οποία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της επιστημονικής ψυχολογίας. Όμως, η εικόνα αλλάζει αμέσως όταν την κοιτάξουμε από μέσα, από το βασίλειο της υποκειμενικής ψυχής. Εδώ το αρχέτυπο παρουσιάζεται ως θεϊκό, δηλαδή εμπειρία θεμελιώδους σημασίας. Όποτε ενδύεται με κατάλληλα σύμβολα, κάτι που δε συμβαίνει πάντα, επηρεάζει το άτομο με καταπληκτικό τρόπο, δημιουργώντας μια κατάσταση «βαθιάς συγκίνησης,» οι συνέπειες της οποίας ίσως δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν».

Το σχήμα 13 στοχεύει να δείξει τη διαστρωμάτωση της ψυχής σε σχέση με τους τρόπους λειτουργίας των αρχετύπων. Ο κόσμος της συνείδησης είναι γεμάτος ετερογενή στοιχεία. Τα αρχέτυπα σύμβολα που περιέχει, επικαλύπτονται συχνά με άλλα περιεχόμενα αποκομμένα από το γενικό τους πλαίσιο. Επίσης, μπορούμε να καθοδηγήσουμε και να ελέγξουμε τα περιεχόμενα της συνείδησης μέσω της θέλησης μας. Το ασυνείδητο, όμως, διαθέτει εσωτερική οργάνωση ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από την επιρροή μας. Τα αρχέτυπα είναι τα κέντρα και τα δυναμικά πεδία της. Συνεπώς τα περιεχόμενα που βυθίζονται στο ασυνείδητο, υπόκεινται σε μια νέα και αόρατη τάξη μη προσιτή στη συνειδητή γνώση. Η πορεία τους εκτρέπεται συχνά και πολλές φορές οι όψεις και οι σημασίες τους αλλάζουν με τρόπο ακατανόητο. Αυτή η απόλυτη εσωτερική τάξη του ασυνείδητου είναι καταφύγιο και βοηθός μέσα στις αναστατώσεις και τα τυχαία συμβάντα της ζωής, αρκεί να ξέρουμε πώς να την αντιμετωπίζουμε. Το αρχέτυπο μπορεί, επίσης, να τροποποιήσει το συνειδητό προσανατολισμό μας ή και ακόμη να τον μετατρέψει στο αντίθετο του. Κάτι τέτοιο συμβαίνει σ' ένα όνειρο, για παράδειγμα, στο οποίο βλέπουμε τον εξιδανικευμένο πατέρα σαν άνθρωπο με κεφάλι ζώου και οπλές τράγου, ή σαν Δία, τον τρομερό θεό που προκαλεί βροντές, ή την ευγενική σύζυγο σαν μαινάδα, κ.λπ. Τέτοια όνειρα είναι δυνατόν να εκληφθούν ως προειδοποιητικά μηνύματα από το ασυνείδητο, που γνωρίζει «καλύτερα» και προσπαθεί να μας σώσει από μια εσφαλμένη αξιολόγηση.

Τα αρχέτυπα συγγενεύουν, επίσης, με ό,τι αποκαλούσε ο Πλάτων «ιδέα». Όμως, η ιδέα του Πλάτωνα είναι πρότυπο ανώτατης τελειότητας μόνο με τη «φωτεινή» έννοια, ενώ το αρχέτυπο του Jung είναι διπολικό κι ενσαρκώνει τόσο τη σκοτεινή πλευρά, όσο και το φως.

Ο Jung ονομάζει επίσης το αρχέτυπο «ψυχικό όργανο», ενώ ο Bergson les éternels incréés. Ο «έσχατος πυρήνας της έννοιας τους», λέει, «μπορεί να περιοριστεί, αλλά όχι να περιγραφεί». Γιατί «οτιδήποτε πούμε για τα αρχέτυπα, παραμένουν νοερές συλλήψεις ή συγκεκριμενοποιήσεις που ανήκουν στο πεδίο της συνείδησης».

Μια άλλη χρήσιμη αναλογία είναι η λέξη «Gestalt» (τύπος, τέλεια μορφή) με την ευρύτερη έννοια της λέξης, όπως χρησιμοποιείται στην ψυχολογία Gestalt, η οποία πρόσφατα υιοθετήθηκε από τη βιολογία. Η μορφή των αρχετύπων, λέει ο Jung, «ίσως μπορεί να συγκριθεί με το αξονικό σύστημα ενός κρυστάλλου, το οποίο προσχηματίζει την κρυσταλλική δομή στο αλμόλοιπο (μητρικό υγρό),- αν και δε διαθέτει δική του υλική ύπαρξη. Το αξονικό σύστημα εμφανίζεται στον τρόπο συγκέντρωσης των ιόντων και των μορίων... καθορίζοντας μόνο τη στερεομετρική δομή, όχι όμως τη συγκεκριμένη μορφή του ξεχωριστού κρυστάλλου». Παρόμοια, «το αρχέτυπο... έχει έναν αμετάβλητο νοηματικό πυρήνα -αλλά μόνο στην αρχή, και ποτέ όσον αφορά τη συγκεκριμένη εκδήλωση του» .

Συνεπώς, το αρχέτυπο σαν δυνητικό «αξονικό σύστημα» (το αρχέτυπο αφεαυτού) είναι προϋπάρχον και ενυπάρχον στην ψυχή. Το «μητρικό υγρό»- η εμπειρία της ανθρωπότητας- στο οποίο θα σχηματισθεί το ίζημα, αντιπροσωπεύει τις εικόνες που αποκρυσταλλώνονται γύρω από το αξονικό σύστημα και αποκτούν αυξημένη διαύγεια και πλούτο περιεχομένων στη μήτρα του ασυνείδητου. Η εικόνα δε «δημιουργείται» τη στιγμή που αναδύεται. Είναι ήδη παρούσα στο σκοτάδι από τότε που προστέθηκε στο ψυχικό θησαυροφυλάκιο της ανθρωπότητας η τυπική και θεμελιώδης εμπειρία που αντανακλά. Καθώς αναδύεται στη συνείδηση, φωτίζεται όλο και περισσότερο με ένα φως που εντείνει και αποσαφηνίζει το περίγραμμα της, έως ότου καθίσταται λεπτομερειακά ορατή. Τούτη η διαδικασία φώτισης δεν έχει μόνο ατομική αλλά και πανανθρώπινη σημασία. «Στον ύπνο και τα όνειρα», είπε ο Νίτσε, «διασχίζουμε τη συνολική σκέψη της αρχέγονης ανθρωπότητας» . Κάτι τέτοιο δεν απέχει πολύ από το σχόλιο του Jung ότι «η υπόθεση πως μπορεί να υπάρχει στην ψυχολογία μια αντιστοιχία μεταξύ οντογένεσης και φυλογονίας φαίνεται δικαιολογημένη». Σύμφωνα με τις απόψεις της σύγχρονης γενετικής, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι κληρονομημένοι παράγοντες είναι τύποι Gestalt και ότι υφίσταται μια έμφυτη τάση να αντιλαμβανόμαστε με όρους Gestalt στην κυριολεκτική και ευρύτερη έννοια τους. Η μορφή δε χρειάζεται ερμηνεία. Εκθέτει αφεαυτού το νόημα της.


Αναπτυξιακή αλληλουχία του «Θηλυκού Αρχέτυπου». ♂♀ = δύο σφαίρες αρχέγονης προέλευσης, που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς σαν ερμαφρόδιτες:
♂ = το αρχέτυπο του αρσενικού
♀ = το αρχέτυπο του θηλυκού

Α = νύχτα, το ασυνείδητο, το δεκτικό
Β = θάλασσα, νερό, κ.λπ.
Γ = γη, βουνό, κ.λπ.
Δ = δάσος, κοιλάδα, κ.λπ.
Ε = σπηλιά, κάτω κόσμος, βάθη, κ.λπ.
ΣΤ = δράκοντας, φάλαινα, αράχνη, κ.λπ.
Ζ = μάγισσα, νεράιδα, θεϊκή κόρη, νεραϊδο-
πριγκίπισσα, κ.λπ.
Η = σπίτι, κουτί, καλάθι, κ.λπ.
I = αγελάδα, γάτα, κ.λπ.
Θ = τριαντάφυλλο, τουλίπα, δαμασκηνιά, κ.λπ
Κ = προγονική μητέρα
Λ = γιαγιά
Μ = η μητέρα μας

Τα αρχέτυπα θα μπορούσαν να περιγραφούν σαν «αυτοπροσωπογραφίες των ενστίκτων», σαν ψυχικές διαδικασίες που μεταμορφώνονται σε εικόνες, ή αρχέγονα πρότυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ένας αριστοτελικός θα έλεγε: Τα αρχέτυπα είναι ιδέες ριζωμένες στην εμπειρία του ανθρώπου για τον πραγματικό πατέρα του και την πραγματική μητέρα του. Ένας Πλατωνιστής θα έλεγε: Ο πατέρας και η μητέρα αναπτύχθηκαν από τα αρχέτυπα, γιατί τα αρχέτυπα αντιπροσωπεύουν τις αρχέγονες εικόνες, τα πρωτότυπα των φαινομένων. Από την άποψη του ατόμου, τα αρχέτυπα υφίστανται a priori. Είναι εγγενή στο συλλογικό ασυνείδητο και ως εκ τούτου δεν επηρεάζονται από την ατομική ανάπτυξη και εξασθένηση. «Συνεπώς», λέει ο Jung, «αυτή η ψυχική δομή και τα στοιχεία της, δηλαδή όσα αρχέτυπα «γεννήθηκαν ως τώρα,» είναι ζήτημα μεταφυσικό κι επομένως δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί από την ψυχολογία.» «Το αρχέτυπο είναι μεταφυσικό γιατί υπερβαίνει τη συνείδηση». Ανήκει βασικά στο «ψυχοειδές» βασίλειο. «Το αρχέτυπο είναι, κατά κάποιο τρόπο, «αιώνια» παρουσία και το ζήτημα είναι αν γίνεται αντιληπτό από τη συνείδηση ή όχι». Είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε πολλά ψυχικά επίπεδα και σε ποικίλες ομάδες συνειρμών. Παίρνει τη μορφή «ιδιοσυγκρασίας» προσαρμοσμένης στην ατομική κατάσταση, αλλά παραμένει αμετάβλητο ως προς τη βασική δομή και νόημα του. Όπως και η μελωδία, μπορεί να μεταφερθεί από μία κλείδα σε άλλη. Τούτο μπορεί να επεξηγηθεί με ένα σχήμα που δείχνει μερικές μόνον από τις πολλαπλές όψεις κι εκδηλώσεις του. Για παράδειγμα, το «Αρχέτυπο του Θηλυκού,» όπου το Gestalt (ο τύπος) παραμένει σταθερό και μόνον το περιεχόμενο του αλλάζει (Σχήμα 14).

Όταν η μορφή μιας αρχέτυπης εικόνας είναι ανακριβής και ανεπαρκώς προσδιορισμένη, πηγάζει συνήθως από ένα βαθύ στρώμα του συλλογικού ασυνείδητου, ένα στρώμα όπου τα σύμβολα είναι παρόντα μόνο σαν «αξονικά συστήματα». Ουσιαστικά δεν έχουν πληρωθεί ακόμη με ατομικά περιεχόμενα, ούτε έχουν διαφοροποιηθεί από την ατελείωτη αλυσίδα της ατομικής εμπειρίας, της οποίας προηγούνται κατά κάποιον τρόπο. Όσο πιο προσωπικό και πρόσφατο είναι το πρόβλημα, τόσο πιο περίπλοκη, λεπτομερής και καθαρά προσδιορισμένη είναι η αρχέτυπη μορφή με την οποία εκφράζεται. Όσο πιο απρόσωπη και παγκόσμια είναι η κατάσταση που συγκεκριμενοποιεί, τόσο πιο αφηρημένη παρουσιάζεται- γιατί το ίδιο το σύμπαν είναι χτισμένο πάνω σε ορισμένες απλές αρχές. Στην περιεκτική απλότητα της, η αρχέτυπη εικόνα αυτού του είδους περιλαμβάνει πιθανώς όλο τον πλούτο και την ποικιλία της ζωής και του σύμπαντος. Έτσι, το «μητρικό» αρχέτυπο, για παράδειγμα, με τη δομική έννοια που περιγράψαμε, προηγείται και υπερβαίνει κάθε ατομικής «μητρικής» εκδήλωσης. Η αρχέγονη εικόνα της μητέρας, η «Μεγάλη Μητέρα» με τις παράδοξες αποδόσεις της, είναι η ίδια στην ανθρώπινη ψυχή σήμερα, όπως και κατά τη μυθική εποχή. Η διαφοροποίηση του εγώ από τη «μητέρα», συναντάται στην αρχή κάθε «ερχομού στη συνείδηση». Ερχομός στη συνείδηση (Bewusstwerdung) σημαίνει δημιουργία ενός κόσμου μέσω διαφοροποίησης . Η δημιουργία της αντίληψης, ο σχηματισμός των ιδεών είναι η πατρική αρχή του λόγου, που αγωνίζεται αέναα να απελευθερωθεί από το αρχέγονο σκοτάδι της μήτρας, από τον κόσμο του ασυνείδητου. Στην αρχή και τα δύο ήταν ένα, και κανένα από αυτά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, ακριβώς όπως το φως δε θα είχε νόημα σε ένα κόσμο δίχως σκοτάδι. «Ο κόσμος υπάρχει μόνο επειδή αντίθετες δυνάμεις αλληλοεξισορροπούνται».

Στη γλώσσα του ασυνείδητου, που είναι γλώσσα εικόνων, τα αρχέτυπα εκδηλώνονται με προσωποποιημένη ή συμβολική μορφή. «Το αρχέτυπο περιεχόμενο», γράφει ο Jung, «εκφράζεται καταρχήν μεταφορικά. Αν, επί παραδείγματι, αναφερθούμε στον ήλιο και τον συνδέσουμε με το λιοντάρι, το βασιλιά, το χρυσάφι που φρουρείται από το δράκοντα ή τη ζωοδότρια θεραπευτική δύναμη, δεν ταυτίζεται με καμία από αυτές τις μορφές. Ουσιαστικά είναι ένας τρίτος, άγνωστος παράγοντας που λίγο-πολύ βρίσκει επαρκή έκφραση σε όλες αυτές τις μεταφορές. Όμως- προς λύπη κάθε διανοούμενου- παραμένει ουσιαστικά άγνωστος και δεν ταιριάζει σε καμία μορφή... Ούτε για μια στιγμή δεν τολμάμε να υποκύψουμε στην πλάνη ότι ένα αρχέτυπο μπορεί τελικά να ερμηνευθεί και να απαλλαγούμε από την παρουσία του. Ακόμη και οι καλύτερες προσπάθειες ερμηνείας του είναι μόνο λίγο-πολύ μεταγλωττίσεις σε μιαν άλλη μεταφορική γλώσσα».

Τα αρχέτυπα συνθέτουν τα πραγματικά περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου. Ο αριθμός τους είναι σχετικά περιορισμένος, γιατί αντιστοιχεί με «τον αριθμό των τυπικών και θεμελιωδών εμπειριών» της ανθρωπότητας από αρχέγονες εποχές. Το νόημα τους για μας βρίσκεται ακριβώς στην «αρχέγονη εμπειρία,» που βασίζεται σε αυτά και την οποία αντιπροσωπεύουν και μεταδίδουν. Οι κεντρικές ιδέες των αρχέτυπων εικόνων αντιστοιχούν σε εκείνο το τμήμα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης που ρυθμίζεται από τη φυλογονία και είναι ίδιες σε όλους τους πολιτισμούς. Τις βλέπουμε να επαναλαμβάνονται σε όλες τις μυθολογίες, τα παραμύθια, τις θρησκευτικές παραδόσεις και τα μυστήρια. Τι είναι οι μύθοι του «Νυκτερινού Θαλάσσιου Ταξιδιού,» του «Περιπλανώμενου Ήρωα» ή του «Θαλάσσιου Τέρατος,» αν όχι η αιώνια γνώση της δύσης και ανατολής του ήλιου μεταμορφωμένη σε εικόνες; Ο Προμηθέας, ο κλέφτης της φωτιάς, ο Ηρακλής, ο φονιάς του δράκοντα, οι αναρίθμητοι μύθοι της δημιουργίας, η πτώση από τον παράδεισο, τα μυστήρια της δημιουργίας, η παρθενογένεση, η ύπουλη προδοσία του ήρωα, ο διαμελισμός του Όσιρι, και πολλοί άλλοι μύθοι και παραμύθια αντιπροσωπεύουν ψυχικές διαδικασίες με συμβολικές εικόνες. Παρόμοια, οι μορφές του Ερπετού, το Ψάρι, η Σφίγγα, τα Ζώα που βοηθούν, το Δέντρο του Κόσμου, η Μεγάλη Μητέρα, ο Μαγεμένος Πρίγκιπας, το Αιώνιο Παιδί, ο Μάγος, ο Σοφός, ο Παράδεισος, κ.λπ. συμβολίζουν ορισμένες κεντρικές ιδέες και περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου. Είναι σε θέση να αφυπνίσουν σε μια νέα ζωή καθεμιά ατομική ψυχή, να ασκήσουν τη μαγική τους δύναμη και να συνοψιστούν σε ένα είδος «ατομικής μυθολογίας», η οποία παρουσιάζει έναν εντυπωσιακό παραλληλισμό με τις μεγάλες παραδοσιακές μυθολογίες όλων των λαών και εποχών, συγκεκριμενοποιώντας κατά κάποιο τρόπο την προέλευση και το νόημα τους, ρίχνοντας νέο φως στην ουσία τους.

Για τον Jung, λοιπόν, τα αρχέτυπα αντιπροσωπεύουν το σύνολο των λανθανουσών δυνατοτήτων της ανθρώπινης ψυχής -ένα αχανές απόθεμα προγονικής γνώσης για τις βαθιές σχέσεις μεταξύ Θεού, ανθρώπου και σύμπαντος. Για να απελευθερώσει κανείς αυτό το απόθεμα στην ψυχή του, να το αφυπνίσει, σε μια νέα ζωή και να το ενοποιήσει με τη συνείδηση, χρειάζεται να ξεφύγει από την απομόνωση του και να ακολουθήσει την αιώνια κοσμική διαδικασία. Έτσι, οι αντιλήψεις για τις οποίες μιλούσαμε, γίνονται κάτι περισσότερο από επιστήμη, κάτι περισσότερο από ψυχολογία• γίνονται τρόπος ζωής. Σαν αρχέγονη πηγή της ανθρώπινης εμπειρίας το αρχέτυπο βρίσκεται στο ασυνείδητο, από όπου αναδύεται στη ζωή μας. Επομένως, είναι δυνατή η ανάλυση των προβολών του, ώστε να αναδυθούν τα περιεχόμενα του στη συνείδηση.

Στο πρόσφατο έργο του «Συγχρονικότητα: Μια μη αιτιατή συνδετική αρχή», ο Jung έδειξε μια ιδιαίτερα σημαντική όψη της λειτουργίας των αρχετύπων. Έτσι, έριξε νέο φως σε ορισμένα φαινόμενα της ESP (υπεραισθητήριας αντίληψης) όπως η τηλεπάθεια, η διόραση, κ.λπ., για τα οποία η επιστήμη δεν είχε δώσει έως τώρα κάποια ικανοποιητική ερμηνεία. Επίσης χρησιμοποίησε επιστημονικές μεθόδους στην έρευνα ορισμένων παράξενων συμβάντων κι εμπειριών που αναφέρθηκαν ή καταγράφηκαν στο παρελθόν σαν απλά τυχαία συμβάντα. Δίνει το όνομα «συγχρονικότητα» (προκειμένου να διακρίνει αυτή την έννοια από το συγχρονισμό ή το ταυτόχρονο) σε μια αρχή ερμηνείας η οποία συμπληρώνει την αιτιότητα. Την ορίζει σαν «σύμπτωση στο χρόνο δύο ή περισσότερων αιτιατά ασύνδετων συμβάντων, που έχουν το ίδιο ή παρόμοιο νόημα». Κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει στη σύμπτωση εσωτερικών αντιλήψεων (προαισθημάτων, ονείρων, οραμάτων, διαισθήσεων, κ.λπ.) με εξωτερικά γεγονότα του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος. Ως τώρα η συγχρονικότητα είναι μόνον «τυπικός παράγων,» μια «εμπειρική έννοια,» η οποία προβάλλει σαν αξίωμα μια αναγκαία αρχή για περιεκτικότερη γνώση, η οποία «θα μπορούσε να προστεθεί σαν τέταρτη στην αναγνωρισμένη τριάδα του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας». Ο Jung ερμηνεύει την εμφάνιση τέτοιων συγχρονιστικών φαινομένων με μία «a priori αιτιατά ανεξήγητη γνώση,» βασισμένη σε μια τάξη του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου ανεξάρτητη από τη θέληση μας. Σε μια τέτοια τάξη πραγμάτων τα αρχέτυπα παίζουν το ρόλο ρυθμιστικών παραγόντων. Η πλήρης σημασίας σύμπτωση μιας εσωτερικής εικόνας με το εξωτερικό συμβάν, η οποία χαρακτηρίζει τα συγχρονιστικά φαινόμενα, αποκαλύπτει την πνευματική και την υλική πλευρά του αρχέτυπου. Το αρχέτυπο, επίσης, με την αυξημένη ενεργειακή φόρτιση (ή θεϊκή επίδραση) προκαλεί στο άτομο που το βιώνει μία αυξημένη συγκινησιακή φόρτιση ή μερική abaissement du niveau mental, που είναι απαραίτητη προκειμένου να συμβούν και να γίνουν αντιληπτά συγχρονιστικά φαινόμενα αυτού του είδους. Ο Jung, μάλιστα, προχωρεί τόσο πολύ, ώστε λέει: «Το αρχέτυπο είναι η ενδοσκοπικά αναγνωρίσιμη μορφή μιας a priori ψυχικής τάξης». Οι έρευνες του Jung για τη συγχρονικότητα προκάλεσαν ορισμένα νέα προβλήματα, που απαιτούν παραπέρα έρευνα κι εξέταση.

«Τα αρχέτυπα», λέει ο Jung, «ήταν και είναι ζωντανές ψυχικές δυνάμεις που απαιτούν να εκληφθούν σοβαρά, κι έχουν ένα παράξενο τρόπο να εξασφαλίζουν την επίδραση τους. Ήταν πάντα φορείς προστασίας και σωτηρίας, και η παράβαση τους έχει σαν συνέπεια τους «κινδύνους της ψυχής,» γνωστούς σε εμάς από την ψυχολογία των πρωτόγονων ανθρώπων. Εξάλλου αποτελούν αλάνθαστες πηγές νευρωτικών, ακόμη και ψυχωτικών διαταραχών και συμπεριφέρονται σαν παραμελημένα ή κακομεταχειρισμένα όργανα του σώματος ή οργανικά λειτουργικά συστήματα.»

Δεν ήταν χωρίς λόγο που οι αρχετυπικές εικόνες κι εμπειρίες αποτελούσαν πάντοτε το κεντρικό τμήμα όλων των θρησκειών της γης. Μολονότι καλύφθηκαν συχνά με δόγματα, χάνοντας την αρχική μορφή τους, είναι ακόμη ενεργές στην ψυχή και το πλούσιο νόημα τους παραμένει ακόμα πολύ ισχυρό στην επιρροή του, ιδιαίτερα εκεί όπου η θρησκευτική πίστη παραμένει ζωντανή δύναμη. Και τούτο αληθεύει τόσο για τον θανόντα και αναστημένο θεό, όσο και για την άμωμη σύλληψη στο Χριστιανισμό, το πέπλο της Μάγια των Ινδουιστών ή την προσευχή των Μωαμεθανών, οι οποίοι στρέφονται προς τη Μέκκα. Μόνο όποτε η πίστη και το δόγμα τις κατάντησαν κενό γράμμα- και αυτό συμβαίνει κύρια στον υπερανεπτυγμμένο, τεχνολογικό, λογικό, δυτικό πολιτισμό μας- έχασαν τη μαγική δύναμη τους και άφησαν τον άνθρωπο ανίσχυρο και μόνο στο έλεος του εσωτερικού και του εξωτερικού κακού.

Το νόημα και ο σκοπός της γιουνγκιανής ψυχολογίας είναι να ανακουφίσει το σύγχρονο άνθρωπο από τη σύγχυση και την απομόνωση του σύγχρονου πολιτισμού, επιτρέποντας του να βρει τη θέση του στο ρεύμα της ζωής. Έτσι, τον βοηθά να ολοκληρωθεί συνειδητά και εκούσια, ενώνοντας ξανά τη φωτεινή συνειδητή πλευρά του με τη σκοτεινή ασυνείδητη.

Ένα από τα κύρια έργα αυτού του βιβλίου είναι να αποσαφηνίσει τούτη τη μορφή καθοδήγησης, καθώς και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε ο Jung. Αλλά για μια καλύτερη κατανόηση της βάσης στην οποία στηρίζεται, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε εν συντομία το δεύτερο μέρος της θεωρίας, δηλαδή τη «δυναμική της ψυχής».



20 Ιουνίου Port Lligat

$
0
0
[Απόσπασμα από το "Diary of a Genius" του Salvador Dali]

Τα παιδιά ποτέ δεν με ενδιέφεραν ιδιαίτερα, αλλά αυτό που μ’ ενδιαφέρει ακόμα λιγότερο είναι τα έργα ζωγραφικής των παιδιών. Το παιδί-ζωγράφος ξέρει ότι η ζωγραφιά του είναι άσχημα ζωγραφισμένη και το παιδί-κριτικός επίσης ξέρει ότι ξέρει ότι είναι άσχημα ζωγραφισμένη. Έπειτα το παιδί-ζωγράφος-κριτικός που ξέρει ότι ξέρει ότι ξέρει ότι είναι άσχημα ζωγραφισμένη έχει μόνο μια διέξοδο: να πει ότι είναι πολύ καλά ζωγραφισμένη.

29 του μήνα


Δόξα τω Θεώ, σε αυτήν την περίοδο της ζωής μου κοιμάμαι και ζωγραφίζωακόμα καλύτερα και με περισσότερη ικανοποίηση από ότι συνήθως. Τόσο πολύ ώστε πρέπει να θυμάμαι να αποφεύγω τους επίπονους τριγμούς που συμβαίνουν σε κάθε γωνία του στόματός μου, η δυσάρεστη φυσική συνέπεια του σάλιου που συσσωρεύεται από την απόλαυση που παίρνει κάποιος από αυτά τα δύο θεία πάθη- τον ύπνο και τη ζωγραφική. Ναι, ο ύπνος και η ζωγραφική με κάνουν δούλο τους μ’ ευχαρίστηση. Φυσικά, με μια γρήγορη ή ράθυμη κίνηση του πίσω μέρους του χεριού μου, θα μπορούσα να σκουπίσω το πρόσωπό μου κατά τη διάρκεια ενός από τα παραδείσια ξυπνήματά μου ή ενός από τα όχι λιγότερο παραδείσια διαλείμματα κατά τη διάρκεια της εργασίας μου, αλλά είμαι τόσο πολύ εθισμένος στις ζωτικές και διανοητικές μου εκστάσεις που δεν το κάνω! Τώρα να είναι ένα ηθικό πρόβλημα που δεν έχω λύσει; Θα έπρεπε κάποιος άραγε να αφήσει τους τριγμούς της ικανοποίησης να γίνουν χειρότεροι, ή θα έπρεπε να αναγκάσει τον εαυτό του να σκουπίσει το σάλιο εγκαίρως; Προσπαθώντας να βρω μια λύση, έχω εφεύρει μια νέα υπναγωγική μέθοδο, μια μέθοδο που πρέπει να συμπεριληφθεί κάποια ημέρα στην ανθολογία των εφευρέσεών μου. Γενικά, οι άνθρωποι παίρνουν χάπια ύπνου όταν έχουν πρόβλημα να κοιμηθούν. Κάνω ακριβώς το αντίθετο. Είναι κατά τη διάρκεια των περιόδων της ζωής μου όταν ο ύπνος μου φτάνει το μέγιστο βαθμό τακτικότητας και φυτικού παροξυσμού του όταν, με μια ορισμένη φιλαρέσκεια, αποφασίζω να πάρω ένα υπνωτικό χάπι. Ειλικρινά, και χωρίς να επιθυμώ οποιοδήποτε ίχνος μεταφοράς, αυτό με κάνει να κοιμηθώ σαν κούτσουρο και να ξυπνήσω τελείως ανανεωμένος, ώστε η νοημοσύνη μου να ακτινοβολεί με ένα νέο σθένος που δεν μειώνεται μέχρις ότου οι λεπτότερες ιδέες να έχουν φθάσει στην πλήρη άνθισή τους. Αυτό ακριβώς μου συνέβη το σημερινό πρωί επειδή χτες τη νύχτα πήρα ένα χάπι για να κάνω το φλιτζάνι της παρούσας ισορροπίας μου να ξεχειλίσει. Και τι ξύπνημα, στις έντεκα και μισή, στη βεράντα μου όπου ήπια τον καφέ μου με κρέμα και μέλι στον ήλιο, κάτω από έναν ανέφελο ουρανό και χωρίς να ενοχλούμαι από την πλέον απέραντη διέγερση!

Πήρα έναν υπνάκο ανάμεσα στις δύο και μισή και στις πέντε, με το χάπι της προηγούμενης νύχτας να κάνει το φλιτζάνι να υπερχειλίσει καθώς επίσης και το σάλιο μου, γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου παρατήρησα, από το υγρό μου μαξιλάρι, ότι έπρεπε τα σάλια μου να είχαν τρέξει με αφθονία.

Ωστόσο είπα στον εαυτό μου: «Όχι, δεν πρόκειται να σκουπίσεις το πρόσωπό σου σήμερα, είναι Κυριακή! Και ο κυριότερος λόγος να μην το κάνεις, είναι ότι ο μικρός τριγμός που μόλις ξεκινάει θα έπρεπε να είναι ο τελευταίος. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να γίνει πιο ευδιάκριτος, ώστε να μπορέσεις να εκτιμήσεις το βιολογικό λάθος και να πιάσεις όλες τις επιπτώσεις του στη σειρά.»

Έτσι ξύπνησα στις πέντε. Ο αρχιτεχνίτης κύριος Prignau είχε φτάσει. Του είχα ζητήσει να έρθει και να με βοηθήσει να επιλύσω τις γεωμετρικές πτυχές της ζωγραφιάς μου. Κλειστήκαμε στο στούντιο μέχρι τις οκτώ, καθώς είχα καθίσει κι έδινα διαταγές:

«Ζωγραφίστε άλλο ένα οκτάεδρο, αλλά περισσότερο κυρτό, τώρα ένα ακόμη ομόκεντρο…»

Και εκείνος, εργατικός και τόσο επιδέξιος όσο ένας Φλωρεντίνος σπουδαστής πρόζας, έφτιαχνε τα πάντα τόσο γρήγορα σχεδόν όσο έκανα να εκφράσω τη σκέψη μου. Τρεις φορές έκανε λάθος στους υπολογισμούς του, και κάθε φορά, μετά από μια παρατεταμένη εξέταση, έβγαλα τρία διαπεραστικά κικιρικικί, τα οποία πιστεύω τον ενόχλησαν κάπως. Το κικιρικικί είναι η κραυγή με την οποία ανακουφίζω τις μεγάλες μου εντάσεις. Τα τρία λάθη αποδείχθηκαν θαυμάσια. Πέτυχαν σε μια στιγμή όλα όσα ο εγκέφαλός μου προσπαθούσε με κόπο να βρει. Όταν ο Prignau έφυγε, κάθισα στο σούρουπο, ονειρευόμενος. Κατόπιν έγραψα με κιμωλία στην άκρη του καμβά μου τις λέξεις που τώρα αντιγράφω στο ημερολόγιό μου. Καθώς τις γράφω μου αρέσουν ακόμα πιο πολύ:



«Τα λάθη είναι σχεδόν πάντα ιερής φύσης. Ποτέ μην προσπαθήσεις να τα διορθώσεις. Αντιθέτως: εκλογίκευσέ τα, συνειδητοποίησέ τα εκτενώς. Μετά από αυτό, θα είναι δυνατό για σένα να τα μετουσιώσεις. Οι γεωμετρικές εμμονές τείνουν προς μια ουτοπία και δεν ευνοούν τις διεγέρσεις. Εξάλλου οι γεωμέτρες σπάνια έχουν μια στύση.»





ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ «DEMONSTRATION OF THE BEING AND ATTRIBUTES OF GOD,» ΤΟΥ DR. SAMUEL CLARKE ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ «ETHICA ORDINE GEOMETRICO DEMONSTRATA» ΤΟΥ SPINOZA.

$
0
0

[Αποσπάσματα από το 13οκεφάλαιο του «Thelawsofthought» του GeorgeBoole, στο οποίο αναλύει τα λογικά επιχειρήματα των Clarkeκαι Spinozaσχετικά με την ύπαρξη του Θεού.]

Η μέθοδος του Booleείναι αλγεβρική, δηλαδή κωδικοποιεί με μαθηματικά σύμβολα της λογικής προτάσεις που χρησιμοποιούνται στην εργασία σχετικά με την ύπαρξη του Θεού και τις ιδιότητές του.

Σχετικάμετο«Demonstration of the Being and Attributes of God» τουClarke, οBoole λέειότι:
«αποτελείται από μια σειρά προτάσεων ή θεωρήματα, κάθε ένα από τα οποία αποδεικνύεται με τη βοήθεια επιλύσιμων υποθέσεων, ως επί το πλείστον, σε δύο ευδιάκριτες κατηγορίες, δηλαδή, γεγονότα της παρατήρησης, όπως η ύπαρξη ενός υλικού κόσμου, το φαινόμενο της κίνησης, κτλ., και υποθετικές αρχές, η αυθεντία και καθολικότητα των οποίων υποτίθεται πως αναγνωρίζονται apriori.» Σχετικά με το «Ethics» του Spinoza, ότι: «είναι μια μελέτη, το αντικείμενο της οποίας είναι η απόδειξη της ταυτότητας του Θεού και του σύμπαντος, και να καθιερωθεί, με βάση αυτήν τη μελέτη, ένα σύστημα ηθικής και φιλοσοφίας.»

Προχωράμε τώρα στο κύριο μέρος της απόδειξης του Clarke, που αποτελείται από Θεμελιώδεις Προτάσεις, και σε μια ποιοτική ανάλυση αυτών των επιχειρημάτων από τον Boole:

«
Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΥ CLARKE.


ΠΡΟΤΑΣΗ I.

«Κάτι υπάρχει από την αιωνιότητα

Η απόδειξη έχει ως ακολούθως:-
«Επειδή κάτι υπάρχει τώρα, είναι φανερό ότι κάτι υπήρχε πάντα. Αλλιώς τα πράγματα που υπάρχουν τώρα θα έπρεπε να έχουν προκύψει από το τίποτα, χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό. Το οποίο είναι μια καθαρή αντίφαση. Γιατί το να πούμε ότι κάτι παράγεται, χωρίς ωστόσο καμία αιτία, είναι σαν να λέμε ότι κάτι είναι το αποτέλεσμα του τίποτα, δηλαδή, την ίδια στιγμή σαν να μην έχει προκύψει καθόλου. Οτιδήποτε υπάρχει έχει την αιτία της ύπαρξής του, είτε με την αναγκαιότητα της ίδιας του φύσης, και έτσι θα πρέπει να είναι καθαυτό αιώνιο· ή χάρη στη θέληση κάποιου άλλου όντος, και τότε αυτό το άλλο ον πρέπει, τουλάχιστον στα πλαίσια της φύσης και της αιτιότητας, να υπήρχε από πριν.»

Οι υποθέσεις είναι:-
1ονΚάτι υπάρχει.
2ονΑν κάτι υπάρχει, είτε κάτι πάντα υπήρχε, ή τα πράγματα που τώρα υπάρχουν προέκυψαν από το τίποτε.
3ονΑν κάτι υπάρχει, είτε υπάρχει από την αναγκαιότητα της ίδιας του φύσης, ή υπάρχει από τη θέληση ενός άλλου όντος.
4ονΑν υπάρχει από την αναγκαιότητα της ίδιας του φύσης, κάτι πάντα υπήρχε.
5ονΑν υπάρχει από τη θέληση ενός άλλου όντος, τότε η υπόθεση, ότι τα πράγματα που τώρα υπάρχουν προέκυψαν από το τίποτε, είναι λανθασμένη.


ΠΡΟΤΑΣΗ ΙΙ.

«Κάποιο αναλλοίωτο και ανεξάρτητο Ον υπάρχει από την αιωνιότητα.»

Οι προτάσεις από τις οποίες η παραπάνω υπόθεση αποδεικνύεται είναι οι ακόλουθες:
1ονΚάτι πάντα υπήρχε.
2ονΑν κάτι υπήρχε πάντα, είτε υπάρχει κάποιο αναλλοίωτο και ανεξάρτητο ον, ή το σύνολο των όντων που υπάρχουν γίνεται κατανοητό με μια διαδοχή μεταβλητών και εξαρτώμενων όντων.
3ονΑν το σύμπαν αποτελείται από μια διαδοχή μεταβλητών και εξαρτώμενων όντων, είτε αυτή η διαδοχή είχε μια εξωτερική αιτία, ή είχε μια αιτία εκ των έσω.
4ονΔεν είχε μια αιτία εκ των έσω (επειδή περιλαμβάνει, εξ υποθέσεως, όλα τα πράγματα που υπάρχουν).
5ονΔεν είχε μια αιτία εκ των έσω (επειδή κανένα μέρος δεν είναι αναγκαίο, και να κανένα μέρος δεν είναι αναγκαίο, ούτε το όλο είναι.
Η τελευταία πρόταση είναι εκείνη που ο Dr. Clarkeαποδεικνύει.

ΠΡΟΤΑΣΗ III.

«Αυτό το αναλλοίωτο και ανεξάρτητο Ον πρέπει να είναι αυθύπαρκτο.»

Οι υποθέσεις είναι:-
         1ονΚάθε ον πρέπει είτε να έχει προέλθει από το τίποτε, ή πρέπει να έχει προκύψει από κάποια εξωτερική αιτία, ή πρέπει να είναι αυθύπαρκτο.
         2ονΚανένα ον δεν έχει προέλθει από το τίποτε.
         3ονΤο αναλλοίωτο και ανεξάρτητο Ον δεν προέκυψε από μια εξωτερική αιτία.

Από το υπόλοιπο της απόδειξης του Dr. Clarke θεωρείται ότι

Αυτό το αυθύπαρκτο ον πρέπει αναγκαστικά να είναι άπειρο και πανταχού παρόν·

και υποστηρίζεται ότι η απειρότητά του πρέπει να είναι «μια απειρότητα πληρότητας καθώς επίσης και απεραντοσύνης.» Η βάση πάνω στην οποία η απόδειξη προχωράει είναι, ότι μια απόλυτη ανάγκη της ύπαρξης πρέπει να είναι ανεξάρτητη από το χρόνο, το χώρο, και την περίσταση, απαλλαγμένη από όρια, και επομένως να αποκλείει κάθε ατέλεια. Και έτσι προκύπτει ότι το αυθύπαρκτο ον πρέπει να είναι «ένα απολύτως απλό, αμετάβλητο, αδιάφθορο ον, χωρίς μέρη, μορφή, κίνηση, ή οποιεσδήποτε άλλες παρόμοιες ιδιότητες που βρίσκουμε στην ύλη.»
Οι υποθέσεις που πραγματικά χρησιμοποιούνται μπορούν να εκφραστούν ως ακολούθως:
1ον      Αν ένα πεπερασμένο ον είναι αυθύπαρκτο, είναι αντίφαση να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει.
2ον     Ένα πεπερασμένο ον μπορεί, χωρίς αντίφαση, να είναι απόν από ένα μέρος
3ον      Αυτό που μπορεί χωρίς αντίφαση να είναι απόν από ένα μέρος μπορεί χωρίς αντίφαση να είναι απόν από όλα τα μέρη.
4ον     Αυτό που μπορεί χωρίς αντίφαση να είναι απόν από όλα τα μέρη μπορεί χωρίς αντίφαση να υποτεθεί ότι δεν υπάρχει.

Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα πως «οτιδήποτε είναι αυθύπαρκτο είναι άπειρο,» και ότι
«το αυθύπαρκτο ον πρέπει αναγκαία να είναι Ένα.»  Το συμπέρασμα προκύπτει επίσης από τις παρακάτω υποθέσεις:
1.      Αν υπάρχουν δύο ή περισσότερα αναγκαία και ανεξάρτητα όντα, καθένα από αυτά μπορεί να υποτεθεί ότι υπάρχει από μόνο του.
2.      Αν καθένα μπορεί να υποτεθεί ότι υπάρχει από μόνο του, δεν αποτελεί αντίφαση να υποτεθεί ότι το άλλο δεν υπάρχει.
3.      Αν δεν αποτελεί αντίφαση να υποτεθεί αυτό, δεν υπάρχουν δύο αναγκαία και ανεξάρτητα όντα.

Στην πρόταση VIII.επιχειρηματολογείται ότι «η αυθύπαρκτη και αρχική αιτία όλων των πραγμάτων πρέπει να είναι ένα Πνευματικό Ον.»Το κύριο επιχείρημα που προσφέρεται υπέρ αυτής της πρότασης είναι, ότι όπως η αιτία είναι πιο άριστη από το αποτέλεσμα, το αυθύπαρκτο ον, ως αιτία και πρότυπο όλων των πραγμάτων, πρέπει να εμπεριέχει την τελειότητα όλων των πραγμάτων· και ότι η Νοημοσύνη είναι μια από τις τελειότητες που φανερώνονται σε ένα μέρος της δημιουργίας. Υποστηρίζεται επιπλέον ότι αυτή η τελειότητα δεν είναι μια τροποποίηση της μορφής, της διαιρετότητας, ή οποιασδήποτε από τις γνωστές ιδιότητες της ύλης· γιατί αυτές δεν είναι τελειότητες, αλλά περιορισμοί.

Στην υπόθεση IX. υποστηρίζεται, ότι «η αυθύπαρκτη και αρχική αιτία όλων των πραγμάτων δεν είναι ένας απαραίτητος φορέας, αλλά μια ύπαρξη εφοδιασμένη με ελευθερία και επιλογή.»Η απόδειξη είναι βασισμένη κυρίως στην κατοχή εκ μέρους του νοημοσύνης, και στην ύπαρξη τελικών σκοπών, υπονοώντας την ύπαρξη σχεδίου και την επιλογή. Στα πλαίσια της αντίρρησης ότι η απώτατη αιτία λειτουργεί από αναγκαιότητα για την παραγωγή αυτού που είναι καλύτερο, η απάντηση είναι, ότι πρόκειται για μια αναγκαιότητα της καταλληλότητας και της σοφίας και όχι της φύσης.

Με βάση αυτό το δόγμα της ελευθερίας υποστηρίζεται ότι είμαστε σε θέση να δώσουμε μια ικανοποιητική απάντηση σε «εκείνη την αρχαία και θεμελιώδη ερώτηση, πόθεν τὸ κακόν, δηλαδή ποια είναι η αιτία και αρχή του κακού;» Το επιχείρημα σε αυτό το κεφάλαιο θα εκθέσω σε συντομία:

«Όλα όσα καλούμε κακό είτε είναι το κακό της ατέλειας, όπως η επιθυμία ορισμένων ικανοτήτων ή πολυτελειών που άλλα πλάσματα κατέχουν· ή το φυσικό κακό, όπως ο πόνος, ο θάνατος, και τα παρόμοια· ή το ηθικό κακό, όπως όλα τα είδη της αμαρτίας. Το πρώτο από αυτά δεν είναι ένα κανονικό κακό· γιατί κάθε δύναμη, ικανότητα, ή τελειότητα, που κάθε πλάσμα απολαμβάνει, όντας ένα δώρο από το Θεό,… είναι απλά η αναζήτηση οποιασδήποτε ικανότητας ή τελειότητας από οποιοδήποτε είδος πλασμάτων, που ποτέ δεν ανήκε στις φύσεις τους, και έτσι  δεν είναι ένα κακό για αυτά, περισσότερο από το γεγονός ότι αν δεν είχαν δημιουργηθεί ποτέ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί κακό. Το δεύτερο είδος κακού, που ονομάσαμε φυσικό κακό, είναι είτε μια απαραίτητη συνέπεια του πρώτου, όπως θάνατος ενός πλάσματος στη φύση του οποίου η αθανασία δεν προβλέφθηκε ποτέ· και επομένως δεν είναι τυπικά περισσότερο κακό από ό,τι το πρώτο. Ειδάλλως αντιπαραβάλλεται συνολικά με το απώτατο αγαθό, όπως οι δυστυχίες και τα βάσανα των καλών ατόμων, και έτσι επίσης δεν είναι κανονικά ένα κακό· ή αλλιώς, τελικά, είναι μια τιμωρία, οπότε είναι μια απαραίτητη συνέπεια του τρίτου και τελευταίου είδους κακού, δηλαδή, του ηθικού κακού. Και αυτό προκύπτει πλήρως από την κατάχρηση της ελευθερίας που ο Θεός έδωσε στα πλάσματά Του για άλλους λόγους, και το οποίο ήταν λογικό και κατάλληλο να τους δώσει για την τελειότητα και την τάξη ολόκληρης της δημιουργίας. Μόνο αυτοί, αντίθετα από την πρόθεση και εντολή του Θεού, καταχράστηκαν αυτό που ήταν απαραίτητο για την τελειότητα του συνόλου, με αποτέλεσμα τη διαφθορά και στέρησή τους.
»
Στη συνέχεια, προχωράμε τώρα να εξετάσουμε τα πιο σημαντικά μέρη της απόδειξης του Spinoza, ο οποίος χρησιμοποιεί ορισμούς και αξιώματα:
«

ΟΡΙΣΜΟΙ.

1.                  Ως αιτία καθαυτή (causasui), κατανοώ εκείνη της οποίας η ουσία περιλαμβάνει την ύπαρξη, ή εκείνη της οποίας η φύση δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνο ως υπαρκτή.
2.            Ότι κάθε πράγμα είναι πεπερασμένο ή οριοθετημένο από το είδος του (insuogenerefinita) και που μπορεί να καθορίζεται από ένα άλλο ομοειδές πράγμα· π.χ. Ένα σώμα θεωρείται πεπερασμένο, επειδή μπορούμε πάντα να θεωρούμε ένα άλλο σώμα μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Επομένως η σκέψη είναι καθορισμένη από μια άλλη σκέψη. Αλλά το σώμα δεν είναι οριοθετημένο από τη σκέψη, ούτε το αντίστροφο.
3.            Ως ουσία, κατανοώ εκείνη που υπάρχει καθαυτή (inse), και είναι αυτονόητη(perseconcipitur), δηλαδή, εκείνη της οποίας η σύλληψη δεν χρειάζεται να σχηματιστεί από την αντίληψη ενός άλλου πράγματος.
4.            Ως ιδιότητα, κατανοώ εκείνη που η διάνοια αντιλαμβάνεται κατά ουσία, ως αποτελούσα τη βαθύτερη ουσία της.
5.            Ως τρόπο, κατανοώ τις επιρροές της ουσίας, ή εκείνη που βρίσκεται σε ένα άλλο πράγμα, μέσω του οποίου γίνεται επίσης κατανοητή.
6.            Ως Θεό, κατανοώ το απόλυτα άπειρο Ον, το οποίο είναι η ουσία που αποτελείται από άπειρες ιδιότητες, καθεμιά από τις οποίες εκφράζει μια αιώνια και άπειρη ουσία.
7.                  Αυτό το πράγμα ονομάζεται ελεύθερο, το οποίο υπάρχει από τη μοναδική αναγκαιότητα της ίδιας του φύσης, και δρα από μόνο του· αναγκαίο, ή μάλλονπεριορισμένο, που καθορίζεται από ένα άλλο πράγμα για ύπαρξη και δράση, με έναν συγκεκριμένο και αιτιοκρατικό τρόπο.
8.                  Ως αιωνιότητα, κατανοώ την ύπαρξη καθαυτή, στο βαθμό που γίνεται κατανοητή να προκύπτει απαραίτητα από το μοναδικό ορισμό του αιώνιου πράγματος.

ΑΞΙΩΜΑΤΑ.

1.            Όλα τα πράγματα που υπάρχουν βρίσκονται είτε καθαυτά ή μέσα σε ένα άλλο πράγμα.
2.            Αυτό που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από ένα άλλο πράγμα πρέπει να γίνει κατανοητό καθαυτό.
3.            Από μια δεδομένη αιτία ακολουθεί απαραίτητα το αποτέλεσμα, και αντίστροφα, αν δεν υπάρχει καθορισμένη αιτία, είναι αδύνατο να ακολουθήσει κάποιο αποτέλεσμα.
4.            Η γνώση του αποτελέσματος βασίζεται και περιλαμβάνει τη γνώση της αιτίας.
5.            Πράγματα που δεν έχουν τίποτα κοινό δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά το ένα μέσα από το άλλο· ή η αντίληψη του ενός δεν περιλαμβάνει και την αντίληψη του άλλου.
6.            Μια αληθινή ιδέα πρέπει να συμφωνεί με το αντικείμενό της.
7.            Οτιδήποτε μπορεί να γίνει αντιληπτό ως ανύπαρκτο δεν περιλαμβάνει την ύπαρξη στην ουσία του.
»
 Αφού ο Booleκάνει μια αλγεβρική ανάλυση των επιχειρημάτων του Spinoza, στη συνέχεια προχωρά σε μια κριτική σχετικά με τη μέθοδο που ακολουθούν ο Clarkeκαι ο Spinozaαπό κοινού και με το ερώτημα αν υπάρχει η δυνατότητα ο άνθρωπος να κατανοήσει το Θεό:

«Δεν είναι δυνατό, σκέφτομαι, να σηκωθεί κάποιος από τη μελέτη των επιχειρημάτων του Clarkeκαι του Spinozaχωρίς μια βαθιά πεποίθηση στη ματαιότητα όλων των προσπαθειών να καθιερωθεί, εξολοκλήρου apriori, η ύπαρξη ενός Άπειρου Όντος, των ιδιοτήτων Του, και της σχέσης Του με τον κόσμο. Η θεμελιώδης αρχή όλων αυτών των υποθέσεων, δηλαδή, πως οτιδήποτε μπορούμε σαφώς να συλλάβουμε, πρέπει να υπάρχει, αποτυγχάνει να ολοκληρωθεί, ακόμα και όταν αναγνωρίζεται η αλήθειά της. Γιατί πώς το πεπερασμένο να κατανοήσει το άπειρο; Ωστόσο η δυνατότητα μιας τέτοιας σύλληψης πρέπει να υπάρξει, και με κάτι περισσότερο από την αίσθηση μιας απλής άρσης των ορίων της φαινομενικής ύπαρξης, προτού να μπορέσει κάποιο στερεό έδαφος να καθιερωθεί για τη γνώση, apriori, των πραγμάτων άπειρων και αιώνιων. Η διαβεβαίωση του Spinozaγια την πραγματικότητα μιας τέτοιας γνώσης είναι σαφής και ρητή.»

 Τελικά, όπως ο ίδιος ο Booleθεωρεί,

«μπορεί να παρατηρηθεί, ότι το «αδύνατο της άπειρης διαδοχής,» η απόδειξη του οποίου αποτελεί ένα μέρος του επιχειρήματος του Clarke, έχει κοινώς θεωρηθεί ως θεμελιώδης αρχή της μεταφυσικής, και έχει επεκταθεί σε άλλες ερωτήσεις πέρα της αιτιότητας. Ο Αριστοτέλης το εφαρμόζει για να καθιερώσει την ανάγκη θεμελιωδών αρχών απόδειξης και την ανάγκη ενός τέλους (το αγαθό), στις ανθρώπινες ενέργειες, κλπ. Προφανώς το αδύνατο της δημιουργίας εκ μέρους μας μιας ορισμένης και πλήρους σύλληψης μιας άπειρης σειράς, δηλ. της κατανόησής της ως όλο, έχει συγχυστεί με μια λογική ασυνέπεια, ή με μια αντίφαση στην ίδια την ιδέα.»

Εδώ θα συμφωνούσα με τον Boole. Στην πραγματικότητα, η ύπαρξη ενός Θεού στο σύμπαν είναι άτοπη: Καθώς αυτός θα ήταν απόλυτος, θα έπρεπε να έχει δημιουργηθεί από το μηδέν. Αλλιώς θα υπήρχε κάποιος προηγούμενος «Θεός» να Τον δημιουργήσει, κοκ. Επομένως, αν δημιουργήθηκε από το μηδέν, τότε δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί από το τίποτε δεν μπορεί να προκύψει κάτι. Οπότε θεωρώ την υπόθεση της εγγενούς αναγκαιότητας του κόσμου και των πραγμάτων (θα έλεγα το ίδιο ισχύει και για τον Spinoza) ως την πιο εύλογη εξήγηση της ύπαρξης. Ότι δηλαδή τα πράγματα υφίστανται μέσα από μια άπειρη αιτιοκρατική διαδοχή, έστω κι αν μπορούμε αυθαίρετα να ορίσουμε κάποια στιγμή ως αρχική, ενδιάμεση ή τελική. Σε αυτήν την περίπτωση, η ύπαρξη του απείρου δεν ακυρώνεται, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει μια λογική απόδειξη που να την καταρρίπτει, ούτε να την αποδεικνύει, παρά μόνο η αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας και της ίδιας της λογικής να συλλάβει την έννοια του απείρου στην ουσία του.
=========================================================================



Article 18

$
0
0
[André Breton, από τη συλλογή POISSON SOLUBLE (1924)]

Ποιος είναι; Πού πηγαίνει; Τι απέγινε; Τι απέγινε η σιωπή γύρω του, και τι σχετικά με αυτό το ζευγάρι κάλτσες, αυτό το ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες, που ήταν οι πιο αγνές του σκέψεις? Τι έκανε με τις μακριές του κηλίδες, τα μάτια τα τρελά στη βενζίνη, τις φωνές του με τα ανθρώπινα σταυροδρόμια, και τι συνέβη ανάμεσα στα τρίγωνα και στους κύκλους του; Οι κύκλοι σπατάλησαν το θόρυβο που έφτανε στ’ αυτιά του· τα τρίγωνα τις τιράντες που φόραγε να πάει εκεί που οι μυαλωμένοι δεν πάνε όταν κάποιος λέει πως είναι ώρα για ύπνο, όταν ένας αγγελιοφόρος με λευκή σκιά έρχεται να πει πως είναι ώρα για ύπνο. Ποιος άνεμος τον σπρώχνει, εκείνον του οποίου η σκάλα της περίστασης φωτίζεται από το φως της γλώσσας του; Και σε τι στυλ φαντάζεστε τους κλόουν των ματιών του στο λούνα- παρκ παλιοσίδερων του κόσμου; Τι κάνατε με την ευγένειά του προς εσάς όταν σας ευχήθηκε ένα καλό κελάρι και ο ήλιος έντυσε τις καμινάδες από κόκκινα τούβλα που ήταν η σάρκα του; Δεν είναι το πάρσιμο των ρευμάτων από εσάς, κατά μήκος του καναλιού του Ourcq, σαν την απομάκρυνση του μικρού παγωτού και του καρυδί φορτηγού παρκαρισμένου στην ανισόπεδη διάβαση του υπόγειου σιδηρόδρομου; Και δεν ήταν εκείνος που απέρριψε τη συμφωνία; Δεν ακολούθησε το μονοπάτι που χάνεται στους θολωτούς τάφους της ιδέας, δεν ήταν μέρος του γουργουρητού του μπουκαλιού του θανάτου; Τι περίμενε αυτός ο άνθρωπος των αιωνίων προσεγγίσεων, ψυχρός σαν έναν λύκο, περίμενε να κάνουμε με την ερωμένη του όταν την εγκατάλειψε στη λαβή του πιστολιού του καλοκαιριού; Τι άκουσε στο άκρο του αέρα, σαν έναν Ινδιάνο, εκείνα τα απογεύματα σαν φεγγαρόπετρα όταν περιέφερε ένα μισο- άδειο ποτήρι πάνω σε ένα τραπέζι ανέμου; Δεν είμαι πιο δυνατός από εκείνον δεν έχω κουμπιά στο γιλέκο μου, δεν ξέρω ποια είναι η σειρά, δεν θα είμαι ο πρώτος που θα μπει στην πόλη με τα ξύλινα φουσκώματα. Αλλά να πιω το αίμα ενός λευκού σκίουρου αν λέω ψέματα και ας γίνουν ένας σωρός τα σύννεφα στα χέρια μου όταν ξεφλουδίζω ένα μήλο: αυτά τα μεταξωτά ρούχα σχηματίζουν μια λάμπα που δεν θ’ αφήσω να σβήσει από την έλλειψη του γυαλιού των χεριών μου που υψώνονται προς τον ουρανό.

Η Γενετική Εξέλιξη της Κοινωνικής Συμπεριφοράς

$
0
0
[Αποσπάσματα από το 'The  Genetical  Evolution  of  Social  Behaviour' του W.D.Hamilton]

1. Εισαγωγή

Με πολύ λίγες εξαιρέσεις, τα μόνα μέρη της θεωρίας της φυσικής επιλογής που έχουν υποστηριχθεί από μαθηματικά πρότυπα δεν αναγνωρίζουν καμία δυνατότητα εξέλιξης χαρακτήρων που είναι κατά μέσον όρο εις βάρος των ατόμων που τους κατέχουν. Αν η φυσική επιλογή ακολουθούσε τα κλασσικά πρότυπα αποκλειστικά, τα είδη δεν θα παρουσίαζαν καμία συμπεριφορά πιο κοινωνική από το ζευγάρωμα και τη γονική φροντίδα.

Οι θυσίες που περιλαμβάνονται στη γονική φροντίδα είναι μια δυνατότητα που συμπεριλαμβάνεται σε οποιοδήποτε πρότυπο στο οποίο ο καθορισμός της ικανότητας βασίζεται, όπως θα έπρεπε, στον αριθμό των ενήλικων απογόνων. Σε ορισμένες περιστάσεις ένα άτομο μπορεί να αφήσει περισσότερους ενήλικους απογόνους καταναλώνοντας προσοχή και υλικά στον ήδη γεννημένο απόγονό του από το να τα κρατήσει για την επιβίωση και την περαιτέρω γονιμότητα του ίδιου. Ένα γονίδιο που αναγκάζει τον κάτοχό του να δώσει γονική φροντίδα θα αφήσει στη συνέχεια περισσότερα γονίδια αντίγραφα στην επόμενη γενιά από ένα αλληλόμορφο γονίδιο που έχει την αντίθετη τάση. Το επιλεκτικό πλεονέκτημα μπορεί να ιδωθεί ότι βρίσκεται σε πλεονεκτήματα που παρέχονται αδιάφορα σε ένα σύνολο συγγενών καθένας από τους οποίους έχει μισή πιθανότητα να φέρει το συγκεκριμένο γονίδιο.

Από αυτήν την άποψη φαίνεται επίσης, εντούτοις, ότι δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερο στη σχέση γονέα- απογόνου εκτός από το στενό βαθμό συγγένειας και μια ορισμένη θεμελιώδη ασυμμετρία. Η συγγένεια αμφιθαλών είναι εξίσου στενή. Αν ένα άτομο φέρει ένα ορισμένο γονίδιο η πιθανότητα ότι ένας τυχαίος συγγενής θα φέρει ένα αντίγραφο είναι πάλι μισή. Παρομοίως, η σχέση ετεροθαλών είναι ισοδύναμη με εκείνη του παππού και εγγονιού με την πιθανότητα γονιδίων αντιγράφων, ή γονιδίων «πανομοιότυπων εκ καταβολής» όπως συνήθως λέγονται, στο ένα τέταρτο και ούτω καθεξής.

Αν και δεν φαίνεται να έχει λάβει ιδιαίτερα λεπτομερή προσοχή, η δυνατότητα εξέλιξης χαρακτήρων που ωφελούν απογόνους πιο μακρινούς από τους άμεσους απογόνους έχει παρατηρηθεί συχνά. Ευκαιρίες για συγγενείς, μακρινούς ή όχι, στην ίδια ή παρακείμενη γενιά (δηλ. συγγενείς όπως ξαδέλφια και ανίψια) πρέπει να είναι πιο κοινές από εκείνες για εγγόνια και πιο μακρινούς απογόνους. Σαν πρώτο βήμα προς μια γενική θεωρία που θα λάμβανε υπόψη όλα τα είδη συγγενών αυτή η εργασία θα περιγράψει ένα πρότυπο που προσαρμόζεται ειδικά για να εξετάσει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των συγγενών της ίδιας γενιάς. Το πρότυπο περιλαμβάνει το κλασσικό πρότυπο των «μη επικαλυπτόμενων γενεών» σαν πρόσθετη περίπτωση. Μια άριστη περίληψη των γενικών ιδιοτήτων αυτού του κλασσικού προτύπου έχει δοθεί από τον Kingman (1961b). Είναι αρκετά πέρα από τη δύναμη του συγγραφέα να δοθεί μια εξίσου εκτενής έρευνα για τις ιδιότητες του παρόντος προτύπου αλλά ορισμένες κατά προσέγγιση αιτιοκρατικές επιπτώσεις βιολογικού ενδιαφέροντος θα επισημανθούν.

Όπως είναι ήδη εμφανές η ουσιαστική ιδέα που το πρότυπο πρόκειται να χρησιμοποιήσει είναι αρκετά απλή. Κατά συνέπεια αν και ο ακόλουθος απολογισμός είναι απαραιτήτως κάπως μαθηματικός δεν είναι εκπληκτικό ότι τελικά, επιτρέποντας ορισμένες παρεκκλίσεις από τη μαθηματική αυστηρότητα, είμαστε σε θέση να φθάσουμε σε κατά προσέγγιση αρχές που μπορούν επίσης να εκφραστούν αρκετά απλά και σε μη μαθηματική μορφή. Η σημαντικότερη αρχή, όπως προκύπτει άμεσα από το πρότυπο, περιγράφεται στο τελευταίο τμήμα αυτής της εργασίας, αλλά μια πληρέστερη συζήτηση μαζί με κάποια προσπάθεια να αξιολογηθεί η θεωρία λαμβάνοντας συνολικά υπόψη τα βιολογικά στοιχεία θα δοθεί στη συνέχεια.

2. Το μοντέλο

Το πρότυπο είναι περιορισμένο στην περίπτωση ενός οργανισμού που αναπαράγεται μια φορά στο τέλος μιας σταθερής περιόδου. Η επιβίωση και η αναπαραγωγή μπορούν εξίσου να ποικίλουν αλλά είναι μόνο οι επακόλουθες παραλλαγές στο προϊόν τους, η καθαρή αναπαραγωγή, οι οποίες ενδιαφέρουν εδώ. Όλα τα γενοτυπικά αποτελέσματα θεωρούνται ως αυξήσεις και μειώσεις σε μια βασική μονάδα αναπαραγωγής που, αν είναι η ίδια για όλα τα άτομα, θα καθιστούσε τον πληθυσμό τόσο στάσιμο όσο και μη εξελικτικό. Κατά συνέπεια η ικανότητα α ενός ατόμου αντιμετωπίζεται ως σύνολο της βασικής μονάδας του, την επίδραση δα του προσωπικού γενοτύπου του και το συνολικό e° των επιδράσεων σε αυτόν λόγω των γειτόνων του που θα εξαρτηθούν από τους γενοτύπους τους:

a=1 + δa + e°. (1)

Ο δείκτης  σε αντίθεση με τον δείκτη ° θα χρησιμοποιηθεί με συνέπεια για να συμπεριλάβει την προσωπική επίδραση δa στις εξωτερικές επιδράσεις. Έτσι η εξίσωση (1) μπορεί να ξαναγραφτεί ως

a =1 + e

Στην εξίσωση (1), ωστόσο, το σύμβολο  χρησιμοποιείται επίσης για να ξεχωρίσει αυτού του είδους την ετερόκλητη ικανότητα από το υπόλοιπο μέρος

a = 1 + δa

που είναι ισοδύναμο με την καταλληλότητα με την κλασσική έννοια της ατομικής ικανότητας.

Το σύμβολο δ πριν από ένα γράμμα θα χρησιμοποιηθεί για να τονίσει ένα αποτέλεσμα ή σύνολο αποτελεσμάτων από ένα άτομο ως πρόσθεση στη βασική μονάδα, όπως κωδικοποιείται στην

a = l + δa.


Θεωρείστε τώρα πώς τα αποτελέσματα που ένα οποιοδήποτε άτομο διανέμει στον πληθυσμό μπορούν να συνοψιστούν. Για την ευκολία και τη γενικότητα θα περιλάβουμε σε αυτή τη φάση ορισμένα αποτελέσματα (όπως τα αποτελέσματα στη γονική ικανότητα) τα όποια πρέπει να είναι μηδέν κάτω από τους περιορισμούς αυτού του ιδιαίτερου προτύπου, και επίσης άλλα (όπως τα αποτελέσματα στους απογόνους) που αν και όχι απαραιτήτως μηδέν δεν θα προσπαθήσουμε να χειριστούμε με ακρίβεια στην ακόλουθη ανάλυση.

Η επίδραση του Α σε έναν συγκεκριμένο Β μπορεί να ποικίλει. Στην παρούσα αιτιοκρατική μεταχείριση, εντούτοις, ενδιαφερόμαστε μόνο για τα μέσα τέτοιων αποκλίσεων. Κατά συνέπεια η επίδραση την οποία μπορούμε να γράψουμε (δαfather)A είναι στην πραγματικότητα η πιθανότητα της επίδρασης του Α πάνω στον πατέρα του αλλά για συντομία θα τη θεωρούμε ως επίδραση στον πατέρα.



Σε αντιστοιχία με την επίδραση που ο Α προκαλεί στον Β θα υπάρξει μια επίδραση του ίδιου τύπου στον Α. Αυτό θα προέλθει είτε από τον Β τον ίδιο είτε από ένα πρόσωπο που είναι για τον Α ότι είναι ο Α για τον Β. Έτσι, αντίστοιχα σε μια επίδραση από τον Α στον ανιψιό του θα υπάρχει μια επίδραση στον Α από το θείο του. Η ομοιότητα μεταξύ της επίδρασης που ο Α διανέμει και εκείνης που λαμβάνει είναι σαφώς μια πτυχή του προβλήματος του συσχετισμού μεταξύ συγγενών. Κατά συνέπεια ο όρος e° στην εξίσωση (1) δεν είναι μια σταθερά για οποιοδήποτε δεδομένο γενότυπο του Α δεδομένου ότι θα εξαρτηθεί από τους γενοτύπους των γειτόνων και επομένως από τις συχνότητες των γονιδίων και το σύστημα ζευγαρώματος.


Έτσι έχουμε ανακαλύψει εδώ μια ποσότητα, περιεχόμενη ικανότητα, η οποία υπό τους όρους του προτύπου τείνει να μεγιστοποιηθεί με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που η καταλληλότητα τείνει να μεγιστοποιηθεί στο απλούστερο κλασσικό πρότυπο. Για μια σημαντική κατηγορία γενετικών αποτελεσμάτων όπου το άτομο υποτίθεται ότι διανέμει οφέλη στους γείτονές του, τυπικά έχουμε αποδείξει ότι η μέση περιεχόμενη ικανότητα στον πληθυσμό θα αυξάνεται πάντα. Στις περιπτώσεις όπου τα άτομα μπορούν να προκαλέσουν ζημιά στους γείτονές τους ξέρουμε μόνο, χοντρικά, ότι η αλλαγή στη συχνότητα των γονιδίων σε κάθε γενιά κατευθύνεται κάπου στην κατεύθυνση ενός τοπικού μεγίστου της μέσης περιεχόμενης ικανότητας, αλλά μπορεί, όπως όλη η παρούσα ανάλυση μας έχει πει, να την υπερτονίσουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να παράγει μια χαμηλότερη αξία.

Σε ότι αφορά τη φύση της περιεχόμενης ικανότητας ίσως βοηθήσει να διευκρινιστεί η έννοια αν κάνουμε τώρα μια ελαφρώς διαφορετική λεκτική παρουσίαση. Η περιεχόμενη ικανότητα μπορεί να θεωρηθεί ως η προσωπική ικανότητα που ένα άτομο εκφράζει πραγματικά στην παραγωγή ενήλικων απογόνων του καθώς γίνεται αφότου έχει αρχικά απαλλαγεί και έπειτα επαυξηθεί με έναν ορισμένο τρόπο. Είναι απαλλαγμένη από όλες τις συνιστώσες που μπορούν να θεωρηθούν ότι οφείλονται στο κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου, αφήνοντας την ικανότητα που θα εξέφραζε αν δεν ήταν εκτεθειμένο σε οποιαδήποτε από τις ζημιές ή τα οφέλη του συγκεκριμένου περιβάλλοντος. Αυτή η ποσότητα επαυξάνεται ύστερα από ορισμένα κλάσματα των ποσοτήτων ζημιάς και οφέλους που το άτομο το ίδιο προκαλεί στην ικανότητα των γειτόνων του. Τα συγκεκριμένα κλάσματα είναι απλά οι συντελεστές της σχέσης κατάλληλοι για τους γείτονες τους οποίους επηρεάζει: μονάδα για άτομα βιολογικούς κλώνους, ένα δεύτερο για τους αμφιθαλείς συγγενείς, ένα τέταρτο για τους ετεροθαλείς, ένα όγδοο για τα ξαδέλφια,… και τελικά μηδέν για όλους τους γείτονες των οποίων η σχέση μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα μικρή.

Στην πραγματικότητα, στον προηγούμενο μαθηματικό απολογισμό δεν απασχοληθήκαμε με την περιεχόμενη ικανότητα των ατόμων όπως περιγράφεται εδώ αλλά μάλλον με ορισμένους μέσους όρους τους όποιους καλούμε περιεχόμενη ικανότητα των τύπων. Αλλά η ιδέα της περιεχόμενης ικανότητας ενός ατόμου είναι εντούτοις χρήσιμη. Ακριβώς όπως από την άποψη της κλασσικής επιλογής μπορούμε να εξετάσουμε αν ένας δεδομένος χαρακτήρας που εκφράζεται σε ένα άτομο είναι προσαρμοστικός από την άποψη του να είναι προς όφελος της προσωπικής καταλληλότητάς του ή όχι, έτσι με την παρούσα έννοια της επιλογής μπορούμε να εξετάσουμε αν ο χαρακτήρας ή το γνώρισμα της συμπεριφοράς είναι ή δεν είναι προσαρμοστικός από την άποψη του να είναι προς όφελος της περιεχόμενης ικανότητάς του.


3. Τρεις Ειδικές Περιπτώσεις


Προσπαθώντας να φανταστούμε μια ρεαλιστική κατάσταση που να ταιριάζει σε αυτήν την περίπτωση κάποια προσοχή μπορεί να χρειαστεί για τις περιπτώσεις όπου μέσω της πιθανοκρατικής φύσης των πραγμάτων ο γονιδιακός φορέας συμβαίνει να μην έχει κάποιον αμφιθαλή συγγενή, ή να μην είναι αυτός κατάλληλος για να λάβει το όφελος. Τέτοιες δυνατότητες και οι συχνότητες πραγματοποίησής πρέπει, εντούτοις, να ληφθούν όλες υπόψη καθώς οι επιρροές (δαsibs)A, κ.λπ., αξιολογούνται για το πρότυπο, με τον ίδιο τρόπο που σε μια κλασσική περίπτωση θα επιτρεπόταν για κάποιο βαθμό αποτυχίας της διεισδυτικότητας ενός γονιδίου.


Με πολλούς φυσικούς πληθυσμούς πρέπει να συμβεί ένα άτομο να διαμορφώσει το κέντρο μιας πραγματικής τοπικής συγκέντρωσης των συγγενών του που οφείλεται σε μια γενική ανικανότητα ή απροθυμία των οργανισμών να μετακινηθούν μακριά από τον τόπο γέννησής τους. Σε έναν τέτοιο πληθυσμό, τον οποίο μπορούμε προσωρινά να καλέσουμε «ιξώδη,» η παρούσα μορφή επιλογής μπορεί να ισχύσει με αρκετή ακρίβεια για τα γονίδια που επηρεάζουν την περιπλάνηση. Προκύπτει από τα επιχειρήματα της τελευταίας παραγράφου ότι από μια σειρά διαφορετικών ειδών θα αναμέναμε να βρούμε δοσμένα γνωρίσματα κοινά και πιο πολύ ανεπτυγμένα στα είδη με τους πιο ιξώδεις πληθυσμούς ενώ ο ανεμπόδιστος ανταγωνισμός θα χαρακτηρίζει είδη με το πιο ελεύθερο ζευγάρωμα πληθυσμών.

Στον ιξώδη πληθυσμό, εντούτοις, η υπόθεση του τυχαίου ζευγαρώματος είναι πολύ απίθανο να ισχύει απόλυτα, έτσι ώστε αυτές οι ενδείξεις είναι μιας ποιοτικής φύσης μόνο.


Τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να περιγραφούν ως περιλαμβάνουσες μεταφορές αναπαραγωγικού δυναμικού. Είναι ιδιαίτερα σχετικές με τον ανταγωνισμό, στον οποίο το άτομο μπορεί να θεωρηθεί ότι προσπαθεί να μεταφέρει τις προϋποθέσεις της επιβίωσης και της αναπαραγωγής από τους ανταγωνιστές του σε αυτόν.


Συγκρίνοντας αυτό με την αντίστοιχη εξίσωση του κλασσικού προτύπου (εξίσωση (6)) βλέπουμε ότι υπάρχει μια μείωση του ποσοστού προόδου όταν είναι οι μεταφορές από έναν συγγενή.

Είναι σχετικό να σημειωθεί ότι ο Haldane (1923) στην πρώτη του εργασία για τη μαθηματική θεωρία της επιλογής επισήμανε τις πρόσθετες περιστάσεις του ανταγωνισμού στις περιπτώσεις εμβρύων θηλαστικών στην ίδια μήτρα και σπόρων τόσο ενώ ανατρέφονταν από το ίδιο γονικό φυτό όσο και ύστερα από τη βλάστησή τους αν δεν ήταν πολύ διασκορπισμένοι. Έδωσε ένα αριθμητικό παράδειγμα του ανταγωνισμού μεταξύ των αμφιθαλών συγγενών δείχνοντας ότι η πρόοδος της συχνότητας γονιδίων θα ήταν πιο αργή από το κανονικό.

Σε τέτοιες καταστάσεις, ωστόσο, όπου ο πληθυσμός μπορεί να θεωρηθεί υποδιαιρεμένος σε λίγο πολύ τυποποιημένες ομάδες σε κάθε μια από τις οποίες κατανέμεται μια τοπική τυποποιημένη δεξαμενή αναπαραγωγικού δυναμικού (που στην περίπτωση του Haldane θα αποτελούταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις προϋποθέσεις για την προ-ενήλικη επιβίωση), υπάρχει, εκτός από έναν μικρό όρο διόρθωσης που αναφέρουμε στη σύντομη γενική συζήτηση περί ανταγωνισμού στην επόμενη παράγραφο, μια πρόσθετη γενική επιβράδυνση στην πρόοδο της επιλογής. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλεται στη σπατάλη δυνάμεων των περισσότερο ικανών και στη προστασία των λιγότερο ικανών όταν αυτοί οι τύποι τυχαίνει να εμφανιστούν θετικά αναμεμειγμένοι (πέρα από όποια μοναδική επίδραση σχέσης) σε έναν τόπο˙ η σημασία μπορεί να κριθεί από το γεγονός ότι κυμαίνεται από το μηδέν όταν οι ομάδες είναι απείρως μεγάλες ως το μισό του ρυθμού προόδου για τον ανταγωνισμό σε ζευγάρια.

4. Τεχνητά Χαρακτηριστικά του Μοντέλου

Όταν οποιοδήποτε από τα αποτελέσματα είναι αρνητικό οι περιορισμοί που τέθηκαν στο πρότυπο έως τώρα δεν αποκλείουν ορισμένες καταστάσεις που είναι σαφώς αδύνατες από βιολογική άποψη.


Θεωρώντας ότι η παρούσα χρήση των συντελεστών των σχέσεων ισχύει μόνο όταν η επιλογή είναι αργή, φαίνεται ότι έχει μικρή σημασία η προσπάθεια να παραχθούν από μαθηματική άποψη ικανοποιητικοί όροι για τον περιορισμό να ισχύει˙ διαισθητικά εντούτοις αν αποκλείσουμε περιπτώσεις ακραίας κυριαρχίας είναι αρκετό να μην έχουμε κανέναν ομοζυγώτη με ένα καθαρό αποτέλεσμα μεγαλύτερο από τη μονάδα.

Ακόμα κι αν αγνοήσουμε το πρόβλημα στη χρήση του συντελεστή της σχέσης είναι αρκετά σαφές ότι αν το δT.. τείνει οπουδήποτε κοντά στο -1 το πρότυπο είναι ιδιαίτερα τεχνητό και υπονοεί έναν πληθυσμό σε μια κατάσταση καταστροφικής παρακμής. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι μεταλλάξεις που προκαλούν μεγάλα εγωιστικά αποτελέσματα δεν μπορούν να λάβουν θετική επιλογή˙ σημαίνει ότι η έκφρασή τους πρέπει να μετριαστεί με μια αυξανόμενη συχνότητα γονιδίων και με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ασυμβίβαστη με το πρότυπό μας. Το χαρακτηριστικό του «φονιά» στο Paramoecium μπορεί να θεωρηθεί ως παράδειγμα ενός εγωιστικού γνωρίσματος με ενδεχομένως μεγάλες επιπτώσεις, αλλά με τον ιδιαίτερο γενετικό τρόπο κληρονομιάς και την αναπόφευκτη πυκνότητα εξάρτησης απαιτεί προφανώς ένα πρότυπο επιλογής που προσαρμόζεται σε αυτήν την περίπτωση, και το ίδιο πράγμα ισχύει αναμφίβολα για τα περισσότερα «κοινωνικά» γνωρίσματα που είναι παρομοίως ακραία.

Πραγματικά η κατηγορία πρότυπων με αρνητικά αποτελέσματα γειτόνων που είναι τεχνητά σύμφωνα με μια αυστηρή ερμηνεία των υποθέσεων πρέπει να είναι πολύ ευρύτερη από εκείνη που έχουμε επιλέξει να καλούμε «απίθανη.» Το πρότυπο υποθέτει ότι το μέγεθος μιας επίδρασης δεν εξαρτάται ούτε από το γενότυπο του δέκτη ούτε από την τρέχουσα κατάστασή του σε ό,τι αφορά τα προαπαιτούμενα της καταλληλότητας όταν προκαλείται η επίδραση. Σε ό,τι αφορά τα επίκτητα γνωρίσματα είναι εξίσου δυνατό να φανταστούμε ότι αυτό ισχύει για μερικές περιπτώσεις κρυφής κλοπής αλλά γενικά είναι λογικότερο να υποτεθεί ότι μετά από κάποιο είδος επαφής το περιορισμένο προαπαιτούμενο χωρίζεται στο λόγο των ανταγωνιστικών δυνατοτήτων. Υπό τον όρο ότι τα ανταγωνιστικά διαφορικά είναι μικρά εντούτοις, το πρότυπο δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα… Με τα επίκτητα γνωρίσματα είναι λογικότερο να υποτεθεί ότι αν είναι η φύση του προαπαιτούμενου είναι μεταβιβάσιμο το άτομο μπορεί να προσφέρει οποιοδήποτε μέρος των ιδιοτήτων του που του υπαγορεύουν τα ένστικτά του. Το πρότυπο σχεδιάστηκε για να διαφωτίσει την αλτρουιστική συμπεριφορά˙ οι κατηγορίες της εγωιστικής και ανταγωνιστικής συμπεριφοράς που μπορεί επίσης να διαφωτίσει είναι περιορισμένες, ειδικά όπου τα διαφορικά της επιλογής είναι δυνητικά μεγάλα.

Για τους τόπους κάτω από την επιλογή οι μόνοι συγγενείς για τους οποίους η μετρική της σχέσης ισχύει αυστηρά είναι οι πρόγονοι. Κατά συνέπεια η πιθανότητα ότι ένας γονέας φέρει ένα γονίδιο που επιλέγεται σε έναν απόγονο είναι 1/2, η πιθανότητα για έναν παππού ή γιαγιά είναι 1/4, και ούτω καθεξής. Σε ό,τι αφορά τους απογόνους, φαίνεται διαισθητικά εύλογο ότι για ένα γονίδιο που έχει σταθερή πρόοδο στη συχνότητα εμφάνισής του η αληθινή πιθανότητα των γονιδίων σε έναν n-οστό απόγονο θα υπερβεί το 1/2n, και παρομοίως για ένα γονίδιο του οποίου μειώνεται σταθερά η συχνότητα θα ισχύει το αντίθετο. Καθώς το μονοπάτι της γενετικής σύνδεσης με έναν απλό συγγενή της ίδιας γενιάς, όπως ένας ετεροθαλής συγγενής, περιλαμβάνει ένα «μέρος ανόδου» και ένα «μέρος καθόδου» είναι δελεαστικό να υποθέσουμε ότι το ανερχόμενο μέρος μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολλαπλάσια του 1/2 και το κατερχόμενο μέρος με πολλαπλάσια μεγαλύτερα ή μικρότερα του 1/2 ανάλογα με το ποιο είδος επιλογής είναι υπό εξέλιξη. Εντούτοις, μια αυστηρότερη επίθεση στο πρόβλημα δείχνει ότι είναι αντιστοίχως πιο δύσκολο για τους απλούς απογόνους, όπου ο χειρισμός του παράγοντα που αντικαθιστά πραγματικά το 1/2 είναι αρκετά εύκολος τουλάχιστον στην περίπτωση της κλασσικής επιλογής, και ο συντάκτης της παρούσας εργασίας έχει αποτύχει μέχρι τώρα να συνάγει οποιαδήποτε οριστικά γενικά συμπεράσματα ως προς τη φύση και την έκταση του λάθους στον προηγούμενο απολογισμό που η χρήση των συνηθισμένων παραγόντων της σχέσης έχει περιλάβει πραγματικά.

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι το πρότυπο δεν ισχύει στην επιλογή νέων μεταλλάξεων. Οι συγγενείς μπορούν ή όχι να φέρουν τη μετάλλαξη ανάλογα με το σημείο στις γενιές των μικροβίων του γονέα όπου αυτή εμφανίστηκε, αλλά για τους συγγενείς γενικά ένας συγκεκριμένος αριθμός γενιών πρέπει να περάσει πριν οι συντελεστές δώσουν τις πραγματικές- ή, κάτω από την επιλογή, τις κατά προσέγγιση σωστές πιθανότητες των αντιγράφων. Αυτό το σημείο είναι ευνοϊκό για την καθιέρωση των γνωρισμάτων που δίνονται και ελαφρώς αντίθετα σε εκείνα που παίρνονται. Μια μετάλλαξη μπορεί, εντούτοις, να αναμένεται να υπερνικήσει οποιοδήποτε τέτοιο αρχικό μικρό εμπόδιο προτού να επαναληφθεί πολλές φορές.

5. Τα Όρια του Μοντέλου στην Εξέλιξη της Αλτρουιστικής και Εγωιστικής Συμπεριφοράς

Με την κλασσική επιλογή ένας γενότυπος μπορεί να θεωρηθεί ως θετικά επιλεγμένος αν η καταλληλότητά του είναι πάνω από το μέσο όρο και αντίθετα στην περίπτωση που είναι κάτω από το μέσο όρο. Το περιβάλλον συνήθως πιέζει τη μέση καταλληλότητα a.. προς τη μονάδα· έτσι για έναν τυχαίο γενότυπο το σύμβολο δaij είναι μια ένδειξη του είδους της επιλογής. Στην παρούσα περίπτωση ωστόσο είναι το T..  και όχι το R.. που υποχρεώνεται προς τη μονάδα, και η ανάλογη ένδειξη δίνεται από την αποκλειστική επιρροή καταλληλότητας δRij γιατί το υπόλοιπο μέρος, η εξασθενημένη επιρροή δSij, της συνολικής γενοτυπικής επιρροής δTij● δεν έχει επίδραση στο είδος της επιλογής. Με άλλα λόγια το είδος της επιλογής μπορεί να θεωρηθεί ότι καθορίζεται από το κατά πόσο η αποκλειστική καταλληλότητα ενός γενότυπου είναι πάνω ή κάτω από το μέσο όρο.

Προχωράμε, έτσι, να θεωρήσουμε ορισμένα θεμελιώδη κριτήρια που καθορίζουν το πρόσημο της επιρροής της αποκλειστικής καταλληλότητας. Το επιχείρημα εφαρμόζεται σε κάθε γενότυπο και οι δείκτες μπορούν να παραλειφθούν.

Έστω

δT° = kδa. (7)

Σύμφωνα με τα σύμβολα δa και δT° έχουμε τέσσερις τύπους συμπεριφοράς όπως παρουσιάζονται στο ακόλουθο διάγραμμα:




Οι κλάσεις για τις οποίες το k είναι αρνητικό είναι του μέγιστου ενδιαφέροντος, καθώς για αυτές είναι λιγότερο εμφανές τι θα συμβεί με την επιλογή. Επίσης, αν θεωρήσουμε την καταλληλότητα σαν μια ποσότητα που τείνει να διατηρηθεί, πράγμα που πρέπει να ισχύει στην περίπτωση υλικών προϋποθέσεων επιβίωσης και αναπαραγωγής, k — ve είναι η πιο πιθανή περίπτωση. Η τέλεια διατήρηση συμβαίνει αν k = - 1. Τότε δT  = 0 και T = 1: η δεξαμενή των γονιδίων διατηρεί σταθερό «όγκο» από γενιά σε γενιά… Αυτή η περίπτωση συζητήθηκε στην Περίπτωση (c) στην παράγραφο 3. Γενικά η τιμή του k δείχνει τη φύση της αναχώρησης από τη διατήρηση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση μιας αλτρουιστικής πράξης το \k\ μπορεί να ονομαστεί ο ρυθμός οφέλους στην πράξη: αν η τιμή του είναι δύο, δύο μονάδες καταλληλότητας κερδίζονται από τους γείτονες για κάθε μια που χάνεται από έναν αλτρουιστή. Στην περίπτωση μιας εγωιστικής πράξης, το \k\ μπορεί αν ονομαστεί ο ρυθμός απώλειας: αν η τιμή του είναι πάλι δύο, δύο μονάδες καταλληλότητας χάνονται από τους γείτονες για κάθε μονάδα που κερδίζεται από το υποκείμενο.

Ο συναγερμός ενός πουλιού περιλαμβάνει πιθανώς έναν μικρό πρόσθετο κίνδυνο στο άτομο που τον προκαλεί προδίδοντάς το στο θηρευτή που πλησιάζει αλλά η επακόλουθη μείωση του κινδύνου για ένα γειτονικό ανήξερο πουλί πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερη. Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε εδώ ακριβώς πώς τα ρίσκα μπορούν να θεωρηθούν από την άποψη της καταλληλότητας: σε ό,τι αφορά την παρούσα απεικόνιση είναι λογικό να υποθέσουμε ότι στην πλειονότητα των συναγερμών το k είναι αρνητικό αλλά \k\ > 1. Πόσο μεγάλο πρέπει να είναι το \k\ ώστε το όφελος των άλλων να υπερνικήσει τον προσωπικό κίνδυνο από την άποψη της περιεχόμενης καταλληλότητας;

δR = δR° + δa
= r°δT° + da από την (5)
= δa (kr° + l) από την (7)


Έτσι από τις πράξεις που είναι καταστροφικές για την ατομική καταλληλότητα (δa — ve) μόνο εκείνες για τις οποίες — k > 1/ r° θα είναι ευεργετικές στην αποκλειστική καταλληλότητα (δR + ve).

Αυτό σημαίνει ότι για μια κληρονομική τάση να εκτελέσει μια δράση αυτού του είδους για να εξελιχθεί το όφελος σε έναν αμφιθαλή συγγενή πρέπει κατά μέσο όρο να είναι τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερη από την απώλεια για το άτομο, το όφελος σε έναν ετεροθαλή συγγενή πρέπει να είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερο, σε έναν ξάδελφο οκτώ φορές και ούτω καθεξής. Για να εκφράσουμε το θέμα πιο γλαφυρά, στον κόσμο των πρότυπων οργανισμών μας, των οποίων η συμπεριφορά καθορίζεται αυστηρά από το γενότυπο, αναμένουμε να διαπιστώσουμε ότι κανένας δεν είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του για οποιοδήποτε μεμονωμένο πρόσωπο αλλά ότι ο καθένας θα την θυσιάσει όταν πρόκειται με αυτόν τον τρόπο να σώσει περισσότερους από δύο αδελφούς, ή τέσσερις ετεροθαλείς αδελφούς, ή οκτώ πρώτα ξαδέλφια… Αν και σύμφωνα με το πρότυπο μια τάση για απλές αλτρουιστικές μεταδόσεις (k = — 1) δεν θα εξελιχθεί ποτέ από τη φυσική επιλογή, μια τέτοια τάση, στην πραγματικότητα, θα λάμβανε μηδενική αντίθετη επιλογή στην περίπτωση μετάδοσης μεταξύ γενετικών κλώνων.

Σε ό,τι αφορά εγωιστικές τάσεις γενικά (δa + ve, k — ve) η συνθήκη οφέλους για την αποκλειστική καταλληλότητα είναι —k > 1/ r°. Η συμπεριφορά που περιλαμβάνει την υπερβολική λήψη από στενούς συγγενείς δεν θα εξελιχθεί. Στον πρότυπο κόσμο της γενετικά ελεγχόμενης συμπεριφοράς αναμένουμε να βρούμε ότι αμφιθαλείς συγγενείς στερούν ο ένας από τον άλλον αναπαραγωγικές προϋποθέσεις με τον όρο ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν ο καθένας τις μισές από όσες προσφέρονται· τα άτομα στερούν από τους ετεροθαλείς συγγενείς τέσσερις μονάδες αναπαραγωγικού δυναμικού αν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τουλάχιστον μια από αυτές· και ούτω καθεξής. Φανερά από την άποψη των γονιδίων αξίζει να στερηθεί ένα μεγάλο μέρος συγγενών προκειμένου να προκύψει ένα μικρό γενετικό πλεονέκτημα.



Μιμίδια: οι νέοι αντιγραφείς

$
0
0
[Αποσπάσματα από το βιβλίο "Το εγωιστικό γονίδιο" του Richard Dawkins]

Ως ένας ενθουσιώδης Δαρβινιστής, είμαι δυσαρεστημένος με τις εξηγήσεις που οι ενθουσιώδεις συνάδελφοί μου έχουν προσφέρει για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Έχουν προσπαθήσει να βρουν «βιολογικά πλεονεκτήματα» στις διάφορες ιδιότητες του ανθρώπινου πολιτισμού… Η συγγενική επιλογή και η επιλογή προς όφελος του αμοιβαίου αλτρουισμού μπορεί να έδρασαν στα ανθρώπινα γονίδια για να παράγουν πολλές από τις βασικές ψυχολογικές ιδιότητες και τις τάσεις μας. Αυτές οι ιδέες είναι εύλογες στο μέγιστο βαθμό, αλλά διαπιστώνω ότι δεν ανταποκρίνονται στην τρομερή πρόκληση της εξήγησης του πολιτισμού, της πολιτιστικής εξέλιξης, και των απέραντων διαφορών μεταξύ των ανθρώπινων πολιτισμών σε όλο τον κόσμο… Νομίζω ότι πρέπει να πάμε πίσω στις βασικές αρχές. Το επιχείρημα που θα προωθήσω… είναι ότι, για την κατανόηση της εξέλιξης του σύγχρονου ατόμου, πρέπει να αρχίσουμε πετώντας έξω τα γονίδια ως τη μόνη βάση των ιδεών μας σχετικά με την εξέλιξη….

Τι, σε τελευταία ανάλυση, είναι τόσο ξεχωριστό με τα γονίδια; Είναι αντιγραφείς (replicators). Οι νόμοι της φυσικής υποτίθεται ότι ισχύουν για όλο το γνωστό κόσμο. Υπάρχουν άραγε κάποιες αρχές της βιολογίας που να έχουν την ίδια καθολική ισχύ;… Θεωρώ πως ένα νέο είδος αντιγραφέα έχει ήδη εμφανιστεί σε αυτόν τον πλανήτη. Μας κοιτάζει επίμονα στο πρόσωπο. Είναι ακόμα στα σπάργανα, ακόμα μπουσουλάει αδέξια μέσα στην αρχέγονη σούπα του, αλλά ήδη επιτυγχάνει εξελικτική αλλαγή με ένα ρυθμό που αφήνει τα παλαιομοδίτικα γονίδια πολύ πίσω του. Η νέα σούπα είναι εκείνη του ανθρώπινου πολιτισμού. Χρειαζόμαστε ένα όνομα για το νέο αντιγραφέα, ένα ουσιαστικό που να αναπτύσσει την ιδέα μιας μονάδας πολιτιστικής μετάδοσης, ή μια μονάδα μίμησης. Το «μιμούμαι» προέρχεται από μια κατάλληλη ελληνική ρίζα, αλλά θέλω μια μονοσύλλαβη λέξη που να ηχεί κάπως σαν το «gene.» Ελπίζω οι κλασικιστές φίλοι μου να με συγχωρήσουν αν βραχύνω το «μιμούμαι» στο «meme.» Αν αποτελεί κάποια παρηγοριά, θα μπορούσε εναλλακτικά να θεωρηθεί ότι συνδέεται με τη λέξη «memory,» ή τη γαλλική λέξη «même.» Πρέπει να προφερθεί για να ομοιοκαταληκτήσει με τη λέξη «cream.»

Παραδείγματα μιμιδίων είναι τα τραγούδια, οι ιδέες, τα ρητά, οι μόδες ρούχων, οι τρόποι αγγειοπλαστικής ή της οικοδόμησης αψίδων. Ακριβώς όπως τα γονίδια διαδίδονται στη δεξαμενή γονιδίων με τη μετάβαση από σώμα σε σώμα μέσω του σπέρματος ή των αυγών, έτσι και τα μιμίδια διαδίδονται στη δεξαμενή μιμιδίων με τη μετάβαση από εγκέφαλο σε εγκέφαλο μέσω μιας διαδικασίας που, με την πλατειά έννοια, μπορεί να ονομαστεί μίμηση… Καθώς ο συνάδελφός μου Ν. Κ. Humphrey συνόψισε με τρόπο τακτικό ένα προσχέδιο αυτού του κεφαλαίου: «… τα μιμίδια πρέπει να θεωρηθούν ως ζωντανές δομές, όχι μόνο μεταφορικά αλλά και τεχνικά. Όταν φυτεύετε ένα γόνιμο μιμίδιο στο μυαλό μου παρασιτείτε κυριολεκτικά τον εγκέφαλό μου, μετατρέποντάς τον σε όχημα για τη διάδοση του μιμιδίου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένας ιός μπορεί να παρασιτήσει το γενετικό μηχανισμό ενός κυττάρου του φορέα. Και αυτός δεν είναι απλά ένας τρόπος του λέγειν- το μιμίδιο, για παράδειγμα, της «πίστης στη ζωή μετά θάνατο» πραγματώνεται φυσικά, εκατομμύρια φορές ξανά, ως δομή στα νευρικά συστήματα των ξεχωριστών ατόμων σε όλο τον κόσμο.»

Η μίμηση, γενικά, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα μιμίδια μπορούν να αντιγραφούν. Αλλά όπως όχι όλα από τα γονίδια που μπορούν να αντιγραφούν το καταφέρνουν, έτσι μερικά μιμίδια είναι πιο πετυχημένα στη δεξαμενή μιμιδίων από άλλα. Αυτό είναι το ανάλογο της φυσικής επιλογής. Έχω αναφέρει ιδιαίτερα παραδείγματα των ιδιοτήτων που δημιουργούν την υψηλή αξία επιβίωσης μεταξύ των μιμιδίων. Αλλά γενικά πρέπει να είναι…: μακροζωία, γονιμότητα, και πιστότητα στην αντιγραφή. Η μακροζωία οποιουδήποτε αντιγράφου ενός μιμιδίου είναι πιθανώς σχετικά ασήμαντη, όπως είναι για οποιοδήποτε αντίγραφο ενός γονιδίου… Όπως στην περίπτωση των γονιδίων, η γονιμότητα είναι σημαντικότερη από τη μακροζωία των ιδιαίτερων αντιγράφων… Μερικά μιμίδια, όπως μερικά γονίδια, επιτυγχάνουν τη λαμπρή βραχυπρόθεσμη επιτυχία να διαδοθούν γρήγορα, αλλά δεν διαρκούν πολύ στη δεξαμενή των μιμιδίων… Αυτό με φέρνει στην τρίτη γενική ποιότητα των επιτυχημένων αντιγραφέων: την πιστότητα της αντιγραφής… Εκ πρώτης όψεως τα μιμίδια μοιάζουν να μην είναι καθόλου υψηλής πιστότητας αντιγραφείς. … Τα μιμίδια μεταφέρονται προς εσάς με αλλαγμένη μορφή. Αυτό μοιάζει αρκετά αντίθετο με την ειδική, απόλυτη ιδιότητα της διάδοσης των γονιδίων. Φαίνεται ότι η μετάδοση των μιμιδίων υπόκειται σε συνεχή μετάλλαξη, καθώς επίσης σε ανασυνδυασμό…

Ας ακολουθήσουμε περαιτέρω την αναλογία μεταξύ των μιμιδίων και των γονιδίων. Σε όλο αυτό το βιβλίο, έχω υπογραμμίσει ότι δεν πρέπει να σκεφτούμε τα γονίδια ως συνειδητούς, σκόπιμους παράγοντες. Η τυφλή φυσική επιλογή, εντούτοις, τα κάνει να συμπεριφέρονται μάλλον σαν να έχουν σκοπιμότητα, και ήταν κατάλληλο, ως στενογραφία, να γίνεται αναφορά στα γονίδια στη γλώσσα της σκοπιμότητας. Παραδείγματος χάρη, όταν λέμε «τα γονίδια προσπαθούν να αυξήσουν τον αριθμό τους στη γενετική δεξαμενή των γονιδίων» αυτό που πραγματικά εννοούμε είναι ότι «εκείνα τα γονίδια που συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθούν οι αριθμοί τους στις δεξαμενές γονιδίων τείνουν να είναι τα γονίδια των οποίων τα αποτελέσματα βλέπουμε στον κόσμο.» Ακριβώς όπως έχουμε βρει κατάλληλο να θεωρούμε τα γονίδια σαν ενεργούς παράγοντες, που δρουν σκόπιμα για την επιβίωσή τους, ίσως θα ήταν κατάλληλο να σκεφτόμαστε τα μιμίδια με τον ίδιο τρόπο… Και στις δύο περιπτώσεις η ιδέα του σκοπού είναι μόνο μια μεταφορά, αλλά έχουμε ήδη δει πόσο καρποφόρα είναι στην περίπτωση των γονιδίων. Έχουμε χρησιμοποιήσει ακόμη λέξεις όπως «εγωιστικό» και «αμείλικτο» για τα γονίδια, γνωρίζοντας καλά ότι πρόκειται για έναν τρόπο του λέγειν. Μπορούμε άραγε, στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, να ψάξουμε για εγωιστικά ή αμείλικτα μιμίδια;

Όσο υποθετική κι αν είναι η ανάπτυξη της θεωρίας μου για τα μιμίδια, υπάρχει ένα σοβαρό σημείο που θα ήθελα να τονίσω άλλη μια φορά. Αυτό είναι ότι καθώς κοιτάμε την εξέλιξη των πολιτιστικών τάσεων και την αξία επιβίωσής τους, πρέπει να είμαστε σαφείς ποιανού την επιβίωση εννοούμε. Οι βιολόγοι, όπως έχουμε δει, συνηθίζουν να ψάχνουν πλεονεκτήματα σε επίπεδο γονιδίων (ή το ατομικό, το ομαδικό, ή σε επίπεδο ειδών ανάλογα με την προτίμηση). Αυτό που δεν έχουμε σκεφτεί είναι ότι μια πολιτιστική τάση μπορεί να εξελίχθηκε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, απλά επειδή εξυπηρετούσε τον εαυτό της. Δεν είναι απαραίτητο να ψάξουμε για συμβατικές βιολογικές αξίες χαρακτηριστικών όπως η θρησκεία, η μουσική, και ο τελετουργικός χορός, αν και αυτά μπορούν επίσης να είναι παρόντα. Μόλις τα γονίδια έχουν προμηθεύσει τις μηχανές επιβίωσής τους με εγκεφάλους που είναι ικανοί για γρήγορη μίμηση, τα μιμίδια αναλαμβάνουν αυτόματα. Δεν χρειάζεται καν να προϋποθέσουμε ένα γενετικό πλεονέκτημα στη μίμηση, αν και αυτό σίγουρα θα βοηθούσε. Αρκεί ο εγκέφαλος να είναι ικανός για μίμηση: μιμίδια στη συνέχεια θα εξελιχθούν που θα εκμεταλλευτούν τη δυνατότητα στο έπακρο…

Για περισσότερο από τρία δισεκατομμύρια χρόνια, το DNA υπήρξε ο μόνος αντιγραφέας άξιος λόγου στον κόσμο. Αλλά δεν διατηρεί απαραιτήτως αυτό το μονοπώλιο για πάντα. Όποτε οι συνθήκες προκύπτουν ώστε ένα νέο είδος αντιγραφέα μπορεί να κάνει τα αντίγραφα του, τα νέα αντίγραφα τείνουν να αναλάβουν δράση, και να αρχίσουν ένα νέο είδος δική τους εξέλιξης. Μόλις αρχίσει αυτή η νέα εξέλιξη, δεν θα αναφέρεται απαραίτητα στην παλιά. Η παλιά γονιδιακή εξέλιξη, με την παραγωγή εγκεφάλων, παρείχε τη σούπα στην οποία τα πρώτα μιμίδια προέκυψαν. Μόλις εμφανίστηκαν τα αυτο-αντιγραφόμενα μιμίδια, το δικό τους, πολύ ταχύτερο, είδος εξέλιξης ανέλαβε. Εμείς οι βιολόγοι έχουμε αφομοιώσει την ιδέα της γενετικής εξέλιξης τόσο βαθειά ώστε τείνουμε να ξεχάσουμε ότι είναι μόνο ένα από πολλά πιθανά είδη εξέλιξης...

Υπήρξα κάπως αρνητικός με τα μιμίδια, αλλά έχουν την θετική πλευρά τους επίσης. Όταν πεθαίνουμε υπάρχουν δύο πράγματα που μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας: γονίδια και μιμίδια. Κτιστήκαμε ως μηχανές γονιδίων, που δημιουργήθηκαν για να μεταβιβάσουν τα γονίδιά μας. Αλλά αυτό το χαρακτηριστικό μας θα ξεχαστεί σε τρεις γενιές. Το παιδί σας, ακόμη και το εγγόνι σας, μπορεί να έχει μια ομοιότητα με σας, ίσως στα γνωρίσματα του προσώπου, στο ταλέντο για τη μουσική, στο χρώμα των μαλλιών του. Αλλά καθώς περνάν οι γενιές, η συμβολή των γονιδίων σας υποδιπλασιάζεται. Δεν παίρνει πολύ χρόνο για να πάρει αμελητέες αναλογίες. Τα γονίδιά μας μπορεί να είναι αθάνατα αλλά το σύνολο των γονιδίων που αποτελούν οποιονδήποτε από εμάς είναι καταδικασμένο να εξαφανιστεί... Ωστόσο είναι πολύ πιθανό ότι δεν έχει ούτε ένα από τα γονίδια του βασιλιά. Δεν πρέπει να επιδιώκουμε την αθανασία στην αναπαραγωγή…

Είναι δυνατό ότι ακόμα μια μοναδική ποιότητα του ανθρώπου είναι η ικανότητα για έναν γνήσιο, ανιδιοτελή, αληθινό αλτρουισμό. Το ελπίζω, αλλά δεν πρόκειται να επιχειρηματολογήσω για τη μία άποψη ή την άλλη, ούτε για την πιθανή μιμητική εξέλιξή του. Αυτό που θέλω να πω τώρα είναι ότι, ακόμα κι αν κοιτάζουμε τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων και υποθέτουμε ότι ο άνθρωπος είναι πλήρως εγωιστικός, η συνειδητή μας διόραση- η ικανότητά μας να προσομοιώσουμε το μέλλον στη φαντασία- μπορεί να μας σώσει από τις χειρότερες εγωιστικές υπερβολές των τυφλών αντιγραφέων. Έχουμε τουλάχιστον το διανοητικό δυναμικό να ενθαρρύνουμε τα μακροπρόθεσμα εγωιστικά μας ενδιαφέροντα και όχι μόνο τα βραχυπρόθεσμα. Μπορούμε να δούμε τα μακροπρόθεσμα οφέλη σε μια «συνομωσία των περιστεριών,» και μπορούμε να καθίσουμε μαζί για να συζητήσουμε τους τρόπους για να πετύχει η συνομωσία. Έχουμε τη δύναμη να αψηφήσουμε τα εγωιστικά γονίδια της γέννησής μας και, αν είναι απαραίτητο, τα εγωιστικά μιμίδια της κατήχησής μας. Μπορούμε ακόμη και να συζητήσουμε τους τρόπους να καλλιεργήσουμε σκόπιμα τον καθαρό, ανιδιοτελή αλτρουισμό κάτι που δεν έχει καμία θέση στη φύση, κάτι που δεν υπήρξε ποτέ σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπου. Κτιζόμαστε ως μηχανές γονιδίων και καλλιεργούμαστε ως μηχανές μιμιδίων, αλλά έχουμε τη δύναμη να αντιταχθούμε στους δημιουργούς μας. Μόνο εμείς πάνω στη γη, μπορούμε να επαναστατήσουμε ενάντια στην τυραννία των εγωιστικών αντιγραφέων.

ΩΡΙΩΝ

$
0
0
[Απόσπασμα από την Ενδοχώρα (1934-1937) του Ανδρέα Εμπειρίκου]
Στον Οδυσσέα Ελύτη 

Η απροσδιόριστη εποχή με τα λελέκια της 
Επέπλευσε στους ογκοπάγους και φέρεται προς δυσμάς
Γυμνά τα κρύσταλλα γυμνά τα χελιδόνια μες στον ήλιο
Και τραγουδούν τη διασταύρωση στον κατεβασμό
Ριπή της γης
Φαρέτρες της ανοίξεως
Δε δολιχοδρομούν οι πάγοι δίχως κάποιαν ελπίδα
Η θαλπωρή κάθε φωνής περιέχει ολόκληρη τη σημασία της
Τροπή της εξορμήσεως
Με τα πανίσχυρα λελέκια στον κατεβασμό
Τα πολικά ιριδίσματα ξαναγεννιούνται μες στα σύννεφα
Κι’ από τις χθεσινές σκιές τραβούνε οι συρτές τα ψάρια
Χαίνει ο ουρανός και φτερουγίζουν τα μαμούνια
Η δόση αυτή είναι της οπτασίας
Δεν είναι ανάγκη να κρυφτούν οι γλάροι
Όρθιοι οι ναύτες ψάχνουν τον ορίζοντα
Μια κιβωτός φάνηκε στο Αραράτ
Κλάδο ελαίας προσκομίζει μια νεράιδα
Κρατά στα δόντια της ένα δαχτυλίδι
Τα δάχτυλά της έχουν ευγλωττία
Το μήνυμά της έρχεται από μακριά
Τριάντα χρόνια περιμέναμε στους ογκοπάγους
τη διασταύρωση με τη σειρήνα
Όταν ακούσθηκε το σφύριγμα του βαποριού
Και φάνηκε η σειρήνα στο μειδίαμά της
Χωρίς αμφιβολία μας περίμενε απ’ το πρωί
Όταν βιάζονται τα λόγια φθάνει η φωνή
Και τα λελέκια περιίπτανται μέσα στο φως της
Ανατολή ανατολή
Τροπή του ήλιου στα χαράματα
Κατεβασμός των ογκοπάγων
Ο θόλος καθενός μας γεμίζει από ρόδινα πούπουλα
Πολλοί από μας καπνίζουν πίπες από γιούσουρι
Άλλοι τσιμπούκια από αφρό θαλάσσης
Και το πλατάγισμα της προσεγγίσεώς μας
Θυμίζει τ’ όνομα μιας παμπάλαιας πόλεως
Όλοι μας τρέχουμε να δούμε αν φανερώθηκε
Αφού ο ορίζων λάμπει
Αφού της μοιάζει τόσο.

Zollikon- Ζυρίχη, 28 Ιουνίου 1949

$
0
0
[Απόσπασμα από το βιβλίο "Atom and Archetype: The Pauli/Jung Letters, 1932-1958"]

Αγαπητέ καθηγητή Jung, [χειρόγραφο] 

Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας χειρόγραφο και τη φιλική σας επιστολή. Πρώτα από όλα θα ήθελα να επισημάνω ότι η σειρά πειραμάτων [1] του Δρ. Rhine μου φαίνεται ότι είναι ένα εντελώς διαφορετικού τύπου φαινόμενο από τα άλλα που απαριθμούνται από εσάς ως «συγχρονιστικά.» Γιατί με τα πρώτα δεν βλέπω καμία αρχετυπική βάση (ή κάνω λάθος σ’ αυτό;). Αυτό για μένα, ωστόσο, είναι αποφασιστικής σημασίας για την κατανόηση των εν λόγω φαινομένων, όπως είναι η προηγούμενη παρατήρησή σας (Eranos Jahrbuch 1947 [1946]) [2] ότι η εμφάνισή τους είναι συμπληρωματική με τα αρχετυπικά περιεχόμενα που γίνονται συνειδητά. Λυπάμαι πάρα πολύ που η πτυχή αυτή δεν αναφέρεται καθόλου στην τελευταία εργασία σας. Ίσως θα μπορούσατε να κάνετε περαιτέρω προσθήκες εδώ, γιατί αυτό θα διευκόλυνε στην κατανόηση. Κατά αυτόν τον τρόπο, η εμφάνιση του συγχρονιστικού φαινομένου πράγματι φαίνεται να συνδέεται με μια σαφή κατάσταση συνείδησης (ο όρος αυτός είναι σκόπιμα μάλλον ασαφής). 

Το προτεινόμενο στατιστικό πείραμά σας σχετικά με τα ωροσκόπια παντρεμένων και ελεύθερων ανθρώπων θα έπρεπε να διενεργηθεί σε ευρύτερη κλίμακα, και κάτω από πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα (δεν αποκλείω ένα αρνητικό), θα προστεθεί περαιτέρω στη γνώση μας. [3] Εμένα προσωπικά, με αφορούν πολύ καλύτερα εκείνες οι καταστάσεις όπου ένα εξωτερικό συμβάν συμπίπτει με ένα όνειρο από ό,τι προκύπτει από μια στατιστική σειρά. Ενώ έχω μερικές προσωπικές εμπειρίες από τις πρώτες, η διαίσθησή μου με εγκαταλείπει όταν πρόκειται για τις τελευταίες. Έχω δώσει τώρα μεγάλη προσοχή στην έκθεσή σας σχετικά με τη σύμπτωση του σκαραβαίου στο όνειρο με το πραγματικό έντομο και προσπάθησα φέρω τον εαυτό μου σε αυτήν την κατάσταση. Θα επανέλθω σε αυτό παρακάτω, όπου είναι πιο σχετικό. 

Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ στην επιστημολογική πτυχή του προβλήματος ώστε να είμαι σε θέση να επανέλθω στις ερωτήσεις στο τέλος της επιστολής σας σχετικά με τη σχέση μεταξύ ψυχολογίας και φυσικής. Αυτό μου δίνει την ευκαιρία να επεκτείνω το δοκίμιο του περασμένου έτους σχετικά με τη «φυσική υποβάθρου» συζητώντας το σύμβολο «ραδιενέργεια,» το οποίο τότε δεν ήταν παρά μια λέξη-κλειδί. Αυτή είναι επίσης η καλύτερη απάντηση που μπορώ να δώσω στην ερώτησή σας αυτή τη στιγμή. 

 ─ 

Η ιδέα της νοήμονης σύμπτωσης- δηλ., ταυτόχρονων γεγονότων μη αιτιακά συνδεδεμένων- εκφράστηκε με μεγάλη σαφήνεια από τον Schopenhauer [1788-1860] στο δοκίμιό του, «[Transzendente Spekulation] über die anscheinende Absichtlichkeit im Schicksale des Einzelnen [σχετικά με το Εμφανές Σχέδιο στη Μοίρα του Ατόμου].» Εκεί υποθέτει μια «ύστατη ένωση αναγκαιότητας και μοίρας,» που εμφανίζεται σε μας ως «δύναμη,» «που συνδέει όλα τα πράγματα, ακόμα και εκείνα που δεν έχουν αιτιατική σύνδεση, και το κάνει με τέτοιον τρόπο που συμβαίνουν μαζί ακριβώς τη σωστή στιγμή.» Συγκρίνει αιτιακές αλυσίδες με τους μεσημβρινούς, ταυτοχρονισμούς με παράλληλους κύκλους- που αντιστοιχούν ακριβώς στους δικούς σας «ισοδύναμους κόμβους». Βλέπει, «έστω και ατελώς από απόσταση,» τη συμβατότητα της αντίθεσης «ανάμεσα στο στοιχείο της φαινόμενης σύμπτωσης σε όλες τις εμφανίσεις στη ζωή του ατόμου και στην ηθική τους αναγκαιότητα στη διαμόρφωση αυτής της ζωής σύμφωνα με μια υπερβατική πρακτικότητα για το άτομο- ή, σε δημοφιλή γλώσσα, ανάμεσα στην πορεία της φύσης και στην πρόνοια.» [4] 

Ίσως κάποια αναφορά στην εργασία σας σχετικά με αυτό το δοκίμιο του Σοπενχάουερ θα ήταν καλή ιδέα, πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς, επίσης εκείνος, επηρεάστηκε από τις ιδέες της Ανατολικής Ασίας που αναφέρετε τόσο συχνά. Παρόλο που το δοκίμιο του Σοπενχάουερ είναι κατά πάσα πιθανότητα γνωστό μόνο σε ένα σχετικά μικρό αριθμό φυσικών, είναι πάντα ευχάριστο σε ένα θεμελιώδες πρόβλημα να είναι σε θέση να δημιουργήσει συνδέσεις με ό, τι ήδη υπάρχει. 

Αυτό το δοκίμιο του Σοπενχάουερ είχε μια διαρκή και συναρπαστική επίδραση πάνω μου και φάνηκε να δείχνει το δρόμο προς μια νέα τάση στις φυσικές επιστήμες. Αλλά ενώ ο Σοπενχάουερ ήθελε πάση θυσία να προσκολληθεί στον άκαμπτο ντετερμινισμό σύμφωνα με την κατεύθυνση της κλασικής φυσικής της εποχής του, έχουμε τώρα αναγνωρίσει στον κόσμο της πυρηνικής φυσικής, ότι τα φυσικά γεγονότα δεν μπορεί να ακολουθηθούν σε αιτιακές αλυσίδες διαμέσου του χώρου και του χρόνου. Ως εκ τούτου, η προθυμία να υιοθετηθεί η ιδέα στην οποία βασίζεται το έργο σας, αυτή του «νοήματος ως αιτιακού παράγοντα,» είναι μάλλον σημαντικά μεγαλύτερη μεταξύ των φυσικών από ό,τι στις μέρες του Σοπενχάουερ. 

Ως εκ τούτου, εγώ ο ίδιος δεν έχω κανένα σοβαρό ενδοιασμό σχετικά με αυτήν την ιδέα. Μου φαίνεται, ωστόσο, ότι στην ερμηνεία σας, ο όρος «μη αιτιακή» πρέπει να γίνει ακριβέστερος, και ότι η ιδιαίτερη χρήση της έννοιας του χρόνου χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία. Για το φυσικό, οι λέξεις «αιτιακός» και «αιτιότητα» έχουν μια πολύ λιγότερο συγκεκριμένη έννοια από ό,τι η λέξη «ντετερμινισμός.» Και, επιπλέον, η φράση «μη αιτιακή» σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς συγγραφείς. Σύμφωνα με την ερμηνεία σας του «συγχρονιστικού» φαινομένου (αναφέρομαι συγκεκριμένα στις σελ. 20 και 21 του δοκιμίου σας), [5] αυτό παρουσιάζεται μέσω του διπλασιασμού ή του πολλαπλασιασμού ενός αφηρημένου παράγοντα τάξης, η εξωτερική εκδήλωση του οποίου είναι στην πραγματικότητα διπλάσια ή πολλαπλή. Υπό αυτήν την έννοια, ο παράγοντας τάξης θα μπορούσε επίσης να περιγραφεί ως η αιτία του συγχρονιστικού φαινομένου. Αυτή η αιτία, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή στο χώρο και στο χρόνο. Αντιστρόφως, αν μόνο αντικείμενα στο χώρο και στο χρόνο μπορούν να περιγραφούν ως αιτιακά, τότε τα συγχρονιστικά φαινόμενα φαίνονται όντως να είναι «μη αιτιακά.» Ακριβώς όπως στη μικροφυσική, το χαρακτηριστικό στοιχείο της κατάστασης είναι το αδύνατο της ταυτόχρονης εφαρμογής της αρχής της αιτιότητας και της ταξινόμησης των φαινομένων στο χώρο και το χρόνο. 

Αυτό που είναι πολύ πιο δύσκολο για μένα από το θέμα του ορισμού του «μη αιτιακού» είναι η εισαγωγή της έννοιας του χρόνου στη λέξη «συγχρονιστικό.» Αρχικά αναφέρεται ρητά σε φαινόμενα που υποτίθεται ότι είναι ταυτόχρονα με την κλασική φυσική έννοια ορισμού. Αργότερα, ωστόσο (στην κορυφή της σελ. 21), [6] προσπαθείτε να συμπεριληφθούν φαινόμενα όπως η πρόβλεψη του μέλλοντος, τα οποία δεν συμβαίνουν την ίδια στιγμή. Η λέξη «σύγχρονο» ως εκ τούτου μου φαίνεται κάπως παράλογη, εκτός κι αν θέλετε να τη συσχετίσετε με έναν «χρόνο» ο οποίος είναι ουσιαστικά διαφορετικός από τον κανονικό χρόνο. Αυτό μου φαίνεται μια δυσκολία όχι απλώς της τυπικής λογικής, αλλά και πραγματική. Γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να καταλάβουμε γιατί γεγονότα που «εκφράζουν την παρουσία της ίδιας εικόνας ή νοήματος πρέπει να είναι ταυτόχρονα: Ο όρος χρόνος μου παρουσιάζει μεγαλύτερες δυσκολίες από τον όρο νόημα. 

Ποια είναι η σύνδεση, επομένως, ανάμεσα στο νόημα και στο χρόνο; Μέσω του πειράματος, θα αποδώσω την ερμηνεία σας ως εξής: πρώτα από όλα, γεγονότα που σχετίζονται με το νόημα μπορούν να γίνουν αντιληπτά πολύ πιο εύκολα όταν είναι ταυτόχρονα. Αλλά κατά δεύτερο λόγο, ο ταυτοχρονισμός είναι επίσης το χαρακτηριστικό που καθορίζει την ενότητα των συνειδητών περιεχομένων. Οπότε στο μέτρο που τα «συγχρονιστικά» γεγονότα σχηματίζουν αυτό που έχετε ονομάσει μια «ψυχοειδή» αρχική κατάσταση της συνείδησης, είναι κατανοητό εάν (όχι πάντα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις) έχουν επίσης αυτό το τυπικό χαρακτηριστικό του ταυτοχρονισμού. Αυτό προτείνει επίσης ότι η σύνδεση μέσω του νοήματος, ως του κύριου παράγοντα, παράγει το χρόνο ως κάτι δευτερεύον. (Ελπίζω ότι αυτές οι ασαφείς διατυπώσεις θα γίνουν σαφέστερες κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μας.) Αυτό που μου φαίνεται ικανοποιητικό είναι ότι ο παράγοντας της τάξης, «αποτελούμενος από νόημα,» που περιέχει το χρόνο ως ιδιαίτερη περίπτωση, ως την αρσενική αρχή, βρίσκεται σε αντίθεση με την αντίστοιχη άφθαρτη θηλυκή (η αιτιότητα με τη στενή έννοια, η ενέργεια, η συλλογική ψυχή), όπως επίσης φαίνεται να είναι η περίπτωση στη μικροφυσική. 

 ─ 

Περνώ τώρα στις ερωτήσεις σας σχετικά με τη δυνατότητα σύνδεσης ορισμένων από τα φυσικά γεγονότα που αναφέρονται από εσάς σύμφωνα με την υπόθεση περί συγχρονικότητας. Το ερώτημα είναι πολύ δύσκολο, καθώς φαίνεται να συνδέεται με ορισμένες από τις προσωπικές εμπειρίες μου στη «φυσική υποβάθρου,» που κυρίως εκδηλώνονται στα όνειρα. Το κβάντο ενέργειας και ο χρόνος ημιζωής του ράδιου μου φαίνονται πολύ πιο κατάλληλα για την απεικόνιση αυτών των συνδέσεων από τα δύο άλλα φαινόμενα που αναφέρθηκαν από εσάς, δεδομένου ότι έχουν έναν στοιχειώδη και θεμελιώδη χαρακτήρα. Ίσως θα μπορέσουμε να συζητήσουμε αυτό το κβάντο ενέργειας και πάλι όταν συναντηθούμε· σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σχολιάσω το φυσικό φαινόμενο της ραδιενέργειας. 

Για να κάνω τις απόψεις και τη στάση μου σε αυτήν την ερώτηση σαφέστερες, επιτρέψτε μου να διεξάγω ένα νοητικό πείραμα μαζί σας. Σας παρακαλώ φανταστείτε ότι το βράδυ μετά το περιστατικό με το σκαραβαίο που περιγράψατε, ένας ξένος σας επισκέπτεται και λέει κάτι σαν και αυτό: «Συγχαρητήρια, γιατρέ, που τελικά καταφέρατε να παράγετε μια ραδιενεργή ουσία. Θα είναι άκρως ευεργετική για την υγεία του ασθενούς σας.» Η διαβεβαίωσή σας ότι δεν υπάρχουν ραδιενεργές ουσίες στο σπίτι σας και ότι η ατμόσφαιρα είναι επίσης απαλλαγμένη από ραδιενέργεια δεν γίνεται πιστευτή από κανέναν. Στην πραγματικότητα, ο ξένος προχωρά να εξηγήσει λεπτομερώς την ημιζωή της ουσίας και τη δραστηριότητα των καταλοίπων της. 

Παίζω αυτό το είδος παιχνιδιού για περίπου 15 χρόνια· παίζεται σύμφωνα με αυστηρά καθορισμένους κανόνες και είναι τόσο μεθοδικό ώστε να μην μπορεί απλά να απορριφθεί ως τρέλα. Οι αρχικές μου προσπάθειες να παραλείψω τον ξένο εγκαταλείφθηκαν σύντομα, διότι παρόλο που είναι φιλικός από τη φύση του, ο επισκέπτης μπορεί να γίνει σύντομα πολύ δυσάρεστος. Κρίνοντας από την ερώτησή σας για τη ραδιενέργεια, υποθέτω αυτομάτως ότι συνωμοτείτε με τον ξένο και επιπλέον αναμένω να συμφωνήσετε με αυτό το συμπέρασμα. 

Ως προς το τι αντιπροσωπεύει ο ξένος, μπορώ να το συμπεράνω μόνο έμμεσα από τις αντιδράσεις του στις διανοητικές μου υποθέσεις• Ποτέ δεν είμαι τελείως σίγουρος για αυτές. Ούτε με επισκέφτηκε σε τόσο ευκολονόητες περιπτώσεις όπως εκείνες που δημιούργησα για το νοητικό μου πείραμα με τις παρατηρήσεις του πάνω στη ραδιενέργεια. Και πριν να ασχοληθώ να βρω κάτι σχετικό με τη «ραδιενέργεια,» όπως εκείνος την καταλάβαινε, έπρεπε να διαθέτω μια λογικά αποδεκτή ιδέα σχετικά με το ποιος ήταν ο ξένος. 

Οι υποθέσεις που αυτή τη στιγμή θα χρησιμοποιήσω είναι οι ακόλουθες: 
1. Ο «ξένος» είναι το αρχετυπικό υπόβαθρο που αποτελείται από το σύστημα των επιστημονικών εννοιών της εποχής μας. 
2. Οι εκφράσεις που προκύπτουν αυθόρμητα από αυτό το υπόβαθρο, όπως «ραδιενεργή ουσία έχει παραχθεί» ή «υπάρχει ραδιενέργεια,» μπορούν να μεταφραστούν στη γλώσσα της λογικής ως εξής: «μια κατάσταση συνείδησης έχει παραχθεί, ή είναι απλώς παρούσα, που συνοδεύεται από την πολλαπλή εκδήλωση του παράγοντα τάξης σε γεγονότα (συνήθως ταυτόχρονα) που συνδέονται με νόημα.» 

Η γλώσσα του υποβάθρου είναι κατά πρώτο λόγο μια γλώσσα παραβολών. Φαίνεται να απαιτεί ότι η λογική, με την αφοσίωση, θα πρέπει να τη μεταφράσει σε ουδέτερη γλώσσα που επαρκώς ικανοποιεί τις απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τη διάκριση ανάμεσα στο «φυσικό» και στο «ψυχικό.» Αυτή η φυσική γλώσσα δεν υπάρχει ακόμη, αλλά κάποιος μπορεί να επιχειρήσει να σημειώσει πρόοδο προς την κατεύθυνση της κατασκευής της μέσα από την προσεκτική ανάλυση των αναλογιών, όπως οι διαφορές σε ό, τι αναφέρεται με τα ίδια λόγια στη γλώσσα των παραβολών. 

Σχετικά με το εν λόγω παράδειγμα- αυτό της «ραδιενέργειας»- αυτό που μου προξενεί εντύπωση πρώτα από ψυχολογική σκοπιά είναι ότι υπάρχει ένας μακροπρόθεσμος παραλληλισμός με αυτό που οι αλχημιστές ονόμαζαν «παραγωγή του κόκκινου βάμματος.» Η εμπειρία μου έχει δείξει ότι αυτό που αποκαλείτε μια «διαδικασία σύζευξης» είναι γενικά ευνοϊκή στην εμφάνιση του «συγχρονιστικού» φαινομένου (που αναφέρεται ως «ραδιενέργεια» από τον «ξένο»). Και είναι πιο πιθανό να κάνει την εμφάνισή του όταν τα ζεύγη των αντιθέτων βρίσκονται σε ισορροπία όσο το δυνατό περισσότερο. Στο I Ching αυτή η στιγμή απεικονίζεται με το σύμβολο «Chen» (σοκ, κεραυνός) [Wilhelm Baynes, εξάγραμμο 51]. Στην περίπτωση του σκαραβαίου σας, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι επρόκειτο για μια τέτοια στιγμή, αφού λέτε ότι είχε προηγηθεί μια μακρά και χρονοβόρος πορεία θεραπείας. Από όλο το υλικό που έχετε στη διάθεσή σας, πρέπει να είναι εύκολο να καθοριστεί η διαδικασία σύζευξης και η κατάστασή της, όταν συνέβη το συγχρονιστικό γεγονός. Με αυτήν την έννοια, θα ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα να μάθω ποιον μήνα του έτους συνέβη. Ιδιαίτερα κατάλληλες είναι οι μέρες της ισημερίας. Είμαι διατεθειμένος να στοιχηματίσω 4:1 ότι ήταν το Σεπτέμβριο ή το Μάρτιο και ίσως 2:1 ότι ήταν το δεύτερο μισό του μήνα. (Ίσως εκείνοι που πιστεύουν στα ωροσκόπια θα ποντάρουν στην ιδέα της δημιουργίας ωροσκοπίων τη στιγμή που τέτοια γεγονότα συμβαίνουν. Γιατί σύμφωνα με την έκθεσή σας, μια πνευματική γέννηση έλαβε χώρα, και δεν μπορεί να υπάρχει καμία ουσιώδη διαφορά μεταξύ αυτού και μιας φυσικής γέννησης.) 

Το θεωρώ ως απόδειξη προόδου στη γνώση μας όταν, σε αυτό το πλαίσιο, η αλχημιστική έννοια του «κόκκινου βάμματος» αντικαθίσταται από τη «ραδιενεργή ουσία.» Μεταξύ των συγκρινόμενων φαινομένων υπάρχουν οι παρακάτω διαφωτιστικές αναλογίες: 

1. Όπως στη φυσική, μια ραδιενεργή ουσία (μέσω της «ενεργής αύξησης» από τις αναπτυσσόμενες αέριες ουσίες) «μολύνει» ένα ολόκληρο εργαστήριο, έτσι ώστε το συγχρονιστικό φαινόμενο φαίνεται να έχει την τάση να εξαπλώνεται στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. 
2. Το φυσικό φαινόμενο της ραδιενέργειας συνίσταται στη μετάβαση του ατομικού πυρήνα της δραστικής ουσίας από μια ασταθή αρχική κατάσταση νωρίς στην σταθερή τελική κατάσταση (σε ένα ή περισσότερα βήματα), κατά τη διάρκεια της οποίας η ραδιενέργεια τελικά παύει να υφίσταται. Ομοίως, το συγχρονιστικό φαινόμενο, βασισμένο σε μια αρχετυπική βάση, συνοδεύει τη μετάβαση από μια ασταθή κατάσταση της συνείδησης σε μια νέα σταθερή θέση, σε ισορροπία με το ασυνείδητο, μια θέση στην οποία το συγχρονιστικό οριακό φαινόμενο έχει και πάλι χαθεί. 
3. Και πάλι, το δύσκολο για μένα είναι η έννοια του χρόνου. Από φυσική άποψη, είναι γνωστό ότι το πραγματικό ποσό μιας ραδιενεργής ουσίας (το οποίο μπορεί να μετρηθεί με ζύγιση) μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα ρολόι, ή μάλλον ο λογάριθμός της: Σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (επιλεγμένο αρκετά μικρό), είναι πάντα το ίδιο κλάσμα ατόμων που διασπάται, και δύο χρονικά διαστήματα μπορούν αντίστροφα να οριστούν ως ίδια όταν το ίδιο κλάσμα των αρχικά υφιστάμενων ατόμων διασπάται κατά τη διάρκεια αυτών των χρονικών διαστημάτων. Αλλά εδώ είναι που υπεισέρχεται ο στατιστικός χαρακτήρας των νόμων της φύσης: Υπάρχουν πάντα ανώμαλες διακυμάνσεις σχετικά με αυτό το μέσο αποτέλεσμα, και είναι σχετικά μόνο μικρές όταν η επιλογή των ενεργών ατόμων είναι αρκετά μεγάλη˙ το ραδιενεργό ρολόι είναι ένα τυπικό συλλογικό φαινόμενο. Μια ποσότητα ραδιενεργής ουσίας που αποτελείται από λίγα μόνο άτομα (ας υποθέσουμε 10) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ρολόι. Οι χρονικές στιγμές όταν τα μεμονωμένα άτομα διασπώνται δεν καθορίζονται με κανένα τρόπο από τους νόμους της φύσης, και σύμφωνα με τη σύγχρονη άποψη δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από εκείνους που τα παρατηρούν στα αντίστοιχα πειράματα. Η παρατήρηση (σε αυτήν την περίπτωση: η ενεργειακή στάθμη) του κάθε ατόμου το ελευθερώνει από την κατάσταση-(δηλ., νόημα-) σύνδεσή του με τα άλλα άτομα και ανταυτού το συνδέει (με νόημα) με τον παρατηρητή και το δικό του χρόνο. 

Αυτό οδηγεί στην ακόλουθη αναλογία με το συγχρονιστικό φαινόμενο σε μια αρχετυπική βάση: Η περίπτωση όπου δεν έχει προσδιοριστεί εάν το κάθε ξεχωριστό άτομο ενός ραδιενεργού ρολογιού είναι στο αρχικό ή τελικό στάδιο της ραδιενεργούς διάσπασης αντιστοιχεί στη σύνδεση του μεμονωμένου ανθρώπου με το συλλογικό ασυνείδητο μέσω ενός αρχετυπικού περιεχομένου για το οποίο είναι ασυνείδητος. Η διαπίστωση της κατάστασης της συνείδησης του ατόμου, που προκύπτει από το συλλογικό ασυνείδητο και που προκαλεί το συγχρονιστικό φαινόμενο να εξαφανιστεί, αντιστοιχεί στον προσδιορισμό της ενεργειακής στάθμης του ξεχωριστού ατόμου μέσα από ένα ιδιαίτερο πείραμα. 

 ─ 

Αυτά είναι όσα γνωρίζω. Προσβλέπω να συζητήσω αυτά τα ερωτήματα μαζί σας, καθώς και άλλα παραδείγματα, και όχι μόνο σχετικά με τη ραδιενέργεια. 

Έχω μιλήσει στον C. A. Meier, και έχουμε συμφωνήσει ότι η Πέμπτη, 14 Ιουλίου, θα ήταν μια καλή ημέρα για να σας επισκεφτούμε μαζί στο Bollingen. Θα επικοινωνήσει μαζί σας για να δείτε αν η μέρα αυτή είναι βολική για εσάς. [7]  Παρακαλώ συγχωρέστε μου την πολυλογία. Με τις καλύτερες ευχές, 

Δικός σας ειλικρινά, W. PAULI 


[1] J. B. Rhine (1895-1980), «An Introduction to the Work of Extra-Sensory Perception»· Extra-Sensory Perception· New Frontiers of the Mind· with J. G. Pratt, C. E. Stuart, B. M. Smith, and J. A. Greenwood, Extra-Sensory Perception after Sixty Years. 
[2] Jung, «Der Geist der Psychologie,» pp. 385-490· tr. rev. CW 8, pars. 343-442. 
[3] The first three of these quotations appear in Arthur Schopenhauer Sämtliche Werke, ed. Wolfgang von Löhneysen, Stuttgart, 1960—1965, vol. 4, pp. 243—72, on pp. 255—5 and 271· «equivalent cross connections» (sinngemäaen Querverbindungen) and «albeit imperfectly from a distance» (wenn auch nur unvollkommen aus der Feme) were not found in the cited article. 
[4] The MSS for Jung’s evolving «Synchronicity» essay are at the Historisches Sammlungen, ETH Library, Zürich, file HS 1055:867,1 and 2. As changes occurred as a result of Jung’s discussions with Pauli, one can compare points of discussion in the letters with the published version of 1952, tr. 1955. For the point discussed on pp. 20-21, cf. CW 8, par. 965. 
[5] Cf. CW 8, par. 855. 
[6] Cf. tr., Jung, «The Interpretation of Nature and the Psyche,» 10, p. 81, and pp. 93-94· CW 8, par. 901, n. 10, Appendix to chap. 2, and pp. 483-84. 
[7] The meeting took place.

Η Αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β

$
0
0
[Απόσπασμα από το βιβλίο 'The decipherment of linear B,' του John Chadwick]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ένας αριθμός από ταμπλέτες αναφέρθηκε ή μεταφράστηκε στην πορεία αυτού του βιβλίου˙ εδώ βρίσκονται μερικά ακόμα δείγματα που θα διαφωτίσουν τη φύση αυτών των κειμένων. Το κείμενο δίνεται σε Λατινική μεταγραφή της Γραμμικής Β˙ τα ιδεογράμματα αναπαρίστανται με Αγγλικές λέξεις με μικρά κεφαλαία, όπως ο άνθρωπος. Οι λεπτομέρειες της μετάφρασης βρίσκονται στο ‘Documents in Mycenaean Greek,’ η αναφορά των οποίων βρίσκεται μετά τον αριθμό της πινακίδας˙ PY=Pylos, KN=Knossos. Η πορεία του κειμένου είναι μια επιχειρούμενη ανακατασκευή του πραγματικού ήχου των χρησιμοποιούμενων λέξεων, όπως ένας Μυκηναίος γραφέας θα τις είχε διαβάσει. Πολλά βέβαια από αυτά είναι υποθετικά, και αυτά τα κείμενα προορίζονται περισσότερο να δείξουν σε αυτούς με κάποια γνώση των Ελληνικών πώς εξάγουμε το νόημα από το κείμενο. Τα Ελληνικά είναι μεταγραμμένα με Λατινικούς χαρακτήρες, εξαιτίας της δυσκολίας αναπαράστασης συγκεκριμένων από τους ήχους της Ελληνικής αλφαβήτου. Είναι αδύνατο να δώσουμε μια ικανοποιητική απόδοση με βάση τα Αρχαία Ελληνικά, καθώς κάποιες λέξεις έχουν διαφορετικό νόημα και πολλές άλλες έχουν διαφορετική μορφή. 

Η μετάφραση που δίνεται εδώ διαφέρει κάπως από εκείνη στο ‘Documents,’ κυρίως λόγω της μη απόδοσης αμφίβολων σημείων. Πρέπει να τονιστεί ότι σε πολλές περιπτώσεις εναλλακτικές αποδόσεις είναι δυνατές.


Σημείωση: Σχετικά με τον τρόπο απόδοσης των κειμένων της Γραμμικής Β μπορείτε να βρείτε περισσότερες λεπτομέρειες, καθώς και επιπλέον κείμενα σε προηγούμενά μου άρθρα όπως το Γραμμική Β. Επίσης για ένα εκτενές λεξικό της Γραμμικής Β μπορείτε να δείτε και να κατεβάσετε το Λεξικό Γραμμικής Β.  

Το μυστικό των UFO’s

$
0
0
Lenticular clouds 

Η φωτογραφία παραπάνω προέρχεται από ένα αρκετά παλιότερο ποστ με τίτλο ‘Το Μυστικό Παράδοξο,’ στο οποίο αναφέρθηκα στο πώς δημιουργούνται τα παράδοξα της ανθρώπινης λογικής, καθώς και στη… μυστήρια φύση των ανθρώπινων μυστηρίων. Αφενός, δηλαδή, είναι η ίδια η δομή της ανθρώπινης λογικής η οποία χρησιμοποιεί αυταπόδεικτα αξιώματα στην επιχειρηματολογία της για να καταλήγει σε αυθαίρετα συμπεράσματα, ώστε να μοιάζει ότι είναι από τη φύση της αντιφατική. Αφετέρου, είναι η φύση των μυστηρίων, η οποία μοιάζει εξίσου αντιφατική, καθώς τα ανθρώπινα μυστικά παρότι ως μυστικά θα έπρεπε να παραμένουν άδηλα και ανεξιχνίαστα, μοιάζουν να μας φανερώνονται με έναν τρόπο αποκάλυψης, σαν να πρόκειται για ήδη γνωστές, έστω σε ένα ασυνείδητο επίπεδο, καταστάσεις, και τα οποία μάλιστα δείχνουν να έχουν ένα κοινό, συλλογικό και αντικειμενικό χαρακτήρα μέσα στην ανθρώπινη ψυχική σφαίρα.

Τα UFO’s ως αποκυήματα της φαντασίας

Πλειάδες


Semjase

Billy Meier

Παραπάνω φωτογραφίες: Ο αστερισμός των Πλειάδων και η ‘κοσμοναύτης’ Semjase όπως τη ‘φαντάστηκε’ ο Billy Meier. 

Η πιο απλή και ίσως η πιο απλοϊκή εξήγηση που μπορεί να δοθεί στα Α.Τ.Ι.Α (UFO’s) είναι ότι πρόκειται για παραισθήσεις ή ξεγελάσματα των αισθήσεων απέναντι σε καταστάσεις ή φαινόμενα τα οποία θα μπορούσαν να έχουν μια απλή εξήγηση, για παράδειγμα ηλεκτρομαγνητικές εκκενώσεις στην ατμόσφαιρα, μετεωρολογικά μπαλόνια, δορυφόροι, πλανήτες, αεροπλάνα, κοκ. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η ανθρώπινη καλή θέληση και απλοϊκότητα να ‘δει’ κάποιος πράγματα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Αυτή είναι η απλούστερη εξήγηση που μπορεί να δοθεί και ίσως ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις. Δεν τις καλύπτει ωστόσο όλες, γιατί τα UFO’s μπορούν να είναι πραγματικά αντικείμενα αν και όχι απαραίτητα ‘εξωγήινης προέλευσης.’

Τα UFO’s ως φυσικά φαινόμενα ή αντικείμενα



‘Φώτα,’ όπως αυτά φωτογραφήθηκαν πάνω από το Phoenix [1] και το Cambridgeshire [2] αντίστοιχα

Υπάρχει μια ευρεία ποικιλία περιπτώσεων UFO’s που θα μπορούσαν να έχουν κάποια απλή φυσική εξήγηση. Συχνές περιπτώσεις είναι τα αερόστατα, όπως αυτό στις προηγούμενες φωτογραφίες. Στις ίδιες φαίνονται επίσης και κάποια ‘φώτα,’ ηλεκτρομαγνητικής προέλευσης πιθανώς, ή ίσως η εικόνα κάποιου πλανήτη πολλαπλασιασμένη εξαιτίας κάποιας ατέλειας του φωτογραφικού φακού. Τέτοια περιστατικά θέασης ουράνιων αντικειμένων όπως πλανήτες ή κομήτες, καθώς και ‘φώτων’ είναι γνωστά από την αρχαιότητα. Ένα παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι τα ‘φώτα’ που είδε ο Κολόμβος όταν διέσχιζε αυτό που σήμερα ονομάζεται ‘Τρίγωνο των Βερμούδων.’ Αυτή η θέαση, που σήμερα θα μπορούσε να αποδοθεί σε UFO’s ή σ’ ένα ηλεκτρομαγνητικό φαινόμενο, τότε θα είχε συσχετιστεί με δαιμονικές ή θείες υπάρξεις.

 Τα UFO’s ως ανθρώπινες κατασκευές


Θα μπορούσε το ‘διαστημόπλοιο’ της προηγούμενης φωτογραφίας στα δεξιά να είναι γήινης προέλευσης; Προφανώς, γιατί, αν δεχθούμε πως η φωτογραφία είναι αυθεντική, δεν διαθέτει τίποτε το εξωγήινο. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο αεροσκάφος έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές και πιθανότατα πρόκειται για ενός νέου τύπου αεροσκάφος που διαθέτει η αμερικανική αεροπορία. Ο τρόπος λειτουργίας του βέβαια θα παραμένει απόρρητος αλλά δεν χρειάζεται να υποθέσουμε κάποια ‘εξωτική’ τεχνολογία. Ένα πιθανό μέρος κατασκευής τέτοιου τύπου αεροσκαφών είναι και η περίφημη ‘Περιοχή 51,’ μια στρατιωτική βάση κάπου στην έρημο της Νεβάδα στις ΗΠΑ. Η όλη περιοχή είναι άκρως απόρρητη και κατά περιόδους έχουν θεαθεί διάφορα ‘Α.Τ.Ι.Α’ να έρχονται και να φεύγουν από τη βάση. Προφανώς το να υποθέσουμε πως εξωγήινοι επισκέπτονται αυτήν τη βάση αποκλειστικά, δεν είναι και η πιο λογική εξήγηση. Καθώς, το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για δοκιμές νέου τύπου αεροσκαφών, τα οποία προφανώς θα μοιάζουν και πιο ‘παράξενα’ σε σχέση με τα συνηθισμένα. Η ανθρώπινη τεχνολογία έχει όντως προχωρήσει. Ίσως όχι τόσο για να φτάσουμε έστω στα κοντινότερα άστρα, αλλά τουλάχιστον αρκετά για να κατασκευάσουμε νέα προωθητικά συστήματα, κοκ. Κάποιοι έχουν κάνει λόγο για αντίστροφη μηχανική (reverse engineering) υποτιθέμενων εξωγήινων αεροσκαφών που έχουν κατά καιρούς βρεθεί. Η τεχνολογία μας όμως από μόνη της έχει φτάσει στο επίπεδο που βρίσκεται σήμερα και με ταχείς ρυθμούς χωρίς να χρειαστεί απαραίτητα «ξένες» επεμβάσεις.

 Τα UFO’s ως εξωγήινες κατασκευές


Το πρόβλημα σε αυτήν την περίπτωση είναι αν οι εξωγήινοι είναι τόσο τεχνολογικά ανεπτυγμένοι για να έρχονται ως εμάς τότε γιατί δεν αναπτύσσουν μια τεχνολογία καμουφλάζ για παράδειγμα ώστε να είναι αθέατοι; Κάποιοι θα μπορούσαν να απαντήσουν ότι μας προετοιμάζουν ψυχολογικά και σιγά- σιγά αλλά ο αντίλογος σε αυτήν την περίπτωση είναι γιατί να μας προετοιμάσουν αφού έτσι κι αλλιώς τα περιστατικά είναι ελάχιστα και μεμονωμένα. Στην πραγματικότητα ένας άλλος διαφορετικός από εμάς πολιτισμός και τεχνολογικά πολύ πιο εξελιγμένος θα μπορούσε να χρησιμοποιεί πολλά μέσα για να μας επισκεφτεί. Ένας από αυτούς θα μπορούσε να είναι και η «σκουληκότρυπα» της προηγούμενης φωτογραφίας ή ένα ταξίδι μέσα από άλλες διαστάσεις. Η δεύτερη φωτογραφία δείχνει την εμπειρία που θα είχε κάποιος κάτοικος ενός δισδιάστατου κόσμου αν μια κοινή μπάλα εισερχόταν στον κόσμο του. Καθώς αυτή η μπάλα θα διαπερνούσε το δικό του επίπεδο αυτός θα έβλεπε έναν κύκλο να μεγαλώνει ύστερα να μικραίνει ώσπου θα εξαφανιζόταν. Με ανάλογο τρόπο εμείς σε περίπτωση επαφής μας με κάποιο υποτιθέμενο πολυδιάστατο εξωγήινο αντικείμενο θα βλέπαμε στον ουρανό «φώτα» και περίεργα σχήματα σαν κι εκείνα που έχουν κατά καιρούς αναφερθεί χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ακριβώς η φύση και η προέλευσή τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως θα πρέπει να διερωτηθούμε το εξής: Αν πράγματι μας έχει κάποτε επισκεφτεί ένας εξωγήινος πολιτισμός με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, τότε γιατί δεν είχαμε ποτέ κάποια σαφή ένδειξη; Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι για κάποιον λόγο θέλουν να παραμείνουν διακριτικοί τότε πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι εκείνοι υπάρχουν; Από την άλλη μεριά το να πούμε ότι είμαστε μόνοι μας στο σύμπαν θα μπορούσε να θεωρηθεί εγωιστικό λαμβάνοντας υπόψη τα δισεκατομμύρια των άλλων άστρων που υπάρχουν. Θα πρέπει όμως να σκεφτούμε ότι και οι αποστάσεις είναι τεράστιες αλλά και ότι συνήθως επιλέγουμε εμείς αυτό που θέλουμε ή δεν θέλουμε να δούμε.

 Τα UFO’s ως χρονομηχανές



Η ερμηνεία των Α.Τ.Ι.Α ως χρονομηχανές υποθέτει κυρίως πως πρόκειται για κατασκευές από το δικό μας μέλλον. Άνθρωποι δηλαδή από το μέλλον έρχονται σε εμάς με χρονομηχανές και στη συνέχεια ξαναγυρίζουν πίσω στο δικό τους χρόνο. Η τελευταία από τις προηγούμενες φωτογραφίες δε δείχνει κάτι ανάλογο: Κατασκευές από αρχαίες αιγυπτιακές επιγραφές που μοιάζουν με ένα ελικόπτερο, ένα υποβρύχιο, ένα αεροπλάνο, κλπ. Η ομοιότητα πράγματι είναι εντυπωσιακή. Πώς ο αρχαίος καλλιτέχνης ήξερε αυτά τα συγκεκριμένα οχήματα σε μια εποχή που αυτά δεν υπήρχαν; 

Κάποιοι έχουν υποθέσει ότι στο παρελθόν είχε αναπτυχθεί ένας γήινος πολιτισμός ο οποίος είχε φτάσει σε ένα παρόμοιο τεχνολογικό επίπεδο με το σημερινό. Συνήθως τον ταυτίσουν με την Ατλαντίδα. Το παράδοξο σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι δεν έχει βρεθεί ποτέ ούτε ένα στοιχείο που να υποδεικνύει την ύπαρξη εκείνου του πολιτισμού. Γιατί ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι τα συνήθη αντικείμενα φθείρονται κι εξαφανίζονται σε μερικές εκατοντάδες χρόνια θα υπήρχαν κάποιες κατασκευές οι οποίες θα έπρεπε να έχουν ακόμα διατηρηθεί. Έχει ειπωθεί ότι οι πυραμίδες της Αιγύπτου είναι απομεινάρια εκείνης της εποχής και ότι κτίστηκαν πολύ πριν από τις ημερομηνίες που δίνει η ορθόδοξη αρχαιολογία. Εντούτοις ούτε κάποιο στοιχείο υπάρχει ούτε και κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να υποστηριχθεί αυτό. Γιατί από την άλλη μεριά οι πυραμίδες της Αμερικής είναι πολύ μεταγενέστερες και διαφορετικές για να κτίστηκαν την ίδια περίοδο από τον ίδιο πολιτισμό. 

Η περίπτωση πάντως να μας επισκέπτονται άνθρωποι από το δικό μας μέλλον είναι πράγματι γοητευτική. Θα είναι σαν τα παιδιά μας να μας επισκέπτονται από το μέλλον τους για να μας μάθουν πράγματα. Σαν ο ίδιος ο άνθρωπος να επιστρέφει από το μέλλον για να κτίζει το παρόν. Ίσως δηλαδή τα Α.Τ.Ι.Α. καθώς και κάθε λογής παράξενα αντικείμενα που πιθανόν να έχουν κατά καιρούς βρεθεί να προέρχονται από το δικό μας μέλλον και όχι από κάποιον εξωγήινο πολιτισμό. Αυτή η εκδοχή μπορεί προφανώς να κάνει όλα αυτά τα φαινόμενα σαφώς πιο οικεία.

 Τα UFO’s ως ψυχικά φαινόμενα



Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε φωτογραφίες σαν εκείνη με τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά ή την ομοιότητα ανάμεσα στις πυραμίδες τις Αιγύπτου κι εκείνες της Λατινικής Αμερικής; Αν θέλουμε να αποφύγουμε την λογικότερη και ίσως απλοϊκότερη εξήγηση, εκείνη δηλαδή των εξωγήινων ή των Ατλάντων, θα πρέπει να ανατρέξουμε σε κάποιον άλλον παράγοντα, πιο υπερβατικό και ακατανόητο θα λέγαμε αλλά όχι απαραίτητα λιγότερο πραγματικό ή ερμηνεύσιμο. Θα πρέπει να ξεπεράσουμε τα δεσμά του συνηθισμένου χώρου- χρόνου και της αιτιότητας και να ανατρέξουμε σε καταστάσεις μέσα στον κόσμο διαχρονικές και πολυδιάστατες. 

Θα πρέπει πρώτα από όλα να κάνουμε την υπόθεση ότι η ιστορία του σύμπαντος είναι κυκλική. Ότι δηλαδή μέσα στο σύμπαν κατά καιρούς έχουν αναπτυχθεί πολιτισμοί οι οποίοι πέρασαν από παρόμοια τεχνολογικά στάδια έτσι ώστε η ιστορία τους να γραφεί μέσα σε ένα είδος συλλογικής μνήμης κάπου σε έναν ειδικό χώρο του σύμπαντος. Με αυτόν τον τρόπο και με διαδικασίες διόρασης προς το παρόν άγνωστες εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να ανατρέχουμε σε αυτήν τη σωρευμένη γνώση και να αντλούμε πληροφορίες για το παρελθόν το παρόν και το μέλλον. 

Θα μπορούσαμε μήπως να εντοπίσουμε αυτήν τη συγκεντρωμένη γνώση σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή του σύμπαντος; Μήπως οι μαύρες τρύπες είναι γιγάντιες αποθήκες πληροφοριών με τη μορφή ύλης και φωτός που βρίσκονται πίσω από τον ορίζοντα συμβάντος; Πρόσφατα στη φυσική διατυπώθηκε η ολογραφική αρχή σύμφωνα με την οποία η πληροφορία που θα βρίσκεται μέσα σε μια μαύρη τρύπα μπορεί να αναπαραχθεί με αντίστοιχη πληροφορία που βρίσκεται στην επιφάνεια του ορίζοντα συμβάντος. Δηλαδή η πληροφορία που περιέχει μια μαύρη τρύπα όχι μόνο δεν χάνεται αλλά και μπορεί να αντληθεί με συγκεκριμένο τρόπο. 

Εκτός από τις μαύρες τρύπες και την ολογραφική αρχή υπάρχει βέβαια και η θεωρία του συλλογικού ασυνείδητου του ψυχίατρου Carl Jung. Ότι δηλαδή η ανθρώπινη γνώση βρίσκεται συγκεντρωμένη κάπου και ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να ερμηνευτεί μέσω θεμελιωδών προτύπων που ονομάζονται αρχέτυπα. Αυτά είναι «ψυχοειδή» με την έννοια ότι αποτελούν πραγματικές οντότητες οι οποίες επιδρούν πάνω στον υλικό κόσμο προκαλώντας φαινόμενα συγχρονικότητας. Τέτοιου είδους εμπειρίες συνοδεύουν συχνά τις επαφές με Α.Τ.Ι.Α όπου το πραγματικό γεγονός συνοδεύεται από διαισθήσεις, αισθήματα αποκάλυψης, και άλλες πραγματικές ή υποκειμενικές καταστάσεις. 

Κρύβουν άραγε όλα τα προηγούμενα περιστατικά μια κρυφή και ελλοχεύουσα τάξη και αρμονία μέσα στο σύμπαν η οποία ξεπερνά τα όρια του χώρου και του χρόνου όπως εμείς τα γνωρίζουμε; Ποια είναι για παράδειγμα η διαφορά ανάμεσα σε ένα άγνωστης ταυτότητας «υλικό» αντικείμενο και ένα ανάλογο «μη απτό» φαινόμενο και ποια είναι η βαθύτερη σχέση ανάμεσα σε αυτό το αντικείμενο ή φαινόμενο με ένα συναίσθημα, σκέψη ή γενικότερα ψυχική κατάσταση που νιώθουμε να συμπληρώνει την όλη κατάσταση εκείνη τη στιγμή; Προφανώς αν ο άνθρωπος διέθετε την πνευματική ή ψυχική δύναμη να κατασκευάζει και μόνο με τη σκέψη του «Α.Τ.Ι.Α» τότε το «πραγματικό» και το «φανταστικό» θα ταυτίζονταν. 

Τα UFO’s ως «ανθρωπικά» αντικείμενα

Μέχρις εδώ μιλήσαμε για διάφορες ερμηνείες σχετικά με τα Α.Τ.ΙΑ. Εξωγήινοι, γήινοι από το παρελθόν ή το μέλλον, φυσικά ή ψυχικά φαινόμενα, ή απλά αποκυήματα της φαντασίας. Αλλά στην όλη μας συζήτηση αγνοήσαμε έναν βασικό παράγοντα: τον ίδιο μας τον εαυτό. Ό,τι κι αν βλέπουμε είναι πάντα φιλτραρισμένο όχι μόνο από τις δικές μας τις αισθήσεις αλλά και από τις δικές μας προσδοκίες ή πεποιθήσεις. Και όσο πιο ασαφές είναι αυτό που βλέπουμε τόσο περισσότερο διαμορφώνεται και σχηματοποιείται από τα δικά μας βιώματα. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα τα ιερογλυφικά παραπάνω με το ελικόπτερο ή το αεροπλάνο. Αν δεν είχαμε δει ποτέ ελικόπτερο θα το ταυτίζαμε με κάτι άλλο. Και θα είχε ενδιαφέρον να ρωτάγαμε τον αρχαίο Αιγύπτιο καλλιτέχνη που το ζωγράφισε τι είχε στο μυαλό του, αν και αυτό δεν γίνεται. 

Στην πραγματικότητα αυτή η σύνδεση του εξωτερικού κόσμου και του εσωτερικού κόσμου γίνεται λίγο- πολύ ακαριαία έτσι ώστε τις περισσότερες φορές ούτε καν καταλαβαίνουμε τη διαφορά. Η ανθρωπική αρχή μας λέει απλά ότι ο κόσμος είναι αυτό που εμείς ξέρουμε. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αθέατο ακόμα και ανύπαρκτο. Αλλά και πάλι αυτό που βρίσκεται μακριά και μόλις φαίνεται ή εκείνο που βρίσκεται κοντά και είναι τόσο μικρό ή ασήμαντο που δεν του δίνουμε σημασία, ανήκει και πάλι στη σφαίρα της υποψίας μας. Δεν είναι κάτι δηλαδή άγνωστο αλλά κάτι που νομίζουμε ότι ξέρουμε και μόλις έχουμε αρχίσει να το αντιλαμβανόμαστε. 

Αυτό είναι και το μεγάλο μυστήριο της ζωής και συνάμα το θαύμα του κόσμου. Ότι μας δόθηκε η δυνατότητα έστω με τις αισθήσεις και το μυαλό που διαθέτουμε να μπορούμε να ξέρουμε. Το πόσες ακόμα εκπλήξεις μας επιφυλάσσει το σύμπαν και το πόσα πράγματα είμαστε διατεθειμένοι ακόμα να μάθουμε αυτό το ξέρει κανείς και ταυτόχρονα το ξέρει ο καθένας χωριστά. Σε ό,τι αφορά τα U.F.O.s ή Α.Τ.Ι.Α, για να επανέλθουμε καταληκτικά στη συζήτησή μας, η προσωπική μου άποψη είναι ότι πρόκειται πράγματι για ένα είδος «προετοιμασίας» όχι όμως από κάποιους εξωγήινους αλλά σε ένα περισσότερο «ψυχικό» ή κοσμικό επίπεδο, ένα είδος εναρμόνισης και παράλληλης εξέλιξης του ανθρώπου με ό,τι άλλο υπάρχει, ζει και κινείται μέσα στο σύμπαν. Το πόσα πράγματα ή άλλα όντα πρόκειται να δούμε ή να γνωρίσουμε, αυτό προφανώς έχει να κάνει με το πόσος είναι ο χρόνος και η απόσταση, από την άποψη του φυσικού διαστήματος άλλα και από την άποψη του δικού μας επιπέδου εξέλιξης.

TO ΑΔYΝΑΤΟ

$
0
0
[Απόσπασμα από το βιβλίο Escher on Escher: Exploring the Infinite, του ίδιου]

Μερικές φορές μου φαίνεται ότι είμαστε όλοι επηρεασμένοι με μια παρόρμηση και κατειλημμένοι από έναν πόθο για το αδύνατο. Η πραγματικότητα γύρω μας, ο τρισδιάστατος κόσμος που μας περιβάλλει, είναι τόσο κοινός, τόσο βαρετός, τόσο συνηθισμένος για μας. Κυνηγάμε το αφύσικο ή το μεταφυσικό, εκείνο που δεν υπάρχει, ένα θαύμα. 

Σάμπως και η καθημερινή πραγματικότητα δεν είναι αινιγματική αρκετά! Στην πραγματικότητα, μπορεί να συμβεί στον καθένα μας ξαφνικά, με έκσταση στις καρδιές μας, να νιώσουμε το τέλμα της καθημερινής ζωής μας να φεύγει για μια στιγμή. Συμβαίνει να γινόμαστε δεκτικοί στο ανεξήγητο, στο θαύμα που μας περιβάλλει συνεχώς. Είναι το θαύμα της ίδιας τρισδιάστατης έκτασης του χώρου στην οποία συμπαρασυρόμαστε καθημερινά, σαν σε έναν μύλο. Αυτή η έννοια του χώρου αποκαλύπτεται μερικές φορές, σε σπάνιες στιγμές διορατικότητας, ως κάτι συναρπαστικό. 

Μου έχει συμβεί κατά τη διάρκεια μοναχικών περιπάτων στο δάσος γύρω από το Baarn ξαφνικά να σταματήσω το περπάτημα, κατειλημμένος από ένα ανησυχητικό, εξωπραγματικό, και ταυτόχρονα μακάριο αίσθημα να βρίσκομαι κατά πρόσωπο με το ανεξήγητο. Εκείνο το δέντρο είναι καθαυτό σαν αντικείμενο, ως μέρος του δάσους, ίσως όχι κάτι εκπληκτικό. Η απόσταση, ο χώρος, μεταξύ εκείνου και μένα, ωστόσο, φαίνεται ξαφνικά αινιγματικός. 

Δεν γνωρίζουμε το χώρο. Δεν τον βλέπουμε, δεν τον ακούμε, δεν τον αισθανόμαστε. Βρισκόμαστε καταμεσίς του, εμείς οι ίδιοι σαν μέρος του, αλλά δεν γνωρίζουμε τίποταγια αυτόν. Μπορώ να μετρήσω την απόσταση ανάμεσα στο δέντρο και σε μένα, αλλά όταν λέω, «τρία μέτρα,» αυτός ο αριθμός δεν αποκαλύπτει τίποτα από το μυστήριο. Βλέπω μόνο σύνορα, σημάνσεις,- δεν βλέπω το χώρο καθαυτόν. Το αίσθημα στο δέρμα μου που προκαλείται από τον άνεμο που φυσάει γύρω από το κεφάλι μου δεν είναι ο χώρος. Όταν νιώθω ένα αντικείμενο με τα χέρια μου, πιστεύω δεν είναι το ίδιο το χωρικό αντικείμενο. Ο χώρος παραμένει ανεξιχνίαστος, ένα θαύμα. 

Έτσι η πραγματικότητα γύρω μας πρέπει να είναι ήδη αρκετά ανεξήγητη και μυστηριώδης! Αλλά όχι, δεν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτήν και εξακολουθούμε να παίζουμε με ιστορίες και εικόνες για να την αποφύγουμε. Ως παιδιά, και ορισμένοι από εμάς ακόμα και καθώς μεγαλώνουμε, διαβάζουμε παραμύθια. Αργότερα, διαβάζουμε στη Βίβλο, πιστεύοντας ή όχι, σχετικά με το μπαστούνι του Μωυσή που μετατράπηκε σε φίδι, για το φλεγόμενο βάτο, το μυστηριώδη πολλαπλασιασμό των άρτων, και τη μετατροπή του νερού σε κρασί. Για να μην αναφέρουμε τις ιστορίες ακόμη μεγαλύτερων θαυμάτων. 

Όποιος θέλει να αναπαραστήσεικάτι που δενυπάρχει πρέπει να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες. Οι κανόνες αυτοί είναι λιγότερο ή περισσότερο οι ίδιοι όπως για τον παραμυθά: πρέπει να εφαρμόσει τη λειτουργία των αντιθέσεων· να προκαλέσει ένα σοκ.

Το στοιχείο του μυστηρίου στο οποίο θέλει να επιστήσει την προσοχή πρέπει να περιβάλλεται και να καλύπτεται από απόλυτα καθημερινά αυταπόδεικτα στοιχεία που είναι αναγνωρίσιμα από όλους. Αυτό το περιβάλλον, που είναι αληθινό και αποδεκτό για κάθε επιφανειακό παρατηρητή, είναι απαραίτητο για να προκαλέσει το επιθυμητό σοκ. 

Αυτός  είναι επίσης ο λόγος γιατί ένα τέτοιο παιχνίδι μπορεί να παιχτεί και να γίνει κατανοητό μόνο από εκείνους που είναι έτοιμοι να διεισδύσουν κάτω από την επιφάνεια, που συμφωνούν να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους, όπως ακριβώς και κατά την επίλυση ενός γρίφου. Δεν είναι λοιπόν ένα θέμα των αισθήσεων, αλλά μάλλον ένα ζήτημα εγκεφαλικό. Η βαθύνοια δεν είναι καθόλου αναγκαία, αλλά ένα είδος χιούμορ και ένας αυτοσαρκασμός είναι ένα προαπαιτούμενο, τουλάχιστον για το άτομο που κάνει τις αναπαραστάσεις.

No.8, Ζυρίχη, Φεβρουάριος 1919 Francis Picabia & Tristan Tzara [Αυτόματο κείμενο]

$
0
0
[Απόσπασμα από το βιβλίο: "The DADA Reader: A Critical Anthology."]

H τύχη είναι λογική • το γύρισμα των χαρτιών που είναι μόνο μονά ή ζυγά τη νύχτα • η μεγαλύτερη περιπέτεια βρίσκεται στο ξεκίνημα του προφίλ της αγάπης • όπου ο άνθρωπος δεν δείχνει κανένα σημάδι να εγκαταλείψει την τήρηση των ηθικών ζητημάτων στη χαμέρπεια της βλάστησης • να βάλει ποντίκια αυστηρά ιεραρχημένα με μια θεολογική χειρονομία που κάνει τους καλούς σκλάβους να παραδίνονται τελείως • αλλά τα δεσμά των μουγκών κακοποιών παράγουν έναν γραμματικό με ακατάληπτη γλώσσα • μόνο από εμπειρία σε σημείο γελοιοποίησης • σαν τη βαρύτητα των διαλόγων του Καρτέσιου ιδιαιτέρως χρήσιμων και εύστοχων γενικά • φιλιά πρωτόγονων για Χριστιανικές αρχές σαν σιελόρροια παλιών φανατικών που οι Ιησουίτες δίνουν • σαν αιώνια ζωή τελείως υστερική και αδρανής στον υποκριτικό μανδύα ενός πολιτισμού του άλλοτε • δηλαδή μια μόδα με την καθοδήγηση από τα άδυτα ενός συνηθισμένου κελιού όπου η δόξα των μυών χωρίς κεριά σε έναν προσφιλή ωκεανό έρχεται πρόθυμα στο παλούκι της εκτέλεσης • που αυξάνει τους καρπούς της επιτυχίας χρησιμοποιώντας ένα μοναδικό μαγικό που παίρνει κεφάλια πάντα βάσει της αρχής της μεγάλης ανταπόκρισης • μια απαραίτητη αναπαραγωγή των ενθουσιασμών τους ή των οσμηρών περιφρονητικών γκριματσών τους με την ελάχιστη προστασία • όπως η σπλήνα των συναισθημάτων χρειάζεται μια μέθοδο στα χείλη της γεωμετρίας τόσο άχρηστη όσο η ακέραια ομορφιά με όρους της νοήμονης μορφής • πρώτες καταιγίδες της επιστήμης σύμφωνα με την οποία υπάρχει ένας ξυλοκόπος με τάλαντο στο εμπόριο • μορφολογική διατριβή χωρίς έναν ήχο • η αθωότητα του σήμερα σε φυγή με κυκλικές λέξεις • αλλά που κυριαρχεί στην πιθανή ηδονή η οποία υποβάλλεται στη δίαιτα αυτής της γυναίκας με εσωτερική ακρόαση • όπως ο θησαυρός μονάκριβων παιδιών με τρελές προκαταλήψεις στη σάρκα των αιώνων αφήνει τα χέρια του χρόνου • ορισμός της υποκείμενης κοινωνικής ζωής φτιαγμένης από πορσελάνη άγνωστη • ή τυλιγμένης σαν τα μυαλά των απόλυτων ηλιθίων που χορεύουν στα σινεμά της Ζυρίχης • στην απαρχή άσκοπων πινάκων ζωγραφικής • σε κάθε πίπα μεταμφιεσμένη σε στόμα για να οδηγεί το βραχίονά της μέσα απ’ όλες τις πόρτες της αρετής • δείτε τον τροχό από την άλλη μεριά να χρωματίζει μάταιες υπάρξεις καταδικασμένες να επιστρέψουν σε περασμένες εποχές των οποίων τα συναισθήματα στολίζω • ω! ο Marcel Duchamp ονειρεύεται τα περίχωρα της Νέας Υόρκης • ατμόσφαιρα μιας χρυσής σκηνής • υποκατάστατο όταν τελειώνουμε με τη δουλειά που φέρνει πονοκέφαλο • ή ακόμα την αριστερή ατμόσφαιρα, τον καινούργιο αέρα • ικετεύοντας και μαζεύοντας μια χούφτα τακτοποιημένη χωρίς την άγνοια μιας κούκλας ενάρετης κατ’ όνομα • μια διάκριση μόνο σε επαφή • με την κοκέτικη αφέλεια η μοντέρνα γλώσσα • θέλετε έναν συγγραφέα; • ένα Chateau-briant; • ή έξι περαστικές φαντασιώσεις; • το δίλλημα του ελεύθερου έρωτα είναι το λάθος κλειδί για το σύστημα των ελευθεριών που κάποιος έχει στο αιδοίο • καστορέλαιο για να εισέρχεται στα σπίτια • με τα μάτια στους γλουτούς • στα πλαίσια του βασιλείου της ευτυχίας • στη σκλαβιά των Clovis • για την παρθένα που κοκκινίζει από τη μυστηριώδη και με στείρες ενώσεις αγνότητα ως την ευόδωση των συνουσιών της ιππασίας • εκεί κάπου ένα μικρό χτύπημα της τύχης • ή αφήστε το για πατριωτικούς λόγους • 

Francis Picabia 


Άπλετο παράνομο φως ορμά στο άδειο στομάχι μου κάτω από τον παράκτιο δρόμο των άστρων • διακυτταρικός ανιχνευτής • πνίγομαι κάτω από τη χιονοστιβάδα των πρωινών αποκαλύψεων και της αφέλειας • παχιές κουβέρτες καλύπτουν το σιωπηρό λόφο και κλαψιάρικα βουητά διαγράφουν έναν άσκοπο περίπατο μέσα από τα συνέδρια της τελειότητας • πού βρίσκονται οι αφοσιωμένοι πατεράδες των συνεχών παροτρύνσεων; • στα χέρια τους αποθέτω το βάρος των κλισέ μου για να αναφλεγεί η φλυαρία των χεριών και των ποδιών • το σύνολο του χυμένου αίματός μου και της νοημοσύνης μου είναι ελεύθερο • δεν θέλω τίποτε δεν θέλω τίποτε αφήστε με μόνο ούτε κλαίγοντας ούτε σιωπηρό ούτε απελπισμένο ούτε εθισμένο • η χυδαιότητα του απόλυτου προσκολλάται στη φαρμακευτική αγωγή των ευχαριστημένων κοντά σε δημόσιες αναγγελίες απέναντι από τα ουρητήρια • είτε για ανθρώπους ή ποντίκια είναι το ίδιο • και θα σας δώσω 20 παρακάτω το κομμάτι εγώ ο ίδιος στο παζάρεμα • ή μια άλλη γλώσσα με απορροφά χωρίς στολίδια • αν αυτό είναι πολύ εύγλωττο θα φάω το συκώτι σας τα πνευμόνια σας ώστε να ξέρετε ότι λειτουργούν • δεν αρρώστησα ποτέ καθώς κάθε λέξη είναι ένα ψέμα • ως το σημείο που θα εξηγήσω κύτταρο προς κύτταρο • σε αυτό το κουτάκι εισπνοής • αν μυρίζει λάδι είναι η διεύθυνση της αιωνιότητας • και δεν πρόκειται να πάω ποτέ εκεί γιατί παραείναι καθαρά • σαγόνια από καλοφτιαγμένες προτάσεις • καλή αίσθηση • κοίτα • στοπ • έντονο χρώμα • ή • δεν είμαι απλός επομένως είμαι το πρόβλημα • στοπ • αν είμαι απλός δεν υπάρχει πλέον πρόβλημα • οπότε στοπ • οπότε ξεκινάω απ’ την αρχή • αν αυτό με ευχαριστεί; • μ’ αρέσει η σοκολάτα • από τα γεμάτα ζεστό αέρα μπαλόνια μελετάμε το στόμα των πόλεων και από εδώ και στο εξής είμαι ο οδοντογιατρός των άστρων • αυτόματο ποίημα • είναι πολύ εύκολο να λιώσει η τσίχλα κάτω από τη γλώσσα • για να αναφερθώ σ’ ένα ποίημα του 1915: 
και όλα τα παιδιά που κάνουν τα κακά τους 
όπου εμείς οι υπόλοιποι ζούμε με αγάπη και εντιμότητα 
μπορώ να δω τον κόσμο σε δυο μορφές ή ακόμα και μία και μπορώ να τον δω χωρίς καμιά • για παράδειγμα ταμπλέτα • η Θέα δίνει μια κακή εντύπωση εξαιτίας των ήχων αλλά η κατανόηση είναι ακατάλληλη και το κέρινο ομοίωμα δεν έχει σγουρά μαλλιά • για την κατανόηση υπάρχουν διαλέξεις • είναι πάντα σγουρό καθαρό • πράγματι μ’ αρέσουν οι διαλέξεις • θα πάω στις διαλέξεις • θ’ ακούσω όλες τις διαλέξεις • θα πάω οπουδήποτε για διαλέξεις • οι διαλέξεις συλλαμβάνουν τους συνδέσμους ενός εντόμου στο δοχείο του μελανιού χωρίς ανθρωπιά • είναι υποκρισία • σας δίνω το χέρι μου • σεξουαλική αφοσίωση • σας ευχαριστώ για τις ευχές • ενώ περιμένω μετράω • εταιρία χόνδρων • μετρητά με την παράδοση • σχετίζουμε τα μυστικά της ζωής • βασικά είναι ξεκάθαρο • είναι είτε ευχάριστη ή δυσάρεστη • η μηχανική του παιχνιδιού του πάθους οδηγεί σε σκιές • ένα θέμα στατιστικής βρίσκει ότι έχω δίκιο • το ψάρι του νότου δεν ξέρει τίποτα • είναι καλό ή κακό • 17 Σεπτέμβρη ήταν η μέρα • και ο ουρανοξύστης να υποστηρίξει τα κλάματα της ανιλίνης • ψυχρό ψάρι • ψυχρό ψάρι • ο τροχός της πόλης • ο τροχός της ρουλέτας • τυλιχτά Φύλλα Χρυσού • ελατή περισπωμένη • βρήκα το δρόμο μου • εσύ είσαι ο δρόμος και η αλήθεια του χορού των δυο βημάτων •

Tristan Tzara


[Σημείωση: Τα δυό προηγούμενα κείμενα στο πρωτότυπο είναι γραμμένα ανάποδα το ένα με το άλλο υπονοώντας ίσως την αντίθετη, πλάτη με πλάτη, θέση που θα είχαν οι συγγραφείς όταν τα έγραφαν. Σε ό,τι αφορά τις τελείες στα κείμενα τις τοποθέτησα μόνος μου αυθαίρετα, μόνο και μόνο για να υπάρχει κάποια ενδεικτική παύση ανάμεσα στη ροή των συνειρμών.]


Για το Χρόνο, το Χώρο και τη Μουσική-

$
0
0
[Από το βιβλίο Formalized Music του Γιάννη Ξενάκη]

Εικ. I-4 Πρώτο Μοντέλο του Philips Pavilion

Εικ. I-5 Philips Pavilion, Βρυξέλες, Κέντρο Παγκόσμιου Εμπορίου, 1958 

Ο Γιάννης Ξενάκης είναι γνωστός για την ηλεκτρονική του μουσική, η οποία χαρακτηρίζεται από τη μαθηματική ανάλυση. Το κατά πόσο η μουσική είναι κάτι το οποίο μπορούμε όχι τόσο να «ακούμε» αλλά περισσότερο να το «σκεφτόμαστε» είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Ο Ξενάκης θα μας έλεγε ότι προφανώς η μουσική είναι κάτι που πρώτα απ’ όλα δημιουργείται με μαθηματικό τρόπο στον εγκέφαλό μας και ύστερα ενεργοποιούνται τα όποια αισθητικά ή αισθητηριακά κέντρα. Στα αποσπάσματα από το κεφάλαιο του βιβλίου του που ακολουθούν ο Ξενάκης αναρωτιέται για τη σχέση ανάμεσα στη μουσική και στο χώρο- χρόνο. Πράγματι ενδιαφέρουσα απορία γιατί αν τα μάτια μας πληροφορούν πρώτιστα για τις αποστάσεις είναι τ' αυτιά μας τα οποία μας δίνουν την αίσθηση του χρόνου. Η μουσική επομένως είναι κάτι που σχετίζεται άμεσα με την έννοια του χρόνου όπως τον αντιλαμβανόμαστε. 

Ο Ξενάκης πρώτα απ' όλα αναρωτιέται για το ρόλο του συνθέτη στη σύλληψη της μουσικής ως ένα ολοκληρωμένο αρμονικό σύνολο και στη συνέχεια κάνει κάποιες νύξεις σχετικά με τα μαθηματικά μοντέλα και τις φυσικές έννοιες τις οποίες χρησιμοποίησε στη σύνθεσή του: 

"ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ; Ένας διανοούμενος και πλαστικός καλλιτέχνης ο οποίος εκφράζεται μέσω ηχητικών αντικειμένων. Αυτές οι δύο ιδιότητες πιθανώς καλύπτουν ολόκληρη την ύπαρξή του. 

Μερικά σημεία σύγκλισης σε σχέση με το χρόνο και το χώρο ανάμεσα στην επιστήμη και στη μουσική: 

Το 1954, εισήγαγα τη θεωρία των πιθανοτήτων και το λογισμό στη μουσική σύνθεση για τον έλεγχο ηχητικών συνόλων τόσο στην εφεύρεση όσο και στην εξέλιξή τους. Αυτό εγκαινίασε μια εντελώς νέα διαδρομή στη μουσική, περισσότερο παγκόσμια από την πολυφωνία, το σειριαλισμό ή, γενικότερα, τη «διακριτή» μουσική. Έτσι προέκυψε η στοχαστική μουσική. Θα επανέλθω σε αυτό. Όμως, η έννοια της εντροπίας, όπως διατυπώθηκε από τον Boltzmann ή τον Shannon, έγινε θεμελιώδης. Πράγματι, όπως ένα θεός, ο συνθέτης μπορεί να δημιουργήσει την αντιστρεψιμότητα των φαινομένων των μουσικών συνόλων και προφανώς να αντιστρέψει το «βέλος του χρόνου» του Eddington. Σήμερα, χρησιμοποιώ κατανομές πιθανότητας είτε σε ηχητικές συνθέσεις παραγόμενες από υπολογιστή σε μικροσκοπική ή μακροσκοπική κλίμακα, ή σε συνθέσεις με μουσικά όργανα. Αλλά οι νόμοι της πιθανότητας που χρησιμοποιώ είναι συχνά ελλοχεύοντες και ποικίλουν με το χρόνο, γεγονός που δημιουργεί μια στοχαστική δυναμική η οποία είναι αισθητικά ενδιαφέρουσα. Αυτή η διαδικασία είναι παρόμοια με τη μαθηματική ανάλυση της εξίσωσης του Liouville σε μη γραμμικούς μετασχηματισμούς που πρότεινε ουσιαστικά ο I. Prigogine˙ δηλαδή, αν η μικροσκοπική εντροπία M υπάρχει, τότε M = Λ^2, όπου το Λ δρα στη συνάρτηση κατανομής ή στον πίνακα πυκνότητας. Το Λ είναι μη γραμμικό, που σημαίνει ότι δεν διατηρεί το μέγεθος των πιθανοτήτων των καταστάσεων που θεωρούνται κατά την εξέλιξη του δυναμικού συστήματος, παρότι διατηρεί τις μέσες τιμές εκείνων των καταστάσεων που μπορούν να παρατηρηθούν. Αυτό συνεπάγεται τη μη αντιστρεψιμότητα του συστήματος στην κατάσταση ισορροπίας˙ δηλαδή, υπονοεί τη μη αντιστρεψιμότητα του χρόνου." 

Ο Ξενάκης αναφέρεται όχι μόνο σε έννοιες όπως οι κατανομές πιθανότητας και η εντροπία αλλά ακόμα και στη θεωρία της σχετικότητας του Einstein και στην κβαντομηχανική σχετικά με την αντίληψη μέσα σ' αυτήν τη θεωρία του χώρου- χρόνου: 

"Το σημείο αυτό δεν έχει καμία προφανή σχέση με τη μουσική, εκτός από το ότι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τους μετασχηματισμούς των Lorentz-Fitzgerald και Einstein στη μακροσκοπική σύνθεση της μουσικής. Θα ήθελα όμως να κάνω μερικές παρατηρήσεις που σχετίζονται με αυτούς τους μετασχηματισμούς.

Όλοι γνωρίζουμε την ειδική θεωρία της σχετικότητας και τις εξισώσεις των Lorentz-Fitzgerald και Einstein, που συνδέουν το χώρο και το χρόνο εξαιτίας της πεπερασμένης ταχύτητας του φωτός. Από αυτό συνάγεται ότι ο χρόνος δεν είναι απόλυτος. Ωστόσο, ο χρόνος είναι πάντα παρών. «Παίρνει χρόνο» για να μεταβείτε από ένα σημείο σε ένα άλλο στο χώρο, ακόμα και αν αυτός ο χρόνος εξαρτάται από κινούμενα συστήματα αναφοράς σχετικά με τον παρατηρητή. Δεν υπάρχει καμία ακαριαία μετάβαση από ένα σημείο σε άλλο, πολύ λιγότερο «ταυτοχρονισμός»— δηλαδή, ταυτόχρονη παρουσία ενός συμβάντος ή αντικειμένου σε δύο τοποθεσίες στο χώρο. Αντίθετα, κάποιος θέτει την έννοια της μετατόπισης. Μέσα σε ένα τοπικό σύστημα αναφοράς, τι σημαίνει τότε η μετατόπιση; Αν η έννοια της μετατόπισης ήταν πιο θεμελιώδης από εκείνη του χρόνου, κάποιος θα μπορούσε αναμφίβολα να ανάγει όλους τους μικροσκοπικούς και μακροσκοπικούς μετασχηματισμούς σε εξαιρετικά μικρά διαστήματα μετατόπισης. Συνεπώς (και πρόκειται για μια υπόθεση που άνετα υποστηρίζω), αν πρέπει να συμφωνήσουμε με την κβαντική μηχανική και τις συνέπειές της που είναι αποδεκτές εδώ και δεκαετίες, θα ήμασταν ίσως αναγκασμένοι να παραδεχθούμε την έννοια του κβαντωμένου χώρου και του κατά συνέπεια κβαντωμένου χρόνου. Όμως, τότε, τι θα μπορούσαν ο κβαντωμένος χώρος και χρόνος να σημαίνουν, έναν χώρο και χρόνο όπου η συνέχεια θα καταργούταν;" 

Στη συνέχεια ο Ξενάκης αναφέρεται στην έμπνευση και στην δημιουργία του συνθέτη ο οποίος μοιάζει να παράγει τη μουσική του από το τίποτε και είναι αυτό το τίποτε που προβληματίζει τον Ξενάκη: 

"Στη μουσική σύνθεση, η σύνθεση πρέπει να προέρχεται από την πρωτοτυπία, η οποία μπορεί να οριστεί σε ακραίες περιπτώσεις (ίσως απάνθρωπες) ως η δημιουργία νέων κανόνων ή νόμων, όσο αυτό είναι δυνατό˙ δηλαδή αυθεντικών, που δεν είναι ακόμα γνωστοί ή ακόμα προβλέψιμοι. Ως η κατασκευή νόμων, συνεπώς, από το τίποτα, δηλαδή χωρίς καμία αιτιότητα. 

Αλλά μια δημιουργία από το τίποτα, επομένως εντελώς αυθόρμητη, εντελώς πρωτότυπη, αναγκαστικά θα χρειαζόταν μια άπειρη μάζα κανόνων εφαρμοσμένων κατάλληλα. Μια τέτοια μάζα θα έπρεπε να καλύψει τους νόμους ενός σύμπαντος διαφορετικού από το δικό μας. Για παράδειγμα: κανόνες για μια τονική σύνθεση έχουν κατασκευαστεί. Μια τέτοια σύνθεση, επομένως, περιλαμβάνει, εκ των προτέρων, τις «τονικές συναρτήσεις.» Περιλαμβάνει επίσης μια συνδυαστική αντίληψη καθώς δρα σε οντότητες, ήχους, όπως ορίζονται από τα όργανα. Για να προχωρήσει αυτή η σύνθεση πέρα από αυτόν το μικρό βαθμό πρωτοτυπίας, άλλες λειτουργίες θα πρέπει να επινοηθούν ή δεν θα πρέπει να υπάρχουν καθόλου. Κάποιος είναι συνεπώς υποχρεωμένος να διανοηθεί φόρμες από σκέψεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις προηγούμενες, σκέψεις χωρίς όρια σχημάτων και χωρίς τέλος..." 

Ο Ξενάκης βεβαίως δεν αρκείται στην έννοια του τίποτα σε σχέση με τη μουσική αλλά το ανάγει σε επίπεδο φυσικής και σε επίπεδο σύμπαντος: 

"Εδώ, παρακάτω, είναι η θέση μερικών αστροφυσικών όπως οι Edward Tryon, Alexander Vilenkin, Alan Guth και Paul Steinhardt, οπαδών της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης: 

Αν η ενοποιημένες θεωρίες είναι σωστές στις προβλέψεις τους ότι ο βαρυονικός αριθμός δεν διατηρείται, δεν υπάρχει κανένας γνωστός νόμος διατήρησης που να εμποδίζει το ορατό σύμπαν να εξελιχθεί από το τίποτα. Το πληθωριστικό μοντέλο του σύμπαντος παρέχει έναν δυνατό μηχανισμό με τον οποίο το ορατό σύμπαν θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί από μια απειροελάχιστη περιοχή. Είναι τότε δελεαστικό να προχωρήσουμε ένα βήμα περαιτέρω και να υποθέσουμε ότι ολόκληρο το σύμπαν εξελίχθηκε κυριολεκτικά από το τίποτα... (βλ. Scientific American, Μάιος, 1984) 

Εδώ, παρακάτω, είναι μια εναλλακτική λύση στο σενάριο της Μεγάλης Έκρηξης. Αυτές οι μελέτες υποστηρίχθηκαν από τους φυσικούς του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών• δηλαδή τους R. Brout, E. Günzig, F. Englert και P. Spindel: 

Αντί το σύμπαν να έχει γεννηθεί από μια έκρηξη, προτείνουν ότι εμφανίστηκε από το τίποτε, μετά από μια αστάθεια του κατά Minkowski κβαντικού κενού, που σημαίνει ότι ο χώρος- χρόνος ήταν κενός από κάθε ύλη, επομένως επίπεδος ή ακόμη χωρίς καμία καμπυλότητα. (πρβλ. Coveney, Peter V., «L' irréversibilité du temps,» La Recherche, Παρίσι, Φεβρουάριος, 1989). 

Το εντυπωσιακό είναι ότι και οι δύο προτάσεις, Μεγάλη Έκρηξη ή όχι, δέχονται μια αρχή, μια καταγωγή από το τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, ωστόσο, με διαδοχικούς κύκλους επαναδημιουργίας! Θα ήθελα, με τη μέγιστη μετριοφροσύνη, να συγκρίνω, ιδιαίτερα την τελευταία υπόθεση, με ένα επιστημονικό- μουσικό όραμα που είχα το 1958. Εκείνη την εποχή, ήθελα να καταργήσω όλους τους κληρονομημένους κανόνες της μουσικής σύνθεσης για να δημιουργήσω νέους. Αλλά η ερώτηση που ήρθε στο μυαλό μου τότε ήταν κατά πόσο μια μουσική θα μπορούσε να έχει νόημα ακόμη και αν δεν ήταν κτισμένη πάνω σε επαναλαμβανόμενους κανόνες. Με άλλα λόγια, να είναι κενή κανόνων. Παρακάτω είναι τα βήματα αυτής της σκέψης: 

«Γιατί είναι το ίδιο να σκέφτεται κάποιος και να υπάρχει.» 
(Το Ποίημα, Παρμενίδης) 

Και η παράφρασή μου 
«Γιατί είναι το ίδιο κάποιος να μην υπάρχει και να υπάρχει.» 

Οντολογία: 
Σε ένα Σύμπαν Κενού. 
Μια σύντομη σειρά κυμάτων των οποίων η αρχή και το τέλος συμπίπτουν (μηδενικός Χρόνος), αέναα δημιουργημένα. 
Η Ανυπαρξία απορροφά, δημιουργεί. 
Είναι η πηγή του Όντος. 

Χρόνος, Αιτιότητα." 

Έτσι ο Ξενάκης φτάνει στο ζητούμενό του που είναι η έννοια του χρόνου στη μουσική σύνθεση. Σημαντικό στοιχείο για τον Ξενάκη είναι η μη ομαλότητα των χρονικών διαστημάτων, γεγονός που κατά τον ίδιον είναι αυτό που αποδίδει στο χρόνο τη σημασία που έχει για εμάς: 

"Τι είναι ο χρόνος για έναν μουσικό; Τι είναι η ροή του χρόνου που περνά αόρατη και ανεπαίσθητη; Στην πραγματικότητα, την αντιλαμβανόμαστε μόνο με τη βοήθεια αντιληπτικών γεγονότων, επομένως έμμεσα, και υπό τον όρο ότι αυτά τα γεγονότα κάπου εγγράφονται και δεν εξαφανίζονται, χωρίς να αφήσουν κάποιο ίχνος. Θα αρκούσε να υπάρχουν μέσα στον εγκέφαλό μας, στη μνήμη μας. Είναι θεμελιώδες αυτά τα φαινόμενα- αναφορές να αφήνουν ένα ίχνος στη μνήμη, γιατί αλλιώς, δεν θα υπήρχαν. Πράγματι, η υπόθεση είναι ότι ο χρόνος, με την έννοια μιας ανεπαίσθητης Ηρακλείτειας ροής, έχει σημασία μόνο σε σχέση με το άτομο που παρατηρεί, με εμάς. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είχε νόημα. Ακόμη και αν υποθέσουμε μια αντικειμενική ροή του χρόνου, ανεξάρτητη από εμάς, η αντίληψή της πρέπει να υπόκειται στα φαινόμενα αναφοράς της, που πρώτα γίνονται αντιληπτά, και στη συνέχεια εγγράφονται στη μνήμη. Επιπλέον, αυτή η εγγραφή πρέπει να πληροί την προϋπόθεση να γίνεται με τρόπο καλά καθορισμένο, ιδιαίτερο, εξατομικευμένο, χωρίς την όποια πιθανή σύγχυση. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να μετασχηματιστεί ένα φαινόμενο που μας έχει αφήσει κάποια ίχνη σε ένα φαινόμενο αναφοράς. Για να γίνει αυτή η εικόνα- χνάρι του φαινομένου ένα σημείο αναφοράς, η έννοια του προγενεστέρου είναι αναγκαία. Όμως, αυτή η έννοια φαίνεται να είναι κυκλική και τόσο απροσπέλαστη όσο και η άμεση έννοια της ροής. Είναι συνώνυμη. Ας αλλάξουμε την άποψή μας, μόνο λίγο. Όταν γεγονότα ή φαινόμενα είναι σύγχρονα, ή μάλλον, αν όλα τα ασύλληπτα συμβάντα ήταν σύγχρονα, ο παγκόσμιος χρόνος θα είχε καταργηθεί, γιατί η έννοια του παρελθόντος θα είχε εξαφανιστεί. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν τα γεγονότα ήταν απολύτως ομαλά, χωρίς αρχή ή τέλος, και ακόμη χωρίς τροποποιήσεις ή χωρίς «ορατές» εσωτερικές ανωμαλίες, ο χρόνος παρομοίως θα είχε καταργηθεί. Φαίνεται ότι οι έννοιες του διαχωρισμού, της παράκαμψης, της διαφοράς, της ασυνέχειας, οι οποίες είναι στενά αλληλένδετες, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την έννοια του παρελθόντος. Για να υπάρχει το προγενέστερο, είναι απαραίτητο να μπορούμε να διακρίνουμε οντότητες, γεγονός το οποίο στη συνέχεια καθιστά δυνατό να «πάμε» από τη μία στην άλλη. Ένα ομαλό συνεχές καταργεί το χρόνο, ή αντίστροφα ο χρόνος, σε ένα ομαλό συνεχές, είναι ανερμήνευτος, απροσπέλαστος. Το συνεχές είναι έτσι ένα μοναδικό όλο που γεμίζει τόσο το χώρο όσο και το χρόνο. Επιστρέφουμε ξανά στον Παρμενίδη. Γιατί ο χώρος περιλαμβάνεται μεταξύ των πραγμάτων που είναι δυσανάγνωστα; Λοιπόν, εξαιτίας της μη ασυνέχειάς του. Χωρίς τη διαχωρισιμότητα, δεν υπάρχει καμία επέκταση, καμία απόσταση. Ο χώρος του σύμπαντος θα βρισκόταν συρρικνωμένος σε ένα μαθηματικό σημείο χωρίς διαστάσεις. Πράγματι, το Ον του Παρμενίδη, που γεμίζει όλο το χώρο και την αιωνιότητα, δεν θα ήταν τίποτα παρά ένα απόλυτα ομαλό «μαθηματικό σημείο.»"

Για αυτήν την έννοια της "διαχωρισιμότητας" των επιμέρους χρονικών διαστημάτων τα οποία και προσδίνουν στο χρόνο "μέγεθος" ο Ξενάκης λέει:

"Ας εξετάσουμε την έννοια της διαχωρισιμότητας, της ασυνέχειας στο χώρο. Η άμεση συνείδησή μας (μια ψυχική κατάσταση;) επιτρέπει να φανταστούμε ξεχωριστές οντότητες, οι οποίες, με τη σειρά τους, επιβάλλουν τη συνέχεια. Το κενό είναι μια ενότητα με αυτή την έννοια, σε αντίθεση με το χρόνο, όπου οι κληρονομημένες ή αποκτημένες πνευματικές έννοιες μας εμποδίζουν να συλλάβουμε την έλλειψη του χρόνου, την κατάργησή του, μια οντότητα που κατανέμει το χρόνο, την πρωταρχική ροή. Η ροή είτε υπάρχει ή δεν υπάρχει. Υπάρχουμε, επομένως υπάρχει. Προς το παρόν, κάποιος δεν μπορεί να διανοηθεί το σταμάτημα του χρόνου. Όλα αυτά δεν είναι μια παράφραση του Καρτέσιου ή, ακόμα καλύτερα, του Παρμενίδη: είναι ένα επί του παρόντος αδιάβατο σύνορο. (Αλλά σίγουρα, χρησιμοποιώντας ακόμα μια φορά τον Παρμενίδη, γίνεται βατό: «TO ΓAP AYTO NOEIN EΣTIN TE KAI EINAI»). Για να επιστρέψουμε στο χώρο, το κενό μπορεί να θεωρηθεί ως μια συρρίκνωση της οντότητας (φαινόμενο) σε μια απειροελάχιστη αναριότητα, που δεν έχει καμία απολύτως πυκνότητα. Από την άλλη πλευρά, το να ταξιδέψουμε από μια οντότητα σε άλλη είναι αποτέλεσμα κλίμακας. Αν ο ταξιδιώτης ήταν μικροσκοπικός, δεν θα συμπεριλάμβανε το σύνολο των οντοτήτων, το σύμπαν με μιας. Αλλά αν η κλίμακά του ήταν γιγάντια, τότε ναι. Το σύμπαν θα προσφερόταν με μια πινελιά, με σχεδόν καμία σάρωση, όπως όταν κάποιος εξετάζει τον ήλιο από μακριά. Οι οντότητες θα εμφανίζονταν, σαν σε ένα στιγμιότυπο, επανενωμένες σε ένα πυκνό δίκτυο μη χρονικών συνεχειών, αδιάκοπο, που να επεκτείνεται σε ολόκληρο το σύμπαν. Είπα, σαν σε ένα στιγμιότυπο. Αυτό σημαίνει ότι σε ένα στιγμιότυπο οι χωρικές σχέσεις των οντοτήτων, οι μορφές που οι συνέχειές τους παίρνουν, οι δομές, είναι χωρίς χρόνο (hors-temps). Η ροή του χρόνου δεν παρεμβαίνει με κανέναν τρόπο. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τα ίχνη που οι φαινόμενες οντότητες έχουν αφήσει στη μνήμη μας. Ο γεωγραφικός τους χάρτης βρίσκεται εκτός χρόνου."

Αυτό που μας λέει ο Ξενάκης είναι ότι η ασυνέχεια αποδίδει σημασία στο χρόνο και ότι τα "κενά" διαστήματα είναι αυτά που δίνουν ιδιαίτερη αξία στη μουσική. Ότι ακριβώς ο χρόνος είναι ανύπαρκτος στη συνείδησή μας και ότι τα διάφορα γεγονότα της μνήμης είναι απλά περιστατικά ανάμεσα σε "κενά" και στα οποία περιστατικά αποδίδουμε εμείς χρόνο σύμφωνα με κάποια κριτήρια τα οποία θεωρούμε αυθαίρετα ως αντικειμενικά και δεδομένα. Έτσι ο Ξενάκης καταλήγει για τη σημασία του χρόνου στη μουσική, την ανυπαρξία του, τα κενά του, την επανάληψη το άπειρο, την αυθόρμητη γέννηση της αρμονίας, και το αισθητικό κυνήγι φαντασίας του δημιουργού:

"Μπορούμε να δούμε σε ποιο βαθμό η μουσική εμπνέεται παντού από το χρόνο: (α) ο χρόνος με τη μορφή μιας ανεπαίσθητης ροής ή (β) ο χρόνος με την παγωμένη μορφή του, έξω από το χρόνο, που παρέχει η μνήμη. Ο χρόνος είναι ο μαυροπίνακας πάνω στον οποίο εγγράφονται φαινόμενα και οι σχέσεις τους έξω από το χρόνο του σύμπαντος στο οποίο ζούμε. Οι σχέσεις υπονοούν αρχιτεκτονικές δομές, κανόνες. Και μπορεί κάποιος να φανταστεί έναν κανόνα χωρίς επανάληψη; Σίγουρα όχι. Έχω ήδη εξετάσει αυτό το θέμα. Εκτός αυτού, ένα συμβάν σε μια απόλυτη αιωνιότητα του χρόνου και του χώρου δεν θα είχε νόημα. Αλλά εντούτοις, κάθε συμβάν, όπως κάθε άτομο πάνω στη γη, είναι μοναδικό. Αλλά αυτή η μοναδικότητα είναι ισοδύναμη με το θάνατο, ο οποίος περιμένει σε κάθε βήμα, σε κάθε στιγμή. Τώρα, η επανάληψη ενός γεγονότος, η πιστή αναπαραγωγή του στο μέτρο του δυνατού, αντιστοιχεί σε αυτόν τον αγώνα κατά της εξαφάνισης, κατά του τίποτα. Σαν ολόκληρο το σύμπαν να πολεμά απεγνωσμένα να αγκιστρωθεί στην ύπαρξη, χάρη στη δική του ακούραστη ανανέωση κάθε στιγμή, σε κάθε θάνατό του. Η Ένωση του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου. Τα ζωντανά είδη είναι ένα παράδειγμα αυτού του αγώνα ζωής ή θανάτου, μέσα σε ένα αδρανές σύμπαν που ξεκίνησε ίσως με τη Μεγάλη Έκρηξη (είναι πραγματικά αδρανές, δηλαδή, χωρίς να μεταβάλλονται οι νόμοι του;). Η ίδια αρχή της διαλεκτικής μάχης είναι παρούσα παντού, επαληθεύσιμη παντού. Αλλαγή— επειδή δεν υπάρχει ακινησία— το ζευγάρι θάνατος και γέννηση οδηγεί το σύμπαν, με αναπαραγωγή, το αντίγραφο είναι περισσότερο ή λιγότερο ακριβές. Το «περισσότερο ή λιγότερο» κάνει τη διαφορά μεταξύ ενός ρυθμικού, κυκλικού σύμπαντος, αυστηρά καθορισμένου (ακόμη και σαν το ντετερμινιστικό χάος), και ενός σύμπαντος μη καθορισμένου, απολύτως απρόβλεπτου και χαοτικού. Το απρόβλεπτο της σκέψης προφανώς δεν έχει όρια. Σε μια πρώτη προσέγγιση θα ανταποκρίνεται στη γέννηση από το τίποτα, αλλά και στην εξαφάνιση, στο θάνατο μέσα στο τίποτα. Αυτή τη στιγμή το σύμπαν φαίνεται να ισαπέχει από αυτά τα δύο χάσματα, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μια άλλης μελέτης. Εκείνη η μελέτη θα ασχολούταν με τη βαθιά ανάγκη η μουσική σύνθεση να είναι αέναα αυθεντική— φιλοσοφικά, τεχνικά, αισθητικά."




Από τη μίμηση στη δημιουργικότητα

$
0
0


 Η πηγή της ανθρώπινης έμπνευσης


Salvador Dali, Study for the Dream Sequence in Spellbound, 1945

Πρόκειται για ένα θεμελιώδες ερώτημα το οποίο έχει από την αρχαιότητα απασχολήσει ποιητές και φιλοσόφους. Πρόσφατα και τους επιστήμονες. Στις μεν παλιότερες εποχές η έμπνευση θεωρούταν ότι προερχόταν από το θεό και τα πνεύματα. Στη δε σύγχρονη εποχή η κυριαρχούσα άποψη είναι ότι έχει να κάνει με μια καλή αντίληψη των πραγμάτων ή έναν ευρηματικό ανασυνδυασμό από ήδη υπάρχουσες μέσα στο μυαλό μνήμες. Αν ισχύει η τελευταία περίπτωση, τότε το ερώτημα είναι ήδη απαντημένο και προφανώς τετριμμένο. Γιατί απλούστατα δεν μένει κάποιο άλυτο μυστήριο για να απαντηθεί. Ωστόσο, αυτή η σύγχρονη ορθολογιστική άποψη, όσο κι αν ερμηνεύει και τακτοποιεί κάποιες παρερμηνείες και δεισιδαιμονίες, αφήνει απ’ έξω φαινόμενα της συνείδησης τα οποία ούτε τις ανήκουν ούτε φαίνεται να προέρχονται από αυτήν. Πού βρίσκεται λοιπόν η πηγή της ανθρώπινης έμπνευσης; Στον ατομικό νου και στην ευφυΐα; Στη ρηξικέλευθη σκέψη και συνολική θεώρηση του κόσμου; Στην αναγνώριση των ατελειών και λαθών της λογικής; Ή μήπως στην ικανότητα πρόσβασης σε κάποιου είδους πληροφορίας η οποία βρίσκεται διάχυτη ή κάπου εντοπισμένη μέσα στον κόσμο και στο σύμπαν;

Από τα γονίδια στα μιμίδια

Φύση ή ανατροφή; Όποια και αν είναι η απάντηση που θα μπορούσε κάποιος να προτιμήσει, αν τη φύση αντιπροσωπεύουν τα γονίδια τότε την ανατροφή πρεσβεύουν τα μιμίδια. Για τα πρώτα, τα γονίδια δηλαδή, ήδη γνωρίζουμε πολλά ή υποτίθεται ότι ξέρουμε. Θέλω να πως μ’ αυτό ότι παρότι έχουμε προχωρήσει αρκετά στη γενετική, εντούτοις δεν γνωρίζουμε ακόμη βαθύτερες πιθανές καταστάσεις των γονιδίων. Για παράδειγμα, ποια και πόση είναι η ποσότητα πληροφορίας που μπορεί να αποθηκευτεί μέσα στα γονίδια; Τα ένστικτα και άλλες ασυνείδητες πληροφορίες μπορούν να βρίσκονται κάπου μέσα στο βαθύτερο «πυρήνα» των κυττάρων και του DNAμας; Ίσως ναι ίσως όχι αλλά προφανώς, και σ’ ό,τι αφορά την παρούσα συζήτησή μας, τα γονίδια δεν μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα. Για παράδειγμα, αν το καλλιτεχνικό ταλέντο είναι κάτι που κληρονομείται γενετικά, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες δεν είχαν γονείς καλλιτέχνες απαραίτητα, ή ότι άνθρωποι που κατάγονταν από καλλιτέχνες συγγενείς δεν έδειξαν κανένα ταλέντο ή τάση προς την καλλιτεχνία; Είναι επομένως η έμπνευση όπως και το ταλέντο καταστάσεις κληρονομούμενες γενετικά ή περισσότερο έχουν να κάνουν με το περιβάλλον, την ανατροφή, και άλλους παρόμοιους μη γενετικούς παράγοντες;

Τα μιμίδια και ο «δημιουργός» του, ο Richard Dawkins, έρχονται ακριβώς σε αυτό το σημείο για να καλύψουν το κενό:

«Ακριβώς όπως τα γονίδια διαδίδονται στη δεξαμενή γονιδίων με τη μετάβαση από σώμα σε σώμα μέσω του σπέρματος ή των αυγών, έτσι και τα μιμίδια διαδίδονται στη δεξαμενή μιμιδίων με τη μετάβαση από εγκέφαλο σε εγκέφαλο μέσω μιας διαδικασίας που, με την πλατειά έννοια, μπορεί να ονομαστεί μίμηση…

Τα μιμίδια υπόκεινται στη φυσική επιλογή με τη Δαρβινιστική έννοια. Η διαδικασία της φυσικής επιλογής απαιτεί τα στοιχεία της να είναι μονάδες κληρονομούμενης πληροφορίας που ελέγχουν την ύλη που κωδικοποιεί αυτήν την πληροφορία, και για την οποία υπάρχει με το χρόνο μια προτίμηση η οποία ξεπερνά κατά πολύ το ρυθμό της εγγενούς αλλαγής: «Η πληροφορία μπορεί να πολλαπλασιαστεί και να επεξεργαστεί από τη φυσική επιλογή μόνο αν η τελευταία επηρεάζει την πληροφορία κατά ένα μεγαλύτερο ποσοστό από τις ανταγωνιστικές διαδικασίες όπως η γενετική μετάλλαξη και απόκλιση» (Williams 1992). Η ύλη που κωδικοποιεί την πληροφορία που επιλέγεται μπορεί να είναι το DNA ή RNA, όπως με τα γονίδια και τις πρωτεΐνες, τα ηλεκτροχημικά νευρικά δίκτυα ή τις γραπτές γλώσσες, όπως με τα μιμίδια, ή τα μη βιολογικά ηλεκτρικά κυκλώματα, όπως με τους ιούς των υπολογιστών.»

Τα γονίδια είναι αντιγραφείς (replicators). Το ίδιο είναι όμως και τα μιμίδια. Αντιγράφονται και αναπαράγονται. Θέλουν να επιβιώσουν και προσπαθούν να ζήσουν για πάντα. Η μίμηση όμως, αν και είναι η αναγκαία συνθήκη για τη γέννηση και εξέλιξη ενός μιμιδίου, δεν επαρκεί να εξηγήσει ανώτερες, ας τις πούμε έτσι, λειτουργίες του ανθρώπινου ψυχισμού οι οποίες βασίζονται περισσότερο στη δημιουργικότητα παρά στη μίμηση. Πώς μπορούν να εντοπιστούν αυτές οι λειτουργίες και ποιος είναι ο μηχανισμός τους;  Σύμφωνα με τη Susan Blackmore:

«Το σημείο κλειδί για τη μίμηση δεν είναι ότι προκαλεί ή αποσπά ή παράγει ή αναπαράγει τις πληροφορίες. Μάλλον, τόσο προκαλεί την αναπαραγωγή όσο και παρέχει τις πληροφορίες για την αναπαραγωγή της. Η διαδικασία της μίμησης προκαλεί την αναπαραγωγή συμπεριλαμβάνοντας, ως μέρος της πληροφορίας που παρέχει, οδηγίες για την αντιγραφή της πληροφορίας. Αυτό συνεπάγεται ότι η πληροφορία που μεταφέρεται από έναν αντιγραφέα περιέχει πάντα τις οδηγίες για την αντιγραφή αυτών των οδηγιών…

Εντούτοις, το μεγαλύτερο μέρος της υψηλής πιστότητας επικοινωνίας προκύπτει μέσω της επαγωγής παρά της μίμησης. Θεωρείστε την απλή πρόταση που εκφράζεται από τη δήλωση, «οι γάτες κυνηγούν τα πουλιά.» Όταν διαβάζετε την δήλωση δεν έχετε την πρόταση να επαναλαμβάνεται στο μυαλό σας. Αυτό συμβαίνει ακόμα κι αν το περιεχόμενο στο οποίο η δήλωση εκφράζεται είναι όσο πιο φτωχό γίνεται. Η αποκωδικοποίηση της συντακτικής δομής μιας έκφρασης δεν είναι το τέλος μιας συνηθισμένης διαδικασίας επικοινωνίας, αλλά μόνο η αρχή. Με το πού αποκωδικοποιηθούν συντακτικά, τα σημασιολογικά στοιχεία μιας πρότασης ανακτώνται με τρόπους που «αυτόματα» ενεργοποιούν ένα πλούσιο σύνολο εννοιολογικών δομών. Αυτές οι δομές εν μέρει είναι έμφυτες και εν μέρει ενισχύονται μέσω της προσωπικής εμπειρίας και της προϋπάρχουσας μαρτυρίας τους από άλλες δομές.»

Είναι η ανθρώπινη έμπνευση προϊόν αυτής της μιμητικής επαγωγικής διαδικασίας, όπου τα μιμίδια αποθηκεύουν πληροφορίες, ανασυνδυάζονται και στη συνέχεια διασπείρονται στο περιβάλλον με τη μορφή πρωτότυπων ιδεών οι οποίες αποτελούν και τα βασικά συστατικά της έμπνευσης; Ίσως ναι, αλλά αυτό μπορεί να ισχύει μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Πώς, για παράδειγμα από την άλλη μεριά, μπορούν να εξηγηθούν περιπτώσεις έμπνευσης, ρηξικέλευθης και πρωτότυπης σκέψης με χαρακτήρα σχεδόν «μαντικό» όταν δεν φαίνεται να υπάρχει καμία σχετικά πληροφορία ή ακόμα και απολύτως καμία; 

Αυταναπαραγόμενες δομές


Χιονονιφάδα με δομή φράκταλ

Αν η επαγωγή μπορεί να εξηγήσει περιπτώσεις πρωτοτυπίας και δημιουργικότητας στον άνθρωπο, ωστόσο δεν μπορεί να καλύψει περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ένα προϋπάρχον μιμητικό υπόβαθρο, δηλαδή δεν φαίνεται να υπάρχουν κάποιες πληροφορίες- πρότυπα με τη μορφή μνημών ή σαφών εξωτερικών ερεθισμάτων, π.χ. ένα τραγούδι ή ένα κείμενο που μια στιγμή ακούσαμε ή διαβάσαμε από κάποιον άλλον. Σε αυτές τις περιπτώσεις η έμπνευση μοιάζει να πηγάζει από άλλη πηγή και αυτή η γέννησή της να είναι λίγο- πολύ αυθόρμητη, σαν από το μηδέν.

Στη φύση παρόμοια φαινόμενα «αυθόρμητης γέννησης» και γενικότερα αυτοργάνωσης δεν είναι παράταιρα ούτε και σπάνια. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυταναπαραγόμενων δομών είναι και τα φράκταλς (fractals). Τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο Benoit Mandelbrot, το 1975, για να περιγράψει μορφές τραχιές (μη λείες) και ανώμαλες (παρά συνεχείς). Από εκεί και ύστερα η γεωμετρία των φράκταλς σε συνδυασμό με τη θεωρία του χάους υπήρξε μία διαρκής πρόσκληση- πρόκληση για τη φυσική σε μικροσκοπικό επίπεδο (κβαντική φυσική) αλλά και μακροσκοπικό (κοσμολογία). Και αυτό γιατί αφενός σε μικρές κλίμακες ο κόσμος, ο ίδιος ο χώρος-χρόνος, παύει να έχει τη λεία και συνεχή δομή που φαίνεται να έχει σε καθημερινές κλίμακες και αφετέρου η γεωμετρία των φράκταλς δίνει μία απλή και ταιριαστή περιγραφή στον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται οι μακροσκοπικές δομές μέσα στο σύμπαν (γαλαξίες, νεφελώματα, κοκ.)

Πράγματι αν κοιτάξουμε προς τη μεριά των ουρανών θα μας φανεί ότι οι γαλαξίες μοιάζουν σαν δομές που ξεκινάνε από κάποιο υποθετικό σημείο στον «πυρήνα» τους και συνεχίζουν να αντιγράφονται προς τα έξω ξανά και ξανά. Αυτή άλλωστε είναι και η αναμενόμενη συμπεριφορά ενός φράκταλ (αυτοαναπαραγωγή). Η διαπίστωση επίσης ότι το σύμπαν ξεκίνησε από μία αρχική κατάσταση μεγάλης αταξίας φαίνεται ότι ταιριάζει πλήρως με την περιγραφή της μέσα από τη θεωρία του χάους. Αν λοιπόν το ίδιο το σύμπαν ξεπήδησε μέσα από το «τίποτε» και μέσω μιας αυθόρμητης διαδικασίας αυτοργάνωσης, τότε δεν εμποδίζεται σε τίποτε η ανθρώπινη σκέψη να δημιουργεί τα δικά της σύμπαντα αυθόρμητα και χωρίς κανέναν ιδιαίτερο περιορισμό. Σε αυτήν την περίπτωση αυτό που θα χρειαζόμασταν θα ήταν ηρεμία και μια στοιχειώδης ατυτοσυγκέντρωση!

Ατέρμονοι βρόγχοι


Χέριαπουζωγραφίζουν (Drawing Hands), M. C. Escher, 1948

Αλλά ας μην πάμε τόσο μακριά, καθώς οι ιδιοτροπίες της φύσης δεν βρίσκονται μόνο στα πέρατα του σύμπαντος αλλά πολύ πιο κοντά, μέσα στο ίδιο μας το μυαλό και στον τρόπο με τον οποίο αυτό λειτουργεί. Το πώς δουλεύει το ανθρώπινο μυαλό είναι πράγματι αντικείμενο έρευνας από την ψυχολογία, τις νευροεπιστήμες αλλά και την πληροφορική, καθώς εμείς οι άνθρωποι μοιάζουμε να είμαστε όχι μόνο «μυστήρια τρένα» αλλά και, σύμφωνα με τον Douglas Hoffstadter, «παράξενες στροφές:»

«Ωστόσο όταν λέω «παράξενη στροφή,» έχω κάτι άλλο στο μυαλό μου- μια λιγότερο πρακτική, περισσότερο απατηλή έννοια. Αυτό που εννοώ λέγοντας ‘παράξενη στροφή’ είναι όχι ένα φυσικό κύκλωμα αλλά ένας αφηρημένος βρόγχος στον οποίο υπάρχει μια μετατόπιση από ένα επίπεδο αφαίρεσης (ή δομής) σ’ ένα άλλο, που μοιάζει με μία ανοδική κίνηση σε κάποια ιεραρχία, και παρόλα αυτά οι διαδοχικές «ανοδικές» μετατοπίσεις καταλήγουν σ’ έναν κλειστό κύκλο. Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι κάποιος αισθάνεται να φεύγει ολοένα από την αρχή, καταλήγει, προς έκπληξή του, ακριβώς εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Σε συντομία, μια παράξενη στροφή είναι ένας προοδευτικός ατέρμονος βρόγχος.»


Το φαινόμενο αυτών των ατέρμονων βρόγχων είναι πιο προσφιλές και οικείο στην περίπτωση των υπολογιστών, καθώς συνήθως ξεχνάμε ότι είμαστε εμείς αυτοί που τελικά σκεφτόμαστε. Αλλά προς το παρόν ας φανταστούμε ότι φτιάχνουμε ένα πρόγραμμα για υπολογιστή στο οποίο περιλαμβάνεται η ακόλουθη πρόταση: «Αυτή η πρόταση είναι ψευδής.» Ύστερα ρωτάμε τον υπολογιστή να μας απαντήσει αν η προηγούμενη πρόταση είναι σωστή ή λάθος. Αν ο υπολογιστής απαντήσει «σωστό,» τότε η πρόταση είναι ψευδής. Αν απαντήσει «λάθος,» τότε η πρόταση είναι αληθής. Ο υπολογιστής θα πέσει σ' έναν ατέρμονο βρόγχο, από τον οποίο δεν θα καταφέρει να βγει παρά μόνο με επανεκκίνηση… Εξού και το «παράδοξο του ψεύτη» (liar paradox), σαν κάποιος να μας λέει με... απόλυτη ειλικρίνεια: «Μην πιστεύεις τίποτε απ’ ό,τι σου λέω…»

Υπάρχουν παραλλαγές του παραδόξου όπως οι προτάσεις: «Η προηγούμενη πρόταση είναι σωστή,» «η επόμενη είναι λάθος,» κοκ. Το χαρακτηριστικό του προηγούμενου παραδόξου είναι η λεγόμενη «αυταναφορά» (self-reference), μία πρόταση δηλαδή που αναφέρεται κατευθείαν στον εαυτό της. Μπορούμε να σκεφτούμε για παράδειγμα την παραδοχή: «Είμαι όμορφος.» Μόλις είπαμε κάτι που ούτε μπορεί να αποδειχτεί, ούτε ίσως έχει νόημα για τον κόσμο.

Η βασική αρχή πάντως που παραβιάζεται σε κάθε περίπτωση είναι η συνέπεια (consistency). Κάθε λογική μας πρόταση θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα σωστή και λάθος, συντακτικά και νοηματικά. Αυτή είναι και η βασική αρχή της επαγωγικής λογικής. Αυτό θα μπορούσε κάποιος αμέσως να σκεφτεί στην προηγούμενη ερώτηση: «Ποια ερώτηση;» Θα χρειαζόταν δηλαδή κάποια επιπλέον πρόταση, η οποία δεν περιέχεται στην προηγούμενη πρότασή μας.

Αέναη αναδρομή


Σε ό,τι αφορά τη συνέπεια της επαγωγικής μας λογικής ίσως είναι μια ιδιότητα την οποία πρέπει να αναπροσδιορίσουμε καθώς φαίνεται ότι παραβιάζεται συχνά, συστηματικά και κάποιες φορές εν γνώσει μας. Το χαρακτηριστικό όμως της σκέψης μας να χρειάζεται να ανατρέχει ξανά και ξανά σε ορισμένες θεμελιώδεις προτάσεις αναφοράς πάνω στις οποίες και βασίζεται για να κτίσει τα μελλοντικά πνευματικά της δημιουργήματα μοιάζει να είναι αξεπέραστο. Υπάρχουν θα έλεγα δύο βασικά μοντέλα που μπορούν να περιγράψουν τη «γέννηση» και εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, τα οποία παραθέτω περιληπτικά και ενδεικτικά:


Ατέρμονες αιτιακές αλυσίδες

Στην προσπάθειά μας να καταλήξουμε σε έγκυρο λογικό συμπέρασμα, πολλές φορές καταλήγουμε σε μια αναδρομή προς τα «πίσω,» η οποία μοιάζει να μην έχει τελειωμό, καθώς για να αποδείξουμε το ένα χρειάζεται το αμέσως προηγούμενο και ούτω καθεξής επ’ άπειρο. Για παράδειγμα αν θελήσουμε να σκεφτούμε πώς δημιουργείται η ανθρώπινη σκέψη ή πώς δημιουργήθηκε το σύμπαν ή αν υπάρχει θεός, τότε χρειάζεται πάντοτε μια προγενέστερη σκέψη ή ένα προηγούμενο σύμπαν ή ένας προγενέστερος θεός αντίστοιχα, σε μιαν ακολουθία η οποία και δεν τελειώνει ποτέ. Ένα άλλο όνομα για αυτό το φαινόμενο της αέναης αναδρομής είναι μία ατέρμονη αιτιακή αλυσίδα, η οποία δεν έχει αρχή ή τέλος. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε τρόπο ή μέσο λογικής επαγωγής αλλά δεν μπορούμε ποτέ να φτάσουμε σ’ ένα τέλος ή σε μια πρωταρχική αιτία. Οι ατέρμονες αιτιακές αλυσίδες είναι λογικά, δηλαδή επαγωγικά, έγκυρες αλλά, ατελείς σε ό,τι αφορά την καθημερινή εμπειρία.

Ατέρμονοι αιτιακοί βρόγχοι

Υπάρχει ένας γρήγορος τρόπος να «δραπετεύσουμε» από μια ατέρμονη αιτιακή αλυσίδα. Για παράδειγμα, αν αναρωτηθούμε πώς το σύμπαν ξεκίνησε, μπορούμε απλά να απαντήσουμε ότι το σύμπαν πάντα υπήρχε. Οπότε μια «προγενέστερη κατάσταση» χάνει κάθε νόημα. Αυτό είναι ένα παράδειγμα ενός ατέρμονου αιτιακού βρόγχου. Αλλά εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα: Αν ένας ατέρμονος αιτιακός βρόγχος μπορεί να εξηγήσει την ύπαρξή του από μόνος του, τότε η λογική επαγωγή καταρρίπτεται. Γιατί η λογική μας πάντα θα αναρωτηθεί: «Τι υπάρχει έξωαπό έναν κλειστό βρόγχο;»

Αν οι αέναη αναδρομή κρατάει την λογική επαγωγή χωρίς ωστόσο να καταλήγει πουθενά, οι ξαφνικές αναλαμπές της ανθρώπινης συνείδησης (που στο παράδειγμά μας μπορούμε να ταυτίσουμε με τους αιτιακούς βρόγχους) την καταρρίπτουν, αφού μοιάζουν να έρχονται από το πουθενά και να καταλήγουν ποτέ και πουθενά επίσης. Μια εκφόρτιση στιγμιαία για να βγούμε από τη δύσκολη θέση ενός κακού ονείρου και να που τα καταφέρνουμε. Όχι μόνο η δική μας σκέψη αλλά και το ίδιο το σύμπαν θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί έτσι αυθόρμητα και αυθαίρετα σαν ένας γιγάντιος ατέρμονος βρόγχος, που τελικά δεν είναι αιτιακός, καθώς καμιά έννοια του χώρου και του χρόνου δεν φαίνεται να υφίσταται, έστω και για μια μόνο «μαγική» αλλά κρίσιμη στιγμή. Παράγεται άραγε και η έμπνευσή μας με τον ίδιο τρόπο και σε παρόμοιες συνθήκες διανοητικής και συναισθηματικής «φόρτισης,» ενώ τον περισσότερο χρόνο μας αρκούμαστε με ραθυμία απλά να μιμούμαστε;  

Η αρχή της αναλογίας

Αυτό που διαπιστώνουμε είναι το γεγονός ότι η σκέψη μας όχι μόνο μπορεί να παραχθεί αυθόρμητα και στη συνέχεια να συνεχίσει να λειτουργεί πέφτοντας ίσως σε μια ατελείωτη επανάληψη λόγω κάποιου προβλήματος που δεν μπορεί να λύσει αλλά μοιάζει τελικά να τερματίζεται ξαφνικά και αυθαίρετα χωρίς κάποιος να μπορεί να καθορίσει τη στιγμή ή το λόγο για τον οποίον αυτή η παύση επήλθε.

Δουλεύει άραγε και η φύση με τον ίδιο τρόπο; Αυτό είναι όντως ένα σημαντικό ερώτημα για τoν εξής λόγο: Αν το μυαλό μας δουλεύει σαν τη φύση, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε και τη φύση και να  δεχθούμε τις ιδιοτροπίες της σκέψης ως «φυσικές.» Αν όμως η φύση δουλεύει με διαφορετικό τρόπο από τη δική μας λογική, τότε δυστυχώς υστερούμε έναντι της φύσης, ο τρόπος σκέψης μας είναι απλά ελαττωματικός και ίσως δεν θα έχουμε ποτέ τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε τη φύση όπως αυτή πραγματικά είναι και να μπορέσουμε εμείς με τη σειρά μας κάποτε να «διορθωθούμε.» Η πρώτη περίπτωση, σύμφωνα με την οποία δεχόμαστε, λίγο- πολύ δογματικά και αυθαίρετα ότι είμαστε πλασμένοι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» βασίζεται σε μία αρχή την οποία μπορούμε να ονομάσουμε αρχή της αναλογίας. Θα ήθελα εδώ να δείξω σχηματικά το πώς η αρχή της αναλογίας δουλεύει, σε κάθε περίπτωση, με ένα απλό «λογικό σχεδιάγραμμα,» που έχω βαφτίσει «οι κύκλοι της αλήθειας:»

Οι «κύκλοι της αλήθειας»

Μπορούμε να φανταστούμε την αναζήτηση της αλήθειας από τον άνθρωπο με το προηγούμενο σχεδιάγραμμα. Ο κάθε κύκλος αντιπροσωπεύει και έναν «κύκλο συνειδητότητας.» Καθώς προχωράμε από τα «μέσα» προς τα «έξω,» ο κάθε επόμενος κύκλος διευρύνεται, και στον ίδιο βαθμό διευρύνεται και η γνώση του ανθρώπου για τον κόσμο. Το σημείο στο κέντρο αντιπροσωπεύει έναν «μοναδιαίο κύκλο.» Οι κύκλοι είναι ομόκεντροι, αλλά η ακτίνα τους μικραίνει από μέσα προς τα έξω (αυτό ώστε η γεωμετρική πρόοδος που θέλουμε να κατασκευάσουμε να συγκλίνει). Αν, αντίστροφα, φανταστούμε ένα αντικείμενο που «πέφτει» από τα «έξω» προς τα «μέσα,» οι κύκλοι «ανοίγουν,» με την έννοια ότι το αντικείμενο «επιταχύνεται στο χώρο της συνείδησης.» Αυτός ο παραλληλισμός δεν γίνεται τυχαία. Ο νόμος της ελεύθερης πτώσης του Νεύτωνα προϋποθέτει έναν νόμο αντιστρόφου τετραγώνου, που εξασφαλίζει την επιτάχυνση του σώματος. Το γιατί, πάντως, είναι νόμος αντιστρόφου τετραγώνου και όχι αντιστρόφου κύβου, ή απλά αντίστροφης απόστασης, παρότι εξασφαλίζει κλειστές τροχιές, παραμένει ένα άλυτο μυστήριο (η σκοτεινή ενέργεια που θεωρείται ότι προκαλεί τη διαστολή του σύμπαντος αντιστοιχεί σε μια δύναμη ανάλογη της απόστασης, για παράδειγμα). Αυτό, πάντως, που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η αναλογία: Όπως ανοίγουν οι «κύκλοι της ανθρώπινης αλήθειας,» έτσι και ανοίγουν οι «κύκλοι της δύναμης» που προκαλεί την παγκόσμια έλξη.

Το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel


Ο άνθρωπος ο οποίος συστηματοποίησε και εξέφρασε με τρόπο μαθηματικό τα παράδοξα της ανθρώπινης λογικής ήταν ο Gödel, ο οποίος έδειξε ότι δεν μπορεί να κατασκευαστεί ποτέ μια «τέλεια μηχανή της αλήθειας,» γιατί ακριβώς δεν θα μπορούσε να απαντήσει αν η πρόταση: «Δεν θα πεις ποτέ ότι αυτή η πρόταση είναι αληθής,» είναι αληθής ή ψευδής.

Η βασική διαδικασία της απόδειξης του θεωρήματος τη μη πληρότητας έχει ως εξής:

Κάποιος δείχνει στον Gödel μια UTM (Universal Truth Machine), η οποία υποτίθεται ότι μπορεί να απαντήσει σωστά την οποιαδήποτε ερώτηση της τεθεί. Έστω P(UTM) το πρόγραμμα βάσει του οποίου δουλεύει η UTM. O Gödel τώρα δίνει την εξής πρόταση: «Η μηχανή αυτή που κατασκευάστηκε βάσει του προγράμματος P(UTM) δεν θα πει ποτέ ότι αυτή η πρόταση είναι αληθής.» Έστω G αυτή η πρόταση από το πρώτο γράμμα του ονόματος του Gödel. Δηλαδή ισοδύναμα δίνεται η πρόταση «η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αληθής.»

Τώρα ο Gödel μειδιώντας ρωτά την UTM αν η G είναι αληθής ή ψευδής. Αν η UTM απαντήσει ότι η G είναι αληθής, τότε η πρόταση «η UTM δεν θα πει αν η G είναι αλήθεια» είναι ψευδής. Αν η πρόταση «η UTM δεν θα πει αν η G είναι αλήθεια» είναι ψευδής,» τότε η G είναι ψευδής (καθώς G = «η UTM δεν θα πει αν η G είναι αλήθεια.»). Επομένως αν η UTM πει ότι η G είναι αλήθεια, τότε η G θα είναι στην πραγματικότητα ψευδής, και η UTM θα έχει κάνει μια ψευδή δήλωση. Οπότε η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αλήθεια, καθώς η UTM κάνει μόνο αληθείς δηλώσεις.

Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αλήθεια. Οπότε η πρόταση «η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αλήθεια» είναι στην πραγματικότητα μια αληθής δήλωση. Οπότε η G είναι αληθής (καθώς G = «η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αλήθεια.). «Γνωρίζω μια αλήθεια που η UTM δεν μπορεί ποτέ να εκστομίσει,» είπε τότε ο Gödel.

Αυτό που έδειξε ο Gödelμε τη σύντομη και παραστατική παραβολή του είναι ότι σε κάθε λογικό σύστημα (π.χ. Τ για την προηγούμενη μηχανή) θα υπάρχει κάποια πρόταση (G στο προηγούμενο παράδειγμα) η οποία παρότι είναι αλήθεια δεν μπορεί να απαντηθεί μέσα από το σύστημα. Με αυτήν την έννοια δεν υπάρχει κάποιο λογικό σύστημα που να είναι παγκόσμιο, δηλαδή πλήρες. Αν η G ήταν αποδείξιμη με τα αξιώματα της Τ και τους επαγωγικούς κανόνες, τότε η Τ θα είχε ένα θεώρημα G, πράγμα που ακυρώνει την αρχική υπόθεση, πράγμα που αποτελεί αντίφαση και επομένως η θεωρία Τ θα ήταν ασυνεπής. Αν η θεωρία Τ είναι συνεπής, τότε η πρόταση δεν μπορεί να αποδειχθεί μέσα από τη θεωρία, οπότε η θεωρία Τ είναι ατελής (μη πλήρης).

Το προηγούμενο παράδοξο μου θυμίζει την ιστορία με το «Χριστό στο δάσος:» Έστω ότι κυνηγάνε το Χριστό οι διώκτες του και ότι εμείς έτυχε να βρισκόμαστε στο δάσος στο οποίο εκείνος έτρεξε να κρυφτεί. Αφού πέρασε από μπροστά μας και χάθηκε, μετά από λίγο έρχονται οι διώκτες του και μας ρωτάνε αν τον είδαμε. Αν πούμε ότι τον είδαμε, τότε θα αναγκαστούμε να τους υποδείξουμε την κατεύθυνση και πιθανώς θα τον πιάσουν. Ανταυτού προτιμάμε να πούμε ψέματα ότι δεν τον είδαμε. Ίσως μια «μηχανή της αλήθειας» να μην ξέρει να προσποιείται και να είναι υποχρεωμένη από την κατασκευή της να λέει πάντοτε την αλήθεια. Εμείς οι άνθρωποι όμως ξέρουμε και να λέμε ψέματα. Αυτό μας κάνει ασυνεπείς, δείχνει ωστόσο ότι είμαστε επαρκώς ευφυείς ή έστω πονηροί για να μπορούμε να παραβλέπουμε ή και να ξεπερνάμε τους κανόνες της λογικής μας. Στο βαθμό βεβαίως που έχουμε και την αντίστοιχη συναίσθηση αυτής.

Σε ό,τι αφορά την παρούσα συζήτησή μας βλέπουμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να δείξει μια χαρακτηριστική ευρηματικότητα σε κάποια δεδομένη στιγμή η οποία να παραβιάζει την απλή μιμητική διαδικασία μιας υπολογιστικής μηχανής. Γιατί άραγε; Τι είναι αυτό που ο άνθρωπος διαθέτει περισσότερο από μια μηχανή; Αυτό που σίγουρα δεν έχει μια μηχανή είναι εμπειρίες. Αυτές μας διδάσκουν πότε είναι σωστό να λέμε την αλήθεια και πότε όχι, έστω κι αν οι άλλοι καταλαβαίνουν αν λέμε αλήθεια ή ψέματα, αν και πιθανώς δεν μπορούν να το αποδείξουν. Ωστόσο, τα πάντα όσα ξέρουμε για τον κόσμο είναι δεδομένα αποθηκευμένα στο μυαλό μας με τη δυαδική μορφή «on» και «off» των εκκενώσεων νευρώνων. Ο άνθρωπος θεμελιωδώς λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Το ένστικτό μας λέει: «Να το πω» ή «να μην το πω» και στη συνέχεια οι ίδιες οι καταστάσεις των βιωμάτων μας επιβεβαιώνουν ή όχι.

Βλέπουμε ότι η λογική μας αποτελεί δεύτερη φύση αλλά ότι η λειτουργία της τελικά όχι μόνο δεν είναι εμπειρική, αλλά αντιθέτως είναι ενστικτώδης. Η εμπειρία μας είναι λογική και όχι το αντίστροφο. Πολλές φορές η εμπειρία μας έρχεται σε σύγκρουση με τη λογική και με τις προαποκτημένες μας αντιλήψεις για τον κόσμο. Τότε συνειδητοποιούμε, μέσω μιας «αποκάλυψης» ότι ο κόσμος έχει περισσότερες διαστάσεις και προοπτικές απ’ όσες οι αισθήσεις και η λογική μας αποκαλύπτουν. Ο εξωτερικός κόσμος μας επιβεβαιώνει ή μας απορρίπτει αλλά έχει ήδη υπάρξει η ενστικτώδης παρόρμηση από τον εσωτερικό μας κόσμο. Αποκτάμε δηλαδή στη επαφή μας με τον έξω κόσμο σταδιακά ένα νέο και διαφορετικό τρόπο σκέψης, ο οποίος αντιτίθεται στη λογική, μια σκέψη η οποία αισθάνεται φυλακισμένη μέσα στο ίδιο της μυαλό και θέλει, με τη δύναμή της φαντασίας της, να αποδράσει.

Ίσως η βαθύτερη αιτία του θεωρήματος της μη πληρότητας του Gödel να εδράζεται εδώ. Σε αυτήν την αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο κόσμους: Έναν κόσμο «εσωτερικό» και γεμάτο με τις απόλυτες αλήθειες του, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με έναν κόσμο «εξωτερικό» απέναντι στον οποίο οι απόλυτες εσωτερικές αλήθειες πρέπει να δοκιμαστούν. Τότε διαπιστώνουμε ότι ο εσωτερικός μας κόσμος και οι προσωπικές μας αλήθειες δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τις αλήθειες και τις εμπειρίες των άλλων. Επομένως το οικοδόμημα που κτίσαμε σε ένα λογικό αλλά και ψυχολογικό επίπεδο για τον εαυτό μας όχι μόνο δεν είναι πλήρες αλλά μπορεί να περιέχει και παραδοχές τελείως λανθασμένες κατά τη σύγκρισή τους με «αντικειμενικές» καταστάσεις της πραγματικότητας.

Επομένως το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödelδεν έχει να κάνει τόσο με την ανεπάρκεια της λογικής μας κάτω από κάποιες συνθήκες, γιατί αυτή η αδυναμία θα έπρεπε να είναι αναμενόμενη από ένα λογικό ον: δεν μπορούμε να ξέρουμε τα πάντα, έστω κι αν θα το θέλαμε. Έχει να κάνει περισσότερο με τις αλήθειες τις οποίες ήδη γνωρίζουμε για εμάς και για τον κόσμο αλλά για κάποιον παράδοξο λόγο αυτές οι αλήθειες δεν μπορούν να ειπωθούν, γιατί τότε παύουν να είναι αλήθειες. Θα τολμούσα μάλιστα να μετονομάσω το θεώρημα της μη πληρότητας σε παράδοξο της μη συνέπειας και να υποδείξω τη βασική αρχή αυτού του μετασχηματισμού: Αν ένα λογικό σύστημα δεν επαρκεί για να απαντήσει με τα αξιώματά του όλα τα πιθανά προβλήματα που θα του παρουσιαστούν, τότε κάθε φορά εμπλουτίζεται με νέες και βελτιωμένες βασικές παραδοχές ώστε να διατηρεί την ελπίδα της μελλοντικής πληρότητας. Αν όμως η «αλήθεια» με την έννοια της σωστής απάντησης ήδη υπάρχει και απλά μετασχηματίζεται σε μια ψευδή δήλωση κατά την έκφρασή της, τότε προφανώς έχουμε να κάνουμε με έναν εμπνευσμένο μηχανισμό «ηθικής» και αυταπάρνησης ο οποίος είναι έμφυτος στο σύστημα της λογικής μας, ο οποίος σε τελική ανάλυση επιβεβαιώνει τις αρχικές μας αλήθειες, αφού ακόμα κι όταν λέμε ψέματα σε αυτήν την περίπτωση αυτές τις «ευγενείς» αλήθειες εξυπηρετούμε.

Τεχνολογική μοναδικότητα


Οι έξι «Εποχές,» από το βιβλίο του Kurzweil «The Singularity is Near»

Η τεχνολογική μοναδικότητα αναφέρεται στην υποθετική μελλοντική εμφάνιση μιας ανώτερης από την ανθρώπινη νοημοσύνης. Δεδομένου ότι οι ικανότητες μιας τέτοιας νοημοσύνης θα ήταν δύσκολο να γίνουν αντιληπτές από το σύγχρονο ανθρώπινο μυαλό, το γεγονός μιας τεχνολογικής μοναδικότητας θεωρείται ένας διανοητικός ορίζοντας συμβάντος, πέρα από τον οποίον είναι δύσκολο το μέλλον να φανεί. Ωστόσο, οι υπερασπιστές της θεωρίας αυτής, προσδοκούν ένα τέτοιο γεγονός για να προκαλέσει μια «διανοητική έκρηξη,» όπου οι «υπερνοημοσύνη» που θα δημιουργηθεί θα σχεδιάζει ολοένα και πιο ισχυρά μυαλά. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Vernor Vinge, ο οποίος υποστηρίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη, η βιοτεχνολογία, και η ρομποτική θα μπορούσαν να είναι οι πιθανοί παράγοντες της μοναδικότητας.

Ο νόμος του Moore

Ο νόμος του Moore περιγράφει μια μακροπρόθεσμη τάση στην ιστορία των υπολογιστών. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των κρυσταλλολυχνιών (transistors) που μπορούν να τοποθετηθούν ανέξοδα σε ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα διπλασιάζεται κάθε χρόνο. Αυτή η τάση έχει συνεχιστεί εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα και αναμένεται να συνεχιστεί ως το 2020 ή και αργότερα.

Με το νόμο του Moore συνδέονται και άλλα συστατικά μέρη των υπολογιστών, όπως η ταχύτητα των επεξεργαστών, η χωρητικότητα της μνήμης, ακόμα και ο αριθμός των εικονοκυττάρων (pixels) της οθόνης και των ψηφιακών καμερών.

Ο Ray Kurzweil μεταξύ άλλων πρότεινε μια επέκταση του νόμου του Moore:

«Μια ανάλυση της ιστορίας της τεχνολογίας δείχνει ότι η αλλαγή είναι εκθετική, αντίθετα προς την κοινή «γραμμική αντίληψη.» Έτσι θα ζήσουμε όχι 100 χρόνια προόδου στον 21ο αιώνα, αλλά περισσότερα από 20.000 χρόνια… Μέσα σε μερικές δεκαετίες, η τεχνητή νοημοσύνη θα ξεπεράσει την ανθρώπινη, οδηγώντας στη μοναδικότητα- μια τεχνολογική αλλαγή παραδείγματος τόσο γρήγορη και βαθιά που θα φέρει μια ρήξη στην υφή της ιστορίας της ανθρωπότητας. Οι επιπτώσεις περιλαμβάνουν τη συγχώνευση της βιολογικής και μη βιολογικής νοημοσύνης, αθάνατους από άποψη λογισμικού ανθρώπους, και επίπεδα νοημοσύνης που θα επεκτείνονται εξωτερικά στο σύμπαν με την ταχύτητα του φωτός.»

Έκρηξη νοημοσύνης

Η έννοια αυτή (intelligence explosion) αποκαλύπτει τη διαδικασία προς τη μοναδικότητα. Περιγράφηκε από τον Good (1965), ως εξής:

«Έστω μια υπερ-ευφυής μηχανή η οποία μπορεί να ξεπεράσει τη νοημοσύνη και του πιο έξυπνου ανθρώπου. Αυτή η μηχανή με τη σειρά της θα μπορεί να κατασκευάσει ακόμα εξυπνότερες μηχανές. Έτσι θα υπάρξει μια «έκρηξη νοημοσύνης,» και η ανθρώπινη νοημοσύνη θα παραμεριστεί. Οπότε αυτή η υπερ-ευφυής μηχανή θα είναι και η τελευταία ανθρώπινη εφεύρεση.»

Υπαρξιακή μοναδικότητα

Σε ό,τι αφορά τις υπεραισιόδοξες θα λέγαμε δηλώσεις του Kurzweil καθώς και τις υπόλοιπες απόψεις σχετικά με την αντικατάσταση του ανθρώπου και του ανθρωπίνου πνεύματος από τις βιο-μηχανές και την τεχνητή νοημοσύνη, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι αφενός η τεχνολογική πρόοδος δεν μπορεί να μείνει επ’ αόριστο εκθετική και αφετέρου η βελτίωση της τεχνητής νοημοσύνης και η πρόοδος της ρομποτικής και της βιοτεχνολογίας δεν εγγυάται απαραίτητα και από μόνη της την αντικατάσταση του ανθρωπίνου πνεύματος. Η τεχνολογία γενικότερα δεν ταυτίζεται ούτε απαραίτητα προάγει τον πνευματικό πολιτισμό. Αυτό άλλωστε φαίνεται και αν κοιτάξουμε πίσω στην ιστορία την τελευταία μεγάλη επανάσταση, δηλαδή τη βιομηχανική. Η υπόσχεση τότε ήταν η κατάργηση της δουλείας και της χειρονακτικής εργασίας του ανθρώπου, χάρη στην αυτοματοποίηση που θα πρόσφεραν οι μηχανές. Εντούτοις, όχι μόνο η ανθρώπινη «σύμβαση εργασίας» δεν καταργήθηκε, αλλά αντιθέτως αυξήθηκε η ζήτηση σε φθηνά εργατικά χέρια για να καλύψουν τις ανάγκες των πλούσιων τεχνοκρατών. Η ιστορία επομένως δείχνει ότι δεν είναι τα εργαλεία που κάνουν τη διαφορά αλλά τα χέρια, τα μυαλά και οι προθέσεις αυτών που κατέχουν τα μέσα.

Επίσης, επαναφέροντας το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödelθα πρέπει να είμαστε κάπως «καχύποπτοι» σχετικά με τις υποτιθέμενες απεριόριστες δυνατότητες μιας μηχανής, καθώς εκείνος έδειξε ότι μια μηχανή δεν μπορεί να κάνει τα πάντα από άποψη νοημοσύνης και υπολογιστικής ισχύος. Πόσο μάλλον να τις «εμφυτευτεί» ο μηχανισμός της έμπνευσης, ένα συγκεκριμένο «πρόγραμμα» δηλαδή που θα δώσει στη μηχανή έναν πρωτότυπο τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων. Η ανθρώπινη σκέψη είναι προϊόν εξέλιξης και είναι σαφώς εμπλουτισμένη από συναισθήματα και γενικότερα «ψυχικές καταστάσεις» που μια μηχανή δεν γνωρίζει.

Σε αυτό το σημείο πάντως θα ήθελα να παραθέσω «7 στάδια» στη διαδρομή της «σκέψης» όπως αυτή εμφανίζεται ως πληροφορία μέσα στο σύμπαν, διάχυτη στην αρχή και οργανωμένη στη συνέχεια-

Τα στάδια της σκέψης:

1) Διάχυτη πληροφορία μέσα στο σύμπαν, ενέργεια  με τη μορφή υπέρθερμου πλάσματος.
2) Πρώτη οργανωμένη πληροφορία με τη μορφή ύλης και ενέργειας.
3) Πρώτες υποτυπώδης βιολογικές αυταναπαραγόμενες δομές.
4) Ζωώδης κατάσταση: Κυριαρχείται από ημι- συνειδητές πληροφορίες, ένστικτα, και αναφέρεται επαναλαμβανόμενα σε αυτά, χωρίς πραγματική ικανότητα να τα ξεπεράσει.
5) Η πρωτόγονη ανθρώπινη σκέψη: Ημι- ζωώδης, καθώς εξακολουθεί να κυριαρχείται από ένστικτα, αν και εμφανίζονται τα πρώτα ίχνη δημιουργικότητας και πραγματικού αλτρουισμού. 
6) Η σύγχρονη ανθρώπινη σκέψη: Τα επιτεύγματα και η πρωτοτυπία της ανθρώπινης σκέψης συμπληρώνονται κι ενισχύονται από την τεχνητή νοημοσύνη.
7) Αλλαγή κατάστασης συνείδησης- υπαρξιακή μοναδικότητα (Η συμπαντική σκέψη). Συνειδητοποίηση των ορίων της τεχνητής νοημοσύνης. Στροφή προς έναν βαθύτερο και καθολικότερο τρόπο σκέψης σε αρμονία με τη φύση και το σύμπαν.

Σχετικά με την έννοια της  αλλαγής κατάστασης συνείδησης θα επανέλθουμε παρακάτω. Εδώ μπορούμε απλά να διατυπώσουμε μια βασική θέση σχετικά με την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης καθώς αυτή περνά από τη μίμηση στη δημιουργικότητα:

Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο στην συνείδηση πέρα από το οποίο ο άνθρωπος περνά από τη μίμηση στη δημιουργικότητα, σπάζοντας το φαύλο κύκλο της μηχανικής επανάληψης πληροφοριών, και εισερχόμενος σ’ ένα νέο επίπεδο σκέψης όπου μπορεί ο ίδιος να διαμορφώνει συνειδητά νέες πληροφορίες από τις προηγούμενες. Μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το στάδιο «υπαρξιακή μοναδικότητα,» πέρα από το οποίο ο άνθρωπος γίνεται πλέον ένα πραγματικά νοήμον ον. Άπαξ και κάποιος μεταβεί σε αυτό το στάδιο, όπου υπάρχει μια «αλλαγή κατάστασης συνείδησης,» οι ατέρμονοι βρόγχοι της κοινότυπης λογικής καταργούνται και η διάνοια αποκτά έναν διαχρονικό και συμπαντικό χαρακτήρα.

Η υπαρξιακή μοναδικότητα επομένως είναι το ύστατο βήμα της ανθρώπινης συνείδησης. Βρίσκεται πολύ μετά την τεχνολογική μοναδικότητα. Το ερώτημα που μπορεί να τεθεί εδώ είναι αν ένας πολιτισμός χρειάζεται απαραίτητα να περάσει από το τεχνολογικό- υλικό στάδιο πριν φτάσει στην «αποϋλοποίηση,» όπως ονομάζω την κατάσταση πλήρους συνείδησης, την ύστατη αλλαγή παραδείγματος. Θεωρώ ότι ακόμα δεν είναι γνωστό ούτε αν μπορεί η πνευματικότητα να επιτευχθεί χωρίς τεχνολογία ούτε αν σε κάποιο στάδιο μπορεί η πνευματικότητα να απαλλαγεί από την τεχνολογία και να συνεχίσει να υπάρχει «αγνή.» Το μόνο βέβαιο είναι πως ο άνθρωπος έχοντας ξεπεράσει τον κίνδυνο της πυρηνικής αυτοκαταστροφής (αν και όχι πλήρως) έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το περιβάλλον και για την ποιότητα ζωής του (παρότι ακόμα είναι πρόθυμος να εκμεταλλευτεί άλλους ανθρώπους προς όφελός του) και έχει φτάσει σε ένα επίπεδο σκέψης ώστε να θέτει προχωρημένα ερωτήματα σχετικά με τον προορισμό του.

Κατακερματισμός και Ολότητα


Εικόνααπότοβιβλίοτου David Bohm «Wholeness and the implicate order»

Θα μπορούσε άραγε μια μηχανή να αποκτήσει την απαραίτητη αυτοεπίγνωση, έναν «εαυτό» που να τη βοηθήσει να περάσει από την απλή υπολογιστική ανάλυση δεδομένων και την επανάληψη αλγόριθμων στο πρωτότυπο ανασυνδυασμό τους και στη δημιουργική κατασκευή νέων; Ή μήπως η ανθρώπινη σκέψη είναι κάτι περισσότερο από ένα σύνολο νέων αλγόριθμων, ή μιμιδίων αν προτιμάτε; Έχουν κάποια ιδιαιτερότητα οι «παράξενοι ατέρμονοι βρόγχοι» του ανθρώπινου μυαλού ή είναι μόνο θέμα περισσότερων δεδομένων  η απόκτηση ευφυΐας των μηχανών;

Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι αυτή του David Bohm. Σύμφωνα με αυτόν, το πρόβλημα της ελλιπούς σκέψης οφείλεται κυρίως στην αντιμετώπιση των μνημών και των ερεθισμάτων ως μεμονωμένα, αποσπασματικά και μη συνδεόμενα μεταξύ τους γεγονότα, αγνοώντας την «ελλοχεύουσα» τάξη η οποία διαπερνά όλο το σύμπαν όπως υπονοεί και η παραπάνω εικόνα:

«Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξεταστεί αυτό το θέμα στις μέρες μας, γιατί ο κατακερματισμός είναι πολύ διαδεδομένος, όχι μόνο σε όλη την κοινωνία, αλλά και σε κάθε άτομο και αυτό οδηγεί σε ένα είδος γενικής σύγχυσης του μυαλού, που δημιουργεί μια ατελείωτη σειρά προβλημάτων και παρεμποδίζει τη σαφήνεια της αντίληψής μας σε τόσο σοβαρό βαθμό ώστε να μας αποτρέπει από το να είμαστε σε θέση να λύσουμε τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα… Ομοίως, κάθε μεμονωμένος άνθρωπος έχει κατακερματιστεί σε έναν μεγάλο αριθμό χωριστών και αλληλοσυγκρουόμενων τμημάτων, ανάλογα με τις διαφορετικές επιθυμίες, στόχους, φιλοδοξίες, πίστη, ψυχολογικά χαρακτηριστικά, κλπ., σε τέτοιο βαθμό ώστε γενικά γίνεται αποδεκτό ότι κάποιος βαθμός νεύρωσης είναι αναπόφευκτος, ενώ πολλά άτομα που υπερβαίνουν τα «φυσιολογικά» όρια κατακερματισμού είναι ταξινομημένα ως παρανοϊκά, σχιζοειδή, ψυχωτικά, κλπ.

Η έννοια ότι όλα αυτά τα τμήματα υπάρχουν χωριστά είναι προφανώς μια παραίσθηση, και αυτή η παραίσθηση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ατελείωτες συγκρούσεις και σύγχυση. Πράγματι, η προσπάθεια να ζήσει κάποιος σύμφωνα με την έννοια ότι τα τμήματα είναι πραγματικά χωριστά μεταξύ τους είναι, στην ουσία, αυτό που έχει οδηγήσει στα αυξανόμενα περιστατικά κρίσεων που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Κατά συνέπεια, όπως είναι ήδη γνωστό, αυτός ο τρόπος της ζωής έχει επιφέρει τη ρύπανση, την καταστροφή της ισορροπίας της φύσης, τον υπερπληθυσμό, την παγκόσμια οικονομική και πολιτική αναταραχή, και τη δημιουργία ενός γενικού περιβάλλοντος που δεν είναι ούτε φυσικά ούτε διανοητικά υγιές για τους περισσότερους ανθρώπους που πρέπει να ζήσουν μέσα σε αυτό. Ατομικά έχει αναπτυχτεί ένα συναίσθημα ανικανότητας και απελπισίας, απέναντι σε αυτό που φαίνεται να είναι μια συντριπτική μάζα ανόμοιων κοινωνικών δυνάμεων, που υπερβαίνουν τον έλεγχο ακόμη και την κατανόηση των ανθρώπινων όντων που εμπλέκονται…»

Τι μπορεί, επομένως, να γίνει για να δώσουμε ένα τέλος στην επικρατούσα κατάσταση του κατακερματισμού;

Ολογράμματα


Εικόνααπότοβιβλίοτου David Bohm «Wholeness and the implicate order»

Το ολόγραμμα είναι μια διευθέτηση των πληροφοριών του περιβάλλοντος με τέτοιον τρόπο ώστε σε κάθε τμήμα του υλικού πάνω στο οποίο είναι αποθηκευμένες οι πληροφορίες να περιέχει το σύνολο των πληροφοριών του περιβάλλοντος. Ως μέσο αποθήκευσης των πληροφοριών μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα απλό φωτογραφικό φιλμ ενώ σ’ ό,τι αφορά τον τρόπο δημιουργίας της ολογραφικής προβολής αυτή γίνεται με μια ορισμένη τεχνική χρησιμοποιώντας ακτίνες λέιζερ. Αυτός ο τρόπος υποδεικνύεται από τον David Bohm παρακάτω:
 
«Όπως φαίνεται στην εικόνα 6.2 φως σε φάση από ένα laser περνά από έναν ημιδιάφανο καθρέφτη. Ένα μέρος της ακτίνας του φωτός πηγαίνει κατευθείαν στη φωτογραφική πλάκα, ενώ το υπόλοιπο μέρος ανακλάται ώστε να βρει κάποιο αντικείμενο. Αυτό το κομμάτι της δέσμης ανακλάται από το αντικείμενο και επίσης καταλήγει στη φωτογραφική πλάκα, όπου συμβάλλει με το μέρος της δέσμης που καταλήγει στη φωτογραφική πλάκα κατευθείαν. Το σχέδιο συμβολής που καταγράφεται στη φωτογραφική πλάκα όχι μόνο είναι πολύπλοκο αλλά επιπλέον τόσο λεπτό που συνήθως δεν είναι καν ορατό με γυμνό οφθαλμό. Ωστόσο, είναι κατά κάποιον τρόπο σχετικό με το αντικείμενο που απεικονίζει, αν και με έναν ιδιαίτερα έμμεσο τρόπο.

Τι θα μπορούσε άραγε να προσφέρει μια ολογραφική θεώρηση του κόσμου; Προφανώς, θα μας βοηθούσε να αντιληφτούμε τον κόσμο ως ένα σύνολο, από το οποίο εμείς βλέπουμε μόνο ένα μέρος. Μια τέτοια συνολική αντιμετώπιση θα μας βοηθούσε να αναγνωρίσουμε τις ελλοχεύουσες διαδικασίες που αποτελούν τον κόσμο σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο. Με αυτήν την έννοια, η διάκριση των επιμέρους διαδικασιών σε αυτόνομα μέρη γίνεται άτοπη, καθώς αυτό που αποκτά σημασία στην περιγραφή είναι η συνύπαρξη και η συνεργασία μέσα σε ένα αδιαίρετο όλο…

Ας εξετάσουμε το ερώτημα αν οι πληροφορίες είναι πραγματικά αποθηκευμένες στα κύτταρα του εγκεφάλου. Κάποιο φως σε αυτήν την ερώτηση πέφτει από κάποιες εργασίες για τη δομή του εγκεφάλου, ειδικότερα αυτή του Pribram. Ο συγκεκριμένος ερευνητής, έχει δώσει στοιχεία που υποστηρίζουν την άποψή του ότι οι μνήμες καταγράφονται γενικά σε όλο τον εγκέφαλο κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι πληροφορίες σχετικά με ένα δεδομένο αντικείμενο ή εμπειρία δεν αποθηκεύονται σε ένα ιδιαίτερο κύτταρο ή ένα εντοπισμένο μέρος του εγκεφάλου αλλά μάλλον ότι βρίσκονται στο σύνολο των κυττάρων. Αυτός ο τρόπος αποθήκευσης μοιάζει στη λειτουργία με ένα ολόγραμμα, αλλά η πραγματική δομή είναι πιο σύνθετη. Μπορούμε να προτείνουμε ότι όταν το «ολογραφικό» αρχείο στον εγκέφαλο ενεργοποιείται κατάλληλα, η αντίδραση είναι να δημιουργηθεί ένα ενεργειακό σχέδιο νευρικής δραστηριότητας που αποτελεί μια εμπειρία παρόμοια με αυτήν που παράγεται ολογραφικά. Αλλά είναι επίσης διαφορετική από την άποψη ότι είναι λιγότερο λεπτομερής, δεδομένου ότι μνήμες που αφορούν πολύ διαφορετικές τοποθεσίες και χρονικές περιόδους πρέπει να λειτουργήσουν μαζί, καθώς και ότι οι μνήμες μπορούν να συνδεθούν με συσχετίσεις της φαντασίας και με τη λογική σκέψη για να δώσουν μια συγκεκριμένη τάξη σε ολόκληρο το σχέδιο. Επιπλέον, αν υπάρχουν αισθητηριακά δεδομένα την ίδια στιγμή, η γενική αντίδραση της μνήμης θα συνενωθεί με τη νευρική διέγερση που προέρχεται από τις αισθήσεις για να δώσει μια συνολική εμπειρία στην οποία η μνήμη, η λογική, και η αισθητηριακή δραστηριότητα συνδυάζονται σε ένα ενιαίο αδιαχώριστο σύνολο…

Έτσι οδηγούμαστε να προτείνουμε περαιτέρω ότι η πληρέστερη και βαθύτερη πραγματικότητα δεν είναι ούτε το μυαλό ούτε το σώμα αλλά μια πολυδιάστατη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί το κοινό τους έδαφος και η φύση της οποίας βρίσκεται πέρα και από τα δυο. Έτσι είτε το μυαλό ή το σώμα αποτελούν ένα μόνο σχετικά ανεξάρτητο υποσύνολο και εννοείται ότι αυτή η σχετική ανεξαρτησία προέρχεται από το πολυδιάστατο υπόβαθρο στο οποίο το μυαλό και το σώμα είναι τελικά ένα.»

Αυτές οι απόψεις του David Bohm είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, καθώς όχι μόνο υποδεικνύεται μια αδιαίρετη και ενιαία ολότητα μέσα στον κόσμο αλλά επιπλέον ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο καθώς οι πληροφορίες μέσα σε αυτόν ανασυνθέτονται όχι αποσπασματικά αλλά συνολικά από διαφορετικές περιοχές του. Μήπως αυτή είναι η βαθύτερη πηγή της έμπνευσης; Μια ελλοχεύουσα τάξη από ένα σύνολο διαπλεγμένων πληροφοριών οι οποίες ανασύρονται κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο; Βρίσκεται η πηγή της έμπνευσης μέσα σε αυτό το ολογραφικό δίκτυο πληροφοριών, και της δημιουργικότητας στη συνειδητοποίηση και αξιοποίηση της ολότητας; 

Η ολογραφική αρχή

Η συνολική θεώρηση του κόσμου βρίσκει ένα επιπλέον έρεισμα χάρη στην ολογραφική αρχή. Ένα ολόγραμμα έχει ακριβώς όλα τα χαρακτηριστικά μίας αυτο-αναπαραγόμενης δομής (το όλο στο ένα), αλλά επιπλέον διαθέτει κι έναν ολιστικό τρόπο θεώρησης. Ακόμη δηλαδή κι αν τα φράκταλς, για τα οποία μιλήσαμε προηγουμένως, έχουν την ικανότητα να αυτο-αντιγράφονται επ’ άπειρον, ακόμη κι αν το σύμπαν μας είναι τμήμα από ένα φράκταλ σύμπαν, θα πρέπει να υπάρχει πάντοτε μία αρχή που να εποπτεύει και να οργανώνει τα πάντα.

Η ολογραφική αρχή προέκυψε ως ένα νοητικό μοντέλο και μαθηματική φόρμουλα στα πλαίσια της θεωρίας της κβαντικής βαρύτητας, στην προσπάθεια εξήγησης ενός φαινομένου που ονομάστηκε παράδοξο της πληροφορίας της μαύρης οπής (black hole information paradox). Μία μαύρη τρύπα απορροφά (κυριολεκτικά καταπίνει) οτιδήποτε βρεθεί αρκετά κοντά της (περάσει τον ορίζοντα συμβάντος). Όταν λέμε οτιδήποτε, εννοούμε και ύλη και ενέργεια. Επιπλέον, μπορούμε να θεωρήσουμε πως η ύλη και η ενέργεια περιέχουν κάποια πληροφορία. Επομένως η μαύρη οπή καταπίνει πληροφορίες. Βεβαίως, θα λέγαμε πως όση πληροφορία καταπίνει η μαύρη οπή, άλλη τόση πληροφορία θα είναι και αυτή που εμείς χάσαμε. Ως εδώ κανένα πρόβλημα: Διατήρηση της πληροφορίας, της ύλης και της ενέργειας, όλα εντάξει. Ο Hawking απέδειξε όμως ότι οι μαύρες οπές ακτινοβολούν (κυρίως θερμική ακτινοβολία). Αυτό βέβαια είναι καλό, αφενός γατί έτσι μπορούμε να τις εντοπίσουμε και αφετέρου γιατί κάποτε επιτέλους πεθαίνουν. Ωστόσο εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα: Αφού η μαύρη οπή κάποτε εξατμίζεται, τότε πού πηγαίνει η πληροφορία που η μαύρη τρύπα είχε συνολικά καταπιεί; Αν η πληροφορία απλώς εξαφανίζεται, τότε παραβιάζουμε την αρχή διατήρησης της πληροφορίας (επομένως της ύλης κι ενέργειας).

Ο ‘t Hooft ήταν αυτός που αναλύοντας το παράδοξο πόρισμα του Hawking έδειξε πώς τα σωματίδια που εισέρχονται μέσα στη μαύρη τρύπα παραμορφώνουν βαρυτικά τον ορίζοντα συμβάντος και ότι αυτή η παραμόρφωση μπορεί να περιγράψει ακριβώς τα σωματίδια που εξέρχονται από τη μαύρη τρύπα με τη μορφή θερμικής ακτινοβολίας. Ο Susskind στη συνέχεια επεσήμανε πως αυτές οι διακυμάνσεις στον ορίζοντα συμβάντος αποτελούν μια πλήρη και συμμετρική περιγραφή (στα πλαίσια της θεωρίας των χορδών) των εισερχομένων και εξερχομένων σωματιδίων προς και από τη μαύρη τρύπα, ακριβώς όπως φωτίζοντας ένα ολόγραμμα παίρνουμε από αυτό μια εικόνα για την πληροφορία που περιέχει.

Έτσι, μπορούμε να διατυπώσουμε με τρόπο μαθηματικό την ολογραφική αρχή: Η πληροφορία που περιέχει μια μαύρη οπή μπορεί να ανακτηθεί αποκλειστικά από μια θεωρία διακυμάνσεων του ορίζοντα συμβάντος και η ποσότητα αυτής της πληροφορίας είναι ανάλογη της επιφάνειας του ορίζοντα συμβάντος- και όχι του όγκου. Με απλά λόγια, μια μαύρη τρύπα, αλλά και κάθε αντικείμενο μέσα στο σύμπαν, είναι μια αποθήκη πληροφορίας, και για να ανακτήσουμε αυτήν την πληροφορία αρκεί να ψάξουμε στην επιφάνεια αυτού του αντικειμένου. Τα πάντα όσα βρίσκονται μέσα σ’ ένα δωμάτιο, υπάρχουν (σε κάποια μορφή), στο ταβάνι, στους τοίχους και στα πατώματα. Όλο το σύμπαν μπορεί να απεικονιστεί πάνω στο «τσόφλι» που το περικλείει, στην επιφάνεια του δικού του ορίζοντα συμβάντος.

Αλλά αυτό ακριβώς είναι που κάνει ένα ολόγραμμα, καθώς επανεμφανίζει με συγκεκριμένο τρόπο τις πληροφορίες που βρίσκονται αποθηκευμένες (σε κάποιο υλικό) μέσα στο χώρο. Εφόσον όμως και ο εγκέφαλός μας λειτουργεί ολογραφικά, οι ιδέες και οι εμπνεύσεις μας θα αποτελούν προβολές της συνολικής μας μνήμης και των εμπειριών μας αλλά και πληροφοριών που βρίσκονται πιθανώς έξω από τον εγκέφαλο. Είναι μια τέτοια υπόθεση υπερβολική; Αν σκεφτούμε τις παραδοξότητες της φύσης και του ίδιου του μυαλού μας ίσως όχι. Ίσως ο χώρος και ο χρόνος είναι ένα δημιούργημα του μυαλού μας που εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες του ή ιδιαιτερότητες. Η πιο συνταρακτική διαπίστωση πάντως στα πλαίσια της ολογραφικής αρχής είναι πως όπως ο χώρος δεν καθορίζει τα τοπία (πληροφορίες) μέσα σε αυτόν, έτσι πιθανόν και το μυαλό μας δεν καθορίζει την πραγματικότητα (συνείδηση), αλλά η συνείδηση είναι αυτή που καθορίζει την πραγματικότητα του μυαλού μας. Ότι η έμπνευση δηλαδή μπορεί να μην είναι ένα δευτερογενές δημιούργημα της καλής μας σκέψης αλλά μια πρωτογενής κατάσταση η οποία καθορίζει το τοπίο και τους ρυθμούς της σκέψης μας της ίδιας.

Συγχρονικότητα και κβαντική σύζευξη

Η διαπίστωση ότι η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να παράγεται από διαδικασίες που ανήκουν στη σφαίρα αυτού που θα ονομάζαμε έμπνευση (και όχι το αντίστροφο, ότι δηλαδή η σκέψη μας παράγει κατά κάποιον τρόπο την έμπνευση) είναι πράγματι αξιοσημείωτη και όσο το σκέφτεται κάποιος αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο πράγματι φαίνεται ότι τελικά συμβαίνει. Σαν να υπάρχουν κάποιες ασυνείδητες διεργασίες μέσα στο μυαλό μας ή κάπου μέσα στο χώρο και με κάποιον λίγο- πολύ άγνωστο τρόπο και κάτω από κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες αποκτάμε μέσω της συνείδησής μας πρόσβαση σε αυτές και επίγνωσή τους.

Η έννοια της συγχρονικότητας έχει διατυπωθεί και αναλυθεί από τον Carl Jung. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία πραγματικά φυσικά γεγονότα συνδέονται με προσωπικές ψυχικές καταστάσεις με τρόπο «νοήμονα,» όπως ο ίδιος λέει, και χωρίς αυτή η σύνδεση να υπόκειται σε περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Αυτή η σύνδεση γίνεται μέσω των αρχέτυπων, τα οποία, σύμφωνα με τη θεωρία του Jung, είναι αναλλοίωτες και παγκόσμιες μορφές βάσει των οποίων δομείται ο ανθρώπινος ψυχισμός. Ο φυσικός χώρος κατοικίας των αρχέτυπων είναι το συλλογικό ασυνείδητο, ένα είδος κοινής συλλογικής μνήμης των ανθρώπων, αλλά και γενικότερα όλων των ειδών. Ένα κοινό και θεμελιώδες χαρακτηριστικό των συγχρονιστικών φαινομένων είναι οι λεγόμενες «νοήμονες» συμπτώσεις, η σύμπτωση δηλαδή μιας ψυχικής κατάστασης του ατόμου με ένα αντικειμενικό εξωτερικό γεγονός εξαιτίας κάποιας αιτίας φαινομενικά παράταιρης αλλά συγχρονιστικά αναγνωρίσιμης και με τέτοιον τρόπο ώστε ο χώρος και ο χρόνος να παρακάμπτονται. Ο ίδιος ο Jung επ’ αυτού λέει:

«Όλα τα φαινόμενα που έχω αναφέρει μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες:
1)  Η σύμπτωση μιας ψυχικής κατάστασης του παρατηρητή με ένα ταυτόχρονο, αντικειμενικό, εξωτερικό γεγονός που αντιστοιχεί στην ψυχική κατάσταση ή περιεχόμενο… όπου δεν υπάρχει κανένα στοιχείο αιτιακής σύνδεσης μεταξύ της ψυχικής κατάστασης και του εξωτερικού γεγονότος…
2) Η σύμπτωση μιας ψυχικής κατάστασης με ένα αντίστοιχο (λίγο- πολύ ταυτόχρονο) εξωτερικό γεγονός που λαμβάνει χώρα έξω από το αντιληπτικό πεδίο του παρατηρητή, δηλαδή, σε κάποια απόσταση, και επαληθεύσιμο μόνο ύστερα…
3) Η σύμπτωση μιας ψυχικής κατάστασης με ένα αντίστοιχο, όχι ακόμη πραγματοποιημένο, μελλοντικό γεγονός το οποίο είναι μακρινό στο χρόνο και επομένως μπορεί να επαληθευτεί μόνο εκ των υστέρων.

Βλέπουμε δηλαδή ότι τα συγχρονιστικά φαινόμενα μπορούν να έχουν κι έναν μαντικό χαρακτήρα καθώς οι ψυχικές καταστάσεις των ατόμων μπορούν να συνδεθούν με γεγονότα τα οποία δεν έχουν λάβει ακόμα χώρα. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο η άρση του χώρου- χρόνου όπως τον γνωρίζουμε υποδεικνύει ένα είδος βαθύτερης ταύτισης της ανθρώπινης ψυχής με τα φυσικά γεγονότα και με έναν τρόπο ο οποίος αίρει την αιτιότητα, την καθιερωμένη δηλαδή σύνδεση αιτίας- αποτελέσματος που χρησιμοποιούμε στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων. Αυτή η άρση της αιτιότητας υποδεικνύει επίσης ότι η έμπνευση και η δημιουργικότητα δεν είναι απλά προϊόντα της ανθρώπινης σκέψης και βούλησης, αλλά ότι αντιστρόφως η σκέψη και ευρηματικότητά μας μπορεί να αποτελούν εξίσου πιθανά προϊόντα «εμπνευσμένων,» ασυνείδητων διεργασιών οι οποίες έχουν το δικό τους νόημα και που περνάν λίγο- πολύ ασυναίσθητα στο συνειδητό μας, νομίζοντας εμείς ότι πρόκειται για δικά μας πνευματικά δημιουργήματα.

Ο Πλάτωνας έλεγε πως για κάθε ιδέα ή αντικείμενο στον ανθρώπινο κόσμο, υπάρχει και μία αντίστοιχη υπερβατική απεικόνιση στον κόσμο των ιδεών. Έτσι λοιπόν θα υπήρχε μία απεικόνιση σε εκείνο το μεταφυσικό κόσμο όχι μόνο για ένα καθημερινό αντικείμενο, μία καρέκλα π.χ., αλλά και για κάθε ιδέα, θα υπήρχε δηλαδή και η ιδανική απεικόνιση της δικαιοσύνης, της ομορφιάς, της κακίας, κ.ο.κ. Με αυτήν τη συλλογιστική, ο Πλάτωνας σκόπευε να δείξει ότι μέσα στο σύμπαν υπάρχει μία αντικειμενική και ανώτερη κατάσταση μέσα από την οποία θα μπορούσε να περιγραφεί το ιδανικό. Το ιδανικό για τον Πλάτωνα ήταν και αυτό μια ιδέα, κάπου μέσα στον κόσμο των ιδεών.

Οι ιδέες του Πλάτωνα μετασχηματίζονται στα αρχέτυπα του Jung. Με αυτήν την έννοια, η ανθρώπινη συνείδηση έρχεται σε επαφή με έναν κόσμο υπερβατικό, άχωρο και άχρονο, σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητο. Κοινά χαρακτηριστικά επομένως της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ανεξάρτητα από τις αποστάσεις ή τις διαφορές μεταξύ πολιτισμών, μπορούν να ερμηνευτούν μέσω ενός είδους συλλογικής μνήμης. Η μίμηση, με αυτήν την έννοια, ερμηνεύεται με έναν τρόπο καθολικό, καθώς πρόκειται για αναπαραγωγή από την ανθρώπινη συνείδηση προτύπων που βρίσκονται βαθιά ριζωμένα μέσα στην ανθρώπινη ψυχή.

Όσο κι αν φαίνονται «μεταφυσικοί» οι παραπάνω συλλογισμοί, η ίδια η σύγχρονη κβαντική φυσική έρχεται να τα επιβεβαιώσει, αν όχι λογικά τουλάχιστον πειραματικά. Χαρακτηριστικό σε αυτήν την κατεύθυνση είναι το φαινόμενο της κβαντικής σύζευξης. Φυσικά μικροσκοπικά συστήματα δηλαδή, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους ακαριαία. Αυτό βεβαίως το φαινόμενο αποκαλύπτει μια βαθύτερη συμμετρία της φύσης, προφανώς άγνωστη μέχρι στιγμής, μέσω της οποίας το φαινόμενο λαμβάνει χώρα. Άλλωστε το πραγματικό φυσικό γεγονός και η προσωπική ψυχική κατάσταση στη θεωρία του Jung φυσικά συστήματα είναι, αν και όχι «μικροσκοπικά.»

Η κβαντική θεωρία δυσκολεύεται να γενικεύσει τα συμπεράσματά της από το μικρόκοσμο στο μακρόκοσμο. Η κβαντική σύζευξη δηλαδή λαμβάνει χώρα μεταξύ ατόμων και όχι μεταξύ ανθρώπων. Ωστόσο, στην ίδια θεωρία έχει διατυπωθεί η υπόθεση της αλληλεπίδρασης του παρατηρητή με το παρατηρούμενο αντικείμενο ή φαινόμενο. Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος σύζευξης ενός μικροσκοπικού ατόμου και του ανθρώπου που το παρατηρεί, και ο οποίος είναι προφανώς ένα μακροσκοπικό σύστημα. Βλέπουμε δηλαδή ότι η «ψυχική κατάσταση» της θεωρίας της συγχρονικότητας είναι η «κατάσταση του παρατηρητή» της κβαντικής φυσικής, απέναντι σε ένα δεδομένο αντικειμενικό γεγονός. Ένα μεγάλο άλμα της κβαντικής φυσικής θα ήταν μελλοντικά η επέκτασή της στο μακρόκοσμο, όπου τα φυσικά γεγονότα θα μπορούσαν να είναι όχι μόνο άτομα αλλά, παραδείγματος χάρη, άλλοι άνθρωποι, ζώα, βουνά, κοκ.

Από γεννησιμιού της η κβαντική θεωρία είναι ανοικτή σε κάθε παράδοξο φαινόμενο και ρηξικέλευθη πρόταση. Η κβαντική σύζευξη υποδεικνύει ένα βαθύτερο επίπεδο φυσικής πραγματικότητας και σύνδεσης του ανθρώπου με το σύμπαν και μάλιστα με τρόπο μη τοπικό, ανεξάρτητο δηλαδή από το χώρο και το χρόνο. Η λεγόμενη κυματοσυνάρτηση, η οποία αντιπροσωπεύει μαθηματικά την κατάσταση οποιουδήποτε αντικειμένου ή φαινομένου, ακόμα και ζωντανού πλάσματος, απλώνεται σε όλο το χώρο καθώς μηδενίζεται στο άπειρο, έρχεται σε υπέρθεση με άλλες κυματοσυναρτήσεις και «καταρρέει,» δηλαδή παίρνει την πραγματική της τιμή μόνο τη στιγμή της παρατήρησης. Σε ό,τι αφορά τη συζήτησή μας, αυτή είναι ακριβώς η στιγμή της έμπνευσης, μια στιγμή μέγιστης έντασης και διαύγειας όπου η σκέψη μας διαπιστώνει και αναλύει πλέον την λίγο- πολύ τυχαία επιλογή που έκανε ανάμεσα σε ένα άπειρο πλήθος πιθανών άλλων αποτελεσμάτων.

Είναι άραγε αυτό που στερείται μια μηχανή, το «πρότυπο» σε ένα άλλο επίπεδο, το οποίο της λείπει για να ταυτιστεί και να αποκτήσει αυτό που εμείς τα «νοήμονα όντα» αποκαλούμε έμπνευση; Προφανώς μια μηχανή έτσι κι αλλιώς δεν κατασκευάστηκε για να εμπνέεται, ούτε καν για να σκέφτεται, όπως πιθανά κι εμείς δεν πλαστήκαμε για να είμαστε θαυματοποιοί ή θεοί. Το καλούπι μας είναι κι αυτό με τη σειρά του οριοθετημένο και προορισμένο για συγκεκριμένες χρήσεις και λειτουργίες. Η δημιουργικότητα όμως είναι ένα γεγονός το οποίο παραχωρήθηκε σε εμάς τους ανθρώπους και στην πραγματικότητα ούτε γνωρίζουμε τα όρια ούτε και το γιατί έχουμε αυτήν τη δυνατότητα. Μπορούμε μόνο να είμαστε σχετικά ικανοποιημένοι από το γεγονός ότι το δικό μας «καλούπι» είναι κατάλληλο.
 
Μορφογενετικά πεδία


 Σκίτσο πρωτεϊνών του 19ουαι. από τον  Ernst Haeckel

Στην εξελικτική βιολογία, το μορφογενετικό πεδίο (morphogenetic field) είναι μια ομάδα κυττάρων που είναι ικανά να αντιδρούν σε διακριτά και τοπικά βιοχημικά σήματα οδηγώντας σε συγκεκριμένες μορφολογικές δομές ή όργανα. Ο όρος με την πρόοδο της γενετικής ατόνισε, αλλά ο Rupert Sheldrake ήταν αυτός που επανέφερε και επεξέτεινε την έννοια των μορφογενετικών πεδίων, εισάγοντας τον όρο «μορφικό πεδίο» (morphic field). Σύμφωνα με τον Sheldrake το μορφικό πεδίο περιβάλλει και διαπερνάει την μορφική μονάδα (π.χ. μια ομάδα κυττάρων) και οργανώνει τη χαρακτηριστική δομή και σχέδιο λειτουργίας της. Ένα χαρακτηριστικό των μορφικών πεδίων είναι η «επαναληψιμότητα» με την έννοια ότι η πληροφορία που εμπεριέχει αναπαράγεται διαρκώς από το πρώτο κύτταρο μέχρι και τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κυττάρων (π.χ. ενός ιστού), έτσι ώστε κάποιος θα μπορούσε να αναπαράγει την όλη διαδικασία. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των μορφικών πεδίων είναι η επιλεκτικότητά τους ως προς το είδος του οργανισμού που οργανώνουν, έτσι ώστε μια συγκέντρωση κυττάρων ανθρώπου να παραμένει ξεχωριστή από μια συγκέντρωση κυττάρων κάποιου άλλου είδους. Με απλά λόγια η θεωρία προτείνει ότι κάθε συγκεκριμένη μορφή που παράγεται είναι πανομοιότυπη γιατί «θυμάται» τη μορφή της μέσω της επανάληψης και ότι κάθε νέα μορφή με παρόμοια χαρακτηριστικά θα χρησιμοποιήσει το πρότυπο των ήδη υπάρχοντων μορφών σαν οδηγό για την εμφάνισή της.

Ουσιαστική στο μοντέλο του Sheldrake είναι η υπόθεση του μορφικού συντονισμού (morphic resonance). Πρόκειται δηλαδή για μία αλληλεπίδραση μεταξύ του πεδίου και των μορφικών μονάδων που σχηματίζονται. Όσο μεγαλύτερη η ομοιότητα, τόσο μεγαλύτερος και ο συντονισμός, οδηγώντας στην καθιέρωση συγκεκριμένων μορφών. Τα μορφογενετικά πεδία, αποτελούν κατά τον Sheldrake υποπεδία του μορφικού πεδίου, όπως ο ίδιος λέει:

«Ο όρος (μορφικά πεδία) είναι πιο γενικός στη σημασία απ' ότι ο όρος μορφογενετικά πεδία, και περιλαμβάνει και άλλα είδη οργανωτικών πεδίων επιπλέον αυτών της μορφογένεσης. Τα οργανωτικά πεδία της συμπεριφοράς ανθρώπων και ζώων, κοινωνικών και πολιτισμικών συστημάτων, καθώς και της διανοητικής δραστηριότητας μπορούν όλα να θεωρηθούν ως μορφικά πεδία τα οποία περιέχουν μία εγγενή μνήμη.»

Σε ό,τι αφορά την υποδοχή από την επιστημονική κοινότητα της θεωρίας των μορφικών πεδίων του Sheldrake, προφανώς δεν ήταν και η πιο θερμή. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι παρότι η θεωρία είναι γοητευτική και με σημαντικές συνέπειες, είναι και αιρετική καθώς έρχεται σε σύγκρουση με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Η μορφογένεση δηλαδή λαμβάνει χώρα «εξωσωματικά» από κάποιον ακαθόριστο μορφογενετικό παράγοντα και όχι από την έκφραση των γονιδίων του οργανισμού. Επίσης η θεωρία του Sheldrake επικρίθηκε από τους σκεπτικιστές επειδή βρήκε σύμμαχούς της τόσο το New Αge όσο και τη θρησκεία, η οποία αναγνώρισε στη θεωρία των μορφικών πεδίων το «Θεϊκό παράγοντα.»

Το αξιοσημείωτο πάντως είναι η εγγύτητα της θεωρίας των μορφικών πεδίων του Sheldrake με τ’ αρχέτυπα του Jung. Εφόσον τα μορφικά πεδία αποτελούνται από μονάδες πληροφορίας, θα μπορούσαμε σε αυτές τις μονάδες να αναγνωρίσουμε τ’ αρχέτυπα. Χαρακτηριστική είναι επίσης η σχέση των μορφικών πεδίων με το συλλογικό ασυνείδητο του Jung ή ακόμα και με τα Ακασσικά αρχεία (Akashic records) των ανατολικών Βεδών, σύμφωνα με τις οποίες πρόκειται για «κοσμικές βιβλιοθήκες» όλων των εμπειριών και αναμνήσεων των ανθρώπινων ψυχών. Ακόμα, ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των μορφογενετικών πεδίων θυμίζει τα ολογράμματα και τη θεωρία του Bohm σχετικά με μια ελλοχεύουσα τάξη που οργανώνει τον κόσμο από το παρασκήνιο.

Πράγματι είναι απορίας άξιο πώς τα γονίδια από μόνα τους θα μπορούσαν να καθορίσουν το συνολικό σχήμα του τελικού οργανισμού εφόσον αυτά έχουν κυρίως έναν ρόλο λειτουργικό και όχι μορφοποιητικό. Αν από την άλλη μεριά χρησιμοποιήσουμε την υπόθεση των μορφογενετικών πεδίων, λύνουμε σχετικά εύκολα το πρόβλημα της μορφογένεσης αλλά θα πρέπει σε αυτήν την περίπτωση να εξηγήσουμε επιπλέον το πού βρίσκονται τα μορφογενετικά πεδία, πώς παράγονται αρχικά και με ποιους μηχανισμούς οργανώνουν την ύλη. Χρειάζεται άραγε μια χιονονιφάδα, η οποία έχει μια δομή φράκταλ, το μορφογενετικό της πεδίο για να σχηματιστεί ή μπορεί να πάρει το σχήμα της σιγά- σιγά με τη σταδιακή δημιουργία κρυστάλλων και από μέσα προς τα έξω ακολουθώντας ένα εσωτερικό σχέδιο αυτοργάνωσης και συμμετρίας; Ίσως μια χιονονιφάδα να μη χρειάζεται ένα μορφογενετικό πεδίο για να σχηματιστεί, αλλά τα ρινίσματα σιδήρου χρειάζονται το μαγνητικό πεδίο για να πάρουν τη συγκεκριμένη τους διευθέτηση μέσα σ’ αυτό. Το αν η έμβια ή και άψυχη ύλη χρειάζεται κάποιου είδους πεδίο για να οργανωθεί και να πάρει τη μορφή της είναι άγνωστο καθώς προς το παρόν δεν έχει ανακαλυφθεί κάποιο τέτοιο πεδίο ή αν τα ήδη γνωστά πεδία έχουν και αυτό το χαρακτηριστικό.

Σε ότι αφορά την έμπνευση, αν θα μπορούσαμε να βρούμε τα πρώτα της ψήγματα μέσα στα μορφογενετικά πεδία, κατ’ αντιστοιχία με τα ρινίσματα σιδήρου μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο, αυτό δεν είναι γνωστό, αν και ο Sheldrake έχει αναφερθεί στην έννοια του μορφικού συντονισμού. Αν ο άνθρωπος μπορεί με κάποιον τρόπο να έρχεται σε επαφή  και σε ένα είδος συντονισμού με κάποιο αντίστοιχο μορφικό πεδίο τότε μπορεί η έμπνευση και η δημιουργικότητα να εδράζονται εκεί. Η θεωρία των μορφογενετικών πεδίων μπορεί να είναι περιττή σε ό,τι αφορά θέματα αυτοργάνωσης της ύλης ή μιας αιτιοκρατικής νομοτέλειας που θεωρείται ότι διέπει το σύμπαν αλλά είναι επίσης γεγονός ότι, όπως και παρόμοιες θεωρίες, καλύπτει ένα κενό στον αποσπασματικό τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη επιστήμη εξετάζει τον κόσμο, καθώς και την ανάγκη μιας πιο ολιστικής θεώρησής του.  

Η ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης

Η έμπνευση:

1) Έχει «θεία» προέλευση.
2) Προκύπτει ως ένας ευφυής ανασυνδυασμός πληροφοριών της μνήμης.
3) Γεννιέται αυθόρμητα από την κατάσταση του σύμπαντος εκείνη τη στιγμή.
4) Είναι μια ψευδαίσθηση μέσα σ’ έναν κόσμο όπου το μέλλον είναι ήδη γραμμένο.

Ας φανταστούμε ότι βρισκόμαστε μέσα σε ένα λεωφορείο καθώς αυτό κινείται. Έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε ακίνητοι και ότι το τοπίο έρχεται κατά πάνω μας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το ίδιο πράγμα: η κίνηση είναι σχετική. Αλλά με μια διαφορά: Έστω ότι αυτό το λεωφορείο είναι το όχημα της ίδιας της ζωής μας, των πραγμάτων, των προσώπων και των καταστάσεων που θα γνωρίσουμε. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό το «τοπίο» είναι ο ίδιος ο χωροχρόνος μαζί με τα συμβάντα που τον αποτελούν.

Όπως λοιπόν βλέπουμε τα πράγματα να έρχονται προς εμάς όταν βρισκόμαστε μέσα σε ένα κινούμενο λεωφορείο, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι με έναν ανάλογο τρόπο το μέλλον έρχεται προς εμάς καθώς εμείς «κινούμαστε» μέσα στο σύμπαν με τη σκέψη μας. Χωρίς να ξεχνάμε ότι κατά μια ερμηνεία (λόγου χάρη αυτήν του Ζήνωνα ή του Παρμενίδη) η κίνηση είναι μια ψευδαίσθηση, η ύπαρξη υποθετικών σωματιδίων που τρέχουν με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός έχει ήδη θεωρηθεί από τη σύγχρονη φυσική αν και τέτοιου είδους σωματίδια (π.χ. ταχυόνια) δεν έχουν ποτέ παρατηρηθεί ούτε και είναι θεωρητικά βέβαιο ότι υπάρχουν. Αν όμως υπήρχαν, όπως λόγου χάρη τα φωτόνια, τα σωματίδια του φωτός, κάνουν σε εμάς ορατό τον κόσμο μέσω της πρόσπτωσής τους στα μάτια μας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ενός άλλου είδους σωματίδια, ας πούμε ταχυόνια, εισέρχονται σε εμάς, μέσω κάποιας ίσως άγνωστης αίσθησης,  με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός, επομένως αποκαλύπτοντας καταστάσεις και γεγονότα από το μέλλον.

Μια τέτοια υπόθεση είναι ενδεικτική θέλοντας απλά να υποδείξει πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες του μέλλοντος, οι οποίες θα του είναι ασυνείδητες αφού δεν διαθέτει προς το παρόν κάποιο ανάλογο αισθητήριο ή τεχνολογικό μέσο να τις αποκωδικοποιήσει ή να τις συλλάβει. Πραγματικά είναι εκπληκτικά τα περιστατικά διόρασης που κατά καιρούς έχουν αναφερθεί και παρατηρηθεί σε διάφορους ανθρώπους. Άλλωστε, το ίδιο το σύμπαν καθώς μοιάζει να δημιουργήθηκε από μόνο του και από το μηδέν δείχνει σαν να παραβιάζει τους νόμους της αιτιότητας στους οποίους και, υποτίθεται τουλάχιστον, ότι υπακούει.

Θα μπορούσε άραγε να υποτεθεί ότι το σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε είναι μια γιγάντια χρονομηχανή; Ότι εμείς συλλαμβάνουμε ασυνείδητα γεγονότα από το μέλλον τα οποία και μας επηρεάζουν και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις ζωές μας ενώ εμείς αφελώς νομίζουμε ότι οι αντίστοιχες σκέψεις και πράξεις ήταν δικές μας συλλήψεις οι οποίες ωστόσο ήταν στην πραγματικότητα προγεγραμμένες; Ας μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος εκτός από διανοητικές προσδοκίες έχει και επιθυμίες οι οποίες έχουν να κάνουν με έναν βαθύτερο ψυχισμό. Αυτός ακριβώς ο ψυχισμός, η ψυχή μας δηλαδή, σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, ίσως να βρίσκεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο και πληρέστερο πλαίσιο επικοινωνίας και ταύτισης με ένα κοσμικό γίγνεσθαι το οποίο μόλις και αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά με έναν τρόπο οριακά συνειδητό.

Η ανθρωπική αρχή

Η ανθρωπική αρχή θα μπορούσαμε να πούμε πώς είναι το επιστέγασμα και η κατακλείδα όλων των ανθρώπινων διανοημάτων. Το βασικό χαρακτηριστικό της συνοψίζεται στην εξής πρόταση: Ο κόσμος είναι αυτό που θεωρούμε ότι είναι. Η μεγαλύτερη πλάνη κάποιου θα ήταν να πιστέψει πως ο κόσμος είναι κάτι περισσότερο από αυτό που εκείνος πιστεύει για τον κόσμο. Για παράδειγμα ας πάρουμε τη θεωρία της σχετικότητας του Einstein σύμφωνα με την οποία η βαρύτητα είναι ένα αποτέλεσμα της καμπύλωσης του χώρου- χρόνου και το οποίο εμείς αισθανόμαστε ως βάρος. Τι είναι επομένως η βαρύτητα; Δύναμη, αίσθημα, «αποτέλεσμα,» ή κάτι άλλο; Τι είναι «καμπύλωση του χωροχρόνου» και πού βρίσκεται ο χώρος ή χρόνος, αν όχι μέσα στο μυαλό μας που αντιλαμβάνεται κάποιους ρυθμούς και αποστάσεις; Όλο το σύμπαν μοιάζει σαν μια πρώτη ύλη που εδώ και τώρα διαμορφώνεται σε επίπεδο προσωπικό ή συλλογικό από την ανθρώπινη βούληση και αποκλειστικά για εμάς. 

Σε τελική ανάλυση, η αντικειμενικότητα μοιάζει να είναι κάτι με συγκεκριμένη μορφή, σύσταση και όρια και όταν μιλάμε περί αίσθησης δικαίου είναι πάντοτε αυτό που εμείς θεωρούμε ως σωστό και το οποίο για κάποιον άλλον ή για έναν άλλον πολιτισμό μπορεί να είναι διαφορετικό ή και το αντίθετο. Αναφερόμαστε στην άρση του ανθρωποκεντρισμού μας στη σύγχρονη επιστήμη έχοντας ανακαλύψει λόγου χάρη ότι το σύμπαν δεν περιστρέφεται γύρω από τη γη ή ότι μέσα στο σύμπαν δεν υπάρχει προτιμούμενο σύστημα αναφοράς αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν συλλογισμό που «περιστρέφεται» γύρω από εμάς και τη δική μας κρίση, καθώς εμείς «καθόμαστε» στο δικό μας σύστημα αναφοράς από το οποίο και επιβλέπουμε προνομιούχα τον κόσμο.

Στην πραγματικότητα η ανθρωπική αρχή είναι μια πρόταση αυταναφορική. Γιατί το επίκεντρο του κάθε προβληματισμού μας είναι πάντοτε η δική μας σκέψη που προβληματίζεται. Όταν μιλάμε για παράδειγμα για την προστασία των ζώων πάντοτε μιλάμε για τη δική μας ναρκισσιστική φιλοζωία και όταν μιλάμε για το Θεό αναφερόμαστε πάντοτε σε έναν θεό όπως εμείς τον ξέρουμε. Η ανθρωπική αρχή έτσι θα μπορούσε να αναπαρασταθεί μαθηματικά με μια πολύ απλή εξίσωση, αυτή ενός κύκλου: 


 Το z είναι ένα μιγαδικός αριθμός, δηλαδή έχει ένα πραγματικό κι ένα φανταστικό μέρος. Το r είναι η ακτίνα του κύκλου. Το φανταστικό εκθετικό (eit) αντιπροσωπεύει τον κύκλο, όπου το t είναι παράμετρος την οποία κάλλιστα θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε με το χρόνο. Το c είναι το κέντρο του κύκλου. Έτσι η σκέψη μας έχει μια συγκεκριμένη «ακτίνα» δράσης οριοθετώντας έναν κύκλο που εσωκλείει αυτό που εμείς θεωρούμε «το δικό μας σύμπαν,» στο κέντρο του οποίου αναπόφευκτα βρισκόμαστε εμείς.

Η ανθρωπική αρχή μας υπαγορεύει ότι σε κάθε μας σκέψη, σε κάθε συλλογισμό, σχετικά με κάποιο γεγονός, αντικείμενο, πρόσωπο ή φαινόμενο θα πρέπει να λαμβάνουμε πάντοτε υπόψη εμάς τους ίδιους που κάνουμε τη σκέψη. Με άλλα λόγια, η παρατήρηση ή το πείραμά μας συμπεριλαμβάνει κι εμάς έτσι ώστε η έκβαση να περιλαμβάνει και τον παρατηρητή. Στην κβαντική φυσική η αλληλεπίδραση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου φαινομένου λαμβάνεται υπόψη αν και ο παρατηρητής δεν βρίσκεται ενσωματωμένος στην κυματοσυνάρτηση  που περιγράφει το όλο σύστημα. Η ανθρωπική αρχή θα μπορούσε να βρει έναν τρόπο να βάλει τον παρατηρητή στην όλη διαδικασία σαν μια ακόμα μεταβλητή.

Η ανθρωπική αρχή μας λέει και κάτι ακόμα. Αν η έμπνευση είναι προϊόν κάποιας «απώτερης» ευφυΐας μέσα στο σύμπαν είτε με τη μορφή ενός θεού ή διαμέσου κάποιων άγνωστων πεδίων, αρχετύπων, κοκ, θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη ότι είμαστε εμείς αυτοί που εμπνευστήκαμε την πηγή της έμπνευσής μας. Όταν δηλαδή σκεφτόμαστε για τη δημιουργία είμαστε εμείς που δημιουργούμε μια κατάσταση, ένα θεό για να δημιουργήσει τον κόσμο και να αποτελέσει εκ των υστέρων την πηγή της πίστης και της έμπνευσής μας.  

Αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας



Στη κβαντική θεωρία πεδίου, η κβαντική κατάσταση κενού (vacuum state) είναι η κατάσταση με την ελάχιστη δυνατή ενέργεια, την ενέργεια μηδενικού σημείου (zero point energy). Το τίποτε δηλαδή δεν είναι τίποτε, αλλά περιέχει πλήθος από εφήμερα εικονικά σωματίδια, που έρχονται από το πουθενά και καταλήγουν πάλι σε εκείνο. Η αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας συμβαίνει όταν ένα σύστημα, από ένα σωματίδιο μέχρι και ένα σύμπαν, περνά σε μια κατάσταση κβαντικού κενού, αρχίζει δηλαδή να υπάρχει από το μηδέν και να είναι κάτι. Το όλο φαινόμενο περιγράφεται μέσα από μετασχηματισμούς υπερσυμμετρίας, όπου για κάθε σωματίδιο θα υπάρχει και ένα άλλο σε ανώτερη διάσταση με κάποια αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Η υπερσυμμετρία δεν έχει διαπιστωθεί ακόμη αν είναι συμμετρία της φύσης, αλλά εξηγεί διαδικασίες όπως για παράδειγμα ο μηχανισμός Higgs και το αντίστοιχο μποζόνιο με τ’ όνομά του, στις αλληλεπιδράσεις του οποίου θεωρείται ότι οφείλεται η απόδοση μάζας στην ύλη.

Αυθόρμητη γέννηση

Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος; Πώς ξεκίνησε το σύμπαν από το τίποτε; Πώς τα λουλούδια παρήγαν νέκταρ για τα έντομα, πριν δημιουργηθούν τα τελευταία; Πώς ξέρει ο χαμαιλέοντας το διάκοσμο του περιβάλλοντος για να καμουφλαριστεί; Πώς ξέρουν τα ζώα να κολυμπούν ενστικτωδώς; Γιατί οι άνθρωποι θέλουν να τα μαθαίνουν όλα; Ο Αριστοτέλης είχε προτείνει τη θεωρία της αυθόρμητης γέννησης. Έλεγε:

«Tώρα, υπάρχει μια ιδιότητα που τα ζώα έχουν κοινή με τα φυτά. Γιατί κάποια φυτά γεννιούνται από το σπόρο, ενώ κάποια άλλα δημιουργούνται από μόνα τους με κάποια αρχή παρόμοια με ένα σπόρο. Και σε ό,τι αφορά αυτά τα τελευταία, κάποια παίρνουν την τροφή από το έδαφος, ενώ άλλα αναπτύσσονται μέσα σε άλλα φυτά... Έτσι και με τα ζώα, κάποια ανατρέφονται από τους γονείς τους ανάλογα με τα είδη, ενώ άλλα αναπτύσσονται αυθόρμητα και όχι από απόθεμα γενετικό. Και από αυτά τα περιστατικά αυθόρμητης γέννησης κάποια προέρχονται από την αποσύνθεση της γης ή της φυτικής ύλης, όπως στην περίπτωση διάφορων εντόμων, ενώ άλλα δημιουργούνται αυθόρμητα στο εσωτερικό ζώων με απομύζηση των διάφορων οργάνων.»

Είναι αυτό που έλεγαν οι παλιοί «το σκώρο γεννάνε τα ρούχα.» Ο Δαρβίνος σωστά διόρθωσε πως ένας σκώρος είναι έντομο που τρώει τα ρούχα και πως τ’ αυγά του γεννάνε νέα έντομα που πολλαπλασιάζουν τη ζημιά. Θα μπορούσαμε βέβαια να συμπληρώσουμε και να συμφιλιώσουμε τις δύο απόψεις λέγοντας ότι ναι μεν ο σκώρος είναι έντομο, αλλά από την άλλη μεριά υπήρξε κάποτε το αδιαφοροποίητο «αυγό» ή «κενό» από το οποίο ξεπήδησαν τα στοιχειώδη σωματίδια και προέκυψαν σταδιακά όλες οι μορφές της έμβιας και άψυχης ύλης, μέσα από την αρχέγονη ρήξη της συμμετρίας. Έτσι λοιπόν εξηγείται πώς για παράδειγμα «γνωρίζει» μια πεταλούδα τα χρώματα και τα σχήματα των φύλλων, αφού τόσο τα έντομα όσο και τα φυτά προήλθαν μέσα από τις ίδιες βασικές σχέσεις συμμετρίας. Αυτό βέβαια εξηγεί και το γιατί ο άνθρωπος είναι σε θέση να «βρίσκεται» μέσα σε όλα αυτά.

Παρά τη «ρήξη,» ωστόσο, η συμμετρία σε κάθε περίπτωση δεν χάνεται. Περνάει ανταυτού από ένα επίπεδο κρυφό σε ένα επίπεδο πραγματικότητας. Η διαδικασία ονομάζεται αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας (spotaneοus symmetry breaking), η οποία αναπαρίσταται με το σχήμα ενός δυναμικού σε σχήμα μεξικάνικου καπέλου. Όπως φαίνεται στην προηγούμενη εικόνα, το σωματίδιο που ταλαντώνεται στο βάθος του «καπέλου» μόλις έχει συνειδητοποιήσει την πτώση του από την κορφή του καπέλου, όπου όλα δείχνουν το ίδιο, κάτω στο γείσο, όπου η ασυμμετρία είναι έκδηλη από την καμπυλότητα. Αυτή η ρήξη της συμμετρίας εξηγεί μεταξύ άλλων και την απόδοση μάζας στην ύλη, μέσω του μηχανισμού Higgs. Μία αντίστοιχη κατάσταση συμβαίνει και στην κοσμολογία, όπου οι «γούβες» στο χωροχρόνο, κάνουν τα σώματα να αποκτάνε βάρος. Η σχέση ανάμεσα στις διακυμάνσεις του χωροχρόνου και στις ταλαντώσεις του κενού από τη μία πλευρά και στην απόδοση των ιδιοτήτων της ύλης από την άλλη, δεν είναι γνωστή. Αν ήταν η φυσική θα είχε βρει τη θεωρία των πάντων.

Βρίσκεται εκεί άραγε μέσα στο κβαντικό κενό η πηγή της έμπνευσης; Βεβαίως, γιατί όχι; Αν ένα σύμπαν κατάφερε να εμφανιστεί έτσι, γιατί όχι και η πρωτότυπη σκέψη μας; Άλλωστε, η έμπνευση έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αυθόρμητης γέννησης, έστω κι αν με αυτό τον τρόπο φαίνεται να μη  χρειάζεται τίποτε να προϋπάρχει. Όμως στο κβαντικό κενό υπάρχει μια ενέργεια μηδενικού σημείου, μια στοιχειώδης δηλαδή δραστηριότητα που εκφράζεται μέσα από ένα πλήθος εικονικών κι εφήμερων σωματιδίων. Αυτά τα σωματίδια είτε θα περάσουν στον πραγματικό κόσμο με τη μορφή κάποιων σωματιδίων της ύλης ή θα εξαφανιστούν πίσω στο κβαντικό κενό. Δεν ξέρω αν τα αρχέτυπα ή τα μορφογενετικά πεδία μπορούν να είναι πιο θεμελιώδη από αυτά τα σωματίδια της κβαντικής φυσικής, αν και δεν βλέπω τον τρόπο που «σκέτα,» τυχαία και σχεδόν ανύπαρκτα σωματίδια θα μπορούσαν να συγκροτήσουν τις δομές του υλικού κόσμου. Ίσως και αυτά να χρειάζονται κάποια πεδία ή «μορφώματα» που να τα οργανώνουν και να κατευθύνουν. Ή μπορεί να είναι μια άσκοπη και ατέρμονα κυκλική συζήτηση μεταξύ της κότας και του αυγού. Προφανώς πάντως, αν η ύλη προκύπτει μέσα από τον καταμερισμό θεμελιωδέστερων μορφών, τότε θα υπάρχει κάποια αρχή που θα οργανώνει την όλη διαδικασία, έστω κι αν αυτό που ονομάζουμε έμπνευση και δημιουργικότητα ξεκινάει αυθόρμητα μέσα από το χάος και την τυχαιότητα. 

Αλλαγή Παραδείγματος


Η αλλαγή παραδείγματος (ή επιστημονική επανάσταση) είναι, σύμφωνα με τον Thomas Kuhn στο βιβλίο του «The structure of scientific revolutions,» 1962, μια αλλαγή στις βασικές παραδοχές της επιστήμης, μέσα στα πλαίσια των επικρατουσών θεωριών. Όπως ο ίδιος λέει: «Ένα παράδειγμα είναι αυτό που τα μέλη μιας επιστημονικής κοινότητας, και αυτοί μόνο, μοιράζονται.» Αυτό σημαίνει ότι σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο η επιστημονική κοινότητα δέχεται μια θεωρία ή ερμηνεία σχετικά με κάποιο φυσικό φαινόμενο απ’ όλες τις δυνατές διαφορετικές απόψεις που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Ο Kuhn επιδεικνύει παραστατικά αυτό το γεγονός χρησιμοποιώντας την οπτική ψευδαίσθηση της «πάπιας- κουνελιού,» που φαίνεται παραπάνω, μια εικόνα δηλαδή που μπορεί κάποιος να τη δει είτε ως πάπια είτε ως κουνέλι.

Η αλλαγή παραδείγματος, σύμφωνα με τον Kuhn, λαμβάνει χώρα όταν η επιστήμη έρθει αντιμέτωπη με μια «ανωμαλία» ή μοναδικότητα που δεν μπορεί να εξηγηθεί με το υπάρχον παράδειγμα. Όταν συσσωρευτούν αρκετές τέτοιες «ανωμαλίες,» τότε, σύμφωνα πάντα με τον Kuhn, θα υπάρξει μια περίοδος επιστημονικής κρίσης, κατά τη διάρκεια της οποίας νέες ιδέες, που ίσως προηγουμένως απορρίπτονταν, δοκιμάζονται. Τελικά, ένα νέο παράδειγμα διαμορφώνεται, το οποίο κερδίζει νέους οπαδούς, και διεξάγεται μια διανοητική «μάχη» ανάμεσα στους οπαδούς του νέου παραδείγματος και στους οπαδούς του παλιού.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα εξής:

- Το πέρασμα από το γεωκεντρικό μοντέλο του Πτολεμαίου στο ηλιοκεντρικό μοντέλο του Κέπλερ.
- Το πέρασμα από την αυθόρμητη γέννηση στη βιογένεση με τα πειράματα του Παστέρ.
- Η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου που αντικατέστησε την τότε υπάρχουσα «βιταλιστική» θεωρία του Λαμάρκ.
- Η αποδοχή της κληρονομικότητας κατά Mendel, αντί της προηγούμενης θεωρίας της παγγένεσης.
- Ο νόμος της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα που εξήγησε με νέο τρόπο την κίνηση των πλανητών.
- Η αντικατάσταση της θεωρίας του αιθέρα από τη θεωρία της σχετικότητας του Einstein.
- Η θεωρία της κβαντομηχανικής με την οποία αναθεωρήθηκε η αιτιοκρατία της παλαιότερης κλασσικής φυσικής.

Αλλαγή κατάστασης συνείδησης

Το χαρακτηριστικό της προηγούμενης εικόνας είναι ότι περιέχει δύο διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με τη σχέση ανάμεσα στη μορφή και στο υπόβαθρο. Ο παρατηρητής δηλαδή εστιάζοντας την προσοχή του στη μία ή στην άλλη εκδοχή φέρνει στο προσκήνιο την αντίστοιχη εικόνα. Σε άλλες περιπτώσεις η οπτική «ψευδαίσθηση» είναι πολυδιάστατη, καθώς μπορεί να περιέχει περισσότερες από δύο μορφές. Θα τολμούσα σε αυτό το σημείο επεκτείνοντας τους συλλογισμούς του Kuhn να χρησιμοποιήσω το όρο «αλλαγή κατάστασης συνείδησης,» για να περιγράψω πλέον μια πολιτισμική επανάσταση του ανθρώπου πέρα από τη μοναδικότητα.

Πρόκειται για κατάσταση του ανθρωπίνου πνεύματος πέρα από την ανθρωπική λογική η οποία θεωρεί ότι ο ίδιος ο κόσμος φτιάχτηκε για τον άνθρωπο. Πολύ περισσότερο, ο άνθρωπος τότε θα έχει φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο αρμονίας και «συντονισμού» με τον κόσμο, ώστε φαινόμενα όπως είναι η τηλεπάθεια, η συγχρονικότητα, η αυθόρμητη γέννηση θα είναι λίγο- πολύ αυτονόητα. Τα όποια λογικά παράδοξα θα έχουν αρθεί, όχι γιατί ο άνθρωπος δεν θα διαθέτει λογική αλλά επειδή η σκέψη θα έχει προχωρήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο όπου οι απλοί συλλογισμοί του τύπου σωστό- λάθος θα έχουν αποκτήσει ένα μεγαλύτερο βαθμό πολυπλοκότητας, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πιθανές ενδιάμεσες καταστάσεις.

Η τεχνολογία και η επιστήμη ίσως στο μέλλον να μπορούν να πραγματοποιούν θαύματα. Αλλά όσα και οποία κι αν είναι αυτά τα «θαύματα,» δεν θα έχουν καμία ιδιαίτερη αξία ή σημαντικότητα αν δεν συνοδεύονται από μια εξίσου προχωρημένη ερμηνεία, σε επίπεδο συνείδησης και πολιτισμού. Ένα υπερόπλο, για παράδειγμα, θα μπορούσε εξίσου να σώσει την ανθρωπότητα από την πτώση ενός μετεωρίτη ή να αφανίσει το ανθρώπινο είδος. Φάρμακα και τεχνικές που θα παρατείνουν την ανθρώπινη ζωή δεν έχουν νόημα αν δεν προσδιορίσουμε πρώτα τη σημασία και την αξία της ανθρώπινης ζωής, ενώ η αθανασία παραμένει κι αυτή ένας άλυτος γρίφος: Τι θέλουμε; Να ζήσουμε αιώνια σαν άνθρωποι 35-40 ετών; Να αλλάζουμε σώματα κατασκευασμένα τεχνητά και χρησιμοποιώντας υπολογιστές για να αποθηκεύονται οι μνήμες μας; Τι άλλο είναι ένας άνθρωπος εκτός από μια συγκεκριμένη γενετική κατανομή και μνήμες; Πώς αναπαράγεται ο ψυχισμός μέσα σε ένα εργαστήρι και τι αποτελεί αυτό που ονομάζουμε ψυχή;

Όπως προηγουμένως υπαινίχτηκα, μια μηχανή δεν μπορεί να γίνει ανθρώπινη, γιατί όσο γρήγορα κι αν υπολογίζει εξισώσεις δεν διαθέτει διάνοια, έμπνευση, δημιουργικότητα. Δεν έχει ένστικτα και προσδοκίες. Δεν έχει αυτοεπίγνωση, η οποία προκύπτει με έναν πραγματικά άγνωστο μηχανισμό ταύτισης του ατόμου με το περιβάλλον. Δεν αρκεί δηλαδή να κοιταχτούμε σε έναν καθρέφτη και να πούμε «Εγώ.» Απαιτείται ένας ολόκληρος μηχανισμός διαρκούς και αυθεντικής ταυτοποίησης, ενημέρωσης και ανανέωσης ο οποίος περιλαμβάνει αυθόρμητα και ταυτόχρονα όλο το σύμπαν.

Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να ζήσουμε για πάντα, αφού αφήνουμε πίσω τα παιδιά μας και τις ιδέες μας. Επιστρέφουμε πίσω στο «κενό,» όπου και ανασυνθετόμαστε, μετασχηματίζοντας μια ελάχιστη ποσότητα «ουσίας» που μας απομένει σε μια νέα κατάσταση ύπαρξης. Το Εγώ μας χάνεται, μαζί οι προσωπικές μας μνήμες. Και αυτό που τόσο καιρό νομίζαμε ότι είναι δικό μας κατόρθωμα, δηλαδή η έμπνευση, ανακαλύπτουμε ότι έχει έναν καθολικό χαρακτήρα κι επιμερίζεται σε εμάς ανάλογα παράγοντας τις σκέψεις μας. Αν είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε την προσωπική αθανασία, τι θα επιλέγαμε αλήθεια; Αφού στην πραγματικότητα, ο χρόνος, ο χώρος, το σύμπαν, το τίποτε και η αιωνιότητα είμαστε εμείς και η δική μας ερμηνεία.






Η αίσθηση του να σε κοιτάνε

$
0
0
"Η αίσθηση του να σε κοιτάνε" είναι ένα άρθρο του Rupert Sheldrake, το οποίο μπορεί κάποιος να βρει και στην ιστοσελίδα του. Πρόκειται για μια αίσθηση (ή θα λέγαμε καλύτερα προαίσθημα) την οποία λίγο-πολύ οι περισσότεροι σε κάποια δεδομένη στιγμή έχουμε νιώσει, αν και το όλο πλαίσιο κάτω από το οποίο το φαινόμενο συμβαίνει είναι μάλλον ασαφές. Ο Sheldrake, παραδόξως κατά τη γνώμη μου, συνδέει το φαινόμενο με την όραση, παρότι όπως προείπα πρόκειται μάλλον για προαίσθημα ή διαίσθηση. Πάντως, έχουν ενδιαφέρον τα στοιχεία που ο ίδιος δίνει σχετικά με τις αντιλήψεις που έχουν κατά καιρούς διαμορφωθεί σχετικά με τη λειτουργία της όρασης.

Αυτές οι αντιλήψεις μπορούν να χωριστούν σε δυο κύριες κατηγορίες. Σε θεωρίες της "εξόρασης" (extramission) και σε εκείνες της "εσόρασης" (intromission) , όπως θα μπορούσαμε να τις βαπτίσουμε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πεποιθήσεις ότι η όραση δημιουργείται από τα μάτια, τα οποία υποτίθεται ότι εκπέμπουν κάποιο είδος ακτινοβολίας ή "ροής." Οπαδοί αυτής της θεωρίας ήταν αρχαίοι κυρίως φιλόσοφοι, όπως ο Πυθαγόρας και ο Πλάτωνας. Ο Sheldrake στο άρθρο του λέει χαρακτηριστικά:

"Στην αρχαία Ελλάδα, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., μέλη της σχολής του Πυθαγόρα πρότειναν μια πρώιμη έκδοση της θεωρίας της εξόρασης, ότι δηλαδή ένα οπτικό ρεύμα προβαλλόταν προς τα έξω από τα μάτια. Επίσης, ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής (περ. 492-432 π.Χ.), πρότεινε ότι τα μάτια έστελναν τις δικές τους ακτίνες, σαν φανάρια με το δικό τους εσωτερικό φως. Η όραση κατευθυνόταν από τα μάτια προς το αντικείμενο που φαινόταν (Zajonc, 1993)."

Από την άλλη μεριά, υπήρξε μια πρώιμη εκδοχή των θεωριών της εσόρασης, ότι δηλαδή η όραση προκαλείται από κάποιο είδος ακτινοβολίας ή ροής το οποίο προσπίπτει στα μάτια. Ο Δημόκριτος ήταν ένας από τους πρώτους υποστηρικτές αυτής της άποψης:

"Στο μεταξύ, ο ατομικός φιλόσοφος Δημόκριτος (περ. 460-371 π.Χ.), πρότεινε μια πρώιμη εκδοχή της θεωρίας της εσόρασης. Ήταν ένας πρότυπος υλιστής ο οποίος υποστήριζε το δόγμα ότι η τελική πραγματικότητα αποτελείται από σωματίδια της ύλης σε κίνηση. Πρότεινε ότι τα υλικά σωματίδια ρέουν από την επιφάνεια των πραγμάτων προς όλες τις κατευθύνσεις˙ η όραση εξαρτιόταν από αυτά τα σωματίδια που εισέρχονταν στα μάτια. Για να εξηγήσει την ύπαρξη συνεκτικών εικόνων, υπέθεσε ότι τα σωματίδια ενώνονταν σε λεπτές ταινίες που ταξίδευαν στα μάτια."

Υπήρξαν και θεωρίες που συνδύαζαν τις δύο ας πούμε "ακραίες" εκδοχές της εξόρασης και της εσόρασης:

"Σε κάθε περίπτωση, μερικοί ατομικοί φιλόσοφοι παραδέχθηκαν ότι οι επιρροές θα μπορούσαν να μετακινηθούν αμφίδρομα, όχι μόνο προς τα μάτια, αλλά και από τα μάτια προς τα έξω. Ένας λόγος για την αποδοχή της οπτικής ροής προς τα έξω (εξόραση) ήταν η πίστη στο κακό μάτι, σύμφωνα με την οποία ορισμένοι άνθρωποι μπορούσαν να βλάψουν άλλους κοιτάζοντάς τους με ζήλια ή άλλα αρνητικά συναισθήματα. Ο Δημόκριτος εξήγησε το κακό μάτι μέσω εικόνων που κινούνταν προς τα έξω από τα μάτια, φορτισμένες με εχθρικά πνευματικά περιεχόμενα, οι οποίες "παραμένουν επίμονα προσκολλημένες στο θύμα, και έτσι διαταράσσουν και τραυματίζουν τόσο το σώμα όσο και το πνεύμα." (Dundes, 1971)...

Ο Πλάτωνας (427-347 π.Χ.) υιοθέτησε την ιδέα μιας προς τα έξω ροής, αλλά πρότεινε ότι αυτή η ροή συνδυαζόταν με το φως για να σχηματιστεί «ένα ομογενές σώμα» που εκτεινόταν από τα μάτια μέχρι το ορατό αντικείμενο. Αυτό το εκτεταμένο μέσο ήταν το μέσο της οπτικής δύναμης που έβγαινε από τα μάτια. Μέσω αυτού, επιρροές από το ορατό αντικείμενο πέρναγαν στην ψυχή. Στην πραγματικότητα, ο Πλάτωνας συνδύασε τις θεωρίες της εσόρασης και της εξόρασης με την ιδέα ενός μέσου ανάμεσα στα μάτια και στο αντικείμενο (Lindberg, 1981). 

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) θα ακολουθήσει τον Πλάτωνα υπογραμμίζοντας τη σημασία του μέσου ανάμεσα στα μάτια και στο ορατό αντικείμενο, αλλά απέρριψε τις θεωρίες τόσο της εσόρασης όσο και της εξόρασης. Τίποτα το υλικό δεν περνούσε προς ή από τα μάτια κατά τη διάρκεια της όρασης. Ονόμασε αυτό το μέσο το "διαφανές." Θεωρούσε το φως όχι σαν μια υλική ουσία, αλλά ως μια "κατάσταση του διαφανούς," που προκύπτει από την παρουσία ενός φωτεινού σώματος. Το ορατό αντικείμενο ήταν η πηγή ή το αποτέλεσμα μιας αλλαγής στο διαφανές, μέσω της οποίας οι επιρροές μεταδίδονταν ακαριαία στην ψυχή του παρατηρητή (Lindberg, 1981)."

Ουσιαστικά αυτό που βλέπουμε μέχρις εδώ είναι μια σύνοψη από την αρχαιότητα κιόλας των απόψεων σχετικά με το τι η όραση θα μπορούσε να είναι. Σε ό,τι αφορά την πίστη στο "κακό μάτι," βλέπουμε ότι, είτε το φαινόμενο υπάρχει είτε όχι, κακώς έχει συνδεθεί το όλο φαινόμενο με την όραση, αφού πρόκειται περισσότερο για "κακές" (ή και καλές) σκέψεις, οι οποίες και υποτίθεται ότι μπορούν να μεταδοθούν από άνθρωπο σε άνθρωπο, έστω κι αν δεχτούμε ότι το σημείο του σώματος από όπου βγαίνει αυτή η "ενέργεια" είναι τα μάτια.

Εντούτοις, μια σημαντική τροπή στον τρόπο που κατανοούμε την όλη διαδικασία της όρασης προέρχεται από τον Ευκλείδη, ο οποίος έθεσε το φαινόμενο κάτω από μαθηματικούς όρους:

"Η προσέγγιση του Ευκλείδη ήταν αυστηρά μαθηματική και απέρριπτε σχεδόν όλες τις πτυχές της όρασης που δεν μπορούσαν να αναχθούν στη γεωμετρία. Ο ίδιος διατύπωσε μια θεωρία εξόρασης και υπογράμμισε ότι η όραση ήταν μια ενεργή διαδικασία, δίνοντας το παράδειγμα του να ψάχνουμε μια καρφίτσα, που στην αρχή δεν βλέπουμε αλλά μετά τη βρίσκουμε. Υπήρχε δηλαδή μια αλλαγή σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας της ενεργής προσοχής, παρότι το φως που εισέρχεται στα μάτια παραμένει το ίδιο (Zajonc,) 1993.

Ο Ευκλείδης αναγνώρισε ότι το φως παίζει έναν ρόλο στην όραση, αλλά είπε πολύ λίγα σχετικά με τον τρόπο που ήταν συνδεδεμένο με τις ακτίνες που έβγαιναν προς τα έξω από τα μάτια. Υπέθεσε ότι αυτές οι ακτίνες ταξίδευαν σε ευθείες γραμμές, και επεξεργάστηκε γεωμετρικά τον τρόπο πώς τα μάτια πρόβαλλαν τις εξωτερικές εικόνες που βλέπουμε. Επίσης διατύπωσε σαφώς τις αρχές της αντανάκλασης σε κάτοπτρα, αναγνωρίζοντας την ισότητα αυτών που σήμερα ονομάζουμε γωνίες πρόσπτωσης και αντανάκλασης, και εξήγησε τα είδωλα των εικόνων μέσω της κίνησης οπτικών ακτίνων από τα μάτια προς τα έξω. (Takahashi, 1992)."




Στα προηγούμενα σχεδιαγράμματα βλέπουμε τη διαδικασία της όρασης όπως λίγο- πολύ περιγράφτηκε από τον Ευκλείδη (παρότι εκείνος πίστευε ότι οι ακτίνες δημιουργούνται από τα μάτια) και η οποία διδάσκεται σε σύγχρονα εγχειρίδια οπτικής: "Ακτίνες από ένα σημείο στο αντικείμενο αντανακλώνται στον καθρέφτη και φαίνονται να προέρχονται από ένα σημείο πίσω από τον καθρέφτη, όπου το μάτι φαντάζεται ότι οι ακτίνες τέμνονται αν προεκταθούν." (Duncan και Kennett, 2001, σ. 8). Το δεύτερο από αυτά τα σχεδιαγράμματα είναι του Νεύτωνα, ο οποίος στο βιβλίο του περί οπτικής το περιγράφει ως εξής: οι ανακλώμενες στο μάτι του παρατηρητή ακτίνες "σχηματίζουν την ίδια εικόνα στο βυθό των ματιών σαν να προέρχονταν από το αντικείμενο που βρίσκεται πραγματικά στο σημείο αχωρίς την παρεμβολή του καθρέφτη• και όλη η διαδικασία της όρασης γίνεται σύμφωνα με τον τόπο και το σχήμα αυτής της εικόνας" (Βιβλίο I, αξίωμα VIII).

Χαρακτηριστικό είναι πάντως το γεγονός ότι σε σύγχρονες έρευνες που έχουν γίνει, η πεποίθηση ότι η όραση οφείλεται σε κάποιο είδος ακτινοβολίας επικρατεί σε ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων. Στο ίδιο άρθρο ο Sheldrake αναφέρει:

"Στη μελέτη του σχετικά με την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού, ο Piaget (1973) διαπίστωσε ότι τα παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ή 11 θεωρούσαν ότι η όραση είχε να κάνει με μια κίνηση από τα μάτια προς τα έξω. Ο Gerald Winer και οι συνάδελφοί του έχουν επιβεβαιώσει τη διαπίστωση του Piaget σε μια πρόσφατη σειρά ερευνών στο Οχάιο. 80% των παιδιών της 3ης τάξης του δημοτικού (ηλικίας 8-9) συμφώνησαν ότι στην όραση συμμετέχουν τόσο η προς τα μέσα όσο και η προς τα έξω κίνηση από «ακτίνες, ενέργεια ή κάτι άλλο» (Cottrell και Winer, 1994)...

Για τον Winer και τους συναδέλφους του ήταν «έκπληξη- πραγματικό σοκ» αυτά τα ευρήματα (Winer και Cottrell, 1996, σ. 138). Ήταν ιδιαίτερα έκπληκτοι να βρουν ότι η πεποίθηση στην ικανότητα του να νιώθουμε τους άλλους να μας κοιτάνε αυξανόταν με την ηλικία, με το 92% των μεγαλύτερων παιδιών και ενηλίκων να απαντά «ναι» στην ερώτηση «Έχεις νιώσει ποτέ να σε κοιτάνε χωρίς στην πραγματικότητα να βλέπεις αυτούς που σε κοιτούν;» Cottrell κ.ά., 1996). Σχολίασαν, «η πεποίθηση στην ικανότητα του να νιώθουμε να μας κοιτάνε, που παρουσιάζεται σε υψηλό επίπεδο μεταξύ των παιδιών, αλλά και των ενηλίκων, φαίνεται, αν μη τι άλλο, να ενισχύεται με την ηλικία, σαν να αυξανόταν η έλλειψη ορθολογισμού παρά να μειώνεται από την παιδική στην ενήλικη ζωή. (Winer και Cottrell, 1996, σ. 139)."

Αυτά τα ευρήματα ίσως να προκαλούν εντύπωση αλλά προφανώς δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι η αίσθηση του να σε κοιτάνε είναι ένα πραγματικό φαινόμενο που οφείλεται σε κάποιο είδος ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τα ανθρώπινα μάτια, γιατί υπάρχουν ακόμη και πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν πως ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη γη, χωρίς βεβαίως αυτό να ισχύει. Από την άλλη μεριά, δεν θα ήταν σωστό και να αποκλείσουμε το φαινόμενο χωρίς να εξετάσουμε τα διαθέσιμα στοιχεία.

Ο Sheldrake σε κάθε περίπτωση θα χρησιμοποιήσει την έννοια του ολογράμματος για να προτείνει τη δική του θεωρία σχετικά με την όραση:

"Η δική μου υπόθεση είναι ότι η προβολή πραγματοποιείται μέσω αντιληπτικών πεδίων, που εκτείνονται πέρα από τον εγκέφαλο, συνδέοντας τον παρατηρητή με το παρατηρούμενο. Η όραση έχει τις ρίζες της στη δραστηριότητα του εγκεφάλου, αλλά δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του κεφαλιού (Sheldrake, 1994• 2003). Όπως ο Velmans, προτείνω ότι ο σχηματισμός αυτών των πεδίων εξαρτάται από τις αλλαγές που συμβαίνουν σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου καθώς η όραση πραγματοποιείται, και επηρεάζεται από προσδοκίες, προθέσεις και αναμνήσεις. Ο Velmans προτείνει ότι η προβολή αυτή πραγματοποιείται με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι ανάλογη με ένα φαινόμενο πεδίου, όπως σε ένα ολόγραμμα. Προτείνω ότι η αντιληπτική προβολή δεν είναι απλώς ανάλογη, αλλά στην πραγματικότητα είναι ταυτόσημη με ένα φαινόμενο πεδίου...

Τα αντιληπτικά πεδία σχετίζονται με μια ευρύτερη κλάση βιολογικών πεδίων που συμμετέχουν στην οργάνωση της ανάπτυξης των οργανισμών και στη δραστηριότητα του νευρικού συστήματος. Η ιδέα των βιολογικών πεδίων υπήρξε μια σημαντική πτυχή της αναπτυξιακής βιολογίας από τη δεκαετία του 1920, όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η υπόθεση των μορφογενετικών πεδίων (Gurwitsch,) 1922. Τα πεδία αυτά αποτελούν το υπόβαθρο των διεργασιών της βιολογικής μορφογένεσης...

Οι περισσότεροι βιολόγοι ελπίζουν ότι τα μορφογενετικά πεδία τελικά θα εξηγηθούν με όρους των γνωστών πεδίων της φυσικής, ή σαν πρότυπα διάχυσης χημικών προϊόντων, ή με κάποιου άλλου είδους φυσικο- χημικό μηχανισμό... Μοντέλα αυτών των πεδίων με όρους χημικών δυναμικών πράγματι μπορούν να βοηθήσουν να εξηγηθεί ένα πρώιμο στάδιο της μορφογένεσης... Αλλά η μορφογένεση καθαυτή, ο σχηματισμός δομών όπως τα άκρα του σώματος, τα μάτια και τα λουλούδια, συνεπάγεται περισσότερα από το σχηματισμό των σωστών πρωτεϊνών στα σωστά κύτταρα την κατάλληλη στιγμή. Τα κύτταρα, οι ιστοί και τα όργανα συγκροτούν συγκεκριμένες δομές με έναν τρόπο που ακόμη είναι ελάχιστα κατανοητός, και είναι εδώ που τα μορφογενετικά πεδία θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο διαμόρφωσης και καθοδήγησης των αναπτυξιακών διαδικασιών. Η πρότασή μου είναι ότι τα μορφογενετικά πεδία δεν είναι απλώς ένας τρόπος του λέγειν σχετικά με γνωστά φαινόμενα όπως τα χημικά δυναμικά, αλλά είναι ένα νέο είδος πεδίου (Sheldrake, 1981)."

Στη συνέχεια ο Sheldrake εξηγεί πώς θα μπορούσαν αυτά τα "αντιληπτικά πεδία" να συνδέονται με την αίσθηση του να σε κοιτάνε:

"Τα μορφογενετικά πεδία αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης κατηγορίας πεδίων που ονομάζονται μορφικά πεδία, τα οποία περιλαμβάνουν πεδία συμπεριφοράς, κοινωνικά και αντιληπτικά. Αυτά τα πεδία μπορούν να μοντελοποιηθούν μαθηματικά με ελκυστές μέσα σε διανυσματικά πεδία...

Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, είναι στη φύση των μορφικών πεδίων να συνδέουν και να συντονίζουν πρότυπα δραστηριότητας σε ένα μεγαλύτερο σύνολο. Τα μορφικά πεδία καθοδηγούν συστήματα σε ελκυστές, και τα σταθεροποιούν χρονικά μέσω συντονισμού. Επηρεάζονται επίσης μέσω ενός συντονισμού στο χώρο και στο χρόνο από προηγούμενα παρόμοια συστήματα, με μια διαδικασία που ονομάζεται μορφικός συντονισμός. Έτσι περιέχουν μια εγγενή μνήμη, τόσο του παρελθόντος του συστήματος, όσο και ένα είδος συλλογικής ή ομαδοποιημένης μνήμης από προηγούμενα παρόμοια συστήματα αλλού. Μέσω της επανάληψης ένα μορφικό πεδίο σταδιακά εγκαθιδρύεται...

Για να κατανοήσουμε την αίσθηση του να σε κοιτάνε, χρειαζόμαστε μια επιπλέον υπόθεση, δηλαδή ότι αυτά τα αντιληπτικά πεδία αλληλεπιδρούν με τα πεδία του ανθρώπου ή του ζώου όπου η προσοχή στρέφεται. Εξορισμού, όλοι οι άνθρωποι και τα ζώα έχουν τα δικά τους μορφικά πεδία, έτσι ώστε αυτή η αλληλεπίδραση θα μπορούσε να γίνεται ισοδύναμα, θα ήταν μια αλληλεπίδραση πεδίου με πεδίο (Sheldrake, 2003)."

Σύμφωνα δηλαδή με τον Sheldrake η ανθρώπινη σκέψη παράγει κάποιου είδους πεδία, που ονομάζει αντιληπτικά, και τα οποία, ως ένα είδος μορφικών πεδίων, αλληλεπιδρούν με τα άλλα μορφικά πεδία της φύσης, όπως είναι και τα αντιληπτικά πεδία άλλων ανθρώπων, μέσω ενός είδους συντονισμού, που ο ίδιος ονομάζει μορφικό συντονισμό.

Αυτό που προκαλεί αίσθηση με τη θεωρία του Sheldrake είναι ότι χρησιμοποιεί μια έννοια από το χώρο τηε φυσικής με συγκεκριμένη σημασία για να περιγράψει την ανθρώπινη σκέψη, η οποία προφανώς δεν έχει χαρακτήρα πεδίου. Ακόμα δηλαδή και αν ο άνθρωπος ή ένας ζωντανός οργανισμός εκπέμπει κάποιου είδους πεδία όταν σκέφτεται ή γενικότερα όταν δραστηριοποιείται, δεν υπάρχει λόγος να πρόκειται για ένα είδος νέων πεδίων αντί για ηχητικά κύματα, οπτικά σήματα, παλμοί, ή έστω κάποια κύματα ηλεκτρομαγνητικής φύσης. Άλλωστε η ίδια η έννοια του πεδίου είναι μια υπόθεση για να εξηγήσει την αλληλεπίδραση μέσω διάδοσης πληροφορίας. Αν τα μορφογενετικά πεδία ήταν πεδία με αυτήν την αυστηρή έννοια, τότε δεν θα μπορούσαν να "διαδοθούν" αυθαίρετα και ακαριαία, όπως η περίπτωση της αίσθησης του να σε κοιτάνε υπονοεί.

Ίσως ο Αριστοτέλης είχε δίκιο όταν έλεγε πως σημασία έχει το μέσο και όχι ο πομπός ή ο δέκτης,   αφού αυτός ο "μορφικός συντονισμός," ανάμεσα σε ζωντανές υπάρξεις τονίζει τη σημασία της ύπαρξης "σύνδεσης" και όχι τόσο αν ο συσχετισμός μεταξύ πομπού και δέκτη είναι "ενεργητικός" ή "παθητικός." Αυτό επίσης το χαρακτηριστικό της μη τοπικότητας, δηλαδή της ταυτόχρονης σύνδεσης μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου, υπονοεί μια σύνδεση χωρίς διάδοση πληροφορίας, και επομένως η έννοια του πεδίου εδώ είναι άτοπη. Αντίθετα παραπέμπει στην σύγχρονη κβαντική φυσική και το φαινόμενο της λεγόμενης κβαντικής σύζευξης.

Ο Sheldrake επαυτού λέει:

"Ο Christopher Clarke ισχυρίζεται ότι η κβαντική σύζευξη μπορεί όχι μόνο να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην όραση, αλλά επίσης ότι αποτελεί μια θεμελιώδη πτυχή της συνείδησης (Clarke, 2004). Η ίδια η συνείδηση κατά κάποιον τρόπο προκύπτει από συζευγμένα συστήματα: «Αν η ποιοτική πτυχή της αντίληψης παράγεται από την κβαντική σύζευξη των καταστάσεων του εγκεφάλου και των καταστάσεων των αντιληπτών αντικειμένων, τότε το έρεισμα της συνείδησης δεν είναι μόνο ο εγκέφαλος, αλλά το σύνολο του πιθανού χώρου... Ο Clarke προτείνει επιπλέον ότι η κβαντική σύζευξη των ζωντανών οργανισμών μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση των ολιστικών τους ιδιοτήτων: «Αν αναλογιστούμε μια ζωντανή, επομένως συνεκτική, οντότητα, τότε η σύζευξη θα καταλάβει τις καταστάσεις των επιμέρους τμημάτων, που θα είναι πλέον ακαθόριστα, και θα τα αντικαταστήσει με την κβαντική κατάσταση του συζευγμένου όλου."

Προτείνει δε έναν τρόπο σύνδεσης ανάμεσα στην κβαντική φυσική και στην εξελικτική βιολογία με αυτό που ονομάζεται κβαντικός Δαρβινισμός:

"Μια ομάδα φυσικών στο Los Alamos πρότεινε πρόσφατα μια μορφή επιλεκτικής αντίληψης των κβαντικών καταστάσεων που γίνεται καθιερωμένη, κατά τρόπο παρόμοιο με τη δραστηριότητα των αντιληπτικών πεδίων, που συζητήθηκαν παραπάνω. (Ollivier κ.ά., 2004).

Ένα δελτίο ειδήσεων του Nature το 2004, εξηγεί πώς αυτή η νέα υπόθεση προέκυψε από την ερώτηση, "Αν, όπως λέει η κβαντική μηχανική, η παρατήρηση του κόσμου τείνει να τον αλλάξει, πώς μπορούμε να συμφωνούμε σε κάτι; Γιατί το κάθε άτομο δεν αφήνει μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του κόσμου για το επόμενο άτομο να βρει;" Η απάντηση ονομάζεται κβαντικός Δαρβινισμός:

Ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις ενός συστήματος προωθούνται έναντι των άλλων με μια κβαντική μορφή φυσικής επιλογής... Η πληροφορία σχετικά με αυτές τις καταστάσεις επικρατεί και αποτυπώνεται στο περιβάλλον. Έτσι οι παρατηρητές που εξετάζουν το περιβάλλον για να σχηματίσουν μια εικόνα του κόσμου τείνουν να βλέπουν τις ίδιες "προτιμούμενες" καταστάσεις...

Αντί η αποσύνδεση να αποτελεί πρόβλημα για αυτήν την άποψη, είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό. Όπως ο Zurek, συνεργάτης του Ollivier, το θέτει, "Η αποσύνδεση επιλέγει από τον κβαντικό "πουρέ" τις καταστάσεις που είναι σταθερές." Αυτές οι σταθερές καταστάσεις ονομάζονται "διανυσματικές" καταστάσεις (pointer states). Μέσω μιας Δαρβινιστικού τύπου διαδικασία επιλογής οι καταστάσεις αυτές πολλαπλασιάζονται καθώς πολλοί παρατηρητές βλέπουν το ίδιο πράγμα. Με τα λόγια του Zurek, "Κάποιος μπορεί να πει ότι οι διανυσματικές καταστάσεις είναι οι πιο "κατάλληλες." Επιβιώνουν της παρατήρησης μέσα στο περιβάλλον αφήνοντας "απόγονους" που κληρονομούν τις ιδιότητές τους." (Ball, 2004). 

Αν μια διανυσματική κατάσταση συνδέσει έναν παρατηρητή με κάποιον τον οποίο κοιτάζει, τέτοιες προτιμώμενες καταστάσεις κβαντικής αποσύνδεσης ίσως αποτελούν τα θεμέλια της αίσθησης του να σε κοιτάνε. Πράγματι μια προτιμώμενη κβαντική κατάσταση μπορεί να είναι ένας άλλος τρόπος να μιλάμε για ένα αντιληπτικό πεδίο."

Σε ό,τι αφορά την έννοια της αποσύνδεσης (decoherence) στην κβαντομηχανική, πρόκειται για τη στιγμή που η κυματοσυνάρτηση καταρρέει λόγω, φερειπείν, της παρατήρησης και αποκρυσταλλώνεται μια συγκεκριμένη κατάσταση του συστήματος υπό παρατήρηση, από όλες τις  άλλες συνυπάρχουσες ή σε "υπέρθεση" καταστάσεις που ήταν διαθέσιμες (πιθανές) εκείνη τη στιγμή να συμβούν. 

Σε ό,τι αφορά την αίσθηση του να σε κοιτάνε, η θεωρία των αντιληπτικών πεδίων ειδικά και των μορφογενετικών ή μορφικών πεδίων γενικά, είναι μια προσπάθεια ερμηνείας μιας κατάστασης η οποία ουσιαστικά ούτε με "όραση" έχει να κάνει ούτε με αντιληπτικά "πεδία" ανάμεσα στα μυαλά των ανθρώπων. Προφανώς έχει να κάνει με μια αφηρημένη και ασυνείδητη σε μεγάλο βαθμό αντίληψη ενός γεγονότος το οποίο δεν διαδίδεται ως πληροφορία και επομένως δεν έχει το χαρακτήρα πεδίου. Πιθανότερα έχει να κάνει με μια στιγμιαία αντίληψη κάποιου γεγονότος το οποίο ερμηνεύεται από τον εγκέφαλο με συγκεκριμένο τρόπο. Το πώς ακριβώς λαμβάνει χώρα το φαινόμενο και κατά πόσο είναι αυθεντικό και όχι κατά κύριο λόγο μια εκ των υστέρων "ανάδρομη επιβεβαίωση" της αντίληψής μας για κάποιο στιγμιαίο συμβάν, αυτό είναι ένα θέμα για περαιτέρω συζήτηση.





ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ

$
0
0
[Απόσπασμα από το βιβλίο Escher on Escher: Exploring the Infinite, του ίδιου]


Τα ανθρώπινα όντα δεν μπορούν να φανταστούν ότι η ροή του χρόνου θα μπορούσε κάποτε να σταματήσει. Μας φαίνεται ότι ο χρόνος θα συνεχίσει να ρέει αιώνια, ακόμη και αν η γη θα σταματήσει να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της και τον ήλιο, ακόμα και αν τότε δεν θα υπάρχουν ημέρες ή νύχτες, ούτε καλοκαίρια και χειμώνες. 

Ούτε μπορούμε να αντιληφτούμε ότι κάπου πίσω από τα απώτερα αστέρια στο νυχτερινό ουρανό υπάρχει το τέλος του διαστήματος και ένα όριο πέρα από το οποίο δεν υπάρχει «τίποτα.» Η έννοια «κενό» εξακολουθεί να σημαίνει κάτι για μας, επειδή ένας χώρος μπορεί να είναι άδειος, τουλάχιστον στη σκέψη μας. Ωστόσο, η φαντασία μας δεν έχει πρόσβαση στην ιδέα του «τίποτα» με την έννοια του «άχωρου.» Γι' αυτό και εμείς στηριζόμαστε σε μία χίμαιρα, στη μετά θάνατο ζωή, στον παράδεισο, στην κόλαση, σε μια μετενσάρκωση, ή μια νιρβάνα, όλα από τα οποία θα ήταν τότε αιώνια στο χρόνο και ατελείωτα στο χώρο. Το κάνουμε αυτό από τότε που οι άνθρωποι κείνται, κάθονται, και στέκονται πάνω σε αυτήν την επίγεια σφαίρα, από τότε που μπουσουλάνε και περπατάνε πάνω της, σαλπάρουν, οδηγούν, και πετάνε από πάνω της (και σύντομα θα πετούν πέρα από αυτήν). 

Έχει κάθε μουσικός, κάθε καλλιτέχνης για τον οποίο ο χρόνος είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο δημιουργεί, ποτέ αισθανθεί μια επιθυμία βαθιά μέσα του να προσεγγίσει την αιωνιότητα με ήχους; Δεν ξέρω. Αν, ωστόσο, η απάντηση είναι «ναι,» τότε μου φαίνεται ότι τα μέσα στη διάθεσή του είναι ανεπαρκή για να ικανοποιήσει αυτήν την επιθυμία. Πώς θα μπορούσε ένας συνθέτης να πετύχει στο να προκαλέσει την εικασία ενός πράγματος που δεν έχει τέλος; Η μουσική δεν βρίσκεται εκεί, ούτε πριν ξεκινήσει ούτε αφού τελειώσει. Υπάρχει όσο τα αυτιά μας λαμβάνουν τις ηχητικές δονήσεις από τις οποίες αποτελείται, ούτε πριν ούτε μετά. Μια ροή μελωδικών ήχων που συνεχίζει χωρίς διακοπή για μια ολόκληρη ημέρα δεν παράγει μια εικασία για την αιωνιότητα, αλλά κούραση και πλήξη. Κανείς ένθερμος ακροατής του ραδιοφώνου δεν έλαβε ποτέ κάποια έννοια της αιωνιότητας αφήνοντάς το ανοικτό από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, ακόμη και αν επέλεξε μόνο πανέμορφα προγράμματα κλασσικής μουσικής. 

Όχι, αυτό το ζήτημα είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιλυθεί για έναν καλλιτέχνη που ασκεί της δυναμικές τέχνες από ό,τι για έναν ασκούμενο στις στατικές τέχνες. Ο τελευταίος μπορεί να θέλει να διεισδύσει πλήρως μέσα στο βαθύτερο άπειρο πάνω στο επίπεδο ενός απλού κομματιού από χαρτί σχεδίασης χρησιμοποιώντας ακίνητες και οπτικά παρατηρήσιμες εικόνες. Είναι αμφίβολο αν υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι πλαστικοί καλλιτέχνες, συμπεριλαμβάνοντας τους εικονογράφους, τους γραφίστες, τους ζωγράφους, τους γλύπτες, που να βιώνουν έναν τέτοιον πόθο. Στην εποχή μας, οι καλλιτέχνες που κάνουν αναπαραστάσεις καθοδηγούνται αντίθετα από παρορμήσεις που δεν μπορούν, ούτε και θέλουν, να περιγράψουν. Ωθούνται από μια παρόρμηση που δεν είναι πνευματικής φύσης, αλλά ασυνείδητη ή υποσυνείδητη, μια παρόρμηση που οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν. 

Ωστόσο, μπορεί να συμβεί κάποια μέρα κάποιος να αισθανθεί μια συγκεκριμένη και συνειδητή επιθυμία να έχει ωριμάσει μέσα του για να προσεγγίσει το άπειρο όσο πιο αγνά και εγγύτερα γίνεται μέσω των αναπαραστάσεών του. Αυτό μπορεί να συμβεί σε κάποιον που δεν έχει απορροφήσει πολύ πραγματική γνώση— κάποιος που δεν έχει μελετήσει πολύ τις προηγούμενες γενιές, κάποιον που, όπως οι πλαστικοί καλλιτέχνες κάνουν, γεμίζει τις ημέρες με το σχεδιασμό περισσότερο ή λιγότερο φανταστικών εικόνων. 

Βαθύ, βαθύ άπειρο! Η ανάπαυση, το όνειρο καταργήθηκε από τις νευρικές εντάσεις της καθημερινής ζωής• αρμενίζοντας σε μια ήρεμη θάλασσα, στην πλώρη ενός πλοίου, προς έναν ορίζοντα που πάντα απομακρύνεται• κοιτάζοντας τα κύματα που περνούν και ακούγοντας το μονότονο, ήπιο μουρμουρητό τους, σε κατάσταση ονείρου μέχρι την ασυνειδητότητα....

Όταν κάποιος βουτάει στην απεραντοσύνη, συνάμα στο χρόνο και το χώρο, ολοένα και περισσότερο χωρίς διακοπή, χρειάζεται σταθερά σημεία ή ορόσημα τα οποία προσπερνάει. Χωρίς αυτά, η κίνησή του δεν διαφέρει από το να είναι ακίνητος. Πρέπει να υπάρχουν αστέρια κατά μήκος των οποίων κάποιος σημαδεύει, σημεία αναφοράς από τα οποία μπορεί να μετρήσει το δρόμο που διανύθηκε. 

Πρέπει να διαιρέσει το σύμπαν του σε αποστάσεις ενός συγκεκριμένου μήκους, σε τμήματα που επαναλαμβάνονται σε ατέλειωτες σειρές. Σε κάθε συνοριακή διάβαση μεταξύ ενός τμήματος και του επομένου, το ρολόι του χτυπά. Όποιος θέλει να δημιουργήσει για τον εαυτό του ένα σύμπαν σε ένα δισδιάστατο επίπεδο θα παρατηρήσει ότι ο χρόνος περνά ενώ εκείνος ασχολείται με τη δημιουργία του. (Αστειεύεται με τον εαυτό του, επειδή στον τρισδιάστατο κόσμο μας ούτε μια δισδιάστατη ούτε μια τετραδιάστατη πραγματικότητα μπορεί να υπάρξει.) Όταν έχει τελειώσει, ωστόσο, και κοιτάξει τι έκανε, τότε βλέπει κάτι που είναι στατικό και άχρονο. Στην αναπαράστασή του, κανένα ρολόι δεν χτυπά. Μόνο μια επίπεδη, ακίνητη έκταση αποκαλύπτεται. Κανείς δεν μπορεί να σχεδιάσει μια γραμμή που να μην είναι μια συνοριακή γραμμή. Κάθε γραμμή διαιρεί μια ενότητα σε μια πολλαπλότητα. Όποια και αν είναι η μορφή της, κάθε κλειστό περίγραμμα απαιτεί επίσης τις έννοιες του «μέσα» και του «έξω.» Κατά συνέπεια σύντομα αυτές ακολουθούνται από την υπόθεση του «κοντινού» και του «μακρινού,» δηλαδή του αντικειμένου και του υποβάθρου. 

Το δυναμικό, τακτικό χτύπημα του ρολογιού σε κάθε διέλευση των συνόρων του ταξιδιού μας διαμέσου του χώρου σιωπά. Ωστόσο, μπορούμε να το αντικαταστήσουμε, στατικά, με την περιοδική επανάληψη παρόμοιων μορφών στο επίπεδο που σχεδιάζουμε. Θα σχεδιάσουμε κλειστές μορφές που οριοθετούν η μία την άλλη, καθορίζουν η μία το σχήμα της άλλης, και γεμίζουν το επίπεδο προς όλες τις πλευρές όσο θέλουμε. 

Τι είδους μορφές; Πολύχρωμους, χωρίς σχήμα λεκέδες που δεν μας προκαλούν καμία σχετική σκέψη; Ή αφηρημένες, γεωμετρικές, ευθύγραμμες μορφές, τετράγωνα ή εξάγωνα, που μας θυμίζουν τουλάχιστον μια σκακιέρα ή μια κηρήθρα; Όχι, δεν είμαστε τυφλοί, κουφοί, και μουγκοί. Παρατηρούμε συνειδητά τις μορφές που μας περιβάλλουν και με τη μεγάλη τους ποικιλία μιλούν μια σαφή και συναρπαστική γλώσσα σε εμάς: Για το λόγο αυτό οι μορφές που χρησιμοποιούμε για να συνθέσουμε τη διαίρεση του επιπέδου πρέπει να είναι αναγνωρίσιμες ως διακριτά και σαφή σύμβολα της ζωντανής ή νεκρής ύλης γύρω μας. Όταν φτιάχνουμε ένα σύμπαν, ας μην είναι αφηρημένο, μια κενότητα, αλλά μια συγκεκριμένη αναπαράσταση αναγνωρίσιμων αντικειμένων. Ας οικοδομήσουμε ένα δισδιάστατο σύμπαν από έναν απείρως μεγάλο αριθμό από παρόμοια, αλλά σαφώς αναγνωρίσιμα δομικά στοιχεία. 

 Μπορεί να γίνει ένα σύμπαν από πέτρες, αστέρια, φυτά, ζώα ή ανθρώπους.


Τι είναι αυτό που επιτεύχθηκε σε ό,τι αφορά την κανονική διαίρεση του επιπέδου στο Symmetry Work 25; Όχι ακόμη ένα άπειρο, αλλά ήδη ένα τμήμα, ένα κομμάτι από «το σύμπαν των ερπετών.» Αν μόνο το επίπεδο πάνω στο οποίο αυτές ακολουθούν η μία την άλλη ήταν απεριόριστα μεγάλο, ένας απείρως μεγάλος αριθμός του θα μπορούσε να εκπροσωπηθεί σε αυτό. Ωστόσο, δεν παίζουμε ένα παιχνίδι εικασιών. Έχουμε επίγνωση ότι ζούμε σε μια υλική, τρισδιάστατη πραγματικότητα, και ενδεχομένως δεν είναι δυνατό να κατασκευάσουμε ένα επίπεδο που απλώνεται απείρως προς όλες τις πλευρές. Μπορούμε, φυσικά, να αναδιπλώσουμε το κομμάτι χαρτιού πάνω στο οποίο αυτός ο κόσμος των ερπετών αναπαρίσταται σαν ένα τμήμα. Μπορούμε να φτιάξουμε έναν χάρτινο σωλήνα με τέτοιον τρόπο ώστε οι φιγούρες των ζώων πάνω σε αυτόν τον κύλινδρο να συνεχίσουν να ακολουθούν η μία την άλλη χωρίς διακοπές, ενώ ο σωλήνας περιστρέφεται γύρω από τον επιμήκη του άξονα. Με αυτόν τον τρόπο, το άπειρο επιτυγχάνεται σε μία κατεύθυνση, αλλά όχι ωστόσο προς όλες τις πλευρές επειδή δεν μπορούμε να κατασκευάσουμε έναν απείρως μακρύ σωλήνα όσο και ένα απείρως εκτεινόμενο επίπεδο.


Το Carved Beechwood Ball with Fishδίνει μια πιο ικανοποιητική λύση: μια ξύλινη μπάλα, της οποίας η επιφάνεια συμπληρώνεται εντελώς από δώδεκα όμοια σχήματα ψαριών. Όταν γυρνάμε την μπάλα με τα χέρια μας, βλέπουμε το ένα ψάρι μετά το άλλο να εμφανίζεται, συνεχίζοντας στο άπειρο. 

Είναι αυτό το σφαιρικό αποτέλεσμα, ωστόσο, πραγματικά απόλυτα ικανοποιητικό; Σίγουρα όχι για έναν γραφίστα, που είναι περισσότερο οικείος με το επίπεδοαπό ό,τι είναι ένας εικονογράφος, ένας ζωγράφος, ένας γλύπτης. Επιπλέον, και αφήνοντας αυτό κατά μέρος, δώδεκα παρόμοια ψάρια είναι κάτι διαφορετικό από απείρως πολλά.


Υπάρχουν ωστόσο, άλλες δυνατότητες για να αναπαρασταθεί ο άπειρος αριθμός γραφικά χωρίς να καμπυλωθεί το επίπεδο. Το Smaller and Smallerείναι μια πρώτη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται ο πίνακας μειώνονται σταθερά στο μισό του μεγέθους τους σε έκταση επιφάνειας, ακτινωτά από τα άκρα προς το κέντρο. Εκεί το όριο των απείρως πολλών και των απείρως μικρών φτάνει σε ένα σημείο. Ωστόσο, αυτή η σύνθεση επίσης παραμένει τμηματική επειδή μπορούμε να την αναπτύξουμε όσο θέλουμε, προσθέτοντας ολοένα και μεγαλύτερες μορφές. Ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε τον αποσπασματικό χαρακτήρα της σύνθεσης και να περιέχει ένα «άπειρο» στο σύνολό της μέσα σε μια λογική συνοριακή γραμμή είναι να εργαστούμε πάνω της με αντίστροφη σειρά. Το Circle Limit Iδίνει μια πρώτη και εντούτοις αμήχανη εφαρμογή αυτής της μεθόδου. 

Οι μεγαλύτερες φιγούρες ζώων τώρα βρίσκονται στο κέντρο, και το όριο των απείρως πολλών και των απείρως μικρών φτάνει στο κυκλικό όριο. Ο σκελετός αυτής της σύνθεσης, εκτός από τις τρεις ευθείες που διέρχονται από το κέντρο, συνίσταται μόνο σε τόξα κύκλων με ακτίνες που γίνονται όλο και μικρότερες όσο πιο κοντά φτάνουν στο άκρο που αποτελεί το όριο. Επιπλέον, όλες τέμνουν το όριο σε ορθές γωνίες. 

Αυτό το ξυλόγλυπτο, το Circle Limit I, όντας το πρώτο του είδους του, αποκαλύπτει διάφορες ελλείψεις. Τόσο η μορφή των ψαριών, που αναπτύχθηκαν οριακά από ευθύγραμμες αφαιρέσεις σε στοιχειώδη ζώα, όσο και η τοποθέτησή του ενός σε σχέση με το άλλο, αφήνει κάτι το επιθυμητό. Κάποιος αναγνωρίζει σειρές, που προτάσσονται από τους άξονες του σώματός τους ακολουθώντας η μία την άλλη. Ωστόσο, αποτελούνται από λευκά ζευγάρια με τα κεφάλια γυρισμένα το ένα προς το άλλο, εναλλασσόμενα με μαύρα ζευγάρια των οποίων οι ουρές αγγίζουν η μία την άλλη. Δεν υπάρχει επομένως συνέχεια, καμία «κατεύθυνση της ροής της κυκλοφορίας,» καμία ενότητα χρώματος σε κάθε μία από τις σειρές. 

Στη χρωματιστή ξυλογραφία Circle Limit III, τα ελαττώματα που αναφέρονται παραπάνω διορθώθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος. Υπάρχουν τώρα μόνο σειρές «με ενδιάμεση κυκλοφορία.» Όλα τα ψάρια στην ίδια σειρά έχουν επίσης το ίδιο χρώμα και ακολουθούν το ένα το άλλο, κολυμπώντας κεφάλι με ουρά κατά μήκος μια κυκλικής πορείας από άκρη σε άκρη. Όσο πιο κοντά προσεγγίζουν το κέντρο, τόσο μεγαλύτερα γίνονται. Τέσσερα χρώματα απαιτούνται, έτσι ώστε κάθε γραμμή στο σύνολό της να έρχεται σε αντίθεση με τον περίγυρό της. Όλες αυτές οι σειρές προκύπτουν σε γωνία 90 μοιρών από απείρως μακριά, σαν πύραυλοι έξω από τα όρια, που και πάλι χάνονται εκεί. Ούτε ένα στοιχείο από τις σειρές αυτές δεν φτάνει στην οριακή γραμμή. Έξω από αυτήν, ωστόσο, υπάρχει το «απόλυτο τίποτα.» Αλλά ο κυκλικός κόσμος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το κενό γύρω του. Όχι μόνο επειδή το «μέσα» προϋποθέτει το «έξω,» αλλά επίσης επειδή στο «τίποτα» βρίσκονται τα άυλα και αυστηρά γεωμετρικά ταξινομημένα κέντρα των κυκλικών τόξων, από τα οποία ο σκελετός είναι φτιαγμένος. 

Υπάρχει κάτι εκπληκτικό σε αυτούς τους νόμους. Δεν είναι εφευρέσεις ή δημιουργίες του ανθρώπινου νου, αλλά «είναι» ή «υπάρχουν» ανεξάρτητα από εμάς. Σε μια στιγμή διαύγειας κάποιος μπορεί να ανακαλύψει στο μέγιστο την ύπαρξή τους και να τους συνειδητοποιήσει. Επιτρέψτε μου να δώσω ένα πιο απτό παράδειγμα από αυτόν το επίπεδο δίσκο. Πολύ πριν υπάρξουν άνθρωποι στη γη, κρύσταλλοι αναπτύσσονταν στο φλοιό της. Μία μέρα ένας άνθρωπος είδε για πρώτη φορά ένα τέτοιο αστραφτερό μικρό κομμάτι κανονικότητας να κείται στο έδαφος, ή το χτύπησε με τον πέτρινό του πέλεκυ, και έσπασε και έπεσε μπροστά στα πόδια του και το σήκωσε και το κοίταξε στην ανοικτή του παλάμη και εντυπωσιάστηκε...

Ο Gödel και το τέλος της φυσικής

$
0
0
του S. W. Hawking 

Σε αυτή την κουβέντα, θέλω να ρωτήσω πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε, στην αναζήτησή μας για την κατανόηση του κόσμου και τη γνώση, αν θα ανακαλύψουμε ποτέ μια ολοκληρωμένη μορφή των νόμων της φύσης. Όταν λέω μια ολοκληρωμένη μορφή, εννοώ ένα σύνολο κανόνων, που αρχικά τουλάχιστον, μας επιτρέπει να προβλέψουμε το μέλλον με αυθαίρετη ακρίβεια, γνωρίζοντας κάποια δεδομένη στιγμή την κατάσταση του σύμπαντος. Μια ποιοτική κατανόηση των νόμων, υπήρξε ο στόχος των φιλοσόφων και επιστημόνων, από τον Αριστοτέλη και έπειτα. Αλλά ήταν η Principia Mathematica του Νεύτωνα το 1687, που περιείχε τη θεωρία της παγκόσμιας έλξης, που έκανε τους νόμους ποσοτικούς και ακριβείς. Αυτό οδήγησε στην ιδέα του επιστημονικού ντετερμινισμού, που φαίνεται να εκφράστηκε αρχικά από τον Laplace. Αν κάποια δεδομένη στιγμή, κάποιος ήξερε τις θέσεις και τις ταχύτητες όλων των σωματιδίων του σύμπαντος, οι νόμοι της επιστήμης του επέτρεπαν να υπολογίσει τις θέσεις και τις ταχύτητες, οποιαδήποτε άλλη στιγμή, στο παρελθόν ή στο μέλλον. Οι νόμοι μπορεί να τέθηκαν ή όχι από το Θεό, αλλά ο επιστημονικός ντετερμινισμός ισχυρίζεται ότι Εκείνος δεν παρεμβαίνει, να τους αλλάξει. 

 Στην αρχή, φαινόταν ότι αυτές οι ελπίδες για έναν πλήρη ντετερμινισμό θα διαψεύδονταν, από την ανακάλυψη στις αρχές του 20ού αιώνα, ότι γεγονότα όπως η διάσπαση των ραδιενεργών ατόμων, φαινόταν να πραγματοποιούνται τυχαία. Ήταν σαν ο Θεός να έπαιζε ζάρια, κατά την έκφραση του Einstein. Όμως, η επιστήμη πήρε τη νίκη μέσα από τα σαγόνια της ήττας, αναθεωρώντας τους στόχους, και επανακαθορίζοντας την έννοια μιας πλήρης γνώσης του σύμπαντος. Ήταν μια αναλαμπή της ευφυΐας, οι φιλοσοφικές συνέπειες της οποίας δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί πλήρως. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας ανήκει στον Paul Dirac, ο οποίος ήταν προκάτοχός μου στην έδρα των μαθηματικών του Cambridge, παρότι τότε η επιτυχία δεν του είχε αναγνωριστεί. Ο Dirac έδειξε πως το έργο των Erwin Schrödinger και Werner Heisenberg, θα μπορούσε να ενσωματωθεί στη νέα εικόνα της πραγματικότητας, που ονομάζεται κβαντική θεωρία. Στην κβαντική θεωρία, ένα σωματίδιο δεν χαρακτηρίζεται από τις δύο ποσότητες, τη θέση και την ταχύτητα, όπως στην κλασική Νευτώνεια θεωρία. Αντίθετα περιγράφεται με μία μόνο ποσότητα, την κυματοσυνάρτηση. Το μέγεθος της κυματοσυνάρτησης σε ένα σημείο, δίνει την πιθανότητα να βρεθεί το σωματίδιο σε αυτό το σημείο, και ο ρυθμός με τον οποίο η κυματοσυνάρτηση αλλάζει από σημείο σε σημείο, δίνει την πιθανότητα των διαφορετικών ταχυτήτων. Κάποιος μπορεί να έχει μια κυματοσυνάρτηση με μια οξεία κορυφή σε ένα σημείο. Αυτό αντιστοιχεί σε μια κατάσταση στην οποία υπάρχει μικρή αβεβαιότητα για τη θέση του σωματιδίου. Ωστόσο, η κυματοσυνάρτηση ποικίλλει ταχέως, ώστε να υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα στην ταχύτητα. Παρομοίως, μια μεγάλη σειρά κυμάτων έχει μια μεγάλη αβεβαιότητα στην θέση, αλλά μια μικρή αβεβαιότητα στην ταχύτητα. Κάποιος μπορεί να έχει μια καλά καθορισμένη θέση, ή μια καλά καθορισμένη ταχύτητα, αλλά όχι και τα δύο. 

 Κάτι τέτοιο φαίνεται να καθιστά αδύνατο τον πλήρη ντετερμινισμό. Αν δεν είναι δυνατό να καθοριστούν με ακρίβεια τόσο η θέση όσο και η ταχύτητα, των σωματιδίων σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, πώς μπορεί κάποιος να προβλέψει τι τιμές θα έχουν στο μέλλον; Είναι σαν την πρόγνωση του καιρού. Αυτοί που κάνουν την πρόγνωση, δεν έχουν μια ακριβή γνώση της ατμόσφαιρας κάποια δεδομένη στιγμή. Μόνο μερικές μετρήσεις στο επίπεδο του εδάφους, και ό,τι μπορεί κάποιος να μάθει από δορυφορικές φωτογραφίες. Για το λόγο αυτό οι καιρικές προβλέψεις είναι τόσο αναξιόπιστες. Ωστόσο, στην κβαντική θεωρία, προκύπτει ότι κάποιος δεν χρειάζεται να γνωρίζει και τη θέση και την ταχύτητα. Αν κάποιος γνωρίζει τους νόμους της φυσικής, και την κυματοσυνάρτηση σε κάποια χρονική στιγμή, τότε αυτό που ονομάζεται εξίσωση του Schrödinger, θα του πει πόσο γρήγορα η κυματοσυνάρτηση αλλάζει με το χρόνο. Αυτό θα του επιτρέψει να υπολογίσει την κυματοσυνάρτηση οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Κάποιος λοιπόν μπορεί να ισχυριστεί ότι εξακολουθεί να υπάρχει ντετερμινισμός, αλλά είναι ντετερμινισμός σε ένα μειωμένο επίπεδο. Αντί να μπορούμε με ακρίβεια να προβλέψουμε δύο ποσότητες, τη θέση και την ταχύτητα, μπορούμε να προβλέψουμε μόνο μια ενιαία ποσότητα, την κυματοσυνάρτηση. Έχουμε επανακαθορίσει το ντετερμινισμό, να είναι μόλις το μισό από ό,τι ο Laplace πίστευε. Κάποιοι προσπάθησαν να συνδέσουν τον απρόβλεπτο παράγοντα του άλλου μισού, με τη συνείδηση, ή με την παρέμβαση υπερφυσικών όντων. Αλλά είναι δύσκολο να αποδειχθεί είτε η μία ή η άλλη υπόθεση, για κάτι που είναι εντελώς τυχαίο. 

 Προκειμένου να υπολογίσουμε πώς η κυματοσυνάρτηση εξελίσσεται στο χρόνο, χρειάζονται οι κβαντικοί νόμοι που διέπουν το σύμπαν. Αλλά πόσο καλά γνωρίζουμε αυτούς τους νόμους; Όπως παρατήρησε ο Dirac, οι εξισώσεις του Maxwell για το φως, και η σχετικιστική κυματοσυνάρτηση, που ο ίδιος ήταν πολύ μετριόφρων για να την ονομάσει εξίσωση του Dirac, διέπουν το μεγαλύτερο μέρος της φυσικής, και ολόκληρη τη χημεία και τη βιολογία. Οπότε κατ’ ουσία, θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να προβλέψουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, παρότι δεν μπορώ να πω ότι είχα προσωπικά μεγάλη επιτυχία σε αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος περιέχει πάρα πολλά σωματίδια, για να μπορέσουμε να λύσουμε τις εξισώσεις. Αλλά είναι παρήγορο να πιστεύουμε ότι μπορούμε να προβλέψουμε τη συμπεριφορά του νηματοειδούς σκουληκιού, ακόμα και αν δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο με τον άνθρωπο. Η κβαντική θεωρία και οι εξισώσεις του Maxwell και του Dirac, πράγματι διέπουν ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας, αλλά υπάρχουν δύο σημαντικοί τομείς πέρα από το πεδίο εφαρμογής τους. Ένας είναι οι πυρηνικές δυνάμεις. Ο άλλος είναι η βαρύτητα. Οι πυρηνικές δυνάμεις είναι υπεύθυνες για τον ήλιο που λάμπει, και για το σχηματισμό των στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων του άνθρακα και του οξυγόνου, στοιχεία από τα οποία έχουμε σχηματιστεί. Και η βαρύτητα προκάλεσε το σχηματισμό των άστρων και των πλανητών, και πράγματι, του ίδιου, του σύμπαντος. Είναι λοιπόν σημαντικό να φέρουμε αυτές τις δυνάμεις στο προσκήνιο. 

 Οι λεγόμενες ασθενείς πυρηνικές δυνάμεις, έχουν ήδη ενοποιηθεί με τις εξισώσεις του Maxwell, από τους Abdus Salahm και Stephen Weinberg, σε αυτό, που είναι γνωστό ως, ηλεκτρασθενής θεωρία. Έχουν επιβεβαιωθεί πειραματικά οι προβλέψεις της θεωρίας αυτής, και οι προαναφερθέντες επιβραβεύθηκαν με το βραβείο Νόμπελ. Οι άλλες πυρηνικές δυνάμεις, οι λεγόμενες ισχυρές δυνάμεις, δεν έχουν ακόμη επιτυχώς ενοποιηθεί με τις ηλεκτρασθενείς δυνάμεις, με έναν πειραματικά ελεγχόμενο τρόπο. Αντίθετα, φαίνεται ότι μπορούν να περιγραφούν από μια παρόμοια αλλά ξεχωριστή θεωρία, που ονομάζεται QCD (Quantum Chromo- Dynamics). Δεν είναι σαφές ποιος, αν κάποιος πρόκειται, θα πάρει το Νόμπελ για την QCD, αλλά οι David Gross και Gerard t’ Hooft, μοιράζονται την επιτυχία για τη διαπίστωση ότι η θεωρία παίρνει απλούστερη μορφή στις υψηλές ενέργειες. Χρειάστηκα αρκετή δουλειά για να κάνω το συνθεσάιζερ ομιλίας μου να προφέρει το επώνυμο του Gerard. Δεν ήταν εξοικειωμένο με την απόστροφο στο ‘t’. Η ηλεκτρασθενής θεωρία, και η QCD, αποτελούν από κοινού το αποκαλούμενο καθιερωμένο μοντέλο της σωματιδιακής φυσικής (Standard Model), το οποίο αποσκοπεί να περιγράψει τα πάντα εκτός από τη βαρύτητα. 

 Το καθιερωμένο μοντέλο φαίνεται να είναι κατάλληλο για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, τουλάχιστον για τα επόμενα εκατό χρόνια. Αλλά οι πρακτικοί ή οι οικονομικοί λόγοι, ποτέ δεν ήταν η κινητήρια δύναμη στην αναζήτησή μας για μια πλήρη θεωρία για το σύμπαν. Κανείς από όσους έχουν εργαστεί πάνω στη βασική θεωρία, από τον Galileo και έπειτα, δεν έχει πραγματοποιήσει τις έρευνές του για να βγάλει λεφτά, αν και ο Dirac θα είχε κάνει μια περιουσία αν είχε κατοχυρώσει με πατέντα την εξίσωση με το όνομά του. Θα είχε τα πνευματικά δικαιώματα σε κάθε τηλεόραση, ραδιόφωνο, βίντεο και υπολογιστή. 

 Ο πραγματικός λόγος που επιζητούμε μια πλήρη θεωρία, είναι ότι θέλουμε να κατανοήσουμε το σύμπαν, και να αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε απλά τα θύματα σκοτεινών και μυστηριωδών δυνάμεων. Αν κατανοήσουμε το σύμπαν, τότε μπορούμε να το ελέγξουμε, κατά μια έννοια. Το καθιερωμένο μοντέλο είναι σαφώς ανεπαρκές από την άποψη αυτή, πρώτα από όλα, είναι άσχημο και περιοριστικό. Τα σωματίδια χωρίζονται με έναν φαινομενικά αυθαίρετο τρόπο, και το καθιερωμένο μοντέλο εξαρτάται από 24 αριθμούς, των οποίων οι τιμές δεν μπορούν να συναχθούν από τα αξιώματα, αλλά πρέπει να επιλέγονται κάθε φορά ώστε να ταιριάζουν στις παρατηρήσεις. Τι νόημα υπάρχει σε αυτό; Μπορεί κάτι τέτοιο να είναι η τελευταία λέξη της φύσης; Η δεύτερη αποτυχία του καθιερωμένου μοντέλου, είναι ότι δεν περιλαμβάνει τη βαρύτητα. Αντίθετα, η βαρύτητα περιγράφεται από τη γενική θεωρία της σχετικότητας του Einstein. Η γενική σχετικότητα, δεν είναι μια κβαντική θεωρία, σε αντίθεση με τους νόμους που διέπουν οτιδήποτε άλλο στο σύμπαν. Αν και δεν είναι συνεπές να χρησιμοποιήσουμε την μη κβαντική γενική σχετικότητα, με το κβαντικό καθιερωμένο μοντέλο, αυτό δεν έχει πρακτική σημασία στο παρόν στάδιο του σύμπαντος, επειδή τα βαρυτικά πεδία είναι ιδιαίτερα αδύναμα. Ωστόσο, στο πολύ πρώιμο σύμπαν, τα βαρυτικά πεδία θα ήταν πολύ ισχυρότερα και η κβαντική βαρύτητα θα ήταν σημαντική. Πράγματι, έχουμε αποδείξεις ότι η κβαντική αβεβαιότητα στο πρώιμο σύμπαν, έκανε ορισμένες περιοχές ελαφρώς περισσότερο ή λιγότερο πυκνές, από το κατά τα άλλα ομοιόμορφο υπόβαθρο. Αυτό μπορούμε να το δούμε σε μικρές διαφορές στα μικροκύματα της ακτινοβολίας υποβάθρου σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι θερμότερες, πυκνότερες περιοχές ξεχωρίζουν από τη διαστολή του σύμπαντος ως γαλαξίες, αστέρια και πλανήτες. Όλες οι δομές στο σύμπαν, συμπεριλαμβάνοντας και εμάς τους ίδιους, μπορούν να αναχθούν σε κβαντικά φαινόμενα σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να έχουμε μια πλήρως συνεπή θεωρία κβαντικής βαρύτητας, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το σύμπαν. 

 Η κατασκευή μιας κβαντικής θεωρίας της βαρύτητας, αποτέλεσε το εξέχον πρόβλημα στη θεωρητική φυσική, τα τελευταία 30 χρόνια. Είναι ένα πρόβλημα πολύ πιο δύσκολο από ό, τι οι κβαντικές θεωρίες των ισχυρών και ηλεκτρασθενών δυνάμεων. Αυτές διαδίδονται μέσα σε ένα σταθερό υπόβαθρο στο χώρο και στο χρόνο. Κάποιος μπορεί να καθορίσει την κυματοσυνάρτηση, και να χρησιμοποιήσει την εξίσωση του Schrödinger για τη χρονική εξέλιξη. Αλλά σύμφωνα με τη γενική σχετικότητα, η βαρύτητα ταυτίζεται με το χώρο και το χρόνο. Επομένως, πώς μπορεί η κυματοσυνάρτηση για τη βαρύτητα, να εξελίσσεται στο χρόνο; Και τέλος πάντων, τι μπορεί κάποιος να εννοεί με μια κυματοσυνάρτηση για τη βαρύτητα; Αποδεικνύεται ότι, με μια τυπική έννοια, κάποιος μπορεί να ορίσει μια κυματοσυνάρτηση, και μια εξίσωση του Schrödinger για τη βαρύτητα, αλλά έχουν ελάχιστη χρησιμότητα σε πραγματικούς υπολογισμούς. 

 Αντίθετα, η συνηθισμένη προσέγγιση είναι να θεωρήσουμε τον κβαντικό χωροχρόνο, ως μια μικρή διαταραχή κάποιου χωροχρόνου υποβάθρου, γενικά το επίπεδο διάστημα. Οι διαταραχές μπορούν τότε να αντιμετωπιστούν ως κβαντικά πεδία, όπως το ηλεκτρασθενές και το QCD πεδίο, τα οποία διαδίδονται στο χωροχρόνο του υποβάθρου. Στους υπολογισμούς της θεωρίας διαταραχών (perturbation theory), γενικά υπάρχει κάποια ποσότητα, η οποία ονομάζεται ενεργή σύζευξη (effective coupling), που υπολογίζει πόση επιπλέον διαταραχή, δημιουργεί μια συγκεκριμένη διαταραχή. Εάν η σύζευξη είναι μικρή, μια μικρή διαταραχή, δημιουργεί μια μικρότερη διόρθωση, που δίνει μια ακόμα μικρότερη δεύτερη διόρθωση, και ούτω καθεξής. Η θεωρία διαταραχών λειτουργεί, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους υπολογισμούς με οποιοδήποτε βαθμό ακρίβειας. Ένα παράδειγμα είναι ο τραπεζικός σας λογαριασμός. Οι τόκοι επί του λογαριασμού, είναι μια μικρή διαταραχή (μια πολύ μικρή διαταραχή αν είστε σε μία από τις μεγάλες τράπεζες). Ο τόκος είναι σύνθετος. Αυτό σημαίνει, ότι υπάρχει τόκος επί του κεφαλαίου, και τόκος επί του τοκισμένου κεφαλαίου. Ωστόσο, τα ποσά είναι μικρά. Με μια πολύ καλή προσέγγιση, τα χρήματα στο λογαριασμό σας, είναι περίπου όσα τοποθετήσατε αρχικά. Από την άλλη πλευρά, εάν η σύζευξη είναι υψηλή, η διαταραχή δημιουργεί μεγαλύτερη διαταραχή, που με τη σειρά της δημιουργεί μια ακόμα μεγαλύτερη διαταραχή. Ένα παράδειγμα είναι ο δανεισμός από τραπεζικούς ‘καρχαρίες’. Ο τόκος μπορεί να είναι μεγαλύτερος από όσα έχετε δανειστεί, και στη συνέχεια πληρώνετε τόκους επιπλέον. Είναι καταστροφικό. 

 Με τη βαρύτητα, η ενεργή σύζευξη είναι η ενέργεια ή η μάζα της διαταραχής, επειδή αυτό καθορίζει πόσο στρεβλώνεται ο χωροχρόνος, και έτσι δημιουργείται μια επιπλέον διαταραχή. Στην κβαντική θεωρία, ποσότητες όπως το ηλεκτρικό πεδίο, ή η γεωμετρία του χωροχρόνου, δεν έχουν καθορισμένες τιμές, ωστόσο, έχουν αυτό που αποκαλείται, κβαντικές διακυμάνσεις. Οι διακυμάνσεις αυτές έχουν ενέργεια. Στην πραγματικότητα, έχουν άπειρη ποσότητα ενέργειας, επειδή υπάρχουν διακυμάνσεις σε όλες τις κλίμακες μηκών κύματος, αυθαίρετα μικρές. Έτσι αντιμετωπίζοντας την κβαντική βαρύτητα ως μια διαταραχή του επίπεδου χώρου, δεν έχουμε καλά αποτελέσματα, επειδή οι διαταραχές συζευγνύονται ισχυρά. 

 Η υπερβαρύτητα (supergravity) εφευρέθηκε το 1976 για να επιλύσει ή τουλάχιστον για να βελτιώσει, το πρόβλημα της άπειρης ενέργειας. Είναι ένας συνδυασμός της γενικής σχετικότητας με άλλα πεδία, έτσι ώστε κάθε είδος σωματιδίου, να έχει ένα και ένα είδος υπερ-σωματιδίου για ζευγάρι. Η ενέργεια των κβαντικών διακυμάνσεων, του ενός μέρους του ζευγαριού, είναι θετική, και του άλλου αρνητική, έτσι έχουν την τάση να αλληλοακυρώνονται. Υπήρχε η ελπίδα ότι οι άπειρες θετικές και αρνητικές ενέργειας θα αλληλοακυρώνονταν, αφήνοντας μόνο ένα πεπερασμένο υπόλοιπο. Στην περίπτωση αυτή, μια αντιμετώπιση με τη θεωρία των διαταραχών θα λειτουργούσε, επειδή η ενεργή σύζευξη θα ήταν ασθενής. Ωστόσο, το 1985, οι άνθρωποι έχασαν ξαφνικά την πίστη ότι οι απειρισμοί θα ακυρώνονταν. Αυτό συνέβαινε όχι επειδή κάποιος είχε αποδείξει ότι δεν ακυρώνονταν. Θεωρούταν ότι θα χρειαζόταν ένας καλός μεταπτυχιακός φοιτητής, 300 χρόνια για να κάνει τους υπολογισμούς, και κανείς δεν θα μπορούσε να ξέρει ότι δεν είχε γίνει κάποιο λάθος στη δεύτερη σελίδα. Αλλά ήταν μάλλον επειδή ο Ed Witten είχε δηλώσει ότι η θεωρία χορδών, ήταν η πραγματική κβαντική θεωρία της βαρύτητας, ενώ η υπερβαρύτητα ήταν μόνο μια προσέγγιση, έγκυρη όταν οι ενέργειες των σωματιδίων ήταν χαμηλές, κάτι που στην πράξη ισχύει, έτσι κι αλλιώς. Στη θεωρία χορδών, η βαρύτητα δεν θεωρείται σαν στρέβλωση του χωροχρόνου. Αντίθετα, δίνεται από διαγράμματα χορδών, δίκτυα σωληνίσκων που αντιπροσωπεύουν μικρούς βρόγχους χορδών, που διαδίδονται στον επίπεδο χωροχρόνο. Η ενεργή σύζευξη, που δίνει την τάση των ενώσεων εκεί όπου τρεις σωληνίσκοι συναντώνται, δεν είναι η ενέργεια, όπως στην υπερβαρύτητα. Αντίθετα δίνεται από αυτό που λέγεται, dilaton, το σωματίδιο ενός πεδίου που ακόμα δεν έχει παρατηρηθεί. Αν το dilaton είχε μια χαμηλή τιμή, η ενεργή σύζευξη θα ήταν αδύναμη, και η θεωρία χορδών, θα ήταν μια καλή κβαντική θεωρία. Αλλά δεν έχει προς το παρόν καμία πρακτική εφαρμογή. 

 Κατά τα χρόνια μετά το 1985, έχουμε αντιληφθεί ότι τόσο η υπερβαρύτητα όσο και η θεωρία χορδών, ανήκουν σε μια ευρύτερη δομή, γνωστή ως M- θεωρία. Γιατί θα πρέπει να αποκαλείται έτσι, είναι εντελώς ασαφές. Η M- θεωρία, δεν είναι μια θεωρία με την κλασική έννοια. Περισσότερο πρόκειται για μια συλλογή θεωριών, που είναι μεταξύ τους πολύ διαφορετικές, αλλά που περιγράφουν την ίδια φυσική κατάσταση. Αυτές οι θεωρίες συνδέονται μεταξύ τους με μετασχηματισμούς ή αντιστοιχίες, που ονομάζονται dualities, πράγμα που υπονοεί ότι αποτελούν αντανακλάσεις της ίδιας υποκείμενης θεωρίας. Κάθε θεωρία της συλλογής, λειτουργεί καλά στα όρια, όπως σε εκείνο των χαμηλών ενεργειών, ή του ασθενούς dilaton, όπου η ενεργή σύζευξη είναι μικρή, αλλά καταρρέει όταν η σύζευξη είναι μεγάλη. Αυτό σημαίνει ότι καμία από τις θεωρίες, δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον του σύμπαντος, με αυθαίρετη ακρίβεια, για αυτό, θα χρειαζόταν μια ενιαία διατύπωση της Μ- θεωρίας, που θα λειτουργούσε σε κάθε περίπτωση. 

Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σιωπηρά παραδεχθεί ότι υπάρχει μια ύστατη θεωρία, και ότι τελικά θα την ανακαλύψουμε. Πράγματι, ο ίδιος πρότεινα ότι ίσως να την ανακαλύψουμε πολύ σύντομα. Ωστόσο, η M- θεωρία με έχει κάνει να διερωτηθώ αν κάτι τέτοιο είναι αλήθεια. Ίσως να μην είναι δυνατόν να διατυπωθεί μια θεωρία του σύμπαντος με έναν πεπερασμένο αριθμό προτάσεων. Αυτό θυμίζει πολύ το θεώρημα του Gödel. Αυτό λέει ότι κάθε πεπερασμένο σύστημα αξιωμάτων, δεν επαρκεί για να αποδείξει κάθε αποτέλεσμα στα μαθηματικά. 

 Το θεώρημα του Gödel αποδεικνύεται χρησιμοποιώντας προτάσεις αυτοαναφορικές. Αυτές οι προτάσεις οδηγούν σε παράδοξα. Ένα παράδειγμα είναι, αυτή η δήλωση είναι ψευδής. Αν η δήλωση είναι αληθής, είναι ψευδής. Και αν η δήλωση είναι ψευδής, είναι αλήθεια. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το παράδοξο του κουρέα. Ο κουρέας ξυρίζει κάθε άνδρα που δεν ξυρίζεται από μόνος του. Τότε ποιος ξυρίζει τον κουρέα; Αν ο ίδιος ξυρίζει τον εαυτό του, τότε δεν το κάνει, αν όχι, τότε το κάνει. Ο Gödel διείσδυσε σε βάθος για να αποφύγει τέτοια παράδοξα, κάνοντας προσεκτικά τη διάκριση ανάμεσα στα μαθηματικά, όπως ότι 2 + 2 = 4, και στα μετα- μαθηματικά, ή σε δηλώσεις σχετικές με τα μαθηματικά, όπως ότι τα μαθηματικά είναι ωραία ή ότι τα μαθηματικά είναι συνεπή. Για αυτό το λόγο η διατριβή του είναι τόσο δυσανάγνωστη. Αλλά η βασική ιδέα είναι απλούστατη. 

 Πρώτα ο Gödel έδειξε ότι σε κάθε μαθηματική φόρμουλα, όπως το 2 + 2 = 4, μπορεί να αποδοθεί ένα μοναδικός αριθμός, ο αριθμός του Gödel. Ο αριθμός Gödel του 2 + 2 = 4, είναι *. Δεύτερον, η μετα- μαθηματική δήλωση, ότι η ακολουθία των τύπων A, είναι μια απόδειξη του τύπου Β, μπορεί να εκφραστεί ως μια αριθμητική σχέση μεταξύ των αριθμών του Gödel για τους τύπους Α και Β. Έτσι τα μετα- μαθηματικά μπορούν να αντιστοιχηθούν στην αριθμητική, αν και δεν είμαι σίγουρος πώς μπορεί να μεταφραστεί η μαθηματική δήλωση, «τα μαθηματικά είναι ωραία». Τρίτο και τελευταίο, σκεφτείτε την αυτοαναφερόμενη δήλωση του Gödel, G. Αυτή είναι, ότι η δήλωση G δεν μπορεί να αποδειχθεί από τα αξιώματα των μαθηματικών. Ας υποθέσουμε ότι μπορεί να αποδειχθεί η G. Τότε τα αξιώματα θα πρέπει να είναι ασυνεπή, επειδή κάποιος θα μπορούσε να αποδείξει τη G, και ταυτόχρονα να δείξει ότι είναι αδύνατον να αποδειχθεί. Από την άλλη πλευρά, αν η G δεν μπορεί να αποδειχθεί, τότε η G είναι αληθής. Με μια αντιστοίχιση σε αριθμούς, αυτό ισοδυναμεί με μια πραγματική σχέση μεταξύ των αριθμών, η οποία όμως δεν μπορεί να συναχθεί από τα αξιώματα. Έτσι τα μαθηματικά είναι είτε ασυνεπή ή ελλιπή. Ένα έξυπνο ποντάρισμα, είναι στο ελλιπή. 

 Ποια είναι η σχέση μεταξύ του θεωρήματος του Gödel, και του κατά πόσον μπορούμε να διαμορφώσουμε τη θεωρία του σύμπαντος, με έναν πεπερασμένο αριθμό αξιωμάτων; Μια πρώτη σχέση είναι προφανής. Σύμφωνα με τη θετικιστική φιλοσοφία της επιστήμης, μια φυσική θεωρία, είναι ένα μαθηματικό μοντέλο. Έτσι αν υπάρχουν μαθηματικά αποτελέσματα που δεν μπορούν να αποδειχθούν, υπάρχουν φυσικά προβλήματα που δεν μπορούν να προβλεφθούν. Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η εικασία του Golbach. Έχοντας έναν άρτιο αριθμό από κομμάτια ξύλου, αν μπορεί κάποιος να τα χωρίζει πάντα σε δυο σωρούς, έτσι ώστε καθένας τους να μην μπορεί να σχηματίσει ένα τρίγωνο. Με άλλα λόγια, κάθε σωρός να περιέχει έναν πρώτο αριθμό από κομμάτια. 

 Παρότι αυτό είναι μη πληρότητα της ταξινόμησης, δεν έχει να κάνει με μη προβλεψιμότητα. Δηλαδή, δεδομένου ενός συγκεκριμένου αριθμού κομματιών, κάποιος μπορεί να προσδιορίσει με έναν πεπερασμένο αριθμό δοκιμών, κατά πόσο μπορούν να χωριστούν σε δύο πρώτους αριθμούς. Αλλά νομίζω ότι η κβαντική θεωρία μαζί με τη βαρύτητα, εισάγουν ένα νέο στοιχείο σε αυτήν τη συζήτηση, που δεν υπήρχε στην κλασική Νευτώνεια θεωρία. Στην τυπική θετικιστική προσέγγιση της φιλοσοφίας της επιστήμης, οι φυσικές θεωρίες ζουν με δωρεάν ενοίκιο σε έναν Πλατωνικό ουρανό ιδανικών μαθηματικών μοντέλων. Δηλαδή, ένα μοντέλο μπορεί να είναι αυθαίρετα αναλυτικό, και μπορεί να περιέχει έναν άπειρο όγκο πληροφοριών, χωρίς να επηρεάζει το εκάστοτε σύμπαν που περιγράφει. Αλλά δεν είμαστε άγγελοι, που βλέπουν το σύμπαν απ’ έξω. Αντίθετα, εμείς και τα μοντέλα μας, αποτελούμε μέρος του σύμπαντος που περιγράφουμε. Έτσι μια φυσική θεωρία, είναι αυτοαναφορική, όπως το θεώρημα του Gödel. Ως εκ τούτου, κάποιος μπορεί να περιμένει ότι θα είναι είτε ασυνεπής ή ελλιπής. Οι θεωρίες που έχουμε μέχρι στιγμής, είναι τόσο αντιφατικές, όσο και ελλιπείς. 

 Η κβαντική βαρύτητα είναι ουσιώδης για το επιχείρημα. Η πληροφορία στο μοντέλο, μπορεί να αναπαρασταθεί από μια κατανομή των σωματιδίων. Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, ένα σωματίδιο σε μια περιοχή συγκεκριμένης έκτασης, έχει κάποιο ελάχιστο ποσό ενέργειας. Έτσι, όπως είπα νωρίτερα, τα μοντέλα δεν ζουν με δωρεάν ενοίκιο. Κοστίζουν ενέργεια. Από την περίφημη εξίσωση του Einstein, E = mc^2, η ενέργεια είναι ισοδύναμη με τη μάζα. Και η μάζα κάνει τα συστήματα να καταρρέουν λόγω βαρύτητας. Είναι σαν να βάζετε δίπλα- δίπλα πάρα πολλά βιβλία σε μια βιβλιοθήκη. Το δάπεδο θα υποχωρήσει και θα σχηματίσει μια μαύρη τρύπα που θα καταπιεί όλη την πληροφορία. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά, ο Jacob Bekenstein και εγώ, βρήκαμε ότι η ποσότητα των πληροφοριών σε μια μαύρη τρύπα, είναι ανάλογη με την επιφάνεια του ορίου (ορίζοντας συμβάντος) της μαύρης τρύπας, παρά με τον όγκο της μαύρης τρύπας, όπως κάποιος θα περίμενε. Το όριο της μαύρης τρύπας σχετικά με τη συγκέντρωση της πληροφορίας, έχει θεμελιώδη σημασία, αλλά δεν έχει κατάλληλα ενσωματωθεί σε οποιαδήποτε από τις διατυπώσεις της M- θεωρίας από όσες έχουμε διαθέσιμες μέχρι στιγμής. Όλες υποθέτουν ότι κάποιος μπορεί να ορίσει την κυματοσυνάρτηση σε κάθε σημείο του χώρου. Αλλά αυτό θα αντιστοιχούσε σε μια άπειρη πυκνότητα πληροφορίας, κάτι άτοπο. Από την άλλη πλευρά, αν η κυματοσυνάρτηση δεν μπορεί να οριστεί σε κάθε σημείο, τότε κάποιος δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον με αυθαίρετη ακρίβεια, ακόμα και στα πλαίσια του μειωμένου ντετερμινισμού της κβαντικής θεωρίας. Αυτό που χρειαζόμαστε, είναι μια διατύπωση της M- θεωρίας, που να λαμβάνει υπόψη το όριο πληροφορίας της μαύρης τρύπας. Αλλά τότε η εμπειρία μας με την υπερβαρύτητα και τη θεωρία χορδών, και η αναλογία του θεωρήματος του Gödel, δείχνουν ότι ακόμη και μια τέτοια διατύπωση, θα είναι ελλιπής. 

 Μερικοί άνθρωποι θα απογοητευτούν πολύ αν δεν υπάρχει μια ύστατη θεωρία, που να μπορεί να διατυπωθεί με έναν πεπερασμένο αριθμό αρχών. Ανήκα κι εγώ σε αυτό το στρατόπεδο, αλλά έχω αλλάξει γνώμη. Τώρα πλέον είμαι ευτυχής ότι η αναζήτησή μας για τη γνώση δεν θα βρει ποτέ κάποιο τέλος, και ότι θα είμαστε πάντα αντιμέτωποι με την πρόκληση μιας νέας ανακάλυψης, χωρίς την οποία, θα πέφταμε σε τέλμα. Το θεώρημα του Gödel εξασφάλισε μια δουλειά για τους μαθηματικούς για πάντα. Νομίζω ότι M- θεωρία θα κάνει το ίδιο για τους φυσικούς. Είμαι βέβαιος ότι ο Dirac θα συμφωνούσε. 

 Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.
Viewing all 126 articles
Browse latest View live