Quantcast
Channel: ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Viewing all 96 articles
Browse latest View live

Το Επεκταμένο Παρόν

$
0
0
Τριγύρω μας ταυτόχρονα συμβαίνουν διάφορα πράγματα εκ των οποίων όμως αντιλαμβανόμαστε μόνο μερικά από αυτά. Ακόμα σημαντικότερο είναι ότι και από τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε, δεν μπορούμε να αντιληφτούμε περισσότερα από ένα την ίδια στιγμή. Έτσι, ιεραρχούμε τα γεγονότα με μια χρονολογική σειρά μέσα στο χώρο, δημιουργώντας μια άπειρη αιτιακή αλυσίδα. Αυτή η ταξινόμηση των γεγονότων είναι λίγο- πολύ αυθαίρετη, καθώς η σειρά που αποδίδουμε έχει μια προσωπική, και πιθανόν συναισθηματική αξία. Αυτό προφανώς έχει να κάνει με μια υποκειμενική έννοια του χρόνου. Το τι είναι ο χρόνος και τι ταυτοχρονισμός θα το εξετάσουμε κάπου αλλού. Την έννοια μιας άπειρης αιτιακής αλυσίδας θα την εξετάσουμε παρακάτω. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με κάτι παρεμφερές. Αυτό που ονομάζω επεκταμένο παρόν.

Τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας είναι αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα συμβαίνουν κι έπειτα αναζητούμε τις αιτίες τους. Η αιτιοκρατία συνδέεται με την χρονολογική ιεράρχηση των γεγονότων που αναφερθήκαμε πριν. Επισημάναμε επίσης ότι αυτή η ιεράρχηση έχει να κάνει με μια προσωπική αιτιακή επιλογή. Στην πραγματικότητα, αυτή η διαδικασία αιτίασης όχι μόνο είναι απατηλή αλλά λειτουργεί και ανάδρομα. Πηγαίνει 'πίσω στο χρόνο' από το αποτέλεσμα προς την αιτία, χρησιμοποιώντας τη λογική επαγωγή. Αυτή η διαδικασία της ανάδρομης αιτιότηταςμας οδηγεί στο τέλμα της αέναης αναδρομής: κάθε αιτία είναι το αποτέλεσμα μιας προηγούμενης αιτίας, κ.ο.κ. επ' άπειρο. Η αέναη αναδρομή είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ανάδρομης αιτιότητας.

Ανάδρομη αιτιότητα και όραση


Σχεδιάγραμμα από ένα τυπικό σύγχρονο βιβλίο οπτικής που δείχνει πώς η αντανάκλαση σε καθρέφτη παράγει μια φανταστική εικόνα (I) ενός αντικειμένου (O). Οι στικτές γραμμές υποδεικνύουν φανταστικές ακτίνες. (Κατά Duncan και Kennett, 2001).



Διάγραμμα του Νεύτωνα σχετικά με την ανάκλαση σε επίπεδο καθρέφτη: "Αν ένα αντικείμενο A φαίνεται υπό ανάκλαση μέσα από έναν καθρέφτη mn, θα φανεί όχι στην κανονική του θέση A, αλλά πίσω από τον καθρέφτη στο σημείο α.” (Newton, 1730, Εικ. 9).

Ένα επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάδρομης αιτιότητας είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η διαδικασία της ανθρώπινης όρασης. Ο εγκέφαλος, έχοντας λάβει την εξωτερική οπτική πληροφορία από τα μάτια, προσπαθεί να φανταστεί την πραγματική θέση (καθώς και τα λοιπά χαρακτηριστικά) του αντικειμένου. Για να δείξουμε πώς το πετυχαίνει αυτό σχεδιάζουμε 'φανταστικές γραμμές' οι οποίες ξεκινάνε από τα μάτια και κατευθύνονται προς τη θέση που θα πρέπει να βρίσκεται το αντικείμενο. Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλος προβάλλει το πραγματικό αντικείμενο μέσα σε ένα φανταστικό χώρο του μυαλού.

Αυτή η σχεδόν μαγική λειτουργία της όρασης, προξένησε το ενδιαφέρον από την αρχαιότητα κιόλας, έτσι ώστε δημιουργήθηκαν δύο βασικές θεωρίες για την εξήγηση της λειτουργίας της όρασης: οι θεωρίες της 'εσόρασης' (emission) και της 'εξόρασης' (extra-mission). Οι θεωρίες της εξόρασης θεωρούσαν την όραση σαν μια ενεργή διαδικασία κατά την οποία ακτίνες υποτίθεται πως ακτινοβολούνταν από τα μάτια προς τα αντικείμενα. Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα, υιοθέτησε την ιδέα ενός εξωστρεφούς ρεύματος συνδυασμένου με φως, δημιουργώντας έτσι ένα ομογενές σώμα που εκτεινόταν από τα μάτια μέχρι το πραγματικό αντικείμενο. Ο Αριστοτέλης ακολούθησε τον Πλάτωνα, τονίζοντας ωστόσο τη σημασία του μέσου, το οποίο ονόμασε 'διαφανές.' Θεωρούσε το φως όχι σαν υλική ουσία αλλά σαν κατάσταση του διαφανούς. Άλλος ένας αρχαίος φιλόσοφος οπαδός μιας θεωρίας εξόρασης ήταν και ο Ευκλείδης, ο οποίος ωστόσο προσέγγισε το πρόβλημα με τρόπο γεωμετρικό. Υπέθεσε ότι οι ακτίνες του φωτός ταξιδεύουν σε ευθείες γραμμές και εξήγησε τις φανταστικές εικόνες με όρους κίνησης οπτικών ακτίνων που κινούνταν από τα μάτια προς τα έξω. Επίσης, έθεσε σαφώς τις αρχές της αντανάκλασης, αναγνωρίζοντας την ισότητα των γωνιών της προσπίπτουσας και της ανακλώμενης ακτίνας.

Από την άλλη μεριά, ο Δημόκριτος, βασιζόμενος στο δόγμα ότι η πραγματικότητα αποτελείται από άτομα ύλης σε κίνηση, πρότεινε ότι τα υλικά σωματίδια έβγαιναν από την επιφάνεια των σωμάτων προς κάθε κατεύθυνση και εισέρχονταν στα μάτια. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης  εφευρέσεις, όπως το τηλεσκόπιο και η πρώτη φωτογραφική μηχανή, κατέστησαν σαφές ότι η θεωρία της εσόρασης είναι κατά βάση σωστή. Η θεωρία του Kepler πάνω στον τρόπο που οι εικόνες προβάλλονται στον αμφιβληστροειδή εκδόθηκε το 1604. Εκατό χρόνια αργότερα, ο Νεύτωνας εξέδωσε το ‘Opticks,’ στο οποίο λέει χαρακτηριστικά, σχετικά με την όραση, ότι οι ανακλώμενες ακτίνες, "σχηματίζουν την ίδια εικόνα στο βυθό των ματιών σαν να είχαν προέλθει κατευθείαν από το πραγματικό αντικείμενο χωρίς την παρεμβολή του καθρέφτη."

Βλέπουμε ότι και οι δύο θεωρίες βασίστηκαν στην αιτιότητα, είτε ανάδρομη ή 'ευθεία.' Το ότι οι θεωρίες εξόρασης είναι λάθος μπορεί κάποιος να το αποδείξει αμέσως με την εξής απλά ερώτηση: Αν τα μάτια παρήγαγαν ακτίνες με τις οποίες τα αντικείμενα γίνονταν ορατά, τότε γιατί δεν βλέπουμε στο σκοτάδι; Το φως προφανώς είναι ο βασικός καταλύτης στην όλη διαδικασία. Ο Αριστοτέλης είχε ήδη επισημάνει τη σημασία του μέσου, και θεωρούσε το φως όχι ως αντικείμενο αλλά ως κατάσταση του μέσου. Από την άλλη μεριά, οι θεωρίες εσόρασης εξηγούν τα βασικά χαρακτηριστικά της οπτικής. Εντούτοις, δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς διάχυτες στο χώρο 'εικόνες' των αντικειμένων συγκεντρώνονται και ξεχωρίζουν στα μάτια και στο μυαλό. Μια θεμελιώδης εξήγηση σχετίζεται με την ολογραφία στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω.


Αντίληψη και ασυνείδητη επαγωγή



Η οπτική ψευδαίσθηση του πλαισίου του Hermann: Κοιτάζοντας το πλαίσιο φαίνονται γκρι κουκίδες στους κόμβους ανάμεσα στα μαύρα τετράγωνα και στις λευκές γραμμές. Οι γκρίζες κουκίδες εξαφανίζονται όταν κοιτάμε κατευθείαν σε έναν κόμβο. Αυτή η οπτική ψευδαίσθηση τονίζει το ρόλο του ασυνείδητου το οποίο προσπαθεί να ανασυνθέσει την εικόνα στην ολότητά της.

Ο Hermann von Helmholtz θεωρείται ο πρώτος σύγχρονος ερευνητής που ασχολήθηκε με τη μελέτη της οπτικής αντίληψης. Καθώς εξέτασε το ανθρώπινο μάτι, συμπέρανε ότι είναι οπτικά ιδιαίτερα φτωχό και ότι η όραση θα έπρεπε να είναι ως εκ τούτου αδύνατη. Έτσι υπέθεσε ότι η όραση είναι αποτέλεσμα κάποιας διαδικασίας ασυνείδητης επαγωγής: μια ανασύνθεση δηλαδή σε μη συνειδητό επίπεδο αποσπασματικών δεδομένων, βασισμένη σε προηγούμενες εμπειρίες. 

Η προηγούμενη εικόνα επιδεικνύει χαρακτηριστικά το φαινόμενο της ασυνείδητης επαγωγής. Η ελλοχεύουσα θεωρία είναι η ψυχολογία gelstat. Η λέξη στα Γερμανικά σημαίνει, "ουσία η σχήμα της πλήρους μορφής ενός αντικειμένου." Η ψυχολογία gestalt υποθέτει ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί ολιστικά, παράλληλα και αναλογικά, και διαθέτει αυτο- οργανωτικές τάσεις. Το φαινόμενο gestalt είναι η ικανότητα των αισθήσεων να δημιουργούν μορφή. Η φράση, "το όλο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών" χρησιμοποιείται συχνά ως κατακλείδα της θεωρίας gestalt. 

Η ασυνείδητη επαγωγή προϋποθέτει μια προγενέστερη γνώση του κόσμου. Επομένως ο εγκέφαλός μας θα πρέπει να βασίζεται σε ένα σύνολο προκατεστημένων γνώσεων σχετικά με τα γεγονότα που αντιμετωπίζει. Αυτό βέβαια δημιουργεί μια προκατάληψη στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, πριν ακόμα ερμηνεύσουμε, τον κόσμο. Καθώς το ασυνείδητο ανασυνθέτει τις πρώτες εντυπώσεις με έναν τρόπο στιγμιαίο και αυτόματο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ήδη τοποθετημένο σκηνικό για την πραγματικότητα, πριν ακόμα αρχίσει να δρα η λογική βούληση και η συνειδητή επιλογή.

Λογική και αέναη αναδρομή


Σκηνή από την ταινία "Ο πλανήτης των πιθήκων." Ο αφηγητής εξηγεί πώς ο ζωγράφος πέφτει σε αέναη αναδρομή προσπαθώντας να αντιληφθεί τον πίνακά του, συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό του σε αυτόν. 

Είδαμε ότι ο εγκέφαλός μας χρησιμοποιεί φανταστικά μονοπάτια προκειμένου να εντοπίσει την πραγματική θέση των αντικειμένων. Χρησιμοποιεί επίσης την ανάδρομη αιτιότητα ώστε να βρει τις αιτίες των πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, τα φαινόμενα είναι αποτελέσματα προηγουμένων αιτιών οι οποίες συχνά είναι αδιόρατες και ακατανόητες. Ας πάρουμε το φως για παράδειγμα. Το ίδιο είναι αόρατο, αλλά θεωρούμε την ύπαρξή του ως αιτία προκειμένου να εξηγήσουμε πώς βλέπουμε. Δεν βλέπουμε τα 'φωτόνια' αλλά υποθέτουμε ότι αποτελούν το φως. Επίσης θεωρούμε ότι το φως παράγεται από επιταχυνόμενα φορτία, όπως είναι τα ηλεκτρόνια. Είναι άραγε με τη σειρά του ένα ηλεκτρόνιο θεμελιώδες; Η απάντηση είναι όχι, σύμφωνα με τη θεωρία χορδών. Ακόμα και οι ιδιότητες της ύλης δεν υπήρχαν στην αρχή του σύμπαντος. Και ας τολμήσουμε να ρωτήσουμε τι υπήρχε πριν. Ένα άλλο σύμπαν; Και πριν από αυτό, ένα άλλο, κι ένα προγενέστερο, κ.ο.κ; Έτσι γεννιέται μια αέναη αναδρομή. Είναι αναδρομή γιατί πηγαίνει προς τα 'πίσω.' Και είναι αέναη γιατί μοιάζει να μην έχει αρχή και τέλος. Μπορούμε να αναπαραστήσουμε αυτήν τη διαδικασία με μια ακολουθία γεγονότων Pn ως εξής:

P0 = P1– I,

P1 = P2– I,

P2 = P3– I,

…,

και γενικά

Pn = Pn+1– I,


όπου το I είναι απλά ένα 'λογικό βήμα' που μας πηγαίνει προς τα πίσω από το ένα γεγονός στο προηγούμενο. Στο παράδειγμά μας, αν το P0 αναπαριστά ένα γεγονός στο παρόν, τότε το γεγονός Pn είναι η πρωτογενής αιτία, ακόμα κι αν θα υπάρχει πάντοτε ένα βήμα πριν. Αυτή η διαδικασία παράγει μια αέναη αιτιακή αλυσίδα, όπου κάθε προηγούμενο γεγονός είναι αιτία του επόμενου. Μια αέναη αιτιακή αλυσίδα δεν έχει όρια, αρχή και τέλος. Μπορούμε να θεωρήσουμε οποιαδήποτε μέσα λογικής επαγωγής, αλλά ποτέ δεν θα φτάσουμε σε ένα τέλος ή σε μια 'πρωταρχική' αιτία.

Οι αέναες αιτιακές αλυσίδες λογικά είναι έγκυρες αλλά σε κάθε περίπτωση ατελείς, ή αλλιώς μη πλήρης, σε σχέση με την κοινή εμπειρία. Αν για παράδειγμα θελήσουμε να εξακριβώσουμε την αλήθεια ενός ισχυρισμού, μπορεί να χαθούμε σε μια απείρων βημάτων λογική επαγωγή, χωρίς ποτέ να φτάσουμε στην πρωταρχική αιτία, ή αλήθεια, του ισχυρισμού. Ωστόσο αυτή η συνέπεια της αναλυτικής λογικής έρχεται σε αντίθεση με την καθημερινή εμπειρία, γιατί όλοι ξέρουμε πως οι 'αλήθειες' υπάρχουν. Αυτό το βασικό και παράδοξο συμπέρασμα της λογικής εκφράστηκε μαθηματικά από τον Gödel στο θεώρημα της μη πληρότητας.Αυτό το θεώρημα δηλώνει πως σε κάθε λογικό σύστημα υπάρχουν αλήθειες οι οποίες δεν μπορούν να αποδειχθούν από τα θεμελιώδη αξιώματα του συστήματος. Έτσι λοιπόν, η απόλυτη λογική κλονίστηκε, καθώς υπάρχουν αλήθειες στον κόσμο τις οποίες απλά δεχόμαστε. 

Η αέναη αναδρομή, που οι άπειρες αιτιακές αλυσίδες δημιουργούν, προφανώς είναι μια διαδικασία χρονολογικά ιεραρχημένη, επομένως έχει να κάνει με την έννοια του χρόνου. Οι αιτίες συμβαίνουν στο 'παρελθόν' ενώ τα αποτελέσματα στο 'μέλλον,' σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς στο 'παρόν.' Έτσι ενώ το μέλλον γίνεται απρόβλεπτο λόγω ισχυρισμού, το παρελθόν μένει ανερμήνευτο εξορισμού, αφού δεν υπάρχει τέλος ή αρχή, αντίστοιχα. Αν όμως δεν υπάρχει κάποιο σημείο έναρξης, ο χρόνος αποκτά ένα διαφορετικό, 'κυκλικό' περιεχόμενο. Αυτή είναι η περίπτωση ενός άπειρου αιτιακού βρόγχου. Είναι άπειρος, επειδή όλα τα σημεία του αποτελούν ταυτοχρόνως και 'αρχή' και 'τέλος.' Και παρότι συνηθίζεται να ονομάζεται 'αιτιακός,' στην πραγματικότητα ένας ατέρμονος βρόγχος είναι μη αιτιακός, καθώς φαίνεται να παράγεται αυθόρμητα. Ένας ατέρμονος βρόγχος μπορεί να αποτελείται από αέναες αιτιακές αλυσίδες γεγονότων ή να αποτελεί ο ίδιος ένα γεγονός. Σε αυτήν την περίπτωση, τα γεγονότα θα μπορούσαν να 'στέκονται από μόνα τους,' σαν αυταπόδεικτες αλήθειες, όντας ταυτόχρονα αιτίες και αποτελέσματα, με την ίδια έννοια που όλα τα σημεία ενός βρόγχου είναι αιτιακά διττά. 

Αυταναφορά και αδύνατα αντικείμενα

Η έννοια ενός ατέρμονου βρόγχου περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο από τον Douglas Hofstadter στο βιβλίο του, ‘I am a strange loop:’ “Και ωστόσο όταν λέω 'παράξενη στροφή' (strange loop), έχω κάτι διαφορετικό στο μυαλό- μια λιγότερο συμπαγή, μια περισσότερο απατηλή έννοια. Αυτό που εννοώ με μια 'παράξενη στροφή' δεν είναι ένα φυσικό κύκλωμα αλλά ένας ιδεατός βρόγχος που, καθώς τον περιδιαβαίνουμε, υπάρχει ένα πέρασμα από το ένα επίπεδο αφαίρεσης στο άλλο, που μπορεί να γίνει αντιληπτό σαν μια κίνηση προς τα πάνω σε μια ιεραρχία, και παρ' όλα αυτά οι διαδοχικές 'ανοδικές'  στροφές γίνονται πάνω σε έναν κλειστό κύκλο. Δηλαδή, παρά την αίσθηση κάποιου να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από το σημείο που ξεκίνησε, αυτός καταλήγει, προς έκπληξή του, πίσω εκεί ακριβώς που ξεκίνησε. Σε συντομία, μια παράξενη στροφή είναι ένας παράδοξος αναγωγικός ατέρμονος βρόγχος."


Η σκάλα του Penrose είναι μια δισδιάστατη απεικόνιση μιας σκάλας της οποίας τα σκαλοπάτια κάνουν τέσσερα γυρίσματα των 90° καθώς ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν. Σχηματίζουν ωστόσο έναν συνεχή βρόγχο έτσι ώστε κάποιος να συνεχίζει να περπατά πάνω σε αυτά χωρίς ποτέ να φτάνει ψηλότερα.

Τεχνικά, μια παράξενη στροφή είναι ένας ατέρμονος βρόγχος που ονομάζεται συζευγμένης ιεραρχίας συνείδηση (tangled hierarchy consciousness). Οι παράξενοι βρόγχοι περιλαμβάνουν την αυταναφορά και το παράδοξο. Η αυταναφορά σχετίζεται με την νοητική δημιουργία αυτών των βρόγχων, ενώ το παράδοξο έχει να κάνει με ένα γεγονός που με την δημιουργία του ακυρώνει ταυτόχρονα την ύπαρξή του.

Ο ατέρμονος βρόγχος του προηγούμενου παραδείγματος είναι στην πραγματικότητα ένα αδύνατο αντικείμενο. Μπορούμε να πούμε ότι τέτοια αντικείμενα δημιουργούνται κατά τη σύγκρουση ανάμεσα στην ασυνείδητη επαγωγή, που εξετάσαμε προηγουμένως, και τη συνειδητή λογική ανάλυση. Συνήθως υπάρχει κάποιο 'τρικ,' ένα είδος οπτικής ψευδαίσθησης, καθώς ο εγκέφαλος προσπαθεί να ανασκευάσει το αδύνατο αντικείμενο. Στην προηγούμενη εικόνα, ένα σκαλοπάτι θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται πιο κάτω από τα υπόλοιπα, παρότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε ποιο είναι αυτό.  Οι οπτικές ψευδαισθήσεις μπορούν να συγκριθούν με τις λογικές αναντιστοιχίες. Στην πραγματικότητα, τα αδύνατα αντικείμενα είναι προϊόντα της λογικής, παρά της αισθητηριακής αντίληψης. Δεν παράγονται από την ασυμφωνία ανάμεσα στον εγκέφαλο και στα μάτια, αλλά από εκείνην ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο. Οπότε το βασικό πρόβλημα βρίσκεται σε επίπεδο συνείδησης.

Ο λογικά αντιφατικός χαρακτήρας των αδύνατων αντικειμένων μπορεί να συνοψιστεί στο γεγονός ότι τα αντικείμενα είναι μεταξύ τους αιτιακά ασύνδετα. Δεν μπορούν να συγκριθούν με κάποιο άλλο 'κοινό' αντικείμενο επειδή δεν ταιριάζουν στη βασική προϋπόθεση να αποτελούν μέρη του όλου. Αποτελούν ολότητες από μόνα τους. Έτσι υπάρχουν ακόμα κι αν είναι επαγωγικά αδύνατα. Οι ατέρμονοι βρόγχοι είναι αδύνατα αντικείμενα. Φαίνονται αδύνατοι επειδή διαθέτουν την ιδιότητα της αυθόρμητης γέννησης.Η δε θεώρηση ότι σταδιακά εξελίσσονται προς ανώτερα επίπεδα ιεραρχίας, ίσως είναι λανθασμένη, όπως άλλωστε αποκλείεται από την ίδια τους τη φύση. Πιθανότερα, θα πρόκειται για κάποιο είδος 'τάσης,' εκφρασμένης αιτιακά σαν μια ισοδύναμη κίνηση στο χώρο- χρόνο. Με άλλα λόγια, η πρόοδος που εμφανίζεται στους ατέρμονους βρόγχους σχετίζεται πάντοτε με συγκεκριμένες ιεραρχικές αναφορές της συνείδησης, οι οποίες επιπλέον λαμβάνουν χώρα αναδρομικά. Για παράδειγμα, η έννοια του χώρου- χρόνου όπως τον ξέρουμε δεν υφίσταται στο αρχικό στάδιο δημιουργίας του βρόγχου. Από την άλλη μεριά, ο χώρος- χρόνος θα πρέπει συμπερασματικά να επεκτείνεται μαζί με την 'επέκταση' του ατέρμονου βρόγχου.


Ένας συμμετρικός ατέρμονος βρόγχος αποτελούμενος από την ευθεία και την ανάδρομη αιτιότητα

Μπορούμε να θεωρήσουμε τους ατέρμονους βρόγχους σαν διττά αντικείμενα αποτελούμενα από τις δύο δυνατές διαδρομές της αιτιότητας, προς τα 'εμπρός' ή προς τα 'πίσω,' όπως φαίνεται στο προηγούμενο σχήμα. Ο τρόπος λοιπόν που βλέπουμε τα πράγματα πρέπει να σχετίζεται περισσότερο με τον τρόπο που τα αντιλαμβανόμαστε παρά με τον τρόπο που αυτά αποτυπώνονται πάνω στα μάτια μας, έστω κι αν τα μάτια μας επιδεικνύουν την ίδια 'αντικατοπτρική' συμπεριφορά, σε ό,τι αφορά το σχηματισμό των εικόνων στον αμφιβληστροειδή  Ο ατέρμονος βρόγχος της προηγούμενης εικόνας έρχεται επομένως να συμφιλιώσει τις δύο 'ροπές.' Θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε ότι αυτός ο βρόγχος είναι που εκφράζει την πλήρη εικόνα του προβλήματος, καλύπτοντας ταυτόχρονα τα ζεύγη των πραγματικών- φανταστικών ειδώλων τα οποία φαίνεται να μεταπηδούν μια από τα μάτια και μια από τη σκέψη μας προς τον έξω κόσμο.


Διάγραμμα Minkowski μιας τύπου I πομπού- δέκτη αλληλεπίδρασης. Ο πομπός παράγει ένα μισού πλάτους καθυστερημένο κύμα Reκαι ένα μισού πλάτους προχωρημένο κύμα Ae. Ο δέκτης παράγει ένα μισού πλάτους καθυστερημένο κύμα Raτο οποίο ακυρώνει το Reστην περιοχή 3. Επίσης παράγει ένα μισού πλάτους προχωρημένο κύμα Aaπου ενισχύει το Reστην περιοχή 2 και ακυρώνει το Aeστην περιοχή 1. Ένας παρατηρητής βλέπει μόνο ένα ολόκληρου πλάτους καθυστερημένο κύμα (Re +  Aa) στην περιοχή 2 να περνά από τον πομπό στο δέκτη. (Οι διάστικτες γραμμές δείχνουν μια 180° αλλαγή φάσης)

Η υλοποίηση ενός τέτοιου συμμετρικού ατέρμονου βρόγχου σε επίπεδο φυσικής είναι η θεωρία απορρόφησης (absorber theory) των Wheeler- Feynman. Πρόκειται για μια προσέγγιση της ηλεκτροδυναμικής που εισήχθηκε το 1945 με σκοπό να προτείνει μια συμμετρική ως προς το χρόνο συνοριακή συνθήκη στις εξισώσεις του Maxwell για τον ηλεκτρομαγνητισμό. Για τον σκοπό αυτό η θεωρία θεωρεί ότι ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα αποτελείται από ένα μισού πλάτους 'καθυστερημένο' κύμα, κι ένα μισού πλάτους 'προχωρημένο' κύμα, τα οποία κύματα είναι χαρακτηριστικά των διαδικασιών εκπομπής και απορρόφησης. 

Σύμφωνα με το προηγούμενο σχήμα, ο δέκτης μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγει ένα ακυρωτικό καθυστερημένο κύμα το οποίο βρίσκεται εκτός φάσης (180°) με την προσπίπτουσα ακτινοβολία, έτσι ώστε το προσπίπτον κύμα να 'σταματά' στο δέκτη. Αλλά η συμμετρική ως προς το χρόνο συνοριακή συνθήκη της θεωρίας των Wheeler-Feynman μας λέει ότι η παραγωγή του ακυρωτικού καθυστερημένου κύματος θα έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ενός προχωρημένου κύματος, το οποίο θα ταξιδέψει μεταφέροντας αρνητική ενέργεια προς τα πίσω στο χώρο και στο χρόνο, μέχρι το σημείο της αρχικής εκπομπής. Αυτό το προχωρημένο κύμα μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα καθυστερημένο κύμα που ταξιδεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση και το οποίο θα ενισχύσει το αρχικό καθυστερημένο κύμα, ανάγοντάς το από ένα κύμα με μισό πλάτος σε ένα κύμα με ολόκληρο πλάτος. Όταν το νέο προχωρημένο κύμα 'περάσει' το σημείο της εκπομπής, θα επικαλυφθεί με το μισού πλάτους αρχικό προχωρημένο κύμα και, εξαιτίας της 180° διαφοράς φάσης που επιβάλλει ο δέκτης, θα αναιρέσει αυτό το κύμα πλήρως. Έτσι ένας παρατηρητής δεν θα αντιληφθεί καμία προχωρημένη ακτινοβολία, αλλά θα περιγράψει το γεγονός σαν την εκπομπή ενός καθυστερημένου κύματος με ολόκληρο πλάτος από τον πομπό, που θα ακολουθηθεί από την απορρόφηση αυτού του καθυστερημένου κύματος από το δέκτη κάποια στιγμή μετά. 

Η θεωρία απορρόφησης των Wheeler-Feynman τέθηκε για να εξηγήσει μέσω των προχωρημένων κυμάτων την απώλεια ενέργειας ενός σωματιδίου που εκπέμπει κάποια μορφή ενέργειας. Ένας άλλος τρόπος ερμηνείας είναι να υποτεθεί η αλληλεπίδραση του σωματιδίου με το ίδιο του το πεδίο.  Ενώ δηλαδή, στη δεύτερη περίπτωση έχουμε μια καθαρά αυατανοφορική κατάσταση, όπου ένα αντικείμενο 'αλληλεπιδρά' με τον εαυτό του, στην περίπτωση της θεωρίας απορρόφησης των Wheeler-Feynman έχουμε παραβίαση της αιτιότητας, καθώς τα προχωρημένα κύματα προϋποθέτουν ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο.

Θα μπορούσαν άραγε τα 'προχωρημένα' κύματα της θεωρίας των Wheeler- Feynman να εξηγήσουν τα 'φανταστικά μονοπάτια' που δημιουργεί ο εγκέφαλος προκειμένου να εντοπίσει την πραγματική θέση των αντικειμένων; Μήπως τα μάτια μας εκπέμπουν καθυστερημένα κύματα 'επιβεβαίωσης' προς τα ορατά αντικείμενα τα οποία προηγουμένως έστειλαν προχωρημένα κύματα προς τα μάτια; Πέρα από την οποιαδήποτε πραγματική βάση σε φυσικό επίπεδο αυτού του νοητικού σχήματος, το ζευγάρι πομπού- δέκτη της θεωρίας των Wheeler- Feynman, όπως επίσης και το ζευγάρι πραγματικό αντικείμενο στο φυσικό χώρο- είδωλο του αντικειμένου στον εγκέφαλο αποτελούν ταυτόχρονους ατέρμονους βρόγχους. Τον ίδιο χαρακτήρα έχει και η αυταναφορά, είτε αυτή έχει να κάνει με τη σύγκριση κάποιου πράγματος με τον εαυτό του, ή με τη θεώρηση ενός αντίθετου, φανταστικού εαυτού ενός πράγματος. Επίσης τα αδύνατα αντικείμενα αποκαλύπτουν μια προέκταση των πραγμάτων πέρα από το χώρο και το χρόνο της απλής αιτιότητας. Αν θεωρήσουμε το παρελθόν και το μέλλον ως αποκομμένα από το παρόν, ένα ταξίδι στο χρόνο είναι αδύνατο. Αν όμως θεωρήσουμε το παρόν ως ένα επεκταμένο αντικείμενο το οποίο απλώνει μέσα στο χώρο και στο χρόνο προς το παρελθόν και προς το μέλλον, τότε ένα ταξίδι στο χρόνο αποκτά διαφορετική υπόσταση και νόημα.

Το παράδοξο του ταξιδιού στο χρόνο


Ο κάτω κώνος φωτός αντιστοιχεί στον επίπεδο χώρο. Όλοι οι χρόνοι που περιλαμβάνονται σε αυτόν είναι μεταγενέστεροι. Αντίθετα, ο πάνω κώνος φωτός περιλαμβάνει όχι μόνο ταυτόχρονες τοποθεσίες αλλά και προγενέστερους χρόνους.

Η έννοια της ανάδρομης αιτιότητας δεν προϋποθέτει ένα ταξίδι στο χρόνο, καθώς λαμβάνει χώρα πάντοτε στο παρόν, και γενικότερα έχει να κάνει με μια ιδεατή πορεία της σκέψης. Στην πραγματικότητα, ένα ταξίδι στο χρόνο προϋποθέτει έναν ατέρμονο βρόγχο. Τέτοιοι βρόγχοι μπορούν να συμβούν μέσα σε ένα σύμπαν με κλειστές χρονοειδείς καμπύλες. Μια τέτοια καμπύλη σχηματίζεται από την κοσμική διαδρομή ενός παρατηρητή μέσα στο χώρο- χρόνο, με τρόπο 'κυκλικό' έτσι ώστε ο παρατηρητής να μπορεί να επιστρέψει στο ίδιο του το παρελθόν. Αυτή η πιθανότητα θεωρήθηκε πρώτα από τον Kurt Gödel, ο οποίος ανακάλυψε το 1949 κλειστές χρονοειδείς καμπύλες ως λύση στις εξισώσεις της γενικής σχετικότητας του Einstein και έκτοτε άλλες παρόμοιες λύσεις έχουν βρεθεί.


Ένας κώνος φωτός 

Γενικότερα, μπορούμε να αναπαραστήσουμε γεγονότα που συμβαίνουν στο χώρο- χρόνο με το παραπάνω διάγραμμα Minkowski. Ένας κώνος φωτός σχηματίζεται από την κοσμική διαδρομή του φωτός, καθώς αυτό οδεύει στο χώρο- χρόνο προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάθε επικοινωνία για έναν, ακίνητο στο σύστημα αναφοράς του, παρατηρητή πρέπει να γίνει μέσα στα πλαίσια του κώνου φωτός του αλλιώς θα παραβιαζόταν η αιτιότητα. Έστω τα τέσσερα γεγονότα Α, Β, C και D. Το γεγονός Α βρίσκεται κάτω από τον άξονα x και μέσα στον κώνο φωτός. Επομένως, ο παρατηρητής, ο οποίος βρίσκεται στο 'εδώ και τώρα,'  μπορεί να δει αυτό το γεγονός, το οποίο ανήκει στο παρελθόν του. Το γεγονός Β ανήκει επίσης στο παρελθόν αλλά βρίσκεται έξω από τον κώνο φωτός του παρατηρητή. Επομένως, ο παρατηρητής δεν έχει πρόσβαση σε αυτό το παρελθόν γεγονός. Το γεγονός D βρίσκεται πάνω από τον άξονα x και ανήκει στο μέλλον του παρατηρητή. Καθώς βρίσκεται μέσα στον κώνο φωτός του παρατηρητή, αυτός μπορεί να λάβει γνώση του γεγονότος, κάποια στιγμή στο μέλλον. Αντίθετα το γεγονός C βρίσκεται έξω από τον κώνο φωτός του παρατηρητή, επομένως δεν μπορεί να λάβει γνώση για αυτό το γεγονός ούτε και να το επηρεάσει.

Ένα γνωστό παράδοξο σχετικά με ένα ταξίδι στο χρόνο είναι το λεγόμενο παράδοξο του παππού (grandfather paradox), όπου κάποιος κάνει ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο και σκοτώνει τον ίδιο τον παππού του. Το παράδοξο είναι ότι έτσι καταρρέει ολόκληρη η αιτιακή αλυσίδα που αφορά, τελικά, τη γέννηση αυτού που 'σκότωσε' τον παππού του. Ένα άλλο παράδειγμα είναι να κατασκευάσει κάποιος μια χρονομηχανή και ύστερα να τη χρησιμοποιήσει για να κάνει ένα ταξίδι στο χρόνο για να την καταστρέψει. Σε αυτά και σε όλα τα παρόμοια παραδείγματα είναι ορατή η αυταναφορά, όπου κάποιος δημιουργεί έναν κλειστό βρόγχο για λογαριασμό του, καθώς και η ανάδρομη αιτιότητα, όπου κάποιος γυρίζει 'πίσω' στο χρόνο, παρότι, στην πραγματικότητα το νοερό αυτό 'ταξίδι' γίνεται ενώ ο φυσικός χρόνος ρέει κανονικά.


Το επεκταμένο παρόν αναπαριστάμενο με έναν κύκλο ο οποίος καταλαμβάνει ένα μέρος έξω από τον κώνο φωτός, περιλαμβάνοντας έτσι γεγονότα αιτιακά 'απαγορευμένα.' 

Υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα σε αιτιακά 'παραβιασμένα' και αιτιακά ασύνδετα γεγονότα. Τα γεγονότα B και C, που εξετάσαμε πρωτύτερα στο παράδειγμα με τον κώνο φωτός, είναι αιτιακά ασύνδετα με τον παρατηρητή επειδή δεν μπορεί να έχει γνώση αυτών με κανένα τοπικό μέσο επικοινωνίας (ταχύτητα μικρότερη ή ίση με αυτήν του φωτός). Αν όμως θεωρήσουμε το 'παρόν' όχι ως σημειακό αλλά ως ένα αντικείμενο με κάποια διάσταση, τότε το εδώ- τώρα του παρατηρητή επεκτείνεται μέσα σε μια περιοχή, με τη μορφή ας πούμε κύκλου, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει τα γεγονότα B και C. Ο κύκλος του προηγούμενου σχήματος που αναπαριστά το επεκταμένο παρόν του παρατηρητή είναι ένα αυθαίρετο σχήμα (θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι έλλειψη, 'οκτάρι' ή μια ακανόνιστη κλειστή γραμμή), και σχεδιάστηκε δυσανάλογα μεγάλος για λόγους ευκρίνειας. Αυτό ωστόσο που έχει σημασία είναι ότι τώρα τα γεγονότα B and C είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα, αν και όχι αιτιακά, με τον παρατηρητή. Χάρη σε αυτήν τη μη τοπική σύνδεση, ο παρατηρητής μπορεί να έχει  κάποια ιδέα αυτών γεγονότων, έστω και αν δεν αποτελέσουν ποτέ φυσικά γεγονότα στο δικό του χώρο και χρόνο.

Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι πώς θα μπορούσε ο κώνος φωτός να παραμορφωθεί ή να 'γύρει' μέσω, λόγου χάρη, ενός ισχυρού βαρυτικού πεδίου ή μιας πολύ μεγάλης επιτάχυνσης του συστήματος αναφοράς του παρατηρητή. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τα γεγονότα B και C θα περιλαμβάνονταν σε κάποιες αιτιακές διαδρομές του παρατηρητή έτσι κι αλλιώς, ενώ ίσως θα γίνονταν αιτιακά απρόσιτα τα άλλα δυο γεγονότα A και B. Μας ενδιαφέρει το συνολικό πλαίσιο στο οποίο τα γεγονότα δεν είναι 'σημεία' στο χώρο- χρόνο, αλλά εκτεταμένα συμβάντα. Με αυτήν την έννοια, οι κλειστές χρονοειδείς καμπύλες αποκτούν ένα εννοιολογικό περιεχόμενο, και ένα ταξίδι στο χρόνο γίνεται θεωρητικά εφικτό. Τα διάφορα γεγονότα συνυπάρχουν μέσα στο επεκταμένο παρόν ως ταυτόχρονες πιθανές καταστάσεις, πριν να δοθεί η οποιαδήποτε αιτιότητα σε αυτά. Έτσι, το ίδιο το επεκταμένο παρόν έχει τα χαρακτηριστικά ενός ατέρμονου βρόγχου, μιας 'χρονομηχανής' η οποία συνεχώς παράγει νέα δυνητικά συμβάντα σε ένα επίπεδο λίγο- πολύ ασυνείδητο, προτού έρθει η συνειδητή τοπολογική και χρονολογική θεώρηση αυτών των συμβάντων.

Κβαντομηχανική και μη τοπικότητα


Το πείραμα του Alain Aspect πάνω στην κβαντική σύζευξη. Η πηγή παράγει ένα ζεύγος συζευγμένων φωτονίων, τα οποία ταξιδεύουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Κάθε φωτόνιο μπορεί να τροποποιηθεί από έναν πολωτή, που βρίσκεται τοποθετημένος σε κάποιο σημείο της διαδρομής τους. Ο προσανατολισμός του πολωτή μπορεί να γίνει αυθαίρετα από τον παρατηρητή και αφού τα φωτόνια βρίσκονται σε πτήση, με τέτοιον τρόπο ώστε τα φωτόνια να μην προλάβουν να ανταλλάξουν την πληροφορία πριν εντοπιστούν από τους ανιχνευτές. Παρόλα αυτά, όταν ένα φωτόνιο αλλάξει την πόλωση, το άλλο ανιχνεύεται πάντα με την αντίθετη πόλωση, και αυτό ακόμα κι αν η απόσταση μεταξύ των φωτονίων γίνει αυθαίρετα μεγάλη. 

Στην σκέψη της κλασσικής φυσικής επικρατεί ο λεγόμενος ντετερμινισμός. Σύμφωνα με αυτόν, τα πράγματα διαθέτουν προκαθορισμένες ιδιότητες, έτσι ώστε οι κινήσεις τους να μπορούν να προβλεφθούν με αυθαίρετη ακρίβεια. Στον μικρόκοσμο όμως αποδείχθηκε ότι επικρατεί η πιθανοκρατία. Τα μικροσκοπικά αντικείμενα μπορεί να διατηρούν τις ιδιότητές τους αλλά η μέτρηση καθορίζει ποιες ιδιότητες θα παρατηρηθούν. Επίσης οι τιμές που παίρνουν οι παρατηρήσιμες ποσότητες ενός συστήματος καθορίζονται από τη χρονική στιγμή που επιλέγει ο παρατηρητής. Επομένως ένα μικροσκοπικό σύστημα θεωρείται ότι δεν βρίσκεται σε κάποια συγκεκριμένη κατάσταση πριν την παρατήρηση αλλά ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση υπέρθεσης. Με το πού γίνει η μέτρηση, τότε μια ποσότητα του συστήματος παίρνει μια συγκεκριμένη τιμή.

Αυτή ωστόσο η πιθανοκρατική θεώρηση των μικροσκοπικών συστημάτων οδήγησε στο εξής παράδοξο: Έστω ένα απομονωμένο σύστημα δυο σωματιδίων. Το ότι είναι απομονωμένο, μας εγγυάται τη διατήρηση της ορμής του συστήματος, έτσι ώστε αν το ένα από τα δύο σωματίδια να έχει, λόγου χάρη, πόλωση 'πάνω,' το άλλο θα έχει απαραίτητα πόλωση 'κάτω.' Τώρα έστω ότι σκόπιμα αλλάζουμε την πόλωση του ενός σωματιδίου. Η πληροφορία αυτής της αλλαγής θα πρέπει να μεταφερθεί στο άλλο σωματίδιο, με ταχύτητα που δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτήν του φωτός, έτσι ώστε το άλλο σωματίδιο να διευθετήσει την πόλωσή του αναλόγως. Αν όμως το σύστημα βρίσκεται πριν σε κατάσταση υπέρθεσης, τότε αυτή η μεταβολή θα πρέπει να γίνεται στιγμιαία, εφόσον μπορούμε να αλλάξουμε την πόλωση του ενός σωματιδίου όποτε επιθυμούμε. Αυτό είναι ακριβώς που ο Einstein περιέγραψε και αποκάλεσε 'στοιχειωμένη δράση από απόσταση.' Το παράδοξο αυτό ονομάζεται EPR paradox, και οδήγησε ακριβώς στην πειραματική επαλήθευση της κβαντικής σύζευξης. Ο Einstein δηλαδή πραγματοποίησε τη συνθήκη που ο ίδιος θεώρησε αδύνατη.

Η όλη διαδικασία μοιάζει για άλλη μια φορά αυταναφορική, έχει δηλαδή τα χαρακτηριστικά ενός ατέρμονου βρόγχου, ο οποίος παράγει δυο 'συζευγμένα σωματίδια' και τα διατηρεί συνδεδεμένα με κάποιο είδος μη τοπικής σύνδεσης. Η ίδια η πράξη της παρατήρησης μοιάζει να 'διαλύει' αυτόν το βρόγχο, τη στιγμή που, όπως λέγεται, πραγματοποιείται η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης του συστήματος. Μόνο που σε αυτήν την κυματοσυνάρτηση η επιλογή του παρατηρητή είναι μια απαραίτητη μεταβλητή. Αυτό ονομάζεται φαινόμενο του παρατηρητή (observer effect), στην κβαντομηχανική. Η 'γάτα του Schrödinger' είναι ένα καλό παράδειγμα: Ο παρατηρητής καθορίζει, ή μεταβάλλει, τις πιθανότητες για το αν η γάτα θα βγει ζωντανή ή όχι από το πείραμά του.

Το χαρακτηριστικό της προηγούμενης περιγραφής είναι ότι η συνείδηση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της όλης διαδικασίας. Είναι ουσιαστικά αυτή που προκαλεί την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης, είτε το κάνει αυτό συνειδητά ή όχι. Με άλλα λόγια, η συνείδηση μοιάζει να αναδύεται μέσα από τα 'συντρίμμια' της κυματοσυνάρτησης, για να αποδώσει στα αποτελέσματα μια αιτιακά συνεπή σειρά και εξήγηση. Ο ελλοχεύων μηχανισμός της κβαντικής σύζευξης αποτελεί μυστήριο, αλλά η εμπλοκή της συνείδησης στην όλη διαδικασία αποκαλύπτει κάποιος είδος προγενέστερης διεργασίας σε ένα καθαρά ασυνείδητο επίπεδο. Μια συνέπεια της κβαντικής σύζευξης είναι και η κβαντική τηλεμεταφορά. Αυτό το φαινόμενο αποκαλύπτει την προοπτική ότι τα 'δύο σωματίδια' είναι περισσότερο δυο πιθανές καταστάσεις ενός μοναδικού γεγονότος. Η συνείδηση είναι και αυτή ένα τέτοιο επεκταμένο αντικείμενο που 'καταρρέει' στιγμιαία στο εκάστοτε παρόν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή αρχίζουν τα γεγονότα που θεωρεί να αποκτούν έναν αιτιακό ιεραρχικό χαρακτήρα στα πλαίσια του φυσικού χώρου- χρόνου και σε σχέση με ένα ξεχωριστό γεγονός που η συνείδηση αυθαίρετα επιλέγει ως παρόν.

Η κβαντική σύζευξη αποτελεί χαρακτηριστικό του μικρόκοσμου, ξεκινώντας από στοιχειώδη σωματίδια και φτάνοντας μέχρι την κλίμακα των μορίων και των κρυστάλλων. Θα μπορούσε άραγε να μεταφερθεί στο μακρόκοσμο; Με κάποια έννοια η θεωρία του πολυσύμπαντος (multiverse theory) είναι μια τέτοια μεταφορά. Τα παράλληλα σύμπαντα του πολυσύμπαντος είναι συζευγμένα με την έννοια ότι τη στιγμή της 'αποσύνδεσης' (‘decoherence), όταν καταρρέει η κοινή κυματοσυνάρτηση του παρατηρητή κι ενός παράλληλου σύμπαντος, ο παρατηρητής μπορεί να περάσει στιγμιαία από το δικό του κόσμο στον παράλληλο. Στην πραγματικότητα όλα τα γεγονότα του μικρόκοσμου επανεμφανίζονται στο μακρόκοσμο. Είμαστε μακροσκοπικές οντότητες που αποτελούμαστε από άλλες μικροσκοπικές. Φαίνεται  ότι η πραγματική διάκριση ανάμεσα στο 'μικρό' και στο 'μεγάλο' είναι θέμα 'συμπαγότητας,' δηλαδή συνάφειας ή συνέχειας. Όσο περισσότερο μπορεί ένα αντικείμενο να χωριστεί στα μέρη που το αποτελούν, τόσο πιο 'μεγάλο' αυτό φαίνεται. Αλλά στην πράξη αυτή είναι μια αναλυτική διαδικασία της συνείδησης που δεν έχει τίποτε να κάνει με 'μέγεθος.' Η ίδια η συνείδηση μοιάζει σαν ένα μικροσκοπικό αντικείμενο που μπορεί να μεταβαίνει αυτόματα από έναν τόπο και χρόνο σε έναν άλλο, ενώ, παράλληλα, αποτελεί κι ένα μακροσκοπικό αντικείμενο που απαρτίζεται από όλα τα δυνητικά της γεγονότα, τα οποία, με μια πράξη αυτεπίγνωσης κάνει να 'καταρρεύσουν' ταυτόχρονα, προτού να αρχίσει να τα επεξεργάζεται τοπικά.

Με αυτόν τον τρόπο η συνείδηση εξελίσσεται φυσικά σε μια βήμα προς βήμα αιτιακά περιγραφόμενη διαδικασία. Ωστόσο η καταγωγή της βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο όπου κυριαρχεί ο αυθορμητισμός. Ο ελλοχεύων μηχανισμός του συνειδητού βρίσκεται στο ασυνείδητο. Εκεί η ασυνείδητη επαγωγή εγείρει τη δυνατότητα μη τοπικών συνδέσεων μεταξύ 'μικροσκοπικών' γεγονότων, τα οποία μεταφέρονται στο καθημερινό 'μακρόκοσμο' μέσα από τα κανάλια της αιτιότητας. Η αιτιακή διαίρεση των γεγονότων σε 'μικρά' και 'μεγάλα' ή 'παλιά' και 'νέα' γίνεται αναδρομικά και σε μια 'καθυστερημένη' φάση. Η συνείδησή μας απλώνεται στον επεκταμένο παρόν, διευθετώντας ιεραρχικά τα γεγονότα σύμφωνα με πρωταρχικές συνθήκες, αναγνωρίζοντας έτσι ένα 'παρελθόν' και ένα 'μέλλον,' σε σχέση πάντα με ένα γεγονός που επιλέγει ως 'παρόν.' Αλλά το εκάστοτε παρόν στην πράξη είναι μια συνθήκη του παρελθόντος ή του μέλλοντος σε μια άπειρη αιτιακή αλυσίδα που, όποια στιγμή κι αν θεωρηθεί, βρίσκεται στο 'παρόν.' Είναι αυτού του είδους η σύνδεση, που στην πραγματικότητα είναι αυταναφορική, η οποία υποδεικνύει ότι το παρελθόν ή το μέλλον δεν μπορούν να 'αλληλεπιδράσουν' ακαριαία από απόσταση με ένα σημειακό 'εδώ και τώρα,' εκτός κι αν βρίσκονται, σε ένα αρχικό τουλάχιστον στάδιο, σε μια δυνητική, 'υπερτιθέμενη,' κατάσταση, και στα πλαίσια του επεκταμένου παρόντος. 

Ολογράμματα και η ολογραφική αρχή 


Παράγοντας ένα ολόγραμμα 

Ο μη τοπικός χαρακτήρας των φαινομένων σε ένα πρωταρχικό, ελλοχεύον και ασυνείδητο επίπεδο προϋποθέτει διαδικασίες αυθόρμητες, οι οποίες παρακάμπτουν την αιτιότητα και το φυσικό χώρο- χρόνο και εκφράζονται  διαμοιρασμένα  ταυτόχρονα και ισοδύναμα κατά τη στιγμή που η κυματοσυνάρτησή τους καταρρέει. Η μη τοπικότητα είναι ένα οικείο γνώρισμα του μικρόκοσμου, αν και μπορούν να μεταφερθεί στο μακρόκοσμο, κάτω βεβαίως από τους περιορισμούς της αιτιότητας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο εξετάσαμε προηγουμένως, είναι η όραση. Αν το φως από τα διάφορα αντικείμενα διασκορπιζόταν στο χώρο, ύστερα από την ανάκλασή του πάνω σε αυτά, τότε τα μάτια θα συνέθεταν μια τελείως ακαθόριστη εικόνα του κόσμου, όπου τα διάφορα αντικείμενα θα φαίνονταν συγκεχυμένα, ή οι εικόνες τους θα αναμιγνύονταν με τις εικόνες άλλων αντικειμένων, σε μια κατάσταση υπέρθεσης. Η υπόθεση της ασυνείδητης επαγωγής, την οποία επίσης εξετάσαμε προηγουμένως, αν και ερμηνεύει σε ένα γενικό πλαίσιο την ικανότητα του εγκεφάλου να ανασυνθέτει πρωτογενή και αλληλοσυνδεόμενα δεδομένα, δεν εξηγεί την κατάσταση στην οποία τα γεγονότα βρίσκονται μέσα στο χώρο. Η δυνατότητα της αυθόρμητης και ταυτόχρονης αφομοίωσης δεδομένων του ασυνείδητου, δείχνει ένα είδος συντονισμού του ασυνείδητου με τις υπερτιθέμενες φυσικές καταστάσεις του περιβάλλοντος. Η λειτουργία επίσης της ασυνείδητης επαγωγής υπονοεί μια διαδικασία ανασύνθεσης του όλου από τα αλληλοδιαπερνώμενα επιμέρους τμήματα, καθώς και μια ολιστική προοπτική μέσω της οποίας εκφράζονται οι αυθόρμητες διαδικασίες, οι συμμετρίες και τα φαινόμενα ταυτοχρονισμού στη φύση.

Ένα αντικείμενο που διαθέτει αυτήν την ιδιότητα να περιέχει το όλο στα επιμέρους τμήματα είναι το ολόγραμμα. Όπως φαίνεται στην παραπάνω εικόνα, για να σχηματιστεί το ολόγραμμα χρειάζονται δυο δέσμες laser, μία που καταλήγει στο φιλμ καταγραφής κατευθείαν από το αντικείμενο, και άλλη μία η οποία καταλήγει στο φιλμ ύστερα από ανάκλαση. Ο λόγος για αυτό είναι να σχηματιστούν από τις δύο ακτίνες σχέδια συμβολής, τα οποία εμπεριέχουν την πληροφορία του αντικειμένου σε κάθε τμήμα τους. Όταν το ολογραφικό φιλμ φωτιστεί, η εικόνα του αντικειμένου ανασυνθέτεται τρισδιάστατα μέσα στο χώρο. Η ολογραφία στην πραγματικότητα δεν είναι μια αυθόρμητη διαδικασία, καθώς προϋποθέτει ιδιαίτερες συνθήκες, οι οποίες, εκτός από την ύπαρξη δύο δεσμών laser, περιλαμβάνουν έναν σκοτεινό χώρο για την εμφάνιση του ολογράμματος, φωτογραφικά φιλμ  και φωτισμό των φιλμ με laser ίδιου μήκους κύματος με το αρχικό. Ωστόσο, η βασική αρχή στην οποία η ολογραφία στηρίζεται είναι εντυπωσιακά απλή: "Το όλο περιέχεται στα επιμέρους."

Το γεγονός ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί ολογραφικά διαπιστώθηκε από τον Karl Pribram, ο οποίος διατύπωσε την ολονομική θεωρία του εγκεφάλου. Αυτός ο ερευνητής παρατήρησε ότι ποντίκια από τα οποία είχαν αφαιρεθεί τμήματα του εγκεφάλου τους δεν ξεχνούσαν να εκτελούν σύνθετες λειτουργίες, που θα απαιτούσαν τη συνεργασία διαφορετικών περιοχών του εγκεφάλου τους. Θεώρησε επίσης ότι ο αμφιβληστροειδής χιτώνας έχει τα χαρακτηριστικά μιας ολογραφικής επιφάνειας, στην οποία καταγράφονται οι πληροφορίες του περιβάλλοντος με τέτοιον τρόπο ώστε στη συνέχεια να ανασυντεθούν οι εικόνες των ξεχωριστών και ολόκληρων αντικειμένων από τον εγκέφαλο. Επίσης οι αντίστοιχοι μύες και τα οπτικά νεύρα ανταποκρίνονται με ανάλογες συσπάσεις στην όλη διαδικασία. 


Μια συνολική περιγραφή του φαινομένου διατυπώθηκε σε φυσικό επίπεδο από τον David Bohm, ο οποίος χρησιμοποίησε την έννοια του ολογράμματος ως μέσο για την περιγραφή μιας 'ελλοχεύουσας τάξης' (implicate order), που βρίσκεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο της πραγματικότητας, και η οποία εκφράζεται, ή γίνεται 'εκπεφρασμένη' (explicate), κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, όπως, για παράδειγμα, είναι η πράξη της παρατήρησης. Στο βιβλίο του ‘Wholeness and the implicate order,’ ο Bohm εξηγεί, "Υπάρχει ο πυρήνας μιας νέας έννοιας τάξης εδώ. Αυτή η τάξη δεν μπορεί να γίνει κατανοητή σαν μια κανονική διευθέτηση των πραγμάτων ή των γεγονότων. Ανταυτού, μια πλήρης τάξη περιλαμβάνεται, με κάποια ελλοχεύουσα έννοια, σε κάθε περιοχή του χώρου και του χρόνου." Θέλησε επίσης να σκεφτούμε τη δυνατότητα ότι "οι φυσικοί νόμοι πρέπει πρώτιστα να αναφέρονται σε μια τάξη αδιαίρετης ολότητας σε ένα περιγραφικό πλαίσιο παρόμοιο με εκείνο ενός ολογράμματος, παρά σε μια τάξη ανάλυσης ενός τέτοιου περιεχομένου σε χωριστά μέρη." 

Ο προηγούμενος συλλογισμός μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητός με την παραπάνω εικόνα, η οποία είναι από το ίδιο βιβλίο του Bohm. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μια δεξαμενή με νερό, και ότι μέσα σε αυτήν τη δεξαμενή κολυμπά ένα ψάρι. Τα τοιχώματά της είναι διάφανα, και δυο κάμερες είναι τοποθετημένες να παρακολουθούν το ψάρι στη δεξαμενή, από διαφορετικές γωνίες, και με τέτοιον τρόπο ώστε οι εικόνες τους να προβάλλονται σε δυο οθόνες τοποθετημένες σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Τώρα, ένας παρατηρητής τοποθετημένος σε εκείνο το ξεχωριστό δωμάτιο, κοιτώντας τις δύο οθόνες, θα θεωρήσει ότι υπάρχουν δύο ψάρια που κολυμπούν μέσα στη δεξαμενή. Μόνον αν έβλεπε τη δεξαμενή στο άλλο δωμάτιο θα συνειδητοποιούσε την πλάνη του. 

Είναι ο διαχωρισμός στο χώρο- χρόνο μια ψευδαίσθηση; Η συνείδηση είναι πράγματι υπεύθυνη για την αιτιακή διαίρεση των γεγονότων, θεωρώντας το ένα 'παρελθόν' και το άλλο 'μέλλον', ενώ παράλληλα δεν μπορεί να αντιληφθεί δυο γεγονότα ταυτόχρονα στο παρόν. Αν θα μπορούσε, τότε θα είχε την πλήρη συναίσθηση του επεκταμένου παρόντος, στο πλαίσιο του οποίου τα γεγονότα συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε μια δυνητική, ελλοχεύουσα και ασυνείδητη κατάσταση υπέρθεσης. Μπορεί όμως έμμεσα να συνειδητοποιήσει τον ταυτοχρονισμό και την ολότητα των πραγμάτων, αναγνωρίζοντας τη συνολική εικόνα της πραγματικότητας μέσα από τη θεώρηση των τμημάτων που την αποτελούν.

Η γενίκευση αυτής της διαπίστωσης εκφράζεται σε φυσικό επίπεδο μέσα από την ολογραφική αρχή. Αυτή η αρχή αναπτύχθηκε μέσα από την κβαντική βαρύτητα σε μια προσπάθεια ερμηνείας του λεγόμενου παραδόξου της πληροφορίας σε μια μαύρη τρύπα. Καθώς η μαύρη τρύπα κυριολεκτικά καταπίνει κάθε είδους πληροφορία, είτε σε μορφή ύλης ή ενέργειας, θα αναμενόταν να παραβιάζεται η αρχή διατήρησης της πληροφορίας. Ωστόσο, ο Gerard ‘t Hooft αναλύοντας το παράδοξο βρήκε έναν τρόπο ώστε τα εισερχόμενα στον ορίζοντα συμβάντος της μαύρης τρύπας σωματίδια να αλληλεπιδρούν με τα εξερχόμενα σωματίδια. Με άλλα λόγια, το ισχυρό βαρυτικό πεδίο της μαύρης τρύπας θα μπορούσε να παραμορφώνει τον ορίζοντα συμβάντος με τέτοιον τρόπο ώστε αυτή η παραμόρφωση να εξηγείται με όρους ζευγών εισερχόμενων και εξερχόμενων, προς και από τον ορίζοντα συμβάντος, σωματίδια. Ο Leonard Susskind στη συνέχεια θεώρησε ότι οι ταλαντώσεις του ορίζοντα συμβάντος αντιστοιχούν σε μια πλήρη συμμετρική περιγραφή των ταλαντώσεων των εισερχόμενων και εξερχόμενων σωματιδίων, με τον ίδιο τρόπο που ανασυντίθεται η πληροφορία από μια ολογραφική επιφάνεια.

Μπορούμε τώρα να δώσουμε έναν περιεκτικό ορισμό της ολογραφικής αρχής: "Η ολική πληροφορία που περιέχεται σε ένα χώρο, αντιστοιχεί σε μια ίσης ποσότητας πληροφορία που περιέχεται στα σύνορα αυτού του χώρου." Για παράδειγμα, όλες οι πληροφορίες που βρίσκονται μέσα σε ένα δωμάτιο αντιστοιχούν σε πληροφορίες αποθηκευμένες στα τοιχώματα του δωματίου, στους τοίχους, στο πάτωμα και στο ταβάνι. Αυτή η εξάρτηση της πληροφορίας από την περιβάλλουσα επιφάνεια και όχι από τον όγκο είναι η ειδοποιός διαφορά. Όπως λέει ο Brian Greene, "Η ολογραφική αρχή δίνει την προοπτική πως όλες οι γνώσεις και οι εμπειρίες μας μπορούν να περιγραφούν ισοδύναμα από συμμετρικές διαδικασίες που συμβαίνουν εκατέρωθεν ενός λεπτού και απομακρυσμένου 'μανδύα.' Μας λέει πως αν κατανοήσουμε τους νόμους της φυσικής σε εκείνη την απομακρυσμένη επιφάνεια, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα φαινόμενα εκεί συνδέονται με την εμπειρία μας εδώ, τότε θα έχουν συλλάβει όλα όσα έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα." 

Πού άραγε μπορούμε να εντοπίσουμε μια τέτοια επιφάνεια; Στην πραγματικότητα, κάθε επιφάνεια που περατώνει έναν όγκο θα έχει αυτήν την ιδιότητα. Ο ορίζοντας συμβάντος του ίδιου του σύμπαντος αποτελεί μια επιφάνεια πάνω στην οποία θα είναι καταγεγραμμένη όλη η ιστορία του. Η συνείδηση έχει ολογραφικά χαρακτηριστικά, καθώς όλα τα γεγονότα του σύμπαντός της αναπαρίστανται στο 'εσωτερικό' της, πάνω στην επιφάνεια της μνήμης, συνειδητά ή ασυνείδητα. Φαίνεται σαν να ζούμε ταυτόχρονα 'μέσα' και 'έξω,' εκατέρωθεν ενός ορίζοντα συμβάντος που αποτελεί τα όρια μιας επεκταμένης μοναδικότητας. Και όπως το φως υπόκειται στον περιορισμό της ταχύτητας του φωτός, έτσι και η συνείδηση περιορίζεται από την επιλεκτική παρατήρηση. Οπότε η συνείδηση διαθέτει τον δικό της ορίζοντα συμβάντος, ο οποίος ταυτίζεται με τα όρια ενός ατέρμονου βρόγχου. Το επεκταμένο παρόν μοιάζει επίσης με έναν ατέρμονο βρόγχο, όπου ζεύγη χρονοειδών γεγονότων, 'εισέρχονται' και 'εξέρχονται' προς και από τον ορίζοντα συμβάντος του. Έτσι, το πραγματικό του μέγεθος δεν καθορίζεται ουσιαστικά από την χωροχρονική απόσταση, η οποία έχει να κάνει με δευτερογενείς αιτιακές θεωρήσεις της συνείδησης, αλλά από πρωτογενείς, χρονοειδείς συνθήκες, οι οποίες συμβαίνουν μη τοπικά, αυθόρμητα και ταυτόχρονα σε όλη την επικράτειά του και σε κάθε σημείο.

Το επεκταμένο παρόν

Είδαμε στην προηγούμενη συζήτηση ότι ο κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα σαν ένα εξωτερικό και ξένο αντικείμενο, αλλά διαμορφώνεται συνέχεια μέσω της συνειδητής παρέμβασης. Αυτό απαιτεί η συμμετοχική αρχή, έτσι ώστε οι ιδιότητες των πραγμάτων εξαρτώνται πάντοτε από την ελεύθερη βούληση του παρατηρητή, η οποία καθορίζει τι πρόκειται να μετρηθεί σε μια πειραματική διαδικασία. Η συνείδηση βεβαίως ξεκινάει από ένα πρώτο, ασυνείδητο και αυθόρμητο επίπεδο λειτουργίας, όπου τα διάφορα γεγονότα της υπάρχουν ταυτόχρονα και ισοδύναμα. Ωστόσο, σε ένα επόμενο στάδιο, η συνείδηση είναι αυτή που επιλέγει κάποιο γεγονός έναντι κάποιου άλλου, αποδίδοντας έτσι σε αυτό τον τοπικό και χρονικό χαρακτήρα του. Πριν από αυτήν τη συνειδητή πράξη χρονολογικού καθορισμού, κάθε γεγονός είναι δυνητικό. Ακόμα κι αν ένα γεγονός είναι 'ιστορικό,' η συνείδηση το θεωρεί πάντα στο παρόν, έτσι ώστε το γεγονός σταδιακά 'στρεβλώνεται' από άλλα σύγχρονα γεγονότα, όπως σκέψεις και συναισθήματα, ή κοινωνικές τάσεις και πολιτικές νέες απόψεις. Το επεκταμένο παρόν είναι ο φυσικός χώρος της συνείδησης, όπου όλες αυτές οι τάσεις και στάσεις λαμβάνουν χώρα, ενώ τα γεγονότα διαρκώς αναθεωρούνται και ξανατακτοποιούνται, σε σχέση με το χώρο και το χρόνο.  Ας το σκεφτούμε για λίγο: Ακόμα και το πιο αναμφισβήτητο γεγονός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κοινώς αποδεκτή αλήθεια σχετικά με κάποιο περιστατικό που ποτέ δεν πρόκειται να ξαναγεννηθεί. Σε ό,τι αφορά το μέλλον, ο προηγούμενος συλλογισμός είναι εύκολο να υποστηριχθεί. Το μέλλον είναι δυνητικό έτσι κι αλλιώς, οπότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για την όποια αναβίωσή του. Αλλά, στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος, το μέλλον και το παρελθόν είναι εξίσου υποθετικά, και ο ατέρμονος βρόγχος που περικλείει και τα δύο γεγονότα είναι, λίγο- πολύ ταυτόχρονος. Οπότε και τα δυο γεγονότα σε ένα πρωταρχικό επίπεδο είναι ισοδύναμα και αμφίδρομα. Αυτό, προτού κάποιος 'ρίξει' το βέλος του χρόνου προς το ένα γεγονός ή το άλλο.

Εδώ πλέον θα συνοψίσουμε και θα θέσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που ονομάσαμε επεκταμένο παρόν:

  • Τα γεγονότα δεν είναι σημειακά 


Στη θεωρία χορδών, τα σωματίδια δεν είναι σημειακά αλλά εκτεταμένα αντικείμενα αποτελούμενα από χορδές. 

Στην κλασσική φυσική η έννοια της σημειακής μάζας είναι μια εξιδανίκευση χρήσιμη στην απλοποίηση των υπολογισμών. Έτσι το ίδιο το αντικείμενο αγνοείται, και ανταυτού η προσοχή στρέφεται στις αλληλεπιδράσεις του με άλλα τέτοια σημειακά αντικείμενα. Ωστόσο, αν τα αντικείμενα ήταν σημειακά, καμία αλληλεπίδραση δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα. Για παράδειγμα, η βαρύτητα, η οποία υπακούει έναν νόμο αντιστρόφου τετραγώνου, θα ήταν άπειρη στην περίπτωση σημειακών αντικειμένων σε επαφή. Επιπλέον, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι οι ιδιότητες ενός σώματος μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα σημείο, στο λεγόμενο κέντρο μάζας του, η κίνησή του, όταν ο χώρος- χρόνος ληφθεί υπόψη, διαγράφει επιφάνειες και όγκους, έτσι ώστε τα αποτελέσματα πάνω στο χώρο- χρόνο καθώς και σε άλλα αντικείμενα είναι εκτεταμένα, πραγματικά  γεγονότα. 

Στην πράξη, τα αντικείμενα επηρεάζουν το χώρο- χρόνο. Τον παραμορφώνουν, με κάποια έννοια, και επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του με την κίνησή τους ή ακόμα με την απλή φυσική τους παρουσία. Χωρίς 'πράγματα' ο χώρος- χρόνος θα ήταν ένα απόλυτο κενό, σχετικό με το τίποτε. Τα ίδια τα αντικείμενα είναι γεγονότα τα οποία περιέχουν χώρο- χρόνο. Επομένως έχουν διαστάσεις. Και όπως έχουν 'μπρος' και 'πίσω' ή 'πάνω' και 'κάτω,' έτσι έχουν επίσης 'πριν' και 'μετά,' σε σχέση με ένα άλλο γεγονός το οποίο κατέχει μια προνομιούχα θέση σε αυτό που αποκαλούμε 'παρόν.' Αλλά με τη σειρά του το παρόν είναι το ίδιο ένα αντικείμενο, οπότε δεν μπορεί να είναι αδιάστατο. Επίσης κατέχει και διαμορφώνει το χώρο- χρόνο. Αυτό είναι το νόημα του επεκταμένου παρόντος: Έχει διαστάσεις και όρια, οπότε περιέχει το 'παρελθόν' και το 'μέλλον' στο παρόν. 

Είναι άραγε το 'παρελθόν' και το 'μέλλον,' σύμφωνα με το περιεχόμενο του επεκταμένου παρόντος, διαφορετικά από ό,τι συνήθως αναφερόμαστε; Θεωρούμε το παρελθόν και το μέλλον ως γεγονότα διακριτά από το παρόν αλλά στην πράξη τα θεωρούμε πάντα στο παρόν. Πηγαίνουμε 'πίσω' και 'μπροστά' στο χρόνο από το παρόν προς το παρελθόν ή το μέλλον, για να ανακαλύψουμε ή να φανταστούμε γεγονότα που σχετίζονται με προσωπικές ή συλλογικές μνήμες και προσδοκίες. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα γεγονότα είναι υποθετικά τόσο υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά. Πρόκειται για μια 'εικόνα' που προτάσσεται στο παρόν, ενώ το 'πραγματικό' γεγονός συμβαίνει πάντοτε σε κάποιον 'άλλο' χρόνο. Ακόμα και το παρόν, αν θεωρηθεί σημειακό, γίνεται μια απατηλή 'κουκίδα' στη συνείδηση, που γρήγορα διαδέχεται από παρόμοιες, στιγμιαίες 'τωρινές στιγμές.' Αλλά η συνείδηση στην πράξη δεν χάνεται σε αυτήν την ατέλειωτη διαδοχή σημειακών παροντικών στιγμών. Αντίθετα,  φαίνεται ότι η συνείδηση έχει επίγνωση του πλήρους μήκους της αλυσίδας. Για αυτό η συνείδηση έχει τις ιδιότητες ενός ατέρμονου βρόγχου. Περιέχει την αέναη αλυσίδα των στιγμών της, και, κυριολεκτικά, την καμπυλώνει με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίσει τον ατέρμονο βρόγχο  του επεκταμένου της παρόντος. Η συνείδηση μπορεί όχι μόνο να κυκλώνει το χώρο- χρόνο της ύπαρξής της, αλλά επίσης μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει την επεκταμένη της ύπαρξη που απλώνεται σε όλη την κλίμακα του χρόνου. Με κάθε τρόπο, κάθε γεγονός που η συνείδηση θεωρεί γίνεται μια αναπαράσταση στο παρόν ενός άλλου χρόνου, έτσι ώστε στην πράξη δεν υπάρχει καμία συνεκτική έννοια του 'παρελθόντος' ή του 'μέλλοντος,' παρά μόνο η ζωντανή τους αναπαράσταση στη σκηνή του επεκταμένου παρόντος. Η συνείδηση δεν αποτελείται από μια χρονική αλυσίδα σημείων τωρινών στιγμών που φθίνουν το ένα μετά το άλλο. Αντίθετα, όλα τα σημεία μπορούν να θεωρηθούν σε κάποιον χρόνο, στο παρελθόν ή στο μέλλον, 'φωτεινότερα' ή 'αμυδρότερα,' αλλά πάντοτε στο παρόν. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά. 

  • Όλα τα γεγονότα θεωρούνται στο παρόν 



Γκαουσιανή 'κυματοσυνάρτηση' που αναπαριστά την έννοια του επεκταμένου παρόντος: Ένα γεγονός απλώνει στο χώρο- χρόνο, από την κορυφή της καμπύλης, στο παρόν, προς το άπειρο. Στα άκρα της κατανομής, το γεγονός θεωρείται είτε ως σαν- παρελθόν ή σαν- μέλλον. Η αντίληψη για το γεγονός μπορεί να εστιαστεί οπουδήποτε κατά μήκος της χωρο- χρονικής κατανομής, έτσι ώστε όταν η κυματοσυνάρτηση 'καταρρέει' στο παρόν, τα διάφορα 'στιγμιότυπα' του γεγονότος περιγράφουν διαδοχικές χρονικές στιγμές. Η ίδια κατανομή μπορεί επίσης να αναπαραστήσει ένα σύνολο γεγονότων, καθένα κατανεμημένο στο χώρο- χρόνο, μέσα στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος. Σε αυτήν την περίπτωση, 'πρόσφατα' γεγονότα καταλαμβάνουν το χώρο κοντά στην κορυφή της κατανομής, ενώ τα 'απόμακρα' γεγονότα βρίσκονται στα όριά της. 

Όποιες κι αν είναι οι απόψεις σχετικά με την ιστορία ή σχετικά με την προσωπική μας ζωή, όλες οι θεωρήσεις και αναπολήσεις γίνονται στο παρόν. Ακόμα κι όταν έχουμε να κάνουμε με παρελθόντα ή μέλλοντα γεγονότα, τα αναπαράγουμε στην τωρινή κατάσταση της συνείδησής μας, σαν να συνέβαιναν 'εδώ και τώρα.' Αυτό είναι ένα απλό και αναπόδραστο συμπέρασμα σχετικά με το επεκταμένο παρόν μας. Το επεκταμένο παρόν δεν περιέχει 'πραγματικά' παρελθόντα ή μέλλοντα γεγονότα, αλλά γεγονότα που μπορούν να θεωρηθούν 'σαν-παρελθόντα' και 'σαν-μέλλοντα,' αντίστοιχα. Η ύπαρξη του 'παρελθόντος' ή του 'μέλλοντός' μας είναι μόνο μια υπόθεση που κάνουμε σχετικά με ένα γεγονός διαποτισμένο από την τωρινή μας κατάσταση. Δεν ταξιδεύουμε στα αλήθεια στο 'παρελθόν,' όταν αναπολούμε πράγματα, ούτε επισκεπτόμαστε φυσικά το 'μέλλον,' όταν το αναλογιζόμαστε. Αλλά υποθέτουμε πώς μπορεί να είναι το μέλλον ή θυμόμαστε περασμένα γεγονότα, από το παρόν. Έτσι το παρελθόν και το μέλλον βρίσκονται μέσα στα όρια του επεκταμένου παρόντος, στην κυριολεξία. Από την άλλη πλευρά, τα γεγονότα είναι εκτεταμένα αντικείμενα, 'γεμάτα' χώρο- χρόνο τον οποίο μπορούν να προσδιορίζουν και να αλλάζουν. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι ένα γεγονός επιδεικνύει μια 'σαν- παρελθοντική' ή 'σαν- μελλοντική' συμπεριφορά μέσα στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος. Αυτό το μεταβαλλόμενο χρονικό χαρακτηριστικό των γεγονότων μπορεί να υπόκειται σε παράλληλους συλλογισμούς στο παρόν, αλλά ταυτόχρονα το ίδιο γεγονός παραμένει χρονικά ανεμπόδιστο, εκτεινόμενο στο άπειρο.

Μια Γκαουσιανή συνάρτηση, σαν αυτή στην προηγούμενη εικόνα, μπορεί να περιγράψει με έναν γραφικό τρόπο το είδος της χωρικής και χρονικής επέκτασης που προαναφέραμε. Η κορυφή αντιστοιχεί στο παρόν, ένα γεγονός με τη μέγιστη 'ένταση.' Αυτό είναι επίσης το πιο πιθανό γεγονός, σε σχέση με το παρόν. Η πιθανότητα σταδιακά μειώνεται αλλά ποτέ δεν γίνεται μηδενική. Αυτό σημαίνει ότι τα σαν- παρελθοντικά ή σαν- μελλοντικά χαρακτηριστικά ενός γεγονότος απλώνονται στο άπειρο, ακόμα κι αν το γεγονός λαμβάνει χώρα στο παρόν. Αν ταυτίσουμε την πιθανότητα με την ένταση, τότε ένα γεγονός γίνεται σταδιακά αμυδρότερο, συμμετρικά ως προς την κορυφή, προς τα όρια της κατανομής. Όταν η συνείδηση αναλογίζεται γεγονότα, αυτά αποκτούν το μέγιστο βαθμό έντασης, στο παρόν, ενώ τα παρελθοντικά ή τα μελλοντικά είναι αχνά στην αντίληψη, σαν η συνείδηση να τα θεωρεί 'υπό γωνία.' Όσο αμυδρότερο ένα γεγονός εμφανίζεται στη συνείδηση, τόσο πιο απομακρυσμένο θεωρείται στο παρελθόν ή στο μέλλον. Αλλά όταν η συνείδηση επιλέγει ένα γεγονός από το παρελθόν ή από το μέλλον για να το αναθεωρήσει, τότε αυτό το γεγονός εκ νέου διαποτίζεται με το 'φως της συνείδησης.' Ωστόσο, ενώ το γεγονός εξετάζεται στο παρόν, δεν θεωρείται να ανήκει στο παρόν. Για αυτό λέμε ότι ανήκει στο 'σαν- παρελθόν' ή στο 'σαν- μέλλον.' 

Ένα ιδιαίτερο και εξίσου εκπληκτικό χαρακτηριστικό της κυματοσυνάρτησης είναι ότι 'καταρρέει' ταυτόχρονα και παντού. Αυτό σημαίνει ότι σε μια κατανομή γεγονότων η κυματοσυνάρτηση των γεγονότων καταρρέει με τέτοιον τρόπο ώστε τα γεγονότα να εμφανιστούν μη τοπικά κατανεμημένα στο χώρο- χρόνο.  Η συνείδηση θα σαρώσει αναδρομικά τα γεγονότα προκειμένου να τους αποδώσει κάποια τοπική ή χρονική ιδιότητα. Μπορεί άραγε η συνείδηση να κάνει την κυματοσυνάρτηση να καταρρεύσει; Κβαντομηχανικά, η απάντηση είναι ναι. Γενικότερα, εφόσον τα γεγονότα παρατηρούνται και θεωρούνται από τη συνείδηση στο παρόν, μπορούμε να πούμε ότι η συνείδηση αναγκάζει κατανομές γεγονότων να καταρρέουν συνέχεια. Οπότε αυτός φαίνεται ότι είναι ο συνήθης τρόπος λειτουργίας της συνείδησης. Αλλά καθώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε περισσότερα από ένα γεγονότα τη φορά, η συνείδηση πρέπει να επιλέξει ποιο γεγονός αντιστοιχεί στο παρόν, έτσι ώστε τα υπόλοιπα γεγονότα τη κατανομής θα διαμοιραστούν στο 'παρελθόν' ή στο 'μέλλον.'

Το ίδιο ισχύει για ένα μόνο γεγονός. Αν το θεωρήσουμε σαν την κατανομή ενός εκτεταμένου αντικειμένου, τότε, με το πού η συνείδηση προκαλέσει την κατάρρευση της κατανομής του γεγονότος, τα μέρη του θα διαμοιραστούν στο χώρο- χρόνο, σύμφωνα με έναν μηχανισμό αιτιακής επιλογής που η συνείδηση θα εφαρμόσει από το παρόν. Η ίδια η συνείδηση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα επεκταμένο αντικείμενο που να απαρτίζεται από τοπικά και χρονικά κατανεμημένα γεγονότα. Ενώ η συνείδηση ανάγει ένα από αυτά τα γεγονότα στη θέση του παρόντος, αναβαθμίζει παράλληλα τα υπόλοιπα, 'θυμούμενη' το παρελθόν και 'φανταζόμενη' το μέλλον. Αυτή η περιγραφή δεν είναι αντίθετη ή άσχετη με την ιδέα που έχουμε για το χώρο- χρόνο, καθώς μπορούμε να θεωρήσουμε το επεκταμένο παρόν σαν μια συλλογή γεγονότων που καταρρέουν ταυτόχρονα τη στιγμή της συνειδητής παρατήρησης, οπότε κάθε γεγονός αποκτά έναν διαφορετικό βαθμό έντασης και σημασίας. Όσο λιγότερο έντονο θεωρείται ένα γεγονός από τη συνείδηση, τόσο περισσότερο απομακρύνεται στα όρια του χρόνου, ενώ το πιο έντονο από όλα γεγονός θα σταθεί στο παρόν. Η στιγμιαία και ταυτόχρονη κατάρρευση της κατανομής μάς εγγυάται ότι όλα συνέβησαν σε μια χρονική στιγμή η οποία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από το παρόν. Αλλά όλα τα υπόλοιπα γεγονότα καταρρέουν την ίδια χρονική στιγμή επίσης. Οπότε δεν ανήκουν πραγματικά στο παρελθόν ή στο μέλλον αλλά στο επεκταμένο παρόν. 

  • Τα γεγονότα συμβαίνουν σε δυο φάσεις 


Αναπαράσταση του ταυτοχρονισμού με έναν μηχανισμό δυο φάσεων: Ο κύκλος αντιπροσωπεύει την πρώτη φάση της αυθόρμητης γέννησης ενός γεγονότος. Το βέλος αντιπροσωπεύει τη δεύτερη φάση της τοπικής διάδοσης της πληροφορίας σχετικά με το γεγονός. 

Όλα τα γεγονότα θεωρούνται στο παρόν, παρότι μπορεί να ανήκουν σε άλλους χρόνους. Η αναδιανομή των γεγονότων στο φυσικό χώρο- χρόνο είναι ανάλογη της έντασης που τους αποδίδει η συνειδητή προσοχή. Παρόλο που η συνείδηση μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα επεκταμένο γεγονός που καταρρέει ταυτόχρονα και παντού, η αναλυτική λογική απαιτεί χρόνο προκειμένου να διευθετήσει τα γεγονότα σύμφωνα με κάποια τοπολογική και χρονολογική ταξινόμηση. Αυτή η διαδικασία έχει να κάνει με την αιτιότητα και λαμβάνει χώρα αναδρομικά. Η αιτιότητα, ή ισοδύναμα η τοπικότητα, σχετίζεται με το όριο της ταχύτητας του φωτός.  Η πληροφορία δεν μπορεί να ταξιδέψει με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν του φωτός, έτσι ώστε ακόμα κι αν η κυματοσυνάρτηση καταρρέει μη τοπικά, δηλαδή ταυτόχρονα και παντού, θα περάσει χρόνος προτού οποιοδήποτε γεγονός επικοινωνηθεί αιτιακά. Εντούτοις η κατάρρευση έχει ήδη συμβεί, άρα η έννοια του ταυτοχρονισμού καθίσταται κυρίαρχη και θεμελιώδης σε ένα πρώτο επίπεδο.

Συνεπώς, μπορούμε να χωρίσουμε τις φυσικές διαδικασίες σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση είναι ελλοχεύουσα και ασυνείδητη, άχωρη και άχρονη, μη τοπική και μη αιτιακή. Καμία πληροφορία ή γνώση δεν μεταδίδεται ούτε επικοινωνείται. Οπότε τα γεγονότα στην πρώτη φάση είναι μη αιτιακά συσχετιζόμενα αλλά αυθόρμητα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Η δεύτερη φάση είναι εκπεφρασμένη και συνειδητή, πληρωμένη από χώρο- χρόνο. Η πληροφορία διαδίδεται τοπικά και τα γεγονότα αποκτούν μεταξύ τους αιτιακές σχέσεις, ενώ παράλληλα η συνείδηση αποδίδει τοπολογικό και χρονολογικό νόημα σε αυτά. 

Έτσι το επεκταμένο παρόν μπορεί να θεωρηθεί σαν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο η δυνητικότητα των γεγονότων βασίζεται, πριν αυτή να εκφραστεί και να υλοποιηθεί. Τη στιγμή της παρατήρησης τα γεγονότα αποκτούν μια διακριτή μορφή και ένα συγκεκριμένο νόημα, απέναντι σε ένα αδιαφοροποίητο και απαράλλακτο υπόβαθρο. Αποκτούν παρελθόν ή μέλλον σχετικό με τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες μας, αντίστοιχα. Επιπλέον, τους αποδίδεται αιτία, σύμφωνα με τους δικούς μας σκοπούς και κατευθύνσεις. Ωστόσο, οι συνθήκες, ή 'υπερτιθέμενες καταστάσεις, των γεγονότων ήδη υπάρχουν μέσα στο υπόβαθρο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως 'τυρβώδες,' παρά ακίνητο, καθώς παράγει διαρκώς βρόγχους χρονοειδών γεγονότων. Κάποιοι πιστεύουν ότι η πληροφορία περιέχει ένα εγγενές 'νόημα,' έτσι ώστε οι αυθόρμητες διαδικασίες να μπορούν κατευθείαν να ξεκινήσουν, χωρίς τη βοήθεια κάποιου είδους 'θείας πρόνοιας.' Αυτό ίσως ισχύει, αλλά η προοπτική μιας αυτοργανωτικής ιδιότητας της ύλης, ή της πληροφορίας γενικότερα, υπονοεί ένα είδος συμπεριλαμβάνουσας νοημοσύνης. Το όνομα αυτής της ιδιαίτερης ιδιότητας της πληροφορίας είναι η συνείδηση. Αλλά η συνείδηση δεν είναι μόνο ένα προϊόν, αλλά επίσης και ένας καταλύτης των φυσικών αυθόρμητων διαδικασιών. Είναι ικανή να διαλύσει τον ατέρμονο βρόγχο της δυνητικότητας και να κάνει την κατανομή να καταρρεύσει. Από αυτό το σημείο και έπειτα, η συνείδηση εμπλέκεται στη διαδικασία απόδοσης 'λογικής' μορφής και περιεχομένου, σε σχέση με το χώρο- χρόνο, σε πράγματα περισυλλεγμένα από τα συντρίμμια μιας στιγμιαίας έκρηξης η οποία συνέβηκε στο πρωτογενές και ασυνείδητο επίπεδο. Οπότε είναι η συνείδηση απέναντι στο υπόβαθρο. 

Τα βαθύτερα χαρακτηριστικά της συνείδησης μπορούν να αποκαλύψουν την καταγωγή του ίδιου του σύμπαντος. Πιστεύεται ότι το σύμπαν ξεκίνησε να υπάρχει ύστερα από μια 'Μεγάλη Έκρηξη.' Αυτή είναι μια ακριβής περιγραφή της γέννησης ενός ατέρμονου βρόγχου, ενός γιγάντιου σε αυτήν την περίπτωση. Αυτή ήταν επίσης η στιγμή που η κυματοσυνάρτηση του σύμπαντος κατέρρευσε, παραθέτοντας μια συγκεκριμένη διευθέτηση των κοσμικών γεγονότων. Το επεκταμένο παρόν του σύμπαντος γεννήθηκε τότε και συνεχίζει να επεκτείνεται έκτοτε. Αλλά στο επίπεδο της συνείδησης αυτή η επέκταση είναι δευτερεύουσα και τεχνητή, καλύπτοντας τα απομεινάρια του πρωταρχικού ατέρμονου βρόγχου, στο υπόβαθρο. "Είναι το σύμπαν που επεκτείνεται, ή πρόκειται για τη συνείδηση που απλώνεται στο επεκταμένο παρόν της;" μπορούμε να ρωτήσουμε. Και ποια η διαφορά; Σε ό,τι αφορά το σύμπαν, αυτό θεωρείται ομογενές σε κοσμολογική κλίμακα. Αλλά όταν εστιάσουμε την προσοχή μας σε συμπλέγματα γαλαξιών, αρχίζουμε να ξεχωρίζουμε μη ομογενείς περιοχές μεγάλης έντασης, απέναντι σε έναν παντού παρόντα, κενό χώρο. Σύμφωνα με τη διαφοροποίηση της έντασης, στη συνέχεια θεωρούμε ποιο συγκρότημα γαλαξιών είναι παλαιότερο από ένα άλλο, όπου η ηλικία των γαλαξιών θεωρείται ότι είναι ανάλογη της απόστασής τους από εμάς. Μια ανάλογη διαδικασία λαμβάνει χώρα στο μυαλό μας. Το δικό μας 'σύμπαν σκέψεων' είναι πλήρες γεγονότων που διαθέτουν έναν διαφορετικό βαθμό φωτεινότητας. Όσο πιο έντονο ένα γεγονός φαίνεται, τόσο πιο κοντά τοποθετείται από τη συνείδηση, σχετικά με το παρόν, στο 'χώρο- χρόνο' της φυσικής μας μνήμης. Και κάθε φορά επιλέγουμε ένα συγκεκριμένο γεγονός για να αντιπροσωπεύσει το παρόν. Αλλά αν θεωρήσουμε τα γεγονότα ως σαν- παρελθόντα ή σαν- μέλλοντα, και αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι οι γαλαξίες στο σύμπαν έχουν έναν διαφορετικό βαθμό φωτεινότητας, τότε μπορεί να αντιληφθούμε ότι όλα τα γεγονότα της συνείδησης, που ανήκουν είτε στο παρελθόν ή στο μέλλον, είναι τα 'αστέρια' της εστιασμένης προσοχής έναντι στο αδιαφοροποίητο κοσμικό υπόβαθρο του επεκταμένου παρόντος. Οπότε η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση έχει να κάνει με μια ισοδυναμία κλίμακας. 

  • Τα γεγονότα δεν είναι αιτιακά καθαυτά 


Ένα πλαίσιο που επιδεικνύει την έννοια του ταυτοχρονισμού. Κάθε σημείο αντιπροσωπεύει ένα γεγονός. Όλα τα γεγονότα μπορούν να θεωρηθούν ταυτόχρονα, στην πρώτη φάση. Η πληροφορία ταξιδεύει από σημείο σε σημείο, αποκαθιστώντας μια αιτιακή σχέση μεταξύ των γεγονότων, στη δεύτερη φάση. 

Οι νόμοι της φύσης δεν θεωρούνται πλέον αιτιοκρατικοί. Αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχαν στην αρχή του σύμπαντος αλλά διαμορφώθηκαν στα πρώιμα στάδιά του, και ίσως ακόμα να εξελίσσονται. Αυτός ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας των φυσικών διαδικασιών γίνεται πιο εμφανής στη μικροσκοπική κλίμακα. Τα σωματίδια δεν βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη θέση, αλλά ακολουθούν απρόβλεπτες τροχιές, κινούμενα μπρος και πίσω στο χώρο, και ίσως στο χρόνο. Η κυματοσυνάρτηση είναι μια κατανομή πιθανότητας, καλύπτοντας μια περιοχή στην οποία το σωματίδιο μπορεί να βρεθεί. Ωστόσο, σύμφωνα με την λεγόμενη αρχή της αβεβαιότητας, ή απροσδιοριστίας, όσο περισσότερο παρατηρούμε ένα σωματίδιο, τόσο περισσότερο το 'ενοχλούμε'. Αν κάνουμε μια μέτρηση της ορμής του, για παράδειγμα, αυξάνουμε την αβεβαιότητα της θέσης του, και αντιστρόφως. Συνεπώς, η προκαθορισμένη τροχιά ενός σωματιδίου της κλασσικής φυσικής έδωσε τη θέση της στην πιθανοκρατική κατανομή ενός επεκταμένου αντικειμένου στην κβαντική φυσική.

Η έννοια ενός μη σημειακού, επεκταμένου αντικειμένου είναι στενά συνυφασμένη με την έννοια του ταυτοχρονισμού. Το ίδιο το επεκταμένο αντικείμενο μπορεί να θεωρηθεί σαν μια συλλογή επιμέρους γεγονότων, τα οποία περιγράφονται από μια γκαουσιανή κυματοσυνάρτηση, με όλα τα χαρακτηριστικά της μη τοπικότητας τα οποία εκφράζονται τη στιγμή που η κυματοσυνάρτηση καταρρέει, ταυτόχρονα και παντού. Αντίστροφα, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι στο σύμπαν υπάρχει ένα μόνο επεκταμένο και απείρων διαστάσεων αντικείμενο, ενώ όλα τα άλλα αντικείμενα είναι αντανακλάσεις του. Τα σωματίδια, για παράδειγμα, μπορούν να θεωρηθούν μέρη αντικειμένων επεκτεινόμενων σε επιπλέον διαστάσεις. Έτσι κι αλλιώς, είτε υπάρχει μια ενιαία πολυδιάστατη πραγματικότητα ή μια μικροσκοπική απειρότητα διαφορετικών 'κβαντικά συζευγμένων' γεγονότων, έχουμε πάντοτε να κάνουμε με μια ολότητα που λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα στο επεκταμένο παρόν. 

Το πλαίσιο της προηγούμενης εικόνας περιγράφει αυτήν την ιδέα. Οι ομοιογενώς κατανεμημένες τελείες αναπαριστούν γεγονότα στο χώρο- χρόνο. Φανταστείτε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει κάθε φορά που ανάβουμε το φως. Ξέρουμε ότι το φως ταξιδεύει με πεπερασμένη ταχύτητα, ώστε να απαιτείται χρόνος για να καλύψει το δωμάτιο, ακόμα κι αν ταξιδεύει αρκετά γρήγορα για να μας δώσει την εντύπωση του ταυτοχρονισμού. Ας φανταστούμε όμως μια προϋπάρχουσα συνθήκη, λίγο πριν ανάψουμε το φως, η οποία να έχει προδιαγράψει τα μονοπάτια που το φως θα ακολουθήσει. Μια  τέτοιου είδους δυνητικότητα είναι το 'κβαντικό δυναμικό,' όπως ο David Bohm το ονόμασε. Ενός τέτοιου είδους δυναμικό έχει όλα τα χαρακτηριστικά της μη τοπικότητας, καθώς μπορεί να απλώνεται 'παντού και ταυτόχρονα,' και θα μπορούσαμε ακόμα να το ταυτίσουμε με το υπόβαθρο του επεκταμένου παρόντος.

Μια τέτοιου είδους ερμηνεία ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων θεωριών κρυφών μεταβλητών, επειδή περιέχουν μια επιπλέον παράμετρο, στην προηγούμενη περίπτωση το κβαντικό δυναμικό, για να ερμηνεύσουν μια ατέλεια σε κάποια υπάρχουσα θεωρία. Το χαρακτηριστικό του κβαντικού δυναμικού του Bohm είναι η μη τοπικότητα, ότι δηλαδή αυτό απλώνεται στο χώρο- χρόνο αυθόρμητα και στιγμιαία. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν δυο βασικές ερμηνείες του όλου προβλήματος του ταυτοχρονισμού. Η μία είναι να αποδεχθούμε την αρχή της αιτιότητας, έτσι ώστε να θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα 'κρυφό' πεδίο που να διαδίδεται με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός. Η άλλη είναι να ξεχάσουμε όλη τη συζήτηση σχετικά με την αιτιοκρατία, και ανταυτής να μπούμε στα 'βαθιά νερά,' ψάχνοντας για μια νέα προσέγγιση στο όλο πρόβλημα. Στη δεύτερη περίπτωση, η μη τοπική προσέγγιση αποδέχεται γενικά 'παράλληλους' συλλογισμούς ώστε να αποφύγει κάθε πιθανή σύγκρουση με την αιτιότητα. Μια τέτοια προσέγγιση είναι και η θεωρία του πολυσύμπαντος (multiverse theory), σύμφωνα με την οποία η μη τοπικότητα μπορεί να εξηγηθεί με τη βοήθεια 'παράλληλων κόσμων.' Κατά την κβαντική σύζευξη, για παράδειγμα, τα συζευγμένα σωματίδια θα μπορούσαν να μεταβαίνουν σε παράλληλους κόσμους και να επιστρέφουν πίσω, κατάλληλα διαμορφωμένα, σε διαφορετικά μέρη ταυτόχρονα.  Δεν ξέρω αν η θεωρία των παράλληλων κόσμων απλουστεύει το πρόβλημα του ταυτοχρονισμού περισσότερο από μια θεωρία κρυφών μεταβλητών. Από τη μία πλευρά, οι θεωρίες κρυφών μεταβλητών οδηγούνται σε θεωρήσεις πεδίων που διαδίδονται με ταχύτητας μεγαλύτερη του φωτός. Από την άλλη μεριά, οι θεωρίες 'παράλληλων κόσμων,' χάνονται σε ένα σύμπαν πολλών διαστάσεων, οι οποίες είναι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να περιγραφούν και να οπτικοποιηθούν. Από τη σκοπιά όμως του επεκταμένου παρόντος, οι δυνητικές καταστάσεις των γεγονότων κατοχυρώνουν την όποια μελλοντική αιτιακή τους εξέλιξη χωρίς να την προδιαγράφουν, επομένως τα ίδια τα γεγονότα δεν έχουν να κάνουν με κάποια κρυφή μεταβλητή ούτε με παράλληλους κόσμους.

Ακόμη κι αν με κάποιον τρόπο συλλάβουμε την έννοια τη μη τοπικότητας σε σχέση με το χώρο, η έννοια της μη αιτιότητας σε σχέση με το χρόνο είναι ακόμα δυσκολότερο να γίνει κατανοητή. Το να κινούμαστε 'μπρος' και 'πίσω' στο χώρο είναι κάτι αυτονόητο, σε αντίθεση με μια αντίστοιχη κίνηση στο χρόνο. Δεν είμαστε ελεύθεροι να κινούμαστε με τη φυσική μας υπόσταση μέσα στο χρόνο, καθώς το βέλος του χρόνου κινείται πάντα προς τα 'μπροστά.' Δεν μπορούμε να γίνουμε νεότεροι,  ακόμα κι αν 'επισκεφτούμε' το παρελθόν μας. Ωστόσο, αυτή η θερμοδυναμική ιδιότητα των πραγμάτων να φθείρονται δεν αποκαλύπτει απαραίτητα τη φύση του χρόνου καθαυτού. Ο χρόνος δεν φθείρεται. Απλώς συνεχίζει να κυλά. Και σε ένα βαθύτερο επίπεδο της πραγματικότητας ο χρόνος μπορεί ούτε καν να υφίσταται.  

Το μυστήριο του ταυτοχρονισμού στη φύση αντανακλάται στις αυθόρμητες διεργασίες που συμβαίνουν στη σκέψη μας, σε ένα βαθύτερο επίπεδο της συνείδησης. Το ασυνείδητο περιέχει μια αυτοματοποιημένη μορφοποιητική λειτουργία. Η συνείδηση ανακατασκευάζει στη συνέχεια τις 'πρωταρχικές μορφές,' χρησιμοποιώντας 'ερμηνευτικά κανάλια' λογικής. Ωστόσο, όχι μόνο μπορεί αυθόρμητα να δεχτούμε ακατέργαστα και λογικά αμεταποίητα υλικά από το ασυνείδητο, αλλά επίσης να υποκύψουμε στην ισχύ του. Σε γενικές γραμμές, όσο πιο έντονο ή οικείο είναι ένα γεγονός, τόσο πιο εύκολα αυτό το γεγονός παρακάμπτει τα λογικά κανάλια, για να καταχωρηθεί άκριτο στη μνήμη. Η σκέψη μας είναι γεμάτη από προκαταλήψεις τις οποίες ποτέ δεν έχουμε αξιολογήσει. Έχουμε συνηθίσει να αποδίδουμε αιτιακές σχέσεις στα πράγματα οι οποίες μπορεί να μην υφίστανται. Από την άλλη μεριά, αυτές οι προκατεστημένες μας αντιλήψεις μπορεί παράλληλα να εκφράζουν το περιεχόμενο ενός ασυνείδητου κόσμου που μόλις μας είναι ορατός. Κατά συνέπεια μπορούμε να προτείνουμε ότι αυτό που κάθε φορά αλλάζει είναι το εννοιολογικό πλαίσιο, όχι η ουσία των πραγμάτων. Και αυτή η 'ουσία' είναι ο αυθόρμητος χαρακτήρας των φυσικών διαδικασιών σε ένα βαθύτερο επίπεδο της συνείδησης. Είμαστε άραγε ασυνείδητα εξοικειωμένοι με την έννοια του ταυτοχρονισμού; Είναι αλήθεια ότι αν σκεφθούμε τι είναι ο χρόνος ουσιαστικά, σύντομα θα αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για μια ιδιότητα βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση. Σίγουρα έχει να κάνει με τις αναμνήσεις, οι οποίες είναι πληροφορίες με ένα συγκεκριμένο και μοναδικό περιεχόμενο που προσδιορίζει εμάς τους ίδιους. Τα αντικείμενα μπορεί να έχουν την ίδια 'μάζα' ή το ίδιο 'φορτίο,' αλλά δεν περιέχουν ίση ποσότητα πληροφορίας σχετικά με τα 'πήγαινε- έλα' τους, διαφορετικά θα υπήρχαν πράγματα πανομοιότυπα μέσα στο σύμπαν. Έτσι βλέπουμε ότι ο χρόνος είναι, με κάποια έννοια, μια ιδιότητα που καθορίζει τις σχετικές θέσεις των διάφορων πραγμάτων. Ακόμα περισσότερο, αν ταυτίσουμε το χρόνο με την έννοια της κίνησης, αυτή η κίνηση δεν συμβαίνει στο χρόνο, αλλά στο χώρο. Μπορούμε να πούμε ότι ο χρόνος είναι μια ιδιότητα που τακτοποιεί τα πράγματα στο φυσικό χώρο και παράλληλα στη σκέψη μας 'μετακινώντας' τα εδώ κι εκεί με έναν τακτικό τρόπο.

Έτσι η έννοια του επεκταμένου παρόντος προκύπτει αβίαστα, ως ένα αντικείμενο το οποίο καταλαμβάνει χώρο και εμπεριέχει την ιδιότητα μιας κανονικής διευθέτησης των πραγμάτων, δηλαδή  χρόνο. Μέσα από το επεκταμένο παρόν η συνείδηση ανασύρει γεγονότα, τα θεωρεί, και τους αποδίδει χρόνο, ιεραρχώντας τα στο χώρο. Αλλά υπόκειται η συνείδηση στο χώρο- χρόνο; Αντίθετα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνείδηση απλώνεται στο επεκταμένο μας παρόν και ότι ακόμα μπορεί να επιλέξει την τοπολογία και τη χρονολογία των γεγονότων. Έτσι η συνείδηση είναι κι αυτή ένα επεκταμένο αντικείμενο που αποδίδει χώρο- χρόνο στον εαυτό της, σχετίζοντας γεγονότα αιτιακά μεταξύ τους. Κατά μία έννοια, η συνείδηση είναι ο χώρος- χρόνος. Αλλά αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να θεωρηθεί εκπληκτική ή αυθαίρετη. Το σύμπαν δεν 'σκέφτεται' το χώρο- χρόνο, εμείς το κάνουμε. Έτσι ζούμε μέσα στα πλαίσια της συνείδησης μας και του επεκταμένου παρόντος της, σε αρμονία με το επεκταμένο παρόν του σύμπαντος. Χρησιμοποιούμε την εστίαση της προσοχής και  μεθόδους παρατήρησης για να επιλέξουμε πράγματα μέσα από ένα αμετάβλητο και 'αδιάφορο'  κοσμικό υπόβαθρο, που έχουν ένα συγκεκριμένο νόημα για εμάς. Επισημαίνουμε εδώ κι εκεί αιτιακές σχέσεις μεταξύ γεγονότων μέσα στο σύμπαν, ενώ το ίδιο το σύμπαν είναι ένα γεγονός το οποίο προέκυψε αυθόρμητα και από το τίποτε. Συμπερασματικά, η αιτιότητα δεν είναι μια θεμελιώδης  ιδιότητα των πραγμάτων, αλλά μια δευτερεύουσα διαδικασία της συνείδησης, η οποία προσφέρει στον κόσμο χώρο, χρόνο και νόημα. 

  • Το επεκταμένο παρόν είναι ένας ατέρμονος βρόγχος 


Ένας ανάδρομος βρόγχος δύο γεγονότων A και B. Το γεγονός B προϋποθέτει το γεγονός A, έτσι ώστε το Α να αποτελέσει την αιτία του B. Η αιτιότητα φαίνεται να παραβιάζεται στιγμιαία, αλλά στην πράξη και τα δύο γεγονότα συμβαίνουν, με κάποια έννοια, ταυτόχρονα, έτσι ώστε δεν υπάρχει καμία αιτιακή σχέση μεταξύ τους. Είναι ο ίδιος ο βρόγχος που συνδέει τα γεγονότα. 

Η ανάδρομη αιτιότητα θεωρείται ότι οδηγεί σε παράδοξα, τα οποία μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: τα αυταναφορικά παράδοξα (bootstrap paradoxes), που περιλαμβάνουν έναν αιτιακό βρόχο, και τα παράδοξα συνέπειας (consistency paradoxes). Τα αυταναφορικά παράδοξα προκύπτουν σε περιπτώσεις όπου σχηματίζεται μια αιτιακή αλυσίδα γεγονότων, όπου το Α γεγονός προκαλεί το Β, το Β προκαλεί το Γ, και το Γ προκαλεί το Α. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι το γεγονός Α προϋποθέτει την ύπαρξη του Γ, πριν αυτό υπάρξει. Για αυτό κάποιοι πιστεύουν ότι η έννοια ενός αιτιακού βρόγχου είναι αδύνατη. Από την άλλη μεριά, τα παράδοξα συνέπειας προκύπτουν όταν, για παράδειγμα, κάποιος προσπαθήσει να σκοτώσει το νεότερο εαυτό του με μια ανάδρομη αιτιακή διαδικασία, η οποία ωστόσο θα πρέπει να αποτύχει. Το παράδοξο υφίσταται γιατί περιέχει την παραδοχή ότι κάποιος πρέπει πάντα να αποτυγχάνει σε αυτήν την περίπτωση, η οποία παραδοχή περιλαμβάνεται σε αυτό που έχει ονομαστεί εικασία χρονολογικής προστασίας (chronology protection conjecture). Αυτή η εικασία δημιουργεί συγκεκριμένους περιορισμούς οι οποίοι μπορεί να είναι καθαρά τοπικοί ή να αναχθούν στο επίπεδο των νόμων του σύμπαντος.

Σχετικά με τα αυταναφορικά παράδοξα, η εξήγηση είναι εύκολη: το γεγονός A παράγει το B, το Β παράγει το Γ, το οποίο όμως παράγει ένα νέο γεγονός, ας το ονομάσουμε Α', το οποίο δεν είναι το αρχικό γεγονός Α. Αυτό ισχύει γιατί κατά την αιτιακή αυτή η διαδικασία ο χώρος- χρόνος κυλάει, έτσι ώστε τα γεγονότα Α και Α' δεν ταυτίζονται ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο. Το παράδοξο δημιουργείται επειδή συνηθίζουμε να θεωρούμε τα γεγονότα ως σημειακά, οπότε αναπόφευκτα κινούμαστε από σημείο σε σημείο στο χώρο- χρόνο, όπου το κάθε επόμενο σημείο θα είναι αποτέλεσμα του κάθε προηγούμενου. Αλλά αν αναλογιστούμε την όλη διαδικασία από την άποψη του επεκταμένου παρόντος, τα ίδια γεγονότα συμβαίνουν κάπου μέσα σε ένα διευρυμένο χωρο- χρονικό πλαίσιο, χωρίς να έχουν κάποιο προκαθορισμένο χρονολογικό χαρακτηριστικό. Αν θεωρήσουμε το γεγονός Α ένα παρελθοντικό γεγονός και το γεγονός Α' ένα μελλοντικό γεγονός, τότε τα γεγονότα Β και Γ θα αποτελούν διαδοχικές παροντικές στιγμές. Αλλά αυτό θα ήταν απλά μια επιλογή. Διαφορετικά, αν θεωρήσουμε ότι τα γεγονότα Α και Α' συμπίπτουν στο χρόνο, τότε προφανώς δεν είναι αιτιακά συσχετισμένα.

Σχετικά με τα παράδοξα συνέπειας, ας υποθέσουμε ότι πηγαίναμε πίσω στο χρόνο στην παιδική μας ηλικία, όταν ήταν ακόμα ζωντανός ο παππούς μας. Αυτό που κάνουμε, είναι να δημιουργηθεί ένας βρόχος στο χώρο- χρόνο, τον οποίο χρησιμοποιούμε για να ταξιδέψουμε πίσω στα σαν- παρελθόν όριά του ως νέοι, προκειμένου να συναντήσουμε κάποιον λίγο- πολύ συνομήλικό μας (σε αυτήν την περίπτωση το νεαρό παππού μας). Αν αυτό το ταξίδι θεωρηθεί ότι λαμβάνει χώρα έξω από το πλαίσιο αναφοράς του παρόντος μας, τότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ταξιδέψουμε στο παρελθόν, οπότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να σκοτώσουμε τον παππού μας. Όμως, αν θεωρήσουμε ότι τα παρελθόντα γεγονότα συμπεριλαμβάνονται στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος, ο παππούς μας είναι ακόμη ζωντανός, κατά κάποια έννοια, οπότε θα μπορούσαμε να πάμε 'πίσω στο χρόνο' και να τον σκοτώσουμε. Αλλά τι θα συμβεί τώρα; Μπορεί να υπάρξει κάποια είδηση σχετικά με δύο νέους που τσακώθηκαν, και ο ένας από αυτούς σκότωσε τον άλλο, ενώ ο φονιάς πέθανε λίγο αργότερα από άγνωστα αίτια. Η έννοια του επεκταμένου παρόντος επιτρέπει τέτοιες ενέργειες 'αναδρομικού' θανάτου, χωρίς ωστόσο να εγείρει παράδοξα, επειδή όλα τα γεγονότα συμβαίνουν μέσα στον ίδιο χωρο- χρονικό βρόχο, ο οποίος συνάμα μπορεί να θεωρηθεί ως το φράγμα χρονολογικής προστασίας, έτσι ώστε σκοτώνοντας τον παππού μας σκοτώνουμε επίσης και τον εαυτό μας. 

Στην πραγματικότητα, όπως το προηγούμενο σχήμα δείχνει, η ανάδρομη αιτιότητα αποτελεί τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι η κανονική, ή 'ευθεία' αιτιότητα. Συνήθως, όταν παρατηρούμε τη φύση ανακαλύπτουμε τα αποτελέσματα και όχι τις αιτίες. Τότε χρησιμοποιούμε την ανάδρομη αιτιότητα προκειμένου να φανταστούμε ποια θα μπορούσαν να είναι τα αίτια, εκ των υστέρων. Από την άλλη μεριά, όταν πειραματιζόμαστε χρησιμοποιούμε την ευθεία αιτιότητα προκειμένου να προκαλέσουμε αποτελέσματα, ώστε να επαληθεύσουμε τις υποθετικές αιτίες της ανάδρομης αιτιότητας. Επιπλέον, ένα φαινόμενο θεωρείται έγκυρο όταν μπορεί να επαληθευτεί πειραματικά επανειλημμένα. Οπότε, ενώ η ανάδρομη αιτιότητα μας πηγαίνει πίσω σε αναμφισβήτητες, παντοτινές 'αλήθειες,' η ευθεία αιτιότητα μας δίνει κοινώς αποδεκτά αποτελέσματα. Ωστόσο, η αναγκαιότητα της επανάληψης ενός πειράματος υποδεικνύει τη σημασία του ατέρμονου βρόγχου ο οποίος σχηματίζεται από το ζευγάρι της ανάδρομης και ευθείας αιτιότητας.

Αυτό υποδεικνύει η προηγούμενη εικόνα. Τα γεγονότα A και B κινούνται σε 'αντίθετες' κατευθύνσεις, τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο, σχηματίζοντας έναν ατέρμονο βρόγχο. Ισοδύναμα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο βρόγχος παράγει αυθόρμητα τα δύο γεγονότα. Το γεγονός B φαίνεται να κινείται 'πίσω' στο χρόνο ώστε να παράγει την αιτία του, δηλαδή το γεγονός Α. Αλλά αυτό είναι περισσότερο μια 'ψευδαίσθηση:' τα δύο γεγονότα είναι λίγο- πολύ ταυτόχρονα, ενώ η διαφορά δημιουργείται στο στάδιο που αποδίδουμε αιτία στα γεγονότα, είτε με ανάδρομη ή με ευθεία αιτιότητα. Οπότε, κάθε είδος 'χωροχρονικής διαφοράς' είναι αναδρομική, καθώς και τα δύο γεγονότα στο πρώτο στάδιο είναι δυνητικά. Ακόμη κι αν αυτός ο ταυτοχρονισμός, ή 'ισοδυναμία,' είναι δύσκολο να κατανοηθεί, η ύπαρξή της μπορεί εύκολα να αποδειχθεί από το γεγονός ότι είμαστε πάντοτε προδιατεθειμένοι να αποδίδουμε κάποιες αιτίες στα γεγονότα , που σημαίνει ότι αυτές οι αιτίες δεν προϋπήρχαν, αλλά υπήρχαν τα γεγονότα. Σε ό,τι δε αφορά τον όρο 'λίγο- πολύταυτόχρονα,' εκφράζει ακριβώς το 'σπάσιμο' ανάμεσα στις δύο καταστάσεις, εκ των οποίων η μία είναι θεμελιωδώς άχωρη και άχρονη, ενώ η άλλη είναι 'γεμάτη' με χώρο και χρόνο. Οπότε αυτού του είδους η διαίρεση δεν έχει να κάνει με το χρόνο αλλά με τη συμμετρία.

Ως εδώ ίσως να αναγνωρίσαμε την απατηλότητα της αιτιακής διαίρεσης, όταν 'αναγκαζόμαστε' από τη φύση να διαλέξουμε ένα μέρος έναντι του άλλου. Αυτή η επιλογή μπορεί να μοιάζει παράλογη αλλά φυσικά είναι δικαιολογημένη: Φέρνει τις συνθήκες στην ύπαρξη. Αλλά η αναγκαία αυτή διαίρεση που προκαλείται από τη σύγκρουση ανάμεσα στην ευθεία και στην ανάδρομη αιτιότητα, μας κάνει να βλέπουμε τα δέντρα και όχι το δάσος. Στην περίπτωσή μας, το 'δάσος' είναι ο ατέρμονος βρόγχος, ενώ τα 'δέντρα' είναι γεγονότα, που 'ρίχνουν τη σκιά των δυνητικών τους ζευγαριών.' Για παράδειγμα, τα προαναφερθέντα γεγονότα Α και Β μπορούν να αναπαριστούν ζεύγη σωματιδίων- αντισωματιδίων, ζεύγη 'καθυστερημένων' και 'προχωρημένων' κυμάτων σαν αυτά που είδαμε στη θεωρία των Wheeler- Feynman, ή οποιοδήποτε άλλο ζευγάρι 'συμπληρωματικών' οντοτήτων. Φαίνεται σαν το γεγονός Β να 'προδιαθέτει' το γεγονός Α έτσι ώστε το Β να εγκαθιδρυθεί ως το εικονικό κομμάτι μιας φανταστικής διαδικασίας, αλλά είναι προτιμότερο να θεωρήσουμε τα δυο γεγονότα ισοδύναμα, για τους λόγους που προαναφέραμε. Τα δύο γεγονότα αντιπροσωπεύουν εκδηλώσεις του ίδιου ατέρμονου βρόγχου, οπότε ποιο από τα δυο θα έρχεται πρώτο είναι θέμα επιλογής.  Αν αυτή η περιγραφή ταυτιστεί με την κατάσταση που επικρατεί στο πρώτο στάδιο, τότε μια αιτιακή 'αλυσιδωτή αντίδραση' μπορεί να ξεκινήσει μεταξύ των δυο γεγονότων στο δεύτερο στάδιο, έτσι ώστε το ένα γεγονός να επιλεγεί ως αιτία του άλλου, αναδρομικά και αυθαίρετα. Συνεπώς, αυτή η επιλογή ανάγεται στην τυχαιότητα. Σε ό,τι αφορά το βρόγχο, αυτός μπορεί να θεωρηθεί σαν μια 'φούσκα' στο χρόνο, που χωρίζεται σε δυο γεγονότα που εκδηλώνονται συμμετρικά το ένα προς το άλλο. Κατά τη διάρκεια αυτού του 'σπασίματος' της συμμετρίας, μπορούμε να πούμε ότι ο χρόνος δεν 'ρέει,' αλλά 'εκτείνεται.' Είναι μια συνθήκη που εξελίσσεται, όχι μια υλική διαδικασία. Για αυτό λέμε ότι δεν διαδίδεται πληροφορία σε αυτό το στάδιο. Ωστόσο, και τα δύο γεγονότα είναι μη τοπικά συνδεδεμένα με τον ατέρμονο βρόγχο.

Μπορούμε να θεωρήσουμε τους ατέρμονους βρόγχους σαν βραχυπρόθεσμα και μικροσκοπικά αντικείμενα, αλλά θα μπορούσαν να είναι και διαχρονικά, μακροσκοπικά αντικείμενα. Το ίδιο το σύμπαν θα μπορούσε να είναι ένας τέτοιος βρόχος. Γεννήθηκε από το τίποτε, έτσι ώστε ακόμη και αν θεωρήσουμε το 'Θεό' ή το 'πολυσύμπαν' της θεωρίας των παράλληλων κόσμων ως την πρωταρχική  αιτία, αυτό που μένει τελικά είναι ο ατέρμονος βρόγχος: μπορούμε να δώσουμε τέλος στην αέναη αναδρομή μόνο με μια στιγμιαία και αυθόρμητη πράξη 'αναλαμπής της ευφυίας.' To σύμπαν όχι μόνο δημιουργήθηκε αυθόρμητα, αλλά επίσης εξέφρασε τις συνθήκες που το αφορούσαν ως τις μελλοντικές του ιδιότητες. Αυτό το γεγονός αποτελεί παραβίαση της αιτιότητας με όλα τα μέσα και με κάθε έννοια. Εντούτοις, αυτό το συμπέρασμα μοιάζει να εξακολουθεί να είναι αποτέλεσμα της τυπικής λογικής η οποία προσπαθεί να μιμηθεί την αυθόρμητη γέννηση. Πάντως αυτό το είδος 'ρήξης της αιτιότητας' σε σχέση με ένα στιγμιαίο ζευγάρι που παράχθηκε αυθόρμητα από έναν ατέρμονο βρόγχο μπορεί να θεωρηθεί σαν πράξη της συνείδησης.  Μια προοδευτική αλυσιδωτή αντίδραση μέσα σε ένα σύνολο γεγονότων η οποία διαρρηγνύει τη συμμετρία και συσχετίζει αιτιακά τα γεγονότα, αποτελεί μια άπειρη αιτιακή αλυσίδα του είδους που συναντήσαμε πρωτύτερα. Ο χώρος- χρόνος όπως τον ξέρουμε είναι το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η αλυσίδα γεγονότων ιεραρχικά διευθετημένων. Μια τέτοια άποψη μπορεί να οδηγήσει σε μια περιορισμένη προοπτική επικοινωνίας μεταξύ απομακρυσμένων χωρικά ή χρονικά γεγονότων. Όμως, αυτή η επικοινωνία αποκαθίσταται από τη συνείδηση  Ο χώρος- χρόνος ζει στη σκέψη μας με τέτοιον τρόπο ώστε η επικοινωνία σε ασυνείδητο επίπεδο να μεταφράζεται συνειδητά ως ταυτοχρονισμός. Το επεκταμένο παρόν είναι βασικά ο 'χώρος- χρόνος' ασυνείδητων, ελλοχευουσών διαδικασιών, που κατοικούν στον κόσμο του 'δυνητικού.' Ο φυσικός χώρος- χρόνος είναι η αιτιακή αναπαραγωγή αυτού του ασυνείδητου και αρχέγονου χάρτη, στον οποίο η συνείδηση διαιρεί 'χώρες,' αναγνωρίζει 'ιστορικά γεγονότα' και ιδιοποιείται 'εμπειρίες.' Συμπερασματικά, οι ατέρμονοι βρόγχοι δεν είναι απαραίτητα μικροσκοπικά και βραχύβια αντικείμενα. Αντίθετα, μπορεί να είναι γιγαντιαία και αιώνια αντικείμενα στο μέγεθος ενός σύμπαντος. Ακόμα μπορεί να είναι, σε μια διαφορετική κλίμακα, μοναδιαία και διαχρονικά αντικείμενα- αλήθειες του μεγέθους της συνείδησης.

Ένα είδος ατέρμονου βρόγχου είναι και οι λεγόμενες κλειστές χρονοειδείς καμπύλες. Πιστεύεται ότι τέτοιες καμπύλες δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, αφού αποτελούν λογικά παράδοξα, ή, αλλιώς, αδύνατα αντικείμενα. Ωστόσο, έχουν ήδη θεωρηθεί και περιγραφεί. Η παλιότερη περίπτωση είναι η λύση του Van Stockum το 1937 των εξισώσεων της γενικής σχετικότητας του Einstein, οι οποίες λύσεις αντιπροσωπεύουν έναν κύλινδρο με άπειρο μήκος, κατασκευασμένο από πυκνή και ταχέως περιστρεφόμενη ύλη, προκαλώντας έτσι μια κλειστή χρονοειδή καμπύλη γύρω του. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η λύση του Gödel των ίδιων εξισώσεων, που περιγράφει ένα περιστρεφόμενο   σύμπαν ικανό να δημιουργήσει κλειστές χρονοειδείς καμπύλες. Και οι δύο λύσεις έχουν απορριφθεί, η πρώτη επειδή περιλαμβάνει μια απείρως μακριά πηγή, και η δεύτερη επειδή δεν έχει ποτέ παρατηρηθεί μια ανάλογη περιστροφή του σύμπαντος. Ο προαναφερθείς δε μηχανισμός 'χρονολογικής προστασίας,' απαγορεύει τη δημιουργία τέτοιων βρόγχων στη φύση. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα μπορούσε να παρέχεται, για παράδειγμα, από ένα ορίζοντα συμβάντος που θα δημιουργόταν γύρω από μια κλειστή χρονοειδή καμπύλη, ώστε κάποιος που θα ταξίδευε πίσω στο παρελθόν θα παραβίαζε αυτό το χρονολογικό εμπόδιο και, κατά συνέπεια,  δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να επιστρέψει και να μας πει την ιστορία του.

Ανεξάρτητα με το τι μορφή θα έχει μια κλειστή χρονοειδής καμπύλη, λόγου χάρη ένας περιστρεφόμενος κύλινδρος, μια 'σκουληκότρυπα,' ο ορίζοντας συμβάντος μιας μαύρης τρύπας, ή κάτι άλλο, δεν χρειάζεται να έχει απαραίτητα τη μορφή ενός 'κύκλου.' Ανταυτού, μπορούμε να θεωρήσουμε  ένα  μαθηματικό αντικείμενο 'πεπερασμένο αλλά άπειρο.' Το αντικείμενο αυτό μπορεί να οπτικοποιηθεί γεωμετρικά ως μια κλειστή χρονοειδής καμπύλη που θα συνδέει ακαριαία δύο σημεία του σύμπαντος στα άκρα της, όσο και δυο 'σημεία' ενός αυταναφορικού επιχειρήματος. Στην πραγματικότητα, η συνείδηση έχει τις ιδιότητες μιας τέτοιας καμπύλης, καθώς συνεχώς 'ταξιδεύει' στο παρελθόν ή στο μέλλον και επιστρέφει στο παρόν χωρίς κανένα τοπικό περιορισμό. Βέβαια, αυτό το ταξίδι της συνείδησης είναι φανταστικό. Όταν 'γυρίζουμε' στο παρελθόν, δεν γινόμαστε νεότεροι. Ούτε κινδυνεύουμε πηγαίνοντας πίσω στην εποχή των δεινοσαύρων να φαγωθούμε από έναν από αυτούς.  Ωστόσο, σε ό,τι αφορά ένα 'φυσικό' ταξίδι στο χρόνο, θεωρείται ότι μια χρονομηχανή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο από τη στιγμή κατασκευής της και έπειτα. Κατά συνέπεια ένα ταξίδι στο χρόνο δεν σημαίνει επιστροφή στο 'παρελθόν.' Περισσότερο έχει να κάνει με τη δημιουργία ενός κλειστού χρονοειδούς βρόγχου, αποτελούμενου από ένα ζεύγος γεγονότων, ένα στο σαν- παρελθόν και ένα στο σαν- μέλλον, έτσι ώστε κάποιος θα μπορούσε να ταξιδέψει από το ένα γεγονός στο άλλο 'ανάδρομα,' μέσα στα πλαίσια του επεκταμένου παρόντος του βρόγχου. Αν κάποια στιγμή ανακαλύψουμε μια φυσική χρονομηχανή, για παράδειγμα μια σκουληκότρυπα, που να υπάρχει από την αρχή του σύμπαντος, θα μπορούσαμε ίσως να τη χρησιμοποιήσουμε, με κάποιο τρόπο, για να μάθουμε ολόκληρη την ιστορία του σύμπαντος. Αλλά αυτό το σαν- παρελθοντικό ή σαν- μελλοντικό ταξίδι στο χρόνο θα γίνεται πάντα από το παρόν, με την επεκταμένη του έννοια ωστόσο.

Με ανάλογο τρόπο, το επεκταμένο παρόν μπορεί να θεωρηθεί μια κλειστή χρονοειδής καμπύλη. Μπορούμε να μετακινηθούμε προς τα πίσω και προς τα εμπρός, σε σχέση με ένα σημείο αναφοράς που βρίσκεται στο παρόν, για να θεωρήσουμε γεγονότα σαν- παρελθόντα και σαν- μέλλοντα, πάντοτε αναβιωμένα στο παρόν. Έτσι δεν έχει νόημα να αναφερόμαστε στο παρελθόν ή στο μέλλον σαν γεγονότα αποκομμένα από το παρόν. Αντίθετα, το παρόν πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επεκταμένο γεγονός που απλώνεται μέσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Η συνείδηση επίσης μπορεί να παράγει  παρόμοιους βρόχους χρονοειδών γεγονότων, σε μια αυθόρμητη αντίδραση διατήρησης της ισορροπίας της στο παρόν. Η συνείδηση ζει στο παρόν, απ' όπου αναλογίζεται το παρελθόν και το μέλλον. Ούτε γινόμαστε νεότεροι όταν σκεφτόμαστε τα παιδικά μας χρόνια, ούτε γερνάμε επειδή σκεφτόμαστε το αύριο. Επομένως, ο χρόνος είναι βασικά ένας εξισορροπητικός μηχανισμός, μια κατάσταση ιεραρχικά διευθετημένων πραγμάτων, ένα σενάριο που ξεδιπλώνεται από ένα 'κεντρικό' σημείο αναφοράς στο επεκταμένο παρόν.

  • Η συμμετρική μορφή του επεκταμένου παρόντος


Αναπαράσταση μιας επιπλέον διάστασης: Το επίπεδο αποτελείται από το τετραδιάστατο χώρο -χρόνο όπως τον ξέρουμε. Η ευθεία l αναπαριστά μια επιπλέον διάσταση. Ένα υπερδιάστατο αντικείμενο που θα ταξιδεύει στην ευθεία l, θα αφήσει ένα τετραδιάστατο χνάρι στο επίπεδο, καθώς θα το διαπερνάει. Αυτό το ίχνος θα γίνει αντιληπτό από εμάς σαν ένα σύνολο γεγονότων που θα συμβούν ταυτόχρονα στον τετραδιάστατο χώρο- χρόνο μας. 

Η συμμετρική φύση ενός ατέρμονου βρόγχου αντικατοπτρίζεται στην αιτιακή διαίρεση στο στάδιο της συνειδητοποίησης. Η μη τοπική σύνδεση μεταξύ των χωρισμένων μερών υπενθυμίζει ένα ολιστικό αντικείμενο που υπάρχει πέρα από τη σφαίρα του τετραδιάστατου χώρου-χρόνου μας. Οι συνέπειες όμως αυτής της ρήξης της συμμετρίας είναι παρούσες σε όλο το φυσικό κόσμο με την μορφή προαισθημάτων ή διαισθήσεων που βρίσκονται εντυπωμένες στη συλλογική μας μνήμη. Κατά συνέπεια έχουμε κατά κάποιο τρόπο μια 'εγγενή εμπειρία' του κόσμου σε ένα βαθύτερο και ασυνείδητο  επίπεδο της ύπαρξης. Αυτή η σχέση αναλογίας ανάμεσα στην εγγενή πραγματικότητα και στην αντίληψη της εκπεφρασμένης πραγματικότητας είναι απαραίτητη ώστε να παραμένουμε 'συντονισμένοι' με το σύμπαν. Αυτή η σχέση συντονισμού εκφράζεται σε φυσικό επίπεδο μέσα από τις σταθερές της φύσης, και ταυτίζεται με την ίδια τη νοήμονη ζωή. Έτσι οι αξιωματικές 'αλήθειες' του συστήματος της λογικής μας είναι αυθύπαρκτες και αντανακλώνται στις φυσικές σταθερές που καθορίζουν τη διαχρονική ισχύ των φυσικών νόμων. Ένα άλλο όνομα για αυτήν την αρχή της αναλογίας ανάμεσα σε εμάς και στον κόσμο είναι η ανθρωπική αρχή. Δηλώνει απλά ότι το σύμπαν ήταν 'προγραμματισμένο' από την αρχή να περιέχει τις κατάλληλες συνθήκες έτσι ώστε η ευφυής ζωή να μπορέσει να εξελιχθεί σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο. Μια απλή απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι ότι ξέρουμε. Φυσικά η ανθρωπική αρχή είναι αυταναφορική γιατί, από την άλλη πλευρά, αν το σύμπαν δεν ήταν σε θέση να παράγει ευφυή ζωή, τότε δεν θα το ξέραμε. 

Η αυτανοφορική φύση της συνείδησης σε σχέση με την ίδια της την ύπαρξη μοιάζει αναπόδραστη. Αυτού του είδους ο ατέρμονος βρόγχος μοιάζει με μια αυταπόδεικτη αλήθεια, η οποία ως εκ τούτου θα βρίσκεται πέρα από κάθε αιτιακή διαδικασία. Θα μπορούσαμε εκ των υστέρων να πούμε ότι η αιτιότητα οδηγεί από μόνη της σε αυτό το παράδοξο της μη ύπαρξης, αποκαλύπτοντας ένα βαθύτερο επίπεδο αυθόρμητης γέννησης. Έτσι φαίνεται ότι τα γεγονότα θα ήταν προτιμότερο να θεωρούνται  ως προδιαμορφωμένες συνθήκες, τη στιγμή που η έλλογη σκέψη μας τις 'πιάνει.' Αυτή η αυθόρμητα συμμετρική διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο επίπεδο του ασυνείδητου φαίνεται να λειτουργεί με τον εξής τρόπο: Δημιουργεί στο παρόν μια 'μετα- συνθήκη' για το μέλλον σε σχέση με μια 'προ- συνθήκη για το παρελθόν. Τόσο η 'μετα- συνθήκη' όσο και η 'προ- συνθήκη' είναι αναγκαίες για το σχηματισμό του ατέρμονου βρόγχου και παράγονται ταυτόχρονα. Το βέλος του χρόνου  ενεργοποιείται στη συνέχεια, και αρχίζει να ταξιδεύει από το παρελθόν προς στο μέλλον. Αταίριαστες μετα- συνθήκες συνεχίζουν να υπάρχουν σαν φαντάσματα που έρχονται από το μέλλον, μέχρι να ταιριάξουν με μια προ- συνθήκη, έτσι ώστε από κοινού να εξουδετερωθούν. Ανεπιβεβαίωτες προ- συνθήκες, από την άλλη πλευρά, πέφτουν σταδιακά σε μια κατάσταση 'αιώνιου παρελθόντος,' και γίνονται μύθοι. 

Αυτή η διαδικασία μοιάζει πολύ με την αυθόρμητη δημιουργία εικονικών σωματιδίων στο κενό, σύμφωνα με την κβαντομηχανική. Αυτά τα σωματίδια παράγονται από την ενέργεια του κενού, μια  υποτιθέμενη ενέργεια υποβάθρου που απλώνεται μέσα στο σύμπαν. Εικονικά σωματίδια  δημιουργούνται από τις διακυμάνσεις του κενού σε ζεύγη σωματιδίων- αντισωματιδίων, τα οποία σύντομα μετά αλληλοεξουδετερώνονται και εξαφανίζονται. Ωστόσο, ορισμένα από αυτά τα σωματίδια δεν καταστρέφονται και μεταπηδούν στην πραγματικότητα. Η ενέργεια του κενού μαζί με τα εικονικά του σωματίδια έχουν ορισμένες συνέπειες. Για παράδειγμα, οι φυσικοί Hendrik Casimir και Dirk Polder προέβλεψαν την ύπαρξη μιας μικροσκοπικής απωστικής δύναμης ανάμεσα σε μεταλλικές πλάκες τοποθετημένες η μία πολύ κοντά στην άλλη, εξαιτίας διακυμάνσεων της ενέργειας του κενού στο χώρο μεταξύ τους. Αυτό είναι γνωστό ως φαινόμενο Casimir και έκτοτε έχει κατ' επανάληψη επαληθευτεί σε πειράματα. Ως εκ τούτου, η ενέργεια του κενού θεωρείται πραγματική, με την ίδια έννοια που θεωρούνται 'πραγματικά' πιο οικεία ιδεατά αντικείμενα, όπως τα ηλεκτρόνια, το μαγνητικό πεδίο, κ.λπ. Άλλες προβλέψεις είναι δυσκολότερο να επαληθευτούν. Η δημιουργία των εικονικών σωματιδίων κοντά στον ορίζοντα συμβάντος μιας μαύρης τρύπας έχει υποτεθεί από το φυσικό  Stephen Hawking ως ένας μηχανισμός για την ενδεχόμενη 'εξάτμισή' τους. Αν από το ζεύγος των εικονικών σωματιδίων το ένα απορροφηθεί από τη μαύρη τρύπα, τότε το άλλο μπορεί να ελευθερωθεί και να περάσει στην πραγματικότητα, με τη μορφή ύλης ή ενέργειας που θα ακτινοβοληθεί στο σύμπαν.

Αυτή είναι ακριβώς η ποσοτικοποιημένη έκδοση στη σύγχρονη φυσική ενός αυθόρμητου ατέρμονου  βρόγχου. Το μέρος του ζεύγους των εικονικών σωματιδίων που περνά στην ύπαρξη γίνεται μια 'επιβεβαιωμένη μετα- συνθήκη,' ενώ το άλλο μέρος που βυθίζεται πίσω στο κενό ή σ' έναν ορίζοντα συμβάντος είναι η αντίστοιχη 'προ- συνθήκη.' Η αλληλεπίδραση μεταξύ των ατέρμονων βρόγχων  εκφράζει την πιθανότητα να συμβεί μια αλυσιδωτή αντίδραση στο κενό, χάρη στην οποία  δημιουργούνται νέα σωματίδια. Έτσι μετα- συνθήκες και προ- συνθήκες δημιουργούνται αυθόρμητα και ταυτόχρονα όλη την ώρα.

Ενώ η αυθόρμητη γέννηση είναι μια βασικά συμμετρική διαδικασία, ο φυσικός διαχωρισμός του εικονικού ζευγαριού ώστε το ένα μέρος να περάσει στην πραγματικότητα περιγράφεται από μια διαδικασία που ονομάζεται αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας. Αυτή λαμβάνει χώρα όταν οι διακυμάνσεις σε ένα σύστημα γίνουν τόσο έντονες ώστε το σύστημα να βρεθεί μη αντιστρεπτά έξω από την κατάσταση ισορροπίας του. Ποιο από τα μέρη θα γίνει πραγματικό, για τον εξωτερικό παρατηρητή, είναι θέμα τύχης. Η ρήξη της συμμετρίας θεωρείται ότι διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό μορφοποιητικό ρόλο, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των κρυστάλλων, των μαγνητών και των υπεραγωγών. Θα μπορούσε επίσης να περιγράψει τον περίφημο μηχανισμό του Higgs με τον οποίο τα σωματίδια αποκτούν μάζα. Ακόμα και το ίδιο το σύμπαν θα μπορούσε να έχει προέλθει με μια διαδικασία αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας. Είναι άραγε το σύμπαν μας το πραγματοποιημένο μέρος από ένα εικονικό ζευγάρι συμπάντων, μέσα στο πολυσύμπαν; Αλλά το σύμπαν μοιάζει με μια γιγάντια χρονομηχανή που παράχθηκε από έναν μη αιτιακό ατέρμονο βρόγχο, τη ρήξη του οποίου ονομάζουμε 'Μεγάλη Έκρηξη,' μέσω μιας διαδικασίας αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας. Οπότε, στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος, η προηγούμενη υπόθεση μπορεί να ευσταθεί.

Ένα παρόμοιο γεγονός αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας είναι και το γεγονός του 'μετασταθούς κενού' (vaccum metastability event). Αυτό συμβαίνει όταν ένα σύστημα περνάει από μια μακρόβια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας σε μια κατάσταση ελάχιστης ενέργειας. Η κβαντομηχανική κάνει μάλιστα λόγο και για το 'ψευδές' και το 'αληθές' κενό, αντίστοιχα. (Βλέπουμε δηλαδή ότι το κενό, σύμφωνα με τη σύγχρονη φυσική, όχι μόνο υπάρχει αλλά μπορεί να είναι και αληθινό ή ψεύτικο!) Σε κάθε περίπτωση, ένα τέτοιο γεγονός μετασταθούς κενού σε μια περιοχή του σύμπαντος θα μπορούσε να προκαλέσει μια τρομακτική αλυσιδωτή αντίδραση που θα διερρήγνυε  και θα 'κατάπινε' το χώρο- χρόνο όπως τον ξέρουμε. Όμως, σε ό,τι αφορά την συζήτησή μας το κενό είναι η πηγή αυθόρμητης δημιουργίας, ενώ η ρήξη της συμμετρίας δίνει την ευκαιρία στα  γεγονότα να υπάρξουν, πέρα από τις πρωτογενείς τους συνθήκες. Ακόμη και η καθημερινή μας συμπεριφορά μπορεί κάποιες φορές να δείξει έναν 'μετασταθή' χαρακτήρα. Για παράδειγμα, πολυκαιρισμένες απόψεις μπορεί να βρεθούν ότι ήταν λάθος. Τότε, οι απόψεις αυτές μπορούν να υποβληθούν σε μια διαδικασία αλλαγής και να περάσουν από μια κατάσταση 'ψευδότητας' σε μια κατάσταση 'αλήθειας.'

Η προοπτική ότι η συνείδηση θα μπορούσε να προκαλέσει την αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας, είναι συναρπαστική. Στην περίπτωση αυτή, η ενέργεια κενού θα μπορούσε να ταυτιστεί με το υπόβαθρο του ασυνείδητου, το οποίο θα παρήγαγε διαρκώς ζεύγη σαν- παρελθοντικών και σαν- μελλοντικών γεγονότων. Η εξατομίκευση των γεγονότων αυτών, έτσι ώστε η συνείδηση να μπορέσει να τα αναγνωρίσει ως τμήματα του δικού της παρελθόντος ή μέλλοντος, θα έχει να κάνει με την αιτιακή επιλογή. Σε ό,τι αφορά τα μετασταθή γεγονότα, στην πράξη θα πρέπει να συμβαίνουν όλη την ώρα, καθώς η συνείδηση θα περνά από τις διεγερμένες καταστάσεις της αιτιακής επιλογής στη θεμελιώδη κατάσταση της ασυνείδητης 'ευσταθούς' ισορροπίας, λίγο πριν την αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας. Στην περίπτωση αυτή, η συνείδηση θα μπορούσε να ανακαλύψει αντίστοιχα όλον τον ενθουσιασμό της αυθόρμητης δημιουργικότητας, καθώς επίσης και τη γαλήνη της απερίσπαστης συγκέντρωσης και ισορροπίας στο βαθύτερο επίπεδο, αντί για μια ασταθή κατάσταση γεγονότων που θα έφερνε το τέλος του κόσμου. 

Επεκτάσεις και συνέπειες 


Το επεκταμένο παρόν ως ένας ατέρμονος βρόγχος. Τα ταυτόχρονα γεγονότα Α και Β παράγονται συμμετρικά. Η οριζόντια γραμμή σχηματίζει την επιφάνεια ενός ορίζοντα συμβάντος. Πάνω σε αυτήν την επιφάνεια όλα τα γεγονότα μπορούν να αναπαρασταθούν ολογραφικά. 

Μια θεμελιώδης υπόθεση μπορεί να διατυπωθεί εδώ: Γιατί η φύση κάποιες φορές είναι τόσο απατηλή; Ή μήπως πιθανότερα είμαστε συνηθισμένοι να εξαπατάμε τον εαυτό μας; Φαίνεται  επομένως να υπάρχει μια εγγενής αντίφαση, ή 'διγλωσσία,' τόσο στην φύση όσο και στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα και πράττουμε. Αυτή η θεμελιωδώς δυιστική ιδιότητα του κόσμου, να βρίσκεται ταυτόχρονα 'έξω' και 'μέσα,' αντικατοπτρίζεται στις διαδικασίες αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας που λαμβάνουν χώρα σε ένα θεμελιώδες επίπεδο. Εικονικά ζεύγη σωματιδίων παράγονται από το πουθενά, αντιπροσωπεύοντας ατέρμονους βρόγχους που σχηματίζονται στο κενό. Το ίδιο το σύμπαν θα μπορούσε να είναι ένας τέτοιος βρόγχος, ο οποίος να υπάρχει σε έναν άπειρο αριθμό διαστάσεων. Και, τότε, ξαφνικά, μια εξίσου αυθόρμητη διαδικασία διαρρηγνύει τη συμμετρία ώστε να διαιρέσει το βρόγχο του εικονικού ζεύγους σε ένα μέρος 'πραγματικό' και σε ένα 'φανταστικό.' Αλλά ακόμη και αν η διαδικασία αυτή φαίνεται μαγική, δεν είναι ανοίκεια σε σχέση με τον τρόπο που λειτουργεί η συνείδησή μας. Η δημιουργικότητα, η εφευρετικότητα και η έμπνευση, για παράδειγμα, είναι ορισμένες από τις κοινές της ιδιότητες, οι οποίες έχουν όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της αυθόρμητης γέννησης. 

Αυτή η διαδικασία της αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας απεικονίζεται στο προηγούμενο διάγραμμα. Ένας ατέρμονος βρόγχος δημιουργείται στο υπόστρωμα. Το γεγονός A έρχεται στην πραγματικότητα, ενώ το γεγονός B αντανακλάται πίσω στο κενό. Μπορούμε να ταυτίσουμε αυτή τη διαδικασία με ένα εικονικό ζεύγος σωματιδίων ή γενικότερα με δύο γεγονότα A και B, τα οποία αποκτούν ένα σαν- μελλοντικό και ένα σαν- παρελθοντικό χαρακτηριστικό, αντίστοιχα. Η γραμμή ή  επιφάνεια που χωρίζει οριζόντια το βρόγχο στα δύο αντιπροσωπεύει έναν ορίζοντα συμβάντος. Με αυτήν την ευρύτερη έννοια, το όλο γεγονός συνιστά μια μοναδικότητα. 

Το περιεχόμενο της προηγούμενης συζήτησης είναι ένα καλό παράδειγμα της ολογραφικής αρχής.  Στην περίπτωση αυτή, ο ορίζοντας συμβάντος προσδιορίζει την ολογραφική επιφάνεια, η οποία περιέχει όλες τις πληροφορίες σχετικά με το γεγονός. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην προηγούμενη περιγραφή είναι ότι η ολογραφική επιφάνεια του ορίζοντα συμβάντος θα μπορούσε να είναι το μοναδικό πράγμα που υπάρχει. Τα γεγονότα Α και Β τότε θα αποτελούν απλά αντανακλάσεις ή ολογραφικές προβολές ενός 'πραγματικού' και ενός 'φανταστικού' αντικειμένου, παραχθέντων συμμετρικά ως προς την επιφάνεια. Στην πράξη, η ολογραφική αρχή είναι μια λειτουργία προβολής από έναν όγκο σε μια επιφάνεια. Αλλά αν κάναμε ένα βήμα παραπέρα, θεωρώντας μια προβολή από ένα σημείο στο άπειρο, ή το αντίστροφο; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν μια αντιστοιχία ένα- προς- άπειρο. Θα μπορούσαμε να οπτικοποιήσουμε αυτήν τη διαδικασία με έναν κώνο φωτός, σαν εκείνον που συναντήσαμε πρωτύτερα. Αν κατά κάποιον τρόπο αντιστρέφαμε την όλη διαδικασία, θα μπορούσαμε να έχουμε μια αναδρομική προβολή του κώνου σε ένα μόνο σημείο του, στην κορυφή. Μια τέτοια ιδέα δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητη: κάθε σημείο σε μια ολογραφική επιφάνεια περιέχει την πληροφορία ολόκληρης της εικόνας. Κάθε κύτταρό μας μπορεί να περιέχει την πληροφορία για το σύνολο του σώματος. Κάθε κόκκος άμμου ίσως περιέχει την πληροφορία που αφορά το σύνολο του σύμπαντος. 

Συζητήσαμε πρωτύτερα την ολιστική προοπτική του κόσμου. Τώρα θα θεωρήσουμε ένα διαφορετικό είδος σύνδεσης των πραγμάτων. Τα γεγονότα όχι μόνο δρουν πάνω σε άλλα αντικείμενα, αλλά έχουν επίσης και μια ψυχολογική επίδραση πάνω στα ζωντανά πλάσματα. Από την άλλη πλευρά, η συνείδηση συμμετέχει στις φυσικές διεργασίες με ένα τρόπο συσχετιστικό και συμπληρωματικό. Η ιδέα ότι τα φυσικά γεγονότα μπορεί να συνδέονται με 'ψυχικές' καταστάσεις του ατόμου προτάθηκε από τον ψυχίατρο  Carl Jung. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό το είδος σύνδεσης είναι μη αιτιακό, και έχει να κάνει με αρχέγονες μορφές, που ονομάζονται αρχέτυπα, και οι οποίες κατοικούν στο συλλογικό ασυνείδητο, την προαιώνια μνήμη ολόκληρης της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που λέγεται συγχρονικότητα, κάτω από ορισμένες συνθήκες, φυσικά και ψυχικά γεγονότα μπορούν να λάβουν χώρα ως 'νοήμονες συμπτώσεις.' Αυτό το είδος σύνδεσης συμβαίνει αυθόρμητα, ενώ τα γεγονότα μπορεί να συμβούν είτε ταυτόχρονα είτε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Στη δεύτερη περίπτωση, μια τωρινή ψυχική κατάσταση μπορεί να συνδέεται με ένα μελλοντικό φυσικό γεγονός το οποίο θα πραγματοποιηθεί κάποια στιγμή μετά. 


Σε μια συνεργασία του Jung με το φυσικό Wolfgang Pauli, η έννοια της συγχρονικότητας απεικονίζεται σε αντιπαράθεση με την αιτιότητα, όπως φαίνεται στο προηγούμενο σχήμα. Όπως ο Jung το περιγράφει με δικά του λόγια: 'Εδώ η συγχρονικότητα είναι για τις τρεις άλλες αρχές ότι είναι η μία διάσταση του χρόνου για τις τρεις διαστάσεις του χώρου, ή σαν το ασύλληπτο 'Τέταρτο' στον Τιμαίο, όπου λέει ο Πλάτωνας ότι μπορεί να προστεθεί μόνο 'δια της βίας' στις άλλες τρεις. Ακριβώς όπως η εισαγωγή του χρόνου ως η τέταρτη διάσταση στη σύγχρονη φυσική επιβάλλει ένα μη αναπαριστώμενο χωρο- χρονικό συνεχές, έτσι η ιδέα της συγχρονικότητας με την εγγενή ιδιότητα του νοήματος παράγει μια εικόνα του κόσμου τόσο μη αναπαριστώμενη ώστε να είναι τελείως εξωφρενική. Το πλεονέκτημα, ωστόσο, της προσθήκης αυτής της έννοιας είναι ότι καθιστά δυνατή μια οπτική η οποία περιλαμβάνει τον ψυχοειδή παράγοντα στην περιγραφή μας και στη γνώση μας για τη φύση- δηλαδή, ένα προϋπάρχον νόημα ή 'ισοδυναμία.'


Σε σχέση με αυτήν την ισοδυναμία ή συμμετρία, θα μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε τη συγχρονικότητα, η οποία, σε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, έχει το χαρακτηριστικό του ταυτοχρονισμού, με ένα άχωρο και άχρονο διάγραμμα, με τη συγχρονικότητα στον κάθετο άξονα και την αιτιότητα στον οριζόντιο. Σε αυτήν την περίπτωση, η αιτιότητα θα μπορούσε να ορίζει έναν ορίζοντα συμβάντος ο οποίος τακτικά θα 'παραβιαζόταν' από τη συγχρονικότητα. Επιπλέον, στο συγκεκριμένο διάγραμμα, η συγχρονικότητα θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον ίδιο το χρόνο, ως ένας παράγοντας τάξης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Αυτό το πλαίσιο μπορεί να παρασχεθεί σε σχέση με την έννοια του επεκταμένου παρόντος. Αν το παρόν θεωρηθεί σαν ένα σημείο, τότε η σύμπτωση ενός τωρινού γεγονότος με ένα μελλοντικό γεγονός φαίνεται παράλογη και είναι ακατανόητη. Αλλά στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος και τα δύο γεγονότα συμβαίνουν εδώ και τώρα, ενώ το μελλοντικό γεγονός αναστέλλεται μέχρι να εκπληρωθεί. Αυτή η άποψη μπορεί επίσης να αντιπροσωπεύσει μια επεκταμένη έννοια του ταυτοχρονισμού επειδή γεγονότα που συμβαίνουν μαζί μπορούν να εκτείνονται σε διαφορετικούς χρόνους. Αλλά αν αυτά είναι συνδεμένα με έναν ατέρμονο βρόγχο, τότε η πιθανότητα είναι ότι αυτή η αυθόρμητη σύνδεση θα εκφραστεί αιτιακά σε εύθετο χρόνο. 

Ίσως αυτό μπορεί να ακούγεται σαν ένα είδος 'μοίρας,' ή σαν μια νέα μορφή αδυσώπητης αιτιοκρατίας. Αλλά στην πραγματικότητα, αυτή η άποψη δεν είναι περισσότερο άκαμπτη από τις αυθόρμητες διαδικασίες καθαυτές: Ένα αυθόρμητο γεγονός θα παραχθεί αργά ή γρήγορα, παρότι δεν ξέρουμε ακριβώς πότε και πού. Επίσης δεν γνωρίζουμε γιατί θα συμβεί. Ωστόσο, είδαμε σε αυτήν τη συζήτηση ότι το γεγονός θα πραγματοποιηθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος. Επίσης μάθαμε κάτι σχετικά με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει: μέσω ενός ατέρμονου βρόγχου. Επιπλέον, μπορούμε να μάθουμε γιατί αυτό συνέβη σε εύθετο χρόνο, όταν το αυθόρμητο γεγονός αποκαλύψει τη φύση του, μέσω της διαδικασίας του αιτιακού συσχετισμού. Οπότε μπορούμε επίσης να αποδώσουμε στα γεγονότα ένα νόημα. Και ενώ εμείς οι ίδιοι είμαστε στην πράξη γεγονότα που κατοικούν μέσα στο επεκταμένο παρόν, η συνείδησή μας είναι και αυτή ένα γεγονός, συνδεδεμένη με όλα τα άλλα γεγονότα, 'επιβεβαιώνοντας' ή απορρίπτοντάς' τα. Έτσι έχουμε τη δύναμη και τα μέσα όχι μόνο να διαμορφώνουμε το χώρο- χρόνο, αλλά και να προσδιορίζουμε την αιτία των πραγμάτων. Όχι μόνο είμαστε 'παράξενες στροφές,' εμφανίζοντας το ίδιο ταλέντο του αυθορμητισμού και ταυτοχρονισμού που διαθέτει και η φύση, αλλά επιπλέον είμαστε 'χρονομηχανές,' βάζοντας τα πράγματα σε τάξη σε σχέση με το χώρο και το χρόνο, καθορίζοντας έτσι και τις χρονικές τους ιδιότητες. Είμαστε πλάσματα που αναλογιζόμαστε το παρελθόν μας ενώ θεωρούμε το μέλλον. Διαρκώς αναθεωρούμε προκατεστημένες αντιλήψεις και υποθέσεις, ενώ παράλληλα αναμένουμε τις σαν- μελλοντικές συνθήκες να επιβεβαιωθούν ή όχι. Έτσι ώστε, στα πλαίσια του επεκταμένου παρόντος, οι μελλοντικές μας πράξεις δικαιολογούν το παρελθόν μας.
========================================================================

Στον παρακάτω σύνδεσμο θα βρείτε όλο το κείμενό μου στα αγγλικά, με κάποιες επιπλέον ενημερώσεις και σημειώσεις, καθώς επίσης και με τις σχετικές παραπομπές:





Küsnacht- Ζυρίχη, Αύγουστος 1957

$
0
0
[Απόσπασμα από το βιβλίο "Atom and Archetype: The Pauli/Jung Letters, 1932-1958"]

Αγαπητέ κ. Pauli,



Η επιστολή σας είναι ιδιαίτερα σημαντική και ενδιαφέρουσα. Για αρκετά χρόνια τώρα, έχω ασχοληθεί με ένα ζήτημα που ίσως κάποιοι το θεωρήσουν τρελό˙δηλαδή, τα ΑΤΙΑ (Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα)= ιπτάμενοι δίσκοι. Έχω διαβάσει τα περισσότερα κείμενα της σχετικής βιβλιογραφίας και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο μύθος των ΑΤΙΑ αντιπροσωπεύει τις προβολές- δηλαδή, τον εκπεφρασμένο συμβολισμό- της διαδικασίας εξατομίκευσης. Αυτή την άνοιξη, καταπιάστηκα με ένα κείμενο σχετικά με το θέμα, το οποίο μόλις τέλειωσα.


Σήμερα, ως συνέπεια του γενικού αποπροσανατολισμού που επικρατεί, όπως είναι ο πολιτικός κατακερματισμός του κόσμου, και ο επακόλουθος διαχωρισμός ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, ο Εαυτόςέχει ενσωματωθεί σε μια αρχετυπική μορφή (δηλαδή στο ασυνείδητο), γεγονός που έχω συναντήσει επανειλημμένα στους ασθενείς μου. Τώρα, καθώς γνωρίζω από την πείρα μου ότι ένα σωματοποιημένο- δηλαδή, ενεργοποιημένο- αρχέτυπο δεν μπορεί να είναι η αιτία, αλλά είναι σίγουρα μια συνθήκη των συγχρονιστικών φαινομένων, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι σύγχρονες εμφανίσεις αναμένεται να αντιστοιχούν στο αρχέτυπο ως ένα είδος αντικατοπτρισμού. Ύστερα συνέχισα να ερευνώ τα περιστατικά των ΑΤΙΑ (αναφορές, φήμες, όνειρα, εικόνες, κλπ.). Αυτό παρήγαγε ένα σαφές αποτέλεσμα που θα μπορούσε να εξηγηθεί ικανοποιητικά με την αιτιότητα αν τα ΑΤΙΑ δεν ήταν δυστυχώς πραγματικά (ταυτόχρονες θεάσεις οπτικά και σε ραντάρ!). Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει αξιόπιστη απόδειξη ότι είναι πραγματικές μηχανές. Θα μπορούσαν εξίσου πιθανά να είναι ζώα. Οι θεάσεις φαίνεται να υποδεικνύουν περισσότερο κάτι αμφίβολης φύσης.


Αναρωτήθηκα επομένως κατά πόσο θα ήταν δυνατό οι αρχετυπικές προβολές να έχουν μια αντιστοιχία όχι μόνο με μια ανεξάρτητη υλική αιτιακή αλυσίδα, όπως στο συγχρονιστικό φαινόμενο, αλλά επίσης και με κάτι σχετικό με πλαστά συμβάντα ή ψευδαισθήσεις, που, παρά την υποκειμενική τους φύση, ήταν ταυτόσημες με μια παρόμοια φυσική τάξη. Με άλλα λόγια, το αρχέτυπο σχηματίζει μια εικόνα που είναι ταυτόχρονα ψυχολογική και φυσική. Αυτή, φυσικά, είναι η φόρμουλα για τη συγχρονικότητα, έστω και με τη διαφορά ότι στην τελευταία περίπτωση, η ψυχολογική αιτιακή αλυσίδα συνοδεύεται από μια φυσική αλληλουχία γεγονότων με παρόμοιο νόημα. Τα ΑΤΙΑ, ωστόσο, φαίνεται να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται χωρίς εμφανή λόγο, έτσι ώστε η μόνη λογική εξήγηση για την ύπαρξή τους να είναι η σχέση τους με το νόημα της ψυχικής διαδικασίας. Έτσι θα ήμουν ευτυχής, και θα ήταν ξαλάφρωμα για το μυαλό μου, αν θα μπορούσα πειστικά να αποκλείσω την αντικειμενική τους υπόσταση. Αλλά για διάφορους λόγους, το θεωρώ αδύνατο. Υπάρχει κάτι περισσότερο στο όλο φαινόμενο από έναν απλά ενδιαφέροντα και συμβατικά εξηγούμενο μύθο.


Μου φαίνεται ότι το φυσικό πρόβλημα της συμμετρίας ή ασυμμετρίας, που τόσο περίεργα συμπίπτει με τη δική μου διαίσθηση, είναι κάτι ανάλογο ή παράλληλο. Πέρα από τον κατοπτρικό χαρακτήρα του φαινομένου, οι καταστάσεις του ασυνείδητου (που αναπαρίσταται από αναφορές για ΑΤΙΑ, όνειρα και εικόνες) υποδεικνύουν μια «μικρή αριστεροχειρία του Θεού,» με άλλα λόγια, μια στατιστική υπερίσχυση του αριστερού- δηλαδή, μια επικράτηση του ασυνείδητου, που εκφράζεται μέσα από «τα Μάτια του Θεού», «πλάσματα ανώτερης νοημοσύνης,» προθέσεις απολύτρωσης ή εξιλέωσης μέσω «ανώτερων κόσμων,» κ.λπ. Αυτά τα σύμβολα αντιπροσωπεύουν το ασυνείδητο και επιδεικνύουν την ανωτερότητά του. Αυτό αντιστοιχεί σε μια κατάσταση στην οποία ολόκληρη η συνείδηση αντιμετωπίζει για μια στιγμή ένα ανεπίλυτο δίλημμα, και έτσι η εξουσία περνά στο ασυνείδητο εφόσον- δυνητικά τουλάχιστον- διαθέτει το λυτρωτικό Τρίτο. Το Τρίτο είναι ένα αρχέτυποπου θα μπορούσε να ενώσει ή να συμβιβάσει τα αντίθετα.


Ο μύθος των ΑΤΙΑ δείχνει σαφώς ότι το λανθάνον σύμβολο προσπαθεί να ανέλθει από το συλλογικό ασυνείδητο πάνω από το επίπεδο της σύγκρουσης των αντιθέτων σε μια, άγνωστη προς το παρόν, σφαίρα, σε ένα είδος παγκόσμιας ολότητας και ανάπτυξης του Εαυτού (εξατομίκευση). Αυτό σημαίνει ότι τα αποτελέσματα του αντικατοπτρισμού, που μας τυφλώνουν, θα παραμερίζονταν, και οι αντικρουόμενες έννοιες της διττής ύπαρξης θα έχαναν την ισχύ τους. Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από ένα «ασύμμετρο» Τρίτο, που θα προτιμούσε μία κατεύθυνση˙δηλαδή- σύμφωνα με την έννοια του μύθου- την κατεύθυνση προς μια μεγαλύτερη διαφοροποίηση της συνείδησης, σε αντίθεση με την ισορροπία συνειδητού- ασυνείδητου. Το μμεσόνιο θα αντιστοιχεί έτσι στο αρχέτυπο που είναι υπεύθυνο για αυτήν την ψυχική λειτουργία. Η πράξη ομοτιμίας (parity) αντιστοιχεί στην ψυχολογική αντίθεση (η «δεξιά» και η «αριστερά» στην πολιτική, το συνειδητό και το ασυνείδητο στην ψυχολογία, κ.λπ.)


τα e+και e- (ποζιτρόνιο και ηλεκτρόνιο αντίστοιχα)

αντιστοιχούν στις ενεργειακές δυνάμεις των αντιθέτων.


Το T, η αντιστροφή του χρόνου, αντιστοιχεί στη κατεύθυνση προς το μέλλον του συνειδητού και στην κατεύθυνση προς το παρελθόν του ασυνείδητου.


Το γεγονός ότι είναι ακριβώς οι ασθενείς αλληλεπιδράσεις που εμφανίζουν ασυμμετρία αποτελεί μια σχεδόν οφθαλμοφανή παραλληλία με το γεγονός ότι είναι ακριβώς οι απειροελάχιστοι, ψυχολογικοί παράγοντες, που παραβλέπονται από όλους, που κλονίζουν τα θεμέλια του κόσμου μας. Η «Κινεζική επανάσταση» προέρχεται από την άλλη όχθη, ας πούμε- δηλαδή από το ασυνείδητο, ένα συμβολικό «esprit d’ escalier» (εκ των υστέρων συνειδητοποίηση) της παγκόσμιας ιστορίας! Το όνειρο σας σχετικά με την «Κινέζα» φαίνεται να είχε προβλέψει αυτό˙ δηλαδή, η anima σας είχε ήδη αισθανθεί την ασυμμετρία.


Στο όνειρό σας της παραγράφου 27. IX [XI]. 1954 [Γράμμα 76], προβλέπετε την απώλεια ισχύος του κατοπτρισμού- δηλαδή των αντιθέτων. Τώρα γνωρίζετε κάτι που είναι κρυφό για όλους τους άλλους- δηλαδή, ότι στο ασυνείδητο το Τρίτο προετοιμάζεται και έχει ήδη αρχίσει να εξουδετερώνει την ενέργεια τάσης που προέρχεται από τα αντίθετα. Αυτό συνεπάγεται το ξεθώριασμα της ψευδαίσθησης ότι τα αντίθετα είναι πραγματικά αντικείμενα, και επομένως της αξιωματικής θεωρίας της συμμετρίας. Αυτή η διαδικασία είναι τυπικά «Ανατολίτικη,» γιατί οι διδασκαλίες του Mukti (απελευθέρωση) και του Tao τονίζουν τη σημασία της συμφιλίωσης των αντικειμενικών αντιθέτων (Samsara) και διεισδύουν στην ψευδαίσθηση (Maya) του κόσμου.


Οι συσχετισμοί που κάνετε σε σχέση με το ψυχολογικό πρόβλημαβρίσκονται στο σωστό δρόμο, ως ένα επιπλέον παράδειγμα αντιθέτων (ψυχή και σώμα) που έχουν ανασταλεί ή ακυρωθεί προς όφελος ενός Τρίτου.


Η σύμπτωση του «Ψυχομύκητα» (Phycomyces) και του «Περσέα» είναι αλάνθαστα συγχρονιστική και επισημαίνει τη μυστική συνεργασία του ήρωα (συνείδηση) που αγωνίζεται ενάντια στο τέρας του σκότους (ασυνείδητο)- δηλαδή, το αρχέτυπο. Όταν εργαζόμουν πάνω στα ΑΤΙΑ, μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα συγχρονικότητας αναδύθηκαν επίσης, που επέσυραν την προσοχή μου στην αρχετυπική φύση του φαινομένου.


Όνειρο 12 [15]. III. 1957 [Γράμμα 76]: Ο άνθρωπος με το χειρόγραφο είναι σίγουρα η Σκιά, αλλά έχει φωτοστέφανο, έτσι γίνεται ο μη αναγνωρισμένος ήρωας. Εξού και η ιδέα του «Krishna» στο επόμενο όνειρο. Ο «Spiegler» [Αυτός που ανακλά] είναι ένα κυρίαρχο αρχέτυπο, είναι αυτός που παράγει τον αντικατοπτρισμό, το σημείο όπου οι δύο πλευρές αναστρέφονται, μια μικροσκοπική διάσταση. Εδώ ο ψυχολόγος υπεισέρχεται στο όνειρο ως (συμμετρικός) εκπρόσωπος της ψυχικής πλευράς˙με άλλα λόγια, το ασυνείδητο επισημαίνει μια ψυχική πτυχή της μικροσκοπικής διάστασης, πιθανώς τον Εαυτό, που στην ψυχική σφαίρα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη διάσταση.


Στον κόσμο των μμεσονίων- δηλαδή, στη μικρότερη δυνατή διάσταση- η έννοια του αντικατοπτρισμού φαίνεται να επιλύεται, γιατί τώρα κάποιος έχει να κάνει με τον «Spiegler» [Αυτόν που κατέχει τον αντικατοπτρισμό]- δηλαδή, με το ψυχοειδές αρχέτυπο, όπου το «ψυχικό» και το «υλικό» δεν έχουν νόημα, ή όπου η τάξη των αντιθέτων γίνεται ασαφής και κάθε περιστατικό μπορεί να είναι μόνο ασύμμετρο. Ο λόγος για αυτό είναι ότι ένα περιστατικό μπορεί να εμφανιστεί με τη μία ή με την αντίθετη μορφή του όταν προκύπτει από το αδιαχώριστο Ένα. Το μμεσόνιο είναι, φυσικά, μόνο μια προσέγγιση του μικροσκοπικού Ένα.


Ο μύθος των ΑΤΙΑ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο «Εαυτός» είναι «Αυτός που ανακλά.» Ο συμβολισμός το απεικονίζει αυτό αφενός ως μαθηματικό σημείο ή μονάδα και αφετέρου, μέσω του κύκλου, ως παγκοσμιότητα (δηλαδή άπειρη πληθώρα), προσωποποιημένη στον Άνθρωπο, στο Θεό και στην ανθρωπότητα (Hiranyagarbha = πολυσήμαντη ψυχή), αιώνια και μεταβατική, υπαρκτή και ανύπαρκτη, που χάνεται και αναδύεται ξανά, κλπ.


Είμαι ειλικρινά ευγνώμων για το γράμμα σας. Έριξε νέο φως σε πολλά θέματα που με απασχολούσαν, και είμαι βαθύτατα εντυπωσιασμένος από τη «σύμπνοια» ανάμεσα  στις φυσικές και στις ψυχολογικές νοητικές διαδικασίες, οι οποίες μπορούν να εκληφθούν μόνον ως συγχρονιστικές. Το ίδιο αρχέτυπο φαίνεται να εμπλέκεται τόσο στη «Κινέζικη επανάσταση» όσο και στο θαυμασμό μου για το φαινόμενο των ΑΤΙΑ, καθώς υπάρχουν ακόμη δύο αιτιακές αλυσίδες εδώ, που είναι τελείως χωριστές μεταξύ τους, αλλά που συμπίπτουν στο νόημα, παρότι ο κόσμος της φυσικής είναι αυτός της οπτικής, του βάθους, και του εύρους και είναι εξωστρεφής. Αντιθέτως, το ανεπαίσθητο και κρυφό σημείο ανήκει στον κόσμο της ψυχολογίας, στην οποία η φυσική αντανακλάται. Αυτή η έλλειψη «οπτικής» στην ψυχολογία, ωστόσο, της δίνει το προνόμιο να εμφανίζεται στους ουρανούς ολόκληρης της υφηλίου (γεγονός που είναι αρκετό για να κάνει κάποιον να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός). Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι είναι ο συμβολισμός της εξατομίκευσης που βρίσκεται στην ψυχολογική βάση του φαινομένου των ΑΤΙΑ. Η δυσκολία αρχίζει μόνον όταν κάποιος λάβει υπόψη την πιθανότητα ότι τα ΑΤΙΑ μπορεί να είναι πραγματικά. Φαίνεται ότι ήταν πάντοτε παρόντα (ιστορικές αναφορές!), αλλά είναι μόνο στις μέρες μας που έχουν γίνει μύθος (πιο συχνές εμφανίσεις;). Έχει η φυσική να κάνει κάποιες προτάσεις πάνω σε αυτό;


Με τις θερμότερες ευχαριστίες


Ειλικρινά δικός σας, C.G.J.






Η ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ (Μέρος 2)

$
0
0
[Απόσπασμα από το βιβλίο Escher on Escher, του M.C.Escher]

Κ. Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι,

Είναι τιμή και χαρά μου να σας δείξω μια σειρά διαφανειών που απεικονίζουν τη δουλειά μου.

Ίσως περιμένετε έναν γραφικό καλλιτέχνη που δείχνει τα σχέδιά του να μιλήσει για τις τεχνικές του, οι οποίες είναι στη δική μου περίπτωση η ξυλογραφία, η λιθογραφία και η χαρακτική του χαλκού, αλλά καθώς χρειάζομαι όλον το διαθέσιμο χρόνο για να μιλήσω για τις προθέσειςμου, σχετικά με το ερώτημα γιατίέκανα αυτά τα σχέδια, πρέπει να αφήσω το ερώτημα του πώς έγιναν αναπάντητο.

Προτείνω να αφιερώσω αυτήν την πρώτη συζήτηση αποκλειστικά στις δικές μου έρευνες και εφαρμογές των κανόνων της συμμετρίας στο επίπεδο.

Πολλοί από τους φωτεινούς, ψηφιδωτούς τοίχους και δάπεδα από τα παλάτια της Αλάμπρα στην Ισπανία μας δείχνουν ότι οι Μαυριτανοί ήταν μάστορες στην τέχνη του γεμίσματος ενός επιπέδου με παρόμοιες, αλληλοσυνδεόμενες φιγούρες, που συνορεύουν η μία με την άλλη, χωρίς κενά. Οι Ιάπωνες καλλιτέχνες επίσης παρήγαγαν ορισμένα θαυμάσια παραδείγματα από αυτά τα περίεργα μοτίβα.

Τι κρίμα που η θρησκεία των Μαυριτανών τους απαγόρευε να ζωγραφίσουν μορφές! Μου φαίνεται ότι μερικές φορές ήρθαν πολύ κοντά στο να αναπτύξουν από τα στοιχεία τους πιο συγκεκριμένες μορφές από τα αφηρημένα γεωμετρικά σχήματα που δημιούργησαν. Κανείς Μαυριτανός καλλιτέχνης, από ό, τι γνωρίζω, δεν τόλμησε ποτέ (ή μήπως είχε την ιδέα;) να χρησιμοποιήσει ως δομικά στοιχεία συγκεκριμένες, αναγνωρίσιμες μορφές δανεισμένες από τη φύση, όπως ψάρια, πτηνά, ερπετά ή ανθρώπους. Αυτό είναι απίστευτο, γιατί η αναγνωρισιμότηταείναι τόσο σημαντική για μέναπου ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω χωρίς αυτήν.

Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα είναι η χρωματική αντίθεση. Ήταν πάντα αυτονόητο για τους Μαυριτανούς να συνθέτουν τις ψηφιδωτές σκηνές τους με κομμάτια από majolica (σ.τ.μ αγγειοπλαστική τεχνοτροπία) σε χρώματα αντίθετα μεταξύ τους. Παρομοίως ποτέ δεν δίστασα να χρησιμοποιήσω τη χρωματική αντίθεση ως μέσο του οπτικού διαχωρισμού των παρακείμενων στοιχείων μου.

Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να δικαιολογήσω αυτές τις ιδέες με τη βοήθεια των διαφάνειών μου.


Η αριστερή διαφάνεια δείχνει οκτώ παραδείγματα γεωμετρικών- καλλιτεχνικών εφαρμογών. Το νούμερο 1 είναι ένα πολύ γνωστό ιαπωνικό μοτίβο. Έχει κάποια ομοιότητα με το 3, που είναι διακόσμηση από Μαυριτανικό τοίχο και που αντέγραψα από τον καθεδρικό ναό της Mesquita στην Κόρδοβα, της Ισπανίας. (Και τα δύο αποτελούνται από παρόμοια στοιχεία σε σχήμα H.) Το νούμερο 2 είναι Ρωσικό ή Ελληνικό˙ Το είδα συχνά ως μοτίβο ιερατικού ιματίου σε εικόνες. Τα νούμερα 4, 5, 6, 7 και 8 είναι όλα Μαυριτανικά, αντιγραμμένα στην Αλάμπρα. Εντυπωσιακή σε όλα αυτά τα μοτίβα, είναι η απουσία ασύμμετρων μορφών, καθώς και αντικατοπτρισμού.

Στα δεξιά: ένα πρώτο παράδειγμα μιας δικής μου εφεύρεσης: ένα διμερώς συμμετρικό σκαθάρι, που επαναλαμβάνεται στο επίπεδο με τον ίδιο τρόπο όπως στο νούμερο 5, αριστερά.

Θα ήθελα τώρα να δείξω μερικά παραδείγματα των εφαρμογών των τριών βασικών αρχών μου στην κανονική διαίρεση του επιπέδου: πρώτον μερικές περιπτώσεις μεταφοράς, δεύτερον αξόνων, και τρίτον αντικατοπτρισμού.


Δύο παραδείγματα μεταφοράς: στα αριστερά ένα όρθιο άλογο, στα δεξιά ένας συνδυασμός από δυο διαφορετικές φιγούρες: μια βάρκα και ένα ψάρι.


Δύο παραδείγματα αξόνων: οι φιγούρες και στις δύο διαφάνειες επαναλαμβάνονται περιστρέφοντας δυαδικούς, τετραδικούςκαι εξαδικούςάξονες.


Εδώ είναι ένα παράδειγμα αντικατοπτρισμού. Οι κύκνοι στα αριστερά εμφανίζονται ξανά στη ξυλογραφία δεξιά. Ο σκοπός μου σε αυτό το σχέδιο ήταν να δώσω μια επίδειξη αυτής της αρχής. Σκοπεύοντας να δείξω ότι οι λευκοί κύκνοι είναι είδωλα των μαύρων, τους αφήνω να πετάνε τριγύρω, σε μια διαδρομή που έχει το σχήμα ενός ξαπλωμένου 8. Κάθε πουλί σηκώνεται από το επίπεδο στο χώρο, σαν ένα μπισκότο πασπαλισμένο με ζάχαρη στη μία πλευρά και με σοκολάτα στην άλλη. Στο κέντρο του 8, οι ροές των λευκών και μαύρων κύκνων συναντώνται και σχηματίζουν από κοινού ένα μοτίβο χωρίς κενά.


Εδώ είναι ένα δεύτερο παράδειγμα αντικατοπτρισμού. Ο αριστερός αναβάτης, ως πλάσμα, ήταν εξαιρετικά πρόθυμος. Σπάνια συμβαίνει τα θέματά μου να επιτρέπουν τόσο εύκολα στον εαυτό τους να σκιαγραφούνται λεπτομερώς.

Στα δεξιά η αρχή του αντικατοπτρισμού επιδεικνύεται ξανά. Πρόκειται για μια ταινία, στην οποία μια πομπή αναβατών ιππεύει επ’ άπειρο. Είναι σαν μια υφασμένη ίνα, με κόμπους διαφορετικών χρωμάτων. Έτσι, μπλε στοιχεία σε κόκκινο φόντο στη μία πλευρά της κορδέλας επανεμφανίζονται ως κόκκινα σε μπλε φόντο στην αντίθετη πλευρά. Στο κέντρο, μπλε και κόκκινοι αναβάτες μεγεθύνονται σταδιακά ώσπου να γεμίσει πλήρως το επίπεδο.

Συχνά αναρωτήθηκα για αυτήν την καλλιτεχνική, ασυνήθιστη μανία μου να σχεδιάζω επαναλαμβανόμενα σχέδια. Με τα χρόνια έκανα περίπου εκατόν πενήντα τέτοια. Στην αρχή, πριν από περίπου σαράντα χρόνια, είχα αναρωτηθεί αρκετά μηχανικά, προφανώς χωρίς κανέναν σαφώς καθορισμένο σκοπό. Οδηγιόμουν απλώς από την ακαταμάχητη ευχαρίστηση που ένιωθα να επαναλαμβάνω τα ίδια στοιχεία σε ένα φύλλο χαρτί. Δεν είχα ακόμη δει τις ψηφιδωτές διακοσμήσεις της Αλάμπρα και δεν είχα ακούσει για την κρυσταλλογραφία˙ έτσι ούτε καν που ήξερα ότι το παιχνίδι μου ήταν βασισμένο σε κανόνες που έχουν διερευνηθεί επιστημονικά.


Εδώ σας δείχνω την πρώτη μου περιοδική ξυλογραφία, που έγινε το 1922. Το πρωτότυπο παρουσιάζει μια συλλογή από οκτώ διαφορετικά ανθρώπινα κεφάλια, που μπορούν να τυπωθούν και να πολλαπλασιαστούν με μεταφορά.

Στην αριστερή διαφάνεια τέσσερις φιγούρες φαίνονται: δύο κύριοι και δύο κυρίες. Αν περιστρέψετε το όλο σκίτσο 180 μοίρες, τέσσερα διαφορετικά κεφάλια προκύπτουν, και πάλι δύο γυναίκες και δύο άνδρες. Ορισμένα τμήματα έχουν διπλές λειτουργίες: ένα φτερό σε ένα τρίκοχο καπέλο = το πάνω μέρος ενός χεριού - δύο άντρες με κοινή κόμη.

Πολλά χρόνια αργότερα, το 1935, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με κρυσταλλογράφους και προσπάθησα σοβαρά να κατανοήσω τις θεωρίες τους. Αλλά τα σχέδιά τους είναι ως επί το πλείστον πολύ επιστημονικά για μένα, και από την άλλη πλευρά δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις, κατά εμένα, αναντικατάστατες χρωματικές αντιθέσεις. Έτσι το 1942, διατύπωσα μια προσωπική εκλαϊκευμένη θεωρία, που παρουσίασα με πολλές επεξηγηματικές φιγούρες. Αν και τα κείμενα των δημοσιεύσεων της κρυσταλλογραφίας βρίσκονται ως επί το πλείστον πέρα από τη δική μου κατανόηση, οι φιγούρεςμε τις οποίες αναπαρίστανται προσφέρουν συχνά νέες δυνατότητες για τη δουλειά μου. Με αυτόν τον τρόπο μια γόνιμη επαφή μπορεί μερικές φορές να καθιερωθεί ανάμεσα στους μαθηματικούς και σε εμένα.


Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτήν την εισαγωγή μου στα περιοδικά μου μοτίβα με αυτές τις δύο ψηφιδώσεις, που δεν περιέχουν κανένα επαναλαμβανόμενο στοιχείο. Έτσι στην πραγματικότητα δεν ανήκουν σε αυτήν τη συζήτηση, αλλά τα δείχνω γιατί καταδεικνύουν σαφώς τις δύο βασικές μου προϋποθέσεις: αναγνωρισιμότητα και χρωματική αντίθεση. Αν κάποιος δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τις μορφές ως ζωντανά όντα ή ως γνωστά αντικείμενα (η κιθάρα, για παράδειγμα), θα ήταν ένα άσκοπο παιχνίδι να τις αντιπαραβάλλω· και χωρίς αντίθεση σκιών μεταξύ δυο γειτονικών φιγούρων θα ήταν απλά αόρατες!

Η σύνθεση ενός τέτοιου παζλ γίνεται λίγο- πολύ ασυνείδητα. Κατά τη σχεδίαση, αισθάνομαι σαν να ήμουν ένα πνευματιστικό διάμεσο, που ελέγχεται από τα πλάσματα που σκαρφίζομαι, και είναι σαν τα ίδια να αποφασίζουν το σχήμα που θέλουν να πάρουν.

Μια καμπύλη μεταξύ δύο αλληλοσυνδεόμενων μορφών έχει διπλή λειτουργία, και η πράξη της ανίχνευσης μιας τέτοιας γραμμής, επομένως, παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία. Σε κάθε πλευρά της, μια φιγούρα υλοποιείται αυθόρμητα. Αλλά, καθώς το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να σκέφτεται δυο πράγματα ταυτόχρονα, πρέπει να υπάρχει μια γρήγορη και συνεχής μετάβαση από τη μία πλευρά στην άλλη. Η επιθυμία να ξεπεράσω αυτήν τη συναρπαστική δυσκολία είναι ίσως ο λόγος που συνεχίζω τη δραστηριότητά μου σε αυτό το πεδίο.


Μετά από αυτήν την εισαγωγή προτείνω τώρα να δείξω και να εξηγήσω διάφορες σειρές από σχέδια που είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων διαδρομών σκέψης στις οποίες οι συμμετρικές μου φιγούρες μπορούν να οδηγήσουν.

Πρώτα, κάποια παραδείγματα που απεικονίζουν την ανάπτυξη σχήματοςκαι αντίθεσης.

Το αριστερό σχέδιο παρουσιάζει μια προοδευτική ανάπτυξη σε δώδεκα φάσεις. Μια εικόνα που αποτελείται από ασπρόμαυρα σημεία αντιμετωπίζεται γενικά ως κάτι στατικό, και δεν αναρωτιόμαστε πώς δημιουργήθηκε. Αλλά αν το θεωρήσουμε ως αποτέλεσμα μια δυναμικής δράσης, θα έπρεπε λογικά να ξεκινήσουμε με ένα γκρι επίπεδο: 1. Δύο συστήματα από τεμνόμενες ευθείες χωρίζουν αυτό το επίπεδο σε όμοια παραλληλόγραμμα: 2, και με την αμοιβαία χρωματική τους αντίθεση γίνονται καθαρά μαύρα και άσπρα σχήματα: 4. Αυτό είναι το αρχικό σημείο στην εξέλιξη της μορφής τους, η οποία ολοκληρώνεται στο τέλος του 7. Μαύρες φιγούρες αναγνωρίζονται ως πουλιά σε λευκό φόντο: 8, ή, αν θέλετε, ως λευκά πουλιά σε μαύρο φόντο: 9, ή, ταυτόχρονα, ως μαύρα και άσπρα πουλιά: 10. Αλλά τα ίδια σχήματα μπορούν επίσης να υπονοούν ιπτάμενα ψάρια αντί για πουλιά, μετακινώντας το ράμφος και το μάτι τους από δεξιά προς τα αριστερά: 11. Τέλος είναι προφανές ότι ένας συνδυασμός από πουλιά και ψάρια είναι επίσης δυνατός: 12.


Δύο ακόμα παραδείγματα εξέλιξης. Στο αριστερό σχέδιο, αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα από τα έξω προς το κέντρο. Τα περιγράμματα του τετραγώνου υποδηλώνουν ένα θαμπό γκρι αρχικό στάδιο, ενώ στο κέντρο τέσσερις φιγούρες παίρνουν την τελική και ολοκληρωμένη μορφή τους, καθώς επίσης και την ισχυρότερη αντίθεσή τους.

Στα δεξιά: μια εξέλιξη προς την αντίθετη κατεύθυνση- από το κέντρο προς τα έξω- είναι πολύ καλύτερη, διότι, αντί για τέσσερα εμπλεκόμενα, κεντρικά σχήματα, μια μακριά σειρά από τελικές μορφές μπορεί να υπάρξει στα σύνορα. Στο κέντρο, η λέξη «VERBUM» («In principium erat Verbum») υπενθυμίζει τη βιβλική ιστορία της δημιουργίας. Αναδυόμενα από ένα νεφελώδες, θολό κέντρο, αρχέγονα τρίγωνα εξελίσσονται σταδιακά σε πουλιά, ψάρια και βατράχους, καθένα στο δικό του στοιχείο: αέρας, νερό και γη. Κάθε είδος παρουσιάζεται με δύο μορφές: την ημέρα και τη νύχτα. Ένα προς ένα συγχωνεύονται μεταξύ τους, κατά μήκος των συνόρων του εξαγώνου, με δεξιόστροφη φορά.


Τώρα δυο παραδείγματα για να παρουσιάσω ένα άλλο θέμα, το οποίο ονομάζω λειτουργία και νόημα των υποβάθρων.

Στα αριστερά: ένα σχέδιο που είναι το βασικό θέμα του σχεδίου στα δεξιά: Μέρα και Νύχτα.

Είναι ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των αναγνωρίσιμων στοιχείων ενός περιοδικού σχεδίου (που είναι πουλιά σε αυτήν την περίπτωση) ότι τα μάτια μας ποτέ δεν βλέπουν ένα συνεχόμενο μοτίβο αλλά εστιάζουν την προσοχή είτε στα σκούρα μπλε πουλιά ή στα λευκά· τα μπλε και τα λευκά πουλιά δεν μπορούν να ιδωθούν ταυτόχρονα ως αντικείμενα, αλλά λειτουργούν εναλλασσόμενα το ένα ως φόντο του άλλου.

Η ιδέα να κάνω ένα σχέδιο με θέμα «Μέρα και Νύχτα,» όπως φαίνεται δεξιά, γεννήθηκε λογικά από τους συσχετισμούς: φως = μέρα, και σκοτάδι = νύχτα.

Ορθογώνια λιβάδια μεταξύ δύο μικρών, τυπικών Ολλανδικών πόλεων σταδιακά εξελίσσονται στα περιγράμματα πουλιών που πετούν προς αντίθετες κατευθύνσεις: μαύρα προς τα αριστερά και λευκά προς τα δεξιά, και τα δύο ξεκινώντας από το κέντρο. Στα αριστερά, οι λευκές σιλουέτες συγχωνεύονται και σχηματίζουν τον ουρανό την ημέρα- στα δεξιά, τα μαύρα πουλιά ενώνονται και σχηματίζουν ένα νυχτερινό φόντο. Τα δύο τοπία είναι το ένα αντικατοπτρικό του άλλου και ρέουν μέσα από τα λιβάδια, από τα οποία, και πάλι, τα πτηνά σχηματίζονται.


Κατά τον ίδιο τρόπο που συσχετίζουμε «ιπτάμενα πουλιά» με «ουρανό,» έτσι συνδέουμε το «νερό» με «ψάρια.» Ένα επίπεδο μοτίβο που απαρτίζεται από πουλιά και ψάρια, όπως βλέπετε στα αριστερά, με οδήγησε έτσι στην ιδέα της δεξιάς εικόνας. Το τετράγωνο διαιρείται ακριβώς σε μισά με μια οριζόντια κεντρική λωρίδα όπου τα λευκά και τα μαύρα στοιχεία είναι ισοδύναμα. Στο πάνω μισό, τα περιγράμματα των λευκών ψαριών συγχωνεύονται για να σχηματίσουν τον «ουρανό» για τα πουλιά, ενώ στο κάτω μισό τα μαύρα πουλιά αναμειγνύονται για να σχηματίσουν «νερό» για τα ψάρια.

Αφήστε με να σας δείξω τώρα δύο προσπάθειες συμβολισμού της ιδέας της μη ύπαρξης συνόρου.


Στα αριστερά φαίνεται, για άλλη μια φορά, ένα τμήμα του επιπέδου, το οποίο θα μπορούσε να γεμίσει ατελείωτα με παρόμοιες φιγούρες ψαριών. Ο απλούστερος τρόπος για να εξαλειφθεί ο αποσπασματικός χαρακτήρας μιας τέτοιας εικόνας είναι να πάρουμε μια σφαίρα αντί για ένα επίπεδο κομμάτι χαρτί και να διαιρέσουμε την καμπύλη επιφάνεια σε έναν περιορισμένο αριθμό από αυτές τις φιγούρες.

Στα δεξιά, φαίνεται μια μπάλα από σκαλισμένο ξύλο οξιάς, περίπου έξι ίντσες σε διάμετρο, πάνω στην οποία σκάλισα δώδεκα πανομοιότυπα ψάρια ανάγλυφα, συμπληρώνοντας ολόκληρη την επιφάνεια της σφαίρας. Όταν γυρνάτε αυτήν την μπάλα με τα χέρια σας, το ένα ψάρι μετά το άλλο εμφανίζεται σε ατέρμονη διαδοχή. Αν και ο αριθμός τους είναι περιορισμένος, συμβολίζουν την ιδέα της μη ύπαρξης συνόρου κατά τρόπο που δεν επιτυγχάνεται σε ένα επίπεδο.


Βάτραχοι, ψάρια, και νυχτερίδες μπορούν επίσης να γεμίσουν το επίπεδο, καθώς επίσης και την επιφάνεια μιας σφαίρας, όπως βλέπετε στα προηγούμενα δύο σχέδια. Τριαδικοί άξονες στο επίπεδο αντικαθίστανται με εξαδικούς άξονες στην σφαίρα.

Μου αρέσει ιδιαίτερα αυτή η μικρή σφαίρα από ελεφαντόδοντο, η οποία είναι περίπου τρεις ίντσες σε διάμετρο. Αν και το σχέδιο είναι δικό μου, το σκάλισμα έγινε από έναν Ιάπωνα τεχνίτη κατά παραγγελία ενός από τους καλύτερους Αμερικάνους πελάτες μου. Τρεις γεωδαισικές γραμμές, που διασχίζουν η μία την άλλη καθέτως, οριοθετούν τους άξονες συμμετρίας για κάθε είδος ζώου, συμβολίζοντας τη γη (τα έρποντα βατράχια), τον ουρανό (οι ιπτάμενες νυχτερίδες) και το νερό (τα πλέοντα ψάρια).


Μέχρι τώρα δεν κάναμε καμία προσπάθεια να αλλάξουμε το μέγεθος των στοιχείων της ψηφίδωσης. Όμως, είναι λογικό ότι, μικραίνοντας κλιμακωτά κάθε φιγούρα, ένα όριο του απείρως μικρού μπορεί θεωρητικά να επιτευχθεί, συμβολίζοντας ένα αριθμητικό άπειροή μια ολότητα. Αυτή η ιδέα με γοήτευε για καιρό, και μια σειρά από σχέδια ήταν το αποτέλεσμα.

Η αριστερή διαφάνεια δείχνει μια μεταμόρφωση εξαγώνων σε ερπετά, από το κέντρο (όπου τα στοιχεία είναι απείρως μικρά) προς τα σύνορα. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν είναι εντελώς ικανοποιητικό γιατί το επίπεδο είναι αυθαίρετα οριοθετημένο: θα μπορούσε να επεκταθεί κατά βούληση και έτσι δεν αναπαριστά μια ολότητα.

Στο δεξιό σχέδιο προσπάθησα να διορθώσω αυτό το κακό. Με τα μάτια σας προσκαλείστε να ακολουθήσετε τα ρεύματα των λευκών σελαχιών, κεφάλι με ουρά, από το κέντρο προς τα έξω. Τα οκτώ μεγαλύτερα σελάχια κινούνται προς τα μέσα ξανά, προς το κέντρο, αλλάζοντας το χρώμα τους από άσπρο σε μαύρο.


Το αριστερό σχέδιο παρουσιάζει δύο πυρήνες με απείρως μικρές φιγούρες. Συνδέονται με μια κόκκινη και μια μπλε σειρά ψαριών που κολυμπάνε κεφάλι με ουρά και κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις. Ολόκληρο το κόκκινο χνάρι έχει ακριβώς το ίδιο σχήμα με το μπλε. Όταν περιστραφούν 180 μοίρες γύρω από έναν άξονα στο κέντρο, καλύπτουν η μια σειρά τα κενά μεσοδιαστήματα της άλλης. Καθώς εφάρμοσα την τεχνική των ξυλόγλυπτων για να κάνω αυτό το σχέδιο, χρειάστηκα μόνο ένα μπλοκ, με το οποίο και τα δυο χρώματα τυπώθηκαν.

Το δεξιό σχέδιο υποδεικνύει μια σφαίρα με δύο πόλους, από τους οποίους μόνο ο ένας είναι ορατός. Συνδέονται με τέσσερα λευκά και τέσσερα μαύρα ίχνη ψαριών που κολυμπάνε κεφάλι με ουρά και κινούνται, όλα προς την ίδια κατεύθυνση, από πόλο σε πόλο.


Στα αριστερά είναι ένα άλλο παράδειγμα μείωσης του μεγέθους προς τα μέσα. Τα στοιχεία υποδιπλασιάζονται συνεχώς. Σε αυτό το ξυλόγλυπτο συνέχισα με συνέπεια και σχεδόν με μανία τη μείωση μέχρι το όριο της πρακτικής εξάντλησης. Βασίστηκα σε τέσσερις παράγοντες: την ποιότητα του ξύλου, την αιχμηρότητα του εργαλείου μου, τη σταθερότητα του χεριού μου, και ιδιαίτερα την οξύτητα της όρασής μου, βοηθούμενος από έναν δώδεκα φορών μεγεθυντικό φακό.

Ωστόσο, αυτή η κεντρομόλος μείωση είναι για άλλη μια φορά μη ικανοποιητική εξαιτίας του αυθαίρετου προς τα έξω περιορισμού. Ο καλύτερος τρόπος για να αποκτηθεί μια λογικά οριοθετημένη ολότητα είναι η μείωση των φιγούρων προς την αντίθετη κατεύθυνση: από το κέντρο προς τα σύνορα, όπως φαίνεται στα δεξιά, όπου ένα τετράγωνο όριο περικλείει έναν άπειρο αριθμό από ψάρια, τα οποία επίσης μειώνονται στο μισό συνεχώς.


Αντί για τελείωμα με ένα τετράγωνο όριο, κάποιος μπορεί επίσης, και ίσως καλύτερα, να τελειώσει με ένα κυκλικό περίγραμμα. Αλλά αυτό δεν είναι απλό ζήτημα, αλλά ένα πολύπλοκο, μη Ευκλείδειο πρόβλημα, πολύ δύσκολο για έναν μη ειδικό σαν εμένα. Μετά από πολύ καιρό προσπάθειας, μάταια, με το δικό μου πειραματικό τρόπο, βρέθηκα τελικά στο σωστό δρόμο χάρη σε μια δημοσίευση του άγγλου μαθηματικού καθηγητή H.S.M. Coxeter. Χωρίς την ευγενική του βοήθεια πιθανώς δεν είχα βρει ποτέ μια ικανοποιητική λύση.

Στα αριστερά: άγγελοι και διάβολοι, σχηματισμένοι με τετραδικούςκαι εξαδικούςάξονες. Στα δεξιά: οι ίδιες φιγούρες μικραίνοντας σε μια φυγόκεντρη κατεύθυνση με την εναλλαγή τετραδικώνκαι εξαδικώναξόνων.


Εδώ μπορείτε να δείτε τρεις τρόπους συμπλήρωσης ενός επιπέδου με διμερώς συμμετρικές μορφές ψαριών. Λευκές γραμμές περιγράφουν τους άξονες συμμετρίας.

Το σχέδιο πάνω αριστερά, με τις ορθογώνιες τέμνουσες λευκές γραμμές, είναι το λιγότερο ενδιαφέρον από τα τρία. Τα ψάρια, τα οποία παρουσιάζονται ουρά με ουρά και κεφάλι με κεφάλι, δεν δείχνουν καμία συνέχεια. Αυτό το σχέδιο δείχνει έναν συνδυασμό τετραδικών και εξαδικών αξόνων και χρειάζεται τουλάχιστον δύο αντίθετα χρώματα (κίτρινο και μπλε).

Το σχέδιο κάτω αριστερά μου ταιριάζει κάπως καλύτερα. Οι σειρές των ψαριών, καθώς διασταυρώνονται σε γωνίες εξήντα μοιρών, κολυμπάνε κεφάλι με ουρά και δείχνουν μια συνέχεια μονής κατεύθυνσης. Όλα τα ίχνη με την ίδια κατεύθυνση έχουν επίσης το ίδιο χρώμα. Υπάρχουν δύο τριαδικοί άξονες, και τουλάχιστον τρία χρώματαείναι αναγκαία (κίτρινο, μπλε και κόκκινο).

Στα δεξιά είναι ένα ακόμη σχέδιο με κυκλικό όριο. Αδιάλειπτα ίχνη από ψάρια μιας κατεύθυνσης μεγαλώνουν σε μέγεθος όσο προσεγγίζουν το κέντρο και μικραίνουν ξανά προς τα σύνορα. Υπάρχουν εναλλασσόμενοι τετραδικοί και τριαδικοί άξονες και τουλάχιστον τέσσερα χρώματαείναι απαραίτητα (κίτρινο, μπλε, κόκκινο και πράσινο).

Ίσως αξίζει τον κόπο να επιστήσετε την προσοχή στην πολύπλοκη τεχνική ξυλογραφίας αυτού του σχεδίου· χρειάστηκε πέντε διαφορετικά ξύλινα μπλοκ: ένα για τις μαύρες γραμμές και τέσσερα για τα χρώματα. Κάθε μπλοκ καλύπτει έναν τομέα ενενήντα μοιρών από ολόκληρο τον κύκλο, και ολόκληρος ο δίσκος χρειάστηκε τέσσερα επί πέντε, δηλαδή, είκοσι σκίτσα.


Επιτρέψτε μου τώρα να σας δώσω ορισμένα δείγματα «εικαστικών ιστοριών,» προτείνοντας μεταφορές από το επίπεδο στο χώρο.

Στην αριστερή διαφάνεια, μικροί άνθρωποι σε τρία χρώματα καλύπτουν το επίπεδο. Αυτό το ίδιο μοτίβο είναι το κύριο θέμα της δεξιάς εκτύπωσης. Ο μικρός άνθρωπος αφήνει το σπίτι του και κατεβαίνει μια σκάλα. Κατά την κάθοδό του χάνει τις τρεις διαστάσεις του και καταλήγει, επίπεδος και γκρι, ανάμεσα σε λευκά και μαύρα όμοια πλάσματα. Καθένα από αυτά έχει απλοποιηθεί στο σχήμα ενός ρόμβου. Τρεις ρόμβοι συνιστούν έναν κύβο· ο κύβος συνορεύει με το σπίτι, και από το σπίτι ο μικροσκοπικός άνθρωπος εμφανίζεται ξανά. Και ούτω καθεξής, σε μια ατελείωτη επαναλαμβανόμενη κίνηση.


Στα αριστερά: κίτρινα και μαύρα ίχνη φτερωτών λιονταριών είναι αμοιβαία αντικατοπτριζόμενα.

Στα δεξιά: το ίδιο μικρό ζώο γεννιέται και αναδύεται μέσα από έναν κάθετο καθρέφτη. Ολοένα και περισσότερα βγαίνουν από τον καθρέφτη μέχρι που στο τέλος ολόκληρο το πλάσμα έχει ελευθερωθεί από το είδωλό του. Ως ένα εντυπωσιακό ζώο, μεταφέρει την αντανάκλασή του στην πραγματικότητα- ένα πολύ γνωστό τέχνασμα από την Αλίκη και το Γυάλινο κόσμο της. Έτσι δύο καμπύλες πορείες κινούνται, πρώτα σε μία σειρά, έπειτα σε δυο, και τέλος σε τέσσερις σειρές, κινούμενες από αριστερά προς δεξιά και αντίθετα. Συναντώνται στο προσκήνιο, χάνουν τις τρεις διαστάσεις τους, γίνονται επίπεδες, και ολισθαίνουν μαζί σαν τα κομμάτια ενός παζλ. Από κοινού αποτελούν τώρα ένα οριζόντιο επίπεδο, ένα ψηφιδωτό δάπεδο, πάνω στο οποίο στέκεται ο καθρέφτης.


Αριστερά: ένα μοτίβο από λευκούς «αισιόδοξους» και μαύρους «απαισιόδοξους,» επεξεργασμένο, στη δεξιά εκτύπωση, σε μια ιστορία πλήρως ηθικής. Στο παρασκήνιο, σε έναν γκρι τοίχο, αυτές οι ανθρώπινες μορφές αυξάνουν την αμοιβαία τους αντίθεση προς το κέντρο. Ένας λευκός και ένας μαύρος εκπρόσωπος κάθε είδους αποσπώνται από την επιφάνεια του τοίχου και περπατάνε στο χώρο, αποφεύγοντας προσεκτικά ένα στραβοπάτημα στην κυκλική τρύπα στο πάτωμα. Έτσι, κινούμενοι κυκλοτερώς, αναπόφευκτα συναντώνται στο προσκήνιο. Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της διαδρομής, μέχρι το τέλος, ο μαύρος απαισιόδοξος κρατά το δάχτυλό του σηκωμένο σε μια χειρονομία προειδοποίησης, αλλά ο λευκός αισιόδοξος χαρούμενα τον συναντά, και έτσι στο τέλος ανταλλάσουν χειραψία.


Η περιοδική ζωγραφιά στα αριστερά ερπετών σε τρία χρώματα εμφανίζεται ξανά στο δεξιό σχέδιο όπως η σελίδα ενός ανοικτού βιβλίου με σκίτσα. Ένα από τα ζώα, προφανώς θέλοντας να δείξει ότι είναι ένα ζωντανό πλάσμα, βγαίνει από το βιβλίο στην άκρη, βγαίνει έξω ακόμα πιο ελεύθερο, και ξεκινά τον κύκλο της ζωής του. Πρώτα ανεβαίνει πάνω σε ένα βιβλίο, έπειτα αναρριχάται πάνω στην ολισθηρή επιφάνεια ενός τοποθετημένου τετραγώνου, και φτάνει στο αποκορύφωμά του πάνω στην ακμή ενός δωδεκάεδρου. Κάνει παύση μια στιγμή, να πάρει μια ανάσα, κουρασμένο αλλά ικανοποιημένο, και στη συνέχεια επιστρέφει πίσω στο χαμηλότερο επίπεδο, στην επιπεδοχώρα, στην οποία επανακτά τη λειτουργία του ως συμμετρική φιγούρα.

Ποτέ δεν είχα καμιά ηθικολογική ή συμβολιστική πρόθεση σε αυτό το έργο, αλλά μερικά χρόνια αργότερα ένας από τους μορφωμένους πελάτες μου είπε ότι επρόκειτο για ένα εντυπωσιακό παράδειγμα σχετικά με τη μετενσάρκωση. Έτσι φαίνεται ότι κάποιος μπορεί να χρησιμοποιεί συμβολισμούς χωρίς καν να το ξέρει.


Προτείνω να ολοκληρώσω αυτήν την κουβέντα, δείχνοντάς σας ένα κομμάτι ξυλόγλυπτο με μήκος 4 μέτρα. Είναι πολύ μακρύ για να εμφανιστεί σε μία, ή ακόμα σε δύο διαφάνειες, έτσι το φωτογράφησα σε έξι μέρη, τα οποία μπορώ να παρουσιάσω σε τρία διαδοχικά ζεύγη και τα οποία προσκαλείστε να δείτε σαν να ήταν ένα αδιάκοπο κομμάτι χαρτί.

Είναι μια ιστορία με εικόνες που αποτελείται από πολλά διαδοχικά στάδια μετασχηματισμού. Η λέξη «Μεταμόρφωση,» χρησιμεύει η ίδια ως σημείο εκκίνησης. Τοποθετημένες οριζόντια και κάθετα στο επίπεδο, με τα γράμματα Ο και Μ ως σημεία τομής, οι λέξεις μετατρέπονται σταδιακά σε ένα μωσαϊκό από μαύρα και λευκά τετράγωνα, τα οποία, με τη σειρά τους, γίνονται ερπετά. Αν επιτρέπεται μια σύγκριση με τη μουσική, κάποιος μπορεί να πει ότι, μέχρι αυτό το σημείο, η μελωδία γράφτηκε με μέτρο δύο τέταρτα.


Τώρα ο ρυθμός αλλάζει: μπλε στοιχεία προστίθενται στο λευκό και στο μαύρο, και μετατρέπεται σε ένα μέτρο τριών τετάρτων. Σταδιακά κάθε σχήμα απλοποιείται σε ένα κανονικό εξάγωνο. Σε αυτό το σημείο μια συσχέτιση ιδεών προκύπτει: τα εξάγωνα θυμίζουν τα κελιά μιας κηρήθρας, και μόλις γίνεται αυτή η σκέψη μια προνύμφη μέλισσας αρχίζει να στριφογυρνά σε κάθε κελί. Με μιας κάθε ενήλικη νύμφη αναπτύσσεται σε τέλεια μέλισσα, και σύντομα αυτά τα έντομα πετάνε έξω στο χώρο.


Η διάρκεια ζωής των μελισσών μου είναι σύντομη, γιατί οι μαύρες σιλουέτες τους σύντομα συγχωνεύονται για να εξυπηρετήσουν μια άλλη λειτουργία, δηλαδή, να παρέχουν ένα φόντο για λευκά ψάρια. Αυτά επίσης, με τη σειρά τους, συγχωνεύονται μεταξύ τους, και τα μεσοδιαστήματα παίρνουν το σχήμα μαύρων πουλιών. Ύστερα, στην απόσταση, σε λευκό φόντο, εμφανίζονται μικρές κόκκινες σιλουέτες πουλιών. Συνεχώς μεγαλώνοντας σε μέγεθος, οι άκρες τους σύντομα αγγίζουν εκείνες των μαύρων συντρόφων τους. Ό,τι απομένει από το λευκό παίρνει επίσης ένα σχήμα πουλιού, έτσι ώστε τρία μοτίβα πουλιών, το καθένα με το δικό του συγκεκριμένο σχήμα και χρώμα, τώρα γεμίζουν πλήρως την επιφάνεια με ένα ρυθμικό μοτίβο.


Και πάλι η απλούστευση ακολουθεί: κάθε πουλί μετασχηματίζεται σε έναν ρόμβο, και αυτό οδηγεί σε μια δεύτερη συσχέτιση ιδεών: ένα εξάγωνο που αποτελείται από τρείς ρόμβους δίνει ένα πλαστικό εφέ, που εμφανίζεται με την προοπτική σαν κύβος.


Από τον κύβο σε ένα σπίτι δεν είναι παρά ένα βήμα, και από τα σπίτια κτίζεται μια πόλη. Είναι μια τυπική μικρή πόλη της Νότιας Ιταλίας στη Μεσόγειο, με έναν, από τους πολλούς που υπάρχουν στην ακτή Αμάλφι, Σαρακήνικο πύργο, που στέκεται στο νερό και συνδέεται με τη στεριά με μια γέφυρα.

Τώρα προκύπτει η τρίτη συσχέτιση ιδεών: η πόλη και η θάλασσα μένουν πίσω, και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται τώρα στον πύργο: τον πύργο και τα άλλα κομμάτια σε μια σκακιέρα.


Εν τω μεταξύ, η λουρίδα χαρτιού στην οποία παρουσιάζεται η «Μεταμόρφωση» έχει μεγαλώσει περίπου τέσσερα μέτρα σε μήκος. Είναι καιρός να τελειώσω την ιστορία, και αυτή η δυνατότητα προσφέρεται από τη σκακιέρα, από τα λευκά και μαύρα τετράγωνα, που στην αρχή προέκυψαν από τα γράμματα και που τώρα επιστρέφουν στην ίδια λέξη, «Μεταμόρφωση.»

Κάπου εδώ έρχομαι στο τέλος αυτής της συζήτησης, την οποία ελπίζω να συνεχίσω αύριο με αρκετά διαφορετικά θέματα. Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.


Ο Ελλαδικός Ουρανοπίθηκος πιθανός πρόγονος των Αφρικανικών πιθήκων και των ανθρώπων

$
0
0
Ouranopithecus Macedoniensis

"Μόνο πέντε γένη πιθήκων υπάρχουν σήμερα, και περιορίζονται σε μερικές περιοχές της Αφρικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Αντίθετα, πριν από 22- 5.5 εκατομμύρια χρόνια δεκάδες είδη πιθήκων ζούσαν σε όλον τον Παλιό Κόσμο. Οι επιστήμονες εδώ και καιρό υπέθεταν ότι οι πρόγονοι των σύγχρονων Αφρικανικών πιθήκων και των ανθρώπων εξελίχθηκαν μόνο στην Αφρική. Αλλά ένα διευρυνόμενο σώμα στοιχείων δείχνει ότι παρότι η Αφρική έδωσε τους πρώτους πιθήκους, η Ευρασία ήταν η γενέτειρα των μεγάλων πιθήκων και του ανθρώπινου κλάδου. Το αρχείο απολιθωμάτων υποδεικνύει ότι οι τωρινοί μεγάλοι πίθηκοι και οι άνθρωποι κατάγονται από δύο αρχαίες Ευρασιατικές σειρές πρωτευόντων: η μία αντιπροσωπεύεται από το Σιβαπίθηκο (Sivapithecus) από την Ασία (ο πιθανός πρόγονος του σύγχρονου ουρακοτάγκου) και η άλλη από το Δρυοπίθηκο (Drypithecus) από την Ευρώπη (ο πιθανός πρόγονος των Αφρικανικών πιθήκων και των ανθρώπων)."


Australopithecus africanus

Πρόσφατα βρήκα στο διαδίκτυο ένα κείμενο του καθηγητή ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο του Toronto, David Begun, το οποίο προσφέρει έναν χαμένο κρίκο στην εξέλιξη του ανθρώπου.

Ο σύγχρονος άνθρωπος εξελίχτηκε στην Αφρική, πριν από περίπου 2-2.5 εκατομμύρια χρόνια, όταν εμφανίζεται στην Ανατολική Αφρική ο Homo habilis και σύντομα αργότερα στην ίδια περιοχή ο Homo erectus. Ακόμα πιο πίσω στο χρόνο, προηγούνται οι λεγόμενοι Αυστραλοπίθηκοι (Australis= Νότιος), 2- 4 εκατομμύρια χρόνια πριν, και ακόμη πιο πριν δυο-τρία απομεινάρια κάποιων μεταβατικών ανθρωπιδών, όπως ο Αρδιπίθηκος (Ardipithecus ramidus), 5 εκατομμύρια χρόνια πριν, και ο Ορόριν (Orrorin tugenensis), 6 εκατομμύρια χρόνια πριν. Έχει ακόμα βρεθεί στην Αφρική ο Σαχελάνθρωπος (Sahelanthropous tchadensis), πριν από 7 εκατομμύρια χρόνια, αν και κάποιοι πρόσφατα τον έχουν αποκλείσει από πρόγονο του ανθρώπου. Αυτά τα είδη ωστόσο ήταν ενδιάμεσα ανάμεσα στο άνθρωπο και στον πίθηκο, ενώ κάποιο από αυτά εξελίχθηκε στο σύγχρονο άνθρωπο, ενώ κάποια άλλα εξελίχθηκαν στους σύγχρονους μεγάλους πιθήκους, όπως λέγονται, δηλαδή στους χιμπατζήδες, στους γορίλες και στους ουρακοτάγκους.


Χάρτης της Μειόκαινης περιόδου (22-5Mya)

Εντούτοις, ακόμα πιο πριν υπάρχει ένα κενό στα απολιθώματα για την προγενέστερη περίοδο από αυτήν την περιοχή της Ανατολικής Αφρικής, οπότε πηγαίνουμε στην Ευρασία για να βρούμε εκεί τους λεγόμενους Δρυοπίθηκους. Οι πρώτοι Δρυοπίθηκοι βέβαια κατάγονται από την Αφρική, αφού έχουν εκεί βρεθεί απολιθώματά τους που πηγαίνουν πίσω ακόμη και 20-25 εκατομμύρια χρόνια. Αλλά πριν από περίπου 13-10 εκατομμύρια χρόνια την σκυτάλη παίρνουν οι Ευρασιάτες πριμάτοι (primates), πίθηκοι δηλαδή, όπου ένα ή περισσότερα είδη τους θα εξελιχθούν στους ανθρώπους. Σε αυτήν τη διαδρομή η χώρα μας έχει το εξέχον μερίδιό της, με το μακεδονικό Ουρανοπίθηκο. Ο ίδιος ο Begun, όπως άλλωστε ο δικός μας αρχαιολόγος Άρης Πουλιανός είχε τονίσει, θεωρεί πως ο Ελλαδικός Ουρανοπίθηκος και γενικότερα ο Ευρασιάτης Δρυοπίθηκος θα εξελιχθεί στους μεταγενέστερους Αφρικανικούς Αυστραλοπιθήκους (ή ίσως σ' ένα άλλο άγνωστο προς το παρόν είδος), που με τη σειρά τους θα εξελιχθούν στους πρώτους Homo erectus (= όρθιος άνθρωπος).


Αφήνουμε λοιπόν εδώ τον Begun να μας αφηγηθεί την ιστορία του Δρυοπίθηκου:

"Κατά τη διάρκεια της Μειόκαινης περιόδου, μεταξύ 22 και 5.5 εκατομμύρια χρόνια πριν, τουλάχιστον 100 είδη πιθήκων περιφέρονταν στον Παλιό Κόσμο. Ο Proconsul ζούσε στην Ανατολική Αφρική, ο Ορεοπίθηκος (Oreopithecus) στην Ιταλία, ο Σιβαπίθηκος (Sivapithecus) στην Ασία, και οι Ουρανοπίθηκος (Ouranopithecus) και Δρυοπίθηκος (Dryopithecus)- μέλη της γενεαλογικής σειράς που θεωρείται ότι έδωσε τους Αφρικανικούς πιθήκους και τους ανθρώπους- στην Ελλάδα και στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, αντίστοιχα.


Ο Αφρικανικός 'Ανθύπατος' (Proconsul), ο Ασιατικός Σιβαπίθηκος και ο Ευρωπαϊκός Δρυοπίθηκος

Μέχρι τώρα, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει μέχρι και 40 είδη απολιθωμάτων πιθήκων της Μειόκαινης από τοποθεσίες σε ολόκληρο τον Παλιό Κόσμο- οκτώ φορές περισσότερα από αυτά που επιβιώνουν σήμερα. Τέτοια ποικιλομορφία φαίνεται να χαρακτηρίζει την αρχική οικογένεια των πιθήκων: σχεδόν μόλις εμφανίζονται οι πρώτοι πίθηκοι στο αρχείο απολιθωμάτων, υπάρχουν πολλά είδη τους. 14 είδη  είναι γνωστό μέχρι σήμερα ότι είχαν κατοικήσει την Αφρική κατά την πρώιμη Μειόκαινη, μεταξύ 22  και 17 εκατομμύρια χρόνια πριν. Και λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετικά ελλειπή φύση του αρχείου απολιθωμάτων, το πιθανότερο είναι ότι αυτός ο αριθμός είναι σημαντικά υποτιμημένος σχετικά με τους πιθήκους που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Όπως οι ζώντες πίθηκοι, αυτά τα πλάσματα ποίκιλλαν σημαντικά σε μέγεθος. Το μικρότερο είδος ζύγιζε μόλις 3 κιλά, ελάχιστα περισσότερο από μια σύγχρονη μικρή οικιακή γάτα, ενώ το μεγαλύτερο είδος ζύγιζε σαν έναν τωρινό γορίλα των  80 κιλών. Ήταν ακόμη πιο ποικιλόμορφα από ό,τι οι σύγχρονοι απόγονοί τους σε ό,τι αφορά τη διατροφή τους, με ορισμένα είδη εξειδικευμένα να τρώνε φύλλα, φρούτα και ξηρούς καρπούς, παρόλο που η πλειοψηφία τους συνήθιζε να τρώει ώριμα φρούτα, όπως κάνουν σήμερα οι περισσότεροι πίθηκοι. Η κύρια διαφορά μεταξύ αυτών των πρώιμων πιθήκων και των τωρινών είναι η στάση τους και ο τρόπος που περπάταγαν. Οι σύγχρονοι πίθηκοι παρουσιάζουν ένα πλούσιο ρεπερτόριο μετακίνησης- από την άκρως ακροβατική κίνηση από κλαρί σε κλαρί (brachiation) των δενδρόβιων γιββώνων μέχρι το βάδισμα με το πάνω μέρος των χεριών (knuckle walking) των γορίλλων- οι πίθηκοι της Μειόκαινης ήταν υποχρεωμένοι να κινούνται ανάμεσα στα κλαριά των δέντρων στα τέσσερα. Για να γίνει κατανοητό γιατί οι πρώιμοι αυτοί πίθηκοι περιορίστηκαν σε αυτήν την κίνηση, πρέπει να έχουμε υπόψη την ανατομία των πρώιμων πιθήκων της Μεικόκαινης. Ο γνωστότερος πίθηκος αυτής της περιόδου είναι ο 'Ανθύπατος' (Proconsul), με εξαιρετικά πλήρη απολιθώματα που προέρχονται από τοποθεσίες στο νησί Rusinga της Κένυα. Οι ειδικοί αναγνωρίζουν από αυτήν την περίοδο 4 είδη Proconsul, που κυμαινόταν σε μέγεθος από περίπου 10 κιλά μέχρι πιθανώς και 80 κιλά. Ο Proconsul μας δίνει μια καλή ιδέα της ανατομίας και της κίνησης των πρώιμων πιθήκων. Όπως όλα τα επιζώντα είδη πιθήκων, έτσι κι εκείνος δεν είχε ουρά. Και διέθετε πιο ευκίνητους γοφούς, ώμους, καρπούς, αστραγάλους, χέρια και πόδια, σε σχέση με τους σύγχρονους πιθήκους, προαναγγέλοντας τις θεμελιώδεις προσαρμογές των σημερινών πιθήκων και ανθρώπων για ευλυγισία στις αρθρώσεις αυτές. Στους σύγχρονους πιθήκους, αυτή η αυξημένη κινητικότητα εξηγεί τον ιδιαίτερο τρόπο κίνησης και αιώρησής τους από κλαρί σε κλαρί. Στον άνθρωπο, οι δεξιότητες αυτές έχουν υιοθετηθεί, ή δανειστεί, με μια εξελικτική έννοια, για τη βελτιωμένη χρήση των άνω άκρων- κάτι που επέτρεψε στους προγόνους μας να χρησιμοποιήσουν για πρώτη φορά εργαλεία. Παράλληλα όμως, ο Proconsul και οι όμοιοί του διατήρησαν ορισμένα χαρακτηριστικά των μαϊμούδων, στην σπονδυλική στήλη, στο πέλμα και στα μπροστινά άκρα, ώστε να μπορούν καλύτερα, σαν τις μαϊμούδες από τις οποίες προήλθαν, να μετακινούνται περνώντας από τις άκρες των κλαριών των δέντρων, αντί να κρέμονται από κλαρί σε κλαρί. (Αρκετά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ένας πρώιμος είδος πιθήκου από την Ουγκάντα, ο Μοροτοπίθηκος (Morotopithecus), μπορεί να είχε την ιδιότητα της αιώρησης, αλλά τα στοιχεία είναι ανεπαρκή.) Μόνο όταν οι πρώτοι πίθηκοι απαλλάχθηκαν από το αντίστοιχο εξελικτικό φορτίο μπόρεσαν να υιοθετήσουν τους τρόπους κίνησης των σύγχρονων πιθήκων.


Παρότι η Αφρική ήταν το λίκνο των πιθήκων, όπου και εμφανίστηκαν περισσότερα από 20 εκατομμύρια χρόνια πριν, δεν άργησαν αυτά τα είδη να αποικήσουν το υπόλοιπο του Παλιού Κόσμου. Αλλαγές στη στάθμη της θάλασσας ένωναν και χώριζαν ανά διαστήματα την Αφρική με την Ευρασία. Η λεγόμενη γέφυρα Aland που ένωνε την Ανατολική Αφρική με την Ευρασία μεταξύ 17 και 16.5 εκατομμύρια χρόνια πριν έδωσε τη δυνατότητα στους πιθήκους της πρώιμης Μειόκαινης να εισβάλλουν στην Ευρασία (1). Στα επόμενα μερικά εκατομμύρια χρόνια, εξαπλώθηκαν στη Δυτική Ευρώπη και στην Άπω Ανατολή, και οι μεγάλοι πίθηκοι εξελίχθηκαν. Κάποιοι πρωτόγονοι πίθηκοι επέστρεψαν στην Αφρική. (2) Οι υπόλοιποι καθώς απομονώθηκαν από την Αφρική εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, εξελίχθηκαν σ' έναν αριθμό διαφορετικών ειδών. (3). Δραστικές κλιματικές αλλαγές προς το τέλος της ύστερης Μειόκαινης εξαφάνισαν τους περισσότερους από τους Ευρασιατικούς πιθήκους. Οι δύο σειρές που επέζησαν- αυτές που αντιπροσωπεύονται από το Σιβαπίθηκο και το Δρυοπίθηκο- το κατάφεραν μετακινούμενοι στην Νοτιοανατολική Ασία και στην Αφρική (4).


Afropithecus turkanensis

Οι περισσότεροι από τους πιθήκους της πρώιμης Μειόκαινης εξαφανίστηκαν. Αλλά ένας από αυτούς- ίσως ο Αφροπίθηκος (Afropithecus) από την Κένυα- ήταν ο προγονικός στα είδη που κατάφεραν για πρώτη φορά να βρουν το δρόμο προς την Ευρασία πριν από περίπου 16.5 εκατομμύρια χρόνια. Περίπου εκείνη την εποχή μια γέφυρα ξηράς δημιουργήθηκε ανάμεσα στην Αφρική και στην Ευρασία, χάρη στην πτώση της στάθμης της θάλασσας. Μια έξοδος πολλών θηλαστικών έλαβε χώρα. Ανάμεσα στα είδη που μετανάστευσαν ήταν ελέφαντες, τρωκτικά, χοίροι και αντιλόπες, μερικά εξωτικά είδη όπως μυρμηγκοφάγοι, και πρωτεύοντα.

Οι πίθηκοι που ταξίδευσαν προς την Ευρασία από την Αφρική φαίνεται ότι πέρασαν από τη Σαουδική Αραβία, όπου βρέθηκαν τα απομεινάρια του Ηλιοπίθηκου (Heliopithecus), ενός πιθήκου ίδιου με τον Αφροπίθηκο. Και τα δυο αυτά είδη είχαν ένα πυκνό στρώμα σμάλτου στα δόντια- κατάλληλο για τη βρώση σκληρών τροφών, όπως καρύδια και γενικά τρόφιμα προστατευμένα από τσόφλι. Αυτή η οδοντική καινοτομία έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στο να βοηθήσει τους απογόνους τους να αξιοποιήσουν τους πόρους στα δάση της Ευρασίας που δεν ήταν στη διάθεση του Proconsul και των περισσότερων πρώιμων πιθήκων.

Όταν η θάλασσα ανέβηκε και έκλεισε τη γέφυρα που ένωνε την Αφρική με την Ευρασία ύστερα από μισό εκατομμύριο χρόνια, οι πίθηκοι βρέθηκαν απομονωμένοι σε αυτήν τη νέα γη. Η μετακίνηση ειδών σε νέα περιβάλλοντα ευνοεί την δημιουργία νέων ειδών, και η άφιξη των πιθήκων στην Ευρασία δεν αποτελεί εξαίρεση. Πράγματι, σ' ένα γεωλογικά σύντομο χρονικό διάστημα, αυτά τα πρωτεύοντα προσαρμόστηκαν στις νέες οικολογικές συνθήκες και διαφοροποιήθηκαν σε μια πληθώρα ειδών- τουλάχιστον 8 μέσα σε μόλις 1.5 εκατομμύριο χρόνια. Αυτή η έξαρση εξελικτικής δραστηριότητας έθεσε τις βάσεις για την εμφάνιση των μεγάλων πιθήκων και των ανθρώπων.


Αλλά μόνο πρόσφατα οι ερευνητές έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν πόσο σημαντική ήταν η Ευρασία από αυτή την άποψη. Οι παλαιοντολόγοι συνήθιζαν να θεωρούν ότι πίθηκοι πιο εξελιγμένοι από τον Αφροπίθηκο και τον Ηλιοπίθηκο στην ικανότητα αξιοποίησης τροφής  έφθασαν στην Ευρασία πριν από περίπου 15 εκατομμύρια χρόνια, περίπου την περίοδο που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Αφρική. Αυτό ταιριάζει με την περιγραφή ότι πρώτα εμφανίστηκαν στην Αφρική και στην συνέχεια εξαπλώθηκαν προς το Βορρά. Νέα στοιχεία απολιθωμάτων, ωστόσο, δείχνουν ότι προηγμένοι πίθηκοι (με μεγάλα σαγόνια και δόντια) βρίσκονταν στην πραγματικότητα στην Ευρασία πολύ νωρίτερα. Το 2001 και το 2003 οι συνάδελφοί μου κι εγώ περιγράψαμε έναν πιο μοντέρνο πίθηκο, το Γριφοπίθηκο (Griphopithecus), από τοποθεσίες 16,5 εκατομμυρίων ετών  στη Γερμανία και στην Τουρκία, πηγαίνοντας έτσι πίσω το αρχείο απολιθωμάτων των Ευρασιατικών πιθήκων περισσότερο από ένα εκατομμύριο χρόνια. Η εμφανής απουσία τέτοιων εξελιγμένων μοντέλων στην Αφρική μεταξύ 17 και 15 εκατομμύρια χρόνια πριν προτείνει ότι, αντίθετα με την προβολή αυτής της περιοχής ως τη μήτρα όλων των μορφών πιθήκων, κάποια ανθρωποειδή εξέλιξαν ορισμένα κρανιακά και οδοντικά χαρακτηριστικά στην Ευρασία και επέστρεψαν στην Αφρική ως πιο προηγμένα είδη όταν υποχώρησε και πάλι η θάλασσα. (Μερικά είδη, όπως ο Κενυαπίθηκος (Kenyapithecus) από την Κένυα, μπορεί να είχαν προχωρήσει να αναπτύξουν κάποιες ανατομικές προσαρμογές στα οστά κάτω από το κρανίο για μια ζωή στο έδαφος, αλλά, κατά το μεγαλύτερο μέρος, αυτά τα ζώα εξακολουθούσαν να μοιάζουν με τους προκατόχους τους της πρώιμης Μειόκαινης από το λαιμό και κάτω.)


Προς το τέλος της μέσης Μειόκαινης, περίπου πριν από 13 εκατομμύρια χρόνια, έχουμε στοιχεία για μεγάλους πίθηκους στην Ευρασία, όπως, χαρακτηριστικά, τα απολιθώματα του μεγάλου πιθήκου του Lartet, του Δρυπίθηκου στην Ευρώπη και του Σιβαπίθηκου στην Ασία. Όπως οι σύγχρονοι πίθηκοι, εκείνα τα ζώα είχαν μακριά, ισχυρά σαγόνια με μεγάλους κοφτήρες, κοφτερούς κυνόδοντες, και μεγάλους τραπεζίτες με σχετικά απλές επιφάνειες μασήματος- ένας εξοπλισμός κατάλληλος για μια δίαιτα μαλακών, ώριμων φρούτων. Ο προγναθισμός επίσης ήταν μικρός, αντανακλώντας τη μειωμένη σημασία της όσφρησης προς όφελος της όρασης. Μελέτες στα δόντια του Δρυοπίθηκου και του Σιβαπίθηκου δείχνουν ότι αυτά τα πλάσματα μεγάλωναν σχετικά αργά και ότι είχαν έναν κύκλο ζωής παρόμοιο με αυτόν των σύγχρονων μεγάλων πιθήκων- ωριμάζοντας σχετικά αργά, έχοντας μακροβιότητα, μεγαλώνοντας ένα μικρό κάθε φορά, κοκ. Άλλα στοιχεία δείχνουν ότι αν αυτοί οι μείζονες πίθηκοι ζούσαν σήμερα, δεν θα διέφεραν από τους σύγχρονους ομολόγους τους: απολιθώματα θηκών κρανίων του Δρυοπίθηκου τονίζουν ότι είχε τόσο μεγάλο εγκέφαλο όσο κι ένας σύγχρονος χιμπατζής ανάλογων διαστάσεων. Δεν έχουμε άμεσα στοιχεία για το μέγεθος του εγκεφάλου του Σιβαπίθηκου, αλλά δεδομένου ότι η φυσική εξέλιξη ενός είδους είναι ανάλογη με το μέγεθος του εγκεφάλου, είναι πιθανό ότι αυτός ο πίθηκος είχε εξίσου ογκώδη εγκέφαλο.


Η εξέλιξη προς έναν μεγάλο πίθηκο: Ανατομία ενός πρωτόγονου κι ενός μεγάλου πιθήκου. Οι πρώιμοι πίθηκοι είχαν περισσότερο σώμα μαϊμούς, κτισμένο για τη μετακίνηση στις άκρες των κλαριών και περπατώντας στα τέσσερα. Είχαν μια μακριά απόληξη της σπονδυλικής στήλης, βαθύ θώρακα, αγκώνες σχεδιασμένους για δύναμη και ταχύτητα, ώμους και γοφούς που κρατούσαν τα άκρα κατά κανόνα κάτω από το σώμα, ενώ τα πάνω και κάτω άκρα ήταν ισομεγέθη. Οι μείζονες πίθηκοι, από την άλλη, είναι προσαρμοσμένοι να κρέμονται και να ταλαντώνονται από τα κλαριά των δέντρων. Οι σπόνδυλοί τους είναι λιγότεροι και οι ενώσεις τους είναι τέτοιες ώστε να υποστηρίζουν μια πιο κάθετη στάση. Οι μεγάλοι πίθηκοι έχουν επίσης έναν ευρύτερο και πιο ρηχό θώρακα, ευλύγιστο αγκώνα που επιτρέπει την πλήρη έκταση του χεριού για αιώρηση, εξαιρετικά ευκίνητους ώμους και γοφούς που επιτρέπουν μια μεγαλύτερη ποικιλία κινήσεων των άκρων, μεγάλα, ισχυρά χέρια με λαβές, τα οποία είναι μακρύτερα από τα κάτω άκρα.

Ανάλυση των άκρων αυτών των δυο πιθήκων αποκάλυψε επιπλέον κοινά με τους μεγάλους πιθήκους χαρακτηριστικά. Ακόμη, τόσο ο Δρυοπίθηκος όσο και ο Σιβαπίθηκος δείχνουν προσαρμογές στη μετακίνηση μέσω αιώρησης, ειδικά στην άρθρωση του αγκώνα, η οποία ήταν πλήρως εκτατή και σταθερή καθόλη την κίνηση. Μεταξύ των πρωτευόντων, αυτή η μορφολογία είναι μοναδική στους πιθήκους και αντανακλάται κυρίως στην ικανότητά τους να κρέμονται και να ταλαντώνονται ανάμεσα στα κλαριά. Επίσης δίνει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να βάλλουν με μεγάλη ταχύτητα και ακρίβεια. Από την πλευρά του, ο Δρυοπίθηκος δείχνει πολυάριθμες άλλες προσαρμογές για την αιώρηση, στα οστά τόσο των κάτω όσο και των άνω άκρων, που είχαν μεγάλες δυνατότητες λαβής. Αθροισμένα αυτά τα χαρακτηριστικά δείχνουν ότι ο Δρυπίθηκος αξιοποίησε το δάσος με παρόμοιο σε μεγάλο βαθμό τρόπο με αυτόν των σύγχρονων πιθήκων. Το πώς ζούσε ο Σιβαπίθηκος είναι λιγότερο σαφές. Κάποια χαρακτηριστικά των άκρων του ζώου αυτού δείχνουν δυνατότητες αιώρησης, ενώ άλλα συνεπάγονται πιο τετράποδες συνήθειες. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Σιβαπίθηκος εφάρμοσε έναν τρόπο κίνησης για τον οποίο δεν υπάρχει κάποιο σύγχρονο ανάλογο- ένα προϊόν των δικών του ιδιαίτερων οικολογικών περιστάσεων.

Η σειρά του Σιβαπίθηκου άκμασε στην Ασία, παράγοντας απογόνους σε Τουρκία, Πακιστάν, Ινδία, Νεπάλ, Κίνα και Νοτιοανατολική Ασία. Οι περισσότερες φυλογενετικές αναλύσεις συμφωνούν ότι από το Σιβαπίθηκο κατάγεται ο σύγχρονος Ουρακοτάγκος (Pongo pygmaeus). Σήμερα αυτός ο πίθηκος βρίσκεται στα τροπικά δάση του Βόρνεο και της Σουμάτρας, ως ο μοναδικός επιζών αυτής της επιτυχημένης ομάδας.

Στη Δύση η διασπορά των μεγάλων πιθήκων ήταν εξίσου εκτεταμένη. Μετά το πρώτο είδος Δρυοπίθηκου, ο D. fontani που βρέθηκε από τον Lartet, διάφορα άλλα είδη εμφανίστηκαν μέσα σε περίπου 3 εκατομμύρια χρόνια. Πιο εξειδικευμένοι απόγονοι αυτής της γενεαλογίας ακολούθησαν. Μέσα στα επόμενα 2 εκατομμύρια χρόνια, τέσσερα νέα είδη Δρυοπίθηκου εξελίχτηκαν για να καλύψουν την περιοχή από τη Βορειοδυτική Ισπανία μέχρι τη Δημοκρατία της Γεωργίας. Αλλά το πού κατατάσσεται ο Δρυοπίθηκος στο γενεαλογικό δέντρο των ανθρωποϊδών, είναι αμφιλεγόμενο. Ορισμένες μελέτες συνδέουν το Δρυοπίθηκο με τους Ασιατικούς πιθήκους. Άλλες τον κατατάσσουν ως πρόγονο όλων των σύγχρονων μεγάλων πιθήκων. Η δική μου φυλογενετική ανάλυση- η πιο εμπεριστατωμένη σε ό,τι αφορά τον αριθμό των μορφολογικών χαρακτηριστικών που θεωρήθηκαν-  δείχνει ότι ο Δρυοπίθηκος συνδέεται πιο στενά με έναν πίθηκο που λέγεται Ουρανοπίθηκος (Ouranopithecus) από την Ελλάδα και ότι ένα από τα δύο αυτά Ευρωπαϊκά γένη ήταν ο πιθανός πρόγονος των αφρικανικών πιθήκων και των ανθρώπων.


Αντιπροσωπευτικά δείγματα Δρυοπίθηκου, από την Ισπανία (αριστερά) και από την Ουγγαρία (δεξιά).


Ένα κρανίο Δρυοπίθηκου από τη Ruda- banya της Ουγγαρίας, που οι συνάδελφοί μου και εγώ ανακαλύψαμε το 1999, ενισχύει το προηγούμενο επιχείρημα. Ο 'Γκάμπι,' όπως βαπτίστηκε από τον Ούγγρο γεωλόγο Gabor Hernyak,  είναι το πρώτο δείγμα που διατηρεί ένα σημαντικό ανατομικό χαρακτηριστικό: τη σύνδεση ανάμεσα στο πρόσωπο και στην κρανιακή κοιλότητα. Ο Γκάμπι δείχνει ότι το κρανίο των Δρυοπίθηκων, όπως των Αφρικανικών πιθήκων και των πρώτων ανθρώπων, είχε μια μακρά και χαμηλή κρανιακή κοιλότητα, μια σχετικά λεία ρινική κοιλότητα και ένα μεγαλύτερο κάτω μέρος του προσώπου. Ίσως η πιο σημαντική διαπίστωση είναι ότι, όπως οι Αφρικανικοί πίθηκοι και οι πρώτοι άνθρωποι, ο Δρυοπίθηκος ήταν επίσης κλινόρυγχος, που σημαίνει ότι στο προφίλ το πρόσωπο γέρνει προς τα κάτω. Οι ουρακοτάγκοι αντίθετα- καθώς και ο Ανθύπατος (Proconsul) και οι γίββωνες- έχουν όψεις που κλίνουν προς τα πάνω, μια κατάσταση γνωστή ως αιρορυγχία. Αυτό το βασικό χαρακτηριστικό της κρανιακής αρχιτεκτονικής του Δρυοπίθηκου αποκαλύπτει μια στενή εξελικτική σχέση αυτού του ζώου με τους Αφρικανικούς πιθήκους και τους ανθρώπους. Πρόσθετη υποστήριξη για τη συγκεκριμένη σύνδεση προέρχεται από την παρατήρηση ότι το κρανίο του Δρυπίθηκου μοιάζει με αυτό του μωρού ή νεαρού χιμπατζή- ένα κοινό χαρακτηριστικό της προγονικής μορφολογίας. Κατά συνέπεια, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρανιακής δομής των ενήλικων χιμπατζήδων, γορίλλων και πρώτων ανθρώπων εξελίχθηκαν ως τροποποιήσεις του βασικού προτύπου που αντιπροσωπεύεται από το Δρυοπίθηκο και τους σύγχρονους νεαρής ηλικίας αφρικανικούς πιθήκους.


Αναπαράσταση του Ελλαδικού Ουρανοπίθηκου και του Ιταλικού Ορεοπίθηκου

Ένας επιπλέον πίθηκος της Μειόκαινης αξίζει ιδιαίτερης μνείας. Το πιο γνωστό απολίθωμα Ευρασιατικού πιθήκου, σε ό,τι αφορά το ποσοστό του σκελετού που ανακτήθηκε, είναι ο 7 εκατομμυρίων ετών Ορεοπίθηκος (Oreopithecus) από την Ιταλία. Περιγράφτηκε για πρώτη φορά το 1872 από το Γάλλο παλαιοντολόγο Paul Gervais, και ήταν ένας πίθηκος πιο εξειδικευμένος στο να τρώει φύλλα από οποιονδήποτε άλλο πίθηκο του Παλιού Κόσμου. Επέζησε μέχρι πολύ αργά στη Μειόκαινη χάρη στα πυκνά και απομονωμένα δάση στα τότε νησιά της Τοσκάνης, τα οποία τελικά θα ενώνονταν μεταξύ τους και με τον κύριο κορμό της Ευρώπης, όταν τα νερά της θάλασσας υποχώρησαν για να σχηματίσουν την Ιταλική χερσόνησο. Μεγαλόσωμο και με μικρό εγκέφαλο, αυτό το πλάσμα είχε τόσο ασυνήθιστη όψη, ώστε δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για μια πρωτόγονη μορφή   που προηγείται της διαίρεσης των γιββώνων και των μεγάλων πιθήκων, ή αν πρόκειται για έναν πρώιμο μεγάλο πίθηκο, ή για ένα συγγενικό είδος του Δρυοπίθηκου. Οι Meike Kohler και Salvador Moya-Sola του Ινστιτούτου παλαιοντολογίας της Βαρκελώνης έχουν προτείνει ότι ο Ορεοπίθηκος περπατούσε στα δύο κατά μήκος των άκρων των κλαριών των δέντρων και διέθετε χέρια που έμοιαζαν με αυτά του ανθρώπου, ικανά για μια λαβή ακριβείας. Οι περισσότεροι παλαιοανθρωπολόγοι, ωστόσο, πιστεύουν ότι ήταν ένα ζώο που εφάρμοζε κατά κανόνα την αιώρηση. Ό,τι κι αν ήταν τελικά ο Ορεοπίθηκος, δείχνει πόσο ποικιλότροποι και επιτυχημένοι ήταν οι Ευρασιατικοί πίθηκοι στην προσαρμογή τους στα νέα περιβάλλοντά τους.



Τι συνέβη λοιπόν στα μυριάδες είδη που δεν εξελίχθηκαν στους σημερινούς μεγάλους πιθήκους και στους ανθρώπους, και γιατί οι πρόγονοι των σύγχρονων ειδών επικράτησαν; Ενδείξεις για τις απαντήσεις προέρχονται από παλαιοκλιματολογικές μελέτες. Σε όλη τη μέση Μειόκαινη, οι μεγάλοι πίθηκοι ευδοκίμησαν στην Ευρασία, χάρη στο σταθερό υποτροπικό της περιβάλλον που επικρατούσε τότε και στο θερμό κλίμα. Οι προϋποθέσεις αυτές εξασφάλισαν τη συνεχή παροχή ώριμων φρούτων και ένα δασώδες περιβάλλον που μπορούσε να προσφέρει πολλές διαφορετικές εξελικτικές εναλλακτικές. Οι κλιματικές αλλαγές στην ύστερη Μειόκαινη έθεσαν τέρμα σε αυτήν την εύκολη διαβίωση. Οι συνδυαστικές επιπτώσεις του κτισίματος οροσειρών, όπως οι Άλπεις, τα Ιμαλάια και τα βουνά της Ανατολικής Αφρικής, της μετατόπισης των ωκεάνιων ρευμάτων και του σχηματισμού πολικών πάγων, οδήγησαν στη δημιουργία του σημερινού κύκλου του Ασιατικού μουσώνα, στην αποξήρανση της Ανατολικής Αφρικής και στην ανάπτυξη ενός δροσερότερου κλίματος στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι από τους μεγάλους πιθήκους της Ευρασίας εξαφανίστηκαν ως αποτέλεσμα αυτής της περιβαλλοντικής αναμόρφωσης. Οι δύο σειρές όμως που κατάφεραν να επιβιώσουν- δηλαδή ο Δρυοπίθηκος και ο Σιβαπίθηκος- το κατάφεραν χάρη στη μετακίνησή τους νοτίως του τροπικού του Καρκίνου, στην Αφρική και στη Νοτιοανατολική Ασία, αντίστοιχα, ανταποκρινόμενοι στις ίδιες οικολογικές απαιτήσεις που τους είχαν φέρει στην Ευρασία εξαρχής. 

Το βιογεωγραφικό μοντέλο που περιγράφεται παραπάνω παρέχει μια σημαντική προοπτική σχετικά με ένα μακροχρόνιο ζήτημα στην παλαιοανθρωπολογία, πώς και γιατί οι άνθρωποι έφτασαν στο στάδιο να περπατούν στα δύο πόδια. Για να απαντήσουμε το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να ξέρουμε από ποια αρχική μορφή εξελίχτηκε ο διποδισμός. Έχοντας έλλειψη σαφών στοιχείων για το πρώτο δίποδο και τον πρόγονό του, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ποια ήταν η αρχική συνθήκη, αλλά γενικά οι ερευνητές εμπίπτουν σε ένα από τα δύο ακόλουθα στρατόπεδα: αυτούς που πιστεύουν ότι το δίποδο περπάτημα προήλθε από τη δενδρόβια αναρρίχηση και αιώρηση, και εκείνους που πιστεύουν ότι αυτό αναπτύχθηκε από μια επίγεια μορφή διποδισμού, ίσως το περπάτημα με το μπροστινό μέρος των άνω άκρων (knuckle walking). 


Ο Ευρασιατικοί πρόγονοι των Αφρικανικών πιθήκων και των ανθρώπων μετακινήθηκαν Νότια σε ανταπόκριση της ξηρασίας και του παγώματος του περιβάλλοντός του, γεγονός που οδήγησε στην αντικατάσταση των πυκνών δασών από στέπες και σαβάνες. Πιστεύω ότι προσαρμογές σε μια ζωή στο έδαφος- το περπάτημα με την ανάστροφη της παλάμης συγκεκριμένα- ήταν κρίσιμες ώστε αυτή η γενιά πιθήκων να ανταπεξέλθει στην απώλεια των δασών και να διαφύγει στην Αφρική. Με το πού βρέθηκε εκεί, κάποιοι πίθηκοι επέστρεψαν στα δάση, άλλοι εγκαταστάθηκαν σε ποικίλα ημι- δασώδη περιβάλλοντα, και ένας πίθηκος- αυτός από τον οποίο προέρχεται ο άνθρωπος- τελικά κατέλαβε τις ανοικτές περιοχές προσαρμοζόμενος σε μια ζωή στο έδαφος.

Η ευελιξία στην προσαρμογή είναι το συνεπές μήνυμα στην εξέλιξη των ανθρώπων και των πιθήκων. Οι πίθηκοι της πρώιμης Μειόκαινης άφησαν την Αφρική χάρη σε μια νέα προσαρμογή στα σαγόνια και στα δόντια τους που τους έδωσε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν μια ποικιλία οικολογικών καταστάσεων. Οι Ευρασιατικοί μεγάλοι πίθηκοι εξέλιξαν ένα φάσμα από σκελετικές προσαρμογές που τους επέτρεψαν να επιβιώσουν σε διάφορα περιβάλλοντα, καθώς και μεγάλους εγκεφάλους για να αντιμετωπίσουν περίπλοκες κοινωνικές και οικολογικές προκλήσεις. Αυτές οι διαφοροποιήσεις εξασφάλισαν σε μερικούς από αυτούς να επιβιώσουν απέναντι στις δραματικές κλιματικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στο τέλος της Μειόκαινης περιόδου και να επιστρέψουν στην Αφρική, περίπου 9 εκατομμύρια χρόνια πριν. Έτσι οι σειρές που παρήγαγαν τους Αφρικανικούς πιθήκους και τους ανθρώπους, είχαν ήδη μάθει να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες ενός περιβάλλοντος που άλλαζε ριζικά. Ως εκ τούτου, δεν είναι παράδοξο που ένα από αυτά τα είδη τελικά εξέλιξε έναν πολύ μεγάλο εγκέφαλο και εξειδικευμένες μορφές τεχνολογίας.

Έχουμε ακόμα πολλά να μάθουμε. Πολλοί παλιοί πίθηκοι αντιπροσωπεύονται μόνο από μερικά σαγόνια και δόντια, αφήνοντας μας με ελάχιστη ή με καμία ιδέα σχετικά με το πώς κινούνταν και στέκονταν, ποιο ήταν το μέγεθος του εγκεφάλου τους ή το βάρος του σώματός τους. Επιπλέον, οι παλαιοανθρωπολόγοι δεν έχουν ακόμη ανακαλύψει απομεινάρια αρχαίων Αφρικανικών πιθήκων. Πράγματι, υπάρχει ένα σημαντικό γεωγραφικό και χρονολογικό κενό στο αρχείο απολιθωμάτων ανάμεσα στους εκπροσώπους της σειράς των ανθρωποειδών στην Ευρώπη (Δρυοπίθηκος και Ουρανοπίθηκος) κι εκείνης των πρώτων ανθρωπιδών στην Αφρική.

Ανεβαίνοντας προς τα πάνω στο εξελικτικό δέντρο (ή, ακριβέστερα, εξελικτικός θάμνος), μπορούμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια μεγαλύτερη σύγχυση εξαιτίας του γεγονότος ότι τα πρώτα θεωρούμενα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας δεν είναι απαραίτητα ανθρώπινα. Για παράδειγμα, ο Σαχελάνθρωπος (Sahelanthropus tchadensis), που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στο Τσαντ της Αφρικής, και χρονολογήθηκε να είναι 6- 7 εκατομμυρίων ετών, είναι ένα ανθρωποειδές έχοντας μικρούς κυνόδοντες και πιθανώς ένα ινιακό τμήμα (foramen magnum- η τρύπα στη βάση του κρανίου μέσω της οποίας συμφύεται η σπονδυλική στήλη) στο κέντρο, πράγμα που θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι το ζώο ήταν δίποδο. Από την άλλη όμως μεριά, ο Σαχελάνθρωπος διαθέτει έναν αριθμό χαρακτηριστικών του χιμπατζή, καθώς και ένα μικρό εγκέφαλο, προτεταμένη όψη, επικλινές μέτωπο και μεγάλους μυς στο λαιμό. Μία άλλη ανακάλυψη, ο Ορόριν (Orrorin tugenensis), απολιθώματα του οποίου προέρχονται από μια τοποθεσία της Κένυας και χρονολογήθηκαν να είναι 6 εκατομμυρίων ετών, παρουσιάζουν ένα μωσαϊκό ανάμεσα στο χιμπατζή και στον άνθρωπο, όπως άλλωστε και ο 5.8 εκατομμυρίων ετών Ardipithecus ramidus kadabba από την Αιθιοπία. Κάθε ένα από αυτά τα υποείδη έχει περιγραφεί από αυτούς που τα ανακάλυψαν ως πρόγονοι του ανθρώπου. Αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε ακόμη αρκετά σχετικά με κάποιο από αυτά τα πλάσματα για να πούμε με βεβαιότητα αν είναι αρχάνθρωποι, πρόγονοι των Αφρικανικών πιθήκων, ή εκλιπόντα είδη πιθήκων.  Το παλιότερο αναμφισβήτητα ανθρώπινο απολίθωμα είναι, κατά την άποψή μου, ο 4.4 εκατομμυρίων ετών Ardipithecus ramidus ramidus, επίσης από την Αιθιοπία. 

Η ιδέα ότι οι πρόγονοι των μεγάλων πιθήκων και των ανθρώπων εξελίχθηκαν στην Ευρασία είναι αμφιλεγόμενη, αλλά όχι επειδή δεν υπάρχουν αρκετές αποδείξεις για να την υποστηρίξουν. Ο σκεπτικισμός προέρχεται από την κληρονομιά του Δαρβίνου, του οποίου η πρόβλεψη που αναφέρεται στην αρχή αυτού του άρθρου ερμηνεύεται συνήθως να σημαίνει ότι οι άνθρωποι και οι Αφρικανικοί πίθηκοι εξελίχθηκαν αποκλειστικά στην Αφρική. Οι αμφιβολίες επίσης εκφράζονται και από τους οπαδούς του αφορισμού «η απουσία αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι απόδειξη της απουσίας.» Στην πράξη, το γεγονός ότι ακόμα δεν έχουν βρεθεί απολιθώματα μεγάλων πιθήκων στην Αφρική δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά υπάρχουν πολλές τοποθεσίες απολιθωμάτων στην Αφρική που χρονολογούνται μεταξύ 14 και 7 εκατομμύρια χρόνια πριν- ορισμένες από τις οποίες περιέχουν άφθονα λείψανα ζώων που κατοικούσαν σε δάση- χωρίς κάποια να περιέχει απολιθώματα μεγάλων πιθήκων. Μπορεί οι Ευρασιατικοί μεγάλοι πίθηκοι, οι οποίοι έχουν έντονες ομοιότητες με τους σύγχρονους μεγάλους πιθήκους, να εξελίχθηκαν παράλληλα με κάποιους Αφρικανικούς που δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί, αν και αυτό φαίνεται απίθανο. 

Θα ήταν χρήσιμο αν είχαμε ένα πιο πλήρες αρχείο απολιθωμάτων από το οποίο να συναρμολογήσουμε την εξελικτική ιστορία της ευρύτερης οικογένειάς μας. Οι τρέχουσες έρευνες υπόσχονται να καλύψουν ορισμένα από τα κενά. Αλλά μέχρι τότε, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε υποθέσεις με βάση όσα γνωρίζουμε. Η άποψη που εκφράζεται εδώ μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως άλλωστε απαιτείται για όλες τις επιστημονικές υποθέσεις, μέσω της ανακάλυψης περισσότερων απολιθωμάτων σε νέα μέρη."

Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με την προηγούμενη αφήγηση του καθηγητή Begun, οι Ευρασιατικοί Δρυοπίθηκοι, μαζί με τον δικό μας Ουρανοπίθηκο, καλύπτουν το εξελικτικό κενό μεταξύ 14-7 εκατομμύρια χρόνια, πριν επανεμφανιστούν οι πρώτοι μεγάλοι πίθηκοι στην Αφρική. Αυτή η διαπίστωση δεν παίρνει από την Αφρική την πρωτιά σε ό,τι αφορά την καταγωγή των πρωτευόντων, ένα από τα οποία είναι και ο άνθρωπος, αλλά δείχνει ότι η εξέλιξη δεν συνέβη μόνο στην Αφρική, αλλά ότι είχε και ένα τουλάχιστον στάδιο στην Ευρασία, απ' όπου οι μεταγενέστεροι Αφρικανικοί πίθηκοι (Αυστραλοπίθηκοι) προήλθαν. Οι μετακινήσεις αυτές των πιθηκανθρώπων ή πρωτανθρώπων (πείτε τους όπως θέλετε), υπαγορεύτηκαν από περιβαλλοντικές συνθήκες. Όποτε το κλίμα πάγωνε, τα είδη υποχωρούσαν σε νότια μέρη, και όταν το κλίμα αναθερμαινόταν, τα είδη εξαπλώνονταν βορειότερα. Έτσι κι αλλιώς η διαμόρφωση των ηπείρων ήταν αρκετά διαφορετική από ό,τι είναι σήμερα, όπως και οι μορφές αυτών των πλασμάτων θα ήταν πολύ διαφορετικές από ό,τι μοιάζουν σήμερα οι άνθρωποι.

Planet of the apes, David Begun
The oldest Eurasian hominoid, David Begun, Universtiy of Toronto


Εξέλιξη: Η διαδικασία της ανθρωποποίησης

$
0
0
Ένας αρχαίος κήπος της Εδέμ


Η κάτω γνάθος του KNM-ER 60000 σε συνδυασμό με το κρανίο του KNM-ER 1470 (H. rudolfensis) 

Συναρπαστικά νέα απολιθώματα που ανακαλύφθηκαν ανατολικά της Λίμνης Turkana επιβεβαιώνουν ότι υπήρχαν δύο επιπλέον είδη του γένους μας Homo που ζούσαν μαζί με το άμεσα προγονικό μας είδος, τον Homo erectus, σχεδόν δύο εκατομμύρια χρόνια πριν. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν ένα πρόσωπο, μια εντυπωσιακά πλήρη κάτω γνάθο και μέρος μιας δεύτερης κάτω γνάθου. Ανακαλύφθηκαν μεταξύ του 2007 και 2009 από το Koobi Fora Research Project (KFRP).

KNM-ER 1470

Πριν από τέσσερις δεκαετίες η KFRP ανακάλυψε το αινιγματικό απολίθωμα γνωστό ως KNM-ER 1470 (ή '1470' για συντομία). Αυτό το κρανίο, το οποίο χαρακτηρίζεται από το φανερά μεγάλο μέγεθος εγκέφαλο και την επίπεδη όψη, έγειρε μια μακρά συζήτηση για το πόσα ακριβώς διαφορετικά είδη του πρώιμου Homo ζούσαν παράλληλα με τον Homo erectus κατά την Πλειστόκαινη. Η ασυνήθιστη μορφολογία του 1470 αποδόθηκε από ορισμένους επιστήμονες στη σεξουαλική διμορφία ή σε φυσιολογικές διαφοροποιήσεις στα πλαίσια του ίδιου είδους, ενώ άλλοι ερμήνευσαν το απολίθωμα ως αποδεικτικό στοιχείο ενός ξεχωριστού είδους. 

Αυτό το δίλημμα που έχει κρατήσει για δεκαετίες συντελέστηκε για δύο λόγους. Πρώτον, συγκρίσεις με άλλα απολιθώματα είναι περιορισμένες εξαιτίας του γεγονότος ότι τα απομεινάρια του 1470 δεν περιλαμβάνουν δόντια ή την κάτω γνάθο. Δεύτερον, κανένα άλλο απολιθωμένο κρανίο δεν έχει την επίπεδη και πλατιά όψη του 1470, αφήνοντας αμφιβολίες για το πόσο αντιπροσωπευτικά αυτά τα  χαρακτηριστικά είναι. Τα νέα απολιθώματα απευθύνουν και τα δύο αυτά θέματα.

"Τα τελευταία 40 χρόνια έχουμε ψάξει επίμονα στην τεράστια έκταση των ιζημάτων γύρω από τη λίμνη Turkana για απολιθώματα που να επιβεβαιώνουν τα μοναδικά χαρακτηριστικά της όψης του 1470 και μας δείχνουν πώς τα δόντια και η κάτω γνάθος του θα έμοιαζε," λέει η Meave Leakey, υπεύθυνη του KFRP και συνεργάτιδα του National Geographic. "Τουλάχιστον τώρα έχουμε κάποιες απαντήσεις."

"Συνδυασμένα τα τρία νέα απολιθώματα δίνουν μία πολύ σαφέστερη εικόνα του πώς το 1470 έμοιαζε," λέει ο Fred Spoor, υπεύθυνος των επιστημονικών αναλύσεων. "Ως εκ τούτου, είναι τώρα σαφές ότι δύο είδη του πρώιμου Homo ζούσαν παράλληλα με τον Homo erectus. Τα νέα απολιθώματα θα βοηθήσουν πολύ στην κατανόηση του πώς ο κλάδος της ανθρώπινης εξέλιξης εμφανίστηκε για πρώτη φορά πριν από σχεδόν δύο εκατομμύρια χρόνια." 

Καθώς τα τρία νέα απολιθώματα βρέθηκαν σε μια ακτίνα μόλις 10 km από τη θέση του 1470, χρονολογούνται στα 1,78 - 1,95 εκατομμύρια χρόνια. Το 62000 KNM-ER, που ανακαλύφθηκε από το μέλος της ομάδας Elgite Lokorimudang το 2008, είναι παρόμοιο με το 1470, δείχνοντας ότι το τελευταίο δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Επιπλέον, η καλά διατηρημένη άνω γνάθος του δείγματος έχει σχεδόν όλα τα πίσω δόντια στη θέση τους, γεγονός το οποίο για πρώτη φορά δίνει τη δυνατότητα να συμπεράνουμε τον τύπο της κάτω γνάθου που θα ταίριαζε στο 1470. Ένα παρόμοια καλό ταίριασμα μπορεί να γίνει στα άλλα δύο νέα απολιθώματα, στην κάτω γνάθο του KNM-ER 60000, που βρέθηκε από τον Cyprian Nyete το 2009, και στο τμήμα μιας άλλης κάτω γνάθου, του KNM-ER 62003, που βρέθηκε από τον Robert Moru το 2007. Το KNM-ER 60000 ξεχωρίζει ως η πιο πλήρης κάτω γνάθος από οποιοδήποτε άλλο πρώιμο μέλος του γένους Homo που έχει βρεθεί. 

Οι δύο κύριες υποθέσεις σχετικά με την καταγωγή των σύγχρονων ανθρώπων 

mt-DNA χάρτης μετανάστευσης 

Y-DNA χάρτης μετανάστευσης 

Η 'έξω από την Αφρική' υπόθεση 

Η πρόσφατη αφρικανική καταγωγή των σύγχρονων ανθρώπων, που συχνά ονομάζεται  'έξω από την Αφρική' υπόθεση, είναι το πιο ευρέως αποδεκτό μοντέλο που περιγράφει τη γεωγραφική καταγωγή και τις πρώτες μεταναστεύσεις των ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων. Η υπόθεση ότι οι άνθρωποι έχουν μια μοναδική προέλευση (μονογένεση) δημοσιεύθηκε στο  'Descent of Man' (1871) του Κάρολου Δαρβίνου. Η ιδέα ήταν εικοτολογική μέχρι τη δεκαετία του 1980, όταν επιβεβαιώθηκε από μια μελέτη του σύγχρονου μιτοχονδριακού DNA, σε συνδυασμό με στοιχεία που βασίστηκαν στη φυσική ανθρωπολογία αρχαϊκών δειγμάτων. 

Γενετικά στοιχεία και απολιθώματα δείχνουν ότι ο αρχαϊκός Homo sapiens εξελίχτηκε στους σύγχρονους ανατομικά ανθρώπους αποκλειστικά στην Αφρική, 200.000 - 150.000 χρόνια πριν, ότι ένας κλάδος του Homo sapiens άφησε την Αφρική 125,000 - 60.000 χρόνια πριν, και ότι με τον καιρό αυτοί οι άνθρωποι αντικατέστησαν προγενέστερους ανθρώπινους πληθυσμούς, όπως οι Νεάντερταλ και ο Homo erectus. Η ημερομηνία της πρώτης επιτυχημένης 'έξω από την Αφρική' μετανάστευσης (οι πρώτοι μετανάστες με επιζώντες μέχρι σήμερα απογόνους) τοποθετείται κατά προσέγγιση στα 60.000 χρόνια πριν, όπως φαίνεται από τη γενετική, αν και προηγούμενες απόπειρες μετανάστευσης εκτός της Αφρικανικής ηπείρου μπορεί να έγιναν ακόμα και 125.000 χρόνια πριν, σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα εργαλείων από την Αραβία. 

Αν και το μιτοχονδιακό και το Y- χρωμοσωματικό DNA είναι ιδιαίτερα χρήσιμα στην αποκρυπτογράφηση της ανθρώπινης ιστορίας, δεδομένα από τα γονιδιώματα δεκάδων ομάδων σύγχρονων πληθυσμών έχουν επίσης μελετηθεί. Τον Ιούνιο του 2009, ανάλυση γενετικών δεδομένων από το International HapMap Project αποκάλυψε ότι οι σύγχρονοι πληθυσμοί μπορούν να χωριστούν σε μόλις τρεις ομάδες: Αφρικανούς, Ευρασιάτες (περιλαμβάνονται οι ιθαγενείς της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και οι Νοτιοδυτικοί Ασιάτες) και Ανατολικούς Ασιάτες (περιλαμβάνονται οι ιθαγενείς της Ασίας, της Ιαπωνίας, τη Νοτιοανατολικής Ασίας, της Αμερικής και της Ωκεανίας). Η μελέτη συμπέρανε ότι οι περισσότερες διαφορές μπορούν να αποδοθούν στη γενετική παρέκκλιση, με τους σύγχρονους Αφρικανικούς πληθυσμούς να έχουν τη μεγαλύτερη γενετική ποικιλία από τις άλλες δύο ομάδες, με δεύτερη την ομάδα των Ευρασιατών. Η μελέτη πρότεινε ότι η φυσική επιλογή μπορεί να διαμορφώσει το ανθρώπινο γονιδίωμα με πολύ πιο αργό ρυθμό από ό,τι είχε εκτιμηθεί προηγουμένως, με παράγοντες όπως η μετανάστευση εντός και μεταξύ ηπείρων να βαρύνουν περισσότερο. 

Η μιτοχονδριακή Εύα

Η μιτοχονδριακή Εύα αναφέρεται στην πιο πρόσφατη κοινή πρόγονο ((MRCA) των σύγχρονων ανθρώπων. Με άλλα λόγια, ήταν η πιο πρόσφατη γυναίκα από την οποία όλοι οι σύγχρονοι άνθρωποι κατάγονται, από την πλευρά της μητέρας τους, και μέσα από τις μητέρες των μητέρων τους, και ούτω καθεξής, μέχρι το σημείο που όλες οι σειρές συγκλίνουν σε ένα άτομο. Επειδή το μιτοχονδριακό DNA (mtDNA) κληρονομείται από τη μητέρα στους απογόνους χωρίς ανασυνδυασμό, όλο το mtDNA σε κάθε ζωντανό άνθρωπο προέρχεται απευθείας από τους θηλυκούς του προγόνους εξορισμού. Η Μιτοχονδριακή Εύα υπολογίζεται πως έζησε περίπου 200.000 χρόνια πριν, πιθανότατα στην Ανατολική Αφρική, όταν ο Homo sapiens sapiens- ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι- αναπτυσσόταν ως ένας πληθυσμός διακριτός από άλλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα παρακλάδια. 

Ο μιτοχονδριακός κλάδος τον οποίο ορίζει η Μιτοχονδριακή Εύα είναι το είδος Homo sapiens sapiens, ή τουλάχιστον ο σημερινός πληθυσμός ή 'χρονοείδος' όπως υφίσταται σήμερα. Δεν αποκλείεται να υπήρξαν παλαιότερες Εύες, για παράδειγμα, να υπήρχε μία που να είναι προγονική και για τους σύγχρονους ανθρώπους και για τους Νεάντερταλ, ή, ακόμη, πιο πίσω, μια 'Εύα' προγονική για όλα τα είδη του γένους Homo και των χιμπαντζήδων του γένους Pan. Σύμφωνα με την ισχύουσα ονοματολογία, η απλοομάδα της μιτοχονδριακής Εύας βρισκόταν μέσα στα όρια της μιτοχονδριακής απλοομάδας L, γιατί αυτή η μακρο-απλοομάδα περιέχει όλες της επιζώσες μιτοχονδριακές σειρές, και θα πρέπει να προηγείται της εμφάνισης του L0. 

Ο Y-χρωμοσωματικός Αδάμ 

Ο Υ-χρωμοσωματικός Αδάμ είναι ο πιο πρόσφατος κοινός πρόγονος (MRCA) από τον οποίο κατάγονται όλοι οι σύγχρονοι άνθρωποι πατρογονικά (από πατέρα, πατέρα του πατέρα, κοκ.). Πρόσφατες μελέτες αναφέρουν ότι ο Υ- Αδάμ έζησε ίσως και 142,000 χρόνια πριν. Παλιότερες μελέτες του έδιναν μια ηλικία πρόσφατη ως και 60.000 χρόνια πριν. Όλοι οι σύγχρονοι άνθρωποι  κατάγονται τόσο από τη μιτοχονδριακή Εύα όσο κι από τον Υ- χρωμοσωματικό Αδάμ, χωρίς να απαιτείται ο Υ-χρωμοσωματικός Αδάμ και η μιτοχονδριακή Εύα να έζησαν την ίδια περίοδο. 

Προκαταρκτικές μελέτες ανέφεραν την Ανατολική και τη Νότια Αφρική ως τις πιθανές πηγές της ανθρώπινης ποικιλομορφίας του Y- χρωμοσώματος. Αυτό επειδή οι αρχέγονες σειρές, οι απλοομάδες Α και Β, επιτυγχάνουν τις υψηλότερες συχνότητες σε αυτές τις περιοχές. Αλλά σύμφωνα με τους Cruciani et al. (2011), η πιο θεμελιώδεις γενεαλογικές σειρές εντοπίζονται στη Δυτική, στη Βορειοδυτική και στην Κεντρική Αφρική. Σε ένα δείγμα 2204 Αφρικανικών Y-χρωμοσωμάτων, 8 χρωμοσώματα ανήκαν είτε στην απλοομάδα A1b ή στην A1a. Η απλοομάδα A1a εντοπίστηκε σε δύο Μαροκινούς Βερβέρους, σε έναν Φούλα (Fulbe) και σ' έναν Τουαρέγκ από τον Νίγηρα. Η απλοομάδα A1b εντοπίστηκε σε τρεις Bakola Πυγμαίους από το Νότιο Καμερούν και σ' έναν Αλγερινό Βερβέρο. Οι ίδιοι ερευνητές δείχνουν ότι το να έζησε ο Υ- χρωμοσωματικός Αδάμ κάπου στην Κεντρική- Βορειοδυτική Αφρική, ταιριάζει πολύ καλά με τα δεδομένα. Το Νοέμβριο του 2012, μια νέα μελέτη από τους Scozzari et al. ενίσχυσε την υπόθεση μιας τέτοιας καταγωγής στο Βορειοδυτικό τέταρτο της Αφρικανικής ηπείρου. Επίσης, ένας αυξανόμενος αριθμός ερευνητών υποπτεύεται ότι η για καιρό παραμελημένη Βόρεια Αφρική ήταν η αρχική κοιτίδα των σύγχρονων ανθρώπων, που βγήκαν για πρώτη φορά έξω από την ήπειρο.

Η πολυγενετική υπόθεση (multiregional hypothesis)


Αυτή η υπόθεση είναι ένα επιστημονικό μοντέλο που παρέχει μια εξήγηση για το μοτίβο της ανθρώπινης εξέλιξης. Θεωρεί ότι οι πρώτοι άνθρωποι ανέκυψαν κατά την Πλειστόκαινη δύο εκατομμύρια χρόνια πριν και ότι έκτοτε η ανθρώπινη εξέλιξη βρίσκεται μέσα στα πλαίσια ενός ενιαίου και συνεχούς ανθρώπινου είδους. Το είδος αυτό περικλείει αρχαϊκές μορφές ανθρώπων όπως ο Homo erectus και οι Νεάντερταλ, καθώς και σύγχρονες μορφές, και εξελίχθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο με τους διάφορους πληθυσμούς των σύγχρονων Homo sapiens sapiens. Η πολυγενετική θεωρία ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος εξελίχθηκε μέσα από έναν συνδυασμό προσαρμογής σε διάφορες περιοχές του κόσμου και ροής γονιδίων μεταξύ των περιοχών αυτών. Οι υποστηρικτές της πολυγενετικής καταγωγής στηρίζονται σε απολιθώματα, σε γενετικά δεδομένα καθώς και στη συνέχεια των αρχαιολογικών πολιτισμών. 

Ο όρος 'πολυγενετική υπόθεση' επινοήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, από τον Milford H. Wolpoff και τους συναδέλφους του, και έχει τις ρίζες του στη θεωρία των Schwalbe (1904), Gorjanović- Kramberger (1906) και Hrdlička (1927) ότι οι Νεάντερταλ ήταν οι άμεσοι πρόγονοι των σύγχρονων ανθρώπων. Αυτό οδήγησε τον Reginald Ruggles Gates να θεωρήσει το 1929 ότι οι Νεάντερταλ ήταν τοπικά προγονικοί για τους σύγχρονους Ευρωπαίους. Ο άνθρωπος της Ιάβας ανακαλύφθηκε το 1891, και οι Klaatsch (1908), Dubois (1922) και Oppenoorth (1932) πρότειναν ότι αυτός ήταν ο πρόγονος για του τοπικούς πληθυσμούς των σύγχρονων Αυστραλιανών αυτοχθόνων, βασιζόμενοι σε συγκριτικά χαρακτηριστικά των κρανίων. Ο Franz Weidenreich δημοσίευσε ένα άρθρο το 1939 προτείνοντας μια ακολουθία από απολιθώματα του ανθρώπου του Πεκίνου ως προγονικά για τους σύγχρονους Κινέζους. Αυτή η θεωρία βασίστηκε σε ομοιότητες ανάμεσα στον Homo soloensis, σε απολιθώματα του H. erectus και στα χαρακτηριστικά των σύγχρονων Κινέζων, όπως το επίπεδο πρόσωπο και οι πλατιοί οδοντικοί κοπτήρες. Το 1940 ο Weidenreich επέκτεινε τη θεωρία ανάμεσα στους Νεάντερταλ και στους σύγχρονους Ευρωπαίους και το 1943 ανάμεσα στον άνθρωπο της Ιάβας και στους σύγχρονους Αυστραλούς αυτόχθονες, βλέποντας τη συνέχιση της τοπικής συνέχειας αρχαϊκών μορφολογικών χαρακτηριστικών στις αντίστοιχες σύγχρονες φυλές, μαζί με μια σημαντική διαπεριφερειακή γονιδιακή ροή. Ενώ ο Weidenreich χρησιμοποίησε τον όρο 'πολυκεντρική' αντί για 'πολυγενετική' για να περιγράψει το μοντέλο του για την εξέλιξη, το έργο του άσκησε μεγάλη επιρροή στον Wolpoff. Άλλες θεωρίες, όπως εκείνη του Carleton Coon, υιοθέτησαν τροποποιημένες μορφές της θεωρίας του Weidenreich για την καταγωγή των ανθρώπινων ρατσών.

Γενετικά στοιχεία

Παρούσα γνώση για τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφορετικών ειδών του γένους Homo

Προφανώς η πολυγενετική υπόθεση έχει οριστεί σε λάθος βάση. Οι Νεάντερταλ δεν είναι οι πρόγονοι των σύγχρονων Ευρωπαίων, ούτε ο Ασιατικός H. erectus γέννησε τους σύγχρονους Κινέζους, τουλάχιστον όχι άμεσα και απευθείας. Από την άλλη πλευρά, η μονογενετική, 'έξω από την Αφρική,' υπόθεση δεν μπορεί να εξηγήσει τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφόρων πληθυσμών που εμφανίζονται μέσω διασταυρώσεων ή μέσω γενετικής απομόνωσης. Ως συνήθως, η απάντηση θα πρέπει να βρίσκεται κάπου στη μέση, ενώ η τρέχουσα μεθοδολογία και τεχνολογία της γενετικής θα πρέπει να βελτιωθεί δραματικά στο μέλλον, προκειμένου να καταλήξουμε σε πάγια και αδιαφιλονίκητα συμπεράσματα. 

Το 2005, μια ανάλυση και αναθεώρηση των γενετικών σειρών 25 χρωμοσωματικών περιοχών, η οποία έγινε από τον Alan Templeton, έδειξε στοιχεία για περισσότερες από 34 εμφανίσεις ροής γονιδίων μεταξύ Αφρικής και Ευρασίας. Από αυτά τα περιστατικά, 19 σχετίζονται με συνεχή γονιδιακή ανταλλαγή τουλάχιστον τα 1,46 εκατομμύρια χρόνια. Μόνο 5 εμφανίσεις συνδέονται με μια πρόσφατη επέκταση από την Αφρική προς την Ευρασία. 3 εμφανίσεις μάλιστα συνδέονται με μια αρχική επέκταση του Homo erectus έξω από την Αφρική περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια πριν, 7 εμφανίσεις συνδέονται με μια ενδιάμεση επέκταση έξω από την Αφρική σε μια ημερομηνία που είναι συνεπής με την επέκταση της λίθινης Acheulean (πριν από περίπου 600.000 - 700.000 χρόνια), ενώ μερικές άλλες εμφανίσεις συνδέονται με μια πιο πρόσφατη επέκταση από την Ευρασία πίσω προς στην Αφρική. (1 ακόμα εμφάνιση φαίνεται να ανάγεται σε μια πρώιμη μετανάστευση του Homo habilis έξω από την Αφρική). Κατόπιν τούτων, ο Templeton απέρριψε την υπόθεση μιας πρόσφατης Αφρικανικής αντικατάστασης με μεγαλύτερη από 99% βεβαιότητα: 

"Μια ανάλυση 25 περιοχών του DNA αποκαλύπτει μια έξω από την Αφρική επέκταση πριν από 1.9 εκατομμύρια χρόνια. Γονιδιακή ροή καθιερώθηκε μεταξύ Αφρικανικών και Ευρασιατικών πληθυσμών περίπου πριν 1.5 εκατομμύρια χρόνια, χωρίς κάποια ανιχνεύσιμη διακοπή έκτοτε. Μια δεύτερη επέκταση έξω από την Αφρική εμφανίζεται πριν από περίπου 700.000 χρόνια, και περιλαμβάνει διασταύρωση τουλάχιστον με κάποιους Ευρασιατικούς πληθυσμούς. Μια τρίτη έξω από την Αφρική επέκταση εμφανίζεται πριν από περίπου 100.000 χρόνια, και επίσης χαρακτηρίζεται  από ζευγάρωμα, ενώ η υπόθεση μιας ολοκληρωτικής αντικατάστασης ουσιαστικά απορρίπτεται απερίφραστα. (p10>

Από το 2006, η εξαγωγή DNA κατευθείαν από κάποια αρχαϊκά δείγματα ανθρώπων έγινε εφικτή. Οι πρώτες αναλύσεις ήταν πάνω στους Νεάντερταλ, και ανέφεραν ότι η συνεισφορά των Νεάντερταλ στη σύγχρονη ανθρώπινη γενετική ποικιλομορφία δεν ήταν περισσότερο από 20%, με πιο πιθανή τιμή 0%. Μέχρι το 2010, ωστόσο, λεπτομερής ανάλυση του DNA δειγμάτων Νεάντερταλ ανθρώπων από την Ευρώπη ανέφερε ότι η συμβολή ήταν μη μηδενική, με τους Νεάντερταλ να έχουν συνεισφέρει περίπου 1-4% στο DNA των σύγχρονων ανθρώπων εκτός των Νοτιοαφρικανών.

Στα τέλη του 2010 δε, βρέθηκε ένας ακόμα, μη Νεάντερταλ, αρχαϊκός άνθρωπος, οι λεγόμενοι Denisova από τη Νότια Σιβηρία, οι οποίοι βρέθηκαν να μοιράζονται 4-6% περισσότερο DNA με τους σύγχρονους κατοίκους της Μελανησίας, απ' ό,τι με οποιονδήποτε άλλο πληθυσμό. Τον Αύγουστο του 2011, τα αλληλόμορφα HLA των Denisovan και Νεάντερταλ έδειξαν γενετικά μοτίβα που υποδεικνύουν καταγωγή από αυτούς τους αρχαϊκούς πληθυσμούς, με εξαίρεση πάλι τους Αφρικανούς. Η καταγωγή από αυτά τα αρχαϊκά αλληλόμορφα στη θέση HLA-A ήταν περισσότερο από 50% για τους σύγχρονους Ευρωπαίους, 70% για τους Ασιάτες και 95% για τους Παπούα της Νέας Γουινέας. 

Σύμφωνα με τα αυτά τα δεδομένα, φαίνεται πιθανότερο ότι οι πρώτοι H. erectus εξελίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό παράλληλα στην Αφρική και στην Ευρασία. Ο H. georgicus, από τη Γεωργία, ο άνθρωπος της Ιάβας, στην Ινδονησία, και ο H. erectus ergaster, από την Αφρική, χρονολογούνται περίπου την ίδια εποχή (1.8Mya). Ακόμη κι αν η Αφρική έχει χρονικό προβάδισμα, αυτό είναι τόσο μικρό ώστε δεν μπορεί να εξηγήσει τις ανατομικές διαφορές που διαπιστώνονται στα προαναφερθέντα είδη. Κατά πάσα πιθανότητα ορισμένα από τα είδη αυτά (ή όλα) προήλθαν από τον παλαιότερο H. habilis, παρόλο που ο ίδιος φαίνεται να αποτελεί μια γενική περιγραφή διαφορετικών ειδών 'Αυστραλοπιθήκων,' που πιθανότατα είχαν ήδη εξαπλωθεί σε όλο τον Παλιό Κόσμο. Τόσο ο  H. habilis όσο και ο H. ergaster εξαφανίζονται από το Αφρικανικό αρχείο απολιθωμάτων πριν από 1.4Mya, μαζί με τα είδη του γένους του Παράνθρωπου (Paranthropus). Κάποια στιγμή αργότερα, γύρω στο 1Mya, ο H. erectus βρίσκεται εξαπλωμένος σε όλο τον Παλιό Κόσμο (ο 1.2My παλιός H. antecessor, από την Ισπανία, συμπληρώνει κατά κάποιον τρόπο αυτό το κενό). Ίσως τότε, πριν 1.4 εκατομμύρια χρόνια, ο άνθρωπος βγήκε από την Αφρική για να εξαπλωθεί στην Ευρασία ως Homo Erectus. Οπότε από αυτό το στάδιο και μετά τα θεμελιώδη ανατομικά και μορφολογικά γνωρίσματα των διαφόρων φυλών ανθρώπων θα πρέπει να έχουν ήδη σχηματιστεί. To αν ο σύγχρονος άνθρωπος κατάγεται κατευθείαν από αυτόν τον αρχαϊκό H. Erectus ή από τον ενδιάμεσο H. heidelbergensis και σε ποιον βαθμό, δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί. Αλλά αυτό το συνεχόμενο πήγαινε- έλα μεταξύ Αφρικής και Ευρασίας συμπληρώνει σταθερά τα κενά της ανθρώπινης εξέλιξης. Όσο περισσότερο η τεχνολογία εξελίσσεται, τόσο περισσότερες γενετικές συγγένειες ανάμεσα στα πρώιμα ανθρώπινα είδη θα αποκαλύπτονται. Η γενετική απομόνωση και η αντικατάσταση, ακόμα και αν ισχύουν σε κάποιο βαθμό, δεν μπορούν να εξηγήσουν γεγονότα εξελικτικής επιτάχυνσης, που οδήγησαν σ' ένα πρώιμο στάδιο την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Η διασταύρωση μεταξύ των ειδών του ανθρώπου αν και δεν αποτελεί αναγκαία είναι εντούτοις ικανή συνθήκη, η οποία θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο νέες ενδιαφέρουσες γενετικές και εξελικτικές προοπτικές. 

Εξέλιξη και δημιουργισμός 

Στην 'Καταγωγή του ανθρώπου' (Descent of Man), ο Δαρβίνος υπέθεσε ότι οι άνθρωποι κατάγονται από τους πιθήκους, οι οποίοι είχαν ακόμα μικρούς εγκεφάλους αλλά περπατούσαν όρθιοι, ελευθερώνοντας έτσι τα χέρια τους για χρήσεις που ευνοούσαν τη νοημοσύνη. Επιπλέον, πίστευε ότι αυτοί οι πίθηκοι ήταν στην Αφρική:

"Σε κάθε ευρεία περιοχή του κόσμου τα ζωντανά θηλαστικά συνδέονται στενά με τα εξαφανισμένα είδη της ίδιας περιοχής. Είναι επομένως πιθανό ότι η Αφρική αρχικά κατοικούταν από πιθήκους που θα έμοιαζαν με το γορίλα και με το χιμπατζή. Και καθώς αυτά τα δύο είδη είναι τώρα οι κοντινότεροι συγγενείς του ανθρώπου, είναι κάπως πιο πιθανό ότι οι πρώτοι πρόγονοί μας ζούσαν στην Αφρικανική ήπειρο παρά κάπου αλλού. Αλλά είναι ανώφελο να κάνουμε υποθέσεις πάνω σε αυτό το θέμα, γιατί ένας πίθηκος σχεδόν του ίδιου μεγέθους με τον άνθρωπο, ο Δρυοπίθηκος του Lartet, που έμοιαζε πολύ με τον ανθρωπόμορφο Hylobates, υπήρξε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Ανώτερης Μειόκαινης περιόδου. Και όντως σε μια τόσο μακρινή περίοδο η γη σίγουρα γνώρισε τόσο μεγάλες επαναστάσεις, και θα υπήρχε αρκετός χρόνος για μετανάστευση σε μεγάλη κλίμακα."

Η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου έγκειται στην ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι όλη η ζωή είναι συνδεδεμένη και κατάγεται από έναν κοινό πρόγονο: τα πτηνά και οι μπανάνες, τα ψάρια και τα λουλούδια- όλα συνδέονται. Η γενική θεωρία του Δαρβίνου υποθέτει την ανάπτυξη της ζωής από την ανόργανη κατάσταση, και υπογραμμίζει μια καθαρά νατουραλιστική (μη κατευθυνόμενη) "καταγωγή με τροποποίηση." Δηλαδή, ότι τα πολύπλοκα πλάσματα εξελίσσονται από πιο απλούς προγόνους με τρόπο φυσικό και σε βάθος χρόνου. Εν ολίγοις, καθώς τυχαίες γενετικές μεταλλάξεις πραγματοποιούνται στο γενετικό κώδικα ενός οργανισμού, οι ευεργετικές μεταλλάξεις διατηρούνται, επειδή βοηθούν την επιβίωση- μια διαδικασία γνωστή ως "φυσική επιλογή." Αυτές οι ευεργετικές μεταλλάξεις περνούν στην επόμενη γενιά. Με την πάροδο του χρόνου, οι ευεργετικές μεταλλάξεις συσσωρεύονται και το αποτέλεσμα είναι ένα εντελώς διαφορετικός οργανισμός. 

Μεταλλάξεις 

Το ότι τυχαίες μεταλλάξεις εγκαθιδρύονται στο γονιδίωμα ενός οργανισμού με κριτήριο τη φυσική επιλογή, είναι μια υπόθεση η οποία έχει πειραματικά επιβεβαιωθεί. Ένα απλό παράδειγμα είναι βακτήρια τα οποία καταφέρνουν να επιβιώσουν μέσα από μια ομάδα ομοίων τους απέναντι σε κάποιο αντιβιοτικό επειδή αυτά τα βακτήρια έτυχε να φέρουν μια μετάλλαξη που εξουδετερώνει το φάρμακο. Ωστόσο, ενώ αυτή η διαδικασία εξασφαλίζει την επιβίωση δεν οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου είδους. Το ουσιαστικό πάντως πρόβλημα με τις μεταλλάξεις ως μηχανισμός για τη δημιουργία νέων ειδών είναι η θεώρηση ότι αυτές μπορούν να παράγουν κατά κάποιο τρόπο νέα πληροφορία. Στην πραγματικότητα οι φυσικές διαδικασίες δεν είναι αναστρέψιμες, σύμφωνα με το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. Εντροπία σημαίνει απώλεια πληροφορίας. Προσπαθούμε πάντα να επανακτήσουμε αυτές τις πληροφορίες, υποθέτοντας μικρά, 'απειροστά' αναστρέψιμα βήματα προς τα πίσω σε κάποια αρχική ή θεμελιώδη κατάσταση του συστήματος, αλλά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ πραγματικά. Αυτό που κάνουμε είναι να θεωρήσουμε μια γενική κατάσταση σύμφωνα με την οποία θα εξελιχθεί το σύστημα. Στη συνέχεια παρακολουθούμε βήμα- βήμα τη διαδικασία. Αλλά τα απειροελάχιστα βήματα δεν μπορούν ποτέ να μας οδηγήσουν σε κάτι περισσότερο από διακυμάνσεις μέσα στα πλαίσια του ίδιου είδους. Επιπλέον, η δημιουργία νέας πληροφορίας θα οδηγούσε σε παραβίαση της αρχής διατήρησης της ενέργειας. Προκειμένου να έχουμε ένα νέο είδος χρειαζόμαστε ουσιαστικά μια ολιστική εξέταση της διαδικασίας. Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε μια σημαντική αλλαγή όχι σε κάποιο μεμονωμένο μέρος του οργανισμού, αλλά στο σύνολό του. Διαφορετικά θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της δημιουργίας 'νέας πληροφορίας.' 

Τελικά, οι μεταλλάξεις αντιπροσωπεύουν έναν τυχαίο ανασυνδυασμό του γονιδιώματος αντί για στοχευμένα εξελικτικά γνωρίσματα. Αυτά τα γνωρίσματα φαίνεται ότι επέρχονται από τις φυσικές ιδιότητες της ύλης. Επιπλέον, το υψηλό ποσοστό μετάλλαξης που πράγματι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ζωής ενός οργανισμού δείχνει ότι δεν μπορεί να είναι υπεύθυνο για οποιονδήποτε βιολογικό μετασχηματισμό των ειδών. Αν ήταν αυτές οι μεταλλάξεις σημαντικές, θα αρκούσαν μία-δύο για να παράξουν ένα νέο είδος. Φαίνεται λοιπόν ότι οι μεταλλάξεις απλώς ακολουθούν πρότυπα ανασυνδυασμού πληροφορίας (χωρίς κάποιο ενεργειακό κέρδος ή απώλεια), τα οποία δεν οδηγούν σε νέα είδη αλλά σε παραλλαγές μέσα στα πλαίσια του ίδιου πάντα είδους. Γιατί αυτό άραγε; Η απάντηση είναι επειδή έχουμε ήδη φτάσει σ' ένα στάδιο εξέλιξης μακριά από την οντογένεση. Δεν έχουμε νέα είδη που δημιουργούνται, αλλά υπάρχοντα είδη που διατηρούνται. Και αυτή η κατάσταση επιβίωσης επιτυγχάνεται με τη διατήρηση της πληροφορίας. Προκειμένου να έχουμε 'νέα πληροφορία,' που θα αποτελούσε ένα 'νέο είδος,' θα χρειαζόμασταν πρώτα ένα συμβάν εξαφάνισης, με άλλα λόγια μια 'νέα δημιουργία.' 

Κατά συνέπεια, αυτό που πραγματικά προέχει είναι οι διεργασίες του γονιδιακού ανασυνδυασμού, που εκφράζονται από μεταλλάξεις αλλά δεν καθοδηγούνται από αυτόν. Το σχέδιο σύμφωνα με το οποίο ξεδιπλώνεται η εξέλιξη του γονιδιώματος θα μπορούσε να θεωρηθεί είτε ως ντετερμινιστικό ή ως πιθανοκρατικό. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα άλυτο δίλημμα. Από τη μία πλευρά, μια εντελώς τυχαία διαδικασία μεταλλάξεων ή αλληλεπιδράσεων μεταξύ βιολογικών μορίων είναι άκρως αμφίβολο ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκεκριμένες, οργανωμένες μορφές ζωής. Από την άλλη πλευρά, το να υποθέσουμε ότι η ζωή όπως την ξέρουμε ήδη υπήρχε σαν μια τέλεια μορφή από αρχή του σύμπαντος είναι μια υπόθεση που μας αφήνει λίγο χώρο να αναπνεύσουμε. Γι' αυτό και πρέπει να παραδεχτούμε ότι όποια κι αν είναι η αιτία, η εξέλιξη είναι η διαδικασία η οποία μπορεί να μας πει το μάθημα της φυσικής ιστορίας μας. 

Φυσική επιλογή 

Η έννοια της φυσικής επιλογής προηγείται της γενετικής, της γνώσης δηλαδή του μηχανισμού της κληρονομικότητας για όλες τις μορφές ζωής. Με σύγχρονους όρους, η επιλογή δρα στο φαινότυπο ενός οργανισμού, στα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά, αλλά είναι η γενετική σύσταση, ή γενότυπος, του οργανισμού που κληρονομείται. Ο φαινότυπος είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού του γενότυπου και του περιβάλλοντος στο οποίο ζει ο οργανισμός. Αυτή είναι η σύνδεση μεταξύ της φυσικής επιλογής και της γενετικής, όπως περιγράφεται από τη σύγχρονη εξελικτική θεωρία. Παρά το γεγονός ότι μια πλήρης θεωρία της εξέλιξης απαιτεί επίσης μια εξήγηση του πώς η γενετική παραλλαγή προκύπτει αρχικά (π.χ. μέσω των μεταλλάξεων και της σεξουαλικής αναπαραγωγής) και περιλαμβάνει άλλους εξελικτικούς μηχανισμούς (όπως η γενετική παρέκκλιση και η ροή γονιδίων), η φυσική επιλογή φαίνεται να είναι ο πιο σημαντικός μηχανισμός για τη δημιουργία σύνθετων προσαρμογών στη φύση. 

Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε εδώ είναι ότι η φυσική επιλογή είναι μια ντετερμινιστική προσέγγιση στην διαδικασία της εξέλιξης. Είτε κάποιος έχει το απαραίτητο χαρακτηριστικό και θα επιβιώσει ή δεν το έχει και θα πεθάνει. Ακόμα και αν αυτός επιζήσει, οι απόγονοί του δεν θα επικρατήσουν, έτσι η γενεαλογία του θα χαθεί. Η φυσική επιλογή δεν μας λέει πώς κάποιος μπορεί να επιβιώσει και να εξασφαλίσει την επιβίωση των απογόνων του. Προτείνει μόνο ποιος μπορεί να είναι ο μηχανισμός της γενετική επικράτησης. Αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι στην πραγματικότητα δεν επιβιώνει μόνο ο 'καταλληλότερος.' Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε 'αδύναμοι,' σε σχέση με κάποιο κοινώς αποδεκτό πρότυπο 'ισχύος,' αλλά, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο, όλοι έχουμε 'ίσες πιθανότητες' επιβίωσης. Για παράδειγμα, ένας καλλιτέχνης, που θεωρείται γενικά ένα 'ευαίσθητο' πρόσωπο, μπορεί να απολαμβάνει την ίδια προτίμηση και αποδοχή με την 'ισχυρή' προσωπικότητα ενός πολιτικού ή στρατιωτικού. Το ζητούμενο εδώ δεν είναι να θεωρήσουμε τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν την εξέλιξη σε πολύ διαφορετικά μονοπάτια από εκείνα που θα πρότειναν βιολογικά παράγοντες, αλλά να αναγνωρίσουμε διεργασίες στα γονίδια μας, και στο πλαίσιο της φυσικής επιλογής, που να είναι τυχαίες αρκετά ώστε να μπορούν να οδηγήσουν την εξέλιξη προς έναν υψηλό βαθμό διαφοροποίησης με αυστηρά βιολογικά κριτήρια. 

Στο άλλο άκρο της εξέλιξης, βρίσκεται ο δημιουργισμός. Πρόκειται για τη θρησκευτική πίστη ότι η ανθρωπότητα, η ζωή, η γη και το σύμπαν είναι η δημιουργία μια υπερφυσικής οντότητας. Καθώς η επιστήμη αναπτυσσόταν από το 18ο αιώνα και μετά, διάφορες απόψεις υπήρξαν που είχαν ως στόχο να συμβιβάσουν την επιστήμη με την αφήγηση της Δημιουργίας. Έτσι εκείνοι που πίστευαν ότι τα διάφορα είδη δημιουργήθηκαν ξεχωριστά (όπως ο Philip Gosse το 1847) ονομάζονταν 'δημιουργιστές' στην αλληλογραφία που είχε ο Δαρβίνος με τους ομολόγους του. Στη Δύση, και ειδικά στις ΗΠΑ από  το 1929, ο 'δημιουργισμός' συνδέθηκε με το χριστιανικό φονταμενταλισμό. Σήμερα, η αμερικανική επιστημονική κοινότητα αναγνωρίζει ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις μεταξύ των δημιουργιστών σχετικά με τον τρόπο της Δημιουργίας. Οι πιο κοινές διαφορές αφορούν την εξέλιξη των ζωντανών οργανισμών, την ιδέα της κοινής καταγωγής, τη γεωλογική ιστορία της γης, το σχηματισμό του ηλιακού συστήματος και την καταγωγή του σύμπαντος. Ωστόσο, οι πεποιθήσεις του εξελικτικού δημιουργισμού (θεϊστική εξέλιξη), μια σύγχρονη μορφή του παλιού δημιουργισμού, δέχεται τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης ενώ παράλληλα διατηρεί κλασικά θρησκευτικά διδάγματα σχετικά με το Θεό και τη δημιουργία.


Αμείωτη πολυπλοκότητα 

Ο Michael Behe, που εισήγαγε τον όρο, ορίζει την αμείωτη πολυπλοκότητα ως εξής: 

"Ως αμείωτη πολυπλοκότητα εννοώ ένα σύστημα που αποτελείται από πολλά καλοσυντονισμένα, αλληλεπιδρώντα μέρη που συνεισφέρουν στη βασική λειτουργία του συστήματος, ενώ η απομάκρυνση ενός από αυτά τα μέρη κάνει το σύστημα ουσιαστικά να παύσει να λειτουργεί. Ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί άμεσα να παραχθεί (δηλαδή βελτιώνοντας διαρκώς την αρχική του λειτουργία, η οποία εξακολουθεί να βασίζεται στον ίδιο μηχανισμό) με μικρές, διαδοχικές μετατροπές στο αρχικό σύστημα, επειδή κάθε τέτοιο πρωταρχικό σύστημα που θα του λείπει κάποιο μέρος του θα είναι εξορισμού μη λειτουργικό. Ένα αμείωτα πολύπλοκο βιολογικό σύστημα, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, θα είναι μια ισχυρή πρόκληση στην Εξέλιξη του Δαρβίνου." 

Νοήμον σχέδιο 

Η έννοια του νοήμονος σχεδίου αναφέρεται σε μια διεπιστημονική προσπάθεια απόδοσης σχεδίου στη φύση. Αυτή η θεωρία προτείνει ότι συγκεκριμένες ιδιότητες του σύμπαντος και της ζωής εξηγούνται καλύτερα με μια νοήμονη αιτία, απ' ό,τι με μια μη κατευθυνόμενη διαδικασία όπως η φυσική επιλογή. Μέσα από τη μελέτη και ανάλυση των στοιχείων ενός συστήματος, ένας θεωρητικός του νοήμονος σχεδίου είναι σε θέση να καθορίσει κατά πόσο οι διάφορες φυσικές δομές είναι το προϊόν τύχης, φυσικών νόμων, νοήμονος σχεδίου, ή κάποιου συνδυασμού αυτών. Η έρευνα αυτή διεξάγεται με την παρατήρηση των ειδών πληροφορίας που παράγονται όταν επενεργούν νοήμονες πράκτορες. Οι επιστήμονες στη συνέχεια επιδιώκουν να βρουν αντικείμενα που να διαθέτουν τα ίδια είδη πληροφορικών ιδιοτήτων που να έχουν νοήμονη προέλευση. Το νοήμον σχέδιο έχει εφαρμοστεί σε αυτές τις επιστημονικές μεθόδους για την ανίχνευση σχεδίου σε αμείωτης πολυπλοκότητας βιολογικές δομές, στο σύνθετο και καθορισμένης πληροφορίας περιεχόμενο του DNA, στην έμβια φυσική αρχιτεκτονική του σύμπαντος, και στη γεωλογικά ταχεία καταγωγή της βιοποικιλότητας στο αρχείο απολιθωμάτων κατά την Κάμβρια έκρηξη περίπου 530 εκατομμύρια χρόνια πριν. 

Οι δημιουργιστές συχνά ισχυρίζονται ότι αποδέχονται τη μικροεξέλιξη αλλά όχι τη μακροεξέλιξη- με άλλα λόγια ότι τα σκυλιά, λόγου χάρη, μπορούν να εξελιχθούν σε άλλα είδη σκυλιών αλλά δεν γίνονται ποτέ γάτες. Επομένως, η μικροεξέλιξη μπορεί να εμφανιστεί μέσα στα πλαίσια των διάφορων ειδών σκύλου, αλλά όχι  η μακροεξέλιξη. Οι όροι αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1927 από το Ρώσο εντομολόγο Yuri Filipchenko στο βιβλίο του 'Variabilität und Variation.' Ωστόσο, παραμένουν σε σχετικά περιορισμένη χρήση σήμερα. Όταν οι επιστήμονες χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους, τους χρησιμοποιούν διαφορετικά από ό,τι οι δημιουργιστές. Όταν οι βιολόγοι διαχωρίσουν τους δύο αυτούς όρους, είναι απλά για λόγους περιγραφικούς. Αντίθετα, για τους δημιουργιστές οι λόγοι είναι οντολογικοί- δηλαδή προσπαθούν να περιγράψουν δύο θεμελιωδώς διαφορετικές διαδικασίες. Η ουσία της μικροεξέλιξης, για τους δημιουργιστές, είναι διαφορετική από εκείνη της μακροεξέλιξης. Για την επιστήμη ωστόσο, η μακροεξέλιξη είναι απλά το συσσωρευτικό αποτέλεσμα της μικροεξέλιξης, σε κάποιο βάθος χρόνου.

Το όλο πρόβλημα σχετικά με την αμείωτη πολυπλοκότητα και τον ευφυή σχεδιασμό (νοήμον σχέδιο) χαρακτηρίζεται από την ισχυρή αιτιότητα και υπόκειται σε μια μηχανιστική προσέγγιση της φύσης. Η καλύτερη αναλογία για να το καταδείξουμε αυτό, είναι ένα ρολόι. Αν αφαιρέσουμε ένα από τα μέρη του, το πολύπλοκο αυτό αντικείμενο θα σταματήσει να λειτουργεί. Αλλά τα βιολογικά όντα δεν λειτουργούν όπως τα ρολόγια. Αντίθετα, κάθε κύτταρο σε έναν οργανισμό είναι ένα μικροσκοπικό ρολόι που λειτουργεί από κοινού με όλα τα άλλα κύτταρα. Αλλά κάθε κύτταρο περιέχει την πληροφορία σχετικά με ολόκληρο το σώμα του οργανισμού, έτσι ώστε ακόμη και αν αφαιρέσουμε ένα ή περισσότερα κύτταρα ο οργανισμός εξακολουθεί να λειτουργεί ως σύνολο. Αυτή η ολιστική πτυχή των ζωντανών οργανισμών και της φύσης είναι το σημείο κλειδί. Αν η αμείωτη πολυπλοκότητα ίσχυε, τότε αν κάποιος έχανε ένα πόδι, οι απόγονοί του θα έπρεπε να γεννηθούν κι εκείνοι με ένα πόδι. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, επειδή η πληροφορία σχετικά και με τα δύο πόδια δεν χάνεται ανεξάρτητα από το αν κάποιος χάσει ένα πόδι ή όχι. 

Επιπλέον, πέρα από τον κόσμο των γονιδίων και των βιοχημικών διεργασιών υπάρχει ο κόσμος των ατόμων. Αν η αμείωτη πολυπλοκότητα ήταν σωστή, τα διάφορα αντικείμενα δεν θα μπορούσαν να αναλυθούν στα θεμελιώδη σωματίδια, από τα οποία η ύλη αποτελείται. Αντί για άτομα θα υπήρχαν κάποιες αδιαίρετα θεμελιώδεις 'μορφές,' όπως είχε προταθεί από κάποιους αρχαίους φιλοσόφους. Έτσι, το πραγματικό πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στην πολυπλοκότητα, αλλά στην αναγωγιμότητα. Και όλοι γνωρίζουμε ότι η σύγχρονη επιστήμη έχει φτάσει στο σημείο όπου έχουν ανακαλυφθεί τα βασικά συστατικά της ύλης. Στο σημείο αυτό, ακόμη και αν κάποια μέρα αποδειχθεί ότι η ύλη δεν μπορεί να διαιρεθεί από ένα σημείο κι έπειτα (κάτι που είναι άκρως αμφίβολο), στο επίπεδο των κουάρκ και ούτω καθεξής, δεν θα έμενε τίποτα 'πολύπλοκο' για να μιλάμε. 

Σε ό,τι αφορά το νοήμον σχέδιο, το ερώτημα είναι αν οι ιδιότητες και οι νόμοι της φύσης είναι επαρκείς για να εξηγήσουν την κατανομή και την οργάνωση της πληροφορίας με τη μορφή της νοήμονης ζωής. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν βασιστούμε σε ένα γεγονός Δημιουργίας προκειμένου να εξηγήσουμε την καταγωγή τη δική μας και του σύμπαντος, αυτό το γεγονός δεν εξαρτάται αναγκαία από κάποια 'θεία πρόνοια,' επειδή θα μπορούσε εξίσου να εξηγηθεί από τον αυθόρμητο χαρακτήρα των φυσικών διεργασιών. Πληροφορία οποιασδήποτε μορφής θα μπορούσε να παραχθεί από αυτόν τον αυθορμητισμό της φύσης, έτσι ώστε μια 'θεϊκή οντότητα,' μπορεί να αναγνωριστεί με το ίδιο το σύμπαν. Σχετικά δε με την εξέλιξη, πρόκειται ακριβώς για το ξεδίπλωμα αυθόρμητων, τυχαιοκρατικών φυσικών διεργασιών σε βιολογική κλίμακα, που λαμβάνει χώρα σύμφωνα με μια χούφτα ιδιοτήτων της ύλης. Το να αποδώσουμε την ύπαρξη αυτών των ιδιοτήτων σ' έναν 'κοσμικό σχεδιαστή' μας αφήνει με ένα παράδοξο- ότι θα πρέπει στη συνέχεια να εξηγήσουμε πώς ο σχεδιαστής σχεδιάστηκε χωρίς τις ιδιότητες που υποτίθεται ότι είχε πρώτα σχεδιάσει.

Γενεαλογίες 


Ο Δρυοπίθηκος αποτελεί ένα εξαφανισμένο γένος πιθήκων. Απολιθώματα περίπου 20 εκατομμυρίων ετών έχουν βρεθεί στην Αφρική, στην Ασία και στην Ευρώπη. Ο Δρυοπίθηκος είχε μια ημι- όρθια στάση και πιστεύεται γενικά ότι διαφορετικά είδη του θα μπορούσαν να είναι προγονικά των σύγχρονων πιθήκων και των ανθρώπων. Ο 'Ανθύπατος,' (Proconsul), που εκπροσωπείται από μια ομάδα απολιθωμάτων πιθήκων, και που μπορεί να αποτελεί τον πρόγονο του χιμπαντζή, θεωρείται από κάποιους μια υποομάδα του Δρυοπίθηκου. Ο Σιβαπίθηκος (Sivapithecus), απολιθώματα του οποίου βρέθηκαν στην Ινδία, μπορεί να είναι ο πρόγονος του ουρακοτάγκου, ενώ  ο Κενυαπίθηκος (Kenyapithecus), που βρέθηκε στην Κένυα, πιστεύεται ότι μπορεί να είναι ο πρόδρομος των νεότερων Ευρασιατικών Δρυοπιθήκων.  Τα τελευταία είδη του γένους, που βρέθηκαν στην Ευρώπη, μπορεί να συμπληρώνουν το εξελικτικό κενό μέχρι την επόμενη γενιά ανθρωποειδών, που βρίσκονται  αργότερα στην Αφρική, συμπεριλαμβανομένων των Αυστραλοπιθήκων.


10-7 εκατομμύρια χρόνια πριν, ένας μεγάλος αριθμός πιθήκων ευημερούσε σε μια μεγάλης έκτασης διασπορά ειδών που κάλυπτε όλη την Ευρώπη και ένα μεγάλο μέρος της Ασίας. Μετέπειτα η πλειοψηφία τους εξαφανίστηκε, κυρίως λόγω κλιματικών αλλαγών και εκτεταμένης παγοκάλυψης. Επιπλέον γεωλογικές ανακατατάξεις εμφανίστηκαν τότε, καθώς η Ινδία μετακινήθηκε βορειότερα για να συγκρουστεί με την Ασία. Έτσι δημιουργήθηκαν τα Ιμαλάια, προκαλώντας τη μεταβολή των καιρικών συνθηκών. Αυξημένες περιοδικές βροχοπτώσεις στην Ινδία (οι Μουσώνες) απογύμνωσαν από την υγρασία τον αέρα, έτσι ώστε τα αέρια ρεύματα που έφταναν στην Αφρική δεν ήταν πλέον υγρά, αλλά ξηρά. Οι συνθήκες στην Αφρική περίπου 11 με 5 εκατομμύρια χρόνια πριν ήταν πολύ αρνητικές για τη διατήρηση απολιθωμάτων. Υπάρχουν πολύ λίγα ευρήματα από αυτή την περίοδο, και πολύ λίγα στοιχεία από τα οποία κάποιος θα μπορούσε να οικοδομήσει μια ακριβή εικόνα των εξελικτικών γεγονότων. Ωστόσο, ορισμένα ευρήματα υπήρξαν σχετικά πρόσφατα, όπως αυτά του Σαχελάνθρωπου (Sahelanthropus), του Ορρόριν (Orrorin) και του Αρδιπίθηκου (Ardipithecus).


Περίπου 4,4 εκατομμύρια χρόνια πριν, ένα διαφορετικό είδος πρωτεύοντος προέκυψε. Τα πρώτα δίποδα πρωτεύοντα θηλαστικά έχουν ταξινομηθεί από τους παλαιοντολόγους ως ανθρωπίδες, και αυτοί οι πρώτοι ανθρωπίδες δεν είχαν ακόμη αναπτύξει το μεγάλο εγκέφαλο, την δομή των δοντιών και τα σκελετικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν το γένος Homo. Ανταυτού, προηγούνται και μερικές φορές επικαλύπτουν τα πρώτα είδη του γένους μας Homo, και είναι γνωστά ως Αυστραλοπίθηκοι. 


Οι μείζονες Αυστραλοπίθηκοι, μέλη του εξαφανισμένου γένους Παράνθρωπος (Paranthropus), ήταν δίποδοι ανθρωπίδες που πιθανότατα κατάγονται από τους ελάσσονες Αυστραλοπίθηκους. Αυτοί χαρακτηρίζονται από ισχυρή κρανιακή και οδοντική ανατομία, ισχυρές γνάθους, που έμοιαζαν σαν αυτές των σύγχρονων γορίλων, και οι οποίες έδιναν πλεονέκτημα κατά τη μάσηση σκληρών τροφών, χωρίς ωστόσο κάποια άλλα χαρακτηριστικά που υπάρχουν στους σημερινούς γορίλες.


Τα πρώιμα απολιθώματα του Homo erectus από την Αφρική (που μερικές φορές ονομάζεται Homo ergaster) είναι και τα παλαιότερα γνωστά που να δείχνουν τις αναλογίες του σύγχρονου ανθρώπου- όπως μια ανατομία του σώματος με σχετικά μακρύτερα πόδια και κοντύτερα χέρια. Οι ιδιότητες αυτές θεωρούνται προσαρμογές για μια ζωή στο έδαφος, δείχνοντας την ικανότητα του βαδίσματος σε ενδεχομένως μεγάλες αποστάσεις, με την ταυτόχρονη απώλεια των προηγούμενων προσαρμογών για την αναρρίχηση στα δέντρα.  Σε σύγκριση με προηγούμενα απολιθώματα ανθρώπου (Homo habilis), χαρακτηριστική είναι η διευρυμένη εγκεφαλική κοιλότητα, σε σχέση με το μέγεθος του προσώπου. Τα πρώτα λίθινα εργαλεία συνδέονται με τον προγενέστερο Homo habilis. Η εμφάνιση του Homo erectus στο αρχείο απολιθωμάτων συνδέεται με τα πρώτα λίθινα 'τσεκούρια' (handaxes). Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι πρόκειται για το πρώτο ανθρώπινο είδος που φρόντιζε τα γέρικα και αδύναμα μέλη του, καθώς και ότι σε κάποιο μελλοντικό στάδιο ανακάλυψε τη φωτιά.

Σημείωση: Στο παρακάτω διάγραμμα ο H. sapiens συμπεριλαμβάνεται, ως απόγονος είτε του Ευρασιατικού H. erectus ή του Αφρικανικού H. ergaster (ή ίσως ως υβρίδιο των δύο). Στην πραγματικότητα, 2-1,8 εκατομμύρια χρόνια πριν μπορεί να υπήρξαν μέχρι και τρία είδη πρώιμου ανθρώπου στην Ανατολική Αφρική (H. habilis, H. Ergaster και H. Rudolfensis), ή ακόμη περισσότερα αν συμπεριλάβουμε τον Δυτικο-ευρασιατικό H. georgicus και τον Ασιατιακό Άνθρωπο της Ιάβας, οι οποίοι, λίγο- πολύ, είναι σύγχρονοι των πρώτων ειδών του γένους μας Homo. 


Το ‘δέντρο της ζωής’ 

Ενώ η ύπαρξη του δέντρου της ζωής  δεν αμφισβητείται γενικά από την εξελικτική βιολογία, το μέγεθος και το ιδιαίτερο σχήμα του- ο αριθμός των κλάδων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικά γένη και είδη, καθώς και οι συνδέσεις μεταξύ τους- είναι αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των ερευνητών, ενώ υπάρχει ο επιπλέον περιορισμός ενός αρχείου απολιθωμάτων που προσφέρει μόνο μια κατακερματισμένη άποψη του παρελθόντος. Οι συζητήσεις αυτές μερικές φορές γίνονται αντιληπτές ως αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη, αλλά αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Οι διαφωνίες έχουν να κάνουν με τις ακριβείς εξελικτικές σχέσεις- ουσιαστικά, 'αν και πώς σχετίζεται κάποιο είδος ή γένος με τα υπόλοιπα.' 

Το πρώτο σκίτσο του Δαρβίνου (1837) 

Από τη στιγμή που ο Δαρβίνος δημοσίευσε την 'Καταγωγή των ειδών,' είχε προβληματιστεί πάνω στην εξέλιξη για περισσότερο από 22 χρόνια. Η έννοια της 'ειδογένεσης' (speciation) ήταν γι' αυτόν κάτι περισσότερο από ένα σύμπλεγμα γραμμών που χωρίζονται- αντίθετα ήταν μια μεταφορά ενός πλήρως αναπτυσσόμενου 'Δέντρου.' Η παρακάτω εικόνα είναι ένα σχεδιάγραμμα από την πρώτη έκδοση της Καταγωγής. Αντί για έναν χάρτη διακλαδώσεων, ο Δαρβίνος έχει προσθέσει τώρα το χρόνο ως έναν άξονα του χάρτη, ώστε οι πρώιμες μορφές ζωής να ξεκινούν στο κάτω μέρος και μετακινούνται στο χρόνο προς την κορυφή, διακλαδιζόμενες καθώς ανεβαίνουν. Κάθε οριζόντια γραμμή αντιπροσωπεύει "χιλιάδες γενιές. Αλλά θα ήταν καλύτερα η καθεμιά να αντιπροσωπεύει δέκα χιλιάδες γενιές." Το διάγραμμα έχει επίσης επεκταθεί με τη φιλοδοξία να συμπεριλάβει εξαφανίσεις ειδών και εξελικτικά αδιέξοδα. Το όλο διάγραμμα ωστόσο δεν μοιάζει με δέντρο. Μοιάζει περισσότερο με τα πεπλεγμένα καλάμια των ποταμιών. 


Στο κείμενό του, όμως, ο Δαρβίνος μιλά συγκεκριμένα σχετικά με την έννοια του δέντρου της ζωής: "Οι συγγένειες όλων των όντων της ίδιας κατηγορίας έχουν μερικές φορές αναπαρασταθεί μ' ένα μεγάλο δέντρο. Πιστεύω ότι αυτή η παρομοίωση λέει σε μεγάλο βαθμό την αλήθεια." Παρακάτω ακολουθεί ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα αποσπάσματα:

"Από την πρώτη ανάπτυξη του δέντρου, πολλά κλαριά έχουν φθαρεί και πέσει. Και αυτά τα χαμένα κλαριά μπορούν να αναπαραστήσουν εκείνες τις τάξεις, οικογένειες και γένη που δεν έχουν πια ζωντανούς εκπροσώπους, και που μας είναι γνωστές μόνο από απολιθώματα. Και όπως βλέπουμε εδώ κι εκεί ένα λεπτό κλαρί να φυτρώνει χαμηλά κάτω στο δέντρο, και το οποίο ευνοήθηκε για κάποιο λόγο και είναι ακόμα ζωντανό στην κορυφή, έτσι μερικές φορές βλέπουμε ένα ζώο όπως τα Ornithorhynchus και Lepidosiren, που σε κάποιο μικρό βαθμό συνδέει με συγγένεια δύο μεγάλους κλάδους της ζωής, και που προφανώς έχει επιβιώσει απέναντι στον έντονο ανταγωνισμό. Όπως τα μπουμπούκια δίνουν τη θέση τους σε φρέσκα βλαστάρια, και αυτά, αν είναι σθεναρά, επεκτείνονται και καταλαμβάνουν τη θέση ασθενέστερων κλάδων, έτσι πιστεύω ότι γίνεται και με τις γενιές στο δέντρο της ζωής, που καλύπτει με τα νεκρά και σπασμένα κλαριά του το φλοιό της γης, και καλύπτει την επιφάνεια με τις αειθαλείς και όμορφες διακλαδώσεις του."

Από τα προηγούμενα πάντως διαγράμματα και από το κείμενο φαίνεται ότι ο Δαρβίνος ήταν πολύ προσεκτικός ούτε να υπονοήσει ούτε να αρνηθεί έναν παγκόσμιο κοινό πρόγονο. Το δέντρο της ζωής αναφέρεται σε "όλα τα πλάσματα της ίδια τάξης" και όχι σε όλη τη ζωή. Μπορεί να υπάρχει ένα δέντρο ή πολλά. Ο Δαρβίνος δεν ήξερε και προτίμησε να μην δώσει απάντηση. Ήθελε ο αναγνώστης να καταλάβει ότι το δέντρο της ζωής είναι μια μεταφορά. Σε μια πρόταση το ονομάζει 'αναπαράσταση' και σε μια άλλη 'αναλογία.'

Ο ‘θάμνος’ της ζωής


Το πρόβλημα με το αλληγορικό δέντρο της ζωής του Δαρβίνου είναι ότι προέρχεται από ένα μικρό υποσύνολο ζωντανών πλασμάτων που του ήταν διαθέσιμα για τις παρατηρήσεις του. Για τα ζώα, τα φυτά, τους μύκητες, και άλλα μακροσκοπικά πλάσματα, το δέντρο της ζωής είναι μια πολύ καλή απεικόνιση της ακολουθίας των γενετικών αποκλίσεων και εξαφανίσεων ειδών που συνθέτουν τις αντίστοιχες εξελικτικές ιστορίες. Αλλά η ζωή πηγαίνει πολύ πίσω πριν από τα πρώτα ζώα, φυτά και μύκητες. Τα παλαιότερα απολιθώματα γνωστά την εποχή του Δαρβίνου προέρχονταν από την Κάμβρια εποχή, έτσι ώστε ο Δαρβίνος είχε πρόσβαση μόνον στο τελευταίο έκτο της ιστορίας της ζωής. 

Όταν εξετάζουμε τα μακρινότερα και μικρότερα  'ξαδέλφια' μας στο δέντρο της ζωής, εκείνα για τα οποία χρειαζόμαστε μικροσκόπια, παρατηρούμε ότι δεν αναπαράγονται όπως εμείς. Τα βακτήρια  ελεύθερα ανταλλάσσουν συμπλέγματα γονιδίων μεταξύ τους. Οι επιστήμονες το λένε αυτό σεξουαλική μετάδοση, αλλά δεν έχει τίποτε να κάνει με τη σεξουαλική αναπαραγωγή, στα βασίλεια των ζώων και των φυτών. Σε αντίθεση δε με τα θηλαστικά, τα οποία μπορούν να μεταδώσουν τα γονίδιά τους μόνο στην επόμενη γενιά και μέσω της σεξουαλικής συνεύρεσης, τα βακτήρια υπόκεινται σε μια πανσπερμία ανάμειξης DNA. Ορισμένοι βιολόγοι μάλιστα αμφισβητούν και το κατά πόσο θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο 'είδος' στην περιγραφή των βακτηρίων. 

Ως αποτέλεσμα, το δέντρο της ζωής για τους μικροοργανισμούς, όπως τα βακτήρια και τα αρχαία (archeans), είναι ένα δίκτυο διασταυρούμενων μονοπατιών. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, όχι μόνο οι μικροοργανισμοί ανταλλάσσουν πακέτα DNA, αλλά ένας οργανισμός μπορεί να αποικηθεί από έναν άλλο και καταλήγει να ζει σε μια μορφή συμβίωσης με τον ξενιστή του. Τα πρώιμα μικρόβια που κατάπιαν χλωροπλάστες και μιτοχόνδρια έγιναν τα πρώτα βακτήρια. Εκείνα τα βακτήρια που απέκτησαν πυρήνες και εγκόλπωσαν μιτοχόνδρια έγιναν τα ευκαρυωτικά κύτταρα- αυτά που αποτελούν εμάς, μαζί με τα φυτά, τους μύκητες και τα πρώτιστα.

Ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές αυτής της άποψης της ζωής είναι ο W. Ford Doolittle. Ο χάρτης του της εξέλιξης μοιάζει περισσότερο μ' ένα πεπλεγμένο δίκτυο, παρά μ' ένα δέντρο. Το ονομάζει δίκτυο της ζωής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δίκτυο του Doolittle είναι μια πολύ καλύτερη αναπαράσταση της μονοκυτταρικής εξέλιξης. Αντιπροσωπεύει την τωρινή μας γνώση, υποθέτοντας ότι οι πρόγονοί μας είναι μια "αρχέγονη κοινότητα πρωτόγονων κυττάρων." Το θέμα πάντως είναι ότι ακόμα γνωρίζουμε τόσο λίγα γι' αυτήν την αρχική φάση της ζωής ώστε θεωρώ ότι είναι πρόωρο να θεωρήσουμε μια τέτοια αναπαράσταση ως δεδομένη. 

Ερμηνείες 

Μορφογένεση 


 Ο A.G.Gurwitsch ανέλυσε την εμβρυακή ανάπτυξη της θαλάσσιας βίδρας σαν ένα διανυσματικό πεδίο, ώστε η μεταμόρφωση των κυττάρων σε όργανα να προκαλείται από καθαρά εξωτερικές δυνάμεις 

Η έννοια του μορφογενετικού πεδίου, θεμελιώδης στις αρχές του 20ου αιώνα για τη μελέτη της εμβρυακής ανάπτυξης, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1910 από τον Alexander G. Gurwitsch. Πειραματική υποστήριξη προήλθε από πειράματα του Ross Granville Harrison, ο οποίος μεταφύτευσε μ' επιτυχία τμήματα ενός εμβρύου σαλαμάνδρας σε διαφορετικές θέσεις. Μπόρεσε να αναγνωρίσει 'πεδία' κυττάρων να παράγουν όργανα όπως άκρα, ουρά και βράγχια, δείχνοντας ότι αυτά τα πεδία θα μπορούσαν να κατακερματιστούν ή να συμπληρωθούν από αδιαφοροποίητα κελιά, με αποτέλεσμα μια κανονική και πλήρη τελική δομή. Έτσι θεωρήθηκε ότι ήταν το 'πεδίο' των κυττάρων, αντί για μεμονωμένα κύτταρα, το πρότυπο για τη μεταγενέστερη ανάπτυξη των διάφορων οργάνων. Η έννοια αυτή του μορφογενετικού πεδίου αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Hans Spemann, και στη συνέχεια από τον Paul Weiss και άλλους. 

Από τη δεκαετία του 1930, ωστόσο, η δουλειά των γενετιστών, ιδιαίτερα του Thomas Hunt Morgan, κατέδειξε τη σημασία των χρωμοσωμάτων και των γονιδίων για τον έλεγχο της ανάπτυξης, και η άνοδος της νέας θεωρίας στην εξελικτική βιολογία υποβάθμισε τη σημασία της υπόθεσης του πεδίου. Ο Morgan ήταν ιδιαίτερα κριτικός απέναντι στα πεδία, καθώς τα γονίδια και τα πεδία έγιναν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, ως η βασική μονάδα της οντογένεσης. Με την ανακάλυψη και χαρτογράφηση των γονιδίων Hox (γονίδια τα οποία ελέγχουν τον κατά άξονα σχηματισμό του οργανισμού), η κυριαρχία των γονιδίων φαινόταν εξασφαλισμένη. 

Όμως στα τέλη του 20ου αιώνα η έννοια του πεδίου επανέκαμψε ως ένα χρήσιμο μέρος της εξελικτικής βιολογίας. Διαπιστώθηκε, για παράδειγμα, ότι διαφορετικές μεταλλάξεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν δυσμορφίες, γεγονός που υποδήλωνε ότι οι μεταλλάξεις επηρεάζουν ένα σύμπλεγμα δομών ως μονάδα, και αυτή η μονάδα θα μπορούσε να αντιστοιχεί στο πεδίο της  εμβρυολογίας των αρχών του 20ου αιώνα. Ο Scott Gilbert πρότεινε ότι το μορφογενετικό πεδίο είναι μια συμβιβαστική λύση μεταξύ των γονιδίων και της εξέλιξης. Αυτό σημαίνει ότι τα γονίδια επενεργούν σε πεδία, τα οποία στη συνέχεια δρουν πάνω στον αναπτυσσόμενο οργανισμό. Η Jessica Bolker περιγράφει τα μορφογενετικά πεδία όχι απλώς ως αρχικές δομές ή όργανα, αλλά ως δυναμικές οντότητες με τις δικές τους εντοπισμένες διαδικασίες ανάπτυξης, κεντρικής σημασίας για την εξελικτική ανάπτυξη.

Περιέχουν άραγε τα γονίδια μοναδικές πληροφορίες ή χρησιμεύουν μόνο ως αποθήκες εξωτερικών πληροφοριών που προέρχονται από τα μορφογενετικά πεδία; Ένα κύτταρο περιέχει το σύνολο της πληροφορίας του γονιδιώματος. Οπότε ο τρόπος που συμπεριφέρεται ένα κύτταρο εξαρτάται από το περιβάλλον. Αν το μορφογενετικό πεδίο αλλάζει, τότε η έκφραση των γονιδίων πρέπει επίσης να αλλάζει. Το πεδίο μπορεί να παραχθεί αρχικά από βιοχημικές διεργασίες που ελέγχονται από τα γονίδια, αλλά στη συνέχεια επεκτείνεται πέρα από περιορισμένες περιοχές του γονιδιώματος και αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα πεδία. Μονάδες γονιδίων μπορούν να αντιστοιχούν σε μονάδες του αντίστοιχου πεδίου. Με αυτόν τον τρόπο, το ολικό μορφογενετικό πεδίο θα μπορούσε να καλύπτει το σύνολο του γονιδιώματος ενός οργανισμού, προκαλώντας αντίστοιχα αποτελέσματα. Οι μη εντοπισμένες αυτές επιδράσεις θα μπορούσαν να εξηγήσουν και την ειδογένεση. 

Ορισμός του είδους 

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κοινή αποδοχή σχετικά με τον ορισμό του είδους. Παρόλα αυτά, μπορούμε να πούμε ότι δύο είδη είναι διαφορετικά αν δεν είναι δυνατό να ζευγαρώσουν μεταξύ τους, ή τουλάχιστον δεν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν αυτό. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο η γενετική απόκλιση μπορεί να οδηγήσει σε κάτι περισσότερο από μία ή περισσότερες διακριτές και ξεχωριστές παραλλαγές μέσα στα πλαίσια του ίδιου είδους, παρά σ' ένα νέο είδος. Επιπλέον, η δυνατότητα της γενετικής σύγκλισης σημαίνει ότι δύο ή περισσότερες χωριστές γενιές ενός είδους δεν μπορεί να είναι απεριόριστα ξεκομμένες μεταξύ τους, έτσι ώστε υβριδισμός θα πρέπει να πραγματοποιείται σε κάποιο χρονικό σημείο. Ακόμη και τότε, αφού ο υβριδισμός οδηγεί συνήθως σε στείρους απογόνους, το προκύπτον υβρίδιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα νέο είδος. Ας χρησιμοποιήσουμε εδώ το παράδειγμα του εξελικτικού δέντρου. Ένα νέο κλαρί δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο δέντρο. Πρέπει να βάλουμε το νέο κλαρί στο 'χώμα' προκειμένου να μεγαλώσει σε νέο δέντρο. Με τον ίδιο τρόπο, αλλαγές που λαμβάνουν χώρα μέσα στα πλαίσια ενός είδους πρέπει να έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα ώστε να παράγουν ειδογένεση. Δεδομένου ότι οι σύγχρονοι οργανισμοί είναι εξαιρετικά πολύπλοκοι και διαφοροποιημένοι, θα πρέπει να περιμένουμε η ειδογένεση να έχει συμβεί στο μακρινό παρελθόν, κατά το στάδιο των πρώτων απλών οργανισμών. Με άλλα λόγια, η ειδογένεση θα πρέπει να έλαβε χώρα μία φορά στο παρελθόν, όταν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες, μ' έναν πολύ χαμηλότερο βαθμό πολυπλοκότητας. 

H Κάμβρια Έκρηξη

Τριλοβίτης (6cm) από την πρώιμη Κάμβρια περίοδο 

Μια τέτοια περίοδος που υπήρξε στο παρελθόν είναι η λεγόμενη Κάμβρια έκρηξη. Πρόκειται για μια σχετικά γρήγορη εμφάνιση, περίπου 530 εκατομμύρια χρόνια πριν, των περισσότερων κύριων φύλων του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, όπως μαρτυρείται στο αρχείο απολιθωμάτων, και η οποία συνοδεύεται από μεγάλη διαφοροποίηση των οργανισμών όπως τα ζώα, το φυτοπλαγκτόν και τα ασβεστούχα μικρόβια (calcimicrobes). Πριν από περίπου 580 εκατομμύρια χρόνια, οι περισσότεροι οργανισμοί ήταν απλοί, αποτελούμενοι από μεμονωμένα κύτταρα οργανωμένα περιστασιακά σε αποικίες. Στα επόμενα 70-80 εκατομμύρια χρόνια, ο ρυθμός επιταχύνεται κατά μία τάξη μεγέθους (όπως ορίζεται από το ρυθμό εξαφάνισης και παραγωγής ειδών) και η ποικιλομορφία της ζωής άρχισε να μοιάζει με τη σημερινή. 

Η Κάμβρια έκρηξη προκάλεσε εκτεταμένη επιστημονική συζήτηση. Η φαινομενικά ταχεία εμφάνιση απολιθωμάτων στο αρχέγονο γεωλογικό υπόστρωμα είχε ήδη παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1840, και το 1859 ο Δαρβίνος το εξετάζει ως μία από τις βασικές αντιρρήσεις που θα μπορούσε να υπάρξει  κατά της θεωρίας της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής. Το μακρόχρονο ερώτημα σχετικά με την απότομη εμφάνιση της Κάμβριας πανίδας, επικεντρώνεται σε τρία βασικά σημεία: α) αν όντως υπήρξε μια μαζική διαφοροποίηση σύνθετων οργανισμών μέσα σ' ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα κατά την πρώιμη Κάμβρια εποχή, β) τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια ραγδαία αλλαγή και γ) τι  συνεπάγεται αυτό σχετικά με την προέλευση και την εξέλιξη της ζωής. Η ερμηνεία είναι δύσκολη λόγω του περιορισμένου αριθμού στοιχείων, και βασίζεται κυρίως σ' ένα ελλιπές αρχείο απολιθωμάτων και χημικές 'υπογραφές' πάνω στους βράχους του Κάμβριου υποστρώματος. 

Η Κάμβρια έκρηξη ίσως να μην ήταν ένα σημαντικό εξελικτικό γεγονός. Μπορεί να αναπαριστά ένα κατώτατο όριο: για παράδειγμα, ένα όριο στη γενετική πολυπλοκότητα που επέτρεψε ένα ευρύτατο φάσμα μορφολογιών. Ό,τι κι αν πυροδότησε την πρώιμη Κάμβρια διαφοροποίηση, άνοιξε ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα προηγουμένως ανύπαρκτων οικολογικών θυλάκων. Όταν αυτοί καταλήφθηκαν, έμεινε περιορισμένος χώρος μια τέτοια ευρεία διαφοροποίηση να παρουσιαστεί ξανά, επειδή καθιερώθηκε ένας ισχυρός ανταγωνισμός στους θύλακες, με τους ήδη εγκατεστημένους φορείς να έχουν συνήθως το πλεονέκτημα. Αν είχε συνεχιστεί να υπάρχει ένα σχετικά ευρύ φάσμα οικολογικών κενών, τότε διάφοροι κλάδοι ειδών θα ήταν σε θέση να συνεχίσουν να διαφοροποιούνται αρκετά ώστε να τα αναγνωρίσουμε ως διαφορετικά φύλα. Αλλά όταν όλα τα εξελικτικά κενά κλείνουν, οι γενιές συνεχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αρχική τους γενετική απόκλιση, καθώς απομένουν περιορισμένες ευκαιρίες για να αλλάξουν τον τρόπο ζωής και τις μορφές τους. 

Η απειρότητα των ‘LUCAs’ (Last Universal Common Ancestor)

Η πλέον κοινώς αποδεκτή θέση της ρίζας του δέντρου της ζωής είναι μεταξύ ενός μονοφυλετικού τομέα των βακτηρίων και ενός κλάδου που σχηματίζεται από τα Αρχαία (Archaea) και τους Ευκαριώτες, σύμφωνα με αυτό που αναφέρεται ως 'παραδοσιακό δέντρο της ζωής,' με βάση διάφορες μοριακές μελέτες που ξεκίνησαν από τον Carl Woese. Μια μικρή μειοψηφία μελετών κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα, δηλαδή ότι η ρίζα βρίσκεται στον τομέα των βακτηρίων, που να είναι θεμελιώδης για έναν κλάδο που συμπεριλαμβάνει τα Αρχαία, τους Ευκαριώτες, μαζί με τα υπόλοιπα βακτήρια, όπως προτάθηκε από τον Thomas Cavalier-Smith. 

Η θεωρία του αποικισμού 

Μία εξήγηση των πολυκύτταρων οργανισμών είναι η αποικιακή θεωρία που πρότεινε ο Haeckel, το 1874. Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι η συμβίωση πολλών οργανισμών του ίδιου είδους (σε αντίθεση με τη συμβιωτική θεωρία, που προτείνει τη συμβίωση διαφορετικών ειδών) οδήγησε σ' έναν πολυκύτταρο οργανισμό. Το πλεονέκτημα της αποικιακής θεωρίας είναι ότι έχει παρατηρηθεί να συμβαίνει ανεξάρτητα σε 16 διαφορετικά φύλα πρωτίστων. Για παράδειγμα, σε περιόδους έλλειψης τροφής η αμοιβάδα Dictyostelium σχηματίζει αποικίες που κινούνται ως ένα σώμα σε μια νέα θέση. Ορισμένες από αυτές τις αμοιβάδες εμφανίζονται ελαφρώς διαφοροποιημένες στο τέλος της μετακίνησης. Άλλα παραδείγματα αποικιακής οργάνωσης στα πρώτιστα είναι το είδος Volvocaceae, όπως τα Eudorina και Volvox, το τελευταίο από τα οποία αποτελείται από μέχρι και 500-50.000 κύτταρα, εκ των οποίων μόνο ένα μέρος αναπαράγεται. Ωστόσο, συχνά είναι δύσκολο να διαχωριστούν τα αποικιακά πρώτιστα από τους πραγματικά πολυκύτταρους οργανισμούς, καθώς οι δύο σχετικές έννοιες δεν είναι σαφώς διακριτές. 


Το 1998, ο Woese πρότεινε ότι, (1) κανείς οργανισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως LUA (Last Universal Ancestor), και (2) ότι η γενετική κληρονομιά όλων των σύγχρονων οργανισμών προήλθε από την οριζόντια μεταφορά γονιδίων μεταξύ μιας αρχαίας κοινότητας οργανισμών. Το 2010, με βάση την πληθώρα των μοριακών ακολουθιών που είναι πια διαθέσιμη από όλα τα 'βασίλεια' της ζωής, δημοσιεύτηκε μια εκδοχή της πιθανής κοινής καταγωγής. Αυτή η έρευνα ευνόησε την ύπαρξη ενός καθολικού κοινού προγόνου απέναντι σε ένα ευρύ σύνολο εναλλακτικών υποθέσεων που περιλαμβάνουν οριζόντια μεταφορά γονιδίων. Ωστόσο, αυτή η έρευνα ήταν ασαφής όσον αφορά την κοινότητα των οργανισμών ως υπόθεση, δεδομένου ότι ο τελευταίος κοινός πρόγονος δεν απαιτήθηκε να είναι ένας μοναδικός οργανισμός, αλλά θα μπορούσε να είναι ένας πληθυσμός οργανισμών με διαφορετικούς γενότυπους, και οι οποίοι θα μπορούσαν να ζουν σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Αυτή η έρευνα ήταν επίσης συνεπής σε ό,τι αφορά πολλαπλούς πληθυσμούς με ανεξάρτητη καταγωγή, οι οποίοι αποκτούν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν γενετικό υλικό ώστε να αποτελέσουν ένα είδος.

Εξέλιξη συζευγμένης ιεραρχίας 

Σε μια επίσημη διατύπωση, συζευγμένη ιεραρχία υπάρχει σ' ένα σύστημα το οποίο περιέχει έναν ατέρμονο βρόχο. Ο ανάλογος όρος 'παράξενη στροφή' διατυπώθηκε από τον Douglas Hofstadter για να περιγράψει μια διαδικασία κατά την οποία κάποιος κινείται σε διαδοχικές βαθμίδες ή επίπεδα ιεραρχίας (προς τα πάνω ή προς τα κάτω), μόνο για να βρει τον εαυτό του πίσω στο σημείο όπου ξεκίνησε. Η διαδικασία αυτή ορίζεται με την ίδια τη λογική, και αυτό που ονομάζεται αυταναφορά- ένα γεγονός που αποδεικνύεται από την ίδια του την ύπαρξη. Πάντως, η ανυπαρξία ενός επιχειρήματος δεν είναι επιχείρημα για την ανυπαρξία. Αντίθετα, φέρνει στο προσκήνιο ένα απίθανο αντικείμενο. Ακόμη κι αν η κοινή ή τυπική λογική θεωρεί κάποια αντικείμενα ως αδύνατα, φαίνεται να να γνωρίζουμε από την καθημερινή εμπειρία ότι τέτοια αντικείμενα πρέπει να υπάρχουν στ' αλήθεια. 

Οι ατέρμονοι ή άπειροι βρόχοι είναι αυθόρμητα αντικείμενα ή διαδικασίες, που δεν υπακούουν στους βασικούς κανόνες της αιτιότητας. Δεν έχουν σχέση με γεγονότα που μπορούν να μπουν σε με μια σειρά  αιτίας- αποτελέσματος. Κάθε σημείο σε έναν ατέρμονο βρόχο μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αρχή και τέλος. Με άλλα λόγια, μια 'παράξενη στροφή' είναι ένας άπειρος αιτιακός βρόχος. Ακόμη καλύτερα, είναι ένας άπειρος μη αιτιακός βρόχος, λόγω της ιδιότητάς του να παράγεται αυθόρμητα. 

Τα αυθόρμητα φαινόμενα στη φύση είναι συνηθισμένα, αν και συνήθως τους αποδίδουμε αιτιακές σχέσεις. Για παράδειγμα, στο πεδίο της βιολογίας η παρθενογένεση είναι ένα φαινόμενο αυθορμητισμού. Στη φυσική, ο αυθορμητισμός κυριαρχεί στο μικροσκοπικό επίπεδο, όπου σωματίδια φαίνεται να ξεπηδούν από το πουθενά με τη μορφή 'εικονικών' ζευγαριών. Το παράξενο είναι ότι αυτοί οι αυθόρμητοι βρόχοι εικονικών ζευγών, μέσω των διαδικασιών της λεγόμενης αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας, χωρίζονται σ' ένα πραγματικό μέρος, το οποίο περνά στην ύπαρξη, και σ' ένα ακόμη 'φανταστικό' μέρος το οποίο 'βυθίζεται' πίσω στο κενό. 

Επιπλέον, αυτοί οι αυθόρμητοι βρόχοι εμφανίζουν την ιδιότητα του ταυτοχρονισμού. Συζευγμένα ζεύγη σωματιδίων, για παράδειγμα, στην κβαντική μηχανική, φαίνεται να μεταφέρουν τις ιδιότητές τους το ένα στο άλλο ακαριαία, ανεξάρτητα από την απόσταση που τα χωρίζει. Αυτό είναι ένα καλά διαπιστωμένο γεγονός που επαναλαμβάνεται συνεχώς κάτω από πειραματικές συνθήκες. Φαίνεται ότι ο ίδιος ο βρόχος, η αποκαλούμενη 'κυματοσυνάρτηση' του συστήματος των συζευγμένων σωματιδίων (ή οποιουδήποτε σωματιδίου ή συστήματος) 'καταρρέει' ταυτόχρονα παντού, ενώ η πληροφορία για κάθε είδος αιτιακής αλληλεπίδρασης μεταφέρεται εκ των υστέρων. 

Ο όρος 'συζευγμένη ιεραρχία' αναφέρεται πρώτιστα στη συνείδηση. Η συνείδηση φαίνεται, αν όχι να παράγει το συζευγμένο σύστημα, να το κάνει να καταρρέει, έτσι ώστε ο πειραματιστής ή παρατηρητής να διαδραματίζει έναν ρόλο θεμελιώδη και εγγενή στην όλη διαδικασία. Ο  παρατηρητής είναι πραγματικά ένα μέρος του συστήματος. Αυτή η διαπίστωση είναι αυτό που κάνει τη συνείδηση και τη νοημοσύνη γενικότερα έναν αναντικατάστατο παράγοντα των φυσικών διεργασιών, αλλά επίσης μια μορφοποιητική αιτία, καθώς είναι ικανή να καθορίσει την τύχη του συστήματος κάνοντάς το να εκφραστεί και να πραγματοποιηθεί σε μια καθορισμένη χρονική στιγμή (και όχι κατά τύχη).

Αν τώρα απαλλαγούμε από τις 'αυταπάτες' ενός ατέρμονου βρόχου- φανταζόμενοι για παράδειγμα ότι 'ανεβαίνουμε' ή ότι 'κατεβαίνουμε' ενώ απλά μετακινούμαστε κατά μήκος μιας κυκλικής διαδρομής- απομένουμε αντιμέτωποι με τη φύση του ταυτοχρονισμού καθαυτού. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε εδώ είναι ότι ένα σύνολο από πράγματα ή γεγονότα που αρχικά λαμβάνουν χώρα, ας πούμε, την ίδια στιγμή και σε διαφορετικούς τόπους, μπορεί να ερμηνευθεί αναδρομικά ότι τα πράγματα συμβαίνουν χωριστά στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό συμβαίνει επειδή η αρχική κατάσταση ή φαινόμενο ενεργοποιείται με τη μορφή συνθηκών οι οποίες εκπληρώνονται ή απορρίπτονται σ' ένα μεταγενέστερο στάδιο ως 'πραγματικά' αντικείμενα ή γεγονότα. Στο αρχικό στάδιο ολόκληρη η 'κυματοσυνάρτηση' που περιγράφει κάθε είδος συστήματος 'κυμαίνεται,' ή αλλιώς βρίσκεται σε κατάσταση 'υπέρθεσης,' όπως λέγεται. Κατά τη στιγμή της συνειδητοποίησης, όταν η κυματοσυνάρτηση καταρρέει, το σύνολο των γεγονότων βρίσκεται κατανεμημένο στο χώρο και στο χρόνο. Από αυτό το σημείο κι έπειτα είναι που ο κόσμος της αιτίας και του αποτελέσματος γίνεται πραγματικός. 

Έτσι η συζευγμένη ιεραρχία είναι μια κατάσταση ή συνθήκη, που εκφράζεται στον πραγματικό κόσμο ως ένα σύνολο γεγονότων χρονικά και χωρικά ισοδύναμων σε ένα θεμελιώδες επίπεδο, αλλά  ιεραρχικά διευθετημένων σύμφωνα με μια διαδοχή στο χώρο- χρόνο, κατά το δεύτερο στάδιο της συνειδητής πραγματοποίησης και της αιτιακής απόδοσης χαρακτηριστικών. Αυτή η ταξινόμηση όχι μόνο λαμβάνει χώρα εκ των υστέρων, αλλά είναι επίσης εξαιρετικά υποκειμενική, καθώς βασίζεται όχι μόνο σε φυσικές έννοιες, όπως αυτές του χώρου και του χρόνου, αλλά και σε κοινωνικές ή προσωπικές απόψεις που αφορούν την κοινωνική τάξη και κατάσταση, προσωπικά συμφέροντα και πεποιθήσεις, φυλετικές διακρίσεις, προκαταλήψεις, και ούτω καθεξής. Ας πάρουμε για παράδειγμα την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου. Σύμφωνα με την επιστημονική ερμηνεία του αρχείου απολιθωμάτων, αυτό συνέβη πριν περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια στην Αφρική. Αλλά σύμφωνα με τη θρησκευτική ερμηνεία της Βίβλου το ίδιο γεγονός μπορεί να συνέβηκε μόλις 10 χιλιάδες χρόνια πριν στην Εδέμ. Αυτό που θέλω απλά να τονίσω εδώ είναι πόσο διαφορετική μπορεί να είναι μια αιτιακή ερμηνεία της ίδιας υποθετικής συνθήκης. Γιατί αν ρωτάγαμε πότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά η συνθήκη για τον άνθρωπο στο φυσικό αρχείο του σύμπαντος, κανείς δεν θα είναι έτοιμος να απαντήσει. 

Η διαδικασία της εξέλιξης κατά μια έννοια είναι αυτονόητη. Οι άνθρωποι ή οι δεινόσαυροι δεν υπήρχαν πριν να σχηματιστεί ο πλανήτης μας, ή στην αρχή του σύμπαντος. Όλα τα πλάσματα εξελίχτηκαν από πρωτόγονες μορφές, που με τη σειρά τους ήρθαν στην ύπαρξη χάρη στα πρώτα οργανικά μόρια. Αυτή η ιστορία φτάνει πίσω στην ανόργανη ύλη, στα άτομα, και στα θεμελιώδη σωματίδια. Πηγαίνει ακόμη πιο πίσω στο κενό και στις διακυμάνσεις του. Δεν θα ρωτήσω εδώ ποιος δημιούργησε το κενό ή το σύμπαν, αν ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν ή αν ο Θεός δημιουργήθηκε από το σύμπαν ή το κενό, επειδή αυτό είναι μια ερώτηση που κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Αυτό είναι ακριβώς το ζητούμενο- οι 'αλήθειες' δεν αποδεικνύονται. Αλλά ό,τι κι αν συνέβηκε στην αρχή όταν ο ατέρμονος βρόχος όλων των πιθανοτήτων εμφανίστηκε, ο χρόνος ξεκίνησε να ρέει και μαζί του ο χώρος άρχισε να επεκτείνεται. Η ενέργεια 'ψύχθηκε,' η ύλη σχηματίστηκε, οι νόμοι της φύσης καθιερώθηκαν, και η ύλη σύμφωνα με αυτούς τους νόμους άρχισε να οργανώνεται σε ολοένα και πιο σύνθετες μορφές. 

Αλλά αρκούν οι φυσικοί νόμοι να εξηγήσουν την προέλευση των νοήμονων μορφών ζωής; Σύμφωνα με την ανθρωπική αρχή, η απάντηση είναι καταφατική. Πιο ενδιαφέρον ακόμα είναι το γεγονός ότι η αυτή η αρχή δεν εναντιώνεται στη θρησκεία: αμφότερες παρέχουν μια προκαθορισμένη αιτία, η οποία ουσιαστικά στηρίζεται στο νοήμον σχέδιο για να εξηγήσει την εμφάνιση της νοήμονης ζωής. Φαίνεται ότι αν προσπαθήσουμε να βάλουμε και τις δυο αυτές απόψεις σε μια ορθολογική κλίμακα, η επιστήμη ξεκινά με ένα δόγμα που βασίζεται στην πίστη, και η πίστη ακολουθεί να εξηγήσει τον κόσμο σε ορθολογική βάση. Η στατιστική είναι πρακτική, αλλά δεν φθάνει στο επίπεδο μιας μορφοποιητικής αιτίας. Από την άλλη πλευρά, η πίστη είναι χρήσιμη, αλλά μόνο εκεί που τελειώνει η λογική. Με λίγα λόγια, η αυθόρμητη γένεση ή δημιουργία, που περιλαμβάνει ορισμένες ιδιότητες της αιτιακής μορφοποίησης ή μορφοποιητικής αιτίας, αποκαλύπτοντας τη βασική δομή ενός νοήμονος σχεδίου στη φύση, βασισμένη σε αρχέγονα πρότυπα συμμετρίας (η οποία σπάει και αποκαθίσταται), είναι ό,τι απομένει στη διάθεσή μας.

Με τον όρο νοήμον σχέδιο θα πρέπει με συνέπεια να εννοείται πληροφορία η οποία να διαθέτει τις θεμελιώδεις ιδιότητες της διατήρησης, της μετάδοσης, ακόμα και της μεταμόρφωσης. Αυτή η πληροφορία, ισοδύναμα ενέργεια ή μάζα, εκφράστηκε στο βιολογικό επίπεδο των πρώτων DNA μορίων, τα οποία με άλλα λόγια είναι 'βιολογική, αυταναπαραγόμενη πληροφορία,' η οποία αυτοργανώθηκε σε όλο και πιο πολύπλοκες μορφές, αυτό που σήμερα ονομάζουμε φυτά, άνθρωποι και ζώα. Οι κανόνες αυτής της οργάνωσης είναι μάλλον απλοί: "δοκίμασε και είτε αποδέξου ή απόρριψε." Αυτό λέγεται φυσική επιλογή. Αλλά η τυχαιότητα των βιολογικών διεργασιών, ακόμη και αν έχουν να κάνουν με μετασχηματισμό ή προσαρμογή, μεταλλάξεις όπως λέγονται, δεν είναι το ίδιο με τα μορφοποιητικά πρότυπα καθαυτά. Γι' αυτό και οι μεταλλάξεις δεν οδηγούν από μόνες τους στην ειδογένεση. Προκειμένου να έχουμε νέα είδη και όχι απλά ένα μεταλλαγμένο είδος, χρειαζόμαστε τους μορφοποιητικούς παράγοντες οι οποίοι λαμβάνουν χώρα πολύ νωρίς, ακόμα και πριν, από την εξέλιξη της αιτιακής μορφοποίησης. Για παράδειγμα, μια ομάδα μεταλλαγμένων σκύλων μπορεί να εξελιχθεί σε ένα νέο είδος- αν με κάποιον τρόπο ξεπεράσουν το απαγορευτικό φράγμα της στειρότητας- αλλά θα εξακολουθήσουν να είναι ένα νέο είδος σκύλων (όχι ένα νέο ζώο). Προκειμένου να υπάρξει 'ειδογένεση' σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερη 'ειδοποιό' διαφορά. Ο γονιδιακός ανασυνδυασμός είναι μια ικανή συνθήκη, αλλά αυτό που είναι αναγκαίο είναι ο ανασυνδυασμός της πληροφορίας σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο, συμπεριλαμβάνοντας, μ' έναν μη τοπικό και ολιστικό τρόπο, το σύνολο του γονιδιώματος. 

Η μη τοπικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο του μικρόκοσμου ή στον κόσμο του ασυνείδητου, σχετίζονται, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με τον ταυτοχρονισμό στη φύση. Η ειδογένεση υπόκειται σε συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες εκφράζονται αυθόρμητα και ακαριαία σε όλο το σώμα ενός εμφανιζόμενου οργανισμού ή μιας μορφής ζωής. Οι συνθήκες αυτές αναφέρονται στα αρχαϊκά γνωρίσματα των οργανισμών, τα οποία κάτω από τη διαδικασία της εξέλιξης δεν θα εμφανιστούν ξανά. Για παράδειγμα, τα φίδια μπορούν να αναπτύξουν νέα ουρά, αλλά οι άνθρωποι δεν αναπτύσσουν νέα άκρα. Τα έντομα παρουσιάζουν ιδιότητες αυθόρμητης γένεσης (παρθενογένεση), αλλά όχι πιο πολύπλοκα ζώα. Δεν θα πρέπει να περιμένουμε ειδογένεση μετά από έναν ορισμένο βαθμό πολυπλοκότητας. 

Γι' αυτό και η έννοια της αμείωτης πολυπλοκότητας είναι αναπόφευκτη. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ένα 'κοινό πρόγονο' όλης της ζωής ούτε καν στο επίπεδο των 'πρώτιστων:' στα βακτήρια στα Αρχαία και στους Ευκαριώτες, σύμφωνα με το προαναφερθέν σύστημα των τριών 'βασιλείων.' Σε αυτήν την περίπτωση, η 'θεϊστική' αμείωτη πολυπλοκότητα συναντά σ' ένα θεμελιώδες επίπεδο μια επιστημονική 'Αγία Τριάδα' θεμελιωδών οργανισμών από τους οποίους όλοι οι άλλοι προέρχονται. Αυτή η προοπτική έχει τις ρίζες της βαθιά στον αυθορμητισμό της φύσης. Ο αυθορμητισμός είναι στην πραγματικότητα μια αμείωτη, μη αναγώγιμη διαδικασία. Όπως και με τη θεμελιώδη 'τριάδα' του Χριστιανισμού ή με το σύγχρονο βιολογικό μοντέλο, ένα ανάλογο θεμελιώδες ή αμείωτο μοντέλο εμφανίζεται στη σωματιδιακή φυσική. Υπάρχουν 6 δομικά σωματίδια της ύλης (φερμιόνια) και 6 σωματίδια φορείς των δυνάμεων (μποζόνια). Κανένα από αυτά δεν μπορεί να παραχθεί από κανένα άλλο. Κατά συνέπεια, η αμείωτη πολυπλοκότητα δεν είναι απλώς μια θεολογική ρητορική κατά της σύγχρονης βιολογίας, αλλά μοιάζει περισσότερο σαν τον ακρογωνιαίο λίθο της λογικής επαγωγής. 

Έτσι φτάνουμε στην έννοια αυτού που βάπτισα εξέλιξη συζευγμένης ιεραρχίας. Δεν είναι μια γραμμική διαδικασία ζωικών μορφών που ζουν χωριστά και αλληλεπιδρούν τοπικά στο χώρο και το χρόνο. Αντίθετα, είναι συζευγμένες μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα περίπλοκο δίκτυο της ζωής. Αυτό δεν είναι απλά ένας τρόπον του λέγειν. Ακόμη και αν τα μεγέθη του χώρου και του χρόνου σε κάποιες περιπτώσεις είναι μεγάλα, αργά ή γρήγορα η γενετική απομόνωση αίρεται. Αν οι πρώτες μορφές ζωής ήταν απομονωμένες, τα βακτήρια δεν θα έφταναν ποτέ να σχηματίσουν τα πρώτα ευκαρυωτικά κύτταρα. Ζούμε μέσα σε ένα πολύπλοκο και διασυνδεμένο δίκτυο πραγμάτων, πλασμάτων και πληροφορίας. Και ακόμα πιο αξιοσημείωτη είναι η πιθανότητα ότι σ' ένα θεμελιώδες  επίπεδο αιτιακής μορφοποίησης και πραγματικότητας τα ίδια τα εμπόδια που αναγνωρίζουμε να μας κρατάνε χωριστά από οτιδήποτε άλλο καταρρέουν. Αυτό με το οποίο απομένουμε είναι συνθήκες οι οποίες περιμένουν να εκφραστούν στο φυσικό επίπεδο της ειδογένεσης. Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος άρχισε να υπάρχει, και εκεί καταλήγουμε κάθε φορά που κάνουμε το ταξίδι στις πηγές της ζωής, της φύσης και του ίδιου του σύμπαντος. Οι συνθήκες δεν είναι απαραίτητα προκαθορισμένες μορφές ζωής, αλλά εκφράζουν και εξηγούν τις ιδιότητες της αιτιακής μορφοποίησης. 

Γι' αυτό και η εξέλιξη είναι ιεραρχική. Υπακούει τους φυσικούς νόμους, εκτυλίσσεται μέσα στο χώρο- χρόνο, κατευθυνόμενη προς μία κατεύθυνση. Όλοι γερνάμε, δεν γινόμαστε νεότεροι. Αλλά αυτό που παραμένει αθάνατο είναι η διαδικασία του μετασχηματισμού της ίδιας της ζωής. Μεταμορφώνεται, παράγει νέα είδη, ακόμα καταστρέφει άλλα. Αλλά αυτός ο κοσμογονικός σχηματισμός νέας ζωής, ή ειδογένεσης, δεν συμβαίνει κάθε μέρα. Συμβαίνει σε κρίσιμες στιγμές και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις. Στη φυσική, αυτές οι ιδιαίτερες στιγμές ονομάζονται 'μοναδικότητες' και χαρακτηρίζονται από τις υψηλότερες τιμές πυκνότητας ενέργειας. Υποθέτω ότι η προαναφερθείσα Κάμβρια έκρηξη πληρούσε τις ανάλογες προϋποθέσεις  Υπήρχαν τα αρχαϊκά πρωτόζωα, ικανά να μεταμορφωθούν σε ριζικά νέες μορφές ζωής. Γι' αυτό και μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι η ειδογένεση μπορεί να συμβεί στις μέρες μας, υπό φυσικές συνθήκες. Έτσι η εξέλιξη πρέπει να θεωρείται ως ένας, θερμοδυναμικά καθορισμένος, μονής κατεύθυνσης δρόμος. Σε ό,τι αφορά την εντροπία, είναι σίγουρα ένα μέτρο της πολυπλοκότητας, πιθανότατα το καλύτερο. Η εντροπία αυξάνεται με την αναρχία και μειώνεται με την οργάνωση. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον υπολογισμό της ποσότητας πληροφορίας ενός συστήματος. Η πολυπλοκότητα μπορεί σίγουρα να μετρηθεί σε μονάδες εντροπίας. Αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμα και αν η νοήμονη ζωή μειώνει την εντροπία με την αυτοργάνωση, η συνολική εντροπία του σύμπαντος πάντα αυξάνεται. Έτσι, βασικά, η μη αναγωγιμότητα και η μη αναστρεψιμότητα είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Είτε πάμε προς τα 'εμπρός' ή προς τα 'πίσω,' η εντροπία θα αυξηθεί. Αλλά σε ό,τι αφορά την ιεραρχία στις φυσικές διεργασίες, είναι κάτι που έχει να κάνει τόσο με την πολυπλοκότητα όσο και με το χρόνο. Η πολυπλοκότητα αναφέρεται σε ορισμένες δομές απαραίτητες προκειμένου να εντοπιστεί η ζωή, ενώ ο χρόνος μπορεί να έχει να κάνει με τη διευθέτηση αυτών των δομών στο χώρο, καθώς και με ορισμένα εξελικτικά στάδια που καθορίζουν τη διαδικασία και την πρόοδο της ειδογένεσης. 

Ας μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε εδώ τη σημασία της ασυνέχειας, ή την 'κβαντική' φύση της όλης διαδικασίας. Υποθέτω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η εξέλιξη δεν είναι μια συνεχής διαδικασία. Ανεξάρτητα από το πόσα κομμάτια θα συγκεντρώνουμε, πάντα θα υπάρχουν κενά ανάμεσα. Δεν γνωρίζω βέβαια ποιο θα μπορούσε να είναι το ελάχιστο 'μήκος' ενός εξελικτικού χάσματος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αυτά τα κενά μπορεί να είναι τόσο μικρά ώστε να δίνουν την εντύπωση της συνέχειας. Αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Δεν πρόκειται ποτέ να δούμε, για παράδειγμα,  ένα τριαντάφυλλο να ανοίγει, ακόμα κι αν πάρουμε  ένα εκατομμύριο φωτογραφίες κατά τις ενδιάμεσες φάσεις. Με την ίδια έννοια, ίσως να μην μπορέσουμε ποτέ να φανταστούμε έναν Αυστραλοπίθηκο να μεταμορφώνεται σε ένα ανθρώπινο ον, και αυτό όχι από κάποια έλλειψη απολιθωμάτων ή δημιουργικής φαντασίας, αλλά επειδή η ίδια η διαδικασία είναι ασυνεχής. Από μία γενιά απολιθωμάτων στην επόμενη ένα γεγονός εξελικτικής επιτάχυνσης μπορεί να λάβει χώρα, έτσι ώστε η όποια αιτιακή συσχέτιση να καταρρεύσει. Ωστόσο, και οι δύο γενιές θα πρέπει να θεωρούνται ότι ανήκουν στο ίδιο είδος. Το επόμενο 'κβαντικό' βήμα της ανθρωποποίησης του Αυστραλοπιθήκου είναι ακόμα πιο δύσκολο να συλλάβουμε. Αλλά σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να υπάρχει ένας πρωτόγονος, πιθηκόμορφος πρόγονός μας. Οπότε αυτό που γεμίζει τα κενά είναι το μυαλό μας, το οποίο συνδέει τις 'τελείες' και αποκαθιστά μια συνεχή και συνεκτική ιστορία. 

Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε την έννοια της εξέλιξης της συνείδησης. Ή άραγε 'συνείδηση της εξέλιξης;' Το γεγονός ότι η εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί ως μια πιθανοκρατική διαδικασία δεν αποκλείει τον παράγοντα της επιλογής, ειδικά της φυσικής επιλογής. Αλλά σε τι βαθμό η φυσική επιλογή ήταν ένα συνειδητό γεγονός, ή αμοιβαία ένα γεγονός της συνείδησης; Η πληροφορία δεν χάνεται. Αποθηκεύεται, σε ό,τι τώρα μας αφορά, στα γονίδια. Αλλά αυτού του είδους η πληροφορία δεν είναι παθητική. Υπαγορεύει πώς πρέπει τα γονίδια να συμπεριφέρονται και πώς να εκφραστούν. Τα γονίδια δεν είναι μόνο οι βιολογικές αποθήκες πληροφορίας. Είναι εκφράσεις της πληροφορίας σε βιολογικό επίπεδο. Όπως είδαμε, η πληροφορία είναι από τη φύση νοήμονη, επειδή περιέχει όλες τις ιδιότητες που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση, τη μετάδοση και το μετασχηματισμό της. Έτσι η συνείδηση εμπίπτει στη σφαίρα της νοήμονης πληροφορίας, ως μια εξελιγμένη της μορφή. Αλλά πριν  ο ανθρώπινος εγκέφαλος και η σκέψη να εξελιχθεί, η συνείδηση, με τη μορφή ενός συστήματος γενικευμένης και διάχυτης πληροφορίας, δρούσε σε όλα τα επίπεδα της ζωής και της ύπαρξης. Αυτό το δίκτυο των αναμεμειγμένων, ή 'υπερκαλυπτόμενων' καταστάσεων πληροφορίας μπορούν κάλλιστα να προσδιορίσουν τη συνείδηση είτε στ' αρχικά ή στα τελικά εξελικτικά στάδια. Η συνείδηση, όπως και η πληροφορία, αναγνωρίζει και ακόμα αποδίδει χρόνο, ενώ η ίδια είναι άχρονη. Αυτός ο άχρονος χαρακτήρας της συνείδησης πηγαίνει πίσω στα πρώτα στάδια της επέκτασης του σύμπαντος, ακόμα και πιο πριν. Η συνείδηση εμφανίζει τις ίδιες ιδιότητες αυθορμητισμού με τα αρχέγονα γεγονότα που προκάλεσαν την έκρηξη του σύμπαντος αρχικά. Γι' αυτό μπορούμε να πούμε ότι η συνείδηση είναι εγγενής στην φύση, με την ίδια έννοια που η πληροφορία είναι απαραίτητη για την οργάνωση της ύλης. Έτσι ενώ η εξέλιξη οδηγεί σε νέες μορφές πληροφορίας και ζωής, η συνείδηση είναι η πραγμάτωση της ίδιας της διαδικασίας. 

Μπορούμε τώρα να συνοψίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της εξέλιξης συζευγμένης ιεραρχίας:

  • Η εξέλιξη διαδραματίζεται σε διακριτά βήματα αντί να είναι μια συνεχής διαδικασία. Τα κενά ανάμεσα στις εξελικτικές περιόδους ξεπερνιούνται με γεγονότα εξελικτικής επιτάχυνσης (ή επιβράδυνσης). 
  • Τα σύνορα μεταξύ διαφορετικών ειδών παρότι είναι διακριτά δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. Διαδικασίες κβαντικής πληροφορίας τρέχουν καθ' όλο το μήκος της ραχοκοκαλιάς της εξέλιξης καθιερώνοντας μη τοπικές συνδέσεις μεταξύ των μορφών ζωής, οι οποίες δεν έχουν σαφή χαρακτηριστικά στην αρχή.
  • Οι εξελικτικές διαδικασίες είναι ιεραρχικές στο χώρο και στο χρόνο, υπόκεινται στη φυσική επιλογή, και κινούνται μη αντιστρεπτά από απλούστερες σε πιο πολύπλοκες μορφές. Ωστόσο, σε ένα αρχικό στάδιο οι πρώτες έμβιες μορφές παρήχθησαν αυθόρμητα και ακαριαία σε πολλά διαφορετικά μέρη. 
  • Υπάρχει ένα κατώτατο όριο αναγωγής κάτω από το οποίο η ζωή ως βιολογική οντότητα δεν ορίζεται. Οι πρώτες ομάδες των πολυκύτταρων οργανισμών δεν μπορούν να αναχθούν σε απλούστερες μορφές χωρίς να χάσουν την ταυτότητά τους ως διακριτά είδη. 
  • Η ειδογένεση συμβαίνει κατά τη διάρκεια εξαιρετικών εξελικτικών γεγονότων όταν συγκεκριμένες συνθήκες πληρούνται και σχετίζεται με τη φυσική καταλληλότητα απέναντι σε ακραία φυσικά φαινόμενα, και με την προϋπόθεση ότι όλοι οι οργανισμοί είναι σε αυτό το στάδιο πρωτόγονοι αρκετά για να μεταποιηθούν σε νέα είδη.
  • Η νοημοσύνη είναι εγγενής στη ζωή με την ίδια έννοια που η πληροφορία ήταν σε θέση να εκφραστεί σε όλες τις σύγχρονες μορφές άψυχης και έμβιας ύλης. Η συνείδηση αντιπροσωπεύει το δίκτυο όλων των ειδών πληροφορίας που διαπερνά το σύμπαν. Με άλλα λόγια η συνείδηση είναι αυτό που εξελίσσεται.

Συμπεράσματα 

Σε αυτήν τη συζήτηση κάναμε ένα ταξίδι στο χρόνο από την εμφάνιση των πρώτων 'ανθρωποειδών' ως το παρόν. Όπως είδαμε, η εξέλιξη δεν είναι μια γραμμική διαδικασία, ούτε και απλή, καθώς χαρακτηρίζεται από κενά στο αρχείο απολιθωμάτων, και από αμφιλεγόμενες ερμηνείες αυτού του αρχείου. Ωστόσο, αυτή η 'ανωμαλία' στην εξελικτική διαδικασία δεν αναιρεί την εξέλιξη, αλλά υποδηλώνει ότι ορισμένες πτυχές της θα πρέπει να επανεξεταστούν, καθώς και ότι ορισμένες θεμελιώδεις υποθέσεις της θα πρέπει να τροποποιηθούν. Αυτές οι υποθέσεις περιλαμβάνουν: την έννοια της ειδογένεσης (την απιθανότητα να έχουμε νέα είδη αποκλειστικά μέσω των μεταλλάξεων και της γενετικής παραλλαγής σε ένα προχωρημένο στάδιο της εξέλιξης), τον 'τελευταίο κοινό πρόγονο' (την παρανόηση ότι οι άνθρωποι και οι πίθηκοι για παράδειγμα εξελίχθηκαν από το ίδιο είδος), το βαθμό της αιτιακής σχέσης ανάμεσα στο φαινότυπο και στο γονότυπο (την απόλυτη άποψη ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά μπορεί να αποδοθούν μόνο στην προσαρμογή και στη φυσική επιλογή), την εμφάνιση των σύνθετων μορφών ζωής από διεργασίες εντελώς τυχαίες (παραβλέποντας την ύπαρξη των μη τοπικών διεργασιών της μορφογένεσης στο επίπεδο ολόκληρου του οργανισμού), και ούτω καθεξής. Συνειδητοποιήσαμε επίσης ότι η έννοια της νοήμονης πληροφορίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να περιγραφεί και να εξηγηθεί η εμφάνιση της νοήμονης ζωής σε κάποια φάση εξέλιξης του σύμπαντος. Ακόμη συζητήσαμε, σε αυτό το πλαίσιο, την έννοια και την σημασία της επιλεκτικής παρατήρησης και της ανθρωπικής αρχής (ότι δηλαδή οι ερμηνείες μας είναι σ' ένα μεγάλο βαθμό αναπόφευκτα ανθρωποκεντρικές). Τέλος συμπεράναμε ότι η ζωή και η νοημοσύνη άπτονται σε εγγενείς ιδιότητες της ύλης, και δημιουργούνται αυθόρμητα μέσα από συμμετρικές (στην πραγματικότητα σπασίματος της συμμετρίας) διαδικασίες. Η πληροφορία είναι από τη φύση της νοήμονη, έτσι ώστε η συνείδηση προκύπτει ως το φυσικό αποτέλεσμα σε επίπεδο επεξεργασίας και κατανόησης της πληροφορίας (η συνείδηση στην πραγματικότητα υφίσταται ακόμα και στο ασυνείδητο επίπεδο της πληροφορίας). Κατά συνέπεια, έννοιες όπως ο Θεός, η Δημιουργία, το σύμπαν, Μεγάλη Έκρηξη, ή Κάμβρια έκρηξη είναι όλες ισοδύναμες, εκφράζοντας τις ίδιες θεμελιώδεις, αν και από διαφορετικές σχολές σκέψης και πεποιθήσεων, ιδιότητες αυτού που αποκαλούμε 'θαύμα της ζωής,' όπως όλοι το γνωρίζουμε. 

Εδώ, θα ήθελα να κάνω μία σύνοψη των συμπερασμάτων στα οποία έχουμε καταλήξει: 

  • Οι άνθρωποι δεν εξελίχθηκαν από τους πιθήκους, καθώς (σύμφωνα με το αρχείο απολιθωμάτων) οι σύγχρονοι πίθηκοι εξελίχθηκαν κατά πάσα πιθανότητα μετά τους ανθρώπους. Ωστόσο, σε κάποιο πρώιμο εξελικτικό στάδιο το πρωτόγονο ανθρώπινο είδος θα έμοιαζε σαν τα υπόλοιπα είδη πιθήκων, έτσι ώστε δεν θα ξεχώριζαν μεταξύ τους.
  • Η εξέλιξη δεν είναι απαραίτητα μια συνεχής και σταθερή διαδικασία. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από εξελικτικά κενά- περιόδους δηλαδή εξελικτικής επιτάχυνσης ή μαζικών εξαφανίσεων.
  • Τα γεγονότα εξελικτικής επιτάχυνσης αναφέρονται σε περιόδους έντονης διαφοροποίησης (αυτό που συχνά αποκαλείται 'ειδογένεση') και θα μπορούσαν να περιγράψουν και να εξηγήσουν την ύπαρξη εξελικτικών κενών. Μπορούν να αποδοθούν σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο 'γονιδιακής έκφρασης' που να πυροδοτείται από βιολογικές και περιβαλλοντικές συγκλίνουσες συνθήκες, ή ακόμα και από περιστατικά υβριδισμού ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους (του ίδιου πάντα είδους), έτσι ώστε τα παραγόμενα υβρίδια να μπορούν καλύτερα να προσαρμοστούν σε ποικίλα περιβάλλοντα. Οπότε, "η εξέλιξη έρχεται όταν οι συνθήκες ευνοήσουν." Με άλλα λόγια, συμβαίνει όταν ο γενετικός κώδικας 'συζευγνύεται' με τα αντίστοιχα περιβαλλοντικά γεγονότα, και ως εκ τούτου εκφράζεται. 
  • Οι βασικές μορφολογικές παραλλαγές ικανές να παράγουν ένα νέο είδος υπήρξαν (τουλάχιστον) μια φορά στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Κάμβριας έκρηξης, έτσι ώστε όλα τα σύγχρονα είδη κατάγονται από παράλληλες γενιές των αντίστοιχων πρώιμων οργανισμών εκείνης της περιόδου. 
  • Η εξελικτική διαδικασία δεν μπορεί να αναπαρασταθεί μ' ένα 'δέντρο,' αλλά, καλύτερα, από ένα 'δίκτυο,' έτσι ώστε διαφορετικά πρωτόγονα, ή ακόμα και σύγχρονα, είδη μπορεί να αλληλοεπικαλύπτονται με τέτοιον τρόπο ώστε οποιοσδήποτε γραμμικός ορισμός του είδους να θεωρηθεί ξεπερασμένος. 
  • Η δυσκολία (ακόμα και απιθανότητα) να ξεχωρίσουμε τα διάφορα είδη από ένα εξελικτικό στάδιο και πιο πίσω, ενισχύει την υπόθεση της αμείωτης πολυπλοκότητας. Από την άλλη, αυτή η υπόθεση περιορίζεται στο περιεχόμενο της δημιουργίας νέων ειδών και της μη ύπαρξης 'χαμένων κρίκων,' χωρίς να αποτελεί έναν νόμο της φύσης, καθώς οι πολυκύτταροι οργανισμοί μπορούν να εξελιχθούν από απλούστερους, οι απλούστεροι από ακόμα πιο θεμελιώδεις, κοκ. 
  • Οι εξελικτικές ασυνέχειες εξηγούν τη δυσκολία αναγνώρισης (ή απλά την απουσία) 'χαμένων κρίκων.' Ερμηνεύονται σε βιολογικό επίπεδο μέσω της διαδοχικής εμφάνισης γενιών ενός είδους και πηγάζουν από τις θεμελιώδεις κβαντικές ιδιότητες της ύλης. Η πράξη της παρατήρησης των γεγονότων της εξέλιξης είναι πιο σημαντική από την όποια χρονολογική ή μορφολογική διευθέτησή τους. 
  • Ο 'τελευταίος κοινός πρόγονος' είναι περισσότερο ένα περιγραφικό εργαλείο παρά μια αντικειμενική, βιολογική  πραγματικότητα, ένα αποτέλεσμα αέναης αναδρομής, καθώς θα υπάρχει πάντα ένας προηγούμενος 'κοινός πρόγονος' που θα σπρώχνει την όλη διαδικασία ολοένα και πιο πίσω στο χρόνο. 
  • Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των τωρινών ομάδων ανθρώπων οφείλονται σε θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των μελών του είδους, γεγονός που δείχνει ότι στο παρελθόν περισσότερα από ένα είδη ανθρώπου υπήρχαν. Ωστόσο, αυτές οι διαφορές μπορεί και να οφείλονται σε κοινωνική προκατάληψη αντί για αποδεδειγμένα επιστημονικά γεγονότα ('ράτσες' ανάλογα με το χρώμα του δέρματος για παράδειγμα). 
  • Η πιθανότητα η νοήμονη ζωή να προέκυψε κατά τύχη είναι πρακτικά μηδενική. Από την άλλη, η υπόθεση του 'νοήμονος σχεδίου' θα υπόκειται σίγουρα στους νόμους της φύσης (γνωστούς ή άγνωστους). 
  • Σύμφωνα με την ανθρωπική αρχή, η πληροφορία για την παραγωγή νοήμονης ζωής σε κάποιο στάδιο εξέλιξης του σύμπαντος υπήρχε, παρότι η τελική της μορφή (ότι θα ήταν τελικά άνθρωπος έναντι κάποιου άλλου είδους) ήταν ζήτημα τυχαίων παραγόντων. 
  • Η συνείδηση συμμετέχει στην όλη διαδικασία ως μια μορφή νοημοσύνης, και επιπλέον αποτελεί το μορφογενετικό παράγοντα της φύσης και του σύμπαντος. 
  • Η θεωρία της εξέλιξης, μέσω των εννοιών της φυσικής επιλογής και της προσαρμογής, εξηγεί μόνο εν μέρει την προέλευση της ζωής και τη φυσική πορεία των ειδών και των ανθρώπων διαμέσου του χρόνου. 
  • Η εξέλιξη συζευγμένης ιεραρχίας δέχεται την αιτιοκρατική άποψη της φύσης μόνο κατά το δεύτερο στάδιο της καθαρής φυσικής επιλογής και προσαρμογής. Σε ένα πρώτο στάδιο τα διάφορα είδη υφίστανται μόνο ως συνθήκες, οι οποίες μπορούν είτε να εκφραστούν ή να ακυρωθούν. Επιπλέον, στο αρχικό στάδιο δεν υπάρχει καμία σαφής διάκριση ανάμεσα στις πρωτοεμφανιζόμενες πρωτόγονες μορφές ζωής. Το αιτιακό στάδιο της φυσικής επιλογής ξεκινάει από αυτήν τη στιγμή κι έπειτα. Ακόμη, η εξέλιξη συζευγμένης ιεραρχίας λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι άνθρωποι μεταποιούν τα πράγματα και τα πλάσματα που παρατηρούν, αποδίδοντάς τους χαρακτηριστικά και μορφή που μπορεί να μην υπήρχαν πριν από το γεγονός της παρατήρησης. Η συνείδηση διαδραματίζει έναν κυρίαρχο ρόλο στην όλη διαδικασία, καθώς, όχι μόνο πηγάζει από το ίδιο πλαίσιο με τις πρώτες οντότητες, αλλά επιπλέον τις μεταμορφώνει, αποτελώντας έτσι η ίδια τον παράγοντα της φυσικής επιλογής.

Περισσότερα:




Σύσταση της Διάνοιας

$
0
0
Οι «νόμοι της Σκέψης» αποτελούν εργασία του George Booleπάνω στην άλγεβρα και στη λογική. Η μαθηματικοποίηση, γενικότερα ποσοτικοποίηση, του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί όχι απλά η φύση αλλά, περισσότερο, η ίδια η σκέψη μας, οδηγεί σε μια βαθύτερη και ακριβέστερη κατανόηση του κόσμου και του εαυτού μας. Όπως ο ίδιος ο Boole επισημαίνει, τα μαθηματικά δεν είναι απαραίτητα η γλώσσα της αλήθειας την οποία χρησιμοποιεί η φύση για να εκπληρώσει τις λειτουργίες της και να πετύχει τους σκοπούς της. Πρώτα απ’ όλα είναι μια ανθρώπινη εφεύρεση. Αλλά η αρμονία και η αντικειμενικότητα που βρίσκονται πίσω από τη γλώσσα των μαθηματικών ίσως αποκαλύπτουν μια βαθύτερη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, η οποία βασίζεται σε μια αναλογία του εσωτερικού ανθρώπινου διανοητικού κόσμου με τα εξωτερικά πραγματικά φαινόμενα. Αυτή η σχέση αποκαθίσταται με τις διαδικασίες της ανθρώπινης διάνοιας και με τη μέθοδο της λογικής επαγωγής. Ακόμα, δηλαδή, και αν η αλήθεια του κόσμου βρίσκεται πέρα από τη σφαίρα της ανθρώπινης αντίληψης, η λογική προσεγγίζει αυτήν την αλήθεια, καθιστώντας την για τον άνθρωπο ολοένα και πιο οικεία. Με αυτόν τον τρόπο ερχόμαστε πιο κοντά σε έννοιες όπως «μονάδα,» «Θεός,» «αγαθό,» «ομορφιά,» «ιδανικό,» ακόμα κι αν αυτές οι έννοιες είναι αναγκαιότητες της ανθρώπινης σκέψης και όχι αναλλοίωτες, αρχετυπικές «ιδέες» μέσα στον κόσμο. Έτσι, ο άνθρωπος, σιγά- σιγά, ανακαλύπτοντας και ερμηνεύοντας τον κόσμο ο οποίος τον περιβάλλει αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η σκέψη του λειτουργεί, ανέρχεται στα σκαλοπάτια της εξέλιξης, περνώντας από το στάδιο των ενστίκτων, των δεισιδαιμονιών και της μεταφυσικής, στη συναίσθηση, στον ορθολογισμό και στην επιστήμη, χωρίς ωστόσο να χάσει απαραίτητα τη «μαγεία» που κρύβει μέσα της η βαθύτερη και πολλές φορές ιδιόμορφη λειτουργία της ίδιας του της σκέψης.


Στη συνέχεια, ο Boole αναλύει την έννοια του συστήματος, σύμφωνα με την οποία ένα σύστημα μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα, όταν δεν υφίστανται πάνω του «εξωτερικές» παρεμβολές, και σύμφωνα με μία θεωρούμενη εγγενή ηθική τάξη:


«Αυτό που εννοώ ως σύσταση ενός συστήματος είναι το σύνολο των αιτιών και τάσεων που παράγουν τον παρατηρούμενο χαρακτήρα του, όταν λειτουργεί, χωρίς παρεμβολές, κάτω από τις συνθήκες στις οποίες το σύστημα θεωρείται ότι προσαρμόζεται. Η κρίση μας σχετικά με τη συγκεκριμένη προσαρμογή πρέπει να θεμελιωθεί με μια μελέτη πάνω στις συνθήκες στις οποίες το σύστημα επιτυγχάνει την πιο απρόσκοπτη δράση, παράγει τα πιο αρμονικά αποτελέσματα, ή ικανοποιεί με κάποιον άλλο τρόπο το φαινόμενο σχέδιο κατασκευής του. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες γνωρίζουμε σαφώς τα αίτια από τα οποία εξαρτάται η λειτουργία του συστήματος, καθώς και τις συνθήκες και τον τελικό σκοπό του. Αυτό είναι το πιο τέλειο είδος γνώσης σχετικά με το θέμα υπό εξέταση. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες γνωρίζουμε ελλιπώς ή εν μέρει τις αιτίες, αλλά είμαστε σε θέση, ωστόσο, να καθορίσουμε σε κάποιο βαθμό τους νόμους της δράσης τους, και, πέραν τούτου, να ανακαλύψουμε τις γενικές τάσεις, και να συμπεράνουμε τον τελικό σκοπό.


Έτσι, πιστεύω ότι σωστά συμπεράναμε ότι υπάρχει μια ηθική τάξηστη φύση μας, όχι επειδή μπορούμε να κατανοήσουμε τα ειδικά μέσα με τα οποία λειτουργεί, όπως συνδέουμε ένα όργανο με τη λειτουργία της όρασης, ούτε γιατί οι άνθρωποι συμφωνούν στη θέσπιση παγκόσμιων κανόνων δεοντολογίας· αλλά επειδή καθώς, σε κάποια μορφή, το συναίσθημα της ηθικής αποδοχής ή απόρριψης εκδηλώνεται παντού, τείνει, οπουδήποτε υπάρχει ανθρώπινη πρόοδος, οπουδήποτε η κοινωνία δεν είναι στάσιμη ή παρακμάζουσα, να συνοδεύει ορισμένες κατηγορίες δράσης, ομόφωνα, και κατά τρόπο που δείχνει τόσο τη μονιμότητα όσο και τη νομιμότητα. Πάντα και παντού η εκδήλωση της τάξης αποτελεί τεκμήριο, πράγματι, μη μετρήσιμο, αλλά πραγματικό, σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση ενός σκοπού ή την εύρεση ενός τέλους, και την ύπαρξη μιας βάσης για την αιτιότητα.»


Κάποιοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η νοημοσύνη στον άνθρωπο είναι ένα προϊόν τυχαίας εξέλιξης. Αυτοί, βέβαια, που διαφωνούν, ισχυρίζονται ότι η πιθανότητα μιας τέτοιας συμπτωματικής εκδήλωσης είναι απειροελάχιστη. Τείνουν, μάλιστα, να θεωρήσουν ότι μόνο μια πρωταρχική υπέρτατη διάνοια θα μπορούσε να δημιουργήσει το φυσικό κόσμο, και, κατά συνέπεια, την ανθρώπινη νοημοσύνη. Ο Boole, ωστόσο, προτιμά να ακολουθήσει μια ενδιάμεση οδό. Ούτε η σύμπτωση, σύμφωνα με αυτόν, μπορεί να οδηγήσει στην ανθρώπινη διάνοια, ούτε η ύπαρξη μιας υπέρτατης διάνοιας μπορεί να εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες και τη μοναδικότητα της ανθρώπινης σκέψης. Για αυτό, όπως επισημαίνει, η αναζήτηση της αλήθειας από τον άνθρωπο, ενώ αυτός παρασύρεται από την παρατήρηση του εξωτερικού κόσμου, θα πρέπει παράλληλα να συνοδεύεται από τη μελέτη της ίδιας της εσωτερικής του φύσης και πραγματικότητας:


«Η ιδιαίτερη ερώτηση σχετικά με τη σύσταση της διάνοιας έχει, αναντίρρητα, προσελκύσει ευρηματικές ερμηνείες σε κάθε εποχή. Γιατί όχι μόνο απευθύνεται στην επιθυμία της γνώσης για την οποία οι μεγαλύτεροι δάσκαλοι της αρχαίας σκέψης πίστευαν ότι είναι έμφυτη στο είδος μας, αλλά επιπλέον προσθέτει στο προηγούμενο κίνητρο την ώθηση του ανθρώπινου και προσωπικού ενδιαφέροντος. Μια πραγματική αφοσίωση στην αλήθεια είναι, πράγματι, σπάνια υποκειμενική στους στόχους της, αλλά ενώ περιπλανάται στα πεδία της εξωτερικής παρατήρησης, δεν ξεχνά τη μελέτη των ίδιων των λειτουργιών μας. Ακόμη και στις πιο υλιστικές περιόδους, ένα μέρος της σκέψης ήταν στραμμένο στον εσωτερικό κόσμο, και η επιθυμία να κατανοήσουμε αυτό από το οποίο όλα τα υπόλοιπα γίνονται κατανοητά απλά υπήρξε συγκεχυμένη προκειμένου να ανανεωθεί.»


Με αυτόν τον τρόπο θεμελιώνεται η πειραματική βάση της σύγχρονης επιστήμης και τεκμηριώνεται η φύση της επιστημονικής αλήθειας. Η γνώση του ανθρώπου για τον κόσμο, σύμφωνα με τον Boole, στηρίζεται στα θεμελιώδη γεγονότα της επιστημονικής αλήθειας, και της ανθρώπινης διάνοιας γενικότερα, ότι είμαστε να θέση να συνάγουμε από τα επιμέρους γεγονότα της εμπειρίας τα γενικά συμπεράσματα της επιστήμης επειδή έχουμε την έμφυτη ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε την τάξη:


«Συνεπώς η αναγκαιότητα μιας πειραματικής βάσης για όλη τη θετική γνώση, σε σχέση με την ύπαρξη και τον ιδιόμορφο χαρακτήρα αυτού του συστήματος διανοητικών νόμων, αρχών και λειτουργιών, στις οποίες στράφηκε η προσοχή, τείνει να ρίξει φως σε ορισμένες σημαντικές ερωτήσεις από τις οποίες ο κόσμος της υποθετικής σκέψης είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό χωρισμένος. Πώς, από τα συγκεκριμένα γεγονότα που παρουσιάζει η εμπειρία, καταλήγουμε στις γενικές προτάσεις της επιστήμης;Ποια είναι η φύση αυτών των προτάσεων; Πρόκειται απλά για συλλογές της εμπειρίας, ή το μυαλό παρέχει κάποια δική του συνδετική αρχή; Με λίγα λόγια, ποια είναι η φύση της επιστημονικής αλήθειας, και ποιες είναι οι βάσεις της πεποίθησης με την οποία ισχυρίζεται ότι μπορεί να αποκτηθεί;


Όταν από ένα μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων του πλανήτη Άρη ο Κέπλερ συμπέρανε ότι η τροχιά του είναι έλλειψη, το συμπέρασμα ήταν μεγαλύτερο από τις υποθέσειςτου, ή από όλες τις υποθέσεις που η απλή παρατήρηση θα μπορούσε να προσφέρει… Ποιο άλλο στοιχείο, επομένως, είναι απαραίτητο να δώσει μια εγκυρότητα με προοπτική σε τέτοιες γενικεύσεις; Είναι η εγγενής δυνατότητα της φύσης μας να εκτιμούμε την τάξη, και η επακόλουθη υπόθεση, όποια κι αν είναι η προέλευσή της, ότι τα φαινόμενα της φύσης είναι συνδεδεμένα με μια αρχή τάξης.Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, οι γενικές αλήθειες της φυσικής επιστήμης δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτηθούν… Η ασφάλεια της ισχύος της γνώσης συνίσταται σε αυτό, ότι οσοδήποτε κι αν τέτοια συμπεράσματα αντιπροσωπεύουν στην πραγματικότητα τη σύσταση της φύσης, η πίστη μας στην αλήθεια τους λαμβάνει απεριόριστη επιβεβαίωση, και σύντομα δεν ξεχωρίζει από τη βεβαιότητα.


Σύγχρονοι γνωστοί συγγραφείς έχουν διαβεβαιώσει ότι όλη η συλλογιστική προχωράει ανάμεσα από ιδιαίτερες αλήθειες. Αναφέρουν ως παράδειγμα ότι το συμπέρασμα που προκύπτει από μια ιδιότητα των μελών ενός συνόλου δεν είναι αρκετό για να καταλήξει κάποιος στο γενικό συμπέρασμα που βεβαιώνει ότι όλα τα μέλη του συνόλου κατέχουν την ιδιότητα από κοινού… Τώρα είτε αυτό ισχύει ή όχι, αυτή η αρχή της τάξης ή αναλογίας με βάση την οποία διεξάγεται ο συλλογισμός πρέπει να δηλωθεί ή να γίνει κατανοητή σαν μια γενική αλήθεια, για να δώσει εγκυρότητα στο τελικό συμπέρασμα. Με αυτήν τη μορφή, τουλάχιστον, η αναγκαιότητα γενικών προτάσεων ως η βάση της επαγωγής επιβεβαιώνεται.»


Το γεγονός ότι ένα συμπέρασμα μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τις αντίστοιχες υποθέσεις, θυμίζει την περίπτωση ενός συνόλου που είναι μεγαλύτερο από τα μέρη τα οποία το απαρτίζουν. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό το σύνολο περιέχει εκτός από τα μέρη που το αποτελούν και την επιπλέον ενέργεια της σύνδεσης μεταξύ αυτών των τμημάτων, όπως τουλάχιστον την κάνει ο άνθρωπος. Ωστόσο, πολλοί έχουν αμφισβητήσει το ενδεχόμενο οι κανόνες της επαγωγής να αρκούν από μόνοι τους να συλλάβουν, πέρα από τις αιτιακές σχέσεις των μερών, την έννοια ενός συνόλου. Σε αυτήν την περίπτωση, σύμφωνα, με τους ίδιους, η ανθρώπινη σκέψη βασίζεται σε αναλλοίωτες και προϋπάρχουσες μορφές, ή αρχέτυπα, που καθοδηγούν τη σκέψη προς τη συνειδητοποίηση αναπόφευκτων, αιώνιων «αληθειών.» Από την άλλη μεριά, βρίσκονται εκείνοι που λένε ότι και τα λεγόμενα αρχέτυπα είναι προϊόντα μεμονωμένα της σκέψης, μορφές δηλαδή που προκύπτουν από τη διαδικασία της επαγωγής και οι οποίες, ως εκ τούτου, είναι καταδικασμένες να είναι ατελείς. Για τον Boole, η αλήθεια βρίσκεται πάλι κάπου στη μέση. Χαρακτηριστικά αναφέρει το παράδειγμα των γεωμετρικών σχημάτων. Ο κύκλος, ως ένα «τέλειο» γεωμετρικό σχήμα, δεν υπάρχει στη φύση. Εντούτοις, εμείς οι άνθρωποι φανταζόμαστε την αντίστοιχη φυσική διαδικασία, την οποία και, κατά κάποιον τρόπο, «τελειοποιούμε» μέσα στη σκέψη μας. Με αυτόν τον τρόπο, καθώς προσεγγίζουμε μια φυσική διαδικασία που από μόνη της δεν είναι «τέλεια,» κτίζουμε την «αλήθεια» και δημιουργούμε χάρη στη σκέψη μας μια έννοια για την τελειότητα, και μια ιδέα πιο ιδανική από τη φύση του φαινομένου που αρχικά θελήσαμε να εξηγήσουμε. Με παρόμοιο τρόπο κτίζουμε και τις φυσικές θεωρίες. Παρατηρούμε φαινόμενα, και, βασισμένοι στις εμπειρίες μας από ανάλογα περιστατικά, θεωρούμε φυσικούς νόμους που να ισχύουν, αν όχι για όλα τα φαινόμενα, για την ευρύτερη κατηγορία των παρόμοιων φαινομένων:

«Αλλά εκτός από τις γενικές προτάσεις που προκύπτουν με επαγωγή από τα σωρευμένα γεγονότα της εμπειρίας, υπάρχουν άλλες που ανήκουν στο χώρο αυτού που ονομάζεται αναγκαία αλήθεια… Η ερώτηση που αφορά τη φύση και την προέλευσή τους είναι πολύ παλιά, και καθώς είναι πιο στενά συνδεδεμένη με την έρευνα σχετικά με τη σύσταση της διάνοιας από κάθε άλλη ερώτηση που υπαινιχθήκαμε, δεν είναι άτοπο να τη θεωρήσουμε εδώ. Ανάμεσα στις γνώμες οι οποίες επικράτησαν σχετικά με το θέμα είναι οι εξής. Έχει θεωρηθεί ότι προτάσεις της κατηγορίας που αναφέραμε υπάρχουν στη σκέψη ανεξάρτητα από την εμπειρία, και ότι οι αντιλήψεις που σχετίζονται με αυτές είναι τα αποτυπώματα αιώνιων αρχετύπων. Με βάση αυτά τα αρχέτυπα, ιδωμένα να διαθέτουν μια πραγματικότητα τέτοια ώστε όλα τα αντικείμενα της αίσθησης να είναι μόνο μια σκιά ή μια αμυδρή εντύπωση, ο Πλάτωνας διακόσμησε τον ιδεατό κόσμο του.


Από την άλλη μεριά, κάποιοι έχουν ισχυριστεί ότι τα θέματα αυτών των προτάσεων είναι αντίγραφα ξεχωριστών αντικειμένων της εμπειρίας· ότι πρόκειται για απλά ονόματα· ότι είναι μεμονωμένα αντικείμενα της εμπειρίας· και ότι οι προτάσεις που σχετίζονται με αυτά, εξαιτίας της ατέλειας αυτών των αντικειμένων, είναι μόνο εν μέρει αληθείς· τέλος, ότι είναι προϊόντα του πνεύματος που σχηματίζονται με την αφαίρεση από την αντίληψη ξεχωριστών πραγμάτων, αλλά σχηματίζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνουν, αυτό που τα μεμονωμένα πράγματα δεν μπορούν ποτέ να γίνουν, θέματα της επιστήμης, δηλαδή θέματα σχετικά με το ποιες ακριβείς και γενικές προτάσεις μπορούν να κατοχυρωθούν.


Τώρα αν η τελευταία από τις παραπάνω απόψεις θεωρηθεί (γιατί δεν προτείνεται να εξετάσουμε ούτε το καθαρά ιδεατό ούτε την καθαρά νομιναλιστική άποψη) και αν διερευνηθεί ποια είναι, με την έννοια που αναφέρθηκε παραπάνω, τα αληθή αντικείμενα της επιστήμης, τα αντικείμενα σε σχέση με τα οποία οι προτάσεις της είναι αληθείς χωρίς οποιοδήποτε στοιχείο λάθους, γίνεται αντιληπτό ότι μόνο μία απάντηση μπορεί να δοθεί. Ότι ούτε τα μεμονωμένα αντικείμενα της εμπειρίας ούτε οι διανοητικές εικόνες που προκύπτουν, μπορούν να διεκδικήσουν αυτήν την αξίωση.


Φαίνεται σίγουρο ότι ούτε στη φύση ούτε στην τέχνη έχουμε ποτέ συμφωνήσει με το γεωμετρικό ορισμό μιας ευθείας γραμμής, ή ενός τριγώνου, ή ενός κύκλου, παρότι η απόκλιση από αυτά τα σχήματα ίσως να μην μπορεί να εκτιμηθεί από τις αισθήσεις· και μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον αμφίβολο, αν μπορούμε να σχηματίσουμε μια τέλεια διανοητική εικόνα, ή έννοια, για την οποία να υπάρχει ομόφωνη συμφωνία. Αλλά δεν είναι αμφίβολο ότι τέτοιου είδους απόψεις, όσο κι αν είναι ατελείς, οδηγούν σε κάτι πέρα από αυτές τις ίδιες, σε μια σταδιακή προσέγγιση κατά την οποία κάθε ατέλεια τείνει να εξαφανιστεί. Παρόλο που το τέλειο τρίγωνο, ή τετράγωνο ή κύκλος, δεν υπάρχουν στη φύση, ξεπερνάνε κάθε δύναμη αναπαράστασης από την αντίληψή μας, και αντιπροσωπεύονται στη σκέψη μας, σαν το όριο μιας απροσδιόριστης διαδικασίας αφαίρεσης. Ωστόσο, χάρη σε μια αξιοθαύμαστη λειτουργία της αντίληψης, μπορεί να γίνουν το αντικείμενο προτάσεων που είναι απολύτως αληθείς. Το βασίλειο της λογικής έτσι μας αποκαλύπτεται ως μεγαλύτερο από εκείνο της φαντασίας…


Σε κάποιο βαθμό, οι ίδιες παρατηρήσεις μπορούν να εφαρμοστούν και στις φυσικές επιστήμες. Αυτό που αποκαλείται από αυτές τις επιστήμες ως «θεμελιώδεις έννοιες,» όπως η δύναμη, η πολικότητα, η  κρυστάλλωση, κλπ., δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνομαι, ούτε πνευματικά προϊόντα ανεξάρτητα από την εμπειρία, ούτε απλά αντίγραφα των εξωτερικών πραγμάτων· αλλά ενώ, από τη μία πλευρά, έχουν ένα αναγκαίο προηγούμενο στην εμπειρία, από την άλλη πλευρά χρειάζονται για το σχηματισμό τους τη δράση της δύναμης της αφαίρεσης, υπακούοντας σε κάποια γενική λειτουργία ή προδιάθεση της φύσης μας, η οποία πάντα μας ωθεί προς την έρευνα, και μας καθιστά κατάλληλους για την κατανόηση της τάξης. Έτσι μελετάμε κατά προσέγγιση τις επιπτώσεις της βαρύτητας στις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, με αναφορά στην περιοριστική παραδοχή ότι οι πλανήτες είναι τέλειες σφαίρες ή σφαιροειδή. Καθορίζουμε προσεγγιστικά τη διαδρομή μια ακτίνας φωτός μέσα στην ατμόσφαιρα, με μια διαδικασία αφαίρεσης όλων των επιδράσεων της θερμοκρασίας. Και αυτή είναι η τάξη της διαδικασίας σε όλα τα υψηλότερα επίπεδα της ανθρώπινης γνώσης.»


Αν η λογική μας ενώνει τον εξωτερικό κόσμο με τον εσωτερικό κόσμο της διάνοιας, τότε θα έχει να αντιμετωπίσει δυο σειρές νόμων σε ισχύ: τους «εξωτερικούς,» φυσικούς νόμους, και τους «εσωτερικούς,» λογικούς νόμους του συστήματος της σκέψης. Αν συνδέσουμε τους φυσικούς νόμους με την «αλήθεια,» τότε μπορούμε να συνδέσουμε τους νόμους της σκέψης με κάποια «αναγκαιότητα.» Έτσι, η παρεμβολή των απόλυτων αληθειών του σύμπαντος πάνω στην αναγκαιότητα των ανθρώπινων σκέψεων, μπορεί να προκαλέσει αυτό που ονομάζεται λογικό σφάλμα. Αλλά ενώ η απόλυτη υπαγωγή της ανθρώπινης σκέψης στις αλήθειες του σύμπαντος θα την αποστερούσε από κάθε ελευθερία, η αναγνώριση της ανεξάρτητης αναγκαιότητάς της, παρότι την καθιστά πολλές φορές «σφαλερή,» δεν τις στερεί, εντούτοις, το δικαίωμά της να υπάρχει. Ο Boole θεωρεί ότι η αποκατάσταση αυτής της σύνδεσης ανάμεσα στον κόσμο της ανθρώπινης σκέψης και στο φυσικό κόσμο μπορεί να επιτευχθεί, λογικά, φιλοσοφικά, αλλά και μαθηματικά:


«Αυτό που είναι τώρα αξιοσημείωτο σε σχέση με αυτές τις διαδικασίες της διανόησης είναι η τάση, και η αντίστοιχη ικανότητα, να προχωράμε από τις ατελείς αναπαραστάσεις της αίσθησης και τις διαφορές της υποκειμενικής εμπειρίας στην κατανόηση γενικών, και πιθανώς αμετάβλητων αληθειών. Όπου αυτή η τάση και αντίληψη ενώνονται, κάθε σειρά συνδεδεμένων περιστατικών στη φύση μπορεί να προσφέρει τη νύξη για μια τάξη πιο ακριβή από εκείνη την οποία εκδηλώνουν άμεσα. Γιατί μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση και ευκαιρία για την άσκηση εκείνων των δυνάμεων των οποίων ο σκοπός είναι η κατανόηση των γενικών αληθειών, οι οποίες πράγματι γίνονται φανερές, αλλά ποτέ με τέλεια πιστότητα, σε έναν κόσμο μεταβλητών φαινομένων.


Αν, επομένως, οι νόμοι της έγκυρης συλλογιστικής ίσχυαν γενικά, θα υπήρχε ένας πολύ στενός παραλληλισμός μεταξύ των λειτουργιών της διανόησης και της εξωτερικής φύσης. Η υπαγωγή σε νόμους μαθηματικούς στη μορφή και στην έκφρασή τους, ακόμα και η απόλυτη υπαγωγή, θα έδινε και στις δύο σειρές έναν κοινό χαρακτήρα. Η κυριαρχία της αναγκαιότητας πάνω στον πνευματικό και στο φυσικό κόσμο θα ήταν παρόμοια πλήρης και παγκόσμια… Αλλά ενώ η παρατήρηση της εξωτερικής φύσης μαρτυρεί με ατράνταχτα στοιχεία το γεγονός, ότι η ομοιομορφία της λειτουργίας και η σταθερή υπαγωγή σε εφαρμοσμένους νόμους επικρατεί σε ολόκληρο το βασίλειό της, αντίθετα, και η παραμικρή προσοχή στις διαδικασίες του διανοητικού κόσμου μάς αποκαλύπτει μια άλλη διάσταση των πραγμάτων. Οι μαθηματικοί νόμοι της συλλογιστικής είναι, κανονικά, οι νόμοι της σωστής συλλογιστικής μόνο, και η πραγματική υπέρβασή τους είναι ένα μονίμως επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Το λάθος,το οποίο δεν έχει καμία θέση στο φυσικό σύστημα, καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος εδώ. Πρέπει να το δεχθούμε αυτό ως ένα από εκείνα τα ύστατα γεγονότα, η καταγωγή του οποίου βρίσκεται πέρα από το χώρο της επιστήμης για να προσδιοριστεί.


Καθώς η διάκριση που τονίστηκε είναι πραγματική, παραμένει ανεπηρέαστη από οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα των απόψεών μας σχετικά με άλλους τομείς της πνευματικής σύστασης. Αν θεωρούμε το πνεύμα ελεύθερο, και αυτή είναι προφανώς η άποψη σύμφωνα με το γενικό πνεύμα αυτών των εικασιών, η ελευθερία του πρέπει να ιδωθεί σε αντιπαράθεση με το βασίλειο της αναγκαιότητας, και όχι σύμφωνα με την ύπαρξη μιας δίκαιης υπεροχής της αλήθειας.Η νόμοι της ορθής επαγωγής μπορεί να παραβιάζονται, αλλά δεν υπάρχουν λιγότερο με αυτήν την έννοια. Εξίσου παραμένουν ανεπηρέαστοι στο χαρακτήρα και στην αυθεντία τους αν η υπόθεση της αναγκαιότητας στην ακραία της μορφή υιοθετηθεί.


Έστω ότι οι νόμοι της ορθής συλλογιστικής… αποτελούν μόνο ένα μέρος του συστήματος των νόμων από τους οποίους η πραγματική διαδικασία της συλλογιστικής, είτε σωστά ή λάθος, διέπεται. Έστω ότι αν αυτό το σύστημα μας ήταν γνωστό στην πληρότητά του, θα έπρεπε να αντιληφθούμε ότι η όλη πνευματική διαδικασία θα ήταν αναγκαία, ακόμη και στο βαθμό που οι κινήσεις του ανόργανου κόσμου είναι απαραίτητες. Και έστω τέλος, ως συνέπεια αυτής της υπόθεσης, ότι τα φαινόμενα της λανθασμένης συλλογιστικής, όπου και αν εμφανίζονται, οφείλονται στην παρεμβολή άλλων νόμωνμε εκείνους των οποίων η σωστή συλλογιστική είναι το προϊόν. Δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι αυτή η περίσταση θα έδινε στους εν λόγω νόμους έναν χαρακτήρα διάκρισης και υπεροχής. Δεν θα μπορούσαν παρά να υποδεικνύουν έναν τελικό σκοπό, ο οποίος δεν εκπληρώνεται πάντα, να διαθέτει μία αυθεντία εγγενή και ορθή, αλλά χωρίς να απαιτεί πάντα την υπαγωγή σε αυτόν.


Τώρα μια απλή θεώρηση μπορεί να δείξει ότι δεν υπάρχει τίποτε ανάλογο με αυτό στον κόσμο των φυσικών νόμων. Το βασίλειο της ανόργανης φύσης δεν επιδέχεται ούτε προτιμήσεις ούτε διακρίσεις. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε κανένα μέρος των νόμων της από τα υπόλοιπα… Αντίθετα, όλοι οι νόμοι της φαίνεται να είναι συντονισμένοι, και όσο μεγαλύτερη είναι η οικειότητά μας μαζί τους, τόσο περισσότερο αναγκαία φαίνεται η συντονισμένη τους δράση για την αρμονία, και, στο βαθμό της κατανόησής μας, για το γενικό σχέδιο του συστήματος… Μία εξήγηση μόνο αυτών των γεγονότων μπορεί να δοθεί, δηλαδή, ότι η διάκριση ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, υπάρχει στη διαδικασία της διάνοιας, αλλά όχι στο χώρο μιας φυσικής αναγκαιότητας.Καθώς προχωράμε από τα χαμηλότερα επίπεδα της ανόργανης ύπαρξης προς τον υψηλότερο βαθμό της συνειδητής σκέψης, αυτή η αντίθεση σταδιακά μας αποκαλύπτεται.


Και πάλι, αυτές οι τελεολογικές προσαρμογές με τις οποίες, χωρίς τον οργανικό τύπο να θυσιάζεται, τα είδη προσαρμόζονται σε νέες συνθήκες ή περιβάλλοντα,- επιτυγχάνονται, πάραυτα, όχι χάρη στη προφανή μοιραία δύναμη των εξωτερικών συνθηκών, αλλά χάρη σε μια παρορμητική εσωτερική ενέργεια. Η ζωή σε όλες τις μορφές της μπορεί έτσι να αντιπαρατεθεί με την παθητική στερεοτυπία της ανόργανης φύσης. Αλλά στο μέτρο που η τελειότητα των τύπων με τους οποίους εκδηλώνεται υλικά έχει σε κάποιο βαθμό ιδανικό χαρακτήρα, στο μέτρο που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την ύψιστη ελλοχεύουσα μεγαλειότητα των μορφών και των προσαρμογών, η αντίθεση φαίνεται λιγότερο εδώ σε σχέση με εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στις διανοητικές διεργασίες και σε εκείνες του καθαρά υλικού κόσμου. Γιατί ο καθορισμένος και τεχνικός χαρακτήρας των μαθηματικών νόμων από τους οποίους και οι δυο διέπονται, φέρνει στο προσκήνιο τη θεμελιώδη διαφορά στο είδος της αυθεντίας, το οποίο με την ισχύ τους εξασκούν αντίστοιχα.»


Ποιοι είναι άραγε αυτοί οι «άλλοι» νόμοι, οι οποίοι μπορεί να συγκρουστούν με τους νόμους της αναγκαιότητας της ανθρώπινης συλλογιστικής και να την αναγκάσουν να θεωρήσει πως υπέπεσε σε κάποιο λογικό ή ηθικό σφάλμα; Ίσως πρόκειται για τους φυσικούς ή μαθηματικούς νόμους του σύμπαντος, διαχρονικές και αναλλοίωτες αλήθειες στις οποίες ο άνθρωπος τόσο πνευματικά όσο και σωματικά θα πρέπει να υπόκειται. Θα πρόκειται δηλαδή για μια προσωπική πάλη του ανθρώπου απέναντι στις βουλές της φύσης, και ενάντια προς τις όποιες δικές του επιθυμίες ή φιλοδοξίες. Αλλά το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι η προοπτική ότι αυτοί οι απόλυτοι νόμοι δεν προέρχονται αποκλειστικά «από έξω,» αλλά ότι μπορεί κάλλιστα να προκύψουν από ένα διαφορετικό, δεύτερο επίπεδο λειτουργίας της ίδιας της σκέψης μας. Ίσως δηλαδή πρόκειται για μία ηθική διάσταση της ανθρώπινης σκέψης, ανεξάρτητη, ως ένα βαθμό, από τη λογική, η οποία αντιπαραβάλλει τις δικές της αξίες απέναντι στα όποια ορθά συμπεράσματα της λογικής. Έτσι, όχι μόνο ανοίγεται μπροστά μας η βαθύτερη προοπτική της πλήρους αρμονίας μας με τον κόσμο και με τους φυσικούς νόμους, αλλά επιπλέον δημιουργείται κι ένα είδος ευθύνης εκπλήρωσης αυτών των νόμων, σ' ένα ηθικό επίπεδο, ως μια υποχρέωσή μας απέναντι στην ίδια μας τη φύση που τους παρήγαγε.


Αυτή η ηθική διάσταση της ανθρώπινης σκέψης μαρτυρείται και στα τελεολογικά ερωτήματα του ανθρώπου, σχετικά με την ύπαρξη, τον προορισμό, αλλά και τον ορισμό του «ορθού βίου.» Συνδυάζεται ακόμα με τη διάνοια του ανθρώπου σε ό,τι αφορά ορισμούς εννοιών όπως η «μονάδα,» το «σύμπαν,» «η δυάδα,» ενώ στην περίπτωση της τελευταίας έννοιας η ηθική κρίση επανέρχεται δριμεία για να θεωρήσει την αντίθεση σε ζεύγη πραγμάτων όπως, καλό και κακό, άρρεν και θήλυ, σωστό και λάθος, ομορφιά και ασχήμια, κοκ. Παρακάτω, ο Boole αναφέρεται ενδεικτικά σε αντιλήψεις σχετικά με κάποιες απ’ αυτές τις έννοιες όπως, η μονάδα, το σύμπαν στη λογική, η δυάδα, και το κακό:


«Υπάρχει άλλη μια περίπτωση που συνδέεται με τα γενικά αντικείμενα αυτού του κεφαλαίου, στην οποία η συρραφή των αληθειών ή γεγονότων, που αντλούνται από διαφορετικές πηγές, προτείνει μια διδακτική διαδικασία προβληματισμού. Συνίσταται στη σύγκριση των νόμων της σκέψης, στην επιστημονική τους αναπαράσταση, με τις πραγματικές μορφές τις οποίες η φυσική υπόθεση στα πρώτα στάδια, και η μεταφυσική εικασία σε όλα τα στάδια, έτειναν να θεωρούν. Υπάρχουν δύο παραδείγματα αυτής της παρατήρησης, στα οποία, ειδικά, θα ήθελα εδώ να στρέψω την προσοχή. Έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει επιστημονική σχέση ανάμεσα στις αντιλήψεις της μονάδαςστους αριθμούς και στο σύμπανστη λογική. Καταλαμβάνουν στα αντίστοιχα συστήματά τους την ίδια σχετική θέση, και υπόκεινται στους ίδιους τυπικούς νόμους.


Τώρα για το Ελληνικό πνεύμα οι όροι «σύμπαν» και «μονάδα» φαίνεται ότι θεωρούνταν σχεδόν ταυτόσημοι. Η ερμηνεία της φύσης αυτής της ενότητας της οποίας ολόκληρη η ύπαρξη θεωρούταν μια εκδήλωση, ήταν ο πρώτος στόχος της φιλοσοφίας… Ο Παρμενίδης δήλωσε απλά ότι όλα τα υπάρχοντα πράγματα ήταν ένα; Ο Μέλισσος δήλωσε ότι το σύμπαν ήταν άπειρο, ανεπίδεκτο αλλαγής ή κίνησης, ένα, όμοιο με τον εαυτό του, και ότι η κίνηση δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Με μια σκέψη η οποία, στο ανακριτικό πνεύμα του Αριστοτέλη, φαινόταν νηφάλια συγκρινόμενη με την βιασύνη των προηγούμενων εικασιών, ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές, ακολουθώντας, ίσως, τα βήματα του συμπολίτη του Ερμοτίμου, αναζήτησε στη διάνοια την αιτία του κόσμου και της τάξης. Η πανθεϊστική τάση που διαπερνούσε πολλές από αυτές τις εικασίες είναι έκδηλη στη γλώσσα του Ξενοφάνη, του ιδρυτή της Ελεατικής σχολής, ο οποίος μελετώντας την έκταση του ουρανού δήλωσε ότι η μονάδα ήταν ο θεός. Ίσως υπάρχουν λίγες, αν όχι καμία, μορφές στις οποίες η μονάδα μπορεί να γίνει αντιληπτή, αριθμητικά αφηρημένα ή λογικά, πραγματιστικά ως μια παθητική ουσία, ή ως μια κεντρική και ζωντανή αρχή, που να μην υπάρχουν στις εφαρμογές αυτών των αρχαίων διδασκαλιών. Είναι αλήθεια περίεργο αλλά ενδεικτικό, ότι ενώ η φύση σε όλες τις πτυχές του ουρανού πρέπει να φαινόταν σαν σκηνή ανεξήγητης αταξίας, ενώ η κοινή πεποίθηση είχε να κάνει με την πολλαπλότητα των θεών της,- η σύλληψη μιας πρωταρχικής μονάδας, αν και μόνο σε μια πρωτόγονη, υλική μορφή, θα πρέπει να είχε βαθύτερες ρίζες· επιβιώνοντας μέσα από τις απογοητεύσεις της περίσκεψης και μέσα από την αέναη αναζήτηση!


Σε εξίσου στενή σχέση με εκείνο το νόμο της σκέψης που εκφράζεται με μια εξίσωση δευτέρου βαθμού, και που έχει ονομαστεί σε αυτήν την πραγματεία νόμος της δυαδικότητας, βρίσκεται η τάση της αρχαίας σκέψης προς εκείνες τις φόρμες των φιλοσοφικών υποθέσεων που είναι γνωστές ως δυαδικές. Η θεωρία του Εμπεδοκλή, η οποία εξήγησε τις φαινομενικές αντιφάσεις της φύσης ερμηνεύοντάς τες με τις δύο αντίθετες αρχές, της «πάλης» και «φιλίας·» και η θεωρία του Λεύκιππου, η οποία ανέλυσε όλη την ύπαρξη σε δύο στοιχεία,  το «πλείστον» και το «κενό,» είναι αυτής της φύσης. Η γνωστή σύγκριση του σύμπαντος με μια λύρα ή τόξο, η «έκδηλη αρμονία» που προκύπτει από τις δύο καταστάσεις των αντιθέτων, προδίδει την ίδια καταγωγή. Στο σύστημα του Πυθαγόρα, το οποίο είναι ένα συνδυασμός του δυισμού με άλλα στοιχεία ενσωματωμένα από τη μελέτη των αριθμών και των σχέσεών τους, δέκα θεμελιώδεις αντιθέσεις αναγνωρίζονται: το πεπερασμένο και το απεριόριστο, το μονό και το άρτιο, η μονάδα και η πολλαπλότητα, το αριστερό και το δεξιό, το άρρεν και το θήλυ, η κίνηση και η ακινησία, η ευθεία και η καμπύλη, το φως και το σκοτάδι, το καλό και το κακό, το ορθό και το κεκλιμένο. Στο σύστημα του Αλκμαίωντος ο ίδιος βασικός δυισμός γίνεται αποδεκτός, αλλά χωρίς τον καθορισμένο και αριθμητικό περιορισμό με τον οποίο συνδέεται στο Πυθαγόρειο σύστημα. Η μεγάλη ανάπτυξη αυτής της ιδέας συναντιέται, ωστόσο, με το αρχαίο δόγμα των Μανιχαϊστών, το οποίο όχι μόνο αποτέλεσε τη βάση του θρησκευτικού συστήματος της Περσίας, αλλά εξαπλώθηκε ευρέως σε άλλες περιοχές της Ανατολής, και έμεινε αξιομνημόνευτο στην ιστορία της Χριστιανικής εκκλησίας.


Η καταγωγή του δυϊσμού ως εικασία, πριν ακόμα συνδεθεί με την προσωποποίηση της Αρχής τουΚακού, αλλά φυσικά ακολουθώντας εκείνα τα δόγματα που είχαν υποθέσει την πρωταρχική μοναδικότητα της φύσης, δηλώνεται από τον Αριστοτέλη:- «Εφόσον έκδηλα υπήρχαν στη φύση πράγματα αντίθετα με το καλό, και όχι μόνο η τάξη και το κάλλος, αλλά επίσης η αναρχία και η ασχήμια· και αφού τα κακά πράγματα προφανώς υπερισχύουν σε αριθμό απέναντι στο καλό, και τα άσχημα πάνω στο κάλλος, κάποιος εισήγαγε εκτενώς την πάλη και τη φιλία ως τις αντίστοιχες αιτίες αυτών των ποικίλλων φαινομένων.» Και στην Ελλάδα, πράγματι, φαίνεται ότι κυρίως ως φιλοσοφική άποψη, ή ως συμπλήρωμα φιλοσοφικών εικασιών, η δυιστική θεωρία κέρδισε έδαφος. Η ηθική εφαρμογή του δόγματος πιο κοντά στο Ελληνικό πνεύμα διατηρείται στη μεγάλη Πλατωνική αντίθεση της «ύπαρξης και μη ύπαρξης,»- στη σύνδεση της πρώτης με οτιδήποτε είναι καλό και αληθές, με τις αιώνιες ιδέες και τον αρχετυπικό κόσμο· και της τελευταίας με το κακό, το λάθος, με τα πρόσκαιρα φαινόμενα του παρόντος.


Οι δύο μορφές υπόθεσης θεωρήθηκαν εδώ από κοινού· ούτε μόνο κατά τη διάρκεια της πρώιμης και της ύστερης Ελληνικής φιλοσοφίας οι τάσεις της παραπάνω σκέψης εκδηλώθηκαν. Σε διάφορες εποχές το ίδιο πνεύμα υιοθετήθηκε. Ιδιαίτερα όπου η ιδιοφυΐα του Πλάτωνα άσκησε την επίδρασή της ήταν αισθητή αυτή η επιρροή. Η ενότητα όλης της ύπαρξης, η αναγνώρισή της με την αλήθεια και την καλοσύνη ως ουσία της· η ψευδαίσθηση, η βαθύτερη απουσία κάθε επιφαινόμενης ύπαρξης· τέτοιες ήταν οι απόψεις,- όπως και οι προδιαθέσεις της σκέψης που κυρίως έτειναν να προωθούν. Εξού και η ισχυρή τάση προς το μυστικισμό ο οποίος, όταν οι καλές μέρες, είτε στο πνευματικό ή στο κοινωνικό πεδίο, τέλειωσαν στην Ελλάδα, άρχισε να επικρατεί στις σχολές της φιλοσοφίας της, και έφθασε στο αποκορύφωμά του με τους Αλεξανδρινούς Πλατωνιστές. Η υποθετικές πραγματείες του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη έδειξαν να ασκούν την ίδια επιρροή, τροποποιημένη κατά πολύ από την επαφή με τα Αριστοτελικά δόγματα, στους σχολαστικούς ερευνητές του Μεσαίωνα. Δεν αποτελεί αντίφαση να πούμε ότι το ύφος της σκέψης που ενθαρρύνθηκε έτσι, ήταν λίγο συνεπές με την πραγματική αφοσίωση σε μια νηφάλια φιλοσοφία.


Ακόμη πιο χαρακτηριστική ήταν η αναβίωση των παλαιότερων μορφών υποθέσεων κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα. Οι φίλοι και συνεργάτες του Lorenzo de' Medici, οι αναχωρητές στην Αγγλία γνωστοί ως Πλατωνιστές του Cambridge, μαζί με πολλά ενδιάμεσα πνεύματα διασκορπισμένα στην Ευρώπη, αφιερώθηκαν εκ νέου είτε στο εγχείρημα επίλυσης του αρχαίου προβλήματος, De Uno Vero, Bono, ή στο να αποδείξουν πως όλα αυτά τα ερωτήματα είναι άσκοπα και μάταια. Τα λογικά στοιχεία που αποτελούν το θεμέλιο όλων αυτών των εικασιών, και από τα οποία φαίνεται να δανείζονται τουλάχιστον τη μορφή τους, θα ήταν εύκολο να τα ανιχνεύσουμε στο περίγραμμα πιο σύγχρονων συστημάτων- πιο ειδικά στη σχέση του δόγματος της απόλυτης μοναδικότητας με τη διάκριση ανάμεσα στο εγώ και στο μη- εγώ ως τύπο της φύσης, που αποτελεί τη βάση της φιλοσοφίας του Χέγκελ.»


Καθώς λοιπόν οι «αλήθειες» της «απόλυτης σκέψης» συγκρούονται με τις ανάγκες της εμπειρικής λογικής, αποκαλύπτονται οι βαθύτερες δομές της σύστασης της διάνοιας. Από τη μία πλευρά, η ανάγκη θεώρησης αληθειών οδηγεί στην έννοια της «μονάδας» και, από την άλλη πλευρά, η σχετικότητα των κανόνων της λογικής αντιπαραβάλλεται με το θεμελιώδες δίπολο της δυαδικότητας. Ίσως, επομένως, το τριαδικό δόγμα να έρχεται ως φυσική συνέπεια της ένωσης της μονάδας και της δυάδας, όπου στην κορυφή του στέκεται η μοναδικότητα ενός «απόλυτου όντος,» του Θεού, ενώ στη βάση του βρίσκεται ο δυαδικός ανθρώπινος κόσμος του «καλού» και του «κακού.» Ωστόσο, το δόγμα της τριαδικότητας είναι μόνο ένας τρόπος κατανόησης κι ερμηνείας του κόσμου που μας περιβάλλει. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να πει, όπως άλλωστε κάποιοι αρχαίοι σοφοί είχαν ήδη υποθέσει, ότι αυτό που πραγματικά υπάρχει είναι η μονάδα, ενώ ο υλικός, καθημερινός μας κόσμος προκύπτει ως μια προβολή αυτής της μονάδας, και ότι, κατά βάση, αποτελεί ψευδαίσθηση. Κάποιος άλλος θα έλεγε ότι εξίσου το καλό και το κακό αποτελούν πραγματικότητες, και ότι η δομή του κόσμου είναι θεμελιωδώς δυαδική.


Ακόμα και αν η ανθρώπινη σκέψη έχει την τάση να χωρίζει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο ώστε να αναγνωρίζει σε αυτά αντιθέσεις για σύγκριση, από την άλλη μεριά, επιδιώκει την ενοποίηση, έτσι ώστε να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει τον κόσμο στην ολότητά του. Οι ανθρώπινοι συλλογισμοί προχωράνε από τα επιμέρους προς το όλο, ανασυνθέτοντας έτσι την ολότητα του κόσμου. Παράλληλα όμως, υπάρχει μια προϋπάρχουσα θεώρηση του όλου, σαν ένα είδος αλήθειας μέσα στον κόσμο, την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται, ίσως με το δικό του προσωπικό τρόπο, και κτίζει με βάση αυτήν κάθε λογικό συνειρμό του. Ίσως μια τέτοια προσπάθεια να είναι βεβιασμένη, και αναπόφευκτα να μας οδηγεί σε λάθη και άτοπα. Αποκαλύπτει, ωστόσο, μια πιθανή βαθύτερη σύνδεση του ανθρώπου με τον κόσμο, της ανθρώπινης διάνοιας με τη σύσταση της φύσης, έτσι ώστε μέσω αυτής της αρχής της αναλογίας να προχωράμε τμηματικά και σταδιακά προς την ανασύνθεση της ενότητας του κόσμου:


«Οι προσπάθειες των υποθετικών σκέψεων να φθάσουν στην κορφή της αλήθειας, από την οποία μπορούν να ερευνήσουν όλο το πλαίσιο και τη σύνδεση των πραγμάτων με τη σειρά της επαγωγικής σκέψης, έχουν διαφέρει λιγότερο στις μορφές της θεωρίας την οποία παρήγαγαν από ό,τι στη φύση των ερμηνειών που αποδόθηκαν σε αυτές τις μορφές. Και εδώ έγκειται το πραγματικό ερώτημα σχετικά με την επίδραση των φιλοσοφικών συστημάτων πάνω στην ανυπαρξία και στη ζωή. Γιατί παρότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να συμφωνήσουν σχετικά με την απαρχή όλων των μορφών και των συνθηκών σε μια πρωταρχική μοναδικότητα, οι αντιλήψεις τους είναι διαφορετικές σε ό,τι αφορά αυτήν τη μοναδικότητα, και ποια είναι τα είδη της σχέσης, εκτός από εκείνο της απλής αιτιότητας, που κρατά τα πράγματα μαζί. Εδώ μπορεί επίσης να γίνει αισθητή η αδυναμία της απλής λογικής, η ανεπάρκεια της βαθύτερης γνώσης των νόμων της αντίληψης, να επιλύσει αυτά τα προβλήματα που βρίσκονται πιο κοντά στην καρδιά μας, καθώς τα χρόνια που περνούν αφαιρούν από τη ζωή μας τις ψευδαισθήσεις της Χρυσής Αυγής της.


Αν θεωρήσουμε τον εξαιρετικά αυθαίρετο χαρακτήρα της ανθρώπινης γνώμης, δεν αναμένεται, ούτε ισχυριζόμαστε εδώ, ότι οι παραπάνω μορφές είναι οι μόνες οι οποίες αντιπροσωπεύουν λύσεις των υποθέσεων σχετικά με το πρόβλημα της ύπαρξης. Κάτω από συγκεκριμένες επιδράσεις άλλες μορφές δογμάτων έχουν προκύψει, όχι σπάνια, καλύπτοντας εκείνα που παρουσιάστηκαν παραπάνω. Αλλά η ευρεία επικράτηση των συγκεκριμένων θεωριών που θεωρήσαμε, μαζί με την εμφανή αναλογία τους με τους εκπεφρασμένους νόμους της σκέψης, δίκαια μπορούν να εκληφθούν ότι υποδεικνύουν μια σύνδεση μεταξύ των δύο συστημάτων. Όπως όλες οι άλλες πνευματικές πράξεις και διαδικασίες χαρακτηρίζονται από τις σφαλερές παραδοξότητές τους, έτσι και η λειτουργία του νόμου της σκέψης που ονομάστηκε σε αυτήν την εργασία νόμος της δυαδικότητας μπορεί να έχει τη δική του ιδιόμορφη τάση για λάθη, εξωθώντας την απλή επιδίωξη της συμφωνίας στην αντίθεση, διαμορφώνοντας έτσι έναν κόσμο που βλέπουμε αναγκαστικά να αποτελείται από μέρη συμπληρωματικά μεταξύ τους, σχηματίζοντας την αντίληψη ενός κόσμου θεμελιωδώς χωρισμένου από αντίθετες δυνάμεις. Αυτή, με κάποιες γενικές αλλά βιαστικές επαγωγές για τα φαινόμενα, μπορεί να είναι η προέλευση του δυϊσμού,- ανεξάρτητα από το ερώτημα αν ο δυϊσμός είναι σε οποιαδήποτε μορφή μια πραγματική θεωρία ή όχι. Εδώ, ωστόσο, είναι μεγαλύτερης σημασίας να εξετάσουμε λεπτομερώς την επιρροή αυτών των αρχαίων μορφών εικασίας, όπως αναβιώνουν σήμερα, στην πρόοδο της πραγματικής γνώσης· και επί αυτού επιθυμώ, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, να προσθέσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις:


Μπορεί η πρόοδος της φυσικής γνώσης να τείνει προς την αναγνώριση μιας κεντρικής ενότηταςστη φύση. Στα πλαίσια μιας τέτοιας ενότητας που να αποτελείται από την αμοιβαία σχέση των τμημάτων ενός συστήματος μπορεί να υπάρχει μικρή αμφιβολία, όπως οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν υποθέσει βάσιμα, για μια πιο στενή σχέση των φυσικών δυνάμεων, από την απλή ιδέα ενός συστήματος που θα μας οδηγούσε σε μια εικασία. Επιπλέον, μπορεί να ισχύει ότι στους κόλπους αυτής της υποτιθέμενης ενότητας υπάρχουν ορισμένες γενικές διαδικασίες διαίρεσης και επανένωσης, οι πηγές, κάτω από την Υπέρτατη Θέληση, ενός μεγάλου μέρους της ποικιλότητας της φύσης. Οι περιπτώσεις των φύλλων και της πολικότητας έχουν αναφερθεί υπέρ μιας τέτοιας άποψης. Ως υπόθεση, θα τολμούσα να προσθέσω, ότι δεν είναι πολύ απίθανο ότι, κατά παρόμοιο τρόπο, η σύσταση των πραγμάτων μπορεί να αντιστοιχεί σε εκείνη της εσώτερης σκέψης. Αλλά αυτή η αντιστοιχία, αν ποτέ αποδειχθεί ότι ισχύει, θα είναι η τελευταία συναγωγή της ανθρώπινης γνώσης, όχι ως η πρώτη αρχή της επιστημονικής έρευνας. Η φυσική σειρά της ανακάλυψης είναι από τα επιμέρους προς το παγκόσμιο, και μπορεί με βεβαιότητα να υποστηριχτεί ότι δεν έχουμε ακόμα προχωρήσει αρκετά σε αυτήν την πορεία ώστε να μπορέσουμε να καθορίσουμε ποιες είναι οι τελικές μορφές στις οποίες όλες οι επιμέρους διαφορές της φύσης συγκλίνουν, και από τις οποίες θα λάβουν την εξήγησή τους.»


Η συνύπαρξη της ανθρώπινης διάνοιας με τη φυσική πραγματικότητα δεν αναιρούν η μία την άλλη. Μάλιστα, ως ένα βαθμό, σύμφωνα με τον Boole, τα δυο συστήματα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Για παράδειγμα, θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε ένα απόλυτο «καλό,» κι ένα σχετικό «κακό» ως προϊόν ατέλειας της ανθρώπινης διάνοιας, καθώς, όπως ο ίδιος τονίζει, εξίσου το καλό και το κακό αποτελούν ένα ζεύγος αντίθεσης που δημιουργείται από την ηθική διάσταση της ανθρώπινης σκέψης, ενώ, πιθανότατα, δεν υφίστανται ως αντίθετες πραγματικότητες στη φύση. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία που δίνουμε στο φυσικά φαινόμενα θα αντιστοιχεί σε κάποια πραγματικά αντικείμενα της φύσης. Έτσι λοιπόν, ακόμα κι αν έχουμε μια αδυναμία, λόγω, πιθανότατα, κάποιων τάξεων μεγέθους να αντιληφθούμε σε όλο το εύρος και βάθος τον κόσμο, μπορούμε να θέσουμε τα διαλεκτικά κι επιστημονικά θεμέλια κατανόησης και γνώσης, σχετικά με τα χαρακτηριστικά εννοιών όπως, το «άπειρο,» το «σύμπαν» και η «αιωνιότητα:»


«Αν αυτή η αντιστοιχία ανάμεσα στις μορφές της σκέψης και στην πραγματική σύσταση της φύσης αποδεικνυόταν να υπάρχει, οποιοδήποτε είδος σύνδεσης ή σχέσης κι αν μπορούσε να υποτεθεί ότι υφίσταται μεταξύ των δύο συστημάτων, δεν θα επηρέαζε σε κανένα βαθμό το ζήτημα της αμοιβαίας ανεξαρτησίαςτους. Δεν θα οδηγούσε με καμία έννοια στη συνέπεια ότι το ένα σύστημα είναι απλό προϊόν του άλλου. Μια υπερβολικά μεγάλη εξάρτηση από μεταφυσικές εικασίες φαίνεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να έχει παράξει μια τάση προς αυτό το είδος ψευδαίσθησης. Έτσι, από τις πολλές προσπάθειες που έχουν γίνει για την εξήγηση της ύπαρξης του κακού, έχει αναζητηθεί να αποδοθεί σε αυτό το γεγονός ένας απλά σχετικός χαρακτήρας,- να θεμελιωθεί πάνω σε ένα είδος λογικής αντίθεσης με το εξίσου σχετικό στοιχείο του καλού. Αρκεί να πω ότι η υπόθεση είναι άσκοπη.


Αν η μελέτη των νόμων της σκέψης δεν μας βοηθά ούτε να προσδιορίσουμε την πραγματική σύσταση των πραγμάτων ούτε να εξηγήσουμε τα γεγονότα που συνδέονται με αυτήν τη σύσταση, ακόμα λιγότερο μας επιτρέπει να υπερβούμε τις παρούσες συνθήκες της ύπαρξής μας, ή να επικυρώσουμε την αξίωση που επιβεβαιώνει τη δυνατότητα μιας διαισθητικής γνώσης του απείρου και του απεριόριστου,- είτε αυτή η γνώση αναζητηθεί στο πεδίο της φύσης, ή πέρα από αυτό. Δεν μπορούμε ποτέ να πούμε ότι κατανοούμε αυτό που αναπαρίσταται στην σκέψη ως το προϊόν μιας αέναης διαδικασίας αφαίρεσης. Μια πρόοδος επ' άπειρον είναι αδύνατη στις πεπερασμένες δυνάμεις. Αλλά παρόλο που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το άπειρο, μπορεί να υπάρχουν επιστημονικές βάσεις ώστε να πιστέψουμε ότι η ανθρώπινη φύση έχει φτιαχτεί σε κάποια σχέση με το άπειρο. Δεν μπορούμε να εκφράσουμε τους νόμους της σκέψης απόλυτα, ή να καταρτίσουμε με την πιο γενική έννοια τις μεθόδους των οποίων αποτελούν τις βάσεις, χωρίς τουλάχιστον να αναλογιστούμε τις συνέπειες των στοιχείων που η κοινή γλώσσα εκφράζει με τους όρους «Σύμπαν» και «Αιωνιότητα.»»


Όπως είδαμε, η λογική επαγωγή, ως διαδικασία της διάνοιας, μας επιτρέπει να προχωράμε από τα επιμέρους γεγονότα της καθημερινής εμπειρίας σε γενικά συμπεράσματα που αφορούν την επιστημονική αλήθεια. Αυτή η αλήθεια, αντιστοιχεί σε μια αντικειμενική φυσική πραγματικότητα, την οποία επίσης αντιλαμβανόμαστε ως ένα γενικό πρότυπο πάνω στο οποίο βασίζουμε τους συλλογισμούς μας. Η σύσταση της διάνοιάς μας, δηλαδή, είναι σχετική με την αλήθεια της φυσικής πραγματικότητας, και αυτή η σχέση μπορεί να εκφραστεί μέσα από την αρχή της αναλογίας. Ο κόσμος που μας περιβάλλει δεν είναι μόνο χαώδης και πιθανοκρατικός. Διαθέτει νομοτέλεια, καταγωγή και κατεύθυνση. Αυτές τις ίδιες ουδέτερες φυσικές έννοιες, εμείς τις αντιλαμβανόμαστε και τις ερμηνεύουμε, αντίστοιχα, ως ηθικούς κανόνες, προορισμό και σκοπό. Με αυτόν τον τρόπο, ενώ η συνείδησή μας φαίνεται να αρέσκεται σε αυτό το παιχνίδι επαφής και κατανόησης της φύσης, παράλληλα, υπάγεται στη σφαίρα του καθήκοντός της, απέναντι στον κόσμο και στον εαυτό της:


«Αποφεύγοντας το περαιτέρω κυνήγι ενός ειρμού σκέψης που σε ορισμένους μπορεί να φανεί υπερβολικά υποθετικός, ας επανεξετάσουμε σύντομα τα θετικά αποτελέσματα στα οποία έχουμε οδηγηθεί. Φάνηκε ότι υπάρχουν στη φύση μας λειτουργίες που μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε από τα ιδιαίτερα γεγονότα της εμπειρίας στις γενικές προτάσεις που αποτελούν τη βάση της επιστήμης·καθώς επίσης και λειτουργίες που χρησιμεύουν να συμπεράνουμε από γενικές προτάσεις που γίνονται δεκτές ως αληθείς τα ιδιαίτερα συμπεράσματα που συνεπάγονται… Η ανθρώπινη φύση, στην ουσία ανεξάρτητα από τις παρατηρούμενες ή έκδηλες τάσεις της, φαίνεται ότι έχει μια σύσταση σχετική με την αλήθεια· και αυτή η σχέση, θεωρούμενη ως θέμα της θεωρητικής γνώσης, είναι τόσο ικανή να μελετηθεί στις λεπτομέρειές της, όσο και άξια να μελετηθεί έτσι, όπως και οι διάφοροι τομείς της φυσικής επιστήμης θεωρούνται με τον ίδιο τόπο. Θα ήθελα να επιστήσω ιδιαίτερα την προσοχή σε αυτήν την άποψη της σύστασης της διάνοιας η οποία την αναπαριστά ως υποκείμενη σε νόμους καθορισμένους στο χαρακτήρα τους, αλλά χωρίς να λειτουργούν με τη δύναμη της αναγκαιότητας· που την αναπαριστά απαλλαγμένη από την κυριαρχία της μοίρας, χωρίς να έχει εγκαταλειφθεί στην αναρχία της τύχης.


Δεν είναι δυνατό να ενστερνιστούμε αυτή την άποψη χωρίς να δεχθούμε τουλάχιστον ως πιθανές τις συνέπειες τις οποίες, σύμφωνα με την αρχή της αναλογίας,φαίνεται να προβάλλει σε σχέση με μία άλλη και υψηλότερη πτυχή της φύσης μας,- την υπαγωγή της στη σφαίρα του καθήκοντος καθώς επίσης και σε εκείνη της γνώσης αμετάβλητων νόμων των οποίων η ισχύς δεν βρίσκεται στη δύναμη,- τη σύστασή της σε σχέση με ένα ιδεατό πρότυπο και έναν τελικό σκοπό. Η εφαρμογή των επιστημονικών μεθόδων στη μελέτη των διανοητικών φαινομένων, διεξαγόμενη με ένα αμερόληπτο εξεταστικό πνεύμα, και χωρίς να παραβλέπει εκείνα τα στοιχεία του λάθους και των παρεμβολών που πρέπει να γίνουν δεκτά ως γεγονότα, παρότι δεν μπορούν να θεωρηθούν νόμοι, στη σύσταση της φύσης μας, φαίνεται να παρουσιάζουν τα υλικά μια καταλληλότερης αναλογίας.»


Τέλος, ο Boole μας κάνει να αναρωτηθούμε τι προσφέρει η μελέτη των νόμων της σκέψης, και της μαθηματικής έκφρασής τους, ειδικότερα. Σίγουρα, η συνειδητοποίηση των θεμελιωδών ερωτημάτων που μας απασχολούν, όπως ο ορισμός του είδους μας, η σχέση μας με τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους, καθώς και οι σκοποί για τους οποίους οι διάφορες λειτουργίες της φύσης σχεδιάστηκαν, μας οδηγεί σε μια αυτογνωσία και σε μια σχέση αρμονίας ανάμεσα στον εαυτό μας, στον κόσμο και στους άλλους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο κτίζεται ο πνευματικός μας πολιτισμός. Τα μαθηματικά αποτελούν μια γλώσσα εκλογίκευσης των διαδικασιών της σκέψης μας, τα οποία, μαζί με τη γλώσσα στην ευρύτερη έννοιά της, βοηθούν στην οργάνωση ενός άρτιου και καθορισμένου συστήματος εκπαίδευσης. Τα μαθηματικά αποτελούν, εν ολίγοις, το όργανο «εκλογίκευσης της λογικής μας.» Ωστόσο, όπως ο ίδιος ο Boole πολύ σοφά επισημαίνει, δεν αρκούν τα μαθηματικά για να ανακαλύψουμε και να περιγράψουμε όλα τα φαινόμενα του ανθρώπινου ψυχισμού. Η ηθική διάσταση της ανθρώπινης διάνοιας, σε συνδυασμό με τα συναισθήματα και τις εσώτερες παρορμήσεις, μας ωθεί σε σκέψεις και δράσεις οι οποίες αναζητούν μια ευρύτερη αντίληψη του κόσμου, καθώς και την αποδοχή ανώτερων σκοπών, πρωτόφαντων στη φυσική ιστορία του κόσμου. Αν τα μαθηματικά μας προσφέρουν την ποσοτικοποίηση  και την εκλογίκευση των φυσικών μας λειτουργιών, ένα είδος διαίσθησης ή διόρασης, που ενυπάρχει στο σύστημα της διάνοιάς μας, καλεί να επεκτείνουμε τη διαδικασία αναζήτησης, ερμηνείας και δράσης σε σχέση με τον κόσμο, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα  λογικής με την ευρύτερη έννοια, διευρύνοντας και τελειοποιώντας έτσι το ίδιο το σύστημα της διάνοιάς μας!:


«Αν κάποιος ρωτήσει ποιος είναι ο πρακτικός σκοπός αυτών των ερευνών, μπορούμε να απαντήσουμε ότι υπάρχουν διάφορα αντικείμενα σε σχέση με τα οποία οι ανθρώπινες πράξεις καθορίζονται κυρίως από τις υποθετικές τους απόψεις σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Η εκπαίδευση,με την ευρύτερη έννοια, είναι ένα από αυτά τα αντικείμενα. Τα θεμέλια μιας έρευνας σχετικά με τη φύση και τις μεθόδους της θα βρίσκονται σε κάποια προηγούμενη θεωρία για το τι είναι άνθρωπος, ποιοι είναι οι σκοποί για τους οποίους οι διάφορες λειτουργίες του σχεδιάστηκαν, ποια είναι τα κίνητρα που έχουν τη δύναμη να τις οδηγήσουν σε δράση, και να παράξουν τα πιο τέλεια και πιο σταθερά αποτελέσματα. Μπορεί κάποιος να αμφιβάλλει αν αυτά τα ερωτήματα έχουν ποτέ πλήρως θεωρηθεί, και την ίδια στιγμή κατά τρόπο αμερόληπτο, στις σχέσεις που εδώ προτείναμε. Η ύψιστη καλλιέργεια της αισθητικής από τη μελέτη των καθαρών προτύπων της αρχαιότητας, η μέγιστη συναναστροφή με τα γεγονότα και τις θεωρίες της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, ιδωμένα από αυτήν την ευρύτερη προοπτική της φύσης μας, μπορούν να εμφανιστούν μόνο ως μέρη μιας τέλειας σχολής σκέψης.


Οι νόμοι της σκέψης, σε όλες τις διαδικασίες της αντίληψης και της συλλογιστικής, σε όλες εκείνες τις λειτουργίες των οποίων η γλώσσα είναι η έκφραση ή το όργανο, είναι του ίδιου είδους με τους νόμους των αναγνωρισμένων διαδικασιών των μαθηματικών. Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε αυτούς τους νόμους προκειμένου να σκεφτόμαστε με συνέπεια, ή, απλά, να διαθέτουμε ορθή λογική. Οι άνθρωποι επάγουν συμπεράσματα χωρίς καμία συναίσθηση των στοιχείων στα οποία η όλη διαδικασία βασίζεται. Ακόμη λιγότερο είναι επιθυμητό να εξαίρουμε τη λειτουργία της συλλογιστικής πάνω από τη λειτουργία της παρατήρησης, της περισυλλογής και της κρίσης. Αλλά με βάση τον ισχυρισμό ότι η ανθρώπινη σκέψη, στα ύστατα στοιχεία της, αποκαλύπτεται σε μαθηματικές μορφές, έχουμε ένα τεκμήριο ότι οι μαθηματικές επιστήμες καταλαμβάνουν, από τη σύσταση της φύσης μας, μια θεμελιώδη θέση στην ανθρώπινη γνώση, και ότι κανένα σύστημα πνευματικού πολιτισμού δεν μπορεί να είναι πλήρες ή θεμελιώδες, αν τις παραμελεί.


Αλλά η ίδια κατηγορία σκέψεων δείχνει εξίσου το λάθος εκείνων που θεωρούν τη μελέτη των μαθηματικών και των εφαρμογών τους, ως επαρκή βάση είτε της γνώσης ή του τομέα τους. Η σύσταση του φυσικού πλαισίου δεν είναι μόνο μαθηματική. Αν η σκέψη, με την ιδιότητα της κανονικής συλλογιστικής, υπακούει, είτε συνειδητά ή ασυνείδητα, μαθηματικούς νόμους, διεκδικεί μέσω των άλλων ικανοτήτων της αίσθησης και δράσης, μέσω των αντιλήψεών της περί ομορφιάς και ηθικής καταλληλότητας, μέσω των βαθιών πηγών της συναισθήματος και αγάπης, να διατηρεί μια σχέση με μια διαφορετική τάξη πραγμάτων. Υπάρχει επιπλέον ένα εύρος διόρασης, μια δύναμη συμπάθειας απέναντι στην αλήθεια σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις της, που δεν μετριέται με τη δύναμη και τη λεπτομέρεια της διαλεκτικής λειτουργίας. Ακόμη και η αποκάλυψη του υλικού σύμπαντος σε όλο το μέγεθός του, την παγκόσμια τάξη του, και τη διαχρονικότητα των νόμων, δεν είναι απαραίτητα πλήρως κατανοητό από όποιον έχει συλλάβει με την πιο απειροελάχιστη ακρίβεια τα βήματα μιας μείζονος απόδειξης. Και αν ενστερνιστούμε στην έρευνά μας τα ενδιαφέροντα και τις υποχρεώσεις της ζωής, πόσο λίγο οι όποιες ικανότητες ποσοτικοποίησης μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις βαθύτερες ερωτήσεις που αντιπροσωπεύουν!»





Αλληλεπιδράσεις σκέψης-μυαλού

$
0
0
Η σκέψη και ο εγκέφαλος δεν ταυτίζονται. Στην πράξη, μπορούν να θεωρηθούν δύο διαφορετικά πράγματα. Αν θεωρήσουμε τον εγκέφαλο ως το 'υλικό' μέρος, η σκέψη θα αποτελεί το μη-υλικό ή 'πνευματικό' μέρος ενός θεμελιώδους δίπολου. Αυτό το δίπολο δημιουργεί τον κόσμο της συνείδησης, ή, εναλλακτικά, η συνείδηση εκφράζεται στο ανθρώπινο ψυχικό επίπεδο μέσα από το ζευγάρι σκέψη- μυαλό. Με τον όρο ψυχή εννοούμε ακριβώς αυτές τις νοητικές λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, αν και η έννοια της ψυχής μπορεί να επεκταθεί για να συμπεριλάβει όλα τα ανθρώπινα πνευματικά-συναισθηματικά φαινόμενα. Σε αυτήν την περίπτωση η 'ψυχή' θα ταυτιζόταν με τον όρο 'συναισθηματική νοημοσύνη.'

Η αντιπαράθεση πνεύματος- ύλης είναι πολύ παλιά, αν και κανένα από τα δύο αυτά στρατόπεδα δεν μπορεί να διεκδικήσει αποκλειστικά το σύνολο της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο υλισμός δέχεται ότι η ψυχή και το πνεύμα παράγονται μέσα από υλικές διεργασίες, ενώ ο ιδεαλισμός θεωρεί ότι το πνεύμα, ή η ψυχή είναι αυτή που παράγει τον υλικό κόσμο. Ωστόσο, ενώ ο ιδεαλισμός δεν μπορεί να εξηγήσει πώς από το μη-υλικό παράγεται το υλικό, ο υλισμός δεν μπορεί να εξηγήσει πώς από το υλικό παράγεται το πνεύμα χωρίς να υπάρχει κάποιος νοήμων παράγοντας να οργανώσει την ύλη εξαρχής.

Η θεωρία των πιθανοτήτων, η οποία είναι φαινομενολογική κατά βάση, θέτει το πρόβλημα σε διαφορετική βάση. Ποιες είναι οι πιθανότητες, για παράδειγμα, από το μηδέν να παραχθεί ευφυής ζωή μέσα στο σύμπαν από καθαρά τυχαίες υλικές διεργασίες; Ουσιαστικά είναι μηδέν. Αλλά μια παράμετρος θα μπορούσε να αλλάξει αυτό το αποτέλεσμα. Μια αιτία δηλαδή. Αν συμπεριλάβουμε σε μια πιθανοκρατική εξίσωση έναν παράγοντα τέτοιον ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μην τείνει στο μηδέν αλλά σε ένα μη μηδενικό αποτέλεσμα, τότε το όλο πρόβλημα του 'παραδόξου της ύπαρξης' διορθώνεται. Τώρα, σε ό,τι αφορά αυτήν την παράμετρο μπορεί να είναι μια 'υλική' παράμετρος, όπως, λόγου χάρη, ένας αλγόριθμος που να οδηγεί στην αυτοργάνωση των υλικών διαδικασιών. Ωστόσο, όποιος και όσο υλικός κι αν είναι αυτός ο παράγοντας, αναπόφευκτα, θα λέγαμε, μας οδηγεί σε κάποιο χαρακτηριστικό νοημοσύνης. Ο αλγόριθμος στον οποίον αναφερθήκαμε έχει ένα τέτοιο χαρακτηριστικό, καθώς αποτελεί μια 'νοήμονη' αιτία για μια καθοδηγούμενη πορεία της υλικής διεργασίας. Αλλά γενικότερα η όποια εισαγωγή μιας ή περισσοτέρων παραμέτρων έτσι ώστε να κάνουμε μια κατανομή πιθανοτήτων να 'τρέξει' προς μια μη μηδενική και πεπερασμένη κατεύθυνση, προϋποθέτει έναν νοήμονα παράγοντα στην όλη διαδικασία.

Το συμπέρασμα ότι το σύμπαν είναι νοήμον είναι η φυσική κατάληξη οποιασδήποτε διαδικασίας σκέψης που προσπαθεί να κατανοήσει τα θεμελιώδη ερωτήματα που την απασχολούν, όπως ο χώρος, ο χρόνος, οι αιτίες των πραγμάτων, θέματα αισθητικής και ηθικής, κοκ. Το 'νοήμον' βέβαια χαρακτηριστικό του σύμπαντος δεν είναι, για παράδειγμα, η δύναμη της βαρύτητας καθαυτή. Αλλά και πάλι αν αναλογιστούμε ότι αυτή η δύναμη δεν παράγει τη νοημοσύνη αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη της νοημοσύνης για τη βαρυτική οργάνωση της ύλης, καταλαβαίνουμε ότι ένας νοήμων παράγοντας μέσα στο σύμπαν θα πρέπει να υπάρχει, ότι αυτός ο παράγοντας είναι 'εξω-υλικός,' με την έννοια ότι κατευθύνει 'αφ' υψηλού' την ύλη, και ότι θα είναι της ίδια υφής με αυτό που εμείς αποκαλούμε συνείδηση και νοημοσύνη.

Το γεγονός ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν δημιούργησε το σύμπαν, αλλά εντούτοις είναι απαραίτητη για την κατανόηση της 'σκέψης' που αρχικά το δημιούργησε ενισχύει ακόμα περισσότερο την υπόθεση της νοήμονης καταγωγής του σύμπαντος. Ουσιαστικά, ακόμα κι αν πούμε ότι το σύμπαν δεν είναι νοήμον, χρειαζόμαστε οπωσδήποτε τη δική μας νοημοσύνη προκειμένου να το κατανοήσουμε. Αλλά δεν θα είχαμε νοημοσύνη αν δεν υπήρχε στον κόσμο κάτι αντίστοιχο που να μπορούσε να την παράξει. Με αυτήν τουλάχιστον την έννοια ισχυριζόμαστε ότι το σύμπαν είναι νοήμον. Στην πράξη, η συμμετοχή μας σε αυτήν τη διαδικασία ανάλυσης, η οποία είναι προφανώς μια, αν μη τι άλλο, υλική διεργασία, είναι αναπόσπαστο μέρος των φυσικών διαδικασιών. Το 'φαινόμενο του παρατηρητή,' ή 'συμμετοχική αρχή' είναι όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί για να εκφράσουν αυτήν την ταύτιση.

Επομένως, ούτε η ύλη δημιούργησε το πνεύμα ούτε το πνεύμα δημιούργησε την ύλη. Απλώς έχουμε το 'κακό' συνήθειο να θεωρούμε υλικό ότι 'άπτεται της συνείδησής' μας, ενώ παράλληλα θεωρούμε άυλο οτιδήποτε δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Ο διαχωρισμός δηλαδή είναι τεχνητός, και οφείλεται απλά σε ένα διαφορετικό βαθμό συσχετισμών ή 'συμπύκνωσης σκέψεων.' Ακόμα κι εκεί που τελειώνει η ανθρώπινη σκέψη, θα υπάρχει μαι ευρύτερη 'συμπαντική' σκέψη, η οποία και προδίνει την καταγωγή των σκέψεών μας. Σε ό,τι αφορά το υλικό τους μέρος, το φυσικό μας εγκέφαλο, το ερώτημα που απομένει να απαντήσουμε είναι κατά πόσο αυτό το όργανο επεξεργασίας σκέψεων και δεδομένων είναι ικανό να παράγει αυτό που ονομάζουμε ελεύθερη βούληση.


Το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης θα το εξετάσουμε σε σχέση με μια μελέτη των Jeffrey M. Schwartz, Henry P. Stapp and Mario Beauregard, με τίτλο 'Quantum physics in neuroscience and psychology: a neurophysical model of mind-brain interaction,' αποσπάσματα από την οποία ακολουθούν:

"Η εισαγωγή στη νευρολογία και στη νευροψυχολογία της εκτεταμένης χρήσης της τεχνολογίας απεικόνισης της λειτουργίας του εγκεφάλου αποκάλυψε, σε ένα εμπειρικό επίπεδο, έναν σημαντικό αιτιακό ρόλο της κατευθυνόμενης προσοχής στη λειτουργία του εγκεφάλου... Γίνεται όλο και πιο σαφές ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα είδος επεξεργασίας και χρήσης πληροφορίας που δεν εξηγείται εύκολα θεωρώντας ότι όλες οι τελικές αιτίες βρίσκονται μέσα στον εγκέφαλο, ή, γενικότερα, στους  μηχανισμούς του κεντρικού νευρικού συστήματος. Οι συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι αυτές όπου η συνειδητή πράξη της σκόπιμης αλλαγής της λειτουργίας του τρόπου με τον οποίο η πληροφορία των εμπειριών υποβάλλεται σε επεξεργασία αλλάζει, με συστηματικό τρόπο, τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται... Επιπλέον, ένας αυξανόμενος αριθμός μελετών στη βιβλιογραφία της νευροαπεικόνισης υποστηρίζει έντονα ότι, πάλι, με την κατάλληλη εκπαίδευση και προσπάθεια, οι άνθρωποι μπορούν συστηματικά να μεταβάλλουν τη νευρωνική δικτύωση που σχετίζεται με μια ποικιλία σωματικών και διανοητικών καταστάσεων που είναι στην ουσία παθολογικές. Μια σχετική πρόσφατη μελέτη επινόησε τον όρο 'αυτο-καθοδηγούμενη νευροπλασία' σαν μια γενική περιγραφή της αρχής ότι η εστιασμένη εξάσκηση και προσπάθεια μπορούν συστηματικά να μεταβάλλουν την εγκεφαλική λειτουργία με έναν προβλέψιμο και δυνητικά θεραπευτικό τρόπο..."

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η επίδραση της 'ελεύθερης βούλησης' και της εστίασης της προσοχής μπορούν πλέον, ως έναν βέβαια βαθμό, να παρατηρηθούν πειραματικά. Παραδείγματα που αναφέρονται στη μελέτη ακολουθούν: 

"Για παράδειγμα, έρευνες στη δεκαετία του 1990 με ασθενείς που έπασχαν από ψυχαναγκαστική διαταραχή έδειξαν σημαντικές αλλαγές στο μεταβολισμό του κερκοφόρου πυρήνα και στις λειτουργικές σχέσεις των κυκλωμάτων του κογχομετωπιαίου φλοιού σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε μια ψυχολογική θεραπεία που χρησιμοποιούσε μεθόδους τόνωσης της προσοχής ως βασικές πτυχές της θεραπευτικής παρέμβασης. Πιο πρόσφατα, μελέτες του Beauregard και των συναδέλφων του έδειξαν συστηματικές αλλαγές στο ραχιαίο προμετωπιαίο φλοιό και στην έλικα του ιπποκάμπου ύστερα από γνωστική- συμπεριφοριστική θεραπεία πάνω στη φοβία για τις αράχνες, με τις αλλαγές στον εγκέφαλο να συνδέονται άμεσα τόσο με αντικειμενικές μετρήσεις όσο και με υποκειμενικές αναφορές σχετικά με το φόβο και την αποστροφή. Υπάρχουν τώρα πολλές αναφορές σχετικά με τα αποτελέσματα της αυτοκατευθυνόμενης ρύθμισης της συναισθηματικής απόκρισης, μέσω μηχανισμών τόνωσης της προσοχής, πάνω στην εγκεφαλική λειτουργία."

Αυτό το είδος θεραπευτικής επίδρασης της σκέψης πάνω στο σώμα είναι γνωστό από την εποχή των αρχαίων Κινέζων: 

"Η καθαρή προσοχή είναι η συναίσθηση τού τι πραγματικά μας συμβαίνει κατά τις διαδοχικές στιγμές της αντίληψης. Ονομάζεται 'καθαρή' επειδή εστιάζεται μόνο στα γυμνά γεγονότα της αντίληψης, όπως αυτά παρουσιάζονται είτε μέσω των πέντε φυσικών αισθήσεων ή μέσα από τη σκέψη.., χωρίς να αντιδράμε σ' αυτά."

Η παραπάνω άποψη ανήκει σε έναν Γερμανό ο οποίος μεταστράφηκε σε βουδιστή κι εγκαταστάθηκε στη Σρι-Λάνκα, ο επονομαζόμενος Nyanaponika Thera (κατά κόσμο Siegmund Feniger).

Η σύγχρονη κβαντική φυσική έδωσε έναν πιο ενεργό ρόλο στον παρατηρητή, απ' ό,τι η προκάτοχός της, η κλασσική φυσική. Ο Von Newmann μάλιστα προχώρησε στο σημείο να θεωρήσει μια ερμηνεία της κβαντικής φυσικής που να συμπεριλαμβάνει τον παρατηρητή (επομένως και τη συνείδησή του) ως μία επιπλέον παράμετρο των μεταβλητών του συστήματος: 

"Η βασική φιλοσοφική και επιστημονική επιτυχία των ιδρυτών της κβαντικής θεωρίας ήταν να σφυρηλατήσουν μια λογικά συνεπή και πρακτική σύνδεση ανάμεσα στα δύο είδη περιγραφής που από κοινού αποτελούν τα θεμέλια της επιστήμης. Περιγραφές του πρώτους είδους έχουν να κάνουν με ψυχολογικές εμπειρικές διαπιστώσεις, που εκφράζονται σε μια γλώσσα που μας επιτρέπει να κοινωνούμε με τους συναδέλφους μας αυτά που έχουμε καταφέρει να μάθουμε. Περιγραφές του δεύτερου είδους έχουν να κάνουν με τον προσδιορισμό φυσικών ιδιοτήτων, οι οποίες εκφράζονται αντιστοιχώντας μαθηματικές ιδιότητες σε χωρο-χρονικά σημεία και διατυπώνοντας νόμους οι οποίοι περιγράφουν πώς  αυτές οι ιδιότητες εξελίσσονται στην πορεία του χρόνου. Οι Bohr, Heisenberg, Pauli και οι υπόλοιποι εφευρέτες της κβαντικής θεωρίας ανακάλυψαν έναν χρήσιμο τρόπο για να συνδέσουν αυτά τα δύο είδη περιγραφής με αιτιακούς νόμους. Η σημαντική τους ανακάλυψη επεκτάθηκε από τον John von Neumann από το πεδίο της ατομικής επιστήμης στη σφαίρα της νευρολογίας και, ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της κατανόησης και περιγραφής των αιτιακών συνδέσεων ανάμεσα στους εγκεφάλους και στις σκέψεις των ανθρωπίνων όντων...

Η συμμετοχή του παρατηρητή εξακολουθεί να είναι σημαντική ακόμη και όταν τα μόνα χαρακτηριστικά του περιγραφόμενου φυσικού κόσμου είναι οι μακροσκοπικές ιδιότητες των συσκευών μέτρησης.Η ευαισθησία της συμπεριφοράς των συσκευών σε σχέση με τις ιδιότητες κάποιων ατομικών σωματιδίων μικροσκοπικής κλίμακας διαδίδεται πρώτα στις συσκευές και στη συνέχεια στους παρατηρητές με τέτοιον τρόπο ώστε η επιλογή που γίνεται από έναν παρατηρητή σχετικά με τι είδους γνώσεις θα επιδιώξει μπορεί να επηρεάσει θεμελιωδώς τη γνώση που μπορεί να ληφθεί είτε από αυτόν τον παρατηρητή ή από οποιονδήποτε άλλον παρατηρητή με τον οποίον μπορεί να επικοινωνήσει. Έτσι η επιλογή που γίνεται από τον παρατηρητή σχετικά με το πώς θα ενεργήσει σε μακροσκοπικό επίπεδο έχει, σε πρακτικό επίπεδο, μια βαθιά επίδραση στο φυσικό σύστημα που παρατηρείται."

Η ιδιότητα της εστιασμένης προσοχής μπορεί να υποδείξει την ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης στον άνθρωπο:

"Το δεύτερο βασικό σημείο είναι το εξής: οι επιλογές του παρατηρητή είναι 'ελεύθερες επιλογές,' με την ειδική έννοια που καθορίζεται παρακάτω... Αυτή η ελευθερία επιλογής πηγάζει από το γεγονός ότι στην αρχική ερμηνεία της Κοπεγχάγης της κβαντικής θεωρίας ο παρατηρητής θεωρείται ότι βρίσκεται έξω από το σύστημα στο οποίο οι κβαντικοί νόμοι εφαρμόζονται. Αυτοί οι κβαντικοί νόμοι είναι οι μόνοι ακριβείς νόμοι της φύσης που αναγνωρίζονται από αυτήν τη θεωρία. Έτσι, σύμφωνα με τη φιλοσοφία της Κοπεγχάγης, δεν υπάρχουν προς το παρόν γνωστοί νόμοι που να διέπουν τις επιλογέςπου γίνονται από τον παρατηρητή σχετικά με το πώς το σύστημα θα παρατηρηθεί. Αυτή η επιλογή είναι έτσι, με αυτή την πολύ συγκεκριμένη έννοια, 'ελεύθερη επιλογή'."

Στη συνέχεια η μελέτη συνδέει την κβαντική θεωρία με τη νευροεπιστήμη, επισημαίνοντας την εξεταζόμενη σχέση ανάμεσα στον 'πνευματικό' κόσμο της σκέψης και στον 'υλικό' κόσμο του μυαλού και της φυσικής πραγματικότητας: 

"Για τη μελέτη των κβαντικών φαινομένων στον εγκέφαλο μέσα από μια ορθόδοξη (δηλαδή της Κοπεγχάγης ή του von Neumann) κβαντική θεωρία πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του von Neumann. Αυτό συμβαίνει επειδή η κβαντική θεωρία της Κοπεγχάγηςδιαμορφώνεται με τέτοιον τρόπο που να αφήνει έξω την κβαντική δυναμική του σώματος και του μυαλού του παρατηρητή. Αλλά η κβαντική θεωρία του von Neumann θεωρεί το φυσικό σύστημα S... να είναι ακριβώς το μυαλό του παρατηρητή, ή κάποιο μέρος του. Έτσι η διαδικασία... περιγράφει εδώ μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στη δραστηριότητα της συνείδησης ενός ατόμου, περιγραφόμενη με πνευματικούς όρους, και μια δραστηριότητα στον εγκέφαλό του, που περιγράφεται με φυσικούς όρους. 

Ένα βασικό ερώτημα είναι το ποσοτικό μέγεθοςτων κβαντικών φαινομένων στον εγκέφαλο. Πρέπει να είναι αρκετά μεγάλα προκειμένου αποκλίσεις από την κλασική φυσική να παίξουν κάποιον σημαντικό ρόλο. Για να εξετάσουμε αυτό το ποσοτικό ζήτημα θεωρούμε την κβαντική δυναμική των νευρικών απολήξεων. Οι νευρικές απολήξεις είναι ουσιώδεις για τη σύνδεση των νευρικών κυττάρων. Ο γενικός τρόπος λειτουργίας τους είναι σχετικά καλά κατανοητός. Όταν το δυναμικό μιας δράσης το οποίο ταξιδεύει κατά μήκος μια νευρικής ίνας φτάνει σε μια νευρική απόληξη, ανοίγει ένας υποδοχέας καναλιών ιόντων. Ιόντα ασβεστίου εισέρχονται μέσα από αυτά τα κανάλια στο εσωτερικό της νευρικής απόληξης. Αυτά τα ιόντα μεταναστεύουν από τις εξόδους των καναλιών σε κυστίδια που αποτελούν θέσεις αποδέσμευσης νευροδιαβιβαστών. Η ενεργοποίηση των ιόντων ασβεστίου προκαλεί αυτά τα περιεχόμενα να προωθηθούν στην άκρη των συνάψεων που χωρίζουν τις νευρικές απολήξεις από το γειτονικό νευρώνα, και αυτοί οι νευροδιαβιβαστές επηρεάζουν το γειτονικό νευρώνα να 'πυροδοτηθεί.'

Στα στενότερα σημεία τους, οι δίαυλοι των ιόντων ασβεστίου είναι λιγότερο από ένα νανόμετρο σε διάμετρο (Cataldi et al. 2002). Αυτή η ακραία στενότητα του ανοίγματος των διαύλων ιόντων ασβεστίου έχει ριζικές κβαντομηχανικές συνέπειες. Η στενότητα του καναλιού περιορίζει την πλευρική χωρικήδιάσταση. Συνεπώς, η πλευρική ταχύτητα εξαναγκάζεται από την κβαντική αρχή της απροσδιοριστίαςνα γίνει μεγάλη. Αυτό προκαλεί το κβαντικό σύννεφο πιθανοτήτωνπου σχετίζεται με το ιόν ασβεστίου να απλωθεί σε μια μεγάλη περιοχή καθώς απομακρύνεται από το μικροσκοπικό κανάλι προς την περιοχή προορισμού όπου το ιόν θα απορροφηθεί στο σύνολό του, ή δεν θα απορροφηθεί καθόλου, σε κάποια μικρή θέση ενεργοποίησης.

Αυτή η εξάπλωση του κυματοπακέτου του ιόντος σημαίνει ότι το ιόν μπορεί ή όχι να απορροφηθεί στην μικροσκοπική τοποθεσία ενεργοποίησης. Ως εκ τούτου, τα περιεχόμενα του κυστιδίου μπορούν ή όχι να απελευθερωθούν. Κατά συνέπεια, η κβαντική κατάσταση του εγκεφάλου έχει μια συνιστώσα όπου ο νευροδιαβιβαστής απελευθερώνεται και μια συνιστώσα όπου ο νευροδιαβιβαστής δεν απελευθερώνεται. Αυτή η κβαντική διαίρεση συμβαίνει σε κάθε ένα από τα τρισεκατομμύρια των νευρικών απολήξεων. Αυτό σημαίνει ότι η κβαντική κατάσταση του εγκεφάλου χωρίζεται σε ένα τεράστιο πλήθος κλασικά ορισμένων πιθανοτήτων, μία για κάθε πιθανό συνδυασμό των επιλογών απελευθέρωσης- ή- μη- απελευθέρωσης σε κάθε μία από τις νευρικές απολήξεις. Στην πραγματικότητα, λόγω της αβεβαιότητας των χρόνων και των θέσεων, αυτό που παράγεται από τις φυσικές διεργασίες μέσα στον εγκέφαλο δεν θα ένα μοναδικό ξεχωριστό σύνολο μη- επικαλυπτόμενων φυσικών πιθανοτήτων αλλά μάλλον ένα τεράστιο συνονθύλευμακλασικά αντιληπτών πιθανοτήτων. Μόλις η φυσική κατάσταση του εγκεφάλου έχει εξελιχθεί σε αυτό το συνονθύλευμα πιθανοτήτων θα πρέπει κάποιος να χρησιμοποιήσει τους κβαντικούς κανόνες,... προκειμένου να συνδέσει το φυσικά περιγραφόμενο κόσμο με τις ροές της συνείδησης του παρατηρητή/συμμετέχοντα. 

Αυτή η εστίαση στις κινήσεις των ιόντων ασβεστίου στις νευρικές απολήξεις δεν σκοπεύει να προτείνει ότι αυτό το φαινόμενο είναι το μοναδικό μέρος όπου κβαντικά φαινόμενα λαμβάνουν χώρα στις διεργασίες του εγκεφάλου... Αυτό που χρειάζεται εδώ είναι μόνο η ύπαρξη ενός μεγάλουκβάντου δράσης. Η εστίαση πάνω σε αυτά τα ιόντα ασβεστίου πηγάζει από τα γεγονότα ότι (α) σε αυτήν την περίπτωση τα διάφορα μεγέθη (διαστάσεις) που χρειάζονται για την εκτίμηση του μεγέθουςτων κβαντικών φαινομένων είναι εμπειρικά γνωστά, και (β) ότι η απελευθέρωση των νευροδιαβιβαστών στις  απολήξεις των νευρικών συνάψεων είναι γνωστό ότι διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στη δυναμική του εγκεφάλου.

Η ύλη του εγκεφάλου είναι ζεστή και υγρή και συνεχώς αλληλεπιδρά έντονα με το περιβάλλον. Μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ισχυρά φαινόμενα κβαντικής αποσύνδεσης που συνδέονται με αυτές τις συνθήκες θα εξάλειφαν όλα τα κβαντικά φαινόμενα, πέρα από τις τοπικές χημικές διεργασίες που μπορούν να θεωρηθούν ενσωματωμένες σε έναν ουσιαστικά κλασσικό κόσμο. Έντονα φαινόμενα αποσύνδεσης οπωσδήποτε υπάρχουν, αλλά λαμβάνονται αυτομάτως υπόψη στην ερμηνεία του von Neumann η οποία εφαρμόζεται εδώ. Αυτά τα αποτελέσματα ουσιαστικά μετατρέπουν την κατάσταση S του εγκεφάλου σε αυτό που ονομάζεται 'στατιστικό μείγμα σχεδόν κλασικά ορισμένων καταστάσεων,' καθεμιά από τις οποίες εξελίσσεται στο χρόνο,... με έναν σχεδόν κλασσικά περιγραφόμενο τρόπο." 

Στη συνέχεια δίνεται μια ερμηνεία για την προέλευση αυτών των διαδικασιών της ελεύθερης βούλησης: 

"Έχει επανειλημμένως τονισθεί εδώ ότι οι επιλογές... είναι 'ελεύθερες επιλογές' με την έννοια ότι δεν ορίζονται από τους επί του παρόντος γνωστούς νόμους της φυσικής. Από την άλλη πλευρά, οι προθέσεις ενός ατόμου σίγουρα συνδέονται με κάποιο τρόπο με το ιστορικό του παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι οι νόμοι της σύγχρονης ορθόδοξης κβαντικής θεωρίας, παρότι περιοριστικοί και σημαντικοί, δεν παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα. Παρόλα αυτά, η ορθόδοξη κβαντική θεωρία, ενώ δεν έχει καμία απαίτηση για οντολογική πληρότητα, είναι σε θέση να πετύχει ένα είδος πραγματιστικής πληρότητας. Αυτό το πετυχαίνει θεωρώντας τις 'ελεύθερες επιλογές...' ως τις μεταβλητές των πειραματικών πρωτοκόλλων, παρά ως τις μηχανιστικά καθορισμένες συνέπειες της δράσης του εγκεφάλου.  

Στην κβαντική φυσική οι 'ελεύθερες επιλογές' που γίνονται από τα ανθρώπινα υποκείμενα θεωρούνται ως υποκειμενικά ελεγχόμενες μεταβλητές. Ο Bohr υπογράμμισε ότι "η μαθηματική δομή του φορμαλισμού της κβαντικής μηχανικής προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο" για αυτές τις ελεύθερες επιλογές. Αλλά η ανάγκη για αυτήν τη στρατηγική αλλαγή πηγαίνει βαθύτερα από το απλό γεγονός ότι η σύγχρονη κβαντική θεωρία αποτυγχάνει να καθορίσει πώς αυτές οι επιλογές γίνονται. Γιατί αν σύμφωνα με το φορμαλισμό του von Neumann όντως επιδιώξουμε να προσδιορίσουμε την αιτία της 'ελεύθερης επιλογής' στην αναπαράστασή της στο φυσικό εγκέφαλο αυτού που κάνει την επιλογή, ανακαλύπτουμε ότι συστηματικά εμποδιζόμαστε από το να προσδιορίσουμε την αιτία της επιλογής εξαιτίας της αρχής της αβεβαιότητας του Heisenberg, η οποία βεβαιώνει ότι οι θέσεις και οι ταχύτητες, για παράδειγμα, των ιόντων ασβεστίου είναι ταυτόχρονα απροσδιόριστες σε ό,τι αφορά την απαιτούμενη ακρίβεια για να προσδιορίσουμε ποια θα είναι η επιλογή. Έτσι, ερχόμαστε αντιμέτωποι όχι μόνο με μια πρακτική απροσδιοριστία της αιτιακής καταγωγής των 'ελεύθερων επιλογών,' αλλά επιπλέον με μια εξορισμού απροσδιοριστία που απορρέει από την ίδια την αρχή της αβεβαιότητας, και η οποία βρίσκεται στη βάση της κβαντομηχανικής. Υπάρχει συνεπώς μια βαθιά ρίζα στην κβαντική θεωρία σχετικά με την ιδέα ότι η καταγωγή των 'ελεύθερων επιλογών' δεν βρίσκεται μόνο στη φυσική περιγραφή, καθώς και σχετικά με τη συνακόλουθη τακτική τού να θεωρεί αυτές τις 'ελεύθερες επιλογές' ως εμπειρικά δεδομένα που επιλέγονται από τους παρατηρητές και εισέρχονται στην αιτιακή δομή..." 

Επίσης, αναλύεται ο ρόλος της προσπάθειας κατά την εστίαση της προσοχής, σε σχέση με αυτό που ονομάζεται 'κβαντικό παράδοξο του Ζήνωνα:' 

Για να ελαχιστοποιήσουμε την επίδραση της συνείδησης, και προκειμένου να πετύχουμε επαληθευσιμότητα, προτείνουμε να περιορίσουμε την πνευματική προσπάθεια στο να μην κάνει τίποτα άλλο από το να ελέγχει την 'πυκνότητα της προσοχής...' Αυτό επιτρέπει στην προσπάθεια να έχει μόνο ένα περιορισμένο είδος επιρροής στις εγκεφαλικές δραστηριότητες, οι οποίες ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από φυσικές ιδιότητες του ίδιου του εγκεφάλου. Η αντίληψη ότι μόνο η πυκνότητα της προσοχής ελέγχεται από τη συνειδητή προσπάθεια προέκυψε από μια έρευνα πάνω στο πόσος συνειδητός έλεγχος ήταν αρκετός για να συμπεριλάβει τα πιο αδρά εμπειρικά γεγονότα. Η επιβολή αυτού του ισχυρού περιορισμού πάνω στις επιτρεπόμενες επιπτώσεις της συνείδησης παράγει μια θεωρία με αντίστοιχα μεγάλη προγνωστική ισχύ. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο όλα τα σημαντικά αποτελέσματα της συνείδησης πάνω στη δραστηριότητα του εγκεφάλου προκύπτουν αποκλειστικά από ένα γνωστό και καλά επιβεβαιωμένο καθαρά κβαντικό φαινόμενο γνωστό ως 'κβαντικό παράδοξο του Ζήνωνα.'

Το παράδοξο πήρε το όνομά του από τον Έλληνα φιλόσοφο Ζήνωνα τον Ελεάτη, και ήρθε στο προσκήνιο από τους φυσικούς Misra & Sudarshan (1977). Προσδιορίζει την κατάσταση κατά την οποία επαναλαμβανόμενες και γρήγορες πράξεις παρατήρησης μπορούν ουσιαστικά να κρατήσουν την 'ναι' ή 'όχι' απόκριση του εγκεφάλου για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το κανονικό... Σύμφωνα με το μοντέλο μας, αυτή η ταχύτητα ελέγχεται από την ποσότητα της προσπάθειας που εφαρμόζεται. Οι 'ναι' καταστάσεις... θεωρούνται ότι διαμορφώνονται από την εκπαίδευση και τη μάθηση ώστε να περιέχουν το πρότυπο για την ανάληψη δράσης το οποίο αν διατηρηθεί για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο θα τείνει να παράγει την προβλεπόμενη εμπειρική ανάδραση. Έτσι, το μοντέλο επιτρέπει στις σκόπιμες πνευματικές προσπάθειες να τείνουν να υλοποιήσουν προσδοκόμενες εμπειρίες. Τα συστήματα που έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται αυτό το χαρακτηριστικό του φυσικού νόμου, όπως αυτός αναπαρίσταται στην κβαντική θεωρία, θα απολαμβάνουν προφανώς ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα επιβίωσης απέναντι σε συστήματα που δεν μπορούν να το εκμεταλλευθούν."

Από το χώρο τώρα της κβαντικής φυσικής περνάμε στην ψυχολογία, σχετικά με αυτές τις αλληλεπιδράσεις σκέψης-μυαλού ή, γενικότερα, σκέψης-σώματος: 

"Συμπίπτει άραγε αυτή η βασισμένη στην κβαντική φυσική άποψη για την προέλευση της αιτιακής αποτελεσματικότητας της 'ελεύθερης βούλησης' με τα ευρήματα της ψυχολογίας; Ας θεωρήσουμε ορισμένα αποσπάσματα από το 'Psychology: the briefer course,' του William James. Στο τέλος του κεφαλαίου σχετικά με την προσοχή, ο James (1892, p. 227) γράφει: 

Έχουμε μιλήσει σαν η προσοχή μας να καθοριζόταν εξ ολοκλήρου από νευρολογικές συνθήκες. Πιστεύω ότι το εύρος πραγμάτωνπου μπορούμε να παρακολουθήσουμε καθορίζεται έτσι. Κανένα αντικείμενο δεν μπορεί να το πιάσειη προσοχή μας χωρίς το νευρολογικό μηχανισμό. Αλλά το ποσότης προσοχής που πέφτει πάνω σε ένα αντικείμενο αφού αυτό έχει έρθει στην αντίληψή μας είναι ένα άλλο ζήτημα. Συχνά χρειάζεται προσπάθεια για να κρατήσουμε την προσοχή μας πάνω σε αυτό. Αισθανόμαστε ότι μπορούμε να καταβάλλουμε λιγότερη ή περισσότερη προσπάθεια καθώς επιλέγουμε. Αν αυτό το συναίσθημα δεν είναι παραπλανητικό, αν η προσπάθειά μας είναι μια πνευματική δύναμη, αν και απροσδιόριστη, τότε φυσικά συμβάλλει επί ίσοις όροις μαζί με τις εγκεφαλικές λειτουργίες στο τελικό αποτέλεσμα. Παρότι δεν εισάγει καμιά νέα ιδέα, εμβαθύνει και παρατείνει τη διατήρηση της συνείδησης πάνω σε αναρίθμητες ιδέες οι οποίες ειδάλλως θα είχαν ξεθωριάσει πιο γρήγορα.

Στο κεφάλαιο σχετικά με τη θέληση, στην παράγραφο 'Volitional effort is effort of attention', ο James (1892, p. 417) γράφει: 

Έτσι βρίσκουμε ότι φτάνουμε στην καρδιά της έρευνάς μας σχετικά με τη βούληση όταν ρωτάμε με ποια διαδικασία η σκέψη για οποιαδήποτε ενέργεια επικρατεί στο μυαλό μας.

Και παρακάτω: 

Το βασικό επίτευγμα της βούλησης, εν συντομία, όταν είναι 'ελεύθερη' στο μέγιστο βαθμό, είναι να παρακολουθεί ένα δύσκολο αντικείμενο και να το κρατά σφικτά ενώπιον του μυαλού... Η προσπάθεια της προσοχής είναι επομένως το βασικό φαινόμενο της βούλησης.

Ακόμη, ο James λέει: 

Η συγκατάθεση για την απερίσπαστη παρουσία μιας ιδέας είναι το μοναδικό επίτευγμα της εστίασης της προσοχής... Η λειτουργία της προσπάθειας έτσι είναι παντού η ίδια: να συνεχίσει να αποδέχεται και να επιβεβαιώνει τη σκέψη η οποία, αν αφεθεί στην τύχη της, θα χαθεί.

Αυτή η περιγραφή του αποτελέσματος της βούλησης στις πνευματικές-εγκεφαλικές διαδικασίες βρίσκεται σε αξιοσημείωτη συμφωνία με όσα έχουν διαπιστωθεί ανεξάρτητα από καθαρά θεωρητικές εκτιμήσεις της κβαντικής φυσικής αυτής της διαδικασίας. Οι συνδέσεις που καθορίζονται από τον James εξηγούνταιμε βάση τις ίδιες δυναμικές αρχές που έχουν προταθεί από φυσικούς για να εξηγηθούν τα ατομικά φαινόμενα. Έτσι όλο το φάσμα της επιστήμης, από την ατομική φυσική μέχρι τη δυναμική του νου-εγκεφάλου, έχει τη δυνατότητα να τεθεί από κοινού κάτω από μια ενιαία ορθολογικά συνεκτική θεωρία σχετικά με έναν εξελισσόμενο κόσμο ο οποίος δεν αποτελείται από ύλη αλλά από τις δράσεις νοήμονων όντων. Σύμφωνα με αυτήν τη σύλληψη της φύσης, οι δράστες θα μπορούσαν να εξελίσσονται φυσικά σύμφωνα με τις αρχές της φυσικής επιλογής, λόγω του γεγονότος ότι οι προσπάθειές τους έχουν φυσικές συνέπειες. Το περίγραμμα μιας δυνατής ορθολογικά συνεκτικής κατανόησης της σύνδεσης μεταξύ του πνεύματος και της ύλης έχει αρχίσει να αναδύεται...

Μια τεράστια ποσότητα εμπειρικών εργασιών σχετικά με την προσοχή έχει πραγματοποιηθεί από την εποχή των γραπτών του 19ου αιώνα του William James. Μεγάλο μέρος αυτών συνοψίζεται στην ανάλυση του Harold Pashler (1998) στο βιβλίο του 'The psychology of attention.' Ο Pashler οργανώνει τη συζήτηση χωρίζοντας την αντιληπτική από την μετα- αντιληπτική επεξεργασία. Η αντιληπτική διεργασία καλύπτει την επεξεργασία η οποία προσδιορίζει τόσο τις βασικές φυσικές ιδιότητες ερεθισμάτων όπως θέση, χρώμα, ένταση και τόνος των ήχων, όσο και τα ερεθίσματα με όρους κατηγοριών νοήματος. Η μετα- αντιληπτική διαδικασία καλύπτει τις διεργασίες παραγωγής κινητικών δράσεων και συνειδητών δράσεων πέρα από τον απλό κατηγοριακό προσδιορισμό. Ο Pashler τονίζει ότι "τα εμπειρικά ευρήματα των μελετών πάνω στην προσοχή... επιχειρηματολογούν υπέρ μιας διάκρισης ανάμεσα στα όρια της αντιληπτικής προσοχής και σε πιο κεντρικούς περιορισμούς που εμπλέκονται στη σκέψη και στο σχεδιασμό δράσης" (σ. 33). Η ύπαρξη αυτών των δύο διαφορετικών διαδικασιών με διαφορετικά χαρακτηριστικά είναι ένα κύριο θέμα του βιβλίου του Pashler. 

Μια αξιοσημείωτη διαφορά που προκύπτει από την ανάλυση των πολλών εξειδικευμένων πειραμάτων είναι ότι οι αντιληπτικές διεργασίες βαίνουν ουσιαστικά παράλληλα, ενώ οι μετα- αντιληπτικές διαδικασίες του σχεδιασμού και της εκτέλεσης ενεργειών σχηματίζουν μια μοναδική ουρά... Αυτή η ιδέα μιας περιορισμένης χωρητικότητας για τη σειριακή επεξεργασία των δεδομένων της προσοχής είναι το βασικό συμπέρασμα του βιβλίου του Pashler. Βρίσκεται σε συμφωνία με το κβαντικό μοντέλο, συμπληρωμένο από την προϋπόθεση ότι υπάρχει ένα όριο σχετικά με το πόσα γεγονότα προσπάθειας ανά δευτερόλεπτο κάποιος μπορεί να παράγει κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου σταδίου ανάπτυξής τους.

Μια εξέταση του βιβλίου του Pashler δείχνει ότι αυτό το κβαντικό μοντέλο περιλαμβάνει με τρόπο φυσικό όλα τα σύνθετα δομικά χαρακτηριστικά των εμπειρικών δεδομένων που περιγράφει. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το κεφάλαιο 6, στο οποίο τονίζει μια συγκεκριμένη διαπίστωση: ισχυρά εμπειρικά στοιχεία για αυτό που ονομάζει στενωπό (bottleneck) κεντρικής επεξεργασίας που σχετίζεται με την επιλεκτική προσοχή πάνω σε μια κινητική δράση. Αυτού του είδους ο στενωπός είναι αυτό που προβλέπει η κβαντική φυσική: η στενωπός είναι ακριβώς η χαρακτηριστική γραμμική ακολουθία των γεγονότων του νου-εγκεφάλου τα οποία η κβαντική εκδοχή του von Neumann περιγράφει.

Το φαινόμενο του σχηματισμού ουράς... περιγράφεται από τον Pashler: η πνευματική δράση μειώνει την ποσότητα της φυσικής δύναμης που ένα άτομο μπορεί να ασκήσει. Σημειώνει ότι "αυτό το παράδοξο φαινόμενο παραμένει ανεξήγητο" (σ. 387). Ωστόσο, είναι αυτόματη συνέπεια της φυσικής θεωρίας: η παραγωγή φυσικής δύναμης μέσω της συστολής των μυών απαιτεί μια προσπάθεια η οποία αντιτίθεται στις φυσικές τάσεις που δημιουργούνται από την εξίσωση του Schrodinger. Αυτή η αντίθετη τάση παράγεται από το QZE (κβαντικό φαινόμενο του Ζήνωνα) και είναι περίπου ανάλογη του αριθμού των bits ανά δευτερόλεπτο της κεντρικής επεξεργαστικής ικανότητας που αφοσιώνεται στη διαδικασία. Έτσι, αν ένα μέρος από αυτήν την ικανότητα επεξεργασίας διοχετευτεί σε μια άλλη εργασία, τότε η ασκούμενη δύναμη θα μειωθεί.

Το σημαντικό σημείο εδώ είναι ότι στο κβαντικό μοντέλο υπάρχει εξορισμού μια ουσιαστική δυναμική διαφορά ανάμεσα στην ασυνείδητη επεξεργασία που συνοδεύει την εξέλιξη (της κυματοσυνάρτησης) του Schrodinger, η οποία δημιουργεί με μια τοπική διαδικασία μια επεκτεινόμενη συλλογή κλασικά ορισμένων εμπειρικών δυνατοτήτων, και στη διαδικασία που σχετίζεται με την ακολουθία των συνειδητών γεγονότων που συνιστούν την εθελούσια επιλογή της δράσης. Η πρώτη διαδικασία δεν περιορίζεται από το φαινόμενο της ουράς, επειδή απλά αναπτύσσει όλες τις πιθανότητες  παράλληλα... Είναι τα στενά πακεταρισμένα γεγονότα (της δεύτερης διαδικασίας) που μπορούν, σύμφωνα με την ερμηνεία του  von Neumann, να περιοριστούν από το φαινόμενο ουράς."

Τα παραπάνω συμπεράσματα μπορούν να επεκταθούν και στο χώρο της νευροψυχολογίας: 

"Η κβαντική φυσική δουλεύει καλύτερα στην νευροψυχολογία από ό,τι η κλασική προσέγγιση ακριβώς επειδή εισάγει κατανοήσιμες δυναμικές επιλογές που γίνονται από ανθρώπινους παράγοντες αντί για απροσδιόριστες εξορισμού μικροσκοπικές μεταβλητές. Για να περιγράψουμε αυτό το σημείο, εφαρμόζουμε την κβαντική προσέγγιση στο πείραμα των Ochsner et al. (2002). Αυτό το πείραμα, στην  ουσία του αποτελείται, πρώτον, από ένα στάδιο εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια του οποίου το υποκείμενο διδάσκεται πώς να ξεχωρίζει, και να αποκρίνεται διαφορετικά, σε δύο εντολές που του δίνονται ενώ βλέπει συναισθηματικά έντονες οπτικές εικόνες: 'παρακολούθησε' (που σημαίνει παθητικά "να γνωρίζεις, αλλά χωρίς να προσπαθήσεις να αλλάξεις, οποιαδήποτε συναισθήματα προκληθούν") ή 'εκτίμησε' (που σημαίνει ενεργά "ερμήνευσε το περιεχόμενο έτσι ώστε να μην προκαλεί πλέον μια αρνητική απόκριση"). Δεύτερον, τα υποκείμενα εκτελούν αυτές τις διανοητικές ενέργειες κατά τη διάρκεια απόκτησης των δεδομένων. Τα οπτικά ερεθίσματα όταν αφομοιώνονται παθητικά ενεργοποιούν μεταιχμιακές εγκεφαλικές περιοχές, ενώ όταν εκτιμηθούν ενεργητικά ενεργοποιούν εγκεφαλικές περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού.

Η κβαντική θεωρία σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει περιπτώσεις στις οποίες η συνειδητή δράση ενός παράγοντα- ο οποίος εκτελεί κάποια συγκεκριμένη ενέργεια παρατήρησης- εισέρχεται στη δυναμική με ουσιαστικό τρόπο. Στα πλαίσια του πειράματος του Ochsner et al. (2002), η κβαντική θεωρία παρέχει έναν σαφή τρόπο με τον οποίο η πετυχημένη προσπάθεια να 'επανεξετάσουμε συναισθήματα' πράγματι προκαλεί- δράττοντας και διατηρώντας- τις προμετωπιαίες ενεργοποιήσεις κρίσιμες για την πειραματικά διαπιστωμένη απενεργοποίηση του κογχομετωπιαίου φλοιού και της αμυγδαλής. Η προκύπτουσα εκ προθέσεως διαφοροποίηση των μεταιχμιακών μηχανισμών οι οποίοι θεωρούνται ότι δημιουργούν τα συναισθήματα τρόμου και αποστροφής που συνδέονται με την παθητική παρακολούθηση των προκληθέντων ερεθισμάτων είναι ο βασικός παράγοντας αναγκαίος για την επίτευξη της συναισθηματικής αυτορρύθμισης που εμφανίζεται στην περίπτωση της ενεργής γνωστικής επανεκτίμησης. Έτσι, στα πλαίσια της κβαντικής φυσικής, η αιτιακή σχέση ανάμεσα στην πνευματική εργασία της εθελημένης εκτίμησης και στις παρατηρούμενες αλλαγές που θεωρούνται αναγκαίες για τη συναισθηματική αυτορρύθμιση, λαμβάνεται υπόψη δυναμικά. Επιπλέον, και χαρακτηριστικά, αυτή η σχέση θεωρείται με τρόπους οι οποίοι επιτρέπουν πλήρως να επικοινωνηθούν με άλλους τα μέσα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από ανθρώπους πειραματιστές ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η κλασική υλιστική προσέγγιση σε αυτά τα δεδομένα, όπως περιγράφεται παραπάνω σε αυτό το άρθρο, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει τέτοια αποτελεσματική επικοινωνία. Ένας ανάλογος κβαντομηχανικός συλλογισμός μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί τηρουμένων των αναλογιών για να εξηγηθούν τα δεδομένα των Beauregard et al. (2001) και σχετικές μελέτες πάνω στην αυτο- κατευθυνόμενη νευροπλαστική (βλ. Schwartz & Begley 2002)."

Η προηγούμενη εργασία είναι βασισμένη στη λεγόμενη Ερμηνεία της Κοπεγχάγης (την 'ορθόδοξη' ερμηνεία της κβαντομηχανικής). Αναφέρει ωστόσο κι εναλλακτικές ερμηνείες, όπως εκείνες των Roger Penrose, Hugh Everett και David Bohm: 

"Όλες από τις τρεις (ακόλουθες) εναλλακτικές προσεγγίσεις δέχονται την πρωτοβουλία του von Neumann να μεταχειριστεί ολόκληρο το φυσικό κόσμο κβαντομηχανικά. Ειδικότερα, τα μυαλά και τα σώματα των φορέων (παρατηρητών) αντιμετωπίζονται ως συνονθυλεύματα παρόμοια με τα ηλεκτρόνια, τα ιόντα και τα φωτόνια, όπως περιγράφονται από την κβαντομηχανική.

Ο Penrose (1994) δέχεται την ανάγκη για συμβάντα που σχετίζονται με την συνείδηση, και θέλει να εξηγήσει πότε αυτά συμβαίνουν. Προτείνει μια εξήγηση που σχετίζεται με ένα άλλο κβαντικό μυστήριο, αυτό της κβαντικής βαρύτητας. Ας υποθέσουμε ότι η κβαντική κατάσταση του εγκεφάλου αναπτύσσει δύο συνιστώσες που αντιστοιχούν στις 'ναι' και 'όχι' απαντήσεις σε κάποιο ερώτημα. Ο Penrose προτείνει έναν κανόνα, με βάση την βαρυτική αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αυτά τα δύο τμήματα, που καθορίζει πόσος χρόνος θα περάσει πριν να συμβεί η κατάρρευση στον ένα κλάδο ή στον άλλο. Με αυτόν τον τρόπο το ερώτημα του πότε η απάντηση 'ναι' ή 'όχι' θα δοθεί εξηγείται με 'φυσικό' τρόπο. Ο Penrose και ο συνεργάτης του Hameroff (1996) υπολόγισαν αυτό τον υποτιθέμενο χρόνο με βάση ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με τον εγκέφαλο, και το αποτέλεσμα είναι της τάξης του ενός δεκάτου του δευτερολέπτου. Ισχυρίζονται ότι η κατά προσέγγιση συμφωνία αυτού του αριθμού με τα χρονικά διαστήματα που κανονικά σχετίζονται με τη συνείδηση ενισχύει σημαντικά τη θεωρία τους.

Το μοντέλο των Penrose-Hameroff απαιτεί ότι η κβαντική κατάσταση του εγκεφάλου έχει μια ιδιότητα που ονομάζεται μακροσκοπική κβαντική συνοχή (macroscopic quantum coherence), η οποία θα πρέπει να διατηρηθεί για περίπου ένα δέκατο του δευτερολέπτου. Αλλά, σύμφωνα με υπολογισμούς που έκανε ο Max Tegmark (2000), αυτή η ιδιότητα δεν θα έπρεπε να διαρκεί για περισσότερο από περίπου 

10-13 s. Ο Hameroff και οι συνεργάτες του (Hagen et al. 2002) έχουν ωστόσο συγκεκριμένους λόγους γιατί αυτός ο αριθμός θα πρέπει να είναι της τάξης του ενός δεκάτου του δευτερολέπτου. Αλλά 12 τάξεις μεγέθους είναι μια μεγάλη διαφορά και βάσιμες αμφιβολίες παραμένουν για το κατά πόσο η θεωρία των Penrose-Hameroff είναι τεχνικά έγκυρη...

Ο Everett (1957) πρότεινε έναν άλλο τρόπο για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του πώς τα κβαντικά μοντέλα συνδέονται με τις συνειδητές μας εμπειρίες. Ονομάζεται η προσέγγιση των πολλών-κόσμων ή των πολλών-μυαλών. Η βασική ιδέα είναι ότι η φύση δεν κάνει καμία επιλογή ανάμεσα στις 'ναι' και 'όχι' δυνατότητες: και οι δύο επιλογές πράγματι συμβαίνουν. Όμως, λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών της κβαντομηχανικής, τα δύο ρεύματα της συνείδησης στα οποία αυτές οι δύο εναλλακτικές απαντήσεις εμφανίζονται είναι δυναμικά ανεξάρτητα: το ένα δεν έχει καμία επίδραση πάνω στο άλλο. Έτσι αυτά τα δύο ασυμβίβαστα μεταξύ τους ρέματα υπάρχουν σε παράλληλους επιστημολογικούςκόσμους, παρότι στην πράξη υπάρχουν στον ένα και μοναδικό οντολογικό ή φυσικό κβαντικό κόσμο.

Αυτή η προσέγγιση των πολλών-μυαλών είναι εύλογη μέσα στο πλαίσιο που παρέχεται από τα μαθηματικά της κβαντομηχανικής. Αποφεύγει την ανάγκη για οποιαδήποτε πραγματική επιλογή ανάμεσα στις 'ναι' και 'όχι' απαντήσεις... Ωστόσο, ο von Neumann ουδέποτε ανάφερε κάποια πραγματική επιλογή 'ναι' ή 'όχι' και οι ιδρυτές της κβαντικής θεωρίας παρομοίως εστιάζουν την προσοχή στην κρίσιμη επιλογή του ποια ερώτηση θα τεθεί. Είναι αυτήη επιλογή, που βρίσκεται στη δικαιοδοσία του παρατηρητή, στην οποία η παρούσα εργασία εστιάζεται. Η επακόλουθη επιλογή 'ναι' ή 'όχι,' θεωρείται κανονικά ότι προκύπτει από την ίδια τη φύση. Αλλά αρκεί το γεγονός ότι αυτή η τελευταία επιλογή φαίνεται να πραγματοποιείταισύμφωνα με τους κβαντικούς νόμους των πιθανοτήτων. Το πραγματικό πρόβλημα με την προσέγγιση των πολλών-μυαλών είναι ότι οι υποστηρικτές της δεν έχουν ακόμη εξηγήσει επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο η σκέψη επιλέγει τη μία ή την άλλη πιθανότητα. Αυτή η δυσκολία αναλύεται λεπτομερέστερα στον Stapp (2002).

Το μοντέλο των κυμάτων-πιλότων ή πιλοτικών κυμάτων (pilot-waves) του David Bohm (Bohm 1952) φαίνεται στην αρχή να αποτελεί απλά άλλον έναν τρόπο να αποφευχθεί το πρόβλημα πώς θα συνδεθεί ο φορμαλισμός της κβαντομηχανικής με την ανθρώπινη εμπειρία. Ωστόσο στο βιβλίο των David Bohm και Basil Hiley (Bohm & Hiley 1993) τα δύο τελευταία κεφάλαια πηγαίνουν πολύ μακρύτερα από το σχετικά καλά ορισμένο μοντέλο των κυμάτων-πιλότων και επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το ίδιο πρόβλημα με εκείνο που απασχολεί τον Stapp (1990) και τους Gell-Mann & Hartle (1989). Αυτό οδηγεί τον Bohm σε μια συζήτηση σχετικά με τη δική του έννοια της ελλοχεύουσας τάξης (implicate order), η οποία ωστόσο είναι μαθηματικά λιγότερο ορισμένη από ό, τι το μοντέλο του των κυμάτων-πιλότων.

Ο Bohm διείδε την ανάγκη να ασχοληθεί με το πρόβλημα της συνείδησης και έγραψε μια λεπτομερή εργασία σχετικά (Bohm 1986, 1990). Οι προτάσεις του ξεπερνούν κατά πολύ την απλή εκδοχή του μοντέλου των κυμάτων-πιλότων. Πρόκειται για μια άπειρη διαστρωμάτωση πιλοτικών κυμάτων, όπου κάθε ανώτερο στρώμα τους ελέγχει το αμέσως κατώτερο. Η αρχική απλότητα του μοντέλου των κυμάτων-πιλότων χάνεται πάντως μέσα στην άπειρη διαστρωμάτωση.

Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι η δομή της κβαντικής θεωρίας υποδεικνύει την ανάγκη για μία μη-μηχανιστική θεώρηση που να σχετίζεται με τη συνείδηση, αλλά οι προσεγγίσεις της κβαντικής θεωρίας που προχωράνε πέρα από την πραγματιστική προσέγγιση της Κοπεγχάγης ή του von Neumann αντιμετωπίζουν σοβαρά ανεπίλυτα προβλήματα. Σε αυτήν την εργασία, επιλέξαμε να μείνουμε στο ασφαλέστερο έδαφος της ορθόδοξης πραγματιστικής κβαντικής θεωρίας και να διερευνήσουμε τι θα μπορούσε να ειπωθεί μέσα σε αυτά τα πλαίσια."





Τα γεγονότα της αντίληψης

$
0
0
Ο Hermann von Helmholtz, που εισήγαγε την έννοια της ελεύθερης ενέργειας στη φυσική, ήταν ένας πολυμαθής που επίσης έγραψε για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Αναρωτήθηκε πόσο αντικειμενικές μπορούν να είναι οι πληροφορίες που παίρνουμε από τις αισθήσεις και επεξεργαζόμαστε με τον εγκέφαλο  ώστε να σχηματίσουν την εικόνα του εξωτερικού κόσμου:

"Τα προβλήματα που στις προγενέστερες περιόδους θεωρούνταν θεμελιώδη για όλες τις επιστήμες ήταν εκείνα της θεωρίας της γνώσης: Ποια είναι η αλήθεια σε ό,τι αφορά τις αισθήσεις μας και τη σκέψη; Και με ποιον τρόπο οι ιδέες μας ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα; Η φιλοσοφία και οι φυσικές επιστήμες προσεγγίζουν αυτές τις ερωτήσεις από αντίθετες κατευθύνσεις αλλά αποτελούν κοινά προβλήματα και των δύο. Η φιλοσοφία, η οποία ασχολείται με την πνευματική πλευρά, προσπαθεί να διαχωρίσει οτιδήποτε στη γνώση και στις ιδέες μας οφείλεται στα αποτελέσματα του υλικού κόσμου, προκειμένου να καθορίσει τη φύση της καθαρής πνευματικής δραστηριότητας. Οι φυσικές επιστήμες, από την άλλη πλευρά, επιδιώκουν να ξεχωρίσουν ορισμούς, σύνολα συμβόλων, μοντέλα αναπαράστασης, καθώς και υποθέσεις, προκειμένου να μελετήσουν αυτό που απομένει και το οποίο σχετίζεται με τον κόσμο της πραγματικότητας και τους φυσικούς νόμους στην καθαρή τους μορφή. Και οι δύο προσπαθούν να πετύχουν εξίσου το διαχωρισμό, αν και στα δύο διαφορετικά μέρη του ίδιου αντικειμένου...

Στο τέλος του προπερασμένου αιώνα, ο Καντ ανέπτυξε μια θεωρία σύμφωνα με την οποία η γνώση προηγείται κάθε εμπειρίας· δηλαδή, ανέπτυξε τη θεωρία των λεγόμενων υπερβατικών μορφών της διαίσθησης και της σκέψης. Πρόκειται για μορφές στις οποίες το περιεχόμενο της αισθητηριακής εμπειρίας μας υποτίθεται ότι πρέπει απαραίτητα να ταιριάξει προκειμένου να μεταμορφωθεί σε ιδέες. Σε ό,τι αφορά τις ιδιότητες των ίδιων των αισθήσεων, ο Locke νωρίτερα είχε επισημάνει τον ρόλο που παίζουν οι σωματικές και ψυχικές μας δομές στο πώς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Προς αυτήν την κατεύθυνση, έρευνες πάνω στη φυσιολογία των αισθήσεων, ιδιαίτερα εκείνες που διεξήγαγε ο Johannes Müller διατυπώνοντας το νόμο των συγκεκριμένων ενεργειών των αισθήσεων, έφεραν (κάποιος μπορεί να πει σ' έναν σχεδόν απροσδόκητο βαθμό) την πληρέστερη επιβεβαίωση. Επιπλέον, οι έρευνες αυτές καθιέρωσαν και με έναν πολύ αποφασιστικό τρόπο αποκάλυψαν τη σημασία της φύσης των μέχρι τότε υποκειμενικών μορφών της διαίσθησης. Το θέμα έχει ήδη συζητηθεί αρκετά συχνά, οπότε μπορώ να ασχοληθώ με αυτό κατευθείαν.

Ανάμεσα στα διάφορα είδη αισθήσεων, δύο εντελώς διαφορετικές διακρίσεις πρέπει να σημειωθούν. Η πιο σημαντική είναι αυτή που έχει να κάνει με τις διαφορετικές αισθήσεις, όπως είναι οι διαφορές ανάμεσα στο μπλε, στο θερμό, στο γλυκό, και στον τόνο. Σε μια προηγούμενη εργασία αναφέρθηκα σε αυτές ως διαφορές στη μορφή (modality) των αισθήσεων. Είναι τόσο θεμελιώδεις ώστε αποκλείουν κάθε δυνατή μετάβαση από τη μία στην άλλη καθώς και την οποιαδήποτε μικρότερη ή μεγαλύτερη σχέση ομοιότητας. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να αναρωτηθούμε αν το γλυκό είναι περισσότερο κόκκινο ή μπλε.

Η δεύτερη διάκριση, η οποία είναι λιγότερο σημαντική, είναι αυτή ανάμεσα στις διαφορές της ίδιας αίσθησης. Έχω αναφερθεί σε αυτές ως διαφορές στην ποιότητα (quality). Ο Fichte θεώρησε ότι όλες οι ποιότητες μιας αίσθησης αποτελούν έναν κύκλο ποιότητας· αυτό που ονόμασα διαφορές της μορφής (modality), εκείνος ονόμασε διαφορές ανάμεσα σε σε κύκλους ποιότητας (circles of quality). Μεταβάσεις και συγκρίσεις είναι δυνατές μόνο μέσα στα πλαίσια κάθε κύκλου· μπορούμε να περάσουμε από το ερυθρό στο ιώδες, για παράδειγμα, και μπορούμε να πούμε ότι το κίτρινο μοιάζει περισσότερο με το πορτοκαλί από ότι με το μπλε.

Φυσιολογικές μελέτες τώρα δείχνουν ότι οι πιο θεμελιώδεις διαφορές είναι εντελώς ανεξάρτητες από το είδος του εξωτερικού παράγοντα, από τον οποίο οι αισθήσεις διεγείρονται. Καθορίζονται αποκλειστικά και μόνο από τα αισθητηριακά νεύρα που λαμβάνουν τις διεγέρσεις. Διεγέρσεις των οπτικών νεύρων παράγουν μόνο αισθήσεις φωτός, είτε τα νεύρα διεγείρονται από το φως καθαυτό, από ηλεκτρικά ρεύματα που άγονται διαμέσου του οφθαλμού, από ένα χτύπημα στο βολβό του ματιού, ή από μια τάση στο νευρικό ιστό κατά τις γρήγορες κινήσεις των ματιών. Οι αισθήσεις που προκύπτουν από αυτές τις διαδικασίες είναι τόσο όμοιες με εκείνες που προκαλούνται από το καθαυτό φως ώστε για πολύ καιρό οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν δυνατό να παραχθεί φως από τα ίδια τα μάτια. Ήταν ο Johannes Müller εκείνος που έδειξε ότι δεν υπάρχει εσωτερική παραγωγή φωτός και ότι η αίσθηση του φωτός υφίσταται μόνο όταν το οπτικό νεύρο διεγερθεί...

Είναι προφανές ότι όλες αυτές οι διαφορές μεταξύ των αποτελεσμάτων του φωτός ή του ήχου καθορίζονται από τον τρόπο που τα αισθητηριακά νεύρα αντιδρούν. Οι αισθήσεις μας είναι απλά αποτελέσματα που παράγονται στα όργανά μας από αντικειμενικές αιτίες· πώς ακριβώς αυτά τα αποτελέσματα εκδηλώνονται εξαρτάται κατά κύριο λόγο και κατ' ουσία από το είδος του οργάνου που αντιδρά στις αντικειμενικές αιτίες. Ποιες πληροφορίες, τότε, οι ιδιότητες αυτών των αισθήσεων μπορούν να μας δώσουν σχετικά με τα χαρακτηριστικά των εξωτερικών αιτιών και των επιρροών που τις προκαλούν; Μόνο αυτό: οι αισθήσεις μας είναι σημεία, όχι εικόνες, τέτοιων χαρακτηριστικών. Κάποιος θα περίμενε μια εικόνα να είναι παρόμοια σε κάποιον βαθμό με το αντικείμενο που αντιπροσωπεύει· σε ένα άγαλμα κάποιος περιμένει ομοιότητα στη μορφή, σε έναν χάρτη ομοιότητα στην προοπτική, σε μια ζωγραφιά ομοιότητα στο χρώμα. Ένα σημάδι, ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι με κανέναν τρόπο παρόμοιο με το αντικείμενο του οποίου αποτελεί σημάδι. Η μόνη σχέση μεταξύ τους είναι ότι το ίδιο αντικείμενο, που εμφανίζεται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, πρέπει να προκαλεί το ίδιο σημάδι· έτσι διαφορετικά σημεία σηματοδοτούν πάντοτε διαφορετικές αιτίες ή επιδράσεις.

Σύμφωνα με τη δημοφιλή άποψη, η οποία δέχεται βασισμένη στην απλή πίστη την πλήρη αντιστοιχία των εικόνων τις οποίες οι αισθήσεις παρουσιάζουν με τα εξωτερικά αντικείμενα, αυτή η σχέση μπορεί να φαίνεται πολύ ασήμαντη. Στην πραγματικότητα δεν είναι, γιατί χάρη σε αυτήν τη σχέση μπορεί να επιτευχθεί κάτι που έχει πολύ μεγάλη σημασία: μπορούμε να ανακαλύψουμε τις νομοτελειακές κανονικότητες στις διαδικασίες του εξωτερικού κόσμου. Και οι φυσικοί νόμοι λένε ότι από τις αρχικές συνθήκες που είναι ίδιες με κάποιον τρόπο, ακολουθούν πάντα συνέπειες οι οποίες είναι οι ίδιες με κάποιον άλλον τρόπο. Αν τα ίδια τα είδη πραγμάτων στον κόσμο της εμπειρίας υποδεικνύονται από τα ίδια σημάδια, τότε η νομοτελειακή διαδοχή όμοιων αποτελεσμάτων από όμοιες αιτίες θα συνδέεται με μια παρόμοια τακτική διαδοχή στη σφαίρα των αισθήσεων μας. Αν, για παράδειγμα, κάποιο είδος βατόμουρου παράγει κάποια κόκκινη χρωστική ουσία και ζάχαρη την ίδια στιγμή, θα έχουμε πάντα την αίσθηση ενός κόκκινου χρώματος και μιας γλυκιάς γεύσης μαζί, σχετικά με τα βατόμουρα αυτού του είδους."

Αυτό που μας λέει ο Helmholtz είναι ότι ο εγκέφαλός μας δεν αντιλαμβάνεται τα εξωτερικά αντικείμενα άμεσα, αλλά ανταυτού τα ανασυνθέτει χρησιμοποιώντας σημεία που λαμβάνει από τις αισθήσεις. Η εικόνα των αντικειμένων ανακατασκευάζεται στον αμφιβληστροειδή από τις 'κουκκίδες' του φωτός που έρχεται από τα αντικείμενα. Το παράδειγμα της φωτογραφίας ενός αντικειμένου μπορεί να μας πείσει ότι αυτό που βλέπουμε είναι μια καλή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Ωστόσο, η εικόνα του αντικειμένου στη φωτογραφία παραμένει μια αναπαράσταση της εικόνας του αντικειμένου στο μυαλό μας. Αυτό που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι ότι, εκτός από το γεγονός ότι η αντίληψη των χρωμάτων και των ήχων είναι καθαρά υποκειμενική, ο ίδιος ο χώρος-χρόνος μπορεί να είναι η εσωτερική αναπαράσταση μιας εξωτερικής τάξης πραγμάτων, που απλά μας βοηθά να οργανώσουμε αυτά τα πράγματα στο μυαλό μας με βολικό τρόπο, αλλά που μπορεί να έχει ελάχιστη ή καμία φυσική σημασία:

"Έτσι, η φυσιολογική μας κατασκευή ενσωματώνει μια καθαρή μορφή διαίσθησης, σε ό,τι αφορά τις ιδιότητες της αίσθησης. Ο Καντ, ωστόσο, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Ισχυρίστηκε ότι, όχι μόνο οι ιδιότητες της λογικής εμπειρίας, αλλά επίσης και του χώρου και του χρόνου καθορίζονται από τη φύση της διαίσθησης, δεδομένου ότι δεν βλέπουμε τίποτα από τον εξωτερικό κόσμο που να μη συμβαίνει κάποια στιγμή και σε κάποιον χώρο, και εφόσον η χρονική θέση είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό όλης της υποκειμενικής εμπειρίας. Ο Καντ ονόμασε έτσι το χρόνο την εκ των προτέρων και αναγκαία υπερβατική μορφή του εσωτερικού κόσμου, και το χώρο την αντίστοιχη μορφή του εξωτερικού κόσμου, της διαίσθησης. Επιπλέον, ο Καντ θεώρησε ότι τα χωρικά χαρακτηριστικά δεν ανήκουν περισσότερο στον κόσμο της πραγματικότητας (dinge an sich: το πράγμα καθαυτό) από ό,τι τα χρώματα που βλέπουμε ανήκουν σε εξωτερικά αντικείμενα. Αντίθετα, σύμφωνα με τον ίδιο, ο χώρος μεταφέρεται στα αντικείμενα από τα μάτια μας.

Ακόμη και σε ό,τι αφορά αυτόν τον ισχυρισμό, η επιστημονική άποψη μπορεί να συμβαδίσει με τον Καντ μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Ας εξετάσουμε αν οποιαδήποτε λογικά σήματα είναι παρόντα στην άμεση, καθημερινή εμπειρία, με τα οποία κάθε αντίληψη των αντικειμένων στο χώρο μπορεί να σχετίζεται. Πράγματι, μπορούμε να βρούμε τέτοια σήματα σε σχέση με το γεγονός ότι η κίνηση του σώματός μας δημιουργεί διαφορετικές χωρικές σχέσεις με τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε, έτσι ώστε οι εντυπώσεις που μας προκαλούν αυτά τα αντικείμενα αλλάζουν καθώς κινούμαστε. Η τάση να κινηθούμε, που ξεκινά με τη διέγερση των κινητικών νεύρων, είναι άμεσα αντιληπτή. Αισθανόμαστε ότι κάνουμε κάτι όταν ξεκινάμε μια τέτοια διέγερση. Δεν γνωρίζουμε άμεσα, φυσικά, όλα όσα συμβαίνουν· είναι μόνο μέσα από την επιστήμη της φυσιολογίας που μαθαίνουμε πώς θέτουμε τα νεύρα της κίνησης σε κατάσταση διέγερσης, πώς αυτές οι διεγέρσεις μεταδίδονται στους μυς, και πώς με τη σειρά τους οι μύες συσπώνται και μετακινούν τα άκρα. Γνωρίζουμε, ωστόσο, χωρίς καμία επιστημονική γνώση, τα αισθητά αποτελέσματα που ακολουθούν καθεμιά από τις διάφορες αντιδράσεις που ενεργοποιούμε.

Από αυτήν την άποψη, ο χώρος είναι η απαραίτητη μορφή της εξωτερικής διαίσθησης, καθώς θεωρούμε μόνο ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως χωρικά καθορισμένο να αποτελεί τον εξωτερικό κόσμο. Εκείνα τα πράγματα που δεν γίνονται αντιληπτά με κάποια χωρική σχέση θεωρούμε ότι ανήκουν στον κόσμο της εσωτερικής διαίσθησης, στον κόσμο της αυτογνωσίας. Ο χώρος είναι μια εκ των προτέρων (a priori) μορφή διαίσθησης, απαραιτήτως προγενέστερος κάθε εμπειρίας, στο βαθμό που η αντίληψή του σχετίζεται με τη δυνατότητα κινητικών αντιδράσεων, ενώ η αντίστοιχη πνευματική και σωματική ικανότητα πρέπει να παρασχεθεί από τη φυσιολογική μας κατασκευή πριν να έχουμε την όποια διαίσθηση του χώρου."

Σε ό,τι αφορά το χρόνο, ο Helmholtz λέει:

"Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση κάποιου ανθρώπου χωρίς καμιά απολύτως εμπειρία... Ας υποθέσουμε ότι ο αυτός άνθρωπος βρίσκει αρχικά τον εαυτό του να είναι απλώς ένα ακόμα αντικείμενο σε μια περιοχή με άλλα ακίνητα αντικείμενα. Για όσο διάστημα δεν ενεργοποιεί κινητικές αντιδράσεις, οι αισθήσεις του θα παραμείνουν αμετάβλητες...

Αν ονομάσουμε ολόκληρη την ομάδα των συσσωρευμένων αισθήσεων, που μπορούν ενδεχομένως να γίνουν αντιληπτές από τη συνείδηση σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από μια συγκεκριμένη και περιορισμένη ομάδα αντιδράσεων, χρονικές αναπαραστάσεις (presentabilia), τότε, σε αντίθεση με το παρόν, δηλαδή το συνονθύλευμα των αισθήσεων μέσα στα πλαίσια αυτής της ομάδας και το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της άμεσης αντίληψης- τότε το υποθετικό μας άτομο περιορίζεται σε οποιονδήποτε χρόνο σε έναν ορισμένο κύκλο των presentabilia, έξω από τον οποίο, ωστόσο, μπορεί να κάνει παρόν του οποιοδήποτε σύνολο σε κάθε χρονική στιγμή εκτελώντας την κατάλληλη κίνηση. Κάθε ξεχωριστό μέλος αυτής της ομάδας των presentabilia, ως εκ τούτου, φαίνεται σ' αυτόν να υπάρχει σε κάθε στιγμή της αντίστοιχης χρονικής περιόδου, ανεξάρτητα από το άμεσο παρόν, γιατί είναι σε θέση να παρατηρήσει οποιαδήποτε από αυτές τις αναπαραστάσεις κάθε στιγμή που επιθυμεί να το πράξει. Αυτό το συμπέρασμα- ότι θα μπορούσε να κάνει την παρατήρηση σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή κι αν επιθυμούσε- πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα είδος επαγωγικού συμπεράσματος, καθώς μια επιτυχημένη μετάβαση μπορεί εύκολα να γίνει από μια χρονική στιγμή σε οποιαδήποτε άλλη, στα πλαίσια του δεδομένου χρονικού διαστήματος.

Με αυτόν τον τρόπο η αντίληψη της ταυτόχρονης και αδιάκοπης ύπαρξης μιας ομάδας διαφορετικών αλλά παρακείμενων αντικειμένων μπορεί να επιτευχθεί... Σε άλλες χρονικές στιγμές οι κύκλοι των presentabilia που σχετίζονται με αυτή την ίδια ομάδα των βουλήσεων είναι διαφορετικοί. Με αυτόν τον τρόπο οι κύκλοι των presentabilia, μαζί με τα μεμονωμένα μέλη τους, γίνονται κάτι δεδομένο για εμάς, δηλαδή, γίνονται αντικείμενα."

Αυτό που είναι σημαντικό να τονίσουμε εδώ από την παραπάνω ανάλυση του Helmholtz, είναι ότι η χρονική αντίληψη των γεγονότων συνοδεύεται από μια ταυτόχρονη κατάσταση, ή από 'κύκλους αναπαραστάσεων,' κατά τη διάρκεια της οποίας όλα τα 'παρακείμενα' αντικείμενα γίνονται αντιληπτά ταυτόχρονα ως δυνητικότητες, τις οποίες με τη σειρά της η συνειδητή ανάλυση θα καθορίσει ως πραγματικά αντικείμενα ή όχι. Στο προηγούμενο στάδιο της ασυνείδητης επαγωγής, τα εν δυνάμει αντικείμενα παραμένουν σε κατάσταση 'υπέρθεσης' και 'επ' αόριστο ακινησίας.' Αυτό το συμπέρασμα έχει σημαντικές συνέπειες σε ό,τι αφορά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, το χώρο-χρόνο και τα πράγματα, καθώς και σχετικά με το τι θα μπορούσε ο κόσμος πραγματικά να είναι σε ένα βαθύτερο επίπεδο της συνείδησης.


Περισσότερα επί του θέματος επίσης (και ειδικά με το πώς η συνείδηση αντιλαμβάνεται τον εξωτερικό κόσμο και του αποδίδει χώρο-χρόνο) στο κείμενό μου 'Το επεκταμένο παρόν.'



Η ψυχολογία της προσοχής

$
0
0
Καθώς σκεφτόμουν τι μπορεί να είναι η προσοχή, συνειδητοποίησα ότι δεν πρέπει να είναι μια μονόδρομη διαδικασία, αλλά μια, ας πούμε, πολυδιάστατη. Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν επικεντρωθούμε σε ένα μόνο αντικείμενο, φαίνεται ότι πρέπει επίσης να έχουμε επίγνωση του περιβάλλοντος στο οποίο το αντικείμενο αντιπαραβάλλεται. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε θεμελιωδώς ανήμποροι να κατανοήσουμε το μέρος, αν, ταυτόχρονα, δεν έχουμε μια εντύπωση για το όλο. 

  • Αιτιακός παράγοντας ή προκύπτουσα ιδιότητα; 
Γύρω από την προηγούμενη ερώτηση ασχολείται η Elizabeth Styles στο βιβλίο της «The psychology of attention (Η ψυχολογία της προσοχής):» 

«Είναι η προσοχή ένας αιτιακός παράγοντας ή μια αναδυόμενη ιδιότητα; Από τον τρόπο με τον οποίο έχω μιλήσει σχετικά με την προσοχή, μπορεί να ακούγεται σαν να είναι ένα «πράγμα» ή ένας αιτιακός παράγοντας που «κάνει κάτι...» Φυσικά θα μπορούσε κάλλιστα η προσοχή να είναι μια αναδυόμενη ιδιότητα· που φαίνεται να είναι εκεί, αλλά χωρίς να παίζει κανέναν αιτιακό ρόλο στην επεξεργασία των πληροφοριών. Ο William James (1890) επεσήμανε τη διάκριση αυτή όταν αναρωτήθηκε, «Είναι η προσοχή ένα αποτέλεσμα ή μια δύναμη;» Οι Johnston και Dark (1986) εξέτασαν τις θεωρίες της επιλεκτικής προσοχής και τις χώρισαν σε θεωρίες αιτίας και θεωρίες αποτελέσματος. Οι θεωρίες αιτίας διαφοροποιούν μεταξύ των δύο τύπων επεξεργασίας, που οι ίδιοι ερευνητές ονομάζουν τομέα A και B. Ο τομέας Α είναι υψηλής χωρητικότητας, ασυνείδητος και παθητικός, και ισοδυναμεί με αυτό που διάφοροι θεωρητικοί ονομάζουν αυτόματη ή ακούσια επεξεργασία. Ο τομέας B είναι ένα μικρής χωρητικότητας συνειδητό, ενεργό σύστημα επεξεργασίας και ισοδυναμεί με την ελεγχόμενη και εκούσια επεξεργασία. Στις θεωρίες αιτίας ο τομέας B είναι «μεταξύ άλλων ένας μαθησιακός μηχανισμός ή ενορχηστρωτής ή αιτία της επιλεκτικής επεξεργασίας.» (1986). Συνεχίζουν για να πουν ότι αυτό το είδος της εξήγησης «αποκαλύπτει ένα σοβαρό μετα-θεωρητικό πρόβλημα,» και ότι, «αν μια ψυχολογική κατασκευή μπορεί να εξηγήσει τις ευφυείς και προσαρμοστικές δυνάμεις του οργανισμού, τότε αυτή δεν μπορεί να διαθέτει αυτές τις δυνάμεις.» (1986)

Έτσι φαίνεται πιθανότερο ότι η προσοχή είναι μια αναδυόμενη ιδιότητα που σχετίζεται με το περιβάλλον, ή ακόμη οφείλεται στο περιβάλλον. Είναι πολύ ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ ότι οι ήχοι προκαλούν κυρίως ενστικτώδη αισθήματα. Εφιστούμε την προσοχή μας στους ήχους χωρίς σχεδόν καμία δύναμη να αντισταθούμε. Δεν μπορούμε σωματικά να «κλείσουμε» τα αυτιά μας, όπως μπορούμε να κάνουμε εύκολα με τα μάτια μας. Τα οπτικά ερεθίσματα, από την άλλη πλευρά, φιλτράρονται ευκολότερα από τον εγκέφαλο, και τα μάτια μας καθοδηγούνται από τη βούληση, αντίθετα με τα αυτιά μας. Η προσοχή περιορίζεται επίσης σε αυτές τις δύο αισθήσεις. Δεν εστιάζουμε την προσοχή μας σε οσμές και σε γεύσεις, παρότι μπορεί να κινούμε τα μάτια μας ενώ τις σκεφτόμαστε. Έτσι, φαίνεται ότι η προσοχή είναι μια αναδυόμενη ιδιότητα της ελεύθερης βούλησης, η οποία έρχεται αφότου έχουμε αντιληφθεί ή αισθανθεί κάτι. Μόνο τότε μπορούμε να στρέψουμε την προσοχή μας στην πηγή που προκάλεσε το αντίστοιχο ερέθισμα αρχικά. Η προσοχή είναι μια αντίδραση σε δυνάμεις και ένα αποτέλεσμα αιτιών, όχι μια δύναμη ή αιτία η ίδια. Αυτή η συνειδητοποίηση μας κάνει επίσης να αναρωτηθούμε, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, πόσο «συνειδητή» είναι η συνείδησή μας, και αν είναι κάτι περισσότερο από μια, λίγο- πολύ, τυχαία επιλογή ανάμεσα σε μυριάδες ταυτόχρονα γεγονότα: 

«Οι αρχικές έρευνες πρότειναν ότι το ανθρώπινο σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών ήταν περιορισμένο στην ικανότητά του να εκτελεί πολλαπλές εργασίες. Ο Broadbent (1958), πρότεινε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα μονόδρομο κανάλι για την επεξεργασία πληροφοριών. Αυτό το κανάλι θα μπορούσε να επιλέγει πληροφορίες να περνάνε από ένα προστατευτικό φίλτρο με βάση τα φυσικά του χαρακτηριστικά. Μόνο αυτές οι επιλεγμένες πληροφορίες θα μπορούσαν να περάσουν ώστε να επεξεργαστούν. Στοιχεία για τη σημασιολογική επεξεργασία δεδομένων που έφταναν στο ακούσιο κανάλι οδήγησαν στην υπόθεση ότι όλες οι πληροφορίες αναλύονταν ακούσια για τη σημασία τους, αλλά μόνο τα πιο σημαντικά μηνύματα διαβιβάζονταν στο στάδιο «απόκρισης.» (Deutsch & Deutsch, 1963). Ο Treisman (1964) εισήγαγε μια θεωρία συμβιβασμού σύμφωνα με την οποία η ανεπεξέργαστη πληροφορία γινόταν εκούσια, έτσι ώστε μόνο τα πιο σημαντικά μηνύματα ήταν σε θέση να περάσουν το φίλτρο. Άλλες θεωρίες πρότειναν ότι η επιλεκτική στενωπός (selective bottleneck) ανάμεσα στην ακούσια παράλληλη και στη σειριακή εκούσια επεξεργασία μπορούσε να μετατοπιστεί σύμφωνα με διαφορετικές συνθήκες και απαιτήσεις εργασίας (Johnston & Heinz, 1978· Norman, 1968). Νέες ιδέες που είδαν την προσοχή ως μια δεξαμενή δεδομένων επεξεργασίας, άρχισαν να κερδίζουν δημοτικότητα.» 

  • «Συντακτική (syntactic)» και «σημαντική (semantic) μνήμη» 

Αλλά πώς η προσοχή γίνεται ένας αιτιακός παράγοντας έτσι ώστε να σχηματίσει την επίγνωση των γεγονότων; Αυτή η ερώτηση έχει να κάνει με την κοινή διάκριση ανάμεσα στην «συντακτική» (ή «επεισοδιακή») και στη «σημαντική» μνήμη· δηλαδή με μια περιοχή ή διαδικασία στο μυαλό μας όπου μόνο γεγονότα με σημασία ή νόημα διατηρούνται και αποθηκεύονται: 

«Ο Sperling (1960) βρήκε στοιχεία για αυτό που πίστευε ότι είναι μια υψηλής χωρητικότητας και γρήγορης αποσύνθεσης οπτική μνήμη, η οποία ξεθώριαζε μέσα σε μισό δευτερόλεπτο. Όταν παρουσιάζονται σε ανθρώπους οπτικά μηνύματα σύντομης διάρκειας, αυτοί μπορούσαν να αναφέρουν συνήθως μόνο τέσσερα ή πέντε διαφορετικά στοιχεία. Ωστόσο, νωρίς κατά τη διάρκεια της ένδειξης, όλα τα στοιχεία βρίσκονταν διαθέσιμα για ανάλυση, όπως αποδεικνύεται από την ανακάλυψη ότι όταν τα στοιχεία ήταν τακτοποιημένα κατά χρώμα ή θέση, τα υποκείμενα μπορούσαν να αναφέρουν οποιοδήποτε από τα αντικείμενα. Καθώς η επιλογή με βάση την αλφαριθμητική ταξινόμηση φάνηκε αδύνατη, θεωρήθηκε ότι η κατά κατηγορίες πληροφορία δεν ήταν κωδικοποιημένη στην εικονική μνήμη. Ωστόσο, όπως και στα ακουστικά πειράματα, στοιχεία συσσωρεύτηκαν σύντομα για σημασιολογικά αποτελέσματα σε εργασίες οπτικής προσοχής (Mewhort, 1967). Προέκυψε έτσι το ζήτημα ως προς το γιατί η επιλεκτική αναφορά με βάση τη σημασιολογία ήταν τόσο δύσκολη αν η σημασιολογική πληροφορία ήταν, στην πραγματικότητα, διαθέσιμη. Ο Merikle (1980) διαπίστωσε ότι η επιλεκτική αναφορά ενισχυόταν από μια διαφορά κατηγορίας εφόσον η κατηγορία σχημάτιζε μια αντιληπτική ομάδα. 

Ενώ ο Sperling είχε ως μέλημα να ανακαλύψει πόσα πολλά στοιχεία μπορούσαν να επεξεργαστούν σε μια παρουσίαση πολλών στοιχείων, ένα νέο κύμα πειραμάτων αποσκοπούσε στην ανάδειξη της έκτασης στην οποία η προσοχή θα μπορούσε να είναι επιλεκτική στα πλαίσια μιας παρουσίασης πολλών στοιχείων... Συνολικά, αυτό το θέμα είναι άλυτο, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των αποδεικτικών στοιχείων φαίνεται να υποστηρίζει ότι η επιλεκτικότητα λειτουργεί αφού η ταυτότητα, το χρώμα και η θέση έχουν αναλυθεί. Πολλά πειράματα δείχνουν ότι σφάλματα στην επιλεκτική αναφορά που οφείλονται στην ταυτότητα και στη θέση δεν είναι σωστά συνδυασμένα. Αυτά τα στοιχεία είναι συνεπή με τη νευροανατομική οργάνωση του εγκεφάλου, στην οποία υπάρχει ένα σύστημα που ξέρει τι είναι κάθε πράγμα, και ένα άλλο σύστημα που ξέρει πού αυτό το πράγμα βρίσκεται (Ungerleider & Mislikin 1982). Έχει προταθεί ότι η επιλογή γίνεται συνήθως με βάση τις φυσικές πληροφορίες, αλλά από προσδιορισμένα ερεθίσματα που προκαλούν μια συνειδητή εμπειρία μόνο κατά την ολοκλήρωση (Allport, 1977· Coltheart, 1980)... 

Πρόσφατες εργασίες για τις συνέπειες της παρεμβολής ασυμβίβαστων εμποδίων δείχνουν ότι υπάρχουν διαφορετικά αποτελέσματα που εξαρτώνται από την απαίτηση της εργασίας. Οι Treisman (1993) και Lavie (1995) πιστεύουν ότι τα αποτελέσματα εξαρτώνται από το αντιληπτικό φορτίο της εργασίας. Όταν αυτό το φορτίο είναι υψηλό, όπως στα πειράματα επιλεκτικού φιλτραρίσματος, υπάρχουν στοιχεία για άμεση επιλογή, αλλά όταν το αντιληπτικό φορτίο είναι χαμηλό, η επιλογή μπορεί να καθυστερήσει.» 

  • Επιλεκτική και επιμερισμένη προσοχή 

Όπως λέει η Βικιπαίδεια, στη γνωστική ψυχολογία υπάρχουν τουλάχιστον δύο μοντέλα που περιγράφουν πώς η οπτική προσοχή λειτουργεί. Αυτά τα μοντέλα μπορούν να θεωρηθούν ως μεταφορές για την περιγραφή εσωτερικών διαδικασιών και για την παραγωγή υποθέσεων που είναι διαψεύσιμες. Γενικά, η οπτική προσοχή πιστεύεται ότι λειτουργεί ως μια διαδικασία δύο σταδίων. Στο πρώτο στάδιο, η προσοχή διανέμεται ομοιόμορφα στο εξωτερικό οπτικό περιβάλλον και η επεξεργασία των πληροφοριών γίνεται παράλληλα. Στο δεύτερο στάδιο, η προσοχή επικεντρώνεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του οπτικού περιβάλλοντος (δηλαδή είναι εστιασμένη), και η επεξεργασία πραγματοποιείται με έναν σειριακό τρόπο. 

- Το επίκεντρο της προσοχής (attentional spotlight) 


Επιστρέφοντας στο βιβλίο της Styles: 

«Συνήθως μετακινούμε τα μάτια μας σε ένα αντικείμενο ή σε μια θέση στο χώρο ώστε να εστιάσουμε σε αυτό. Ωστόσο, ήδη από το 1866, ο Helmholtz σημείωσε ότι η προσοχή και η εστίαση της προσοχής δεν είναι απαραίτητα το ίδιο πράγμα. Στην εισαγωγή διαπιστώσαμε ότι αν εστιάσουμε σε μία θέση (για παράδειγμα, στον αστερίσκο εδώ *) είμαστε σε θέση να διαβάσουμε γειτονικές λέξεις χωρίς τη μετατόπιση της εστίασης σε αυτές. Επιπλέον, αν προσέχουμε και εστιάζουμε σε ένα μέρος, μπορεί η προσοχή μας να βρίσκεται σε μια οικεία λέξη, όπως το όνομά μας ή το όνομα της πόλης μας, αλλού στη σελίδα, ή με μια κίνηση της περιφερικής όρασης. Είναι σαν να υπάρχει κάποιου είδους πέρασμα ή μηχανισμός διακοπής που προέρχεται από πληροφορίες έξω από την εστίαση. 

Μια από τις πιο δημοφιλείς μεταφορές για την οπτική προσοχή είναι ότι μοιάζει σαν ένα επίκεντρο (spotlight) που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε επιλεκτικά συγκεκριμένα τμήματα του οπτικού περιβάλλοντος. Ο William James (1890) περιγράφει την οπτική προσοχή να έχει εστία, περιθώριο και σύνορο. Έχουμε ήδη δει ότι υπάρχει διαφωνία σχετικά με το βαθμό επεξεργασίας που τα ερεθίσματα λαμβάνουν με και χωρίς την προσοχή. Μέχρι κάποιο βαθμό τα ίδια επιχειρήματα θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, αλλά θα ασχοληθούμε κυρίως με το ζήτημα τού κατά πόσο το «επίκεντρο» είναι μια καλή μεταφορά, πώς ξέρει προς τα πού πρέπει να κατευθυνθεί και να εστιάσει, και τι λογής επεξεργασία γίνεται μέσα και έξω από το επίκεντρο... 

Ο Posner (1980) έδειξε ότι η κατεύθυνση της προσοχής σε μια θέση έγκυρου ερεθίσματος διευκολύνει την οπτική επεξεργασία, και αυτό τον οδήγησε να προτείνει ότι «η προσοχή μπορεί να παρομοιαστεί με ένα επίκεντρο που ενισχύει την αποτελεσματικότητα της ανίχνευσης των γεγονότων μέσα στην ακτίνα δράσης του» (Posner κ.ά., 1980). Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι η προσοχή δεν είναι συνώνυμη με το κοίταγμα. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει χρόνος να κατευθύνουμε τα μάτια προς μια θέση, αυτή η θέση έχει γίνει αντιληπτή. Έτσι φαίνεται ότι η οπτική προσοχή μπορεί να κατευθυνθεί σε μια θέση διαφορετική με εκείνη της εστίασης. Ο Posner (1980) προτείνει δύο τρόπους με τους οποίους η προσοχή μπορεί να είναι προσανατολισμένη σε ένα ερέθισμα. Διέκρινε μεταξύ δύο συστημάτων προσοχής: ένα ενδογενές, το οποίο ελέγχεται φανερά από τις προθέσεις του υποκειμένου· και ένα εξωγενές, το οποίο μεταθέτει αυτόματα την προσοχή σύμφωνα με περιβαλλοντικά ερεθίσματα, βρίσκεται έξω από τον έλεγχο του ατόμου, και δεν μπορεί να αγνοηθεί... 

Οι Müller και Rabbitt (1989) έκαναν μια σειρά πειραμάτων που αποσκοπούν στο να διευκρινιστεί το ερώτημα του κατά πόσον υπάρχει μόνο ένας μηχανισμός προσοχής που δουλεύει με διαφορετικούς τρόπους, όπως είχε προτείνει ο Posner, ή αν υπάρχουν δύο διακριτοί μηχανισμοί, ένας ακούσιος κι ένας εκούσιος. Τα πειράματά τους αντιπαρέβαλλαν περιφερικά και κεντρικά ερεθίσματα μεταξύ τους για να προσδιοριστεί η διαφορά στους χρόνους απόκρισης και κατά πόσο ήταν εξίσου υπαίτια στην απόσπαση της προσοχής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει ένας αυτόματος μηχανισμός αντανακλαστικών ο οποίος είναι εξαιρετικά ανθεκτικός σε ανταγωνιστικά ερεθίσματα, και ένας δεύτερος εθελούσιος μηχανισμός που μπορεί να διακοπεί από τον αυτόματο μηχανισμό προσανατολισμού. 

Στο δεύτερο πείραμά τους οι Müller και Rabbitt διαπίστωσαν ότι όταν τα περιφερικά και κεντρικά ερεθίσματα ήταν συμβατά, ο εντοπισμός των θέσεων ήταν καλύτερος, και ότι η ανασταλτική δράση των περιφερειακών ερεθισμάτων μειωνόταν όταν αυτά βρίσκονταν σε απίθανες θέσεις. Φάνηκε ότι ο εκούσιος κεντρικός προσανατολισμός μπορούσε να τροποποιήσει τον προσανατολισμό σε απόκριση αντανακλαστικών, περιφερικών ερεθισμάτων. Οι ίδιοι ερευνητές (1989) ισχυρίζονται ότι «αυτό το πρότυπο είναι σύμφωνο με την ιδέα ότι οι αντανακλαστικοί και εθελοντικοί μηχανισμοί μπορούν να είναι ενεργοί ταυτόχρονα.» 

Το γεγονός ότι ο «αυτόματος» αυτοπαθής προσανατολισμός μπορεί να τροποποιηθεί από εκούσιες διαδικασίες ελέγχου, υποδηλώνει ότι δεν είναι και τόσο αυτόματος. Ωστόσο, σύμφωνα με το μοντέλο των δύο μηχανισμών για τον προσανατολισμό της προσοχής, αυτό μπορεί να εξηγηθεί. Ο αυτοπαθής προσανατολισμός ενεργοποιείται και προχωρεί αυτόματα, έτσι ώστε αν και οι δύο μηχανισμοί πηγαίνουν προς την ίδια κατεύθυνση, έχουν προσθετική δράση. Ωστόσο, αν αυτοί προχωρούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, τα αποτελέσματά τους είναι αφαιρετικά.» 

Έτσι φαίνεται ότι όλα τα προηγούμενα συμπεράσματα επιβεβαιώνουν την αρχική παρατήρηση ότι η αντίληψή μας για τον κόσμο δεν μπορεί να επιτευχθεί αν εστιάσουμε την προσοχή μας μόνο στη μορφή χωρίς να έχουμε ταυτόχρονα μια ιδέα για το υπόβαθρο. Αυτή η διάκριση μεταξύ μορφής και περιεχομένου σχετίζεται επίσης με τα αδύνατα αντικείμενα, επειδή το στοιχείο του αδύνατου προκύπτει από την ασυνείδητη απαίτηση για πληρότητα. Είναι σε ένα δεύτερο, μεταγενέστερο στάδιο όπου η επικεντρωμένη προσοχή αρχίζει να διερευνά τις λεπτομέρειες του παρατηρούμενου αντικειμένου, ενώ μια ιδέα σχετικά με τη γενική του μορφή έχει ήδη συλληφθεί. Σε αυτό το δεύτερο αυτό στάδιο, είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς η προσοχή επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες: 

«Δεδομένου ότι τα ερεθίσματα μπορούν να κατευθύνουν την προσοχή, τίθεται ένα άλλο ερώτημα: πώς μετακινείται η προσοχή μέσα στο οπτικό πεδίο; Είναι μια στιγμιαία μετατόπιση ή παίρνει χρόνο; Βρίσκεται εξαρχής εξαπλωμένη σε ολόκληρο το πεδίο, για να εστιάσει όταν το ερέθισμα υποδείξει μια θέση, ή ένα μικρό επίκεντρο ταξιδεύει προς την εντοπισμένη θέση; Πειράματα του Posner και των συνεργατών του προτείνουν ότι το επίκεντρο χρειάζεται χρόνο για να μετακινηθεί στο οπτικό πεδίο. Όταν το ερέθισμα δείχνει μόνο την κατεύθυνση προς την οποία ο στόχος είναι πιθανό να εμφανιστεί, όχι την ακριβή θέση, υπάρχει ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ του ερεθίσματος και του στόχου, όταν ο στόχος είναι απομακρυσμένος από το σημείο εστίασης. Ο Tsal (1983) έδειξε ότι ο χρόνος αντίδρασης προς έναν στόχο μειώνεται καθώς η απόσταση ανάμεσα στο ερέθισμα και στο στόχο αυξάνεται, γεγονός που υποδηλώνει ότι χρειάζεται χρόνος για το επίκεντρο να μετακινηθεί στη θέση του ερεθίσματος. Φάνηκε σαν να υπήρχε ένα σημείο μέγιστης επιλεκτικότητας που να μετακινείται μέσα στο χώρο, σαν να ήταν πράγματι ένα επίκεντρο μέσα στο χώρο… 

Υπάρχουν στοιχεία ότι το επίκεντρο μπορεί να αλλάξει το πλάτος της εστίασης ανάλογα με το έργο που έχει να εκτελέσει. Ο La Berge (1983) έκανε μια έρευνα προκειμένου να καθορίσει ποιο γράμμα σε μια λέξη πέντε γραμμάτων θα αναφερόταν. Η εξάπλωση της προσοχής των υποκειμένων καθοδηγήθηκε. Στη μια περίπτωση έπρεπε να ταξινομήσουν το κεντρικό γράμμα στη σειρά, γεγονός που αναμενόταν να τους κάνει να εστιάσουν την προσοχή στο μέσο της λέξης. Στην άλλη περίπτωση έπρεπε να ταξινομήσουν τη λέξη, που αναμενόταν να τους ενθαρρύνει να διανείμουν την προσοχή πάνω σε ολόκληρη τη λέξη. Ο La Berge διαπίστωσε ότι η απόκριση επηρεαζόταν από το αν το υποκείμενο παρακολουθούσε το κεντρικό γράμμα ή ολόκληρη τη λέξη. Όταν η προσοχή εστιαζόταν στο κεντρικό γράμμα, οι αποκρίσεις σε αυτό το γράμμα ήταν πιο γρήγορες από ό, τι σε οποιοδήποτε άλλο γράμμα, αλλά όταν εστιάζονταν σε ολόκληρη τη λέξη, οι αποκρίσεις ήταν εξίσου γρήγορες για οποιοδήποτε γράμμα. Αυτό το αποτέλεσμα φαίνεται να δείχνει ότι η δέσμη του επίκεντρου μπορεί να ρυθμιστεί σύμφωνα με το έργο που έχει να εκτελέσει, και ότι δεν είναι σταθερού μεγέθους. 

Ο Broadbent (1982) συνόψισε τα στοιχεία όσον αφορά την επιλεκτικότητα στην οπτική παρουσίαση και πρότεινε ότι πρέπει «να σκεφτόμαστε την επιλεκτικότητα σαν έναν προβολέα, με τη δυνατότητα να αλλάζει την εστίαση. Όταν δεν είναι σαφές πού η δέσμη πρέπει να κατευθυνθεί, παραμένει ευρεία. Όταν κάτι φαίνεται να συμβαίνει, ή ένα ερέθισμα υποδεικνύει τη μία θέση έναντι κάποιας άλλης, η δέσμη οξύνεται και κινείται προς το σημείο της μέγιστης σημασίας.» 

Θα ήταν ενδιαφέρον να συγκρίνουμε το επίκεντρο της προσοχής με μια κατανομή πιθανοτήτων με τέτοιον τρόπο ώστε η πιθανότητα να είναι μεγαλύτερη στο κέντρο της εστίασης και να μειώνεται μακριά από αυτό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό μιας τέτοιας κατανομής είναι ότι η πιθανότητα δε γίνεται ποτέ μηδέν, έτσι ώστε ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της προσοχής θα υπάρχει κάποιος βαθμός αντίληψης, έστω κι αν αυτός είναι μικρός. Το επίκεντρο της προσοχής σχετίζεται επίσης με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα αντικείμενα στο χώρο: 

«Υπάρχουν αυξανόμενα στοιχεία ότι όντως παρατηρούμε αντικείμενα αντί για περιοχές του χώρου. Ο Duncan (1984) έδειξε ότι υποκείμενα ήταν πιο εύκολο να διακρίνουν δύο ιδιότητες που ανήκαν στο ίδιο αντικείμενο παρά σε διαφορετικά αντικείμενα… Πρότεινε ότι παρατηρούμε αντικείμενα, και όταν οι αποφάσεις που παίρνουμε έχουν να κάνουν με δύο αντικείμενα, η προσοχή πρέπει να μεταφερθεί από το ένα αντικείμενο στο άλλο, συν τω χρόνω... 

Η προσοχή με βάση τα αντικείμενα είναι σαφώς πολύ σημαντική. Αλλά, αν θυμάστε, ο Posner (1980) έδειξε ότι το επίκεντρο της προσοχής θα μπορούσε να κλητευθεί από χωρικά ερεθίσματα και αντίθετα να κατευθυνθεί προς θέσεις στο χώρο. Ένα συναφές φαινόμενο, η «αναστολή της επιστροφής (inhibition of return),» υποτέθηκε ότι οφείλεται στην επισήμανση χωρικών θέσεων. Τι θα συνέβαινε αν καθώς αναζητούσατε ένα αντικείμενο, το βρίσκατε, αλλά στη συνέχεια το αντικείμενο μετακινιόταν; Αν η προσοχή ήταν χωρικά βασισμένη, θα έπρεπε να παρέμενε να κοιτάζει τον άδειο χώρο! Οι Tipper, Driver και Weaver (1991) ήταν σε θέση να δείξουν σε πειράματα την αναστολή σε σχέση με ένα κινούμενο αντικείμενο και διαπίστωσαν ότι η αναστολή κινούταν μαζί με το αντικείμενο στη νέα του θέση. Οι Tipper κ.ά., (1991) πρότειναν ότι είναι τα αντικείμενα, όχι ο χώρος, που αναστέλλονται, και ότι η αναστολή της επιστροφής εξασφαλίζει ότι προηγουμένως παρατηρηθέντα αντικείμενα δεν αναζητούνται ξανά…

Η εξήγηση για την μονομερή οπτική παραμέληση που δόθηκε πριν θεώρησε ότι είναι ο χώρος που παραμελήθηκε και όχι τα αντικείμενα. Ωστόσο, υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις υπέρ της άποψης ότι η προσοχή μπορεί να είναι βασισμένη στα αντικείμενα. Πράγματι η ποσότητα παραμέλησης ενός ασθενή θα εξαρτηθεί από τι καλείται να παρατηρήσει. Στο πείραμα των Bisiach και Luzatti (1978), το αντικείμενο ήταν η Piazza del Duomo. Τι θα γινόταν αν το αντικείμενο ήταν το ίδιο το Duomo; Ή αν ο ασθενής είχε κληθεί να σχεδιάσει ένα μόνο παράθυρο; Τότε ο ασθενής θα είχε παραμελήσει το μισό κτίριο ή το μισό παράθυρο. Οι Driver και Halligan (1991) έκαναν ένα πείραμα στο οποίο αντιπαρέβαλαν τον περιβάλλοντα χώρο με έναν χώρο προσδιορισμένο από ένα αντικείμενο. Αν σε έναν ασθενή με οπτική παραμέληση δοθεί μια εικόνα με δύο αντικείμενα με τέτοιον τρόπο ώστε ο άξονας του αντικειμένου να βρίσκεται μπροστά από τον άξονα του περιβάλλοντα χώρου, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ποιος από τους δύο άξονες είναι υπεύθυνος για την παρατηρούμενη παραμέληση. Οι ίδιοι ερευνητές επινόησαν μια άσκηση στην οποία οι ασθενείς έπρεπε να κρίνουν κατά πόσον δύο αδύνατα αντικείμενα ήταν τα ίδια ή διαφορετικά. Αν το τμήμα του ενός αντικειμένου που περιείχε τη διαφορά βρισκόταν μέσα στο χώρο της οπτικής παραμέλησης, ο ασθενής δεν ήταν σε θέση να κρίνει αν τα δύο αντικείμενα ήταν τα ίδια ή διαφορετικά.» 

Η Styles κάνει μια περίληψη των προηγούμενων συμπερασμάτων ως εξής: 

«Η οπτική προσοχή έχει παρομοιαστεί με ένα επίκεντρο που ενισχύει την επεξεργασία υπό την ακτίνα του. Ο Posner (1980) πειραματίστηκε με κεντρικά και περιφερειακά ερεθίσματα και διαπίστωσε ότι το επίκεντρο της προσοχής θα μπορούσε να συγκεντρωθεί και από τα δύο αλλά τα περιφερειακά ερεθίσματα δεν μπορούσαν να αγνοηθούν, ενώ τα κεντρικά θα μπορούσαν. Ο Posner πρότεινε δύο συστήματα προσοχής, ένα ενδογενές που ελέγχεται οικειοθελώς από το υποκείμενο, και ένα εξωγενές σύστημα, έξω από τον έλεγχο του υποκειμένου. Οι Müller και Rabbitt (1989) έδειξαν ότι ο εξωγενής, ή με τους δικούς τους όρους αυτόματος, «αντανακλαστικός» προσανατολισμός, θα μπορούσε μερικές φορές να τροποποιηθεί από τον εκούσιο έλεγχο. Αν και ένα ερέθισμα συνήθως διευκολύνει την επεξεργασία του στόχου, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει μια καθυστέρηση στο στόχο επεξεργασίας (Maylor, 1985). 

Αυτή η αναστολή της επιστροφής έχει ερμηνευθεί ως απόδειξη για μια χωρική σήμανση των αναζητούμενων θέσεων προς όφελος της αποτελεσματικής αναζήτησης. Υπάρχει κάποια διαφωνία σχετικά με το πόσες θέσεις μπορούν να σημανθούν διαδοχικά. Η αναστολή της επιστροφής μπορεί επίσης να απευθύνεται σε κινούμενα αντικείμενα (Tipper κ.ά., 1994). Άλλοι πειραματιστές έχουν προσπαθήσει να μετρήσουν την ταχύτητα με την οποία το επίκεντρο της προσοχής κινείται (π.χ. Downing & Pinker, 1985). Η φαινομενική κίνηση του επίκεντρου μπορεί να έχει περισσότερο να κάνει με την ταχύτητα με την οποία διαφορετικές περιοχές του αμφιβληστροειδούς μπορούν να κωδικοποιήσουν πληροφορίες. 

Άλλοι ερευνητές αναρωτήθηκαν αν το επίκεντρο θα μπορούσε να διαιρείται αλλά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν. Προτάθηκε ότι ένας μεγεθυντικός φακός μπορεί να είναι μια καλύτερη αναλογία από ότι το επίκεντρο, καθώς φαίνεται ότι το μέγεθος του επίκεντρου εξαρτάται από το τι παρατηρείται (La Berge, 1983). Ο Lavie (1995) υποστήριξε ότι το μέγεθος στο οποίο θα μπορούσε το επίκεντρο να περιοριστεί εξαρτιόταν από το αντιληπτικό φορτίο της εργασίας. 

Η οπτική προσοχή μπορεί επίσης να στραφεί ενδογενώς και εξωγενώς σε αλλαγές μεταξύ επιπέδων αναπαράστασης όταν είτε τα τοπικά ή τα γενικά χαρακτηριστικά ενός ερεθίσματος πρόκειται να παρατηρηθούν (Stoffer, 1993). Το δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο εξειδικεύεται στη γενική επεξεργασία ενώ το αριστερό στην τοπική. Τα ημισφαίρια επίσης εξειδικεύονται στον προσανατολισμό (Posner & Petersen, 1990), με τη δεξιά βρεγματική περιοχή να μπορεί να προσανατολίσει την προσοχή αμφίπλευρα στο χώρο, αλλά η αριστερή βρεγματική περιοχή είναι σε θέση να προσανατολίσει μόνο προς τα δεξιά. Έτσι βλάβες στη δεξιά βρεγματική περιοχή συχνά οδηγούν στην οπτική παραμέληση της αριστερής πλευράς του χώρου. 

Οι Posner κ.ά. (1984) πίστευαν ότι συνήθως υπάρχουν τρεις συνιστώσες της οπτικής προσοχής: η απεμπλοκή (disengage), η μετάθεση (shift), και η εμπλοκή (engage). Σύμφωνα με τους ίδιους, ασθενείς με οπτική παραμέληση δεν έχουν δυσκολία σχετικά με τις πρώτες δύο συνιστώσες, αλλά αν η προσοχή συγκεντρωθεί στην παραμελημένη πλευρά τότε οι ασθενείς έχουν δυσκολία να απεμπλακούν από τη μη παραμελημένη πλευρά. Οι Volpe κ.ά., (1979) και Berti κ.ά., (1992) έχουν αποδείξει ότι ασθενείς μπορούν να κρίνουν ερεθίσματα στον παραμελημένο χώρο, ακόμη και όταν τα ερεθίσματα μπορούν να θεωρηθούν μόνο με βάση μια σημασιολογική ιδιότητα.» 

  • Ένα μαθηματικό μοντέλο για την προσοχή; 

Φαίνεται ότι η σημασιολογική επεξεργασία πληροφοριών είναι αναγκαία για τη γνωστική λειτουργία. Η εκούσια παρατήρηση του εξωτερικού κόσμου είναι αιτιακά προσανατολισμένη ακόμα και αν στις περισσότερες περιπτώσεις ξεκινάει με ένα τυχαίο ερέθισμα. Ακόμη και αν υπάρχει μια αμυδρή γνώση του χώρου που έχει προκαθοριστεί στη σκέψη, είναι οι αιτιακές σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων που δίνουν στο χώρο μια σαφή έννοια. Το ίδιο ισχύει και για το χρόνο: ακόμη και αν υπάρχει μια εσωτερική ιδιότητα στο μυαλό σε σχέση με το τι εννοούμε ως «χρόνο», είναι η μετατόπιση της προσοχής που ακολουθεί την κίνηση των σωμάτων που δίνει στο χρόνο ένα καθορισμένο φυσικό πλαίσιο. Αν τώρα συνδυάσουμε τις ιδιότητες των αντικειμένων και την οπτική παρατήρηση, μπορεί να είναι δυνατό να οικοδομήσουμε ένα μαθηματικό μοντέλο της προσοχής, και της συνείδησης γενικότερα: 

«Για να σχηματιστούν τα αντικείμενα, τα χαρακτηριστικά που τα αποτελούν πρέπει να συνδυαστούν με ακρίβεια. Οι Treisman και Gelade (1980) πρότειναν τη θεωρία ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών ( Feature Integration Theory, FIT) στην οποία η εστιακή προσοχή παρέχει την «κόλλα» που ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά των αντικειμένων. Όταν ένας συνδυασμός χαρακτηριστικών είναι απαραίτητος για να επιλεγεί ένας στόχος μέσα από παρεμβολές, η αναζήτηση είναι σειριακή χρησιμοποιώντας την εστιακή προσοχή· αλλά όταν ένας στόχος μπορεί να επιλεγεί με βάση ένα μοναδικό χαρακτηριστικό, η αναζήτηση είναι παράλληλη και δεν χρειάζεται την εστιακή προσοχή. Αρχικά η θεωρία πρότεινε ότι όλοι οι συνδυασμοί χαρακτηριστικών απαιτούνται να ενσωματωθούν προκειμένου η επιλογή να είναι δυνατή, αλλά στη συνέχεια ο Treisman συσσώρευσε μια ποικιλία στοιχείων τροποποιώντας τη θεωρία για να συμπεριλάβει μια ιεραρχία χαρακτηριστικών, έτσι ώστε τα χαρακτηριστικά να μπορούν να έχουν τις τρισδιάστατες ιδιότητες των αντικειμένων, της κίνησης κλπ... 

Οι Duncan και Humphreys (1989, 1992) πρότειναν ότι η σειριακή και η παράλληλη επιλογή είναι απαραίτητη ανάλογα με την ευκολία με την οποία δύνανται να διαχωρίζονται οι στόχοι και τα εμπόδια, και ότι αυτή η ευκολία εξαρτάται από την ομοιογένεια στόχων/μη-στόχων και από την ομοιογένεια των εμποδίων. Το μοντέλο των Humphreys και Müller (1993) της οπτικής απεικόνισης (SERR) βασίζεται στην απόρριψη αντιληπτικά διαχωρισμένων ομάδων στο οπτικό πεδίο. Σε αυτό το μοντέλο είναι τα αντικείμενα αντί για το χώρο που διαμεσολαβούν στην παρατήρηση... 

Η FIT ασχολείται αμεσότερα με το συνδυαστικό πρόβλημα από ό, τι η θεωρία των Duncan και Humphrey. Το πρόβλημα σύνδεσης θα μπορούσε να εξηγηθεί νευροφυσιολογικά από το συγχρονισμό της δραστηριότητας κατά τη διάρκεια ταυτόχρονα ενεργών νευρώνων, όπως προτάθηκε από τους Crick και Koch (1990) και τον Singer (1994). Η ιδέα εδώ είναι ότι ο εγκέφαλος γνωρίζει ποια πράγματα πηγαίνουν μαζί επειδή είναι ταυτόχρονα ενεργά και αυτή η συνεκτική δραστηριότητα μπορεί στη συνέχεια να παράγει τη συνειδητή εμπειρία του αντικειμένου. 

Άλλες προσεγγίσεις για την κατανόηση της οπτικής προσοχής είναι μέσω της τυπικής μαθηματικής θεωρίας, όπως η CTVA, η οποία είναι μια απόπειρα να συνδυαστούν τόσο η βασισμένη στο χώρο όσο και η βασισμένη στα αντικείμενα οπτική προσοχή σε μια θεωρία... Εδώ θα εξετάσουμε σε συντομία τη θεωρία της οπτικής προσοχής του Logan (CTVA), η οποία ενσωματώνει τη CODE για την αντιληπτική ομαδοποίηση και τη θεωρία οπτικής προσοχής (TVA) του Bundersen (1990). Ο Logan επιχειρεί να ενσωματώσει τις θεωρίες προσοχής που βασίζονται στο χώρο με εκείνες που βασίζονται στα αντικείμενα. 

Στην αρχή της εργασίας του ο Logan επικεντρώνεται σε αυτό που θεωρεί να είναι τα πέντε βασικά ερωτήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν από οποιαδήποτε θεωρία οπτικής προσοχής. Η πρώτη ερώτηση είναι πώς αντιπροσωπεύεται ο χώρος. Οι θεωρίες βασισμένες στο χώρο, όπως η FIT, υποθέτουν ότι ο χώρος αντιπροσωπεύεται από έναν χάρτη θέσεων, με τα αντικείμενα να αποτελούν σημεία στο χώρο. Επιπλέον, οι Ευκλείδειες αποστάσεις μεταξύ των αντικειμένων είναι σημαντικές για τη βασισμένη στο χώρο προσοχή, για παράδειγμα Eriksen και Eriksen (1974). 

Από την άλλη πλευρά, οι θεωρίες που βασίζονται στα αντικείμενα είναι, σύμφωνα με τον Logan, ασαφής σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιπροσωπεύεται ο χώρος. Όταν η ομαδοποίηση παραγόντων εξουδετερώνει τις Ευκλείδειες αποστάσεις (για παράδειγμα, Driver & Baylis, 1989) η θεωρία βασίζεται στα αντικείμενα. Ο Logan υποστηρίζει ότι καθώς οι ομαδοποιητικοί παράγοντες, όπως η εγγύτητα, είναι πολύ σημαντικοί για τις θεωρίες που βασίζονται στα αντικείμενα, η εγκατάλειψη του Ευκλείδειου χώρου φαίνεται παράξενη για αυτές τις θεωρίες. 

Η επόμενη ερώτηση του Logan είναι: τι είναι ένα αντικείμενο; Δεν υπάρχει σύμφωνη απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Ωστόσο, παρότι οι θεωρητικοί διαφωνούν, υπάρχει κάποια συναίνεση ότι τα αντικείμενα είναι ιεραρχικά και ότι μπορούν να αναλυθούν σε συνιστώντα μέρη. Η επόμενη ερώτηση είναι τι καθορίζει το σχήμα του επίκεντρου. Ο Logan λέει ότι οι θεωρητικοί είναι ασαφείς σε αυτό θέμα (1996). 

Τα υπόλοιπα δύο ερωτήματα είναι: πώς συμβαίνει η επιλογή μέσα στο επίκεντρο της προσοχής· και πώς συμβαίνει η επιλογή μεταξύ αντικειμένων. Στις θεωρίες της επιλογής θεωρείται ότι όσα βρίσκονται μέσα στο επίκεντρο της προσοχής είναι αντικείμενα επεξεργασίας. Ωστόσο, το γνωστό φαινόμενο Stroop δείχνει ότι η επιλογή χρειάζεται για να λειτουργήσει ένα χωρικό πλαίσιο. Στο κλασικό πείραμα του Stroop το υποκείμενο πρέπει να ονομάσει το χρώμα του μελανιού σε μια λέξη που αναφέρεται σε ένα διαφορετικό χρώμα. Αν και υπάρχει παρεμβολή ανάμεσα στις δύο αναπαραστάσεις χρώματος, η επιλογή είναι δυνατή. Έτσι, κάποιος άλλος εθελούσιος μηχανισμός επιλογής πρέπει να υπάρχει που δεν βασίζεται σε χωρικές αναπαραστάσεις.» 

Σχετικά με τα παραπάνω ερωτήματα, θα ήθελα να πω τα εξής: Η εσωτερική αναπαράσταση του χώρου είναι κατασκευασμένη από τις σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων που βρίσκονται σε αυτόν το χώρο. Τα αντικείμενα είναι σύνθετες και συνεκτικές οντότητες όπως υλοποιούνται από τη συνείδηση μέσα από μια διαδικασία «ποσοτικοποίησης.» Τα αντικείμενα καθαυτά δεν είναι ιεραρχικά, αλλά οι κινήσεις τους υπόκεινται σε μία ιεραρχική αντίληψη του χρόνου. Τα αντικείμενα είναι διατεταγμένα στο χώρο από το χρόνο. Επιπλέον, τα αντικείμενα δεν χρειάζεται να είναι διαιρετά. Μπορεί να αντιπροσωπεύουν ισοδύναμα αδιαίρετα οντότητες ή βασικά συστατικά. 

Το σχήμα δε του επίκεντρου μοιάζει με μια κατανομή πιθανοτήτων, ευρέως απλωμένη στο χωροχρόνο, με τη μέγιστη πιθανότητα να είναι στο επίκεντρο της προσοχής ή «κέντρο». Στην περίπτωσή μας, φαίνεται ότι η συνείδηση λειτουργεί ως ένας αιτιακός παράγοντας προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα εδώ και εκεί κατά τη διαδικασία της παρατήρησης. Αυτό στη φυσική σχετίζεται με το λεγόμενο φαινόμενο της επιλεκτικής παρατήρησης. Η εστίαση της προσοχής είναι σίγουρα μια αιτιακή διαδικασία που ξεκινάει από τη συνείδηση, ενώ η αρχική αντίληψη ενός γεγονότος είναι λίγο-πολύ ασυνείδητη. 


Σε ό,τι αφορά το φαινόμενο Stroop, που απεικονίζεται στην προηγούμενη εικόνα, έχουμε την τάση να ονομάζουμε τις λέξεις αντί για τα χρώματα. Αυτό είναι μάλλον σαφές, καθώς η οπτική αντίληψη μπορεί να είναι ασυνείδητη, ενώ η σημασιολογική αναπαράσταση είναι πάντοτε συνειδητή. Δεν υπάρχει κανένα «φυσικό» νόημα εκ των προτέρων στη φύση, εκτός από εκείνο που θεωρούμε ότι αποτελεί το νόημα των φυσικών φαινομένων. Έτσι ένα χρώμα δεν έχει νόημα, ενώ η λέξη ενός χρώματος είναι ένας άχρωμος ορισμός μιας «συχνότητας,» όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις. 

Σε ό,τι αφορά τις συνέπειες μιας μαθηματικής αναπαράστασης της θεωρίας της προσοχής, η Styles λέει: 

«Η θεωρία CTVA είναι από μαθηματική άποψη περίπλοκη και δεν θα μπούμε στα μαθηματικά της εδώ. Ωστόσο, η CTVA στην ουσία ενσωματώνει τις θεωρίες CODE (van Oeffelen & Vos, 1982, 1983· Compton & Logan, 1993) και TVA (Bundersen, 1990). Η CODE προβλέπει δύο αναπαραστάσεις του χώρου: μια ανάλογη αναπαράσταση των θέσεων των στοιχείων και μια άλλη ημι-ανάλογη αναπαράσταση αντικειμένων και ομάδων αντικειμένων. Η αναλογική αντιπροσώπευση υπολογίζεται από διαδικασίες που εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από την εγγύτητα των αντικειμένων στην αναπαράσταση. Στην CODE, οι θέσεις δεν είναι σημεία στο χώρο, αλλά κατανομές. Το άθροισμα των κατανομών διαφορετικών στοιχείων παράγει αυτό που ονομάζεται επιφάνεια CODE και αυτή αντιπροσωπεύει το χωρικό εύρος. Οι διαδικασίες μπορούν να αλλάξουν το όριο που εφαρμόζεται στην επιφάνεια CODE. Ενεργοποιήσεις πάνω από οποιαδήποτε δεδομένο όριο, ανήκουν σε μια αντιληπτική ομάδα... 

Ο Logan εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η CODE μπορεί να εξηγήσει μια πληθώρα δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του φαινομένου Eriksen, αλλά προκειμένου να πετύχει την εντός- αντικειμένου ή εντός-περιοχής επιλογή απαιτείται ένα άλλος μηχανισμός επιλογής. Εδώ εισέρχεται η θεωρία TVA. Αυτή ουσιαστικά επιλέγει ανάμεσα σε κατηγοριοποιήσεις αντιληπτικών δεδομένων και θεωρεί δύο επίπεδα αναπαράστασης. Στο αντιληπτικό επίπεδο οι αντιπροσωπεύσεις έχουν τα χαρακτηριστικά των στοιχείων της παρουσίασης. Στο εννοιολογικό επίπεδο, η αναπαράσταση έχει να κάνει με τις κατηγοριοποιήσεις των χαρακτηριστικών και των στοιχείων. Αυτές οι δύο αναπαραστάσεις συνδέονται με μια παράμετρο που αντιπροσωπεύει την ποσότητα των στοιχείων ότι ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ανήκει σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. 

Στη TVA η θέση δεν είναι ιδιαίτερη: είναι ένα ακόμα κατηγοριοποιήσιμο χαρακτηριστικό ενός αντικειμένου, όπως το σχήμα ή το χρώμα. Η επιλογή επιτυγχάνεται με τη TVA επιλέγοντας μια συγκεκριμένη κατηγορία ή κατηγοριοποίηση για ένα συγκεκριμένο στοιχείο ή ομάδα στοιχείων. Τότε ακολουθεί μια αναμέτρηση, και το πρώτο στοιχείο ή σύνολο στοιχείων που τερματίζει κερδίζει τον αγώνα. Στο τέλος του αγώνα ένα στοιχείο και μια κατηγορία έχουν επιλεγεί ταυτόχρονα, έτσι αυτή η θεωρία είναι τόσο τελεολογική όσο και αναδρομική την ίδια στιγμή.» 

Τέλος, η Styles επιστρέφει για να απαντήσει τις προηγούμενες 5 θεμελιώδεις ερωτήσεις μέσα στα πλαίσια ενός πιο αυστηρού φορμαλισμού της θεωρίας της προσοχής: 

«Απαντά άραγε η θεωρία CTVA στις ερωτήσεις που ο Logan προσδιόρισε ως ζωτικής σημασίας για κάθε θεωρία της οπτικής προσοχής; Υπάρχει, πρώτιστα, η ρητή λεπτομέρεια σχετικά με την αναπαράσταση του χώρου; Στη θεωρία αυτή, ο χώρος εκπροσωπείται με δύο τρόπους: από κάτω προς τα πάνω στην επιφάνεια CODE και από πάνω προς τα κάτω με την παρεμβολή των ορίων που αποτελούν αντιληπτικές ομάδες. Δεύτερον, τι είναι ένα αντικείμενο; Σύμφωνα με την CTVA ένα αντικείμενο είναι μια αντιληπτική ομάδα που ορίζεται από οποιοδήποτε όριο προκύπτει από τον μηχανισμό πάνω-προς-τα-κάτω. Κατά συνέπεια ένα αντικείμενο μπορεί να οριστεί αλλάζοντας το όριο, σε διαφορετικά επίπεδα ιεραρχίας. Τρίτον, πώς καθορίζεται το σχήμα του επίκεντρου; Αυτό προσδιορίζεται από την πάνω από το όριο περιοχή της επιφάνειας CODE, που εξαρτάται τόσο από τα αντιληπτικά δεδομένα και το σύνολο των στοιχείων του συνόρου. Τέταρτον, πώς επιτυγχάνεται η επιλογή μέσα στην περιοχή του επίκεντρου ή στην εστία της προσοχής; Επιτυγχάνεται από τη TVA με τον καθορισμό της παραμέτρου κατηγοριοποίησης, γεγονός που καθιστά την επιλογή ορισμένων κατηγοριών πιο πιθανή από άλλες. Τέλος, πώς συμβαίνει η επιλογή μεταξύ αντικειμένων; Αυτή ελέγχεται από τις πάνω-προς-τα-κάτω γλωσσικές διαδικασίες. Ενώ υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί της CTVA, όπως η αδυναμία της να κάνει ομαδοποιήσεις με την κίνηση, ή να αντιμετωπίσει επικαλυπτόμενα αντικείμενα, θεωρίες αυτού του είδους, αν και εξαιρετικά αφηρημένες, προσφέρουν μια πολλά υποσχόμενη προοπτική για το μέλλον των μοντέλων της γνώσης.» 

  • Μια στενωπός για την προσοχή (attentional bottleneck) 

Τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στον περιβάλλοντα χώρο και, ταυτόχρονα, μέσα στο μυαλό μας, συλλέγονται και επεξεργάζονται από τον εγκέφαλο παράλληλα, όπως τα πειράματα προτείνουν. Αλλά τη στιγμή που πρέπει να αναλάβουμε δράση, θα πρέπει να επιλέξουμε ένα γεγονός έναντι όλων των υπόλοιπων, διαφορετικά δεν θα είμαστε σε θέση να προβούμε σε καμία ενέργεια. Αυτό είναι μια «στενωπός» που δημιουργείται από την προσοχή, σαν ένα ευρύ ρυάκι πιθανοτήτων που μετατρέπεται σε ένα στενό πέρασμα στο τέλος, ίσαμε για να αφήσει μια εναλλακτική να περάσει. Αυτή η στενωπός σχετίζεται με το λεγόμενο κβαντικό φαινόμενο του Ζήνωνα, που θα συζητήσουμε αργότερα. Για τις ψυχολογικές συνέπειες της στενωπού, η Styles λέει: 

«Μία από τις πιο προφανείς συμπεριφορικές ιδιότητες του ανθρώπινου συστήματος επεξεργασίας πληροφοριών είναι ότι φαίνεται να υπάρχει ένα θεμελιώδες όριο σχετικά με την ικανότητά μας να κάνουμε μια σειρά από πράγματα ταυτόχρονα. Ένα κλασικό πείραμα από τον Hick (1952) έδειξε ότι ο χρόνος αντίδρασης επιλογής, σε ένα μόνο ερέθισμα, αυξάνεται με τον αριθμό των δυνατών εναλλακτικών λύσεων (νόμος του Hicks). Απλά, η προετοιμασία απόκρισης σε σήματα είναι δαπανηρή. Επίσης, στοιχεία σχετικά με την ψυχολογική περίοδο μη απόκρισης (psychological refractory period, PRP) δείχνουν ότι όταν δύο ερεθίσματα παρουσιάζονται με γρήγορη διαδοχή, έτσι ώστε το πρώτο ερέθισμα να μην έχει αποκριθεί όταν φθάνει το δεύτερο, η απόκριση στο δεύτερο ερέθισμα επιβραδύνεται. (Welford, 1952· Fagot & Pashler, 1992). Αυτό το γεγονός υποδηλώνει ότι η απόκριση στο δεύτερο ερέθισμα πρέπει να περιμένει ωσότου η απόκριση στο πρώτο ερέθισμα έχει επιλεγεί και παρέχει σαφείς ενδείξεις ενός τέτοιου ορίου. Την ίδια στιγμή υπάρχουν τώρα σαφείς ενδείξεις ότι ο εγκέφαλος μπορεί να επεξεργαστεί ένα τεράστιο ποσό πληροφοριών ταυτόχρονα και παράλληλα σε μια πληθώρα ειδικών υποσυστημάτων. Στην πραγματικότητα, ο Neisser (1976) είπε ότι δεν υπάρχει κανένα φυσιολογικά καθορισμένο όριο στο ποσό των πληροφοριών που μπορεί ο εγκέφαλος να επεξεργαστεί άμεσα. Εδώ έχουμε ένα παράδοξο. Ο εγκέφαλος έχει φαινομενικά απεριόριστη ικανότητα να επεξεργάζεται πληροφορίες, αλλά η ανθρώπινη απόδοση είναι εξαιρετικά περιορισμένη ακόμη και όταν του ζητηθεί να κάνει δύο πολύ απλές εργασίες ταυτόχρονα. 

Για τους πρώτους ερευνητές (π.χ. Broadbent, 1958, 1971· Treisman, 1960), η στενωπός πρότεινε ένα σύστημα περιορισμένης χωρητικότητας, και οι ψυχολόγοι ενδιαφέρθηκαν να μάθουν πού βρισκόταν το σημείο συμφόρησης. Η έννοια μιας στενωπού συνεπάγεται απαραίτητα ένα μέρος όπου η επεξεργασία μπορεί να προχωρήσει μόνο σε ένα περιορισμένο ποσοστό, ή ένα όριο χωρητικότητας στην επεξεργασία πληροφορίας. Μια στενωπός υπονοεί ένα σημείο όπου η παράλληλη επεξεργασία γίνεται σειριακή, και αρχικά η έννοια χρησιμοποιήθηκε στην παρομοίωση του μυαλού με τον παλιό ψηφιακό υπολογιστή, ο οποίος είχε «αποθήκες buffer» και «περιορισμένη χωρητικότητα,» και του οποίου τα προγράμματα ήταν γραμμένα ως διαγράμματα ροής, στα οποία κάποια στάδια έπρεπε να ολοκληρωθούν πριν ξεκινήσουν άλλα... 

Τα τελευταία 10 με 15 χρόνια, ωστόσο, υπήρξε μια έκρηξη στη χρήση και στην ανάπτυξη των υπολογιστών, οι οποίοι μπορούν να επεξεργαστούν πληροφορίες παράλληλα σε πολλαπλές μονάδες επεξεργασίας (Hinton και Anderson, 1981· McClelland και Rumelhart, 1986· Rumelhart και McClelland, 1986. Αυτός ο «νέο- κοννεξιονισμός,» που είναι αλλιώς γνωστός ως παράλληλα κατανεμημένη επεξεργασία (PDP), ή τεχνητό νευρωνικό δίκτυο, είχε βαθιά επίδραση στις πρόσφατες έννοιες σχετικά με το μυαλό. Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι η πιο πρόσφατη νέα μεταφορά για το μυαλό είναι ότι μοιάζει με (στην πραγματικότητα, είναι) ένα νευρωνικό δίκτυο. Η κύρια επίδραση της PDP υπήρξε πάνω στη μοντελοποίηση της μάθησης και της μνήμης, και τέτοια μοντέλα μπορούν με μεγάλη επιτυχία να λύσουν όλα τα είδη των προηγουμένως δυσεπίλυτων μοντέλων. 

Πιο πρόσφατα, η PDP έχει εφαρμοστεί με επιτυχία για να δείξει πώς, καταστρέφοντας ένα κανονικό σύστημα, ένα νευροψυχολογικό έλλειμμα μπορεί να προκύψει (π.χ. Hinton & Shallice, 1989• Farah, 1988), και αρχίζει να εφαρμόζεται στη μοντελοποίηση της προσοχής. Έτσι, γνωρίζουμε πλέον από νευροφυσιολογικές μελέτες ότι ο εγκέφαλος είναι μια σε μεγάλο βαθμό παράλληλη, διασυνδεδεμένη και διαδραστική υπολογιστική συσκευή, με διαφορετικά εξειδικευμένα υποσυστήματα σχεδιασμένα να ανταποκρίνονται ανάλογα σε συγκεκριμένα αντιληπτικά γεγονότα και να υπολογίζουν ειδικές λειτουργίες επεξεργασίας πληροφορίας (π.χ. van Essen & Maunsell, 1983). Αυτά τα επεξεργαστικά γεγονότα δεν προχωράνε με έναν τμηματικό, σειριακό τρόπο αλλά συμβαίνουν ταυτόχρονα παράλληλα. Αν και μπορούμε να σχεδιάσουμε διαγράμματα επεξεργασίας πληροφοριών, όπου τα «κουτιά» αντιπροσωπεύουν θεωρητικά υπολογιστικά στάδια ή ειδικές ενότητες για την επεξεργασία συγκεκριμένων πληροφοριών, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο εγκέφαλος είναι, στην πραγματικότητα, μια συσκευή ταυτόχρονης και παράλληλης επεξεργασίας με πολλούς νευρώνες και μονοπάτια. Είναι επίσης σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι υπάρχουν νευρώνες, μονοπάτια και περιοχές του εγκεφάλου που ανταποκρίνονται επιλεκτικά σε συγκεκριμένα είδη πληροφορίας.» 

Η στενωπός της προσοχής φαίνεται να είναι ζωτικής σημασίας για τις λειτουργίες της ελεύθερης βούλησης. Είναι η ώρα της αλήθειας: πρέπει να περιμένουμε λίγο για να βεβαιωθούμε ότι μπορούμε να πάρουμε τη σωστή απόφαση. Στη συνέχεια, μπορούμε να ξεχάσουμε όλες τις άλλες εναλλακτικές λύσεις, τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστεί ένα άλλο πρόβλημα. Έχουμε την εντύπωση για μια μυριάδα άλλων εναλλακτικών, αλλά αυτή η εντύπωση είναι εξασθενημένη, με όλο το «φως» να διατηρείται για το σημείο όπου επικεντρώνεται η προσοχή. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στη συγκέντρωση της προσοχής. Το μυαλό μας δημιουργεί ένα εμπόδιο, ένα φράγμα μέσα στο ρεύμα της συνείδησης, έτσι ώστε ένα μεγάλο ποσό ενέργειας να μπορεί να συγκεντρωθεί τοπικά για ένα συγκεκριμένο σκοπό: 

«Αν ο εγκέφαλος επεξεργάζεται ταυτόχρονα τεράστιες ποσότητες πληροφοριών, ίσως υπάρχει ένα πρόβλημα να επιλυθεί. Αυτό το πρόβλημα είναι πώς η συμπεριφορά ελέγχεται, από τις σωστές πληροφορίες, την κατάλληλη στιγμή, για τα σωστά αντικείμενα, με τη σωστή σειρά. Ίσως η στενωπός, ή η αλλαγή από την παράλληλη στη σειριακή επεξεργασία, συμβαίνει ακριβώς πριν από την απόκριση. Ο εγκέφαλος επεξεργάζεται όλες τις πληροφορίες, όσο λειτουργεί παράλληλα· αλλά κατά τη στιγμή της απόκρισης είμαστε περιορισμένοι. Αυτό σίγουρα προτείνουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την ψυχολογικές περίοδο μη απόκρισης... 

Ο Neuman (1987) θεώρησε αυτό το πρόβλημα. Αν όλες οι πιθανές ενέργειες προσπαθούσαν ταυτόχρονα να ελέγξουν τη δράση, θα υπήρχε χάος στη συμπεριφορά. Προκειμένου να αποτραπεί μια τέτοια αποδιοργάνωση της συμπεριφοράς πρέπει να υπάρξει επιλογή, και ο Neuman υποστηρίζει ότι είναι αυτή η ανάγκη για επιλογή που παράγει το όριο της ανθρώπινης απόδοσης. Η ψυχολογική περίοδος μη απόκρισης, που προκύπτει όταν δύο διαδοχικά ερεθίσματα απαιτούν ταχεία αντίδραση, δείχνει ότι η απόκριση στη δεύτερη ώθηση πρέπει να περιμένει μέχρι να υπάρξει απόκριση στο πρώτο ερέθισμα, και μπορεί αυτός να είναι ένας λειτουργικός τρόπος πρόληψης να υπάρξουν δύο αποκρίσεις ταυτόχρονα διαθέσιμες. Ωστόσο, ο Neuman δείχνει ότι υπάρχουν ποικίλα επιλεκτικά προβλήματα, και συνεπώς χρειάζεται μια ποικιλία επιλεκτικών μηχανισμών: «Επομένως η «προσοχή» δεν υποδηλώνει έναν μοναδικό τύπο φαινομένου. Μάλλον θα πρέπει να ιδωθεί ως ένας γενικός όρος για μια σειρά φαινομένων, καθένα από τα οποία είναι συνδεδεμένο με έναν διαφορετικό επιλεκτικό μηχανισμό...» 

Ο Neuman λέει επίσης ότι το πρόβλημα της σωστής επιλογής, έτσι ώστε να επιχειρείται μόνο μία δράση, είναι σαν την αποφυγή σιδηροδρομικών ατυχημάτων σε ένα πολυσύχναστο σιδηροδρομικό δίκτυο. Ένας τρόπος για να αποφευχθούν συγκρούσεις είναι να υπάρχει ένας κεντρικός σταθμός παρακολούθησης των τρένων στις διαδρομές τους· ένας άλλος τρόπος είναι να υπάρχει ένα σύστημα όπου το δίκτυο θα ήταν χωρισμένο σε τμήματα, έτσι ώστε όταν ένα τρένο βρισκόταν σε ένα τμήμα, αυτόματα, θα σηματοδοτούσε στα άλλα τρένα να μην περάσουν από εκεί. Ισχυρίζεται ότι ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί τη μέθοδο του αποκλεισμού. Αυτό οδηγεί σε ένα όριο χωρητικότητας, καθώς μια εν εξελίξει δράση αναστέλλει όλες τις άλλες πιθανές δράσεις. Φυσικά, θα ήταν επικίνδυνο να έχουμε έναν μηχανισμό μπλοκαρίσματος που δεν θα μπορούσε να διακοπεί από μια αλλαγή στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Κατευθυντήριες αποκρίσεις σε απροσδόκητα γεγονότα που έχουν υποστεί ακούσια επεξεργασία μπορούν να περάσουν το φράγμα. 

Συνολικά ο Neuman βλέπει την προσοχή ως ένα «σύνολο μηχανισμών,» το οποίο επιτρέπει στον εγκέφαλο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επιλογής της κατάλληλης πληροφορίας για τον έλεγχο της δράσης. Ο φαινόμενος περιορισμός στις ικανότητές μας δεν είναι αποτέλεσμα μιας περιορισμένης χωρητικότητας επεξεργασίας αλλά έχει εξελιχθεί για να εξασφαλίσει τη συνεπή συμπεριφορά.» 

  • Η προσπάθεια της προσοχής 

Το φορτίο της «ενέργειας» που συγκεντρώνεται κατά τη στιγμή της επιλογής μπορεί να ποσοτικοποιήσει μια παράμετρο της προσοχής, την προσπάθεια της προσοχής. Η προσπάθεια μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μέτρο- και την ίδια στιγμή ως απόδειξη- της «ελεύθερης» βούλησης: 

«Οι Fagot και Pashler (1992) προτείνουν ένα απλό μοντέλο, που βασίζεται σε ένα σύστημα παραγωγής. Προτείνουν ότι το μοντέλο για την εξήγηση του στενωπού με όρους ενός συστήματος παραγωγής θα έχει τις εξής ιδιότητες: 
  1. Πριν την εργασία που θα εκτελεστεί, ένας αριθμός κανόνων επιλογής ενεργοποιείται. Όσο περισσότεροι κανόνες ενεργοποιούνται τόσο λιγότερη είναι η προσωπική ενεργοποίηση για τον κάθε κανόνα. 
  2. Κάθε κανόνας έχει μια συνθήκη και μια δράση. Όταν η συνθήκη για δράση υλοποιείται, ο κανόνας εφαρμόζεται και η δράση εκτελείται. Όσο μεγαλύτερη η ενεργοποίηση του κανόνα, τόσο γρηγορότερα εφαρμόζεται. 
  3. Μόνο ένας κανόνας εφαρμόζεται κάθε φορά. 
  4. Ένας κανόνας μπορεί να ορίσει πολλαπλές κινητικές αποκρίσεις. 

Προκειμένου να βρεθεί η σωστή δράση, δεδομένης μιας συγκεκριμένης συνθήκης που καθορίζεται από τα αντιληπτικά δεδομένα, ένας κώδικας πρέπει να δημιουργηθεί ή να ανακτηθεί στη μνήμη. Οι Fagot και Pashler λένε ότι ο κώδικας μπορεί να θεωρηθεί ως μια προδιαγραφή για το πού θα βρεθεί μια περιγραφή του πώς θα γίνει η απόκριση, η οποία, σύμφωνα με τα πειράματά τους, μπορεί να περιλάβει πολλαπλές κινητικές δράσεις. Προτείνουν ότι η στενωπός συμβαίνει στο σημείο παραγωγής του κώδικα, και ότι μόνο μια απόκριση μπορεί να ανακτηθεί κάθε φορά. Οι μεταγενέστεροι μηχανισμοί οι οποίοι αναζητούν προδιαγραφές απόκρισης τις οποίες μετατρέπουν σε δράση δεν είναι περιορισμένοι. Συνολικά, οι Fagot και Pashler πιστεύουν ότι τα στοιχεία είναι συνεπή με μια στενωπό στην επεξεργασία κατά το στάδιο όπου οι κανόνες της δράσης ανακτώνται και παράγονται. 

Δείχνουν, ωστόσο, ορισμένα προβλήματα για το μοντέλο. Στο κεφάλαιο 3 είδαμε το ερώτημα της πρώιμης και όψιμης επιλογής της οπτικής προσοχής και βρήκαμε στοιχεία στο πείραμα των Eriksen και Eriksen (1974) για άσχετα γράμματα που πλαισιώνουν ένα στόχο και προκαλούν παρεμβολή. Αυτή η παρεμβολή ερμηνεύθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο για την ενεργοποίηση απόκρισης από τα εμπόδια που έρχονται σε αντίθεση με την απόκριση στο γράμμα- στόχο. Αυτό το φαινόμενο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει αν μόνο μια απάντηση μπορούσε να ανακτηθεί από τη μνήμη σε κάθε χρονική στιγμή, όπως το παραπάνω μοντέλο προτείνει. Οι Fagot και Pashler (1992), προτείνουν έναν τρόπο παράκαμψης από αυτό το παράδοξο. Αν το σύστημα ήταν ανίκανο να εκτελέσει δύο κανόνες τη φορά, τότε, παρότι δύο αποκρίσεις δεν θα μπορούσαν να συμβούν αμέσως, το μοτίβο της δραστηριότητας από πληθώρα εισροών θα μπορούσε ακόμα να παρεμβληθεί με τη διαδικασία της κατάληξης σε ένα μοτίβο, επιβραδύνοντας ως εκ τούτου την απόκριση και παράγοντας το φαινόμενο Eriksen... 

- Η θεωρία του Kahneman πάνω στην προσοχή και στην προσπάθεια 

Ο Kahneman (1973) πρότεινε μια θεωρία που παρομοιάζει την προσοχή με μια περιορισμένη πηγή που μπορεί να κατανεμηθεί ευέλικτα, καθώς ο άνθρωπος αλλάζει την κατανομή της από στιγμή σε στιγμή. Η προσοχή μπορεί να επικεντρωθεί σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, ή μπορεί να διαιρεθεί ανάμεσα σε μια σειρά από δραστηριότητες. Όταν οι εργασίες είναι πιο δύσκολες, χρειάζεται περισσότερη προσοχή. Σε αντίθεση με το διάγραμμα ροής πληροφορίας του Broadbent διαμέσου ενός δομικού συστήµατος, το μοντέλο του Kahneman είναι ένα μοντέλο του νου. Περιλαμβάνει διαχρονικές προδιαθέσεις, στιγμιαίες προθέσεις και μια διαδικασία αξιολόγησης των αποφάσεων που καθορίζει την τρέχουσα ζήτηση για χωρητικότητα. Η προσοχή εδώ είναι μάλλον σαν μια περιορισμένη μονάδα τροφοδοσίας: αν ανάψετε το καλοριφέρ, το νερό του ανεβαίνει όσο τα αέρια εκτονώνονται. Ωστόσο, στη θεωρία του Kahneman, αν καταβάλουμε περισσότερη προσπάθεια σε μια εργασία μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα Έτσι η ποσότητα της χωρητικότητας της προσοχής μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το κίνητρο. 

Η ποσότητα της διαθέσιμης προσπάθειας είναι επίσης σχετική με το συνολικό επίπεδο διέγερσης: μεταβάλλεται ανάλογα με την ικανότητα της προσοχής. Ενώ υπάρχουν ορισμένες ελκυστικές ιδιότητες σε αυτό το μοντέλο, όπως το πέρασμα από δομικούς σε επεξεργαστικούς περιορισμούς, υπάρχουν κάποια σοβαρά προβλήματα με τη θεωρία. Πρώτον, είναι γνωστό ότι σε χαμηλά επίπεδα διέγερσης, η απόδοση είναι φτωχή: σύμφωνα με τον Kahneman αυτό συμβαίνει επειδή η γνωστική ικανότητα είναι χαμηλή όταν η διέγερση είναι επίσης χαμηλή. Όσο αυξάνεται η διέγερση τόσο αυξάνεται και η απόδοση, μέχρι ένα βέλτιστο επίπεδο πέρα του οποίου περαιτέρω αυξήσεις στη διέγερση, αντί για τη βελτίωση της απόδοσης, μειώνουν την παραγωγή. Αυτό είναι γνωστό ως νόμος των Yerkes-Dodson (Yerkes & Dodson, 1908). 

Έχουμε πιθανώς διαθέσιμες τις εμπειρικές καταστάσεις, όπου, για παράδειγμα, ένας μικρός θόρυβος βοηθά να μας κρατήσει σε εγρήγορση και βελτιώνει την απόδοση, αλλά αν ο θόρυβος γίνει εξαιρετικά δυνατός βρίσκουμε αδύνατο να κάνουμε οτιδήποτε άλλο. Αν η γνωστική προσπάθεια συνδεόταν άμεσα με το αποτέλεσμα του θορύβου, η απόδοση της εργασίας θα έπρεπε να αυξάνεται μονοτονικά με την αύξηση του θορύβου. Δεύτερον, ο ορισμός της διέγερσης είναι πολύ προβληματικός (Revelle, 1993). Τρίτον, και αυτό είναι ίσως το πιο σοβαρό πρόβλημα, πώς μπορεί η εργασιακή δυσκολία να μετρηθεί αντικειμενικά (Allport 1980); Ο Kahneman διατύπωσε την ιδέα ότι η εργασιακή δυσκολία θα μπορούσε να καθοριστεί από την ποσότητα των παρεμβολών σε μια ταυτόχρονη εργασία. Ωστόσο, αν η εργασιακή δυσκολία μετριέται από παρεμβολές, και αυτές αποτελούν έναν δείκτη δυσκολίας, δεν έχουμε κανένα ανεξάρτητο μέτρο.» 

  • Έλεγχος της δράσης 

Αν η προσπάθεια είναι ένα μέτρο για την προσοχή τότε ένα σύνολο στόχων θα μπορούσε να προσδιορίσει την κατεύθυνση της προσοχής. Η Styles αναλύει πώς μπορούμε να αποκτήσουμε τον έλεγχο της δράσης με μια αιτιοκρατική προοπτική της προσοχής: 

«Ενώ θεωρείται ότι η πολύπλοκη συμπεριφορά απαιτεί κάποιο είδος διαδικασίας ελέγχου για να συντονιστεί και να οργανωθεί, δεν υπάρχει μέχρι σήμερα καμία σαφής ιδέα πώς ακριβώς αυτό επιτυγχάνεται. Ωστόσο, αν ζητήσουμε από κάποιον να εκτελέσει μία εργασία έναντι κάποιας άλλης, αυτός είναι σε θέση να το κάνει. Κατά κάποιο τρόπο το γνωστικό σύστημα μπορεί να ρυθμιστεί να εκτελεί διαφορετικά έργα σε διαφορετικούς χρόνους με βάση τη βούληση. Έτσι μια ερώτηση που οι ψυχολόγοι έχουν να απαντήσουν είναι η εξής: Πώς η συμπεριφορά ελέγχεται από εσωτερικές εκούσιες καταστάσεις (ενδογενώς) αντί για εξωτερικές αντιληπτικές καταστάσεις (εξωγενώς); Μέχρι πρόσφατα λίγα πειράματα έχουν γίνει σχετικά με τον εσωτερικό έλεγχο των διάφορων εργασιών, αλλά αυτή η έρευνα έχει ξεκινήσει και θα εξετάσουμε ορισμένα από τα αποτελέσματά της… 

Ο Duncan (1986, 1993) τονίζει τη σημασία των στόχων στην επιλογή των αντιληπτικών δεδομένων για το σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών και για την κατεύθυνση της συμπεριφοράς. Όταν συζητήσαμε τη θεωρία φίλτρων του Broadbenfs (1958), μια ερώτηση που έμεινε αναπάντητη ήταν «Ποιος ορίζει το φίλτρο;» Σε μια εργασία του (1993), ο Duncan προτείνει ότι το φίλτρο ελέγχεται από σύγχρονους στόχους. Δηλαδή το φίλτρο θα επιλέξει πληροφορίες σχετικές με την τρέχουσα συμπεριφορά. Προτείνει ότι τόσο τα πειραματικά όσο και τα νευροφυσιολογικά στοιχεία υποστηρίζουν την ιδέα ότι ο έλεγχος του επιλεκτικού φίλτρου επιτυγχάνεται με μια διαδικασία ταιριάσματος εισερχόμενων δεδομένων με βάση ένα «γνωστικό πρότυπο» το οποίο καθορίζει ποια πληροφορία χρειάζεται εκείνη τη στιγμή. Αυτή η ιδέα είναι παρόμοια με εκείνη του Broadbent (1971), που είχε προτείνει δύο μηχανισμούς που ήταν σε θέση να ελέγξουν τους κεντρικούς μηχανισμούς προς ένα αποτέλεσμα αντί ενός άλλου. 

Ο Duncan (1986), υποστήριξε ότι στις κανονικές τους δραστηριότητες οι άνθρωποι θέτουν μια λίστα «εργασιακών απαιτήσεων.» Το ονόμασε αυτό «λίστα στόχων.» Στην καθημερινή ζωή οι λίστες στόχων προέρχονται από περιβαλλοντικές ανάγκες, ενώ στο εργαστήριο μπορεί να προέρχονται από οδηγίες του πειραματιστή. Οι λίστες στόχων χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν «δομές δράσης» οι οποίες είναι οι ενέργειες που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων. Ο Duncan λέει ότι για να παράγουν οι άνθρωποι την απαραίτητη δομή δράσης από μια λίστα στόχων χρησιμοποιούν μια «ανάλυση τελικών σκοπών,» η οποία είναι ένα κοινό ευρετήριο χρήσιμο στην επίλυση προβλημάτων. Βασικά, η ανάλυση τελικών σκοπών υπολογίζει τη διαφορά ανάμεσα στην τρέχουσα κατάσταση και στο επιθυμητό τελικό αποτέλεσμα, και πραγματοποιεί δράσεις που μειώνουν τη διαφορά ανάμεσα στο πού κάποιος βρίσκεται τώρα (παρούσα κατάσταση) και στο πού θα ήθελε να βρίσκεται (τελικός σκοπός). 

Η συνολική θεωρία του Duncan περιλαμβάνει τρεις συνιστώσες. Πρώτον, πρέπει να υπάρξει ένα ευρετήριο ενεργειών και των συνεπειών τους: αυτές τις βλέπει παρόμοιες με μια μνήμη αποτελεσμάτων, όπως στη θεωρία ACT που συζητήθηκε νωρίτερα. Δεύτερον, υπάρχει μια διαδικασία με την οποία επιλέγονται στόχοι για τον έλεγχο της συμπεριφοράς. Αυτή προχωρά με την ανάλυση τελικών σκοπών όπου μια ενέργεια επιλέγεται για να ελαχιστοποιηθεί η διαφορά μεταξύ του παρόντος και του τελικού σκοπού, και όπου αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί εωσότου η αναντιστοιχία μεταξύ των δύο καταστάσεων θα γίνει ελάχιστη ή μηδενική. Προκειμένου να παραμείνει η συμπεριφορά συνεκτική είναι σημαντικό η λίστα στόχων να αναστέλλει άλλες πιθανές δράσεις και να επιτρέπει τις σχετικές ενέργειες να συνεχιστούν... 

Η έμφαση του Duncan στη σημασία της ρύθμισης και της συντήρησης των στόχων στην κανονική συμπεριφορά φαίνεται καλά αιτιολογημένη και παρέχει μια συνοπτική άποψη για μια ποικιλία φαινομενικά ασυμβίβαστων συμπτωμάτων που βρίσκονται σε ασθενείς που έχουν υποστεί ζημία στο μετωπιαίο λωβό. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι μπορούν να παρουσιάσουν τόσο αναστολή της δράσης όσο και αδυναμία να υποκινήσουν αυθόρμητες ενέργειες εξηγείται εύκολα από τη δυσκολία που έχουν να χρησιμοποιήσουν δομές σκοπών.» 

- Είναι ο εκούσιος έλεγχος μια ψευδαίσθηση; 

Έτσι η βούληση να δράσουμε φαίνεται να συνδέεται με ένα σύνολο στόχων, μια «λίστα στόχων,» την οποία κάθε φορά ο εγκέφαλό μας συμβουλεύεται προκειμένου να λάβει την κατάλληλη δράση. Θεμελιώδους σημασίας ως συμπέρασμα εδώ, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτό το «εγχειρίδιο δράσης,» δεδομένου ότι είναι τόσο σημαντικό για την επιβίωση, πρέπει να είναι βαθιά αποτυπωμένο κάπου στο μυαλό μας, και κατά πάσα πιθανότητα στο ασυνείδητο, αν θέλουμε η δράση να λαμβάνεται όσο το δυνατό γρηγορότερα. Αλλά αυτό φέρνει και πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα πόσο συνειδητές είναι οι ενέργειές μας, όσο και η «ελεύθερη» βούληση για τις ενέργειες που τελικά παίρνονται: 

«Η SOAR είναι μια άλλη γνωστική θεωρία που βασίζεται σε μια αρχιτεκτονική των συστημάτων παραγωγής, η οποία αναπτύχθηκε από τους Laird, Newell και Rosenbloom (1987, 1988). Όπως η ACT, πρόκειται για μια συμβολική αρχιτεκτονική της τεχνητής νοημοσύνης. Στη SOAR υπάρχει μια μοναδική μακροπρόθεσμη μνήμη, η οποία αποτελεί ένα σύστημα παραγωγής που χρησιμοποιείται για την διαδικαστική και την εκπεφρασμένη γνώση. Υπάρχει επίσης μια επεξεργαστική μνήμη η οποία διαθέτει αντιληπτικές πληροφορίες, προτιμήσεις σχετικά με το τι πρέπει να γίνει, μια ιεραρχία στόχων, και κινητικές εντολές. Αυτό το γνωστικό σύστημα χρησιμοποιεί μια αρχή επίλυσης προβλημάτων ώστε να επιλέξει τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο δράσης, δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης. Όταν μια απόφαση είναι δύσκολη, λόγω ελλιπών ή ασυνεπών γνώσεων, η αρχιτεκτονική δημιουργεί αυτόματα ένα νέο υπο-στόχο και η διαδικασία επίλυσης προβλημάτων πηγαίνει προς τα πίσω προκειμένου να αντιμετωπίσει το αδιέξοδο. Αυτή η διαδικασία δημιουργίας νέων υπο-στόχων παράγει νέες ιεραρχίες στόχων. Με αυτόν τον τρόπο παράγονται συνεχώς νέες διαδικασίες ως αποτελέσματα της εμπειρίας της SOAR στη στοχευμένη επίλυση προβλημάτων. 

Οι στόχοι, αν και φαίνεται ότι ένα άτομο τους θέτει εσωτερικά και εκ προθέσεως (ενδογενής έλεγχος), θα μπορούσαν να ενεργοποιούνται από περιβαλλοντικά ερεθίσματα, όπως οδηγίες από τον πειραματιστή, ή από εσωτερικές ανάγκες και επιθυμίες που προκύπτουν από τις βασικές βιολογικές διεργασίες (εξωγενής έλεγχος). Έτσι, λόγου χάρη, η ανάγκη για τροφή μπορεί να ενεργοποιήσει το στόχο «φτιάξε ένα σάντουιτς.» Αυτό που αποκαλείται ελεύθερη βούληση και στοχοθετημένη συμπεριφορά, μπορεί να είναι απλά ένα μοτίβο σύνθετης συμπεριφοράς που αναδεικνύεται από μια ολόκληρη «συνωμοσία» εσωτερικών αναγκών και εξωτερικών διεγέρσεων. 

Οι Kelley και Jacoby (1993) υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα σε αυτό που αποκαλούν «συνειδητό» και «αυτόματο» έλεγχο ζητώντας απλά από τους ανθρώπους να μας πούνε αν είχαν την πρόθεση να κάνουν κάτι ή όχι, επειδή η πρόθεση είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο μπορεί εξίσου να προκύψει από τη συμπεριφορά ή να την κατευθύνει. Όταν αισθανόμαστε την πρόθεση να σηκωθούμε όρθιοι, για παράδειγμα, αυτό το αίσθημα της πρόθεσης μπορεί να ακολουθεί κάποια δράση αντί να προηγείται. Δηλαδή μπορούμε να αποδώσουμε τη δράση μας σε κάποια πρόθεση, ενώ στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ερμηνεύοντας τις ενέργειές μας με όρους των προθέσεων μας, δίνει την αίσθηση ότι έχουμε ορθολογική, με νόημα συμπεριφορά. Έτσι μπορεί να είναι επικίνδυνο να υποθέσουμε ότι η υποκειμενική εμπειρία της ελεύθερης βούλησης είναι απόδειξη για την ύπαρξή της· και αν αυτό πράγματι ισχύει, η διάκριση ανάμεσα στην αυτόματη και στην ελεγχόμενη επεξεργασία-που βασίζεται στο στρατηγικό έλεγχο του υποκειμένου- γίνεται θολή αμέσως… 

  • Τα προβλήματα της συνείδησης 

Μία από τις μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην αυτόματη και στην ελεγχόμενη επεξεργασία είναι ότι η ελεγχόμενη επεξεργασία υπόκειται, εξορισμού, σε στρατηγικό και συνειδητό έλεγχο, ενώ η αυτόματη επεξεργασία πραγματοποιείται έξω από τη συνείδηση. Αν και μπορούμε να αντιληφθούμε το αποτέλεσμα της αυτόματης επεξεργασίας, δεν είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε συνειδητά την επεξεργασία που οδηγεί σε αυτό το αποτέλεσμα. Σύμφωνα με αυτό, φαίνεται σαν η διαφορά μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης επεξεργασίας να αντιστοιχεί πολύ στενά στη διάκριση που γίνεται μεταξύ ελεγχόμενης/αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. 

Ορισμένοι ερευνητές προσπάθησαν πράγματι να εξισώσουν τις γνωστικές διαδικασίες με τη συνείδηση ή την εγρήγορση. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό έκαναν οι Norman και Shallice (1986) στο μοντέλο τους. Όμως, υπάρχουν περισσότερες από μία ερμηνείες τού τι είναι συνείδηση... Παρόλα τα προβλήματα που συνδέονται με το τι εννοούμε πραγματικά όταν λέμε συνειδητή και ασυνείδητη επεξεργασία, υπάρχει μια μεγάλη βιβλιογραφία σχετικά με την τύχη των μη επεξεργασμένων πληροφοριών, σύμφωνα με την οποία οι πειραματιστές εκλαμβάνουν συνήθως τον όρο «ανεπεξέργαστη» να σημαίνει «άγνοια» ή «χωρίς συνειδητή αναγνώριση.» 

Κατά τη συζήτησή μας είδαμε ότι η ικανότητα της μη επεξεργασμένης πληροφορίας να προκαταλαμβάνει τις αποκρίσεις της επεξεργασμένης πληροφορίας θεωρήθηκε ως απόδειξη για μια εκτεταμένη αυτόματη και ασυναίσθητη επεξεργασία. Δηλαδή, πριν από το στάδιο της επιλεκτικής προσοχής, όπου η πληροφορία γίνεται συνειδητά διαθέσιμη, η ασυνείδητη επεξεργασία πληροφορίας έχει παράξει υποσυνείδητες σημασιολογικές επιρροές. Αυτά τα αποτελέσματα ελήφθησαν ως απόδειξη για την ύπαρξη αναδρομικής επιλογής. 

Όλα αυτά τα χρόνια έχει υπάρξει μια μακρά συζήτηση σχετικά με την εγκυρότητα των πειραμάτων που υποτίθεται ότι παρέχουν αποδείξεις για μια σημασιολογική ενεργοποίηση χωρίς τη συνειδητή αναγνώριση (SAWCI). Υπάρχει διαφωνία σχετικά με τη βέλτιστη μεθοδολογία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ποια κριτήρια θα πρέπει να επιλεγούν για τον καθορισμό της συνείδησης ή της εγρήγορσης του υποκειμένου, καθώς και το σωστό είδος μεταιχμιακών τεχνικών... 

Αν πραγματικά υπάρχει μια σημασιολογική ενεργοποίηση από ερεθίσματα που δεν είμαστε σε θέση να αναφέρουμε, τότε θα πρέπει να μπορούμε να δούμε το αποτέλεσμα της επίδρασης αυτής της ενεργοποίησης στο επόμενο πείραμα που θα διεξαχθεί. Υπήρξαν μια σειρά από πειράματα που έχουν επιχειρήσει να χρησιμοποιήσουν την σημασιολογική ενεργοποίηση από λέξεις που περνάν απαρατήρητες για να αναδείξουν μετέπειτα ερεθίσματα. Σε αυτά τα πειράματα το πρώτο ερέθισμα (prime) παρουσιάζεται πολύ γρήγορα, συνήθως με ένα ταχυστοσκόπιο, και αμέσως ακολουθείται από μια μάσκα (δεύτερο ερέθισμα). Η ταχύτητα με την οποία η μάσκα ακολουθεί το ερέθισμα μπορεί να ρυθμιστεί έτσι ώστε το υποκείμενο να μην είναι καν σε θέση να καθορίσει αν μια λέξη παρουσιάστηκε εξαρχής, πόσο μάλλον ποια ήταν η λέξη. Η μεταγενέστερη παρουσίαση μιας άλλης λέξης (probe) σε συνειδητό επίπεδο χρησιμοποιείται συνήθως για να ελεγχθούν οι οποιεσδήποτε επιπτώσεις της πρώτης λέξης πάνω στη δεύτερη. Αυτό το μοντέλο παρήγαγε μερικά από τα πιο αμφιλεγόμενα πειράματα στη βιβλιογραφία της SAWCI. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες φαίνεται να υπάρχει μικρή πιθανότητα ότι το υποκείμενο θα μπορούσε να δώσει οποιαδήποτε συνειδητή προσοχή στο πρώτο ερέθισμα, ακόμη και αν προσπαθούσε, οπότε μπορούμε να είμαστε πιο βέβαιοι ότι οποιαδήποτε αποτελέσματα θα οφείλονται σε ασυνείδητη επεξεργασία. Φυσικά, υπάρχει πάντα το πρόβλημα του καθορισμού τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «ασυνείδητη,» μαζί με τη δυσκολία καθορισμού της διάρκειας του πρώτου ερεθίσματος-μάσκας, ώστε να μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το υποκείμενο ήταν πραγματικά ασυνείδητο. 

Ο Marcel (1980, 1983) έχει παράσχει μερικά από τα πιο αμφιλεγόμενα στοιχεία για υψηλού επιπέδου επεξεργασία πληροφορίας κάτω από το επίπεδο της συνείδησης. Χρησιμοποιώντας ένα συσχετιστικό πρότυπο βασισμένο σε εκείνο των Meyer και Shavaneveldt (1971), ο Marcel παρουσίασε στα υποκείμενά του ένα ερέθισμα- μάσκα (masked prime) και στη συνέχεια μέτρησε πόσο χρόνο χρειάστηκαν τα υποκείμενα να πάρουν μια λεξιλογική απόφαση. Τέτοιου είδους πειράματα αναθέτουν στα υποκείμενα να πουν όσο γίνεται πιο γρήγορα, αν μια σειρά γραμμάτων που βλέπουν είναι μια λέξη ή όχι. Κάτω από κανονικές, συνειδητές, συνθήκες, ένα πρώτο ερέθισμα, όπως η λέξη ΨΩΜΙ θα διευκολύνει τη λεκτική απόφαση για μια σχετική λέξη, όπως ΒΟΥΤΥΡΟ, αλλά δεν θα διευκολύνει μια μη συσχετιζόμενη λέξη, όπως ΝΟΣΟΚΟΜΑ. Τα πρωτογενή ερεθίσματα που χρησιμοποίησε ο Marcel συγκαλύφτηκαν από τις μάσκες-ερεθίσματα σε τέτοιο βαθμό ώστε το υποκείμενο δεν μπορούσε να εντοπίζει την παρουσία τους σε περισσότερες από το 60% των δοκιμών. 

Θα παίρνονταν άραγε τα ίδια αποτελέσματα σε αυτήν την ασυνείδητη κατάσταση; Όταν τα πρώτα ερεθίσματα καλύπτονταν από μάσκες πρότυπα, υπήρχαν στοιχεία διευκόλυνσης (δηλαδή ΨΩΜΙ αντί για ΒΟΥΤΥΡΟ), ακριβώς όπως στα συνειδητά πειράματα. Ωστόσο, όταν η μάσκα ήταν ένας τυχαίος θόρυβος, δεν υπήρχε επικάλυψη. Αυτό θεωρείται ως απόδειξη για δύο διαφορετικά είδη παρεμβολών (μάσκας) (π.χ. Turvey, 1973)· ένα που παράγεται από τη μάσκα θορύβου, η οποία υποβαθμίζει το ερέθισμα νωρίς κατά την επεξεργασία, και ένα άλλο που παράγεται από τη μάσκα μοτίβο. Ο Marcel πρότεινε ότι η μάσκα μοτίβο δεν εμποδίζει την αυτόματη, ασυνείδητη πρόσβαση στην αποθηκευμένη σημασιολογική γνώση, αλλά εμποδίζει την αντιληπτική της ενσωμάτωση, και, ως εκ τούτου, την πρόσβαση στη συνείδηση. 

- Στοιχεία από τη νευροψυχολογία 

Ενώ υπάρχουν πολυάριθμες δυσκολίες στον καθορισμό αν φυσιολογικά άτομα είναι συνειδητά ή ασυνείδητα κατά τη στιγμή της παρουσίασης ενός ερεθίσματος, ασθενείς με νευρολογικές βλάβες συγκεκριμένων μορφών δεν είναι ποτέ σε θέση να αναφέρουν ορισμένα ερεθίσματα, όσο κι αν προσπαθούν ή όση κι αν είναι η διάρκεια του ερεθίσματος. Νευροψυχολογικές μελέτες σε ασθενείς παρέχουν περισσότερα στοιχεία για τη σημασία της συνείδησης στην κανονική συμπεριφορά καθώς και στοιχεία ότι ερεθίσματα που δεν μπορούν να αναγνωριστούν φανερά υπόκεινται, στην πραγματικότητα, σε επεξεργασία έξω από τη συνείδηση. 

Στη βιβλιογραφία υπάρχει μια σειρά από εντυπωσιακά παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο η προσοχή και η συνείδηση μπορούν να αναλυθούν ύστερα από κάποια εγκεφαλική βλάβη. Οι γνωστικοί νευροψυχολόγοι μελετούν τη συμπεριφορά αυτών των ασθενών προκειμένου να κατανοήσουν όχι μόνο το κατεστραμμένο σύστημα αλλά και το κανονικό γνωστικό σύστημα. Οι μελέτες σε ασθενείς, εκτός από το φως που ρίχνουν στις διαδικασίες που διέπουν την κανονική επεξεργασία πληροφοριών, καταδεικνύουν επίσης επιλεκτικές βλάβες διαφόρων χαρακτηριστικών της συνείδησης. 

Μια από τις σημαντικότερες παραδοχές των γνωστικών νευροψυχολόγων είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι τμηματικός (modular). Η υπόθεση αυτή πηγάζει από τις ιδέες των Man (1976) και Fodor (1983). Σε ένα τμηματικό σύστημα, μεγάλης κλίμακας και πολύπλοκοι υπολογισμοί επιτυγχάνονται από πολλές λειτουργικές ενότητες. Αυτές οι ενότητες εκτελούν συγκεκριμένες επεξεργαστικές λειτουργίες για συγκεκριμένα είδη πληροφοριών. Από κοινού συνθέτουν το συνολικό σύστημα, αλλά η κάθε λειτουργική μονάδα πράττει ως ένας ανεξάρτητος επεξεργαστής για το δικό της ιδιαίτερο σκοπό. Ο Fodor υποστηρίζει ότι αυτές οι ενότητες είναι εγγενώς καθορισμένες, θεμελιωδώς συνδεμένες και αυτόνομες, δεδομένου ότι η λειτουργία τους δεν βρίσκεται κάτω από συνειδητό έλεγχο. Σε ένα τμηματικό σύστημα, η αποτυχία μίας ενότητας δεν εμποδίζει τη λειτουργία των υπόλοιπων ενοτήτων. Αυτό το αποτέλεσμα φαίνεται ότι είναι ενδεδειγμένο από την άποψη της επιβίωσης: θα είχαμε σοβαρό πρόβλημα αν κάποια ζημιά σε ένα μικρό μέρος του εγκεφάλου είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσει ο υπόλοιπος άθικτος εγκέφαλος να λειτουργεί. 

Όχι μόνο ένα τμηματικό σύστημα αναδεικνύει έναν εύλογο σχεδιασμό, αλλά υπάρχουν πολλά στοιχεία ότι σε ασθενείς που υποφέρουν από τοπικές εγκεφαλικές βλάβες μόνο ορισμένες υπολογιστικές λειτουργίες χάνονται. Αν θεωρήσουμε ότι η προσοχή και η συνείδηση είναι σημαντικές γνωστικές διαδικασίες ή καταστάσεις, τότε φαίνεται πιθανό ότι η γνωστική νευροψυχολογία μπορεί να τις διαφωτίσει. Επιπλέον, αν υπάρχουν ποικιλίες της προσοχής και της συνείδησης, θα περιμέναμε να βρούμε ασθενείς που να παρουσιάζουν ελλείμματα στη μία μόνο ή στην άλλη ποικιλία. 

Η Farah (1994) κάνει μια ανασκόπηση διαταραχών της αντίληψης και της εγρήγορσης μετά από εγκεφαλική βλάβη. Θεωρεί τη σχέση ανάμεσα στη συνειδητή επίγνωση και άλλους μηχανισμούς του εγκεφάλου και κατατάσσει τη θεωρητική θέση που καταλαμβάνει η συνείδηση σε σχέση με άλλους ερευνητές. Σύμφωνα με τη Farah, κάποιοι ψυχολόγοι αποδίδουν στη συνείδηση έναν «προνομιακό ρόλο.» Για παράδειγμα, οι Schacter, McAndrews, και Moscovitch (1988) προτείνουν ότι το σύστημα της συνείδησης είναι ξεχωριστό από τις μονάδες (modules), οι οποίες επεξεργάζονται διαφορετικές, καθορισμένων τομέων, πληροφορίες στον εγκέφαλο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη η συνείδηση μπορεί να θεωρηθεί σαν μια άλλη ενότητα η οποία μπορεί να διαχωριστεί από τις υπόλοιπες που είναι υπεύθυνες για την αντίληψη, τη γνώση και τη δράση. Οι Schacter κ.ά. (1988) ονομάζουν το μοντέλο τους DICE ((dissociated interactions and conscious experience). 

Μια άλλη άποψη που η Farah θεωρεί ότι δίνει στη συνείδηση έναν προνομιούχο ρόλο είναι εκείνη του Gazzaniga (1988), που προτείνει ότι η διάκριση συνειδητό/ασυνείδητο σχετίζεται με το ποιο εγκεφαλικό ημισφαίριο είναι υπεύθυνο για την επεξεργασία των πληροφοριών για συγκεκριμένες εργασίες. Το αριστερό ημισφαίριο ελέγχει τη γλώσσα και τη συνείδηση ενώ το δεξί ημισφαίριο δεν αντιλαμβάνεται τη γλώσσα και είναι ασυνείδητο. Η ασυνείδητη επεξεργασία παρουσιάζεται όταν αντιληπτικές αναπαραστάσεις αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στους γλωσσικούς τομείς του αριστερού ημισφαιρίου. Και πάλι, όπως στο μοντέλο DICE, η συνείδηση μπορεί να αποσυνδεθεί από κάθε άλλη επεξεργασία. Ας θυμηθούμε ότι ο Logan (1995) πρότεινε ότι η γλώσσα θα μπορούσε να είναι ένας σημαντικός παράγοντας στον συνειδητό έλεγχο. 

Η Farah (1994) ομαδοποιεί ένα άλλο σύνολο θεωριών σχετικά με τη συνείδηση, επειδή φέρνουν στο προσκήνιο την άποψη ότι η συνείδηση είναι μια «κατάσταση ολοκλήρωσης ανάμεσα σε διακριτά συστήματα του εγκεφάλου.» Η ενοποιημένη θεωρία πεδίων του Kinsboume (1988) αντιμετωπίζει τη συνείδηση ως μια κατάσταση του εγκεφάλου που προκύπτει ταυτόχρονα όταν όλες οι τμηματικές πληροφορίες είναι αμοιβαία συνεκτικές. Κανονικά, αυτά τα συστήματα θα παράξουν ένα ολοκληρωμένο συνειδητό αποτέλεσμα, αλλά εγκεφαλικές βλάβες μπορούν να οδηγήσουν σε μια κατάσταση όπου οι διαδικασίες είναι αποσυνδεμένες και δεν αποτελούν μια ολοκληρωμένη συνείδηση. Σε αυτήν την κατάσταση μπορεί να υπάρξει ένας διαχωρισμός μεταξύ διαδικασιών και συνείδησης. Χωρίς την ολοκληρωμένη κατάσταση, μπορεί να υπάρξει επεξεργασία αλλά χωρίς καμία συνειδητή εμπειρία της… 

Παρόμοιες απόψεις προτάθηκαν από τους Crick και Koch (1990) που θεωρούν ότι η συνείδηση των οπτικών ερεθισμάτων προκύπτει από την από κοινού σύνδεση διαφορετικών οπτικών ιδιοτήτων ενός ερεθίσματος. Ο Damasio (1990) θεώρησε επίσης ότι η σύνδεση αυτή οδηγεί στη συνειδητή επίγνωση. Η Farah (1994) επισημαίνει ότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η συνείδηση πρέπει να είναι όλα ή τίποτα, αποσυνδεδεμένη ή όχι, και οι διαφορετικοί τομείς είτε ενσωματώνονται είτε όχι. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι η συνείδηση είναι μια «βαθμιδωτή διαδικασία…» 

  • Αλλά τι είναι η συνείδηση; 

«Ο Shallice (1988) λέει ότι «η ύπαρξη της συνείδησης είναι ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο, από τα άλυτα προβλήματα της επιστήμης.» Μέχρι στιγμής έχουμε μιλήσει για συνειδητή και ασυνείδητη επεξεργασία σαν να ξέραμε τι σημαίνει αυτή η διάκριση. Στο υποκειμενικό κατώφλι ένα νευρολογικά φυσιολογικό υποκείμενο αναφέρει φαινομενική επίγνωση ενός ερεθίσματος και μπορεί να αποκριθεί με αυτοπεποίθηση. Ένας ασθενής με μερική τύφλωση (blindsight) στερείται επίγνωσης των ερεθισμάτων για τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει αντίληψη. Ασθενείς που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα ή που πάσχουν από αμνησία δεν έχουν «συνειδητή» αναπαράσταση η φαινομενολογική επίγνωση ερεθισμάτων τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι επηρεάζουν την κρίση τους. Αλλά τι είναι αυτή η «φαινομενολογική επίγνωση;» Μήπως έχει κάποια λειτουργία, και πώς μπορούμε να καθορίσουμε αν κάποιος άλλος έχει ή είχε αυτήν την επίγνωση; Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μια μηχανή που να έχει συνείδηση; Υπάρχει μόνο ένα είδος συνείδησης, ή αυτή έρχεται με ποικίλες μορφές; 

Τα τελευταία χρόνια η συνείδηση έχει επανέλθει στο πεδίο της ψυχολογικής έρευνας και δύο πρόσφατα βιβλία, των Marcel και Bisiach (1988), και Davies και Humphreys (1993), συγκέντρωσαν τις σύγχρονες πιο σημαντικές σκέψεις πάνω στο θέμα. Πρόκειται για συλλογές δοκιμίων από ψυχολόγους και φιλοσόφους, και το γεγονός ότι και οι δύο ειδικότητες έχουν να προσφέρουν μια σημαντική συνεισφορά, δείχνει ότι η ψυχολογία έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία, και ότι η «συνείδηση» ήταν ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα για τους πρώτους ψυχολόγους, όπως ο William James και ο Sigmund Freud. Καθώς γινόταν ολοένα και πιο σαφές ότι η συνείδηση ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί και να μελετηθεί, προσωρινά σταμάτησε να αποτελεί ασχολία των συμπεριφοριστών. Ωστόσο, όταν οι ψυχολόγοι απέρριψαν το συμπεριφορισμό, η συνείδηση άρχισε να επανέρχεται στην ψυχολογία, τόσο ως ένας επεξηγηματικός όρος (έστω και απροσδιόριστος), όσο και ως βάση των πειραματικών εκθέσεων. 

Τα τελευταία 20 χρόνια όλο και περισσότεροι ψυχολόγοι έχουν αρχίσει να συμπεριλαμβάνουν κάποια είδη «συνείδησης» με όρους επεξεργασίας της πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένων των Shallice (1972), και Norman και Shallice (1986), των οποίων το μοντέλο εξετάσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο. Σύμφωνα με το μοντέλο τους, η συνείδηση θεωρήθηκε να εμπλέκεται στον εκούσιο έλεγχο. Άλλοι θεωρητικοί, όπως ο Allport (1977), ο Coltheart (1980) και ο Marcel (1983), πρότειναν ότι η συνείδηση είναι το αποτέλεσμα κάποιου είδους αντιληπτικής ενσωμάτωσης ή σταθεροποίησης. 

Αυτή η πρώιμη ιδέα ταιριάζει καλά με τις πιο πρόσφατες προτάσεις από τους Crick και Koch (1990), οι οποίοι υποστηρίζουν μια νευροφυσιολογική προσέγγιση της συνείδησης. Η πρότασή τους είναι ότι η συνείδηση καθιστά διαθέσιμα τα αποτελέσματα των υποκείμενων νευρωνικών υπολογισμών που συνδέονται μεταξύ τους χάρη στην ταυτόχρονη νευρική δραστηριότητα. Καθώς διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου είναι εξειδικευμένα για την επεξεργασία των διαφόρων πληροφοριών, υπάρχει το πρόβλημα του συνδυασμού των διαφόρων πηγών πληροφοριών- για παράδειγμα, η σημασιολογία μιας λέξης με τις αντιληπτικές της ιδιότητες. Ένας τρόπος για την επίλυση του «συνδυαστικού προβλήματος» θα μπορούσε να είναι ο συγχρονισμός της δραστηριότητας των ομάδων νευρώνων που συνδέονται με το ίδιο αντικείμενο. Στο κεφάλαιο 5 θεωρήσαμε τη θεωρία του Singer (1994), ο οποίος πρότεινε μια νευροβιολογική συνδυαστική εξήγηση της προσοχής και της συνείδησης. 

Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να δώσουμε μια πλήρη ανάλυση όλων των σύγχρονων σκέψεων σχετικά με τη συνείδηση. Εδώ θα εστιάσουμε σε μια επιλογή απόψεων ώστε να δώσουμε μια γεύση σχετικά με το θέμα. Ο Umilta (1988) συζητά την πρόταση με την οποία ξεκινήσαμε αυτό το κεφάλαιο- ότι η διάκριση συνειδητό/ασυνείδητο αντιστοιχεί στη διάκριση ελεγχόμενο/αυτόματο- μαζί με τέσσερις άλλες προτάσεις σχετικά με την αμφιλεγόμενη φύση της συνείδησης. Ας εξετάσουμε τα επιχειρήματά του. 

Πρώτον, συζητά την ιδέα ότι η συνείδηση είναι ισοδύναμη με τη φαινόμενη εμπειρία μας του τι συμβαίνει στον περιορισμένης χωρητικότητας «κεντρικό επεξεργαστή»- το εποπτικό σύστημα της προσοχής (supervisory attentional system, SAS) που προτάθηκε από τους Norman και Shallice (1986), ή το κεντρικό εκτελεστικό σύστημα του Baddeley (1986). Υπόψη, αυτός ο κεντρικός επεξεργαστής θεωρείται ότι έχει τον έλεγχο της κατανομής της προσοχής και του προγραμματισμού άλλων ασυνείδητων διαδικασιών. Όπως είπαμε πριν, αυτή η ιδέα είναι σχεδόν ίδια με το «homunculus» των αλχημιστών, και δεν μας πάει πολύ μπροστά σε ό,τι αφορά μια σαφέστερη κατανόηση του θέματος. 

Δεύτερον, ο Umilta συζητά την πρόταση ότι ενώ η ελεγχόμενη επεξεργασία βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του κεντρικού επεξεργαστή, η αυτόματη επεξεργασία προχωρά χωρίς τον έλεγχό του. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία ότι ο κεντρικός επεξεργαστής όντως επηρεάζει αυτόματες διεργασίες, δεδομένου ότι αυτές μπορούν να εκκινήσουν ως συνέπεια συνειδητά ενεργοποιημένων στόχων. 

Τρίτον, ο Umilta συζητά αν η προσοχή και η συνείδηση είναι συνώνυμες. Λέει ότι αν και οι ιδιότητες της προσοχής και της συνείδησης φαίνονται όμοιες- δεδομένου ότι είναι, μεταξύ άλλων, περιορισμένης χωρητικότητας, αργές, σειριακές διαδικασίες, παρούσες στην ενεργή μνήμη- στην πραγματικότητα είναι διαφορετικές. Η συνείδηση χρησιμοποιεί αποφασιστικά την προσοχή για τον έλεγχο των «κατώτερης τάξης γνωστικών διαδικασιών» (Umilta, 1988). Είμαστε σε θέση να έχουμε την πρόθεση να παρατηρούμε κάτι: έτσι, όπως η πρόθεση είναι ο πρόδρομος της κατανομής της προσοχής, δεν μπορούν η συνείδηση και η προσοχή να είναι το ίδιο πράγμα. Τέλος, ο Umilta θεωρεί τι σημαίνει αυτογνωσία. Λέει ότι αυτό το είδος της συνείδησης μας δίνει την αίσθηση ότι έχουμε τον έλεγχο του μυαλού μας. 

Ο Johnson- Laird (1983, 1988) επισημαίνει ότι η ικανότητα για αυτογνωσία είναι ζωτικής σημασίας για το σχηματισμό της πρόθεσης. Οι προθέσεις βασίζονται σε μοντέλα του είδους «τι θα ήταν ο κόσμος» αν θα πράτταμε το ένα ή τα άλλο. Χωρίς κάποια επίγνωση των πιθανών αποτελεσμάτων, ο σχεδιασμός δράσης και η λήψη αποφάσεων θα ήταν σοβαρά διαταραγμένες. Η αυτογνωσία επίσης μας επιτρέπει να έχουμε επίγνωση όσων γνωρίζουμε· αυτό ονομάζεται μετα-γνώση. Αν σας ρωτήσω το όνομα του πέμπτου βασιλιά της Νορβηγίας, θα αντιληφθείτε πιθανώς αμέσως ότι δεν έχετε αυτήν τη γνώση. Από την άλλη πλευρά, αν σας ρωτήσω για τον πέμπτο βασιλιά της Αγγλίας, ίσως σκεφτείτε ότι αυτό είναι δυνατό να το ξέρετε και να ξεκινήσετε μια αναζήτηση στη μνήμη. Το να ονομάσουμε την πέμπτη ημέρα της εβδομάδας είναι κάτι απλό· ξέρουμε αμέσως ότι έχουμε αυτήν τη γνώση. Η επίγνωση εξαρτάται από την πρόσβαση στις δυνατότητες του συστήματος. 

Στην υπολογιστική ανάλυσή του της συνείδησης, ο Johnson-Laird (1988) υποστηρίζει ότι ένας τρόπος επίλυσης του προβλήματος της συνείδησης είναι να εξετάσουμε τι θα ήταν απαραίτητο για να παράξουμε έναν υπολογιστή που να διαθέτει μια υψηλού επιπέδου λειτουργία, ή επίγνωση των ίδιων των λειτουργιών του. Πρώτον, υποθέτει ότι «η συνείδηση είναι ένα υπολογιστικό θέμα που εξαρτάται από το πώς ο εγκέφαλος εκτελεί ορισμένους υπολογισμούς, και όχι από τη φυσική του σύσταση.» Αν η φυσική σύσταση είναι άσχετη με την εξήγηση, κάθε ον προικισμένο με συνείδηση θα μπορούσε να εξηγηθεί με αυτό τον τρόπο. Από την άποψη των ερμηνευτικών επιπέδων του Man (1982), ενδιαφερόμαστε εδώ μόνο για το υπολογιστικό επίπεδο. Δηλαδή, να περιγράψουμε τι χρειάζεται να υπολογιστεί, όχι το φυσικό υλικό που κάνει στην πράξη τους υπολογισμούς. 

Σύμφωνα με τον Johnson-Laird, υπάρχουν τέσσερα προβλήματα που πρέπει να λύσει οποιαδήποτε θεωρία της συνείδησης. Πρώτον, υπάρχει το πρόβλημα της συνειδητοποίησης• κάθε θεωρία πρέπει να λάβει υπόψη τη διαφορά ανάμεσα στην πληροφορία που μπορεί να είναι διαθέσιμη στη συνείδηση και στην πληροφορία που δεν μπορεί να είναι διαθέσιμη (δηλαδή τη διαφορά μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου). 

Το δεύτερο πρόβλημα είναι του ελέγχου• σύμφωνα με την αντίληψη του Johnson-Laird, αυτό ισοδυναμεί με τη βούληση, και διαφέρει από άτομο σε άτομο. Στη συνέχεια, το τρίτο και τέταρτο πρόβλημα συζητήθηκαν νωρίτερα- η επίγνωση και η πρόθεση. Η επίγνωση, η μετα-γνώση και η πρόθεση εξαρτώνται από τον ίδιο υπολογιστικό μηχανισμό. Το υπολογιστικό σύστημα που προτείνει ο Johnson-Laird είναι σαν τον εγκέφαλο, με την έννοια ότι είναι ιεραρχικό και παράλληλο. Στο υψηλότερο επίπεδο ιεραρχίας είναι το λειτουργικό σύστημα, ή ενεργή μνήμη, η οποία είναι σχετικά αυτόνομη, αλλά δεν έχει τον πλήρη έλεγχο σε όλες τις άλλες διεργασίες. 

Τα περιεχόμενα της ενεργής μνήμης του λειτουργικού συστήματος είναι συνειδητά, αλλά όλα τα άλλα επίπεδα στην ιεραρχία δεν είναι. Το λειτουργικό σύστημα πρέπει να είναι συνειδητό ώστε να κατασκευάσει ένα διανοητικό πρότυπο τού πώς το ίδιο λειτουργεί. Ο Johnson-Laird χρησιμοποιεί το παράδειγμα της οπτικής αντίληψης. Το οπτικό σύστημα στέλνει δεδομένα σχετικά με τις θέσεις και την ταυτότητα ενός αντικειμένου και στη συνέχεια το λειτουργικό σύστημα χρησιμοποιεί άλλες διαδικασίες για να κατασκευάσει ένα μοντέλο τού πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Τώρα η ενεργή μνήμη έχει ένα μοντέλο ενσωματωμένο μέσα σε ένα μοντέλο. Αυτή η «ενσωμάτωση» των μοντέλων θα μπορούσε εξορισμού να συνεχιστεί στο άπειρο- μπορείτε να έχετε επίγνωση της επίγνωσης, κοκ. Με το πού ένα υπολογιστικό σύστημα μπορεί να αυτό-αναπαρασταθεί, μπορεί επίσης να εμφανίσει αυτογνωσία, ή να είναι «συνειδητό», να κάνει σχέδια, και να εκφράζει εκούσια συμπεριφορά. 

Ενώ όλα αυτά φαίνονται πολλά υποσχόμενα, δεν έχουμε καμία ιδέα πώς θα μπορούσε να είναι μια μηχανή που να διαθέτει ένα υψηλού επιπέδου πρότυπο για την ίδια. Το λειτουργικό σύστημα ακόμα μοιάζει σαν ένα «homunculus,» αλλά με μια σαφέστερη περιγραφή τού τι χρειάζεται να κάνει. Ο Norman (1986) δίνει μια εκ βαθέων θεώρηση σχετικά με το πρόβλημα του ελέγχου σε δίκτυα υπολογιστών παράλληλης κατανεμημένης επεξεργασίας (PDP). 

Οι Phaf, Mul και Wolters (1994) εξετάζουν τι είδους σύστημα θα μπορούσε να δημιουργήσει τη συνειδητή εμπειρία μέσα από την ασυνείδητη ενεργοποίηση, και προτείνουν ότι η συνειδητή επεξεργασία πρέπει να προστεθεί στις γενικές δυνατότητες των PDP μοντέλων. Ορισμένα συνδυαστικά μοντέλα της προσοχής περιγράφηκαν στο τέλος του κεφαλαίου 5 όπου εξετάσαμε πώς συνδυάζονται πληροφορίες σχετικά με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά ενός αντικειμένου. Οι Phaf κ.ά., προτείνουν ότι για να προκύψει η συνειδητή εμπειρία πρέπει να υπάρξει μια σαφής δομική διαδικασία που να στηρίζεται στη διαδικασία που είναι υπεύθυνη για τη διαδοχική αναδρομική συλλογιστική, καθώς και για την προσωρινή από κοινού σύνδεση αναπαραστάσεων στην ενεργή μνήμη. Προτείνουν ότι ο λεγόμενος λεκτικός βρόχος (articulately loop) θα ήταν ένας κατάλληλος υποψήφιος για αυτό. Η ενεργή μνήμη δεν αναφέρεται γενικά στα PDP μοντέλα· η μακροπρόθεσμη μνήμη θεωρείται ότι αποτελεί το αργό καταστάλαγμα μέσα στο δίκτυο, και η βραχυπρόθεσμη μνήμη η πρόσκαιρη ενεργοποίηση που φθίνει (Grossberg, 1988). 

Οι Phaf κ.ά. (1994) περιγράφουν επίσης μια προέκταση στο μοντέλο τους CALM το οποίο διαθέτει ένα διαδοχικά επαναλαμβανόμενο δίκτυο (SeRN), ή έναν εξωτερικό βρόχο ο οποίος ανατροφοδοτεί μεμονωμένες τοπικές ενεργοποιήσεις σε ασύνδετους κόμβους, έτσι ώστε τα μεμονωμένα τμήματα να μην αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Αυτό το μοντέλο προσομοίωσε φαινόμενα σειριακής θέσης στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, καθώς και φαινόμενα ιεραρχίας και επικαιρότητας. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι όλες οι απαιτήσεις της συνείδησης μπορούν να ικανοποιηθούν με τα συνδυαστικά μοντέλα, αν και, φυσικά, ποτέ δεν μπορούμε να πούμε αν το μοντέλο τους ήταν συνειδητό ή όχι! Ο εξωτερικός δοκιμαστικός επαναλαμβανόμενος βρόχος στο SeRN είναι μόνο μια λειτουργική ενότητα στο μοντέλο τους, και η ενεργοποίηση σε άλλες ενότητες πρέπει να μεταμορφωθεί προκειμένου να εισέλθει στο βρόχο. Ενεργοποιήσεις που δεν φθάνουν στον αναδρομικό βρόχο δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της δομικής διαδικασίας, η οποία θεωρείται ότι εμπλέκεται στη συνειδητή εμπειρία. Μια ενότητα που αποσυνδέεται από τη συνειδητή εμπειρία μπορεί να εξηγήσει πώς η επεξεργασία σε ένα μέρος του συστήματος μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συνειδητή επίγνωση. Φαίνεται απίθανο, ωστόσο, ότι ο αναδρομικός βρόχος μπορεί να εξηγήσει από μόνος του τη συνειδητή εμπειρία, ιδιαίτερα αν εξισωθεί με τη συνιστώσα του διαρθρωτικού βρόχου της ενεργής μνήμης. Όταν ο διαρθρωτικός βρόχος είναι πλήρως κατειλημμένος, τα υποκείμενα είναι πάλι σε θέση να εκτελέσουν λογικές διεργασίες (Hitch & Baddeley, 1976), και έχουν επίγνωση του γεγονότος αυτού. 

Έτσι, από την προηγούμενη συζήτηση είναι προφανές ότι μπορεί να υπάρχουν πολλές ποικιλίες της συνείδησης. Πρέπει όμως να προσέξουμε το πρόβλημα της χρήσης του νοήματος της «συνείδησης» σε οποιαδήποτε μορφή της για να εξηγήσουμε άλλα φαινόμενα, εκτός αν μπορούμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο της συνείδησης της ίδιας. Αυτή η παγίδα και τα προβλήματα που συνδέονται με τον καθορισμό κριτηρίων για τις διαφορετικές χρήσεις του όρου «συνειδητό», συζητούνται εύγλωττα από τον Allport (1988). Είδαμε ότι το πρόβλημα με τον πειραματισμό σε φυσιολογικά άτομα είναι ότι χρειαζόμαστε κάποιο κριτήριο για τον καθορισμό αν το υποκείμενο γνώριζε συνειδητά το ερέθισμα που του παρουσιάστηκε. Τι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για κριτήριο; Ο Allport (1988) θεωρεί τρεις πιθανές επιλογές, όλες από τις οποίες βρίσκει να είναι σοβαρά εσφαλμένες. 

Πρώτον, θεωρεί το κριτήριο της δυνητικής δράσης. Με επιχειρήματα ο Allport προτείνει ότι αν ένα άτομο έχει «επίγνωση» ενός γεγονότος, θα έπρεπε να είναι σε θέση, γενικά, να ανταποκριθεί ή να δράσει σχετικά με αυτό το γεγονός. Φυσικά, αν το υποκείμενο επιλέξει συνολικά να μην ανταποκριθεί στο γεγονός, δεν έχουμε τρόπο να ξέρουμε αν είχε τη γνώση του ή όχι… 

Το επόμενο κριτήριο για τη «συνειδητή επίγνωση» το οποίο εξετάζει ο Allport είναι αν το υποκείμενο μπορεί να θυμηθεί ένα γεγονός. Όταν μπορεί να θυμηθεί, μπορούμε να πούμε ότι έχει επίγνωση αυτού του γεγονότος. Ωστόσο, τι συμβαίνει στην περίπτωση που δεν μπορεί να θυμηθεί; Μπορεί να είχε επίγνωση εκείνη τη στιγμή, αλλά το είχε ξεχάσει όταν ρωτήθηκε για το γεγονός. Υπάρχουν επιπλέον προβλήματα που αφορούν το κριτήριο της μνήμης επειδή είναι συνηθισμένο να ξεχνάμε. Εκτελούμε ενέργειες, προφανώς απέναντι στο περιβάλλον ή εξαιτίας εσωτερικών στόχων, αλλά δεν θυμόμαστε απαραίτητα ότι τις κάναμε· σημαίνει αυτό άραγε ότι δεν έχουμε επίγνωση αυτών των δράσεων ή των γεγονότων που τις πυροδότησαν; 

Υπάρχει βέβαια το κριτήριο εμπιστοσύνης, που πρότειναν οι Merikle και Cheesman (1985) και συζητήθηκε νωρίτερα σε σχέση με τα SAWCI πειράματα. Το πρόβλημα εδώ είναι πόση «εμπιστοσύνη» είναι απαραίτητη για την αποδοχή ενός γεγονότος. Συνολικά φαίνεται ότι υπάρχει μια πληθώρα κριτηρίων, γεγονός που δείχνει ότι δεν υπάρχει μία μοναδική μορφή της συνείδησης, αλλά μάλλον μια ποικιλία μορφών που μπορεί να αναφέρονται με διαφορετικούς τρόπους. 

Τρίτον, ο Allport προτείνει ότι η «συνείδηση» μπορεί να σχετίζεται με την επιλογή για δράση και ότι αντικείμενα που επιλέγονται για δράση είναι πιθανό να σχηματίζουν μια επεισοδιακή μνήμη, η οποία μπορεί να ανακτηθεί άμεσα. Αντικείμενα που δεν επιλέγονται άμεσα για δράση είναι μόνο «με κάποια έννοια» συνειδητά. Αυτή η ιδέα, ωστόσο, δεν φαίνεται να εξηγεί πώς αντικείμενα τα οποία επιλέγονται για δράση μπορούν να ενεργοποιηθούν ή όχι. Μπορεί να είμαστε «συνειδητοί» κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να έχουμε μια ανακτήσιμη επεισοδιακή μνήμη της δράσης μας στην οποία να μπορούμε να αναφερθούμε στη συνέχεια. 

Παρά τη δυσκολία σχετικά με τον ορισμό της συνείδησης και της επιβεβαίωσης της παρουσίας ή απουσίας της, υπάρχουν ψυχολόγοι που πιστεύουν ότι η ψυχολογία δεν μπορεί να αγνοήσει τη «φαινομενολογική εγρήγορση.» Ο Marcel (1983, 1988) πιστεύει ότι η συνείδηση είναι κεντρικής σημασίας στην πνευματική ζωή· και, καθώς η ψυχολογία είναι η επιστήμη της πνευματικής ζωής, αν αγνοούσαμε τη συνείδηση η ψυχολογία θα αναγόταν στην πληροφορική ή στη βιολογία. Στα πειράματά τους οι ψυχολόγοι, γενικά, ζητάνε από τους ανθρώπους να εκτελέσουν εργασίες που βασίζονται στην αναφορά μιας συνειδητής κατάστασης: «Πατήστε το κουμπί μόλις δείτε ένα κόκκινο φως.» «Ακούτε έναν υψηλό ή χαμηλό τόνο;» και ούτω καθεξής. Έτσι, ο Marcel υποστηρίζει ότι τα δεδομένα που παράγονται στα πειράματα βασίζονται στη φαινομενολογική εμπειρία. Εκτός και αν το υποκείμενο έχει μια συνειδητή εμπειρία του ερεθίσματος, είναι απρόθυμο να αντιδράσει. Εδώ πάλι βλέπουμε πόσο σημαντικό είναι το υποκείμενο να έχει εμπιστοσύνη στην εμπειρία του, αν πρόκειται να προβεί σε μια εκούσια δράση. 

Ο Shallice (1988) συμφωνεί ότι η συνείδηση είναι σημαντική, επειδή βασιζόμαστε στην φαινομενολογική εμπειρία των υποκειμένων σε ψυχολογικά πειράματα, και επειδή αυτά τα πειράματα επίσης εξαρτώνται από την κατανόηση των οδηγιών από το υποκείμενο. Καθώς αντιμετωπίζουμε τα υποκείμενα ως «υπεύθυνους συνειδητούς παράγοντες», αναγνωρίζουμε κάτι σχετικά με το σημαίνει να είναι κάποιος συνειδητός. Ο ίδιος ερευνητής προτείνει ότι ένας χρήσιμος τρόπος προσέγγισης του προβλήματος μπορεί να είναι να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια σύνδεση ανάμεσα στην επεξεργασία των πληροφοριών και στη βιωματική εμπειρία των ίδιων των γεγονότων. 

Αυτό ακριβώς επιχειρήθηκε από τον Shallice (1972) και τους Norman και Shallice (1986). Έχουμε ήδη συζητήσει το μοντέλο τους σχετικά με την ηθελημένη και αυτόματη συμπεριφορά, σύμφωνα με το οποίο το εποπτικό γνωστικό σύστημα (supervisory attentional system, SAS) μπορεί να προκαταλαμβάνει σχήματα προκειμένου να επιτρέψει την εκούσια συμπεριφορά. Η εκδοχή του Shallice (1988) σχετικά με τη ροή πληροφορίας ανάμεσα σε συστήματα ελέγχου περιλαμβάνει δύο επιπλέον λειτουργικές ενότητες, το σύστημα της γλώσσας και την επεισοδιακή μνήμη. 

Ωστόσο, σε αυτό το μοντέλο προκύπτει το πρόβλημα τι ακριβώς αντιστοιχεί στη συνείδηση. Ο Shallice προσδιορίζει πέντε επίπεδα που μπορεί να είναι υποψήφια: δεδομένα εισόδου στο σύστημα της γλώσσας· η επεξεργασία που πραγματοποιείται από το SAS· η επιλογή των σχημάτων· η λειτουργία ενός συγκεκριμένου συστατικού του συστήματος• ή η λειτουργική μονάδα της επεισοδιακής μνήμης. Ο Shallice υποστηρίζει ότι δεν είναι εύκολο να αποφασίσουμε ποιο μέρος του συστήματος μπορεί να αντιστοιχεί στη συνείδηση, πρώτον επειδή ένας ορισμός της συνείδησης δεν υπάρχει ακόμη (ο Shallice απαριθμεί δεκατέσσερις πιθανές διαφορετικές μορφές στην εργασία του)· δεύτερον, τα μοντέλα επεξεργασίας πληροφοριών ορίζονται πολύ γενικά· και τέλος, επειδή, καθώς η επεξεργασία πληροφοριών περιλαμβάνει τόσα πολλά υποσυστήματα, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποια είναι κρίσιμα για την παραγωγή εγρήγορσης. 

Ο Shallice προτείνει ότι θα ήταν λανθασμένο να προσπαθήσουμε να βρούμε μια ένα-προς-ένα αντιστοιχία ανάμεσα σε οποιαδήποτε συνιστώσα του συστήματος επεξεργασίας πληροφορίας και στη συνείδηση. Ανταυτού, ο έλεγχος θα μπορούσε να μοιραστεί ανάμεσα στα υποσυστήματα, και καθώς οι δομές ελέγχου θα μπορούσαν να λειτουργούν με βάση τις πληροφορίες από τα ίδια σχήματα, «θα υπήρχε ένα συνεκτικό μοτίβο ελέγχου πάνω σε όλα τα άλλα υποσυστήματα, που να κατανέμεται ανάμεσα σε αυτά τα συστήματα ελέγχου που δραστηριοποιούνται. Δεν θα μπορούσε αυτό το κοινό στοιχείο ελέγχου να είναι η βάση για τη συνείδηση;» Έχουμε συναντήσει την ιδέα ότι η συνοχή μεταξύ των υποσυστημάτων μπορεί να είναι σημαντική για τη συνειδητή εμπειρία στην αρχή της συζήτησής μας για τη συνείδηση. Καθώς τα μοτίβα της συνοχής ενδέχεται να διαφέρουν, έτσι μπορεί να διαφέρει και η συνειδητή εμπειρία.» 

Τέλος, η Elizabeth Styles συνοψίζει τη συζήτηση ως εξής: 

«Όταν ανάφερα τον William James (1890) στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου, έδωσα μόνο ένα μέρος από όσα είπε: «Όλοι γνωρίζουν τι είναι προσοχή.» Ωστόσο, ο James συνεχίζει: 

«Είναι η κατοχή από το μυαλό, με σαφή και ζωντανή μορφή, ενός αντικειμένου ανάμεσα από πολλά ταυτόχρονα δυνατά αντικείμενα ή ειρμούς σκέψης. Η εστίαση, η αυτοσυγκέντρωση της συνείδησης αποτελούν την ουσία της. Αυτό συνεπάγεται την απόσυρση από κάποια πράγματα προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά άλλα.» 

Σε αυτήν τη δήλωση, ο James αναφέρεται στην επιλεκτικότητα της προσοχής, στην προφανώς περιορισμένη φύση της, και προσφέρει στη συνείδηση μια εξήγηση. Ο James ασχολήθηκε προσεκτικά με την προσοχή και τη συνείδηση, αλλά εφόσον δεν έχουμε ακόμα συμφωνήσει σε κάποιον ορισμό σχετικά είτε με την «προσοχή» ή με τη «συνείδηση», ή για οποιαδήποτε από τις ποικιλίες τους, βρισκόμαστε εκτεθειμένοι αν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε κάτι που δεν καταλαβαίνουμε σωστά με όρους κάποιου άλλου πράγματος που δεν καταλαβαίνουμε εξίσου... 

Παρά την έλλειψη κοινών ορισμών και τη σύγχυση στους όρους, πρόοδος έχει σημειωθεί. Πριν από σαράντα χρόνια οι ικανότητες της ανθρώπινης συνείδησης συζητιόνταν από την άποψη της θεωρίας πληροφορίας, και με όρους ενός μοναδικού καναλιού περιορισμένης χωρητικότητας και γενικής χρήσης επεξεργαστή. Οι πρώτες θεωρίες της προσοχής ήταν γενικές θεωρίες σχεδιασμένες να ερμηνεύσουν γνωστικά φαινόμενα γενικού χαρακτήρα. Ωστόσο, οι πρώτοι θεωρητικοί ήταν ενήμεροι για τα προβλήματα ορισμού. Αν κοιτάξετε το ευρετήριο στο «Decision and stress» (Broadbent, 1971), δεν θα βρείτε καμία καταχώρηση για την προσοχή ή τη συνείδηση, παρότι αυτό το βιβλίο θεωρείται ότι ασχολείται με την προσοχή. Μια δεκαετία αργότερα, η εργασία του Broadbent (1982) είχε τίτλο «Task combination and the selective intake of information.» Αν και παρουσίασε μια θεωρία της προσοχής, ο ίδιος ήταν επιφυλακτικός να την ονομάσει έτσι. 

Στην αρχή, η προοπτική να θεωρηθούν οι διάφορες ψυχολογικές θεωρίες με όρους ολόκληρων καταστάσεων του εγκεφάλου δεν φαινόταν στον ορίζοντα, καθώς το μυαλό χαρακτηριζόταν μεταφορικά ένα κανάλι επικοινωνίας. Σαράντα χρόνια πριν, οι ψυχολόγοι συνειδητοποίησαν ότι πολύ περισσότερες πληροφορίες επιδρούσαν ανασταλτικά στις αισθήσεις από όσες θα μπορούσαν να απαντηθούν, και αυτό ισχύει ακόμα. Η πρωτότυπη λύση ήταν να επιτραπεί μόνο μια μικρή ποσότητα σχετικών πληροφοριών να έχουν πρόσβαση σε υψηλότερα επίπεδα (Broadbent, 1958). Οι εξελίξεις στα επόμενα 30 χρόνια κατέστησαν ολοένα και πιο φανερό ότι δεν ήταν μόνο οι φυσικές ιδιότητες των επεξεργαζόμενων σχετικών αντικειμένων ταυτόχρονα διαθέσιμες στο σύστημα επεξεργασίας, αλλά ότι το ίδιο ίσχυε για του υψηλότερου επιπέδου αναπαραστάσεις των εννοιολογικών και σημασιολογικών ιδιοτήτων. 

Επιπλέον, πληροφορίες ανενεργές παρουσίασαν στοιχεία για υψηλού επιπέδου επεξεργασία. Ήδη από το 1967, οι Fitts και Posner επεσήμαναν ότι «η έννοια της χωρητικότητας ενός καναλιού όπως αυτή εφαρμόζεται στη θεωρία πληροφορίας δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες σχετικά με τις ικανότητες και τους περιορισμούς του ανθρώπου… Οι άνθρωποι δεν έχουν περιορισμένες δυνατότητες για πολλές εργασίες... Ωστόσο, δεν υπάρχει ένα μοναδικό κανάλι ενιαίας χωρητικότητας για όλες τις εργασίες και κανόνες.» Οι Fitts και Posner δεν είχαν ακόμη κάνει λόγο για καταστάσεις του εγκεφάλου, αλλά όπως είδαμε σε αυτό το βιβλίο, καθώς ο χρόνος πέρναγε, έγινε ολοένα και σαφέστερο ότι ο εγκέφαλος κωδικοποιεί πληροφορίες χρησιμοποιώντας πολλά διαφορετικά ειδικού σκοπού συστήματα επεξεργασίας. 

Αυτή η εξειδίκευση έχει αποδειχθεί πειραματικά σε εργαστηριακά πειράματα με νευρολογικά φυσιολογικά άτομα, χρησιμοποιώντας νευροφυσιολογικές μεθόδους και την ανάλυση της διαταραγμένης συμπεριφοράς ύστερα από εγκεφαλική βλάβη. Ενώ το κάθε εξειδικευμένο σύστημα επεξεργασίας μπορεί να έχει τους δικούς του περιορισμούς, δεν υπάρχει καμία ένδειξη για ένα γενικό ολικό όριο στην ικανότητα επεξεργασίας του ανθρώπινου εγκεφάλου. Μπορεί να υπάρχουν όρια στο κάθε εξειδικευμένο υποσύστημα, και υπάρχουν αρκετά στοιχεία από μελέτες πάνω στην ψυχολογικά αδρανή περίοδο για ένα όριο στο επίπεδο ανάκτησης απόκρισης. Αυτό μπορεί να είναι λειτουργικό, δεδομένου ότι μπορεί να διατηρήσει τη συνοχή της συμπεριφοράς. 

Μόλις είχε συμφωνηθεί ότι το φαινομενικό όριο στις επιδόσεις μπορούσε να μην οφείλεται στη συνολική ικανότητα επεξεργασίας, το πρόβλημα της «προσοχής» μπορούσε να επαναπροσδιοριστεί. Το πρόβλημα τότε έγινε: δεδομένης της ποσότητας πληροφορίας ταυτόχρονα διαθέσιμης σε διαφορετικά υποσυστήματα του εγκεφάλου, πώς γίνεται ο συνολικός συνδυασμός και έλεγχος; Πώς μπορεί ένα σύνολο ερεθισμάτων να ελέγχει μία εκούσια δράση σε μια περίσταση και μια διαφορετική δράση σε μια άλλη περίσταση; 

Σήμερα, η βελτιωμένη κατανόησή μας της υποκείμενης νευροφυσιολογίας του εγκεφάλου, μαζί με τη μεταφορά του ισχυρού υπολογιστή για τη σκέψη- ο κοννεκτιονισμός (connectionism)- επιτρέπει μια θεώρηση της επεξεργασίας πληροφοριών και της λήψης αποφάσεων που ήταν προηγουμένως αδύνατη. Έχει αρχίσει να φαίνεται ότι τα υποκειμενικά μας αισθήματα της «προσοχής» ή της «επίγνωσης,» με οποιαδήποτε έννοια αυτών των λέξεων, είναι το αποτέλεσμα μιας πολλαπλότητας από διεργασίες του εγκεφάλου που συνεργάζονται και/ή ανταγωνίζονται εωσότου να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα. Τα παραδείγματα που έχουμε συναντήσει είναι από τους Crick και Koch (1990) και τον Singer (1994). 

Ο εγκέφαλος ενός ασθενούς με βλάβη σχετικά με μια συγκεκριμένη διεργασία δεν μπορεί να πετύχει μια ολοκληρωμένη εγκεφαλική κατάσταση (Farah, 1994) και έτσι ο ασθενής καθίσταται «ασυνείδητος» ή «αμελής» σε πληροφορίες, οι οποίες, επειδή επηρεάζουν τη συμπεριφορά, πρέπει να έχουν κωδικοποιηθεί. Ως εκ τούτου, αν και η συνείδηση ή η προσοχή μπορεί να έχουν την υποκειμενική ιδιότητα να είναι περιορισμένες, η υπολογιστική ικανότητα του εγκεφάλου είναι απεριόριστη. Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των υπολογισμών του, ή τα αποτελέσματά τους, είναι διαθέσιμα ώστε να τα «γνωρίζουμε». Αλλά επειδή «γνωρίζουμε» μόνο ένα μικρό μέρος από ό,τι συμβαίνει κάτω από το επίπεδο της συνείδησης, αυτό δεν σημαίνει ότι τίποτα άλλο δεν υπόκειται σε επεξεργασία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η υποκειμενική μας «χωρητικότητα» είναι στο μέγιστο περιορισμένη. 

Από ό, τι ανέφερα προ ολίγου, είναι προφανές ότι οι συνεισφορές στην κατανόησή μας για την προσοχή και τη συνείδηση προέρχονται από αρκετά διαφορετικούς τομείς. Υπάρχει η νευροφυσιολογία του εγκεφάλου, μοντέλα υπολογιστών, μαθηματικές θεωρίες, δεδομένα από πειραματικά υποκείμενα και από νευροψυχολογικούς ασθενείς. Ενώ τα στοιχεία από όλες αυτές τις πηγές πρέπει τελικά να είναι σημαντικά και θα πρέπει να περιορίζουν την ψυχολογική θεωρία, προκύπτει η δυσκολία της ενσωμάτωσης όλων των στοιχείων από όλες τις πηγές σε μια ενιαία θεωρία. 

Σε μικρή κλίμακα, υπάρχουν αρκετές θεωρίες που αντιπροσωπεύουν ικανοποιητικά ένα τμήμα των στοιχείων. Στη μεγαλύτερη κλίμακα, η επιλογή των συμφωνηθέντων όρων και του ερμηνευτικού επιπέδου είναι δύσκολη, και ίσως αδύνατη. Τουλάχιστον, θα πρέπει να είναι σαφές ότι ένας μόνο όρος για την προσοχή ή τη συνείδηση δεν είναι αρκετός. Είναι πιθανό ότι υπάρχουν τόσες ποικιλίες για την «προσοχή» και τη «συνείδηση» όσα είναι και τα πειράματα που τις διερευνούν. Αν διαφορετικές εργασίες επιστρατεύουν διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, τότε κάθε εργασία θα επιβάλλει διαφορετικές απαιτήσεις στο νευρωνικό υπόστρωμα. Επιπλέον, αν αυτό ισχύει, πρέπει να αποκλείσουμε τη δυνατότητα διατύπωσης μιας ενοποιημένης θεωρίας είτε για την «προσοχή» ή για τη «συνείδηση». Λυπάμαι αν αυτό απογοητεύει τον αναγνώστη, αλλά το να προσπαθήσουμε να παράσχουμε μια ενοποιημένη θεωρία της προσοχής ή/και της συνείδησης, αυτή τη στιγμή, θα ήταν παραπλανητικό.» 

Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η προηγούμενη συζήτηση μας φέρνει πίσω στην γενική και βασική ερώτηση: τι είναι η συνείδηση; Πώς προκύπτει και πόσο σκόπιμη αυτή είναι; Αν η συνείδηση έχει σχέση με μια ιδιότητα ή διαδικασία «εξατομίκευσης» ενάντια σε ένα συνονθύλευμα άλλων πιθανών φορέων, τότε η ερώτηση που απομένει είναι σχετικά με την ελευθερία της συνείδησης, αφού αυτή έχει προκύψει από τις θεμελιωδώς αυθόρμητες και ασυνείδητες διαδικασίες. Αν τώρα αναλογιστούμε το γεγονός ότι η συνείδηση, στο επόμενο επίπεδο της «ελεύθερης βούλησης,» συμπεριλαμβάνει πρότυπα συμπεριφοράς ήδη διαμορφωθέντα από την αρχέγονη εποχή του είδους μας, τότε απομένουν λίγα για την ελεύθερη βούληση. Η συνείδησή μας μοιάζει με την κορυφή ενός παγόβουνου, του οποίου το κύριο μέρος είναι βυθισμένο στον ωκεανό του ασυνείδητου.  




Μια νέα θεωρία για τη σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη

$
0
0
DAVID BOHM 
Department of Theoretical Physics, Birkbeck College, University of London, Malet St, London WC1E 7HX, United Kingdom 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: Η σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη προσεγγίζεται με έναν νέο τρόπο σε αυτό το άρθρο. Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στην αιτιακή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας, στην οποία ένα ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, θεωρείται ως μια αδιαχώριστη ένωση ενός σωματιδίου και ενός πεδίου. Αυτό το πεδίο έχει, ωστόσο, ορισμένες νέες ιδιότητες που μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι τα κύρια σημεία διαφοράς ανάμεσα στην κβαντική και στην κλασική θεωρία (Νευτώνεια θεωρία). Αυτές οι νέες ιδιότητες υποδηλώνουν ότι το πεδίο μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει αντικειμενική και ενεργή πληροφορία, και ότι η δραστηριότητα αυτής της πληροφορίας είναι παρόμοια κατά ορισμένους βασικούς τρόπους με τη δραστηριότητα της πληροφορίας στην καθημερινή υποκειμενική εμπειρία μας. Έτσι, η αναλογία ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη είναι αρκετά στενή. Η αναλογία αυτή οδηγεί στην πρόταση των γενικών κατευθύνσεων μιας νέας θεωρίας για το πνεύμα, την ύλη και τη μεταξύ τους σχέση, σύμφωνα με την οποία η βασική έννοια είναι η συμμετοχή αντί για την αλληλεπίδραση. Αν και η θεωρία αυτή μπορεί να αναπτυχθεί μαθηματικά με περισσότερες λεπτομέρειες, η έμφαση εδώ είναι να δειχθεί ποιοτικά πώς παρέχει ένα τρόπο σκέψης που δεν χωρίζει το πνεύμα από την ύλη, και έτσι οδηγεί σε μια πιο συνεκτική κατανόηση τέτοιων ερωτημάτων από ό,τι είναι δυνατό με τις κοινές δυιστικές και αναγωγιστικές προσεγγίσεις. Αυτές οι ιδέες μπορεί να είναι σχετικές με τις συνδετικές θεωρίες (connectionism) και ίσως μπορεί να προτείνει νέες κατευθύνσεις για την ανάπτυξή τους.


1. Εισαγωγή 

Αυτό το άρθρο περιγράφει ορισμένες ιδέες που αποσκοπούν στο να φέρουν μαζί την πνευματική και την υλική πλευρά της πραγματικότητας. Ασχολείται κυρίως με το να δώσει τις γενικές κατευθύνσεις ενός νέου τρόπου σκέψης, συνεπή με την σύγχρονη φυσική, ο οποίος δεν διαχωρίζει το πνεύμα από την ύλη, τον παρατηρητή από αυτό που παρατηρεί, το υποκείμενο από το αντικείμενο. Αυτό που περιγράφεται εδώ είναι, ωστόσο, μόνο η αρχή ενός τέτοιου τρόπου σκέψης που μπορεί να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο.

Το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην πνευματική και στη φυσική πλευρά της πραγματικότητας είναι θεμελιώδες εδώ και πολύ καιρό, ειδικά στη Δυτική φιλοσοφία. Ο Καρτέσιος (Descartes) πρότεινε μια ιδιαίτερα σαφή διατύπωση των βασικών δυσκολιών όταν θεώρησε την ύλη σαν μια επεκταμένη ουσία (η οποία δηλαδή καταλαμβάνει χώρο) ενώ το πνεύμα σαν νοήμονη ουσία (η οποία σαφώς δεν καταλαμβάνει χώρο). Επισήμανε ότι στο μυαλό μπορούν να υπάρχουν σαφείς και διακριτές σκέψεις που αντιστοιχούν σε περιεχόμενο σε ξεχωριστά αντικείμενα, που βρίσκονται στο χώρο. Αλλά αυτές οι σκέψεις δεν βρίσκονται στην πραγματικότητα σε ξεχωριστές περιοχές του χώρου, ούτε μοιάζουν να είναι ξεχωριστά υλικά αντικείμενα με κανέναν τρόπο. Φαίνεται ότι οι φύσεις του πνεύματος και της ύλης είναι τόσο διαφορετικές έτσι ώστε να μην μπορεί κάποιος να βρει μια βάση για τη μεταξύ τους σχέση. Αυτή η  άποψη τέθηκε ξεκάθαρα από τον Καρτέσιο (βλ. Cottingham, 1986) όταν είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα που να περιλαμβάνεται στην έννοια της ύλης που να ανήκει στο μυαλό, και τίποτα στην έννοια του πνεύματος που να ανήκει στην ύλη. Ωστόσο, η πείρα δείχνει ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους.

Ο Καρτέσιος έλυσε το πρόβλημα υποθέτοντας ότι ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε τόσο το πνεύμα όσο και την ύλη, μπορούσε να τα συνδέσει βάζοντας μέσα στα μυαλά των ανθρώπων τις καθαρές και διακριτές σκέψεις που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν την ύλη ως επεκταμένη ουσία. Βεβαίως υποτέθηκε ακόμα από τον Καρτέσιο ότι οι σκοποί που περιέχονται στις σκέψεις θα έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να εκφράζονται μέσα από την ύλη, παρόλο που υποστήριξε ότι το πνεύμα και η ύλη δεν διέθεταν κανένα πλαίσιο από κοινού. Φαίνεται έτσι (όπως πράγματι προτάθηκε εκείνη την περίοδο από τον Malebranche) ότι δεν έμενε τίποτε άλλο από την έκκληση στον Θεό για να διευθετηθεί η επιθυμητή δράση κατά κάποιον τρόπο. Ωστόσο, έκτοτε, μια τέτοια αναφορά στις ενέργειες του Θεού έχει γενικά παύσει να γίνεται δεκτή ως ένα έγκυρο φιλοσοφικό επιχείρημα. Αλλά αυτή η θεώρηση μας αφήνει χωρίς καμία εξήγηση για το πώς το πνεύμα και η ύλη σχετίζονται.

Αυτό το άρθρο αποβλέπει στην ανάπτυξη μιας διαφορετικής προσέγγισης πάνω σε αυτό το θέμα, η οποία επιτρέπει μια κατανοητή σχέση μεταξύ πνεύματος και ύλης χωρίς να ανάγει το ένα σε μια απλή λειτουργία ή χαρακτηριστικό του άλλου (ένας τέτοιος αναγωγισμός παίρνει συχνά τις διάφορες μορφές του υλισμού, ο οποίος ανάγει το πνεύμα, για παράδειγμα, σε ένα 'επιφαινόμενο' που δεν έχει καμία πραγματική επίδραση πάνω στην ύλη, ή του ιδεαλισμού, ο οποίος αντίθετα ανάγει την ύλη σε κάποιο είδος του πνεύματος, στο μυαλό του Θεού).

Η νέα προσέγγιση που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο γίνεται εφικτή από την πλευρά της ύλης χάρη στην κβαντική θεωρία, η οποία είναι προς το παρόν η πιο βασική θεωρία  που διαθέτουμε σχετικά με τη σύσταση της ύλης. Ορισμένοι φιλόσοφοι της σκέψης (βλ., π.χ. τον Haugeland, 1981, κεφ. 1) θα επέκριναν την εισαγωγή της φυσικής στη μελέτη του πνεύματος με αυτόν τον τρόπο, επειδή θεωρούν το πνεύμα να είναι μιας τόσο διαφορετικής (και ίσως νέας) ποιότητας έτσι ώστε η φυσική να μην έχει σχέση με αυτό (παρότι θεωρούν επίσης ότι το πνεύμα έχει μια υλική βάση στον εγκέφαλο). Τέτοιου είδους κριτικές εμπνέονται, κατά μεγάλο μέρος, από την πεποίθηση ότι η φυσική περιορίζεται σε μια κλασική Νευτώνεια μορφή, η οποία ουσιαστικά ανάγει στο τέλος τα πάντα σε έναν κάποιου είδους μηχανισμό. Ωστόσο, όπως θα εξηγηθεί πιο αναλυτικά αργότερα, η κβαντική θεωρία, που θεωρείται πια θεμελιώδης, προϋποθέτει ότι τα σωματίδια της φυσικής έχουν ορισμένες πρωτόγονες 'πνευματοειδείς' ιδιότητες, οι οποίες δεν προβλέπονται από τις κλασσικές, Νευτώνιες έννοιες (αν και, φυσικά, αυτά τα σωματίδια δεν έχουν συνείδηση). Αυτό σημαίνει ότι στη βάση της σύγχρονης φυσικής ακόμη και η άψυχη ύλη δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή από την άποψη του Καρτέσιου ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ουσία που καταλαμβάνει χώρο και που αποτελείται από ξεχωριστά αντικείμενα. Αντίθετα, θα υποθέσουμε ότι το πνεύμα μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε πάντοτε μια φυσική πτυχή, παρότι αυτή η πτυχή μπορεί να είναι ανεπαίσθητη. Έτσι, οδηγούμαστε στη δυνατότητα μιας πραγματικής σχέσης ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, επειδή ποτέ δεν διέφεραν απόλυτα στις βασικές τους ιδιότητες, όπως υποτέθηκε από τον Καρτέσιο και από άλλους, όπως οι νεο-υλιστές.

Ο δρόμος επομένως ανοίγεται τώρα για να δούμε την πιθανή σχέση της φυσικής σε αυτό το πλαίσιο. Αυτό συμβαίνει επειδή η κβαντική θεωρία αρνείται το μηχανιστικό (Νευτώνειο) εννοιολογικό πλαίσιο που μέχρι πρότινος δικαιολογούσε σιωπηρά την άποψη ότι το πνεύμα είναι τέτοιας φύσης ώστε να μην έχει καμία απολύτως σχέση με τους νόμους της ύλης. Επιπλέον, παρότι οι νέες ιδιότητες της ύλης έχουν καθοριστεί στο θεμελιώδες επίπεδο της σωματιδιακής φυσικής, θα δείξουμε παρακάτω πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσουν σε ανώτερα επίπεδα οργάνωσης, όπως εκείνα του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος.


2. Η ελλοχεύουσα τάξη και η κβαντική θεωρία 

Το θέμα της σχέσης ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη έχει ήδη εξεταστεί σε κάποιο βαθμό σε κάποια από τις προηγούμενες εργασίες μου πάνω στη φυσική (Bohm, 1980). Σε εκείνη την εργασία, η οποία είχε ως αρχικό σκοπό την κατανόηση της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής θεωρίας σε μια κοινή βάση, ανέπτυξα την ιδέα της αναδιπλωμένης ή ελλοχεύουσας τάξης (implicate order). Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ιδέας είναι ότι ολόκληρο το σύμπαν είναι κατά κάποιο τρόπο αναδιπλωμένο σε όλα τα επιμέρους πράγματα και ότι κάθε επιμέρους πράγμα είναι αναδιπλωμένο στο σύνολο. Από αυτό προκύπτει ότι κατά κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό κάθε πράγμα αναδιπλώνεται ή ελλοχεύει μέσα σε κάθε άλλο πράγμα αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε κάτω από τις κανονικές συνθήκες της συνηθισμένης εμπειρίας να υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός σχετικήςανεξαρτησίας. Συνεπάγεται έτσι η βασική ιδέα ότι αυτή η ελλοχεύουσα σχέση δεν είναι απλά παθητική ή επιφανειακή. Αντίθετα, είναι ενεργή και θεμελιώδης για τη σύσταση κάθε πράγματος. Συνεπώς κάθε πράγμα είναι εσωτερικά συνδεδεμένο με το σύνολο και, επομένως, με οτιδήποτε άλλο. Οι εξωτερικές σχέσεις των πραγμάτων εκδηλώνονται στη συνέχεια στην 'ξεδιπλωμένη' ή εκπεφρασμένη τάξη (explicate order) στην οποία το κάθε πράγμα φαίνεται, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ως σχετικά ξεχωριστό και εκτεταμένο, και σαν να συνδέεται με τα άλλα πράγματα μόνο εξωτερικά. Η εκπεφρασμένη τάξη, η οποία δεσπόζει στην καθημερινή εμπειρία καθώς επίσης και στην κλασική (Νευτώνεια) φυσική, φαίνεται έτσι σαν να είναι αυτονόητη. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να γίνει σωστά κατανοητή χωριστά από το κοινό της έδαφος με την πρωταρχική πραγματικότητα της ελλοχεύουσας τάξης.

Επειδή η ελλοχεύουσα τάξη δεν είναι στατική αλλά ουσιαστικά δυναμική στη φύση της, σε μια συνεχή διαδικασία αλλαγής και ανάπτυξης, ονόμασα την πιο γενική μορφή της ολοκίνητο (holomovement). Όλα τα πράγματα που βρίσκονται στην ξεδιπλωμένη, εκπεφρασμένη τάξη αναδύονται από το ολοκίνητο, στο οποίο και υπάρχουν αναδιπλωμένα ως δυνατότητες, και στο οποίο τελικά επιστρέφουν. Διαρκούν μόνο για κάποιο χρονικό διάστημα, και κατά αυτήν τη διάρκεια η ύπαρξή τους διατηρείται σε μια συνεχή διαδικασία αναδίπλωσης, 'τυλίγματος' και 'ξετυλίγματος,' η οποία παράγει τις σχετικά σταθερές και ανεξάρτητες μορφές τους κατά την εκπεφρασμένη τάξη.

Η παραπάνω περιγραφή στη συνέχεια δίνει, όπως έχω δείξει με περισσότερες λεπτομέρειες αλλού (Bohm, 1980), μια έγκυρη διαισθητικά περιγραφή της έννοιας των ιδιοτήτων της ύλης, όπως υπονοούνται από την κβαντική θεωρία. Χρειάζεται μόνο μια σκέψη για να δούμε ότι ένα παρόμοιο είδος περιγραφής θα ισχύει ακόμα πιο άμεσα και έκδηλα σε ό,τι αφορά το πνεύμα, με τη συνεχή ροή των ανεπαίσθητων σκέψεων, συναισθημάτων, επιθυμιών, και παρορμήσεων, γεγονότα που ρέουν το ένα από και προς το άλλο, και τα οποία, κατά κάποιο τρόπο, αναδιπλώνονται μεταξύ τους (όπως, για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε ότι μια σκέψη υπονοεί μία άλλη, με την έννοια ότι η μία βρίσκεται 'αναδιπλωμένη' μέσα στην άλλη.) Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, η γενική ελλοχεύουσα τάξη είναι κοινή τόσο για το πνεύμα όσο και για την ύλη. Αυτό σημαίνει ότι τελικά το πνεύμα και η ύλη είναι τουλάχιστον στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο και όχι τόσο διαφορετικά όσο φαίνονται ύστερα από μια επιφανειακή εξέταση. Επομένως, φαίνεται λογικό να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπάνω και να προτείνουμε ότι η ελλοχεύουσα τάξη μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα μέσο για να εκφράσουμε με συνέπεια την πραγματική σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, χωρίς να εισάγουμε κάτι σαν την Καρτεσιανή δυαδικότητα μεταξύ τους.

Σε αυτό το στάδιο, ωστόσο, η ελλοχεύουσα τάξη αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα γενικό πλαίσιο σκέψης μέσα στο οποίο μπορεί ευλόγως να ελπίζουμε ότι θα αναπτύξουμε ένα πιο αναλυτικό περιεχόμενο που θα καταστήσει δυνατή την πρόοδο προς την κατάργηση του χάσματος που επικρατεί ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη. Έτσι, ακόμα και από τη φυσική πλευρά, στερείται ενός σαφώς καθορισμένου συνόλου γενικών αρχών που θα καθορίζουν πώς οι δυνητικότητες που βρίσκονται αναδιπλωμένες στην ελλοχεύουσα τάξη εκφράζονται στην πραγματικότητα ως σχετικά σταθερές και ανεξάρτητες μορφές της εκπεφρασμένης τάξης. Η απουσία ενός παρόμοιου συνόλου αρχών είναι, φυσικά, επίσης προφανής από την πνευματική πλευρά. Αλλά ακόμη πιο σημαντική είναι η έλλειψη μια σαφούς κατανόησης πώς η πνευματική και η υλική πλευρά σχετίζονται.

Προφανώς αυτό που χρειάζεται είναι μια επέκταση της ελλοχεύουσας τάξης, που να αναπτύσσει τη θεωρία προς την κατεύθυνση που προαναφέρθηκε. Σε αυτήν την εργασία, θα χρησιμοποιήσουμε μια άλλη προσέγγιση η οποία κατά τη γνώμη μου βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση πλήρωσης αυτής της απαίτησης. Βασίζεται σε αυτό που έχει ονομαστεί αιτιακή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας (Bohm, 1952· Bohm & Hiley, 1975, 1987· Hiley & Peat, 1987). Για να δούμε γιατί αυτό συμβαίνει, θα  παραθέσω πρώτα μια σύντομη ανασκόπηση ορισμένων από τα κύρια χαρακτηριστικά της κβαντικής θεωρίας που απαιτούν μια νέα ερμηνεία πέρα από τις ήδη υπάρχουσες. (βλ. επίσης Bohm, 1984· Zukav, 1979).

Πρώτον, η κβαντική θεωρία συνεπάγεται ότι όλα τα υλικά συστήματα έχουν την ιδιότητα αυτού που ονομάζεται κυματο-σωματιδιακός δυισμός. Έτσι, τα ηλεκτρόνια, που στη Νευτώνεια φυσική δρουν σαν σωματίδια, μπορούν, κάτω από κατάλληλες συνθήκες, να ενεργήσουν επίσης σαν κύματα (π.χ. τα ηλεκτρόνια μπορούν να εμφανίσουν στατιστικές ιδιότητες συμβολής όταν ένας μεγάλος αριθμός τους περνά μέσα από ένα σύστημα σχισμών). Αυτή η διττή φύση των υλικών συστημάτων είναι εντελώς ασυμβίβαστη με τη Νευτώνεια φυσική, στην οποία κάθε σύστημα διαθέτει τη δική του φύση, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται.  

Δεύτερον, κάθε δράση είναι με τη μορφή καθορισμένων και μετρήσιμων μονάδων ενέργειας, ορμής και άλλων ποσοτήτων, που ονομάζονται κβάντα και τα οποία δεν είναι περαιτέρω διαιρέσιμα. (Για παράδειγμα, ένα άτομο λέγεται ότι μεταβαίνει από μια κατάσταση σε μια άλλη χωρίς να περνά από τις ενδιάμεσες καταστάσεις, και καθώς το πράττει αυτό εκπέμπει ένα αδιαίρετο κβάντο φωτεινής ενέργειας.) Κατά την αλληλεπίδραση σωματιδίων, μοιάζει σαν να ήταν όλα συνδεδεμένα με αδιαίρετους κρίκους σε ένα ενιαίο σύνολο. Ωστόσο, στο όριο της μεγάλης κλίμακας, ο αριθμός των συνδέσεων είναι τόσο μεγάλος ώστε οι διεργασίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με έναν καλό βαθμό προσέγγισης ως διαιρετέες (όπως μπορεί κάποιος να αντιμετωπίσει τη συλλογική κίνηση μιας μεγάλης μάζας κόκκων της άμμου σαν μια κατά προσέγγιση διαιρέσιμη ροή). Και αυτό εξηγεί την αέναη διαιρετότητα των διεργασιών που βιώνουμε στη μεγάλη κλίμακα ως μια οριακή περίπτωση.

Τρίτον, υπάρχει μια παράξενη νέα ιδιότητα της μη-τοπικότητας. Δηλαδή, κάτω από ορισμένες συνθήκες, σωματίδια τα οποία βρίσκονται σε αποστάσεις μακροσκοπικής τάξης φαίνεται να είναι σε θέση, κατά κάποια έννοια, να αλληλοεπηρεάζονται, ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένα γνωστό μέσο με το οποίο θα μπορούσαν να είναι συνδεδεμένα. Πράγματι αν θέλαμε να υποθέσουμε οποιοδήποτε είδος δύναμης (ίσως κάποιας ακόμα άγνωστης) για να εξηγήσουμε αυτήν τη σύνδεση, τότε το διάσημο θεώρημα του Bell δίνει ένα ακριβές και γενικό κριτήριο για να αποφασισθεί αν η σύνδεση είναι τοπική, η οποία δηλαδή να επιτυγχάνεται με δυνάμεις που δρουν όταν τα συστήματα δεν είναι σε επαφή (Bell, 1966). Μπορεί να δειχθεί ότι η κβαντική θεωρία παραβιάζει το κριτήριο του Bell, και αυτή η συνέπεια επιβεβαιώνεται από πραγματικά πειράματα. Συμπερασματικά, προκύπτει ότι αν υπάρχουν αυτές οι δυνάμεις, πρέπει να ενεργούν μη-τοπικά. Τέτοιες μη-τοπικές αλληλεπιδράσεις είναι ουσιαστικά ξένες προς το γενικό εννοιολογικό καθεστώς της κλασικής (Νευτώνειας) φυσικής, όπως αυτή μας είναι γνωστή τους τελευταίους αιώνες (η οποία δηλώνει ότι οι αλληλεπιδράσεις είναι είτε εξ επαφής ή μεταφέρονται από πεδία που δρουν τοπικά και τα οποία διαδίδονται συνεχώς μέσα στο χώρο).

Όλα αυτά μπορούν να συνοψιστούν με όρους μιας νέας έννοιας περί κβαντικής ολότητας, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι ο κόσμος δεν μπορεί να αναλυθεί σε τμήματα τα οποία υπάρχουν ανεξάρτητα και χωριστά μεταξύ τους. Μια τέτοιου είδους ανάλυση θα έχει ένα μόνο κατά προσέγγιση και περιορισμένο πεδίο εφαρμογής· δηλαδή σε έναν τομέα όπου η Νευτώνεια φυσική ισχύει κατά προσέγγιση. Αλλά ουσιαστικά, η κβαντική ολότητα είναι το πρωταρχικό στοιχείο.

Ειδικότερα, μια τέτοια ολότητα σημαίνει ότι σε μια παρατήρηση που πραγματοποιείται σε ένα κβαντικό επίπεδο θεωρητικής ακρίβειας, οι συσκευές παρατήρησης και το παρατηρούμενο σύστημα δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεχωριστά. Αντίθετα, το καθένα συμμετέχει με κάθε άλλο σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί με βεβαιότητα το παρατηρούμενο αποτελέσματα της αλληλεπίδρασής τους στο ένα μόνο σύστημα. Ως εκ τούτου, όπως δείχθηκε από τον Χάιζενμπεργκ (Heisenberg), υπάρχει ένα όριο στην ακρίβεια της πληροφορίας που μπορεί να αποκτηθεί σχετικά με ένα σύστημα έναντι του άλλου. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη Νευτώνεια φυσική, στην οποία είναι  κατά κανόνα εφικτό να βελτιώσουμε τις παρατηρήσεις σε έναν απεριόριστο βαθμό ακρίβειας.

Ο Μπορ (Bohr) (1934, 1958) έκανε μια πολύ λεπτή ανάλυση του όλου θέματος. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που περιγράφονται παραπάνω, αντιμετωπίζει ολόκληρη τη διαδικασία της παρατήρησης ως ένα μοναδικό φαινόμενο, που αποτελεί ένα γεγονός το οποίο δεν μπορεί να αναλυθεί επιπλέον. Για τον Μπορ, αυτό σημαίνει ότι τα μαθηματικά της κβαντικής θεωρίας δεν είναι σε θέση να προσφέρουν μια σαφή (δηλ. ακριβώς καθορισμένη) περιγραφή μιας μοναδικής κβαντικής διαδικασίας αλλά, ανταυτού αποτελούν μόνο έναν αλγόριθμο, ο οποίος παράγει στατιστικές προβλέψεις σχετικά με τα πιθανά αποτελέσματα ενός συνόλου πειραμάτων. Ο Μπορ υποθέτει επιπλέον ότι δεν υπάρχουν νέες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγράψουν επακριβώς την πραγματικότητα των ιδιαίτερων κβαντικών διαδικασιών. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανένας διαισθητικός ή άλλος τρόπος να καταλάβουμε τι συμβαίνει σε τέτοιες διαδικασίες. Μόνο στο Νευτώνειο όριο μπορούμε να αποκτήσουμε μια προσεγγιστική εικόνα του τι συμβαίνει, και αυτό θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τους όρους της Νευτώνειας φυσικής.

Η προσέγγιση του Μπορ έχει το πλεονέκτημα ότι δίνει μια συνεπή άποψη σχετικά με την έννοια της κβαντικής θεωρίας. Επιπλέον, επικεντρώνεται σε κάτι που είναι νέο στην φυσική, δηλαδή στην ολότητα του μέσου παρατήρησης και αυτού που παρατηρείται. Το ερώτημα είναι επίσης καίριας σημασίας στη συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη. Αλλά η επιμονή του Μπορ ότι αυτή η ολότητα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με κανέναν τρόπο, όσο σύγχρονος αυτός ο τρόπος και αν είναι, συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε περαιτέρω πρόοδος σε αυτόν τον τομέα θα εξαρτάται κυρίως από την ανάπτυξη νέων συνόλων μαθηματικών εξισώσεων χωρίς καμία πραγματική διαισθητική ή φυσική πρόσβαση στο τι ακριβώς τα μαθηματικά σημαίνουν πέρα από τα πειραματικά αποτελέσματα που θα μπορούσαν να προβλέψουν. Από την άλλη πλευρά, πάντα ένιωθα ότι τα μαθηματικά και η διαίσθηση θα πρέπει να συμβαδίζουν. Το να περιοριστούμε μόνο στο ένα από αυτά θα ήταν σαν να δέναμε το ένα χέρι πίσω από την πλάτη μας χρησιμοποιώντας το άλλο χέρι. Φυσικά, το να κάνουμε κάτι τέτοιο είναι ένας σημαντικός περιορισμός όχι μόνο για τη φυσική, αλλά προφανώς είναι ένας ακόμη πιο σημαντικός περιορισμός για τη μελέτη του πνεύματος, εκεί όπου μάλιστα η διαίσθηση και η διόραση πρέπει να αποτελούν τους πρωταρχικούς παράγοντες.

Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πολύ σημαντικό να αμφισβητήσουμε την παραδοχή του Μπορ ότι καμία σύλληψη της ιδιαίτερης κβαντικής διαδικασίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, ψάχνοντας ακριβώς έναν τρόπο για να το καταφέρω, οδηγήθηκα στην ανάπτυξη της αιτιακής ερμηνείας της κβαντικής θεωρίας, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, η οποία είναι σε θέση, όπως θα φανεί σε αυτό το άρθρο, να αποτελέσει τη βάση για μια μη-δυιστική θεωρία της σχέσης ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη.


3. Η αιτιακή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας 

Μια σύντομη ανασκόπηση της αιτιακής ερμηνείας της κβαντικής θεωρίας θα δοθεί τώρα (βλ. Bohm, 1952· Bohm & Hiley, 1987). Το πρώτο βήμα προς αυτήν την ερμηνεία είναι να υποθέσουμε ότι το ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, είναι στην πραγματικότητα ένα σωματίδιο, που ακολουθεί μια καλά-καθορισμένη τροχιά (όπως ένας πλανήτης γύρω από τον ήλιο). Αλλά συνοδεύεται πάντα από ένα νέο είδος κβαντικού πεδίου. Τώρα, ένα πεδίο είναι κάτι που βρίσκεται διασκορπισμένο στο χώρο. Γνωρίζουμε ήδη, για παράδειγμα, το μαγνητικό πεδίο, που το βλέπουμε να είναι απλωμένο στο χώρο χρησιμοποιώντας ρινίσματα σιδήρου γύρω από έναν μαγνήτη ή έναν ρευματοφόρο αγωγό. Τα ηλεκτρικά πεδία που δημιουργούνται από ένα φορτισμένο αντικείμενο είναι επίσης καλά-καθορισμένα. Αυτά τα πεδία συνδυάζονται για να δώσουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα, που απλώνονται στο χώρο (π.χ. ραδιοκύματα).

Το κβαντικό πεδίο, ωστόσο, δεν είναι απλώς μια επιστροφή σε αυτές τις παλιότερες έννοιες αλλά έχει συγκεκριμένα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία υποδηλώνουν μια ριζική απομάκρυνση από τη Νευτώνεια φυσική. Για να δούμε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της αποχώρησης, ξεκινάμε σημειώνοντας ότι τα πεδία μπορούν γενικά να αναπαρασταθούν μαθηματικά με ορισμένες εκφράσεις που ονομάζονται δυναμικά. Στη φυσική, το δυναμικό περιγράφει ένα πεδίο με όρους της πιθανότητας ή δυνητικότητας να βρίσκεται σε κάθε σημείο του χώρου, οδηγώντας στη δράση πάνω σε ένα σωματίδιο που βρίσκεται σε κάποιο από αυτά τα σημεία. Αυτό που είναι σημαντικό στην κλασική (Νευτώνεια) φυσική είναι έτσι ότι το αποτέλεσμα αυτού του δυναμικού σε ένα σωματίδιο είναι πάντοτε ανάλογο με την ένταση του πεδίου. Κάποιος μπορεί να το φανταστεί αυτό θεωρώντας την επίδραση κυμάτων νερού σε ένα κομμάτι φελλού που ανεβοκατεβαίνει στον κυματισμό· η ταλάντωση  αυτή εξασθενεί καθώς τα κύματα απλώνονται όλο και περισσότερο. Όπως με τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά πεδία, το κβαντικό πεδίο μπορεί επίσης να αναπαρασταθεί με όρους ενός δυναμικού, το οποίο ονομάζω κβαντικό δυναμικό. Αλλά σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα ηλεκτρικά και μαγνητικά δυναμικά, το κβαντικό δυναμικό εξαρτάται μόνο από τη μορφή, και όχι από την ένταση του κβαντικού πεδίου. Συνεπώς, ακόμη και ένα πολύ αδύναμο κβαντικό πεδίο μπορεί να επηρεάσει έντονα ένα σωματίδιο. Είναι σαν να είχαμε ένα κύμα νερού που θα μπορούσε να κάνει έναν φελλό να αναπηδήσει με πλήρη ενέργεια, ακόμα και μακριά από την πηγή του κύματος. Μια τέτοια έννοια είναι σαφώς θεμελιωδώς διαφορετική από τις προγενέστερες Νευτώνειες ιδέες. Γιατί προϋποθέτει ότι ακόμη και απόμακρα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μπορούν να επηρεάσουν έντονα ένα σωματίδιο.



Σχ. 1. Το πείραμα συμβολής των δύο οπών

Ως παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε το πείραμα των δύο οπών, που φαίνεται στο Σχ. 1. Στο πείραμα αυτό, μπορούμε να θεωρήσουμε κβαντικά κύματα που προσπίπτουν σε ένα φράγμα που έχει δύο οπές, ή σχισμές, A και B. Τα κύματα αυτά διέρχονται από τις δύο σχισμές, και στη συνέχεια απλώνονται προς τα έξω καθώς διαδίδονται. Εκεί όπου τα κύματα συναντώνται  συμβάλλουν, είτε ενισχυτικά αν οι ταλαντώσεις τους βρίσκονται σε φάση, ή καταστροφικά αν οι ταλαντώσεις τους βρίσκονται εκτός φάσης. Με τα κλασσικά πεδία, όπως το ηλεκτρομαγνητικό, αυτό προκαλεί το γνωστό σχέδιο συμβολής, που αποτελείται από φωτεινές και σκοτεινές λωρίδες, εναλλάξ.

Για να δούμε τι συμβαίνει με τα κβαντικά συστήματα, ας σκεφτούμε μια πολύ ασθενή δέσμη ηλεκτρονίων να περνά από το σύστημα των οπών χωριστά και ανεξάρτητα το ένα μετά το άλλο. Κάθε ηλεκτρόνιο ακολουθεί μια καλά ορισμένη διαδρομή, περνώντας από τη μία ή την άλλη σχισμή. Πράγματι, σύμφωνα με τις Νευτώνειες ιδέες, αφού ένα ηλεκτρόνιο θα έχει περάσει μέσα από τη μία από τις τρύπες, θα κινηθεί στον άδειο χώρο μπροστά του σε μια ευθεία γραμμή με σταθερή ταχύτητα. Αλλά από την κβαντική σκοπιά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Για να δούμε τι που συμβαίνει εδώ, ας αναλογιστούμε το κβαντικό δυναμικό που φαίνεται στο Σχ. 2, το οποίο προκύπτει από τη συμβολή των κυμάτων που περιγράφονται στο Σχ. 1.


 Σχ. 2. Το κβαντικό δυναμικό του πειράματος των δύο οπών 

Το κβαντικό δυναμικό απλώνεται μπροστά από τις οπές. Αποτελείται από μια εναλλαγή 'κορυφών' και 'κοιλάδων.' Όταν ένα ηλεκτρόνιο περνά μέσα από μία από αυτές τις κοιλάδες, απότομα επιταχύνεται. Έτσι τα ηλεκτρόνια αλλάζουν τις τροχιές τους ακόμα και στον άδειο χώρο μπροστά από τις τρύπες εξαιτίας του κβαντικού δυναμικού, και αυτή η διασπορά τους μπορεί αν είναι έντονη ακόμα και μακριά από τις οπές. 

Τώρα, σε ένα τυπικό πείραμα αυτού του είδους, η πηγή των ηλεκτρονίων είναι ένα νήμα πυράκτωσης, πίσω από τις σχισμές, από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ηλεκτρόνια βγαίνουν διεγερμένα με μια τυχαία στατιστική κατανομή αρχικών ταχυτήτων (δηλαδή βγαίνουν μέσα από την πηγή εδώ και εκεί τυχαία). Κάθε ηλεκτρόνιο ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή, περνώντας μέσα από τη μία σχισμή ή την άλλη, και ύστερα φτάνει στο πέτασμα ανίχνευσης ως ένα ξεχωριστό σωματίδιο, παράγοντας, για παράδειγμα, μια μεμονωμένη κηλίδα σε μια φωτογραφική πλάκα που βρίσκεται τοποθετημένη στο πέτασμα. Κατά την κίνησή του το ηλεκτρόνιο επηρεάζεται από το κβαντικό δυναμικό, το οποίο, όπως είπαμε, περιγράφεται από το κύμα που γενικά προηγείται του σωματιδίου. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε το σύνολο από τις τροχιές, το οποίο αντιπροσωπεύει μια αρχικά τυχαία κατανομή σωματιδίων, τότε, όπως φαίνεται στο Σχ. 3, αυτά ομαδοποιούνται συστηματικά σε ένα σχέδιο συμβολής (το οποίο γίνεται ξεκάθαρο αφού ένας μεγάλος αριθμός ηλεκτρονίων θα έχει περάσει τις σχισμές και θα έχει καταλήξει στο πέτασμα).


Σχ. 3. Τροχιές των σωματιδίων για το πείραμα των δύο οπών 

Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται πώς το ηλεκτρόνιο μπορεί να είναι σωματίδιο, και ταυτόχρονα να εμφανίζει στατιστικά ιδιότητες κύματος. Είναι απαραίτητο για αυτήν την ερμηνεία, ωστόσο, το κβαντικό δυναμικό να εξαρτάται μόνο από τη μορφή του κύματος, έτσι ώστε να μπορεί να είναι ισχυρό ακόμη και όταν η ένταση του κύματος είναι ασθενής. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, το νέο στοιχείο εδώ είναι αυτό που αποκαλέσαμε μη-τοπικότητα, δηλαδή η δυνατότητα απομακρυσμένα μέρη του περιβάλλοντος (όπως το σύστημα των οπών) να επηρεάζουν την κίνηση του σωματιδίου με ένα συγκεκριμένο τρόπο (σε αυτήν την περίπτωση με την επίδρασή τους πάνω στο κβαντικό πεδίο)

Θα ήθελα να προτείνω ότι μπορούμε να πετύχουμε μια επιπλέον κατανόηση αυτού του χαρακτηριστικού προτείνοντας μια νέα έννοια, αυτήν της ενεργής πληροφορίας, η οποία παίζει έναν σημαντικό ρόλο σε αυτό το πλαίσιο. Η λέξη πληροφορία (in-formation) λαμβάνεται εδώ κυριολεκτικά, δηλαδή σαν κάτι που εμπεριέχει μορφή (αντί για την τεχνική της έννοια στη θεωρία πληροφορίας ως αρνητική εντροπία (negentropy)). Κάποιος επομένως μπορεί να σκεφτεί το ηλεκτρόνιο σαν να κινείται χάρη στη δική του ενέργεια. Το κβαντικό δυναμικό τότε δρα ώστε να αποδώσει μορφή σε αυτήν την κίνηση, και αυτή η μορφή συνδέεται με εκείνη του κύματος από το οποίο το κβαντικό δυναμικό προέρχεται.

Υπάρχουν πολλές αναλογίες με την έννοια της ενεργής πληροφορίας στη γενική εμπειρία μας. Σκεφτείτε για παράδειγμα ένα πλοίο με αυτόματο πιλότο και το οποίο καθοδηγείται από ραδιοκύματα (ραντάρ). Το πλοίο δεν κινείται μηχανικά από αυτά τα κύματα. Μάλλον, η μορφή των κυμάτων παίζει ρόλο, και με τη βοήθεια ολόκληρου του συστήματος, δίνει το αντίστοιχο σχήμα και μορφή στην κίνηση του πλοίου, κάτω από τη δική της ισχύ. Παρόμοια, το είδος των ραδιοκυμάτων που εκπέμπονται από έναν ραδιοτηλεοπτικό σταθμό μπορεί να μεταφέρει τη μορφή μιας εικόνας, μουσικής ή ομιλίας. Η ενέργεια του ήχου που ακούμε προέρχεται από τη σχετικά άμορφη ενέργεια της πρίζας, αλλά η μορφή του προέρχεται από τη δραστηριότητα της μορφής του ραδιοκύματος· μια παρόμοια διαδικασία συμβαίνει με έναν υπολογιστή ο οποίος καθοδηγεί κάποια μηχανήματα. Η πληροφορία βρίσκεται στο πρόγραμμά του, αλλά η δραστηριότητά του δίνει σχήμα και μορφή στην κίνηση των μηχανημάτων. Ομοίως, σε ένα ζωντανό κύτταρο, η μορφή του μορίου του DNA δρα ώστε να αποδώσει σχήμα και μορφή για τη σύνθεση των πρωτεϊνών (καθώς μεταφέρεται σε μόρια RNA).

Η πρότασή μας είναι να επεκταθεί στη συνέχεια αυτή η έννοια της ενεργής πληροφορίας στην ύλη στο κβαντικό επίπεδο. Η πληροφορία στο κβαντικό επίπεδο είναι δυνητικά ενεργή παντού, αλλά πραγματικά ενεργή μόνο εκεί που βρίσκεται το σωματίδιο (όπως, για παράδειγμα, το ραδιοκύμα είναι ενεργό εκεί που βρίσκεται ο δέκτης). Μια τέτοια έννοια προτείνει, ωστόσο, ότι το ηλεκτρόνιο μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκο από ό,τι πιστεύουμε (έχοντας μια δομή πολυπλοκότητας συγκρίσιμης ίσως, για παράδειγμα, με έναν απλό μηχανισμό καθοδήγησης, όπως ενός αυτόματου πιλότου). Αυτή η πρόταση έρχεται σε αντίθεση με ολόκληρη την παράδοση της φυσικής των τελευταίων αιώνων, η οποία έχει προσκολληθεί στην παραδοχή ότι καθώς αναλύουμε την ύλη σε ολοένα και μικρότερα τμήματα, η συμπεριφορά τους γίνεται όλο και απλούστερη. Ωστόσο, υποθέσεις αυτού του είδους δεν είναι απαραίτητα πάντα σωστές. Έτσι, για παράδειγμα, μεγάλα πλήθη ανθρώπων μπορούν συχνά να εμφανίζουν μια πολύ απλούστερη συμπεριφορά από εκείνη των μεμονωμένων ατόμων που τη συνθέτουν. 

Αφήνει άραγε η γνώση μας για τη φυσική χώρο για μια δομή του είδους που περιγράφεται παραπάνω; Στην πράξη, οι μικρότερες αποστάσεις που έχουν μέχρι τώρα ερευνηθεί στη φυσική είναι της τάξης των 10-16 cm. Από την άλλη μεριά, η μικρότερη απόσταση που θα είχε νόημα στην παρούσα φυσική είναι της τάξης των 10-33 cm, το λεγόμενο μήκος Planck, στο οποίο είναι γενικά αποδεκτό ότι οι παρούσες έννοιες του χώρου, του χρόνου και της ύλης πιθανότατα θα άλλαζαν δραματικά. Ανάμεσα στα 10-16 και 10-33 υπάρχει μια διαφορά της τάξης του 1017, η οποία είναι περίπου η ίδια με εκείνη ανάμεσα στο 10-16 και στις συνηθισμένες μακροσκοπικές αποστάσεις (της τάξης των 10 cm). Ανάμεσα στα 10 cm και στα 10-16 cm βρίσκεται μια πολύ μεγάλη πιθανότητα για την ύπαρξη δομής. Γιατί να μην υπάρχει μια παρόμοια πιθανότητα ανάμεσα στα 10-16 cm και 10-33 cm, και ίσως σε ακόμα μικρότερες αποστάσεις; (Είναι ενδιαφέρον σε αυτό το πλαίσιο να σημειώσουμε ότι ακόμα και οι τωρινές θεωρίες χορδών στη φυσική οδηγούν στην πιθανότητα πολύ πολύπλοκων δομών σε αποστάσεις τόσο μικρές όσο τα 10-33 cm.) 

Η έννοια της ενεργής πληροφορίας υποδηλώνει, όπως είδαμε, την πιθανότητα ενός είδους ολότητας του ηλεκτρονίου σε σχέση με απόμακρες ιδιότητες του περιβάλλοντός. Αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο παρόμοιο με την έννοια του Μπορ περί ολότητας, αλλά διαφέρει στο ότι μπορεί να γίνει κατανοητό από την άποψη της έννοιας ενός σωματιδίου του οποίου η κίνηση κατευθύνεται από την ενεργή πληροφορία. Από την άλλη πλευρά, στην προσέγγιση του Μπορ, δεν υπάρχει ένας αντίστοιχος τρόπος για να γίνει μια τέτοια έννοια περί ολότητας κατανοητή.

Η έννοια αυτής της ολότητας είναι, ωστόσο, πολύ πιο κατανοητή αν θεωρήσουμε όχι ένα μεμονωμένο ηλεκτρόνιο, όπως κάναμε μέχρι τώρα, αλλά μάλλον ένα σύστημα που να αποτελείται από πολλά τέτοια σωματίδια. Εδώ αρκετές νέες έννοιες εμφανίζονται.

Πρώτον, δύο ή περισσότερα σωματίδια μπορούν να επηρεάζονται αμοιβαία μέσω του κβαντικού δυναμικού ακόμα και αν χωρίζονται από μεγάλες αποστάσεις. Αυτό είναι παρόμοιο με ό,τι συμβαίνει στο πείραμα των δύο οπών αλλά είναι πιο γενικό. Τέτοια μη-τοπική δράση από απόσταση έχει επιβεβαιωθεί σε πειράματα που ως στόχο έχουν να ελέγξουν αν ικανοποιείται το κριτήριο του Bell, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως.

Δεύτερον, σε ένα σύστημα πολλών σωματιδίων, η αλληλεπίδραση των σωματιδίων μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαρτάται από μια δεξαμενή πληροφορίας που ανήκει στο σύνολό τους, με τρόπο που να μην είναι αναλύσιμη με όρους προκατεστημένων σχέσεων ανάμεσα στα επιμέρους σωματίδια. Αυτό μπορεί να γίνει σαφέστερο λαμβάνοντας υπόψη το φαινόμενο της υπεραγωγιμότητας. Τώρα, σε κανονικές θερμοκρασίες, ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται στο εσωτερικό ενός μεταλλικού αγωγού διασκορπίζονται με τυχαίο τρόπο από διάφορα εμπόδια και ανωμαλίες μέσα στο μέταλλο. Ως συνέπεια, υπάρχει κάποια αντίσταση στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος. Σε χαμηλές θερμοκρασίες, όμως, τα ηλεκτρόνια κινούνται μαζί με οργανωμένο τρόπο, και επομένως μπορούν να παρακάμψουν τα εμπόδια και τις ανωμαλίες για να ανασυγκροτήσουν το σχέδιο της από κοινού κίνησής τους. (βλ. Σχ. 4). Έτσι, δεν είναι διασκορπισμένα, και επομένως  το ρεύμα μπορεί να διαδοθεί επ' αόριστον χωρίς αντίσταση.


Σχ. 4. Υπεραγώγιμο ρεύμα που διαδίδεται γύρω από ένα εμπόδιο 

Μια λεπτομερέστερη ανάλυση δείχνει ότι το κβαντικό δυναμικό για ολόκληρο το σύστημα αποτελεί τότε μια μη-τοπική σύνδεση που προκαλεί το προαναφερθέν σχέδιο οργάνωσης των ηλεκτρονίων που κινούνται όλα μαζί χωρίς σκέδαση. Εδώ μπορούμε να κάνουμε τον παραλληλισμό με ένα μπαλέτο, στο οποίο οι χορευτές, καθοδηγούμενοι από μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας, μπορούν να χορεύουν όλοι μαζί με έναν παρόμοιο και οργανωμένο τρόπο, να παρακάμπτουν ένα εμπόδιο και να ανασυντάσσουν το σχέδιο της κίνησής τους. 

Αν η βασική συμπεριφορά της ύλης περιλαμβάνει τέτοια χαρακτηριστικά, όπως η ολότητα, η μη-τοπικότητα και η οργάνωση της κίνησης μέσω κοινών δεξαμενών πληροφορίας, πώς τότε εξηγούμε την καθημερινή μεγάλης κλίμακας εμπειρία, στην οποία δεν βρίσκουμε τέτοια χαρακτηριστικά; Μπορεί να αποδειχθεί (Bohm & Hiley, 1987) ότι σε υψηλότερες θερμοκρασίες, το κβαντικό δυναμικό τείνει να πάρει τη μορφή ανεξάρτητων τμημάτων, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι τα σωματίδια θα κινούνται με μια αντίστοιχη ανεξαρτησία. Είναι σαν, αντίθετα με ένα μπαλέτο, οι άνθρωποι να κινούνται ανεξάρτητα, ο καθένας με τη δική του δεξαμενή πληροφορίας. Θα συνιστούσαν τότε έναν όχλο, στον οποίο η οργανωμένη κίνηση του μπαλέτου θα είχε διασπασθεί.

4. Συνέπειες για το πνεύμα 

Προκύπτει από τα παραπάνω ότι οι δυνατότητες για ολότητα στην κβαντική θεωρία έχουν μια αντικειμενική υπόσταση. Αυτό το γεγονός έρχεται σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην κλασική φυσική, στην οποία ένα σύνολο πρέπει να μεταχειριστεί ως ένας απλά βολικός τρόπος σκέψης σχετικά με αυτό που στην πράξη θεωρείται να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια συλλογή ανεξάρτητων τμημάτων σε ένα μηχανικό είδος αλληλεπίδρασης. Από την άλλη πλευρά, στην κβαντική θεωρία, η 'συμπεριφορά μπαλέτου' στην υπεραγωγιμότητα, για παράδειγμα, ταιριάζει σαφώς περισσότερο με εκείνην ενός οργανισμού παρά ενός μηχανισμού. Πράγματι, επεκτείνοντας το συλλογισμό, η γενική έννοια της ενεργής πληροφορίας προτείνει μια στοιχειώδη νοήμονη συμπεριφορά της ύλης, γιατί ένα  απαραίτητο χαρακτηριστικό του πνεύματος βρίσκεται ακριβώς στη δραστηριότητα της μορφής, και όχι της ύλης. Έτσι, για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε ένα κείμενο, δεν αφομοιώνουμε την ουσία του χαρτιού αλλά μόνο τη μορφή μέσω των γραμμάτων, και είναι αυτές οι μορφές που δίνουν το περιεχόμενο μιας πληροφορίας στον αναγνώστη, την οποία και εκδηλώνει ενεργά στις μετέπειτα δραστηριότητές του. Μια παρόμοια 'πνευματοειδής' ή νοήμονη ιδιότητα της ύλης αποκαλύπτεται έντονα στο κβαντικό επίπεδο, με την έννοια ότι η μορφή της κυματοσυνάρτησης εκδηλώνεται στις κινήσεις των σωματιδίων. Αυτή η ιδιότητα, ωστόσο, δεν φαίνεται σε σημαντικό βαθμό στο προσεγγιστικό όριο της κλασσικής φυσικής.

Ας προσεγγίσουμε τώρα το θέμα από την πλευρά του πνεύματος. Μπορούμε να αρχίσουμε εξετάζοντας σύντομα ορισμένες πτυχές του χαρακτήρα της σκέψης. Τώρα, ένα μεγάλο μέρος της σύστασης της σκέψης έχει να κάνει ακριβώς με τη δραστηριότητα την οποία μια δεδομένη δομή πληροφορίας μπορεί να προκαλέσει. Μπορούμε να το επαληθεύσουμε αυτό εύκολα από την υποκειμενική μας εμπειρία. Για παράδειγμα, φανταστείτε ότι μια σκοτεινή νύχτα βλέπετε κάποιες σκιές. Αν έχουμε πληροφορίες ότι μπορεί να υπάρχουν λωποδύτες στη γειτονιά, μπορεί αμέσως να δημιουργηθεί μια αίσθηση κινδύνου, με ένα ευρύ φάσμα πιθανών αντιδράσεων (μάχης, φυγής, κλπ.). Αυτό δεν είναι απλά μια διανοητική διεργασία, αλλά περιλαμβάνει μια ακούσια και ουσιαστικά ασυνείδητη διαδικασία που έχει να κάνει με ορμόνες, παλμούς της καρδιάς, νευροδιαβιβαστές, καθώς επίσης και άλλες σωματικές αντιδράσεις. Ωστόσο, αν τελικά συνειδητοποιήσουμε πως ήταν απλά μια σκιά, αυτή η σκέψη έχει μια κατευναστική επίδραση, και όλη η προαναφερθείσα δραστηριότητα παύει. Μια τέτοια απόκριση σε κάποια πληροφορία είναι εξαιρετικά κοινή (π.χ. η πληροφορία ότι ο Χ είναι φίλος ή εχθρός, καλός ή κακός, κλπ.). Γενικότερα, σε ό,τι αφορά το πνεύμα, η πληροφορία φαίνεται να είναι ενεργή με όλους αυτούς τους τρόπους, φυσικά, χημικά, ηλεκτρικά, κλπ.

Τέτοια δραστηριότητα είναι εμφανώς παρόμοια με εκείνη που περιγράφηκε προηγουμένως σε σχέση με τις αναλογίες του αυτόματου πιλότου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, των υπολογιστών, των μορίων του DNA, και των κβαντικών διεργασιών στοιχειωδών σωματιδίων όπως τα ηλεκτρόνια. Εκ πρώτης όψεως, ωστόσο, μπορεί να εξακολουθεί να φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις  δύο αυτές περιπτώσεις. Έτσι, στην υποκειμενική μας εμπειρία η δράση μπορεί, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, να διαμεσολαβηθεί με τον ειρμό της συνειδητής σκέψης, ενώ στα διάφορα παραδείγματα δραστηριότητας αντικειμενικής πληροφορίας που δόθηκαν εδώ, αυτή η δράση είναι άμεση. Αλλά, στην πραγματικότητα, ακόμη και αν αυτό συμβαίνει, η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο μπορεί να φαίνεται. Γιατί η διαδικασία της σκέψης ακολουθεί την αναστολή της φυσικής δράσης. Αυτό οδηγεί σε έναν ειρμό σκέψης. Ωστόσο, τόσο η αναστολή της φυσικής δράσης όσο και ο επακόλουθος ειρμός σκέψης έρχονται αμέσως μετά από ένα είδος ενεργής πληροφορίας, η οποία υπαγορεύει την όλη διαδικασία.

Φαίνεται σαφές από τα παραπάνω ότι τουλάχιστον στο πλαίσιο των διαδικασιών της σκέψης υπάρχει ένα είδος ενεργής πληροφορίας που είναι ταυτόχρονα φυσική και πνευματική στη σύσταση. Η ενεργή πληροφορία μπορεί έτσι να χρησιμεύσει ως ένα είδος σύνδεσης ή 'γέφυρας' ανάμεσα σε αυτές τις δυο όψεις της πραγματικότητας συνολικά. Αυτές οι δύο πλευρές είναι αδιαχώριστες, με την έννοια ότι η πληροφορία που περιέχεται στην σκέψη, και η οποία θεωρούμε πως βρίσκεται στην 'πνευματική' μεριά, είναι ταυτόχρονα μια σχετιζόμενη νευροφυσιολογική, χημική και φυσική δραστηριότητα (την οποία αντιλαμβανόμαστε σαν την 'υλική' μεριά αυτής της σκέψης).

Έχουμε, ωστόσο, θεωρήσει μέχρι τώρα μόνο ένα μικρό μέρος της ουσίας του πνεύματος. Έτσι, οι σκέψεις μας μπορούν να συμπεριλάβουν ένα μεγάλο φάσμα πληροφοριακών περιεχομένων διαφόρων ειδών. Αυτά τα περιεχόμενα μπορούν με τη σειρά τους να εποπτευτούν από ένα υψηλότερο επίπεδο πνευματικής δραστηριότητας, σαν να επρόκειτο για κάποια υλικά αντικείμενα, τα οποία κάποιος θα 'κοίταζε.' Μέσα από αυτήν τη διαδικασία μπορεί να προκύψει ένα ακόμα πιο λεπτό επίπεδο πληροφορίας, του οποίου το νόημα έχει να κάνει με μια δραστηριότητα η οποία είναι σε θέση να οργανώσει το αρχικό σύνολο πληροφορίας σε ένα ευρύτερο σύνολο. Αλλά ακόμα πιο ανεπαίσθητη πληροφορία αυτού του είδους μπορεί, με τη σειρά της, να διερευνηθεί από ένα ακόμη πιο εξευγενισμένο επίπεδο πνευματικής δραστηριότητας, και εξορισμού αυτό μπορεί να συνεχιστεί επ' άπειρο. Καθένα από αυτά τα επίπεδα μπορεί στη συνέχεια να ιδωθεί από την υλική πλευρά. Από την πνευματική πλευρά, πρόκειται για ένα δυνητικά ενεργό περιεχόμενο πληροφορίας. Αλλά από την υλική πλευρά, είναι μια πραγματική δραστηριότητα που λειτουργεί για να οργανωθούν τα χαμηλότερα επίπεδα, τα οποία και χρησιμεύουν ως η 'πρώτη ύλη' για την πραγματοποίηση της διαδικασίας. Έτσι, σε κάθε δεδομένο επίπεδο, η πληροφορία αποτελεί τη σύνδεση ή γέφυρα ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Αυτό που έπεται είναι ότι μια παρόμοια σχέση ισχύει σε απείρως υψηλότερα επίπεδα υφής. Προτείνω ότι αυτή η δυνατότητα να μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από κάθε δεδομένο επίπεδο λεπτής υφής είναι το ουσιαστικό χαρακτηριστικό στο οποίο βασίζεται η δυνατότητα της νοημοσύνης.

Αξίζει εν προκειμένω να εξετάσουμε την έννοια του λεπτού σε ό,τι αφορά τα επίπεδα τάξης, που σύμφωνα με το λεξικό ετυμολογείται ως κάτι το 'ιδιαίτερο, εκλεπτυσμένο, λεπτεπίλεπτο, απατηλό, απροσδιόριστο.' Αλλά είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον να θεωρήσουμε τη λατινική ρίζα, sub-texere, που σημαίνει 'λεπτή υφή.' Αυτό υποδηλώνει μια μεταφορά για τη σκέψη, σαν να αποτελείται από μια σειρά από ολοένα και πιο λεπτής υφής συνδεδεμένα δίκτυα. Το καθένα από αυτά είναι κατάλληλο να 'συλλάβει' το αντίστοιχο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Τα λεπτότερα δίκτυα μπορούν όχι μόνο να εμφανίσουν τις λεπτομέρειες της μορφής και της δομής αυτού που 'συλλαμβάνεται' στα πιο τραχιά δίκτυα· μπορούν επίσης να εμπεριέχουν ένα επιπλέον περιεχόμενο που υπονοείται στα τραχιά δίκτυα. Έτσι, φτάνουμε σε μια επέκταση της έννοιας της ελλοχεύουσας τάξης, σύμφωνα με την οποία  έχουμε μια σειρά από αλληλένδετα επίπεδα, όπου τα λεπτότερα δίκτυα- δηλαδή αυτά της λεπτότερης υφής, η οποία συμπεριλαμβάνει τη σκέψη, τα συναισθήματα και τις σωματικές αντιδράσεις- αναδιπλώνονται μέσα στα τραχύτερα (δηλαδή στα πιο 'παχιά' υφασμένα). Σε αυτήν τη σειρά, η πνευματική πλευρά αντιστοιχεί, βέβαια, στο λεπτότερο, ενώ η φυσική πλευρά αντιστοιχεί στο τραχύτερο. Και κάθε πνευματική πλευρά με τη σειρά της παίρνει μια φυσική όψη καθώς κινούμαστε προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης λεπτότητας.

5. Μια επέκταση τη κβαντικής θεωρίας 

Ας επανέλθουμε τώρα στην εξέταση της κβαντικής θεωρίας. Ποια είναι η σχέση της με τη  συνύφανση του πνευματικού και του φυσικού που συζητήσαμε προηγουμένως; Καταρχάς, ας θυμηθούμε ότι επειδή το κβαντικό δυναμικό μπορεί να θεωρηθεί ως πληροφορία της οποίας η δραστηριότητα είναι να καθοδηγεί το 'χορό' των ηλεκτρονίων, υπάρχει μια βασική ομοιότητα άνάμεσα στην κβαντική συμπεριφορά ενός συστήματος ηλεκτρονίων και στη συμπεριφορά του πνεύματος. Αλλά αν θέλουμε να σχετίσουμε τις διανοητικές διεργασίες με την κβαντική θεωρία, η ομοιότητα αυτή θα πρέπει να επεκταθεί. Ο απλούστερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να επεκταθεί η αναλογία ανάμεσα στις πνευματικές και στις κβαντικές διεργασίες, θεωρώντας ότι οι τελευταίες θα μπορούσαν επίσης να επεκταθούν σε απεριόριστα μεγαλύτερης λεπτότητας επίπεδα.

Για αυτόν το σκοπό, μπορούμε να ξεκινήσουμε υποθέτοντας, για παράδειγμα, ότι το κβαντικό δυναμικό συνιστά ενεργή πληροφορία που μπορεί να δώσει μορφή στην κίνηση των σωματιδίων, έτσι ώστε θα υπάρχει ένα υπερ- κβαντικό δυναμικό που να μπορεί να δώσει μορφή στο ξεδίπλωμα και στην ανάπτυξη του κβαντικού δυναμικού πρώτης τάξης. Αυτό το τελευταίο δεν θα ικανοποιεί πλέον τους νόμους της τρέχουσας κβαντικής θεωρίας, η οποία τότε θα αποτελεί μια προσέγγιση, που θα ισχύει μόνο όταν η δράση του υπερ- κβαντικού δυναμικού αγνοηθεί. 

Φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να σταματήσουμε εδώ. Μπορούμε να προχωρήσουμε και να υποθέσουμε μια σειρά από τάξεις υπερ-κβαντικών δυναμικών, με την κάθε τάξη να συνιστά πληροφορία που δίνει μορφή στην δραστηριότητα της επόμενης κατώτερης τάξης (η οποία είναι λιγότερο λεπτή). Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια διαδικασία όμοια με εκείνη στην οποία καταλήξαμε θεωρώντας τη σχέση των διαφόρων επιπέδων λεπτής υφής στη σκέψη. 

Κάποιος στη συνέχεια μπορεί να σκεφτεί ποια είναι η σχέση των δύο αυτών διαδικασιών. Η απάντηση που θα ήθελα να προτείνω εδώ είναι ότι δεν υπάρχουν δύο διαδικασίες. Μάλλον, θα έλεγα ότι και οι δύο είναι ουσιαστικά οι ίδιες. Δηλαδή, αυτό που συνειδητοποιούμε ως πνεύμα, κατά την κίνησή του μέσα από τα διάφορα επίπεδα λεπτής υφής, θα θέσει τελικά σε κίνηση το υλικό σώμα με φυσικό τρόπο, φθάνοντας στο επίπεδο του κβαντικού δυναμικού και του 'χορού' των σωματιδίων. Δεν υπάρχει κανένα αγεφύρωτο χάσμα ή φράγμα ανάμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα. Αντίθετα, σε κάθε στάδιο κάποιο είδος πληροφορίας είναι η γέφυρα. Αυτό σημαίνει, ότι το κβαντικό δυναμικό, καθώς δρα, για παράδειγμα, στα ατομικά σωματίδια, αντιπροσωπεύει μόνο ένα στάδιο της όλης διαδικασίας.

Το περιεχόμενο της ατομικής μας συνείδησης είναι τότε κάποιο μέρος από αυτήν τη διαδικασία. Συνάγεται έτσι ότι κατά κάποια έννοια μια στοιχειώδης 'πνευματοειδής' ή νοήμονη ιδιότητα βρίσκεται παρούσα ακόμη και στο επίπεδο της σωματιδιακής φυσικής, και ότι, καθώς προχωράμε σε επίπεδα λεπτότερης υφής, αυτή η νοήμονη ιδιότητα γίνεται ισχυρότερη και πιο αναπτυγμένη. Κάθε είδος και επίπεδο του πνεύματος μπορεί να διαθέτει μια σχετική αυτονομία και σταθερότητα. Έτσι μπορούμε να περιγράψουμε την απαραίτητη λειτουργία της σχέσης όλων αυτών ως συμμετοχή , υπενθυμίζοντας ότι η λέξη αυτή έχει δύο βασικές σημασίες (participation στα αγγλικά), να αποτελεί κάτι μέρος ενός συνόλου (to partake of), και να συμμετέχει σε κάτι (to take part in) . Μέσω της αναδίπλωσης, κάθε σχετικά αυτόνομο είδος και επίπεδο του πνεύματος σε κάποιο βαθμό αποτελεί μέρος του συνόλου και ταυτόχρονα συμμετέχει σε αυτό. Μέσω αυτής της συμμετοχής, αποτελεί μέρος όλων των υπόλοιπων συνόλων κατά τη συλλογή πληροφορίας.  Και μέσω της δραστηριότητας αυτής της πληροφορίας, παρομοίως συμμετέχει στο σύνολο και σε κάθε τμήμα. Μέσα από αυτό το είδος δραστηριότητας, το περιεχόμενο των πιο λεπτών και ελλοχευόντων επιπέδων ξεδιπλώνεται (π.χ. όπως η κίνηση ενός σωματιδίου ξετυλίγει το νόημα της πληροφορίας που βρίσκεται ελλοχεύουσα στο κβαντικό πεδίο, και όπως η κινήσεις του σώματος ξεδιπλώνει αυτό που βρίσκεται στα λεπτότερα επίπεδα της σκέψης, των συναισθημάτων, κλπ).

Για τον άνθρωπο, όλη αυτή η θεώρηση συνεπάγεται μια εκ θεμελίων ολότητα, στην οποία οι διανοητικές και φυσικές πλευρές συμμετέχουν πολύ στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ομοίως, το πνεύμα, το συναίσθημα, και η όλη φυσική κατάσταση του σώματος βρίσκονται σε μια παρόμοια ροή καθολικής συμμετοχής. Επομένως, δεν υπάρχει καμία πραγματική διαίρεση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, ή ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα. Ο κοινότυπος όρος 'ψυχοσωματικό' με αυτήν την έννοια αντιμετωπίζεται ως παραπλανητικός, καθώς υπονοεί την Καρτεσιανή άποψη δυο ξεχωριστών ουσιών οι οποίες βρίσκονται σε κάποιο είδος αλληλεπίδρασης (αν όχι με τη διαμεσολάβηση του Θεού, τότε ίσως με κάποιον άλλον τρόπο).

Επεκτείνοντας αυτήν την άποψη, βλέπουμε ότι κάθε ανθρώπινο ον συμμετέχει παρομοίως με έναν αδιαχώριστο τρόπο στην κοινωνία του και στις διαδικασίες του πλανήτη στο σύνολό του. Αυτό που μπορούμε να προτείνουμε ακόμη, είναι ότι μια τέτοια συμμετοχή μπορεί να επεκταθεί στο ευρύτερο συλλογικό πνεύμα, και ίσως τελικά σε κάποιον μεγαλύτερο συμπαντικό νου, ο οποίος εξορισμού να εκτείνεται απεριόριστα πέρα από το σύνολο της πνευματικής κατάστασης του ανθρώπου. (Αυτό μπορεί να συγκριθεί με ορισμένες απόψεις του Jung (1981)).


Σχ. 5. Οι μαγνητικοί πόλοι σαν μια αφαίρεση από την ολότητα ενός μαγνητικού πεδίου 

Τέλος, μπορεί να αναρωτηθούμε πώς μπορούμε να κατανοήσουμε αυτήν τη θεωρία αν τα επίπεδα λεπτής υφής επεκτείνονται στο άπειρο. Μήπως η κατανόησή μας αναδράμει διαρκώς καθώς προσπαθούμε να το πετύχουμε αυτό; Προτείνω ότι η εμφάνιση μιας τέτοιας αναδρομής είναι στην ουσία ένα χαρακτηριστικό της γλώσσας μας, η οποία τείνει να δίνει υπερβολική έμφαση στην αναλυτική πλευρά των διεργασιών της σκέψης μας.

Για να εξηγήσουμε αυτό που εννοούμε εδώ, μπορούμε να θεωρήσουμε την αναλογία των πόλων του μαγνήτη, καθώς πρόκειται επίσης για ένα χαρακτηριστικό της γλωσσικής και διανοητικής ανάλυσης, χωρίς αυτοί οι πόλοι να έχουν κάποια ανεξάρτητη ύπαρξη έξω από αυτήν την ανάλυση. Όπως φαίνεται στο Σχ.5, σε κάθε μέρος του μαγνήτη υπάρχει ένα δυνητικό αλληλεπικαλυπτόμενο ζεύγος βόρειου και νότιου πόλου. Αλλά αυτοί οι μαγνητικοί πόλοι είναι στην πράξη αφαιρέσεις, οι οποίες έχουν εισαχθεί για την ευκολία της σκέψης σχετικά με τη διαδικασία, ενώ η όλη αυτή διαδικασία αποτελεί μια βαθύτερη πραγματικότητα- ένα αδιαίρετο μαγνητικό πεδίο το οποίο απλώνεται σε ολόκληρον το χώρο.

Παρόμοια, χάρη της συζήτησης, μπορούμε να ανασύρουμε ένα οποιοδήποτε επίπεδο λεπτής υφής μέσα από την αδιαίρετη ολότητα της πραγματικότητας και να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτό. Σε κάθε τέτοιο επίπεδο, θα υπάρχουν ένας 'πνευματικός πόλος' και ένας 'φυσικός πόλος.' Έτσι, όπως έχουμε προτείνει, ακόμα και ένα ηλεκτρόνιο έχει έναν υποτυπώδη πνευματικό πόλο, ο οποίος αναπαρίσταται μαθηματικά από το κβαντικό δυναμικό. Αντιστρόφως, όπως είδαμε, ακόμα και οι λεπτές διανοητικές διεργασίες έχουν έναν φυσικό πόλο. Αλλά η βαθύτερη πραγματικότητα είναι κάτι που βρίσκεται πέρα από την ύλη και από το πνεύμα, που από κοινού αποτελούν μόνο εκφράσεις οι οποίες χρησιμεύουν ως όροι στην ανάλυση. Μπορούν, βέβαια, να συμβάλουν στην κατανόησή μας σχετικά με το τι συμβαίνει, αλλά με καμία έννοια δεν αποτελούν ξεχωριστές ουσίες σε αλληλεπίδραση. Ούτε πρέπει να ανάγουμε τον έναν πόλο σε απλή λειτουργία ή χαρακτηριστικό του άλλου (π.χ. όπως γίνεται στον υλισμό και στον ιδεαλισμό). Ωστόσο, το βασικό σημείο είναι ότι πριν από την έλευση της κβαντικής θεωρίας, η γνώση μας για την ύλη, όπως αυτή η γνώση  αποκτήθηκε από τη μελέτη της φυσικής, θα μας οδηγούσε στο να αρνηθούμε ότι θα μπορούσε να έχει έναν πνευματικό πόλο, γεγονός το οποίο θα μας εμπόδιζε να συμμετάσχουμε με τη σκέψη μας στη σχέση που περιγράφτηκε εδώ. Μπορούμε τώρα να πούμε ότι αυτή η γνώση της ύλης (καθώς επίσης και του πνεύματος) έχει αλλάξει με τέτοιον τρόπο ώστε να υποστηρίζει την προσέγγιση που αναπτύχθηκε εδώ. Το να ακολουθήσουμε περαιτέρω αυτήν την προσέγγιση, ίσως να μας επιτρέψει να επεκτείνουμε τη γνώση μας και για τους δύο πόλους σε νέες περιοχές.

Για τη Ζωή μετά το Θάνατο*

$
0
0
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΩ να πω σχετικά με το μετέπειτα, και για τη ζωή μετά το θάνατο, αποτελείται εξ ολοκλήρου από μνήμες, εικόνες τις οποίες έχω ζήσει, και σκέψεις που με έχουν προβληματίσει. Αυτές οι αναμνήσεις επίσης υπογραμμίζουν τα έργα μου· γιατί αυτά ουσιαστικά δεν είναι τίποτε παρά επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ το «εδώ» και του «ύστερα.» Ωστόσο δεν έχω ποτέ γράψει ρητά για μια ζωή μετά το θάνατο· γιατί τότε θα έπρεπε να τεκμηριώσω τις ιδέες μου, αλλά δεν έχω κανέναν τρόπο να το κάνω αυτό. Έχοντας αυτό υπόψη, θα ήθελα να εκθέσω τις ιδέες μου τώρα. 

Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο από το να λέω ιστορίες, «μυθολογήματα.» Ίσως κάποιος πρέπει να βρεθεί κοντά στο θάνατο για να αποκτήσει την απαραίτητη ελευθερία να μιλήσει για αυτό. Δεν είναι ότι θα ευχόμουν να είχαμε μια ζωή μετά το θάνατο. Στην πραγματικότητα, θα προτιμούσα να μην ενθαρρύνω τέτοιες ιδέες. Εντούτοις, πρέπει να δηλώσω, για χάρη της πραγματικότητας, ότι ανεξάρτητα από τις ευχές μου και την προσωπική μου θέληση σκέψεις τέτοιου είδους τριγυρίζουν μέσα μου. Δεν μπορώ να πω αν αυτές οι σκέψεις είναι αληθείς ή ψευδείς, αλλά ξέρω ότι είναι εκεί, και μπορούν να εκφραστούν, αν δεν τις απωθήσω ως προκαταλήψεις. Η προκατάληψη έρπει και παραλύει ολόκληρο το φαινόμενο της ψυχικής ζωής. Και γνωρίζω πολύ λίγο σχετικά με την ψυχική ζωή για να νιώσω ότι μπορώ να τη δράξω χάρη σε μια ανώτερη γνώση. 

Ο κριτικός ορθολογισμός έχει προφανώς εξαλείψει, μαζί με τόσες άλλες μυθικές αντιλήψεις, την ιδέα της μετά θάνατο ζωής. Αυτό συμβαίνει βασικά επειδή στις μέρες μας οι περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονται σχεδόν αποκλειστικά με τη συνείδησή τους, και φαντάζονται ότι οι ίδιοι είναι μόνο αυτό που ξέρουν για τον εαυτό τους. Όμως οποιοσδήποτε με μια έστω ελλιπή γνώση της ψυχολογίας μπορεί να δει πόσο περιορισμένη είναι αυτή η γνώση. Ο ορθολογισμός και ο δογματισμός είναι οι αρρώστιες της εποχής μας· μας εμπόδισαν να έχουμε πλήρεις απαντήσεις. Αλλά πολλά ακόμη έχουν να ανακαλυφθούν, και τα οποία η παρούσα περιορισμένη γνώση μας τα έκρινε ως αδύνατα. 

Οι έννοιές μας σχετικά με το χώρο και το χρόνο έχουν μόνο προσεγγιστική ισχύ, και ως εκ τούτου υπάρχει ένα ευρύ πεδίο για μικρές και μεγάλες αποκλίσεις. Ενόψει όλων αυτών, προσπαθώ να αφουγκραστώ τους παράξενους μύθους της ψυχής, και να ρίξω μια προσεκτική ματιά στις ποικίλες εκδηλώσεις τους που μου παρουσιάζονται, ανεξάρτητα από το αν εναρμονίζονται ή όχι με τις προσωπικές μου υποθέσεις. 

Δυστυχώς, στη μυθική πλευρά του ανθρώπου δίνεται μικρή σημασία σήμερα. Δεν μπορεί ο άνθρωπος πλέον να δημιουργήσει μυθολογήματα. Ως αποτέλεσμα, πολλά πράγματα μας διαφεύγουν· γιατί είναι εξίσου σημαντικό και χρήσιμο να μιλάμε για τα ακατανόητα πράγματα. Τέτοιες συζητήσεις είναι σαν να λέμε μια καλή ιστορία φαντασμάτων, καθώς καθόμαστε στο τζάκι και καπνίζουμε την πίπα μας. 

Αυτό που οι μύθοι ή οι ιστορίες για μια ζωή μετά θάνατο σημαίνουν, ή τι είδους πραγματικότητα κρύβεται πίσω τους, σίγουρα δεν το γνωρίζουμε. Δεν μπορούμε να πούμε αν διαθέτουν κάποια εγκυρότητα πέρα από την αναμφισβήτητη αξία τους ως ανθρωπομορφικές προβολές. Αντίθετα, πρέπει να κρατήσουμε καθαρά κατά νου ότι δεν υπάρχει κανένας δυνατός τρόπος για να πετύχουμε τη βεβαιότητα σχετικά με πράγματα που ξεπερνούν την κατανόησή μας. 

Δεν μπορούμε να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο που κυβερνάται από αρκετά διαφορετικούς νόμους, επειδή ζούμε σε έναν συγκεκριμένο κόσμο ο οποίος έχει διαμορφώσει το μυαλό μας και τις βασικές ψυχικές μας συνθήκες. Είμαστε αυστηρά περιορισμένοι από την έμφυτη δομή μας, και ως εκ τούτου δεμένοι με ολόκληρη την ύπαρξη και σκέψη μας με αυτόν τον κόσμο. Ο μυθικός άνθρωπος απαιτεί οπωσδήποτε μια «υπέρβαση» την οποία ο επιστήμονας άνθρωπος δεν επιτρέπει. Για τη διάνοια όλα μου τα μυθολογήματα είναι άσκοπες εικασίες. Για τα συναισθήματα, ωστόσο, είναι μια θεραπευτική και έγκυρη δραστηριότητα· δίνει στην ύπαρξη μια γοητεία που δεν θα θέλαμε να κάνουμε χωρίς. Αλλά ούτε υπάρχει κάποιος λόγος να το κάνουμε. 

Η παραψυχολογία θεωρεί ως επιστημονικά έγκυρη απόδειξη της μετά θάνατο ζωής ότι οι νεκροί εμφανίζονται είτε ως φαντάσματα ή διαμέσου ενός μέντιουμ που αποκαθιστά την επικοινωνία. Αλλά παρότι υπάρχουν τέτοιες καλά τεκμηριωμένες περιπτώσεις, παραμένει το ερώτημα αν το φάντασμα ή η φωνή ταυτίζεται με το νεκρό πρόσωπο ή αν πρόκειται για μια ψυχική προβολή, και αν τα πράγματα που ειπώθηκαν προέρχονται πραγματικά από το θανόντα ή από κάποια γνώση που βρίσκεται στο ασυνείδητο. 

Αφήνοντας κατά μέρος τα λογικά επιχειρήματα ενάντια σε κάθε βεβαιότητα σχετικά με αυτά τα ζητήματα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους περισσότερους από εμάς έχει μεγάλη σημασία να υποθέσουμε ότι η ζωή μας θα έχει μια άπειρη συνέχεια πέρα από την τωρινή μας ύπαρξη. Μας βοηθά να ζήσουμε με περισσότερο νόημα, νιώθουμε καλύτερα, και έχουμε μεγαλύτερη εσωτερική ηρεμία. Τι είναι λοιπόν μια ζωή μπροστά στην αιωνιότητα; 

Φυσικά, μια τέτοια δικαιολογία δεν ισχύει για όλους. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν λαχταρούν την αθανασία, και που ανατριχιάζουν στη σκέψη να κάθονται πάνω σε ένα σύννεφο παίζοντας άρπα για δέκα χιλιάδες χρόνια! Επίσης υπάρχουν αρκετοί που έχουν τόσο πληγωθεί από την ζωή, ή που αισθάνονται τέτοια αηδία για την ύπαρξή τους, ώστε να προτιμούν σαφώς την παύση της ζωής από τη μετά θάνατο συνέχισή της. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις το ερώτημα της αθανασίας είναι τόσο επείγον, τόσο άμεσο, και επίσης τόσο βαθιά ριζωμένο ώστε να χρειάζεται να καταβάλουμε κάποια προσπάθεια για να διαμορφώσουμε κάποια άποψη σχετικά με αυτό. Εντάξει, αλλά πώς; 

Η υπόθεσή μου είναι ότι μπορούμε να το πετύχουμε αυτό με τη βοήθεια νύξεων που στέλνονται σε μας από το ασυνείδητο στα όνειρα, για παράδειγμα. Συνήθως απορρίπτουμε αυτές τις ενδείξεις, διότι είμαστε πεπεισμένοι ότι πρόκειται για ένα ερώτημα χωρίς απάντηση. Σε απάντηση αυτού του εύλογου σκεπτικισμού, προτείνω τις ακόλουθες σκέψεις. Αν υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, πρέπει αναγκαστικά να το απορρίψουμε ως πνευματικό πρόβλημα. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζω για ποιο λόγο το σύμπαν υπάρχει, και ποτέ δεν θα το μάθω. 

Επομένως πρέπει να απορρίψω αυτό το ερώτημα σαν επιστημονικό ή πνευματικό πρόβλημα. Αλλά αν μια ιδέα του προβλήματος μου παρουσιαστεί στα όνειρα ή στις μυθολογικές παραδόσεις οφείλω να την υπογραμμίσω. Οφείλω ακόμα να οικοδομήσω μια έννοια με βάση αυτές τις ενδείξεις, παρότι θα παραμείνει για πάντα μια υπόθεση η οποία δεν μπορεί να αποδειχθεί. 

Ένας άνθρωπος πρέπει να είναι σε θέση να πει ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να σχηματίσει μια αντίληψη της ζωής μετά θάνατο, ή για να δημιουργήσει κάποια εικόνα της- ακόμα κι αν πρέπει να ομολογήσει την αποτυχία του. Αν δεν το κάνει αυτό, είναι μια ζωτικής σημασίας απώλεια. Γιατί το ερώτημα που του τίθεται έχει να κάνει με την πανάρχαια κληρονομιά της ανθρωπότητας: ένα αρχέτυπο, πλούσιο σε μυστική ζωή, το οποίο επιδιώκει να προστεθεί στην προσωπική μας ζωή προκειμένου να την ολοκληρώσει. Η λογική μας θέτει πολύ στενά όρια, και μας κάνει να δεχτούμε μόνο ό,τι γνωρίζουμε και αυτό επίσης κάτω από περιορισμούς, και να ζούμε μέσα σε ένα οικείο πλαίσιο, σαν να ήμασταν σίγουροι για το πόσο μακριά η ζωή μπορεί να εκτείνεται στην πραγματικότητα. Όμως, κάθε μέρα ζούμε πολύ πέρα από τα όρια της συνείδησης μας· χωρίς την προσωπική μας γνώση, η ζωή του ασυνείδητου συνεχίζει να διαδραματίζεται μέσα μας. Όσο περισσότερο κυριαρχεί η κριτική σκέψη, τόσο πιο φτωχή η ζωή μας γίνεται· αλλά όσο μεγαλύτερο μέρος από το ασυνείδητο και από το μύθο είμαστε σε θέση να κάνουμε συνειδητό, τόσο περισσότερη ζωή ενσωματώνουμε. Ο υπερτιμημένος λόγος έχει αυτό το κοινό χαρακτηριστικό με τα απολυταρχικά καθεστώτα: το άτομο υποβαθμίζεται. 

Το ασυνείδητο μας βοηθά επικοινωνώντας μας πράγματα, ή προσφέροντας εικονιστικές νύξεις. Έχει και άλλους τρόπους, επίσης, να μας ενημερώνει για πράγματα που από λογική σκοπιά δεν θα μπορούσαμε να μάθουμε. Αναλογιστείτε τα συγχρονιστικά φαινόμενα, τα προαισθήματα, και τα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα. 

Θυμάμαι μία φορά κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν επέστρεφα σπίτι από το Bollingen. Είχα ένα βιβλίο μαζί μου, το οποίο όμως δεν είχα καταφέρει να διαβάσω, γιατί τη στιγμή που το τρένο είχε αρχίσει να κινείται ήμουν κυριευμένος από την εικόνα κάποιου που πνιγόταν. Αυτή ήταν η ανάμνηση ενός ατυχήματος που είχε συμβεί ενώ έκανα τη στρατιωτική μου θητεία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού δεν μπορούσα να απαλλαγώ από εκείνη την εικόνα. Μου φάνηκε παράξενο, και σκέφτηκα, «Τι συνέβη; Μήπως είχε συμβεί κάποιο ατύχημα;» 

Κατέβηκα στο Erlenbach και περπάτησα μέχρι το σπίτι, ακόμα προβληματισμένος από εκείνη την ανάμνηση. Τα παιδιά της δεύτερης κόρης μου βρίσκονταν στον κήπο. Η οικογένειά της ζούσε μαζί μας, έχοντας επιστρέψει στην Ελβετία από το Παρίσι, λόγω του πολέμου. Τα παιδιά κοιτούσαν μάλλον αναστατωμένα, και όταν ρώτησα, «Τι συμβαίνει;» μου είπαν ότι ο Adrian, το μικρότερο από τα παιδιά, είχε πέσει στο νερό της λίμνης. Είναι αρκετά βαθιά εκεί που έπεσε, και παραλίγο να πνιγεί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του τον είχε σώσει. Αυτό είχε συμβεί ακριβώς την στιγμή που ήμουν κυριευμένος από εκείνη την ανάμνηση στο τρένο. Το ασυνείδητο μου είχε δώσει μια νύξη. Γιατί λοιπόν να μην μπορεί να με ενημερώσει και για άλλα πράγματα επίσης; 

Είχα μια κάπως παρόμοια εμπειρία πριν από ένα θάνατο στην οικογένεια της συζύγου μου. Ονειρεύτηκα ότι το κρεβάτι της συζύγου μου ήταν σε έναν βαθύ λάκκο με πέτρινους τοίχους. Ήταν ένας τάφος, και κατά κάποιον τρόπο έμοιαζε να είναι της κλασικής αρχαιότητας. Τότε άκουσα έναν βαθύ αναστεναγμό, σαν να προερχόταν από ένα φάντασμα. Μια φιγούρα που έμοιαζε με την γυναίκα μου ανασηκώθηκε στο λάκκο και αιωρήθηκε προς τα πάνω. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα στο οποίο περίεργα μαύρα σύμβολα ήταν υφασμένα. Ξύπνησα, σήκωσα τη γυναίκα μου, και κοίταξα την ώρα. Ήταν τρεις η ώρα το πρωί. Το όνειρο ήταν τόσο περίεργο που σκέφτηκα αμέσως ότι θα μπορούσε να σημαίνει κάποιον θάνατο. Στις επτά η ώρα το πρωί ήρθε η είδηση ότι είχε πεθάνει μια ξαδέλφη της συζύγου μου στις τρεις η ώρα το πρωί. 

Συχνά η προαίσθηση υπάρχει αλλά δεν αναγνωρίζεται. Έτσι κάποτε είχα ένα άλλο όνειρο στο οποίο βρισκόμουν σε ένα πάρτι. Είδα την αδελφή μου εκεί, και αυτό με εξέπληξε σε μεγάλο βαθμό, γιατί είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν. Ένας νεκρός φίλος μου ήταν επίσης παρών. Οι υπόλοιποι ήταν άνθρωποι ακόμα ζωντανοί. Είδα την αδελφή μου να συνοδεύεται από μια κυρία που γνώριζα πολύ καλά. Ακόμη και στο όνειρο είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κυρία επρόκειτο να πεθάνει. «Έχει ήδη καταχωρηθεί,» σκέφτηκα. Στο όνειρο ήξερα με βεβαιότητα ποια ήταν. Ήξερα επίσης ότι ζούσε στo Basel. Αλλά μόλις ξύπνησα δεν μπορούσα πλέον, όσο κι αν προσπάθησα, να θυμηθώ ποια ήταν, παρότι όλο το όνειρο ήταν ακόμα νωπό στο μυαλό μου. Μνημόνευσα όλους τους γνωστούς μου στο Basel μήπως και θυμηθώ. Τίποτα! 

Λίγες εβδομάδες αργότερα έλαβα τα νέα ότι ένας φίλος μου είχε ένα θανατηφόρο ατύχημα. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν το πρόσωπο που είχα δει στο όνειρο, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Η ανάκλησή μου για εκείνη ήταν απόλυτα σαφής και πολύ λεπτομερής, δεδομένου ότι ήταν ασθενής μου για αρκετό καιρό, μέχρι έναν χρόνο πριν από το θάνατό της. Στην προσπάθειά μου να θυμηθώ το πρόσωπο στο όνειρό μου, ωστόσο, η μορφή της δεν συμπεριλαμβανόταν στα πρόσωπα που γνωρίζω από το Basel, παρότι κανονικά θα έπρεπε να εμφανιστεί από τα πρώτα. 

Όταν κάποιος έχει τέτοιες εμπειρίες, και σκοπεύω να αναφέρω και άλλες, αποκτά ένα κάποιο σεβασμό για τις δυνατότητες και τα τεχνάσματα του ασυνείδητου. Μόνο που θα πρέπει να παραμείνει κριτικός και να έχει υπόψη του ότι τέτοιες επικοινωνίες μπορεί να έχουν εξίσου μια υποκειμενική σημασία. Μπορεί να βρίσκονται σε συμφωνία με την πραγματικότητα, και πάλι να μην είναι. Έχω μάθει, ωστόσο, ότι οι απόψεις που είχα τη δυνατότητα να σχηματίσω με βάση τέτοιες ενδείξεις από το ασυνείδητο ήταν εξαιρετικά κερδοφόρες. Φυσικά, δεν πρόκειται να κάτσω να γράψω κάποιο βιβλίο αποκάλυψης σχετικά με αυτές, αλλά μπορώ να αναγνωρίσω ότι κατέχω έναν «μύθο» που με ενθαρρύνει να εξετάσω βαθύτερα ολόκληρη αυτήν τη σφαίρα. Οι μύθοι αποτελούν την παλαιότερη μορφή της επιστήμης. Όταν μιλάω για πράγματα μετά το θάνατο, μιλώ από εσωτερική παρόρμηση, και μπορώ να επεκταθώ πέρα από όνειρα και μύθους που σχετίζονται με αυτό το θέμα. 

Φυσικά, κάποιος μπορεί να θεωρήσει εξαρχής ότι οι μύθοι και τα όνειρα που έχουν να κάνουν με τη συνέχεια της ζωής μετά θάνατο είναι απλά εξισορροπητικές έμφυτες φαντασιώσεις. Η ζωή σε κάθε της εκδήλωση αναζητά την αιωνιότητα. Το μόνο επιχείρημα που μπορώ να προβάλλω για αυτό είναι ο μύθος ο ίδιος. 

Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ψυχής δεν υπόκειται στους νόμους του χώρου και του χρόνου. Επιστημονική απόδειξη για αυτό έχει παρασχεθεί από τα γνωστά πειράματα του J. B. Rhine. Μαζί με πολυάριθμες περιπτώσεις αυθόρμητης πρόγνωσης, μη-χωρικής αντίληψης, και ούτω καθεξής, για τις οποίες έχω δώσει πολλά παραδείγματα από τη δική μου ζωή- αυτά τα πειράματα αποδεικνύουν ότι η ψυχή λειτουργεί μερικές φορές έξω από το χωρο-χρονικό νόμο της αιτιότητας. Αυτό δείχνει ότι οι αντιλήψεις μας για το χώρο και το χρόνο, και επομένως για την αιτιότητα, είναι ελλιπείς. Μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου θα απαιτούσε την προσθήκη μιας ακόμα διάστασης· μόνο τότε θα μπορούσε το σύνολο των φαινομένων να έχει μια ενιαία εξήγηση. 

Ως εκ τούτου είναι οι ορθολογιστές που μέχρι σήμερα επιμένουν ότι οι παραψυχολογικές εμπειρίες δεν υπάρχουν πραγματικά· γιατί η κοσμοθεωρία τους μένει εκτεθειμένη απέναντι σε αυτό το ερώτημα. Αν τέτοια φαινόμενα συμβαίνουν έστω και σπάνια, η ορθολογιστική εικόνα του σύμπαντος δεν είναι έγκυρη, επειδή γίνεται ελλιπής. Τότε η δυνατότητα μιας άλλης αξιολογίσιμης πραγματικότητας πίσω από τον φαινομενικό κόσμο καθίσταται ένα αναπόφευκτο πρόβλημα, και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι ο κόσμος μας, με το χρόνο, το χώρο, και την αιτιότητά του σχετίζεται με μια άλλη τάξη πραγμάτων που βρίσκονται πίσω ή πέρα από αυτόν, και όπου ούτε το «εδώ και τώρα» ούτε το «πριν και μετά» έχουν νόημα. Είμαι πεπεισμένος ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ψυχικής μας ύπαρξης χαρακτηρίζεται από μια σχετικότητα του χώρου και του χρόνου. Αυτή η σχετικότητα φαίνεται να επεκτείνεται, ανάλογα με την απόσταση από τη συνείδηση, σε μια απόλυτη συνθήκη άχωρη και άχρονη. 

Όχι μόνο τα δικά μου όνειρα, αλλά περιστασιακά και τα όνειρα άλλων, βοήθησαν στη διαμόρφωση, αναθεώρηση, ή επιβεβαίωση των απόψεών μου για μια ζωή μετά θάνατο. Αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε ένα όνειρο που μια μαθήτριά μου, μια γυναίκα εξήντα χρονών, είδε περίπου δύο μήνες πριν από το θάνατό της. Είχε περάσει στο μετέπειτα. Βρισκόταν σε ένα μάθημα, και διάφορες εκλιπούσες φίλες της κάθονταν στα μπροστινά θρανία. Μια ατμόσφαιρα γενικής προσδοκίας επικρατούσε. Κοίταξε τριγύρω για να βρει έναν καθηγητή, αλλά δεν έβρισκε κανέναν. Τότε της έγινε σαφές ότι εκείνη η ίδια ήταν η καθηγήτρια, γιατί αμέσως μετά το θάνατο οι άνθρωποι πρέπει να δώσουν λογαριασμό για τη συνολική εμπειρία της ζωής τους. Οι νεκροί θεωρείται ότι δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εμπειρίες της ζωής που φέρνουν μαζί τους όσοι έχουν πρόσφατα πεθάνει, σαν οι πράξεις και οι εμπειρίες που λαμβάνουν χώρα στην επίγεια ζωή να είναι οι πιο σημαντικές. 

Σε κάθε περίπτωση, το όνειρο περιγράφει ένα πολύ ασυνήθιστο ακροατήριο, παρόμοιο του οποίου δεν θα μπορούσε να βρεθεί στη γη: άνθρωποι που επιθυμούσαν διακαώς να μάθουν την ύστατη ψυχολογική κατάσταση μιας ανθρώπινης ζωής, η οποία από καμία άποψη δεν ήταν ξεχωριστή, όχι τουλάχιστον από τα συμπεράσματα που ο τρόπος σκέψης μας θα μπορούσε να αντλήσει. Αν, ωστόσο, το «ακροατήριο» υπήρχε σε μια κατάσταση άχρονης σχετικότητας, όπου έννοιες όπως «τέλος,» «συμβάν» και «εξέλιξη» γίνονται ασαφείς, μπορεί να ενδιαφέρονταν ακριβώς για αυτό που τους έλλειπε στη δική τους κατάσταση. 

Κατά την περίοδο του ονείρου, η κυρία φοβόταν το θάνατο και έκανε ό,τι μπορούσε για να αποκρούσει οποιεσδήποτε σκέψεις για αυτό. Ωστόσο, ο θάνατος είναι ένα σημαντικό ζήτημα, ειδικά για ένα πρόσωπο ηλικιωμένο. Μια κατηγορηματική ερώτηση του τίθεται, στην οποία έχει την υποχρέωση να απαντήσει. Για αυτόν το σκοπό χρειάζεται να διαθέτει έναν μύθο για το θάνατο, γιατί η λογική δεν του δείχνει τίποτα, εκτός από το σκοτεινό βάραθρο στο οποίο κατεβαίνει. Ο μύθος, όμως, μπορεί να πλάσει άλλες, χρήσιμες και αποκαλυπτικές εικόνες για αυτόν από τη γη των νεκρών. Αν τους πιστεύει, ή τους αντιμετωπίζει με κάποιο βαθμό εγκυρότητας, τότε έχει εξίσου δίκιο ή άδικο με κάποιον που δεν πιστεύει. Αλλά ενώ ο απελπισμένος άνθρωπος βαδίζει προς την ανυπαρξία, εκείνος ο οποίος έχει στηρίξει την πίστη του στο αρχέτυπο ακολουθεί τα βήματα της ζωής και προχωρά κατευθείαν προς το θάνατό του. Και οι δύο, βεβαίως, παραμένουν σε αβεβαιότητα, αλλά ο ένας ζει ενάντια στα ένστικτά του, ενώ ο άλλος μαζί τους. 

Οι εικόνες από το ασυνείδητο παραμένουν επίσης ανενημέρωτες, και χρειάζονται τον άνθρωπο, ή την επαφή με τη συνείδηση, προκειμένου να αποκτηθεί η γνώση τους. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω με το ασυνείδητο, απασχολήθηκα πολύ με τις μορφές του Ηλία (Elijah) και της κόρης του Σαλώμης. Ύστερα ατόνισαν, αλλά μετά από περίπου δύο χρόνια επανήρθαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη, παρέμειναν εντελώς αμετάβλητες· μιλούσαν και συμπεριφέρονταν σαν μην είχε συμβεί τίποτα στο μεταξύ. Στην πραγματικότητα τα πιο απίστευτα πράγματα είχαν συμβεί στη ζωή μου. Έπρεπε να ξεκινήσω από την αρχή να τους εξηγώ πράγματα. Εκείνη την στιγμή μου είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη αυτή η κατάσταση. Μόνο αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί: στο μεταξύ διάστημα είχαν και οι δύο μορφές βυθιστεί πίσω στο ασυνείδητο και στους εαυτούς τους. Θα μπορούσα εξίσου να πω, μέσα στην αχρονικότητα. Παρέμειναν εκτός επαφής με το εγώ και με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του, και ως εκ τούτου είχαν άγνοια του τι είχε συμβεί στον κόσμο της συνείδησης. 

Από αρκετά νωρίς είχα μάθει ότι έπρεπε να καθοδηγώ τις μορφές του ασυνείδητου, ή την άλλη ομάδα εικόνων που συχνά μοιάζουν, τα «πνεύματα των νεκρών.» Την πρώτη φορά που το βίωσα αυτό ήταν σε ένα ταξίδι με ποδήλατο στην Ιταλία που έκανα με έναν φίλο το 1911. Στο δρόμο του γυρισμού, ποδηλατήσαμε από την Pavia στην Arona, στο κάτω μέρος της λίμνης Maggiore, και περάσαμε τη νύχτα εκεί. Σκοπεύαμε να συνεχίσουμε κατά μήκος της λίμνης και στη συνέχεια μέσω του Tessin μέχρι το Faido, απ’ όπου θα παίρναμε το τρένο για τη Ζυρίχη. Αλλά στην Arona είχα ένα όνειρο το οποίο αναστάτωσε τα σχέδιά μας. 

Στο όνειρο, βρισκόμουν σε μια συνάθροιση με διακεκριμένα πνεύματα των προηγούμενων αιώνων· το συναίσθημα ήταν παρόμοιο με εκείνο που είχα αργότερα για τους «επιφανείς προγόνους» στο μαύρο, πέτρινο ναό του οράματος που είχα το 1944. Η συνομιλία διεξήχθη στα Λατινικά. Ένας κύριος με μια μακριά, σγουρή περούκα απευθύνθηκε σε μένα προσωπικά και μου έκανε μια πολύ δύσκολη ερώτηση, της οποία δεν μπορούσα να θυμηθώ όταν ξύπνησα. Είχα καταλάβει την ερώτηση, αλλά δεν ήξερα αρκετά Λατινικά για να του απαντήσω. Ένιωσα τόσο βαθιά ταπεινωμένος από αυτό, που το συναίσθημα με ξύπνησε. 

Ακριβώς τη στιγμή που ξύπνησα θυμήθηκα ένα βιβλίο πάνω στο οποίο δούλευα τότε, το «Wandlungen und Symbole der Libido,» και είχα τόσο έντονα συναισθήματα κατωτερότητας σχετικά με την αναπάντητη ερώτηση που μου είχε τεθεί ώστε πήρα αμέσως το τρένο για το σπίτι για να συνεχίσω τη δουλειά μου. Θα μου ήταν αδύνατο να συνεχίσω τον ποδηλατικό γύρο και να χάσω άλλες τρεις μέρες. Έπρεπε να δουλέψω για να βρω την απάντηση. 

Μόνο αρκετά χρόνια αργότερα κατάλαβα το όνειρο και την αντίδρασή μου. Ο κύριος με την περούκα ήταν ένα είδος προγονικού πνεύματος, ή πνεύμα νεκρού, που μου είχε απευθυνθεί χωρίς απόκριση! Ήταν ακόμα πολύ νωρίς, δεν είχα ακόμα φθάσει στο τωρινό επίπεδο, αλλά είχα μια ασαφή αίσθηση ότι δουλεύοντας πάνω στο βιβλίο μου θα ήμουν σε θέση να απαντήσω στην ερώτηση που μου είχε τεθεί. Η ερώτηση είχε γίνει από τους πνευματικούς μου προγόνους, με την ελπίδα και την προσδοκία ότι θα μάθαιναν όσα δεν είχαν προλάβει όσο βρίσκονταν στη γη, δεδομένου ότι η απάντηση έπρεπε να δοθεί στα πλαίσια των αιώνων που ακολούθησαν. Αν η ερώτηση και η απάντηση ήδη υπήρχαν από την αιωνιότητα, καμία προσπάθεια από μέρους μου δεν θα ήταν απαραίτητη, αφού όλα θα είχαν απαντηθεί σε οποιαδήποτε εποχή. Φαίνεται να υπάρχει απεριόριστη γνώση στη φύση, είναι αλήθεια, αλλά μπορεί να γίνει κατανοητή από τη συνείδηση μόνο όταν η στιγμή είναι κατάλληλη για αυτό. Η διαδικασία αυτή είναι ίδια, προφανώς, με αυτό που συμβαίνει στην ατομική ψυχή: ένας άνθρωπος μπορεί να περάσει πολλά χρόνια με μια διαίσθηση, την οποία όμως συνειδητοποιεί μόνο σε μια συγκεκριμένη στιγμή. 

Αργότερα, όταν έγραψα το «Septem Sermones ad Mortuos,» ήταν και πάλι οι νεκροί που μου απηύθυναν κρίσιμα ερωτήματα. Είχαν έρθει, όπως είπαν, «πίσω από την Ιερουσαλήμ, όπου δεν είχαν βρει αυτό που αναζητούσαν.» Αυτό με είχε εκπλήξει σε μεγάλο βαθμό εκείνη τη στιγμή, γιατί σύμφωνα με τις παραδοσιακές απόψεις οι νεκροί είναι οι κάτοχοι μεγάλης γνώσης. Οι άνθρωποι έχουν την πεποίθηση ότι οι νεκροί γνωρίζουν πολύ περισσότερα από ό, τι εμείς, επειδή το Χριστιανικό δόγμα διδάσκει ότι στον άλλο κόσμο θα δούμε την αλήθεια «πρόσωπο με πρόσωπο.» Προφανώς, ωστόσο, οι ψυχές των νεκρών «γνωρίζουν» μόνο όσα γνώριζαν μέχρι τη στιγμή του θανάτου, και τίποτα πέρα από αυτό. Εξού και η προσπάθειά τους να διεισδύσουν στη ζωή για να μοιραστούν τις γνώσεις των ανθρώπων. Συχνά έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται ακριβώς πίσω μας, περιμένοντας να ακούσουν τι απάντηση έχουμε να τους δώσουμε, και τι είναι το πεπρωμένο. Φαίνεται σαν να εξαρτώνται από τους ζωντανούς για να πάρουν απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, δηλαδή, απ’ όσους επέζησαν και υπάρχουν στον κόσμο των μεταβολών: σαν η παντογνωσία, ή μπορούμε να πούμε, η παν-συνείδηση, να μην βρίσκεται στη διάθεσή τους, αλλά μπορεί να ρεύσει μόνο στην ψυχή των ζωντανών, σε μια ψυχή συνδεδεμένη με το σώμα. 

Το μυαλό των ζωντανών εμφανίζεται, ως εκ τούτου, να κατέχει ένα πλεονέκτημα έναντι των νεκρών σε τουλάχιστον ένα σημείο: στην ικανότητα της επίτευξης σαφών και αποφασιστικών γνώσεων. Κατά την άποψή μου, ο τρισδιάστατος κόσμος στο χώρο και στο χρόνο είναι σαν ένα σύστημα συντεταγμένων· Αυτό που βρίσκεται «εδώ» μπορεί να εμφανιστεί «εκεί,» στο άχωρο και άχρονο, ως μια αρχέγονη εικόνα με πολλές πτυχές, ίσως σαν ένα διάχυτο σύννεφο γνώσης γύρω από ένα αρχέτυπο. Ωστόσο ένα σύστημα συντεταγμένων είναι απαραίτητο για να είναι δυνατή οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικά περιεχόμενα. Οποιαδήποτε τέτοια λειτουργία μάς φαίνεται αδιανόητη σε μια κατάσταση διάχυτης παντογνωσίας, ή, ενδεχομένως, για μια συνείδηση άνευ αντικειμένου, με καμία χωρο-χρονική οριοθέτηση. Η γνώση, όπως και η δημιουργία, προϋποθέτει μια αντίθεση, ένα «εδώ» και ένα «εκεί,» ένα «πριν» και ένα «μετά.» 

Αν υπήρχε κάποια συνειδητή εμπειρία μετά το θάνατο, θα έπρεπε, όπως θεωρώ, να περάσει στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης, η οποία σε κάθε εποχή έχει κι ένα μεταβαλλόμενο όριο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι κατά τη διάρκεια της ζωής τους και κατά τη στιγμή του θανάτου αφήνουν πίσω τις δυνατότητές τους, καθώς και την ακόμα πιο σημαντική γνώση, η οποία τους προσφέρθηκε από άλλους ανθρώπους. Για αυτό άλλωστε υπάρχει και η ανάγκη τους να αποκτήσουν στο θάνατο αυτό το μοίρασμα επίγνωσης που απέτυχαν να κερδίσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. 

Έχω καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα μέσα από την παρατήρηση των ονείρων για τους νεκρούς. Κάποτε, ονειρεύτηκα ότι έκανα μια επίσκεψη σε έναν φίλο που είχε πεθάνει περίπου δύο εβδομάδες πριν. Εν ζωή, αυτός ο φίλος δεν είχε ασπασθεί τίποτα, παρά μια συμβατική άποψη του κόσμου, και είχε παραμείνει προσκολλημένος σε αυτήν την απερίσκεπτη τοποθέτηση. Στο όνειρο, το σπίτι ήταν σε ένα λόφο που έμοιαζε με το Tullinger κοντά στο Basil. Οι τοίχοι ενός παλιού κάστρου περιέβαλαν μια πλατεία αποτελούμενη από ένα μικρό εκκλησάκι και μερικά μικρότερα κτίσματα. Αυτό μου θύμισε την πλατεία μπροστά από το κάστρο του Rapperswil. Ήταν φθινόπωρο. Τα φύλλα των μεγάλων δέντρων είχαν γίνει χρυσά, και το όλο σκηνικό είχε μεταμορφωθεί από το απαλό φως του ήλιου. Ο φίλος μου κάθισε σε ένα τραπέζι με την κόρη του, η οποία είχε σπουδάσει ψυχολογία στη Ζυρίχη. Ήξερα ότι του μιλούσε για ψυχολογία. Ήταν τόσο συνεπαρμένος από την αφήγησή της ώστε με χαιρέτησε μόνο με ένα βιαστικό νεύμα του χεριού, σαν να μου έλεγε: «Όχι τώρα.» Ο χαιρετισμός ήταν ταυτόχρονα υπαινιγμός. Το όνειρο μου είχε δείξει ότι εκείνη τη στιγμή, κατά τρόπο που φυσικά παραμένει ακατανόητος για μένα, ο φίλος μου ήταν υποχρεωμένος να κατανοήσει την πραγματικότητα της ψυχικής του ύπαρξης, κάτι που ποτέ δεν κατάφερε κατά τη διάρκεια της ζωής του. 

Είχα άλλη μια εμπειρία της εξέλιξης της ψυχής μετά θάνατο όταν περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατο της γυναίκας μου ξύπνησα ξαφνικά ένα βράδυ και ήξερα ότι βρισκόμουν μαζί της στη Νότια Γαλλία, στην Προβηγκία, και ότι είχα περάσει μια ολόκληρη μέρα μαζί της. Εκεί ασχολιόταν με μελέτες σχετικά με το Άγιο Δισκοπότηρο. Αυτό μου φάνηκε σημαντικό, γιατί είχε πεθάνει πριν να ολοκληρώσει την εργασία της πάνω σε αυτό το θέμα. Η ερμηνεία με βάση το υποκειμενικό επίπεδο ότι η anima μου δεν είχε τελειώσει ακόμα το δικό της έργο δεν είχε να αποδώσει τίποτα ενδιαφέρον· Ξέρω πολύ καλά ότι ακόμα δεν έχω καταλήξει σχετικά με αυτό το όνειρο. Αλλά τη σκέψη ότι η γυναίκα μου συνέχιζε μετά θάνατο να εργάζεται για την περαιτέρω πνευματική της ανάπτυξη τη θεώρησα ιδιαίτερα σημαντική, και τη διατήρησα ως ένα μέτρο διαβεβαίωσης για μένα. 

Ιδέες αυτού του είδους είναι, φυσικά, ανακριβείς, και δίνουν μια λάθος εικόνα, σαν ένα σώμα που προβάλλεται σε ένα επίπεδο ή, αντίθετα, σαν την κατασκευή ενός τεσσάρων διαστάσεων μοντέλου με βάση ένα τρισδιάστατο σώμα. Οι νεκροί θα χρησιμοποιούν τους όρους ενός τρισδιάστατου κόσμου προκειμένου να επικοινωνήσουν με εμάς. Τα μαθηματικά δυσκολεύονται να δημιουργήσουν εκφράσεις για σχέσεις που ξεπερνούν την εμπειρική κατανόηση. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο είναι πολύ σημαντικό για μια πειθαρχημένη φαντασία να κατασκευάσει εικόνες των άυλων πραγμάτων χρησιμοποιώντας λογικές αρχές και βασισμένη σε εμπειρικά δεδομένα, δηλαδή, στις ενδείξεις των ονείρων. Η εφαρμοζόμενη μέθοδος είναι αυτό που έχω ονομάσει «η μέθοδος της αναγκαίας πρότασης.» Αντιπροσωπεύει την αρχή της ενίσχυσης στην ερμηνεία των ονείρων, αλλά πιο εύκολα μπορεί να αποδειχθεί από τις προτάσεις που συνάγονται από απλούς ακέραιους αριθμούς. 

Το Ένα, ως το πρώτο αριθμητικό ψηφίο, είναι η μονάδα. Αλλά είναι επίσης η «Ενότητα,» η «Μοναδικότητα,» η ατομικότητα και η μη διττότητα· όχι απλά ένα αριθμητικό αλλά μια φιλοσοφική έννοια, ένα αρχέτυπο και χαρακτηριστικό του Θεού, η Μονάδα. Είναι σαφώς ενδεδειγμένο η ανθρώπινη διάνοια να κάνει τέτοιες δηλώσεις· αλλά την ίδια στιγμή η διάνοια προσδιορίζεται και περιορίζεται από τη σύλληψη της ενότητας και τις συνέπειές της. Με άλλα λόγια, οι δηλώσεις αυτές δεν είναι αυθαίρετες. Διέπονται από τη φύση της ενότητας και ως εκ τούτου είναι αναγκαίες δηλώσεις. Θεωρητικά, η ίδια λογική λειτουργία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί για κάθε μία από τις συλλήψεις των διαδοχικών αριθμών, αλλά στην πράξη η διαδικασία σύντομα τερματίζεται εξαιτίας της γρήγορης αύξησης της πολυπλοκότητας, η οποία είναι δύσκολο να αριθμηθεί. 

Κάθε επόμενος αριθμός εισάγει νέες ιδιότητες και νέες τροποποιήσεις. Έτσι, είναι μια ιδιότητα του αριθμού τέσσερα ότι οι εξισώσεις τέταρτου βαθμού μπορούν να επιλυθούν, ενώ εξισώσεις πέμπτου βαθμού δεν μπορούν. Η αναγκαία δήλωση του αριθμού τέσσερα, ως εκ τούτου, είναι ότι, μεταξύ άλλων, πρόκειται για ένα όριο και ταυτόχρονα αποτελεί το τέλος μιας προηγούμενης αρίθμησης. Δεδομένου ότι με κάθε επιπλέον αριθμό εμφανίζονται μία ή περισσότερες νέες μαθηματικές ιδιότητες, οι προτάσεις αποκτούν τέτοια πολυπλοκότητα ώστε δεν μπορούν πλέον να εκφραστούν. 

Η άπειρη σειρά των φυσικών αριθμών αντιστοιχεί στον άπειρο αριθμό των μεμονωμένων πλασμάτων. Η σειρά τους αντιστοίχως περιλαμβάνει άτομα, και οι ιδιότητες ακόμα και των πρώτων δέκα αριθμών της αντιπροσωπεύουν ενδεχομένως οτιδήποτε, μια αφηρημένη κοσμογονία προερχόμενη από τη μονάδα. Οι ιδιότητες των αριθμών είναι, ωστόσο, ταυτόχρονα ιδιότητες της ύλης, και για αυτόν το λόγο ορισμένες εξισώσεις μπορούν να παρακολουθήσουν τη συμπεριφορά της. 

Ως εκ τούτου μπορώ να πω ότι διαφορετικές από τις μαθηματικές δηλώσεις (δηλαδή, δηλώσεις έμμεσες στη φύση) είναι προφανώς κατάλληλες να υποδείξουν τις μη αναπαριστώμενες πραγματικότητες, όπως, για παράδειγμα, τα προϊόντα της φαντασίας που απολαμβάνουν την καθολική αποδοχή ή διακρίνονται ανάλογα με τη συχνότητα εμφάνισης τους, ή όπως το σύνολο των αρχετυπικών μοτίβων. Ακριβώς όπως στην περίπτωση ορισμένων παραγόντων στις μαθηματικές εξισώσεις όπου δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ποιες φυσικές πραγματικότητες αντιστοιχούν, έτσι και στην περίπτωση κάποιων μυθολογικών προϊόντων δεν γνωρίζουμε εξαρχής σε ποιες ψυχικές πραγματικότητες παραπέμπουν. Εξισώσεις που διέπουν την τυρβώδη κίνηση των θερμών αερίων υπήρχαν πολύ πριν τα προβλήματα των αερίων αυτών διερευνηθούν με σαφήνεια. Παρομοίως, εδώ και καιρό έχουμε στην κατοχή μας μυθολογήματα τα οποία εκφράζουν τη δυναμική ορισμένων υποσυνείδητων διαδικασιών, αν και αυτές οι διαδικασίες απέκτησαν ονόματα πολύ προσφάτως. 

Η μέγιστη ευαισθητοποίηση που μπορεί με κάθε τρόπο να αποκτηθεί σχηματίζει, θεωρώ, το ανώτατο όριο της γνώσης που μπορούν να πετύχουν οι νεκροί. Για αυτό πιθανώς η επίγεια ζωή καθώς και όσα φέρνει μαζί του ένας άνθρωπος τη στιγμή του θανάτου έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Μόνο εδώ, στην επίγεια ζωή, όπου τα αντίθετα συγκρούονται μεταξύ τους, μπορεί το γενικό επίπεδο της συνείδησης να αυξηθεί. Αυτό φαίνεται να είναι το μεταφυσικό έργο του ανθρώπου, το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη «μυθοποίηση.» Ο μύθος είναι το φυσικό και αναπόφευκτο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της ασυνείδητης και της συνειδητής γνώσης. 

Πράγματι, το ασυνείδητο γνωρίζει περισσότερα από ό, τι η συνείδηση· αλλά πρόκειται για μια ιδιαίτερη γνώση, ένα είδος γνώσης για την αιωνιότητα, συνήθως χωρίς αναφορά στο εδώ και τώρα, που δεν μπορεί να διατυπωθεί με τη γλώσσα της διάνοιας. Μόνο όταν αφήνουμε τις δηλώσεις του ασυνείδητου να ενισχυθούν, όπως υποδείχθηκε παραπάνω με το παράδειγμα των αριθμών, μπαίνει αυτό στα πλαίσια της κατανόησής μας· μόνο τότε μια νέα προοπτική μας γίνεται αντιληπτή. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται με συνέπεια σε κάθε επιτυχημένη ανάλυση ονείρων. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να μην έχουμε οποιεσδήποτε προκατεστημένες, δογματικές απόψεις σχετικά με τις δηλώσεις των ονείρων. Μόλις μια «μονοτονία ερμηνείας» λαμβάνει χώρα, ξέρουμε ότι η προσέγγισή μας έχει γίνει δογματική και ως εκ τούτου στείρα. 

Παρότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να βρούμε έγκυρες αποδείξεις για τη συνέχεια της ψυχής μετά θάνατο, υπάρχουν εμπειρίες που μας κάνουν να προβληματιστούμε. Τις δέχομαι ως ενδείξεις, χωρίς να τους αποδίδω τη σημασία των προαισθήσεων. 

Ένα βράδυ είχα μείνει ξάγρυπνος σκεφτόμενος τον ξαφνικό θάνατο ενός φίλου, του οποίου η κηδεία είχε πραγματοποιηθεί την προηγουμένη μέρα. Είχα μια βαθιά ανησυχία. Ξαφνικά αισθάνθηκα ότι εκείνος βρισκόταν στο δωμάτιο. Μου φάνηκε ότι βρισκόταν στην άκρη του κρεβατιού μου και ζητούσε να πάω μαζί του. Δεν είχα την αίσθηση ότι επρόκειτο για μια οπτασία· μάλλον, ήταν μια εσωτερική οπτική εικόνα του, την οποία εξήγησα ως φαντασίωση. Αλλά με κάθε ειλικρίνεια έπρεπε να ρωτήσω τον εαυτό μου, «Έχω κάποια απόδειξη ότι πρόκειται για φαντασίωση; Αν δεν είναι φαντασίωση, και ο φίλος μου βρίσκεται πραγματικά εδώ, δεν θα ήταν τραγικό να υποθέσω ότι είναι φαντασίωση;» Παρόλα αυτά, είχα εξίσου ασθενείς αποδείξεις ότι βρισκόταν απέναντί μου ως μια οπτασία. Τότε είπα στον εαυτό μου, «Δεν υπάρχει απόδειξη ούτε ότι είναι εδώ ούτε ότι δεν είναι! Αντί να τον απορρίψω ως μια φαντασίωση, θα μπορούσα κάλλιστα να του δώσω το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και για χάρη του πειράματος να του αποδώσω πραγματικότητα.» Τη στιγμή που είχα αυτή τη σκέψη, πήγε προς στην πόρτα και μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Έτσι έπρεπε να πάω με τα νερά του! Αυτό ήταν κάτι που δεν είχα ζητήσει. Θα έπρεπε να επαναλάβω το επιχείρημά μου στον εαυτό μου μία ακόμη φορά. Μόνο τότε τον ακολούθησα με τη φαντασία μου. 

Με οδήγησε έξω από το σπίτι, στον κήπο, έξω στο δρόμο, και τελικά στο σπίτι του (στην πραγματικότητα βρισκόταν αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το δικό μου). Μπήκαμε μέσα, και με οδήγησε σε κάτι που μελετούσε. Ανέβηκε σε ένα σκαμνί και μου έδειξε το δεύτερο από πέντε βιβλία με κόκκινο δέσιμο που βρισκόταν στο δεύτερο ράφι από την κορυφή. Τότε το όραμα διακόπηκε. Δεν ήμουν εξοικειωμένος με την βιβλιοθήκη του και δεν ήξερα ποια ήταν τα βιβλία του. Σίγουρα δεν θα μπορούσα να διακρίνω τους τίτλους των βιβλίων που μου είχε υποδείξει στο δεύτερο ράφι από την κορυφή. 

Αυτή η εμπειρία μου φάνηκε τόσο παράξενη που το επόμενο πρωί πήγα στη χήρα του και της ζήτησα να ρίξω μια ματιά στη βιβλιοθήκη του. Όντως, υπήρχε ένα σκαμνί κάτω από τη βιβλιοθήκη σαν και εκείνο στο όραμά μου, και πριν καλά- καλά πλησιάζω μπόρεσα να διακρίνω τα πέντε βιβλία με κόκκινο δέσιμο. Ανέβηκα στο σκαμνί έτσι ώστε να είμαι σε θέση να διαβάσω τους τίτλους. Ήταν μεταφράσεις από τα μυθιστορήματα του Emile Zola. Ο τίτλος του δεύτερου τόμου ήταν: «Η κληρονομιά των νεκρών.» Τα περιεχόμενά του μου φάνηκαν χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόνο ο τίτλος ήταν εξαιρετικά σημαντικός σε σχέση με αυτή την εμπειρία. 

Εξίσου σημαντικές για μένα ήταν οι εμπειρίες ονείρων που είχα πριν από το θάνατο της μητέρας μου. Η είδηση του θανάτου της με βρήκε όταν έμενα στο Tessin. Αναστατώθηκα βαθύτατα, γιατί ήταν ένα περιστατικό απροσδόκητα αναπάντεχο. Τη νύχτα πριν από το θάνατό της είχα ένα τρομακτικό όνειρο. Βρισκόμουν μέσα σε ένα πυκνό, ζοφερό δάσος· φανταστικοί, γιγαντιαίοι ογκόλιθοι βρίσκονταν ανάμεσα σε τεράστια δέντρα. Ήταν ένα αρχέγονο τοπίο. Ξαφνικά άκουσα ένα διαπεραστικό σφύριγμα που έμοιαζε να αντηχεί μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν. Τα γόνατά μου κόπηκαν. Τότε ακούστηκαν ήχοι στα χαμόκλαδα, και ένας γιγαντιαίος λύκος με ένα φοβερό, ανοικτό στόμα όρμησε. Στη θέα του, το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. Πέρασε δίπλα μου, και τότε κατάλαβα: Ο Κυνηγός είχε προστάξει το ζώο να μεταφέρει μια ανθρώπινη ψυχή. Ξύπνησα κατατρομαγμένος, και το επόμενο πρωινό έμαθα τα νέα για το θάνατο της μητέρας μου. 

Σπάνια με έχει τόσο ταράξει ένα όνειρο, γιατί με μια επιφανειακή εξέταση έμοιαζε να εννοεί ότι ο διάβολος την είχε πάρει. Αλλά για την ακρίβεια ήταν ο Κυνηγός, ο «Grunhutl» ή «Αυτός που φοράει το Πράσινο Καπέλο,» ο οποίος κυνηγούσε μαζί με τους λύκους του εκείνο το βράδυ· ήταν η εποχή των καταιγίδων τον Ιανουάριο. Ήταν ο Βόταν, ο Θεός των Γερμανών προγόνων μου, που είχε περισυλλέξει τη μητέρα μου. Οι Χριστιανικοί ιεραπόστολοι ήταν εκείνοι που μετέτρεψαν τον Βόταν σε διάβολο. Καθαυτός είναι ένας σημαντικός θεός- σαν τον Ερμή των Ρωμαίων, ένα πνεύμα της φύσης που επέστρεψε στη ζωή και πάλι στο θρύλο του Merlin με το Δισκοπότηρο, και έγινε, όπως το Πνεύμα του Ερμή, το περιζήτητο Arcanum των αλχημιστών. Έτσι το όνειρο λέει ότι η ψυχή της μητέρας μου πήγε στην ευρύτερη περιοχή του Εαυτού που βρίσκεται πέρα από τα πλαίσια της Χριστιανικής ηθικής· στην ολότητα της φύσης και του πνεύματος όπου όλες οι αντιθέσεις αίρονται. 

Πήγα στο σπίτι αμέσως, και ενώ βρισκόμουν στο νυχτερινό τρένο είχα ένα αίσθημα μεγάλης θλίψης, αλλά βαθιά μέσα μου δεν μπορούσα να πενθώ, και αυτό για έναν περίεργο λόγο: καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής συνεχώς άκουγα χορευτική μουσική, γέλια και ευθυμία, σαν να γιορταζόταν κάποιος γάμος. Αυτό ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την άσχημη εντύπωση που το όνειρο μου είχε προκαλέσει. Εδώ υπήρχε εύθυμη χορευτική μουσική και γέλιο, και ήταν αδύνατο να ενδώσω εξ ολοκλήρου στη θλίψη μου. Βρισκόμουν ξανά και ξανά στο όριο να πέσω στη θλίψη, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή έβρισκα τον εαυτό μου περικυκλωμένο από χαρούμενες μελωδίες. Η μια πλευρά μου είχε μια αίσθηση ζεστασιάς και χαράς, και η άλλη πλευρά είχε μια αίσθηση τρόμου και θλίψης· Βρισκόμουν να αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε αυτά τα δυο αντικρουόμενα συναισθήματα. 

Αυτό το παράδοξο μπορεί να ερμηνευτεί αν υποθέσουμε ότι τη μια στιγμή ο θάνατος αναπαρίστατο από τη σκοπιά του Εγώ, ενώ την άλλη στιγμή από τη σκοπιά της ψυχής. Στην πρώτη περίπτωση φαινόταν σαν καταστροφή· έτσι μας φαίνεται συνήθως, σαν σκοτεινές και ανηλεείς δυνάμεις να έχουν θέσει τέλος στην ανθρώπινη ζωή. 

Ο θάνατος είναι πράγματι μια φοβερή εκδήλωση βαρβαρότητας· δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε για το αντίθετο. Είναι βάναυσος όχι μόνο ως ένα φυσικό γεγονός, αλλά ακόμη περισσότερο ως ψυχικό γεγονός: ένα ανθρώπινο ον αποχωρίζεται από εμάς, και αυτό που απομένει είναι η παγερή ακινησία του θανάτου. Δεν απομένει καμία ελπίδα για επαφή, καθώς όλες οι γέφυρες γκρεμίζονται μονομιάς. Κάποιοι που θα άξιζαν μια μακρόχρονη ζωή χάνονται στην ακμή της ζωής τους, και άλλοι που δεν θα το άξιζαν ζουν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αυτή είναι μια σκληρή πραγματικότητα που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Η πραγματική εμπειρία από τη σκληρότητα και τη μεροληψία του θανάτου μπορεί τόσο να μας πικράνει ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει φιλεύσπλαχνος Θεός, καμία δικαιοσύνη, ούτε και καλοσύνη στον κόσμο. 

Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, ο θάνατος εμφανίζεται ως ένα χαρούμενο γεγονός. Υπό το φως της αιωνιότητας, είναι ένας γάμος, ένα «mysterium conjunctionis.» Η ψυχή ξαναβρίσκει το χαμένο της άλλο μισό, επιτυγχάνοντας την ολότητα. Στις Ελληνικές σαρκοφάγους το χαρωπό στοιχείο αναπαραστάθηκε με κορίτσια που χόρευαν, στους τάφους των Ετρούσκων με γλέντια. Όταν ο Καββαλιστής Ραβίνος Simon ben Jochai ήταν να πεθάνει, οι φίλοι του είπαν ότι εκείνος γιόρταζε το γάμο του. Μέχρι τις μέρες μας είναι έθιμο σε πολλές περιοχές να γίνεται ένα πικνίκ στους τάφους την ημέρα των ψυχών. Τέτοια έθιμα εκφράζουν την αίσθηση ότι ο θάνατος είναι πραγματικά μια εορταστική περίσταση. 

Αρκετούς μήνες πριν από το θάνατο της μητέρας μου, το Σεπτέμβριο του 1922, είχα ένα προφητικό όνειρο. Αφορούσε τον πατέρα μου, και μου έκανε βαθιά εντύπωση. Δεν είχα ονειρευτεί τον πατέρα μου από το θάνατό του το 1896. Τώρα επανεμφανίστηκε σε ένα όνειρο, σαν να είχε επιστρέψει από ένα μακρινό ταξίδι. Έμοιαζε αναζωογονημένος, και είχε απολέσει το ύφος της πατρικής βλοσυρότητας. Πήγα στη βιβλιοθήκη μου μαζί του, και ήμουν πολύ χαρούμενος να δω τι ήθελε. Είχα την επιθυμία να του γνωρίζω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, να δει το σπίτι μου, και να του πω όσα μου είχαν συμβεί στο μεταξύ. Θα ήθελα επίσης να του πω για το βιβλίο μου πάνω στους ψυχολογικούς τύπους, το οποίο είχε πρόσφατα δημοσιευθεί. Αλλά γρήγορα είδα ότι όλα αυτά θα ήταν άκαιρα, γιατί ο πατέρας μου έμοιαζε απορροφημένος. Προφανώς ήθελε κάτι από μένα. Το ένιωσα αυτό ξεκάθαρα, και έτσι απέφυγα να μιλήσω για τις δικές μου ανησυχίες. 

Τότε μου είπε ότι εφόσον ήμουν ψυχολόγος θα ήθελε να με συμβουλευτεί πάνω στην ψυχολογία του γάμου. Ήμουν έτοιμος να του δώσω μια εκτενή διάλεξη σχετικά με τις περιπλοκές του γάμου, αλλά σε εκείνο το σημείο ξύπνησα. Δεν μπορούσα να κατανοήσω επαρκώς το όνειρο, γιατί δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσε να αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας μου. Το συνειδητοποίησα αυτό μόνο όταν εκείνη πέθανε ξαφνικά τον Ιανουάριο του 1923. 

Ο γάμος των γονιών μου δεν ήταν ευτυχής αλλά γεμάτος δυσκολίες και δοκιμασίες υπομονής. Και οι δύο έκαναν λάθη τυπικά για πολλά ζευγάρια. Το όνειρό μου ήταν μια πρόβλεψη του θανάτου της μητέρας μου, γιατί εδώ βρισκόταν ο πατέρας μου, που, μετά από απουσία είκοσι έξι χρόνων, ήθελε να ρωτήσει έναν ψυχολόγο για τις νεότερες ιδέες και πληροφορίες σχετικά με τα συζυγικά προβλήματα, δεδομένου ότι θα έπρεπε σύντομα να επανορθώσει αυτήν τη σχέση. Προφανώς δεν είχε αποκτήσει καλύτερη κατανόηση στην άχρονη κατάσταση που βρισκόταν και επομένως έπρεπε να απευθυνθεί σε κάποιον ανάμεσα στους ζωντανούς, ο οποίος, απολαμβάνοντας τα οφέλη της αλλαγής, θα μπορούσε να έχει μια νέα προσέγγιση για το όλο θέμα. 

Αυτό ήταν το μήνυμα του ονείρου. Αναμφίβολα, θα μπορούσα να είχα βρει πολλά περισσότερα εντρυφώντας στο υποκειμενικό του περιεχόμενο· αλλά γιατί είδα το όνειρο λίγο πριν το θάνατο της μητέρας μου, τον οποίο δεν είχα προβλέψει; Σαφώς το όνειρο αναφερόταν στον πατέρα μου, για τον οποίο ένιωθα μια εκτίμηση η οποία βάθαινε με τα χρόνια. 

Καθώς το ασυνείδητο, ως αποτέλεσμα της χωρο-χρονικής του σχετικότητας, κατέχει καλύτερες πηγές πληροφορίας από το συνειδητό νου, ο οποίος διαθέτει μόνο τις αισθητηριακές αντιλήψεις, εξαρτιόμαστε, σχετικά με το μύθο της μετά θάνατο ζωής, από τις πενιχρές υποδείξεις των ονείρων και από παρόμοιες αυθόρμητες αποκαλύψεις από το ασυνείδητο. Όπως έχω ήδη πει, δεν μπορούμε να αποδώσουμε σε αυτές τις αναφορές την αξία της γνώσης, πόσο μάλλον της απόδειξης. Μπορούν, ωστόσο, να αποτελέσουν μια κατάλληλη βάση για μυθικές αναφορές· δίνουν στην διερευνητική διάνοια την πρώτη ύλη που είναι απαραίτητη για τη ζωτικότητά της. Αν αποκόψουμε τον ενδιάμεσο κόσμο της μυθικής φαντασίας, η σκέψη πέφτει θύμα δογματικών αντιλήψεων. Από την άλλη πλευρά, μια υπερβολική ποσότητα μυθολογημάτων είναι επικίνδυνη για τα αδύναμα και ευεπηρέαστα μυαλά, τα οποία μπορούν να εκλάβουν ασαφείς υπαινιγμούς για ουσιαστική γνώση, και να δώσουν πραγματική υπόσταση σε απλές φαντασιώσεις. 

Ένας διαδεδομένος μύθος για το μετέπειτα διαμορφώνεται από τις ιδέες και τις εικόνες οι οποίες επικεντρώνονται στη μετενσάρκωση. Στη Ινδία, μια χώρα της οποίας ο διανοητικός πολιτισμός είναι εξαιρετικά πολύπλοκος και πολύ παλιός, η ιδέα της μετενσάρκωσης θεωρείται δεδομένη κατά τον ίδιο τρόπο που εμείς θεωρούμε την ιδέα ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Οι καλλιεργημένοι Ινδουιστές γνωρίζουν ότι δεν συμμεριζόμαστε τις ιδέες τους, αλλά αυτό δεν τους απασχολεί. Σύμφωνα με το Ανατολίτικο πνεύμα, η διαδοχή της γέννησης και του θανάτου αντιμετωπίζεται ως μια ατέρμονη διαδικασία, σαν ένας αιώνιος τροχός που γυρνά για πάντα χωρίς σκοπό· ο άνθρωπος ζει και επιτυγχάνει τη γνώση· πεθαίνει και αρχίζει και πάλι από την αρχή. Μόνο με τον Βούδα αναδύεται η ιδέα ενός σκοπού, δηλαδή, η υπέρβαση της γήινης ύπαρξης. 

Οι μυθολογικές ανάγκες της Δύσης αναζητούν μια εξελικτική κοσμογονία με μια αρχή και έναν τελικό σκοπό. Η Δύση επαναστατεί ενάντια σε μια κοσμογονία με μια αρχή και ένα απλό τέλος, όπως δεν μπορεί να αποδεχθεί την ιδέα ενός στατικού, αυτόνομου, αιώνιου κύκλου επαναλαμβανόμενων γεγονότων. Η Ανατολή, από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα αυτή. Προφανώς δεν υπάρχει καμία ομόφωνη αίσθηση σχετικά με τη φύση του κόσμου, στον ίδιο βαθμό που δεν υπάρχει γενική συμφωνία μεταξύ των σύγχρονων αστρονόμων επί του θέματος. Για το Δυτικό άνθρωπο, η ανοησία ενός στατικού σύμπαντος είναι αφόρητη. Πρέπει να θεωρήσει ότι το σύμπαν έχει κάποιον σκοπό. Η Ανατολή δεν χρειάζεται να κάνει αυτήν την παραδοχή, γιατί την ενσωματώνει. Ενώ η Δύση αισθάνεται την ανάγκη να ολοκληρώσει την έννοια του κόσμου, η Ανατολή αναζητά την ολοκλήρωση του νοήματος στον άνθρωπο, απογυμνώνοντάς τον από την ύπαρξη και από τον εαυτό του (Βούδας). 

Θα έλεγα ότι και οι δύο απόψεις είναι σωστές. Ο Δυτικός άνθρωπος φαίνεται κυρίως εξωστρεφής, ενώ ο Ανατολικός άνθρωπος κυρίως εσωστρεφής. Ο πρώτος προβάλλει το νόημα πάνω στα αντικείμενα· ο δεύτερος νιώθει το νόημα μέσα του. Αλλά το νόημα βρίσκεται τόσο μέσα όσο και έξω.  

Η ιδέα της αναγέννησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα του Κάρμα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον το Κάρμα ενός ανθρώπου είναι προσωπικό ή όχι. Αν είναι, τότε το πεπρωμένο, με το οποίο ένας άνθρωπος εισέρχεται στη ζωή, αντιπροσωπεύει ένα επίτευγμα από τις προηγούμενες ζωές, οπότε και υπάρχει μια προσωπική συνέχεια. Αν, ωστόσο, αυτό δεν ισχύει, και ένα απρόσωπο Κάρμα επιφορτίζεται τη στιγμή της γέννησης, τότε αυτό το Κάρμα είναι που ενσαρκώνεται επανειλημμένα χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε προσωπική συνέχεια. 

Ο Βούδας ρωτήθηκε δύο φορές από τους μαθητές του, αν το Κάρμα του ανθρώπου είναι προσωπικό ή όχι. Και τις δυο φορές απέφυγε την απάντηση, και δεν προχώρησε στο θέμα• η γνώση για αυτό, είπε, δεν θα συνέβαλε στην απελευθέρωση του ατόμου από την ψευδαίσθηση της ύπαρξης. Ο Βούδας θεώρησε πολύ πιο χρήσιμο για τους μαθητές του να διαλογιστούν πάνω στην αλυσίδα Nidana, δηλαδή, στη διαδικασία της γέννησης, της ζωής, του γήρατος και του θανάτου, καθώς και σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα του πόνου. 

Δεν γνωρίζω καμία απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσο το Κάρμα που ζω είναι το αποτέλεσμα από τις προηγούμενες ζωές μου, ή αν έχει περισσότερο να κάνει με τα επιτεύγματα των προγόνων μου, των οποίων η κληρονομιά περνά σε μένα. Είμαι άραγε ένας συνδυασμός των ζωών των προγόνων, και ενσαρκώνω αυτές τις ζωές; Ή μήπως έχω ζήσει ξανά στο παρελθόν ως συγκεκριμένο άτομο, και έχω προοδεύσει αρκετά στην τωρινή μου ζωή ώστε να είμαι σε θέση να αναζητήσω μια λύση; Δεν ξέρω. Ο Βούδας άφησε το ζήτημα ανοιχτό, και θα προτιμούσα να υποθέσω ότι ούτε ο ίδιος γνώριζε με βεβαιότητα. 

Μπορώ πράγματι να φανταστώ ότι έχω ξαναζήσει σε προηγούμενους αιώνες και αντιμετώπισα εκεί ερωτήσεις που δεν ήμουν ακόμη σε θέση να απαντήσω· ότι έπρεπε να ξαναγεννηθώ επειδή δεν είχα εκπληρώσει το καθήκον που μου ανατέθηκε. Όταν πεθάνω, οι πράξεις μου θα με ακολουθήσουν, έτσι μπορώ να το φανταστώ. Θα κουβαλώ μαζί μου όσα έχω κάνει. Στο μεταξύ είναι σημαντικό να διασφαλίσω ότι δεν θα βρεθώ στο τέλος με άδεια χέρια. Ο Βούδας, επίσης, φαίνεται να είχε αυτή τη σκέψη όταν προσπάθησε να κρατήσει τους μαθητές του μακριά από το να χάνουν τον καιρό τους με άσκοπες εικασίες. 

Το νόημα της ύπαρξής μου είναι ότι η ζωή μού έχει απευθύνει μια ερώτηση. Ή, αντιστρόφως, εγώ ο ίδιος είμαι μια ερώτηση που απευθύνεται στον κόσμο, και θα πρέπει να κοινωνήσω την απάντησή μου, ειδάλλως θα εξαρτώμαι από την απάντηση του κόσμου. Αυτό είναι το συλλογικό μου καθήκον, το οποίο θα πετύχω δύσκολα και μόνο με προσπάθεια. Ίσως είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε τους προγόνους μου, και οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να απαντήσουν. Μήπως για αυτό είμαι τόσο εντυπωσιασμένος που το συμπέρασμα του Φάουστ δεν περιέχει καμία λύση; Ή με το πρόβλημα που ο Νίτσε έθεσε: τη Διονυσιακή πλευρά της ζωής, προς την οποία ο Χριστιανός φαίνεται να έχει χάσει το δρόμο· Ή μήπως είναι ο ανήσυχος Βόταν-Ερμής των Γερμανών και Φράγκων προγόνων μου, ο οποίος θέτει προκλητικούς γρίφους; 

Αυτό που νιώθω να είναι το αποτέλεσμα των ζωών των προγόνων μου, ή ένα Κάρμα που αποκτήθηκε σε μια προηγούμενη προσωπική ζωή, μπορεί εξίσου πιθανά να είναι ένα απρόσωπο αρχέτυπο που σήμερα ασκεί έντονες πιέσεις σε όλους, και που επίσης ασκεί μια ιδιαίτερη επιρροή πάνω μου· ένα αρχέτυπο όπως, για παράδειγμα, η ανάπτυξη ανά τους αιώνες της Αγίας Τριάδας και της αντιπαράθεσής της με τη Θηλυκή Αρχή· ή η ακόμα εκκρεμούσα απάντηση στο ερώτημα των Γνωστικών σχετικά με την προέλευση του κακού, ή, για να το θέσω διαφορετικά, ο ελλιπής χαρακτήρας της Χριστιανικής εικόνας του Θεού. 

Επίσης σκέφτομαι τη δυνατότητα ότι μέσω κάποιου επιτεύγματος ενός ανθρώπου μια ερώτηση εισέρχεται στον κόσμο, στην οποία πρέπει να παράσχουμε κάποιο είδος απάντησης. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο θέτω το ερώτημα και την απάντησή του μπορεί να μην είναι ικανοποιητικός. Έτσι, κάποιος που έχει το Κάρμα μου ή εγώ ο ίδιος θα πρέπει να ξαναγεννηθώ προκειμένου να δώσω μια πληρέστερη απάντηση. Μπορεί επίσης να μην ξαναγεννηθώ αν ο κόσμος δεν χρειάζεται κάποια σχετική απάντηση, οπότε θα δικαιούμαι αρκετές εκατοντάδες χρόνια γαλήνης εωσότου κάποιος θα χρειαστεί εκ νέου να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Φαντάζομαι ότι μια περίοδος ανάπαυσης θα μπορούσε να υπάρξει, εωσότου το έργο της ζωής μου να χρειαστεί να επανατεθεί. 

Το θέμα του Κάρμα μού είναι ασαφές, όπως επίσης το πρόβλημα της προσωπικής αναγέννησης ή της μετεμψύχωσης. Με ένα ελεύθερο και ανοικτό μυαλό ακούω προσεκτικά το Ινδικό δόγμα της αναγέννησης, και παρατηρώ τριγύρω τον κόσμο της δικής μου εμπειρίας για να βρω κάπου και με κάποιο τρόπο ένα αυθεντικό σημάδι για τη μετενσάρκωση. Φυσικά, δεν λαμβάνω υπόψη τις αμέτρητες μαρτυρίες εδώ στη Δύση σχετικά με την πίστη στη μετενσάρκωση. Μια πεποίθηση αποδεικνύει για μένα μόνο το φαινόμενο της πίστης, όχι το περιεχόμενό της. Αυτό το τελευταίο πρέπει να το δω να αποκαλύπτεται εμπειρικά για να το αποδεχθώ. 

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν μπορούσα να βρω τίποτε πειστικό, παρότι κοίταζα προσεκτικά για οποιαδήποτε σχετικά σημάδια. Πρόσφατα, ωστόσο, παρατήρησα στον εαυτό μου μια σειρά από όνειρα που φαίνεται να περιγράφουν τη διαδικασία της μετενσάρκωσης, σχετικά με ένα γνωστό μου πρόσωπο που πέθανε. Αλλά δεν έχω ποτέ ξανασυναντήσει τέτοια όνειρα σε άλλα πρόσωπα, και ως εκ τούτου δεν έχω καμία βάση για σύγκριση. Δεδομένου ότι αυτή η παρατήρηση είναι υποκειμενική και μοναδική, προτιμώ μόνο να μνημονεύσω την ύπαρξή της και να μην επεκταθώ περαιτέρω. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι μετά από αυτήν την εμπειρία βλέπω το πρόβλημα της μετενσάρκωσης με κάπως διαφορετικά μάτια, χωρίς όμως να είμαι σε θέση να διεκδικήσω μια οριστική άποψη. 

Αν υποθέσουμε ότι η ζωή συνεχίζεται «εκεί,» δεν μπορούμε να σκεφτούμε οποιαδήποτε άλλη μορφή της ύπαρξης εκτός από μια ψυχική· γιατί η ζωή της ψυχής δεν απαιτεί κανένα χώρο ή χρόνο. Η ψυχική ύπαρξη, και προ πάντων οι εσωτερικές εικόνες, οι οποίες μας ενδιαφέρουν εδώ, προμηθεύουν το υλικό για όλες τις μυθολογικές εικασίες σχετικά με μια μετέπειτα ζωή, και θεωρώ μια τέτοια ζωή ως μια συνέχιση στον κόσμο των εικόνων. Έτσι η ψυχή μπορεί να αντιπροσωπεύει την ύπαρξη ενός κόσμου στον οποίο το μετέπειτα και η γη των νεκρών βρίσκονται. 

Από ψυχολογική άποψη, η μετέπειτα ζωή θα μπορούσε να είναι μια λογική συνέχεια της ψυχικής ζωής σε μεγάλη ηλικία. Καθώς ο άνθρωπος γερνάει, η περισυλλογή και ο διαλογισμός πάνω στις εσωτερικές εικόνες παίζουν φυσιολογικά έναν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του ανθρώπου. «Οι γέροι βλέπουν όνειρα.» Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει ότι οι ψυχές των ηλικιωμένων ανθρώπων δεν έχουν απογίνει ξύλινες, ή απολιθωμένες («sero medicina paratur cum mala per longas convaluere moras»). Σε μεγάλη ηλικία κάποιος αφήνει τις αναμνήσεις να ξεδιπλωθούν στο μυαλό, και ονειροπολώντας, αναγνωρίζει τον εαυτό του στις εσωτερικές και στις εξωτερικές εικόνες του παρελθόντος. Αυτό μοιάζει με την προετοιμασία για μια μετέπειτα ύπαρξη, ακριβώς όπως, κατά την άποψη του Πλάτωνα, η φιλοσοφία είναι μια προετοιμασία για το θάνατο. 

Οι εσωτερικές εικόνες μας βοηθάνε να μην χαθούμε στην προσωπική αναδρομή. Πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι απασχολούνται πολύ στην ανασυγκρότηση του παρελθόντος. Παραμένουν φυλακισμένοι σε αυτές τις αναμνήσεις. Αλλά η αναδρομή, αν γίνεται με περισυλλογή και μεταφράζεται σε εικόνες, μπορεί να αποτελέσει ένα μελλοντικό άλμα. Προσπαθώ να διακρίνω τη γραμμή που οδηγεί μέσα από τη ζωή μου στον κόσμο, και από τον κόσμο ξανά έξω από αυτόν. 

Σε γενικές γραμμές, η αντίληψη των ανθρώπων για τη μετέπειτα ζωή αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ευσεβείς πόθους και προκαταλήψεις. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις το μετέπειτα απεικονίζεται ως ένα ευχάριστο μέρος. Αυτό δεν μου φαίνεται τόσο προφανές. Μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι μετά το θάνατο θα είμαστε πνεύματα σε ένα όμορφο ανθισμένο λιβάδι. Αν τα πάντα ήταν τόσο ευχάριστα στην άλλη ζωή, σίγουρα θα υπήρχε κάποια φιλική επικοινωνία ανάμεσα σε εμάς και στα πνεύματα, και ένα ανάβλυσμα καλοσύνης και ομορφιάς από την προγενέθλια κατάσταση. Αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Γιατί άραγε υπάρχει αυτό το ανυπέρβλητο εμπόδιο ανάμεσα στους μακαρίτες και στους ζωντανούς; Τουλάχιστον οι μισές από τις αναφορές για επαφή με τους νεκρούς αφηγούνται τρομακτικές εμπειρίες με σκοτεινά πνεύματα· και είναι ο κανόνας ότι η γη των νεκρών χαρακτηρίζεται από παγερή σιωπή, αδιατάραχτη από τη θλίψη των πεθαμένων. 

Για να ακολουθήσω τη σκέψη που μου έρχεται αυθόρμητα: ο κόσμος, πιστεύω, είναι υπερβολικά μοναδικός για να υπάρχει μια άλλη ζωή στην οποία ο κανόνας των αντιθέτων να απουσιάζει εντελώς. Και εκεί θα υπερισχύει η φύση, η οποία και πάλι θα ανήκει στο Θεό. Ο κόσμος στον οποίο μπαίνουμε μετά θάνατο θα είναι μεγάλος και τρομερός, όπως ο Θεός και ολόκληρη η φύση όπως τη γνωρίζουμε. Ούτε μπορώ να συλλάβω ότι η ανθρώπινη ταλαιπωρία μπορεί εξολοκλήρου να σταματήσει. Δεδομένων αυτών που έζησα στα οράματα του 1944, η απελευθέρωση από τα βάρη του σώματος και η συνειδητοποίηση του νοήματος μου έδωσαν τη βαθύτερη ευδαιμονία. Ωστόσο, υπήρχε επίσης πολύ σκοτάδι και μια παράξενη διακοπή της ανθρώπινης ζεστασιάς. Θυμηθείτε το μαύρο βράχο, στον οποίο βρέθηκα! Αποτελούταν από τον πιο σκληρό γρανίτη. Τι σημαίνει αυτό; Αν δεν υπήρχαν ατέλειες, κανένα αρχέγονο ελάττωμα στο έδαφος της δημιουργίας, γιατί να υπάρχει η οποιαδήποτε ώθηση για δημιουργία, η λαχτάρα για ό,τι ακόμη πρέπει να εκπληρωθεί; Γιατί οι θεοί δείχνουν τόση αδιαφορία για τον άνθρωπο και για τη δημιουργία; Γιατί δεν σταματάν την ατέρμονη αλυσίδα της Nidana; Σε τελική ανάλυση, ο Βούδας αντιτίθεται στην επώδυνη ψευδαίσθηση της ύπαρξης, και οι Χριστιανοί ελπίζουν στη συντέλεια, το συντομότερο δυνατό, αυτού του κόσμου. 

Μου φαίνεται πιθανό ότι και στη μετέπειτα ζωή υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί, αλλά ότι οι ψυχές των νεκρών βρίσκουν μόνο σταδιακά τα όρια της απελευθερωμένης κατάστασης. Κάπου «εκεί έξω» πρέπει να υπάρχει ένας καθοριστικός παράγοντας, μια αναγκαία συνθήκη του κόσμου, η οποία επιδιώκει να θέσει τέρμα στη μεταθανάτια κατάσταση. Αυτός ο δημιουργικός παράγοντας, όπως το φαντάζομαι, θα πρέπει να καθορίζει ποιες ψυχές θα βυθίσει εκ νέου στη διαδικασία της γέννησης. Ορισμένες ψυχές, ίσως, να θεωρούν την κατάσταση της τρισδιάστατης ύπαρξης πιο ευχάριστη από εκείνη της αιωνιότητας. Αλλά αυτό μπορεί να εξαρτάται από το πόσο πολύ ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξής τους. 

Είναι πιθανό ότι κάθε περαιτέρω προσκόλληση στην τρισδιάστατη ζωή δεν έχει κανένα νόημα άπαξ η ψυχή θα έχει φτάσει ένα συγκεκριμένο στάδιο συνειδητοποίησης· δεν θα χρειάζεται πλέον να επιστρέψει. Τότε η ψυχή θα εξαφανιστεί από τον τρισδιάστατο κόσμο και θα πετύχει αυτό που οι Βουδιστές ονομάζουν Νιρβάνα. Αλλά αν ένα Κάρμα παραμένει να εκπληρωθεί, τότε η ψυχή ενσκήπτει και πάλι σε επιθυμίες και επιστρέφει πίσω στη ζωή, ίσως επειδή η ίδια συνειδητοποιεί ότι κάτι απομένει να εκπληρώσει. 

Στη δική μου περίπτωση πρέπει να ήταν κατά κύριο λόγο μια έντονη επιθυμία για γνώση που με έφερε στη ζωή. Γιατί αυτό είναι το ισχυρότερο στοιχείο στη φύση μου. Αυτή η ακόρεστη επιθυμία μου για γνώση δημιούργησε την ευαισθησία να ξέρω τι υπάρχει και τι συμβαίνει, και να συγκεντρώνω τις μυθικές αντιλήψεις από τις ανεπαίσθητες ενδείξεις του αγνώστου. 

Μας λείπουν οι απτές αποδείξεις πως οτιδήποτε από εμάς διατηρείται στην αιωνιότητα. Το πολύ μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποια πιθανότητα ότι κάτι από την ψυχή μας συνεχίζει πέρα από το φυσικό θάνατο. Το αν αυτό που εξακολουθεί να υπάρχει έχει συνείδηση του εαυτού του, δεν το γνωρίζουμε. Αν αισθανόμαστε την ανάγκη να σχηματίσουμε κάποια άποψη πάνω σε αυτήν την ερώτηση, μπορούμε ενδεχομένως να εξετάσουμε αυτό που έχει γίνει γνωστό από τα φαινόμενα του ψυχικού διχασμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου ένα αποκομμένο σύμπλεγμα εκδηλώνεται, αυτό γίνεται με τη μορφή μιας προσωπικότητας, σαν το σύμπλεγμα να είχε συνείδηση του εαυτού του. Έτσι οι φωνές που ακούνε οι παράφρονες προσωποποιούνται. Ασχολήθηκα πριν από καιρό με αυτό το φαινόμενο των προσωποποιημένων συμπλεγμάτων στη διδακτορική μου διατριβή. 

Μπορούμε αν θέλουμε να επικαλεστούμε αυτά τα συμπλέγματα ως αποδεικτικά στοιχεία για μια συνέχεια της συνείδησης. Παρομοίως, υπέρ αυτής της υπόθεσης, υπάρχουν ορισμένες εκπληκτικές παρατηρήσεις σε περιπτώσεις απώλειας συνείδησης ύστερα από οξείς τραυματισμούς στον εγκέφαλο και σε σοβαρές περιπτώσεις νευρικού κλονισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, η συνολική απώλεια της συνείδησης μπορεί να συνοδεύεται από αντιλήψεις του έξω κόσμου και ζωντανές ονειρικές εμπειρίες. Δεδομένου ότι ο εγκεφαλικός φλοιός, η έδρα της συνείδησης, δεν λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει ακόμη κάποια εξήγηση για αυτά τα φαινόμενα. Μπορεί να αποτελούν στοιχεία για τουλάχιστον μια υποκειμενική εμμονή της ικανότητας για συνείδηση ακόμη και σε κατάσταση εμφανούς ασυνειδητότητας. 

Το ακανθώδες πρόβλημα της σχέσης του αιώνιου ανθρώπου, του Εαυτού και του γήινου ανθρώπου στο χώρο και στο χρόνο διαφωτίστηκε από δύο όνειρα μου. Σε ένα όνειρο που είχα τον Οκτώβριο του 1958, είδα από το σπίτι μου δυο δίσκους σχήματος φακού, και μεταλλικού χρώματος, οι οποίοι διέγραφαν ένα τόξο πάνω από το σπίτι και μέχρι κάτω στη λίμνη. Ήταν δύο ΑΤΙΑ (Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα). Τότε ένα άλλο αντικείμενο ήρθε κατευθείαν προς εμένα. Ήταν ένας τελείως κυκλικός φακός, όπως αυτός ενός τηλεσκοπίου. Σε μια απόσταση τεσσάρων ή πέντε γιαρδών έμεινε ακίνητο για μια στιγμή, και στη συνέχεια πέταξε μακριά. Αμέσως μετά, ένα άλλο αντικείμενο ήρθε πετώντας γρήγορα στον αέρα: ένας φακός με μια μεταλλική προέκταση, σαν το κουτί ενός μαγικού φαναριού. Σε απόσταση εξήντα ή εβδομήντα γιαρδών παρέμενε ακίνητο στον αέρα, δείχνοντας κατευθείαν σε μένα. Ξύπνησα με ένα αίσθημα έκπληξης. Ακόμα εμποτισμένος από το όνειρο, πέρασε από το μυαλό μου η εξής σκέψη: «Πάντα σκεφτόμαστε ότι τα ΑΤΙΑ αποτελούν προβολές μας. Τώρα αποδεικνύεται ότι εμείς είμαστε οι προβολές τους. Προβάλλομαι από το μαγικό φανάρι ως C. G. Jung. Αλλά ποιος χειρίζεται τη συσκευή;» 

Είχα ονειρευτεί άλλη μια φορά το πρόβλημα του Εαυτού και του Εγώ. Σε εκείνο το προγενέστερο όνειρο, βρισκόμουν σε ένα ταξίδι ωτοστόπ. Περπατούσα κατά μήκος ενός μικρού δρόμου μέσα από ένα λοφώδες τοπίο· ο ήλιος έλαμπε και είχα ένα ευρύ οπτικό πεδίο προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε βρέθηκα σε ένα μικρό εκκλησάκι δίπλα στο δρόμο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και πήγα. Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν υπήρχε καμία εικόνα της Παναγίας στο βωμό, ούτε και Σταυρός, αλλά μόνο μια υπέροχη διαρρύθμιση με άνθη. Αλλά στη συνέχεια είδα ότι στο πάτωμα μπροστά από το βωμό, απέναντι μου, καθόταν ένας γιόγκι σε στάση λωτού, σε βαθύ διαλογισμό. Όταν τον κοίταξα από πιο κοντά, συνειδητοποίησα ότι είχε το πρόσωπό μου. Τον κοιτούσα με τρόμο, και ξύπνησα με τη σκέψη: «Α, ώστε αυτός είναι που με διαλογίζεται. Έχει ένα όνειρο, το οποίο είμαι εγώ.» Καταλάβαινα ότι όταν εκείνος ξυπνούσε, εγώ πλέον δεν θα υπήρχα. 

Είχα αυτό το όνειρο μετά από την ασθένειά μου το 1944. Είναι μια παραβολή: Εγώ ο ίδιος αποσύρομαι σε διαλογισμό και στοχάζομαι την επίγεια μορφή μου. Για να το θέσω διαφορετικά: Αποκτώ ανθρώπινη μορφή προκειμένου να μπω στην τρισδιάστατη ύπαρξη, όπως κάποιος φορά τη στολή του δύτη για να βουτήξει στη θάλασσα. Όταν ο Εαυτός αποποιείται την ύπαρξή του στην άλλη ζωή, υιοθετεί μια θρησκευτική στάση, όπως το παρεκκλήσι δείχνει στο όνειρο. Με τη γήινη μορφή μπορεί να περάσει από τις εμπειρίες του τρισδιάστατου κόσμου, και μέσα από την μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση να κάνει ένα επιπλέον βήμα προς την πραγμάτωση. 

Η μορφή του γιόγκι, τότε, θα αντιπροσωπεύει, λιγότερο ή περισσότερο, την ασυνείδητη προγενέθλια ολότητά μου, και η Άπω Ανατολή, όπως συμβαίνει συχνά στα όνειρα, μια ψυχική κατάσταση ξένη και αντίθετη με τη δική μας. Όπως με το μαγικό φανάρι, ο διαλογισμός του γιόγκι «προβάλλει» την εμπειρική μου πραγματικότητα. Κατά κανόνα βλέπουμε αυτήν την αιτιακή σχέση αντίστροφα: στα προϊόντα του ασυνείδητου ανακαλύπτουμε σύμβολα μαντάλα (mandala), δηλαδή, κυκλικές και τετραδικές μορφές που εκφράζουν την ολότητα, και κάθε φορά που θέλουμε να εκφράσουμε την ολότητα εφαρμόζουμε ακριβώς τέτοιες μορφές. Η βάση μας είναι το Εγώ-συνείδηση, ο κόσμος μας το πεδίο του φωτός που επικεντρώνεται στο σημείο εστίασης του Εγώ. Από εκείνο το σημείο βλέπουμε προς τα έξω έναν αινιγματικό κόσμο ομίχλης, χωρίς ποτέ να ξέρουμε σε ποιο βαθμό οι σκιώδεις μορφές που βλέπουμε προκαλούνται από την συνείδησή μας ή αν διαθέτουν τη δική τους πραγματικότητα. Ο επιφανειακός παρατηρητής είναι ικανοποιημένος με την πρώτη υπόθεση. Αλλά μια πιο προσεκτική μελέτη δείχνει ότι κατά κανόνα οι εικόνες του ασυνείδητου δεν παράγονται από τη συνείδηση αλλά έχουν μια πραγματικότητα και έναν αυθορμητισμό από μόνες τους, παρότι τις θεωρούμε ως απλά, οριακά φαινόμενα. 

Ο σκοπός και των δυο αυτών ονείρων είναι να προκαλέσουν μια αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στο Εγώ-συνείδηση και στο ασυνείδητο, και να αντιπροσωπεύσουν το ασυνείδητο ως την πηγή της εμπειρικής προσωπικότητας. Αυτή η αντιστροφή υποδηλώνει ότι από τη σκοπιά της «άλλης πλευράς,» η ασυνείδητη ύπαρξή μας είναι η πραγματική ενώ ο συνειδητός κόσμος ένα είδος της ψευδαίσθησης, μια φαινομενική πραγματικότητα που κατασκευάστηκε για έναν συγκεκριμένο σκοπό, σαν ένα όνειρο που φαίνεται σαν πραγματικότητα όσο το ζούμε. Είναι σαφές ότι αυτή η κατάσταση μοιάζει πολύ με την Ανατολική έννοια του Μάγια (ψευδαίσθηση). 

Η ασυνείδητη πληρότητα επομένως μου φαίνεται το «οδηγό πνεύμα» (spiritus rector) των βιολογικών και ψυχικών γεγονότων. Εδώ αποτελεί μια αρχή η οποία επιδιώκει την καθολική ολοκλήρωση, και η οποία στην περίπτωση του ανθρώπου σημαίνει την επίτευξη της συνολικής συνείδησης. Η επίτευξη της συνείδησης είναι ο πολιτισμός με την ευρύτερη έννοια, και η αυτογνωσία είναι, ως εκ τούτου, η καρδιά και η ουσία αυτής της διαδικασίας. Η Ανατολή αποδίδει αναμφισβήτητα θεία προέλευση στον Εαυτό, και σύμφωνα με την αρχαία Χριστιανική άποψη η αυτογνωσία είναι ο δρόμος προς τη γνώση του Θεού. 

Το αποφασιστικό ερώτημα για τον άνθρωπο είναι: Σχετίζεται αυτός με κάτι άπειρο ή όχι; Αυτό είναι το εύστοχο ερώτημα της ζωής του. Μόνο αν γνωρίζουμε ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι το άπειρο, μπορούμε να αποφύγουμε την εστίαση του ενδιαφέροντος μας σε πρόσκαιρα πράγματα και σε κάθε είδος στόχων οι οποίοι δεν έχουν πραγματική σημασία. Έτσι απαιτούμε ότι ο κόσμος θα μας δώσει την αναγνώριση για ιδιότητες που θεωρούμε ως προσωπικά στοιχεία: το ταλέντο μας ή την ομορφιά μας. Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος δίνει έμφαση σε ευτελή στοιχεία, και όσο λιγότερη ευαισθησία έχει για όσα είναι απαραίτητα, τόσο λιγότερο ικανοποιητική είναι η ζωή του. Αισθάνεται περιορισμένος, επειδή έχει περιορισμένους σκοπούς, και το αποτέλεσμα είναι ο φθόνος και η ζήλια. Αν συνειδητοποιήσουμε και νιώσουμε ότι εδώ σε αυτή τη ζωή έχουμε ήδη μια σύνδεση με το άπειρο, οι επιθυμίες και οι νοοτροπίες αλλάζουν. Σε τελική ανάλυση, υπολογίζουμε κάτι μόνο με βάση το ουσιώδες που έχουμε ενσωματώσει και χωρίς το οποίο η ζωή μας είναι χαμένη. Στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους επίσης, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ένα στοιχείο του απείρου εκφράζεται σε αυτήν τη σχέση. 

Το συναίσθημα για το άπειρο, ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οριοθετούμαστε στο έπακρο. Ο μεγαλύτερος περιορισμός για τον άνθρωπο είναι ο «Εαυτός·» εκδηλώνεται στην εμπειρία: «Είμαι μόνο αυτό!» Μόνο η συνειδητοποίηση της στενής προσκόλλησής μας στον Εαυτό αποτελεί τη σύνδεση με το απεριόριστο του ασυνείδητου. Χάρη σε αυτήν την επίγνωση, βιώνουμε τους εαυτούς μας ταυτόχρονα ως πεπερασμένους και απεριόριστους. Γνωρίζοντας τον εαυτό μας ως μοναδικό στον προσωπικό μας συνδυασμό, διαθέτουμε επίσης την ικανότητα να αποκτήσουμε συνείδηση του απείρου. Αλλά μόνο τότε! 

Σε μια εποχή που έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην επέκταση του ζωτικού χώρου και την αύξηση της ορθολογικής γνώσης με κάθε κόστος, πρόκειται για μια υπέρτατη πρόκληση να ζητήσουμε από τον άνθρωπο να αποκτήσει συνείδηση της μοναδικότητας και των περιορισμών του. Μοναδικότητα και περιορισμός είναι συνώνυμα. Χωρίς αυτά, καμία αντίληψη του απεριόριστου δεν είναι δυνατή- και, κατά συνέπεια, καμία επίτευξη επίγνωσης- παρά μόνο μια απατηλή ταύτιση με τους μεγάλους αριθμούς και μια απληστία για πολιτική εξουσία. 

Η εποχή μας έχει μετατοπίσει όλη την έμφαση στο «εδώ και τώρα,» και έτσι επέφερε μια δαιμονοποίηση του ανθρώπου και του κόσμου. Το φαινόμενο των δικτατοριών και όλης της δυστυχίας που έφεραν προέρχεται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει απογυμνωθεί από την υπερβατικότητα εξαιτίας των κοντόφθαλμων διανοούμενων. Μαζί τους, έπεσε θύμα της ασυνειδητότητας. Αλλά το καθήκον του ανθρώπου είναι ακριβώς το αντίθετο: να γίνει συνειδητός για τα περιεχόμενα τα οποία προωθούνται από το ασυνείδητο. Ούτε πρέπει να επιμείνει στην ασυνειδητότητα, ούτε πρέπει να παραμείνει ταυτισμένος με τα ασυνείδητα στοιχεία της ύπαρξής του, αποφεύγοντας έτσι το πεπρωμένο του, το οποίο είναι να δημιουργήσει ολοένα και περισσότερη συνείδηση. Όσο μπορούμε να διακρίνουμε, ο αποκλειστικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι να ανάψει ένα φως στο σκοτάδι του απλού είναι. Μπορεί ακόμη να υποτεθεί ότι ακριβώς όπως το ασυνείδητο μας επηρεάζει, έτσι η αύξηση της συνειδητότητάς μας επηρεάζει το ασυνείδητο. 

*Από το βιβλίο «Memories, Dreams, Reflections» του Carl Jung



Τα αρχέτυπα του συλλογικού ασυνείδητου*

$
0
0
*Απόσπασμα από το Collected Works, του C.G.Jung


Αναπαράσταση ενός μαντάλα σχεδιασμένου από έναν ασθενή του C.G.Jung


Αρχέτυπα του συλλογικού ασυνείδητου.

Η έννοια των αρχετύπων ως τρόπος έκφρασης του συλλογικού ασυνείδητου αναλύεται. Εκτός από το καθαρά προσωπικό ασυνείδητο που υπέθεσε ο Freud, ένα βαθύτερο ασυνείδητο επίπεδο πιστεύεται ότι υπάρχει. Αυτό το βαθύτερο επίπεδο εκδηλώνεται σε παγκόσμιες αρχαϊκές εικόνες που εκφράζονται στα όνειρα, στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, στους μύθους και στα παραμύθια. Τα αρχέτυπα, ως αφιλτράριστη ψυχική εμπειρία, εμφανίζονται μερικές φορές στις πιο πρωτόγονες και αφελείς μορφές (στα όνειρα), και άλλες φορές σε μια πιο σύνθετη μορφή, εξαιτίας της λειτουργίας της συνειδητής επεξεργασίας (στους μύθους). Οι αρχετυπικές εικόνες που εκφράζονται συγκεκριμένα στο θρησκευτικό δόγμα επεξεργάζονται λεπτομερώς σε τυποποιημένες δομές οι οποίες, παρότι εκφράζουν το ασυνείδητο με πλάγιο τρόπο, εμποδίζουν την άμεση σύγκρουση με αυτό. Από τότε που η προτεσταντική μεταρρύθμιση απέρριψε σχεδόν όλες τις προσεκτικά κατασκευασμένες συμβολικές δομές, ο άνθρωπος αισθάνθηκε ολοένα και πιο απομονωμένος και μοναχικός χωρίς τους θεούς του· μη μπορώντας να εκφράσει τα εξωτερικευμένα του σύμβολα, πρέπει να επιστρέψει στην πηγή τους, στο ασυνείδητο. Η αναζήτηση στο ασυνείδητο συμπεριλαμβάνει της αντιμετώπιση της σκιάς, της κρυφής φύσης του ανθρώπου· το ζεύγος άνιμα/άνιμους, ένα κρυφό αντίθετο φύλο σε κάθε άτομο· και παραπέρα, το αρχέτυπο του νοήματος. Αυτά είναι αρχέτυπα που επιδέχονται την προσωποποίηση· τα αρχέτυπα της μεταμόρφωσης, που εκφράζουν τη διαδικασία της ατομικότητας, εκδηλώνονται σε διάφορες περιστάσεις. Καθώς τα αρχέτυπα διεισδύουν στη συνείδηση, επηρεάζουν την αντιληπτή εμπειρία τόσο των κανονικών όσο και των νευρωτικών ανθρώπων· ένα ιδιαίτερα ισχυρό αρχέτυπο μπορεί να κυριαρχήσει πλήρως στο άτομο και να προκαλέσει ψύχωση. Η θεραπευτική διαδικασία λαμβάνει υπόψη τα ασυνείδητα αρχέτυπα με δύο τρόπους: γίνονται όσο το δυνατό πιο συνειδητά, και στη συνέχεια συνθέτονται με το συνειδητό μέσω της αναγνώρισης και της αποδοχής. Παρατηρείται ότι καθώς ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μια ιδιαίτερα αναπτυγμένη ικανότητα να διαχωρίζει, η απλή αναγνώριση μπορεί να μην ακολουθηθεί από την ενδεδειγμένη δράση· έτσι πιστεύεται ότι η ηθική κρίση και στήριξη απαιτείται συχνά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Η έννοια του συλλογικού ασυνείδητου. 

Ο ορισμός, οι τρόποι εκδήλωσης και λειτουργίας του συλλογικού ασυνείδητου συζητούνται. Εκτός από το προσωπικό ασυνείδητο που γίνεται γενικά αποδεκτό από την ιατρική ψυχολογία, η ύπαρξη ενός δεύτερου ψυχικού συστήματος μιας παγκόσμιας και απρόσωπης φύσης θεωρείται. Αυτό το συλλογικό ασυνείδητο θεωρείται ότι αποτελείται από προϋπάρχουσες σκεπτομορφές, που ονομάζονται αρχέτυπα, τα οποία δίνουν μορφή σε ορισμένα ψυχικά περιεχόμενα, τα οποία με τη σειρά τους εισέρχονται στο συνειδητό. Τα αρχέτυπα παρομοιάζονται με ενστικτώδη πρότυπα συμπεριφοράς. Παραδείγματα ιδεών όπως η έννοια της αναγέννησης, η οποία εμφανίζεται ανεξάρτητα σε διάφορους πολιτισμούς και εποχές, προτείνονται ως αποδεικτικά στοιχεία για το συλλογικό ασυνείδητο. Πιστεύεται ότι υπάρχουν τόσα αρχέτυπα όσες είναι και οι επαναλαμβανόμενες καταστάσεις της ζωής, ότι όταν εμφανίζεται μια κατάσταση που αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο αρχέτυπο, το αρχέτυπο πιέζει για την ολοκλήρωσή του όπως μια ενστικτώδης παρόρμηση· η αντίσταση στην έκφρασή του μπορεί να οδηγήσει σε νεύρωση. Η ύπαρξη των αρχετύπων καταδεικνύεται στην ανάλυση των ενήλικων και παιδικών ονείρων, στην ενεργή φαντασία, στις ψυχωτικές παραισθήσεις, και στις φαντασιώσεις που παράγονται σε κατάσταση έκστασης. Το περιστατικό ενός παρανοϊκού σχιζοφρενή εξετάζεται με όρους της εκδήλωσης αρχετύπων στο παραληρητικό σύστημα του ασθενούς.

Σχετικά με τα αρχέτυπα, με ειδική αναφορά στην έννοια της άνιμα. 

Η διατύπωση των αρχετύπων περιγράφεται ως μια εμπειρικά παράγωγη έννοια, όπως εκείνη του ατόμου· πρόκειται για μια έννοια που βασίζεται όχι μόνο σε ιατρικά στοιχεία, αλλά και στις παρατηρήσεις μυθικών, θρησκευτικών και λογοτεχνικών φαινομένων. Τα αρχέτυπα έτσι θεωρούνται αρχέγονες εικόνες, αυθόρμητα προϊόντα της ψυχής, τα οποία δεν εκφράζουν καμία φυσική διεργασία, αλλά αντανακλώνται μέσα σε αυτήν. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι θεωρίες του υλισμού θα εξηγούσαν την ψυχή ως ένα επιφαινόμενο των χημικών καταστάσεων στον εγκέφαλο, καμία απόδειξη δεν έχει ακόμα βρεθεί για αυτή την υπόθεση· θεωρείται πιο λογικό να δούμε την ψυχική παραγωγή ως έναν δημιουργό αντί για έναν δημιουργούμενο παράγοντα. Η άνιμα είναι η θηλυκή πτυχή του αρχετυπικού ζεύγους αρσενικό/θηλυκό του οποίου οι προβολές στον εξωτερικό κόσμο μπορούν να εντοπιστούν μέσω του μύθου, της φιλοσοφίας και του θρησκευτικού δόγματος. Αυτή η δυαδικότητα συχνά εκπροσωπείται από μυθικά σύμβολα συζυγίας, τα οποία αποτελούν εκφράσεις γονικών εικόνων· η μοναδική δύναμη αυτού του συγκεκριμένου αρχέτυπου θεωρείται εξαιτίας μιας ασυνήθιστα έντονης καταστολής ασυνείδητου υλικού σχετικά με τις γονικές εικόνες. Οι αρχετυπικές εικόνες περιγράφονται ως προϋπάρχουσες, διαθέσιμες και ενεργές από τη στιγμή της γέννησης δυνατότητες ιδεών, οι οποίες στη συνέχεια επεξεργάζονται από το άτομο. Η μορφή της άνιμα ιδιαίτερα φαίνεται να είναι ενεργή στην παιδική ηλικία, προβάλλοντας υπεράνθρωπες ιδιότητες στη μητέρα πριν να βυθιστεί πίσω στο υποσυνείδητο υπό την επίδραση της εξωτερικής πραγματικότητας. Από μια θεραπευτική άποψη, η έννοια της άνιμα θεωρείται κρίσιμη για την κατανόηση της αρσενικής ψυχολογίας.

Ψυχολογικές συνέπειες του αρχέτυπου της μητέρας. 

1. Σχετικά με την έννοια του αρχέτυπου. 


Σε μια συζήτηση σχετικά με την έννοια των αρχετύπων, η Πλατωνική έννοια της ιδέας, μια αρχέγονη προδιάθεση που διαμορφώνει και επηρεάζει τις σκέψεις, βρίσκεται να είναι μια πρώιμη διατύπωση της υπόθεσης των αρχετύπων. Άλλοι ερευνητές όπως ο HermannUsenerεπισημαίνονται επίσης να έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξη παγκόσμιων μορφών της σκέψης. Η συμβολή του Jungθεωρείται ότι βρίσκεται στην επίδειξη ότι τα αρχέτυπα μεταδίδονται όχι μόνο μέσα από την παράδοση, τη γλώσσα, ή τη μετανάστευση, αλλά ότι μπορούν να ενεργοποιηθούν αυθόρμητα χωρίς εξωτερική επιρροή. Τονίζεται ότι τα αρχέτυπα δεν έχουν προκαθορισμένο περιεχόμενο· περισσότερο πρόκειται για μια δυνατότητα αναπαράστασης, η οποία μπορεί να υλοποιηθεί με διάφορους τρόπους. Από αυτήν την άποψη το αρχέτυπο σχετίζεται με τα ένστικτα· και τα δύο είναι προκαθορισμένα μόνο στη μορφή, και τα δύο μπορούν να παρατηρηθούν μέσα από τις εκδηλώσεις τους. 

2. Το αρχέτυπο της μητέρας. 

Μερικές χαρακτηριστικές πτυχές του αρχετύπου της μητέρας καθορίζονται, συμπεριλαμβάνοντας τις μορφές της προσωπικής μητέρας, της γιαγιάς, της θετής μητέρας και της πεθεράς· δεύτερον, τη μορφή οποιασδήποτε γυναίκας με την οποία αυτή η μητρική σχέση υπάρχει, όπως μια νοσοκόμα· και τέλος, εικονιστικές πτυχές της μητέρας, όπως μια θεά. Σύμβολα της μητέρας εμφανίζονται σε αφηρημένες έννοιες, όπως ο στόχος της λύτρωσης, αντικείμενα που προκαλούν αφοσίωση ή δέος, όπως η θάλασσα, το φεγγάρι, το δάσος· και αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν τη γονιμότητα, όπως ένας κήπος. Η μαγική προστασία που αυτό το αρχέτυπο συνεπάγεται είναι παρόμοια με εκείνη του μαντάλα. Το αρχέτυπο της μητέρας έχει δύο πτυχές: είναι τόσο τρυφερή όσο και τρομερή. Από τη θετική σκοπιά, το αρχέτυπο της μητέρας έχει συσχετισθεί με την προσφορά, τη σοφία, τη συμπάθεια, την πνευματική εξύψωση, χρήσιμα ένστικτα, την ανάπτυξη και τη γονιμότητα· η αρνητική ή κακή πλευρά του αρχετύπου της μητέρας σχετίζεται με τα μυστικά, το σκοτάδι, τον κόσμο των νεκρών, την αποπλάνηση και το δηλητήριο. Λόγω της δύναμης του αρχετύπου της μητέρας, προτείνεται ότι οι τραυματικές επιπτώσεις που παράγονται από μια μητέρα στα παιδιά της είναι δύο ειδών: πρώτον, εκείνες που αντιστοιχούν σε χαρακτηριστικά που βρίσκονται στη μητέρα, και δεύτερον, εκείνες που οφείλονται σε χαρακτηριστικά τα οποία είναι αρχετυπικές προβολές εκ μέρους του παιδιού. Σημειώνεται πως ακόμη και ο Φρόιντ αναγνωρίζει τη σημασία της παιδικής φαντασίας στην ανάπτυξη της νεύρωσης. Η μηχανική εξήγηση της νεύρωσης ενός παιδιού αποκλειστικά με βάση τα ασυνείδητα αρχέτυπα οδηγεί σε λάθη· ανταυτού, ενδείκνυται μια διεξοδική έρευνα σχετικά με τους γονείς. Θεωρείται ότι το έργο του θεραπευτή δεν είναι να απαρνηθεί τα αρχέτυπα, αλλά να αναλύσει τις προβολές τους για να επαναφέρει τα περιεχόμενά τους στο άτομο. 

3. Το σύμπλεγμα της μητέρας. 

Ι. Το σύμπλεγμα της μητέρας στο γιο. 


Το αρχέτυπο της μητέρας περιγράφεται να αποτελεί τη βάση του συμπλέγματος της μητέρας στους γιους· μέσα από την πρώιμη επιρροή της πραγματικής μητέρας, η αρχετυπική δομή αναπτύσσεται γύρω από την εικόνα της μητέρας, παράγοντας φαντασιώσεις που διαταράσσουν τη σχέση μητέρας-παιδιού. Χαρακτηριστικά αποτελέσματα του συμπλέγματος της μητέρας περιλαμβάνουν την ομοφυλοφιλία, το Δον Ζουανισμό και μερικές φορές την ανικανότητα. Έναν ίσο ρόλο παίζουν η άνιμα και το αρχέτυπο της μητέρας στη διαμόρφωση του συμπλέγματος της μητέρας, δεδομένου ότι για το αρσενικό παιδί η αντίληψη της μητέρας περιπλέκεται από σεξουαλικές δυνάμεις. Εκτός από τις παθογόνες ιδιότητές του, το σύμπλεγμα της μητέρας θεωρείται ότι έχει πιθανά οφέλη για το αρσενικό παιδί στην ανάπτυξη και στον εξευγενισμό ορισμένων ουσιαστικά θηλυκών ιδιοτήτων. 

ΙΙ. Το σύμπλεγμα της μητέρας στην κόρη. 

a. Υπερτροφία του μητρικού στοιχείου. b. Υπερανάπτυξη του Έρωτα. 

Οι πιθανές επιπτώσεις του συμπλέγματος της μητέρας στην κόρη περιγράφονται ως η υπερτροφία των θηλυκών ενστίκτων της κόρης ή το αντίθετό του, η ατροφία των θηλυκών ενστίκτων. Η υπερβολή του θηλυκού στοιχείου εκδηλώνεται στην εντατικοποίηση όλων των θηλυκών ενστίκτων, ιδιαίτερα του μητρικού ενστίκτου· η αρνητική συνέπεια αυτής της υπερτροφίας παρατηρείται σε γυναίκες για τις οποίες ο σύζυγος είναι απλώς ένα αντικείμενο προσοχής, εκτός από την αναπαραγωγική του λειτουργία. Ακόμη και η δική της ζωή είναι δευτερεύουσας σημασίας, δεδομένου ότι τα παιδιά της είναι τα αντικείμενα της συμπλεγματικής της αναγνώρισης. Η συνειδητή ανάπτυξη του Έρωτα σε αυτόν τον τύπο γυναίκας περιγράφεται ως αποκλειστικά μια μητρική σχέση. Ο προσωπικός Έρωτας παραμένει ασυνείδητος και εκφράζεται με μια θέληση για ισχύ· Αυτή η σκληρότητα μπορεί να οδηγήσει στην εξόντωση της δικής της προσωπικότητας και της ζωής των παιδιών της. Όταν το μητρικό ένστικτο ατροφεί, ένας υπεραναπτυγμένος Έρωτας σχηματίζεται και οδηγεί γενικά σε μια ασυνείδητη αιμομικτική σχέση με τον πατέρα· ο ενισχυμένος Έρωτας προκαλεί μια ανώμαλη έμφαση στην προσωπικότητα των άλλων. Η γυναίκα αυτού του τύπου φαίνεται συχνά να εμπλέκεται με αυτοερωτισμό. 

c. Ταύτιση με τη μητέρα. 
d. Αντίσταση στη μητέρα. 

Δύο εναλλακτικές περιπτώσεις στην υπερτροφία του Έρωτα στο σύμπλεγμα της μητέρας μιας γυναίκας περιγράφονται ως ταύτιση με τη μητέρα και αντίσταση στη μητέρα. Στην πρώτη περίπτωση, η κόρη προβάλλει την προσωπικότητά της εντελώς στη μητέρα της, χάνει τα δικά της θηλυκά ένστικτα εξαιτίας αισθημάτων κατωτερότητας, και παραμένει αφοσιωμένη στη μητέρα με μια ασυνείδητη επιθυμία να την ελέγχει. Σημειώνεται ότι η υποτακτική συμπεριφορά που αυτές οι κόρες εμφανίζουν είναι συχνά πολύ ελκυστική για τους άνδρες. Η αντίσταση στη μητέρα περιγράφεται ως ένα παράδειγμα του αρνητικού συμπλέγματος της μητέρας, κατά το οποίο πρότυπα συμπεριφοράς της κόρης σχηματίζονται αποκλειστικά σε αντίθεση με εκείνα της μητέρας.  Αυτό το σύμπλεγμα φαίνεται να οδηγεί σε συζυγικές δυσκολίες, αδιαφορία για κοινωνικούς θεσμούς που βασίζονται στην οικογένεια, και μερικές φορές σε μια ακραία πνευματική ανάπτυξη. 

4. Θετικές συνέπειες του συμπλέγματος της μητέρας.

Ι. Η μητέρα. 


Η σημασία των αρχέτυπων στη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο τονίζεται· θεωρούνται ότι εκφράζουν τις υψηλότερες αξίες του ανθρώπου, οι οποίες θα χάνονταν στο ασυνείδητο αν δεν προβάλλονταν στο εξωτερικό περιβάλλον. Ένα παράδειγμα είναι το αρχέτυπο της μητέρας, το οποίο εκφράζει την ιδανική μητρική αγάπη. Αν και η προβολή αυτού του αρχέτυπου στην πραγματική μητέρα- ένα ατελές ανθρώπινο πλάσμα- μπορεί να οδηγήσει σε ψυχολογικές επιπλοκές, η εναλλακτική λύση της απόρριψης του ιδανικού θεωρείται ακόμη πιο επικίνδυνη· η καταστροφή αυτού του ιδανικού και κάθε άλλη παράλογη έκφραση θεωρείται ως μια σοβαρή υποβάθμιση της ανθρώπινης εμπειρίας. Επιπλέον, τα αρχέτυπα που έχουν παραμείνει αποκλειστικά στο ασυνείδητο μπορεί να ενταθούν στο σημείο που να στρεβλώσουν τις δυνάμεις αντίληψης και εκλογίκευσης. Έτσι η ισορροπία των λογικών και άλογων ψυχικών δυνάμεων θεωρείται απαραίτητη. 

II. Ο υπεραναπτυγμένος Έρωτας. 

Οι θετικές λειτουργίες που το είδος του μητρικού συμπλέγματος του υπεραναπτυγμένου Έρωτα μπορεί να εκπληρώσει θεωρούνται. Αυτό το είδος γυναίκας, της οποίας η συμπεριφορά συχνά αναπτύσσεται σε αντίθεση με την ενστικτώδη και υπερπροστατευτική φύση της δικής της μητέρας, τείνει να προσελκύει άνδρες με ανάγκη απελευθέρωσης από παρόμοιες μητέρες ή συζύγους. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η αποτυχία γάμων η οποία συνήθως προκύπτει από μια τέτοια έλξη έχει θετική συνέπεια. Επιπλέον, η ηθική σύγκρουση που εγείρεται σε άνδρες οι οποίοι είναι τα αντικείμενα της έλξης θεωρείται ότι συμβάλλει σε μια αυξημένη αυτογνωσία και έναν μεγαλύτερο βαθμό συνείδησης. Προτείνεται ότι ακόμη και η γυναίκα με αυτό το είδος του συμπλέγματος της μητέρας μπορεί να επωφεληθεί από την ίδια σύγκρουση, με το να αποκτήσει μεγαλύτερη επίγνωση για τον απελευθερωτικό της ρόλο και τον οποίο ενδεχομένως να εκπληρώσει συνειδητά. 

III. Η πειθήνια κόρη. 

Η δυνατότητα για θετική εξέλιξη μιας γυναίκας που τόσο ταυτίζεται με τη μητέρα της ώστε τα δικά της ένστικτα να είναι παραλυμένα θεωρείται ότι εξαρτάται από την κενότητά της η οποία καλύπτεται από μια προβολή αρσενικής άνιμα. Με το πού την κλέψει κάποιος από τη μητέρα της, αυτή η γυναίκα μπορεί να φτάσει τελικά στην αυτεπίγνωση μέσα από την απόλυτη δυσαρέσκεια του υποτακτικού της ρόλου ως σύζυγος. Αν παραμείνει ασυνείδητη της δικής της προσωπικότητας, ωστόσο, θεωρείται ικανή να δώσει στο σύζυγό της τα δικά της ανέκφραστα ταλέντα μέσω της προβολής. Αυτός ο τύπος γυναίκας περιγράφεται να ενσωματώνει το θεμελιώδες θηλυκό χαρακτηριστικό: την κενότητα (το γιν). 

IV. Το αρνητικό σύμπλεγμα της μητέρας


Η δυνατότητα για θετική εξέλιξη της γυναίκας με ένα αρνητικό σύμπλεγμα της μητέρας συζητείται. Αν και ως παθολογικό φαινόμενο αυτός ο τύπος γυναίκας είναι ένας δυσάρεστος και απαιτητικός σύντροφος στο γάμο, πιστεύεται ότι με την πείρα αυτή η γυναίκα μπορεί πραγματικά να έχει την καλύτερη ευκαιρία για να κάνει το γάμο της επιτυχημένο στο δεύτερο μισό της ζωής της. Πρώτα πρέπει να σταματήσει να μάχεται τη μητέρα της από προσωπική άποψη· αλλά θα παραμείνει πάντα εχθρική προς την θηλυκές ιδιότητες του σκοταδιού και της ασάφειας, και θα επιλέξει τη σαφήνεια και τη λογική. Η ορθή κρίση της και αντικειμενικότητα μπορούν να δώσουν σε αυτόν τον τύπο γυναίκας κατανόηση για την ατομικότητα του συζύγου της πέρα από την ερωτική πτυχή· μπορεί να γίνει η φίλη, αδελφή και άξια σύμβουλος του συζύγου της. Όλα αυτά μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν το σύμπλεγμα αντιμετωπιστεί και εμπεριστατωθεί στο έπακρο. Ο βιβλικός χαρακτήρας της γυναίκας του Λωτ περιγράφεται ως τέτοιο παράδειγμα, η οποία έχει μια ασυνείδητη αντιδραστική άποψη της πραγματικότητας, κυριαρχημένη από την αποκλειστική γυναικεία πτυχή. Όταν αυτός ο τύπος γυναίκας επιτυγχάνει μεγαλύτερη συνείδηση του εαυτού της, ο σπάνιος συνδυασμός της θηλυκής και αρσενικής σκέψης είναι ευεργετικός στο εργασιακό περιβάλλον καθώς και στις προσωπικές σχέσεις. Ένας άντρας μπορεί να προβάλλει ένα θετικό σύμπλεγμα της μητέρας σε μια γυναίκα με αρσενικές ιδιότητες, γιατί αυτή μπορεί ευκολότερα να καταλάβει από ό,τι μια άλλη γυναίκα με έναν διαφορετικό τύπο του συμπλέγματος της μητέρας. Καταλαβαίνοντας αυτού του είδους τη γυναίκα, επιπλέον, δεν θεωρείται κάτι τρομακτικό για έναν άνθρωπο, αντίθετα είναι ευνοϊκό για την εμπιστοσύνη, μια ποιότητα που συχνά απουσιάζει στη σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών. 

5. Συμπέρασμα. 

Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με το σύμπλεγμα της μητέρας και παραδείγματα παρμένα από τη μυθολογία και την ιστορία χρησιμοποιούνται για να υποστηρίξουν την ιδέα μιας ασυνείδητης προέλευσης του αρχέτυπου της μητέρας. Η εμπειρία του αρχέτυπου της μητέρας περιγράφεται να ξεκινά στην κατάσταση της ασυνείδητης ταυτότητας όπου το παιδί αντιμετωπίζει πρώτα την πραγματική μητέρα. Σταδιακά, καθώς το εγώ διαφοροποιείται από τη μητέρα, μυστηριώδεις ιδιότητες αρχικά συνδεδεμένες με εκείνη μεταφέρονται σε μια γυναικεία μορφή κοντά της, όπως η γιαγιά· Τέλος, καθώς η συνείδηση γίνεται σαφέστερη, το αρχέτυπο υποχωρεί στο υποσυνείδητο, αποκτώντας μυθολογικές διαστάσεις. Μόλις το αρχέτυπο της μητέρας προβληθεί σε μύθο ή παραμύθι, τα αντίθετα χαρακτηριστικά του μπορεί να αποχωριστούν, δημιουργώντας μια καλή και μια κακή θεά, για παράδειγμα. Η βασική διαφορά ανάμεσα στη λειτουργία της εικόνας της μητέρας στην ψυχολογία ενός άνδρα και μιας γυναίκας τονίζεται: η μητέρα χαρακτηρίζει τη συνειδητή ζωή μιας γυναίκας, αλλά είναι μια ξένη εικόνα για έναν άντρα, και περιβάλλεται με εικόνες από το ασυνείδητο. Σημειώνεται ότι η μυθολογική προβολή του αρχέτυπου της μητέρας, η Μεγάλη Μητέρα, εμφανίζεται συχνά με το αρσενικό της ταίρι, δημιουργώντας το αρχέτυπο των αντιθέτων, που είναι το σύμβολο της ψυχικής ατομικότητας. Το δόγμα της Ανάληψης της Θεοτόκου προτείνεται ως μια σύγχρονη προσπάθεια να αντισταθμιστεί η κυριαρχίας της ορθολογικής και υλιστικής επιστήμης με το αρχετυπικό της αντίθετο, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο έναν ισορροπημένο κόσμο. Προτείνεται ότι αυτό το είδος της συμβολικής αναπλήρωσης και ενότητας αποτελεί το μόνο τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να οργανώσει το ρόλο του στον κόσμο. 

Σχετικά με την αναγέννηση. 

1. Μορφές αναγέννησης. 

Πέντε διαφορετικές μορφές αναγέννησης ορίζονται και περιγράφονται. Η μετεμψύχωση, ή μετανάστευση των ψυχών, περιγράφεται ως ζωή που επεκτείνεται στο χρόνο περνώντας μέσα από διαφορετικές σωματικές υπάρξεις, μια αιώνια ζωή που διακόπτεται από διαφορετικές διαδοχικές μετενσαρκώσεις. Αυτή η έννοια δεν απαιτεί τη συνέχεια της προσωπικότητας, ακόμα και στο Βουδισμό όπου κατέχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά μόνο τη συνέχεια του Κάρμα. Στη μετενσάρκωση, η ανθρώπινη προσωπικότητα θεωρείται συνεχής· οι προηγούμενες υπάρξεις είναι τουλάχιστον δυνητικά διαθέσιμες στην επίγνωση, εφόσον το ίδιο εγώ θεωρείται ότι υπάρχει σε αυτές τις ζωές. Αυτές οι ζωές θεωρούνται γενικά ότι είναι αποκλειστικά ανθρώπινες. Η τρίτη μορφή αναγέννησης, η ανάσταση, ορίζεται ως μια αποκατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης μετά θάνατο, με την προϋπόθεση κάποιας αλλαγής ή μεταμόρφωσης της ύπαρξης. Ένας διαφορετικός τόπος ή σώμα μπορεί να έχει να κάνει με αυτήν την αλλαγή· η μεταμόρφωση του σώματος μπορεί να είναι είτε με τη σαρκική ή με τη μη υλική έννοια. Η τέταρτη μορφή αναγέννησης (renovatio) περιγράφεται ως αναγέννηση μέσα στα πλαίσια της ατομικής ζωής· αυτού του είδους η αναγέννηση μπορεί να έχει να κάνει είτε με κάποια θεραπεία ή με την ενίσχυση κάποιου μέρους της φυσικής ή ψυχολογικής ύπαρξης χωρίς ουσιαστική αλλαγή του συνόλου της, ή με κάποια βαθιά αλλαγή στην ουσιώδη φύση του ατόμου, που ονομάζεται μεταστοιχείωση. Παραδείγματα αναφέρονται, όπως η ανάληψη του σώματος της Μητέρας του Θεού στον ουρανό μετά το θάνατό της. Η πέμπτη μορφή αναγέννησης θεωρείται έμμεση και στην οποία το άτομο μαρτυρεί ή παραβρίσκεται σε κάποια ιεροτελεστία μεταμόρφωσης, και με αυτόν τον τρόπο συμμερίζεται μια θεία χάρη. Παραδείγματα είναι η μαρτυρία της μετουσίωσης στη Θεία Κοινωνία, ή η εξομολόγηση του μυημένου στα Ελευσίνια Μυστήρια. 

2. Η ψυχολογία της αναγέννησης. 

Ι. Εμπειρία της υπερβατικότητας της ζωής. 

a. Εμπειρίες που προκαλούνται από τις τελετές. 

Η ψυχική σημασία της έννοιας της αναγέννησης και δύο κύριοι τύποι εμπειριών μεταμόρφωσης συζητούνται. Θεωρείται ότι η έννοια της αναγέννησης μπορεί να ερμηνευθεί μόνο εξετάζοντας την ιστορία, δεδομένου ότι η αναγέννηση καθαυτή είναι μια καθαρά ψυχική πραγματικότητα που μεταδίδεται μόνο έμμεσα μέσω προσωπικών μαρτυριών. Η επιβεβαίωση της έννοιας της αναγέννησης μεταξύ πολλών διαφορετικών λαών εκλαμβάνεται ως βάση για την αρχετυπική της προέλευση. Υποστηρίζεται ότι η ψυχολογία πρέπει να ασχοληθεί με ψυχικές εκδηλώσεις που βρίσκονται πίσω από τις μαρτυρίες της αναγέννησης, ειδικά όσον αφορά τις δύο κύριες ομάδες εμπειριών μεταμόρφωσης: τη μία σχετικά με την υπέρβαση της ζωής, και την άλλη σχετικά με την προσωπική μεταμόρφωση. Η εμπειρία για την υπέρβαση της ζωής μπορεί να προκληθεί από την τελετουργία, στην οποία ο μυούμενος συμμετέχει σε κάποια ιερή τελετή που του αποκαλύπτει τη συνέχεια της ζωής. Η μεταμόρφωση δεν συμβαίνει μέσα στο μυούμενο, αλλά έξω από αυτόν, παρότι μπορεί να εμπλακεί στη μεταμόρφωση. Η εμπειρία της Θείας Κοινωνίας περιγράφεται ως ένα παράδειγμα αυτού του είδους εμπειρίας στο οποίο η ζωή μεταβαίνει σε ένα στιγμιότυπο της αιωνιότητας. 

b. Άμεσες εμπειρίες

Εκτός από την υπέρβαση που εμπειριώνεται μέσω της τελετουργίας, μια δεύτερη υπέρβαση της ζωής περιγράφεται ως μια αυθόρμητη, εκστατική ή οραματιστική εμπειρία μυστηρίου χωρίς τη βοήθεια της τελετουργίας. Το όραμα του Νίτσε στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» συζητείται ως ένα κλασικό παράδειγμα αυτού του τύπου μεταμόρφωσης: στο μύθο του Διονύσου-Ζαγρέως, ο οποίος διαμελίστηκε και επέστρεψε στη ζωή, η Θεότητα εμφανίζεται το μεσημέρι, ιερή ώρα για τον Πάνα· η αντίδραση του Νίτσε ήταν σαν να παραβρισκόταν σε κάποια τελετουργία. Επισημαίνεται ότι πρόκειται για πιο αισθητικές μορφές εμπειρίας, σαν όνειρα που δεν έχουν κάποια μόνιμη επιρροή σε αυτόν που ονειρεύεται, και τα οποία πρέπει να διαχωριστούν από τα οράματα που περιλαμβάνουν τη μόνιμη αλλαγή στο άτομο. 

ΙΙ. Υποκειμενική μεταμόρφωση. 

a. Εξασθένιση της προσωπικότητας. 

Η εξασθένιση της προσωπικότητας ως αποτέλεσμα μιας μεταμόρφωσης της προσωπικότητας χαρακτηρίζεται ως διαφορετική από τις αλλαγές που παράγονται από μια μυστικιστική εμπειρία. Σημειώνεται ότι οι μεταμορφώσεις της προσωπικότητας είναι γνωστές στην ψυχολογία, και εμφανίζονται στην ψυχοπαθολογία. Η πρωτόγονη ψυχολογία αναφέρεται σε αυτήν την εξασθένιση της προσωπικότητας ως «απώλεια της ψυχής·» η εντύπωση ότι η ψυχή έχει ξαφνικά χαθεί βρίσκεται σε συμφωνία με τη φύση της πρωτόγονης συνείδησης, η οποία στερείται τη συνοχή της συνείδησης του πολιτισμένου ανθρώπου. Η εμπειρία του πολιτισμένου ανθρώπου θεωρείται παρόμοια με εκείνη των πρωτόγονου ανθρώπου, αλλά γίνεται αντιληπτή περισσότερο ως μια μείωση της έντασης της συνείδησης· η συνακόλουθη νωθρότητα και απώλεια προχωράνε μέχρι το σημείο της αποδιοργάνωσης, όπου μεμονωμένα τμήματα της προσωπικότητας ξεφεύγουν από το συνειδητό έλεγχο, όπως στην περίπτωση των υστερικών φαινομένων. Αυτή η εξασθένιση, ή μείωση, της προσωπικότητας (abaissementduniveaumental) περιγράφεται να προκύπτει από σωματική ή πνευματική κόπωση, σωματική ασθένεια, βίαια συναισθήματα, ή σοκ, και οδηγεί σε μείωση των πνευματικών οριζόντων και πιθανώς στην ανάπτυξη μιας αρνητικής κατάστασης η οποία διαστρεβλώνει την αρχική προσωπικότητα. 

b. Αύξηση της προσωπικότητας. 

Η μεταμόρφωση που έχει ως αποτέλεσμα μια διεύρυνση της προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση νέων εμπειριών οι οποίες δεν συνδέονται με την αντίδραση κάποιου εσωτερικού στοιχείου σε αυτές τις εμπειρίες. Νέες εμπειρίες δεν μπορούν να συσσωρευτούν αν το εσωτερικό μέγεθος δεν ισούται με το εισερχόμενο υλικό· ως εκ τούτου, χωρίς ψυχικό βάθος, ένας άνθρωπος στερείται την ικανότητα να συσχετιστεί με το μέγεθος της εμπειρίας, και ένα δύσκολο έργο μπορεί να τον καταστρέψει αντί να τον ωφελήσει. Ένα λογοτεχνικό παράδειγμα μιας τέτοιας διεύρυνσης της συνείδησης υπάρχει στην περιγραφή του Νίτσε για τον Ζαρατούστρα· θρησκευτικές και πολιτιστικές απεικονίσεις αυτής της διαδικασίας βρίσκονται στη μορφή του Χριστού, στην Ινδική κουλτούρα, και στον Ισλαμικό μύθο του Μωυσή και του Khidr. Σημειώνεται ότι η διεύρυνση της προσωπικότητας μπορεί να συμβεί σε μικρότερο βαθμό, όπως μπορεί να φανεί σε ιστορικά νευρωτικών ασθενών. 

c. Αλλαγή στην εσωτερική δομή. 

Αλλαγές στην προσωπικότητα αναλύονται που περιλαμβάνουν διαρθρωτικές αλλαγές στην προσωπικότητα αντί για αύξηση ή μείωση. Το φαινόμενο της καταληψίας, στο οποίο κάποια ιδέα, περιεχόμενο ή μέρος της προσωπικότητας αποκτά τον έλεγχο του ατόμου, χαρακτηρίζεται ως μία από τις σημαντικότερες μορφές δομικής αλλαγής. Η καταληψία περιγράφεται ως ταύτιση του εγώ της προσωπικότητας με ένα σύμπλεγμα, χωρίς να γίνεται μια αυστηρή διαφοροποίηση μεταξύ καταληψίας και παράνοιας. Μια συνηθισμένη περίπτωση καταληψίας και των συνεπακόλουθων δομικών αλλαγών στην προσωπικότητα φαίνεται στην ταύτιση του ατόμου με το πρόσωπο (persona), τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον κόσμο· η ζωή στη συνέχεια βιώνεται σαν μια δημόσια βιογραφία. Άλλα παραδείγματα καταληψίας τμημάτων της προσωπικότητας περιγράφονται, όπως η κατοχή από μια «κατώτερη λειτουργία,» η οποία έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να ζει κάτω από το επίπεδό του, ή η κατοχή από την άνιμα ή τον άνιμους, η οποία δίνει έμφαση στα χαρακτηριστικά προσωπικότητας του αντίθετου φύλου. Ασυνήθιστες περιπτώσεις καταληψίας μπορεί να παρατηρηθούν να αφορούν την ψυχή κάποιου προγόνου· στοιχεία για αυτό το είδος μεταμόρφωσης βρίσκονται στο βιβλίο του LeonDaudet«LHeredo» και στην κοινή σημασία των προγονικών ρόλων στην κοινωνία. 

d. Ταύτιση με μια ομάδα. 

Περιγράφεται μια μορφή μεταμόρφωσης η οποία συμβαίνει όταν ένα άτομο ταυτίζεται με μια ομάδα ανθρώπων που έχουν μια συλλογική εμπειρία μεταμόρφωσης. Αυτό το είδος εμπειρίας διακρίνεται από τη συμμετοχή σε μια τελετή μεταμόρφωσης, η οποία δεν εξαρτάται απαραίτητα, ή δεν παράγει μια ομαδική ταυτότητα. Η μεταμόρφωση ως ομαδική εμπειρία περιγράφεται να λαμβάνει χώρα σ’ ένα χαμηλότερο επίπεδο της συνείδησης από ό,τι ο ατομικός μετασχηματισμός, επειδή η συνολική ψυχή που προκύπτει από μια ομάδα μοιάζει περισσότερο με την ψυχή των ζώων παρά του ανθρώπου. Παρότι η ομαδική εμπειρία είναι ευκολότερο να επιτευχθεί, δεν προκαλεί μια μόνιμη αλλαγή μόλις το άτομο φύγει από την ομάδα. Γεγονότα στην προπολεμική Γερμανία παρατίθενται τα οποία τυποποιούν τα αποτελέσματα της αναπόφευκτης ψυχολογικής παλινδρόμησης η οποία λαμβάνει χώρα σε μια ομάδα όταν η τελετουργία δεν εισάγεται για την εξουδετέρωση των ασυνείδητων ενστίκτων. Αν και αυτή η αξιολόγηση της μαζικής ψυχολογίας αναγνωρίζεται να είναι ουσιαστικά αρνητική, επισημαίνεται ότι η μάζα μπορεί επίσης να έχει θετικές επιπτώσεις προάγοντας το θάρρος και την αξιοπρέπεια· ωστόσο, αυτά τα δώρα θεωρούνται ότι γίνονται επικίνδυνα αν εκληφθούν ως αυτονόητα και καταπνίξουν τις προσωπικές προσπάθειες επίτευξής τους. 

e. Ταύτιση με έναν εκπολιτιστή ήρωα. 

Ταύτιση με κάποιο θεό ή ήρωα ο οποίος μεταμορφώνεται σε μια ιερή τελετουργία συζητείται ως μια σημαντική μορφή μετασχηματισμού της προσωπικότητας. Η Μεταμόρφωση του Απουλήιου, η λατρεία του Όσιρη της Αιγύπτου, και η Χριστιανική παράδοση αναλύονται ως παραδείγματα αυτού του φαινομένου. Η τελευταία θεωρείται ότι αποτελεί το επιστέγασμα αυτής της μεταμόρφωσης στην ιδέα ότι ο καθένας έχει μια αθάνατη ψυχή και την οποία μοιράζεται με το θεό· περαιτέρω ανάπτυξη αυτής της ιδέας φαίνεται να οδηγεί στην έννοια του Χριστού μέσα σε κάθε άτομο. Δύο μορφές αυτής της έμμεσης διαδικασίας μεταμόρφωσης περιγράφονται ως δρώμενα, χαρακτηριστικά της τελετουργίας της Καθολικής εκκλησίας, και του Ευαγγελίου, το Προτεσταντικό κήρυγμα του Λόγου. 

f. Μαγικές διεργασίες. 
g. Τεχνική μεταμόρφωση. 

Προτείνονται δύο επιπλέον μορφές μεταμόρφωσης της προσωπικότητας πέρα από την ταύτιση με μια ηρωική λατρεία. Αντί για τη μεταμόρφωση που συμβαίνει με τη συμμετοχή ενός ατόμου σε μια ιερή τελετουργία, η τελετουργία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να πραγματοποιήσει τη μεταμόρφωση, η οποία λαμβάνει χώρα από τα έξω καθώς ένα άτομο υποβάλλεται σε μια τεχνική. Τεχνικές μαγικής μεταμόρφωσης σε πρωτόγονες κοινωνίες περιλαμβάνουν συνήθως κάποια φυσική διαδικασία, όπως το τράβηγμα ενός άρρωστου ατόμου μέσα από μια τρύπα στον τοίχο, ή μέσα από το δέρμα μιας αγελάδας, ή μια μετονομασία, για να δοθεί στο άτομο μια άλλη ψυχή. Μη μαγικές τεχνικές σχεδιασμένες να παράγουν ψυχικές αλλαγές παρουσιάζονται με την πρακτική της γιόγκα. Ένα παραμύθι δείχνει πώς οι αυθόρμητες μεταμορφώσεις αντικαθίστανται από τυποποιημένες τεχνικές που σχεδιάστηκαν να αναπαράγουν την αρχική μεταμόρφωση μιμούμενες τη διαδικασία. 

h. Φυσική μεταμόρφωση (εξατομίκευση). 

Εκτός από τις τεχνικές διαδικασίες μεταμόρφωσης της προσωπικότητας, μια φυσική διαδικασία εξατομίκευσης περιγράφεται να εμπεριέχει μια αυθόρμητη ωρίμανση της προσωπικότητας. Η φυσική μεταμόρφωση εμφανίζεται στα όνειρα που συμβολίζουν την αναγέννηση και στην επαφή ανάμεσα στη συνείδηση και σε κάποια εσωτερική φωνή· αυτό το τελευταίο φαινόμενο, που συνήθως περιγράφεται σαν να μιλάμε στον εαυτό μας, θεωρείται ως διαλογισμός με την αλχημιστική έννοια. Η εσωτερική φωνή θεωρείται γενικά είτε ως ασυναρτησία ή ως η φωνή του Θεού· η πραγματική της φύση θεωρείται το ασυνείδητο αντίστοιχο του εγώ. Υπάρχει η αίσθηση ότι αν αυτό το ψυχικό ταίρι αναγνωρίζεται από τη συνείδηση του εγώ, η σύγκρουση μεταξύ των δύο μπορεί να έχει θετική επίδραση. Στην αλχημεία, στις αρχαίες λατρείες και στη θρησκεία αυτή η εσωτερική παρουσία βρίσκεται προσωποποιημένη ως ένα εξωτερικό ον, ο Μερκούριος ή ο Χριστός. 

3. Ένα τυπικό σύνολο συμβόλων που απεικονίζει τη διαδικασία της μεταμόρφωσης. 

Ένα παράδειγμα από το συμβολισμό του μεταμόρφωσης βρίσκεται στο μύθο του Khidrτου Ισλαμικού μυστικισμού που εμφανίζεται στο Δέκατο Όγδοο Κεφάλαιο του Κορανίου. Το σπήλαιο που εμφανίζεται σε αυτό το κείμενο αντιμετωπίζεται ως σύμβολο του ασυνείδητου· η είσοδος στο σπήλαιο είναι η αρχή μιας διαδικασίας ψυχικής μεταμόρφωσης που μπορεί να οδηγήσει σε μια σημαντική αλλαγή προσωπικότητας. Ηθικές παρατηρήσεις που ακολουθούν το μύθο θεωρούνται ως συμβουλές σε εκείνους που δεν θα πετύχουν τη μεταμόρφωση και οι οποίοι θα πρέπει να βρουν άλλους τρόπους τήρησης του νόμου προκειμένου να φθάσουν στην αληθινή αναγέννηση. Η διδακτική ιστορία του Μωυσή και του υπηρέτη του ενισχύει και εξηγεί το προηγούμενο παράδειγμα· το πιάσιμο και στη συνέχεια η απώλεια του ψαριού από το Μωυσή συμβολίζει μια ελλιπή επικοινωνία με την εποικοδομητική επιρροή του ασυνείδητου. Η εμφάνιση του Khidrστο μύθο αντιμετωπίζεται να αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο εαυτό που μπορεί να οδηγήσει τη συνείδηση του εγώ (Μωυσής) προς την αυξημένη σοφία. Ακολουθεί μια μετάβαση, και ο Μωυσής αφηγείται μια ιστορία σχετικά με τον Khidrκαι το φίλο του Dhulguamein, αν και στην πραγματικότητα είναι ο Μωυσής που βρίσκεται σε επαφή με τον Khidr· αυτή η υποκατάσταση ερμηνεύεται ως ένα καταφύγιο από τον ψυχικό κίνδυνο μιας άμεσης αντιπαράθεσης της συνείδησης του εγώ με τον εαυτό. Ένας υπαινιγμός για την ανοικοδόμηση των τειχών θεωρείται ως σύμβολο της προστασίας του εαυτού και της διαδικασίας εξατομίκευσης. Συνάγεται το συμπέρασμα ότι η σημασία της μορφής του Khidrστον Ισλαμικό μυστικισμό οφείλεται στην πλήρη έκφραση από αυτόν το μύθο του αρχέτυπου της ατομικότητας.

Η ψυχολογία του αρχέτυπου του παιδιού.

I. Εισαγωγή.

Μια σύντομη ιστορία ψυχολογικής φιλοσοφίας δίνεται για να εξηγηθεί η μακρόχρονη ασάφεια σχετικά με το ασυνείδητο ως τη βασική ουσία της ψυχής. Στην ανάλυση των ονείρων, η ύπαρξη τυπικών μυθολογημάτων μεταξύ των ατόμων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο μύθος που σχηματίζει δομικά στοιχεία πρέπει να είναι παρών στην ασυνείδητη ψυχή. Το αρχέτυπο του παιδιού αναφέρεται ως παράδειγμα μιας τέτοιας αρχέγονης εικόνας, που ονομάζεται αρχέτυπο, η οποία μπορεί να βρεθεί σε μύθους, παραμύθια και ψυχωτικές φαντασιώσεις, όπως επίσης και στα όνειρα. Εξαιτίας της υποανάπτυκτης φύσης του πρωτόγονου ανθρώπου, το ασυνείδητο και τα αρχέτυπά του φαίνονται να εισβάλλουν αυθόρμητα στο συνειδητό μυαλό του· έτσι, ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν εφευρίσκει το μύθο αλλά μόνο το βιώνει. Στο σύγχρονο άνθρωπο, τα προϊόντα του ασυνείδητου μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: φαντασιώσεις προσωπικού χαρακτήρα που μπορούν να εντοπιστούν σε απωθήσεις· και φαντασιώσεις ενός απρόσωπου χαρακτήρα, που δεν είναι προσωπικά αποκτημένες, και οι οποίες αντιστοιχούν σε κληρονομικά συλλογικά στοιχεία της ανθρώπινης ψυχής. Αυτή η δεύτερη κατηγορία ανήκει στο συλλογικό ασυνείδητο. Εξηγείται ότι ασυνείδητο υλικό εισέρχεται στη συνείδηση κατά τη διάρκεια της κατάστασης μειωμένης συνειδητής έντασης όπως στο όνειρο, όταν ο έλεγχος του συνειδητού πάνω στο ασυνείδητο παύει να υφίσταται. Τα αρχέτυπα περιγράφονται ως ζωντανές ψυχικές δυνάμεις που μπορούν να προωθήσουν την ανθρώπινη ανάπτυξη και τα οποία, όταν αγνοηθούν, μπορούν να προκαλέσουν νευρωτικές ή ακόμη και ψυχωσικές διαταραχές. Το αρχέτυπο του θεού παιδιού φαίνεται να είναι διαδεδομένο: παρατίθενται παραδείγματα από μύθους και θρύλους, όπως ο Χριστός παιδί, το μοτίβο του παιδιού των αλχημιστών, και η μορφή του νάνου ή του ξωτικού. Η πιο σημαντική εκδήλωση του μοτίβου του παιδιού στην ψυχοθεραπεία περιγράφεται να συμβαίνει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ωρίμανσης της προσωπικότητας, και η οποία προκαλείται από την ανάλυση του ασυνείδητου ή από τη διαδικασία εξατομίκευσης. Εδώ υποσυνείδητες διαδικασίες σταδιακά περνάνε στο συνειδητό μέσω των ονείρων ή μέσω της ενεργής φαντασίας. 

ΙΙ. 1. Το αρχέτυπο ως σύνδεσμος με το παρελθόν. 

Η δυσκολία ακριβούς εξήγησης της έννοιας του αρχετύπου, ένα ψυχικό όργανο μέσα στον κάθε άνθρωπο, αναγνωρίζεται, με την προειδοποίηση ότι μια κακή ερμηνεία του μπορεί να οδηγήσει στον τραυματισμό αυτού του ψυχικού οργάνου. Γίνεται αντιληπτό ότι η εξήγηση του αρχέτυπου πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζεται μια επαρκής και ουσιαστική σύνδεση μεταξύ του συνειδητού μυαλού και των αρχέτυπων, και ότι η λειτουργική σημασία του αρχέτυπου παραμένει αμείωτη. Ο ρόλος του αρχέτυπου στην ψυχική δομή περιγράφεται να εκπροσωπεί ή να προσωποποιεί ορισμένα ενστικτώδη δεδομένα από το ασυνείδητο. Η προσκόλληση της αρχέγονης πνευματικότητας στη μαγεία, που αναφέρεται ως στοιχείο για τη σημασία της σύνδεσης με πρωτόγονα ψυχικά περιεχόμενα, θεωρείται ως η βάση της σύγχρονης θρησκείας. Το αρχέτυπο του παιδιού ορίζεται ως μια αναπαράσταση της ασυνείδητης παιδικότητας της συλλογικής ψυχής. 

ΙΙ. 2. Η λειτουργία του αρχέτυπου. 

Η λειτουργία του αρχέτυπου του παιδιού σκιαγραφείται σε ό,τι αφορά το σύγχρονο άνθρωπο. Ως σκοπός του αρχέτυπου του παιδιού θεωρείται η αναπλήρωση ή επανόρθωση της αναπόφευκτης μονομέρειας και υπερβολής του συνειδητού μυαλού, το φυσικό αποτέλεσμα της συνειδητής επικέντρωσης σε λίγα περιεχόμενα και του αποκλεισμού όλων των άλλων. Η αναπτυγμένη θέληση του σύγχρονου ανθρώπου περιγράφεται να περιέχει την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά και τη μεγαλύτερη δυνατότητα παραβίασης των ενστίκτων. Η αναπλήρωση μέσω της διαχρονικής κατάστασης της παιδικότητας θεωρείται αναγκαία για να προλάβει το εξωκύλισμα της διαφοροποιημένης συνείδησης. Τα συμπτώματα της αποζημίωσης αυτής, όπως η καθυστέρηση και οπισθοδρόμηση, αξιολογούνται αρνητικά από το σύγχρονο άνθρωπο, ενώ ο πρωτόγονος άνθρωπος τα βλέπει ως κάτι φυσικό, σύμφωνα με το νόμο και την παράδοση. Η αποσύνδεση της συνείδησης θεωρείται ότι διευκολύνει τον αποχωρισμό ενός μέρους της ψυχής από τα υπόλοιπα, με αποτέλεσμα την παραποίηση της προσωπικότητας μέσα από την δύναμη του διαχωρισμένου τμήματος. Έτσι αν η παιδική κατάσταση της συλλογικής ψυχής κατασταλεί, το ασυνείδητο μπορεί να αναστείλει ή ακόμα και να κυριαρχήσει τη συνειδητή λειτουργία. 

ΙΙ. 3. Η μελλοντολογία του αρχέτυπου. 

Εφόσον το παιδί είναι ουσιαστικά ένα εν δυνάμει πλάσμα, το παιδί πρότυπο στην ψυχολογία του ατόμου σημαίνει γενικά την προσδοκία του μέλλοντος, ακόμα κι αν το πρότυπο αυτό φαίνεται να λειτουργεί αναδρομικά. Με τον ίδιο τρόπο, το παιδί μέσα στον άνθρωπο εμφανίζεται να ανοίγει το δρόμο για μια μελλοντική αλλαγή της προσωπικότητας. Το παιδί μοτίβο εξηγείται ως ένα σύμβολο που ενώνει τα αντίθετα στην προσωπικότητα του ατόμου, με την έννοια ότι προκαταλαμβάνει τη μορφή που παράγεται από τη σύνθεση των συνειδητών και ασυνείδητων στοιχείων. Το παιδί ως μεσολαβητής του μετασχηματισμού αντιπροσωπεύεται με πολλά σύμβολα, όπως ο κύκλος ή η τετράδα· αυτά τα σύμβολα της ολότητας αναγνωρίζονται επίσης με τον εαυτό. Η διαδικασία εξατομίκευσης φαίνεται ότι υπάρχει στο παιδί σε μια ασυνείδητη κατάσταση, για να πραγματωθεί στην ενήλικη ψυχή. 

ΙΙ. 4. Μοναδικότητα και πλουραλισμός του μοτίβου του παιδιού. 

ΙΙ. 5. Το παιδί θεός και το παιδί ήρωας. 

Το μοτίβο του παιδιού ως αρχετυπική εικόνα σημειώνεται ότι εκδηλώνεται και ως μονάδα και ως ολότητα. Όταν ένας αριθμός παιδιών εμφανίζονται χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά, φαίνεται ένας διχασμός της προσωπικότητας όπως εκείνος που υπάρχει στη σχιζοφρένεια· ενώ η εμφάνιση του παιδιού ως μονάδα θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει μια δυνητική συγκρότηση της προσωπικότητας. Η εμφάνιση του παιδιού μπορεί να γίνει με τη μορφή της ένα θεού ή ήρωα, με το στοιχείο της εκ θαύματος γέννησης και των αντιξοοτήτων της πρώτης ηλικίας να είναι κοινό και στις δύο περιπτώσεις. Το παιδί θεός θεωρείται ως ένα σύμβολο του μη ενσωματωμένου ασυνείδητου· το παιδί ήρωας, που συνδυάζει ανθρώπινες και υπερφυσικές ιδιότητες, θεωρείται σύμβολο της δυνατότητας για εξατομίκευση. Η τυπική μοίρα των μορφών του παιδιού ερμηνεύεται ως σύμβολο ψυχικών γεγονότων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της εντελέχειας (γέννηση) του εαυτού καθώς η ψυχή παλεύει για την ολότητα. 

ΙΙΙ. Η ιδιαίτερη φαινομενολογία του αρχέτυπου του παιδιού. 

1. Η εγκατάλειψη του παιδιού. 

Ο κίνδυνος της εγκατάλειψης της μορφής του αρχετυπικού παιδιού ερμηνεύεται με ψυχολογικούς όρους. Τα συνηθισμένα θέματα του ασήμαντου ξεκινήματος του παιδιού και της θαυματουργής γέννησης ερμηνεύονται ως ψυχικές εμπειρίες των οποίων το αντικείμενο είναι η εμφάνιση ενός νέου αν και ακόμη αγνώστου περιεχόμενου. Στιγμές ψυχικής σύγκρουσης από τις οποίες δεν υπάρχει κανένα συνειδητό μέσο διαφυγής περιγράφονται να προκαλούν το ασυνείδητο να δημιουργήσει μια τρίτη παρουσία παράλογης φύσης, που ο συνειδητός νους ούτε περιμένει ούτε κατανοεί. Ένα παράδειγμα αυτού του αγνώστου περιεχομένου είναι η συμβολική εμφάνιση της μορφής του παιδιού. Εφόσον η μορφή του παιδιού αντιπροσωπεύει μια κίνηση προς την ψυχική ανεξαρτησία, το σύμβολο της εγκατάλειψης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδέσμευση της μορφής του παιδιού από τις ρίζες του. Το σύμβολο του παιδιού προσβλέπει σε μια νέα υψηλότερη κατάσταση της συνείδησης η οποία μπορεί να μείνει μόνο μια μυθολογική προβολή αν δεν ενσωματωθεί ουσιαστικά στην ύπαρξη του ατόμου. Σημειώνεται ότι η μοναδική στο σύγχρονο άνθρωπο ηθική σύγκρουση, όπως η φυσική σύγκρουση των πρωτόγονων εποχών, παραμένει μια απειλητική για τη ζωή κατάσταση που δεν παρέχει καμία διαφυγή, όπως αποδεικνύεται από τις πολυάριθμες μορφές παιδιών που εμφανίζονται ως ήρωες του μοντέρνου πολιτισμού. 

2. Η αθανασία του παιδιού.

Εξετάζεται η ψυχολογική σημασία της φαινομενικά παράδοξης αθανασίας του παιδιού στο μύθο· αν και το παιδί συχνά αντιμετωπίζει επικίνδυνες καταστάσεις και βρίσκεται σε συνεχή κίνδυνο εξαφάνισης, κατέχει υπερφυσικές δυνάμεις πέρα από τον άνθρωπο. Παρόμοια, σε περιπτώσεις σύγκρουσης μέσα στο συνειδητό μυαλό, οι αντίπαλες δυνάμεις περιγράφονται τόσο συντριπτικές ώστε το παιδί ως απομονωμένο περιεχόμενο δεν έχει καμία σχέση με τα συνειδητά στοιχεία που υπάρχουν εκείνη τη στιγμή, και μπορεί εύκολα να επιστρέψει στην ασυνειδησία· ωστόσο το παιδί προσωποποιεί την πιο ζωτική παρόρμηση συνειδητοποίησης του εαυτού, και γι’ αυτό έχει μεγάλη δύναμη. Η ανάπτυξη της δύναμης του παιδιού ανιχνεύεται στον αρχαίο μύθο και στον αλχημιστικό συμβολισμό· Η σκέψη των Ινδουιστών αναφέρεται ότι αναγνωρίζει την ψυχολογική ανάγκη της αποσύνδεσης και της αντιπαράθεσης με το ασυνείδητο, για να επιτραπεί η πρόοδος της συνείδησης. Θεωρείται αναγκαίο για τη σύγχρονη ιατρική να συνειδητοποιήσει ότι τα αρχέτυπα που διέπουν αυτές τις φαντασιώσεις δεν μπορούν να απορριφθούν ως φανταστικά. Αναδύονται από τα βάθη της ψυχής, έχοντας την ύστατη προέλευσή τους στο συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο ο Kerenyiταύτισε με τον ίδιο τον κόσμο. 

3. Ο ερμαφροδιτισμός του παιδιού. 

Η ερμαφρόδιτη φύση του αρχέτυπου του παιδιού και η πλειοψηφία των θεών της κοσμογονίας ερμηνεύονται με το σύμβολο της ένωσης των αντιθέτων, ένα δυναμικό σύμβολο της δημιουργίας που κατευθύνεται προς έναν μελλοντικό στόχο. Η συνεχής ανανέωση αυτού του συμβόλου από την παγανιστική μυθολογία μέχρι την Χριστιανική παράδοση θεωρείται ότι υποστηρίζει την ταύτισή του με μια αρχέγονη παγκόσμια εικόνα. Λαμβάνοντας υπόψη την πρόσφατη ανάπτυξη της ψυχολογίας, η προβολή της ερμαφρόδιτης μορφής φαίνεται να συμβολίζει τον ιδανικό ψυχικό στόχο της αυτοπραγμάτωσης, μέσα από την ενοποίηση της ψυχής, η οποία καθαυτή είναι αμφιφυλόφιλη, αποτελούμενη από ένα συνειδητό, κυρίαρχο φύλο και το ασυνείδητο αντίθετό του. 

4. Το παιδί ως αρχή και τέλος. 

Η σχέση του αρχέτυπου του παιδιού τόσο με την αρχή όσο και το τέλος της ζωής ερμηνεύεται ψυχολογικά με τους όρους της προ-συνειδητής και μετα-συνειδητής ουσίας του ανθρώπου· η προ-συνειδητή κατάσταση της πρώτης παιδικής ηλικίας φαίνεται να επαναλαμβάνεται κατά την επιστροφή στην ψυχική ολότητα μετά θάνατο. Τα στοιχεία για αυτήν την υποτιθέμενη ψυχική ολότητα που υπάρχουν πέρα από τη ζωή του ανθρώπου βρίσκονται στην ανάλογη παρουσία και δραστηριότητα του ασυνείδητου πέρα από το συνειδητό νου. Αυτό το προϋπάρχον ψυχικό όλο εκφράζεται με το σύμβολο του παιδιού, αρχικά ασήμαντο αλλά τελικά κυρίαρχο.

IV. Συμπέρασμα.

Η μελέτη της φύσης και της λειτουργίας του αρχέτυπου περιγράφεται ως ανακριβής, επειδή τα αρχετυπικά σύμβολα αποτελούν ένα τόσο αλληλοσυνδεόμενο δίκτυο ώστε είναι δύσκολο να διαχωριστεί το ένα από τα υπόλοιπα· η αξία της θεώρησής τους φαίνεται ότι βρίσκεται περισσότερο στην παρουσίασή τους ως όλο από ό, τι στην επιμέρους εξέτασή τους. Η ψυχολογία η ίδια μπορεί να θεωρηθεί σαν μια μυθολογία, ένα σύστημα που μπορεί να προσφέρει στους πιστούς του ένα μέσο για να αντισταθμίσουν την αποσύνδεση από τις ψυχικές ρίζες. Η θεραπευτική λειτουργία των αρχετύπων περιγράφεται από την άποψη της προοδευτικής αναμέτρησης του ασθενούς με τον εαυτό μέσω της κατανόησης και της απομυθοποίησης της φαντασίας. Η διαφοροποίηση των συνειδητών από τις ασυνείδητες διαδικασίες μέσα από την αντικειμενική παρατήρηση οδηγεί ιδανικά στη σύνθεσή τους και σε μια μετατόπιση του επίκεντρου της προσωπικότητας από το εγώ στον εαυτό. 

Τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της Κόρης. 

Το αποτέλεσμα μιας φαινομενολογικής μελέτης της ψυχικής δομής, που αποτελείται από την παρατήρηση και την περιγραφή των προϊόντων του ασυνείδητου, περιγράφεται ως η ανάπτυξη μιας ψυχολογικής τυπολογίας καταστάσεων και μορφών, που ονομάζονται μοτίβα ή πρότυπα, στις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου. Τα κύρια είδη μοτίβων της ανθρώπινης μορφής περιλαμβάνουν τη σκιά, το σοφό γέρο, το παιδί, τη μητέρα ως μια υπερφυσική προσωπικότητα ή παρθένα, την animaστον άντρα και τον animusστη γυναίκα. Ένα τέτοιο πρότυπο είναι η μορφή της Κόρης, η οποία ανήκει στον τύπο της άνιμα για τον άντρα και στην υπερφυσική προσωπικότητα για τη γυναίκα, ή στον εαυτό· όπως οι άλλες ψυχικές μορφές, η Κόρη παρατηρείται να έχει τόσο θετικές όσο και αρνητικές εκδηλώσεις. Εικόνες όπως αυτή της Κόρης θεωρούνται ότι προκύπτουν από μια περιοχή της προσωπικότητας η οποία έχει μια απρόσωπη, συλλογική φύση, για να εκφράσουν αυτό το ψυχικό υλικό στο συνειδητό. Η εμπειρία αυτών των αρχετυπικών εκφράσεων έχει ως αποτέλεσμα την διεύρυνση του πεδίου της συνείδησης. Αρκετά ονειρικά οράματα που περιγράφονται και από τους άνδρες και από τις γυναίκες, αναλύονται στις εκδηλώσεις τους μέσα από το σύμβολο της Κόρης ως η υπερφυσική προσωπικότητα και η άνιμα. 

Η φαινομενολογία του πνεύματος στα παραμύθια. 

Ι. Σχετικά με τη λέξη «πνεύμα.» 

Προτείνεται ένας ορισμός της λέξης «πνεύμα» και παρουσιάζεται μια περιγραφή των ιστορικών και μυθικών χαρακτηριστικών του πνεύματος. Ο μεγάλος αριθμός των διαφορετικών ορισμών του όρου που χρησιμοποιείται σήμερα θεωρείται ότι καθιστά δύσκολο να οριοθετεί η έννοια του πνεύματος· ωστόσο, αυτοί οι ορισμοί συνδυασμένοι θεωρείται ότι παρέχουν μια ζωντανή και συγκεκριμένη άποψη του φαινομένου. Με την ψυχολογική έννοια, πνεύμα ορίζεται ως ένα θεμελιώδες σύμπλεγμα το οποίο αρχικά έγινε κατανοητό ως μια αόρατη αλλά δυναμική ζωντανή παρουσία· αυτή η έννοια φαίνεται να προηγείται της Χριστιανικής άποψης του πνεύματος ως κάτι ανώτερο στη φύση. Η αντιπαραβαλλόμενη υλιστική άποψη, που αναπτύχθηκε αντίθετα με τη Χριστιανική άποψη, βασίζεται στην υπόθεση ότι το πνεύμα στην πραγματικότητα καθορίζεται από τη φύση, ακριβώς όπως οι ψυχικές λειτουργίες θεωρούνται ότι εξαρτώνται από νευροχημικά φαινόμενα. Προτείνεται ότι ενώ το πνεύμα και η ύλη μπορεί τελικά να αποκαλυφθούν ως ταυτόσημα, προς το παρόν η πραγματικότητα των ψυχικών περιεχομένων και διαδικασιών δεν μπορούν να αμφισβητηθούν καθαυτές. Το πνεύμα γίνεται κατανοητό ως κάτι που βρίσκεται καταρχήν έξω από τον άνθρωπο· τώρα, παρότι έχει εσωτερικευτεί στη συνείδηση, είναι ακόμα δημιουργικό παρά δημιουργημένο, δεσμεύοντας τον άνθρωπο και επηρεάζοντάς τον όπως και ο εξωτερικός φυσικός κόσμος. Το πνεύμα θεωρείται ως αυτόνομο και επομένως είναι σε θέση να εκδηλώνεται αυθόρμητα στο συνειδητό. 

ΙΙ. Εκπροσώπηση του πνεύματος στα όνειρα. 

Ερμηνείες και επιπτώσεις των ψυχικών εκδηλώσεων του πνεύματος στα όνειρα συζητούνται. Το πνεύμα θεωρείται ότι εξαρτάται από την ύπαρξη μια αυτόνομης, αρχέγονης, αρχετυπικής εικόνας στην προ-συνειδητή σύνθεση της ανθρωπότητας. Ο ηθικός χαρακτήρας των πνευμάτων στα όνειρα θεωρείται αδύνατο να καθοριστεί, δεδομένου ότι η ασυνείδητη διαδικασία η οποία παράγει το πνεύμα είναι σε θέση να εκφράσει τόσο καλό και το κακό. Η μορφή του σοφού γέρου παρατηρείται να εμφανίζεται εκεί όπου απαιτείται η διορατικότητα που το συνειδητό είναι σε θέση να παράσχει· έτσι το αρχέτυπο αντισταθμίζει τη συνειδητή πνευματική ανεπάρκεια. Και πάλι, αυτή η διόραση θεωρείται αδύνατον να κριθεί ηθικά, καθώς συχνά αντιπροσωπεύει μια αλληλεπίδραση του καλού και του κακού. 

ΙΙΙ. Το πνεύμα στα παραμύθια. 

Οι θετικές και αρνητικές εκδηλώσεις της αρχετυπικής μορφής του σοφού γέρου επιδεικνύονται στους διάφορους μύθους και στα παραμύθια. Ο γέρος στα παραμύθια, όπως ο γέρος στα όνειρα, εμφανίζεται συνήθως όταν ο ήρωας βρίσκεται σε απελπισία ή απόγνωση από την οποία δεν μπορεί να βγει από μόνος του. Οι απαραίτητες γνώσεις για να ξεπεράσει τις δυσκολίες του ο ήρωας εμφανίζονται με τη μορφή ενός σοφού γέρου. Ο γέρος στα παραμύθια συχνά αναφέρεται στον ήρωα ή στην ηρωίδα με σκοπό την κινητοποίηση των ηθικών δυνάμεων· μια άλλη κοινή λειτουργία του είναι να δώσει κάποιο μαγικό φυλαχτό. Η φιγούρα του γέρου περιγράφεται να εκπροσωπεί τη γνώση, την περίσκεψη, τη διορατικότητα, τη σοφία, την εξυπνάδα, και τη διαίσθηση, καθώς επίσης και ηθικές ιδιότητες όπως η καλή θέληση και η ετοιμότητα για βοήθεια, γεγονός που καθιστά τον πνευματικό χαρακτήρα του σαφή. Ακόμα και στα παραμύθια ο γέρος έχει μια σαφή σύνδεση με το ψυχικό ασυνείδητο, όπως στην περίπτωση ενός βασιλιά του δάσους που σχετίζεται με σύμβολα του νερού και του δάσους, που με τη σειρά τους είναι σύμβολα του ασυνείδητου. Το αρχέτυπο του πνεύματος, όπως όλα τα άλλα αρχέτυπα, φαίνεται να έχει μια αρνητική και μια θετική πτυχή, η οποία εκφράζεται στις ενέργειες ή με την εμφάνιση της μορφής του σοφού γέρου. Η εκδήλωση των πτυχών του καλού και του κακού συχνά συνδυάζονται σε ένα παραμύθι, παραπέμποντας έμμεσα σε μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στα δύο. 

IV. Θηριομορφική αναπαράσταση του πνεύματος στα παραμύθια. 

Περιγραφές, ερμηνείες και παραδείγματα της εκδήλωσης του αρχέτυπου του πνεύματος με τη μορφή ενός ζώου παρουσιάζονται. Η υιοθέτηση της μορφής ζώων θεωρείται σημαντική στο ό,τι αποκαλύπτει τα αντίστοιχα ψυχικά περιεχόμενα πέρα από την ανθρώπινη συνείδηση, με την έννοια του υπεράνθρωπου/δαιμονικού ή απάνθρωπου/κτηνώδους. Έτσι σε πολλά παραμύθια χρήσιμα ζώα εμφανίζονται με μια γνώση ανώτερη του ανθρώπου, ή κακόβουλα ζώα με υπερφυσικές δυνάμεις. Μια λεπτομερής ανάλυση ενός παραμυθιού καταδεικνύει τη λειτουργία της μορφής του ζώου μέσω των σχέσεών του με άλλα αρχετυπικά σύμβολα όπως η ολότητα και η πολικότητα, και ο προνομιούχος αριθμός της τετράδας. Οι συνέπειες για την ψυχολογία του συμβολισμού της τριάδας και της τετράδας συζητιούνται σε σχέση με τις τέσσερις λειτουργίες της συνείδησης, τρεις από τις οποίες είναι επιδεκτικές στη διαφοροποίηση, ενώ η τέταρτη παραμένει συνδεδεμένη με το ασυνείδητο και είναι απρόσιτη από τη βούληση. Οι πολύπλοκες σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις λειτουργίες και στις επιδιώξεις τους προς την ολότητα θεωρούνται ότι αντιστοιχούν αξιοσημείωτα στη δομή του παραμυθιού υπό συζήτηση· αυτή η αντιστοιχία θεωρείται φυσική, δεδομένου ότι τα παραμύθια στο σύνολό είναι ασυνήθιστα αφελή και ακατέργαστα προϊόντα της ψυχής. 

V. Συμπλήρωμα. 

Η μεθοδολογία και τα αποτελέσματα μιας ψυχολογικής έρευνας του συμβολισμού σε ένα συγκεκριμένο παραμύθι συζητούνται. Λογικές συνδέσεις ανάμεσα στα άλογα στοιχεία του παραμυθιού πρώτα απ’ όλα θεωρούνται ότι υπάρχουν· η αλήθεια της ανάληψης επιδεικνύεται στη συνέχεια από τα αποτελέσματα της μελέτης που θα διεξαχθεί. Για παράδειγμα, σε ένα παραμύθι που μιλάει για άλογα με τρία και τέσσερα πόδια, η ιδιότητα των τριών ποδιών θεωρείται ότι είναι σημαντική καθαυτή· μελετάται ως ξεχωριστή έννοια, και σχέσεις με τις αρχετυπικές τριαδικές και τετραδικές δομές αποκαλύπτονται. Η ερμηνεία των συμβόλων στο συγκεκριμένο παραμύθι αποκαλύπτεται να είναι εξαιρετικά περίπλοκη, περιλαμβάνοντας τις άνιμα και σκιές από συγκεκριμένους χαρακτήρες που προσωποποιούνται σε άλλους· την αναπαράσταση του ενστικτώδους ασυνείδητου, τις άνιμα και τις μορφές ζώων· και το πιο σημαντικό, την ένταση των αντιθέτων και την επακόλουθη επίλυσή τους. Μια τελική ερμηνεία του παραμυθιού το απεικονίζει ως μια αναπαράσταση των ασυνείδητων διεργασιών που αντισταθμίζουν τη συνειδητή Χριστιανική πλευρά· συγκεκριμένα, το παραμύθι επιδεικνύει την επίτευξη της ολότητας ή εξατομίκευσης μέσω της ένωσης των αρνητικών και θετικών δυνάμεων. 

VI. Συμπέρασμα. 

Η εικόνα του πνεύματος που εμφανίζεται στα όνειρα και στα παραμύθια διακρίνεται από την συνειδητή ιδέα του πνεύματος. Αρχικά το πνεύμα γινόταν αντιληπτό σαν ένας δαίμονας που καταλάμβανε τον άνθρωπο από τα έξω· αυτοί οι δαίμονες μεταμορφώθηκαν εν μέρει σε εθελούσιες πράξεις από την επέκταση της συνείδησης, η οποία έχει αρχίσει να μετατρέπει προηγουμένως ασυνείδητες περιοχές της ψυχής. Θεωρείται ότι υπεράνθρωπες θετικές και αρνητικές ιδιότητες που ο πρωτόγονος άνθρωπος εκχώρησε στους δαίμονες τώρα αποδίδονται στο λόγο, αλλά τα ιστορικά γεγονότα της σύγχρονης εποχής, όπως ο πόλεμος, δείχνουν μια έλλειψη λογικής. Προτείνεται ότι το ανθρώπινο πνεύμα δεν γνωρίζει το δαιμονικό στοιχείο στο οποίο εξακολουθεί να είναι προσκολλημένο. Η σύγχρονη τεχνολογία και επιστήμη περιγράφεται να βάζει την ανθρωπότητα στον κίνδυνο της καταληψίας. Προτείνεται ότι η ανθρωπότητα πρέπει να ξεφύγει από την κατοχή του ασυνείδητου, χάρη στην καλύτερη κατανόηση του. Αν και ο Χριστιανισμός πιστώνεται με την κατανόηση ότι η εσωτερική φύση του ανθρώπου είναι πρωταρχικής σημασίας, αυτή η κατανόηση δεν θεωρείται ότι έχει διεισδύσει αρκετά βαθιά. 

Η ψυχολογία της μορφής του «γελωτοποιού» (trickster). 

Ένας ορισμός και η ιστορία της μορφής του γελωτοποιού όπως αυτός εμφανίζεται στο μύθο και στις συναισθηματικές διαταραχές απεικονίζονται με παραδείγματα από τους μύθους των Ινδιάνων της Αμερικής, την αλχημεία, τη Βίβλο, και την παραψυχολογία. Στις καθαρότερες εκδηλώσεις της η μορφή του γελωτοποιού περιγράφεται ως μια πιστή αναπαράσταση της απολύτως αδιαφοροποίητης ανθρώπινης ψυχής η οποία βρίσκεται σχεδόν στο επίπεδο του ζώου. Στην ψυχοπαθολογία η μορφή του γελωτοποιού εκδηλώνεται στο διχασμό της προσωπικότητας, στον οποίο μια συλλογική προσωποποίηση χαρακτηριστικών που μπορεί να είναι καλύτερα ή χειρότερα από το εγώ ενεργοποιείται στην ψυχή. Η μορφή του γελωτοποιού αντιπροσωπεύεται στο φυσιολογικό άτομο από αντικρουόμενες τάσεις στο ασυνείδητο που εμφανίζονται κάθε φορά που ένα άτομο αισθάνεται τον εαυτό του στο έλεος φαινομενικά κακόβουλων ατυχημάτων· αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα αντιπροσωπεύεται από τη σκιά. Ο μύθος του γελωτοποιού αναλύεται να έχει διασωθεί και αναπτυχθεί για τη θεραπευτική του επίδραση: το πρώιμο χαμηλό πνευματικό και ηθικό επίπεδο διατηρείται στη συνείδηση του ανεπτυγμένου ατόμου για να του υπενθυμίζει το παρελθόν. Ο γελωτοποιός ορίζεται ως στοιχείο παράλληλο με την ατομική σκιά και παρουσιάζει την ίδια τάση εκλογίκευσης. Αν και η σκιά εμφανίζεται αρνητική, μερικές φορές τάσεις και συσχετίσεις που απορρέουν από αυτήν μπορεί να προτείνουν μια θετική έκβαση σε συγκρούσεις. 

Συνειδητό, ασυνείδητο και εξατομίκευση. 

Περιγραφές των λειτουργιών του συνειδητού, του ασυνείδητου, της διαδικασίας εξατομίκευσης και των μεταξύ τους σχέσεων περιγράφονται. Η εξατομίκευση υποδηλώνει τη διαδικασία με την οποία ένα άτομο γίνεται μια ψυχολογική ενότητα ή όλο μέσα από τη σύγκρουση των δύο θεμελιωδών ψυχικών πτυχών, το συνειδητό και το ασυνείδητο. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται να αντιστοιχεί σε αλχημιστικά σύμβολα, ειδικά στο σύμβολο της ενότητας. Εξηγείται ότι πολλά άτομα θεωρούν τη συνείδηση ως το σύνολο της ψυχολογικής οντότητας, αλλά η έρευνα πάνω στο φαινόμενο της πολλαπλής προσωπικότητας απέδειξε την ύπαρξη μιας ασυνείδητης περιοχής της προσωπικότητας, επιπλέον της συνειδητής περιοχής. Δεν φαίνεται να υπάρχει μια βασική αρχή ανάλογη με το εγώ στο ασυνείδητο, καθώς τα ασυνείδητα φαινόμενα εκδηλώνονται με μη συστηματικούς τρόπους. Το συνειδητό και το ασυνείδητο μπορεί να εμφανιστούν ως χωριστά επειδή το συνειδητό δεν γνωρίζει τα περιεχόμενα του ασυνείδητου· ακόμα παρουσιάζονται περιπτώσεις όπου είναι δυνατό το ασυνείδητο να καταλάβει το εγώ, ή όπου κάτω από την επήρεια ισχυρής συγκίνησης το ασυνείδητο μπορεί να αντικαταστήσει το εγώ, καθώς το πρώτο γίνεται αυτόνομο. Το ασυνείδητο περιλαμβάνει όχι μόνο στοιχεία από έναν πρωτόγονο κόσμο του παρελθόντος, αλλά κατευθύνεται επίσης προς το μέλλον. Το συνειδητό μυαλό επηρεάζεται εύκολα από το ασυνείδητο, όπως στην περίπτωση της διαίσθησης, η οποία ορίζεται ως αντίληψη μέσω του ασυνείδητου. Στοιχεία που υπάρχουν στο ασυνείδητο περιγράφονται, όπως η άνιμα, αυτή η θηλυκή προσωπικότητα που κρύβεται μέσα στους άντρες, και ο animus, η αρσενική προσωπικότητα κρυμμένη στις γυναίκες· η σκιά, που προσωποποιεί όλα όσα το άτομο δεν θέλει να αντιμετωπίσει στον εαυτό του· ο ήρωας· και ο σοφός γέρος. Τα στοιχεία αυτά θεωρούνται ότι υπάρχουν στα βαθιά επίπεδα του ασυνείδητου, και ότι φέρνουν στο προσκήνιο της προσωπικότητας της ανθρωπότητας μια παράξενη ψυχική ζωή από το μακρινό παρελθόν. Ο επιθυμητός στόχος της αρμονίας ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο επιτυγχάνεται με τη διαδικασίας της εξατομίκευσης, μια παράλογη εμπειρία ζωής που επίσης εκφράζεται συνήθως στα σύμβολα. Το έργο του ψυχαναλυτή είναι να υποβοηθήσει στην ερμηνεία των συμβόλων, προκειμένου να επιτευχθεί μια υπερβατική ένωση των αντιθέτων. Ο στόχος της ψυχοθεραπείας περιγράφεται ως η ανάπτυξη της προσωπικότητας σε ένα σύνολο. 

Σχετικά με το συμβολισμό μαντάλα (mandala). 

Το σύμβολο του μαντάλα περιγράφεται και προσφέρονται πολλά παραδείγματα μαντάλας από διάφορα μέρη του κόσμου. Η Σανσκριτική λέξη μάνταλα, που σημαίνει «κύκλος,» ταυτίζεται με τον Ινδικό όρο για τον κύκλο που σχεδιάζεται σε θρησκευτικές τελετές. Η λειτουργία του μαντάλα περιγράφεται ως ένα στένεμα του ψυχικού οπτικού πεδίου ως βοήθημα για την εντατικοποίηση της συγκέντρωσης. Ο στόχος του Γιόγκι κατά το διαλογισμό των διαδικασιών που απεικονίζονται στο μαντάλα είναι να αποκτήσει την εσωτερική επίγνωση της θεότητας· μέσα από το διαλογισμό, ο εξασκούμενος μπορεί να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του ως θεό, και να μεταστρέψει την ψευδαίσθηση της προσωπικής του ύπαρξης στην παγκόσμια ολότητα του θεϊκού. Το βασικό ψυχολογικό μοτίβο του μαντάλα είναι ένα κέντρο της προσωπικότητας με το οποίο τα πάντα σχετίζονται, τα πάντα διευθετούνται, και που το ίδιο είναι μια πηγή ενέργειας. Η ενέργεια του κεντρικού σημείου εκδηλώνεται στην παρόρμηση της αυτεκπλήρωσης του ατόμου, στην ολοκλήρωση του εαυτού. Ο εαυτός περικυκλώνεται στο μαντάλα από μια περιοχή που περιλαμβάνει τα ζεύγη των αντιθέτων που συνθέτουν την προσωπικότητα· η ολότητα του μαντάλα περιέχει τη συνείδηση, το προσωπικό ασυνείδητο, και την απεριόριστα μεγάλη περιοχή του συλλογικού ασυνείδητου, του οποίου τα αρχέτυπα είναι κοινά σε όλη την ανθρωπότητα. Μερικά από αυτά τα αρχέτυπα βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της προσωπικότητας και μπορούν να αποκτήσουν μια προσωπική ταυτότητα, όπως η άνιμα, ο άνιμους, και η σκιά. Συζητούνται επίσης μαντάλα θρησκευτικά, και άλλα τα οποία παράγονται αυθόρμητα από ασθενείς κατά τη διάρκεια της ψυχανάλυσης. Η παραγωγή των μαντάλας στα θεραπευτικά πλαίσια φαίνεται να συμβαίνει σε καταστάσεις πανικού ή χάους ως ένας τρόπος αναδιοργάνωσης της προσωπικότητας προς ένα νέο κέντρο. Οι ασθενείς φαίνεται να εκτιμούν τα κατευναστικά αποτελέσματα αυτών των εικόνων, οι οποίες τονίζουν την ολότητα, την τάξη και την ισορροπία. Σημειώνεται ότι η πραγματικότητα του συλλογικού ασυνείδητου συχνά αποτυπώνεται σε έναν ασθενή πρώτα με τη μορφή των μαντάλα αναπαραστάσεών του. Πολυάριθμα μαντάλα σχεδιασμένα από ασθενείς αναπαράγονται και περιγράφονται.


Νόημα και πληροφορία [Μέρος 1ο]

$
0
0
[Τα ακόλουθα είναι από το βιβλίο «The Search for Meaning» - «The New Spirit in Science and Philosophy,» που δημοσιεύτηκε από τον οίκο Crucible το 1989, και είναι μια συλλογή δοκιμίων από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, και τα οποία δοκίμια επικεντρώνονται σε ιδέες που προτάθηκαν από τον David Bohm. Η συλλογή εκδόθηκε από τον Paavo Pylkkanen.]

Σε αυτό το βιβλίο ο συγκεκριμένος σκοπός μας είναι να εξερευνήσουμε την έννοια του νοήματος ως ενός βασικού παράγοντα της ύπαρξης, όχι μόνο για τα ανθρώπινα όντα ατομικά και κοινωνικά, αλλά ίσως επίσης για τη φύση και για όλο το σύμπαν.


Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «νόημα», αυτό περιλαμβάνει τη σημασία, τοσκοπό, τηνπρόθεση και την αξία. Ωστόσο, αυτά είναι μόνο σημεία αναφοράς στην εξερεύνηση της έννοιας του νοήματος. Προφανώς, δεν μπορούμε να ελπίζουμε να το κάνουμε αυτό σε μερικές φράσεις. Μάλλον, πρέπει να ξεδιπλωθεί η έννοια καθώς προχωράμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπάρξει καμία εξαντλητική ανάλυση του θέματος, διότι δεν υπάρχει κανένα όριο για την έννοια του νοήματος. Εδώ, μπορούμε να φέρουμε επωφελώς στο προσκήνιο τη δήλωση του Korzybskiότι τα πάντα δεν είναι αυτό που λέμε ότι είναι. Μπορεί το όλο να μοιάζει με αυτό που λέμε, αλλά είναι επίσης κάτι περισσότερο και κάτι διαφορετικό. Η πραγματικότητα είναι, ως εκ τούτου, ανεξάντλητη, και το ίδιο προφανώς είναι το νόημα. Αυτό που χρειάζεται είναι έτσι μια δημιουργική στάση απέναντι στο όλο, που να επιτρέπει την ατελείωτη δημιουργία νέων νοημάτων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, κατά την εξερεύνηση της έννοιας του νοήματος.


Το νόημα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την πληροφορία. Η λειτουργική έννοια εδώ είναι ότι η πληροφορία έχει να κάνει με τη μορφή. Κυριολεκτικά «πληροφορώ» σημαίνει «μορφοποιώ.» Πρώτα απ’ όλα, η πληροφορία πρέπει να πραγματοποιηθεί σε κάποια μορφή, η οποία μεταφέρεται είτε με ένα υλικό σύστημα (π.χ. μια εκτυπωμένη σελίδα) είτε με κάποιο είδος ενέργειας (π.χ. ένα ραδιοκύμα). Βρίσκουμε γενικά ότι η μορφή καθαυτή δεν μπορεί να υπάρξει από μόνη της, αλλά πρέπει να έχει την υπόστασή της σε κάποια υλική ή ενεργειακή βάση· και γι’ αυτό η πληροφορία πρέπει να μεταφέρεται σε αυτήν τη βάση. Έτσι, ακόμη και η πληροφορία που βρίσκεται στις αισθήσεις και στις διαδικασίες της σκέψης έχει βρεθεί ότι μεταφέρεται από φυσικές και χημικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο νευρικό σύστημα και στον εγκέφαλο.


Αυτό που είναι σημαντικό ώστε μια μορφή να αποτελέσει πληροφορία είναι ότι πρέπει να έχει νόημα. Για παράδειγμα, λέξεις σε μια γλώσσα που δεν είναι δυνατό να διαβάσουμε δεν έχουν κανένα νόημα, και επομένως δεν περιέχουν καμία πληροφορία για εμάς. Ο GregoryBatesonείπε, «η πληροφορία είναι μια διαφορά που κάνει τη διαφορά». Αλλά για να είμαστε ακριβέστεροι, θα το θέσουμε ως εξής: Η πληροφορία είναι μια διαφορά στη μορφήπου κάνει τη διαφορά στο περιεχόμενο, δηλαδή, στο νόημα. (Για παράδειγμα, μια διαφορά στις μορφές των γραμμάτων σε μια εκτυπωμένη σελίδα κάνει γενικά μια διαφορά σε αυτό που σημαίνουν.)

Νόημα είναι η δραστηριότητα της πληροφορίας

Πώς ακριβώς σχετίζεται η πληροφορία με το νόημα; Για να εξετάσουμε αυτό το ερώτημα, είναι χρήσιμο να θεωρήσουμε την έννοια της ενεργής πληροφορίας. Για παράδειγμα, ας πάρουμε ένα ραδιοκύμα, του οποίου η μορφή μεταφέρει πληροφορία που αντιπροσωπεύει είτε ήχο ή εικόνες. Το ραδιοκύμα καθαυτό έχει πολύ λίγη ενέργεια. Ο δέκτης, ωστόσο, έχει πολύ μεγαλύτερη ενέργεια (π.χ. από την πηγή τροφοδοσίας). Η δομή του ραδιοφώνου είναι τέτοια ώστε η μορφή που μεταφέρεται από το ραδιοκύμα επιβάλλεται στην πολύ μεγαλύτερη ενέργεια του δέκτη. Η μορφή στο ραδιοκύμα έτσι κυριολεκτικά «πληροφορεί» την ενέργεια στο δέκτη, δηλαδή βάζει την μορφή του σε αυτήν την ενέργεια, και αυτή η μορφή έτσι τελικά μεταμορφώνεταισε σχετικές μορφές ήχου και φωτισμού. Στο ραδιοκύμα, η μορφή είναι αρχικά ανενεργή, αλλά καθώς η μορφή εισέρχεται στην ηλεκτρική ενέργεια του δέκτη, μπορούμε να πούμε, ότι η πληροφορία ενεργοποιείται. Σε γενικές γραμμές, αυτή η πληροφορία είναι μόνο δυνητικά ενεργή στο ραδιοκύμα, αλλά γίνεται πραγματικά ενεργή μόνο όταν και όπου υπάρχει ένας δέκτης που μπορεί να αποκριθεί με τη δική του ενέργεια.

Μια παρόμοια έννοια ισχύει για έναν υπολογιστή. Η μορφή υπάρχει στα τσιπς σιλικόνης, τα οποία έχουν πολύ λίγη ενέργεια, αλλά αυτή η μορφή εισέρχεται στην πολύ μεγαλύτερη ενέργεια των συνολικών δραστηριοτήτων του υπολογιστή, και μπορεί ακόμη να ενεργήσει έξω από τον υπολογιστή (π.χ. σε ένα πλοίο ή αεροπλάνο που ελέγχεται από έναν αυτόματο πιλότο που καθοδηγείται από την πληροφορία στα ραδιοκύματα).


Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχουμε λάβει υπόψη συσκευές φτιαγμένες από τον άνθρωπο, που ανταποκρίνονται ενεργά στις πληροφορίες. Ωστόσο, στη σύγχρονη μοριακή βιολογία, υποτίθεται ότι το μόριο DNAαποτελεί έναν κώδικα (δηλαδή μια γλώσσα), και ότι τα μόρια RNA«διαβάζουν» αυτόν τον κώδικα, και έτσι στην πραγματικότητα «ενημερώνονται» ως προς τι είδους πρωτεΐνες πρέπει να φτιάξουν. Η μορφή του μορίου DNAέτσι εντάσσεται στη γενική ενέργεια και δραστηριότητα του κυττάρου. Ανά πάσα στιγμή, το μεγαλύτερο μέρος της μορφής είναι ανενεργό, καθώς μόνο ορισμένα τμήματά του διαβάζονται από το RNA, σύμφωνα με το στάδιο ανάπτυξης και τις περιστάσεις του κυττάρου. Εδώ, έχουμε μια περίπτωση στην οποία η έννοια της ενεργής πληροφορίας δεν εξαρτάται από τίποτα κατασκευασμένο από τον άνθρωπο. Αυτό δείχνει ότι η ιδέα της ενεργής πληροφορίας δεν περιορίζεται στο ανθρώπινο πλαίσιο, και προτείνει ότι τέτοιου είδους πληροφορία ενδέχεται να ισχύει γενικά.


Φυσικά, είναι σαφές, ότι η έννοια της ενεργής πληροφορίας επίσης εφαρμόζεται άμεσα στην ανθρώπινη εμπειρία. Για παράδειγμα, όταν η μορφή μιας πινακίδας συλλαμβάνεται από τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα, η μορφή είναι αμέσως ενεργή ως νόημα(π.χ. αν η πινακίδα είναι «στοπ,» ο άνθρωπος ακινητοποιεί το αυτοκίνητο).


Ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι αυτό ενός ατόμου που συναντά μια σκιά μια σκοτεινή νύχτα. Αν η προηγούμενη εμπειρία του ατόμου αυτού είναι τέτοια που να υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχουν λωποδύτες στη γειτονιά, η έννοια ενός λωποδύτη μπορεί να αποδοθεί άμεσα σε αυτή τη μορφή. Το αποτέλεσμα θα είναι μια εκτεταμένη και ισχυρή δραστηριότητα του μυαλού και του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής αδρεναλίνης, η ένταση των μυών, και η αύξηση των παλμών της καρδιάς. Αλλά αν, κάτω από προσεκτικότερη εξέταση, το άτομο αυτό δει επιπλέον στοιχεία που να δείχνουν ότι πρόκειται μόνο για μια σκιά, τότε όλη αυτή η δραστηριότητα σταματά, και το σώμα και το μυαλό ησυχάζουν και πάλι. Είναι σαφές έτσι ότι οποιαδήποτεμορφή στην οποία μπορεί να αποδοθεί νόημα μπορεί να αποτελέσει πληροφορία. Αυτή ενδεχομένως είναι γενικά ενεργή, και μπορεί να γίνει πραγματικά ενεργή στο μυαλό και στο σώμα ενός ανθρώπου κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες.


Τέτοιες σχέσεις δραστηριότητας μεταξύ μυαλού και σώματος έχουν ονομαστεί ψυχοσωματικές. Αυτό προτείνει δύο ξεχωριστά συστήματα που αλληλεπιδρούν. Αλλά τα παραδείγματα που έχουμε συζητήσει δείχνουν μια σχέση πολύ πιο στενή από την απλή αλληλεπίδραση ξεχωριστών οντοτήτων. Περισσότερο, αυτό που προτείνεται είναι ότι πρόκειται απλώς για δύο πλευρές ή πτυχές μιας συνολικής διαδικασίας, χωρισμένες στη σκέψη για χάρη ανάλυσης, αλλά αναπόσπαστα ενωμένες στην πραγματικότητα.


Θα ήθελα να προτείνω έτσι ότι η δραστηριότητα, εικονική ή πραγματική, στην ενέργεια και στην ύλη είναιτο νόημα της πληροφορίας, παρά να πούμε ότι η πληροφορία επηρεάζει μια οντότητα που ονομάζεται μυαλό το οποίο με τη σειρά του επιδρά με κάποιο τρόπο πάνω στο σώμα. Έτσι η σχέση ανάμεσα στην ενεργή πληροφορία και στο νόημά της είναι βασικά παρόμοια με εκείνη ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο, για την οποία ξέρουμε ότι πρόκειται για μια διάκριση χωρίς πραγματική διαφορά ή διαχωρισμό ανάμεσα στα δύο στοιχεία.


Για να επιστήσουμε την προσοχή σε αυτό το είδος διάκρισης, προτείνω τον όρο σωμα-σημαντικό(soma-significant), αντί για ψυχοσωματικό. Με τον τρόπο αυτό, γενικεύω την έννοια του σώματος να συμπεριλάβει όλη την ύλη. Κάθε εκδήλωση της ύλης έχει μορφή, και αυτή η μορφή έχει νόημα (τουλάχιστον δυνητικά, αν όχι στην πραγματικότητα). Έτσι βλέπουμε αρκετά γενικά ότι το σώμα είναι σημαντικό, αλλά με τη σειρά της αυτή η σημασία μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω σωματική δραστηριότητα (π.χ. όπως με τη σκιά τη σκοτεινή νύχτα). Θα ονομάσουμε αυτή τη δραστηριότητα σημα-σωματική (signa-somatic). Έτσι έχουμε τις δύο αδιαχώριστες κινήσεις του σώματος να γίνονται σημαντικές και τη σημασία να γίνεται μια σωματική δραστηριότητα. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά και για τους υπολογιστές (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μπορούν πλέον να «αναγνωρίζουν» μορφές και να ενεργούν διαφορετικά ανάλογα με τις διαφορές στη μορφή). Παρόμοια το RNAσ’ ένα κύτταρο μπορεί να ανταποκριθεί στη μορφή του DNA, έτσι ώστε το «σώμα» του DNAγίνεται σημαντικό, και αυτό ενεργεί σημα-σωματικά για την παραγωγή πρωτεϊνών που διαφέρουν ανάλογα με τις διαφορές στη μορφή του DNA. Οπότε οι σωμα-σημαντικές και σημα-σωματικές δράσεις μπορούν να επεκταθούν πέρα από το πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας, και ακόμη πέρα από το πλαίσιο των συσκευών που κατασκευάζονται από τον άνθρωπο.


Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η δραστηριότητα του νοήματος μπορεί να είναι μόνο εικονική, όχι πραγματική. Η εικονική δραστηριότητα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή δυνητικότητα. Μάλλον, είναι ένα είδος ανασταλμένης δράσης. Για παράδειγμα, το νόημα μιας λέξης ή κάθε άλλης μορφής μπορούν να ενεργούν ως φαντασία. Αν και δεν υπάρχει καμία ορατή δράση προς τα έξω, υπάρχει εντούτοις μια δράση, η οποία προφανώς περιλαμβάνει τη σωματική δραστηριότητα του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος, και μπορεί επίσης να περιλαμβάνει τις ορμόνες και τη μυϊκή ένταση, αν το νόημα έχει μια έντονη συναισθηματική φόρτιση. Ωστόσο, κάποια στιγμή, αυτή η ενέργεια μπορεί να παύσει να βρίσκεται σε αναστολή, έτσι ώστε μια δράση προς τα έξω να συμβεί. Για παράδειγμα, κατά την ανάγνωση ενός χάρτη οι μορφές στο χαρτί αποτελούν πληροφορία, και το νόημά της συλλαμβάνεται ως ένα σύνολο από εικονικές δραστηριότητες (π.χ. στη φαντασία), που αντιπροσωπεύουν τις ενέργειες που μπορούμε να πράξουμε στην περιοχή που αντιπροσωπεύεται από το χάρτη. Αλλά μεταξύ αυτών, μόνο μια θα πραγματωθεί εξωτερικά, ανάλογα με το πού βρίσκουμε τους εαυτούς μας εκείνη τη στιγμή. Η πληροφορία στο χάρτη είναι έτσι δυνητικά και εικονικά ενεργή με πολλούς τρόπους, αλλά στην πραγματικότητα και εξωτερικά ενεργή το πολύ με έναν τρόπο.


Αν, ωστόσο, δεν μπορούμε να βρούμε καμία θέση, τουλάχιστον προς το παρόν, προς την οποία ο χάρτης να είναι πραγματικά σχετικός, μια τέτοια εξωτερική δραστηριότητα μπορεί να ανασταλεί. Όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτό το είδος αναστολής της εξωτερικής δραστηριότητας εξακολουθεί ωστόσο να είναι ένα είδος ενεργής δραστηριότητας που ρέει από το συνολικό νόημα των διαθέσιμων πληροφοριών, (που τώρα περιλαμβάνει τη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει καμία θέση προς την οποία ο χάρτης να σχετίζεται πραγματικά). Γενικότερα έτσι, όλη η δράση (συμπεριλαμβανομένης της μη δράσης) λαμβάνει χώρα σε μια δεδομένη στιγμή άμεσα και αμέσως σύμφωνα με τη σημασία της συνολικής κατάστασης για εμάς εκείνη τη στιγμή. Δηλαδή, δεν συνειδητοποιούμε πρώτα το νόημα της πληροφορίας και έπειταεπιλέγουμε να δράσουμε ή όχι. Αντίθετα, η σύλληψη του νοήματος είναι, την ίδια στιγμή, το σύνολο της εν λόγω δράσης (ακόμη και αν αυτό θα πρέπει να συμπεριλάβει τη δράση της αναστολής της εξωτερικής δραστηριότητας).


Αυτή η αδιάσπαστη σχέση νοήματος και δράσης μπορεί να γίνει κατανοητή με περισσότερες λεπτομέρειες θεωρώντας ότι το νόημα δηλώνει όχι μόνο τη σημασίακάποιου πράγματος, αλλά επίσης την πρόθεσήμας απέναντί του. Έτσι η φράση «εννοώ να κάνω κάτι» σημαίνει «έχω την πρόθεση να το κάνω». Αυτή  η διπλή έννοια του όρου «νόημα» δεν είναι απλά ένα ατύχημα της γλώσσας μας, αλλά αντίθετα, περιέχει μία σημαντική διορατικότητα στη γενική δομή του νοήματος.


Για να γίνει αυτό κατανοητό, σημειώνουμε αρχικά ότι μια πρόθεση προκύπτει γενικά από μια προηγούμενη αντίληψη του νοήματος ή της σημασίας μιας συγκεκριμένης  συνολικής κατάστασης. Αυτό δίνει όλες τις σχετικές δυνατότητες και συνεπάγεται λόγους για την επιλογή της καλύτερης. Ως απλό παράδειγμα, μπορούμε να εξετάσουμε τις διάφορες τροφές που μπορούμε να φάμε. Η πραγματική επιλογή μπορεί να γίνει σύμφωνα με τη σημασία των τροφίμων ανάλογα με το ποια τρόφιμα συμπαθούμε ή αντιπαθούμε, αλλά μπορεί να εξαρτηθεί επιπλέον από το νόημα της γνώσης που έχουμε σχετικά με τις θρεπτικές ιδιότητες των τροφίμων. Γενικότερα, μια τέτοια επιλογή, είτε να ενεργήσουμε ή όχι, θα εξαρτηθεί από το σύνολο της σημασίας εκείνη τη στιγμή. Η πηγή όλης αυτής της δραστηριότητας περιλαμβάνει όχι μόνο την αντίληψη και την αφηρημένη ή ρητή γνώση, αλλά επίσης αυτό που ο Polanyiονόμασε άρρητη γνώση· δηλαδή, γνώση που περιέχει συγκεκριμένες δεξιότητες και αντιδράσεις που δεν ορίζονται από τη γλώσσα (όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν οδηγάμε ένα ποδήλατο). Τελικά, είναι αυτή η συνολική σημασία, συμπεριλαμβανομένων όλων των ειδών δυνητικών και εικονικών δράσεων, που παράγει τη συνολική πρόθεση, την οποία νιώθουμε ως ένα συναίσθημα ότι είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο.


Πρέπει να θυμόμαστε, ωστόσο, ότι το μεγαλύτερο μέρος του νοήματος σε αυτή τη διαδικασία είναι ελλοχεύον. Πράγματι, ό, τι λέμε ή κάνουμε, δεν μπορούμε να το περιγράψουμε λεπτομερώς, εκτός από ένα πολύ μικρό μέρος της συνολικής σημασίας που μπορεί να αντιλαμβανόμαστε σε κάθε χρονική στιγμή. Επιπλέον, όταν μια τέτοια σημασία εγείρει μια πρόθεση, θα είναι επίσης σχεδόν εξ ολοκλήρου ελλοχεύουσα, τουλάχιστον στην αρχή. Για παράδειγμα, ελλοχεύουσα στην παρούσα πρόθεση κάποιου να γράψει ή να μιλήσει είναι μια ολόκληρη διαδοχή λέξεων τις οποίες δεν γνωρίζει μέχρι να τις γράψει ή να τις εκφράσει προφορικά. Επιπλέον, στην ομιλία ή στη γραφή, αυτές οι λέξεις δεν επιλέγονται μία- μία. Αντίθετα, πολλές λέξεις φαίνεται να βρίσκονται αναδιπλωμένες σε κάθε δεδομένη στιγμιαία πρόθεση, και αυτές αναδύονται με μια φυσική σειρά η οποία είναι επίσης αναδιπλωμένη.


Το νόημα και  η πρόθεση φαίνεται έτσι ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, ως οι δύο πλευρές ή πτυχές της ίδιας δραστηριότητας. Στην πραγματικότητα, δεν έχουν καμία διακριτή ύπαρξη, αλλά χάρη περιγραφής τις διακρίνουμε (όπως κάναμε επίσης για την πληροφορία και το νόημα). Το νόημα ξεδιπλώνεται σε πρόθεση, και η πρόθεση σε δράση, η οποία, με τη σειρά της, έχει περαιτέρω σημασία, έτσι ώστε δημιουργείται, γενικά, μια κυκλική ροή, ή ένας κύκλος.


Στενά συνδεδεμένη με το νόημα και την πρόθεση είναι η αξία. Έτσι, αν πούμε «Αυτό σημαίνει πολλά για μένα,» εννοούμε «Αυτό έχει μια πολύ ψηλή αξία για μένα». Η λέξη «αξία» (value) έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη valor (ανδρεία), και ως εκ τούτου υπονοεί ένα είδος δύναμης ή αρετής. Σε γενικές γραμμές, αυτό που έχει για μας μια ευρεία και βαθιά σημασία θα οδηγήσει σε μια αίσθηση της αξίας, η οποία μας ωθεί σε κάποιο είδος ανταπόκρισης, και μας γεμίζει με μια αντίστοιχη δύναμη ή ένταση του είδους της ενέργειας που είναι αναγκαία για την εκτέλεση της πρόθεσής μας. Χωρίς μια τέτοια αίσθηση της αξίας, θα έχουμε λίγο ενδιαφέρον και ενέργεια, και η δράση μας θα τείνει να είναι αδύναμη και αναποτελεσματική. Είναι επομένως σαφές ότι οι έννοιες που υπονοούν κάποιο είδος υψηλής αξίας θα έχουν ως αποτέλεσμα ισχυρές και σταθερές προθέσεις. Όταν τέτοιες προθέσεις είναι εστιασμένες σε ένα καθορισμένο τέλος ή στόχο (και πάλι αυτό εξαρτάται από το γενικό νόημα) ονομάζονται βούληση. Έτσι, η πρόθεση, η αξία και η βούληση μπορούν να θεωρηθούν ως βασικές πτυχές του σωμα-σημαντικού και σημα-σωματικού κύκλου. Συνεπάγεται τότε ότι τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, μαζί με το νόημα, ρέουν και συγχωνεύονται μεταξύ τους σε μια αδιάσπαστη κίνηση. Οι διαφορές μεταξύ τους βρίσκονται μόνο στη σκέψη. Αυτές οι διακρίσεις είναι χρήσιμες όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε και να εκφράσουμε αυτήν τη διαδικασία, αλλά δεν πρέπει να θεωρούνται ότι αντιστοιχούν σε κάποιον πραγματικό διαχωρισμό μεταξύ τους.


Μέχρι στιγμής, έχουμε συζητήσει πώς ήδη γνωστά νοήματα λαμβάνουν μέρος στον κύκλο που περιγράψαμε παραπάνω. Σε γενικές γραμμές, τέτοιες έννοιες περιέχουν έμμεσα μια προδιάθεσηνα ενεργήσουμε με έναν αντίστοιχο τρόπο. Έτσι, αν για παράδειγμα η άποψη ενός δρόμου δηλώνει ότι είναι επίπεδος, το σώμα μας αμέσως προδιατίθεται να περπατήσει αναλόγως. Επιπλέον, αν υπάρχουν απροσδόκητες λακκούβες στο δρόμο, μπορεί να μας κάνουν να παραπατήσουμε εωσότου αντιληφθούμε τη σημασία της νέας κατάστασης, και έτσι αυτομάτως να αλλάξουμε τη συμπεριφορά του σώματός μας. Όλα τα νοήματα πράγματι υπονοούν (ή αναδιπλώνουν) διάφορα είδη τέτοιας πρόθεσης για δράση (ή για μη δράση), και πρόκειται για ένα ουσιαστικό μέρος της σημα-σωματικής δραστηριότητας του νοήματος.


Όσο η ενέργεια που ρέει έξω από ένα δεδομένο σύνολο τέτοιων προκατεστημένων νοημάτων είναι συνεκτική και κατάλληλη, αυτό το είδος προδιάθεσης συνεχώς θα ενισχύεται, μέχρι να γίνει συνήθεια, ή σταθερή πρόθεση.


Αλλά αργά ή γρήγορα, θα αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση στην οποία η συγκεκριμένη προδιάθεση δεν θα είναι πια η κατάλληλη. Τότε είναι αναγκαίο να αναστείλουμε τις παλιότερες προδιαθέσεις, και να παρατηρήσουμε, να μάθουμε, και να αντιληφθούμε ένα νέο νόημα, που να υποδηλώνει μια νέα προδιάθεση.


Για παράδειγμα, θεωρήστε ένα πολύ μικρό παιδί, για το οποίο τα φωτεινά αντικείμενα πάντα σήμαιναν καλοσύνη, ευτυχία, ενθουσιασμό, κ.λπ., στα οποία υπονοείται μια προδιάθεση προσέγγισης και κατοχής τους. Ας υποθέσουμε τώρα ότι για πρώτη φορά το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με μια φωτιά, και ενεργεί σύμφωνα με τη συνήθη προδιάθεσή του. Θα καεί και θα πάρει το χέρι του από τη φωτιά. Την επόμενη φορά που το παιδί θα δει μια φωτιά, η αρχική προδιάθεση να προσπαθήσει να την πιάσει θα παρεμποδιστεί από την ανάμνηση του πόνου. Όταν οι δράσεις αναστέλλονται με αυτόν τον τρόπο, η πνευματική ενέργεια στην πρόθεση δράσης θα τείνει να ανατρέξει σε εικόνες από προηγούμενες εμπειρίες με παρόμοια αντικείμενα. Αυτές θα περιλαμβάνουν όχι μόνο εικόνες από πολλά ευχάριστα λαμπερά αντικείμενα, αλλά επίσης τη μνήμη της φωτιάς, η οποία ήταν ευχάριστη από μακριά αλλά επώδυνη στην εμπειρία της αφής. Κατά κάποιο τρόπο, αυτές οι εικόνες αποτελούν τώρα ένα νέο επίπεδο σωματικής μορφής, που μοιάζει με εκείνη των αρχικών αντικειμένων, αλλά μιας πιο λεπτής φύσης. Αυτή η μορφή είναι, κατά μια έννοια, «σαρωμένη» ή επεξεργασμένη από ένα ακόμη βαθύτερο και πιο λεπτό επίπεδο εσωτερικής δραστηριότητας.


Επισημαίνουμε και πάλι ότι σε μια τέτοια διαδικασία, αυτό που προηγουμένως αποτελούσε το νόημα (δηλαδή οι εικόνες και η σημασία τους) αντιμετωπίζεται τώρα ως σωματική μορφή. Το παιδί μπορεί να λειτουργήσει με βάση αυτή τη μορφή, όπως μπορεί να λειτουργήσει με τις μορφές των απλών αντικειμένων. Έτσι, το παιδί είναι σε θέση να παρακολουθήσει την εικόνα της φωτιάς, καθώς την πλησιάζει, και σε κάποια στιγμή προκαλεί μια βασισμένη στη μνήμη εικόνα του πόνου. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία προκύπτει ένα νέο νόημα, που επιτρέπει στο παιδί να λύσει το πρόβλημα του καθορισμού μιας κατάλληλης σχέσης με τη φωτιά, χωρίς να χρειάζεται να βρεθεί σε κίνδυνο να καεί ξανά. Σύμφωνα με αυτό το νέο νόημα, η φωτιά είναι ευχάριστη όταν το χέρι είναι αρκετά μακριά και επίπονη όταν είναι πάρα πολύ κοντά. Έτσι, μια νέα προδιάθεση προκύπτει, που είναι να προσεγγιστεί η φωτιά πιο προσεκτικά και σταδιακά, να βρεθεί η «καλύτερη» απόσταση από αυτή. Καθώς το παιδί συμμετέχει σε πολλές παρόμοιες εμπειρίες μάθησης, προκύπτει μια ακόμα πιο λεπτή και γενικότερη προδιάθεση να μάθει παρομοίως τον τρόπο προσέγγισης κάθε λογής αντικειμένων. Αυτό δημιουργεί την ικανότητα χρησιμοποίησης της φαντασίας σε πολλές διαφορετικές περιστάσεις για την επίλυση ενός ευρέος φάσματος προβλημάτων αυτής της γενικής φύσης.


Είναι σαφές ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να μεταφερθεί σε ακόμα πιο λεπτά και πιο αφηρημένα επίπεδα σκέψης. Σε κάθε στάδιο, αυτό που ήταν προηγουμένως ένα σχετικά λεπτό νόημα, μπορεί, όπως στην περίπτωση της φωτιάς, τώρα να θεωρηθεί ως μια σχετικά σωματική μορφή. Αυτή, με τη σειρά της, μπορεί να προκαλέσει την πρόθεση κάποιας δράσης. Η ενέργεια αυτής της πρόθεσης είναι σε θέση στη συνέχεια να οδηγήσει σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη ακολουθία εικόνων με ακόμη περισσότερες λεπτές έννοιες. Αυτό πραγματοποιείται με τρόπους που είναι παρόμοιοι με εκείνους που συνέβησαν με την εικόνα της φωτιάς. Προφανώς, αυτή η διαδικασία μπορεί να προχωρήσει επ’ αόριστο, σε επίπεδα όλο και μεγαλύτερης λεπτότητας. (Η λέξη «λεπτός» (subtle) βασίζεται σε μια ρίζα που σημαίνει «αραχνοΰφαντος» (finelywoven), και η σημασία είναι «ραφιναρισμένος, λεπτεπίλεπτος, απατηλός, απροσδιόριστος, άυλος»).


Κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα μπορεί να θεωρηθεί στη συνέχεια από την πνευματική ή από την υλική πλευρά. Από την πνευματική πλευρά είναι ένα περιεχόμενο πληροφορίας με κάποια συγκεκριμένη έννοια νοήματος ως μια λεπτή εικονική δραστηριότητα. Αλλά από την υλική πλευρά είναι μια πραγματική δραστηριότητα που λειτουργεί για να οργανώσει τα λιγότερο λεπτά επίπεδα, και έτσι αυτή λειτουργεί ως το «υλικό,» με βάση το οποίο μια τέτοια λειτουργία λαμβάνει χώρα. Έτσι, σε κάθε στάδιο, το νόημα είναι η σύνδεση ή γέφυρα μεταξύ των δύο πλευρών.


Προτείνεται στη συνέχεια ότι μια παρόμοια σχέση ισχύει επ’ άπειρο σε επίπεδα ακόμα μεγαλύτερης λεπτότητας. Η πρόταση είναι ότι αυτή η δυνατότητα υπέρβασης κάθε συγκεκριμένου επιπέδου λεπτότητας είναι το βασικό χαρακτηριστικό στο οποίο βασίζεται η διάνοια. Δηλαδή, η όλη διαδικασία δεν είναι εγγενώς περιορισμένη από κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο σκέψης, αλλά είναι μονίμως ανοιχτή σε φρέσκιες, δημιουργικές και πρωτότυπες αντιλήψεις νέων νοημάτων.


Αυτός ο τρόπος θεώρησης του θέματος αντιπαραβάλλεται έντονα με τη συνηθισμένη έννοια, στην οποία αναφέρθηκα νωρίτερα, ότι η ύλη και το πνεύμα εκλαμβάνονται ως ξεχωριστές ουσίες. Σύμφωνα με την άποψη που προτείνω, το πνεύμα και η ύλη αποτελούν τις δύο πλευρές της μίας γενικής διαδικασίας, και οι οποίες (όπως η μορφή και το περιεχόμενο) χωρίζονται μόνο στη σκέψη και όχι στην πραγματικότητα. Έτσι υπάρχει μόνο μία ενέργεια η οποία είναι η βάση όλης της πραγματικότητας. Η μορφή, όπως συλλαμβάνεται από την πνευματική πλευρά, δίνει σχήμα στη δραστηριότητα αυτής της ενέργειας, η οποία στη συνέχεια δρα σε λιγότερο λεπτές μορφές διαδικασιών που αποτελούν, για αυτή τη δραστηριότητα, την υλική πλευρά. Κάθε μέρος παίζει έτσι και τους δύο ρόλους, δηλαδή, τον πνευματικό και τον υλικό, αλλά σε διαφορετικά περιεχόμενα και συνδέσεις. Δεν υπάρχει ποτέ κανένας πραγματικός διαχωρισμός ανάμεσα στην πνευματική και στην υλική πλευρά, σε οποιοδήποτε στάδιο της συνολικής διαδικασίας.


Αυτό συνεπάγεται, σε αντίθεση με τη συνηθισμένη άποψη, ότι το νόημα είναι ένα εγγενές και απαραίτητο μέρος της συνολικής μας πραγματικότητας, και δεν είναι απλώς μια καθαρά αφηρημένη και αιθερική ιδιότητα που υπάρχει μόνο στο μυαλό. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, στη ζωή του ανθρώπου, αρκετά γενικά, το νόημα είναιη ύπαρξη. Έτσι, αν κάποιος αναρωτιόταν για το ποιον κάποιου ανθρώπου, θα έπρεπε να συμπεριλάβει όλες τις χαρακτηριστικές τάσεις και προδιαθέσεις δράσης αυτού του ανθρώπου, οι οποίες, όπως είδαμε, προκύπτουν από το τι σημασία έχουν όλα τα πράγματα για αυτόν τον άνθρωπο. Έτσι τα νοήματά μας ρέουν μέσα στην ύπαρξή μας, και επειδή οι σωματικές μορφές είναι σημαντικές για αυτήν την ύπαρξη, η ύπαρξη με τη σειρά της ρέει πίσω στο νόημα. Το ένα έτσι καταλήγει να αντικατοπτρίζει το άλλο. Αλλά τελικά, το κάθε τι είναιτο άλλο. Γιατί η δραστηριότητα την οποία παράγει η πληροφορία είναι η ύπαρξή μας, και αυτή η ύπαρξη είναι η πραγματικότητα και η δράση που έτσι «ενημερώνονται.» Έτσι το νόημα και η ύπαρξη χωρίζονται μόνο στη σκέψη, αλλά όχι στην πραγματικότητα. Δεν είναι παρά οι δύο πτυχές της μίας συνολικής πραγματικότητας.


Είναι σαφές ότι επειδή δεν υπάρχει κανένα όριο στα δυνατά επίπεδα λεπτότητας του νοήματος, η ύπαρξη που ρέει έξω από το νόημα είναι εξορισμού άπειρη και ανεξάντλητη. Μπορούμε να δούμε ότι αυτό συνεπάγεται το εξής: με έναν άλλον τρόπο επισημαίνεται ότι όλα τα νοήματα είναι σε κάποιο βαθμό διφορούμενα, επειδή κάθε περιεχόμενοβασίζεται σε κάποιο πλαίσιο. Αλλά αυτό το πλαίσιο με τη σειρά του μπορεί να αποτελέσει ένα περιεχόμενο το οποίο να βασίζεται σε ένα ακόμα ευρύτερο πλαίσιο (που μπορεί να περιλαμβάνει πολλά επίπεδα λεπτότητας), και ούτω καθεξής επ’ άπειρο. Έτσι τα νοήματα είναι εγγενώς ατελή και υπόκεινται στην αλλαγή, καθώς ενσωματώνονται σε ευρύτερα, βαθύτερα και πιο λεπτά νοήματα, που προκύπτουν μέσα σε νέα πλαίσια.


Είναι δυνατό να εξετάσουμε όλη αυτήν τη διαδικασία σε σχέση με την ελλοχεύουσα ή αναδιπλωμένη τάξη (implicateorenfoldedorder), για την οποία έχω μιλήσει αλλού. Δηλαδή, όλα αυτά τα επίπεδα και πλαίσια νοήματος αναδιπλώνουν το ένα το άλλο, και μπορεί να έχουν σημαντική σχέση μεταξύ τους. Το νόημα είναι έτσι μια συνεχώς διευρυνόμενη δομή, στην οποία η δυνητική σημασία του κάθε τμήματος πραγματώνεται πάντα με την ένταξή της σε ευρύτερα πλαίσια. Ως εκ τούτου δεν μπορεί αυτή ποτέ να είναι πλήρης ή τελική. Στα όρια του τι έχει, ανά πάσα στιγμή, κατανοηθεί υπάρχουν πάντα ασάφειες, μη ικανοποιητικά χαρακτηριστικά, και αποτυχίες δράσης που απορρέουν από την πρόθεση να ταιριάξουν με αυτό που συμβαίνει. Η ακόμα βαθύτερη πρόθεση είναι να γνωρίζει κάποιος αυτές τις διαφορές και να επιτρέψει στην όλη δομή να αλλάξει αν χρειάζεται. Αυτό θα οδηγήσει σε μια κίνηση στην οποία υπάρχει η συνεχής αναδίπλωση ακόμα πιο ολοκληρωμένων νοημάτων.


Αλλά, φυσικά, κάθε νέο νόημα που γίνεται έτσι αντιληπτό έχει κάποιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής στο οποίο οι ενέργειες που εκρέουν ίσως ταιριάζουν με αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα (π.χ., όπως στην περίπτωση του παιδιού για το οποίο «λαμπρό» σήμαινε «καλοσύνη» και «ευτυχία»). Τέτοια όρια μπορεί κατά κανόνα να επεκταθούν επ’ αόριστο μέσω επιπλέον αντιλήψεων νέων νοημάτων. Ωστόσο, όσο μακριά κι αν μπορεί να φτάσει αυτή η διαδικασία, θα εξακολουθούν να υπάρχουν όρια κάποιου είδους, τα οποία θα υποδεικνύονται από τις δυσαρμονίες μεταξύ των προθέσεών μας, βασισμένων σε αυτά τα νοήματα, και των πραγματικών συνεπειών που προκύπτουν από αυτές τις προθέσεις. Σε οποιοδήποτε στάδιο, η αντίληψη νέων νοημάτων μπορεί να επιλύσει αυτές τις διαφορές και δυσαρμονίες, αλλά θα συνεχίσουν να υπάρχουν όρια, έτσι ώστε η προκύπτουσα γνώση να παραμένει ελλιπής.


Αυτό που προτείνεται στη συνέχεια είναι αυτό που έχουμε ήδη επισημάνει· το νόημα είναι σε θέση να καταφέρει μια απεριόριστη επέκταση σε όλο και μεγαλύτερα επίπεδα λεπτότητας και πληρότητας. Αυτό μπορεί πραγματικά να πραγματοποιηθεί, ωστόσο, μόνο όταν νέες έννοιες γίνονται αντιληπτές ανά πάσα στιγμή. Φυσικά, τέτοιες φρέσκιες αντιλήψεις μπορούν να ρεύσουν ελεύθερα στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, η οποία δεν διατηρεί ένα σταθερό περιεχόμενο. Φαίνεται επομένως φυσικό να συμπεριλάβουμε τη βραχυπρόθεσμη μνήμη ως μια φυσική προέκταση της πρόσφατης αντίληψης. Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη μνήμη είναι ένα είδος σχετικά σταθερής καταγραφής, που τείνει να έχει μια συγκεκριμένη σταθερή ποιότητα. Φυσικά, ακόμη και οι σταθερές μνήμες μπορούν να εξασθενίσουν, ή να τροποποιηθούν με κάποιον τρόπο, καθώς τα νοήματά τους φαίνεται να αλλάζουν στην πραγματική εμπειρία. Εντούτοις, όταν η μακροπρόθεσμη μνήμη λειτουργεί ως ο σημαντικότερος παράγοντας για τη συνείδηση, δεν είναι σε θέση να μετατρέψει τη δική της δομή με θεμελιώδη τρόπο. Έχει πράγματι μόνο μια περιορισμένη ικανότητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις (π.χ. σχηματίζοντας συνδυασμούς οικείων εικόνων, ιδεών, αρχών, κλπ.).


Για να προχωρήσουμε πέρα από τα όρια αυτά, απαιτείται μια φρέσκια αντίληψη νέων νοημάτων. Για να δημιουργήσουμε νέα νοήματα με αυτόν τον τρόπο απαιτείται τουλάχιστον ένας δυνητικά άπειρος βαθμός εσωτερικότητας και λεπτότητας στις διανοητικές διεργασίες μας. Τέτοιες διανοητικές διαδικασίες απεριόριστα βαθιάς εσωτερικότητας και λεπτότητας μπορούν, ωστόσο, να ενσωματώσουν το περιεχόμενο της μνήμης μαζί με το υπόλοιπο της αντίληψης σε σύνολα, στα οποία, για παράδειγμα, οι μακροπρόθεσμες μνήμες μπορούν να λάβουν σχετικά νέες σημασίες. Έτσι, αν και η μνήμη είναι ουσιαστικά μηχανική όταν είναι ο σημαντικότερος παράγοντας σε λειτουργία, είναι εντούτοις σε θέση, σε ένα δευτερεύοντα ρόλο, να συμμετέχει σημαντικά στη δημιουργικότητα.

Η φυσική και η ενεργή πληροφορία

Μέχρι στιγμής, έχουμε εστιάσει κυρίως στην έννοια του νοήματος στο βαθμό που αυτό λειτουργεί στον άνθρωπο. Είδαμε, ωστόσο, ότι η έννοια της ενεργής πληροφορίας μπορεί να επεκταθεί, για να βρει εφαρμογή στους ραδιοφωνικούς δέκτες, στους υπολογιστές, και στη δραστηριότητα του DNAσε ένα κύτταρο. Θα ήθελα τώρα να προχωρήσω και να δείξω ότι μια παρόμοια έννοια μπορεί να ισχύει για όλη την άψυχη ύλη στο επίπεδο των πιο θεμελιωδών νόμων της φυσικής που είναι γνωστοί· αυτών της κβαντικής θεωρίας.

Θα ξεκινήσω εξετάζοντας ένα απλό σωματίδιο της ύλης· π.χ. ένα ηλεκτρόνιο. Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, ένα τέτοιο σωματίδιο δείχνει κυματικές ιδιότητες, καθώς και σωματιδιακές ιδιότητες. Προτείνω να το εξηγήσω αυτό υποθέτοντας ότι ενώ το ηλεκτρόνιο είναι ένα σωματίδιο, συνοδεύεται πάντα από ένα νέο είδος κυματικού πεδίου, που ορίζεται από την εξίσωση του Schrodinger (όπως οι εξισώσεις του Maxwellκαθορίζουν τη διάδοση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου). Το ηλεκτρόνιο που συναντούμε στην πραγματικότητα πρέπει στη συνέχεια να γίνει κατανοητό από την άποψη ενός σωματιδίου καιενός πεδίου, που πάντα συνοδεύει το σωματίδιο.


Όταν βλέπει κανείς το νόημα της κυματικής εξίσωσης του Schrodingerεκφρασμένης σε αυτό το μοντέλο, αντιλαμβάνεται ότι υποδηλώνει την ανάγκη να προστεθεί στις κλασικές δυνάμεις που ενεργούν στο σωματίδιο ένα νέο είδος δύναμης, που απορρέει από αυτό που ονομάζεται κβαντικό δυναμικό.


Τα βασικά νέα χαρακτηριστικά της κβαντικής θεωρίας προέρχονται κυρίως από τις νέες ιδιότητες του κβαντικού δυναμικού. Από αυτά, ένα από τα πιο σημαντικά είναι ότι αυτό το δυναμικό σχετίζεται με την κυματοσυνάρτηση του Schrodingerμε τέτοιο τρόπο ώστε να μην εξαρτάται από την ένταση του κύματος, αλλά μόνο από τη μορφή του. Αυτό σημαίνει ότι το κύμα Schrodingerδεν ενεργεί όπως, για παράδειγμα, ένα υδάτινο κύμα πάνω σε ένα πλωτό αντικείμενο για να το ωθήσει μηχανικά με μια δύναμη ανάλογη με την ένταση. Μάλλον, μια καλύτερη αναλογία θα ήταν αυτή που εξετάσαμε ήδη σε σχέση με τη συζήτησή μας σχετικά με την πληροφορία- π.χ. ένα πλοίο ή αεροπλάνο στον αυτόματο πιλότο που καθοδηγείται από ραδιοκύματα. Το πλοίο ή αεροπλάνο (με το αυτόματο πιλότο) είναι ένα αυτο-ενεργόσύστημα, δηλαδή έχει τη δική του ενέργεια. Αλλά η μορφή της δραστηριότητάς του καθορίζεται από το περιεχόμενο της πληροφορίαςσχετικά με το περιβάλλον, η οποία μεταφέρεται από τα ραδιοκύματα. Αυτό το περιεχόμενο είναι ανεξάρτητο της έντασης των κυμάτων. Μπορούμε παρόμοια να θεωρήσουμε ότι το κβαντικό δυναμικό περιέχει ενεργή πληροφορία. Αυτή είναι δυνητικά ενεργή παντού, αλλά πραγματικά ενεργή μόνο όπου και όταν υπάρχει ένα σωματίδιο.



Μπορούμε να περιγράψουμε τι σημαίνει αυτό θεωρώντας το τι συμβαίνει σε μια στατιστική κατανομή ηλεκτρονίων που περνούν από ένα σύστημα δύο οπών και ανιχνεύονται σε μια οθόνη, όπως φαίνεται στην εικόνα παρακάτω.



Κάθε ένα από αυτά τα ηλεκτρόνια ακολουθεί ένα καλά καθορισμένο μονοπάτι που μπορεί να αποδειχθεί μαθηματικά ότι είναι κάθετο προς το μέτωπο του κύματος στο σημείο όπου είναι το σωματίδιο. Ας υποθέσουμε τώρα ότι θεωρούμε ένα καθορισμένο σωματίδιο έτσι ώστε να περνά μέσα από τη μία οπή. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει μια περίπλοκη διαδρομή, έτσι ώστε το σωματίδιο επηρεάζεται σημαντικά από ένα κβαντικό δυναμικό που καθορίζεται από την παρεμβολή των κυμάτων στις δύο σχισμές.  Είναι σαφές ότι ακόμα κι αν το ηλεκτρόνιο περνάει μόνο από τη μία σχισμή, η κίνησή του θα εξαρτηθεί από την πληροφορία που προέρχεται κι από τις δύο σχισμές. Πράγματι, ακόμη και σε αποστάσεις που η ένταση του κύματος είναι μικρή, μπορεί να υπάρχουν σημαντικές επιπτώσεις αυτού του είδους, διότι, όπως έχει επισημανθεί, το ηλεκτρόνιο ανταποκρίνεται με τη δική του ενέργεια στη μορφή του κύματος, όσο ασθενής κι αν είναι αυτή, και όχι στην έντασή του. Όπως έχουμε πει, αυτή η απόκριση μπορεί να απεικονίσει μακρινά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, και αυτό υπονοεί μια ορισμένη νέα ιδιότητα ολότητας του ηλεκτρονίου με το περιβάλλον, η οποία δεν είναι παρούσα στην κλασική φυσική. Με τον τρόπο αυτό, καταλαβαίνουμε ότι η διαδρομή κάθε σωματιδίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν η μία ή και οι δύο σχισμές είναι ανοικτές (γεγονός το οποίο δεν αντιμετωπίζεται στην κλασική φυσική). Αυτή είναι η προτεινόμενη εξήγηση του πώς το ηλεκτρόνιο μπορεί να συμπεριφέρεται κατά έναν τρόπο σαν σωματίδιο και κατά άλλον τρόπο σαν κύμα.


Έτσι, όπως είδαμε, κάθε επιμέρους σωματίδιο ακολουθεί μια περίπλοκη πορεία, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πληροφορία, που έχει τη μορφή ενός κύματος και που αντικατοπτρίζει ολόκληρο το περιβάλλον. Πάντως, το ηλεκτρόνιο τελικά φτάνει σε ένα συγκεκριμένο σημείο στην οθόνη, γεγονός που αναδεικνύει το σωματιδιακό του χαρακτήρα. Ωστόσο, σε μια τυχαία στατιστική κατανομή ηλεκτρονίων με την ίδια κυματοσυνάρτηση Schrodinger, μπορούμε να δούμε, όπως φαίνεται στην προηγούμενη εικόνα, ότι όλα αυτά τα σωματίδια «συνωστίζονται» για να παράγουν μια πεπλεγμένη κατανομή στην οθόνη. Το πεδίο της πληροφορίας στο κύμα Schrodingerαντικατοπτρίζεται έτσι στη στατιστική κατανομή, και με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να καταλάβουμε πώς η εξάρτηση του κάθε σωματιδίου σε αυτό το πεδίο πληροφορίας επιφέρει την κυματική συμπεριφορά μιας στατιστικής κατανομής τέτοιων σωματιδίων.


Το μοντέλο αυτό σημαίνει ωστόσο ότι ένα ηλεκτρόνιο (για παράδειγμα) δεν είναι μια απλή οντότητα σαν μια μπάλα του μπιλιάρδου αλλά ότι μπορεί να έχει μια εσωτερική πολυπλοκότητα συγκρίσιμη με εκείνη ενός ραδιοφώνου ή ενός οχήματος που καθοδηγείται από έναν αυτόματο πιλότο. Αλλά το να εξετάσουμε μια τέτοια έννοια έρχεται σε αντίθεση με τη γενική προσέγγιση της φυσικής κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι καθώς αναλύουμε την ύλη σε ολοένα και μικρότερες μονάδες, η συμπεριφορά της θα γίνεται όλο και πιο απλή. Εδώ, θεωρούμε ότι στο κβαντικό επίπεδο μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι πλέον επαρκής. Αντίθετα, η κατάσταση μοιάζει περισσότερο με αυτό που συμβαίνει σε έναν μεγάλο ανθρώπινο πληθυσμό. Ενώ σε μια μεγάλη μάζα ανθρώπων μπορούμε συχνά να κάνουμε κάποιες σχετικά απλές στατιστικές αναλύσεις, όταν φτάνουμε στο επίπεδο του ενός ανθρώπου ανακαλύπτουμε μια πολυπλοκότητα και λεπτότητα που αψηφά τις αναλυτικές μας δυνάμεις.


Οι τρέχουσες θεωρητικές έννοιες υποδεικνύουν ότι ένα ηλεκτρόνιο δεν είναι μεγαλύτερο από κάτι της τάξης των 10-6cm. Είναι άραγε δυνατό να υπάρχει τόση δομή σε τόσο μικρό χώρο; Η εφαρμογή της κβαντικής θεωρίας στη βαρυτική θεωρία προτείνει ότι οι συνηθισμένες μας έννοιες του χώρου και του χρόνου θα ισχύουν μέχρι και μια απόσταση της τάξης αυτού που ονομάζεται μήκος Plank, το οποίο είναι περίπου 10-33cm (κάτω από το οποίο όλες οι παρούσες φυσικές έννοιες πιθανώς καταρρέουν). Ανάμεσα στο μέγεθος των ηλεκτρονίων της τάξης των 10-6cmκαι στο μήκος Plankτων 10-33cm, υπάρχει μια σειρά κλιμάκων που είναι τόσο μεγάλη όσο η διαφορά ανάμεσα στις καθημερινές διαστάσεις και στο θεωρούμενο μέγεθος του ηλεκτρονίου. Έτσι, υπάρχει άφθονος χώρος για τη δυνατότητα της απαιτούμενης δομικής πολυπλοκότητας.


Ως τώρα έχουμε συζητήσει μόνο για το σύστημα ενός σωματιδίου. Αν λάβουμε υπόψη ένα σύστημα πολλών σωματιδίων, η σημασία της ενεργής πληροφορίας για την κβαντική θεωρία γίνεται ακόμα πιο εμφανής.


Πρώτον, πρέπει να πούμε ότι στο σύστημα πολλών σωματιδίων η κυματοσυνάρτηση του Schrodingerδεν μπορεί πλέον να αναπαρασταθεί στο συνηθισμένο τρισδιάστατο χώρο. Πρέπει τώρα να θεωρηθεί σε έναν πολυδιάστατο χώρο, ο οποίος ονομάζεται χώρος φάσεων ή διαμόρφωσης (configurationspace), στον οποίο υπάρχουν τρεις διαστάσεις για κάθε σωματίδιο. Ένα μόνο σημείο σε αυτόν τον πολυδιάστατο χώρο αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη διαμόρφωση ολόκληρου του συστήματος των σωματιδίων- εξού και το όνομα «χώρος διαμόρφωσης.»


Δεν είναι άμεσα δυνατό να φανταστεί κανείς έναν τέτοιον χώρο. Ωστόσο, αν θυμηθούμε ότι η ουσιαστική σημασία του κύματος στο σύστημα ενός σωματιδίου είναι ότι καθορίζει ένα είδος πληροφορίας, τότε η ερμηνεία μπορεί εύκολα να επεκταθεί στο σύστημα πολλών σωματιδίων. Γιατί είναι γνωστό ότι η πληροφορία, καθώς είναι ένα ιδιαίτερα αφηρημένο πράγμα, μπορεί να οργανωθεί και να γίνει κατανοητή σε οποιονδήποτε αριθμό διαστάσεων. Αυτό είναι μια φυσική εξέλιξη της ιδέας ότι το κύμα Schrodingerδεν πρέπει να θεωρείται σαν ένα πεδίο δύναμης, αλλά ως ένα πεδίο πληροφορίας.


Μια πιο προσεκτική ανάλυση των μαθηματικών για την περίπτωση αυτή δείχνει ότι το σύνολο των σωματιδίων υπόκειται τώρα σε ένα γενικευμένο είδος κβαντικού δυναμικού. Αυτό εξαρτάται από το πεδίο Schrodingerολόκληρου του συστήματος πολλών-σωμάτων. Έτσι έχουμε μια επέκταση αυτής της ερμηνείας στο σύστημα πολλών-σωμάτων, όπου κάθε σωματίδιο είναι αυτο-ενεργό. Ωστόσο, η μορφή της δράσης του μπορεί τώρα να εξαρτάται από μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας που ανήκει σε όλο το σύστημα.


Η δραστηριότητα μιας τέτοιας κοινής δεξαμενής πληροφορίας στα πλαίσια της μηχανικής διακρίνεται καθαρότατα κατά την υπεραγώγιμη φάση των ηλεκτρονίων σε ένα μέταλλο. Αυτή είναι μια κατάσταση που μπορεί να προκύψει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, και στην οποία ένα ηλεκτρικό ρεύμα ρέει επ’ αόριστο χωρίς τριβή, επειδή τα ηλεκτρόνια δεν διασκορπίζονται από ανωμαλίες ή εμπόδια στο μέταλλο μέσα στο οποίο ρέουν. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, βλέπουμε ότι στην υπεραγώγιμη κατάσταση το κοινό μέρος της πληροφορίας προκαλεί μια οργανωμένη και συντονισμένη κίνηση των ηλεκτρονίων, που μοιάζει με ένα χορό μπαλέτου κατά τον οποίο τα σωματίδια παρακάμπτουν τις ανωμαλίες του μετάλλου χωρίς να διασκορπίζονται.


Καθώς η θερμοκρασία αυξάνεται, ωστόσο, η κατάσταση του συστήματος αλλάζει κατά τέτοιο τρόπο που η ιδιότητα της υπεραγωγιμότητας εξαφανίζεται. Η εξήγηση για αυτό είναι ότι το κυματικό πεδίο Schrodingerαρχίζει να χωρίζεται σε ανεξάρτητους παράγοντες, που αντιπροσωπεύουν ξεχωριστές δεξαμενές πληροφορίας, οι οποίες αντιστοιχούν σε παρόμοια υποσυστήματα, και τελικά, σε αρκετά υψηλές θερμοκρασίες, στα ίδια τα μεμονωμένα σωματίδια. Είναι σαν, στο μπαλέτο, οι χορευτές να αρχίζουν να χωρίζονται σε ξεχωριστές ομάδες που καθοδηγούνται από διαφορετικά «μοτίβα,» έως ότου τελικά κάθε άτομο εκτελεί το δικό του χορό, που δεν σχετίζεται με τους άλλους. Η συντονισμένη κατάσταση κίνησης ως εκ τούτου εξαφανίζεται, και τα ηλεκτρόνια συμπεριφέρονται περισσότερο σαν ένα ανοργάνωτο πλήθος ανθρώπων παρά σαν μια οργανωμένη ομάδα χορευτών.


Γενικότερα, μπορούμε να δείξουμε με μια εξέταση των μαθηματικών ότι η συμπεριφορά μεγάλης κλίμακας αντικειμένων, ιδιαίτερα σε κανονικές θερμοκρασίες, θα καθορίζεται από ξεχωριστές δεξαμενές πληροφορίας. Αυτό εξηγεί γιατί, στη συνηθισμένη μακροσκοπική εμπειρία, δεν βρίσκουμε στοιχεία αυτής της πρωτόφαντης οργανωμένης και συντονισμένης κβαντομηχανικής συμπεριφοράς. Αντίθετα, όπως μπορεί να αποδειχθεί, αυτή η τελευταία θα τείνει να γίνει σημαντική κυρίως στην μικροσκοπική κλίμακα (δηλαδή στο επίπεδο των ατόμων και των μορίων). Μπορεί να εμφανιστεί και σε μεγάλες κλίμακες, αλλά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν χαμηλές θερμοκρασίες, ή άλλες ασυνήθιστες πειραματικές συνθήκες που μπορούν να δημιουργηθούν στο εργαστήριο.


Η δυνατότητα ότι πολλά σωματίδια μπορούν να κινηθούν με τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω, σύμφωνα με μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας, συνεπάγεται ότι μπορεί να υπάρξει αυτό που ονομάζεται μη τοπική σύνδεση. Όπως στην περίπτωση του ενός σωματιδίου, αυτό συμβαίνει επειδή το κβαντικό δυναμικό δεν πέφτει αναγκαστικά σε μια αμελητέα τιμή όταν τα σωματίδια είναι χωρισμένα ακόμη και από μακροσκοπικές κλίμακες απόστασης.


Με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι μια τέτοια μη τοπική σύνδεση, που μπορεί να παράγει ένα είδος στιγμιαίας επαφής μακρινών σωματιδίων, θα παραβίαζε τη θεωρία της σχετικότητας, η οποία απαιτεί ότι κανένα σήμα δεν μπορεί να διαδοθεί ταχύτερα από το φως. Είναι δυνατόν να δείξουμε, ωστόσο, ότι το κβαντικό δυναμικό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μεταφέρει ένα σήμα, δηλαδή ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλά διατεταγμένη σειρά από παλμούς που θα μπορούσαν να μεταδώσουν ένα σαφώς καθορισμένο μήνυμα. Αλλά δεν θα προχωρήσω σε περισσότερες λεπτομέρειες σε αυτό το σημείο, καθώς δεν είναι κάτι που να έχει άμεση σχέση με το κύριο θέμα αυτής της εργασίας.


Η έννοια μιας τέτοιας μη τοπικής σύνδεσης προφανώς πηγαίνει αρκετά μακριά πέρα από το πλαίσιο των εννοιών που έχουν γενικά γίνει αποδεκτές από την κλασική φυσική. Αλλά, φυσικά, είναι μια απόλυτα λογική ιδέα. Και πράγματι, θα έλεγα ότι μεγάλο μέρος της αντίδρασης που έχει αντιμετωπίσει αυτή η έννοια προέρχεται από τη φύση της προκατάληψης που τείνει να εγείρεται εναντίον κάθε νέας άγνωστης έννοιας.


Στη συνέχεια, είδαμε ότι στην κβαντική θεωρία το κβαντικό δυναμικό μπορεί να θεωρηθεί αρκετά γενικά ότι αντιπροσωπεύει ενεργή πληροφορία, η οποία μπορεί να οργανωθεί σε δεξαμενές μεγεθών, που ποικίλουν ανάλογα με τις συνθήκες. Σε συμφωνία με την πρόταση ότι το νόημα είναι η δραστηριότητα, εικονική ή πραγματική, που ρέει έξω από αυτή την πληροφορία, οδηγούμαστε να θεωρήσουμε τις κινήσεις των αυτό-ενεργών σωματιδίων ως το νόημα αυτής της πληροφορίας. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, ότι η έννοια της ενεργής πληροφορίας και του νοήματος που έχει προταθεί σε πιο περιορισμένα πλαίσια (που περιλαμβάνουν τους ανθρώπους, τους υπολογιστές και το DNA) μπορεί τώρα να επεκταθεί στους βασικούς φυσικούς νόμους που ισχύουν για όλη την ύλη.


Η έννοια ότι το νόημα είναιαυτό που υπάρχει έχει επεκταθεί με αυτόν τον τρόπο στην άψυχη ύλη στο επίπεδο των πιο βασικών νόμων της φυσικής που μας είναι γνωστοί μέχρι στιγμής. Έτσι, αν αναρωτιόμασταν τι είναι ένα ηλεκτρόνιο, θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε στην απάντηση μια περιγραφή του πώς αυτό συμπεριφέρεται κάτω από διάφορες συνθήκες. Σύμφωνα με την κλασική φυσική, το ηλεκτρόνιο είναι μια οντότητα που κινείται μηχανικά και εκτρέπεται μόνο από εξωτερικές δυνάμεις και πιέσεις, οι οποίες γενικά δεν αντικατοπτρίζουν σε σημαντικό βαθμό απόμακρα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντός του. Αλλά σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, το ηλεκτρόνιο είναι κάτι που μπορεί σημαντικά να ανταποκρίνεται σε πληροφορίες από μακρινά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντός του, και αυτός ο τρόπος απόκρισης, που αποτελεί το νόημα της πληροφορίας, είναι θεμελιώδης στην απάντηση τι είναι το ηλεκτρόνιο.


Σε αναλογία με τα όσα ελέχθησαν σχετικά με τις ανθρώπινες εμπειρίες, τα σωματίδια που αποτελούν την ύλη σε γενικές γραμμές μπορούν να θεωρηθούν ότι αντιπροσωπεύουν ένα πιο ογκώδες (εκπεφρασμένο) σωματικό επίπεδο δραστηριότητας, ενώ το κυματικό πεδίο του Schrodingerαντιστοιχεί σε ένα λεπτότερο, πιο ελλοχεύον και «πνευματικό» επίπεδο. Στην ανθρώπινη εμπειρία, ωστόσο, έχει προταθεί ότι κάθε «πνευματικό» επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί ως ένας σωματικός φορέας μορφής όταν ιδωθεί από ένα ακόμα λεπτότερο επίπεδο. Αυτό σημαίνει πρώτα ότι η πληροφορία που αντιπροσωπεύεται από το κυματικό πεδίο Schrodinger«μεταφέρεται» από ένα λεπτότερο επίπεδο της ύλης που δεν έχει ακόμα άμεσα αποκαλυφθεί. Αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι συνεπάγεται ότι μπορεί να υπάρχει ένα λεπτότερο επίπεδο πληροφορίας που καθοδηγεί το πεδίο του Schrodinger, όπως η πληροφορία του πεδίου Schrodingerκαθοδηγεί τα σωματίδια. Αλλά αυτό με τη σειρά του αποτελεί μια ακόμη πιο λεπτή «σωματική» μορφή, στην οποία δρα ένα ακόμα πιο λεπτό είδος πληροφορίας, και ούτω καθεξής. Μια τέτοια ιεραρχία θα μπορούσε να συνεχισθεί επ’ άπειρο. Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι οι παρόντες κβαντομηχανικοί νόμοι είναι μόνο απλοποιήσεις και αφαιρέσεις από ένα τεράστιο σύνολο, του οποίου εμείς μόνο «ξύνουμε την επιφάνεια.» Δηλαδή, στα φυσικά πειράματα και στις παρατηρήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι τώρα, τα βαθύτερα επίπεδα αυτής της ολότητας δεν έχουν ακόμα φανερωθεί.


Με αυτόν τον τρόπο, καταλήγουμε σε μια έννοια της ύλης η οποία σε γενικές γραμμές βρίσκεται σε στενή παραλληλία με όσα προτείναμε νωρίτερα σε ό,τι αφορά τη σχέση του πνεύματος και της ύλης στα ανθρώπινα όντα. Πώς τότε συνδέονται αυτές οι δύο ιεραρχίες της ενεργής πληροφορίας, το υλικό και το πνευματικό; Ή μήπως τελικά υπάρχουν δύο διακριτές και ανεξάρτητες μεταξύ τους ιεραρχίες;


Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο μια τέτοια ιεραρχία. Σε αυτήν, το πιο λεπτά επίπεδα, κάποια από τα οποία βιώνουμε ως σκέψεις, συναισθήματα, πρόθεση, θέληση, κ.λπ., συγχωνεύονται συνεχώς με λιγότερο λεπτά επίπεδα. Και επομένως, αυτό που βιώνουμε ως πνεύμα τελικά συνδέεται, σωμα-σημαντικά, και σημα-σωματικά, με το κυματικό πεδίο Schrodingerκαι με τα σωματίδια. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να εξηγήσουμε πώς η ύλη στο συνηθισμένο επίπεδο είναι αναγνωρίσιμη μέσω αυτού που ονομάζεται πνεύμα, και πώς αυτό το τελευταίο μπορεί να επηρεάσει αυτό που ονομάζεται σώμα, και κατ’ επέκταση την ύλη. Όπως με την πληροφορία και το νόημα, το πνεύμα και το σώμα αποτελούν τις δύο πλευρές της ίδιας διαδικασίας, διαχωρισμένες μόνο στη σκέψη αλλά όχι στην πραγματικότητα.


Αυτό συνεπάγεται φυσικά ότι η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι κάτι που βρίσκεται έξω από το σύμπαν της ύλης. Αλλά η ύλη φτάνει έτσι να σημαίνει μια ολότητα της ύπαρξης, σε τέτοιο βαθμό λεπτότητας που να βρίσκεται πέρα από οποιοδήποτε προσδιορίσιμο όριο. Και έτσι, μπορεί ισοδύναμα να ονομαστεί πνεύμα, ή «πνευματική-ύλη» ή «υλικό πνεύμα.» Σε αυτήν τη μία και μοναδική ολότητα, το νόημα παρέχει όλη την ύπαρξη.

Ο διάλογος ως μια ελεύθερη ροή νοήματος

Έτσι προτείνεται ότι μπορεί να υπάρχουν κοσμικά νοήματα, πέρα από κάθε προσωπική ύπαρξη, ή ακόμη πέρα και από το σύνολο της ανθρωπότητας. Αλλά από την άλλη πλευρά, τα ανθρώπινα νοήματα επηρεάζουν όχι μόνο το σώμα του ατόμου που τα διατηρεί, αλλά και εκείνο άλλων ανθρώπων στους οποίους αυτά τα νοήματα κοινωνούνται. Και αντίστροφα, η ύπαρξη καθενός ατόμου επηρεάζεται βαθιά από τα νοήματα της κοινωνίας στο σύνολό της, καθώς και από εκείνα στη φύση και στο σύμπαν. Επιπλέον, τέτοια νοήματα μεταφέρονται στην άψυχη ύλη, καθώς οι άνθρωποι με το έργο τους επηρεάζουν βαθειά ολόκληρο το περιβάλλον, που με τη σειρά του επηρεάζει σημαντικά τους ίδιους. Η πεμπτουσία όλης της ύπαρξης είναι επομένως η ροή του νοήματος, το οποίο είναι ένα γενικευμένο είδος επικοινωνίας. Σε αυτήν τη ροή, τα πάντα αναδιπλώνουν τα πάντα και ξεδιπλώνονται στα πάντα. Είναι βασικά μια δημιουργική ροή, και η παρουσία μέσα της σχετικά σταθερών μορφών είναι ένα είδος προσωρινής κρυστάλλωσης του νοήματος, το οποίο μπορεί, ωστόσο, να βυθιστεί πίσω στη ροή όταν οι συνθήκες αλλάξουν.

Στην κοινωνία, ο βασικός φορέας του νοήματος είναι ο πολιτισμός, που είναι πράγματι ακριβώς μοιρασμένο νόημα. (Έτσι η τέχνη, η λογοτεχνία, η επιστήμη, κ.λπ., που συνήθως εννοούνται να αποτελούν μέρη του πολιτισμού, συμφωνούν με αυτό το νόημα.) Είναι σημαντικό οι μορφές του πολιτισμού (καθώς και εκείνες της κοινωνικής οργάνωσης) να μην είναι υπερβολικά άκαμπτες, αλλιώς η κοινωνία θα καταρρεύσει από τον κατακερματισμό. Μπορούμε να το συγκρίνουμε αυτό με ό,τι συμβαίνει σε ένα σύνολο ηλεκτρονίων σε ένα μέταλλο. Μπορούν να κινούνται μαζί χάρη σε μια οργανωμένη και συνεκτική κοινή δεξαμενή πληροφορίας· αλλιώς μπορεί να διασπαστούν σε ξεχωριστές ομάδες ή ακόμη και σε μεμονωμένα σωματίδια, που κινούνται σύμφωνα με ξεχωριστές και ανεξάρτητες δεξαμενές πληροφορίας. Όταν η ανθρώπινη κοινωνία ως σύνολο διασπάται σε ξεχωριστά έθνη, θρησκείες, ιδεολογίες, και άλλες ομάδες, τότε υπάρχουν πολλές υποομάδες που αγνοούν σε μεγάλο βαθμό η μία την άλλη, και έτσι το σύνολο καταρρέει επειδή δεν υπάρχει καμία κοινή δεξαμενή αμοιβαίου νοήματος. Τελικά, αυτό μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο το κάθε άτομο να μοιάζει να κατέχει ξεχωριστή και ανεξάρτητη δεξαμενή νοήματος, η οποία μπορεί με τη σειρά της να διασπαστεί σε πολλές επί μέρους δεξαμενές. Ένα τέτοιο άτομο αισθάνεται μόνο, ακόμη και ανάμεσα σε άλλους, γιατί χωρίς ένα κοινό βαθύτερο και λεπτότερο νόημα, οι άνθρωποι έχουν μόνο μια επιφανειακή και τυπική σχέση μεταξύ τους.


Ένας από τους σημαντικότερους λόγους γιατί ένας τέτοιος κατακερματισμός συμβαίνει είναι ότι κάθε άτομο, κάθε ομάδα, κ.λπ., τείνει να διατηρεί αυστηρά ορισμένα βασικά νοήματα, τα οποία ως εκ τούτου είναι αδιαπραγμάτευτα. Έτσι, όταν συναντώνται ανθρώπινες ομάδες ο στόχος είναι η μία ομάδα να πείσει για τις θέσεις της την άλλη ομάδα, ή να την κάνει να τις υιοθετήσει. Πολύ συχνά αυτό οδηγεί σε αντιπαράθεση στην οποία καμία πραγματική επικοινωνία δεν είναι δυνατή, γεγονός το οποίο και πάλι οφείλεται στην επιφανειακή αντιμετώπιση.


Αυτό που χρειάζεται εδώ είναι ένας γνήσιος διάλογος. Η λέξη αυτή προέρχεται από τις Ελληνικές λέξεις «δια» και «λόγος.» Αλλά αυτό που τονίζεται εδώ δεν είναι η λέξη καθαυτή (δηλαδή ο ήχος) αλλά το νόημάτης. Ο διάλογος είναι μια ελεύθερη ροή νοήματος μεταξύ των ανθρώπων. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εδώ την εικόνα ενός ρεύματος που ρέει ανάμεσα στις δύο όχθες ενός ποταμιού.


Αυτό που προέχει για το διάλογο είναι ότι ενώ ένα άτομο μπορεί να προτιμά μια ορισμένη θέση, δεν τη διατηρεί αδιαπραγμάτευτα. Ένα τέτοιο άτομο είναι έτοιμο να ακούσει τους άλλους με επαρκή συγκατάθεση και ενδιαφέρον, ώστε να κατανοήσει το νόηματης θέσης του άλλου και να είναι σε θέση να μπορεί να αλλάξει τη δική του άποψη αν υπάρχει καλός λόγος να το πράξει αυτό. Προφανώς, ένα πνεύμα καλής θέλησης ή φιλίας είναι απαραίτητο για να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν είναι αυτό συμβατό με ένα πνεύμα που είναι ανταγωνιστικό, αμφιλεγόμενο, ή επιθετικό.


Αν οι άνθρωποι είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε έναν πραγματικό διάλογο, τότε μπορεί να υπάρξει μια ελεύθερη ροή νοήματος, έτσι ώστε να προκύψει δημιουργικά μια νέα κοινή δεξαμενή, που επιτρέπει στην ομάδα να κινηθεί από κοινού με τρόπο συνεκτικό και νοήμονα. Αυτό θα συμβεί όταν οι άνθρωποι είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις διαφωνίες τους χωρίς αντιπαράθεση ή ευγενική αποφυγή του θέματος, και όταν είναι πρόθυμοι να διερευνήσουν από κοινού απόψεις με τις οποίες μπορεί οι ίδιοι να μη συμφωνούν. Αν μπορούν με αυτόν τον τρόπο να συμμετέχουν σε έναν διάλογο που είναι απαλλαγμένος από υπεκφυγές ή θυμό, θα ανακαλύψουν ότι καμία δεδομένη θέση δεν είναι τόσο σημαντική που να αξίζει να διατηρηθεί με τίμημα το μπλοκάρισμα της δημιουργικότητας του ίδιου του διαλόγου. Αν το αντίθετο συνέβαινε σε μεγάλη κλίμακα, θα αποτελούσε έναν επαναστατικό μετασχηματισμό της φύσης του πολιτισμού, και ακόμη της ίδιας της συνείδησης.


Ελπίζω ότι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και συζήτησης των ιδεών στην αναζήτηση του νοήματος μπορούμε όχι μόνο να διερευνήσουμε τη φύση του διαλόγου ως μια ελεύθερη ροή του νοήματος, αλλά επίσης, να νιώσουμε ενθάρρυνση να συμμετάσχουμε σε έναν πραγματικό διάλογο που έχει αναζητηθεί εδώ. Έτσι, μπορεί να είμαστε σε θέση να δούμε στην πραγματικότητα αν η έννοια ότι το νόημα είναιη ύπαρξη ισχύει ή όχι.






Νόημα και πληροφορία [Μέρος 2ο]

$
0
0
[Τα ακόλουθα είναι από το βιβλίο «The Search for Meaning» - «The New Spirit in Science and Philosophy,» που δημοσιεύτηκε από τον οίκο Crucible το 1989, και είναι μια συλλογή δοκιμίων από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, και τα οποία δοκίμια επικεντρώνονται σε ιδέες που προτάθηκαν από τον David Bohm. Η συλλογή εκδόθηκε από τον Paavo Pylkkanen.]

Συζήτηση

Είναι το νόημα η ύπαρξη;


MaracaWilkins: Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσατε να αποσαφηνίσετε τη δήλωση ότι «το νόημα είναι η ύπαρξη.»


DavidBohm: Θυμηθείτετι είπα για τους υπολογιστές, το DNA, το ηλεκτρόνιο, τις δεξαμενές πληροφορίας που αποτελούν το μέταλλο στους υπεραγωγούς, που καθορίζουν τις ιδιότητες όλης της ύλης. Αν αναλύσετε αυτά που είπα, θα δείτε ότι όλα αυτά τα φαινόμενα παράγονται όταν μια σημασία πληροφορεί την ενέργεια. Έτσι σύμφωνα με αυτήν την εικόνα, η ύλη δεν είναι κάτι το νεκρό. Δεν μοιάζει καθόλου με μπάλες μπιλιάρδου που οι μία σπρώχνει την άλλη τριγύρω. Αντίθετα, η δομή και μορφή της οργανώνονται από ένα ενεργό νόημα, δηλαδή νόημα που δρα μέσα στην ενέργεια. Αυτή η έννοια είναι μια προέκταση της συνηθισμένης έννοιας του νοήματος που ισχύει στον ανθρώπινο κόσμο.


Wilkins: Αντιλαμβάνομαιτον ειρμό της σκέψης σας αλλά πάλι το βρίσκω μπερδεμένο να πούμε ότι το σώμα είναι η σημασία.


Bohm: Η ουσία είναι ότι τελικάδεν υπάρχει διαχωρισμός. Στην αρχή μπορείτε να δείτε ότι η σημασία επηρεάζει την ενέργεια και ότι αυτό επηρεάζει το σώμα· αρχικά τα διαχωρίζουμε.Αλλά τώρα, ας κάνουμε την επόμενη ερώτηση: τι είναι το σώμα; Όταν αναλύουμε το σώμα κατά κάποιον τρόπο εξαφανίζεται. Βλέπετε, για παράδειγμα, ένα ωραίο, στέρεο, τραπέζι, δηλαδή σώμα, αλλά σύμφωνα με τους φυσικούς, τους χημικούς, και ούτω καθεξής, αποτελείται από σωματίδια τα οποία περιφέρονται εδώ κι εκεί. Είναι κυρίως ο άδειος χώρος αλλά λέμε ότι τα σωματίδια είναι το σώμα. Αλλά τι είναι αυτά τα σωματίδια; Τελικά πρέπει να τα αντιμετωπίσετε σύμφωνα με την κβαντομηχανική και τότε θα δείτε ότι δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που συνήθως αποκαλούμε σωματίδια. Αν θέλετε πραγματικά να καταλάβετε τι είδους σωματίδια είναι, θα δείτε ότι είναι σωματίδια που αντιστοιχούν σε πληροφορία.Η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα ηλεκτρόνιο και σ’ ένα πρωτόνιο οφείλεται κατά πολύ στο διαφορετικό τρόπο που το καθένα αποκρίνεται στην πληροφορία που βρίσκεται στην κυματοσυνάρτηση.


Wilkins: Ακόμα κι αν το σώμα και η σημασία δεν είναι ξεχωριστά, αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτίζονται.Δεν μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν τις δύο πτυχές της ίδιας βάσης, ή ότι η ύπαρξη και το νόημα έχουν την ίδια ουσία;


Bohm: Όχι, πιστεύω ότι αυτό μεταθέτει τη σημασία κάπου πέρα από την ύπαρξη και το νόημα. Είναι δύσκολο να δούμε τι σημασία θα είχε αυτό. Πιστεύω πω είναι καλύτερο να πούμε ότι η ουσία της ύπαρξης είναι το νόημα. Αυτό το έχω ήδη εξηγήσει, τόσο σε σχέση με τον άνθρωπο, όσο και, όπως μόλις είπα, σε σχέση με άψυχα πράγματα, συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και τα σωματίδια της φυσικής, όπως τα ηλεκτρόνια. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως αλλάζει το νόημα έτσι αλλάζει και η ουσία.


Wilkins: Σε ένα άλλο σημείο της εργασίας σας αναφέρατε απόλυτες απόψεις και το κακό που αυτές προκαλούν στις ανθρώπινες σχέσεις. Αλλά κάποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν την εντύπωση ότι «εδώ ο καθηγητής DavidBohm, παίρνει τη δογματική θέση ότι η ύπαρξη είναι νόημα και το νόημα είναι ύπαρξη» (γέλιο). Θέλω να πω ότι προσπαθώ να το καταλάβω αυτό χωρίς να γίνομαι αδέξιος. Διαισθητικά η άποψή σας μοιάζει αρκετά σωστή, γιατί μπορώ να διακρίνω έναν αριθμό συγκεκριμένων παραδειγμάτων ανθρώπινων καταστάσεων όπου αυτό το «η ύπαρξη είναι νόημα» είναι κατάλληλο. Αλλά μήπως θα αντιπροσώπευε καλύτερα τη θέση σας αν λέγατε ότι το να βλέπουμε το νόημα και την ύπαρξη ως ξεχωριστά είναι ένας κατάλληλος τρόπος να βλέπουμε τα πράγματα σε κάποιες περιστάσεις, ενώ το να βλέπουμε το νόημα και την ύπαρξη ως ένα είναι κατάλληλο σε κάποια άλλα περιεχόμενα;


Bohm: Μπορούμε να το πούμε αυτό. Θα ήθελα να τονίσω ότι κανένα από τα πράγματα που λέω δεν αποτελεί ένα τελικό γεγονός σχετικά με την πραγματικότητα.


Wilkins: Οπότε δεν παίρνετε μια απόλυτη θέση παρότι φαίνεται ότι προηγουμένως το κάνατε…


Bohm: Ας το θέσω διαφορετικά: Παίρνω μια θέση η οποία προορίζεται να αναλυθεί, και θέλω να τη διατυπώσω αρκετά ισχυρά ώστε να της δώσετε σημασία (γέλιο).  Αν το έθετα χλιαρά δεν θα δίνατε σημασία και θα ήταν σπατάλη χρόνου.


Wilkins(αστειευόμενος): Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι δίκαιο για το ακροατήριο!


Bohm: Όχι, εννοώ ότι όλοι μας έχουμε την τάση να τοποθετούμαστε απόλυτα.


Wilkins: Καταλαβαίνω. Αλλά αναρωτιέμαι αν χρειάζεται να δούμε όλη την ύπαρξη και το νόημα ως ένα. Μου φαίνεται ότι σε κάποια σχετικά παραδείγματά σας δεν είναι σαφές αν ο διαχωρισμός τους είναι χειρότερος από την ενότητά τους. Αλλά υπάρχουν άλλα πλαίσια όπου είναι καθαρά επιθυμητό να τα βλέπουμε ως ένα- για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε την επιστημονική γνώση ανεξάρτητη από τις εφαρμογές ή τις επιπτώσεις της, τότε δεν υπάρχει καμία αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στο να είναι κάποιος επιστήμονας που παράγει τη γνώση και στο να είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή της.


Από την άλλη πλευρά αν θεωρήσουμε την επιστημονική γνώση ως μία αδιαχώριστη διαδικασία η οποία συμπεριλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται, τότε αποτελεί αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η κοινωνική υπευθυνότητα της επιστήμης πρέπει να αποτελεί μέρος της επιστημονικής διαδικασίας. Αυτό είναι ένα σημείο πολύ σημαντικό στον κόσμο σήμερα. Ένα άλλο παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι ένα κείμενο που κάποτε διάβασα σχετικά με έναν ιερέα που του ζητήθηκε να εργαστεί σε φυλακή και του είπαν: «πήγαινε στο κελί με τους φυλακισμένους και κάνε ό,τι μπορείς για αυτούς.» Ο ιερέας συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε έτσι απλά να πάει να τους μιλήσει- απλά πήγε εκεί και είπε ότι σημασία είχε η παρουσίατου.


Bohm: Αυτό ήταν το νόημά του εκείνη τη στιγμή.


Wilkins: Έτσι έχουμε μια πρακτική, πραγματική ανθρώπινη κατάσταση όπου η ύπαρξη και το νόημα μοιάζουν να είναι κατά πολύ το ίδιο.Αλλά συμφωνείτε ότι ο διαχωρισμός μπορεί να είναι χρήσιμος κάποιες φορές, ενώ άλλες φορές πρέπει να βλέπουμε την ενότητα;


Bohm: Αυτό που λέτε υπονοείται κατά κάποιον τρόπο σε αυτά που είπα στην εργασία μου, γιατί υπάρχουν τρία στάδια σχετικά με το θέμα.Πρώτα, το νόημα γίνεταιη ύπαρξη (και το αντίστροφο). Μέσω αυτής της διαδικασίας, το νόημα και η ύπαρξη φτάνουν να αντικατοπτρίζουντο ένα το άλλο. Αλλά τελικά, το νόημα είναι η ύπαρξη. Σε ό,τι αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο, κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στο νόημα και στην ύπαρξη προκειμένου να εκφράσουμε τη σκέψη μας. Αλλά αυτή η διάκριση δεν υπονοεί μια πραγματική διαφορά, είναι ο τρόπος με τον οποίο καταλαβαίνουμε το τελικά ένα και αδιαίρετο όλο. Στο στάδιο στο οποίο το νόημα και η ύπαρξη αντανακλούν το ένα το άλλο, μπορούν να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά. Αλλά στο βαθύτερο στάδιο, το νόημα και η ύπαρξη πρέπει να ιδωθούν ουσιαστικά ως ένα.


Όπως προτείνετε, κάποιος μπορεί να πει ότι το καθένα από αυτά τα στάδια είναι έγκυρο στο δικό του πλαίσιο. Ωστόσο, αν προσκολληθούμε στο ένα ή στο άλλο απόλυτα, θα το πάμε πολύ μακριά. Έτσι, είναισωστό σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο να διαχωρίσουμε το νόημα και την ύπαρξη. Για παράδειγμα, μπορώ να πω ότι αυτή η καρέκλα έχει ένα συγκεκριμένο νόημα για μένα. Για εσάς ή για κάποιο ον από τον Άρη, μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο. Οπότε σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να διαχωρίσουμε το νόημα από την ύπαρξη, γιατί υπάρχουν πολλά νοήματα που αποδίδονται στην καρέκλα, αλλά η ύπαρξη της καρέκλας δεν επηρεάζεται άμεσα από αυτά.


Αλλά ας υποθέσουμε ότι συζητάμε το νόημα ή την αλήθεια ενός συγκεκριμένου ανθρώπου και ότι προσπαθούμε να πούμε ότι αυτό που σημαίνει η αλήθεια για αυτό τον άνθρωπο είναι ένα πράγμα ενώ αυτό που ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναιαποτελεί ένα άλλο πράγμα. Αυτό σπάνια συμβαίνει. Φανταστείτε, για παράδειγμα, ένα άτομο για το οποίο η αλήθεια είναι ότι το εθνικό συμφέρον έρχεται πρώτο και ότι μπορεί κάποιος να πει ψέματα αν αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να διαφυλάξει το συμφέρον του κράτους, όπως είπε ο Machiavelli. Ή πάρτε ένα άλλο άτομο που θα μπορούσε να πει «όχι, η αλήθεια έρχεται πρώτη και το εθνικό συμφέρον έπεται.» Αυτά τα δύο νοήματα της αλήθειας αναδεικνύουν δυο σαφώς διαφορετικές καταστάσεις της ύπαρξης, όχι διαχωρίσιμες από τη συνολική ύπαρξη των συγκεκριμένων ατόμων.


Wilkins: Οπότε λέτε ότι θεωρητικά μπορούμε να θεωρήσουμε το σώμα και τη σημασία ως τις δύο πτυχές της ίδιας ενιαίας πραγματικότητας, αλλά αυτή η διαφορά υπάρχει μόνο στη σκέψη, ότι διαχωρίζονται μόνο στη σκέψη ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν ένα;


Bohm: Ναι. Αυτό εγείρει το ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος της σκέψης στην προσπάθεια να περιγράψουμε την ύπαρξη. Μπορούμε να πούμε ότι η σκέψη παρέχει ένα είδος αναλογίας με αυτό που βρίσκεται πέρα από τη σκέψη. Μια αναλογία είναι ουσιαστικά ένας λόγος. Μπορούμε να πούμε ότι καθώς τα πράγματα σχετίζονται με αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα, υπάρχει μια παρόμοια σχέση ή αναλογία στη σκέψη, μια αναλογία που δεν απλά αριθμητική αλλά κυρίως ποιοτική. Για παράδειγμα, το Aείναι για το B, ό,τι είναι το Cγια το D. Οπότε λέμε ότι καθώς συγκεκριμένα πράγματα σχετίζονται στη σκέψη, σχετίζονται με το αντικείμενο της σκέψης. Αυτή είναι η ουσιαστική ιδιότητα της σκέψης. Όταν λέμε ότι κάτι είναι, δεν είναι. Μπορεί να μοιάζει, αλλά δεν είναι το ίδιο, είναι κάτι περισσότερο, είναι επίσης διαφορετικό. Επομένως, ό,τι κι αν είναι η πραγματικότητα, είναι ανεξάντλητη. Όσο κι αν προεκτείνουμε αυτήν την ανάλυση, λέμε ότι είναι πάντα μια αναλογία.


DonFactor: Αλλά τι σημαίνει να χρησιμοποιούμε τη σκέψη για να πούμε ότι το νόημα και η ύπαρξη είναι το ίδιο πράγμα; Βρίσκεται αυτό επίσης σε ένα επίπεδο αναλογίας ή πρόκειται για κάτι άλλο;


Bohm: Υπάρχουν δύο σημεία. Το ένα είναι να πούμε «το νόημα είναι η ύπαρξη» ως μια τυπική σκέψη. Σε αυτήν την περίπτωση λέμε ότι πρέπει να παρέχει κάποια αναλογία. Αλλά τότε πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας από το λόγο της αναλογίας στο λόγο του αντικειμένου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Η σκέψη θα μας οδηγήσει σε μια σωστή αντίληψηαν είναι μια καλή σκέψη.


AlexHankey: Αν κάποιος έλεγε αντί «το νόημα είναι η ύπαρξη» ότι «η ύπαρξη είναι το νόημα» θα είχατε κάποια αντίρρηση;


Bohm: Θα έλεγα ότι αυτό δεν πηγαίνει μακριά. Αν πούμε «η ύπαρξη είναι το νόημα,» μπορούμε επίσης να πούμε «αυτό έχει νόημα για μένα ή για κάποιον άλλον.» Αυτό θα το έκανε κάτι μάταιο- συμβαίνει όταν κάποιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη είναι το νόημα. Αλλά αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι το νόημα διαπερνά την ύπαρξη, ότι το ίδιο αποτελεί την ύπαρξη, τόσο την άψυχη όσο και την έμψυχη. Θέλω να προτείνω να προχωρήσουμε παραπέρα από αυτό.


Hankey: Το νόημα αντί της ύπαρξης;


Bohm: Ακόμα και το νόημα καθαυτό.Θέλω να πω ότι τελικά δεν υπάρχει κανείς που να ζει για το νόημα. Αντίθετα, το νόημα είναι η βασική ιδιότητα της πραγματικότητας. Βλέπετε, αν ρωτήσουμε «για ποιον;» μπορούμε να απαντήσουμε «για μένα» αλλά είμαιτα νοήματά μου. Αν τα πράγματα σημαίνουν κάτι διαφορετικό για μένα, τότε είμαι ένα διαφορετικό άτομο. Αν είχαμε γεννηθεί στη Ναζιστική Γερμανία, για παράδειγμα, όλο το νόημα θα είχε στηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε θα μπορούσα άνετα να πω ότι ο Hitlerήταν υπέροχος. «Όλα είναι υπέροχα, η μουσική, ο βηματισμός, όλα αυτά σημαίνουν τόσα πολλά για μένα. Η Γερμανία είναι υπέροχη.» Τότε θα ήμουν ένα διαφορετικό άτομο. Οπότε για ποιον ένα τέτοιο Ναζιστικό νόημα αποτελεί νόημα; Αυτό το νόημα είναι το να είναι κάποιος Ναζί. Πρόκειται για το νόημα που αποτελεί μέρος της κουλτούρας που αφομοιώνει το άτομο και διαμορφώνει την ύπαρξή του.


Factor: Αν το νόημα είναι η ύπαρξη κυριολεκτικά τότε από πού μπορεί να προέλθει μια αλλαγή του νοήματος;


Bohm: Μπορεί να προέλθει από το γεγονός ότι το νόημα είναι ανεξάντλητο. Δεν υπάρχει όριο στο νόημα, βλέπετε. Κάθε νόημα είναι διφορούμενο, εξαρτάται από τα συμφραζόμενα· καθώς τα πλαίσια αλλάζουν, αλλάζει και το νόημα.


FrankArcher: Μπορούμε να πούμε ότι πραγματικότητα είναι μια σχέση ανάμεσα σε νοήματα;


Bohm: Η πραγματικότητα βρίσκεται ελλοχεύουσα μέσα στα νοήματα, ναι. Οτιδήποτε ξέρουμε για την πραγματικότητα πρέπει να είναι σύμφωνο με το νόημα που έχει για εμάς. Υποθέστε ότι λέω πως αυτή η καρέκλα είναι πραγματική.Αυτό σημαίνει ότι αν σπρώξω την καρέκλα, θα εμφανίσει αντίσταση, δεν θα εξαφανιστεί. Θα κάνει διάφορα πράγματα που αναμένονται από πραγματικά αντικείμενα. Δεν αποτελεί φαντασία. Τα φανταστικά πράγματα συμπεριφέρονται διαφορετικά.


FrancisSteen: Μπορούμε να το αποκαλέσουμε αυτό το νόημα της καρέκλας καθαυτής;


Bohm: Όχι, δεν μπορούμε να πούμε «η καρέκλα καθαυτή,» γιατί τι νόημα έχει αυτό; Πιστεύω ότι πρέπει να το μεταφέρουμε αυτό στο κοσμικό επίπεδο, για να πούμε ότι το νόημα είναι το όλο. Αυτό βρίσκεται κοντά στην Ανατολική άποψη ότι η ύλη και η συνείδηση είναι αχώριστες, και ότι υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να πούμε πρωτο-συνείδηση, πρωτο-νόημα ή πρωτο-νοημοσύνη πριν από την ύλη. Αυτό υπονοεί ότι η μηχανιστική άποψη της ύλης είναι περιορισμένη, και ότι αν κοιτάξουμε προσεκτικά την κβαντομηχανική γίνεται σαφές ότι η μηχανιστική άποψη δεν δουλεύει σωστά.Επομένως, οδηγούμαστε σε μια άποψη σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια τεράστια ολότητα νοήματος- και υπάρχουν υποσύνολα ολότητας νοήματος, κοκ. Και ότι χάρη σε αυτά τα υποσυστήματα νοήματος έχουμε τις σχετικά ανεξάρτητες δομές.


RupertSheldrake: Οπότε λέτε ότι το νόημα είναι η ύπαρξη και ότι το σώμα είναι επίσης ύπαρξη. Αν δούμε τη βαρύτητα κατά αυτόν τον τρόπο, το μοντέλο σας φαίνεται να δουλεύει πολύ καλά, επειδή μπορούμε να δούμε την ύλη σαν το σώμα και το βαρυτικό πεδίο σαν τη σημασία του νοήματος. Τότε έχουμε κάθε λογής συγκεκριμένα υποσυστήματα, όπως ηλιακά συστήματα, με το ιδιαίτερο νόημά τους και τη σωμα-σημασία τους. Έχετε δουλέψει το μοντέλο σας στο πλαίσιο των βαρυτικών πεδίων;


Bohm: Όχι. Έχω εστιάσει στην κβαντομηχανική πλευρά.


Sheldrake: Φαίνεται ότι ταιριάζει πολύ καλά· Εννοώ οτιδήποτε είπατε σχετικά με το ηλεκτρόνιο και το σχετιζόμενο πεδίο του φαίνεται να εφαρμόζεται στην ύλη γενικότερα.


Bohm: Μπορούμε να το δούμε έτσι: Η ουσία είναι ότι στη φυσική η βαρύτητα μπορείεπίσης να ερμηνευτεί με ένα μηχανιστικό τρόπο, με όρους αντικειμένων που ασκούν το ένα στο άλλο δυνάμεις. Τώρα, μπορούμε να παράσχουμε έναν εναλλακτικό τρόπο προσέγγισης του θέματος. Αλλά αυτό που είναι περίεργο για την κβαντομηχανική είναι ότι η παλιά μηχανιστική προσέγγιση δενείναι επαρκής.


Sheldrake: Ναι, αλλά έχοντας φτάσει στο συμπέρασμα ότι ολόκληρο το σύμπαν, όντας καθαυτό, είναι το νόημα, τότε η άποψή σας πρέπει να εφαρμοστεί και στη βαρύτητα.


Bohm:Μπορεί να εφαρμοστεί οπουδήποτε. Αλλά εντούτοις, μακροσκοπικά αντικείμενα, ως ένα βαθμό, έχουν μια αξιοσημείωτη ανεξαρτησία.Ακολουθούν κατά πολύ τις δικές τους δεξαμενές πληροφορίας ενώ δεν έχουμε τόση ανεξαρτησία στο κβαντομηχανικό επίπεδο.


Sheldrake: Κι όμως, όχι. Εννοώ ότι ξέρουμε ότι το φεγγάρι δεν ακολουθεί απλά τη δική του δεξαμενή πληροφορίας, αφού σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη γη και τον ήλιο, και ολόκληρο το ηλιακό σύστημα μοιάζει να έχει ακριβώς την ιδιότητα στην οποία αναφερθήκατε ως κοινή δεξαμενή πληροφορίας.


Bohm: Μπορούμε να το δούμε κι έτσι, αλλά μπορούμε να το δούμε και διαφορετικά. Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον σημείο: η φυσική μπορεί να ιδωθεί με δύο τρόπους, είτε μηχανιστικά ή τελεολογικά. Ο μηχανιστικός τρόπος, πιστεύω, είναι σε όλους γνωστός· σκεφτόμαστε όλους αυτούς τους πλανήτες να κινούνται, είναι συγκεκριμένα αντικείμενα, κινούμενα χάρη στην αδράνειά τους υπό τη δύναμη της βαρύτητας, η οποία τα τραβά και τα σπρώχνει, το ένα σώμα με το άλλο, δημιουργώντας τροχιές- αυτό είναι μηχανιστικό.


Από την άλλη μεριά, μια διαφορετικά προσέγγιση δημιουργήθηκε από ανθρώπους, όπως ο Lagrangeκαι ο Hamiltonτον δέκατο-ένατο αιώνα, η οποία είναι τελεολογική, ή τουλάχιστον μοιάζει τέτοια.  Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η κίνηση δεν αντιμετωπίζεται πλέον μηχανιστικά. Αντίθετα, περιγράφεται λέγοντας ότι τα αντικείμενα κινούνται για μια ολόκληρη χρονική περίοδο με τέτοιον τρόπο ώστε να ελαχιστοποιείται μια συγκεκριμένη συνάρτηση που ονομάζεται Λαγκρανζιανή (Lagrangian). Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε αυτό, αλλά μπορούμε να φανταστούμε μια τροχιά για μια συνολική χρονική περίοδο και βρίσκουμε ότι μια συγκεκριμένη συνάρτηση αυτής της τροχιάς, η οποία είναι μάλλον αφηρημένη, ελαχιστοποιείται. Έτσι μοιάζει ότι το αντικείμενο κινείται με τέτοιον τρόπο σαν να σκεφτόταν «τι πρέπει να κάνω προκειμένου να ελαχιστοποιήσω τη Λαγκρανζιανή μου;»


Μπορούμε να το δούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι συνηθισμένο στην επιστήμη να υπάρχουν δύο αρκετά διαφορετικοί τρόποι να βλέπουμε το ίδιο φαινόμενο, δύο νοήματα που μπορούμε να δώσουμε. Δεν υπάρχει κάποιο κοινό νόημα και αυτό αποτελεί ένα από τα δημιουργικά χαρακτηριστικά του νοήματος.


Sheldrake: Αν, όπως προτείνετε, η ταυτότητα εξαρτάται από το νόημα, τότε τι συμβαίνει με την ταυτότητα των συστημάτων στο χρόνο; Θέλω να πω, αν το νόημα είναι σκοπός ή πρόθεση η οποία κατευθύνεται προς το μέλλον, θα λέγατε πως οτιδήποτε, όπως ένα σωματίδιο, ένας πλανήτης, ένα φυτό, ένα ζώο ή ένας άνθρωπος, διατηρείται στο χρόνο μέχρι κάποιο σημείο, χάρη σε αυτόν το σκοπό;Το νόημα που μας κατευθύνει μέσα στο χρόνο παράγει μια συνέχεια του σώματος διαμέσου του χρόνου. Επομένως η διατήρηση στο χρόνο βασίζεται στην πραγματικότητα σε αυτήν τη σκοπιμότητα.


Bohm: Ναι, πιστεύω πως αν ακολουθήσουμε αυτό το προχωρημένο μοντέλο, θα καταλήξουμε σε κάτι σαν αυτό: «Ξέρουμε ότι τίποτεδεν διαρκεί για πάντα.» Είναι αντιληπτό ότι ακόμα και τα λεγόμενα στοιχειώδη σωματίδια, όπως τα πρωτόνια, κάποια στιγμή θα διασπαστούν.Τίποτε που να ξέρουμε δεν διαρκεί για πάντα, και επιπλέον αν βρεθούμε μέσα σε μια μαύρη τρύπα ή αν πάμε πίσω μέχρι τη μεγάλη έκρηξη,τα πάντα εξαφανίζονται.


Επομένως, πρέπει να αναρωτηθούμε τι νόημα έχει να πούμε ότι κάποια πράγματα διατηρούνται. Αν ακολουθήσουμε την άποψη που προτείνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διατήρηση κάποιου πράγματος είναι ένα είδος νοήματος. Το νόημά του είναι «Πρέπει να συνεχίσω να υπάρχω, πρέπει να φτάσω το στόχο μου,» όποιος κι αν είναι αυτός. Το απλούστερο νόημα είναι «Πρέπει να συνεχίσω να υπάρχω,» ενώ το πιο πολύπλοκο είναι «Θέλω να αλλάξω κατά κάποιον τρόπο.» Έτσι μπορούμε τελικά να πούμε ότι η διατήρηση οποιουδήποτε πράγματος οφείλεται σε κάποιο είδος νοήματος που σημαίνει «συνέχεια τη ύπαρξης.»


Sheldrake: Ή στην περίπτωση της αδράνειας «μείνε εκεί που είσαι;»


Bohm: «Συνέχισε να κινείσαι, συνέχισε να κάνεις αυτό που έκανες.»


Sheldrake: Αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει μια θαυμάσια εξήγηση της αδράνειας- Όταν αυτές οι αρχές εφαρμοστούν στη βαρύτητα ή στην αδράνεια, φαίνεται ότι θα μπορούσαμε να επαναπροσδιορίσουμε την κλασσική φυσική και τη θεωρία του Einstein.


Bohm: Αυτό αποτελεί ένα παράδειγμα του να πούμε ότι τα ίδια φαινόμενα μπορούν να γίνουν κατανοητά με διαφορετικά νοήματα. Έχετε πράγματι δίκιο, αυτό μπορεί να γίνει. Ας αναφέρουμε τη λέξη «αδράνεια-» βλέπουμε ότι πρόκειται απλά για μια λέξη που καλύπτει την άγνοιά μας. Γιατί «αδράνεια» απλά σημαίνει ότι κάτι συνεχίζει να κάνει αυτό που έκανε πριν. Δεν εξηγεί γιατίτο κάνει. Απλά υποθέτουμεότι το κάνει.


Η επιστήμη πρέπει πάντα να υποθέτει κάτι, και στη συνέχεια να εξηγεί κάτι άλλο με αυτό. Έτσι μπορούμε να αρχίσουμε υποθέτοντας την αδράνεια και να ερμηνεύσουμε στη συνέχεια πολλά άλλα πράγματα. Αλλά τότε έρχεται κάποιος και λέει: «Γιατί πρέπει να υπάρχει αδράνεια;» Μπορούμε πάντα να αμφισβητούμε όλα όσα έχουν υποτεθεί. Για παράδειγμα, ο Νεύτωνας έκανε συγκεκριμένες υποθέσεις οι οποίες έγιναν δεκτές για εκατοντάδες χρόνια, εωσότου ο Einsteinαμφισβητώντας κάποιες από αυτές τις άλλαξε. Αλλά και αυτός δέχτηκε την έννοια της αδράνειας. Η εικόνα που έδωσε ήταν ότι αποδεχόμενοι αρχικά την αδράνεια της ύλης, θα μπορούσαμε στη συνέχεια να εξηγήσουμε μέσω της έννοιας της καμπυλότητας του χώρου το γιατί υπάρχει βαρύτητα. Αλλά και πάλι, αυτό δεν εξηγεί γιατί η ύλη έχει αδράνεια.


Αλλά τώρα ερχόμαστε και λέμε «Θα ήθελα να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση, θέλω να αποκτήσω ένα νέο νόημα.» Τότε θα μπορούσαμε να πούμε «ίσως η ύλη έχει αδράνεια, επειδή έχει κάποια μορφή πληροφορίας η οποία διαρκώς πληροφορεί την ύλη να συνεχίζει να κινείται ό,τι κι αν κάνει.» Ούτε και αυτό δεν θα αποτελούσε μια τελική εξήγηση, επειδή κάποτε κάποιος άλλος θα μας ρωτήσει «γιατί να σημαίνει αυτό;»


Έτσι όλο το νόημα της επιστήμης είναι να ξεκινήσουμε με κάποιες υποθέσεις και να δούμε αν μπορούμε να εξηγήσουμε ένα ευρύ πεδίο πραγμάτων χρησιμοποιώντας ελάχιστες υποθέσεις. Αυτό μας επιτρέπει να κατανοήσουμεότι πολύ περισσότερα πράγματα μπορούν να εξηγηθούν απ’ όσα είχαμε αρχικά υποθέσει.


Hankey: Η πρότασή σας επομένως είναι ότι η ύλη διαρκώς ενημερώνεται. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το μοντέλο σας είναι όχι μόνο αιτιακό αλλά και αυστηρά ντετερμινιστικό;


Bohm: Όχι απαραίτητα.Αυτός  ο ντετερμινισμός είναι μόνο σχετικός με την έννοια ότι αυτά τα συστήματα είναι πάντα ανοικτά. Αν παίρναμε το σύστημα ενός σωματιδίου θα έμοιαζε ντετερμινιστικό, αλλά ύστερα, με το που εισέρχεται στο σύστημα πολλών σωμάτων, εξαρτάται από μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας. Έτσι οτιδήποτε θα μπορούσε να το ερμηνεύσει ως ένα σωματίδιο, δεν το καθορίζει πια. Και αυτό το σύστημα πολλών σωματιδίων μπορεί να αποτελέσει μέρος ενός μεγαλύτερου συστήματος που να διαθέτει τη δική του δεξαμενή, και ούτω καθεξής. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει κάποιος τελικός καθορισμός αλλά στην πραγματικότητα μόνο σχετικόςντετερμινισμός ανάλογα με το πλαίσιο.


Steen: Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ξανά το μοντέλο σας σχετικά με το πείραμα των δύο οπών; Με ποια έννοια μπορούμε να θεωρήσουμε τα σωματίδια ως αυτό-ενεργά συστήματα; Μπορεί να υποθέτετε, για παράδειγμα, ότι δεν κινούνται εξαιτίας της δικής τους αδράνειας.


Bohm: Ίσως ακόμα κι αυτή η εγγενής δραστηριότητα να εξαρτάται από ένα βαθύτερο επίπεδο νοήματος· βλέπετε, το νόημα δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρες.


MattiBergstrom: Υπάρχουν διαφορετικά είδη ύπαρξης, ή είναι η ύπαρξη πάντα η ίδια, χωρίς δομή;


 Bohm: Το νόημα αποτελεί μέροςτης ανάπτυξης δομής, αλλά κάθε δομή ακολουθεί το νόημά της. Αν θεωρήσουμε τη δομή ενός μορίου σύμφωνα με την κβαντομηχανική, αυτή θα εξαρτάται από τη δεξαμενή πληροφορίας που βρίσκεται στην κυματοσυνάρτηση ολόκληρου του συστήματος Έτσι ανάλογα με τη δεξαμενή πληροφορίας μπορούμε να έχουμε τη μία δομή ή την άλλη. Η κβαντομηχανική χρησιμοποιείται και για την εξήγηση της χημείας, ως η καλύτερη θεωρία που είναι προς το παρόν διαθέσιμη. Μπορούμε είτε να πούμε πως είναι ένα φορμαλιστικό σύστημα και ότι στη συνέχεια οι άνθρωποι το χρησιμοποιούν για να κάνουν τους υπολογισμούς. Ή αλλιώς μπορούμε να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε την κβαντομηχανική, να βρούμε το νόημά της.


Τώρα αν ακολουθήσουμε την ερμηνεία που έχω προτείνει εδώ, μπορούμε να δούμε ότι οι μοριακές δομές καθορίζονται από την κυματοσυνάρτηση για την οποία είπα ότι είναι η δεξαμενή πληροφορίας. Έτσι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη χημεία παρά μόνο στη βάση της πληροφορίας και του νοήματός της. Αυτό δεν είναι κάτι κοινώς γνωστό ή αποδεκτό, αλλά πιστεύω πως πρόκειται για μια αρκετά συνεπή πρόταση.


Bergstrom: Αλλά αυτό που ρώτησα ήταν αν η ύπαρξη έχει κάποια εσωτερική δομή ή αν πρόκειται πάντα για το ίδιο πράγμα· δηλαδή, αν το νόημα είναι η ύπαρξη και αν υπάρχουν πολλών ειδών νοήματα…


Bohm: ...τότε για κάθε νόημα θα υπάρχει και διαφορετική ύπαρξη, αυτό προτείνω. Και πάλι θέλω να πω ότι εδώ δεν πρόκειται να καταλήξουμε σε οριστικές απαντήσεις. Θα προτείνουμε κάτι και θα δούμε αν οδηγεί σε κάτι εποικοδομητικό το οποίο θα βοηθήσει στην κατανόηση. Αλλιώς θα εγκαταλείψουμε τη μία έννοια του νοήματος και θα αναλογιστούμε κάποια άλλη.


Ένας από τους λόγους να οδηγήσουμε τη φυσική τόσο μακριά είναι ότι υπάρχουν πολλά διαφορετικά νοήματα που μπορούν να δοθούν στο ίδιο φαινόμενο, και αυτό απαιτεί μια δημιουργική προσέγγιση που να τα εξετάζει όλα. Με κάποιον τρόπο έχουμε έναν διάλογο ανάμεσα σε αυτά, και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ένα άλλο νόημα. Αυτό το νόημα δεν είναι στατικό, δεν πρόκειται να καταλήξουμε σε μια απόλυτη εικόνα του σύμπαντος κατά αυτόν τον τρόπο. Ελπίζω ότι σταθερά κατανοούμε το αντικείμενο ολοένα και βαθύτερα· είναι σχεδόν σαν ένα έργο τέχνης. Δηλαδή, τα νοήματα ενός έργου τέχνης για τον καλλιτέχνη είναι συνεχώς διαφορετικά.


Όταν μεταφράζουμε μια φυσική θεωρία, αποκτάμε το νόημά της. Και οι φυσικές θεωρίες, όπως έχω εξηγήσει, μπορούν να έχουν ένα πλήθος νοημάτων. Οι άνθρωποι μπορεί να προτιμούν το ένα ή το άλλο, και αρχίζουν να σκέφτονται ότι κάποιο νόημα είναι και το μοναδικό. Αλλά καθώς προεκτείνουμε τη δεδομένη άποψη βρίσκουμε πάντα ότι στα όρια τα πράγματα είναι κάπως ασαφή- ερμηνεύουμε αυτές τις ασάφειες και προσπαθούμε να τις αποσαφηνίσουμε. Αλλά ακόμα κι αυτό θα μας οδηγήσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο το οποίο τελικά θα έχει τα ασαφή του όρια.


Έτσι δεν πρόκειται να καταλήξουμε σε ένα τελικό νόημα: η ίδια η δομή του νοήματος είναι τέτοια ώστε δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα. 

Πολιτισμός, δημιουργικότητα και διάλογος


Hankey:Θα ήθελα να θεωρήσω την πρότασή σας ότι το νόημα είναι η ύπαρξη, σε σχέση με την προσέγγιση της Ανατολικής φιλοσοφίας, και εκείνη της Βεδικής επιστήμης ειδικότερα. Υπάρχει μια διαφορά σε αυτήν, γιατί ενώ αντιμετωπίζετε τη συνείδηση ως μια δυναμική δομή, η Ανατολή υπογραμμίζει μια πιο στατική δομή. Αλλά η άποψή σας είναι παρόμοια με την Ανατολική έννοια ότι το νόημα συνδέεται με συσχετίσεις. Για παράδειγμα, σε ένα λεξικό, το νόημα είναι μια συσχέτιση των λέξεων. Η συνείδηση είναι κάτι που εγγενώς συσχετίζεται με τον εαυτό του, διαθέτει αυτογνωσία. Συνεπάγεται έτσι ότι αν το νόημα συνδέεται με συσχετίσεις, και αν η συνείδηση διαθέτει αυταναφορά, τότε η συνείδηση γίνεται κάτι με εγγενέςνόημα. Τώρα, στη Βεδική φιλοσοφία η ύπαρξη αποτελεί εγγενώς τη συνείδηση και έτσι βλέπει κάποιος ότι το νόημα είναι η ύπαρξη.

Bohm: Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις, αλλά δεν έχουν ακόμη φτάσει ως εδώ. Η στατικότητα της Ανατολικής προσέγγισης μπορεί να οφείλεται στην έμφαση που δίνει στην πληρότητα ή ολότητα της ύπαρξης που έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της εξωτερικής δράσης. Η Δύση υπογραμμίζει τον ελλιπή χαρακτήρα της ύπαρξης ως κάτι δυναμικό και μεταβαλλόμενο, γεγονός που καθιστά τη δράση να φαίνεται σημαντική. Οπότε, αισθάνομαι ότι πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από αυτές τις δύο προσεγγίσεις σε κάποιο δημιουργικό ενδιάμεσοπεδίο, το οποίο δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο.


Κάθε πολιτισμός έχει την αξία του. Προφανώς υπάρχει μια υψηλή αξία στη φιλοσοφία της Ανατολής, και η αξία της Δύσης έγκειται στο γεγονός ότι παρήγαγε την τεράστια δύναμη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Από την άλλη πλευρά, αυτή η δύναμη είναι πολύ επικίνδυνη και καταστροφική, αλλά και η υπερβάλλουσα ανατολίτικη πίστη της ακινησίας ήταν επίσης επικίνδυνη.


Το σημαντικό σημείο είναι ότι καμία από τις δύο προσεγγίσεις δεν παρήγαγε στην πραγματικότητα έναν επαρκή πολιτισμό. Η Ανατολή όχι μόνο παρήκμασε από το αρχικό δημιουργικό της στάδιο αλλά τώρα κυρίως υιοθετεί τη Δυτική επιστήμη, τεχνολογία και ούτω καθεξής. Η Δύση καταρρέει με το δικό της τρόπο. Καθένας από αυτούς τους πολιτισμούς έφτασε στα άκρα- ίσως ήταν αρχικά παρόμοιοι, αλλά στη συνέχεια, σιγά-σιγά απομακρύνθηκαν. Οι πολιτισμοί είναι νόημα, η Ανατολή έχει ένα είδος νοήματος, ενώ η Δύση ένα άλλο. Είναι το νόημα της Δύσης που την κάνει Δύση, και είναι το νόημα της Ανατολής που την κάνει Ανατολή. Νομίζω ότι τα δύσκολα θέματα που σχετίζονται με αυτές τις πολιτιστικές έννοιες θα πρέπει να ερευνηθούν σε έναν διάλογο. Ένας διάλογος ανάμεσα σε αυτούς τους πολιτισμούς θα μας φέρει σε κάτι νέο.


Η δύναμη του νοήματος είναι ότι οργανώνει πλήρως την ύπαρξη. Πολύ λεπτές πολιτισμικές έννοιες έχουν τεράστια δύναμη πάνω στην ύπαρξη. Ως εκ τούτου, απαιτείται εξαιρετική σαφήνεια σε αυτά τα λεπτά επίπεδα, και αυτό είναι το σημείο όπου οι πολιτισμοί φαίνεται να έχουν κάνει λάθος, στο να μην έχουν αυτήν τη σαφήνεια. Ίσως κάποιοι άνθρωποι να τη διέθεταν στην αρχή, αλλά εκείνοι που ακολούθησαν άρχισαν να τη χάνουν.


Hankey:Αλλά η Ανατολή δεν τονίζει απλά τη σταθερότητα. Δίνει έμφαση στη δράση και στη μη δράση, και στο αντίστροφο, που σημαίνει ένα δυναμικό ταίριασμα στο πλαίσιο όλων των πραγμάτων.


Bohm: Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ωστόσο, αυτό που πραγματικά συνέβη είναι ότι ο στατικός παράγοντας υπερτονίστηκε. Βλέπετε, κανένας δεν έλυσε το πρόβλημα πώς να εμποδιστεί ο εκφυλισμός του αρχικού οράματος.


Hankey:Μα το αρχικό όραμα όντωςανανεώνεται.


Bohm: Είναι αρχικά καινούργιο, αλλά κανένας δεν έλυσε το πρόβλημα πώς το όραμα μπορεί να ανανεώνεται διαρκώς. Γίνεται πιο στατικό, περισσότερο ένα συνήθειο. Το αντικείμενο γίνεται, όπως έλεγα, μια προδιάθεση που σταδιακά γίνεται δεδομένη. Μεταδίδεται από γενιά σε γενιά ως προδιάθεση, και οι άνθρωποι που την ασπάζονται δεν την κατανοούν στον ίδιο βαθμό με εκείνους που την είχαν, επειδή απλά μιμούνται την προδιάθεση χωρίς να καταλαβαίνουν το νόημα από το οποίο προήλθε. Μπορεί να κατανοούν μέρος της, αλλά όχι τόσο καλά όσο εκείνοι που προηγήθηκαν. Κάθε επόμενη φορά γίνεται ολοένα και ασθενέστερη.


Είναι αυτή η επανάληψη από γενιά σε γενιά που ενισχύει τη συνήθεια να ακολουθούμε τους παλιούς τρόπους σκέψης και όλες τις παλιές κοινωνικές σχέσεις και την παλιά νοοτροπία. Ειδικά τώρα, αυτό το πρόβλημα πρέπει να επιλυθεί αν θέλουν οι πολιτισμοί να επιβιώσουν. Τον παλιό καιρό, θα μπορούσαμε να πούμε «εντάξει, ένας πολιτισμός θα μπορούσε να πεθάνει και ένας άλλος να ξεκινήσει» αλλά τώρα με τη σύγχρονη τεχνολογία μπορούμε να καταστρέψουμε τα πάντα. Το πρόβλημα έχει γίνει πολύ πιο επείγον.


Επομένως, το καίριο ερώτημα είναι το εξής: Είναι δυνατόν να έχουμε έναν συνεχώς δημιουργικό πολιτισμό; Με το πού ξεκινήσει να υπάρχει ένας πολιτισμός, τα νοήματά του καθίστανται επαναλήψιμα και αρχίζουν σταδιακά να φθίνουν. Παρόλα αυτά, χρειαζόμαστε έναν πολιτισμό.


Ακροατής: Έχει να κάνει και με τη δύναμη, επίσης, δεδομένων των δομών εξουσίας. Οι άνθρωποι με ισχύ μπορεί να μην είναι αυτοί που δημιουργούν.


Bohm: Βλέπετε, αυτόματα υποθέτουμε ότι πρέπει να επιδιώκουμε την εξουσία. Αλλά αν ρωτήσουμε τον εαυτό μας γιατί θα έπρεπε κάποιος να αναζητά τη δύναμη, και αν το σκεφτούμε, μπορούμε να δούμε ότι πολύ λίγοι έχουν πετύχει την ευτυχία μέσω της δύναμης, ενώ πολλοί άνθρωποι έχουν πολλή δυστυχία. Αλλά αυτό που συνέβη είναι ότι ο πολιτισμός απέκτησε σιγά-σιγά το συνήθειο να δίνει μεγάλη αξία στην εξουσία. Γι’ αυτό η ισχύς συναρπάζει τους ανθρώπους, τους δίνει ενέργεια και αρχίζουν να την επιδιώκουν.


Η έννοια της δύναμης τότε φαίνεται να είναι εξαιρετικά σημαντική. Το αίσθημα του να διαθέτουμε μια μεγάλη εξουσία, μια θεϊκή δύναμη, οδηγεί σε μια υπερδιέγερση. Η αδρεναλίνη ρέει, η καρδιά χτυπά, τα πάντα αρχίζουν να κινούνται, ένα άτομο βρίσκει όλη την ενέργειά του να κατευθύνεται στην απόκτηση εξουσίας. Έτσι, καταλήγουμε σαν το Ναπολέοντα, τον Καίσαρα ή κάποιον παρόμοιο. Αλλά μπορούμε να ρωτήσουμε τον εαυτό μας γιατί κάποιος ο οποίος προφανώς διαθέτει μεγάλες ικανότητες, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, πιάστηκε σε αυτήν την παγίδα. Η κατάληξη ήταν η δολοφονία του. Τελικά, δεν τον ωφέλησε σε τίποτε.


Η εξουσία είναι μια πολύ λεπτή έννοια την οποία η κοινωνία ανέπτυξε σταδιακά. Αν κτίσουμε μια μεγάλη δομή όπως ένα κράτος και κάποιος κοιτάξει αυτήν τη δομή και σκεφτεί ότι μπορεί να έχει τον έλεγχό της, τον διεγείρει, έχει μια μεγάλη αξία. Αλλά πρόκειται μόνο για μια ψευδαίσθηση.


Αυτό που έχει πραγματικά αξία θα ήταν να έχουμε μια συνεχώς δημιουργική κουλτούρα. Έτσι προτείνω ότι τέτοια δημιουργικότητα σχετίζεται με μια συνεχή ανακάλυψη νέων νοημάτων. Σε γενικές γραμμές ξεκινάμε από τα παλιά νοήματα και συνήθως κάνουμε μικρές αλλαγές σε αυτά. Κάποιες φορές, ωστόσο, μπορεί να αντιληφθούμε μια μεγάλη αλλαγή νοήματος. Μια ιδέα στην πραγματικότητα αλλάζει με θεμελιώδη τρόπο, παρότι κάποια χαρακτηριστικά διατηρούνται όσο μεγάλη κι είναι αυτή η αλλαγή.


GeorgeWikman: Αλλά τι πραγματικά συμβαίνει όταν κάποιος αντιλαμβάνεται ένα νόημα;


Bohm: Αυτό είναι το δημιουργικό βήμα. Αν μπορώ να πω ότι το νόημα είναι η ύπαρξη και κάτι νέο γίνεται αντιληπτό ως νόημα, κάτι έχει αλλάξει στην ύπαρξη. Για παράδειγμα, όλες οι αντιλήψεις που έλαβαν χώρα στην επιστήμη άλλαξαν το νόημα του κόσμου για μας, και αυτό άλλαξε τον κόσμο. Πρώτα άλλαξε με την έννοια ότι το είδαμε διαφορετικά· αλλά η επιστήμη επίσης άλλαξε το φυσικό, το σωματικό επίπεδο. Ολόκληρη η γη έχει αλλάξει, και θα μπορούσε να έχει αλλάξει πιο πολύ, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Επομένως, τουλάχιστον στη δική μου εμπειρία, το νόημα και η ύπαρξη είναι ταυτόχρονα παρόντα.


Και το προτείνω αυτό γενικότερα. Έτσι αν κάποιος βλέπει ένα διαφορετικό νόημα στην κοινωνία ή στη ζωή, αυτό θα αλλάξει την κοινωνία. Κάθε επανάσταση έχει προέλθει από κάποιον που είδε ένα διαφορετικό νόημα στην ανθρώπινη κοινωνία. Για παράδειγμα, το νόημα που μερικοί άνθρωποι είδαν ήταν εκείνο μιας πολύ στατικής κοινωνίας, όπου ο καθένας βρισκόταν στη δεδομένη θέση του, και αυτός που ήταν στην κορφή κοίταζε αφ’ υψηλού τους από κάτω. Τότε κάποιοι άλλοι είδαν ένα διαφορετικό νόημα, σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι πρέπει να είναι ίσοι. Αυτό το διαφορετικό νόημα ήταν η δύναμη που προκάλεσε την αλλαγή. Τότε, αν οι άνθρωποι απογοητεύονται, αυτό το νόημα χάνει την αξία του και καταρρέει. Έτσι, όσο ισχύει το βασικό νόημα, η κοινωνία θα είναι ισχυρή και υγιής, και όταν αυτό το νόημα φθίνει, η  κοινωνία πλέον δεν θα λειτουργεί.


PaavoPylkkanen: Νωρίτερα αναφέρατε ότι είναι η προσπάθεια της μετάδοσης μηνυμάτων στις νέες γενιές που κάνει τα νοήματα να φθίνουν. Αλλά τι σημαίνει για εσάς η πρόταση «το νόημα είναι η ύπαρξη» στην εκπαιδευτική διαδικασία; Τουλάχιστον υποδηλώνει ότι ένας μαθητής θα γίνειόλα τα νοήματα που του παρουσιάζονται, και αν αυτά τα νοήματα είναι σταθερά, ο μαθητής θα καταλήξει να είναι άκαμπτος. Από την άλλη πλευρά, αν η εκπαίδευση εμπλέκει νέα, δημιουργικά νοήματα, οι μαθητές θα γίνουν δημιουργικοί λόγω της ίδιας της παρουσίας αυτών των νοημάτων. Δεν ισχύει ότι αν το νόημα είναι η ύπαρξη, δεν θα χρειαζόταν να εφαρμόζουμε νοήματα, αλλά το αποτέλεσμα θα ήταν πιο αυθόρμητο;


Bohm: Ναι, νομίζω ότι αν κάποιος αντιλαμβάνεται ένα νέο νόημα, δεν το αντιλαμβάνεται πρώτα, και στη συνέχεια προσπαθεί να το διαμορφώσει, αλλά μάλλον, έχει ήδηαλλάξει. Βλέπετε, τον επηρεάζει βαθιά. Αυτό μπορούμε να το δούμε ακόμη και στην επιστήμη. Υπάρχει το παράδειγμα του Αρχιμήδη ο οποίος, όταν μπήκε στη μπανιέρα του, συνειδητοποίησε ότι ο όγκος του νερού που εκτοπίζεται από ένα αντικείμενο είναι ανεξάρτητο από το σχήμα του αντικειμένου. Συγκινήθηκε τόσο βαθιά από αυτήν την ανακάλυψή του που φώναξε «Εύρηκα!,» βγήκε από την μπανιέρα και έτρεξε έξω- τουλάχιστον έτσι λένε. Το θέμα είναι ότι οι άνθρωποι θα συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο, όταν αντιλαμβάνονται ένα νέο νόημα.


Είναι επομένως το νόημα που δίνει αξία- η αντίληψη ενός νέου νοήματος θα συγκινήσει τους ανθρώπους βαθύτατα. Οι άνθρωποι αντιλήφθηκαν το νόημα της ισότητας και της δημοκρατίας, και αυτό προκάλεσε μεγάλες επαναστάσεις. Στη συνέχεια οι άνθρωποι αντιλήφθηκαν το νόημα του σοσιαλισμού, γεγονός που παρήγαγε παγκόσμιες αναταράξεις. Σχετικά πρόσφατα οι άνθρωποι έχασαν αυτά τα νοήματα και έγιναν διεφθαρμένοι- ή ίσως καθώς η κοινωνία έγινε διεφθαρμένη οι άνθρωποι έχασαν τα νοήματά τους. Αλλά η δύναμη πίσω απ’ όλα αυτά τα κινήματα είναι το νόημα. Δεν είναι ότι πρώτα κάποιος βλέπει το νόημα και έπειτα αποφασίζει να το εφαρμόσει, αλλά τη στιγμήπου αντιλαμβάνεται το νόημα αποκτά την ισχύ.


Pylkkanen: Αλλά τότε, μπορούμε να πούμε πως όταν χάνουμε τη δημιουργικότητα χάνουμε και τη δύναμη.


Bohm: Ναι, όταν χάνουμε τη δημιουργικότητα, η δύναμη χάνεται.


JohnBriggs: Εξισώνετε τη δημιουργικότητα με το νόημα;


Bohm: Ναι,προς τη κατεύθυνση ενός νέου νοήματος, μια φρέσκια σταθερή αντίληψη του νοήματος.


Briggs: Οπότε όταν μιλάμε για την απώλεια του νοήματος, στην πράξη δεν μπορούμε να χάσουμε το νόημα επειδή υπάρχουν άλλα νοήματα...


Bohm: Μπορούμε να χάσουμε τη δημιουργικότητα του νοήματος, και να οπισθοδρομήσουμε σε άκαμπτα μηχανιστικά νοήματα.


Briggs: Μπορείτε να πείτε κάτι σχετικά με το σχόλιό σας στο τέλος της εργασίας σας, όπου συζητάτε το διάλογο και το νόημα; Φαίνεται ότι μια κατεύθυνση που επιλέγετε είναι να προτείνετε μια αλλαγή στο νόημα και στον πολιτισμό μας, μια αλλαγή στον τρόπο που συμπεριφερόμαστε- προφανώς χρειαζόμαστε μια πολύ μεγάλη αλλαγή για να επιβιώσουμε. Ποια είναι η σχέση του διαλόγου με αυτό;


Bohm: Η συνηθισμένη σχέση των ανθρώπων είναι ότι καθένας διατηρεί τις απόψεις του: ορισμένες θεμελιώδεις απόψεις δεν είναι διαπραγματεύσιμες και δεν αλλάζουν. Πάρτε για παράδειγμα τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης στη Γενεύη- στην πραγματικότητα οι περισσότερες από τις βασικές θέσεις είναι αδιαπραγμάτευτες και μόνο περιστασιακές αλλαγές είναι δυνατές. Για όσο καιρό ισχύει αυτό, οι διαπραγματεύσεις μπορούν να συνεχιστούν για ένα εκατομμύριο χρόνια και τίποτα να μην συμβεί.


Επομένως, αν οι άνθρωποι κρατούν αδιαπραγμάτευτες θέσεις, αυτό είναι μια σίγουρη συνταγή για την καταστροφή, γιατί ο καθένας θα επιμείνει μέχρις ότου να καταλήξουν σε καυγά. Όπως ο vonClausewitzείπε, ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Αν η πολιτική δεν είναι διαλλακτική, τότε θα προσπαθήσουμε να τακτοποιήσουμε τις διαφορές μας με πόλεμο. Αλλά λόγω των πυρηνικών όπλων, ο πόλεμος δεν αποτελεί πλέον έναν θεμιτό τρόπο για κάτι τέτοιο. Δεν μπορούμε έτσι να ξεπεράσουμε μια κρίση.


Αυτή η δυσκολία στη Γενεύη αποτελεί μόνο μια μεγέθυνση της δυσκολίας η οποία υπάρχει σε κάθε ανθρώπινη σχέση σε όλα τα επίπεδα. Σε κάθε μία υπάρχει ένα κεντρικό σημείο που είναι αδιαπραγμάτευτο. Στο άτομο το επίκεντρο είναι ο εαυτός, και μπορεί να είναι η ομάδα, η οικογένεια, το έθνος, η ιδεολογία, η θρησκεία ή τα χρήματα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις έχουμε ένα κεντρικό σημείο που μας κάνει να σκεφτούμε «αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο, ό,τι κι αν συμβεί θα το υπερασπιστώ.»


Το θέμα είναι αν οι άνθρωποι μπορούν πράγματι να συνδιαλεχθούν. Αν ρίξουμε μια ματιά τριγύρω μας και δούμε πώς οι άνθρωποι μιλούν σε διαφορετικές καταστάσεις, θα διαπιστώσουμε ότι οι θέσεις τους είναι απόλυτες. Περιστασιακά μπαίνουν σε φιλονικίες και τσακώνονται, αλλά αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι ότι απλά έχουμε μάθει έντεχνα να αποφεύγουμε να αγγίζουμε τέτοιες θέσεις. Επομένως, ο διάλογος είναι επιφανειακός. Οι άνθρωποι όμως δεν ικανοποιούνται με το να μην καταλήγουν πουθενά. Αλλά αν ο διάλογος έπαυε να είναι επιφανειακός, θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με τις εκρήξεις που θα προέρχονταν από εκείνες τις αδιαπραγμάτευτες θέσεις. Υπάρχει άραγε ένας δρόμος έξω από το αδιέξοδο; Προτείνω πως αν ήταν δυνατό να ακούμε και τις άλλες θέσεις, αυτό θα οδηγούσε σε μια διαφορετική κατάσταση του νου. Η συνηθισμένη κατάσταση του πνεύματος δεν είναι σε θέση να ακούσει προσεκτικά μια άποψη η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη δική του.


Briggs: Φταίει το γεγονός ότι τα νοήματά του είναι απόλυτα;


Bohm: Ναι, λέει: «αυτό είναι απολύτως απαραίτητο». Αυτό είναι πραγματικά η ουσία. Πρόκειται για μια προδιάθεση. Η λέξη «αναγκαίο» (necessary) προέρχεται από το «necesse,» που σημαίνει «μη σταματάς.» Έτσι όταν κάτι είναι απολύτως αναγκαίο, η προδιάθεση είναι «δεν πρέπει να ενδώσω.» Έτσι έχουμε μια σκληρή, άκαμπτη στάση- Αντιτίθεται σε οτιδήποτε, λέει: «όταν θίξεις αυτό το θέμα, δεν θα υποκύψω.» Αλλά υπάρχουν κάθε λογής άνθρωποι, που έχουν τόσο διαφορετικές απόψεις· ο ένας εξαρτάται από το άλλον αλλά παρόλα αυτά δεν μπορούν να δείξουν συγκατάθεση.


Briggs: Οπότε αντί να κρατάμε τα νοήματά μας με έναν απόλυτο τρόπο είναι προτιμότερο να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα τα νοήματά μας είναι περιορισμένα. Αυτό ισχύει επειδή υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μετακινηθούμε προς ένα ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο τα νοήματά μας μπορεί να αλλάξουν.


Bohm: Ναι, τα πάντα μετατίθενται σε κάποιο μεγαλύτερο πλαίσιο. Υποθέστε ότι αντιμετωπίζω κάποια άλλη άποψη που απεχθάνομαι- αυτό είναι γενικά το συναίσθημα. Συνήθως δεν την ακούω, αλλιώς θα της αντιταχθώ, ή θα την αποφύγω. Αλλά ας υποθέσουμε ότι μπορώ να αντέξω αρκετές τέτοιες θέσεις και να πω «εντάξει, θα τις ακούσω, θα προσπαθήσω να καταλάβω τι σημαίνουν.» Συνήθως δεν φτάνουμε μέχρι αυτό το σημείο, δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε τι μπορεί μια άλλη άποψη να σημαίνει, την απορρίπτουμε πριν καν αναλογιστούμε το νόημά της. Αλλά αν το μυαλό μας μπορεί να διατηρήσει μια σειρά απόψεων χωρίς να απορρίπτει τη σημασία τους, τότε πιστεύω ότι μετακινούμαστε προς μια άλλη κατάσταση, πιο ελεύθερα, και χωρίς εκείνη την ακαμψία.


Briggs: Σε μια στιγμή, θα βρισκόμασταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αυτόματα.


Bohm: Ναι, απομακρυνόμαστε από την ακαμψία η οποία εμποδίζει τη δημιουργικότητα. Βλέπετε, η δημιουργικότητα απαιτεί την ελεύθερη σκέψη για να μετακινηθεί προς όποια κατεύθυνση η δημιουργικότητα την καλεί. Αν το μυαλό είναι άκαμπτο, δεν μπορεί να είναι δημιουργικό. Οπότεκάθεαπόλυτηθέσησημαίνειτηναπουσίατηςδημιουργικότητας.


Briggs: Μου φαίνεται πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε να κατανοήσει με έναν σωματικό τρόπο πώς έχουμε την τάση να κρατάμε απόλυτα τα νοήματά μας. Πρώτα απ’ όλα, δεν δίνουμε σημασία στο συναίσθημα ότι τα κρατάμε απόλυτα, και δεν λογαριάζουμε τη διαφορά ανάμεσα στο τι συναισθήματα αυτό εγείρει και στο πώς νιώθουμε όταν μια προαίσθηση εμφανίζεται. Υπάρχουν νευροφυσιολογικές διαφορές ανάμεσα στο να επιμένουμε στα παλιά νοήματα και στο να βρίσκουμε καινούργια.


Bohm: Αυτό είναι πολύ σωστό. Είχα αρκετούς διαλόγους με ορισμένες ομάδες στην Αγγλία, στο Ισραήλ και στη Γενεύη. Κάτι συνέβη στο Ισραήλ το οποίο ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Μιλούσαμε για διάφορα πράγματα, και κατά τη διάρκεια της συζήτησης κάποιος άρχισε να μιλάει για το πόσο άσχετος ήταν ο Σιωνισμός, αναρωτώμενος ποιο ήταν το νόημά του. Ξαφνικά κάποιος σηκώθηκε έτοιμος να εκραγεί και είπε: «Όχι, τον χρειαζόμαστε, αν δεν είχαμε το Σιωνισμό, όλα θα είχαν καταρρεύσει.»


Η συζήτηση εξελίχθηκε σε κάτι εξαιρετικά φορτισμένο, του είδους που είναι πολύ δύσκολο να εκτονωθεί. Κάθε φορά που κάτι θεμελιώδες όπως αυτό τίθεται υπό αμφισβήτηση, αναπτύσσεται μια τεράστια συναισθηματική φόρτιση. Μπορείτε να αναρωτηθείτε γιατί αυτή δεν υπήρχε πριν. Στην πραγματικότητα υπάρχει, αλλά δεν συνειδητοποιούμε πόσο σημαντικό είναι αυτό για μας· προκύπτει ξαφνικά σε μια στιγμή. Ο διάλογος είναι τόσο ιδιωτικός όσο και δημόσιος, τα συναισθήματα του κάθε ατόμου βιώνονται από όλους όσους συμμετέχουν, λιγότερο ή περισσότερο. Μπορείτε τότε να δείτε την άρρηκτη σύνδεση ανάμεσα στην πνευματική ιδέα και στο συναίσθημα.


Βλέπετε, ο Σιωνισμός είναι μια καθαρά πνευματική ιδέα, έχει μια ορισμένη δομή, κάποιος τον επινόησε κάποτε- πριν δεν υπήρχε. Κάποιος τον σκέφτηκε, και τότε μια μεγάλη αξία συνδέθηκε με αυτόν. Θεωρήθηκε πως ήταν η λύση για όλα τα είδη των προβλημάτων. Η Ευρώπη τότε υπέφερε και κάποιοι σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν ίσως στο Ισραήλ να φτιάξουν μια νέα κοινωνία. Στη συνέχεια όμως δημιουργήθηκε ένα τεράστιο συναισθηματικό φορτίο, έτσι ώστε κάθε φορά που τίθεται υπό αμφισβήτηση δεν υπάρχει καμία υποχώρηση.


Υπάρχει μια παρόμοια συναισθηματική φόρτιση για τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό ή σχεδόν για οποιαδήποτε ερώτηση είναι σημαντική. Οι άνθρωποι γενικά είναι πολύ προσεκτικοί, βλέπουν τη συναισθηματική αντίδραση να έρχεται, και προσπαθούν να την αποφύγουν.


Ακροατής: Πρέπει να εισάγουμε την έννοια της ταυτότητας όταν συζητάμε το συναισθηματικό φορτίο, γιατί είναι ο βαθμός στον οποίο οι άνθρωποι ταυτίζονται με αυτά τα νοήματα που δημιουργεί τη φόρτιση, όταν το νόημα τίθεται υπό αμφισβήτηση.


Bohm: Ναι, αλλά η ταύτιση είναι από μόνη της ένα ακόμη νόημα. Ταυτότητα σημαίνει «έτσι είμαι πάντοτε.» Θεωρώ για κάτι ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό, και αυτό το νόημα έχει το συγκεκριμένο πράγμα για μένα. Χωρίς αυτό είμαι χαμένος. Αυτό το είδος νοήματος είναι η αξία, με την έννοια πως μόλις προσδιορίσουμε κάτι αποκτά μέγιστη αξία. Το να ταυτιστούμε με κάτι είναι το ίδιο με το να πούμε «αυτό είναι η ζωή μου.» Οπότε η ταύτιση είναι ένα τέτοιο είδος νοήματος. Κάθε είδους εθνικισμός βασίζεται στο νόημα, η ταύτιση με τη θρησκεία είναι νόημα, η ταύτιση με τα χρήματα είναι νόημα- το χρήμα καθαυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά νόημα.


Hankey: Οπότε λέτε ότι κάποιος θα έχανε την ταυτότητά του αν δεν τη συνέδεε με κάποιο νόημα.


Bohm: Ίσως σε κάποια περίπτωση. Αυτή η πάγια ταύτιση θα χανόταν, αλλά και πάλι θα ξέραμε πού ανήκουμε. Ωστόσο, δεν θα αισθανόμασταν πια τόσο προσκολλημένοι σε συγκεκριμένα πράγματα που ποτέ δεν θα σκεφτόμασταν ότι μπορούμε να τα αλλάξουμε.


Ακροατής: Θα μπορούσε ο διάλογος επίσης να χρησιμοποιηθεί με τον τρόπο του Σωκράτη, για να εκμαιεύει απαντήσεις;


Bohm: Δενείμαι υπέρ αυτού προσωπικά. Βλέπετε, δεν πιστεύω πως μια άποψη θα έπρεπε να εκμαιεύεται· Πιστεύω πως οι απόψεις θα πρέπει να αφήνονται να προκύψουν. Ο Σωκράτης ήταν προφανώς πολύ πιο πάνω από τους περισσότερους από τους συνομιλητές του, θα μπορούσε να τους κάνει σχεδόν ό,τι ήθελε (γέλια). Αν δείτε τους διάφορους ανθρώπους με τους οποίους συνδιαλεγόταν, κάποια από τα αποτελέσματα δεν ήταν εντυπωσιακά, αν τα αναλογιστείτε.


Νομίζω ότι κάτι περισσότερο απαιτείται, ας το θέσουμε έτσι: Αν οι άνθρωποι αρχίσουν να μιλάνε χωρίς να έχουν σκεφτεί τα πράγματα πάρα πολύ, θα καταλήξουν σε παραλογισμούς. Αν απλά τους πει κάποιος ότι είναι χαζοί, θα σταματήσουν να μιλάνε και θα πάψουν να σκέφτονται οι ίδιοι. Πρέπει κατά κάποιο τρόπο να προχωρήσουμε πέρα από αυτό το στάδιο, έτσι ώστε η σύγχυση να διαλυθεί και όλοι να συμμετέχουν. Αυτό είναι δύσκολο, αλλάπιστεύω όχι αδύνατο.


Για τους περισσότερους από εμάς η νοημοσύνη πιθανώς μπλοκάρεται από την ακαμψία του μυαλού μας. Αυτή η ακαμψία προκαλείται από τα σταθερά νοήματα που διατηρούμε, και η δημιουργική νοημοσύνη που αλλιώς θα είχαμε αποκλείεται. Η περισσότερη ηλιθιότητα, πιστεύω, οφείλεται σε αυτό. Έτσι, πρέπει να την αμφισβητήσουμε, να διεισδύσουμε μέσα της.


TeemuKassila: Σύμφωνα με την εμπειρία μου, η κοινωνία είναι γεμάτη από νοήματα, και υπάρχουν πάντα άνθρωποι που προσπαθούν να μου πουν ποιο είναι το πραγματικό νόημα, έτσι ώστε κάποιος να βρίσκεται σε σύγχυση για το ποιο είναι το πραγματικό νόημα.


Bohm: Ναι, καταλαβαίνω- για αυτό ένας διάλογος είναι απαραίτητος. Βλέπετε, επισημάνατε ότι οι άνθρωποι προσπαθούν να σας πουν ποιο είναι το νόημα· αυτό δεν είναι διάλογος (γέλια). Σε έναν διάλογο περνάμε σε μια κατάσταση όπου κάποιος μας λέει τι σημασία έχουν τα πράγματα για εκείνον, και καθώς τον ακούμε λέμε τι σημασία έχουν για εμάς. Μαθαίνουμε έτσι κάτι γιατί έχει διαφορετική σημασία για κάποιον άλλον- το πνεύμα ανταλλάσσεται. Έτσι το νόημα θα είναι διαφορετικό στο τέλος του διαλόγου απ’ ό,τι ήταν στην αρχή.


Archer: Συνάγεται από ό,τι έχετε πει- κι επίσης το διατυπώσατε ευθέως- ότι η δημιουργικότητα έχει μεγάλη αξία. Είναι κάτι που αξίζει την προσοχή. Προτείνετε ότι ο διάλογος στην κοινωνική και πολιτιστική διάσταση είναι ένα μέσο για τη δημιουργικότητα;


Bohm: Ναι. Λέω ότι, εφόσον πρόκειται για έναν πραγματικό διάλογο, θα απελευθερώσει τη δημιουργικότητα. Πάρτε την επιστήμη, για παράδειγμα. Ακόμα κι αν οι επιστήμονες μιλάνε συνεχώς για την εργασία τους, συμμετέχουν σε συνέδρια, κάνουν δημοσιεύσεις, ανταλλάσουν πληροφορίες, οι νέες ιδέες που προκύπτουν μετά βίας γίνονται αντιληπτές. Είναι στην αρχή πολύ περιορισμένες επειδή οι άνθρωποι υπερασπίζονται τις θέσεις τους και τους νοιάζει η χρηματική ανταμοιβή, και ούτω καθεξής. Αλλά ας υποθέσουμε ότι όλες οι πιέσεις αίρονταν· θα είχαμε την ελεύθερη δημιουργικότητα στην επικοινωνία.


Archer:Δηλαδή κάποια προσπάθεια θα έπρεπε να καταβληθεί προς όφελος της δημιουργικότητας.


Bohm: Ναι, ο διάλογος είναι απαραίτητος για τη δημιουργικότητα στην πολιτισμική σφαίρα· δηλαδή η δημιουργικότητα δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς το διάλογο. Μπορεί να έχουμε μια έκρηξη δημιουργικότητας αλλά αυτή δεν θα διατηρηθεί.


Archer: Και θεωρείτε ότι υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη για αυτό- ότι η κοινωνία βρίσκεται σε μια κατάσταση που χρειάζεται επειγόντως το διάλογο;


Bohm: Ναι. Νομίζω ότι η κοινωνία βρίσκεται σε ένα στάδιο κατακερματισμού, και οι άνθρωποι δεν μιλούν μεταξύ τους- κυρίως αγνοούν ο ένας τον άλλον. Ωστόσο, εξαρτώνται ο ένα από τον άλλο και πολύ περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, δεν μπορούμε να αγνοούμε ανθρώπους από τους οποίους εξαρτόμαστε. Το να τους αντιτιθέμαστε ή να τους αποφεύγουμε δεν θα έχει αποτέλεσμα.


Archer:Θα λέγατε ότι, σε γενικές γραμμές, η ανθρωπότητα δεν έχει καταλάβει ότι το νόημα μπορεί να είναι διαφορετικό για διαφορετικούς ανθρώπους, και ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αντιμαχόμαστε εξαιτίας αυτών των διαφορετικών νοημάτων;


Bohm: Ναι, και επίσης δεν έχει γίνει κατανοητό ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένα ύστατο νόημα. Έτσι, θα υπάρχουν πολλά διαφορετικά νοήματα, και εμείς πρέπει να βρούμε τη σχέση μεταξύ τους. Έχουμε μια πληθώρα νοημάτων, αλλά θα πρέπει να αναζητήσουμε την ενότητα σε αυτήν την πολυμορφία, και ούτω καθεξής.


Βλέπετε, η γενική κουλτούρα περιέχει την υπόθεση ότι πρέπει να υπάρχει ένα σωστό νόημα, και όλα τα υπόλοιπα είναι λάθος. Το «σωστό» νόημα είναι απολύτως απαραίτητο και δεν αποδίδει στους άλλους. Είναι ακριβώς αυτό το είδος του άκαμπτου «σωστού» νοήματος που συχνά γίνεται ένα λάθος νόημα, καθώς αλλάζουν οι περιστάσεις. Ο πολιτισμός είναινόημα, και όταν υπάρχει το λάθος νόημα μέσα στον πολιτισμό, είναι σαν την παραπληροφόρηση.


Έτσι μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει μόνο πληροφορία, αλλά και «παραπληροφορία.» Ένας ιός στο μόριο DNAθα μπορούσε να ονομαστεί ένα κομμάτι παραπληροφορίας, δεδομένου ότι μπαίνει στη γενετική δομή και προκαλεί στα κύτταρα να παράγουν περισσότερους ιούς αντί περισσότερα κύτταρα, όπως συμβαίνει με τον καρκίνο.


Η κοινωνία, επίσης, είναι γεμάτη από αυτό το είδος της παραπληροφορίας. Έχουμε διάφορους τρόπους αντιμετώπισης της βιολογικής παραπληροφορίας. Ο καλύτερος τρόπος είναι με το ανοσοποιητικό σύστημα, το οποίο την αναγνωρίζει και μας βοηθά να απαλλαγούμε από αυτήν. Αλλά δεν έχουμε κανένα παρόμοιο σύστημα στην κοινωνία. Η παραπληροφορία συσσωρεύεται και η κοινωνία διασπάται σταδιακά. Όσο παλιότερη γίνεται μια κοινωνία, τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχει να συγκεντρώσει όλα τα είδη παραπληροφορίας, και τόσο περισσότερο αρχίζει να καταρρέει. Η κοινωνία αυτή είναι αποκλεισμένη επειδή η παραπληροφορία διατηρείται απόλυτα.


Hankey: Αλλά υπάρχει πάντα η δυνατότητα ανανέωσης.


Bohm: Από πού προέρχεται η  ανανέωση;


Hankey:Η ανανέωση έρχεται από πάνω.


Bohm: Αλλά πού είναι τα σημάδια της; Βλέπετε, κινδυνεύουμε να εμπλακούμε σε μια μη ανανεώσιμη κατάσταση. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να βασιστούμε στο «υπεράνω» για να τα καταφέρουμε. Υπάρχει επίσης μια δήλωση η οποία αντιπροσωπεύει πιθανώς μια πιο Δυτική προσέγγιση, η οποία λέει ότι «ο Θεός βοηθά εκείνους που βοηθάν τον εαυτό τους,» ότι «όσοι δεν βοηθήσουν τον εαυτό τους δεν θα έχουν καμία βοήθεια από πάνω.» Έτσι αν μπορούμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας τότε θα έχουμε και την άλλη βοήθεια.


Hankey: Πράγματι, αυτό είναι αλήθεια, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι υπάρχει ένα απόλυτο νόημα.


Bohm: Μπορεί να υπάρχει, αλλά αν υποθέσουμε ότι ήσαστε κάποιος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Ναζιστική Γερμανία, δεν θα το βλέπατε έτσι. Όλα εκείνα τα εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι υπέφεραν και εξοντώθηκαν, σε ό,τι τους αφορούσε, δεν είχε κανένα νόημα. Και ποιο θα ήταν το νόημα αν όλος ο κόσμος χανόταν στον πυρηνικό όλεθρο; Το νόημα θα ήταν απλά ότι η ανθρωπότητα δεν ήταν βιώσιμη και ότι θα έπρεπε να αναλάβει κάποιο άλλο είδος.


Ακροατής: Έχει η αγάπη νόημα;


Bohm: Ω ναι, σαφώς έχει νόημα, και είναι η ίδια νόημα. Αλλά αυτή η σκληρότητα, αυτή η ακαμψία του μυαλού, έρχεται σε αντιπαράθεση μαζί της. Από την πνευματική πλευρά προκύπτει ως ακαμψία της σκέψης και από την συναισθηματική πλευρά ως σκληρότητα της καρδιάς- είναι και τα δύο το ίδιο πράγμα. Επομένως, αυτό που χρειάζεται είναι να χαλαρώσει η ακαμψία του μυαλού και να διαλυθεί ή να λιώσει η σκληρότητα της καρδιάς, και δεν μπορεί το ένα να κάνει χωρίς το άλλο. Αν κάποιος δεν είναι σκληρόκαρδος αλλά το μυαλό του είναι πολύ μονόπλευρο, πολύ γρήγορα θα βρεθεί σε σύγκρουση και η αγάπη του θα εξαφανιστεί. Χωρίς τη χαλάρωση του άκαμπτου μυαλού δεν μπορούμε να αγαπήσουμε, γιατί αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε σε ένα σημείο σύγκρουσης με κάποιον, και η αγάπη μας θα εξαφανιστεί στη σύγκρουση. Αλλά προτείνω ότι αυτή η ακαμψία του μυαλού αρχίζει να χαλαρώνει όταν βλέπουμε τον κίνδυνο της αδιαπραγμάτευτης θέσης.


Ακροατής:Δεν είναι κυρίως ο φόβος που προκαλεί την ακαμψία, ο φόβος τού να εγκαταλείψουμε το μικρό κόσμο της σίγουρης γνώσης που δημιουργήσαμε;


Bohm:Ναι, υπάρχειοφόβοςτηςαλλαγής, οφόβοςτηςέκθεσηςτουεαυτούμας, καιούτωκαθεξής.


Kassila: Οπότε,τι είναι αυτό που αποφεύγουμε; Μου φαίνεται ότι υπάρχει μια ευαίσθητη περιοχή σε όλους μας την οποία ως επί το πλείστον αγνοούμε και φοβόμαστε να τη δείξουμε στους άλλους. Μερικές φορές θεωρώ ότι είναι σχεδόν αδύνατο να τη συζητήσουμε, και μου έρχεται να κλάψω για αυτήν την «ύπαρξη μέσα μου.»


Bohm: Πίσω από αυτήν την ευαίσθητη ύπαρξη μέσα μας υπάρχει κάποιο είδος νοήματος το οποίο έχει κτιστεί κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Προήλθε από τον πολιτισμό και παράγει το φόβο, την αντίσταση και την ακαμψία. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι προσέγγισης αυτού του προβλήματος. Υπάρχει και η προσέγγιση του διαλογισμού, που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα σε ατομικό επίπεδο· και υπάρχει η προσέγγιση της ψυχιατρικής, που ανατρέχει στις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. Αλλά υπάρχει επίσης μια τρίτη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία ένα μεγάλο μέρος του άγχους μας έχει βασικά κοινωνική-πολιτισμική προέλευση και επομένως προσεγγίζεται καλύτερα με το διάλογο, ο οποίος αποτελεί ένα κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο.


Kassila: Αλλά τι θα λέγατε ότι η «ύπαρξη βρίσκεται μέσα μας;»


Bohm: Ίσως σχεδόν τίποτα- είναι παραπληροφορίασε μια κεντρική θέση. Είναι το ίδιο όπως με το μόριο του DNA. Ένα μικροσκοπικό κομμάτι παραπληροφορίαςστο DNAμπορεί να προκαλέσει τα πάντα να πάνε στραβά. Αν υπάρχει παραπληροφορία σε ένα σημαντικό τμήμα της πληροφορίας που πρόκειται να προσδιορίσει μια διαδικασία, οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ σοβαρές. Αυτό μπορεί να συμβεί και με το μυαλό. Ένα μικρό κομμάτι παραπληροφορίας, ας πούμε, στην εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, μπορεί να στρεβλώσει ολόκληρο το μυαλό. Δεν το γνωρίζουμε αυτό, αλλά πιστεύω ότι το μυαλό μας επηρεάζεται τόσο πολύ από τέτοια παραπληροφορία έτσι ώστε φοβάται ακόμα και να θεωρήσει την περίπτωση κάτι να είναι λάθος με αυτήν.


Kassila: Έτσι με αυτήν την έννοια ποτέ δεν ζούμε σε πλήρη ταύτιση με αυτό που ονομάζω «ύπαρξη μέσα μας.»


Bohm: Κατά πάσα πιθανότητα όχι. Ζούμε σε επαφή με μια απατηλή ύπαρξη που προβάλλεται από την παραπληροφορία. Έχουμε μια απατηλή άποψη του εαυτού μας, που είναι κτισμένη σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τον κοινωνικο-πολιτισμικό τρόπο. Το μεγαλύτερο μέρος της γνώμης που έχουμε για τον εαυτό μας προέρχεται από την κοινωνία, έτσι δεν είναι; Για παράδειγμα, ο φόβος του να γελοιοποιηθούμε είναι μια κοινωνικο-πολιτισμική συνέπεια, όπως και ο φόβος της ανοχής. Έτσι, ένα τεράστιο μέρος αυτού του φόβου είναι κοινωνικο-πολιτισμικής προέλευσης. Είναι κοινωνικο-πολιτισμική παραπληροφορία, η οποία μεταδίδεται υποσυνείδητα.


Επομένως, αν το αντιμετωπίσουμε αυτό ως ομάδα, θα μπορέσουμε να δούμε τη βασική αρχή και ίσως καταφέρουμε να αλλάξουμε.


Kassila: Μου φαίνεται ότι αυτό που περιγράψατε ως νόημα, μπορεί να πάρει τη θέση του Θεού ή κάποιου ανώτερου πράγματος.


Bohm: Τότε, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Γι’ αυτό το λόγο είπα ότι πρόκειται για μια πρόταση και όχι για μια δήλωση του τι είναι αληθινό. Δεν ισχυρίζομαι πως ό,τι λέω είναι η αλήθεια. Μπορεί να έχω πολλούς λόγους να το υποστηρίζω ώστε να είναι εύλογο, αλλά παραμένει μια πρόταση που πρέπει να διερευνηθεί, και όχι η τελική αλήθεια. Όπως προανέφερα, δεν νομίζω ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε μια υπέρτατη αλήθεια μέσα από οποιαδήποτεδιερεύνηση.


Ακροατής: Αλλά δεν είναι χρήσιμο να έχουμε πίστη σε αυτό που θα λέγατε ύστατο νόημα; Θα μπορούσαμε τότε να πούμε «εντάξει, ό,τι κι αν συμβεί, θα είμαι ασφαλής, ή ο κόσμος θα παραμείνει ασφαλής.» Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να δώσουμε στον εαυτό μας ασφάλεια με την έννοια ότι ακόμα και αν κάνουμε λάθος, το απόλυτο νόημα θα μας προστατεύσει.


Bohm: Πολλοί άνθρωποι το έχουν δοκιμάσει αυτό, αλλά αργά ή γρήγορα οι περισσότεροι έχασαν την πίστη τους. Η πίστη θα δοκιμαστεί πάρα πολύ, γιατί πράγματα θα συμβούν που θα κάνουν το απόλυτο νόημα να φαίνεται πολύ αβάσιμο. Αν πιστεύετε, για παράδειγμα, ότι υπάρχει Θεός, μπορεί επίσης να πείτε «γιατί έκανε τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο;- σχεδόν οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τα έχει κάνει καλύτερα» (γέλια).


Αν θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε αυτό το ύστατο νόημα, τότε, εξ ορισμού, θα υπήρχε μια αληθινή αντίληψη, που θα ήταν εντάξει. Αλλά και μόνο να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός απόλυτου νοήματος είναι επικίνδυνο, γιατί οδηγεί στη στρέβλωση των γεγονότων.


Αυτό που προτείνω είναι ότι πρέπει να παραμείνουμε με κάποια αβεβαιότητα. Ο φόβος της αβεβαιότητας είναι το βασικό μας πρόβλημα. Η αβεβαιότητα είναι η ίδια η φύση του νοήματος και της ύπαρξης, γιατί το νόημα εξαρτάται πάντοτε από το πλαίσιό του. Δεν ξέρουμε ποτέ ποιο θα είναι το πλαίσιο που θα προκύψει, και αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν είμαστε σίγουροι ότι τα νοήματά μας θα είναι σωστά για να δώσουν ασφάλεια. Έτσι αν δεν μπορούμε να ζήσουμε με αυτήν την πραγματικότητα της αβεβαιότητας, κάποιος βαθμός στρέβλωσης υφίσταται ήδη.


Questioner: Θα μπορούσαν το νόημα και η πραγματικότητα να υπάρχουν χωρίς τη συνείδηση;


Bohm: Δεν ξέρω.Αλλά τι είναι η συνείδηση δίχως νόημα; Η συνείδηση είναι νόημα. Το περιεχόμενο της συνείδησης είναινόημα. Έτσι δεν είναι;


Hankey: Αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εμπειρία της ύπαρξης ξεκινάει όταν κάποιος σταματά να προβάλλει το νόημα.


Bohm: Αυτό μπορεί να ισχύει αλλά πρέπει επίσης να χρησιμοποιήσουμε το νόημα, αλλιώς δεν θα είμαστε σε θέση να συμπορευτούμε. Βλέπετε, είμαστε τώρα αντιμέτωποι με μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι πρέπει να δημιουργήσουν μια καλή κοινωνία. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει πολλές διαστάσεις· την ατομική διάσταση, την κοινωνικο-πολιτισμική διάσταση, και τη συμπαντική. Αν δεν μπορούμε να ζούμε σε όλες αυτές τις διαστάσεις, δεν νομίζω ότι ο πολιτισμός μας θα επιβιώσει. Αν δεν ξέρουμε πώς να χρησιμοποιήσουμε το νόημα σωστά και αρμονικά, τότε ο πολιτισμός μας θα καταρρεύσει. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν ανακαλύψει ένα παγκόσμιο νόημα, αλλά όταν καταρρέει ο υπόλοιπος πολιτισμός, η διορατικότητά τους δεν κάνει μεγάλη διαφορά.


Briggs: Θα μπορούσατε να κάνετε μια διάκριση ανάμεσα στο να προβάλλουμετο νόημα, κάτι που μου ακούγεται σαν ένα είδος άκαμπτης προσκόλλησης- παίρνω το νόημά μου, το βάζω εκεί και το επιβάλλω σε κάποιον άλλον- και στο να βρούμετο νόημα; Φαίνεται να μιλάτε για το τελευταίο από την άποψη της δημιουργικότητας, ως τη δραστηριότητα της ανακάλυψης νοημάτων, που είναι μια δημιουργική διορατικότητα.


Bohm: Ναι, η δημιουργική διορατικότητα του νοήματος είναι το κρίσιμο θέμα και επίσης η δημιουργική επικοινωνία, πράγμα που σημαίνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να ακούσουν αυτήν τη δημιουργική διορατικότητα, να την ασπαστούν και να συνεχίσουν να ζουν με αυτήν. Αν ο καθένας διατηρεί μια άκαμπτη προσκόλληση στα νοήματά του,  κάποιος μπορεί να έχει μια σημαντική δημιουργική διορατικότητα αλλά οι άλλοι άνθρωποι δεν θα είναι σε θέση να τον ακούσουν. Τότε θα πρέπει να δώσουμε μάχη για να το επιβάλλουμε, και όλα γίνονται κομμάτια.


Briggs:Αν κάποιος έχει μια δημιουργική διόραση σε έναν διάλογο, υπάρχει μια διαδικασία κατά την οποία και άλλοι άνθρωποι θα πρέπει να βρουν αυτό το νόημα με το δικό τους τρόπο, έτσι ώστε αυτό το νόημα είναι η ροή εξεύρεσης του νοήματος.


Bohm:Ναι, κάθε φορά που κάποιος άλλος βλέπει αυτό το δημιουργικό νόημα, δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο και αλλάζει το δημιουργικό νόημα με δημιουργικό τρόπο. Έτσι λοιπόν η όλη διαδικασία ποτέ δεν σταματά. Υπάρχει η δυνατότητα της δημιουργικότητας στο κοινωνικο-πολιτισμικό πεδίο που δεν εξετάστηκε από καμία γνωστή κοινωνία επαρκώς.


Πιστεύω, και πάλι, ότι η Ανατολική κοινωνία τείνει να υποβαθμίσει την κοινωνικο-πολιτισμική σφαίρα, δεν της έχει δώσει τη δέουσα προσοχή. Τείνει να διασπαστεί από τα πρώτα στάδια σε οικογενειακές μονάδες και παρόμοιες καταστάσεις. Στη Δύση έχει δοθεί περισσότερη προσοχή σε αυτό, σε μέρη όπως η αρχαία Ελλάδα, η οποία έδωσε έμφαση στη δημοκρατία. Αλλά στο βαθμό που προσπαθούμε να κάνουμε το ίδιο πράγμα, δεν είμαστε ιδιαίτερα επιτυχείς.


Hankey: Αντιθέτως, αν δούμε κάποια χώρα όπως η Ινδονησία, η πρώτη από τις πέντε αρχές της ολοκλήρωσης είναι η ενότητα στην ποικιλομορφία, και η κοινωνική δικαιοσύνη είναι άλλη μία. Η ενότητα στην πολυμορφία αντιπροσωπεύει ακριβώς την ολοκλήρωση που αντιστοιχεί στη δημοκρατία στη Δύση.


Bohm:Οπότε πώς επιτυγχάνεται η ενότητα;


Hankey: Με έναν κοινό σκοπό.


Bohm: Δεν νομίζω ότι αυτό είναι αρκετό, γιατί τότε ο σκοπός είναι δεδομένος. Είναι σημαντικό να έχουμε τη δημιουργία του σκοπού παρά έναν σκοπό δεδομένο. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας δεδομένος στόχος. Το νόημα είναι σκοπός, και καθώς το νόημα αναπτύσσεται δημιουργικά, ο σκοπός επίσης αναπτύσσεται. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι μέσα σε αυτήν τη ροή νοήματος ο σκοπός μεταμορφώνεται διαρκώς.


Δεν νομίζω ότι κάποια κοινωνία το έχει αντιμετωπίσει αυτό πραγματικά. Για παράδειγμα, μπορούμε να σκεφτούμε μια πολύ αρμονική κοινωνία όπου κάποιος στην κορυφή την οργανώνει. Είναι ένας αρκετά καλός ηγέτης, και, φυσικά, η κοινωνία αυτή θα αποσυντεθεί σταδιακά, καθώς ο επόμενος ηγέτης δεν είναι τόσο ικανός, και ούτω καθεξής. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το θέμα είναι ότι κάτι καινούργιο χρειάζεται· πάντοτε χρειαζόταν. Το γεγονός ότι τώρα πλησιάζουμε μια γενική καταστροφή αποτελεί μια πρόκληση. Δεν νομίζω ότι κάποια παραδοσιακή προσέγγιση μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε αυτή την πρόκληση.





Απλομάδες του ανθρώπινου μιτοχονδριακού DNA

$
0
0




Το μιτοχονδριακό DNA (mtDNAή mDNA) βρίσκεται κατ’ εξαίρεση στα μιτοχόνδρια των εμπύρηνων (ευκαρυωτικών) κυττάρων, ενώ (σχεδόν) όλο το υπόλοιπο DNA βρίσκεται στον πυρήνα. Πιστεύεται ότι πρόκειται για μια εξελικτική ιδιαιτερότητα, καθώς, στο απώτερο παρελθόν, βακτήρια εγκολπώθηκαν από απύρηνα (προκαρυωτικά) κύτταρα, αποτελώντας έτσι τα διάφορα οργανίδια μέσα στο κυτταρόπλασμα, μεταξύ των οποίων οργανιδίων και τα μιτοχόνδρια.


Ένα χαρακτηριστικό του mtDNA είναι ότι κληρονομείται αποκλειστικά από τη μητέρα. Αυτό σημαίνει ότι όλοι μας (άνδρες ή γυναίκες) φέρουμε το μιτοχονδριακό DNA της μητέρας μας. Η αποκωδικοποίηση του DNA, και ειδικά του mtDNA, μπορεί να οδηγήσει σε συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών ειδών αλλά και ομάδων ανθρώπων, οδηγώντας έτσι στη σκιαγράφηση ενός γενεαλογικού χάρτη.


Καθώς το mtDNA δεν είναι ιδιαίτερα συντηρητικό και έχει ένα γρήγορο ρυθμό μεταλλάξεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μελέτη εξελικτικών σχέσεων. Επειδή ωστόσο είναι το μικρότερο χρωμόσωμα, χρησιμεύει περισσότερο στη σύγκριση μεγάλων εθνοτήτων και αφορά μεγάλες χρονικές περιόδους.


Όλες οι mtDNA απλομάδες στην Ευρώπη βρέθηκε να προέρχονται από την Ν απλομάδα, που πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύει μία από τις δύο αρχικές μεταναστεύσεις του σύγχρονου ανθρώπου έξω από την Αφρική, 60.000- 80.000 χρόνια πριν. Αυτή η απλομάδα βρίσκεται πλέον μόνο σε εξαιρετικά χαμηλές συχνότητες σε διάφορες περιοχές της Ευρασίας.


Οι σύγχρονες απλομάδες που σχετίζονται με Ευρωπαϊκή καταγωγή είναι οι H, I, J, K, T, U, V, W και X (εκτός από τον κλάδο X2a που βρίσκεται στους Ινδιάνους της Αμερικής. Επιμέρους κλάδοι μπορεί να σχετίζονται με πιο συγκεκριμένες περιοχές, αλλά δεν αντιστοιχούν απαραίτητα σε ιστορικές εθνολογικές ή γλωσσολογικές ομάδες. Ένας πιθανός λόγος γι’ αυτό είναι ότι οι γυναίκες, διαμέσου των οποίων το mtDNA κληρονομείται, έτειναν να φεύγουν από την εθνική τους ομάδα συχνότερα απ’ ό,τι οι άνδρες (π.χ. για να σιγουρευτεί μια συμμαχία ανάμεσα σε δυο φυλές ή βασίλεια.)


Έτσι οι αυτόχθονες (Cro-Magnoid) Ευρωπαίοι πρέπει να ανήκαν τουλάχιστον στις απλομάδες HV (και στους κλάδους H and V) καθώς και στην απλομάδα U5a, η οποία συμβαίνει να είναι η συνηθέστερη απλομάδα σε όλη την Ευρώπη. Έχει υποτεθεί ότι πάνω από τις μισές μητρογονικές σειρές της Ευρώπης προέρχονται κατευθείαν από Παλαιολιθικούς Ευρωπαίους. Το αρσενικό τους αντίστοιχο είναι η Y-DNA απλομάδα I.


Ομάδες L (L0, L1, L3)

Απλομάδα L0

(188,000-112,200 YBP)



Η απλομάδα L0 είναι ένας από τους δύο κλάδους του πιο πρόσφατου κοινού προγόνου (MRCA), για την κοινή ανθρώπινη μητρογονική γενεαλογία. Αυτός ο πρόγονος πιστεύεται ότι έζησε στην Ανατολική Αφρική πριν από 170,000- 150,000 χρόνια.


Απαντιέται πιο συχνά στην Υπο-Σαχάρια Αφρική. Αποκτά τη μεγαλύτερη συχνότητα μεταξύ των Khoisan, 73%. Μερικές από τις μεγαλύτερες συχνότητες βρίσκονται στη Namibia (!Xun) 79%, στη Νότια Αφρική (Khwe/!Xun) 83% και στη Botswana (!Kung) 100%.


Απλομάδα L1

(174,300-107,600 YBP)


Αναφέρεται και ως απλομάδα L1-6, περιλαμβάνοντας τους κλάδους L1, L2, L4, L5, L6, καθώς επίσης και την απλομάδα L3 από την οποία προέκυψαν οι δύο μη Αφρικανικές απλομάδες M και N. Η απλομάδα L1-6 μαζί με τη συγγενική της L0 ενώνονται στον μητρογονικό πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο (MRCA) όλων των ζωντανών ανθρώπων, τη λεγόμενη μιτοχονδριακή Εύα. Η ύπαρξη αυτών των δύο γενεαλογικών σειρών υπονοεί ότι η μιτοχονδριακή Εύα είχε τουλάχιστον δυο κόρες, μία από τις οποίες αποτελεί τον κοινό μητρογονικό πρόγονο όλων των γενεαλογικών σειρών της απλομάδας L1-6.


Η συγκεκριμένη απλομάδα απαντιέται στην Κεντρική και στη Δυτική Αφρική.


Απλομάδα L3

(104,000-84,000 YBP)


Η απλομάδα L3 έπαιξε έναν πιλοτικό ρόλο στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Σύντομα αφότου η απλομάδα εμφανίστηκε στην Ανατολική Αφρική, ένας σχετικά μικρός αριθμός μεταναστών τη μετάφερε διαμέσου της Ερυθράς θάλασσας στην Αραβία, εγκαινιάζοντας μια υπερπόντια μετανάστευση η οποία τελικά είχε ως αποτέλεσμα τον αποικισμό όλων των ηπείρων της Γης, εκτός από την Ανταρκτική. Αυτή η μικρή ομάδα παρήγαγε επίσης κάθε άλλη μη Αφρικανική απλομάδα.

Μια ανάλυση 369 πλήρων Αφρικανικών αλληλουχιών L3 τοποθετεί το μέγιστο της εξάπλωσης της απλομάδας στα ∼70 ka, ουσιαστικά αποκλείοντας μια πετυχημένη έξοδο από την Αφρική πριν 74 ka, τη χρονολογία που συνέβη η υπερ-έκρηξη του ηφαιστείου Toba στη Σουμάτρα της Ινδονησίας. Επίσης, η χρονολογία του πιο πρόσφατου κοινού προγόνου (MRCA) για την L3 γενεαλογική σειρά εκτιμήθηκε στα 70,200-58,900 χρόνια.

Ομάδες M and N

Απλομάδα M

(60,000 YBP)



Μια μεγάλη απλομάδα η οποία απλώνεται σε όλες τις ηπείρους, η μακρο-απλομάδα M, όπως και η συγγενική της N, προέρχεται από την απλομάδα L3.


Όλες οι mtDNA απλομάδες που θεωρούνται αυτόχθονες έξω από την Αφρική προέρχονται είτε από την απλομάδα Μ ή από την απλομάδα Ν. Η γεωγραφική κατανομή των απλομάδων Μ και Ν σχετίζεται με συζητήσεις γύρω από μεταναστεύσεις έξω από την Αφρική και με τον επακόλουθο εποικισμό του υπόλοιπου κόσμου. Συγκεκριμένα, θεωρείται να ερμηνεύεται ότι υπήρξε μια μεγάλη προϊστορική μετανάστευση έξω από την Αφρική, και ότι και οι δυο απλομάδες Μ και Ν αποτέλεσαν μέρος αυτής της μετανάστευσης. Ωστόσο, δεν ακόμη διευκρινιστεί αν οι μεταλλάξεις που ορίζουν τις απλομάδες Μ και Ν συνέβησαν στην Αφρική πριν από την έξοδο ή στην Ασία μετά την έξοδο. Ο καθορισμός της προέλευσης της απλομάδας Μ περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι αυτή η απλομάδα βρίσκεται και μέσα και έξω από την Αφρική.


Είναι γενικά αποδεκτό ότι η απλομάδα Mεξελίχθηκε λίγο μετά από την εμφάνιση του μητρικού κλάδου L3. Εκτός από την απλομάδα Mκαι τη συγγενική της N, οι πολυάριθμοι άλλοι υποκλάδοι της L3 είναι περιορισμένοι σε μεγάλο βαθμό στην Αφρική, γεγονός που υποδηλώνει ότι η L3 προέκυψε στην Αφρική. Στην Αφρική, η απλομάδα Μ, ειδικότερα ο υποκλάδος Μ1, έχει μια αρκετά περιορισμένη κατανομή, κυρίως στην Ανατολική και στη Βόρεια Αφρική. Η περιορισμένη κατανομή της απλομάδας Mστην Αφρική και η γενικευμένη παρουσία της έξω από την Αφρική, δείχνουν ότι αυτή η γενεαλογία προέκυψε πολύ κοντά στο χρόνο της έξω από την Αφρική μετανάστευσης, είτε λίγο πριν ή λίγο μετά.


Η M είναι η πιο κοινή mtDNA απλομάδα στην Ασία, με μέγιστο στο Bangladesh όπου αντιπροσωπεύει τα δύο τρίτα των μητρογονικών γενεαλογιών, καθώς και στην Ινδία με συχνότητα 60%.


Λόγω της μεγάλης ηλικίας, η απλομάδα Mδεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις σύγχρονες εθνολογικές ομάδες, καθώς απλώνεται στη Σιβηρία, στους Ινδιάνους της Αμερικής, στη Ανατολική και στη Νοτιοανατολική Ασία, στην Κεντρική και στη Νότια Ασία, στη Μελανησία, καθώς και στην Αίγυπτο, στην Αιθιοπία, στη Σομαλία, στην Ευρώπη, και σε διάφορους πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής, σε μικρότερες συχνότητες.


Ανάμεσα στους απογόνους της απλομάδας M είναι οι απλομάδες C, D, E, G, Q, και Z, όπου η Z και G έχουν βρεθεί σε Βόρειους Ευρασιατικούς πληθυσμούς, οι C και D μοιράζονται ανάμεσα σε Βόρειους Ευρασιάτες και Ινδιάνικους πληθυσμούς της Αμερικής, η E έχει βρεθεί σε Νοτιανατολικούς Ασιατικούς πληθυσμούς, και η Q σε πληθυσμούς της Μελανησίας. Οι υποκλάδοι M2, M3, M4, M5, M6, M18 and M25 βρίσκονται αποκλειστικά στη νότια Ασία, ενώ ο υποκλάδος Μ2 θεωρείται η αρχαιότερη μητρογονική σειρά της Ινδικής χερσονήσου.


Απλομάδα N

(71,000 YBP)



Πρόκειται για μια μεγάλης έκτασης απλομάδα, η οποία απλώνεται σε όλες τις κατοικημένες ηπείρους, εκτός από την Αφρική. Είναι συγγενική της απλομάδας Μ, και προέρχεται, μαζί με την Μ, από την απλομάδα L3.


Η παγκόσμια κατανομή των απλομάδων Nκαι M, δείχνει ότι πολύ πιθανόν υπήρξε ένα μεγάλο προϊστορικό μεταναστευτικό κύμα ανθρώπων από την Αφρική, και ότι οι απλομάδες Nκαι Mήταν μέρος αυτής της διαδικασίας αποικισμού. Με την προέλευση της απλομάδας Ν συνδέεται επίσης και το ερώτημα κατά πόσο οι αρχαϊκές απλομάδες M, N, αλλά και Rήταν μέρος της ίδιας μετανάστευσης από την Αφρική, ή κατά πόσον η απλομάδα Ν έφυγε από την Αφρική μέσω της  Βόρειας διαδρομής από το Λεβάντε (περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ο Λίβανος), ενώ η απλομάδα M έφυγε διαμέσου του «Κέρατος της Αφρικής» (στη Βορειοανατολική Αφρική).


Αυτή η θεωρία προτάθηκε επειδή η απλομάδα Ν είναι μακράν η κυρίαρχη στη Δυτική Ευρασία, όπου η απλομάδα M απουσιάζει, ενώ επικρατεί στην Ινδία και είναι συνηθισμένη στις περιοχές ανατολικά της Ινδίας. Ωστόσο, η ύπαρξη σύνδεσης του μιτοχονδριακού DNA σε απομονωμένους πληθυσμούς της νοτιοανατολικής Ασίας και στους αυτόχθονες Αυστραλούς υποστηρίζει την άποψη ότι υπήρξε μόνο μία έξοδος από την Αφρική. Οι πληθυσμοί της Νοτιοανατολικής Ασίας και οι αυτόχθονες Αυστραλοί πράγματι φαίνεται ότι διαθέτουν βαθιά κατάλοιπα κλάδων των απλομάδων Mκαι N. Επομένως, η κατανομή αυτών των αρχέγονων κλάδων των απλομάδων M, N, αλλά και R από την Ευρασία έως και την Ωκεανία, υποστηρίζει ένα τριπλό-ιδρυτικό σενάριο του mtDNA, και μια μοναδική έξοδο από την Αφρική. Αυτά τα ευρήματα επίσης επισημαίνουν τη σπουδαιότητα της Ινδικής χερσονήσου για την πρώιμη γενετική ιστορία των ανθρώπων.


Απλομάδα X

(30,000 YBP)



Γενικά η απλομάδα X έχει μια ευρεία παγκόσμια κατανομή χωρίς όμως κάποιον ιδιαίτερο εντοπισμό. Βρίσκεται περίπου στο 7% των Ευρωπαίων και στο 3% των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής. Η απλομάδα X προέκυψε από την απλομάδα N, και χωρίστηκε πριν από περίπου 30,000 χρόνια στους κλάδους X1 και and X2. Συνολικά αποτελεί περίπου το 2% του πληθυσμού της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Ο κλάδος X1 περιορίζεται στη Βόρεια και Ανατολική Αφρική, και στην εγγύς Ανατολή. Ο κλάδος X2 φαίνεται να είχε μεγάλη εξάπλωση αμέσως μετά το τελευταίο παγετώδες μέγιστο, πριν από περίπου 21,000 χρόνια. Απαντάται περισσότερο στην Εγγύς Ανατολή, στον Καύκασο, και στη Μεσογειακή Ευρώπη. Ιδιαίτερες συγκεντρώσεις εμφανίζονται στη Γεωργία (8%), στα νησιά Orkney της Σκωτίας (7%) και ανάμεσα στους Ισραηλίτες Δρούζους (27%). Οι υποκλάδοι X2a και X2g βρίσκονται στους Ινδιάνους της Βόρειας Αμερικής, αλλά όχι της Νότιας Αμερικής.


Απλομάδα R

(66,000 YBP)



Η απλομάδα R είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη και αποτελεί την πιο κοινή απλομάδα στη δυτική Ευρασία. Προέκυψε από την απλομάδα N. Ανάμεσα στους απογόνους της είναι οι απλομάδες B, U (και K), F, R0 (και HV, H, και V), και οι προγονικές απλομάδες των J και T.


Η Νότια Ασία βρίσκεται στο δρόμο των πρώτων μετακινήσεων από την Αφρική. Η ανάλυση των αυτόχθονων απλομάδων Rστην Ινδία δείχνει μια κοινή πρώτη εξάπλωση των αρχαϊκών απλομάδων M, Nκαι Rκατά μήκος της νότιας διαδρομής πριν περίπου 60-70 kya.


Η απλομάδα R εμφανίζει μεγάλη διασπορά και αρχαιότητα ανάμεσα σε διάφορες εθνολογικές και γλωσσολογικές ομάδες της Νότιας Ασίας. Στην Ινδία ανάμεσα στις κάστες της Δυτικής περιοχής και στις φυλές της Νότιας περιοχής εμφανίζεται μεγαλύτερη πολυμορφία της απλομάδας, υποδηλώνοντας ενδεχομένως μια αυτόχθονη κατάσταση.


Απλομάδα HV

(30,000-25,000 YBP)


Η απλομάδα HV προκύπτει από την απλομάδα R0 (που με τη σειρά της προκύπτει από την απλομάδα R). Η HV είναι η προγονική απλομάδα των απλομάδων H και V.


Η HVείναι μια Δυτική Ευρασιατική απλομάδα που απαντάται σε όλη τη Δυτική Ασία και Νοτιοανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας το Ιράν, την Ανατολία (σημερινή Τουρκία) και την περιοχή του Καυκάσου στη Νότια Ρωσία. Βρίσκεται επίσης με αρκετά μικρότερη συχνότητα σε διάφορα μέρη της Ανατολικής Αφρικής, κυρίως στον πληθυσμό των Αράβων του Σουδάν, οι οποίοι έχουν Ευρασιατική καταγωγή σε ποσοστό 22,5 %, όπου υπάρχει επίσης και μεγάλη συχνότητα της απλομάδας J του Y-DNA.


Αρκετά νωρίτερα, γύρω στα 30,000 χρόνια πριν, ορισμένα μέλη της HVμετακινήθηκαν βόρεια κατά μήκος του Καυκάσου και δυτικά διαμέσου της Ανατολίας, για να αποτελέσουν τους προγόνους των Cro-Magnonsστην Ευρώπη.  Ωστόσο, οι Cro-Magnonsυποτίθεται ότι είχαν φθάσει στην Ευρώπη νωρίτερα, με τις γενεαλογικές τους σειρές πιθανό να προέρχονται από τους Gravettians (απλομάδα mtDNA U5).  Αυτές οι διαδοχικές μετακινήσεις σήμαναν το τέλος της εποχής των Neandertals, το προηγούμενο ανθρώπινο είδος που κατοικούσε στην Ευρώπη και σε περιοχές της Δυτικής Ασίας περίπου 230.000 με 29.000 χρόνια πριν. Κάποιοι απόγονοι της απλομάδας HVείχαν ήδη αποκοπεί, για να αποτελέσουν την απλομάδα Hη οποία προωθήθηκε προς τη Δυτική Ευρώπη.


Απλομάδα JT

(50,300 YBP)



Πιθανός τόπος προέλευσης η Νοτιοδυτική Ασία. Απαντάται σε μεγάλες συχνότητες στους αρχαίους Ετρούσκους.


Απλομάδα F

(43,400 YBP)


Επικεντρώνεται στην Ασία και εμφανίζεται κυρίως στην Ανατολική Κίνα και στην Ιαπωνία.


Απλομάδα P

(50,000 YBP)



Σήμερα, αυτή η απλομάδα βρίσκεται ανάμεσα στους Αβορίγινες της Αυστραλασίας, της Μελανησίας και των Φιλιππίνων.


Απλομάδα U

(55,000 BP)


Πρόκειται για απλομάδα ιδιαίτερα παλιά. Η προέλευσή της πιθανώς βρίσκεται στην περιοχή της Βορειοανατολικής Αφρικής και της Μέσης Ανατολής πριν από περίπου 60,000 χρόνια, αμέσως αφότου ο Homo Sapiens βρέθηκε έξω από την Αφρική. Γι’ αυτό και ο κάθε κύριος κλάδος (U1, U2, U3...) της απλομάδας μπορεί να θεωρηθεί ως απλομάδα από μόνος του. Οι κύριοι Ευρωπαϊκοί κλάδοι είναι οι U3, U4, U5 and U8/K. Ο U1 βρίσκεται κυρίως στη Μέση Ανατολή, ο U6 στη Βόρεια Αφρική, ο U7 στην Εγγύς Ανατολή μέχρι την Ινδία, ενώ ο σπάνιος κλάδος U9 στην περιοχή από την Αιθιοπία και την Αραβική χερσόνησο μέχρι το Πακιστάν.


Απλομάδα U1

Η απλομάδα U1 φαίνεται να εμφανίζεται κυρίως στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, με χαμηλές συχνότητες απαντάται διάσπαρτα σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Μεσόγειο. Η U1 βρέθηκε στη Svanetia της Γεωργίας (Καύκασος) σε ποσοστό 4,2 %. Η U1a βρίσκεται από την Ευρώπη μέχρι την Ινδία, αλλά είναι εξαιρετικά σπάνια στη Βορειοδυτική Ευρώπη. Η U1bέχει παρόμοια διασπορά αλλά είναι σπανιότερη από την U1a.

Απλομάδα U2

Η U2 είναι πιο συνηθισμένη στη Νότια Ασία αλλά βρίσκεται με χαμηλότερη συχνότητα στην Κεντρική και Δυτική Ασία, καθώς και στην Ευρώπη ως U2e. Η συνολική συχνότητα της U2 στη Νότια Ασία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ομάδα U2i, ενώ ο κλάδος U2e, κοινός στην Ευρώπη, είναι εντελώς απών. Δεδομένου ότι αυτές οι σειρές χωρίστηκαν πριν από περίπου 50,000 χρόνια, τα συγκεκριμένα δεδομένα έχουν ερμηνευτεί ότι αντιπροσωπεύουν έναν χαμηλό ρυθμό γενετικής ροής από την πλευρά της μητέρας ανάμεσα στη Νότια Ασία και στην Ευρώπη σε όλη αυτή την περίοδο.


Αυτή η απλομάδα βρέθηκε στα απολιθώματα ενός κυνηγού-τροφοσυλλέκτη ηλικίας 30,000 ετών από το Kostenki της Νότιας Ρωσίας.


Απλομάδα U3

Η U3 βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα σε όλη την Ευρώπη (περίπου 1% του πληθυσμού), στην Εγγύς Ανατολή (περίπου 2,5 % του πληθυσμού), και στην Κεντρική Ασία (1% ).  Η U3, είναι παρούσα σε υψηλότερα επίπεδα στους λαούς του Καυκάσου (περίπου 6%), καθώς  και στους Ρομά πληθυσμούς της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Ισπανίας (36-56%).


Απλομάδα U4

Η απλομάδα U4 έχει την καταγωγή της στην Άνω Παλαιολιθική, πριν από περίπου 25,000 χρόνια. Είναι ευρέως κατανεμημένη στην Ευρώπη, και συνδέεται με την επέκταση του σύγχρονου ανθρώπου στην Ευρώπη πριν το τελευταίο παγετώδες μέγιστο. Βρέθηκε στο Svaneti της Γεωργίας, (Καύκασος) με συχνότητα 8,3 %.


Απλομάδα U5

Η ηλικία της απλομάδας U5 υπολογίζεται στα 50,000-30,000 χρόνια πριν. Περίπου το 11% του συνόλου των Ευρωπαίων και το 10% των Ευρωπαίων Αμερικανών ανήκουν σε αυτήν την απλομάδα.


Η U5 έχει βρεθεί σε ανθρώπινα απολιθώματα που χρονολογούνται από τη Μεσολιθική περίοδο στην Αγγλία, Γερμανία, Λιθουανία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρωσία, Σουηδία, Γαλλία και Ισπανία. Μαζί με τους κλάδους της U5aκαι U5b έχει τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στον απώτερο βορρά, στους Σάμι, στους Φινλανδούς και στους Εσθονούς, αλλά βρίσκεται εξαπλωμένη σε χαμηλότερες συγκεντρώσεις σε όλη την Ευρώπη. Αυτή η κατανομή και η ηλικία της απλομάδας δείχνουν ότι τα άτομα που ανήκουν σε αυτήν εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη ακολουθώντας την υποχώρηση των πάγων, πριν από ~10 kya.


Η απλομάδα U5 βρίσκεται επίσης με μικρές συχνότητες και λιγότερη ποικιλομορφία στην Εγγύς Ανατολή και σε μέρη της βόρειας Αφρικής (περιοχές με αξιοσημείωτες συγκεντρώσεις του κλάδου U6), υποδεικνύοντας ανάδρομη μετανάστευση από την Ευρώπη προς Νότο.




  •           Από mtDNAτο οποίο εξήχθηκε από λείψανα σκελετών από τον ταφικό περίβολο Bστις Μυκήνες, έγινε εφικτό να απομονωθούν 4 αλληλουχίες (από 22 άτομα), οι οποίες ανήκαν στις απλομάδες UK,  (τα δύο πάνω πρόσωπα της φωτογραφίας, πιθανώς αδέλφια), U5a1 ή U5a1a (πρόσωπο κάτω αριστερά), και σε μία ακόμα πλην των προηγουμένων (H, HV1, J, U, U3 ή U4), η οποία δεν έγινε εφικτό να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια (πρόσωπο κάτω δεξιά). Τα πρόσωπα βεβαίως αποτελούν σε μεγάλο βαθμό καλλιτεχνικές συλλήψεις, είναι ενδεικτικά, και αναδημοσιεύονται με κάθε επιφύλαξη εκ μέρους μου σχετικά με την πιστότητά τους. (Για περισσότερα δείτε την ιστοσελίδα http://dienekes.blogspot.gr/2008/05/mtdna-from-grave-circle-b-in-mycenae_07.html)

Απλομάδα U6

Η απλομάδα U6 είναι κοινή (σε ποσοστό περίπου 10%) στη Βόρεια Αφρική, με μέγιστο 29% στους Μοζαβίτες της Αλγερίας και στα Κανάρια νησιά (18% κατά μέσο με μέγιστη συχνότητα 50,1% στη La Gomera). Βρίσκεται επίσης στην Ιβηρική χερσόνησο, όπου έχει την υψηλότερη πολυμορφία (10 από τους 19 υποκλάδους βρέθηκαν σε αυτήν την περιοχή και όχι στην Αφρική), στην Ανατολική Αφρική και περιστασιακά σε άλλες τοποθεσίες.


Η U6 θεωρείται ότι εισήχθηκε στη Βόρεια Αφρική περίπου 30.000 χρόνια πριν, από την Εγγύς Ανατολή. Παρά τη μεγάλη ποικιλομορφία της απλομάδας στην Ιβηρική χερσόνησο, Η Maca-Meyerυποστηρίζει μια καταγωγή αυτής της απλομάδας στην Εγγύς Ανατολή, βασισμένη στην υψηλότερη πολυμορφία του υποκλάδου U6aστην περιοχή, υποθέτοντας ότι έχει προέλθει από τη Δυτική Ασία. Υπολογίζει την ηλικία της απλομάδας U6 σε 25.000- 66.000 χρόνια πριν από σήμερα. Ωστόσο, η U6 έχει τις μεγαλύτερες συχνότητες στη Βόρεια Αφρική και φαίνεται να είναι μια ειδική απλομάδα αυτής της περιοχής.


Απλομάδα U7

Πολλοί Ευρωπαϊκοί λαοί παρουσιάζουν έλλειψη της απλομάδας U7, αλλά η συχνότητά της φτάνει το 4% στην Εγγύς Ανατολή, το 5% στο Πακιστάν, έως σχεδόν το 10% στο Ιράν. Ωστόσο, βρισκόταν στη Βόρεια Ευρώπη πριν από το Μεσαίωνα, και βρέθηκε σε μια πλούσια γυναίκα, στη Νορβηγία από την εποχή των Vikings. Στην Ινδία, η συχνότητα της απλομάδας U7 φτάνει το 12% στο Gujarat, τη Δυτικότερη πολιτεία της Ινδίας, ενώ για το σύνολο της Ινδίας η συχνότητα κυμαίνεται γύρω στο 2%. Οι χρόνοι επέκτασης και οι αποκλίσεις της απλομάδας στην Ινδία, στη Μέση και Εγγύς Ανατολή είναι χαρακτηριστικά παρόμοιες. Η πιθανή πατρίδα αυτής της απλομάδας απλώνεται από το Gujarat της Ινδίας μέχρι το Ιράν, γιατί από αυτήν την περιοχή η συχνότητα μειώνεται γρήγορα τόσο προς ανατολή όσο και προς δύση. Αν η προέλευση ήταν από το Ιράν αντί για την Ινδία, τότε η εξίσου μεγάλη συχνότητα όσο και ποικιλομορφία στο Gujarat ευνοεί ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η U7 εισήχθηκε στην παράλια Δυτική Ινδία είτε πολύ νωρίς ή από πολλαπλούς ιδρυτές.


Απλομάδα U8

Ο πληθυσμός των Βάσκων έχει τον κλάδο U8a της απλομάδας U8, καθιστώντας τους από τους αρχαιότερους λαούς της Ευρώπης, στην Άνω Παλαιολιθική. Η απουσία του ίδιου κλάδου στην Αφρική υποδεικνύει ότι οι πρόγονοι των Βάσκων πιθανόν προήλθαν από τη Δυτική Ασία. Ο κλάδος U8b έχει βρεθεί στην Ιταλία και στην Ιορδανία.


Απλομάδα K

Πρόκειται για τον πιο συνηθισμένο υποκλάδο της απλομάδας U8, και η ηλικία του υπολογίζεται στα 12,000 χρόνια.


Η απλομάδα Κ εμφανίζεται στη Δυτική Ευρασία, στη Βόρεια Αφρική και στη Νότια Ασία. Βρίσκεται σε αναλογία περίπου 10% στους Ευρωπαίους. Συνολικά η απλομάδα K βρίσκεται περίπου στο 6% του πληθυσμού της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Περίπου το 16% των Δρούζων της Συρίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ και της Ιορδανίας ανήκουν σε αυτήν την απλομάδα. Βρέθηκε επίσης σε έναν σημαντικό αριθμό Παλαιστινίων Αράβων. Φτάνει το 17% στο Κουρδιστάν.


Περίπου το 32% των ανθρώπων με καταγωγή από τους Ashkenazi Εβραίους ανήκουν στην απλομάδα Κ. Αυτό το υψηλό ποσοστό υποδεικνύει μια γενετική στενωπό (bottleneck) που θα συνέβη γύρω στις 100 γενεές πριν. Το DNA των Ashkenazi συγκεντρώνεται σε τρεις υποκλάδους που σπάνια βρίσκονται σε μη Εβραϊκούς πληθυσμούς: K1a1b1a, K1a9, and K2a2a. Έτσι είναι δυνατό να εντοπιστούν τρεις θηλυκές πρόγονοι, πιθανώς από τη γενετική δεξαμενή των Εβραίων-Λεβαντίνων, των οποίων οι απόγονοι έζησαν στην Ευρώπη.


Η μέση Ευρωπαϊκή συχνότητα της απλομάδας Κ είναι 5.6%. Εμφανίζει μέγιστες συχνότητες σε περιοχές της Γαλλίας, στη Νορβηγία και στη Βουλγαρία.


Η απλομάδα K βρέθηκε στα απομεινάρια τριών ατόμων από την προ-κεραμική Νεολιθική θέση Β στο Tell Ramadτης Συρίας, με ηλικία 6,000 π.Χ. Βρέθηκε επίσης σε σκελετούς πρώιμων αγροτών της κεντρικής Ευρώπης από το 5500-5300 π.Χ. Είναι γνωστό ότι οι αγροτικές τεχνικές, μαζί με την εκτροφή φυτών και ζώων, εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη από την Εγγύς Ανατολή. Τα στοιχεία από το αρχαίο DNA υποδεικνύουν ότι αυτή η νεολιθική κουλτούρα εξαπλώθηκε μέσω μετανάστευσης.


Η ανάλυση του mtDNA του λεγόμενου Ötzi (ο «Άνθρωπος των Πάγων»), που βρέθηκε στα σύνορα μεταξύ Αυστρίας και Ιταλίας, και χρονολογήθηκε στο 3,000 π.Χ., έδειξε ότι ο Ötzi ανήκε στον K1 υποκλάδο, ο οποίος ειδικά ονομάστηκε Κ1ö προς τιμή του Ötzi, καθώς φαίνεται ότι αποτελεί έναν νέο Ευρωπαϊκό κλάδο με πολύ μικρή κατανομή στη σύγχρονη εποχή.


Απλομάδα U9

Η απλομάδα U9 είναι σπάνια και εμφανίστηκε πρόσφατα σε μερικούς πληθυσμούς από το Πακιστάν.  Η παρουσία της στην Αιθιοπία και στην Υεμένη, μαζί με κάποιες Ινδικές Μ σειρές στους κατοίκους της Υεμένης, υποδεικνύει γονιδιακή ροή κατά μήκος των ακτών της Αραβικής Θάλασσας. Οι απλομάδες U9 και U4 μοιράζονται δύο κοινές μεταλλάξεις στη ρίζα της φυλογονίας τους. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στο Πακιστάν η U9 εμφανίζεται συχνά μόνο μεταξύ του λεγόμενου «νεγροειδούς Makrani» πληθυσμού. Σε αυτόν το συγκεκριμένο πληθυσμό, σειρές που αναφέρονται σε Υπο-Σαχάριους Αφρικανούς συμβαίνουν με συχνότητα έως και 39%, πράγμα που υποδηλώνει ότι οι γενεαλογικές σειρές της απλομάδας U9 στο Πακιστάν μπορεί να έχουν Αφρικανική προέλευση.  Ανεξάρτητα από το ποια ακτή της Αραβικής Θάλασσας μπορεί να αποτέλεσε την καταγωγή της U9, η κατανομή της κατά μήκος της διαδρομής Αιθιοπία-Νότιας Αραβία-κοιλάδα του Ινδού ποταμού υπαινίσσεται ότι η διαφοροποίηση από την απλομάδα U4 μπορεί να συνέβη σε περιοχές μακριά από τις τωρινές περιοχές μέγιστης πολυμορφίας και συχνότητας της απλομάδας U4- Ανατολική Ευρώπη και Δυτική Σιβηρία.


Απλομάδα Ο

Η απλομάδα Ο προέρχεται από την απλομάδα Ν και βρίσκεται στην Αυστραλία και στην Ωκεανία.


==========================
Όλα τα στοιχεία συλλέχθηκαν από τις αντίστοιχες ιστοσελίδες της Wikipedia και τις Eupedia


Απλομάδες του ανθρώπινου Y-DNA

$
0
0

Στην ανθρώπινη γενετική, μία απλομάδα του Υ-χρωμοσωματικού DNA ορίζεται από τις διαφορές που υπάρχουν (μονο-νουκλεοτιδικοί πολυμορφισμοί, SNPs) μεταξύ των μη ανασυνδυαζόμενων τμημάτων του Y-χρωμοσώματος στο DNA (Υ-DNA). Οι απλομάδες του Υ-DNA αντιπροσωπεύουν μείζονες κλάδους του φυλογενετικού μας δέντρου. Ο λεγόμενος Υ-χρωμοσωματικός Αδάμ είναι το όνομα που δόθηκε από τους ερευνητές στον πατρογονικό πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο των ανθρώπων, ο οποίος βρίσκεται στη ρίζα αυτού του δέντρου. Οι εκτιμήσεις σχετικά με το πότε έζησε ο «Αδάμ» ποικίλουν στις διάφορες μελέτες.

Η μελέτη του Y-DNA θεωρείται ότι είναι κατά πολύ πιο ενδιαφέρουσα από την αντίστοιχη μελέτη του μιτοχονδριακού DNA (mtDNA), το οποίο κληρονομείται αντίθετα κατευθείαν από τη μητέρα, για δύο λόγους.

Πρώτον, το Υ χρωμόσωμα είναι μια ακολουθία από 60 εκατομμύρια «χαρακτήρες-» νουκλεοβάσεις (nucleobases), έναντι μόνο 16.569 για το mtDNA. Το Y χρωμόσωμα, ως εκ τούτου, προσφέρει μια πολύ μεγαλύτερη ανάλυση, καθώς οι μεταλλάξεις είναι πιο κοινές, και πράγματι συμβαίνουν σχεδόν σε κάθε γενιά. Σε αντίθεση, οι μεταλλάξεις του mtDNA συμβαίνουν πολύ πιο σπάνια. Εφόσον ο χρόνος της λεγόμενης μιτοχονδριακής Εύας τοποθετείται πριν από περίπου 200.000 χρόνια, οι σύγχρονοι άνθρωποι θα έχουν αποκτήσει κατά μέσο όρο 20 mtDNA μεταλλάξεις σε κάθε γενεαλογική σειρά- περίπου μία κάθε 10.000 χρόνια. Μολονότι ο αριθμός των μεταλλάξεων έχει επιταχυνθεί με την ραγδαία αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού στα τελευταία 10.000 χρόνια, η χρονολόγηση των γενεαλογικών σειρών που βασίζεται στο mtDNA παραμένει προσεγγιστική και πρακτικά άχρηστη για τους ιστορικούς χρόνους.

Βρίσκοντας την πλήρη αλληλουχία του Υ-χρωμοσώματος, θεωρητικά είναι δυνατό να χαρτογραφήσουμε ολόκληρη την πατρογονική γενεαλογία της ανθρωπότητας (ή οποιουδήποτε άλλου είδους), ακόμα και για χρονικά διαστήματα λίγων γενιών ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέσα στα πλαίσια της ίδιας γενιάς. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο έργο και προς το παρόν πολυδάπανο, καθώς η πλήρης Υ-χρωμοσωματική αλληλουχία (η ανάγνωση δηλαδή κάθε νουκλεοτιδικής βάσης) παραμένει πολύ πιο δύσκολη σε σχέση με την SNP γονοτυπική ανάλυση (τον έλεγχο δηλαδή μόνο για κοινές μεταλλάξεις).

Ως δεύτερο πλεονέκτημα του Y-DNA θεωρείται το γεγονός ότι οι άνδρες έχουν παραδοσιακά λιγότερη κινητικότητα από ό,τι οι γυναίκες. Σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες, οι άνδρες είναι αυτοί που κληρονομούν τη γη των γονιών τους, κατά συνέπεια παραμένουν στην ίδια τοποθεσία από γενιά σε γενιά. Οι γυναίκες, από την άλλη πλευρά, συχνά στέλνονταν μακριά για να παντρευτούν σε κάποιο άλλο χωριό ή πόλη, έτσι ώστε οι γενεαλογίες mtDNA κατανεμήθηκαν πιο ομοιόμορφα με την πάροδο του χρόνου.

Απλομάδα A 

(140.000 YBP)

Η απλομάδα A(xBT) βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη σε μέρη της Αφρικής, παρότι μερικές εξαιρέσεις έχουν εντοπιστεί στην Ευρώπη και στη Δυτική Ασία. Η συγκεκριμένη απλομάδα επιτυγχάνει τις υψηλότερες σύγχρονες συχνότητες στους Βουσμάνους της Νότιας Αφρικής, ακολουθώντας πολλές Νιλοτικές ομάδες της Ανατολικής Αφρικής. Ωστόσο, οι παλιότεροι υποκλάδοι της απλομάδας βρίσκονται αποκλειστικά στην Κεντρική-Βορειοδυτική Αφρική, όπου, συνεπώς, ο Υ-χρωμοσωματικός Αδάμ θα έζησε, ίσως 140.000 χρόνια πριν. Η απλομάδα έχει επίσης παρατηρηθεί σε αξιοσημείωτες συχνότητες σε ορισμένους πληθυσμούς της Αιθιοπίας, καθώς και σε ορισμένες ομάδες Πυγμαίων της Κεντρικής Αφρικής.

Απλομάδα B-M60 

(60.000-65.000 YBP) 

Αυτή η απλομάδα είναι κοινή σε πατρογονικές γενεαλογικές σειρές στην Υπο-Σαχάρια Αφρική και στην Ευρασία. Βρίσκεται επίσης στα τροπικά δάση της Δυτικής- Κεντρικής Αφρικής. Πρόκειται για τη δεύτερη αρχαιότερη απλομάδα, μετά την απλομάδα Α. Πρόκειται για την κύρια πατρογονική απλομάδα όχι μόνο των σύγχρονων Πυγμαίων, όπως οι Baka και Mbuti, αλλά επίσης των Hadzabe της Τανζανίας, οι οποίοι συχνά έχουν θεωρηθεί, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας κάποιων τυπολογικών χαρακτηριστικών της γλώσσας τους, ότι αποτελούν κατάλοιπο των Khoisan της Ανατολικής Αφρικής.

Ομάδες με τη μετάλλαξη M168 (CT) 

(68.500 YBP)

Ο πιο πρόσφατος κοινός αρσενικός πρόγονος (MRCA) όλων των CT ανδρών σήμερα ίσως να προηγήθηκε της «έξω από την Αφρική» μετανάστευσης των ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων, στην οποία μετανάστευση κάποιοι από τους απογόνους του συμμετείχαν. Θεωρείται με αυτήν την έννοια ότι έζησε στην Αφρική πριν από τη θεωρούμενη μετανάστευση.

Στα πλαίσια του λεγόμενου Y- χρωμοσωματικού Αδάμ (MRCA), η απλομάδα CT-M168 έχει χαρακτηριστεί ως η γενεαλογία του «Ευρασιατικού Αδάμ» (ο αρσενικός MRCA όλων των μη-Αφρικανών).

Επειδή κανένα αρσενικό άτομο δεν έχει βρεθεί να ανήκει στην παραφυλετική ομάδα CT*, όλοι οι απόγονοι της απλομάδας CT θεωρείται ότι θα βρίσκονται σε κάποιον από τους κύριους επιμέρους κλάδους. Όλοι οι γνωστοί επιζώντες απόγονοι της CT ανήκουν σ’ έναν από τους δύο υποκλάδους CF και DE. Και οι δύο αυτοί υποκλάδοι φαίνεται να προέκυψαν λίγες χιλιάδες χρόνια μετά τον αρχικό κοινό πρόγονο της CT. Με τη σειρά τους, η DE χωρίζεται σε μια Ασιατική απλομάδα D και σε μια κυρίως Αφρικανική απλομάδα E, ενώ η CF χωρίζεται σε μια απλομάδα C, που επεκτείνεται στην Ανατολική Ασία, στην Ωκεανία, και στην Αμερική, και στην απλομάδα F, η οποία επικρατεί στους περισσότερους μη Αφρικανικούς πληθυσμούς.

Απλομάδα E -M96 

(50.000 - 55.000 YBP)


Τα περισσότερα μέλη της απλομάδας E-M96 ανήκουν σε έναν από τους υποκλάδους της, καθώς η E-M96 καθαυτή είναι σπάνια. Η απλομάδες E1a και E-M75 βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά στην Αφρική. Εξετάζοντας τις συχνότητες των κύριων υποκλάδων, πέντε ευρύτερες περιοχές της Αφρικής μπορούν να προσδιοριστούν: Η Ανατολική, η Κεντρική, η Βόρεια, η Νότια και η Δυτική. Η διαίρεση αυτή μπορεί να διακριθεί από την επικράτηση της απλομάδας E-V38 στην Ανατολική, Κεντρική, Νότια και Δυτική Αφρική, της E-M78 στην Ανατολική Αφρική και της E-M81 στη Βόρεια Αφρική. Η E-V38 είναι ο πιο διαδεδομένος κλάδος στην Αφρική. Έχει παρατηρηθεί με μεγάλες συχνότητες σε όλες τις περιοχές της Αφρικής εκτός από τις Βορειότερες και Ανατολικότερες περιοχές της ηπείρου. 

Ο κλάδος E-M243 (ιδιαίτερα οι υποκλάδοι M78 και M81) βρίσκεται σε υψηλές συχνότητες στη Βόρεια και Βορειοανατολική Αφρική και είναι ο μόνος κλάδος που βρίσκεται επίσης στην Ευρώπη και στην Ασία με σημαντική συχνότητα. Αυτός ο κλάδος είναι κοινός στους Αφροασιατικούς πληθυσμούς στην Εγγύς Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, καθώς και σε μερικούς πληθυσμούς της Νειλο-Σαχάριας ομάδας στη Βορειοανατολική Αφρική και της ομάδας του Νίγηρα-Κονγκό στο Σουδάν. Είναι πολύ λιγότερο κοινός στη Δυτική, Κεντρική και Νότιο Αφρική, αν και έχει παρατηρηθεί μεταξύ κάποιων Khoisan, και πληθυσμών της ομάδας του Νίγηρα-Κονγκό σε διάφορες περιοχές (Senegambia, Guinea-Bissau, Burkina Faso, Ghana, Gabon, Congo, Rwanda, Namibia, και Νότια Αφρική).

Απλομάδα E1b1b 



Η απλομάδα E1b1b (πρώην Ε3β) αντιπροσωπεύει την τελευταία σημαντική μετανάστευση ανθρώπων από την Αφρική στην Ευρώπη. Πιστεύεται ότι προέρχεται από το Κέρας της Αφρικής (κάποιοι υποθέτουν επίσης τη Νότια Αφρική), περίπου 26.000 χρόνια πριν, και εξαπλώθηκε στη Μέση Ανατολή κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική περίοδο.

Στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, έχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στη Βορειοδυτική Ελλάδα, στην Αλβανία και στο Κόσσοβο, εξασθενώντας σταδιακά στην υπόλοιπη Ελλάδα, στα Βαλκάνια και στη Δυτική Τουρκία. Εκτός Ευρώπης βρίσκεται επίσης διασκορπισμένη στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια και Ανατολική Αφρική.

Δεν είναι ακόμα σαφές πότε η απλομάδα E εισήλθε στην Ευρώπη. Το παλαιότερο γνωστό προϊστορικό δείγμα αυτήν τη στιγμή ανήκει στον κλάδο E-V13 και χρονολογείται πριν από 7.000 χρόνια, στη Νεολιθική Ισπανία. Έτσι γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι η E1b1b ήταν παρούσα στη Νότια Ευρώπη, τουλάχιστον από την Πρώιμη Νεολιθική. Ωστόσο, θα μπορούσε η E1b1b να έχει φτάσει στη Νότια Ευρώπη κατά την Μεσολιθική ή ακόμη και κατά την Ύστερη Παλαιολιθική περίοδο. Βορειοαφρικανοί φορείς της απλομάδας θα μπορούσαν να διασχίσουν τη Μεσόγειο (πιθανώς σε περισσότερα του ενός ανεξάρτητα κύματα) οποιαδήποτε στιγμή ανάμεσα στο τελευταίο Παγετώδες Μέγιστο (περίπου 20.000 χρόνια πριν) και στην τελευταία ερήμωση της Σαχάρας, που ξεκίνησε όταν ο μουσώνας υποχώρησε νοτιότερα, πριν από 6.200 χρόνια.

Στο τελευταίο Παγετώδες Μέγιστο, το επίπεδο της θάλασσας ήταν 120 μέτρα χαμηλότερα από ό,τι σήμερα, και τα Στενά του Γιβραλτάρ θα είχαν μόλις λίγα χιλιόμετρα πλάτος, επιτρέποντας ακόμα και στην πιο πρωτόγονη σχεδία να τα διασχίσει. Είναι άραγε απλή σύμπτωση ότι τα τελευταία βέβαια ίχνη των Νεάντερταλς στην Ιβηρική χερσόνησο (και δη στο Γιβραλτάρ) χρονολογούνται πριν από 24.000 χρόνια, λίγο πριν το τελευταίο Παγετώδες Μέγιστο; Θα μπορούσε μήπως η εξαφάνισή τους να ήταν το αποτέλεσμα απορρόφησης από τον Homo Sapiens της Βόρειας Αφρικής; Οι τελευταίοι Νεάντερταλς της Ιβηρικής χερσονήσου πράγματι εμφανίζουν κάποια σημάδια υβριδισμού με τον Homo Sapiens. Ενώ ο Homo Sapiens αδιαμφισβήτητα εποίκισε την Ευρώπη από τη Μέση Ανατολή, ένας αντιδιαμετρικός εποικισμός από τη Βορειοδυτική Αφρική είναι επίσης πιθανός. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την υψηλή συχνότητα του Βορειοδυτικού Αφρικανικού κλάδου E-M81 στην Πορτογαλία και στη Βορειοδυτική Ισπανία, γεγονός το οποίο δεν φαίνεται από τη Νεολιθική αρχαιολογία ή την πιο πρόσφατη ιστορία.

Η Σαχάρα άλλαξε πολλές φορές ανάμεσα σε ένα πλούσιο πράσινο περιβάλλον και σε μια καυτή και άνυδρη έρημο, τα τελευταία 20.000 χρόνια. Ήταν άνυδρη όπως σήμερα στο τέλος της τελευταίας Παγετώδους Περιόδου, 13.000 χρόνια πριν, και στη συνέχεια η αναθέρμανση του κλίματος μετέφερε τους τροπικούς μουσώνες στη Σαχάρα για ένα χρονικό διάστημα 10.000 με 7.000 περίπου χρόνια πριν από σήμερα. Η σύγχρονη ερημοποίηση ξεκίνησε γύρω στo 4.200 π.Χ. Αυτή η σοβαρή μεταμόρφωση του περιβάλλοντός τους θα είχε προφανώς ιδιαίτερες επιπτώσεις για τους αυτόχθονες E1b1b ανθρώπους, προκαλώντας αρχικά πληθυσμιακή έκρηξη κατά τις πράσινες χιλιετίες της Νεολιθικής, και οδηγώντας έπειτα στις μεταναστεύσεις προς ηπιότερα κλίματα όταν οι βροχές εξαφανίστηκαν. Δεν θα ήταν και τόσο περίεργο αν Βορειοαφρικανοί διέσχισαν τη Μεσόγειο (ξανά;) κατά την Ύστερη Νεολιθική.

Η περιοχή που θα είχε πληγεί περισσότερο από την ερημοποίηση θα ήταν γύρω από τη σημερινή Λιβύη. Το Βόρειο Μαγκρέμπ απολαμβάνει την προστασία του βουνού που θα σταμάτησε την προέλαση της ερήμου. Η Αίγυπτος θα είχε το Νείλο και το Δέλτα του. Μια υπόθεση είναι ότι ο Νεολιθικός πληθυσμός από τη Λιβύη μετεγκαταστάθηκε στις περιοχές της σημερινής Νότιας Ιταλίας, της Ελλάδας, της ΠΓΔΜ και της Αλβανίας, φέρνοντας μαζί του και την απλομάδα E-V13, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σήμερα στη Λιβύη καθώς επίσης και στην Ιβηρία, στην Αίγυπτο και στο Λεβάντε, αλλά είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στην περιοχή της Ελλάδας. Εναλλακτικά, αντί της κατευθείαν διάβασης της Μεσογείου από την Τυνησία προς τη Σικελία, και από εκεί στην Ιταλία και στα Νότια Βαλκάνια, η μετανάστευση θα μπορούσε να λάβει χώρα κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου, περνώντας από την Αίγυπτο, το Λεβάντε και την Ανατολία, μέχρι τελικά την Ελλάδα. Ορισμένοι μετανάστες θα μπορούσαν να έχουν ακολουθήσει μια πορεία δυτικά προς την Ιβηρία, εξηγώντας γιατί η E-V13 βρίσκεται και στη Δυτική Ιβηρία, παράλληλα με την Ε-M81, στο Μαγκρέμπ, καθώς οι Έλληνες θεωρείται ότι ουδέποτε αποίκησαν αυτήν την περιοχή.

Απλομάδα F (G, H & IJK) 

(48.000 YBP)



Οι ομάδες που κατάγονται από την απλομάδα F ανήκουν περίπου στο 90% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά σχεδόν αποκλειστικά εκτός της Υπο-Σαχάριας Αφρικής. Η μετάλλαξη που ορίζει την απλομάδα IJ αντιστοιχεί σε ένα κύμα μετανάστευσης από τη Μέση Ανατολή ή τη Νότια Ασία περίπου 45.000 χρόνια πριν, που εξαπλώθηκε και στην Ευρώπη (ο άνθρωπος Cro-Magnon). Η απλομάδα G κατάγεται από τη Μέση Ανατολή ή ίσως ακόμα πιο ανατολικά μέχρι το Πακιστάν περίπου 30.000 χρόνια πριν, και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη με τη Νεολιθική Επανάσταση. Η απλομάδα H μάλλον εμφανίστηκε στην Ινδία περίπου 30.000-40.000 χρόνια πριν, και παραμένει διαδεδομένη εκεί, ενώ εξαπλώθηκε δυτικότερα στους ιστορικούς χρόνους με τις μεταναστεύσεις των πληθυσμών Romani. Η απλομάδα Κ εξαπλώθηκε ευρέως στην Ευρασία, στην Αυστραλία και στο Νότιο Ειρηνικό.

Απλομάδα G-M201 

(30.000-14.000 YBP)


Η απλομάδα G πιστεύεται ότι εμφανίστηκε στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά την Ύστερη Παλαιολιθική, πιθανώς έως και 30.000 χρόνια πριν. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι θα ήταν κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, και στις περισσότερες περιπτώσεις θα ζούσαν σε μικρές νομαδικές ή ημι-νομαδικές φυλές. Τα μέλη αυτής της απλομάδας φαίνεται ότι συνδέονται στενά με την ανάπτυξη της πρώιμης γεωργίας στην περιοχή του Λεβάντε της Γόνιμης Ημισέλινου πριν από 11.500 χρόνια.

Μέχρι στιγμής υπάρχει διαθέσιμο αρχαϊκό Y-DNA από τέσσερις μόνο Νεολιθικές θέσεις- από τον πολιτισμό της Γραμμικής Κεραμικής (LBK) στη Γερμανία, και από τον πολιτισμό της Cardium Κεραμικής (Cardium Pottery) στην Ιταλία, στη Νοτιοδυτική Γαλλία και στην Νοτιοανατολική Ισπανία- και όλες αυτές οι τοποθεσίες απέφεραν G2a άτομα, γεγονός που αποτελεί προς το παρόν ένα ισχυρό στοιχείο ότι η γεωργία προέκυψε και εξαπλώθηκε από άτομα αυτής της απλομάδας. Μέχρι στιγμής, οι μόνοι G2a πληθυσμοί αρνητικοί στους υποκλάδους P15 και L149.1 προέρχονται από την περιοχή του Νοτίου Καυκάσου. Η μεγαλύτερη γενετική ποικιλομορφία της απλομάδας G βρίσκεται μεταξύ του Λεβάντε και του Καυκάσου, ένας ακόμα καλός δείκτης για την περιοχή καταγωγής της απλομάδας. Πιστεύεται ότι πρώιμοι Νεολιθικοί αγρότες εξαπλώθηκαν από το Λεβάντε δυτικά προς την Ανατολία και την Ευρώπη, ανατολικά προς τη Μεσοποταμία και τη Νότια Ασία, και νότια προς την Αραβική χερσόνησο και τη Βόρεια-Βορειοανατολική Αφρική. Η εξημέρωση των αιγοπροβάτων και των αγελάδων θεωρείται ότι έλαβε χώρα στην ορεινή περιοχή της ανατολικής Ανατολίας, συμπεριλαμβάνοντας τον Καύκασο και τα όρη Ζάγκρος στο Βόρειο Ιράν. Κάπου σε αυτήν την ευρύτερη περιοχή θα βρίσκονται προφανώς οι ρίζες της απλομάδας G.

Σήμερα η απλομάδα G βρίσκεται από τη Δυτική Ευρώπη και τη Βορειοδυτική Αφρική έως την Κεντρική Ασία, την Ινδία και την Ανατολική Αφρική, αν και παντού με χαμηλές συχνότητες (συνήθως 1%- 10%). Οι μόνες εξαιρέσεις είναι στην περιοχή του Καυκάσου και της Σαρδηνίας, όπου οι συχνότητες συνήθως κυμαίνονται από 15% έως 30 %.


Χρονολογικά, η αρχική υπόθεση είναι η προώθηση Νεολιθικών αγροτών και βοσκών από την Ανατολία στην Ευρώπη πριν από περίπου 9.000- 6.000 χρόνια. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, οι Καυκάσιοι μετανάστες θα πήραν μαζί τους αιγοπρόβατα, τα οποία θα είχαν εξημερωθεί 12.000 χρόνια πριν. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί η απλομάδα G είναι πιο κοινή σε ορεινές περιοχές της Ευρώπης ή της Ασίας.

Η γεωγραφική συνέχεια της G2a στο τόξο από την Ανατολία στην Θεσσαλία, στην Ιταλική χερσόνησο, στη Σαρδηνία, στη Νότια-Κεντρική Γαλλία και στην Ιβηρία υποδεικνύει ότι η G2a μπορεί να συνδεθεί με τον πολιτισμό της Εγχάρακτης Cardium Κεραμικής (Printed-Cardium Pottery), 5000-1500 π.Χ.

Σήμερα η G2a βρίσκεται κυρίως στις ορεινές περιοχές της Ευρώπης, για παράδειγμα, στην Κανταβρία (πάνω από 10%), στη Βόρεια Ισπανία, στην Ελβετία (10%), στην Αυστρία (8%), στην Οβέρνη (Auvergne) της Κεντρικής Γαλλίας (8%), στις ορεινές περιοχές της Βοημίας (5-10%), και στην Ουαλία (4%). Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή οι Καυκάσιοι αγρότες αναζήτησαν επικλινές έδαφος παρόμοιο με εκείνο της αρχικής τους πατρίδας, κατάλληλο για την εκτροφή αιγών. Αλλά είναι πολύ πιο πιθανό ότι οι G2a αγρότες κατέφυγαν στα βουνά για να αποφύγουν εισβολείς της Εποχής του Χαλκού, όπως ήταν οι Ινδο-Ευρωπαίοι.

Απλομάδα H-M69 

(45.000-25.000 YBP)


Αυτή η απλομάδα βρίσκεται σε μεγάλη συχνότητα στη Νότια Ασία, ιδιαίτερα οι κλάδοι H-M69 και H-M52. Έξω από τη Νότια Ασία ο υποκλάδος H-M82 αποτελεί μια θεμελιώδη ιδρυτική γενεαλογική σειρά των πληθυσμών Romani.

Απλομάδα F-L15 (IJK) 

(45.000-40.000 YBP) 

Απλομάδα IJ 

(40.000-35.000 ΥBP)

Οι πληθυσμοί της απλομάδας IJ αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των σημερινών πληθυσμών της Ευρώπης, της Δυτικής Ευρασίας, της Βόρειας Αφρικής, της Αμερικής και της Αυστραλίας. 

Απλομάδα I-M170 

(30.000-25.000 ΥBP)


Η απλομάδα I είναι κατά κύριο λόγο μια Ευρωπαϊκή απλομάδα και θεωρείται ως η μοναδική ιθαγενής Ευρωπαϊκή απλομάδα. Σήμερα αντιπροσωπεύει περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού της Ευρώπης. Μπορεί να βρεθεί στην πλειοψηφία των σημερινών Ευρωπαϊκών πληθυσμών με μέγιστα στη Βόρεια και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Ευρωπαϊκά καταφύγια κατά το τελευταίο Παγετώδες Μέγιστο (LGM), πριν περίπου 20.000 χρόνια. (Καφέ) Σολούτριος (Solutrean) και Πρωτο- Σολούτριος Πολιτισμός. (Μωβ) Επιγκραβεττιανός (Epigravettian) Πολιτισμός.

Η απλομάδα I είναι η παλαιότερη στην Ευρώπη, και κατά πάσα πιθανότητα η μόνη που δημιουργήθηκε εκεί (εκτός από κάποιους άλλους βαθιούς υποκλάδους άλλων απλομάδων). Πιστεύεται ότι έφθασε από τη Μέση Ανατολή ως απλομάδα IJ κάποια στιγμή πριν 45.000-30.000 χρόνια, και εξελίχθηκε στην απλομάδα Ι περίπου 25.000 χρόνια πριν. Με άλλα λόγια, οι Cro-Magnons πιθανόν να ανήκαν στην IJ και στην Ι (μαζί με αρχαιότερες απλομάδες, όπως η F και ενδεχομένως ακόμη και η C).

Ο χρόνος του πιο πρόσφατου κοινού προγόνου (TMRCA) για την απλομάδα I εκτιμήθηκε από τον Karafet κ.ά (2008) στα 22.200 χρόνια πριν, με μια απόκλιση 15.300-30.000 χρόνια πριν, τοποθετώντας έτσι την ίδρυση της απλομάδας I-M170 περίπου ταυτόχρονα με το τελευταίο Παγετώδες Μέγιστο, το οποίο διήρκεσε από 26.500 μέχρι 19.000 ή 20.000 χρόνια πριν.

Μερικοί εικάζουν ότι η αρχική διασπορά αυτού του πληθυσμού αντιστοιχεί στην διάχυση του Γκραβεττιανού πολιτισμού. Ο Rootsi κ.ά (2004) πρότεινε ότι καθένας από τους αρχέγονους πληθυσμούς που θα έφερε κάποιον υποκλάδο της απλομάδας Ι γνώρισε μια ανεξάρτητη πληθυσμιακή εξάπλωση αμέσως μετά το τελευταίο Παγετώδες Μέγιστο.

Απλομάδα I-M253 (I1) 

(15,000 π.Χ.)


Η απλομάδα Ι1 αποτελεί την αρχική πατρογονική γενεαλογία της Σκανδιναβικής Ευρώπης. Η απλομάδα δείχνει μια σαφή κατανομή, με μέγιστα γύρω στο 40% μεταξύ των πληθυσμών της Δυτικής Φινλανδίας, με περισσότερο από 50% στην επαρχία Satakunta, και περίπου 38% στη Σουηδία στο σύνολό της, με 52% στην επαρχία Västra Götaland της Κεντρικής Σουηδίας.

Ο κλάδος I1 εκτιμάται ότι χωρίστηκε περίπου 20.000 χρόνια πριν, και εξελίχθηκε σε απομόνωση στη Σκανδιναβία κατά την Ύστερη Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική περίοδο. Η Ι1 χαρακτηρίζεται από τουλάχιστον 15 μοναδικές μεταλλάξεις, που δείχνει ότι αυτή η γενεαλογία υπέστη μια σημαντική πληθυσμιακή στενωπό. Όλοι οι άνδρες που ανήκουν σε αυτήν την απλομάδα προέρχονται από έναν πρόγονο ο οποίος έζησε πριν από 10.000- 7.000 χρόνια.

Κατά τη διάρκεια της Μεσολιθικής περιόδου, οι προ-Ι1 και Ι1 άνθρωποι αποτέλεσαν μέρος των διαδοχικών πολιτισμών Ertebølle (5.300-3.950 π.Χ.), Funnelbeaker (4.000-2.700 π.Χ.  και του πολιτισμού της Τρυπητής Κεραμικής (Pitted Ware Culture) (3.200-2.300 π.Χ. . Οι δύο τελευταίοι πολιτισμοί μερικές φορές θεωρούνται ως Νεολιθικοί πολιτισμοί λόγω της εισαγωγής της γεωργίας την ίδια περίοδο. Ωστόσο, Νεολιθικοί αγρότες από τη Γερμανία διείσδυσαν στη Σκανδιναβία σχετικά αργά και σε μικρούς αριθμούς, και ο τρόπος ζωής παρέμεινε ουσιαστικά αυτός των κυνηγών- τροφοσυλλεκτών. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο η Σκανδιναβία διατήρησε μία βαθειά Παλαιολιθική καταγωγή.

Η μεγάλη πολιτιστική και γενετική αναταραχή θεωρείται ότι ήλθε με τους Ινδο-Ευρωπαίους από την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι εισήγαγαν τη Σκανδιναβία στην Εποχή του Χαλκού με μια ιδιαίτερα σύντομη Νεολιθική μετάβαση. Οι πρώτοι Ινδο-Ευρωπαίοι που έφτασαν στη Σκανδιναβία ήταν οι άνθρωποι του πολιτισμού της Σχοινωτής Κεραμικής (Corded Ware), (3.200-1.800 π.Χ.  από τις περιοχές της σημερινής Ρωσίας, της Λευκορωσίας και της Πολωνίας, οι οποίοι πιστεύεται ότι ανήκαν κυρίως στην απλομάδα R1a. Αυτοί οι άνθρωποι έφεραν παρόμοιες μητρογονικές γενεαλογικές σειρές με τους Σκανδιναβούς Ι1 κατοίκους- κατά κύριο λόγο τις mtDNA απλομάδες U4 και U.

Η δεύτερη σημαντική μετανάστευση Ινδοευρωπαίων στη Σκανδιναβία ήταν εκείνη της απλομάδας R1b, ο κλάδος ο οποίος πιστεύεται ότι εισήγαγε τις Πρωτο-Γερμανικές γλώσσες, ως ένα παρακλάδι των Πρωτο-Κελτο-Γερμανικών γλωσσών από την Κεντρική Ευρώπη. Η R1b πιθανόν εισήλθε στη Σκανδιναβία από τη Γερμανία ως μια επέκταση προς βορρά κατά την ύστερη περίοδο του πολιτισμού του Unetice (2.300-1.600 π.Χ.). Σύμφωνα με την υπόθεση του Γερμανικού υποστρώματος, η οποία προτάθηκε πρώτα από τον Sigmund Feist το 1932, τα Πρωτο-Γερμανικά ήταν μια υβριδική γλώσσα στην οποία αναμείχθηκαν τα Ινδοευρωπαϊκά (R1b, και σε ένα μικρότερο βαθμό R1a) και τα προ-Ινδοευρωπαϊκά (I1). Αυτός ο υβριδισμός θα έλαβε χώρα κατά την Εποχή του Χαλκού, και θα οδήγησε στη γέννηση του πρώτου πραγματικού Γερμανικού πολιτισμού, τη Νορδική Εποχή του Χαλκού (1.700-500 π.Χ.).

 Απλομάδα I-M438 (I2) 

(>15 kya)


Η απλομάδα θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τους πατρογονικούς απογόνους της Παλαιολιθικής Δυτικής, Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, από τη Βόρεια Ισπανία μέχρι τα Καρπάθια, και από τα Βρετανικά νησιά μέχρι τα Βαλκάνια. Η απλομάδα Ι2 επιβιώνει μαζί με τις απλομάδες Ι1, η οποία καταλαμβάνει τη Βόρεια Ευρώπη (τις Σκανδιναβικές χώρες και τις ακτές της Βαλτικής Θάλασσας), την απλομάδα N1c1, που απλώνεται από την Ανατολική Φινλανδία και τις χώρες της Βαλτικής μέχρι τη Σιβηρία, την R1a που βρίσκεται στο υπόλοιπο της Βορειοανατολικής Ευρώπης, και την E1b1b που πιθανόν αποτελούσε την πλειονότητα του πληθυσμού της Μεσογειακής Ευρώπης. Η απλομάδα I2 πιθανώς προήλθε από την Κεντρική Ευρώπη, τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ή ακόμη και τη Δυτική Ασία πριν από 17.000 χρόνια, και αναπτύχθηκε σε έξι κύριους υποκλάδους.

Τα σύγχρονα εδάφη των κλάδων I2a1a και Ι2a1b (Iλλυρία, Ιταλία, Σαρδηνία και Μεσογειακές ακτές της Γαλλίας και της Ισπανίας) ταυτίζονται με την έκταση του Νεολιθικού πολιτισμού της Κεραμικής Cardium (5.000-1.500 π.Χ.), η οποία πιστεύεται ότι ξεκίνησε με την άφιξη E-V13 και G2a αγροτών και βοσκών από τη Θεσσαλία. Δεν είναι σαφές προς το παρόν αν I2a1 άνθρωποι ζούσαν ήδη σε αυτήν περιοχή από τη Μεσολιθική Εποχή, ή αν μετανάστευσαν μαζί με τις ομάδες G2a, E1b1b, J1 και T. Αν ισχύει το τελευταίο σενάριο, η I2a1 θα μπορούσε να έχει αποκτηθεί στα Νότια Βαλκάνια κατά τη διάρκεια της προς τη δύση μετανάστευσης Νεολιθικών αγροτών στην Ιταλία, στη Γαλλία και στην Ιβηρία. Ο I2a1b υποκλάδος ήταν επίσης εγγενής στα Νότια Βαλκάνια και θεωρείται ότι εξαπλώθηκε διαμέσου των Βαλκανίων και των Καρπαθίων κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου. Οι υποκλάδοι Ι2* και I2a* πιθανότατα καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια της Μεσολιθικής περιόδου, αλλά οι συγκεκριμένοι υποκλάδοι I2a1a και Ι2a1b φαίνεται να εξαπλώθηκαν χάρη στη διάδοση της γεωργίας.

Απλομάδα J-P209 

(31.700 ± 12.800 YBP)


Η απλομάδα J-P209 έχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αραβικής Χερσονήσου. Έξω από αυτήν την περιοχή, η απλομάδα βρίσκεται και στη Βόρεια Αφρική. Έχει επίσης μια μέτρια συχνότητα στη Νότια Ευρώπη (Κεντρική και Νότια Ιταλία, Μάλτα, Ελλάδα και Αλβανία), στην Κεντρική και στη Νότια Ασία, κυρίως με τη μορφή του υποκλάδου J-M172. Βρέθηκε επίσης στη Βορειοανατολική Αφρική, ειδικά με τη μορφή του υποκλάδου J-M267. Ο υποκλάδος J-M410 βρίσκεται κυρίως στην Ελλάδα, στην Ανατολία, και στη Νότια Ιταλία. Στη Βόρεια Ινδία 28,7% των Σιιτών Μουσουλμάνων, μεταξύ των οποίων είναι και οι Sayyid, ανήκουν στην απλομάδα J2. Η ιστορία της απλομάδας από την Εποχή του Σιδήρου και έπειτα συνδέεται με τις μετακινήσεις των Σημιτικών λαών.

Απλομάδα J-M267 (J1) 

(34.000-4.000 ΥBP)


Η απλομάδα αυτή βρίσκεται σήμερα σε σημαντικές συχνότητες στη Μέση Ανατολή, καθώς και σε περιοχές του Καυκάσου, του Σουδάν και του Κέρατος της Αφρικής. Βρίσκεται επίσης σε υψηλές συχνότητες σε τμήματα της Βόρειας Αφρικής και ανάμεσα σε ομάδες Εβραίων. Βρίσκεται επίσης σποραδικά αλλά σε αξιοσημείωτες συγκεντρώσεις σε περιοχές της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας. Η απλομάδα J1 θα πρέπει να συνδέεται με την εξάπλωση της ποιμενικής ζωής στη Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη.

Οι συχνότητες της απλομάδας J1 στην Ευρώπη και στη Δυτική Ασία τείνουν να διαφέρουν σημαντικά από τη μία τοπική κοινότητα στην άλλη. Τα υψηλότερα τοπικά ποσοστά βρίσκονται σε περιοχές της Μεσογειακής Ευρώπης αλλά κατά κανόνα δεν υπερβαίνουν το 5% του πληθυσμού, ενώ σε περιοχές της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας η J1 είναι εντελώς απούσα. Ακόμη και στη Βόρεια Ευρώπη, όπου σε κλίμακα εθνών η συχνότητα είναι κάτω από 0,5%, μεμονωμένοι θύλακες της J1 έχουν παρατηρηθεί στη Σκωτία, στην Αγγλία, στο Βέλγιο, στη Γερμανία και στην Πολωνία. Μεγαλύτερα δείγματα είναι απαραίτητα για να αποκτήσουμε μία σαφέστερη εικόνα της κατανομής της J1 στην Ευρώπη.

Χαρακτηριστικά, ακόμη και στον Καύκασο και στην Ανατολία, την περιοχή όπου η συγκεκριμένη απλομάδα πιστεύεται ότι προήλθε, υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των διάφορων περιοχών. Για παράδειγμα, οι Kubachi και Dargins από το Νταγκεστάν στη Βορειοανατολική περιοχή του Καυκάσου έχουν πάνω από 80% J1 σειρές, ενώ στους Ingush, 200 χιλιόμετρα βορειότερα, η συχνότητα μόλις φθάνει το 3%. Στη Ανατολική Ανατολία γύρω από τη λίμνη Βαν η συχνότητα φθάνει το 30%, ενώ στη Νοτιοδυτική Ανατολία φθάνει μόλις το 2%. Ακόμη και στο Κουρδιστάν οι συχνότητες διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Προφανώς, για αυτό θα ευθύνεται το μικρό μέγεθος του δείγματος από κάθε περιοχή.

Στις Αραβικές χώρες, η J1 κλιμακώνεται ανάμεσα, στους Marsh του Νότιου Ιράκ (81%), στους Σουδανέζους Άραβες (73%), στην Υεμένη (72%), στους Βεδουίνους (63%), στο Κατάρ (58%), στη Σαουδική Αραβία (40%), στο Ομάν (38%) και στους Παλαιστίνιους Άραβες (38%). Υψηλά ποσοστά επίσης υπάρχουν στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (35%), στην παράκτια Αλγερία (35%), στην Ιορδανία (31%), στη (30%), στην Τυνησία (30%), στην Αίγυπτο (21%) και στο Λίβανο (20%). Οι περισσότερες από τις Αραβικές πατρογονικές γενεαλογικές σειρές J1 ανήκουν στον υποκλάδο J1c3. 

Απλομάδα J-M172 (J2) 

(20.000-15.000 ΥBP)


Όπως ο υποκλάδος J1 μπορεί να χαρακτηριστεί ως «Αραβικός,» έτσι και ο υποκλάδος J2 μπορεί να χαρακτηριστεί ως Μεσογειακός-Αιγαίος, ή Έλληνο-Ανατόλιος, έχοντας επίσης δεσμούς με τη Μεσοποταμία και τον Καύκασο, και συνδέεται με τους αυθόχθονες πληθυσμούς της Ανατολίας και του Αιγαίου. Μεταφέρθηκε από μετανάστες της Εποχής του Χαλκού στην Ευρώπη, και ουσιαστικά προέρχεται από τον Cro-Magnon πληθυσμό (IJ-M429) στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ της Ανατολικής Τουρκίας και της Περσίας, πριν από περίπου 35,000 χρόνια.

Η υψηλότερη συχνότητα J2 βρίσκεται μεταξύ των Ingush του Βόρειου Καυκάσου (88%) και των Τσετσένων (56%). Και οι δύο ανήκουν στην εθνοτική ομάδα Nakh, που κατοικούσε στην περιοχή τουλάχιστον πριν από 3.000 χρόνια. Η γλώσσα τους συνδέεται μακρινά με τις Ντατζεστικές (Dagestanian) γλώσσες, αλλά όχι με κάποια άλλη γλωσσική ομάδα. Ωστόσο, οι Ντατζεστάνι (Dargins, Lezgins, Άβαρες) ανήκουν κατά κύριο λόγο στην απλομάδα J1 (84% μεταξύ των Dargins) και σχεδόν έχουν έλλειψη της J2. Άλλες υψηλές συχνότητες της απλομάδας J2 βρίσκονται σε πολλούς άλλους Καυκάσιους πληθυσμούς, συμπεριλαμβανομένων των Αζέριων (30%), των Γεωργιανών (27%), των Kumyks (25%), και των Αρμενίων (22%). Παρ’ όλα αυτά, είναι πολύ απίθανο η απλομάδα J2 να κατάγεται από την περιοχή του Καυκάσου, εξαιτίας της μικρής γενετικής ποικιλότητας στην περιοχή. Οι περισσότεροι Καυκάσιοι ανήκουν στο ίδιο υποκλάδο J2a4b (M67). Οι υψηλές τοπικές συχνότητες που παρατηρούνται θα είναι μάλλον αποτέλεσμα φαινομένων ίδρυσης (founder effect), για παράδειγμα, η επικράτηση γενεαλογικών σειρών μέσω μιας μακράς παράδοσης πολυγαμίας, μια πρακτική που οι Ρώσοι προσπάθησαν να καταστείλουν με την κατάκτηση του Καυκάσου τον 19ο αιώνα.

Έξω από την περιοχή του Καυκάσου, οι υψηλότερες συχνότητες J2 παρατηρούνται στην Κύπρο (37%), στην Κρήτη (34%), στο Βόρειο Ιράκ (28%), στη Σικελία (26,5%), στο Λίβανο (26%), στην Τουρκία (24%, με μέγιστο 30% στην περιοχή του Μαρμαρά και στην Κεντρική Ανατολία), στη Νότια Ιταλία (23,5%), στη Βουλγαρία (20%), στην Αλβανία (19,5%), και στην ηπειρωτική Ελλάδα (19%, εκτός από τη Βόρεια Ελλάδα), καθώς και μεταξύ των Εβραίων (19 έως 25%).

Ένα τέταρτο του Βλάχων (απομονωμένες κοινότητες Romani στα Βαλκάνια), ανήκουν στην J2, γεγονός που υποδεικνύει ότι ίσως να έχουν κατά μεγαλύτερο ποσοστό Ρωμαϊκή (Ιταλική) καταγωγή, από ό,τι άλλες εθνοτικές ομάδες στα Βαλκάνια.

Η ισχυρή παρουσία του υποκλάδου J2a στην Ιταλία οφείλεται στη μετανάστευση Ετρούσκων από την Εγγύς Ανατολή στην Κεντρική και Βόρεια Ιταλία, καθώς και στον Ελληνικό αποικισμό της Κάτω Ιταλίας.

Οι Φοίνικες, οι Εβραίοι, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, όλοι συνέβαλαν στην παρουσία του υποκλάδου J2a στην Ιβηρία. Η ιδιαίτερα υψηλή συχνότητα της J2a και άλλων απλομάδων της Εγγύς Ανατολής (J1, E1b1b, T) στο Νότο της Ιβηρικής χερσονήσου, δείχνει ότι οι Φοίνικες και οι Καρχηδόνιοι διαδραμάτισαν εκεί έναν πιο αποφασιστικό ρόλο απ’ ό,τι άλλοι λαοί. Αυτό έχει νόημα, δεδομένου ότι ήταν οι πρώτοι που έφθασαν στην περιοχή, ίδρυσαν το μεγαλύτερο αριθμό πόλεων (συμπεριλαμβανομένης του Gadir/Cadiz, της παλαιότερης πόλης της Ιβηρίας), και η κατανομή της J2a ταιριάζει καλά με την κατανομή των οικισμών στη Νότιας Ανδαλουσίας.

Οι Ρωμαίοι σίγουρα βοήθησαν στην εξάπλωση της απλομάδας J2, εντός των συνόρων τους, κρίνοντας από την κατανομή της J2 στην Ευρώπη (συχνότητα πάνω από 5% ), η οποία ταιριάζει χαρακτηριστικά με τα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις της J2a βρίσκονται στην Κρήτη (32% του πληθυσμού). Ο υποκλάδος J2a4d (M319) φαίνεται ότι είναι αυτόχθονος στην Κρήτη.

Απλομάδα K (M9) και υποκλάδοι 

(47.000 ΥBP)

Η απλομάδα L βρίσκεται κυρίως στη Νότια Ασία, η M είναι η πλέον διαδεδομένη στη Μελανησία. Η απλομάδα NO εμφανίστηκε πριν από 35.000-40.000 χρόνια στην Ασία. Η Ν πιθανώς προήλθε από τη Νοτιοανατολική Ασία και εξαπλώθηκε βόρεια στη Σιβηρία, και δυτικά στα Ουράλια, όπου είναι η πιο κοινή ομάδα στους πληθυσμούς της περιοχής. Η απλομάδα O έχει τη μεγαλύτερη συχνότητα στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, με χαμηλότερες συχνότητες στο Νότιο Ειρηνικό, στην Κεντρική και Νότια Ασία. Η P παρήγαγε τις ομάδες Q και R, και βρίσκεται σπάνια στο αδιαφοροποίητο στάδιο. Πιθανόν να προήλθε από την Κεντρική Ασία ή την περιοχή Αλτάι. Η Q επίσης προήλθε από την Κεντρική Ασία, μεταναστεύοντας Ανατολικά στη Βόρεια Αμερική.

Απλομάδα R

(34.300-19.900) YBP


Η απλομάδα R ορίζεται από τη μετάλλαξη M207. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της απλομάδας αντιπροσωπεύεται από τους κλάδους R1a και R1b. Η R πιθανώς προέρχεται από την Κεντρική Ασία. Η R1a πιθανώς προέρχεται από τις Ευρασιατικές Στέπες (πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα, τον Καύκασο και την Κασπία), και σχετίζεται με τον πολιτισμό των Σκυθών και την επέκταση των Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαίων. Η R1b προήλθε πιθανότατα από την Κεντρική Ασία (ή εναλλακτικά από την περιοχή του Καυκάσου, χαμηλότερα από την ομάδα R1a) και αποτελεί την κυρίαρχη απλομάδα της Δυτικής Ευρώπης, μέσω του υποκλάδου R1b1a2 (M269).


Απλομάδα R-M420 (R1a) 

 (18.500 ΥBP)


Η R1a πιστεύεται ότι αποτελεί την κυρίαρχη απλομάδα των πληθυσμών που μιλούν τις βόρειες και ανατολικές Ινδο-Ευρωπαϊκές γλώσσες, οι οποίες εξελίχθηκαν στα Ινδο-Ιρανικά, στα Θρακικά, στις γλώσσες της Βαλτικής και στα Σλαβικά. Η Πρωτο-Ινδοευρωπαίοι θεωρείται ότι προέρχονται από τον πολιτισμό Yamna (3.300-2.500 π.Χ). Η επέκτασή τους συνδέεται με την υιοθέτηση χάλκινων όπλων, την εξημέρωση του αλόγου στις Ευρασιατικές στέπες και την εφεύρεση του άρματος. Ο πολιτισμός της Νότιας Στέπας πιστεύεται ότι έφερε κυρίως R1b1b σειρές, ενώ στη Βόρεια Στέπα θα επικρατούσε ο R1a* κλάδος. Η πρώτη επέκταση των ανθρώπων της Στέπας συνδέεται με τον πολιτισμό της Σχοινωτής Κεραμικής (Corded Ware) (3.200-1.800 π.Χ). Η μετανάστευση R1b ανθρώπων στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη άφησε ένα κενό για τους R1a λαούς, οι οποίοι θα προχώρησαν στο νότιο τμήμα της στέπας κατά την περίοδο του Πολιτισμού της Κατακόμβης (Catacomb Culture) (2.800-2.200 π.Χ). Η προέλευση αυτού του πολιτισμού από τις στέπες είναι προφανής λόγω της εισαγωγής σχοινωτής κεραμικής και στιλβωμένων πολεμικών πελέκων, τα δύο πιο κοινά χαρακτηριστικά του πολιτισμού της Σχοινωτής Κεραμικής. Εδώ βρίσκεται επίσης κατά πάσα πιθανότητα ο τόπος εμφάνισης των λεγόμενων satem γλωσσών (σε αντιδιαστολή με τις centum γλώσσες) της ΙΕ οικογένειας, καθώς ο Βαλτο-Σλαβικός και ο Ινδο-Ιρανικός κλάδος ανήκουν στο ίδιο satem ισόγλωσσο, και φαίνονται να έχουν από κοινού προέλθει από τον Πολιτισμό της Κατακόμβης.

Η πρώτη επέκταση της R1a πραγματοποιήθηκε με την προς δυσμάς προώθηση του Πολιτισμού της Σχοινωτής Κεραμικής (ή, όπως αλλιώς λέγεται, του Πολεμικού Πέλεκυ) (3.200-1.800 π.Χ) από την Yamna πατρίδα. Αυτό ήταν το πρώτο κύμα των R1a ανθρώπων στην Ευρώπη, το οποίο είναι υπεύθυνο για την παρουσία αυτής της απλομάδας στη Σκανδιναβία, στη Γερμανία, και για ένα ποσοστό της στην Τσεχία, στη Σλοβακία, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Η υψηλή συχνότητα της R1a στις Βαλτο-Σλαβικές χώρες σήμερα δεν οφείλεται μόνο στον Πολιτισμό της Σχοινωτής Κεραμικής, αλλά και σε μια σειρά μετέπειτα μεταναστεύσεων από τη Ρωσία, η τελευταία από τις οποίες έλαβε χώρα από τον 5ο π.Χ. ως τον 1ο αι. μ.Χ.

Λίγα πράγματα είναι γνωστά σχετικά με τη θεωρούμενη άφιξη των Πρωτο-Ελλήνων από τις στέπες. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ξεκίνησε περίπου το 1650 π.Χ. και πιστεύεται ότι είναι ένας σαφώς εισηγμένος πολιτισμός στέπας (τουλάχιστον σύμφωνα με την ισχύουσα άποψη). Η στενή σχέση μεταξύ της Μυκηναϊκής και των Πρωτο-Ινδο-Ιρανικών γλωσσών υποδηλώνει ότι διαχωρίστηκαν σχετικά αργά, κάποια στιγμή μεταξύ 2.500 και 2.000 χρόνια πριν. Από τη σκοπιά της αρχαιολογίας, τα Μυκηναϊκά άρματα, οι αιχμές των δοράτων, τα σπαθιά, και άλλα χάλκινα αντικείμενα παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες με τον Πολιτισμό Seima-Turbino (1.900-1.600 π.Χ.)  των βορείων Ρωσικών δασωδών στεπών, γνωστός για τη μεγάλη κινητικότητα των νομαδικών πολεμιστών του (τοποθεσίες αυτού του πολιτισμού βρέθηκαν μέχρι και τη Μογγολία). Επομένως, είναι πιθανό ότι οι Μυκηναίοι κατέβηκαν από τις Ρωσσικές στέπες στην Ελλάδα ανάμεσα στο 1900 και στο 1650 π.Χ.  όπου και αναμείχθηκαν με τους ντόπιους για να δημιουργήσουν έναν νέο, μοναδικό Ελληνικό πολιτισμό.

Ανάλυση αρχαίου DNA επιβεβαίωσε την παρουσία της απλομάδας R1a1a σε δείγματα από τη Σχοινωτή Κεραμική στη Γερμανία (2600 π.Χ.), από Τοχαρικές μούμιες (2000 π.Χ.) στη Νοτιοδυτική Κίνα, από ταφές Kurgan (c. 1600 π.Χ.) του πολιτισμού του Andronovo στη Νότια Ρωσία και στη Σιβηρία, καθώς επίσης και από πολλές τοποθεσίες της Εποχής του Χαλκού από τη Ρωσία, τη Σιβηρία, τη Μογγολία και την Κεντρική Ασία.

Σήμερα, υψηλές συχνότητες της R1a βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ρωσία (45 έως 65%), στην Πολωνία (55%), στη Λευκορωσία (49%), στην Ουκρανία (43%), στη Σλοβακία (42%), στη Λετονία (40%), στη Λιθουανία (38%), στην Τσεχία (34%), στην Ουγγαρία (32%), στην Κροατία (29%), στη Νορβηγία (27%), στην Αυστρία (26%), στη Βορειοανατολική Γερμανία (23%), και στη Σουηδία (19%).

Απλομάδα R1b 

(18.500 ΥBP)

Η απλομάδα R1b είναι η κυρίαρχη πατρική γενεαλογία της Δυτικής Ευρώπης. Βρίσκεται επίσης με χαμηλότερες συχνότητες στην Ανατολική Ευρώπη, στη Δυτική, Κεντρική και Νότια Ασία, στη Σιβηρία και σε μέρη της Βόρειας Αφρικής, αλλά και της Υπο-Σαχάριας Αφρικής (για παράδειγμα στο Τσάντ και στο Καμερούν). Λόγω των Ευρωπαϊκών μετακινήσεων βρίσκεται επίσης με υψηλές συχνότητες στην Αμερική και στην Αυστραλία. Ενώ η Δυτική Ευρώπη κυριαρχείται από τον R1b1a2 (R-M269) υποκλάδο, στο Chad της Αφρικής κυριαρχεί ο υποκλάδος R1b1c (R-V88). Πρόκειται για δυο επιτυχημένες διακλαδώσεις ενός μεγαλύτερου οικογενειακού δέντρου.

Ανατόλια ή Καυκάσια προέλευση;

Οι απαρχές της R1b δεν είναι απολύτως σαφείς. Κάποιες από τις παλαιότερες μορφές της απλομάδας βρίσκονται στην Εγγύς Ανατολή και γύρω από την περιοχή του Καυκάσου. Η απλομάδα R μπορεί να έφτασε στη Νότια-Κεντρική Ασία από κάπου μεταξύ της Κασπίας και τον ορέων του Ινδοκαυκάσου (Hindu Kush). Ένας κλάδος της απλομάδας R1 μπορεί να εξελίχθηκε στους υποκλάδους R1b* και R1b1* στο βόρειο τμήμα της Μέσης Ανατολής την περίοδο του Τελευταίου Παγετώδους Μέγιστου (περίπου 20.000 χρόνια πριν). Αυτός ο κλάδος ίσως μετακινήθηκε αργότερα στη Βόρεια Ανατολία και διαμέσου του Καυκάσου κατά την πρώιμη Νεολιθική, όπου έγινε R1b1b. Ο κλάδος που έμεινε στην Εγγύς Ανατολή εξελίχθηκε στον R1b1a (M18), που τώρα βρίσκεται με χαμηλές συχνότητες στο Λίβανο και μεταξύ των Δρούζων. Οι αρχαίοι Φοίνικες (οι οποίοι βρίσκονταν στην περιοχή του σημερινού Λιβάνου) εξάπλωσαν τον κλάδο R1b1a στις αποικίες τους, κυρίως στη Σαρδηνία και στο Μαγκρέμπ.

Οι υποκλάδοι R1b1b1 και R1b1b2 είναι στενά συνδεδεμένοι με την εξάπλωση των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, όπως βεβαιώνεται από την παρουσία τους σε όλες τις περιοχές του κόσμου όπου Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες μιλήθηκαν στους αρχαίους χρόνους, από την ακτή του Ατλαντικού μέχρι την Ινδική Χερσόνησο, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν όλη την Ευρώπη (εκτός από τη Φινλανδία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη), την Ανατολία, την Αρμενία, την Ευρωπαϊκή Ρωσία, τη Νότια Σιβηρία, πολλές επιμέρους περιοχές στην Κεντρική Ασία (Xinjiang, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν και Αφγανιστάν), καθώς επίσης και στο Ιράν, στο Πακιστάν, στην Ινδία και στο Νεπάλ. Η ιστορία των απλομάδων R1b και R1a είναι κοινή. Ενώ η R1b1 έχει βρεθεί σε περιοχές όπως το Λεβάντε και το Καμερούν, η R1b1b κατά πάσα πιθανότητα κατάγεται από τη Βορειοανατολική Ανατολία.

Ο Βόρειος Καύκασος και η στέπα του Πόντου: Ο Ινδο-Ευρωπαϊκός κρίκος

Σύγχρονοι γλωσσολόγοι έχουν τοποθετήσει την Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαϊκή πατρίδα στην στέπα της περιοχής του Πόντου και της Κασπίας, μια ξεχωριστή γεωγραφική και αρχαιολογική περιοχή που εκτείνεται από τις εκβολές του Δούναβη μέχρι τα Ουράλια όρη στα ανατολικά, και το Βόρειο Καύκασο στα νότια. Οι πολιτισμοί της Νεολιθικής και της πρώιμης Εποχής του Χαλκού που εξελίχθηκαν σε αυτήν την εποχή έχουν ταυτιστεί με τον πολιτισμό των Κουργκάν (7.000-2.200 π.Χ.) από τη Marija Gimbutas, λόγω της διαχρονικής πρακτικής ταφής των νεκρών σε τύμβους (kurgan). Τα άλογα εξημερώθηκαν περίπου το 4.000 π.Χ στην στέπα, ίσως κάπου γύρω από τον Ντον ποταμό ή τον Κάτω Βόλγα, και σύντομα έγιναν ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του πολιτισμού της στέπας.

Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού στη συγκεκριμένη περιοχή, γνωστή ως περίοδος Yamna (3.300-2.500 π.Χ), οι εκτροφείς προβάτων και βοδιών υιοθέτησαν άμαξες για να μεταφέρουν τα απαραίτητα, γεγονός που τους επέτρεψε να προχωρήσουν στα βάθη της στέπας, και να αποκτήσουν έτσι έναν νομαδικό τρόπο ζωής, που θεωρείται ότι οδήγησε τελικά στις μεγάλες Ινδοευρωπαϊκές μεταναστεύσεις.

Η Ποντιακή στέπα κατοικούταν από ανθρώπους και των δύο, R1a και R1b, απλομάδων, με υψηλότερες συχνότητες R1b προς νότο, βόρεια του Καυκάσου, και R1a στις δασώδεις στέπες του βορά. Η R1b σχεδόν σίγουρα πέρασε από τη Βόρεια Ανατολία στην Ποντική στέπα. Δεν είναι γνωστό αν αυτό συνέβη πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη Νεολιθική Περίοδο. Μια τακτική ροή R1b διαμέσου του Καυκάσου στις στέπες δεν μπορεί να αποκλειστεί επίσης. Λόγω του γεγονότος ότι η γενετική ποικιλότητα της R1b είναι μεγαλύτερη γύρω από την περιοχή του Καυκάσου, είναι δύσκολο να αρνηθούμε ότι η R1b εμφανίστηκε και εξελίχθηκε εκεί πριν από την εισαγωγή της στον κόσμο της στέπας. Σημαίνει αυτό άραγε ότι οι Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες προήλθαν από τις στέπες με τους R1a ανθρώπους, και ότι R1b μετανάστες αναμείχθηκαν στον εκεί εγκατεστημένο πληθυσμό; Ή μήπως η Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαϊκή γλώσσα εμφανίστηκε στη βόρεια Ανατολία ή στον Καύκασο από την R1b ομάδα, και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στις στέπες των R1a ανθρώπων; Ή αλλιώς, τελικά, οι Πρωτο- Ινδοευρωπαίοι εμφανίστηκαν στη στέπα ως ένας υβριδικός πληθυσμός ατόμων R1a από τις στέπες και R1b από την περιοχή του Καυκάσου και της Ανατολίας;

Το ζήτημα αυτό δεν έχει προφανή απάντηση, αλλά με βάση την αρχαιότητα του Ανατόλιου κλάδου (Χιττίτες, Παλαϊκοί, Λυδοί, Λύκιοι, Κάρες, κοκ) μια βόρεια Ανατόλια προέλευση των Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαίων είναι πιθανή. Επιπλέον, υπάρχουν στοιχεία λεκτικών δανείων από γλώσσες του Καυκάσου στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Αυτό είναι πολύ πιο πιθανό να συνέβη αν τα Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαϊκά (ΠΙΕ) αναπτύχθηκαν κοντά στον Καύκασο παρά στις μακρινές στέπες. Η ομάδα R1b θα ήταν κατά συνέπεια ο παράγοντας εξάπλωσης των ΠΙΕ στις στέπες, και από εκεί στην Ευρώπη, στην Κεντρική και στη Νότια Ασία.

Ο πολιτισμός Maykop, o R1b σύνδεσμος με τη στέπα;

Ο πολιτισμός Maykop (3.700-2.500 π.Χ), του βόρειου Καυκάσου, αποτέλεσε μια προς νότο επέκταση του Yamna ορίζοντα. Αν και γενικά δεν θεωρείται μέρος του πολιτισμού της Ποντικής-Κασπιανής στέπας λόγω της γεωγραφίας, ο Βόρειος Καύκασος είχε στενούς δεσμούς με τη στέπα, όπως πιστοποιείται από πολλά κεραμικά, χρυσά και χάλκινα όπλα, καθώς και κοσμήματα αυτού του πολιτισμού, τα οποία βρέθηκαν βορειότερα στους πολιτισμούς Mikhaylovka, Sredny Stog και Kemi Oba. Η σχέση μεταξύ του Ποντιακού Βορρά και του Βόρειου Καυκάσου είναι παλαιότερη από τη Maykop περίοδο. Ο προκάτοχος του πολιτισμού Maykop, ο πολιτισμός Svobodnoe (4.400-3.700 π.Χ), είχε ήδη δεσμούς με τον Suvorovo-Novodanilovka και τον πρώιμο Sredny Stog πολιτισμό, και ακόμα και ο παλαιότερος πολιτισμός Nalchik (5000-4500 π.Χ.) του Βόρειου Καυκάσου εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά με τον πολιτισμό Khvalynsk του Βόλγα. Αυτή είναι ίσως η περίοδος όταν η ομάδα R1b ξεκίνησε να αλληλεπιδρά και να αναμειγνύεται με τον R1a πληθυσμό των στεπών.

Τόσο ο Yamna όσο και ο Maykop πολιτισμός χρησιμοποιούσαν kurgan τάφους, με τους νεκρούς σε ύπτια θέση, με ανασηκωμένα γόνατα και προσανατολισμένους σε έναν βορειο-ανατολικό/ νοτιο-δυτικό άξονα. Το δάπεδο των ταφών ήταν εμποτισμένο με κόκκινη ώχρα, και μαζί με τους ανθρώπους ήταν ενταφιασμένα σφάγια. Οι δύο πολιτισμοί επίσης γνώριζαν την ιππασία, είχαν βοοειδή και πρόβατα, χρησιμοποιούσαν άμαξες, χάλκινους πολεμικούς πέλεκεις, και χαρακτηριστικές λαβές στα στιλέτα. Στην πραγματικότητα, τα παλαιότερα κάρα και χάλκινα αντικείμενα βρίσκονται πρώτα στο Βόρειο Καύκασο, και έπειτα εξαπλώθηκαν από εκεί στις στέπες.

Ο Maykop ήταν ένας προηγμένος πολιτισμός του Χαλκού, στην πραγματικότητα ένας από τους πρώτους που ανέπτυξε τη μεταλλουργία, και ως εκ τούτου όπλα από μέταλλο. Το αρχαιότερο σπαθί του κόσμου βρέθηκε σε έναν τάφο kurgan του ύστερου πολιτισμού Maycop. Το ύφος του θυμίζει τα μακριά Κέλτικα σπαθιά, αν και λιγότερο περίτεχνο. Οστά και αναπαραστάσεις αλόγων ήδη εμφανίζονται σε πρώιμους Maykop τάφους, προτείνοντας ότι ο πολιτισμός Maykop μπορεί να είχε ιδρυθεί από ανθρώπους της στέπας ή από κάποιους που είχαν στενούς δεσμούς με αυτούς. Ωστόσο, η παρουσία σε ορισμένες τοποθεσίες πολιτιστικών στοιχείων ριζικά διαφορετικών από εκείνα του πολιτισμού της στέπας μπορεί να σημαίνει ότι ο Maykop ήταν ένας υβριδικός πληθυσμός. Χωρίς εξέταση DNA είναι αδύνατο να πούμε αν αυτός ο πληθυσμός αποτελούταν από μια Ανατόλια R1b ομάδα και μια G2a Καυκάσια ομάδα, ή αν R1a άνθρωποι είχαν επίσης εγκατασταθεί εκεί. Οι δύο-τρεις αυτές εθνότητες θα μπορούσαν ακόμη να κατοικούν ανεξάρτητα η μία κοντά στην άλλη. Τυπικές Καυκάσιες σειρές Υ-DNA όπως η G2a δεν ακολουθούν την εικόνα των Ινδοευρωπαϊκών μεταναστεύσεων, οπότε οι επιγαμίες θα πρέπει να ήταν περιορισμένες, ή ως επί το πλείστον μεταξύ Ινδοευρωπαϊκών ανδρών και Καυκάσιων γυναικών.

Οι άνθρωποι του πολιτισμού Maykop πιστώνονται για την εισαγωγή πρωτόγονων τροχοφόρων οχημάτων από τη Μεσοποταμία στις στέπες. Αυτό θα άλλαζε ριζικά τον τρόπο ζωής στις στέπες, και αργότερα θα οδηγούσε στην κατασκευή ιππήλατων πολεμικών αρμάτων, γύρω στο 2.000 π.Χ. Τα άρματα και το ιππικό έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα μετακινήσεις Ινδοευρωπαίων, επιτρέποντάς τους να κινούνται γρήγορα και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά όποιον τους στεκόταν εμπόδιο. Σε συνδυασμό με τα προηγμένα χάλκινα όπλα και τη θαλάσσια κουλτούρα τους, ο δυτικός κλάδος (R1b) των Ινδοευρωπαίων από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας αποτελούν τους πιο πιθανούς υποψήφιους για τους λεγόμενους Λαούς της Θάλασσας, οι οποίοι πραγματοποίησαν εφόδους στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου κατά την διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.

Η εμφάνιση των ΙΕ Χιττίτων στην Κεντρική Ανατολία συνέβη μερικούς αιώνες μετά την εξαφάνιση του Maykop πολιτισμού. Μια αντίστροφη μετανάστευση από το Βόρειο Καύκασο προς την Βόρεια Ανατολία είναι πολύ πιθανή σε αυτήν την περίοδο. Το σίγουρο είναι ότι οι Χιττίτες χρησιμοποιούσαν άρματα, τα οποία είχαν εφευρεθεί στις στέπες της περιοχής του Βόλγα και των Ουραλίων. Επειδή η R1a βρίσκεται σε μικρές συχνότητες στην Αρμενία και στη Βόρεια Ανατολία, δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι ένας υβριδικός πληθυσμός R1a-R1b από εκείνες τις στέπες μετανάστευσε σε αυτές τις περιοχές κάποια στιγμή μεταξύ 2.000 και 1.650 π.Χ. Τους πολιτισμούς Maykop και Yamna διαδέχθηκε ο πολιτισμός Srubna (1600-1200 π.Χ.), πιθανώς αντιπροσωπεύοντας μια επέκταση R1a1a ανθρώπων από τις Βόρειες και Ανατολικές στέπες προς τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.

Ο Ευρωπαϊκός κλάδος

Τα χάλκινα όπλα και τα άλογα των Ινδοευρωπαίων θα τους έδωσαν ένα ιδιαίτερο προβάδισμα απέναντι στους αυτόχθονες κατοίκους της Ευρώπης, δηλαδή στην εγγενή απλομάδα Ι (απόγονοι του Cro-Magnon), και στους πρώιμους Νεολιθικούς αγρότες και ποιμένες (G2a, J, E1b1b και T). Αυτό επέτρεψε στις R1a και R1b να αντικαταστήσουν τις περισσότερες αντρικές ιθαγενείς γενεαλογίες, παρότι γυναικείες σειρές φαίνεται να επηρεάστηκαν λιγότερο (αυτό ισχύει κυρίως για τη Βόρεια Ευρώπη και την Ισπανία, καθώς το υπόλοιπο τμήμα της Νότιας Ευρώπης φαίνεται να μην επηρεάστηκε τόσο).

Η σύγκριση με την Ινδο-Ιρανική εισβολή της Νότιας Ασίας δείχνει ότι το 40% των αρσενικών σειρών της βόρειας Ινδίας είναι R1a, αλλά λιγότερο από το 10% των θηλυκών σειρών θα μπορούσαν να είναι Ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Η επίδραση των Ινδοευρωπαίων ήταν πολύ πιο έντονη στην Ευρώπη διότι η Ευρωπαϊκή κοινωνία 4.000 χρόνια πριν ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη από άποψη γεωργίας, τεχνολογίας (δεν υπήρχαν χάλκινα όπλα) και πυκνότητας του πληθυσμού, από ότι ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους αυτόχθονες πληθυσμούς της Δυτικής Ευρώπης, όπου η γεωργία έφτασε πολύ αργότερα από ό,τι στα Βαλκάνια ή στην κεντρική Ευρώπη. Στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια και στην περιοχή των Καρπαθίων υπήρχαν οι πιο προηγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες εκείνη την εποχή, οι οποίες ήταν και αυτές που επηρεάστηκαν λιγότερο από άποψη αντικατάστασης απλομάδων. Οι αυτόχθονες Ευρωπαϊκές απλομάδες (Ι1, Ι2) επέζησαν επίσης καλύτερα σε περιοχές απρόσιτες και λιγότερο φιλόξενες, όπως η Σκανδιναβία, η Βρετάνη, η Σαρδηνία ή οι Διναρικές Άλπεις.

Η κατάκτηση της «Παλιάς» και Βόρειας Ευρώπης

Οι πρώτες επιδρομές από τη στέπα στα Βαλκάνια συνέβησαν 4.200-3.900 χρόνια πριν, όταν άνθρωποι σε άλογα διέσχισαν το Δνείστερο και το Δούναβη και προφανώς κατέστρεψαν τις πόλεις Gumelnita, Βάρνα και Karanovo VI στην Ανατολική Ρουμανία και στη Βουλγαρία. Μια κλιματική αλλαγή η οποία είχε ως αποτέλεσμα ψυχρότερους χειμώνες αυτήν την περίοδο, ώθησε πιθανώς βοσκούς από τις στέπες να αναζητήσουν ηπιότερες τοποθεσίες βοσκής, ενώ οι χαμένες σοδιές θα οδήγησαν σε λιμούς και σε εσωτερικές αναταραχές εντός των Δουνάβιων και Βαλκανικών κοινοτήτων. Οι επακόλουθοι πολιτισμοί Cernavoda (4.000-3.200 π.Χ.), Cotofeni (3.500-2.500 π.Χ.) και Ezero (3.300-2.700 π.Χ.), στη σύγχρονη Ρουμανία, φαίνεται ότι είχαν ένα μικτό πληθυσμό από μετανάστες της στέπας και ανθρώπους από τους παλιούς tell οικισμούς. Αυτοί οι μετανάστες από τις στέπες ήταν πιθανότατα ένα κράμα από R1a και R1b σειρές. Πολλοί Παραδουνάβιοι αγρότες επίσης θα είχαν μεταναστεύσει στις πόλεις του Cucuteni-Tripolye στα Ανατολικά Καρπάθια, προκαλώντας μια έκρηξη πληθυσμού και μια βορειοανατολική επέκτασή τους μέχρι την κοιλάδα του Δνείπερου, φέρνοντας μαζί τους τις απλομάδες G2a, E1b1b, J και T στην Κεντρική Ουκρανία. Αυτή η πρώιμη Ινδοευρωπαϊκή επέλαση δυτικά ήταν αρκετά περιορισμένη, λόγω της απουσίας χάλκινων όπλων και οργανωμένου στρατού εκείνη την εποχή, και συνέβη κυρίως εξαιτίας κλιματολογικών καταστροφών. Οι πολιτισμοί των Καρπαθίων, του Δούναβη και των Βαλκανίων ήταν αρκετά πολυπληθείς και τεχνολογικά προηγμένοι, ώστε να αποτρέψουν μια μαζική μετανάστευση.

Οι R1a άνθρωποι από τις δασικές στέπες διείσδυσαν με επιτυχία στην καρδιά της Ευρώπης αντιμετωπίζοντας λίγα εμπόδια, λόγω της απουσίας αναπτυγμένων αγροτικών κοινωνιών στην περιοχή της Πολωνίας και των Βαλτικών χωρών. Ο πολιτισμός της Σχοινωτής Κεραμικής (3.200-1800 π.Χ) ήταν μια φυσική δυτική επέκταση του πολιτισμού Yamna, φθάνοντας μέχρι τη Δυτική Γερμανία και ως τη Βόρεια Σουηδία και τη Νορβηγία. Ανάλυση DNA από τον πολιτισμό της Σχοινωτής Κεραμικής στη θέση Eulau επιβεβαιώνει την παρουσία της R1a (αλλά όχι της R1b) απλομάδας στην κεντρική Γερμανία περίπου το 2.600 π.Χ. Οι άνθρωποι αυτού του πολιτισμού θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν μεταναστεύσει από τη δασική στέπα ή από τα βόρεια όρια του Yamna ορίζοντα, όπου οι R1a ήταν πιο διαδεδομένη από τη R1b.

Η επέκταση της R1b στην «Παλαιά Ευρώπη» (ο Νεολιθικός, πριν τους Ινδοευρωπαίους, ορίζοντας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης) ήταν πιο αργή, αλλά αναπόφευκτη. Το 2.800 π.Χ., όταν η R1a θα είχε φθάσει στη Σκανδιναβία, οι R1b πολιτισμοί του Χαλκού είχαν μετά βίας μετακομίσει στη στέπα της Παννονίας (οροπέδιο των Καρπαθίων). Ίδρυσαν εκτεταμένους οικισμούς στη Μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα, σε ένα περιβάλλον παρόμοιο με εκείνο της πατρογονικής Ποντιακής Στέπας. Γύρω στο 2.500 π.Χ., ήταν πλέον έτοιμοι για το επόμενο κύμα επέκτασης στη Γερμανία και στη Δυτική Ευρώπη. Εκείνη την περίοδο οι R1b μετανάστες θα είχαν σε μεγάλο βαθμό αναμειχθεί με τους αυτόχθονες Μεσολιθικούς και Νεολιθικούς πληθυσμούς της λεκάνης του Δούναβη, καθώς και με πληθυσμούς R1a που βρίσκονταν ήδη 1.700 χρόνια εκεί.

Η αυστηρά πατριαρχική Ινδοευρωπαϊκή ελίτ παρέμεινε σχεδόν αποκλειστικά R1b, αλλά απορρόφησε ένα υψηλό ποσοστό μη Ινδοευρωπαϊκών μητρογονικών σειρών. Λόγω αυτού του υβριδισμού, οι νέοι Ινδοευρωπαίοι θα έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των πρωτο-Ευρωπωειδών ή Μονγκολοειδών χαρακτηριστικών. Ο ανοικτόχρωμος τόνος στα μαλλιά, στα μάτια και στο χρώμα του δέρματος, με το πού αναμείχθηκε με τους σκουρότερους κατοίκους της Παλαιάς Ευρώπης, θα έγινε περισσότερο σαν αυτόν που επικρατεί σήμερα στους κατοίκους της Νότιας Ευρώπης. Οι R1a άνθρωποι της Σχοινωτής Κεραμικής θα συνάντησαν λιγότερο πυκνές κοινωνίες στη Βόρεια Ευρώπη, κυρίως απογόνους του ανοικτότερου Μεσολιθικού πληθυσμού Ι1 και Ι2, και ως εκ τούτου θα διατήρησαν σε αρκετό βαθμό την αρχική απόχρωση του δέρματός τους (αν και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά έχουν εξελιχθεί σημαντικά στην Σκανδιναβία, όπου οι I1 ήταν έντονα δολιχοκεφαλικοί με μακριά πρόσωπα, σε αντίθεση με τους βραχυκεφαλικούς και με πλατιά πρόσωπα ανθρώπους των στεπών).

Η κατάκτηση της Δυτικής Ευρώπης

Η R1b κατάκτηση της Ευρώπης έγινε σε δύο φάσεις. Για σχεδόν δύο χιλιετίες, ξεκινώντας από το 4200 π.Χ., άνθρωποι της στέπας είχαν περιορίσει τις κατακτήσεις τους στους πλούσιους Χαλκολιθικούς πολιτισμούς των Καρπαθίων και των Βαλκανίων. Αυτές οι κοινωνίες κατείχαν τις μεγαλύτερες πόλεις του τότε κόσμου, ειδικά τους tell οικισμούς του πολιτισμού Cucuteni-Tripolye. Τίποτα δεν παρακινούσε τους R1b κατακτητές να προχωρήσουν περισσότερο στη Δυτική Ευρώπη σε μια τόσο πρώιμη φάση, γιατί οι περισσότερες εκτάσεις βόρεια και δυτικά των Άλπεων ήταν ακόμα αραιοκατοικημένες δασικές εκτάσεις. Η Νεολιθική δεν έφτασε στη Σκανδιναβία και στα Βρετανικά Νησιά πριν το 4.000 π.Χ. Ακόμη και η Βόρεια Γαλλία και το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής των Άλπεων είχε γεωργία και κτηνοτροφία για λιγότερο από 1.000 χρόνια. Η Βορειοδυτική Ευρώπη παρέμενε μια πρωτόγονη κοινωνία κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που ασκούσε μόνο περιορισμένη γεωργία αιώνες μετά την κατάκτηση των Βαλκανίων. Γιατί οι R1b «κονκισταδόρες» να αφήσουν την άνεση των πλούσιων και πολυπληθών Δουνάβιων πολιτισμών για να βρεθούν αντιμέτωποι με τις σκληρές συνθήκες πέρα από αυτόν; Οι άνθρωποι της Εποχής του Χαλκού ήθελαν μέταλλα, κασσίτερο, χαλκό και χρυσό, που υπήρχαν σε αφθονία στα Βαλκάνια, αλλά που κανείς ακόμα δεν είχε ανακαλύψει στη Δυτική Ευρώπη.

Ο κλάδος R1b-L51 πιστεύεται ότι έφθασε στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη γύρω στο 2.500 π.Χ., περίπου δύο χιλιετίες μετά τη Νεολιθική σε αυτές τις περιοχές. Αγροτικές πόλεις τότε άρχισαν να αναπτύσσονται. Χρυσός και χαλκός είχαν αρχίσει να εξορύσσονται. Οι προοπτικές για μια κατάκτηση ήταν τότε πολύ πιο ελκυστικές.

Τα αρχαιολογικά και γενετικά στοιχεία (κατανομή των R1b υποκλάδων) υποδεικνύουν πολλά διαδοχικά κύματα προς το Δούναβη μεταξύ 2.800-2.300 π.Χ. (αρχή του πολιτισμού Unetice). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αυτή η περίοδος συμπίπτει με το τέλος των πολιτισμών Maykop (2.500 π.Χ.) και Kemi Oba (2.200 π.Χ.) στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, και την αντικατάστασή τους από πολιτισμούς που ήρθαν από τις βόρειες στέπες. Μπορεί, συνεπώς, να υποτεθεί ότι ο (κυρίως) R1b πληθυσμός από το βόρειο μισό της Μαύρης Θάλασσας μετανάστευσε δυτικά εξαιτίας της πίεσης άλλων Ινδοευρωπαϊκών λαών (R1a) από το βορρά, όπως ο νεοεμφανιζόμενος Πρωτο-Ινδο-Ιρανικός κλάδος συνδέεται με τους πολιτισμούς Poltavka και Abashevo εκείνης της περιόδου.

Ο L21 κλάδος

Αυτοί οι Πρωτο-Ιταλο-Κελτο-Γερμανικοί R1b λαοί είχαν εγκατασταθεί γύρω από τις Άλπεις το 2.300 π.Χ. και ίδρυσαν τον πολιτισμό Unetice. Κρίνοντας από την εξάπλωση της κατεργασίας του χαλκού στη Δυτική Ευρώπη, αυτοί οι πρώτοι ΙΕ έφτασαν στην Ιβηρία κατά το 2.250 π.Χ., στη Βρετανία το 2.100 π.Χ. και στην Ιρλανδία γύρω στο 2.000 π.Χ.. Αυτό το πρώτο κύμα R1b θεωρείται ότι έφερε τις R1b-L21 σειρές σε σημαντικούς αριθμούς (ίσως λόγω του φαινομένου του ιδρυτή), καθώς αυτές βρίσκονται παντού στη Δυτική, Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Η πρώιμη αποκοπή των Κελτών από τον Πρωτο-Κελτικό κλάδο που βρισκόταν γύρω από τις Άλπεις θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί η Q-Κελτική γλώσσα (Gaelic και Ισπανο-Κελτικά) είναι τόσο διαφορετική από την P-Κελτική (La Tène, Gaulish, Brythonic), που φαίνεται να έχει επεκταθεί από τους μεταγενέστερους Urnfield και Hallstat πολιτισμούς.

Ο Γκρεκο-Ανατόλιος κλάδος

Οι Χιττίτες (Hittites) (2000-1200 π.Χ.) ήταν οι πρώτοι ΙΕ που αψήφησαν (και νίκησαν) τις μεγάλες αυτοκρατορίες των Αιγυπτίων και της Μεσοποταμίας. Η άρχουσα τάξη των Χιττιτών αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα ένα κομμάτι του ύστερου Maykop πολιτισμού ο οποίος κατέκτησε το βασίλειο Hatti (στη Κεντρική-Βόρεια Ανατολία). Οι βόρειοι Ανατόλιοι θα μπορούσαν επίσης να είναι οι πρώτοι ΙΕ (και όχι οι κάτοικοι των στεπών) οι οποίοι διέδωσαν τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους στον πολιτισμό Maykop και στους ανθρώπους των Ποντιακών στεπών. Έτσι ή αλλιώς, ΙΕ ομιλητές από τη Βόρεια Ανατολία της Εποχής του Χαλκού θα ανήκαν ασφαλώς κατά μεγάλο μέρος στην απλομάδα R1b1b (και τους υποκλάδους της). Οι Χαττίτες (Hattians) μπορεί να είχαν κάποιο παλιότερο R1b από τη Μέση Ανατολή αναμεμιγμένο με άλλες απλομάδες κοινές στην Ανατολία μέχρι τις μέρες μας (E-M78, G2a και Ι2).

Η Τροία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια ΙΕ αποικία που ήλεγχε τους εμπορικούς δρόμους μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και του Αιγαίου. Οι Τρώες μιλούσαν Λουβικά (Luwian), τα οποία συνδέονται με τη γλώσσα των Χιττιτών, (όπως επίσης και με τις γλώσσες της αρχαίας Λυδίας, Καρίας, Λυκίας, κοκ) και ως εκ τούτου ήταν Ινδοευρωπαϊκά, με αποδεδειγμένους πολιτιστικούς δεσμούς με τον πολιτισμό της Ποντικής στέπας. Η πρώτη πόλη της Τροίας χρονολογείται στα 3.000 π.Χ., στη μέση της Maykop περιόδου. Κρίνοντας από την παλαιότητα της Τροίας, η πιο πιθανή από τις ΙΕ πατρικές απλομάδες θα ήταν η R1b1b, και όχι η R1a1a.

Η Ελληνική R1b απλομάδα βρίσκεται σε πολλές ποικιλίες: R1b1 από την Εγγύς Ανατολή, R1b1b από την Ανατολία, και η Ευρωπαϊκή R1b1b2, συμπεριλαμβανομένης της Πρώτο-Κελτικής S116/P312 και της Hallstatt Κελτικής S28/U152. Η παρουσία της R1b1b2 στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποδοθεί στην εισβολή των Δωριέων, που πιστεύεται ότι συνέβη στο 12ο αιώνα π.Χ. Οι Δωριείς μπορεί να έχουν σχέση με τους Τρώες και τους Χιττίτες, ανήκοντας στον παλαιότερο ΙΕ γλωσσικό κλάδο, ή με τους Πρωτο-Κέλτες της Κεντρικής Ευρώπης και της κοιλάδας του Δούναβη. Έτσι ή αλλιώς, οι Υ-DNA γενεαλογικές τους σειρές θα είναι κατά κύριο λόγο R1b1b ή R1b1b2. Οι Δωριείς θα μπορούσαν να είναι οι απόγονοι των πρώτων (R1b) νομάδων της στέπας οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα Ανατολικά Βαλκάνια (πολιτισμοί Cernavoda και Ezero), χωρίς να συνεχίσουν τη μετανάστευσή τους διαμέσου του Δούναβη στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη.

Οι Ελληνικές και Ανατόλιες σειρές R1b-S28 μπορούν να αποδοθούν στις Κελτικές επιδρομές του 3ου αιώνα π.Χ., αλλά πιο πιθανόν στη Ρωμαϊκή περίοδο. Παλαιότεροι κλάδοι της R1b, όπως οι R1b1 ή R1b1a αποτελούν μια μικρή μειοψηφία και θα μπορούσαν να έχουν έρθει μαζί με τις E1b1b, J2, από τη Μέση Ανατολή. Η Μυκηναίοι θα μπορούσαν να έχουν φέρει κάποιο R1b1b2 στην Ελλάδα, αλλά οι ρίζες τους μπορούν να εντοπιστούν πίσω στον πολιτισμό Seima-Turbino της βόρειας δασικής στέπας, γεγονός που τους καθιστά μια κυρίως R1a1a φυλή.


========================== 
Όλα τα στοιχεία συλλέχθηκαν από τις αντίστοιχες ιστοσελίδες της Wikipedia και της Eupedia



Νηών Κατάλογος*

$
0
0
Ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσαι·
ὑμεῖς γὰρ θεαί ἐστε πάρεστέ τε ἴστέ τε πάντα,        485

ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν·

οἵ τινες ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν·


πληθὺν δ᾽ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾽ ὀνομήνω,

οὐδ᾽ εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ᾽ εἶεν,

φωνὴ δ᾽ ἄρρηκτος, χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη,          490

εἰ μὴ Ὀλυμπιάδες Μοῦσαι Διὸς αἰγιόχοιο

θυγατέρες μνησαίαθ᾽ ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον·


[http://www.mikrosapoplous.gr/iliada/BIBLIO_2_419_493.htm]


Αχαιοί

Ονόματα Ηρώων


Τοπωνύμια

Αριθμός πλοίων

Βοιωτία

Πηνέλεως

Λήιτος

Αρκεσίλαος

Προθοήνωρ

Κλονίος


Υρίη

Αυλίς

Σχοίνος

Σκώλος

Ετεωνός

Θέσπεια

Γραία

Μυκαλησσός

Άρμα

Ειλέσιον

Ερύθραι

Ελεών

Ύλη

Πετεών

Ωκαλέη

Μεδεών

Κώπαι

Εύτρησις

Θίσβη

Κορώνεια

Αλίαρτος

Πλάταια

Γλίσας

Υποθήβαι

Ογχηστός

Άρνη

Μίδεια

Νίσα

Ανθηδών


50

Μινύες (Ορχομενός Βοιωτίας)

Ασκάλαφος

Ιάλμενος


Ασπληδών

Ορχομενός


30

Φωκίς

Σχεδίος

Επίστροφος


Κυπάρισσος

Υάμπολις

Λίλαια


40

Λοκρίς

Αίας


Κύνος

Οπούς

Καλλίαρος

Βήσσα

Σκάρφη

Αυγείαι

Τάρφη

Θρόνιον


40

Άβαντες (Εύβοια)

Ελεφήνωρ

Χαλκίς

Ειρέτρια

Ιστιαία

Κήρινθος

Δίον

Κάρυστος

Στύρα


40

Αθήναι

Μενεσθεύς

Αίας

Σαλαμίς

62

Άργος

Διομήδης

Σθένελος

Ευρύαλος

Τίρυνθα

Ερμιόνη

Ασίνη

Τροιζήν

Ηιόναι

Επίδαυρος

Αίγινα

Μάσητας


80

Μυκήναι

Αγαμέμνων


Κόρινθος

Κλεωναί

Ορνείαι

Αραιθυρέη

Σικυών

Υπερησίη

Γονόεσσα

Πελλήνη

Αίγιον

Αιγίαλος

Ελίκη


100

Λακεδαίμων

Μενέλαος

Φάρις

Σπάρτη

Μέσση

Βρυσειαί

Αυγειαί

Αμύκλαι

Έλος

Λάα

Οίτυλον


60

Πύλος

Νέστωρ

Αρήνη

Θρύον

Αιπύ

Κυπαρισήεντας

Αμφιγένεια

Πτελεός

Έλος

Δώριον


90

Αρκάδες

Αγαπήνωρ

Φενεός

Ορχομενός

Ρίπη

Στρατίη

Ενίσπη

Τεγέη

Μαντίνεη

Στύμφηλος

Παρασσίη


60

Επειοί (η Ομηρική Ήλις ταυτίζεται με τη σημερινή Αιτωλοακαρνανία)

Αμφίμαχος

Θάλπιος

Διώρης

Πολύξεινος

Βουπράσιον

Ήλις

Υρμίνη

Μύρσινος

Ωλένη

Αλείσιον


40

Εχινά(δ)ες νήσοι (Σύμπλεγμα νησιών έξω από το σημερινό Αστακό)

Μέγης

Δουλίχιον


40

Κεφαλλήνες

Οδυσσεύς

Ιθάκη

Νήριτον

Κροκυλείη

Αιγίλιψ

Ζάκυνθος

Σάμος


12

Αιτωλοί

Θόας

Πλευρών

Ώλενος

Πυλήνη

Χαλκίς

Καληδών


40

Κρήτες

Ιδομενεύς

Μηριόνης

Κνωσός

Γόρτυνα

Λύκτος

Μίλητος

Λύκαστος

Φαιστός

Ρύτιον


80

Ρόδος

Τληπτόλεμος

Λίνδος

Ιηλυσός

Κάμειρος


9

(Υπόλοιπα Δωδεκάνησα)

Νιρεύς

Φείδιππος

Άντιφος

Σύμη

Νίσυρος

Κράπαθος

Κάσος

Κως

Καλύδναι Νήσοι (σημερινές Λέρος και Κάλυμνος)


3

30

Άργος Πελασγικόν (Περιλαμβάνει τη Β. Ανατολική Στερεά Ελλάδα και την Ανατολική Θεσσαλία)

Αχχιλεύς

Άλος

Αλόπη

Τρηχίν

Φθίη

Ελλάς

50

Πρωτεσίλαος

Φυλάκη

Πύρασος

Ίτων

Αντρών

Πτελεός

40

Εύδμηλος

Φεραί

Βοίβη

Γλαφύραι

Ιαωλκός

11

Φιλοκτήτης

Μηθώνη

Θαυμακίη

Μελίβοια

Ολιζών

7

Ποδαλείριος

Μαχάων

Τρίκκη

Ιθώμη

Οιχαλίη

30

Ευρύπυλος

Ορμένιον

Υπέρεια κρήνη

Αστέριον

40

Πολυποίτης

Άργισσα

Γυρτώνη

Όρθη

Ηλώνη

Ολοοσσών

40

Ευρύπυλος



Γουνεύς

Ορμένιον

Υπέρεια κρήνη

Αστέριον

Κύφος

Δωδώνη


40



22

Μάγνητες (Ανάμεσα στον Πηνειό και στο Πήλιο)


Πρόθοος



40



Τρώες (και σύμμαχοι)

Ονόματα Ηρώων

Τοπωνύμια

Έκτωρ



Δαρδάνιοι

Αινείας

Αρέλοχος

Ακάμας



Άλλοι Τρώες

Πάνδαρος


Ζήλια

Ίδη (όρος)

Αίσηπος (ποταμός)


Άδρηστος

Άμφιος


Αδρήστεια

Απαισός

Πιτύεια

Τηρείη (όρος)

Άσιος


Περκώτη

Πράκτιον

Σηστός

Άβυδος

Αρίσβη


Πελασγοί

Ιππόθοος

Πύλαιος

Λάρισα


Θρήικες

Ακάμας

Πείροος

Ελλήσποντος (η περιοχή)

Κίκονες

Εύφημος



Παίονες

Πυραίχμης

Αμυδών

Αξιός (ποταμός)


Παφλαγόνες

Πυλαιμένεος

Ενετοί

Κύτωρος

Σήσαμος

Παρθένιος ποταμός

Κρώμνα

Αιγιαλός

Ερυθίνοι


Αλιζώνες

Οδίος

Επίστροφος

Αλύβη

Μυσοί

Χρόμις

Έννομος



Φρύγες

Φόρκυς

Ασκάνιος


Ασκανίη

Μήονες

Μέσθλης

Άντιφος


Τμώλος (όρος)

Κάρες

Νάστης

Αμφίμαχος

Μίλητος

Φθιρών όρος

Μαίανδρος (ποταμός)

Μυκάλη (όρος)


Λύκιοι

Σαρπηδών

Γλαύκος


Ξάνθος (ποταμός)



* Η παραπάνω λίστα αναφέρεται στους στίχους 494-877 του Β κεφαλαίου της Ιλιάδας (κατάλογος πλοίων) και μόνο.

Το ταξίδι του Οδυσσέα

$
0
0

«εἴμ᾽ὈδυσεὺςΛαερτιάδης, ὃςπᾶσιδόλοισιν

ἀνθρώποισιμέλω, καίμευκλέοςοὐρανὸνἵκει.

ναιετάωδ᾽Ἰθάκηνἐυδείελον·ἐνδ᾽ὄροςαὐτῇ

Νήριτονεἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές·ἀμφὶδὲνῆσοι

πολλαὶναιετάουσιμάλασχεδὸνἀλλήλῃσι,

ΔουλίχιόντεΣάμητεκαὶὑλήεσσαΖάκυνθος.

αὐτὴδὲχθαμαλὴπανυπερτάτηεἰνἁλὶκεῖται

πρὸςζόφον, αἱδέτ᾽ἄνευθεπρὸςἠῶτ᾽ἠέλιόντε,

τρηχεῖ᾽, ἀλλ᾽ἀγαθὴκουροτρόφος·οὔτοιἐγώγε

ἧςγαίηςδύναμαιγλυκερώτερονἄλλοἰδέσθαι.


εἰδ᾽ἄγετοικαὶνόστονἐμὸνπολυκηδέ᾽ἐνίσπω,

ὅνμοιΖεὺςἐφέηκενἀπὸΤροίηθενἰόντι


Λίγα λόγια για την Οδύσσεια

Ποιος ήταν ο Όμηρος

Το πότε έζησε είναι άγνωστο. Ο Ηρόδοτος υπολογίζει ότι ο Όμηρος έζησε 400 χρόνια πριν τη δική του εποχή, δηλαδή γύρω στο 850 π.Χ., ενώ άλλες αρχαίες πηγές τον τοποθετούν πολύ νωρίτερα, στην εποχή του Τρωικού Πολέμου, κατά το 1200 π.Χ. Οι περισσότεροι σύγχρονοι πάντως ερευνητές τον τοποθετούν μεταξύ του 7ου και 8ου π.Χ αιώνα.

[http://en.wikipedia.org/wiki/Homer]



Ποιος ήταν ο Οδυσσεύς 

Το όνομα "Οδυσσεύς"είναι γνωστό σε διάφορες παραλλαγές: Ὀλυσσεύς, Οὐλιξεύς, Οὐλίξης, και ήταν γνωστός ως Ulyssēs και Ulixēs στα Λατινικά και στη μυθολογία των Ρωμαίων (το όνομα και οι ιστορίες του υιοθετήθηκαν από τους Ετρούσκους ως "Uthuze"). Η ετυμολογία του ονόματος είναι άγνωστη. Οι αρχαίοι συγγραφείς συνέδεσαν το όνομα με τα ελληνικά ρήματα ὀδύσσομαι ή ὀδύρομαι. Λίγα είναι επίσης γνωστά για το παρελθόν του Οδυσσέα, εκτός του ότι ο από τον πατέρα παππούς του ήταν ο Αρκείσιος, γιός του Κέφαλου και εγγονός του Αίολου, ενώ ο από την μητέρα παππούς του είναι ο ληστής Αυτόλυκος. Σύμφωνα με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, πατέρας του είναι ο Λαέρτης και μητέρα του η Αντίκλεια, παρότι υπήρχε μια μη ομηρική παράδοση ότι ο Σίσυφος ήταν ο πραγματικός του πατέρας. Η συγκεκριμένη παράδοση ήθελε τον Λαέρτη να έχει αγοράσει τον Οδυσσέα από τον προαναφερθέντα βασιλιά. Επίσης λέγεται ότι είχε μια αδελφή, την Κτιμένη, η οποία πήγε στη Σάμη (ίσως η Κεφαλονιά) να παντρευτεί, και αναφέρεται από το χοιροβοσκό της Οδύσσειας Εύμαιο, ο οποίος τη μεγάλωσε. 

Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου παρουσιάζουν τον Οδυσσέα σαν έναν λαϊκό ήρωα, αλλά η Ρωμαίοι, οι οποίοι έλεγαν ότι ήταν απόγονοι του Αινεία της Τροίας, θεωρούσαν τον Οδυσσέα σαν πονηρό και ψεύτη. Στην Αινειάδα του Βιργιλίου, που γράφτηκε μεταξύ του 29 και 19 π.Χ., αναφέρεται συνεχώς ως "σκληρός Οδυσσεύς" (dirus Ulixes) ή "πανούργος" (pellacis, fandi fictor). 

Δεν αποκλείεται λοιπόν ο Οδυσσέας να ήταν μη Ελληνικής καταγωγής (και ακόμα να υιοθετήθηκε από τον Λαέρτη το βασιλιά της Ιθάκης). Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το γενικότερο πλαίσιο της εποχής. Κατά τη διάρκεια των μυκηναϊκών χρόνων έχουμε τον εξελληνισμό πολλών περιοχών της τότε Ελλάδας. Για παράδειγμα, οι Εχινάδες νήσοι, όπως αναφέρεται από την Οδύσσεια, και πιθανώς όλη η Ακαρνανία, να κατοικούνταν από τους Τάφιους και τους Λέλεγες, οι οποίοι δεν ήταν Έλληνες. Ο Κέφαλος δε, ο οποίος, σύμφωνα με το μύθο, συμμάχησε με τους Έλληνες για να νικήσουν τους Τάφιους, και προς χάρη του οποίου δόθηκε στην Κεφαλονιά το όνομά του, έχει ένα όνομα πιθανώς μη Ελληνικό. Βλέπουμε δηλαδή στη γένεσή της την υιοθεσία ξένων ονομάτων και τοποθεσιών από τους μυκηναίους Έλληνες, την περίοδο ακριβώς που αυτοί επεκτείνονται και εγκαθιδρύονται σε όλες τις αντίστοιχες περιοχές. Το όποιο όμως μη ελληνικό υπόβαθρο είναι εξίσου σημαντικό, γιατί, είτε δεχτούμε την άποψη ότι οι λεγόμενοι Πελασγοί ήταν "προ-Έλληνες"είτε ότι ήταν "Πρωτο-Έλληνες,"συναποτέλεσαν με το μυκηναϊκό πολιτισμό αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε Ελλάδα κι ελληνισμός. Επομένως, ακόμα κι αν ο Οδυσσέας δεν ήταν γέννημα- θρέμμα Έλληνας (ή, κατά τον Όμηρο, "Αχαιός") η Οδύσσεια που αυτός πραγματοποίησε είναι σίγουρα το έπος το οποίο, μαζί με την Ιλιάδα, έπλασε ένα ολόκληρο καινούργιο έθνος εν τη γενέσει του.

Χρονολόγησητουέπους

Για τους σύγχρονους μελετητές "η ημερομηνία του Ομήρου"δεν αναφέρεται σε ένα άτομο, αλλά σε μια περίοδο όταν τα ηρωικά έπη δημιουργήθηκαν. Η συναίνεση είναι ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια χρονολογούνται γύρω στον 8ο π.Χ αιώνα, με την Ιλιάδα να είναι κάπως νεώτερη ίσως μερικές δεκαετίες. Όσοι υποστηρίζουν ότι τα Ομηρικά ποιήματα εξελίχθηκαν σταδιακά σε ένα μακρύ χρονικό διάστημα, δίνουν μια ακόμα πιο πρόσφατη χρονολογία. Σύμφωνα με τον  Gregory Nagy, για παράδειγμα, τα Ομηρικά κείμενα παγιώθηκαν μόλις τον 6ο π.Χ αιώνα. Το ζήτημα της ιστορικότητας του Ομήρου παραμένει ανοικτό, καθώς τα ποιήματα φαίνονται να είναι συγκεντρώσεις ιστοριών οι οποίες μεταδόθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά. 

Το 2008, οι Marcelo O. Magnasco και Constantino Baikouzis στο πανεπιστήμιο του Rockefeller χρησιμοποίησαν στοιχεία από το κείμενο και αστρονομικά δεδομένα για να καθορίσουν το χρόνο που ο Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη:


Το πρώτο στοιχείο είναι ότι ο Οδυσσέας βλέπει την Αφροδίτη (πλανήτη) λίγο πριν το χάραμα όταν φτάνει στην Ιθάκη. Το δεύτερο είναι μια νέα σελήνη την νύχτα πριν την σφαγή των επίδοξων μνηστήρων. Το τελευταίο στοιχείο είναι μια ολική έκλειψη της σελήνης στην Ιθάκη το απόγευμα όταν οι μνηστήρες κάθονται για το γεύμα, σύμφωνα τουλάχιστον με αυτό που υπονοούν τα λόγια του μάντη Θεοκλύμενου, ο οποίος προμηνύει το θάνατό τους. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές θεωρούν ότι αυτά τα στοιχεία ξεπερνάνε την απλή σύμπτωση, και ότι η χρονολογία στην οποία συγκλίνουν είναι  16 Απριλίου 1178 π.Χ. Αυτή η χρονολογία τοποθετεί την καταστροφή της Τροίας 10 χρόνια πριν, το 1188 π.Χ, που βρίσκεται κοντά στην αρχαιολογική ημερομηνία καταστροφής της Τροίας VIIa, το 1190 π.Χ.


Γεωγραφία της Οδύσσειας


Χάρτης της Ομηρικής Ελλάδας


Μπορεί να αμφισβητηθεί το κατά πόσο η Οδύσσεια προορίζεται να εκληφθεί ως πραγματικό γεγονός. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο ποιητής οριοθετεί συγκεκριμένα τη διαδρομή από κάθε τόπο στο επόμενο και αν τα μέρη είναι πραγματικά. Ακόμα και αν ήταν οι γεωλογικές αλλαγές θα μπορούσαν να κάνουν τα σημεία αναγνώρισης εξαιρετικά δυσεύρετα. Για τους λόγους αυτούς οι γνώμες των ειδικών και των μελετητών σχετικά με την γεωγραφία της Οδύσσειας ποικίλουν σημαντικά, με κάποιους να πιστεύουν ότι το όλο ταξίδι του Οδυσσέα ανήκει καθαρά στο χώρο του φανταστικού.


Η Ομηρική Ιθάκη


[http://www.odysseus-unbound.org/results.html]


Θεωρίες σχετικά με τη θέση της Ομηρικής Ιθάκης έχουν διατυπωθεί ήδη από τον 2ο αιώνα π. Χ. μέχρι και πρόσφατα. Μια από τις πιο πρόσφατες είναι αυτή του ερασιτέχνη Βρετανού αρχαιολόγου Robert Bittlestone, 1998. Χρησιμοποιώντας σύγχρονη τεχνολογία τρισδιάστατης φωτογράφισης της Nasa διαπίστωσε ότι το δυτικό τμήμα της Κεφαλονιάς (Παλική χερσόνησος) πιθανώς να ήταν κάποτε αποκομμένο από το κυρίως νησί και ότι στη συνέχεια συνενώθηκε με σεισμούς.


[http://news.bbc.co.uk/2/hi/uk/4293786.stm]


Στους μεγάλους σεισμούς του 1953 στην Κεφαλονιά, μετρήθηκε ότι το νησί ανυψώθηκε περίπου κατά 60 εκατοστά. Η παλιότερη στάθμη της θάλασσας φαίνεται στα πετρώματα σε διάφορα σημεία. Για να ήταν όμως το αριστερό τμήμα της Κεφαλονιάς (Παλική χερσόνησος) κάποτε ξεχωριστό νησί, θα έπρεπε το συγκεκριμένο θαλάσσιο πέρασμα να είχε ανυψωθεί αρκετές δεκάδες μέτρα. Αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί, προφανώς θα είχε αφήσει ίχνη στη στρωματογραφία της περιοχής. Κατά πάσα λοιπόν πιθανότητα όταν ο Όμηρος λέει ότι η Ιθάκη του Οδυσσέα ήταν το ακρότατο προς τη Δύση νησί, αναφέρει την Κεφαλονιά (Σάμη), έστω κι αν το αριστερό της τμήμα αποτελούσε ένα ξεχωριστό βασίλειο τότε γνωστό ως Ιθάκη. Ωστόσο, όταν αναφέρεται στην Ιθάκη της εποχής του, ο Όμηρος την περιγράφει χαρακτηριστικά με το βαθύ κόλπο στο μέσο (Φόρκυς) και τα δυο βουνά πάνω και κάτω (Νήριτον και Νήιον). Επομένως, το εύλογο συμπέρασμα είναι πως η "Ιθάκη"του Οδυσσέα ήταν η Κεφαλονιά, και ότι η Ιθάκη συνδέθηκε μετέπειτα με την Οδύσσεια για κάποιους λόγους, είτε ιστορικής ταύτισης, είτε ποιητικής άδειας.

Ταταξίδια

Τα παρακάτω αποσπάσματα της Οδύσσειας από εδώ:

Φαίακες

Ο Οδυσσέας ξεκινάει την αφήγησή του από τη χώρα των Φαιάκων (ο τελευταίος του σταθμός πριν την επιστροφή του στην Ιθάκη).

Η χώρα των Φαιάκων λεγόταν Σχέρια:

αὐτὰρἈθήνη

βῆῥ᾽ἐςΦαιήκωνἀνδρῶνδῆμόντεπόλιντε,

οἳπρὶνμένποτ᾽ἔναιονἐνεὐρυχόρῳὙπερείῃ,

ἀγχοῦΚυκλώπωνἀνδρῶνὑπερηνορεόντων,

οἵσφεαςσινέσκοντο, βίηφιδὲφέρτεροιἦσαν.

ἔνθενἀναστήσαςἄγεΝαυσίθοοςθεοειδής,

εἷσεν δὲ Σχερίῃ


Κι η Αθηνά ξεκίνησε στη χώρα των Φαιάκων,

που πρώτα στην απλόχωρη Υπέρεια κατοικούσαν,

παράδιπλα στους Κύκλωπες, ανθρώπους αλαζόνες,

που όντας περίσσια δυνατοί πολλά κακά τους φτιάναν.

Κι ο θεόμορφος Ναυσίθοος τους πήρε στη Σκερία…


Ο λαός αυτός περιγράφεται να είναι κάπου μακριά:

οὐκ ἔσθ᾽ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτὸς οὐδὲ γένηται,

ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται

δηιοτῆτα φέρων· μάλα γὰρ φίλοι ἀθανάτοισιν.

οἰκέομεν δ᾽ ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,

ἔσχατοι, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος.


δε ζει στον κόσμο ο άνθρωπος, κι ούτε ποτές θα υπάρξει

που θα ΄ρθει εδώ τον πόλεμο στους Φαίακες να φέρει·

γιατί εμάς οι αθάνατοι πολύ μας αγαπάνε,

Απόμακρα στου πέλαγου την άκρη κατοικάμε,

και με τα μας άλλοι θνητοί δε σμίγουν εδώ πέρα.


Περιγράφονται δε ως λαός φιλειρηνικός:

οὐ γὰρ Φαιήκεσσι μέλει βιὸς οὐδὲ φαρέτρη,
ἀλλ᾽ ἱστοὶ καὶ ἐρετμὰ νεῶν καὶ νῆες ἐῖσαι,

ᾗσιν ἀγαλλόμενοι πολιὴν περόωσι θάλασσαν.


τι οι Φαίακες δεν αγαπούν σαγίτες και δοξάρια,
μόνε κατάρτια και κουπιά και πλοία καλοφτιασμένα,

που χαίρουνταί τα, τους αφρούς της θάλασσας περνώντας.


Παρακάτω ο Οδυσσέας τους λέει πώς έφτασε σε αυτούς από την Καλυψώ:

ἀργαλέον, βασίλεια, διηνεκέως ἀγορεῦσαι

κήδε᾽, ἐπεί μοι πολλὰ δόσαν θεοὶ Οὐρανίωνες·

τοῦτο δέ τοι ἐρέω ὅ μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.

Ὠγυγίητις νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται·

ἔνθα μὲν Ἄτλαντος θυγάτηρ, δολόεσσα Καλυψὼ

ναίει ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεός· οὐδέ τις αὐτῇ

μίσγεται οὔτε θεῶν οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων...


ἔνθα μὲν ἑπτάετεςμένον ἔμπεδον, εἵματα δ᾽ αἰεὶ

δάκρυσι δεύεσκον, τά μοι ἄμβροτα δῶκε Καλυψώ·

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ὀγδόατόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν,

καὶ τότε δή μ᾽ ἐκέλευσεν ἐποτρύνουσα νέεσθαι…


ἑπτὰ δὲ καὶ δέκαμὲν πλέον ἤματα ποντοπορεύων,

ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾽ ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα

γαίης ὑμετέρης…


Είναι βαρύ, ω βασίλισσα, να διηγηθώ ένα ένα

τα πάθια μου, τ΄ οι θεοί πολλά μου δώκαν οι επουράνιοι

αυτά μονάχα θα σου πω, που ρώτηξες να μάθεις.

Είναι μακριά στα πέλαγα κάποιο νησί, Ωγυγία,

που η μαριόλα η Καλυψώ, του Άτλαντα η θυγατέρα,

πανώρια, μα και φοβερή θεά το ΄χει λημέρι·

μήτε θεοί μήτε θνητοί μ΄ αυτή δε συντροφιάζουν…


θρόνους εφτά κρατιόμουνα, και τα σκουτιά που εκείνη

μου χάριζε τ΄ αχάλαστα, τα πότιζα με δάκρυα·

μα σα γυρίσαν κι ήρθανε τα οχτώ τα χρόνια, τότες

με παρακίναε κι έλεγε στη γης μου να μισέψω·…


Μέρες στα πέλαα δεκαφτά αρμενίζοντας πλανιόμουν,

στις δεκοχτώ φανήκανε ομπροστά μου τα ισκιωμένα

βουνά της γης σας…


Αν ο Οδυσσέας έκανε 18 μέρες να φτάσει από την χώρα της Καλυψούς στη χώρα των Φαιάκων, τότε πρόκειται για μια πολύ μεγάλη απόσταση (ίσως και 1000 ναυτικά μίλα).

πομπὴν δ᾽ ἐς τόδ᾽ ἐγὼ τεκμαίρομαι, ὄφρ᾽ ἐὺ εἰδῇς,

αὔριον ἔς· τῆμος δὲ σὺ μὲν δεδμημένος ὕπνῳ

λέξεαι, οἱ δ᾽ ἐλόωσι γαλήνην, ὄφρ᾽ ἂν ἵκηαι

πατρίδα σὴν καὶ δῶμα, καὶ εἴ πού τοι φίλον ἐστίν,

εἴ περ καὶ μάλα πολλὸν ἑκαστέρω ἔστ᾽ Εὐβοίης,

τήν περ τηλοτάτω φάσ᾽ ἔμμεναι, οἵ μιν ἴδοντο

λαῶν ἡμετέρων, ὅτε τε ξανθὸν ῾Ραδάμανθυν

ἦγον ἐποψόμενον Τιτυὸν Γαιήιον υἱόν.


Ξέρε πως αύριο συνοδειά θα βάλω να σε πάρουν·

θα κείτεσαι πηγαίνοντας και θα γλυκοκοιμάσαι,

κι αυτοί τ΄ ατάραγα νερά θα σκίζουν ως να φτάσεις

στη γης σου και στα σπίτια σου, κι όπου αγαπάς, μα ας είναι

ακόμα πιο μακρύτερα το μέρος κι απ΄ την Εύβοια,

που λεν στην άκρη βρίσκεται του κόσμου όσοι την είδαν

απ΄ τους δικούς μας, τον ξανθό Ραδάμανθη σαν πήραν,

να πάει να δει τον Τιτυό που γιος είναι της Γαίας.


Το τελευταίο απόσπασμα περιπλέκει μάλλον τα πράγματα: Η βασίλισσα Αρήτη των Φαιάκων αναρωτιέται αν η Ιθάκη βρίσκεται μακρύτερα από την Εύβοια. Αυτό τοποθετεί τους Φαίακες από την άλλη μεριά της Μεσογείου (προς Αίγυπτο και Ερυθρά θάλασσα!) Αν απλά εννοεί ότι η Ιθάκη απέχει από τη χώρα των Φαιάκων όσο και η Εύβοια από την Ιθάκη, τότε μια καλή τοποθεσία για τη Σχέρια των Φαιάκων είναι η αρχαία Ischeria (Ischia) στην περιοχή της σημερινής Νάπολης της Ιταλίας. Πιθανώς, αυτό το απόσπασμα φαίνεται να είναι μεταγενέστερο.

Σε κάθε πάντως περίπτωση, ο Όμηρος αναφέρει επίσης πως όταν ο Οδυσσέας έφυγε από τους Φαίακες για να πάει στην Ιθάκη, το ταξίδι διήρκεσε ένα βράδυ, από το σούρουπο έως και το χάραμα της επομένης μέρας. Το πλοίο των Φαιάκων, λέει ο Όμηρος, έτρεχε σαν το γεράκι. Αν υποθέσουμε γύρω στα 5 ναυτικά μίλια την ώρα ταχύτητα για ένα γρήγορο πλοίο της εποχής με πανιά και αρκετούς κωπηλάτες, κατά τη διάρκεια μιας νύκτας (10-12 ώρες) θα μπορούσε να είχε διανύσει 50-60 ναυτικά μίλια.  Η απόσταση Κέρκυρα- Ιθάκη είναι γύρω στα 80 ναυτικά μίλια. Επομένως η Κέρκυρα ταιριάζει άριστα ως υποψήφια για τη χώρα των Φαιάκων. Ωστόσο, ήδη από την εποχή του Ομήρου η Κέρκυρα ήταν γνωστή με το σημερινό της όνομα. Ακόμα δε και στις πινακίδες της γραμμικής Β, από την εποχή του Οδυσσέα και των Μυκηναίων, αναφέρεται ένας λαός ως ko-ro-ku-ra-i-jo. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τους Κερκυραίους. Δεν αποκλείεται λοιπόν πριν ή κατά τη διάρκεια των μυκηναϊκών χρόνων η Κέρκυρα να κατοικούταν από έναν μη ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος ονόμαζε το νησί Σχέρια, και ο οποίος τελικά μετανάστευσε από την Κέρκυρα στην Ιταλία, στην περιοχή όπου και έμεινε μετέπειτα γνωστή ως Σχέρια (Ischeria ή Iscia στον κόλπο της Νάπολης). Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την αναντιστοιχία ανάμεσα στην ομηρική Σχέρια (που τότε πλέον ήταν στην Ιταλία) και στη μυκηναϊκή Σχέρια (που ακόμα ήταν το όνομα που οι παλιότεροι κάτοικοί της Κέρκυρας την αποκαλούσαν). Αυτό επίσης εξηγεί και γιατί ο Όμηρος αναφέρει αλλού πως ήταν ένα νησί που βρισκόταν μακριά. Η Κέρκυρα ίσως άργησε να εξελληνιστεί σε σχέση με τα υπόλοιπα επτάνησα, και ουσιαστικά παρέμεινε ανεξάρτητη ακόμα και στην κλασσική περίοδο.

Κίκονες

Ἰλιόθενμε φέρων ἄνεμος Κικόνεσσιπέλασσεν,

Ἰσμάρῳ. ἔνθα δ᾽ ἐγὼ πόλιν ἔπραθον, ὤλεσα δ᾽ αὐτούς·



Οι Κίκονες ήταν Θρακικός λαός που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα στη Βιστονίδα λίμνη και τις εκβολές του ποταμού Έβρου. Για πρώτη φορά οι Κίκονες αναφέρονται από τον Όμηρο. Στην Ιλιάδα μνημονεύονται ως σύμμαχοι των Τρώων. Στην Οδύσσεια αναφέρονται ως το πρώτο «επεισόδιο» στις περιπλανήσεις του Οδυσσέα, αφού έφυγε από την Τροία. Κατά τη σχετική εξιστόρηση, οι Κίκονες ήταν πολυάριθμοι, επιδέξιοι πολεμιστές. Εκδικήθηκαν τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, οι οποίοι είχαν καταστρέψει την πόλη τους Ίσμαρο, σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να φύγουν νύχτα από τη χώρα τους.

[http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CF%82]

Λωτοφάγοι



Ο Οδυσσέας έκανε 10 μέρες να φτάσει στους Λωτοφάγους, χωρίς να αναφέρεται από πού ξεκίνησε. Η απόσταση από τα Κύθηρα μέχρι τους Λωτοφάγους είναι γύρω στα 600 ναυτικά μίλια, οπότε ένα ταξίδι 10 ημερών είναι λογικό. Πάντως, με μια καλή πεντηκόντορο κι ευνοϊκό καιρό, αυτό το χρονικό διάστημα είναι αρκετό για να διανυθεί όλο το Αιγαίο, από τους Κίκονες στο Βορρά μέχρι τις ακτές της Βόρειας Αφρικής στο Νότο. Το πιο πιθανό είναι πάντως ότι αν ο Οδυσσέας ξεκίνησε από τους Κίκονες για τους Λωτοφάγους (απόσταση γύρω στα 1000 ναυτικά μίλια), θα το έκανε με έναν τουλάχιστον ενδιάμεσο σταθμό, για παράδειγμα στην Σπάρτη ή στην Πύλο.

ἀλλά με κῦμα ῥόος τε περιγνάμπτοντα Μάλειαν

καὶ Βορέης ἀπέωσε, παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων.

ἔνθεν δ᾽ ἐννῆμαρ φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν

πόντον ἐπ᾽ ἰχθυόεντα· ἀτὰρ δεκάτῃἐπέβημεν

γαίης οἵ τ᾽ ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν.


...κύμα και ρέμα και Βοριάς μας βγάζουνε απ΄ το δρόμο, 
και πέρ΄ από τα Κύθηρα στα πέλαα μας πετάνε. 
Μέρες εννιά μας έδερναν οι φοβεροί οι ανέμοι 
μες στα ψαράτα πέλαγα· στις δέκα στα λημέρια 
των Λωτοφάγων ήρθαμε, που θρέφουνται με τ΄ άνθια. 



Οι Λωτοφάγοι είναι μυθικός, φιλόξενος και ειρηνικός λαός της ελληνικής μυθολογίας. Ορισμένοι ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί με την γεωγραφία της Οδύσσειας τοποθετούν το νησί τους κοντά στις ακτές της Β. Αφρικής, περιοχή όπου είναι ευρύτατα διαδεδομένο το φυτό λωτός. Ειδικότερα την λωτοφαγίτιδα νήσο την ταυτίζουν με εκείνη στον Κόλπο της Σύρτης στο μυχό όπου βρίσκεται η σημερινή νήσος Ζέρμπα ή Τζέρμπα, που διοικητικά ανήκει στην Τυνησία. Τα άνθη και οι καρποί του λωτού ήταν η κύρια τροφή των κατοίκων αυτού του νησιού και θεωρούντο σαν ναρκωτικά που προκαλούσαν ειρηνική απάθεια. Τον καρπό αυτό πρόσφεραν στους ταξιδιώτες επισκέπτες τους οι οποίοι στη συνέχεια έχαναν την επιθυμία της επιστροφής στη πατρίδα τους ή τη συνέχιση του ταξιδιού τους.

[http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%86%CE%AC%CE%B3%CE%BF%CE%B9]


Κύκλωπες


ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ·

Κυκλώπωνδ᾽ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων

ἱκόμεθ᾽, οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες ἀθανάτοισιν

οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ᾽ ἀρόωσιν,

ἀλλὰ τά γ᾽ ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται,

πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ᾽ ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν

οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει.

τοῖσιν δ᾽ οὔτ᾽ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες,

ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα

ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος

παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων, οὐδ᾽ ἀλλήλων ἀλέγουσιν.

νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται,

γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ᾽ ἀποτηλοῦ,

ὑλήεσσ᾽· ἐν δ᾽ αἶγες ἀπειρέσιαι γεγάασιν

ἄγριαι·


Βαριόκαρδοι τραβάμε εμπρός, κι ερχόμαστε στα μέρη

που οι δύστροποι κι οι άνομοι Κύκλωπες κατοικούνε·

αυτοί που στους αθάνατους θεούς τ΄ αφήνουν όλα,

και δε φυτεύουν, μήτε γης οργώνουνε απατοί τους,

μόν΄ καθετίς ανέσπαρτο κι ανόργωτο φυτρώνει,

στάρια, κριθάρια, κλήματα που δίνουν το κρασί τους

το σταφυλάτο, κι η βροχή του Δία τα μεγαλώνει.

Βουλές δεν έχουν, σύναξες και νόμους δε γνωρίζουν,

μόνε στων αψηλών βουνών τις άκρες λημεριάζουν,

μέσα σε σπήλια ολόβαθα, και ξέχωρα καθένας

κρίνει γυναίκα και παιδιά, και δεν ψηφάει τους άλλους.

Αγριονήσι απλώνεται παρόξω απ΄ το λιμάνι,
μήτε κοντά μήτε μακριά απ΄ τη χώρα των Κυκλώπων,

δεντρότοπος, κι αγριόγιδα βρίσκουντ΄ εκεί περίσσια…


Οι Κύκλωπες τοποθετούνται ειδικά στη Σικελία. Εντούτοις με αυτό το όνομα αναφέρονται γενικότερα οι κτίστες των μεγαλιθικών κατασκευών της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Κύκλωπες ήρθανε από τη Λυκία και φτιάξανε τείχη και άλλες κατασκευές στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες, γνωστές ως Κυκλώπεια Τείχη. Πρόσφατα άλλωστε έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι η Εποχή του Χαλκού στις ακτές της Ευρώπης στον Ατλαντικό ξεκίνησε από θαλασσοπόρους της Ανατολικής Μεσογείου.

Αίολος

Αἰολίηνδ᾽ ἐς νῆσον ἀφικόμεθ᾽· ἔνθα δ᾽ ἔναιεν

Αἴολος Ἱπποτάδης, φίλος ἀθανάτοισι θεοῖσιν,

πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ· πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος

χάλκεον ἄρρηκτον, λισσὴ δ᾽ ἀναδέδρομε πέτρη.


Στης Αιολίας το νησί τότε ήρθαμε, που ζούσε

του Ιππότη ο γιος ο Αίολος, των θεών αγαπημένος·

νησί πλεούμενο· χαλκός τειχί το περιζώνει,

γερό σε ορθά και γλιστερά θεμελιωμένο βράχια.


Ο Αίολος κρατούσε τους ανέμους μέσα στον ασκό του και τους άφηνε μετά από εντολή του Δία. Ζούσε στη νήσο Αιολία, που είχε χάλκινα τείχη. Το νησί αυτό πιστευόταν ότι ήταν η Στρογγύλη, το σημερινό Στρόμπολι, εξ ου και η ονομασία Αιολίδες Νήσοι για το σύμπλεγμα που ανήκει το Στρόμπολι.

[http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%AF%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%82]


Ο Οδυσσέας λέει πως από τον Αίολο ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής, αλλά με το πού φάνηκε η Ιθάκη ο άνεμος τους ξαναπήρε μακριά:

ἐννῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ,
τῇ δεκάτῃ δ᾽ ἤδη ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα,

καὶ δὴ πυρπολέοντας ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντες·


Μέρες εννιά αρμενίζαμε μερονυχτίς· στις δέκα

αρχίζει πια και φαίνουνταν η γης η πατρική μου,

και τις φωτιές ξανοίγαμε που καίγαν αντικρύ μας.

Πιθανώς λοιπόν ο Οδυσσέας το ταξίδι του το έκανε σε περισσότερες από μία δόσεις. Αν έφτασε έξω από τις ακτές της Ιθάκης τότε προφανώς θα πέρασε από εκεί έστω για λίγο. Ίσως πάλι οι συνθήκες που θα επικρατούσαν στο νησί του να μην ήταν ευνοϊκές (οι μνηστήρες να είχαν ήδη αποσπάσει την εξουσία) ώστε να αναγκάστηκε αμέσως να φύγει. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Οδυσσέας ταξίδευε 10 ολόκληρες μέρες για να φτάσει από το νησί του Αιόλου μέχρι έξω από την Ιθάκη. Αν το νησί του Αιόλου είναι η Σικελία ή κάπου εκεί κοντά τότε η απόσταση από την Ιθάκη είναι γύρω στα 300 ναυτικά μίλια, οπότε θα διένυσαν την απόσταση με 30 ναυτικά μίλια την ημέρα (1.25 κόμβοι ταχύτητα).  Θα θεωρήσουμε ότι ο καιρός μάλλον δεν ήταν ευνοϊκός.

Λαιστρυγόνες

Αφού ο Οδυσσέας επέστρεψε στο νησί του Αιόλου, έφυγε κατευθείαν για τη χώρα των Λαιστρυγόνων.

ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ,

ἑβδομάτῃδ᾽ ἱκόμεσθα Λάμου αἰπὺ πτολίεθρον,

Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, ὅθι ποιμένα ποιμὴν

ἠπύει εἰσελάων, ὁ δέ τ᾽ ἐξελάων ὑπακούει.

ἔνθα κ᾽ ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς,

τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ᾽ ἄργυφα μῆλα νομεύων·

ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι.


ἔνθ᾽ ἐπεὶ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν, ὃν πέρι πέτρη

ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν,

ἀκταὶ δὲ προβλῆτες ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν

ἐν στόματι προύχουσιν, ἀραιὴ δ᾽ εἴσοδός ἐστιν,

ἔνθ᾽ οἵ γ᾽ εἴσω πάντες ἔχον νέας ἀμφιελίσσας.

αἱ μὲν ἄρ᾽ ἔντοσθεν λιμένος κοίλοιο δέδεντο

πλησίαι· οὐ μὲν γάρ ποτ᾽ ἀέξετο κῦμά γ᾽ ἐν αὐτῷ,

οὔτε μέγ᾽ οὔτ᾽ ὀλίγον, λευκὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶ γαλήνη·


Έξ μέρες αρμενίζαμε νύχτα και μέρα το ίδιο,

στις εφτά μέρες φτάνουμε στης Λάμος τ΄ ώριο κάστρο,

στην αψηλή Τηλέπυλο, τω Λαιστρυγόνων χώρα,

που βοσκός μπαίνει και βοσκό που βγαίνει συντυχαίνει.

Άγρυπνος άνθρωπος μιστούς δυο εκεί μπορούσε να ΄χει,

τον έναν βόδια βόσκοντας, κι αρνιά λευκά τον άλλον

τι οι δρόμοι βρίσκουνται κοντά της νύχτας και της μέρας.


Στ΄ ώριο λιμάνι μπήκαμε που βράχοι το τειχίζουν

τετράψηλοι κι από τη μια πλευρά κι από την άλλη,

κι άκρες προβάλλουν πεταχτές αντίκρυ η μια της άλλης

στη θάλασσα, κι είναι στενό του λιμανιού το έμπα·

κει μέσα φέρανε όλοι τους τα δίπλωρα καράβια.

Κοντά κοντά τα δέσανε μες στο βαθιό λιμιώνα,

τι κύμα εκεί δε φούσκωνε μικρό μήτε μεγάλο,

παρά γαλήνη απλώνονταν ολόλευκη παντούθε.


Οι Λαιστρυγόνες θεωρούνται μυθικός λαός άγριων, ανθρωποφάγων με σώμα γιγάντιο, που κατοικούσαν στη μακρινή Λαιστρυγονία, που βρισκόταν σε ασαφή τοποθεσία της Δυτικής Μεσογείου. Σύμφωνα με μία άποψη, η Τηλέπυλος ήταν η προ-Φοινικική Καρχηδόνα και η Λαιστρυγονία αντίστοιχα η σύγχρονη Τυνησία. Μια άλλη εναλλακτική είναι η Σαρδηνία. Τόσο η Καρχηδόνα όσο και η Σαρδηνία ισαπέχουν από "Ανατολή και Δύση" (έτσι ώστε όπως λέει ο Όμηρος οι δρόμοι της μέρας και της νύκτας ήταν ίσιοι).

Το ταξίδι του Οδυσσέα από το νησί του Αιόλου μέχρι την Τηλέπυλο των Λαιστρυγόνων, σύμφωνα με τον Όμηρο, διήρκεσε 7 μέρες. Η Σικελία από τη Σαρδηνία ή από την Καρχηδόνα απέχει γύρω στα 250 ναυτικά μίλια. Επομένως έχουμε πάλι μια ταχύτητα των 30-40 περίπου ναυτικών  μιλίων τη μέρα (1.5 κόμβοι). 

Κίρκη

Αἰαίηνδ᾽ἐςνῆσονἀφικόμεθ᾽·ἔνθαδ᾽ἔναιε

Κίρκηἐυπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα,

αὐτοκασιγνήτη ὀλοόφρονος Αἰήταο·

ἄμφω δ᾽ ἐκγεγάτην φαεσιμβρότου Ἠελίοιο

μητρός τ᾽ ἐκ Πέρσης, τὴν Ὠκεανὸς τέκε παῖδα.


Στην Αία τότες ήρθαμε, νησί που κατοικούσε

η Κίρκη, η ωριόμαλλη θεά, κι η ανθρωπολαλούσα,

του Αιήτη του κακόβουλου η φοβερή αυταδέρφη.

Γονιοί τους και των δυονών ο φωτιστής ο Ήλιος

κι η Πέρση, που του Ωκεανού παινιόταν θυγατέρα.


εἶδον γὰρ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθὼν

νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται·

αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ κεῖται·


νέβηκα στο ξάγναντο που είναι όλο βράχια και είδα,

νησί που ατέλειωτα κρατούν πέλαα στεφανωμένο·

νησίστρωμένοχαμηλά


Ο Απολλώνιος της Ρόδου εντοπίζει το νησί της Κίρκης στην Αιθαλία (νήσος Elba), απέναντι από τις ακτές της Δυτικής Ιταλίας. Αργότερα ταυτίστηκε με το Cape Circeo (ακρωτήριο Circaeum) στη δυτική ακτή της Ιταλίας, περίπου 100 χιλιόμετρα νότια της Ρώμης, που μπορεί να έμοιαζε με νησί λόγω των βάλτων της περιοχής. Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει μια σπηλιά στο  ακρωτήριο αυτής της περιοχής ως "Grotta della Maga Circe" (σπηλιά της Κίρκης) και μια δεύτερη σπηλιά στο γειτονικό  νησί Ponza. Πιστεύεται ότι η Κίρκη είχε την καλοκαιρινή της κατοικία στο Monte Circeo και τη χειμερινή της κατοικία στο Ponza, που πιθανώς ταυτίζεται με την Αία.

Άδης

Θεωρητική αναπαράσταση του χαμένου κομματιού του Tabula Peutingeriana (χάρτης από τη Ρωμαϊκή εποχή), όπου φαίνονται οι Στήλες του Ηρακλέους (Columne Ercole).

διογενὲςΛαερτιάδη, πολυμήχαν᾽Ὀδυσσεῦ,

μηκέτινῦνἀέκοντεςἐμῷἐνὶμίμνετεοἴκῳ.

ἀλλ᾽ἄλληνχρὴπρῶτονὁδὸντελέσαικαὶἱκέσθαι

εἰςἈίδαοδόμουςκαὶἐπαινῆςΠερσεφονείης,

ψυχῇχρησομένουςΘηβαίουΤειρεσίαο,

μάντηοςἀλαοῦ, τοῦτεφρένεςἔμπεδοίεἰσι·

τῷκαὶτεθνηῶτινόονπόρεΠερσεφόνεια,

οἴῳπεπνῦσθαι, τοὶδὲσκιαὶἀίσσουσιν.


Διογέννητε του Λαέρτη γιε, πολύτεχνε Οδυσσέα,

δε θέλω πια να μένετε με το στανιό κοντά μου.

Όμως κι έν΄ άλλο πρώτα εσείς θα κάμετε ταξίδι·

στης Περσεφόνης της σκληρής και στου Άδη τα λημέρια

θα πάτε, τα μελλούμενα ν΄ ακούστε απ΄ το Θηβαίο

τον Τειρεσία, τον τυφλό μάντη που ο νους του ακόμα

κρατιέται, τι κι αν πέθανε, τη γνώση η Περσεφόνη

του φύλαξε, και δε γυρνάει σαν ίσκιος με τους άλλους.


διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,

μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ παρὰ νηὶ μελέσθω,

ἱστὸν δὲ στήσας, ἀνά θ᾽ ἱστία λευκὰ πετάσσας

ἧσθαι· τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ Βορέαο φέρῃσιν.

ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἂν δὴ νηὶ δι᾽ Ὠκεανοῖο περήσῃς,

ἔνθ᾽ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης,

μακραί τ᾽ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι,

νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾽ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ,

αὐτὸς δ᾽ εἰς Ἀίδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα.

ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσιν

Κώκυτός θ᾽, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ,

πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων·


Διογέννητε του Λαέρτη γιε, πολύτεχνε Οδυσσέα,

για οδηγητή μη νοιάζεσαι του μαύρου καραβιού σου·

στήσ΄ το κατάρτι, τέντωσε τ΄ άσπρα πανιά, και κάθου·

θα σου φυσήξει μια ο Βοριάς, κι εκεί το πλοίο θα φέρει,

Μα το βαθύ καθώς διαβείς Ωκεανό και φτάσεις

στον άγριον όχτο και στ΄ αχνά της Περσεφόνης δάσια,

με τις ιτιές τις άκαρπες και τις ψηλές τις λεύκες,

άραξ΄ εκεί το πλοίο σου στου Ωκεανού την άκρη,

και στου Άδη κίνησε να πα τ΄ αραχνιασμένο σπίτι,

Εκεί ο Πυριφλεγέθοντας στου Αχέροντα το ρέμα

κυλιέται με τον Κωκυτό που πέφτει από τη Στύγα,

κι ο βράχος που βαρύβροντα τα δυο ποτάμια σμίγουν.



"πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων:"


Τα δυο μεγάλα θορυβώδη ποτάμια είναι προφανώς οι δύο θάλασσες, η Μεσόγειος και ο Ατλαντικός. Ο βράχος ανάμεσα δεν μπορεί να εντοπιστεί στο Στενό του Γιβραλτάρ, εκτός κι αν επρόκειτο για ένα ακρωτήρι είτε από την Ευρωπαϊκή είτε από την Αφρικανική μεριά. 


Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία που υιοθέτησε από τους Ετρούσκους και τους Ρωμαίους, ο δέκατος άθλος του Ηρακλή ήταν να φέρει τα βόδια του Γηρυόνη από τη μακρινή Δύση πίσω στον Ευρυσθέα. Ένα χαμένο απόσπασμα του Πινδάρου που αναφέρεται από τον Στράβωνα λέει για τις Στήλες που ο Πίνδαρος αποκαλεί "Πύλες του Άδη"όταν βεβαιώνει πως ήταν το απώτατο σημείο στο οποίο έφτασε ο Ηρακλής. Υπάρχει δε μια ένα προς ένα αντιστοιχία ανάμεσα στον Ηρακλή και στο Φοινικικό θεό Melqart από την εποχή του Ηροδότου, καθώς οι "Στήλες του Melqart"κοντά στο Gades/Gádeira (σύγχρονο Cadiz) ήταν ευρέως γνωστές ως οι πραγματικές Ηράκλειες Στήλες.



Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει απαραίτητα πως ο Οδυσσέας έφτασε στο Γιβραλτάρ. Από την άλλη μεριά οι όποιες αναντιστοιχίες υπάρχουν στην Οδύσσεια ίσως να οφείλονται στη συρραφή περιγραφών διαφορετικών ταξιδιών. Αν θεωρήσουμε μια μέση διανυόμενη απόσταση τη φορά γύρω στα 300 ναυτικά μίλια και μια μέση ταχύτητα (με τις όποιες στάσεις) γύρω στα 30 ναυτικά μίλια την ημέρα, η απόσταση από τη Σικελία, για παράδειγμα μέχρι το Γιβραλτάρ  (περίπου 1000 ναυτικά μίλια) θα έπρεπε να σπάσει σε 3 κομμάτια- μια ενδιάμεση στάση στο ύψος της Σαρδηνίας-Κορσικής-Καρχηδόνας,  και μια ακόμα κάπου στο ύψος των Βαλεαρίδων νήσων. Από αυτό το ύψος θα έμεναν άλλα 500 περίπου ναυτικά μίλια μέχρι το Γιβραλτάρ. 

Σειρήνες

Σειρῆναςμὲνπρῶτονἀφίξεαι, αἵῥάτεπάντας

ἀνθρώπουςθέλγουσιν, ὅτιςσφεαςεἰσαφίκηται.


και πρώτα ταξιδεύοντας θα φτάσεις στις Σειρήνες,

που όλους μαγεύουν τους θνητούς που λάχουνε κοντά τους·


Στην Ελληνική μυθολογία, οι Σειρήνες ήταν επικίνδυνα και όμορφα πλάσματα, και αναπαρίστανται ως γυναίκες που παρέσυραν τους περαστικούς ναύτες με τη μαγευτική μουσική και τις φωνές τους, με αποτέλεσμα αυτοί να ναυαγούν στις βραχώδεις ακτές των νησιών των Σειρήνων. Οι Ρωμαίοι λυρικοί τις ταύτισαν με τις νησίδες Sirenum scopuli και την Anthemusa (Ανθεμόεσσα), είτε στο Cape Pelorum ή στις λεγόμενες Sirenuse (τα νησιά Li Galli, στην περιοχή του Σαλέρνο), ή στο Capreae. 



Όλες αυτές οι περιοχές ήταν περικυκλωμένες από βράχια στις ακτές. Με αυτήν την έννοια, οι Σειρήνες θα μπορούσαν να ταυτιστούν με οποιοδήποτε βραχώδες μέρος της ακτής ή με οποιεσδήποτε βραχονησίδες. 

Πλαγκτέςπέτρες

αὐτὰρἐπὴνδὴτάςγεπαρὲξἐλάσωσινἑταῖροι,

ἔνθατοιοὐκέτ᾽ἔπειταδιηνεκέωςἀγορεύσω,

ὁπποτέρηδήτοιὁδὸςἔσσεται, ἀλλὰκαὶαὐτὸς

θυμῷβουλεύειν·ἐρέωδέτοιἀμφοτέρωθεν.

ἔνθενμὲνγὰρπέτραιἐπηρεφέες, προτὶδ᾽αὐτὰς

κῦμαμέγαῥοχθεῖκυανώπιδοςἈμφιτρίτης·

Πλαγκτὰςδήτοιτάςγεθεοὶμάκαρεςκαλέουσι.


και το καράβι σου απ΄ εκεί σα σώσει να περάσει,

δε σου ορμηνεύω πια από πού το δρόμο σου να πάρεις

ατός σου κρίνε· εγώ τους δυο θα σου εξηγήσω δρόμους.

Από τη μια είναι κρεμαστές οι πέτρες που ολοένα

 με κύματα η γλαυκόματη τις δέρνει η Αμφιτρίτη·

αυτές Πλανούμενες τις λεν οι θεοί οι μακαρισμένοι.


Σκύλλα και Χάρυβδη


οἱ δὲ δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει

ὀξείῃ κορυφῇ, νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε

κυανέη· τὸ μὲν οὔ ποτ᾽ ἐρωεῖ, οὐδέ ποτ᾽ αἴθρη

κείνου ἔχει κορυφὴν οὔτ᾽ ἐν θέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρῃ.

οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνὴρ οὐδ᾽ ἐπιβαίη,

οὐδ᾽ εἴ οἱ χεῖρές τε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν·

πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐικυῖα.

μέσσῳ δ᾽ ἐν σκοπέλῳ ἔστι σπέος ἠεροειδές,

…ἔνθα δ᾽ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα.


Από την άλλη, οι βράχοι οι δυο, που ο ένας ανεβαίνει

στους ουρανούς, κι η σουβλερή κορφή του τους αγγίζει

μαύρη τον ζώνει συννεφιά, που πάντα ΄ναι απλωμένη,

μηδέ λαμπρύνει η ξαστεριά ποτές το μέτωπό του,

μα ας είναι θερισμού καιρός, ας είναι χινοπώρι.

Ν΄ ανέβη εκεί ή να κατεβεί θνητός δε θα μπορούσε

ποτές κανένας, κι είκοσι χέρια και πόδια αν είχε·

γιατ΄ είναι ο βράχος γλιστερός, σαν πέτρα λιστρωμένη

και σπήλιο ανοίγει σκοτεινό μες στην καρδιά του βράχου,

… Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει·


τὸν δ᾽ ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει, Ὀδυσσεῦ.

πλησίον ἀλλήλων· καί κεν διοϊστεύσειας.

τῷ δ᾽ ἐν ἐρινεὸς ἔστι μέγας, φύλλοισι τεθηλώς·

τῷ δ᾽ ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ.

τρὶς μὲν γάρ τ᾽ ἀνίησιν ἐπ᾽ ἤματι, τρὶς δ᾽ ἀναροιβδεῖ

δεινόν· μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειεν·

οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ᾽ ὑπὲκ κακοῦ οὐδ᾽ ἐνοσίχθων.

ἀλλὰ μάλα Σκύλλης σκοπέλῳ πεπλημένος ὦκα

νῆα παρὲξ ἐλάαν, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν

ἓξ ἑτάρους ἐν νηὶ ποθήμεναι ἢ ἅμα πάντας.᾽


τὸν δ᾽ ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει, Ὀδυσσεῦ.

πλησίον ἀλλήλων· καί κεν διοϊστεύσειας.

τῷ δ᾽ ἐν ἐρινεὸς ἔστι μέγας, φύλλοισι τεθηλώς·

τῷ δ᾽ ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ.

τρὶς μὲν γάρ τ᾽ ἀνίησιν ἐπ᾽ ἤματι, τρὶς δ᾽ ἀναροιβδεῖ

δεινόν· μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειεν·

οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ᾽ ὑπὲκ κακοῦ οὐδ᾽ ἐνοσίχθων.

ἀλλὰ μάλα Σκύλλης σκοπέλῳ πεπλημένος ὦκα

νῆα παρὲξ ἐλάαν, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν

ἓξ ἑτάρους ἐν νηὶ ποθήμεναι ἢ ἅμα πάντας.᾽


Τον άλλο χαμηλότερο, Οδυσσέα, θα δεις το βράχο·

κοντά ΄ναι οι δυο τους, θα ΄φτανε η σαγίτα σου να ρίξεις.

Μεγάλος είναι ορνιός εκεί, μυριόφυλλος, και κάτου

η θεία η Χάρυβδη ρουφάει το μελανό το κύμα.

Τη μέρα τρεις φορές ξερνάει, και τρεις φορές ρουφάει·

να μη σου τύχη και βρεθείς την ώρα που ρουφήξει,

τι δε θα σε ξεγλίτωνε μηδέ του κόσμου ο σείστης.

Μόν΄ ζύγωνε το πλοίο ευτύς προς τη Σπηλιά της Σκύλλας,

και πέρναε, τι καλύτερο να κλαις έξι συντρόφους

του καραβιού παρά όλοι τους μαζί ν΄ αφανιστούνε.


Ήλιος (τα βόδια του)

Θρινακίηνδ᾽ ἐς νῆσον ἀφίξεαι· ἔνθα δὲ πολλαὶ

βόσκοντ᾽ Ἠελίοιο βόες καὶ ἴφια μῆλα,

ἑπτὰ βοῶν ἀγέλαι, τόσα δ᾽ οἰῶν πώεα καλά,

πεντήκοντα δ᾽ ἕκαστα. γόνος δ᾽ οὐ γίγνεται αὐτῶν,

οὐδέ ποτε φθινύθουσι. θεαὶ δ᾽ ἐπιποιμένες εἰσίν,

νύμφαι ἐυπλόκαμοι, Φαέθουσά τε Λαμπετίη τε,

ἃς τέκεν Ἠελίῳ Ὑπερίονι δῖα Νέαιρα.

τὰς μὲν ἄρα θρέψασα τεκοῦσά τε πότνια μήτηρ

Θρινακίην ἐς νῆσον ἀπῴκισε τηλόθι ναίειν,

μῆλα φυλασσέμεναι πατρώια καὶ ἕλικας βοῦς.

τὰς εἰ μέν κ᾽ ἀσινέας ἐάᾳς νόστου τε μέδηαι,

ἦ τ᾽ ἂν ἔτ᾽ εἰς Ἰθάκην κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε·

εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾽ ὄλεθρον,

νηί τε καὶ ἑτάροις· αὐτὸς δ᾽ εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς,

ὀψὲ κακῶς νεῖαι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους.᾽


Κατόπι στο καλό νησί της Θρινακίας θα φτάσεις.

Βόδια εκεί βόσκουνε πολλά κι αρνιά παχιά του Ήλιου,

εφτά κοπές βοδιών, εφτά καλών αρνιών κοπάδια,

πενήντα καθεμιά κοπή, κι αυτά μήτε γεννούνε,

και μήτε λιγοστεύουνε· και θεές τα κυβερνάνε,

δυο νύφες ωριοπλέξουδες, Φαέθουσα, Λαμπέτια,

του Ήλιου του Υπερίονα και της Νεαίρας κόρες.

Η μάνα που τις γέννησε και γλυκοανάθρεψέ τις,

πα στο νησί τις έβαλε της Θρινακίας να ζούνε,

τα γονικά τους πρόβατα και βόδια να φυλάγουν.

[ Αυτά αν τ΄ αφήσεις άβλαβα, και θες το γυρισμό σου,

όσο πολλά κι αν πάθετε, πάλε στο Θιάκι πάτε·

μα αν τα πειράξεις, πρόσμενε ξολοθρεμό στο πλοίο

και στους συντρόφους· ίδιος σου μπορείς να ξεγλιτώσεις,

μα αργά θα φτάσεις κι άσκημα, κι από συντρόφους έρμος.]


Η Θρινακία ονομάζεται επίσης Trinacria ή Thrinacie, και για αυτό την έχουν ταυτίσει με τη Σικελία (το νησί με τις τρεις άκρες). Αν δεχτούμε αυτήν την ετυμολογία, θα μπορούσε επίσης να σημαίνει χερσόνησος με τρεις άκρες ή ακόμα και μέρος με τρεις κορφές. 


(Η Ταρτερσσός και τα πέντε(;) Ομηρικά ποτάμια: Στυξ (Tagus;), Αχέρων, Κωκυττός (Guaalquivir;), Φλεγέθων, Λήθη)


Η περιπέτεια πάντως του Οδυσσέα με τα βόδια του Ήλιου, θυμίζει το δέκατο άθλο του Ηρακλή με τα βόδια του γίγαντα Γηρυόνη. Αυτός ήταν εγγονός της Μέδουσας και κατοικούσε στη μυθική Ερυθεία των Εσπερίδων, νύμφες που κατοικούσαν στη Δυτική άκρη του κόσμου. Σύμφωνα δε με το Στησίχορο καθώς και με τον Στράβωνα, οι Εσπερίδες ταυτίζονται με τη μυθική Τάρτεσσο, στη Νότια Ισπανία, λίγοέξω από τις Στήλες του Ηρακλέους (ή Πύλες του Άδη), εκεί που βρίσκεται το σημερινό Cádiz.

Καλυψώ

ἑξῆμαρμὲνἔπειταἐμοὶἐρίηρεςἑταῖροι

δαίνυντ᾽Ἠελίοιοβοῶνἐλάσαντεςἀρίστας·

ἀλλ᾽ὅτεδὴἕβδομονἦμαρἐπὶΖεὺςθῆκεΚρονίων,

καὶτότ᾽ἔπειτ᾽ἄνεμοςμὲνἐπαύσατολαίλαπιθύων,

ἡμεῖςδ᾽αἶψ᾽ἀναβάντεςἐνήκαμενεὐρέιπόντῳ,

ἱστὸνστησάμενοιἀνάθ᾽ἱστίαλεύκ᾽ἐρύσαντες.

"ἀλλ᾽ὅτεδὴτὴννῆσονἐλείπομεν, οὐδέτιςἄλλη

φαίνετογαιάων, ἀλλ᾽οὐρανὸςἠδὲθάλασσα,

δὴτότεκυανέηννεφέληνἔστησεΚρονίων

νηὸςὕπεργλαφυρῆς, ἤχλυσεδὲπόντοςὑπ᾽αὐτῆς.


Έξι μερόνυχτα έτρωγαν οι βλάμηδες συντρόφοι

του Ήλιου τα πιο διαλεχτά που είχαν αρπάξει βόδια·

σαν έφερε του Κρόνου ο γιος την έβδομη τη μέρα,

έπεσε τότε ο άνεμος, σιγάνεψε η φουρτούνα·

κι εμείς στο πλοίο που μπήκαμε, το βγάλαμε πελάγου,

και το κατάρτι στήσαμε, μ΄ άσπρα πανιά απλωμένα.

Μα το νησί άμ΄ αφήσαμε, κι άλλη στεριά τριγύρω

δε φαίνονταν, παρά ουρανός και θάλασσα παντούθε,

σύννεφο μαύρο απάνω μας του Κρόνου ο γιος απλώνει,

που θεοσκότεινα έγιναν τα πέλαγα αποκάτου.


ἔνθ᾽ ἦ τοι Ζέφυρος μὲν ἐπαύσατο λαίλαπι θύων,

ἦλθε δ᾽ ἐπὶ Νότος ὦκα, φέρων ἐμῷ ἄλγεα θυμῷ,

ὄφρ᾽ ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν.

παννύχιος φερόμην, ἅμα δ᾽ ἠελίῳ ἀνιόντι

ἦλθον ἐπὶ Σκύλλης σκόπελον δεινήν τε Χάρυβδιν.


ἔνθεν δ᾽ ἐννῆμαρ φερόμην, δεκάτῃ δέ με νυκτὶ

νῆσον ἐς Ὠγυγίηνπέλασαν θεοί, ἔνθα Καλυψὼ

ναίει ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα,

ἥ μ᾽ ἐφίλει τ᾽ ἐκόμει τε. τί τοι τάδε μυθολογεύω;

ἤδη γάρ τοι χθιζὸς ἐμυθεόμην ἐνὶ οἴκῳ

σοί τε καὶ ἰφθίμῃ ἀλόχῳ· ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν

αὖτις ἀριζήλως εἰρημένα μυθολογεύειν.


Η άγρια τότες έπαψε φουρτούνα του Πονέντη,
κι ήρθε και φύσηξε Νοτιάς, σε πάθια να με ρίξει,
στην τρομερή τη Χάρυβδη και πάλε ν΄ αρμενίσω.
Ολονυχτίς δερνόμουνα, και σάνε φάνη ο Ήλιος
στη μαύρη Χάρυβδη έφτασα και στον γκρεμό της Σκύλλας.

Μέρες εννιά πλανιόμουνα· τη δέκατη τη νύχτα

στην Ωγυγία με φέρανε οι θεοί, που λημεριάζει

η Καλυψώ η ωριόμαλλη κι η φοβερή θεούλα.

Μ΄ αγάπαε και με νοιάζονταν. Τι να τα ξαναλέγω ;

Εχτές μες στο παλάτι σου κι εσέ και της κυράς σου,

σας τα διηγήθηκα όλ΄ αυτά· και δε μ΄ αρέσει εκείνα

που καθαρά ανιστόρησα, να τα διηγέμαι πάλε.


Στην ελληνική μυθολογία η Καλυψώ ήταν μία Νύμφη, κόρη του Άτλαντα και της Πλειόνης ή του θεού Ηλίου και της Περσηίδας. Ζούσε στη νήσο Ωγυγία, που οι αρχαίοι συγγραφείς τοποθετούν στη δυτική Μεσόγειο (συγκεκριμένα έχει προταθεί μεταξύ άλλων η Θέουτα, απέναντι από το Γιβραλτάρ, ή το νησί Γκόζο δίπλα στη Μάλτα), ενώ αναφέρεται συχνά και απλώς ως το Νησί της Καλυψώς.  


Ο Πλούταρχος δίνει μια αναφορά για την πιθανή θέση της Ωγυγίας:

"...η νήσος Ωγυγία βρίσκεται μακριά στη θάλασσα, πέντε ημέρες ταξίδι από τη Βρετανία, πηγαίνοντας Δυτικά, και άλλα τρία νησιά που απέχουν άλλο τόσο και μεταξύ τους, ... Η μεγάλη ήπειρος, λένε, βρίσκεται λιγότερο μακριά από αυτά, αλλά περίπου 5000 στάδια από την Ωγυγία..."


Το απόσπασμα του Πλούταρχου μάλλον σύγχυση δημιουργεί παρά βοηθά την κατάσταση. Πέντε μέρες ταξίδι από τη Βρετανία (500 ναυτικά μίλια για τα καλύτερα πλοία της εποχής στην καλύτερη περίπτωση) είναι πράγματι η Ισπανία αλλά νότια όχι δυτικά (οι απέναντι ακτές του Ατλαντικού είναι 2000 ναυτικά μίλια από τη Βρετανία). Αν η Ωγυγία απείχε μόλις 5000 στάδια (με 180μ το στάδιο είναι περίπου 1000 χιλιόμετρα ή γύρω στα 500 ναυτικά μίλια) από τις ακτές της Αμερικής, δεν θα μπορούσε παρά να είναι οι Βερμούδες, οι οποίες απέχουν 1000 ναυτικά μίλια από τις Αζόρες, που με τη σειρά τους απέχουν 1000 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Ισπανίας. Επομένως οι αποστάσεις είναι τεράστιες, ο Ατλαντικός δεν είναι Μεσόγειος, και ο Πλούταρχος δεν είχε ιδέα για αυτές τις τάξεις μεγέθους.

Πιθανές τοποθεσίες της Οδύσσειας

Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες για τις πιθανές τοποθεσίες της Οδύσειας, άλλες πιο συντηρητικές και άλλες πιο τολμηρές. Αναφέρω ενδεικτικά τους παρακάτω χάρτες:






Τροία-Κίκονες-Λωτοφάγοι-Κύκλωπες-Αίολος-Λαιστρυγόνες-Κίρκη-Άδης-Σειρήνες-Σκύλλα και Χάρυβδις-Ήλιος-Καλυψώ-Φαίακες-Ιθάκη



Παραθέτω κι έναν πίνακα πιθανών τοποθεσιών:

Μέρη

Συνηθισμένες σύγχρονες ταυτίσεις

Κίκονες (Ίσμαρος)

Θράκη

Λωτοφάγοι

Νησί Djerba (Τυνησία)

Ευρύτερη περιοχή Τυνησίας-Λιβύης

Κύκλωπες

Σικελία

Λαιστρυγόνες (Τηλέπυλος)

Κεντρ. Ιταλία, Σαρδηνία, Κορσική, Βορ. Αφρική (Τυνησία)

Αίολος

Αιολίδες Νήσοι (Lipari)

Ν. Pantelleria (Κάτω από τη Σικελία)

Κίρκη (Αία)

Κεντρ. Ιταλία (MonteCirceo), Κορσική,

Βαλεαρίδες (Mallorca)


Άδης

Κεντρ. Ιταλία (Νησί Elba)

Ακτές Νοτ. Ευρώπης (Από Ισπανία μέχρι Ιταλία)

Γιβραλτάρ (Ηράκλειες Στήλες)


Σειρήνες

Κεντρ. Ιταλία (Νησιά Sirenuse/LiGalli)

Νοτ. Ακτές Σαρδηνίες

Σκύλλα και Χάρυβδις

Νοτ. Ιταλία (Στενό Μεσσήνης)

Βόδια του Ήλιου (Θρηνακία)

Σικελία, Μάλτα

Καλυψώ (Ωγυγία)

Ακτές Βορ. Αφρικής

Μάλτα

Βαλεαρίδες (Eivissa)

Φαίακες (Σχέρια)

Κέρκυρα, Σαρδηνία


Σχόλια


Αναπαράσταση αρχαίων πεντηκοντόρων (πενήντα συνολικά κωπηλάτες). Τέτοιο πλοίο πιθανώς χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας, όπως και πριν από αυτόν οι Αργοναύτες.


Για να κατανοήσουμε το ταξίδι του Οδυσσέα θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατανοήσουμε το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο. Η περίοδος από τον Τρωικό Πόλεμο (περ. 1200 π.Χ.) μέχρι την Αρχαϊκή Περίοδο κι έπειτα (8οςπ.Χ. αι.), η οποία είναι γνωστή και ως Σκοτεινοί Χρόνοι (ή "Ελληνικός Μεσαίωνας"), είναι μια περίοδος επέκτασης των Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής και Δυτικής Μεσογείου. Επομένως τα ταξίδια του Οδυσσέα απηχούν μια περίοδο εξερεύνησης και αποίκησης.


Η Οδύσσεια βρίσκεται μέσα σε αυτό το πλαίσιο της εξερεύνησης και επέκτασης. Καθώς πολλά αποσπάσματά της δείχνουν ότι έχουν συρραφθεί εκ των υστέρων, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ούτε ότι ο Οδυσσέας επισκέφτηκε όλες τις περιοχές με μιας ούτε ότι ήταν και οι μοναδικές τοποθεσίες. Το ταξίδι του θα μπορούσε συνολικά να αποτελείται από αρκετές ξεχωριστές εκστρατείες.  


Θα μπορούσαμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην περιοχή της νότιας Ιταλίας, της Σικελίας και των απέναντι ακτών της Αφρικής, περιοχές οι οποίες θα βρίσκονταν στο άμεσο ενδιαφέρον των Ελλήνων του Ιονίου. Ωστόσο δεν θα πρέπει να σταθούμε μόνο εκεί. Το ότι το εξερευνητικό πνεύμα του Οδυσσέα δεν θα μπορούσε να σταματήσει εκεί το θεωρώ ως δεδομένο.


Βρήκα λοιπόν ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στο διαδίκτυο σχετικό με τα πλοία της εποχής και τις πιθανές ταχύτητες τις οποίες θα μπορούσαν να αναπτύξουν. Το παραθέτω:


Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος παραθέτει έναν αριθμό ταξιδιών, τα οποία θεωρεί ως τα γρηγορότερα δυνατά, με ευνοϊκό καιρό:


Voyage

Nautical Miles

Length of Voyage

Overall Speed

Ostia-Africa

270

2 days

6 knots

Messina-Alexandria

830

6

5.8

Ostia-Gibraltar

935

7

5.6

Ostia-Hispania Citerior

510

4

5.3

Messina-Alexandria

830

7

5

Ostia-Provincia Narbonensis

345

3

4.8

Puteoli-Alexandria

1000

9

4.6

                                     

Τα προηγούμενα ας τα συγκρίνουμε με άλλες αναφορές ταξιδιών με ευνοϊκό καιρό:


Reference

 Voyage

 Nautical Miles

 Length of Voyage

 Overall Speed

Philostr. Vita Ap. 7.10

Corinth-Puteoli           

670

4½ days

6.2 knots

Thuc. 2.97

Abdera-Mouth of Danube

500

4

5

Acts 28:13

Rhegium-Puteoli

175

5

Scylax, Periplus 111

Carthage-Gibraltar

820

7

4.9

Sulp. Severus, Dial. 1.3 and 1.6

Syrtes-Alexandria

700

4.5

Synesius, Epist. 51

Phycus-Alexandria

450

4.3

Philostr. V. A. 8.15

Puteoli-Tauromenium

205

3.4

                                                 

                                                 

Κι εδώ αναφορές ταξιδιών με δυσμενείς καιρικές συνθήκες:



Reference

Voyage

Nautical Miles

Length of Voyage

Overall Speed

Strabo 10.4.5            p143

Cyrene-West Point of Crete

160

2 days

3.3 knots

Marc. Diac. V. P. 26

Ascalon-Thessalonica

940

13       

3

Ibid. 567

 Rhodes-Gaza

 410

 7

 2.6

Sulp. Dial. 1.1

 Alexandria-Massilia

 1800

 3

 2.5

Marc. Diac. V. P. 334

 Caesarea-Rhodes

 500

 10

 2

Ibid. 26

 Gaza-Byzantium

 1000

 20

 2

Lucian, Navig. 7

 Alexandria-Cyprus

 250

 6½

 1.8

Marc. Diac. V. P. 334

 Rhodes-Byzantium

 445

 10

 1.8

Philostr. V. A. 7.16

 Puteoli-Ostia

 120

 3

 1.8

Lucian Navig. 7

 Sidon-Chelidonian Isles

 350

 9½

 1.5


Οι στόλοι επίσης ταξίδευαν με μικρότερη ταχύτητα από ό,τι μεμονωμένα πλοία για να διατηρούν το σχηματισμό τους:


Reference

 Voyage

 Nautical Miles

 Length of Voyage

 Overall Speed

 Wind

Appian B. C. 2.13.89

 Rhodes-Alexandria

 325

 3 days

 4.5

 Favorable (cf. n. 27)

Plut. Dion 25.45

 Greater Syrtes - Heracleia Minoa

 475

 4½

 4.4

 Favorable (cf. n. 19)

Polyb. 5.10910

 Sason-Cephallenia

 160

 1¾

 4

 Favorable

Lucan 9.10005

 Troy-Alexandria

 550

 7

 3.2

 Very favorable

Procop. Wars 3.25.21

 Carales-African Coast

 200

 3

 2.8

 Favorable

Livy 29.27

 Lilybaeum-Cape Mercury

 65

 1

 2.7

 Favorable (cf. n. 19)

Polyb. 3.41.4

 Pisa-Massilia, via Ligurian Coast

 240

 4½

 2.2

 Unfav.-fav.

Caesar Bell. Afr. 98

 Utica-Carales

 160

 3

 2.2

 Unfavorable

Ibid. 34

 Lilybaeum-Ruspina

 140

 3½

 1.7

 Favorable

Caesar B. C. 2.23

 Lilybaeum (?)-Anquillaria

 90

 2½

 1.5

 Favorable

Diod. Sic. 20.5

 Syracuse-Cape Mercury

 220

 6

 1.5

 Unfavorable

Herod. 8.66

 Euripus-Phalerum

 96

 3

 1.2

 Variable

Caesar Bell. Afr. 2

 Lilybaeum-Africa

 85

 4

 1

 Unfavorable

Plut. Dion 25.12

 Zacynthus-Cape Pachynus

 340

 13

 1

 Unfavorable (cf. n. 19)

Procop. Wars 3.13.213

 Zacynthus-Caucana

 320

 16

 .8

 Unfavorable (cf. n. 19)


[http://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Journals/TAPA/82/Speed_under_Sail_of_Ancient_Ships*.html]     

                                               

Βλέπουμε ότι αυτά τα αρχαία πλοία μπορούσαν να ταξιδέψουν με ταχύτητες 3-5 ναυτικά μίλια την ώρα. Αυτές οι ταχύτητες είναι ουσιαστικά εκπληκτικές, καθώς ένα πλοίο ακόμη και της εποχής του Οδυσσέα θα μπορούσε να καλύψει την απόσταση από την Ελλάδα μέχρι το Γιβραλτάρ (περ. 1300 ναυτικά μίλια) σε 10-20 μέρες (συνυπολογίζοντας βέβαια και τις όποιες στάσεις). Ακριβώς τέτοια χρονικά διαστήματα δίνει ο Όμηρος για τις μεγαλύτερες αποστάσεις (π.χ. 18 μέρες από την Καλυψώ ως τους Φαίακες, 10 μέρες από τον Αίολο στην Ιθάκη («ώσπου είδαν τις ακτές»), 7 μέρες από το νησί του Αιόλου στους Λαιστρυγόνες, 10 μέρες (από τον κάβο Μαλέα;) στους Λωτοφάγους, 10 μέρες από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη (αν και κολυμπώντας!) στην Καλυψώ.) 


Θα ήθελα εδώ απλά να προσθέσω μια εκπληκτική διαπίστωση που έκανα: Η λεγόμενη Τηλέπυλος ουσιαστικά βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος (περ. 36ο30΄) με την (αρχαία και σημερινή) Πύλο. Αυτή ίσως ήταν η απώτατη Τηλέπυλος (όχι απαραίτητα η «Τηλέπυλος Λαιστρυγονίη,» στις πύλες του Άδη. Αυτό το όνομα (Ελ. Άδης ή Γάδειρα, Λατ. Gades, Αιγ. Gadesh, Φοιν. Gadir, ή, όπως σήμερα λέγεται ισπανικά, Cádiz), θα ήταν πιθανώς ήδη γνωστό την εποχή του Ομήρου με κάποιο ίσως παρεμφερές όνομα που θα του είχαν δώσει οι πρώτοι θαλασσοδρόμοι της Μεσογείου.

Συμπέρασμα

Η προσωπική μου εκτίμηση σχετικά με τα ταξίδια του Οδυσσέα είναι ότι πρόκειται για ένα συνδυασμό πραγματικών γεγονότων και μύθων. Οι τοποθεσίες μπορεί να εκτυλίσσονται με διαφορετική σειρά. Άλλες από αυτές ανήκουν σε γεωγραφικές περιγραφές και άλλες σε μυθολογικές. Οι επαναλήψεις γεγονότων που συμβαίνουν στην Οδύσσεια μπορεί να είναι ενδεικτικές για την ταύτιση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Τα ταξίδια επίσης μπορεί να έγιναν σε περισσότερες από μία δόσεις (η αναφορά π.χ. ότι από τον Αίολο έφτασε μέχρι την Ιθάκη πριν ξαναβρεθεί στον Αίολο είναι ενδεικτική). Επίσης μια εξερευνητική αποστολή μέχρι το Γιβραλτάρ τη θεωρώ πολύ πιθανή, καθώς κατά πάσα πιθανότητα είχε γίνει ήδη από προγενέστερους θαλασσοπόρους. 

Καταλήγοντας θα ήθελα απλά να πω ότι ο χάρτης που σχεδίασα στην αρχή είναι σκόπιμα ενδεικτικός. Αφενός κρατώ κάποιες κλασσικές τοποθεσίες με τις οποίες έχουν ταυτιστεί τα μέρη του Οδυσσέα, άλλες όμως τις τοποθετώ σε διαφορετικά σημεία, λαμβάνοντας υπόψη και ότι ο Οδυσσέας θα μας επιφύλασσε πάντοτε το στοιχείο του αιφνιδιασμού. 


Αρχαίοι χάρτες του κόσμου

$
0
0
Ο περίφημος χάρτης του Piri Reis (1513). Κάποιοι υπέθεσαν ότι δείχνει την Ανταρκτική, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για τη Νότια Αμερική, ζωγραφισμένη με τέτοιον τρόπο ώστε να χωρέσει στο χάρτη.

Έχουν ειπωθεί διάφορα σχετικά με το επίπεδο ναυσιπλοΐας των αρχαίων πολιτισμών. Το γεγονός κάποιοι αρχαίοι θαλασσοπόροι να είχαν φτάσει από την περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου, για παράδειγμα, έως τα στενά του Γιβραλτάρ και ακόμα παραπέρα είναι πιθανό. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι υπήρχε κάποια ανεπτυγμένη τεχνική ναυσιπλοΐας. Αν υπήρχε, η Αμερική θα είχε ανακαλυφθεί (και συστηματικά εξερευνηθεί) πριν από την εποχή του Κολόμβου. (Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι οι Βίκινγκς είχαν φτάσει στη Βόρεια Αμερική, σε μια εποχή όμως που ήταν πρόωρη ώστε να υπάρξει συστηματική σύνδεση ανάμεσα στη Σκανδιναβία και στην Βόρεια Αμερική). 

Είναι πραγματικά ενδιαφέρον να ρίξουμε μια ματιά σε αρχαίους χάρτες, για να διαπιστώσουμε πιο ήταν το επίπεδο γνώσεων εκείνων των αρχαίων πολιτισμών. 

Ο Βαβυλωνιακός χάρτης Imago Mundi (c. 600 BCE)

Ο αρχαιότερος γνωστός χάρτης ανήκει στους Βαβυλώνιους και χρονολογείται από τον 6ο αι. π.Χ. Αυτός ο χάρτης δείχνει την αρχαία Βαβυλώνα γύρω από έναν κύκλο ο οποίος περιλαμβάνει την Ασσυρία, και έξω από αυτόν τον κύκλο δείχνει έναν ωκεανό με 7 νησιά στις άκρες του, έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα αστέρι με 7 κορυφές. Αυτά τα 7 νησιά τα επεξηγεί το συνοδευτικό κείμενο, αλλά οι περιγραφές είναι σαφώς μυθολογικές παρά γεωγραφικές. Για παράδειγμα, το 6ο νησί περιγράφεται σαν το μέρος όπου "ένας ταύρος με κέρατα κατοικεί και επιτίθεται στους νεοφερμένους,"ενώ το 7ο περιγράφεται απλά ότι βρίσκεται "εκεί που ανατέλλει ο ήλιος." 

Ο χάρτης του Αναξίμανδρου (610-546 BCE) 

Στον Αναξίμανδρο αποδίδεται η κατασκευή του παραπάνω χάρτη. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο μικρή γνώση του κόσμου υπήρχε ακόμη εκείνη την εποχή. Η Μεσόγειος απεικονίζεται με σχετική ακρίβεια, τουλάχιστον δείχνοντας γνώση των στενών του Γιβραλτάρ (γνωστά ως Ηράκλειες στήλες από τους Έλληνες). Αλλά η Μαύρη Θάλασσα απεικονίζεται να εκβάλλει στον 'Ωκεανό,'όπως κι ο ποταμός Νείλος, δείχνοντας έτσι ότι κατά πάσα πιθανότητα ούτε η αρχαίοι Αιγύπτιοι ήξεραν μέχρι πού φτάνει ο Νείλος, και γενικότερα ποια ήταν η πραγματική έκταση της Αφρικής (ή της Ασίας).

Ο χάρτης του Εκαταίου του Μιλήσιου (550-476 BCE)


Βλέπουμε ότι μόλις την εποχή του Εκαταίου, κατά την Κλασσική Περίοδο, υπάρχει η γνώση ύπαρξης της Κασπίας Θάλασσας (η οποία, όπως πρωτύτερα η Μαύρη Θάλασσα, φαίνεται ότι εκβάλλει στον Ωκεανό). Ενδιαφέρον έχουν οι φυλές οι οποίες αναπαρίστανται σε αυτόν τον χάρτη, καθώς επίσης και το, πιθανώς Φοινικικό, λιμάνι της Τάρτεσσου, στα στενά του Γιβραλτάρ.

Ο χάρτης του Ερατοσθένη (276-194 BCE)


Ο χάρτης του Ερατοσθένη είναι ουσιαστικά ο πρώτος διευρυμένος χάρτης, περιλαμβάνοντας τη γνώση από τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία. Παρόλα αυτά παρατηρούμε ότι η Κασπία Θάλασσα παραμένει ακόμα το όριο της Ασίας. Επίσης, ενώ αναπαρίστανται τα νησιά της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας (έστω σε λάθος διαστάσεις), η Σκανδιναβία αναπαρίσταται μ'ένα μικρό νησί, επονομαζόμενο 'Θούλη.'Χαρακτηριστική επίσης είναι η οροσειρά του Άτλαντα, η οποία απεικονίζεται να διασχίζει κατά μήκος την Ευρασία. Πάντως, ο Ερατοσθένης χρησιμοποιώντας γεωγραφικούς παράλληλους φαίνεται να έχει συναίσθηση της σφαιρικότητας της Γης.

Ο χάρτης του Στράβωνα (64 BCE- 24 CE)


Ο Στράβωνας είναι γνωστός για το εκτεταμένο έργο του 'Γεωγραφικά,'το οποίο συνέθεσε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Παρατηρούμε ωστόσο, από τον προηγούμενο χάρτη, ότι οι γεωγραφικές γνώσεις της εποχής παρέμεναν περιορισμένες. Η Κασπία εξακολουθεί να εκβάλει στον 'Ωκεανό', η Μεγάλη Βρετανία μοιάζει σχεδόν κολλημένη με την Ευρώπη, η Ιρλανδία (Ιέρνη) απομακρυσμένη, και η Σκανδιναβία ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Ο χάρτης του Πτολεμαίου (150 CE)


Ο χάρτης αποτελεί ανασύνθεση από το έργο του Πτολεμαίου 'Geographia.'Η Κασπία θάλασσα αναπαρίσταται πραγματικά ως κλειστή λίμνη, αλλά το ίδιο απεικονίζεται και ο Ινδικός Ωκεανός, ενώ η Ινδία (ή ένα μέρος της) αναπαρίσταται ως νησί.

Tabula Peutingeriana (4ος αι.)


Πρόκειται για έναν χάρτη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους, ο οποίος αναπαριστά το οδικό δίκτυο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δημοσιεύτηκε από τον Konrad Peutinger (εξού και το όνομα του χάρτη), τον 16ο αι. Η προβολή του χάρτη, αν και ίσως εξυπηρετούσε τους ταξιδιώτες κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, δεν βοηθά ιδιαίτερα στην κατανόηση της γεωγραφίας των περιοχών που απεικονίζονται.

Ο Παγκόσμιος χάρτης Cantino (1502)


Πρόκειται ουσιαστικά για έναν από τους πρώτους παγκόσμιους χάρτες από τις πρώτες εξερευνήσεις των Πορτογάλων, από την περίοδο της Ανακάλυψης (της Αμερικής) κι έπειτα. Πέρα από την Ευρασιατική και την Αφρική ήπειρο, απεικονίζονται επίσης τα νησιά της Καραϊβικής, καθώς και οι Ανατολικές ακτές της Αμερικής (ακτές της Φλώριδας και της Βραζιλίας).

Ο χάρτης των Waldseemüller και Ringmann (1507) 


Πρόκειται για τον πρώτο χάρτη στον οποίο αναφέρεται το όνομα Αμερική, υπονοώντας μια νέα ήπειρο, και όχι απλά ένα σύμπλεγμα νησιών.

Ο χάρτης του Pietro Coppo (1520)


Πρόκειται για έναν από τους τελευταίους χάρτες που απεικονίζει τη λεγόμενη Όυρά του Δράκου'να εκτείνεται κάτω από το Ανατολικό άκρο της Ασίας, ενώ ο Ινδικός ωκεανός είναι πλέον ένας ανοικτός ωκεανός.

Ο Παγκόσμιος χάρτης του Mercator (1569)


O Φλαμανδός γεωγράφος Gerardus Mercator ήταν αυτός που εισήγαγε μια κυλινδρική προβολή για χάρτες (εξού και ο όρος Μερκατορική προβολή). Ενώ η γραμμική κλίμακα είναι σταθερή σε όλες τις κατευθύνσεις γύρω από κάθε σημείο, διατηρώντας έτσι τις γωνίες και τα σχήματα των μικρών αντικειμένων, η Μερκατορική προβολή στρεβλώνει το μέγεθος και το σχήμα των μεγάλων αντικειμένων, καθώς η κλίμακα αυξάνεται από τον Ισημερινό προς τους Πόλους, όπου ουσιαστικά γίνεται άπειρη. Η ανάπτυξη της Μερκατορικής προβολής υπήρξε σταθμός για τη ναυτική χαρτογραφία από τον 16ο αιώνα κι έπειτα, παρότι υιοθετήθηκε καθυστερημένα από τα ναυτικά έθνη.

Ο Παγκόσμιος άτλας του Ortelius (1570)


Το 'Theatrum Orbis Terrarum' ('Θέατρο του Κόσμου') θεωρείται ως ο πρώτος πραγματικός άτλας.

Σύγχρονες απεικονίσεις


Ένας παγκόσμιος χάρτης που εφαρμόζει τη λεγόμενη Winkel- Tripel προβολή, η οποία χρησιμοποιείται από το National Geographic για χάρτες αναφοράς. 

Στη συνέχεια άρχισαν να χρησιμοποιούνται χάρτες οι οποίοι περιείχαν διαφορετικές προβολές. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, η Winkel- Tripel προβολή, που φαίνεται στον προηγούμενο χάρτη, ή η προβολή Κάθετης Προοπτικής (Vertical Perspective projection), η οποία χρησιμοποιείται από την Google Earth.


Πηγή:

Η αρχετυπική καταγωγή της γλώσσας

$
0
0
Στη θεωρία των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών πιστεύεται ότι μια μεγάλη ομάδα γλωσσών, από την Ινδία μέχρι τη Δυτική Ευρώπη, μιλάει την ίδια γλώσσα επειδή αυτή η ομάδα έχει κοινή καταγωγή, η οποία τοποθετείται στις Ποντικές Στέπες (στην περιοχή πάνω από τον Καύκασο, ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και στην Κασπία). Αλλά η κοινή καταγωγή ίσως δεν μπορεί να εξηγήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ομοιότητες μεταξύ των διαφόρων αυτών γλωσσών, δεδομένου ότι η διασπορά τους από μια υποτιθέμενη πατρίδα θα έχει συσσωρεύσει μεγάλες αποκλίσεις. Τότε ο καλύτερος ίσως τρόπος για να εξηγήσει κάποιος τις ομοιότητες, είναι να υποθέσει ότι αυτές οι ομοιότητες προέκυψαν σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, μέσω πολιτισμικών ανταλλαγών. Ακόμα κι έτσι, κάποιοι πιστεύουν ότι ορισμένες λέξεις μπορεί να έχουν μια υψηλή κατάσταση διατήρησης, και προσπαθούν να ανασυνθέσουν ένα κοινό προτο-λεξικό με βάση αυτή την υπόθεση. Αλλά ακόμα και αυτές οι 'σημαντικές'λέξεις μπορούν να εξηγηθούν ως δάνεια. Επιπλέον, το νόημα των λέξεων αλλάζει, έτσι ώστε να μην έχει νόημα να αναζητηθεί μια αιτιώδης σχέση, ακόμα και αν αυτές οι λέξεις ακούγονται το ίδιο.

Η μιμητική φύση της γλώσσας

Η γλώσσα αποτελείται από μιμίδια, όχι γονίδια. Ομοιότητες στις λέξεις ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες δείχνουν τη σημασία της μίμησης κατά τη διαδικασία του εκπολιτισμού (acculturation). Λέξεις όπως θρησκεία, θεός, δημοκρατία, ουμανισμός, και ούτω καθεξής, εκφράζουν έναν ισχυρό συμβολισμό που μεταδίδεται μέσω της κουλτούρας χωρίς την αναγκαιότητα άμεσης επαφής. Όλες οι προηγούμενες λέξεις είναι δάνεια από τη Λατινική στην Αγγλική γλώσσα (π.χ. religionem>religion, κοκ), ανεξάρτητα από τη γενετική σχέση μεταξύ αυτών των γλωσσών.

Συνεπώς, αν θέλουμε να φτιάξουμε ένα μοντέλο χωρίζοντας γλώσσες σε διαφορετικές ομάδες σύμφωνα με τις ομοιότητές τους, θα πρέπει να βασιστούμε σε μιμίδια, όχι σε γονίδια, 'δείκτες.'Επιπλέον, αν υπάρχει ένας κοινός τόπος καταγωγής, αυτός θα αποτελεί ένα πολιτισμικό κέντρο ή ζώνη, όχι μια κοινή γονιδιακή δεξαμενή. Ακολουθώντας μεταλλάξεις για να εξηγήσουμε την εξάπλωση των γλωσσών είναι ανώφελο, δεδομένου ότι αυτές οι μεταλλάξεις θεωρούνται κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Αν η ανθρωπότητα κατάγεται από την Αφρική, έτσι ώστε να φέρουμε τα ίδια γονίδια με τους σύγχρονους Αφρικανούς, τότε αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με τις γλώσσες, αφού οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι έννοιες σχετικά με τα πράγματα και τον κόσμο έχουν εξελιχθεί σε μια σχετικά πρόσφατη εποχή. Με άλλα λόγια, οι ομοιότητες λέξεων μεταξύ διαφορετικών γλωσσών του κόσμου μαρτυρούν την ενοποίηση στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης, ακόμα κι αν ο όρος 'σύγχρονη'μπορεί να αναχθεί αρκετά πίσω στο παρελθόν.

Θεωρία των αρχετύπων

Η δύναμη του συμβολισμού έγινε κατανοητή νωρίς στην ανθρώπινη εξέλιξη. Η ζωγραφική σπηλαίων δείχνει έναν υψηλό βαθμό αφαίρεσης. Οι άνθρωποι κοιτούσαν τον ουρανό και τα αστέρια και είχαν τη δυνατότητα να αναρωτηθούν για τα θαύματα του ουρανού και της γης γύρω τους. Σε όλους τους πολιτισμούς υπάρχουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα που αφορούν έννοιες για τη ζωή, το θάνατο, την αναγέννηση, τα πνεύματα, τα φυσικά φαινόμενα, τη μοίρα των ανθρώπων. Μύθοι που αφορούν ήρωες εκπολιτιστές οι οποίοι σώζουν την ανθρωπότητα μετά από μια μεγάλη φυσική καταστροφή είναι ευρέως διαδεδομένοι και φαίνεται να αντανακλούν μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για την ύπαρξη σκοπού και σωτηρίας. Όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν σε θεούς, ανεξάρτητα ποιο είναι το όνομά τους. Με άλλα λόγια, αυτά τα αρχετυπικά μοτίβα υπάρχουν ανεξάρτητα και αντιστοιχούν σε βαθύτερες λειτουργίες της ανθρώπινης 'ψυχής.'

Ο Carl Jungανέπτυξε μια θεωρία των αρχετύπων ως παγκόσμια, αρχαϊκά μοτίβα και εικόνες που προέρχονται από το συλλογικό ασυνείδητο, και τα οποία αποτελούν το ψυχικό ανάλογο των ενστίκτων. Πρόκειται για αυτόνομες και κρυφές μορφές, οι οποίες μετασχηματίζονται μόλις εισέλθουν στη συνείδηση, αποκτώντας μια συγκεκριμένη μορφή και έκφραση από τους ανθρώπους και τις κουλτούρες. Όντας ασυνείδητα, η ύπαρξή τους μπορεί να θεωρηθεί μόνο έμμεσα, εξετάζοντας τη συμπεριφορά, εικόνες, την τέχνη, θρησκείες, ή όνειρα, Είναι κληρονομούμενα 'δυναμικά,'τα οποία υλοποιούνται όταν γίνονται αντιληπτά ως εικόνες, ή όταν εκδηλώνονται στη συμπεριφορά, κατά την αλληλεπίδρασή τους με τον εξωτερικό κόσμο.

Ο Jung περιέγραψε αρχετυπικά γεγονότα, όπως η γέννηση, ο θάνατος, ο χωρισμός από τους γονείς, η μύηση, ο γάμος, η ένωση των αντιθέτων, αρχετυπικές μορφές, όπως η μητέρα, ο πατέρας, το παιδί, ο διάβολος, ο θεός, ο σοφός γέρος, η σοφή γριά, ο ήρωας, και αρχετυπικά μοτίβα, όπως η αποκάλυψη, ο κατακλυσμός, η δημιουργία. Αν και ο αριθμός των αρχετύπων είναι άπειρος, υπάρχουν μερικά ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, όπως η σκιά, ο σοφός γέρος, το παιδί, η μητέρα, και τέλος η anima και ο animus.

Υπάρχουν επιστήμονες οι οποίοι συνδέουν τα αρχέτυπα ακόμα και με το γενετικό κώδικα:


Ο Stevens προτείνει ότι το ίδιο το DNA μπορεί να διερευνηθεί για τη θέση και τη μετάδοση των αρχετύπων. Καθώς αυτά είναι σύγχρονα με τα φυσικά φαινόμενα, αναμένεται να εμφανίζονται όπου υπάρχει ζωή. Ο ίδιος ερευνητής αναφέρει επίσης ότι το DNA είναι το ανασυνδυασμένο αρχέτυπο των ειδών.

Ο Stein τονίζει ότι οι διάφοροι όροι που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή βιολογικών μονάδων, όπως τα γονίδια, τα ένζυμα, οι ορμόνες, οι καταλύτες, είναι έννοιες παρόμοιες με τα αρχέτυπα. Αναφέρει αρχετυπικές μορφές που αντιπροσωπεύουν βιολογικές αγγελιοφόρες μονάδες, όπως ο Ερμής, ο Προμηθέας, ή ο Χριστός.

Ο Rossi προτείνει ότι η λειτουργία και τα χαρακτηριστικά μεταξύ του αριστερού και του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου μπορούν να μας επιτρέψουν να εντοπίσουμε τα αρχέτυπα στο δεξί ημισφαίριο. Ο ίδιος αναφέρει ότι η έρευνα υποδεικνύει ότι το αριστερό ημισφαίριο είναι υπεύθυνο κυρίως για τις λογικές λειτουργίες, ενώ το δεφί ημισφαίριο είναι υπεύθυνο κυρίως για την αντιληπτική ικανότητα. Έτσι το αριστερό ημισφαίριο είναι εξοπλισμένο με μια κριτική, αναλυτική λειτουργία, ενώ το δεξί ημισφαίριο λειτουργεί σε μια λειτουργία 'gestalt', βασισμένη στα αρχέτυπα.

Ο Henry υπαινίχθηκε ότι ο 'ερπετοειδής'εγκέφαλος είναι ένα αρχέγονο μέρος του σύγχρονου εγκεφάλου, και μπορεί να περιέχει όχι μόνο ένστικτα αλλά και αρχετυπικές δομές. Η υπόθεσή του είναι ότι υπήρξε μια εποχή στο παρελθόν όταν η συναισθηματική συμπεριφορά και αντίληψη ήταν λιγότερο ανεπτυγμένες, κι επομένως τα αρχετυπικά μοτίβα θα κυριαρχούσαν. 

Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στις έννοιες 'πρωτότυπα'και 'αρχέτυπα.'Τα πρωτότυπα είναι κοινά μοτίβα, που καθιερώνονται κάποια στιγμή στην πορεία της ιστορίας, και μεταδίδονται από πολιτισμό στον πολιτισμό. Τα αρχέτυπα, από την άλλη πλευρά, είναι πιο θεμελιώδη. Υπάρχουν ανεξάρτητα από τις παραδόσεις, δεν μεταδίδονται, αλλά αντίθετα προ-υπάρχουν στον ανθρώπινο ψυχισμό ως 'κατευθυντήρια μοτίβα'της συμπεριφοράς. (Οπότε τα μιμίδια ανήκουν στην κατηγορία των πρωτοτύπων.) Προκειμένου να συνδεθούν τα αρχέτυπα με τις γλωσσικές διεργασίες, ανεξάρτητα από το αν μπορούν να εντοπιστούν στα γονίδια, μπορεί να υποτεθεί ότι η ανθρώπινη ψυχή, σε όλο τον κόσμο και κατά τη διάρκεια των εποχών, εκφράζεται με ορισμένα πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία μπορούν να εντοπιστούν και να προβλεφθούν.


Σε ό,τι δε αφορά τη γλώσσα, μπορούμε να πούμε ότι οι άνθρωποι εκδηλώνουν τα ίδια μοτίβα κατά την ομιλία, ανεξάρτητα από τη φυλή ή τον πολιτισμό τους. Όλες οι γλώσσες, για παράδειγμα, αποτελούνται από ρήματα, επίθετα, ουσιαστικά, έχουν χρόνους και πτώσεις. Ίσως μάλιστα να μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα και να πούμε ότι όχι μόνο οι σημασίες αλλά και οι ήχοι των λέξεων έχουν σε κάποιες περιπτώσεις αρχετυπική προέλευση. Η λέξη για τον κύκλο, για παράδειγμα, είναι kikel στα εβραϊκά, αποκαλύπτοντας πιθανώς μια αρχετυπική μορφή της 'στρογγυλότητας,'εκφρασμένη μέσα από την επαναληπτική και κλειστή μορφή της λέξης.
      

Ωστόσο, ίσως είναι άσκοπο να πάμε τόσο μακριά. Κοινά πρότυπα γλωσσικής συμπεριφοράς δεν οδηγούν απαραίτητα σε ομοιότητες στους ήχους των λέξεων. Αλλά τα νοήματα που εκφράζονται με ένα λεξιλόγιο θα μπορούσαν να αναχθούν σε θεμελιώδεις έννοιες, σχετικά με τον άνθρωπο και την ύπαρξη (π.χ., ο μύθος του κατακλυσμού, ο ερχομός του προφήτη, η 'ανάμνηση'του χαμένου παραδείσου, κοκ). Με άλλα λόγια, μπορούμε να αναζητήσουμε την αλήθεια που κρύβεται πίσω από αυτές τις έννοιες όχι στο φυσικό χώρο, αλλά στην ίδια τη δομή της ανθρώπινης ψυχής. Επομένως, όταν εντοπίζουμε ανάλογες λέξεις μεταξύ διαφορετικών γλωσσών, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι εκφράζουν αυτές οι ομοιότητες στο πλαίσιο του 'συλλογικού λεξιλόγιου'του ανθρώπινου πολιτισμού, αντί να αναζητούμε τους βιολογικούς Αδάμ και Εύα για να τις εξηγήσουμε. (Πόσο μάλλον όταν ο Αδάμ και η Εύα αντιπροσωπεύουν ένα κατεξοχήν αρχετυπικό ζευγάρι.)

Συμβολικές αναπαραστάσεις στη γλώσσα

Ο όρος 'τοτέμ'προέρχεται από την λέξη της φυλής Ojibwa 'ototeman,'που σημαίνει κάτι σαν 'ίδια φυλή.'Ο Durkheim εξέτασε το τοτεμισμό από μια κοινωνιολογική και θεολογική άποψη. Ήλπιζε να ανακαλύψει μια καθαρή θρησκεία σε μια πολύ αρχαϊκή μορφή και ισχυρίστηκε ότι η καταγωγή της θρησκείας βρίσκεται στον τοτεμισμό. Ο Franz Boas πρότεινε ότι ο τοτεμισμός δεν υποδεικνύει καμία ψυχολογική ή ιστορική καταγωγή, επειδή τα τοτέμ εμφανίζονται σε διαφορετικές φυλές και σε διαφορετικές εποχές. Θεωρούσε επίσης παράλογο να θέτουμε ερωτήματα σχετικά με την προέλευση του τοτεμισμού.


Το τοτέμ φαίνεται να αποτελεί ένα σύμβολο ενότητας. Επίσης αντιπροσωπεύει την πνευματική μορφή ενός κοινού αντικειμένου ή ζώου. Έτσι συνδέει το φυσικό με τον υπερβατικό κόσμο. Τα τοτέμ ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν αρχέτυπα, αλλά μπορούν να διαφέρουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή προϊστορία έχουν οι πρώιμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις, και ειδικότερα τα γυναικεία αγαλματίδια της 'Αφροδίτης,'τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Με ημερομηνίες για αυτά τα αγαλματίδια μεταξύ 29,000-14,000 χρόνια Β. P, η μεγάλη πλειοψηφία τους εμφανίζεται μεταξύ 23.000 και 25.000 χρόνια B. P. Παρόμοιες απεικονίσεις περιλαμβάνουν το σχήμα της μήτρας και ζώα. Πολλές ομοιότητες και συσχετισμοί φαίνεται να συμβαίνουν σε διάφορες τοποθεσίες, υποδεικνύοντας έναν καθολικό συμβολισμό και αφήνοντας την αίσθηση της ομοιομορφίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, παρότι οι γυναικείες αυτές αναπαραστάσεις θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικό περιεχόμενο κι ερμηνεία από διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. 

Μία από τις κύριες υποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε η IE θεωρία ήταν και η αντικατάσταση των θηλυκών ειδωλίων- συμβόλων της γονιμότητας από ανδρικά ειδώλια- σύμβολα της εξουσίας. Ωστόσο, τα γυναικεία αγαλματίδια εμφανίζονται αυθόρμητα. Επομένως, η αντικατάσταση με τα ανδρικά αγαλματίδια θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια φυσική εξελικτική διαδικασία, σε κάποια περίοδο όταν οι κοινωνίες πέρασαν από μια γυναικορατική- αγροτική σε μια ανδροκρατική- πολεμική κατάσταση. Στη σύγχρονη εποχή, ο  Χριστιανικός σταυρός, λόγου χάρη, έχει αντικαταστήσει παλαιότερα θρησκευτικά σύμβολα. Αλλά οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ήταν εκείνοι που έδωσαν τη γλώσσα τους στους Ρωμαίους. Επίσης, ο Ιησούς δεν ήταν 'ΙΕ θεότητα.'Επομένως η συσχέτιση της γλώσσας με σύμβολα εξουσίας είναι παρακινδυνευμένη.


Αρκετά ενδιαφέρον έχει το παραπάνω σχήμα που δείχνει το όνομα για τη μητέρα και τον πατέρα σε διάφορες γλώσσες του κόσμου. Είναι προφανές ότι αυτές οι λέξεις έχουν έναν οικουμενικό χαρακτήρα, πολύ πέρα από τα όρια των επιμέρους γλωσσών. Ακόμα και οι ιθαγενείς της Νέας Γουινέας χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για τη μητέρα όπως και οι Βάσκοι! Αλλά μπορεί άραγε αυτή η ομοιότητα να ερμηνευθεί ως απόδειξη της κοινής (βιολογικής) καταγωγής όλων των γλωσσών, ή μήπως υποδεικνύει ένα κοινό πλαίσιο αρχέτυπης προέλευσης;

Το άλογο και ο τροχός

Η λέξη για το κοινό άλογο, όπως έχουμε δει, είναι διαφορετική στις σύγχρονες 'IE'γλώσσες, ενώ η λέξη για το 'επίσημο'άλογο ('ίππος') παρέμεινε η ίδια. Εδώ βλέπουμε ότι είναι το σύμβολο του ζώου που διατηρείται και όχι το ίδιο το ζώο. Η λέξη 'ίππος'στα Ελληνικά αποτελεί ασφαλώς δάνειο. Δεν υπάρχει ετυμολογία στην ελληνική γλώσσα που να οδηγεί στο διπλό π. Η πρωτότυπη λέξη θα μπορούσε να είναι κάτι σαν 'ίσπος,'οπότε έγινε 'ίππος'μετά από την αντικατάσταση του 'σ'με 'π.'Δεν θα προσπαθήσουμε να βρούμε μια ετυμολογία για το 'ίσπος'γιατί αν η λέξη ήταν ελληνική δεν θα είχε αλλάξει εξαρχής. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για μια λέξη δάνειο η οποία δόθηκε από τους πρώτους αναβάτες αλόγων στους άλλους λαούς. Παρεμπιπτόντως, η τουρκική λέξη για το άλογο είναι 'at,'παρόμοια με την ελληνική λέξη 'άτι.'Θα πρέπει άραγε να αναμένουμε μια κοινή καταγωγή της λέξης για την ελληνική και τουρκική γλώσσα, ή είναι προτιμότερο να θεωρήσουμε ότι είναι μια λέξη δάνειο που χρησιμοποιήθηκε και από τους δύο αυτούς λαούς;

Ας δούμε τώρα την περίπτωση της λέξης 'κύκλος.'Οι λέξεις 'κύκλος' (circle) και 'τροχός' (wheel) ή 'τροχοφόρο όχημα' (vehicle) πιστεύεται ότι προέρχονται από την ίδια ΠΙΕ ρίζα 'veclo,''queqlo', ή κάτι τέτοιο. Ωστόσο, υπάρχει ένα αυτο-αναιρούμενο επιχείρημα εδώ. Αν οι ΙΕ είχαν ταυτίσει τον τροχό με τον κύκλο, τότε και όλοι οι άλλοι λαοί θα έπρεπε να είχαν κάνει το ίδιο. Δηλαδή θα έπρεπε να περιμένουμε να βρούμε κοινές λέξεις τόσο για τον τροχό όσο και για τον κύκλο και σε άλλες γλώσσες. Στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει. Για παράδειγμα, η Γίντις λέξη για τον 'κύκλο'είναι 'kikel'ή 'kikeleh' (http://en.wikipedia.org/wiki/Kike).  Και αυτό είναι αναμενόμενο: το σύμβολο του κύκλου είναι ένα από τα πιο θεμελιώδη σε όλη ανθρώπινη ιστορία. Σχετίζεται με τον ήλιο, τη σελήνη, την κίνηση των αστεριών, τις εποχές, τον κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης. Είναι το ίδιο σύμβολο με το οποίο ταυτίστηκε μία από τις πιο σημαντικές εφευρέσεις όλων των εποχών- ο τροχός. Επομένως, βλέπουμε ότι η λέξη 'κύκλος'δεν είναι προνόμιο των ΙΕ. Είναι μια καθολική έννοια, καλά ριζωμένη στη συλλογική μνήμη του ανθρώπινου λόγου, που εξαπλώθηκε με τη μίμηση και από διαφορετικές κουλτούρες με πολλούς σχετικούς τρόπους.

Έχουμε ήδη μιλήσει σχετικά με τη δυνατότητα σημαντικών δανείων μεταξύ των ΙΕ γλωσσών στα πλαίσιο της πολιτισμικής συσσώρευσης. Οι IE γλώσσες θα μπορούσαν να είναι απλώς διάλεκτοι μιας lingua franca, που μιλιόταν κατά μήκος 'δρόμων του πολιτισμού.'Αυτό μπορεί να έχει συμβεί περισσότερες από μια φορά. Όλες, φερειπείν, οι 'επίσημες,''σημαντικές'λέξεις, καθώς και ιδιαίτερες έννοιες (π. χ. έννοιες σχετικά με το Εγώ, τον Εαυτό, το Θεό, το υπερφυσικό, τον Πατέρα και τον Υιό, τον ήλιο και το φεγγάρι, το ρήμα είμαι, τα ονόματα των γραμμάτων και των αριθμών, κλπ. ) θα μπορούσαν να είναι δάνεια. Για παράδειγμα, στα ελληνικά υπάρχουν οι λέξεις 'άλογο'και 'ίππος,'και σαφώς υπάρχει διάκριση μεταξύ των δύο αυτών λέξεων. Στην πραγματικότητα, η λέξη'ίππος'δεν βρίσκεται σε κοινή χρήση, και χρησιμοποιείται μόνο σε σύνθετες λέξεις, όπως 'ιπποδρόμιο.'Έτσι, φαίνεται ότι υπάρχει μία 'ιθαγενής'λέξη (άλογο), όπως η λέξη 'horse'στα αγγλικά, και μια 'υπερτιθέμενη' (ίππος).  (Στην πραγματικότητα, η λέξη 'horse,'από το Πρωτο- Γερμανικό *hursa-, είναι άγνωστης προέλευσης.)

Ο λύκος και η αρκούδα

Είδαμε πριν ότι σύμφωνα με τον καθηγητή Alinei, ο λόγος για τον οποίο οι IE χρησιμοποίησαν διαφορετικά ονόματα για την αρκούδα είναι γιατί αντικατέστησαν το κοινό όνομα με ένα 'τοτεμικό.'Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, αυτό είναι η απόδειξη της Παλαιολιθικής προέλευσης αυτών των γλωσσών, γιατί ο τοτεμισμός θεωρείται ότι υπήρχε ήδη από εκείνη την εποχή. Ωστόσο, οι ίδιες γλώσσες μοιράζονται μια κοινή λέξη για το λύκο. Γιατί μια τοτεμική λέξη δεν εμφανίστηκε για το λύκο, που θα έδινε διαφορετικά ονόματα για το ζώο σε διαφορετικές γλώσσες; Ο λύκος σαν σύμβολο δεν μπορεί να θεωρείται λιγότερο σημαντικός από την αρκούδα. Στην περίπτωση αυτή, η πιο λογική εξήγηση είναι ότι η ΙΕ ομάδα γλωσσών αρχικά κατοικούσε σε κάποια περιοχή που υπήρχαν λύκοι αλλά όχι αρκούδες. Οπότε αυτή η αρχική περιοχή δεν θα μπορούσε να είναι οι ποντικές στέπες. Πρέπει να ήταν κάπου πιο νότια, όπου δεν υπάρχουν αρκούδες (αλλά υπάρχουν λύκοι).  Αν προσπαθήσουμε να βιάσουμε αυτό το απλό συμπέρασμα προσθέτοντας έναν τοτεμικό παράγοντα ώστε να άλλαξε το όνομα για την αρκούδα σε ορισμένες γλώσσες, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί αυτό δεν συμβαίνει για τις άλλες γλώσσες, ή γιατί δεν συνέβη και για τον λύκο, καθώς επίσης και για όλα τα άλλα σημαντικά ζώα με ομόηχες σε αυτές τις γλώσσες λέξεις. Αλλά αν υπήρχε πραγματικά μια τοτεμική λέξη για κάποιο αντίστοιχο ζώο, αυτή η λέξη θα έπρεπε να διατηρηθεί επειδή το σύμβολο για μια λέξη είναι πάντοτε ισχυρότερο από τον ήχο της λέξης. Με άλλα λόγια, είναι η αστρονομική σχέση με το σύμβολο για την αρκούδα που εξηγεί την ομοιότητα της λέξης ανάμεσα στην ελληνική και στη ρωμαϊκή γλώσσα (Μεγάλη Άρκτος στην ελληνική γλώσσα, Ursus Major στη Λατινική), ενώ άλλες γλώσσες είχαν άγνοια για το συμβολισμό (και για αυτό χρησιμοποίησαν διαφορετικά ονόματα για την αρκούδα).


Σπηλαιογραφίες

Προϊστορικές σπηλαιογραφίες έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές, και οι αρχαιότερες από αυτές πηγαίνουν πίσω περίπου 40.000 χρόνια, όπως στη σπηλιά του El Castillo στην Κανταβρία της Ισπανίας. Ο ακριβής σκοπός αυτής της ζωγραφικής δεν είναι γνωστός αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν πρόκειται απλά για διακόσμηση, επειδή οι σπηλιές στις οποίες έχουν βρεθεί δεν κατοικούνταν μόνιμα. Επίσης, οι ζωγραφικές αυτές βρίσκονται συχνά σε σημεία των σπηλιών που δεν είναι εύκολα προσβάσιμα. Κάποιοι θεωρούν ότι μπορεί να εξυπηρετούσαν την επικοινωνία μεταξύ των μελών της ομάδας, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι το περιεχόμενό τους ήταν θρησκευτικό ή τελετουργικό.

 

 
Καθώς αυτή η ζωγραφική έχει βρεθεί σε πολλές διαφορετικές περιοχές, φαίνεται ότι η προϊστορική τέχνη ήταν κοινή κατά την Παλαιολιθική Περίοδο, και ότι επινοήθηκε ανεξάρτητα. Το μυστηριώδες χαρακτηριστικό πάντως αυτών των σπηλαιογραφιών είναι ότι δεν πρόκειται για απλές αναπαραστάσεις των σχετικών ζώων, αλλά επίσης ότι περιλαμβάνουν αφηρημένες 'κουκίδες'ή 'κυματιστές γραμμές,'όπως, λόγου χάρη, φαίνεται στη ζωγραφιά της προηγούμενης εικόνας από τη σπηλιά του El Castillo, χρονολογημένη στα 40.800 χρόνια πριν.
 

Έχει προταθεί ότι τα αφηρημένα μοτίβα αντιπροσωπεύουν 'εικόνες'που κάποιος βλέπει σε κατάσταση έκστασης. Όλες οι αρχαίες θρησκείες προσπάθησαν να φθάσουν στον 'πνευματικό κόσμο'με τη βοήθεια ειδικών τελετουργιών και τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών. Κατά τη διάρκεια αυτών των τελετών, ο φυσικός κόσμος έσμιγε με τον υπερφυσικό, και ο μάγος- σαμάνος ερχόταν σε επαφή με τα πνεύματα, αποκτώντας έτσι την ικανότητα να θεραπεύει. Έτσι, σιγά-σιγά, η 'ψυχή'των απεικονιζόμενων ζώων ή αντικειμένων έγινε εξίσου σημαντική με την καθημερινή χρησιμότητα. Πολύ αργότερα, ο πρώτος ναός του κόσμου, που βρέθηκε στο Gobekli Tepe της σημερινή Τουρκίας, και ο οποίος χρονολογείται από την 8η- 10η χιλιετία π. Χ., δείχνει ότι η λατρεία μπορεί ακόμα και να προηγήθηκε από τη γεωργία. Οι πρώτοι δρόμοι των προσκυνητών θα μπορούσαν να είναι εξίσου σημαντικοί με τους πρώτους εμπορικούς δρόμους. Οι μεγαλιθικοί πολιτισμοί της Ευρώπης, για παράδειγμα, μπορεί να ιδρύθηκαν από θρησκευτικές ομάδες, οι οποίες ταξίδεψαν μεγάλες αποστάσεις για λόγους λατρείας, πολύ πριν από την έλευση της γεωργίας στις περιοχές αυτές. Συνεπώς, η τέχνη, η θρησκεία, και η κουλτούρα γενικότερα, φαίνεται ότι εξελίχθηκαν όχι σαν ένα παρα-προϊόν του ελεύθερου χρόνου, αλλά ως μια βαθύτερη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής.

Ψυχικοί δίδυμοι

Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το κλασικό δίλημμα: Φύση ή ανατροφή; Στην περίπτωση των πανομοιότυπων (ομοζυγωτών) διδύμων μπορούμε να προσδοκούμε ότι η συμπεριφορά, η οποία αρχικά εκφράζεται μέσω γονιδίων, μπορεί να μεταβληθεί σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Αλλά εδώ μας ενδιαφέρει το αρχέτυπο του 'δυισμού'κυρίως.

Ο αρχετυπικός μύθος των 'ψυχικών διδύμων'είναι αυτός του Κάστορα και Πολυδεύκη.  Ήταν δίδυμοι αδελφοί, γνωστοί και ως Διόσκουροι, ή Gemini στους Ρωμαίους. Ο Κάστωρ ήταν θνητός αλλά ο Πολυδεύκης ήταν γιος του Δία, ο οποίος παραπλάνησε τη Λήδα με τη μορφή ενός κύκνου. Όταν ο Κάστωρ σκοτώθηκε, ο Πολυδεύκης ζήτησε από τον Δία να του επιτρέψει να μοιραστεί τη δική του αθανασία με το δίδυμο αδελφό του, κι έτσι μεταμορφώθηκαν στον αστερισμό των Διδύμων. Το ζεύγος αυτό είχε θεωρηθεί ως προστάτης των ναυτικών και είχαν επίσης συνδεθεί με την ιπποσύνη.

Οι ουράνιοι δίδυμοι εμφανίζονται επίσης στην ΙΕ παράδοση, όπως οι ελληνικοί Διόσκουροι, οι βεδικοί Ashvins, οι λιθουανικοί Ašvieniai, οι λετονικοί Dieva deli, οι σικελικοί Palici, οι γερμανικοί Alcis, οι ρωμαϊκοί Romulus και Remus, οι αγγλοσαξονικοί Hengest και Horsa.

Ο O'Brien ανασυνθέτει μια θεά των αλόγων με δίδυμους απογόνους, υποδεικνύοντας την Epona των Γαλατών, την ιρλανδική Macha, ή την ουαλική Rhiannon, σύμφωνα μ'έναν μύθο γέννησης των ιππομορφικών διδύμων. Οι μύθοι γύρω από τους Hengest και Horsa των Αγγλοσαξόνων μπορεί να έχουν προέλθει από μια κοινή πηγή, δεδομένου ότι το όνομα Hengest σημαίνει 'άτι' (στα γερμανικά, Hengst). Ο Shapiro σημειώνει τις ομοιότητες με τους σλαβικούς Volos και Veles, και τις κοινές ιδιότητες ως γιοι του Θεού- Ουρανού, αδέλφια της Ηλιακής Παρθένας, προστάτες των θαλασσών, κύριοι των αλόγων, μαγικοί θεραπευτές, ιδρυτές πόλεων, κοκ.

Όπως βλέπουμε το ρεπερτόριο χαρακτήρων που αποδίδεται στους 'θεϊκούς διδύμους'είναι πλούσιο. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπουμε μια σύνδεση μεταξύ αυτού του κόσμου και του υπερβατικού. Επιπλέον, το ζευγάρωμα ανθρώπων με θεϊκά άλογα θυμίζει το μύθο του Μινωταύρου. Αυτή η ένωση μεταξύ του θείου και του ζωώδους παράγει τον κόσμο των ανθρώπων, μισός λογικός και μισός ενστικτώδης. Συνεπώς, οι ομοιότητες μεταξύ αυτών των μύθων σε διαφορετικούς πολιτισμούς υποδεικνύουν την αρχετυπική επίδραση των αντίστοιχων συμβόλων (του θεϊκού και του γήινου), που ενώνονται για να δημιουργήσουν το φυσικό μας κόσμο.

Ο εκπολιτιστής ήρωας

Η έννοια του ήρωα- εκπολιτιστή στους μύθους είναι ανάλογη με το φαινόμενο του ιδρυτή στη βιολογία. Όπως στην τελευταία περίπτωση όπου μια μικρή ομάδα αποίκων ιδρύει μια νέα αποικία με τα γονίδιά τους, έτσι και στην περίπτωση του πολιτισμικού φαινομένου του ιδρυτή είναι μια κουλτούρα η οποία εγκαθιδρύεται στο μυαλό των ξένων πληθυσμών που συναντάει, με τους μύθους της, τις παραδόσεις, και τις πτυχές της κοινωνικής συμπεριφοράς.

Ένα κλασικό παράδειγμα εκπολιτιστή- ήρωα είναι αυτό του Προμηθέας. Στην ελληνική μυθολογία, ο Προμηθέας αψηφά τους θεούς και δίνει τη φωτιά στους ανθρώπους, μια πράξη που βοήθησε την πρόοδο και τον πολιτισμό. Σε μια άλλη εκδοχή του μύθου, ο Προμηθέας καθιερώνει τη μορφή της θυσίας ζώων που απαντάται στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Στη Δυτική κλασική παράδοση, ο Προμηθέας έγινε μια μορφή που εκπροσωπεί τον αγώνα του ανθρώπου, ιδιαίτερα στην αναζήτηση της επιστημονικής γνώσης, καθώς και τον κίνδυνο που εγκυμονεί αυτή η γνώση. Συγκεκριμένα, θεωρήθηκε στη Ρομαντική εποχή ως η έκφραση της μοναχικής ιδιοφυΐας, της οποίας οι προσπάθειες για βελτίωση της ανθρώπινης ύπαρξης θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε τραγωδία.


Οι μύθοι των εκπολιτιστών- ηρώων είναι ευρέως διαδεδομένοι σε όλο τον κόσμο, και συνδέονται με την ίδρυση πόλεων ή με το μύθο της δημιουργίας. Ένα πρωτότυπο του ήρωα- εκπολιτιστή είναι ο Σουμέριος Gilgamesh, ο πέμπτος βασιλιάς της Uruk, το 2.500 π.Χ. Αυτός είναι ο κεντρικός χαρακτήρας στο έπος του Gilgamesh, και περιγράφεται ως ημίθεος με υπερφυσική δύναμη, ο οποίος έκτισε τα τείχη της Uruk για να υπερασπίσει το λαό του από εξωτερικές απειλές, καθώς επίσης και ότι ταξίδεψε για να συναντήσει το σοφό Utnapishtim, ο οποίος λέγεται ότι είχε επιβιώσει από το Μεγάλο Κατακλυσμό.


Ένα ισχυρό στοιχείο εναντίον της κοινής καταγωγής των γλωσσών, είναι το γεγονός ότι διαφορετικοί λαοί έχουν διαφορετικούς ήρωες- εκπολιτιστές. Η αρχετυπική μορφή μπορεί να είναι η ίδια αλλά ο κάθε λαός δημιούργησε το δικό του μύθο για να εκφράσει τις ρίζες και την ταυτότητά του. Ακόμη και αν η διαφορά αυτή εξηγηθεί με την απώλεια της συλλογικής μνήμης εξαιτίας προσθήκης νέων πολιτιστικών στοιχείων, και πάλι αυτό είναι απόδειξη ενάντια στην κοινή καταγωγή. Στο Δυτικό πολιτισμό, ο πιο σημαντικός εκπολιτιστής- ήρωας έχει γίνει ο Χριστός. Ενσωματώνει το μύθο- δοξασία της Ανάστασης, και το όνομά του είναι κοινό μεταξύ πολύ διαφορετικών πολιτισμών σε ολόκληρο τον κόσμο. Μήπως θα έπρεπε αυτή η ομοιότητα να ερμηνευθεί ως απόδειξη για την κοινή προέλευση όλων αυτών των λαών; Και αν όχι, γιατί περιμένουμε ομόηχες λέξεις σε διαφορετικές γλώσσες για το όνομα του προκατόχου του, του Δία, να ερμηνευτούν με αυτόν τον τρόπο;
  

Θυσίες

Η θυσία ζώων, η οποία μεταξύ άλλων είχε ως σκοπό την εύνοια των θεών,  μαρτυρείται σε πολλές θρησκείες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας τους Σουμέριους, τους Έλληνες, τους Ρωμαίους, τους Γερμανούς, τους Κέλτες, τους Αζτέκους, και τους Μάγιας. Απομεινάρια τέτοιων θυσιών μπορούν να βρεθούν ακόμα και σήμερα σε τελετές του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ. Τέτοιες τελετές θα μπορούσαν αρχικά να θεωρηθούν ως πράξεις εξιλέωσης του κυνηγού που σκότωσε το ζώο, αλλά στη συνέχεια η τελετουργία απέκτησε έναν πιο πολύπλοκο συμβολικό χαρακτήρα, γιατί το ζώο δεν χρησίμευε μόνο για φαγητό αλλά και για να εξιλεώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους. Επίσης, η τελετουργία μπορούσε να μεταμορφωθεί σε μια καθαρή αλληγορία, όπως στην περίπτωση των ινδουιστικών κειμένων, π.χ. στο Atharva Veda, όπου δηλώνεται ότι οι πραγματικές Βεδικές θυσίες γίνονταν με καρπούς και σπόρους, στους οποίους είχαν δώσει μεταφορικές ονομασίες ζώων.
http://en.wikipedia.org/wiki/Animal_sacrifice


Σε ό,τι αφορά τη θυσία αλόγων, πολλοί ΙΕ κλάδοι δείχνουν ότι την ασκούσαν, και η συγκριτική μυθολογία αναφέρει ότι αυτές οι θυσίες προέρχονται από μια ΠΙΕ τελετουργία. Ο ανακατασκευασμένος μύθος αφορά τη σύζευξη ενός βασιλιά με μια θεϊκή φοράδα, από την οποία ένωση γεννιόνται οι θεϊκοί δίδυμοι, υποδεικνύοντας μια τοτεμικής φύσης ταύτιση του ΙΕ ήρωα ή βασιλιά με το άλογο.


Ταφές αλόγων έχουν βρεθεί σε όλη την έκταση των Ευρασιατικών στεπών, από την 4η χιλιετία π.Χ. και έπειτα, σε Ινδο-Άριους, τουρκικούς και κινεζικούς πληθυσμούς. Στις περιπτώσεις αυτές, το άλογο αντιπροσωπεύει ένα σύμβολο εξουσίας. Σε μεταγενέστερες εποχές, άρματα βρέθηκαν επίσης θαμμένα μαζί με τον ιδιοκτήτη τους. Η εφεύρεση τόσο των αρμάτων όσο και των αλόγων ιππασίας μπορεί φυσικά να αποδοθεί σε πληθυσμούς που ζούσαν στις ανοικτές πεδιάδες του Βορρά, επειδή ανάγλυφο σε αυτές τις περιοχές είναι κατάλληλο για αυτές τις δραστηριότητες. Ωστόσο, ο συμβολισμός της εξουσίας σίγουρα δεν προέρχεται από αυτές τις περιοχές. Εξουσία δεν σημαίνει απλά σεβασμός και υπακοή στον ηγεμόνα, αλλά πάντα συνοδεύεται από σύμβολα ιδιοκτησίας και πλούτου. Επιπλέον, ο ηγεμόνας πρέπει να επιδεικνύει δεξιότητα όχι μόνο στην ιππασία αλλά και σε θέματα διοικητικής οργάνωσης. Ακόμη και αν η λέξη 'ίππος'είναι ΙΕ (αν όχι τουρκική όπως και η λέξη 'kurgan), τα σύμβολα πολιτικής εξουσίας, καθώς και οι σχετικές λέξεις, προήλθαν από τον πολιτισμένη κόσμο του Νότου. Οι περισσότερες λέξεις, για παράδειγμα, της Αγγλικής γλώσσας που σχετίζονται με την κοινωνική και πολιτική οργάνωση (συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των λέξεων 'πολιτισμός,''οργάνωση,''κοινωνία'και 'πολιτική') είναι δάνεια από την Ελληνική και τη Λατινική γλώσσα. Μήπως πρέπει να περιμένουμε ότι οι Έλληνες και οι Λατίνοι πήραν αυτό το εξελιγμένο λεξιλόγιο από τους 'ΠΙΕ,'ή ότι ήταν μια ανεξάρτητη εφεύρεση (ή ένα κοινό λεξιλόγιο των προηγμένων πολιτισμών), ανεξάρτητα από τον τόπο της καταγωγής ήταν; Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούνται IE, δεν ευλογεί τον σκοπό της κοινής προέλευσης σε καμία περίπτωση.

Μη- τοπικότητα στην εξέλιξη

Πώς θα μπορούσε η έννοια της μη τοπικότητας και η κβαντική σύζευξη να ενσωματωθούν στη μελέτη για την προέλευση και εξέλιξη των γλωσσών; Η προσέγγιση της «Μεγάλης Έκρηξης» για την κοινή καταγωγή σε κάποιο φυσικό τόπο πρέπει να θεωρηθεί παρωχημένη. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια θεωρία των «πολλών συμπάντων» στη γλωσσολογία, δηλαδή ένα γλωσσικό συνεχές στο χώρο και στο χρόνο, με σκοπό να εξηγήσουμε τις ομοιότητες ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες, στο πλαίσιο του εκπολιτισμού. Αυτό δε σημαίνει ότι μια ομάδα γλωσσών δεν μπορεί να ξεκινήσει από μια κοινή πηγή. Αλλά αυτή η πηγή είναι πρώτα απ’ όλα πολιτισμικής φύσης, έτσι ώστε δεν πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι περιορισμένο στο χώρο και στο χρόνο.

Η μη τοπικότητα μπορεί να εξηγηθεί με έναν σχετικά απλό τρόπο με τα προηγούμενα διαγράμματα. Τοπικές αλληλεπιδράσεις (πρώτο διάγραμμα) συμβαίνουν κατευθείαν μεταξύ των γεγονότων Α και Β. Η μη τοπική σύνδεση δείχνεται στο δεύτερο διάγραμμα. Τα γεγονότα A και B δεν αλληλεπιδρούν άμεσα μεταξύ τους, αλλά έμμεσα μέσω του γεγονότος Ο. Πράγματα τα οποία, λόγου χάρη, βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση βρίσκουν το έδαφος ταυτόχρονα, επειδή συνδέονται μεταξύ τους (έμμεσα) μέσω του βαρυτικού πεδίου. Στην περίπτωση των γλωσσών, ένα τέτοιο «πεδίο» αναπαρίσταται από ένα ισόγλωσσο το οποίο διαδίδεται σε όλο το χώρο και καθοδηγεί πράγματα να κινηθούν. Αυτά τα πράγματα είναι άνθρωποι, προϊόντα, ιδέες και γλώσσες. Οπότε πρόκειται για ένα «πολιτιστικό» πεδίο, το οποίο δρα ως ένας ενοποιός παράγοντας, φέρνοντας σε επαφή, μεταξύ άλλων, διαφορετικές γλώσσες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε πραγματικά να εξηγήσουμε ομοιότητες μεταξύ γλωσσών. Αλλιώς διαρκώς αντιμετωπίζουμε παράδοξα. Γιατί, για παράδειγμα, κάποιες γλώσσες έχουν την ίδια λέξη για το λύκο, και όχι για την αρκούδα; Αν δεχθούμε ωε πιθανή εξήγηση ότι κάποιες γλώσσες διαφοροποιήθηκαν επειδή χρησιμοποίησαν μια τοτεμική λέξη, στην πραγματικότητα είναι η τοτεμική λέξη που θα έπρεπε να διατηρηθεί. Συμβολικά νοήματα που σχετίζονται με θεότητες και το υπερφυσικό (για παράδειγμα, η λέξη για το θεό =Δίας, τον κάτω κόσμο= Άδης, το άλογο= ίππος, ιπποδρόμιο, κλπ.). Επομένως, η όποιες ομοιότητες θα πρέπει να συνδεθούν με τις αντίστοιχες συμβολικές αναπαραστάσεις, οι οποίες εκφράζουν κοινές έννοιες και νοήματα. Η μη τοπικότητα στις γλώσσες σημαίνει απλά ότι οι γλώσσες μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους με τέτοιον έμμεσο τρόπο (χωρίς απαραίτητα τη μετακίνηση ανθρώπων), στο πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής τους.



Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα να δείξουμε μη τοπικά φαινόμενα στις γλώσσες (σε αυτήν την περίπτωση με τη μορφή συμμετρίας) είναι η centum-satem συμπληρωματικότητα. Οι όροι ‘centum’ και ‘satem’ προέρχονται από τις λέξεις για το ‘εκατό’ σε μια αντιπροσωπευτική γλώσσα κάθε ομάδας: Στα Λατινικά είναι centum (προφέρεται /k/entum) και στα Αβεστικά (αρχαία Περσικά) satem. Η υποθετική περιοχή που έλαβε χώρα ο ‘σατεμισμός,’ σύμφωνα με τον εφευρέτη της ιδέας, von Bradke, φαίνεται με το σκούρο κόκκινο (προηγούμενη εικόνα) , σε μια περιοχή που ταυτίζεται με τους πολιτισμούς Sintashta/Abashevo/Srubna.

Το centum- satem ισόγλωσσο θεωρείται ως εξέλιξη της ΠΙΕ γλώσσας. Πιστεύεται ότι προηγήθηκε ο ‘κεντουμισμός’ κι ακολούθησε ο ‘σατεμισμός,’ αν και στοιχεία από τις Ανατόλιες διαλέκτους δείχνουν ότι η centum δεν ήταν η αρχική κατάσταση στα ΠΙΕ.

Η centum-satem διάκριση είναι ιδιαίτερα προβληματική. Πρώτα απ’ όλα, η λέξη για το ‘εκατό’ είναι ‘διπλή:’ Eka-sau στα Hindi (αρχαία Ινδικά). Αν κρατήσουμε και τα δυο μέρη, τότε έχουμε κάτι σαν ‘εκατό’ στα Ελληνικά. Αλλά αν κρατήσουμε μόνο το πρώτο μέρος, έχουμε ‘sto’ (στα Ρώσικα), ή ‘sad’ στα Περσικά. Δεν αντιπροσωπεύει μια βαθύτερη συμμετρία ανάμεσα σε αυτές τις γλώσσες, αλλά απλά μια επιλογή ανάμεσα στα δύο μέρη της λέξης. Η στροφή από τον ‘κεντουμισμό’ στο ‘σατεμισμό’ δείχνει ακριβώς την εγκατάλειψη του πρώτου μέρους. Για να δώσουμε μια ιδέα της πραγματικής βαθύτερης συμμετρίας, ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη ‘Ehun’ στα Βασκικά, και ‘Cent’ στα Καταλανικά, οπότε Ehu(s)-cen(t). Είναι αξιοσημείωτο πόσο κοντά βρίσκεται η Βασκική λέξη για το ‘εκατό’ με την Αγγλική (Γοτθικά hund, παλιά Γερμανικά hunt).

Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι ‘αρχέγονα’ σύμφωνα υπήρχαν στην Πρωτο- Ανατόλια γλώσσα δείχνει πως η Ανατολία φαίνεται να είναι το πιο πιθανό μέρος για μια κοινή καταγωγή. Αλλά και πάλι, αυτό σημαίνει κοινή πολιτιστική, και όχι γενετική, καταγωγή. Οπότε αναφερόμαστε σε ένα ισόγλωσσο, το οποίο κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., όπως είπαμε, χρησίμευσε σαν ένα μεγάλο «παζάρι» για την συνάντηση, ενοποίηση κι εξέλιξη νέων γλωσσών.

Σε κατάσταση σύζευξης, στη φυσική, ένα σύστημα που αποτελείται από δύο μέρη δείχνει μια συμμετρία ως προς αυτά τα μέρη. Αν το ένα μέρος έχει σπιν ‘πάνω,’ το άλλο μέρος θα έχει (ταυτόχρονα) σπιν ‘κάτω.’ Για τους σκοπούς μας, το ‘ακαριαίο’ μπορεί να ερμηνευτεί ως ανεξαρτησία. Ίσως είναι δύσκολο να βρούμε ένα τέτοιο παράδειγμα μεταξύ δυο γλωσσών, αλλά έχω υπόψη ένα παράδειγμα παρερμηνείας στην Ελληνική γλώσσα. Υποτίθεται ότι στην Ελληνική γλώσσα τα επιθέματα της μορφής –ινθ- είναι προ- Ελληνικά. Για παράδειγμα, τοπωνύμια όπως Κόρινθος. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά παραδείγματα κοινών λέξεων στην Ελληνική τα οποία δεν είναι τοπωνύμια. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λέξη ‘άνθος.’ Εκτός του ότι τέτοιες λέξεις μπορεί να είναι σύνθετες (το επίθεμα –θεν- στα Ελληνικά δηλώνει τόπο), μπορεί επίσης να παρήχθησαν από αντιστροφή. Πάρτε για παράδειγμα τα ακόλουθα ζευγάρια λέξεων: Εντός-Έθνος, πότνιος (αγαπητός)- πόντιος (μακρινός), καρτερός- κρατερός, σταρτηγός-στρατηγός, αργός-αγρός. Σε κάποιες περιπτώσεις οι δύο λέξεις του ζεύγους έχουν και το ίδιο νόημα. Οπότε υπάρχει μια φυσική διαδικασία που παράγει τα επιθέματα –ινθ- μέσα στα πλαίσια της ίδιας γλώσσας. Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι οι λέξεις ‘άνθος’ και ‘λουλούδι’ μοιάζουν ‘λιγότερο Ελληνικές’ από μια λέξη της μορφής ‘φλώρος,’ σε συμφωνία με την ίδια λέξη σε άλλες ‘ΙΕ’ γλώσσες, για παράδειγμα ‘flower’ στα Αγγλικά, fleur στα Γαλλικά, fiori στα Ιταλικά. Η λέξη αυτή βέβαια υπάρχει στα Ελληνικά αλλά έχει αποκτήσει μια διαφορετική (και αρνητική) σημασία. Οπότε πρόκειται για μια περίπτωση αντιστροφής νοήματος.

Φαίνεται ότι οι λέξεις ‘περιφέρονται,’ σαν σε κατάσταση ‘υπέρθεσης,’ πάνω από ένα ‘σημασιολογικό πεδίο,’ εωσότου κάποιος τις διαλέξει κάποια στιγμή, με το ίδιο ή άλλο νόημα. Ωστόσο, οι ομοιότητες βρίσκονται πάντοτε κατόπιν σύγκρισης, εκ των υστέρων. Οπότε, κάθε φορά που θεωρούμε κάποια ομοιότητα, αποδίδουμε και κάποιο νόημα για να εξηγήσουμε την ομοιότητα. Η λέξη ‘me,’ για παράδειγμα είναι κοινή σε IE γλώσσες (mich στα Γερμανικά, meh στα Ιταλικά, με στα Ελληνικά, mujhe στα Hindi, κλπ.). Αλλά πρέπει να ερμηνεύσουμε ως απόδειξη κοινής καταγωγής αυτήν την ηχητική ομοιότητα; Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτή η λέξη είχε ανέκαθεν και το ίδιο νόημα. Αλλά, για να δώσουμε ένα άλλο σχετικό παράδειγμα, η λέξη ‘εγώ’ (‘I’ ή ‘me’ στα Αγγλικά) δεν έχει το ίδιο νόημα στα Αγγλικά. Είναι δάνειο στην Αγγλική γλώσσα με ένα συγκεκριμένο, ‘επιστημονικό,’ περιεχόμενο. Επομένως πώς ξέρουμε ότι η λέξεις ‘με’ ή ‘εγώ’ δεν εξελίχθηκαν σε διαφορετικές γλώσσες με τον ίδιο τρόπο για να διατηρήσουν ένα κοινό νόημα για κάποια ιδιαίτερη κατάσταση της ‘ύπαρξης, μέσα στα πλαίσια ενός ισόγλωσσου;

Η προηγούμενη ομοιότητα, σχετικά με την προσωπική αντωνυμία ‘εμέ,’ είναι εντυπωσιακή. Αλλά καθώς υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να εκφράσουμε τις προσωπικές αντωνυμίες (για παράδειγμα, εγώ, εμένα, μου), πρέπει να αναμένουμε έναν μεγάλο βαθμό διαφοροποίησης αυτών των αντωνυμιών κατά τη διάρκεια των χιλιετηρίδων και ύστερα από την υποτιθέμενη διαίρεση των ΙΕ γλωσσών. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι πρόκειται για ένα παράδειγμα υψηλού βαθμού διατήρησης για κάποιες ιδιαίτερες λέξεις. Αλλά, θεωρώντας μια άλλη ‘ιδιαίτερη’ περίπτωση, το ρήμα ‘είμαι’ δεν έχει διατηρηθεί στην ίδια ομάδα γλωσσών. Είναι το ίδιο στα Λατινικά (esse) και στα Ελληνικά (εστί/είναι) αλλά διαφορετικό στις Γερμανικές γλώσσες. Γιατί το ‘εμέ’ διατηρήθηκε, και όχι το ‘ειμί;’ Αυτό, ξανά, όπως στο παράδειγμα με τη σύγκριση των λέξεων ‘λύκος’/’αρκούδα,’ μπορεί να υποδεικνύει μια αρχαιότερη διαίρεση αυτών των γλωσσών. Αλλά, όπως έχουμε υποθέσει σε αυτό το κείμενο, τόσο το ‘εμέ’ όσο και το ‘είμαι,’ αν συνδεθούν με μια ανώτερη κατάσταση της ύπαρξης, μαρτυρούν έναν υψηλό βαθμό αυτεπίγνωσης και έναν εξίσου μεγάλο βαθμό σεβασμού απέναντι στην ύπαρξη. Όντως, δεν θα πρέπει να θεωρούμε τη λέξη ‘εγώ’ λιγότερο σημαντική από τη λέξη ‘θεός,’ καθώς η ομοιότητα σε διάφορες γλώσσες για την πρώτη λέξη μπορεί να εξηγηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως η ομοιότητα για τη δεύτερη λέξη. Η έννοια του ισογλώσσου και πάλι αποκτά μέγιστη σημασία, αν θέλουμε να εξηγήσουμε τέτοιες ομοιότητες. 

Αλλαγή γλωσσικού παραδείγματος

Εδώ μπορούμε να θέσουμε την ακόλουθη ερώτηση: Αν, από τη μία πλευρά, τα αρχέτυπα υπάρχουν τότε γιατί λέξεις σχετικές με θεμελιώδεις έννοιες είναι διαφορετικές σε διαφορετικές ομάδες γλωσσών; Από την άλλη μεριά, αν όλες οι γλώσσες (ακόμα και σε πρωταρχική μορφή) έχουν κοινή καταγωγή τότε γιατί, και πάλι, λέξεις θεμελιωδών εννοιών είναι διαφορετικές σε διαφορετικές ομάδες γλωσσών, ή γιατί ίδιες λέξεις έχουν διαφοροποιηθεί; Η απάντηση μπορεί να είναι ότι η διαφοροποίηση γλωσσικών ομάδων δείχνει μια εσκεμμένη πράξη απόκτησης ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητας. Έτσι, η διαφοροποίηση γλωσσικών ομάδων και γλωσσών είναι μια διαδικασία η οποία πηγαίνει πολύ πίσω στην προϊστορία των γλωσσών. Ο λόγος για τον οποίο ομάδες σύγχρονων γλωσσών έχουν μεταξύ τους ομοιότητες είναι κυρίως εξαιτίας της απόκτησης ιδιαίτερης ταυτότητας σε σχετικά πρόσφατα εποχή και στα πλαίσια της πολιτισμικής συσσώρευσης.

Ωστόσο, τα κύρια κίνητρα για την εξέλιξη της γλώσσας παραμένουν τα ίδια. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ομιλούντες, αλλά μαθαίνουν να μιλάνε. Αυτό από μόνο του αποτελεί απόδειξη ότι οι γλώσσες δεν γεννιούνται σε έναν κοινό τόπο αλλά διαμορφώνονται μέσα σε μια κοινή κουλτούρα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν τι λέξεις και τα νοήματά τους, χωρίς να ρωτάνε αν αυτές οι λέξεις είναι ‘ντόπιες’ ή ‘ξενικής καταγωγής.’ Για αυτό μια πιθανή κοινή καταγωγή είναι κυρίως πολιτισμική, όχι γενετική, και υποδεικνύεται από τις ομοιότητες στα νοήματα των λέξεων, ενώ οι όποιες ηχητικές ομοιότητες έχουν να κάνουν περισσότερο με μια επιφανιακή και παθητική πράξη μίμησης.

Αλλαγή γλώσσας σημαίνει ότι μια ομάδα ανθρώπων ή ένα ολόκληρο κράτος αρχίζει να χρησιμοποιεί μια άλλη γλώσσα. Αν δεν θεωρήσουμε ότι νεοεισερχόμενοι πληθυσμοί εξοντώνουν τον προηγούμενο πληθυσμό, τότε η αλλαγή γλώσσας είναι μια μάλλον σταδιακή διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα λόγω κάποιων πλεονεκτημάτων που έχει η νέα γλώσσα για τον ιθαγενή πληθυσμό. Οι Γερμανικές φυλές, για παράδειγμα, που κυρίευσαν τη Ρώμη (κι εγκαταστάθηκαν εκεί), υιοθέτησαν τη Λατινική γλώσσα, για θρησκευτικούς και πολιτικούς λόγους. Οι Φράγκοι, οι οποίοι απετέλεσαν στη συνέχεια τους Γάλλους (French), είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Η δύναμη της γλώσσας είναι πολύ πιο δυνατή από τη γενετική συγγένεια. Αν αυτό γίνει συνειδητό από τις τρέχουσες θεωρίες σχετικά με την καταγωγή της γλώσσας, τότε οι περιπτώσεις αλλαγής γλώσσας θα αποτελούν μια υποκατηγορία μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο το οποίο θα προσδιορίζεται από μια αλλαγή γλωσσικού παραδείγματος, από τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις γλωσσικές διαδικασίες. Οι ομοιότητες ανάμεσα σε γλώσσες, αν δεν αντιμετωπιστούν επιφανειακά, αποκαλύπτουν τη δύναμη του εκπολιτισμού, μέσω της διαδικασίας της μίμησης.

Ακόμα κι αν οι γλώσσες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε διαφορετικές ομάδες με βάση μια κοινή γενετική καταγωγή, η διαδικασία της πολιτισμικής συσσώρευσης είναι τόσο ισχυρή έτσι ώστε, ακόμα κι αν οι λέξεις ‘μαμά’ και ‘μπαμπάς’ είναι αρχετυπικής προέλευσης, τα μοτίβα μίμησης έχουν τόσο εξελιχθεί και διαφοροποιηθεί ώστε η πρωτότυπη λέξη ‘πάτερ’ έχει καταλήξει αν σημαίνει την εξουσία, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και τον ίδιο το θεό, όχι το οικείο πρόσωπο της παιδικής μας ηλικίας. Το να περιμένουμε τέτοιες ομοιότητες σε λέξεις να σχετίζονται με το αρχαϊκό γλωσσικό ή γενετικό παρελθόν μας, είναι λανθασμένο και παρωχημένο, με την ίδια έννοια ότι δεν αποκαλούμε πλέον τα πουλιά δεινοσαύρους, παρότι ήταν στο απώτερο παρελθόν.





Viewing all 96 articles
Browse latest View live




Latest Images