Quantcast
Channel: ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Viewing all 126 articles
Browse latest View live

Η επίδραση των αρχετυπικών ιδεών στις επιστημονικές θεωρίες του Κέπλερ

$
0
0

 


Ο σύγχρονος κόσμος μπορεί να έχει απομακρυνθεί από την εποχή της μαγείας και της αλχημείας, αλλά, πολύ συχνά, κάθε τι παράξενο και μαγικό μας προκαλεί το ενδιαφέρον και μας κεντρίζει την περιέργεια. Μια τέτοια διάσταση, ανάμεσα στον σύγχρονο, επιστημονικό τρόπο σκέψης, και στον παλιό, αλχημικό τρόπο παρατίθεται από τον Βόλφγκανγκ Πάουλι, με αντίπαλους εκπροσώπους των δύο κόσμων τον Γιοχάνες Κέπλερ και τον Ρόμπερτ Φλουντ, στο απόσπασμα που ακολουθεί, με τίτλο «Η επίδραση των αρχετυπικών ιδεών στις επιστημονικές θεωρίες του Κέπλερ, από το βιβλίο «TheNatureandthePsyche.» Λέει επαυτού ο Πάουλι:

 

«Οι απόψεις του Κέπλερ για την κοσμική αρμονία, βασισμένες ουσιαστικά σε ποσοτικές, μαθηματικά αποδεδειγμένες υποθέσεις, ήταν ασύμβατες με την άποψη μιας αρχαϊκής- μαγικής περιγραφής της φύσης όπως αντιπροσωπεύεται από το έργο ενός σεβαστού γιατρού της Οξφόρδης και Ροδόσταυρου, του Ρόμπερτ Φλουντ. Σε ένα παράρτημα του «Harmonicesmundi» ο Κέπλερ επέκρινε πολύ έντονα το έργο του Φλουντ. Ο Φλουντ, ως εκπρόσωπος της παραδοσιακής αλχημείας, δημοσίευσε μια λεπτομερή πολεμική εναντίον του παραρτήματος του Κέπλερ, οπότε ο τελευταίος απάντησε με μια «Apologia» που ακολουθήθηκε από μια «Replicatio» (απάντηση) από τον Φλουντ.

 

Ο διανοητικός «αντι-κόσμος» με τον οποίο συγκρούστηκε εδώ ο Κέπλερ είναι μια αρχαϊκή- μαγική περιγραφή της φύσης που κορυφώνεται σε ένα μυστήριο μεταστοιχείωσης. Είναι η γνωστή αλχημική διαδικασία κατά την οποία, μέσω διαφόρων χημικών διαδικασιών, απελευθερώνεται από την πρωταρχική ύλη («primamateria») η κοσμοψυχή («animamundi»), που κοιμόταν μέσα της, και με αυτόν τον τρόπο λυτρώνεται η ύλη και μεταμορφώνεται oπειραματιστής. Ο Φλουντ, σε αντίθεση με τον Κέπλερ, δεν είχε δικές του πρωτότυπες ιδέες να διακηρύξει˙ ακόμη και οι αλχημικές του έννοιες διατυπώνονται με μια πολύ πρωτόγονη μορφή. Το σύμπαν χωρίζεται σε τέσσερις σφαίρες, που αντιστοιχούν στο αρχαίο δόγμα των τεσσάρων στοιχείων. Το υψηλότερο είναι το έμπυρο, ο κόσμος των πνευμάτων, ακολουθούμενο κατά φθίνουσα σειρά από τον αιθέρα ως σύνδεσμο με τη σφαίρα των στοιχείων και τα υποσεληνιακά πράγματα (τρίτο στοιχείο), και, στο τελευταίο μέρος, από τη γη, που είναι επίσης η έδρα του διαβόλου. Ο κόσμος είναι η κατοπτρική εικόνα του αόρατου Τριαδικού Θεού, όπως αυτή αποκαλύπτεται στον κόσμο…

 

Οι δύο πολικές θεμελιώδεις αρχές του σύμπαντος είναι η μορφή ως η αρχή του φωτός, που προέρχεται από ψηλά, και η ύλη ως η σκοτεινή αρχή, που κατοικεί στη γη. Όλα τα όντα, από τους αγγέλους έως τα ορυκτά, διαφοροποιούνται μόνο ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη περιεκτικότητά τους σε φως. Ένας συνεχής αγώνας συνεχίζεται μεταξύ αυτών των πολικών αντιθέτων: από κάτω, η υλική πυραμίδα μεγαλώνει προς τα πάνω, από τη γη σαν ένα δέντρο, και η ύλη γίνεται πιο λεπτή προς την κορυφή. Την ίδια στιγμή, η μορφική πυραμίδα μεγαλώνει προς τα κάτω, με την κορυφή της στη γη, αντικατοπτρίζοντας ακριβώς την υλική πυραμίδα. Ο Φλουντ δεν διακρίνει ποτέ ξεκάθαρα ανάμεσα σε μια πραγματική, υλική διαδικασία και σε μια συμβολική αναπαράσταση. Λόγω της αναλογίας του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο, η χημική διαδικασία είναι πράγματι ταυτόχρονα μια αντανάκλαση ολόκληρου του σύμπαντος. Οι δύο κινήσεις, η μία προς τα κάτω και η άλλη προς τα πάνω, ονομάζονται επίσης συμπάθεια και αντιπάθεια… Μετά την απόσυρση της τυπικής (μορφικής) αρχής του φωτός, η ύλη παραμένει πίσω ως η σκοτεινή αρχή, αν και ήταν λανθανόντως παρούσα ως μέρος του Θεού… Στη μέση, στη σφαίρα του ήλιου, όπου αυτές οι αντίθετες αρχές απλώς αντισταθμίζουν η μία την άλλη, υπάρχει εμβαπτισμένο στο μυστήριο του χυμικού γάμου το ηλιακό βρέφος («infanssolaris»), που είναι ταυτόχρονα η απελευθερωμένη κοσμοψυχή…


Σε συμφωνία με τις παλιές πυθαγόρειες ιδέες, ο Φλουντ εξάγει από τις αναλογίες των μερών αυτών των πυραμίδων την κοσμική μουσική, στην οποία τα ακόλουθα απλά μουσικά διαστήματα διαδραματίζουν τον κύριο ρόλο:


Αυτό εκφράζεται στο χαρακτηριστικό σχήμα (αρχική εικόνα), που αντιπροσωπεύει το «κοσμικό μονόχορδο» («monochordusmundanus»).»


Σε ό,τι αφορά το μονόχορδο, πρόκειται για αρχαίο μουσικό και επιστημονικό όργανο, το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα με το έργο του αρχαίου φιλοσόφου και θεωρητικού της μουσικής Πυθαγόρα, ο οποίος το χρησιμοποιούσε και για να διδάσκει τους μαθητές του φιλοσοφία. Αν και η ονομασία του οργάνου παραπέμπει στη χρήση μίας και μόνης χορδής, στην πραγματικότητα δύο χορδές ήταν το πλέον σύνηθες: η μία εξ αυτών «ανοιχτή» και η άλλη εφαπτόμενη σε κινητό τάστο (λεγόμενο κοινώς και «καβαλάρης» ή «γέφυρα»). Στην απλούστερη μορφή του, το μονόχορδο φέρει μία χορδή που εκτείνεται επί ενός ακουστικού ηχείου (το κυρίως σώμα του οργάνου). Η χρήση κινητών τάστων επιτρέπει την ελεγχόμενη αλλοίωση του ύψους του τόνου, από την οποία προκύπτει η μεταξύ τους μαθηματική σχέση. [1]


Το μονόχορδο αναφέρεται στα Σουμεριακά γραπτά και, σύμφωνα με ορισμένους, εφευρέθηκε εκ νέου από τον Πυθαγόρα (6ος αιώνας π.Χ.). Η εφεύρεση της κινητής γέφυρας αποδίδεται στον Γκουίντο ντ’ Αρέτσο, γύρω στο 1000 μ.Χ. Το 1618, ο Ρόμπερτ Φλουντ επινόησε ένα κοσμικό μονόχορδο (αλλιώς ουράνιο ή θεϊκό μονόχορδο), που συνέδεε το Πτολεμαϊκό σύμπαν με τα μουσικά διαστήματα. [2]


Συνεχίζει ο Πάουλι:

 

«Η γενική άποψη του Φλουντ είναι ότι η αληθινή κατανόηση της παγκόσμιας αρμονίας και συνεπώς και της αληθινής αστρονομίας είναι αδύνατη χωρίς τη γνώση των αλχημικών ή των Ροδοσταυρικών μυστηρίων. Οτιδήποτε παράγεται χωρίς γνώση αυτών των μυστηρίων είναι μια αυθαίρετη, υποκειμενική μυθοπλασία. Σύμφωνα με τον Κέπλερ, από την άλλη, μόνο αυτό που είναι ικανό για ποσοτική, μαθηματική απόδειξη ανήκει στην αντικειμενική επιστήμη, τα υπόλοιπα είναι προσωπικά. Είναι ήδη φανερό από τα καταληκτικά λόγια του στο «Harmonicesmundi» ότι ο Κέπλερ έπρεπε να πολεμήσει για να δικαιολογήσει την υιοθέτηση αυστηρών μαθηματικών μεθόδων απόδειξης:

 

«Από αυτή τη σύντομη συζήτηση νομίζω ότι είναι σαφές ότι, αν και η γνώση των αρμονικών αναλογιών είναι πολύ απαραίτητη για να κατανοήσουμε τα πυκνά μυστήρια της εξαιρετικά βαθιάς φιλοσοφίας που διδάσκει ο Ρόμπερτ [Φλουντ], εντούτοις ο τελευταίος, ο οποίος έχει μελετήσει ακόμη και το δικό μου έργο ολόκληρο, προς το παρόν, θα παραμείνει όχι λιγότερο μακριά από αυτά τα περίπλοκα μυστήρια, όσο αυτές [οι αναλογίες] έχουν απομακρυνθεί [για αυτόν] από την ακριβή βεβαιότητα των μαθηματικών αποδείξεων.»

 

Η αποστροφή του Φλουντ για όλες τις ποσοτικές μετρήσεις αποκαλύπτεται στα ακόλουθα αποσπάσματα:

 

«Αυτά που έχει εκφράσει [ο Κέπλερ] με πολλές λέξεις και μακροσκελή συζήτηση, τα έχω συμπιέσει σε λίγες λέξεις και τα έχω εξηγήσει με ιερογλυφικά και εξαιρετικά σημαντικά σχήματα, όχι, σίγουρα, για τον λόγο ότι απολαμβάνω τις εικόνες (όπως λέει αλλού) αλλά επειδή εγώ (ως κάποιος, όπως φαίνεται να υπαινίσσεται πιο κάτω, που συναναστρέφεται με αλχημιστές και ερμητικούς φιλοσόφους) είχα αποφασίσει να συγκεντρώσω πολλά σε λίγα και, κατά τον τρόπο των αλχημιστών, να συλλέξω την εξαγόμενη ουσία, να απορρίψω την ιζηματογενή ουσία, και να βάλω ό,τι είναι καλό στο κατάλληλο δοχείο˙ έτσι ώστε, έχοντας το μυστήριο της επιστήμης αποκαλυφθεί, αυτό που είναι κρυμμένο να μπορεί να γίνει φανερό˙ και ότι η εσωτερική φύση του πράγματος, αφού τα εξωτερικά άμφια έχουν απογυμνωθεί, μπορεί να περιβληθεί, ως ένα πολύτιμο πετράδι σε ένα χρυσό δαχτυλίδι, με μια φιγούρα που ταιριάζει καλύτερα στη φύση του- μια φιγούρα, δηλαδή, στην οποία η ουσία μπορεί να παρατηρηθεί με το μάτι και το μυαλό σαν σε καθρέφτη και χωρίς πολλές περιφράσεις.

 

Γιατί είναι για τους χυδαίους μαθηματικούς να ασχολούνται με ποσοτικές σκιές˙ οι αλχημιστές και οι ερμητικοί φιλόσοφοι, ωστόσο, κατανοούν τον αληθινό πυρήνα των φυσικών σωμάτων.

 

Από τους επιλεγμένους μαθηματικούς που έχουν εκπαιδευτεί στα επίσημα μαθηματικά η φύση μετριέται και αποκαλύπτεται στη γύμνια της˙ για τους ψεύτικους και αδέξιους, ωστόσο, παραμένει αόρατη και κρυφή. Οι τελευταίοι, δηλαδή, μετρούν τις σκιές αντί για την ουσία, και τρέφονται με ασταθείς απόψεις˙ ενώ οι πρώτοι, απορρίπτοντας τις σκιές, αντιλαμβάνονται την ουσία και χαίρονται από τη θέα της αλήθειας.

 

Εδώ όμως κρύβεται όλη η δυσκολία, γιατί αυτός [ο Κέπλερ] αναλογίζεται τις εξωτερικές κινήσεις των δημιουργημένων πραγμάτων ενώ εγώ συλλογίζομαι τις εσωτερικές και ουσιαστικές δράσεις που προέρχονται από την ίδια τη φύση˙ εκείνος πιάνει την ουρά, εγώ κρατάω το κεφάλι. Εγώ αντιλαμβάνομαι την πρώτη αιτία, εκείνος τα αποτελέσματά της. Και παρόλο που οι πιο απομακρυσμένες κινήσεις μπορεί να είναι (όπως λέει) πραγματικές, εντούτοις κολλάει πολύ γρήγορα στη βρωμιά και στη λάσπη της αδυναμίας του δόγματός του και, όντας μπερδεμένος, είναι πολύ σφιχτά δεμένος με κρυμμένα δεσμά για να μπορέσει να ελευθερωθεί ο ίδιος εύκολα από εκείνες τις παγίδες χωρίς να βλάψει την τιμή του και να πληρώσει φτηνά τα λύτρα της ελευθερίας του. Και αυτός που σκάβει ένα λάκκο για τους άλλους, άθελά του θα πέσει μέσα.»

 

Μια τέτοια απόρριψη καθετί ποσοτικού προς όφελος της «φόρμας» είναι προφανώς εντελώς ασυμβίβαστη με την επιστημονική σκέψη. Ο Κέπλερ απαντά στα παραπάνω ως εξής:

 

«Όταν εκφράζομαι σχετικά με τα αινίγματα- αρμονίες σου, θα πρέπει να πω ότι μιλάω ασαφώς, σύμφωνα με την κρίση και την κατανόησή μου, και έχω εσένα ως βοήθημα σε αυτό, αφού αρνείσαι ότι ο σκοπός σου υπόκειται σε μαθηματική απόδειξη, χωρίς την οποία είμαι σαν τυφλός.»»

 

Προφανώς εδώ ο Κέπλερ κάνει ένα ευφυές λογοπαίγνιο, αφού χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως τυφλό απέναντι στα απόκρυφα, και ζητά τη βοήθεια του Φλουντ που τα κατέχει, εντούτοις αφήνει να εννοηθεί ότι ο Φλουντ είναι ο πραγματικά τυφλός, αφού, αυτός ο τελευταίος, δεν γνωρίζει τίποτε για την επιστημονική μέθοδο.

 

Στη συνέχεια ο Πάουλι, αφήνοντας κατά μέρος τη διαφωνία μεταξύ των Κέπλερ και Φλουντ σχετικά με τη σύσταση των ουράνιων σωμάτων και του σύμπαντος, αναφέρεται στη διαφορά τους σχετικά με τον ρόλο της ψυχής μέσα στη φυσική διαδικασία:

 

«Οι διαφωνούντες, λοιπόν, δεν μπορούν πλέον να συμφωνήσουν ούτε για το τι θα ονομάσουν φως και τι σκοτάδι. Οι συμβολικές εικόνες του Φλουντ και τα γεωμετρικά διαγράμματα του Κέπλερ παρουσιάζουν μια ασυμβίβαστη αντίφαση. Είναι, για παράδειγμα, εύκολο για τον Κέπλερ να επισημάνει ότι οι διαστάσεις των πλανητικών σφαιρών που λαμβάνονται στο σχήμα του Φλουντ με το κοσμικό μονόχορδο, που απεικονίζεται παραπάνω, δεν αντιστοιχούν στις αληθινές, εμπειρικές διαστάσεις. Όταν ο Φλουντ απαντά ότι όσοι ξέρουν δεν συμφωνούν ως προς τις τελικές διαστάσεις των σφαιρών και ότι αυτές δεν είναι ουσιαστικά σημαντικές, ο Κέπλερ παρατηρεί πολύ εύστοχα ότι οι ποσοτικές αναλογίες είναι απαραίτητες όσον αφορά τη μουσική, ειδικά στην περίπτωση της αναλογίας 4:3, που είναι χαρακτηριστικό του διαστήματος της τετάρτης. Ο Κέπλερ φυσικά αντιτάχθηκε, επιπλέον, στην υπόθεση του Φλουντ ότι η γη και όχι ο ήλιος είναι το κέντρο των πλανητικών σφαιρών.

 

Η υποτίμηση του Φλουντ για κάθε τι ποσοτικό, που κατά τη γνώμη του ανήκει, όπως κάθε διαίρεση και κάθε πολλαπλότητα, στη σκοτεινή αρχή (ύλη, διάβολος), οδήγησε σε μια περαιτέρω ουσιαστική διαφορά μεταξύ των απόψεων του Φλουντ και του Κέπλερ σχετικά με τη θέση της ψυχής στη φύση. Η ευαισθησία της ψυχής στις αναλογίες, τόσο ουσιαστική σύμφωνα με τον Κέπλερ, είναι κατά τη γνώμη του Φλουντ μόνο το αποτέλεσμα της εμπλοκής της στον (σκοτεινό) υλικό κόσμο, ενώ οι φαντασιακές της ικανότητες, που αναγνωρίζουν την μοναδικότητα, προέχονται από την αληθινή της φύση που πηγάζει από την αρχή του φωτός. Ενώ ο Κέπλερ αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη άποψη ότι η ψυχή είναι μέρος της φύσης, ο Φλουντ διαμαρτύρεται ακόμη και για την εφαρμογή της έννοιας «μέρος» στην ανθρώπινη ψυχή, αφού η ψυχή, απελευθερωμένη από τους νόμους του φυσικού κόσμου, δηλαδή, στο βαθμό που ανήκει στην αρχή του φωτός, είναι αδιαχώριστη από ολόκληροτον κόσμο-ψυχή.

 

Ο Κέπλερ είναι υποχρεωμένος να απορρίψει τα «επίσημα» μαθηματικά που ο Φλουντ αντιπροτείνει στα «χυδαία» μαθηματικά:

 

«Αν γνωρίζεις άλλα μαθηματικά (εκτός από αυτά τα χυδαία από τα οποία έχουν λάβει το όνομά τους όλοι όσοι μέχρι τώρα φημίζονταν ως μαθηματικοί), δηλαδή μαθηματικά φυσικά και τυπικά, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν τα έχω δοκιμάσει ποτέ, εκτός αν καταφύγουμε στη γενικότερη προέλευση της λέξης [διδασκαλία, δόγμα] και εγκαταλείψουμε τις ποσότητες. Για αυτά, πρέπει να ξέρεις, δεν μιλάω εδώ. Εσύ, Ρόμπερτ, μπορείς να κρατήσεις για τον εαυτό σου τη δόξα και τις αποδείξεις που υπάρχουν σε αυτά- και πόσο ακριβείς και σίγουρες είναι αυτές, νομίζω, θα το κρίνεις μόνος σου χωρίς εμένα. Εγώ αναλογίζομαι τις ορατές κινήσεις που καθορίζονται από τις ίδιες τις αισθήσεις, εσύ μπορείς να θεωρήσεις τις εσωτερικές παρορμήσεις και να προσπαθήσεις να τις διακρίνεις ανάλογα με τις διαβαθμίσεις. Κρατώ την ουρά αλλά την κρατάω στο χέρι μου˙ εσύ μπορείς να πιάσεις το κεφάλι διανοητικά, αν και μόνο, φοβάμαι, στα όνειρά σου. Αρκούμαι στα αποτελέσματα, δηλαδή στις κινήσεις των πλανητών. Εάν έχεις βρει στις ίδιες τις αιτίες αρμονίες τόσο διαυγείς όσο είναι οι δικές μου στις κινήσεις, τότε θα ήταν σωστό να σε συγχαρώ για το χάρισμα της εφευρετικότητάς σου, και τον εαυτό μου για το χάρισμα των παρατηρήσεών μου- δηλαδή μόλις μπορέσω να παρατηρήσω οτιδήποτε.»»

 

Ο Κέπλερ ωστόσο, παρότι εκπρόσωπος της «σύγχρονης» επιστημονικής σκέψης, βρίσκεται ακόμη σε μια εποχή όπου κυριαρχούν οι ποιοτικές- διαισθητικές προσεγγίσεις της φύσης, οι οποίες είναι επιπλέον διαποτισμένες από έντονο θρησκευτικό συναίσθημα:

 

«Η κατάσταση δεν είναι τόσο απλή όσο ο Κέπλερ εδώ την παρουσιάζει. Η θεωρητική του θέση, σε τελική ανάλυση, δεν είναι αμιγώς εμπειρική, αλλά περιέχει στοιχεία τόσο υποθετικά όσο η αντίληψη ότι ο φυσικός κόσμος είναι η πραγματοποίηση προϋπαρχουσών αρχετυπικών εικόνων. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η υποθετική πλευρά του Κέπλερ συνδυάζεται με μια λιγότερο προφανή εμπειρική τάση στον Φλουντ. Ο τελευταίος προσπάθησε στην πραγματικότητα να υποστηρίξει την υποθετική φιλοσοφία του για την αρχή του φωτός και του σκότους μέσω επιστημονικών πειραμάτων με το λεγόμενο «μετεωρολογικό δοχείο.» Εφόσον αυτή η προσπάθεια ρίχνει φως σε αυτό που φαίνεται εξαιρετικά παράξενο για την πνευματική ιστορία του δέκατου έβδομου αιώνα, θα ήθελα να πω κάτι περισσότερο γι’ αυτό σε αυτό το σημείο…

 

Το μετεωρολογικό δοχείο κατασκευαζόταν βυθίζοντας ένα γυάλινο δοχείο, ανοικτό προς τα κάτω, σε ένα δοχείο γεμάτο με νερό. Όταν ο αέρας που περιεχόταν στο δοχείο είχε αραιωθεί με θέρμανση, μια στήλη νερού ανέβαινε μέσα στο γυάλινο δοχείο, η στάθμη της οποίας καθοριζόταν τόσο από τη θερμοκρασία όσο και από την πίεση του αέρα. Η έννοια της πίεσης, ωστόσο, δεν ήταν γνωστή πριν από τον Τοριτσέλι, και οι προσωρινές διακυμάνσεις στη στάθμη του νερού, που προκαλούνταν εν μέρει από τις διακυμάνσεις της πίεσης του αέρα, ερμηνεύονταν συνήθως ως προκύπτουσες μόνο από τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Όταν ζεσταίνεται η στήλη του νερού η στάθμη πέφτει, και αντιστρόφως, ως αποτέλεσμα της διαστολής ή της συστολής του αέρα που παραμένει πάνω από τη στήλη του νερού. Το όργανο, ένα είδος συνδυασμού θερμόμετρου και βαρόμετρου, συμπεριφέρεται με τρόπο αντίθετο από αυτόν που έχουμε συνηθίσει.»

 

Το «μετεωρολογικό δοχείο» (storm glass ή weather glass) είναι ένα όργανο που προτείνεται ως μέθοδος για την πρόβλεψη του καιρού. Αποτελείται από ένα ειδικό υγρό που τοποθετείται μέσα σε ένα σφραγισμένο διαφανές γυάλινο δοχείο. Η κατάσταση της κρυστάλλωσης μέσα στο υγρό πιστεύεται ότι σχετίζεται με τον καιρό. Ο εφευρέτης είναι άγνωστος, αλλά η συσκευή έγινε δημοφιλής τη δεκαετία του 1860 μετά την προώθησή του από τον ναύαρχο του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού Robert FitzRoy. [3]

 

Ο ίδιος ο Φλουντ, σύμφωνα με τον Πάουλι, θεωρεί το μετεωρολογικό δοχείο ως σύμβολο της πάλης μεταξύ των φωτεινών και σκοτεινών αρχών στον μακρόκοσμο:

 

«Πριν προχωρήσουμε στην οπτική μας επίδειξη, η οποία θα εκτελεστεί μέσω του πειραματικού μας οργάνου, θα πρέπει πρώτα να σκεφτούμε ότι ο γενικός αέρας, δηλαδή το γενικό στοιχείο του υποσεληνιακού κόσμου, είναι το λεπτότερο και πιο πνευματικό μέρος των «υδάτων κάτω από το στερέωμα» στο οποίο αναφέρεται ο Μωυσής. Επομένως, είναι βέβαιο ότι οποιοδήποτε μέρος αυτού του αέρα αντιστοιχεί στο σύνολο του, και κατά συνέπεια ο αέρας που περικλείεται στο δοχείο αυτού του οργάνου είναι της ίδιας φύσης και κατάστασης με τον γενικό αέρα του κόσμου. Επομένως, είναι σαφές ότι, λόγω της συνέχειας μεταξύ των δύο, ο γενικός αέρας του υποσεληνιακού κόσμου συμπεριφέρεται στη προδιάθεσή του ακριβώς όπως ο μερικός αέρας που περικλείεται στο δοχείο που είναι μέρος του γενικού αέρα˙ και αυτός με τη σειρά του μοιάζει με το Πνεύμα Ρούαχ- Ελοχίμ που αιωρούταν πάνω από τα νερά, τα εμψύχωσε με την παρουσία Του, τα ζωντάνεψε, τα διαμόρφωσε και τα διεύρυνε δίνοντάς τους κίνηση˙ έτσι ώστε στην απουσία Του, δηλαδή με την παύση της ενεργητικής δύναμης και εκπόρευσής Του ή με τη συστολή της δραστηριότητας των ακτίνων Του πίσω στον Εαυτό Του, τα νερά κατά συνέπεια συστάλθηκαν, συμπυκνώθηκαν, σκοτείνιασαν και κατέστησαν ακίνητα και ήσυχα.»

 

Από το παραπάνω απόσπασμα των απόψεων του Φλουντ σχετικά με το «μετεωρολογικό δοχείο,» βλέπουμε ότι αυτές οι απόψεις είναι βαθιά βυθισμένες μέσα σ’ έναν, ανατριχιαστικό θα τολμούσα να πω, κόσμο πνευμάτων. Από την άλλη μεριά, ο Κέπλερ, παρότι και αυτός βαθιά θρήσκος, και προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις θέσεις και τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων με τη χρήση των πλατωνικών στερεών και μέσα από μουσικές αρμονίες, εντούτοις τελικά ερμήνευε τα φυσικά φαινόμενα μέσα από το πρίσμα της παρατήρησης, και διατύπωνε τα συμπεράσματά του μέσα από μαθηματικές σχέσεις.

 

Όμως παρότι ο τρόπος σκέψης του Κέπλερ έστρωσε το δρόμο για το σύγχρονο επιστημονικό τρόπο σκέψης, το τίμημα που πλήρωσε ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ο κατακερματισμός- η διάσπαση δηλαδή του φυσικού και πνευματικού κόσμου σε πολλά διακριτά και ανεξάρτητα μεταξύ τους μέρη, των οποίων ο κατακερματισμός μπορεί να μας βοηθάει να τα μελετήσουμε μεμονωμένα καλύτερα, αλλά αυτός ο ίδιος κατακερματισμός κατάστρεψε τη θεώρηση της ολότητας του κόσμου, και οδήγησε στη διχοτόμηση ανάμεσα στην ψυχή και στο πνεύμα. 

 

Λέει επαυτού ο Πάουλι:

 

«Από όσα ειπώθηκαν παραπάνω ο αναγνώστης έχει αποκτήσει, ελπίζουμε, κάποια κατανόηση της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο πρώτο μισό του δέκατου έβδομου αιώνα, όταν ο τότε νέος, ποσοτικός, επιστημονικά μαθηματικός τρόπος σκέψης συγκρούστηκε με την αλχημική παράδοση που εκφραζόταν ποιοτικά, με συμβολικές εικόνες: Ο πρώτος αντιπροσωπεύεται από τον παραγωγικό, δημιουργικό Κέπλερ που πάντα αγωνίζεται για νέους τρόπους έκφρασης˙ ο δεύτερος από τον επίγονο Φλουντ που δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται καθαρά την απειλή για τον κόσμο των μυστηρίων του, ο οποίος είχε ήδη καταστεί αρχαϊκός από τη νέα συμμαχία της εμπειρικής επαγωγής με τη μαθηματική λογική σκέψη.

 

Η στάση του Φλουντ, ωστόσο, μας φαίνεται κάπως πιο εύκολα κατανοητή όταν την δούμε από την προοπτική μιας γενικότερης διαφοροποίησης μεταξύ δύο τρόπων σκέψης, μια διαφοροποίηση που μπορεί να εντοπιστεί σε όλη την ιστορία, καθώς ο ένας τρόπος θεωρεί τις ποσοτικές σχέσεις των μερώνουσιαστικές, ενώ ο άλλος θεωρεί την ποιοτική αδιαιρετότητα του όλου. Βρίσκουμε ήδη αυτήν την αντίθεση, για παράδειγμα, στην αρχαιότητα στους δύο αντίστοιχους ορισμούς της ομορφιάς: Στον έναν είναι η σωστή συμφωνία των μερών μεταξύ τους και με το σύνολο, ενώ στον άλλο (επιστρέφοντας στον Πλωτίνο) δεν υπάρχει αναφορά στα μέρη, αλλά η ομορφιά είναι η αιώνια ακτινοβολία του «Ενός» που λάμπει μέσα στο υλικό φαινόμενο. Ανάλογη αντίθεση μπορεί επίσης να βρεθεί αργότερα στη γνωστή διαμάχη μεταξύ του Γκαίτε και του Νεύτωνα σχετικά με τη θεωρία των χρωμάτων: ο Γκαίτε είχε παρόμοια αποστροφή στα «μέρη» και πάντα τόνιζε την ανησυχητική επίδραση των οργάνων στα «φυσικά» φαινόμενα. Θα θέλαμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι αυτές οι αμφιλεγόμενες στάσεις είναι πραγματικά απεικονίσεις της ψυχολογικής αντίθεσης μεταξύ του συναισθηματικού ή διαισθητικού τύπου και του σκεπτόμενου τύπου. Ο Γκαίτε και ο Φλουντ αντιπροσωπεύουν τον τύπο του συναισθήματος και τη διαισθητική προσέγγιση, ο Νεύτωνας και ο Κέπλερ τον σκεπτόμενο τύπο.»

 

Αυτή η γεφύρωση ανάμεσα στους δύο αντιθετικούς κόσμους του πνεύματος και τη ψυχής, των μαθηματικών ποσοτήτων και των «μυστικιστικών» συμβόλων είναι κατά τον Πάουλι το ζητούμενο στη σύγχρονη εποχή, στα πλαίσια της αρχής της συμπληρωματικότητας, για την αποκατάσταση της ολότητας της σκέψης και της πληρότητας της επιστήμης: 

 

«Ακριβώς επειδή ο σύγχρονος μελετητής προτιμά κατ’ αρχήν να μην αποδίδει σε κανέναν από αυτούς τους δύο αντίθετους τύπους υψηλότερο βαθμό συνείδησης από ό,τι στον άλλο, η παλιά ιστορική διαμάχη μεταξύ Κέπλερ και Φλουντ μπορεί να εξακολουθεί να θεωρείται ενδιαφέρουσα ως θέμα αρχής ακόμη και σε μια εποχή στην οποία οι επιστημονικές ιδέες του Φλουντ και του Κέπλερ για την παγκόσμια μουσική έχουν χάσει κάθε σημασία… Ενώ ο Κέπλερ συλλαμβάνει την ψυχή σχεδόν ως ένα μαθηματικά περιγράψιμο σύστημα αντηχείων, ήταν πάντα η συμβολική εικόνα που προσπαθούσε να εκφράσει, κι επιπλέον, η ακαταμέτρητη πλευρά της εμπειρίας που περιλαμβάνει επίσης το ακατανόητο των συναισθημάτων και των συναισθηματικών αξιολογήσεων. Αν και εις βάρος της συνειδητοποίησης της ποσοτικής πλευράς της φύσης και των νόμων της, οι «ιερογλυφικές» φιγούρες του Φλουντ όντως προσπαθούν να διατηρήσουν μια ενότητα της εσωτερικής εμπειρίας του «παρατηρητή» (όπως θα έπρεπε να πούμε σήμερα) και των εξωτερικών διεργασιών της φύσης, και επομένως μια ολότηταστον στοχασμό της- μια ολότητα την οποία περιείχε παλαιότερα η ιδέα της αναλογίας μεταξύ μικρόκοσμου και μακρόκοσμου αλλά η οποία προφανώς υπολείπεται στον Κέπλερ και έχει πλέον απολεσθεί στην κοσμοθεωρία της κλασικής φυσικής επιστήμης.

 

Η σύγχρονη κβαντική φυσική τονίζει και πάλι τον παράγοντα της διατάραξης των φαινομένων μέσω της μέτρησης και η σύγχρονη ψυχολογία χρησιμοποιεί και πάλι συμβολικές εικόνες ως πρώτη ύλη (ειδικά αυτές που προέρχονται αυθόρμητα από όνειρα και φαντασιώσεις) προκειμένου να αναγνωρίσει διαδικασίες στη συλλογική («αντικειμενική») ψυχή. Έτσι, η φυσική και η ψυχολογία αντικατοπτρίζουν ξανά για τον σύγχρονο άνθρωπο την παλιά αντίθεση μεταξύ του ποσοτικού και του ποιοτικού. Ωστόσο, από την εποχή του Κέπλερ και του Φλουντ, η δυνατότητα γεφύρωσης αυτών των αντιθετικών πόλων έχει γίνει λιγότερο απομακρυσμένη. Από τη μία πλευρά, η ιδέα της συμπληρωματικότητας στη σύγχρονη φυσική μας έχει αποδείξει, σε ένα νέο είδος σύνθεσης, ότι η αντίφαση στις εφαρμογές παλαιών αντιθετικών αντιλήψεων (όπως το σωματίδιο και το κύμα) είναι μόνο επιφανειακή. Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή των παλιών αλχημικών ιδεών στην ψυχολογία του Καρλ Γιουνγκ υποδεικνύει μια βαθύτερη ενότητα ψυχικών και φυσικών γεγονότων. Για εμάς, σε αντίθεση με τον Κέπλερ και τον Φλουντ, η μόνη αποδεκτή άποψη φαίνεται να είναι αυτή που αναγνωρίζει και τις δύο πλευρές της πραγματικότητας- την ποσοτική και την ποιοτική, τη φυσική και την ψυχική- ως συμβατές μεταξύ τους, και μπορεί να τις αγκαλιάσει ταυτόχρονα.»

 

[1]: [https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CF%87%CE%BF%CF%81%CE%B4%CE%BF]

[2]: [https://en.wikipedia.org/wiki/Monochord]

[3]: [https://en.wikipedia.org/wiki/Storm_glass]

 

Περαιτέρω:

«Η επίδραση των αρχετυπικών ιδεών στις επιστημονικές θεωρίες του Κέπλερ,» το κείμενο σε δική μου μετάφραση:

[https://www.scribd.com/document/619465556/%CE%97-%CE%95%CF%80%CE%AF%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%A4%CF%89%CE%BD-%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CF%84%CF%85%CF%80%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%99%CE%B4%CE%B5%CF%8E%CE%BD-%CE%A3%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%98%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%A4%CE%BF%CF%85-%CE%9A%CE%AD%CF%80%CE%BB%CE%B5%CF%81]

 

Ακόμη:

«TheInterpretationofnatureandthepsycheC. G. Jung; WolfgangPauli, όπου περιέχεται και το ανωτέρω κείμενο του Πάουλι:

[https://archive.org/details/x-the-interpretation-of-nature-and-the-psyche]

 


 



ΑΜΕΣΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕΤΑΞΥ ΓΑΛΑΞΙΑΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ ΜΕΣΩ ΣΧΕΤΙΚΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΣΤΡΙΚΩΝ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΩΝ ΠΤΗΣΕΩΝ*

$
0
0
*Βασισμένο σε μια ομιλία του Καρλ Σαγκάν που παρουσιάστηκε στον Αμερικανικό Σύλλογο Πυραυλικής, 17η Ετήσια Συνάντηση, Λος Άντζελες, 15 Νοεμβρίου 1962.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

 

Μια εκτίμηση του αριθμού των προηγμένων τεχνικών πολιτισμών σε πλανήτες άλλων αστεριών εξαρτάται από τις γνώσεις μας για τον ρυθμό σχηματισμού άστρων˙ από τη συχνότητα των πλανητών σε ευνοϊκή θέση˙ από τις πιθανότητες της ύπαρξης ζωής, ευφυΐας, και τεχνικών πολιτισμών˙ και από τη χρονική διάρκεια ζωής των τεχνικών πολιτισμών. Αυτές οι παράμετροι είναι ελάχιστα γνωστές. Οι εκτιμήσεις της παρούσας εργασίας οδηγούν σε ≈106υπάρχοντες προηγμένους τεχνικούς πολιτισμούς στον Γαλαξία μας. Η πιο πιθανή απόσταση από την πλησιέστερη τέτοια κοινότητα θα είναι αρκετές εκατοντάδες έτη φωτός.

 

Η διαστρική διαστημική πτήση με σχετικιστικές ταχύτητες έχει αρκετά προφανή πλεονεκτήματα σε σχέση με την ηλεκτρομαγνητική επικοινωνία μεταξύ αυτών των πολιτισμών. Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό είναι ότι με ομοιόμορφη επιτάχυνση 1gστο μέσο του ταξιδιού και ομοιόμορφη επιβράδυνση στη συνέχεια, όλα τα σημεία του Γαλαξία είναι προσβάσιμα κατά τη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπινου πληρώματος, λόγω της σχετικιστικής διαστολής του χρόνου. Μερικά από τα τεχνικά προβλήματα στην κατασκευή αστρόπλοιων ικανών για σχετικιστικές ταχύτητες συζητούνται. Συνάγεται το συμπέρασμα ότι με την πυρηνική σταδιοποίηση, τους αντιδραστήρες σύντηξης, και τον διαστρικό κινητήρα ράμτζετ[1] (ramjet) του Ρόμπερτ Μπουσάρντ (R. W. Bussard), δεν υπάρχουν θεμελιώδη ενεργειακά προβλήματα για σχετικιστικές διαστρικές διαστημικές πτήσεις.

 

Υποθέτουμε ότι υπάρχει στον Γαλαξία μια χαλαρά ενοποιημένη κοινότητα διαφορετικών πολιτισμών, που συνεργάζονται στην εξερεύνηση και στη δειγματοληψία αστρονομικών αντικειμένων και μορφών ζωής. Εάν κάθε τέτοιος προηγμένος πολιτισμός εκτοξεύει ένα διαστρικό όχημα ετησίως, το μέσο χρονικό διάστημα μεταξύ των δειγματοληψιών ενός μέσου άστρου θα είναι 105χρόνια, μεταξύ των δειγματοληψιών ενός πλανητικού συστήματος με ευφυή ζωή θα είναι 104χρόνια, και αυτό μεταξύ της δειγματοληψίας ενός άλλου προηγμένου πολιτισμού θα είναι 103χρόνια. Από αυτό προκύπτει ότι υπάρχει η στατιστική πιθανότητα ότι τη Γη την έχει επισκεφτεί ένας προηγμένος εξωγήινος πολιτισμός τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων. Υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες στην επίδειξη μιας τέτοιας επαφής μόνο από τα αρχαία γραπτά και την εικονογραφία. Ωστόσο, υπάρχουν θρύλοι που θα μπορούσαν να μελετηθούν επωφελώς σ’ αυτό το πλαίσιο. Διαστημικές βάσεις ή άλλα τεχνουργήματα διαστρικών πολιτισμών μπορεί επίσης να υπάρχουν και αλλού στο ηλιακό σύστημα. Τα συμπεράσματα της παρούσας εργασίας είναι σαφώς ενδεικτικά.

 

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Τα τελευταία χρόνια έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για την αρχαία υπόθεση ότι πολιτισμοί υπάρχουν σε άλλους κόσμους πέρα από τη Γη. Αυτό το ερώτημα έχει διατηρήσει μια βασική και διαδεδομένη γοητεία από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά μόνο την περασμένη δεκαετία έγινε έστω και ελαφρώς δεκτό σε σοβαρές επιστημονικές έρευνες. Οι εργασίες για τη στατιστική των άστρων και την αστρική εξέλιξη έχουν προτείνει ότι ένα μεγάλο μέρος των άστρων στον ουρανό έχουν πλανητικά συστήματα. Μελέτες για την προέλευση του ηλιακού συστήματος και για την προέλευση των πρώτων επίγειων οργανισμών έχουν προτείνει ότι η ζωή αναδύεται εύκολα και νωρίς στην ιστορία των πλανητών που βρίσκονται σε ευνοϊκή θέση. Υπάρχει η προοπτική ότι η ζωή είναι ένα διάχυτο συστατικό του σύμπαντος. Κατά αναλογία με τη Γη, δεν είναι παράλογο να περιμένουμε ότι, σε αστρονομικές κλίμακες, η νοημοσύνη και οι τεχνικοί πολιτισμοί θα εξελιχθούν σε πολλούς πλανήτες που φέρουν ζωή. Υπό αυτές τις συνθήκες, διαφαίνεται η πιθανότητα ότι η επαφή με άλλες γαλαξιακές κοινότητες μπορεί με κάποιο τρόπο να εδραιωθεί.

 

Έχει υποστηριχθεί ότι το φυσικό κανάλι για τη διαστρική επικοινωνία είναι η ραδιοεκπομπή κοντά στη γραμμή των 21 cmτου ουδέτερου υδρογόνου˙ ή μεταξύ 3,2 και 8,1 cm˙ ή στα 10,5 cm. Εναλλακτικά, έχει προταθεί η τροποποίηση με λέιζερ της έντασης της αντιστροφής του πυρήνα στις γραμμές Fraunhoferτων αστεριών όψιμου τύπου˙ ή αυτόματα οχήματα διαστρικών ανιχνευτών (probes) που μεταδίδουν ένα προ-κωδικοποιημένο μήνυμα μονοχρωματικής ραδιοεκπομπής σε πλανητικές πηγές που συναντώνται τυχαία.

 

Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει την πιθανότητα και τις πιθανές συνέπειες ενός άλλου καναλιού επικοινωνίας: την άμεση φυσική επαφή μεταξύ γαλαξιακών κοινοτήτων μέσω σχετικιστικών διαστρικών διαστημικών πτήσεων. Μέρος της ώθησης για τη δημοσίευση αυτών των παρατηρήσεων υπήρξε ένα έγγραφο του Σεμπάστιαν φον Χέρνερ (SebastianvonHoerner)[2] που καταλήγει σε πολύ απαισιόδοξες εκτιμήσεις για τον αριθμό των εξωγήινων πολιτισμών˙ και τρία έγγραφα που καταλήγουν σε σαφώς αρνητικά συμπεράσματα σχετικά με την τελική προοπτική της σχετικιστικής διαστρικής διαστημικής πτήσης. Πιστεύω ότι οι διαθέσιμες τώρα πληροφορίες επιτρέπουν να εξαχθούν μάλλον διαφορετικά συμπεράσματα.

 

Η επιχειρηματολογία που πρέπει να ακολουθηθεί περιλαμβάνει έναν αριθμό παραμέτρων που είναι ελάχιστα γνωστές. Η συζήτηση έχει σκοπό να εγείρει το ενδιαφέρον για περαιτέρω εργασία σε διάφορους κλάδους. Ο αναγνώστης καλείται να υιοθετήσει ένα σκεπτικιστικό πλαίσιο σκέψης, και να τροποποιήσει ανάλογα τα συμπεράσματα. Μόνο μέσα από εκτενή συζήτηση και πειράματα θα αναδειχθούν σταδιακά τα αληθινά περιγράμματα σε αυτό το αινιγματικό αλλά σημαντικό θέμα.

 

2. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ ΣΤΟ ΓΑΛΑΞΙΑ

 

Θέλουμε να υπολογίσουμε τον αριθμό των υπαρχόντων γαλαξιακών κοινοτήτων που έχουν αποκτήσει μια τεχνική ικανότητα πολύ νωρίτερα από τη δική μας. Με τον σημερινό ρυθμό τεχνολογικής προόδου, θα μπορούσαμε να φανταστούμε αυτή την ικανότητα αρκετές εκατοντάδες χρόνια ή και περισσότερο πιο μπροστά από το δικό μας στάδιο ανάπτυξης. Μια απλή μέθοδος υπολογισμού αυτού του αριθμού οφείλεται κυρίως στον Φρανκ Ντρέικ (FrankDrake), και συζητήθηκε εκτενώς σε μια Διάσκεψη για την Ευφυή Εξωγήινη Ζωή που πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ραδιοαστρονομικό Παρατηρητήριο των ΗΠΑ, τον Νοέμβριο του 1961, και με χορηγία του Επιστημονικού Συμβουλίου Διαστήματος της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ.[3] Ενώ οι λεπτομέρειες διαφέρουν από πολλές απόψεις, η ακόλουθη συζήτηση συμφωνεί ουσιαστικά με τα συμπεράσματα της Διάσκεψης.

 

Ο αριθμός των υπαρχόντων προηγμένων τεχνικών πολιτισμών που διαθέτουν τόσο το ενδιαφέρον όσο και την ικανότητα για διαστρική επικοινωνία μπορεί να εκφραστεί ως: [4]

N=R*×fp×ne×fl×fi×fc×L     (1)

όπου R*, είναι ο μέσος ρυθμός σχηματισμού άστρων που υπολογίζεται κατά τη διάρκεια ζωής του Γαλαξία, fpείναι το κλάσμα των άστρων με πλανητικά συστήματα, neείναι ο μέσος αριθμός πλανητών σε κάθε πλανητικό σύστημα με περιβάλλον ευνοϊκό για την εμφάνιση της ζωής, flείναι το κλάσμα τέτοιων ευνοϊκών πλανητών στους οποίους αναπτύσσεται ζωή, fiείναι το κλάσμα τέτοιων κατοικημένων πλανητών στους οποίους εμφανίζεται νοήμων ζωή με ικανότητες χειρισμού εργαλείων κατά τη διάρκεια ζωής του τοπικού ήλιου, fcείναι το κλάσμα πλανητών που κατοικούνται από νοήμονα όντα, και όπου ένας προηγμένος τεχνικός πολιτισμός με την έννοια που ορίστηκε προηγουμένως αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της ζωής του τοπικού ήλιου, και Lείναι η διάρκεια ζωής του τεχνικού πολιτισμού. Προχωράμε τώρα στη συζήτηση κάθε  παραμέτρου με τη σειρά.

 

Δεδομένου ότι τα αστέρια μιας ηλιακής μάζας ή μικρότερης έχουν διάρκεια ζωής στην κύρια ακολουθία συγκρίσιμη με την ηλικία του Γαλαξία, δεν είναι ο σημερινός ρυθμός σχηματισμού άστρων αλλά ο μέσος ρυθμός σχηματισμού άστρων καθόλη τη διάρκεια του Γαλαξία που μας απασχολεί εδώ. Ο αριθμός των γνωστών αστεριών στον Γαλαξία είναι ≈ 1011, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μάζα ίση ή μικρότερη από τον Ήλιο. Η ηλικία του Γαλαξία είναι ≈ 1010χρόνια. Κατά συνέπεια, μια πρώτη εκτίμηση για τον μέσο ρυθμό σχηματισμού άστρων είναι ≈ 10 αστέρια/έτος. Ο σημερινός ρυθμός σχηματισμού άστρων είναι τουλάχιστον μια τάξη μεγέθους μικρότερος από αυτόν τον αριθμό, και ο ρυθμός σχηματισμού άστρων στην πρώιμη γαλαξιακή ιστορία ήταν πιθανώς αρκετές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερος. Σύμφωνα με τις παρούσες απόψεις της αστρικής πυρηνογένεσης, τα αστέρια (και, κατά συνέπεια, οι πλανήτες) που σχηματίστηκαν στην πρώιμη ιστορία του Γαλαξία είναι εξαιρετικά φτωχά σε βαριά στοιχεία. Οι τεχνικοί πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν σε τέτοιους αρχαίους πλανήτες θα ήταν αναγκαστικά εξαιρετικά διαφορετικοί από τους δικούς μας. Όμως, στον καταιγισμό του πρώιμου σχηματισμού άστρων, όταν ο Γαλαξίας ήταν νέος, βαριά στοιχεία πρέπει να είχαν δημιουργηθεί γρήγορα, και οι μεταγενέστερες γενιές άστρων και πλανητών θα είχαν επαρκή αποθέματα νουκλεϊδίων με μεγάλο μαζικό αριθμό. Αυτά τα πολύ πρώιμα συστήματα θα πρέπει να αφαιρεθούν στην εκτίμησή μας για το R*. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια υποψία ότι μεγάλοι αριθμοί αστεριών χαμηλής μάζας μπορεί να υπάρχουν στα δεξιά της κύριας ακολουθίας στο διάγραμμα Hertzsprung- Russell. Η συμπερίληψη αυτών των αντικειμένων θα τείνει να αυξήσει την εκτίμησή μας για το R*. Για τους παρόντες σκοπούς υιοθετούμε R*≈ 10 αστέρια/έτος.

 

Υπάρχει μια ασυνέχεια στις ταχύτητες περιστροφής των άστρων κοντά στον φασματικό τύπο F5V˙ αστέρια μεταγενέστερου φασματικού τύπου έχουν πολύ αργούς ρυθμούς ισημερινής περιστροφής. Αυτή η περίσταση αποδίδεται γενικά στη μεταφορά της γωνιακής ορμής από το αστέρι σε ένα περιβάλλον ηλιακό νεφέλωμα με μαγνητική σύζευξη. Στη συνέχεια, το ηλιακό νεφέλωμα αναμένεται να συμπυκνωθεί σε ένα πλανητικό σύστημα. Το κλάσμα των αστεριών μεταγενέστερου τύπου από τον F5Vείναι μεγαλύτερο από 0,98˙ πολύ πάνω από το 60 τοις εκατό από αυτά είναι αστέρια νάνοι φασματικού τύπου Μ. Δεν είναι γνωστό τι επίδραση έχει η φωτεινότητα του άστρου στην επακόλουθη συμπύκνωση και διασπορά του γύρω ηλιακού νεφελώματος. Θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι αστέρια πολύ προγενέστερου τύπου από τον Ήλιο διαλύουν εύκολα τα ηλιακά τους νεφελώματα˙ και ότι αστέρια πολύ μεταγενέστερου τύπου από τον Ήλιο διαλύουν πολύ λίγο από τα ηλιακά τους νεφελώματα, σχηματίζοντας έτσι μεγάλους αριθμούς τεράστιων πλανητών τύπου Δία. Υπάρχουν καλές ενδείξεις ότι πολλές από τις χημικές διεργασίες στην πρώιμη ιστορία του ηλιακού συστήματος συνέβησαν σε χαμηλή θερμοκρασία, και η χαμηλή φωτεινότητα των αστεριών όψιμου τύπου είναι απίθανο να εμποδίσει τις διαδικασίες συμπύκνωσης στο ηλιακό νεφέλωμα. Επομένως υιοθετούμε fp≈ 1.

 

Οι πλανήτες διπλών και πολλαπλών αστρικών συστημάτων αναμένεται γενικά να έχουν- σε αστρονομική κλίμακα- τέτοιες ασταθείς τροχιές που η εξέλιξη της ζωής σε αυτούς θεωρείται απίθανη. Δεν μπορώ να βρω αυτό το επιχείρημα απολύτως πειστικό˙ αλλά για συντηρητικούς λόγους θα συμπεριληφθεί στη συζήτηση. Το κλάσμα των αστέρων που δεν είναι μέλη διπλών ή πολλαπλών συστημάτων είναι ≈ 0,5. Στο δικό μας ηλιακό σύστημα, ο αριθμός των πλανητών που βρίσκονται σε ευνοϊκή θέση για την προέλευση της ζωής είναι τουλάχιστον δύο (Γη και Άρης) και η πιθανότητα να εμφανίστηκε ζωή κάποια στιγμή στους πλανήτες τύπου Δία έχει αυξηθεί πρόσφατα. Μερικές φορές υποστηρίζεται ότι η ζωή δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε πλανήτες Mνάνων, επειδή η φωτεινότητα του τοπικού ήλιου είναι πολύ μικρή. Ωστόσο, ειδικά για πλανήτες τύπου Δία των Mνάνων, το φαινόμενο του θερμοκηπίου σε μια ατμόσφαιρα μεθανίου- αμμωνίας- νερού θα πρέπει να παράγει αρκετά λογικές θερμοκρασίες. Υιοθετούμε ne≈ 0,5 x 2 = 1.

 

Η πιο πρόσφατη εργασία για την προέλευση της ζωής υποδηλώνει σαφώς ότι η ζωή εμφανίστηκε πολύ γρήγορα κατά την πρώιμη ιστορία της Γης. Φαίνεται ότι η παραγωγή αυτοαναπαραγόμενων μοριακών συστημάτων είναι μια αναγκαστική διαδικασία που είναι βέβαιο ότι θα συμβεί λόγω της φυσικής και της χημείας των πρωτόγονων πλανητικών περιβαλλόντων. Τέτοια αυτοαναπαραγόμενα συστήματα, τοποθετημένα σε ένα μέσο γεμάτο με πρόδρομες ουσίες αντιγραφής, ικανοποιούν όλες τις απαιτήσεις για φυσική επιλογή και βιολογική εξέλιξη. Δεδομένου του επαρκούς χρόνου και ενός περιβάλλοντος που δεν είναι εντελώς στατικό, η εξέλιξη πολύπλοκων οργανισμών είναι προφανώς αναπόφευκτη. Στο δικό μας ηλιακό σύστημα, η εμφάνιση της ζωής έχει συμβεί πιθανώς τουλάχιστον δύο φορές. Υιοθετούμε fl ≈ 1.

 

Το ζήτημα της εξέλιξης της νοημοσύνης είναι δύσκολο. Αυτό δεν είναι ένα πεδίο που προσφέρεται για εργαστηριακούς πειραματισμούς, και ο αριθμός των ευφυών ειδών που είναι διαθέσιμα για μελέτη στη Γη είναι περιορισμένος. Οι νοήμονες Ανθρωπίδες έχουν κατοικήσει στη Γη λιγότερο από το 10-3της ιστορίας της Γης.

 

Είναι σαφές ότι η εξέλιξη της ευφυΐας και της ικανότητας χειρισμού εργαλείων έχει προκύψει από το γινόμενο ενός μεγάλου αριθμού ατομικά απίθανων γεγονότων. Εάν η ιστορία της Γης ξεκινούσε ξανά, είναι πολύ απίθανο να επαναλαμβανόταν η ίδια ακολουθία γεγονότων και ότι η νοημοσύνη θα εξελισσόταν με τον ίδιο τρόπο. Από την άλλη πλευρά, η προσαρμοστική αξία της νοημοσύνης και της ικανότητας χειρισμού εργαλείων είναι τόσο μεγάλη- τουλάχιστον μέχρι να αναπτυχθούν τεχνικοί πολιτισμοί- που, εάν είναι γενετικά εφικτό, η φυσική επιλογή είναι πολύ πιθανό να την φέρει στην επιφάνεια. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι εκπληκτικά υψηλά επίπεδα νοημοσύνης έχουν εξελιχθεί στα Κητώδη. Φυλογενετικά, αυτά είναι μάλλον κοντά στις Ανθρωπίδες˙ η νευροανατομία των εγκεφάλων των Κητωδών είναι εντυπωσιακά παρόμοια με αυτή των πρωτευόντων θηλαστικών, αν και ο πιο πρόσφατος κοινός πρόγονος των δύο ομάδων έζησε πριν από περισσότερα από 108χρόνια. Τα Κητώδη ωστόσο έχουν πολύ περιορισμένες χειριστικές ικανότητες.

 

Η σύγκριση των ρυθμών αστρικής και βιολογικής εξέλιξης παρέχει κάποια προοπτική σχετικά με την πιθανότητα να προκύψει νοημοσύνη σε έναν κατάλληλο πλανήτη. Η επίγεια νοημοσύνη και ο πολιτισμός έχουν εμφανιστεί περίπου στα μέσα του χρόνου παραμονής του Ήλιου στην κύρια ακολουθία. Η συντριπτική πλειοψηφία των αστεριών στον ουρανό έχει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τον Ήλιο. Με την προσδοκία ότι η Γη δεν είναι ασυνήθιστη στην πρόσφατη εξέλιξή της, αλλά θεωρώντας το γεγονός ότι προφανώς έχει αναπτυχθεί μόνο μία ευφυής φυλογενετική τάξη με ικανότητες χειρισμού εργαλείων, και αυτό μόλις πρόσφατα, υιοθετούμε fi  ≈ 10-1.

 

Το αν υπάρχει μία ή περισσότερες εστίες για τη γραμμή πολιτιστικής ανάπτυξης που οδήγησε στον παρόντα τεχνικό πολιτισμό στη Γη παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα, το οποίο εξαρτάται εν μέρει από την έκταση της πολιτιστικής διάδοσης σε μεγάλες αποστάσεις, περίπου πέντε ή έξι χιλιάδες χρόνια πριν. Φαίνεται ότι λίγα μπορούν να μαθευτούν από εικασίες σχετικά με το, π.χ., εάν ο πολιτισμός των Αζτέκων θα είχε αναπτύξει μια τεχνική φάση αν δεν ήταν οι Κονκισταδόρες.

 

Η καταγεγραμμένη ιστορία- ακόμη και με μυθολογικό πρόσχημα- καλύπτει ≤ 10-2της περιόδου κατά την οποία η Γη κατοικήθηκε από Ανθρωπίδες, και ≤ 10-5του γεωλογικού χρόνου. Οι ίδιες εκτιμήσεις εμπλέκονται με τον προσδιορισμό του fc. Η ανάπτυξη ενός τεχνικού πολιτισμού έχει υψηλή αξία επιβίωσης τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο˙ αλλά σε κάθε δεδομένη περίπτωση εξαρτάται από τη συμμετοχή πολλών απίθανων γεγονότων˙ και έχει συμβεί μόλις πρόσφατα στην επίγεια ιστορία. Είναι απίθανο η Γη να είναι πολύ ασυνήθιστη στην κατοχή ενός τεχνικού πολιτισμού ανάμεσα σε πλανήτες που κατοικούνται από νοήμονα όντα. Όπως και πριν, σε αστρικές εξελικτικές χρονικές κλίμακες, υιοθετούμε fc≈ 10-l.

 

Ο πολλαπλασιασμός των προηγούμενων παραγόντων δίνει:



N=10×1×1×1×10-1×10-1×L=10-1L

 

Το Lείναι η μέση διάρκεια ζωής σε χρόνια ενός τεχνικού πολιτισμού που διαθέτει τόσο το ενδιαφέρον όσο και την ικανότητα για διαστρική επικοινωνία. Για την αξιολόγηση του Lδεν υπάρχει- ευτυχώς για εμάς, αλλά δυστυχώς για τη συζήτηση- ούτε ένα γνωστό επίγειο παράδειγμα. Ο σημερινός τεχνικός πολιτισμός στη Γη έχει φτάσει στην επικοινωνιακή φάση (με την έννοια των κατευθυντικών κεραιών υψηλής απόδοσης για τη λήψη εξωγήινων ραδιοφωνικών σημάτων) μόνο τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει μια δυσάρεστη πιθανότητα ότι το Lγια τη Γη θα μετρηθεί σε δεκαετίες. Είναι επίσης πιθανό ότι οι διεθνείς πολιτικές διαφορές θα διευθετηθούν οριστικά, και ότι το Lμπορεί να μετρηθεί σε γεωλογικό χρόνο. Είναι δυνατό ότι, σε άλλους κόσμους, η επίλυση εθνικών συγκρούσεων και η εγκαθίδρυση πλανητικών κυβερνήσεων επιτυγχάνονται πριν γίνουν διαθέσιμα όπλα μαζικής καταστροφής. Μπορούμε έτσι να φανταστούμε δύο ακραίες εναλλακτικές λύσεις για την αξιολόγηση του L: (α) ένας τεχνικός πολιτισμός αυτοκαταστρέφεται αμέσως μετά την επίτευξη της επικοινωνιακής φάσης (L< 102έτη)˙ ή (β) ένας τεχνικός πολιτισμός μαθαίνει να ζει με τον εαυτό του αμέσως αφού φτάσει στην επικοινωνιακή φάση. Εάν επιβιώσει >102χρόνια, θα είναι απίθανο να αυτοκαταστραφεί μετά. Στην τελευταία περίπτωση, η διάρκεια ζωής του μπορεί να μετρηθεί σε αστρική εξελικτική χρονική κλίμακα (L 108) χρόνια. Μια τέτοια κοινωνία θα ασκεί αυτοεπιλογή στα μέλη της˙ οι γενετικές αλλαγές δεν θα είναι σε θέση να μετατοπίσουν το είδος από την προσαρμοστική κορυφή του τεχνικού πολιτισμού. Η τεχνολογία θα είναι ασφαλώς επαρκής για την αντιμετώπιση τεκτονικών και ορογενετικών αλλαγών. Ακόμη και η εξέλιξη του τοπικού ήλιου μέσα από τα εξελικτικά στάδια του κόκκινου γίγαντα και του λευκού νάνου μπορεί να μην δημιουργήσει ανυπέρβλητα προβλήματα για την επιβίωση μιας εξαιρετικά προηγμένης κοινότητας.

 

Φαίνεται απίθανο ότι, περιτριγυρισμένος από μεγάλους αριθμούς ανθηρών και ποικίλων γαλαξιακών κοινοτήτων, ένας δεδομένος πλανητικός πολιτισμός θα αποσυρθεί από την επικοινωνιακή φάση. Αυτός είναι ένας λόγος που το Lείναι το ίδιο συνάρτηση του N (του πλήθους των πολιτισμών). Ο φον Χέρνερ έχει προτείνει έναν άλλο λόγο: πιστεύει ότι τα μέσα αποφυγής της αυτοκαταστροφής θα είναι μεταξύ των πρωταρχικών περιεχομένων της αρχικής διαστρικής επικοινωνίας.

 

Ο ThomasGoldέχει μιλήσει για την πιθανότητα οι διαστρικοί ταξιδιώτες του διαστήματος κατά λάθος να μολύνουν βιολογικά άψυχους πλανήτες, και έτσι να ξεκινήσουν την εμφάνιση της ζωής. Υπάρχει επίσης κάποια προοπτική ότι μια τέτοια έναρξη μπορεί να πραγματοποιηθεί σκόπιμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις fl = fl(N). Παρακάτω θα συζητήσουμε την πιθανότητα fc = fc(N). Για αυτούς τους λόγους θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η εξίσωση (1) είναι στην πραγματικότητα μια ολοκληρωτική εξίσωση.

 

Οι δύο επιλογές για το L (< l02έτη και 108έτη) οδηγούν σε δύο τιμές του N: <10 ή 107επικοινωνιακοί τεχνικοί πολιτισμοί ανά γαλαξία. Έτσι, η αξιολόγηση του Νεξαρτάται άμεσα από τις προσδοκίες μας για τη διάρκεια ζωής της μέσης προηγμένης κοινότητας. Ο φον Χέρνερ έχει κάνει πολύ απαισιόδοξες εκτιμήσεις για το L, και οι τιμές του για το Nείναι αντίστοιχα μικρές. Μου φαίνεται πιο λογικό ότι τουλάχιστον ένα τοις εκατό των προηγμένων τεχνικών πολιτισμών στον Γαλαξία δεν αυτοκαταστρέφονται, ούτε χάνουν το ενδιαφέρον τους για τη διαστρική επικοινωνία, ούτε υφίστανται αξεπέραστες βιολογικές ή γεωλογικές καταστροφές, και ότι, ως εκ τούτου, η διάρκεια ζωής τους μετριέται σε αστρική εξελικτική κλίμακα. Παίρνοντας τον μέσο όρο όλων των τεχνικών πολιτισμών, έχουμε επομένως L≈ 107χρόνια. Για τους σκοπούς της ακόλουθης συζήτησης, λοιπόν, υιοθετούμε ως σταθερό αριθμό υφιστάμενων προηγμένων τεχνικών πολιτισμών στον Γαλαξία:


N10


Έτσι, περίπου το ένα χιλιοστό των άστρων στον ουρανό θα έχουν έναν πλανήτη στον οποίο κατοικεί ένας προηγμένος πολιτισμός. Η πιο πιθανή απόσταση από την πλησιέστερη τέτοια κοινότητα θα είναι τότε αρκετές εκατοντάδες έτη φωτός.[5]

 

3. ΕΦΙΚΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΡΙΚΗΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗΣ ΠΤΗΣΗΣ

 

Οι δυσκολίες της ηλεκτρομαγνητικής επικοινωνίας σε τέτοιες διαστρικές αποστάσεις είναι σοβαρές. Μια απλή ανταλλαγή ενός μηνύματος με τον πλησιέστερο τεχνικό πολιτισμό (αν αυτός απέχει γύρω στα 1.000 έτη φωτός) απαιτεί περιόδους που πλησιάζουν τα 1.000 χρόνια. Μια εκτεταμένη συνομιλία- ή άμεση επικοινωνία με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κοινότητα στην άλλη πλευρά του Γαλαξία- θα καταλαμβάνει πολύ μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, 104έως 105χρόνια.

 

Η ηλεκτρομαγνητική επικοινωνία προϋποθέτει ότι η επιλογή της συχνότητας του σήματος θα είναι προφανής σε όλες τις κοινότητες. Αλλά υπήρξε σημαντική διαφωνία σχετικά με την εκχώρηση συχνότητας διαστρικής μετάδοσης ακόμη και στον δικό μας πλανήτη˙ μεταξύ των γαλαξιακών κοινοτήτων, μπορούμε να περιμένουμε πολύ πιο σημαντικές διαφορές απόψεων σχετικά με το ποια είναι η κατάλληλη συχνότητα και ποια όχι. Ανεξάρτητα από το πόσο ευφυής είναι η μέθοδος, υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί στον χαρακτήρα της επικοινωνίας που πραγματοποιείται με έναν εξωγήινο πολιτισμό μέσω μετάδοσης ηλεκτρομαγνητικών σημάτων. Με δισεκατομμύρια χρόνια ανεξάρτητης βιολογικής και κοινωνικής εξέλιξης, οι διαδικασίες σκέψης και τα πρότυπα συνήθειας οποιωνδήποτε δύο κοινοτήτων πρέπει να διαφέρουν πολύ˙ η ηλεκτρομαγνητική επικοινωνία προγραμματισμένης μάθησης μεταξύ δύο τέτοιων κοινοτήτων φαίνεται να είναι πράγματι πολύ δύσκολο εγχείρημα. Η μάθηση θα γίνεται από δεύτερο χέρι. Τέλος, η ηλεκτρομαγνητική επικοινωνία δεν επιτρέπει δύο από τις πιο συναρπαστικές κατηγορίες διαστρικών επαφών- συγκεκριμένα, την επαφή μεταξύ ενός προηγμένου πολιτισμού και μιας ευφυούς αλλά προ-τεχνικής κοινωνίας, και την ανταλλαγή τεχνουργημάτων και βιολογικών δειγμάτων μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων.

 

Η διαστρική διαστημική πτήση άρει αυτές τις δυσκολίες. Διευρύνει το πεδίο δράσης για πολιτισμούς όπου η τοπική εξερεύνηση έχει ολοκληρωθεί˙ παρέχει πρόσβαση πέρα από τα πλανητικά σύνορα.

 

Υπάρχουν δύο βασικές μέθοδοι για την επίτευξη διαστρικών διαστημικών πτήσεων εντός του χρόνου μιας ανθρώπινης ζωής. Η μια περιλαμβάνει την επιβράδυνση των ανθρώπινων μεταβολικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια πολύ μεγάλων χρόνων πτήσης. Στο υπόλοιπο της εργασίας, θα συζητήσουμε τη δεύτερη μέθοδο, τη σχετικιστική διαστρική διαστημική πτήση, η οποία, στην πραγματικότητα, επιτελεί την ίδια λειτουργία αλλά, επιπλέον, επιτρέπει στον ταξιδιώτη να επιστρέψει στον πλανήτη του σε πολύ συντομότερο χρόνο, όπως μετρείται στον πλανήτη του.

 

Εάν μπορούν να επιτευχθούν σχετικιστικές ταχύτητες, η διαστολή του χρόνου θα επιτρέψει πολύ μακρινά ταξίδια μέσα σε μια ανθρώπινη ζωή. Σκεφτείτε ένα διαστημόπλοιο ικανό για ομοιόμορφη επιτάχυνση μέχρι το μέσο του ταξιδιού, και ομοιόμορφη επιβράδυνση στη συνέχεια. Οι σχετικιστικές εξισώσεις κίνησης έχουν λυθεί από τους W. Peschkaκαι E. Sanger. Για το σχέδιο πτήσης μας, τα αποτελέσματά τους τροποποιούνται άμεσα, και για το χρόνο t, όπως μετριέται στο διαστημικό όχημα, για να διανύσει μια απόσταση S, με ομοιόμορφη επιτάχυνση aγια το μισό της διαδρομής S/2, και ομοιόμορφη επιβράδυνση -aγια το υπόλοιπο μισό, δίνουν:


t=2caarccosh(1+aS2c2)     (2)


όπου cείναι η ταχύτητα του φωτός. Τα αποτελέσματα για ένα τέτοιο σχέδιο πτήσης επιτάχυνσης-επιβράδυνσης φαίνονται στο Σχήμα 1.

 

Με επιτάχυνση 1g- όπως θα ήταν κατάλληλο για τους κατοίκους ενός πλανήτη με γήινη μάζα και ακτίνα- χρειάζονται μόνο λίγα χρόνια από τη σκοπιά του διαστημόπλοιου για να φτάσει αυτό στα πλησιέστερα αστέρια, 21 χρόνια για να φτάσει στο Γαλαξιακό κέντρο, και 28 χρόνια για να φτάσει στον γαλαξία της Ανδρομέδας. Με επιταχύνσεις 2 ή 3g- όπως θα ήταν καταλληλότερο για κατοίκους ενός πλανήτη μάζας και ακτίνας συγκρίσιμης με αυτή του Δία- αυτές οι αποστάσεις μπορούν να καλυφτούν περίπου στο μισό χρόνο. Φυσικά δεν θα υπάρχει χρονική διαστολή για τον μητρικό πλανήτη˙ ο χρόνος που θα έχει παρέλθει σε έτη ισούται περίπου με την απόσταση του προορισμού σε έτη φωτός, συν το διπλάσιο του χρόνου για την επίτευξη σχετικιστικών ταχυτήτων. Για αποστάσεις πέρα από περίπου δέκα έτη φωτός, ο χρόνος που θα έχει παρέλθει στον μητρικό πλανήτη σε χρόνια, είναι περίπου ίσος με την απόσταση του προορισμού σε έτη φωτός. Έτσι, για ένα ταξίδι μετά επιστροφής με ενδιάμεση στάση πολλών ετών στα πλησιέστερα αστέρια, ο χρόνος που θα έχει παρέλθει στη Γη είναι μερικές δεκαετίες˙ για ένα τέτοιο ταξίδι στη Ντενέμπ του Κύκνου, μερικοί αιώνες˙ στο μοριακό νέφος των Ιστίων (VelaCloudComplex), μερικές χιλιετίες˙ στο Γαλαξιακό κέντρο, μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια˙ στον γαλαξία της Ανδρομέδας, μερικά εκατομμύρια χρόνια˙ στο γαλαξιακό σμήνος της Παρθένου, μερικές δεκάδες εκατομμύρια χρόνια˙ και στο γαλαξιακό σμήνος της Κόμης (ComaCluster), μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Ωστόσο, κάθε ένα από αυτά τα τεράστια ταξίδια θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπινου πληρώματος. Σε γαλαξιακές κλίμακες, η εξίσωση (2) απλοποιείται ως εξής:


t=2caln(aSc2)    (3)

και σε αυτές τις κλίμακες οι καμπύλες του Σχ. 1 είναι ευθείες σε ένα ημι-λογαριθμικό διάγραμμα:

Μια σειρά από δυσκολίες έχουν παρουσιαστεί από τους πρώτους συγγραφείς σχετικά με τις τεχνικές πτυχές της σχετικιστικής διαστρικής διαστημικής πτήσης. Ακόμη και με την πλήρη μετατροπή της μάζας σε ενέργεια, απαιτούνται ακραίες ποσότητες μάζας εάν μεταφέρεται όλο το καύσιμο κατά την εκτόξευση. Για σχετικιστικές ταχύτητες και το παραπάνω σχέδιο πτήσης, ο λόγος μάζας είναι περίπου ίσος με 2/φ, όπου φ = 1 - (v/c), και vείναι η μέγιστη ταχύτητα του οχήματος. Για παράδειγμα, για να φτάσει το v = 0,999c, το βάρος εκτόξευσης πρέπει να είναι περίπου 2.000 φορές το ωφέλιμο φορτίο, και είναι σαφές ότι η συνολική αρχική μάζα του διαστημόπλοιου θα είναι τεράστια. Για το ταξίδι μετά επιστροφής χωρίς ανεφοδιασμό, ο λόγος μάζας είναι (2/φ)2. Έτσι, ο JakobAckeretσυμπέρανε ότι «ακόμα και με τολμηρές υποθέσεις,» η διαστρική διαστημική πτήση με σχετικιστικές ταχύτητες θα ήταν εφικτή μόνο για ταξίδια στα πλησιέστερα αστέρια. Επιπλέον, η διατήρηση του βαρυονικού φορτίου αποτρέπει την πλήρη μετατροπή της ύλης σε ενέργεια, εκτός αν το μισό λειτουργικό καύσιμο είναι αντιύλη. Ο περιορισμός της αντιύλης- για να μην πούμε τίποτα για την παραγωγή της στις απαιτούμενες ποσότητες- είναι σαφώς πολύ σοβαρό πρόβλημα. Μια επιπλέον δυσκολία για ένα διαστημόπλοιο με προώθηση αντιύλης έχει τονιστεί από τον EdwardPurcell˙ οι ακτίνες γάμμα που θα παράγονταν θα ήταν θανατηφόρες για τους κατοίκους του πλανήτη από τον οποίο το διαστημόπλοιο θα εκτοξευόταν, αν η ενεργοποίηση του κινητήρα γινόταν κοντά στον πλανήτη (και αν παραμεληθεί η ατμοσφαιρική απορρόφηση). Η σταδιοποίηση πυραύλων σύντηξης παρέχει κάποια μείωση των απαιτούμενων αναλογιών μάζας, αλλά φαίνεται ότι οι σχετικιστικές ταχύτητες δεν μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τέτοια σταδιοποίηση.

 

Μια διέξοδος από αυτές τις δυσκολίες δόθηκε από τον Μπουσάρντ σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία. Ο ίδιος περιγράφει έναν κινητήρα ράμτζετ που χρησιμοποιεί το διαστρικό μέσο τόσο ως λειτουργικό ρευστό (για την παροχή μάζας αντίδρασης) όσο και ως πηγή ενέργειας (με θερμοπυρηνική σύντηξη). Δεν υπάρχει πλήρης μετατροπή της ύλης σε ενέργεια˙ χρησιμοποιούνται τα υπάρχοντα ελλείμματα μάζας και οι διατομές αντίδρασης σε χαμηλές ενέργειες για τη μετατροπή του υδρογόνου σε δευτέριο. Ένας τέτοιος αντιδραστήρας σίγουρα δεν είναι διαθέσιμος σήμερα˙ αλλά δεν παραβιάζει καμία φυσική αρχή, επί του παρόντος επιδιώκεται πολύ ενεργά η κατασκευή του, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι η πραγματοποίησή του απέχει περισσότερο από μερικούς αιώνες σε αυτόν τον πλανήτη. Ο διαστρικός κινητήρας ράμτζετ του Μπουσάρντ απαιτεί πολύ μεγάλες πυκνότητες φόρτωσης της μετωπικής περιοχής: ≈ 10-8 gcm-2ανά νουκλεόνιο cm-3στο διαστρικό μέσο. Έτσι, εάν το ωφέλιμο φορτίο είναι 109 g, η περιοχή πρόσληψης πρέπει να έχει ακτίνα ≈ 60 kmσε περιοχές όπου η διαστρική πυκνότητα είναι τόσο υψηλή όσο 103νουκλεόνια cm-3. Στον συνηθισμένο διαστρικό χώρο, όπου η πυκνότητα είναι ≈ 1 νουκλεόνιο cm-3, η ακτίνα της περιοχής πρόσληψης πρέπει να είναι ≈ 2.000 km. Αν η τελευταία ακτίνα φαίνεται παράλογα μεγάλη ακόμη και με τα δεδομένα της μελλοντικής τεχνολογίας, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε το όχημα να αναζητά τροχιές μέσα από σύννεφα διαστρικού υλικού, και να μεταβάλλει την επιτάχυνσή του ανάλογα με την πυκνότητα του μέσου μέσα στο οποίο κινείται. Ο J. R. Pierceείχε σκεφτεί νωρίτερα και είχε απορρίψει τους διαστρικούς κινητήρες ράμτζετ, αλλά η απόρριψή του βασίστηκε σε πολύ μικρότερες περιοχές πρόσληψης από ό,τι προτείνει ο Μπουσάρντ.

 

Φυσικά η περιοχή πρόσληψης μπορεί να μην είναι απαραίτητα υλική˙ στο βαθμό που ο κινητήρας ράμτζετ σαρώνει ιονισμένο διαστρικό υλικό, μαγνητικά πεδία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για συλλογή. Στη συνέχεια, τα διαστημόπλοια θα αναζητούσαν τροχιές μέσω περιοχών ιονισμένου υδρογόνου HII.[6] Ο διαστρικός κινητήρας του Μπουσάρντ απαιτεί επίσης μέτριες ταχύτητες εκτόξευσης˙ αλλά ακόμη και εφικτές ταχύτητες εκτόξευσης, τόσο χαμηλές όσο 1-10 km/sec, θα ήταν επαρκείς.

 

Ο Μπουσάρντ δεν συζητά τη μέθοδο διοχέτευσης της διαστρικής ύλης ώστε να μπορεί να συλλεχθεί και να χρησιμοποιηθεί για προώθηση. Πράγματι, αυτό είναι ένα θεμελιώδες πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει κάθε σχετικιστικό διαστρικό όχημα. Διαφορετικά, η δομική και βιολογική βλάβη που θα προκληθεί από την ροή κοσμικής ακτινοβολίας θα αποτρέψει οποιαδήποτε χρήσιμη εφαρμογή των ακραίων ταχυτήτων που επιτυγχάνονται. Η μέγιστη ταχύτητα του οχήματος στο αδρανειακό πλαίσιο αναφοράς, μετά την κάλυψη της μισής απόστασης S/2από τον προορισμό, με ομοιόμορφη επιτάχυνση a, είναι:

v=c1-(1+aS2c2)-2     (4)

Η εξίσωση (4) απεικονίζεται στο Σχ. 2 για τις ίδιες τρεις επιλογές του απου έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί. Η τετμημένη δίνει τη μέγιστη ταχύτητα που επιτυγχάνεται, εκφρασμένη ως φ = 1 – (v/c), κατά τη διάρκεια ενός σχεδίου πτήσης μισής επιτάχυνσης- μισής επιβράδυνσης προς έναν προορισμό σε απόσταση S. Για παράδειγμα, για ένα ταξίδι στο Γαλαξιακό κέντρο, απαιτούνται μέγιστες ταχύτητες 10-7 - 10-8τοις εκατό της ταχύτητας του φωτός. Επίσης στο Σχ. 2 φαίνονται οι ταχύτητες με τις οποίες οι σχετικές κινητικές ενέργειες 1 MeV, 1 BeVκαι 1 ergμεταδίδονται στα διαστρικά πρωτόνια με την κίνηση του οχήματος. Για ταξίδια ακόμη και στα πλησιέστερα αστέρια εντός της διάρκειας ζωής ενός ανθρώπινου πληρώματος, η προστασία από την επαγόμενη ροή κοσμικής ακτινοβολίας είναι υποχρεωτική. Είναι προφανές από τις μεγάλες αναλογίες μάζας που απαιτούνται για ενισχυμένη διαστρική πτήση, και από τις χαμηλές επιφανειακές πυκνότητες της περιοχής μετωπικής φόρτωσης που απαιτούνται για έναν διαστρικό κινητήρα ράμτζετ, ότι η υλική θωράκιση δεν είναι πιθανώς μια εφικτή λύση.


Αν μπορούσε να βρεθεί κάποιο μέσο ιονισμού του προσκρουόμενου διαστρικού υλικού, τα ιόντα θα μπορούσαν να εκτραπούν και να αιχμαλωτιστούν από ένα μαγνητικό πεδίο. Στην περίπτωση που αναζητούνται τροχιές μέσω των περιοχών HII, το διαστρικό μέσο θα είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό ιονισμένο, και η μαγνητική διοχέτευση των ιόντων θα είναι μια πρακτική λύση. Η διαμόρφωση του πεδίου θα πρέπει να σχεδιαστεί πολύ έξυπνα, αλλά οι μέσες δυνάμεις πεδίου που απαιτούνται θα μπορούσαν να είναι τόσο χαμηλές όσο μερικές εκατοντάδες Gauss, ακόμη και για πολύ μεγάλα ταξίδια. Θα απαιτούνται πολύ υψηλότερες εντάσεις πεδίου, τουλάχιστον στη μονάδα προώθησης, για έναν κινητήρα ράμτζετ σύντηξης˙ ή εναλλακτικά για ένα υπό περιορισμό πλάσμα που τροφοδοτεί έναν πύραυλο φωτονίων. Φαίνεται πιθανό ότι αντλίες υπεραγώγιμης ροής μπορούν να παρέχουν τις εντάσεις μαγνητικού πεδίου που απαιτούνται για την εκτροπή της επαγόμενης ροής κοσμικής ακτινοβολίας.



Αξίζει να αναφερθούν οι καταληκτικές παρατηρήσεις του Μπουσάρντ σχετικά με το μέγεθος της περιοχής μετωπικής φόρτωσης, και το μέγεθος της προσπάθειας που συνεπάγεται η σχετικιστική διαστρική διαστημική πτήση: «Αυτό είναι πολύ μεγάλο σύμφωνα με τα συνηθισμένα πρότυπα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, το διαστρικό ταξίδι είναι εγγενώς ένα αρκετά μεγάλο εγχείρημα, σίγουρα πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερο και ομοίως πιο δύσκολο από τα διαπλανητικά ταξίδια στο ηλιακό σύστημα, για παράδειγμα. Η μηχανική προσπάθεια που απαιτείται για την επίτευξη μιας επιτυχημένης διαστρικής πτήσης μικρής διάρκειας θα είναι πιθανότατα πολύ μεγαλύτερη από αυτή που απαιτείται για μια διαπλανητική πτήση, καθώς η τελευταία με τη σειρά της είναι πολύ πιο δύσκολη από το ταξίδι στην επιφάνεια της Γης. Ωστόσο, η επέκταση των οριζόντων του ανθρώπου θα είναι αναλογικά μεγαλύτερη, και τίποτα αξιόλογο δεν επιτυγχάνεται ποτέ εύκολα.»

 

Ο σκοπός αυτής της ενότητας είναι να προσδώσει πίστη στην πρόταση ότι ένας συνδυασμός σταδιοποιημένων κινητήρων σύντηξης, μεγάλων λόγων μάζας, κινητήρων ράμτζετ που αξιοποιούν το διαστρικό μέσο, και τροχιών μέσα από περιοχές HII, είναι ικανός να μας πάει σίγουρα στα πλησιέστερα αστέρια, κατά τη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπινου πληρώματος, χωρίς προσφυγή σε αρχές που δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί. Θεωρώντας έστω και μια μικρή επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο μέσα στους επόμενους αιώνες, πιστεύω ότι οι διαστρικές διαστημικές πτήσεις με σχετικιστικές ταχύτητες στα πιο απομακρυσμένα σημεία του Γαλαξία μας είναι ένας εφικτός στόχος για την ανθρωπότητα. Και αν ισχύει αυτό, άλλοι πολιτισμοί, αιώνες πιο προηγμένοι από τον δικό μας, πρέπει σήμερα να διασχίζουν το διάστημα ανάμεσα στα αστέρια.

 

4. ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΓΑΛΑΚΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

 

Μπορούμε να περιμένουμε ότι εάν η διαστρική διαστημική πτήση είναι τεχνικά εφικτή θα αναπτυχθεί- παρόλο που είναι ένα εξαιρετικά δαπανηρό και δύσκολο εγχείρημα, από την σκοπιά μας. Ακόμη και πέρα από την ανταλλαγή πληροφοριών και ιδεών με άλλες ευφυείς κοινότητες, τα επιστημονικά πλεονεκτήματα των διαστρικών διαστημικών πτήσεων εξάπτουν τη φαντασία: Άμεσες αστρονομικές δειγματοληψίες- αστεριών σε όλα τα εξελικτικά στάδια, απομακρυσμένων πλανητικών συστημάτων, του διαστρικού μέσου, πολύ αρχαίων σφαιρικών σμηνών, κοκ˙ συνεργατικά αστρονομικά εγχειρήματα, όπως οι τριγωνομετρικές παραλλάξεις εξαιρετικά απομακρυσμένων αντικειμένων˙ παρατήρηση και δειγματοληψία πλήθους ανεξάρτητων βιολογιών και κοινωνιών. Αυτά είναι εγχειρήματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν και να εμπνεύσουν ακόμη και έναν πολύ μακρόβιο πολιτισμό.


Για τη χρονική διάρκεια Lενός πολιτισμού, που υιοθετήσαμε προηγουμένως, βλέπουμε ότι η διαστρική διαστημική πτήση σε όλα τα σημεία του Γαλαξία, ακόμη και σε άλλους γαλαξίες, είναι καταρχήν δυνατή. Οι ταξιδιώτες θα επιστρέψουν στο απώτερο μέλλον μετά την αναχώρησή τους, αλλά έχουμε ήδη προβλέψει ότι ο πολιτισμός θα είναι σταθερός σε αυτές τις τεράστιες χρονικές περιόδους. Θα υπάρχει ακόμα ένα αρχείο της αναχώρησης, ένα αποθετήριο για τις πληροφορίες που συλλέγονται, και μια κοινότητα που ενδιαφέρεται για τα αποτελέσματα. Για να αποφευχθεί η περιττή επικάλυψη στη διαστρική εξερεύνηση, οι επικοινωνιακές κοινωνίες θα συγκεντρώνουν πληροφορίες και θα ενεργούν συντονισμένα, όπως έχει ήδη επισημάνει ο RonaldBracewell. Άμεσες επαφές και ανταλλαγή πληροφοριών και τεχνουργημάτων θα υπάρχουν μεταξύ των περισσότερων διαστημικών κοινωνιών που διαθέτουν σχετικιστικά αστρόπλοια. Στην πραγματικότητα, σε μεγάλες αποστάσεις, η επικοινωνία των αστρόπλοιων θα λαμβάνει χώρα σχεδόν τόσο γρήγορα, και πολύ πιο αξιόπιστα, όσο και η επικοινωνία με την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Η κατάσταση έχει κάποια ομοιότητα με τις μετα- αναγεννησιακές ναυτικές κοινότητες της Ευρώπης και τις αποικίες τους, πριν από την ανάπτυξη των ιστιοφόρων κλίπερ (clipper) και των ατμόπλοιων. Εάν η σχετικιστική διαστρική διαστημική πτήση είναι εφικτή, οι τεχνικοί πολιτισμοί του Γαλαξία θα είναι ένα αλληλοεπικοινωνιακό σύνολο˙ αλλά η τηλεπικοινωνία θα είναι αργή.


Έχει κάποιο ενδιαφέρον να εκτιμηθεί το μέσο χρονικό διάστημα μεταξύ των επαφών για ένα δεδομένο πλανητικό σύστημα. Αν και οι χρόνοι διέλευσης ενός διαστημόπλοιου που κινείται με σχετικιστικές ταχύτητες είναι λίγο- πολύ οι ίδιοι για οποιοδήποτε μέρος του Γαλαξία, ο χρόνος που θα έχει παρέλθει στον πλανήτη μας είναι περίπου ανάλογος με την απόσταση του ταξιδιού. Συνεπώς, η επαφή θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη μεταξύ των γειτονικών κοινοτήτων, αν και μπορούμε να προβλέψουμε ότι θα επιχειρηθούν περιστασιακά πολύ μεγάλα ταξίδια.

 

Έστω καθένας από τους Nπλανήτες στην επικοινωνιακή φάση εκτοξεύει qσχετικιστικά διαστημόπλοια ανά έτος. Αυτά τα οχήματα έχουν το καθένα τουλάχιστον μία επαφή ανά ταξίδι, και τις περισσότερες φορές λείπουν περίπου 103- 104χρόνια από τον μητρικό πλανήτη τους ανά ταξίδι. Στη σταθερή κατάσταση, θα υπάρχουν τότε qεπαφές που θα πραγματοποιούνται από κάθε πολιτισμό που διαθέτει αστρόπλοια ανά έτος, και ≈ qNεπαφές ανά έτος για τον Γαλαξία ως σύνολο. Σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα τέτοιων προηγμένων πολιτισμών, μια τιμή q = 1 διαστημόπλοιο έτος-1φαίνεται μέτρια (άλλες επιλογές του qθα τροποποιήσουν τα αποτελέσματα με προφανή τρόπο). Κάθε πολιτισμός κάνει τότε ≈ 1 επαφή ανά έτος, και κατά μέσο όρο 107 επαφές κατά τη διάρκεια της ζωής του (για L= 107). Ο αριθμός των επαφών ανά έτος για το Γαλαξία συνολικά είναι τότε 106 (για N= 106)˙ ένα αρκετά μεγάλο μέρος αυτών των επαφών θα πρέπει να βρίσκεται μεταξύ δύο προηγμένων κοινοτήτων. Ο μέσος αριθμός αστροπλοίων σε περιπολία από κάθε τεχνικό πολιτισμό ανά πάσα στιγμή είναι 103- 104.[7]

 

Εάν οι επαφές γίνονται σε καθαρά τυχαία βάση, κάθε αστέρι θα πρέπει να δέχεται μια επίσκεψη περίπου μία φορά κάθε 105χρόνια. Ακόμη και τα πιο ογκώδη αστέρια θα εξεταστούν τουλάχιστον μία φορά, όσο βρίσκονται στην κύρια ακολουθία. Ειδικά, με ένα κεντρικό αποθετήριο γαλαξιακών πληροφοριών, αυτοί οι προηγμένοι πολιτισμοί θα πρέπει να έχουν μια πολύ καλή ιδέα για το ποια πλανητικά περιβάλλοντα είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν ευφυή ζωή. Με μια μέση συχνότητα επαφής ανά πλανήτη 10-5yr-l, η προέλευση και η εξέλιξη της ζωής σε κάθε πλανήτη του Γαλαξία μπορεί να παρακολουθηθεί αποτελεσματικά. Η διαδοχική ανάπτυξη των μεταζώων, της συνεργατικής συμπεριφοράς, της χρήσης εργαλείων, και των πρωτόγονων σχημάτων επικοινωνίας των ατόμων του ίδιου είδους θα σημειωνόταν,  και θα ακολουθούσε μια αύξηση στη συχνότητα διαστρικής δειγματοληψίας. Εάν fi ≈ 10-l, τότε, σε καθαρά τυχαία βάση, η συχνότητα επαφής με ευφυείς προ-τεχνικές πλανητικές κοινότητες θα πρέπει να είναι ≈ 10-4yr-1. Μόλις εμφανιστεί ο τεχνικός πολιτισμός, και ιδιαίτερα μετά την έναρξη της φάσης επικοινωνίας, η συχνότητα επαφής θα πρέπει και πάλι να αυξηθεί˙ αν fc≈ 10-1, σε περίπου 10-3yr-1. Πλανήτες εξαιρετικού ενδιαφέροντος θα δέχονται επίσκεψη ακόμη πιο συχνά. Σύμφωνα με τις προηγούμενες υποθέσεις, κάθε επικοινωνιακός τεχνικός πολιτισμός θα πρέπει να επισκέπτεται κάθε άλλον τέτοιον πολιτισμό περίπου μία φορά κάθε χίλια χρόνια. Τα διαστημικά οχήματα έρευνας κάθε πολιτισμού θα πρέπει να επιστρέφουν στον μητρικό τους πλανήτη με ρυθμό περίπου ένα όχημα ετησίως, και ένα αρκετά μεγάλο μέρος αυτών των οχημάτων θα έχει επαφή με άλλες κοινότητες. Ο πλούτος, η ποικιλομορφία, και η λαμπρότητα αυτού του εμπορίου, η ανταλλαγή αγαθών και πληροφοριών, επιχειρημάτων και τεχνουργημάτων, ιδεών και συγκρούσεων, πρέπει να οξύνει συνεχώς την περιέργεια, και να ενισχύει τη ζωτικότητα των κοινωνιών που συμμετέχουν.


Η προηγούμενη συζήτηση έχει μια περίεργη εφαρμογή στον δικό μας πλανήτη. Με βάση τις υποθέσεις που έγιναν, περίπου ένα ή δύο εκατομμύρια χρόνια πριν, με την εμφάνιση του Proconsulκαι του Zinjanthropus,[8] ο ρυθμός δειγματοληψίας του πλανήτη μας θα έπρεπε να έχει αυξηθεί σε περίπου μία φορά κάθε δέκα χιλιάδες χρόνια. Στην αρχή της πιο πρόσφατης μεταπαγετώδους περιόδου, η ανάπτυξη της κοινωνικής δομής, της τέχνης, της θρησκείας και των στοιχειωδών τεχνικών δεξιοτήτων θα έπρεπε να έχει αυξήσει ακόμη περισσότερο τη συχνότητα επαφής. Αλλά αν το μεσοδιάστημα μεταξύ των δειγματοληψιών είναι μόνο αρκετές χιλιάδες χρόνια, τότε υπάρχει η πιθανότητα να έχει συμβεί επαφή με έναν εξωγήινο πολιτισμό εντός των ιστορικών χρόνων.[9]

 

5. ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΕΞΩΓΗΙNΗΣ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

 

Δεν υπάρχουν αξιόπιστες αναφορές για επαφές κατά τους τελευταίους αιώνες, όταν η κριτική επιστήμη και η έλλειψη δεισιδαιμονίας είχαν επικρατήσει. Οποιαδήποτε προηγούμενη ιστορία επαφής πρέπει να επιβαρύνεται με κάποιο βαθμό φανταστικής διακόσμησης, λόγω απλώς των απόψεων που επικρατούσαν τη στιγμή της επαφής. Ο βαθμός στον οποίο η επακόλουθη παραλλαγή και εξωραϊσμός αλλάζει τη βασική δομή του περιστατικού, ποικίλλει ανάλογα με το χρόνο και τις περιστάσεις. Ο ConstantinBrailoiuκαταγράφει ένα περιστατικό στη ρουμανική λαογραφία, όπου, σαράντα χρόνια μετά από μια ρομαντική τραγωδία, η ιστορία διανθίστηκε περίτεχνα με μυθολογικό υλικό και υπερφυσικά όντα. Την εποχή που η μπαλάντα τραγουδιόταν και αποδιδόταν στην μακρινή αρχαιότητα, η πραγματική ηρωίδα ήταν ακόμα ζωντανή.

 

Ένα άλλο περιστατικό, που είναι πιο σχετικό με το υπό εξέταση θέμα, είναι η εγγενής αφήγηση της πρώτης επαφής με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό από τον λαό Tlingit[10] της βορειοανατολικής ακτής της Βόρειας Αμερικής. Η επαφή έγινε το 1786 με μια αποστολή με επικεφαλής τον Γάλλο πλοηγό LaPerouse. Οι Tlingitδεν κρατούσαν γραπτά αρχεία. Έναν αιώνα μετά, την επαφή αφηγήθηκε λεκτικά ένας αρχηγός των Tlingitστον εθνογράφο GeorgeEmmons. Η ιστορία είναι επιβαρυμένη με το μυθολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ερμηνεύτηκαν αρχικά τα γαλλικά ιστιοφόρα. Αλλά αυτό που είναι πολύ εντυπωσιακό είναι ότι η αληθινή φύση της συνάντησης είχε διατηρηθεί πιστά. Ένας τυφλός γέρος πολεμιστής Tlingitείχε κατακτήσει τους φόβους του τη στιγμή της συνάντησης, είχε επιβιβαστεί σε ένα από τα γαλλικά πλοία και αντάλλαξε αγαθά με τους Ευρωπαίους. Παρόλο που ήταν τυφλός, κατάλαβε ότι οι επιβαίνοντες στα σκάφη ήταν άνθρωποι. Η ερμηνεία του αυτή οδήγησε σε ενεργό εμπόριο μεταξύ της αποστολής του LaPerouseκαι των Tlingit. Η προφορική παράδοση περιείχε επαρκείς πληροφορίες για μεταγενέστερη ανασύνθεση της αληθινής φύσης της συνάντησης, αν και πολλά από τα περιστατικά ήταν μεταμφιεσμένα σε ένα μυθολογικό πλαίσιο: π.χ., τα ιστιοφόρα περιγράφονταν ως τεράστια μαύρα πουλιά με λευκά φτερά.

 

Η συνάντηση μεταξύ των Tlingitκαι του LaPerouseυποδηλώνει ότι υπό ορισμένες συνθήκες μια σύντομη επαφή με έναν εξωγήινο πολιτισμό θα καταγραφεί με ανακατασκευάσιμο τρόπο. Η ανασυγκρότηση θα βοηθηθεί πολύ εάν (1) το περιστατικό καταγραφεί σε γραπτό αρχείο αμέσως μετά το συμβάν, (2) πραγματοποιηθεί μια σημαντική αλλαγή, εξαιτίας της συνάντησης, στην κοινωνία που έρχεται σε επαφή, και (3) δεν γίνει προσπάθεια από τον πολιτισμό που έρχεται σε επαφή για να συγκαλύψει την εξωγενή του φύση.

 

Από την άλλη πλευρά, είναι προφανές ότι η ανοικοδόμηση μιας επαφής με έναν εξωγήινο πολιτισμό είναι γεμάτη δυσκολίες. Πίσω από τι προσωπείο μύθου να περιμένουμε μια τέτοια επαφή να κρυφτεί; Μια απλή περιγραφή της εμφάνισης ενός παράξενου όντος που εκτελεί θαυμάσια έργα και κατοικεί στους ουρανούς δεν είναι αρκετά επαρκής. Όλοι οι λαοί έχουν την ανάγκη να κατανοήσουν το περιβάλλον τους, και η απόδοση του ελλιπώς κατανοητού σε απόκοσμες θεότητες είναι ελάχιστα ικανοποιητική. Όταν συμβαίνει αλληλεπίδραση μεταξύ των λαών που υποστηρίζουν διαφορετικές θεότητες, είναι αναπόφευκτο ότι κάθε ομάδα θα διεκδικήσει εξαιρετικές δυνάμεις για τον θεό της. Η κατοικία των θεών στον ουρανό δεν υποδηλώνει καν εξωγήινη προέλευση. Τελικά, πού μπορούν να κατοικούν οι θεοί; Προφανώς όχι στη διπλανή χώρα˙ θα ήταν πολύ εύκολο να διαψεύσουμε την ύπαρξή τους πηγαίνοντας εκεί. Μέχρι να αναπτυχθούν πολύ λεπτές μεταφυσικές κατασκευές- πιθανώς μέσα στην απόγνωση- οι θεοί μπορούν να ζουν μόνο κάτω από τη γη, στα νερά ή στον ουρανό. Και εκτός ίσως από τους θαλασσοπόρους λαούς, ο ουρανός προσφέρει το ευρύτερο φάσμα ευκαιριών για θεολογικές εικασίες.

 

Κατά συνέπεια, χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από έναν θρύλο σχετικά με την εμφάνιση ενός παράξενου όντος που κάνει εκπληκτικά έργα και ζει στον ουρανό. Σίγουρα θα προσέθετε αξιοπιστία εάν δεν υπήρχε προφανής υπερφυσική αφήγηση στην ιστορία. Μια περιγραφή της μορφολογίας ενός ευφυούς μη ανθρώπινου όντος, μια σαφής περιγραφή των αστρονομικών πραγματικοτήτων για έναν πρωτόγονο λαό, ή μια διαφανής παρουσίαση του σκοπού της επαφής θα αύξανε την αξιοπιστία του θρύλου.

 

Στη Σοβιετική Ένωση, ο MatestAgrestκαι άλλοι έχουν επιστήσει την προσοχή σε αρκετά βιβλικά περιστατικά τα οποία υποπτεύονται ότι αντικατοπτρίζουν την επαφή με εξωγήινους πολιτισμούς. Για παράδειγμα, ο Agrestθεωρεί ότι τα περιστατικά που σχετίζονται με το απόκρυφο βιβλίο, τον «Σλαβονικό Ενώχ,»[11] είναι στην πραγματικότητα μια αφήγηση της επίσκεψης της Γης από εξωγήινους κοσμοναύτες, και την αμοιβαία επίσκεψη αρκετών γαλαξιακών κοινοτήτων από έναν μάλλον μπερδεμένο κάτοικο της Γης. Ωστόσο, ο σλαβικός Ενώχ αποτυγχάνει να ικανοποιήσει αρκετά από τα κριτήρια για έναν γνήσιο μύθο επαφής που αναφέρθηκαν παραπάνω: έχει διαμορφωθεί σε πολλά διαφορετικά τυποποιημένα υπερφυσικά πλαίσια˙ δεν υπάρχει διαφανές εξωγήινο κίνητρο για τα γεγονότα που περιγράφονται˙ και η αστρονομία είναι σε μεγάλο βαθμό λάθος. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί τυπικές εκδόσεις του χειρογράφου.

 

Υπάρχουν άλλοι θρύλοι που πληρούν περισσότερο τα προαναφερθέντα κριτήρια επαφής, και που αξίζουν σοβαρής μελέτης στο παρόν πλαίσιο. Ως ένα παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε τη βαβυλωνιακή αφήγηση για τη δημιουργία του πολιτισμού των Σουμερίων από τους Apkallu,[12] εκπροσώπους μιας προηγμένης, μη ανθρώπινης, και πιθανώς εξωγήινης κοινωνίας.

 

Μια απολύτως πειστική επίδειξη της προηγούμενης επαφής με έναν εξωγήινο πολιτισμό δεν μπορεί ποτέ να παρασχεθεί βασισμένη μόνο πάνω σε κείμενα και ζωγραφικές αναπαραστάσεις. Υπάρχουν όμως και άλλες πιθανές πηγές πληροφοριών.

 

Τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν νωρίτερα σε αυτό το έγγραφο υποδηλώνουν ότι τη Γη την έχουν επισκεφθεί διάφοροι γαλαξιακοί πολιτισμοί πολλές φορές (πιθανώς ≈ 104) κατά τη διάρκεια του γεωλογικού χρόνου. Δεν αποκλείεται να υπάρχουν ακόμα αντικείμενα από αυτές τις επισκέψεις, ή ακόμα και να διατηρείται (ενδεχομένως αυτόματα) κάποιο είδος βάσης μέσα στο ηλιακό σύστημα για να παρέχει τη συνέχεια σε διαδοχικές αποστολές. Λόγω των καιρικών συνθηκών και παρεμβολών, και της πιθανότητας ανίχνευσης της βάσης από τους κατοίκους της Γης, θα ήταν προτιμότερο να μην ανεγερθεί μια τέτοια βάση στην επιφάνεια της Γης. Η Σελήνη φαίνεται μια λογική εναλλακτική. Η επικείμενη φωτογράφιση υψηλής ανάλυσης της Σελήνης από διαστημικά οχήματα- ιδιαίτερα της σκοτεινής πλευράς- μπορεί να λάβει υπόψη αυτές τις πιθανότητες. Υπάρχουν επίσης άλλες τοποθεσίες στο ηλιακό σύστημα που μπορεί να αποδειχθούν ενδιαφέρουσες σε αυτό το πλαίσιο. Η επαφή με μια τέτοια βάση θα παρείχε, φυσικά, τον πιο άμεσο έλεγχο στα συμπεράσματα της παρούσας εργασίας.

 

Διαφορετικά, η αφθονία των προηγμένων πολιτισμών στον Γαλαξία θα μπορούσε να ελεγχθεί με επιτυχή ανίχνευση κατανοητών ηλεκτρομαγνητικών σημάτων διαστρικής προέλευσης. Τις επόμενες δεκαετίες η ανθρωπότητα θα έχει την ικανότητα να μεταδίδει ηλεκτρομαγνητικά σήματα σε αποστάσεις αρκετών εκατοντάδων ετών φωτός. Η λήψη και η επιστροφή ενός τέτοιου σήματος θα ανήγγειλε την παρουσία μας ως τεχνικού πολιτισμού και, εάν τα συμπεράσματα της παρούσας εργασίας είναι έγκυρα, θα ακολουθούσε ειδική αποστολή επαφής. Ακόμα κι αν ένα κατανοητό διαστρικό σήμα λαμβανόταν και επέστρεφε σήμερα, θα περνούσαν αρκετές εκατοντάδες χρόνια μέχρι να φτάσει η αποστολή επαφής στη Γη. Ας ελπίσουμε ότι τότε θα υπάρχει ακόμα ένας ακμάζων επίγειος πολιτισμός για να υποδεχτεί τους επισκέπτες από τα μακρινά αστέρια.

 

             

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

 

Αυτή η έρευνα υποστηρίχθηκε εν μέρει από την επιχορήγηση NsG-126-61 της Εθνικής Υπηρεσίας Αεροναυπηγικής και Διαστήματος ενώ ήμουν στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϋ, όπου εκτελείτο μεγάλο μέρος της εργασίας˙ οι απόψεις που παρουσιάζονται εδώ, ωστόσο, είναι εξ ολοκλήρου ευθύνη του συγγραφέα. Είμαι υπόχρεος στους J. Finkelstein, J. Lederberg, L. Sagan, M. Schmidt, C. Seeger, I. S. Shklovsky, C. Sternκαι W. Talbertγια τις ιδέες και την ενθάρρυνση των συζητήσεων για διάφορες πτυχές αυτής της εργασίας, καθώς και στους συναδέλφους μου μέλη του Τάγματος των Δελφινιών (OrderoftheDolphins), ιδιαίτερα στους F. D. Drakeκαι P. M.

Morrison. 



ΑΝΑΦΟΡΕΣ


[1] ΣτΜ. Ο κινητήρας ramjetτου Μπουσάρντ, είναι ένας κινητήρας ο οποίος τροφοδοτείται από σύντηξη υδρογόνου το οποίο συλλέγεται από το διαστρικό αέριο με τη χρήση ισχυρών μαγνητικών πεδίων.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Bussard_ramjet]

[2] ΣτΜ. Το 1961, ο φον Χέρνερ δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο δεν ήταν αισιόδοξος για τον χρόνο επιβίωσης των ειδών που χρησιμοποιούν μηχανές. Στην αρχή, σημείωσε ότι η τρέχουσα νοοτροπία (π.χ. τεχνολογικός προσανατολισμός) είναι μόνο μία από τις πολλές δυνατότητες ενός πολιτισμού, και στο μέλλον μπορεί να αντικατασταθεί από άλλα ενδιαφέροντα. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο, η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας στη Γη οδηγήθηκε από δύο παράγοντες- τον αγώνα για κυριαρχία και την επιθυμία για εύκολη ζωή. Ο πρώτος οδηγεί σε πλήρη καταστροφή, ο δεύτερος σε βιολογικό ή ψυχικό εκφυλισμό.


Ο φον Χέρνερ υπέθεσε επίσης ότι οποιοσδήποτε πολιτισμός πρέπει να εξαφανιστεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, και υπολόγισε τη μέση διάρκεια ενός πολιτισμού σε 6.500 χρόνια. Πρότεινε τη διαδοχή τεχνολογικών ειδών σε έναν δεδομένο πλανήτη σε μια χρονική απόσταση εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών, και ότι κάθε κατοικήσιμος πλανήτης (ένας στα 3 εκατομμύρια αστέρια) κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του παράγει κατά μέσο όρο 4 τεχνολογικά είδη. Με αυτές τις υποθέσεις, η μέση απόσταση μεταξύ των πολιτισμών στον Γαλαξία μας είναι 1.000 έτη φωτός. Οι υπολογισμοί του φον Χέρνερ δείχνουν επίσης ότι η πιθανότητα να δημιουργηθεί η πρώτη επαφή με έναν πολιτισμό στην ίδια φάση ανάπτυξης με τον γήινο είναι 0,5%.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Sebastian_von_Hoerner]

[3] Στη συγκεκριμένη συνάντηση παραβρέθηκαν οι D. W. Atchley, M. Calvin, G. Cocconi, F. D. Drake, S. S. Huang, J. C. Lilly, P. M. Morrison, B. M. Oliver, J. P. T. Pearman, C. Sagan, και O. Struve.


[4] ΣτΜ. Πρόκειται για τη γνωστή εξίσωση του Ντρέικ.


[5] Στη Διάσκεψη του Συμβουλίου Επιστημών του Διαστήματος που αναφέρθηκε προηγουμένως, τα συμπεράσματα για τον αριθμό εξωπολιτισμών Νεκτείνονταν μεταξύ 104 - 109, και η απόσταση από την πλησιέστερη προηγμένη κοινότητα κυμαινόταν από δέκα έως αρκετές χιλιάδες έτη φωτός.


[6] ΣτΜ. Μια περιοχή HIIείναι μια περιοχή διαστρικού ιονισμένου ατομικού υδρογόνου. Βρίσκεται τυπικά σε ένα μοριακό νέφος στο οποίο έλαβε χώρα πρόσφατα σχηματισμός άστρων, με μέγεθος που κυμαίνεται από ένα έως εκατοντάδες έτη φωτός, και πυκνότητα από λίγα έως περίπου ένα εκατομμύριο σωματίδια ανά κυβικό εκατοστό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/H_II_region]

[7] Αποδεικνύεται εύκολα ότι με τις υιοθετούμενες τιμές των Nκαι q, ακόμη και με πολύ μεγάλες περιοχές μετωπικής φόρτωσης κινητήρων ramjet, τα καυσαέρια από τέτοια διαστρικά οχήματα συμβάλλουν αμελητέα στη ροή της γαλαξιακής ακτινοβολίας υποβάθρου.


[8] ΣτΜ. Προφανώς εδώ έχει γίνει λάθος γιατί, ενώ ο Zinjanthropus (Paranthropusboisei) έζησε πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια, ο Proconsulέζησε πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια.


[9] Αυτή η πιθανότητα έχει προβληθεί σοβαρά στο παρελθόν˙ για παράδειγμα, από τον Ενρίκο Φέρμι, σε μια πολύ γνωστή πλέον συζήτηση σ’ ένα τραπέζι στο Λος Άλαμος κατά τη διάρκεια του Β'Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εισήγαγε το πρόβλημα με τις λέξεις «Πού είναι;»


[10] ΣτΜ. Οι Tlingitείναι αυτόχθονες πληθυσμοί της βορειοδυτικής ακτής της Βόρειας Αμερικής. Η πρώτη επαφή των Tlingitμε τους Ευρωπαίους έγινε το 1741 με Ρώσους εξερευνητές. Ισπανοί εξερευνητές ακολούθησαν το 1775.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Tlingit]

[11] ΣτΜ. Υπάρχουν τρία Βιβλία του Ενώχ, εκ των οποίων το Δεύτερο Βιβλίο είναι γνωστό και ως Σλαβονικός Ενώχ. Σε ό,τι αφορά το Πρώτο Βιβλίο, περιγράφει την προέλευση των δαιμόνων και των Νεφελίμ, γιατί κάποιοι άγγελοι έπεσαν από τον ουρανό, και γιατί ο κατακλυσμός της Γένεσης ήταν ηθικά απαραίτητος, προκειμένου να επέλθει η χιλιόχρονη βασιλεία του Μεσσία. [https://en.wikipedia.org/wiki/Book_of_Enoch]

[12] ΣτΜ. Ο όρος «Apkallu» απαντάται σε σφηνοειδείς επιγραφές των Βαβυλωνίων, και γενικά σημαίνει «σοφός.» Σε διαφορετικά περιεχόμενα, οι Apkalluπεριγράφονται ως ημίθεοι, μισοί άνθρωποι και μισοί ψάρια, που στέλνονται από τους θεούς για να δώσουν γνώση στους ανθρώπους.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Apkallu]



DIRECT CONTACT AMONG GALACTIC CIVILIZATIONS BY RELATIVISTIC INTERSTELLAR SPACEFLIGHT, CARL SAGAN

Reprinted from Planet. Space Sci. 1963, Vol. 11, pp. 485 to 498. Pergamon Press Ltd.
[https://ntrs.nasa.gov/api/citations/19630011050/downloads/19630011050.pdf]

ΑΜΕΣΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕΤΑΞΥ ΓΑΛΑΞΙΑΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ  ΜΕΣΩ ΣΧΕΤΙΚΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΣΤΡΙΚΩΝ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΩΝ  ΠΤΗΣΕΩΝ, ΚΑΡΛ ΣΑΓΚΑΝ

Μετάφραση για τα Ελληνικά: 2023, Χρήστος Κ. Τσελέντης.




Article 0

$
0
0

 

ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΚΡΗΞΗΚΑΙ ΔΙΑΣΤΡΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ

 

ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΦΟΝ ΧΕΡΝΕΡ

NRAO, P. O. Box 2, Πράσινη Όχθη, Δυτική Βιρτζίνια 24944, Η.Π.Α.

 


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

 

Η αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού είναι ένα πρόβλημα πολύ πιο σοβαρό από ό,τι συνειδητοποιούμε οι περισσότεροι από εμάς·και η πείνα σίγουρα δεν είναι η μόνη, και ίσως, ούτε καν η χειρότερη, απειλή από τον υπερπληθυσμό. Αναφέρεται συχνά από πολλούς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας (και από ορισμένους επιστήμονες περιστασιακά) ότι τα διαστημικά ταξίδια και ο «εποικισμός άλλων κόσμων» θα μπορούσαν να είναι μια μελλοντική λύση, ίσως τουλάχιστον για ορισμένους ανώτερους προηγμένους πολιτισμούς. Αλλά μπορεί να αποδειχθεί γενικά ότι η κρίση της αύξησης του πληθυσμού δεν μπορεί να επιλυθεί με διαστρική επέκταση, ακόμη και αν υποτεθεί μια τέλεια τεχνολογία. Πρέπει να αναζητήσουμε μόνο εσωτερικές λύσεις και πρέπει να τις βρούμε σύντομα.

 

Μια άλλη παρούσα κρίση είναι η αυτοκαταστροφή, και ο γενετικός εκφυλισμός θα έρθει τρίτος αργότερα. Και οι τρεις κρίσεις έρχονται με τόσο φυσικό, προβλέψιμο τρόπο που φαίνεται λογικό να υποθέσουμε τη γενική εμφάνισή τους μεταξύ των αναδυόμενων πολιτισμών. Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό και στις τρεις κρίσεις είναι ο ξαφνικός περιορισμός σε εσωτερικές λύσεις για προβλήματα που πάντα πριν είχαν λυθεί εξωτερικά.

 

Θα μπορούσαν κάλλιστα οι πολιτισμοί, έχοντας επιβιώσει από αυτές τις τρεις κρίσεις (και πιθανώς πολύ περισσότερες), να έχουν αναγκαστικά αναπτύξει έναν τόσο υψηλό βαθμό σταθεροποίησης και διαμόρφωσης που θα συγχωνευθούν στην τελική κρίση της στασιμότητας (η κρίση που θα τερματίσει όλες τις κρίσεις), η οποία μπορεί ακόμη και να είναι μη αναστρέψιμη. Είναι άραγε αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν βλέπουμε κανένα σημάδι ζωής και διαστρικής δραστηριότητας, ανάμεσα στα δισεκατομμύρια αστέρια και γαλαξίες που παρατηρούμε;

 

Η διαστρική επικοινωνία θα μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο όσον αφορά την περαιτέρω ανάπτυξη των πολιτισμών, δίνοντας το πλεονέκτημα του ανταγωνισμού χωρίς κίνδυνο και αποτρέποντας τη στασιμότητα. Η επέκταση τότε θα ήταν ψυχική, όχι σωματική.

 

1. ΤΟ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

1.1 Ο ρυθμός ανάπτυξης

Πόσο κακό, στην πραγματικότητα, είναι το πρόβλημα; Επί του παρόντος (1972), υπάρχουν 3.730 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γη,και πολλοί από αυτούς έχουν καλούς λόγους να αισθάνονται ότι αυτός ο αριθμός είναι ήδη πολύ μεγάλος. Η πυκνότητα, σε αριθμό ανθρώπων ανά τετραγωνικό μίλι, ήταν το 1960: Αφρική 20, ΕΣΣΔ 26, ΗΠΑ 49, Ευρώπη 221, Ινδία 332,και Ιαπωνία 660. Για μια ομοιόμορφη κατανομή, αυτό θα σήμαινε απόσταση μεταξύ γειτόνων 1.200 πόδια στην Αφρική, 760 πόδια στις ΗΠΑ, 360 πόδια στην Ευρώπη,και 210 πόδια στην Ιαπωνία. Αλλά δεν ζούμε ομοιόμορφα κατανεμημένοι·ένα μεγάλο μέροςτης γης είναι έρημος, βράχοι ή δάση, και στις δυτικές χώρες οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σε πόλεις. Σε μια μικρή πανεπιστημιακή πόλη όπως το Charlottesville της Βιρτζίνια (πληθυσμός 38.000), η μέση απόσταση από τους γείτονες είναι 93 πόδια, αλλά είναι μόνο 23 πόδια στη Νέα Υόρκη. (Και, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι συνθήκες είναι ασφυκτικές κατά τις ώρες αιχμής σε όλες τις πόλεις.) Αυτοί οι αριθμοί φαίνονται ήδη αρκετά κακοί.

 

Αλλά η κατάσταση χειροτερεύει συνεχώς. Επί του παρόντος, ο ανθρώπινος πληθυσμός αυξάνεται κατά 74 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο (περίπου όσο όλη η Γερμανία ή το 1/3 των ΗΠΑ), δηλαδή 2,0% ετησίως. Αυτός ο αριθμός, a = 0,02/έτος, ονομάζεται σχετικός ρυθμός ανάπτυξης, και ορίζεται γενικά για έναν πληθυσμό N(t) ως εξής

dNdT=aN     (1)

Εάν το aήταν σταθερό, ο πληθυσμός θα ακολουθούσε μια εκθετική αύξηση ως


N(t)=N0eαt     (2)

Με το a = 2% ετησίως, ο πληθυσμός θα διπλασιαζόταν κάθε 35 χρόνια,και θα δεκαπλασιαζόταν κάθε 115 χρόνια. Αλλά υπάρχουνπράγματα που αυξάνονται ακόμη πιο γρήγορα. Ακολουθώντας τον Basler (1971), δίνουμε μερικά παραδείγματα στον Πίνακα 1.



Ο Basler δίνει επίσης μια χρήσιμη φόρμουλα,


τcr=230αlogQcrQ0     (3)

για τον κρίσιμο χρόνο τcr(σε έτη) που χρειάζεται για να αυξηθεί μια ποσότητα Qαπό την παρούσα τιμή Q0, σε μια κρίσιμη ή οριακή τιμή Qcr, υποθέτοντας εκθετική αύξηση με σταθερό ρυθμό a (σε % ανά έτος). Θα κάνουμε συχνή χρήση αυτής της εξίσωσης.

 

Το πώς αισθανόμαστε για κάτι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που το βλέπουμε·  ή, στην επιστημονική μας εποχή, πώς το σχεδιάζουμε. Μια καλή απεικόνιση φαίνεται στο Σχ. 1 (αντιγράφεται από το Basler), όπου η ίδια ποσότητα Q(t), με εκθετική αύξηση και με a = 3,3% ετησίως, απεικονίζεται πρώτα σε σχέση με τον αριθμό των ετών, και έπειτα σύμφωνα με τον αριθμό των γενεών. Αν η μόνη ανησυχία κάποιου πολιτικού ήταν οι επόμενες εκλογές, θα σχεδίαζε τον Σχ. 1a, και δεν θα έβρισκε πολλά για να ανησυχεί αυτή τη στιγμή·θα άρχιζε να ανησυχεί για αυτό αργότερα, ή θα άφηνε τον διάδοχό του να το κάνει. Αλλά αν κάποιος αισθάνεται υπεύθυνος για τα παιδιά και τα εγγόνια του, σχεδιάζει το Σχ. 1b, και ανατριχιάζει επειδή τα εγγόνια δεν εμφανίζονται καν στο διάγραμμα


Στην πραγματικότητα, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα, επειδή η αύξηση του πληθυσμού δεν είναι μόνο εκθετική. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο Σχ. 2, όπου μια εκθετική αύξηση θα σήμαινε μια ευθεία γραμμή για το N(t) και μια σταθερή τιμή για το a. Αλλά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 2.000 ετών, το aαυξήθηκε κατά ένα παράγοντα 40, όπως  και το ίδιο το N, και μάλιστα παρέμεινε πάντα a ≈ N + 10%.


Τώρα, αν


α=α0N     (4)

με a0 = σταθ., τότε dN/dt= a0N2, το οποίο επιλύεται εύκολα, και δίνει


N(t)=1α0(t-t)     (5)

Αυτό σημαίνει ότι N→ ∞ σε έναν πεπερασμένο χρόνο t, που δίνεται από τη σχέση


t=t0+1α0Ν0     (6)

Με a0 = 5,0 x 10-12 /έτος από το Σχήμα 2, και με 0 = 1.972 και N0 = N(0) = 3,73 x 109, για το t, το έτος της πραγματικής πληθυσμιακής «έκρηξης,» έχουμε


t=1.972+54=2.026     (7)

Αυτό το αποτέλεσμα επιτεύχθηκε σε μια πολύ καλή εργασία με τίτλο «Doomsday: Friday, 13 November, A.D. 2026,» από τους von Foerster, Mora & Amiot (1960), χρησιμοποιώντας έναν μεγάλο και κριτικά επιλεγμένο αριθμό δεδομένων, και με έναν γενικό εκθέτη a= a0N1/ kπου πρέπει να υπολογιστεί (με το καλύτερο αποτέλεσμα να δίνει k = 0,990 ± 0,009 και t= 2026,9μ.Χ. ± 5,5 χρόνια)·το tονομάστηκε «ημέρα της καταστροφής» («doomsday»),και το τ = t- tονομάστηκε «χρόνος της καταστροφής» («doomstime»). Προς το παρόν, ένας χρόνος καταστροφής τ = 54 χρόνια είναι το μόνο που μας έχει απομείνει, δηλαδή μόνο δύο γενιές. Το Σχ. 3 δείχνει ξεκάθαρα ότι οδεύουμε κατευθείαν προς την καταστροφή μας. Πριν συζητήσουμε περαιτέρω αυτό το αποτέλεσμα, ας το διατυπώσουμε πρώτα με ακρίβεια.




Η καμπύλη που ταιριάζει καλύτερα για τα τελευταία 2.000 χρόνια, με

προβολή στο μέλλον, προβλέπει έναν άπειρο πληθυσμό μετά από 54 χρόνια.     (8)

 

Τι σημαίνει όμως πραγματικά αυτό; Οι φυσικοί νόμοι που οδηγούν σε μια μοναδικότητα συνήθως λέγεται ότι «καταρρέουν» λίγο πριν φτάσουν σε αυτήν. Στην περίπτωσή μας, επίσης, δεν αναμένουμε άπειρο αριθμό ανθρώπων, αλλά όντως προβλέπουμε κάποια δραστική αλλαγή μέσα στις επόμενες δεκαετίες· είτε θα επιτευχθεί απόεμάς με μεγάλη προσπάθεια, είτε θα μας συμβεί σεεμάς με πολύ πόνο. Κάτι πρόκειται να καταρρεύσει, και ελπίζουμε όχι η ίδια η ανθρωπότητα.

 

Για όλους σχεδόν τους ανθρώπους, και κατά το μεγαλύτερο μέρος του παρελθόντος μας, η έννοια της προόδουήταν εξαιρετικά θετική: μια κινητήρια δύναμη για τις πράξεις μας και μια θρησκευτική πίστη για τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Απλώς συγκρίνετε τον θετικό αντίκτυπο του «πρόοδος, κίνηση, προχωρώντας μπροστά» και τον αρνητικό αντίκτυπο του «στασιμότητα, ακινησία, μένοντας πίσω.» Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει αυτό.

 

Πότε και γιατί πρέπει να το αλλάξουμε; Η πρόοδος του πληθυσμού μας πρέπει σύντομα να μετατραπεί σε στασιμότητα, επειδή ο ζωτικός μας χώρος είναι πεπερασμένος. Ή, γενικά: καλύτερα να σταματήσετε να ψηλώνετε όταν φτάσετε το ταβάνι. Ορισμένα τέτοια ανώτατα όρια θα συζητηθούν στη συνέχεια.

 

1. 2 Μερικά υλικά όρια

α) Το όριο των τροφίμων

Ο κίνδυνος των παγκόσμιων λιμών θεωρείται συχνά ως ο πιο επείγων. Στην πραγματικότητα είναι, αλλά πάντα ήταν, ένα σοβαρό πρόβλημα στις υπανάπτυκτες χώρες (ενώ στον ανεπτυγμένο κόσμο έχουμε ακριβώς το αντίθετο πρόβλημα, το θάνατο από καρδιακές προσβολές λόγω υπερσιτισμού). Οι αριθμοί που δίνονται στις επόμενες δύο παραγράφους προέρχονται από μια διεξοδική μελέτη της Γερμανικής Ομοσπονδίας Επιστημόνων (VDW, 1968).

 

Επί του παρόντος, το 70% όλων των ανθρώπων ζουν σε υπανάπτυκτες χώρες. Και από αυτούς, το 20% υποφέρει από σοβαρό υποσιτισμό, ενώ το 60% από υποσιτισμό διαφόρων ειδών και βαθμών. Τα τρόφιμα ανά άτομο είναι περισσότερα στις ανεπτυγμένες χώρες από ό,τι στις υπανάπτυκτες κατά ένα συντελεστή 3,2. Και οι τέσσερις αριθμοί που δίνονται αυξάνονται (χειροτερεύουν) τα τελευταία 10-20 χρόνια.

 

Η σημερινή συνολική παραγωγή τροφίμων θα αρκούσε για να καλύψει στο ελάχιστο τις ανάγκες όλων των σημερινών ανθρώπων εάν ήταν ισότιμα κατανεμημένη και εάν μπορούσε να αποφευχθεί η σημερινή σπατάλη του 20% (κυρίως λόγω παράσιτων και κακής αποθήκευσης). Για μια ικανοποιητική, γενικά αποδεκτή κάλυψη, η παραγωγή θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη κατά περίπου δύο φορές. Αλλά εκτός από αυτό, η μελλοντική παραγωγή πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση του πληθυσμού. Η μελέτη του VDW δεν βλέπει τρόπο για γρήγορη βελτίωση. Αλλά με μια πραγματική (αν και δύσκολη) προσπάθεια και από τις δύο πλευρές, θα μπορούσε να αποφευχθεί μια καταστροφική εξέλιξη και να σημειωθεί κάποια μικρή πρόοδος, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον.

 

Τι γίνεται όμως με το μακρινό μέλλον; Ποιο πρέπει να θεωρήσουμε ως το ανώτατο όριο, το τελικό όριο της παραγωγής τροφίμων; Ας χρησιμοποιήσουμε τις ακόλουθες παραδοχές: (α) Όλη η έκταση γης όλων των ηπείρων έχει αρδευτεί και καλλιεργηθεί, και έχει σπαρθεί με σιτάρι ή κάποια παρόμοια θρεπτική τροφή. (β) Υπάρχει καλή ετήσια παραγωγή 3 τόνων/εκτάριο = 800 τόνοι/τετραγωνικό μίλι, χωρίς καμία σπατάλη. γ) Το σιτάρι αποδίδει 3,7 Cal/gram. δ) Ένα άτομο χρειάζεται 2.500 Cal/ημέρα. Με αυτούς τους αριθμούς, λαμβάνουμε μια τελική πληθυσμιακή πυκνότητα

3.140 άνθρωποιτετραγωνικό μίλι     (9)

ή μια μέση απόσταση μεταξύ γειτόνων 94 ποδιών, ή έναν συνολικό παγκόσμιο πληθυσμό


Ncr=1,8×1011 άνθρωποι     (10)

ο οποίος, σε σύγκριση με το παρόν, μας δίνει έναν παράγοντα


NcrN(1972)=48,2     (11)

Αν συνεχίσουμε να πληθαίνουμε σύμφωνα με το Σχ. 2, αυτό το όριο θα επιτευχθεί το 2025 μ.Χ., ή μόλις μετά από


τcr=53 χρόνια     (12)

Αλλά αν σύντομα αρχίσουμε να ανησυχούμε ώστε να κάνουμε κάτι για να σταματήσουμε τουλάχιστοντο ρυθμό αύξησηςaαπό το να αυξηθεί περαιτέρω, είναι φυσικά εκτίμηση του καθενός (αναλογιζόμενος το Σχήμα 2) σε ποια τιμή θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε το aσταθερό. Η εφαρμογή της εξίσωσης (3), ούτως ή άλλως, μας δίνει μόνο λίγες γενιές:



β) Το ενεργειακό όριο

Μία από τις κύριες σημερινές πηγές ενέργειας είναι το ορυκτέλαιο. Η κατανάλωσή  του αυξάνεται με  ρυθμό a= 6,9% ετησίως, και οι ειδικοί πιστεύουν ότι έχουμε εξαντλήσει περίπου το 4% του πετρελαίου που είναι διαθέσιμο στη Γη (Basler 1971).

 

Με την εξίσωση (3) αυτό δίνει

τcr=47 χρόνια     (14)

Αλλά φυσικά σύντομα θα στραφούμε στην πυρηνική ενέργεια. Ίσως η σύντηξη (υδρογόνου σε ήλιο) μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Έτσι, 1 γραμμάριο υδρογόνου μπορεί να αποδώσει 1,7 x 105 kWh ενέργειας, και η τεράστια ποσότητα υδρογόνου στους ωκεανούς μας μοιάζει να είναι μια αστείρευτη πηγή ενέργειας. (Αν και, τι θα κάνουμε με όλο το ήλιο;)

 

Αλλά τώρα ο περιορισμός προέρχεται από μια διαφορετική πλευρά, ανεξάρτητη από την πηγή ενέργειας. Η κατανάλωση ενέργειας δημιουργεί θερμότητα, και πρέπει να προσέξουμε πολύ να μην διαταράξουμε την πολύ λεπτή ισορροπία θερμοκρασίας του πλανήτη μας, που αποτελείται από την εισερχόμενη ηλιακή ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της ημέρας (1,37 kW/m2, ή συνολικά 1,74 x 1017 W) και την εξαρτώμενη από τη θερμοκρασία ποσότητα ενέργειας που ακτινοβολούμε στο διάστημα. Τώρα, φαίνεται ότι δεν μπορούμε να αυξήσουμε τη μέση θερμοκρασία της Γης κατά περισσότερο από περίπου 1 °C χωρίς σοβαρές αλλαγές στη στάθμη των ωκεανών, τη συννεφιά και τις βροχοπτώσεις. Αυτό είναι το 0,3% της απόλυτης θερμοκρασίας (3.000 K), και δεδομένου ότι η δική μας ακτινοβολία αυξάνεται με το T4, δεν μπορούμε να έχουμε καμία παραγωγή ενέργειας μεγαλύτερη από το 1,2% της ηλιακής ακτινοβολίας. Αυτό το όριο,

Ecr=2.1×1015W     (15)

είναι 317 φορές μικρότερο από τη σημερινή μας κατανάλωση ενέργειας 6,6 x 1012 W. Με a = 7% ετησίως από τον Πίνακα 1, η εξίσωση (3) δίνει τότε περίπου τρεις γενιές,


τcr=82 χρόνια     (16)

Αυτό το ενεργειακό όριο είναι πολύ κρίσιμο. Με κάποιο τρόπο, οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται ότι οτιδήποτε μπορεί να λυθεί με αρκετή «θέληση και ενέργεια,» όποιο και αν είναι το πρόβλημα. Αυτό μπορεί να ισχύει σε πολλές περιπτώσεις· όχι όμως σε εκείνες που απαιτούν περισσότερη ενέργεια από το όριο (15), και σίγουρα όχι για το ίδιο το ενεργειακό πρόβλημα όπως εκφράζεται με τη σχέση (16). Επιπλέον η (15), θέτει επίσης ένα ανώτατο όριο σε κάθε τεχνητή παραγωγή τροφίμων.

 

Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλά περισσότερα όρια, αλλά δεν θα τα συζητήσουμε εδώ: τα μειωμένα αποθέματα σιδήρου, χρωμίου και άλλων φυσικών πόρων, καθώς και τα ακριβώς αντίθετα προβλήματα των σκουπιδιών, των αποβλήτων και της ρύπανσης.

 

1. 3 Το εδαφικό όριο

α) Η κανονική κατάσταση

Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο. Πόσο όμως και τι είδους; Σύμφωνα με τον Leyhausen (1969) ένα κοινωνικά ουδέτερο θηλαστικό είναι νεκρό. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δύο τύποι κοινωνικής συμπεριφοράς: (1) Η ιεραρχική τάξη (peckingorder), μέσα σε ομάδες ή κοπάδια που βρίσκονταιμαζί, ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το 1922 από τον Schjelderup-Ebbe ανάμεσα στις κότες στις αυλές των αγροκτημάτων. Αυτή είναι μια σταθερή και γραμμική τάξη κοινωνικής ιεραρχίας. Στην ακραία περίπτωση όπου τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, πρόκειται για μια «απόλυτη ιεραρχία.» (2) Η υπεράσπιση μιας περιοχής (defenseofaterritory), η οποία στα διάφορα είδη μπορεί να ανήκει σε ένα μόνο άτομο, σε μια οικογένεια ή σε μια μεγαλύτερη ομάδα. Μπορεί να είναι πιο περίπλοκη, όπως πολλές μικρές οικογενειακές περιοχές μέσα στην περιοχή μιας μεγάλης ομάδας, ή το μοίρασμα ενός μέρους αλλά η διαίρεσή του με ένα καθορισμένο χρονοδιάγραμμα. Συνήθως, ο βαθμός κοινωνικής ιεραρχίας ενός ζώου είναι μεγαλύτερος κοντά στη βάση του (φωλιά) και μειώνεται με την αυξανόμενη απόσταση·είναι ένας «σχετικός βαθμός.» Η εδαφική συμπεριφορά διερευνήθηκε για πρώτη φορά σχολαστικά με όλες τις διαφορετικές παραλλαγές μεταξύ των πτηνών, από τον Niceτο 1941. (3) Πολλά είδη έχουν και τα δύο πρότυπα ταυτόχρονα, έναν δυϊσμό ιεραρχίας (rankdualism) όπως τον αποκαλεί ο Leyhausen. Γενικά, η ιεραρχική τάξη ιεραρχίας κυριαρχεί σε ζώα που ζουν σε μεγαλύτερες αγέλες, και η εδαφική διεκδίκηση είναι πιο έντονη για τα μοναχικά ζώα ή για εκείνα που ζουν σε μικρές οικογένειες.

 

Τώρα, πούβρισκόμαστε εμείς; Σύμφωνα με τον Morris (1967) τα πρωτεύοντα έχουν έναν πολύ έκδηλο ηγέτη και μια τάξη ιεραρχίας, σχεδόν χωρίς καθορισμένα εδάφη. Αλλά με την εμφάνιση της ανθρωπότητας, κατά τη διάρκεια της αλλαγής σε συνεργαζόμενους κυνηγούς, αναπτύχθηκε επιπλέον μια σταθερή βάση και χώρος κυνηγιού για την ομάδα·και η παρατεταμένη εξάρτηση των νέων οδήγησε σε ισχυρότερους οικογενειακούς δεσμούς και υπεράσπιση της οικογένειας. Έτσι διαθέτουμε και τους δύο τρόπους, τον πλήρη δυϊσμό της ιεραρχικής τάξης και της εδαφικής διεκδίκησης. Πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα και για τους δύο τρόπους δίνονται από τους Lorenz (1963), Leyhausen (1969) και Morris (1967, 1969).

 

Για τα δυϊστικά ζώα, η ισορροπία μεταξύ απόλυτης και σχετικής ιεραρχίας εξαρτάται από την πυκνότητα του πληθυσμού. Οι άγριοι λύκοι, για παράδειγμα, είναι ως επί το πλείστον εδαφικοί· Η ιεραρχία τους είναι χαλαρή, και τα μέλη της ίδιας αγέλης είναι φιλικά μεταξύ τους και μοιράζονται το φαγητό τους. Αλλά σε ένα ζωολογικό κήπο, με αρκετό φαγητό αλλά όχι αρκετό χώρο, αναπτύσσεται μια έντονη ιεραρχία, με σοβαρές μάχες και πολλές αναταραχές. Αυτή η εξάρτηση από την πυκνότητα ισχύει και για τους ανθρώπους. Με άφθονο χώρο γύρω μας, όπως και για τους πρώτους αποίκους των ΗΠΑ, υπάρχει κυρίαρχη η εδαφική συμπεριφορά, και ελάχιστη ιεραρχία. Ενώ η αντίθετη περίπτωση, η ακραία ιεραρχική δομή της πολυπληθούς ζωής των πόλεων, περιγράφεται πολύ καλά στο «Status Seekers» του Vance Packard (1959).

 

β) Υπερπληθυσμός

Οι επιπτώσεις του μεγάλου υπερπληθυσμού μπορεί να γίνουν πολύ σοβαρές, ακόμη και θανατηφόρες. Ο Leyhausen (1956, 1969) μελετά ομάδες γατών σε κλουβιά. (Οι γάτες είναι επίσης δυϊστικές.) Με τους αυξανόμενους ρυθμούς υπερπληθυσμού, η σχετική ιεραρχία μειώνεται. Τέλος, εμφανίζεται ένας δεσποτικός τύραννος, στο άλλο κοινωνικό άκρο υπάρχουν μερικοί εντελώς τρομοκρατημένοι και απελπισμένοι «παρίες,» ενώ ενδιάμεσα υπάρχει ένας κακόβουλος όχλος που τσακώνεται διαρκώς. Ο Calhoun (1962) βρήκε παρόμοια αποτελέσματα σε υπερπληθείς ομάδες αρουραίων οι οποίοι παραμελούσαν τα μικρά τους και στρέφονταν στον κανιβαλισμό. Έχουν μελετηθεί και άλλα ζώα, και πολλά δείχνουν πλήρη κατάρρευση των κοινωνικών τους προτύπων εάν είναι σε κατάσταση υπερπληθυσμού.

 

Στην πραγματικότητα είναι η έλλειψη χώρου, η απόσταση από τους γείτονες που λείπει, αυτό που έχει σημασία σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όχι η έλλειψη φαγητού. Ούτε είναι η πραγματική σωματική απειλή από ισχυρούς κοντινούς γείτονες όπως θα πίστευε κανείς. Ο von Holst (1970) αναφέρει ότι τα αδύναμα ζώα μιας ομάδας υποφέρουν από υπερπληθυσμό ακόμη και αν διαχωρίζονται πλήρως από τα ισχυρότερα, και αυτή η ταλαιπωρία μπορεί να φτάσει στο σημείο να προκαλέσει κατεστραμμένα νεφρά και ακόμη και θάνατο.

 

Η έλλειψη χώρου σημαίνει πολύ μικρή απόσταση μεταξύ των γειτόνων, όχι αρκετή ιδιωτικότητα, πολύ υψηλή πυκνότητα. Φαίνεται ότι κάθε εδαφικό ή δυϊστικό είδος έχει (α) μια βέλτιστηπυκνότητα, κάπου μεταξύ μοναξιάς και υπερπληθυσμού· και (β) μια ορισμένη προσαρμοστικότητα, για την αντιμετώπιση μιας υψηλότερης πυκνότητας με κάπως αλλαγμένα πρότυπα συμπεριφοράς· αλλά (γ) αυτά ισχύουν μόνο μέχρι κάποιο όριο πυκνότητας, που ονομάζεται όριοανοχήςαπό τον Leyhausen, πέρα από το οποίο όλα τα κοινωνικά πρότυπα καταρρέουν, και όπου η «ανεξέλεγκτη επιθετικότητα» (Morris 1967) επικρατεί.

 

Όλα αυτά ισχύουν και για τους ανθρώπους. Ως βέλτιστο, νομίζω, θέλουμε τους γείτονές μας αρκετά κοντά για μια κοινωνική ζωή, αλλά αρκετά μακριά για να τους κρατήσουμε έξω από την οικογενειακή μας ζωή. Και επιπλέον, θέλουμε πολλά μεγάλα διαλλείματα, αδιάσπαστης φύσης, για να φορτίζουμε τον ατομικισμό μας πότε-πότε, τα Σαββατοκύριακα και τις διακοπές, όπως απαιτείται για την καλή ψυχική υγεία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε ήδη ξεπεράσει αυτό το βέλτιστο, και έχουμε προσαρμοστεί σε σημαντικά μεγαλύτερη πυκνότητα. Έχουμε λίγο- πολύ προσαρμοστεί δηλαδή, τόσο λιγότερο όσο μεγαλύτερη είναι η πυκνότητα. Για παράδειγμα, ο Goldmark (1971) δείχνει ότι στις ΗΠΑ το ποσοστό εγκληματικότητας αυξάνεται με τον αριθμό των ανθρώπων σε μια πόλη, περίπου ως N1/4, που σημαίνει περίπου ένα συντελεστή 10 μεταξύ ενός μικρού χωριού και μιας μεγάλης πόλης, όπου φτάνει στην ανησυχητικά υψηλή τιμή των 7 εγκλημάτων ετησίως ανά 100 άτομα. Και οι άνθρωποι δείχνουν επίσης τα καταστροφικά ξεσπάσματα όταν ξεπερνούν ένα όριο ανοχής. Οι ταραχές και η μαζική βία, οι φτωχογειτονιές και η απόλυτη απελπισία και η αυτοκτονία, όλα είναι χαρακτηριστικά των μεγάλων πόλεων·ακόμη και οι επαναστάσεις έχουν ξεκινήσει από αυτές. Τα πιο ακραία παραδείγματα ίσως είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Leyhausen (1969) πέρασε 5 χρόνια ως αιχμάλωτος πολέμου, και αναφέρει πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

 

Η αληθινή κοινωνική επαφή χρειάζεται απόσταση, όπως το θέτει ο Leyhausen. Επίσης, η δημοκρατία χρειάζεται επαρκή ποσότητα σχετικής ιεραρχίας, και δεν μπορεί να λειτουργήσει πέρα από ένα ορισμένο όριο πυκνότητας, όπου αρχίζει να κυριαρχεί η απόλυτη τάξη της ιεραρχίας. Με τον υπερπληθυσμό έρχεται η τυραννία, και συχνά ο τύραννος δεν είναι πρόσωπο αλλά είναι κάποια οργάνωση ή κυβέρνηση (ενεργώντας πάντα για το κοινό συμφέρον, φυσικά). Και με την τυραννία έρχεται η ψυχική παράλυση και οι νευρώσεις, ή κάποια βίαιη επανάσταση που αντικαθιστά απλώς τον έναν τύραννο με τον άλλο. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι τα περισσότερα από τα πολιτικά μας προβλήματα και κίνδυνοι, σε επίπεδο κρατών και παγκοσμίως, συνδέονται στενά με τον υπερπληθυσμό.

 

Και όλα αυτά δεν είναι θέμα καλής θέλησης, σωστής παιδείας ή ορθής πίστης. Πιο συγκεκριμένα: βρίσκονται μόνο εντός του βιολογικού μας εύρους προσαρμοστικότητας. Υπάρχει ένα όριο ανοχής, εγγενές, μέρος της γενετικής μας κληρονομιάς, το οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε.

 

Έτσι, το πιο επείγον πληθυσμιακό μας πρόβλημα δεν είναι ούτε τα τρόφιμα ούτε η ενέργεια, τα οποία εξακολουθούν να μας δίνουν έναν κρίσιμο χρόνο δύο ή τριών γενεών, όσο σύντομος και αν είναι αυτός. Το πιο επείγον είναι το εδαφικό όριο που έχουμε ήδη ξεπεράσει (τcr< 0, ας πούμε). Όχι μόνο πρέπει να σταματήσουμε να αυξάνουμε τον πληθυσμό μας, αλλά πρέπει επίσης να τον μειώσουμε (τουλάχιστον κατά οκτώ φορές, αν ο Leyhausen έχει δίκιο). Όσον αφορά το εδαφικό όριο, δεν είναι η ενδέκατη ώρα. Είναι ήδη πολύ μετά τα μεσάνυχτα.

 

γ) Μελλοντικές έρευνες

Τόσο ο Leyhausen όσο και ο Morris συμφωνούν ότι το εδαφικό όριο είναι το πιο επείγον πρόβλημά μας, ότι το έχουμε ήδη ξεπεράσει, αλλά ότι δεν γνωρίζουμε την ακριβή αριθμητική του αξία. Για αυτό το ζήτημα, γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τις γάτες, τους λύκους και τους αρουραίους παρά για τους ανθρώπους. Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε αξιόπιστες αντικειμενικές έρευνες πάνω σε αυτό που είναι τόσο ζωτικής σημασίας για εμάς:

 

Ποια ακριβώς είναι τα βέλτιστα όρια πυκνότητας και ανοχής για τον άνθρωπο;     (17)

 

Υπάρχει όμως και ένα επιπλέον πρόβλημα. Σίγουρα δεν ζούμε όσο πιο μακριά μπορούμε από τους γείτονές μας·το αντίθετο μάλιστα: συνωστιζόμαστε στις μεγάλες πόλεις κάτω από μεγάλη πίεση. Το 1960 στις ΗΠΑ, το 53% των ανθρώπων ζούσε στο 0,7% της συνολικής γης, σε 213 αστικοποιημένες περιοχές (Davis 1965), που σημαίνει μια πυκνότητα 76 φορές μεγαλύτερη από τη μέση. Θα ήθελα λοιπόν να διερευνηθεί το ερώτημα:

 

Γιατί συνωστιζόμαστε περισσότερο από όσο πρέπει;     (18)

 

Ορισμένες εξηγήσεις μπορεί να είναι, πρώτον, ότι η αποδοτικότητα αυξάνεται με το μέγεθος (ιδιωτικό εργαστήριο, εργοστάσιο, εταιρεία, μονοπώλιο), κάτι που κατά κάποιο τρόπο ισχύει και για τις πόλεις. Το βιοτικό επίπεδο αυξάνεται με το μέγεθος της πόλης, ίσως όχι πολύ για το μέσο όρο, αλλά περισσότερο για το ανώτερο άκρο της κατανομής, τους πιο πλούσιους ανθρώπους. Δεύτερον, πολλά πράγματα που μπορεί να θεωρούμε απαραίτητα για τη ζωή μας έχουν το καθένα ένα ελάχιστο μέγεθος πόλης κάτω από το οποίο δεν μπορούν να υπάρξουν (περίπου με αυτή τη σειρά: ταβέρνα, εκκλησία, γυμνάσιο, νυχτερινό κέντρο, πανεπιστήμιο, γήπεδο ποδοσφαίρου, αίθουσα συναυλιών, όπερα). Τρίτον, όπως και με το φαγητό, την άσκηση και πολλά άλλα πράγματα: φταίει μήπως ότι έχουμε χάσει το ένστικτό μας, ότι δεν ξέρουμε τι είναι καλό για εμάς; Αυτό τότε θα σήμαινε έλλειψη εκπαίδευσης.

 

2. ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

2.1 Πολλαπλασιασμός και μετανάστευση

Στις προηγούμενες ενότητες κάναμε μια προέκταση στο μέλλον, αλλά μόνο για λίγες γενιές. Προσπαθήσαμε να «κρατήσουμε και τα δύο πόδια στο έδαφος.» Ο περιορισμός αυτός αποσύρεται τώρα.

 

Πρώτον, ας εξετάσουμε ένα μεγαλύτερο φάσμα του μέλλοντος, χιλιάδες χρόνια, ας πούμε. Δεύτερον, δεδομένου ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με πρόβλεψη, πρέπει να επιχειρηματολογήσουμε σε γενική βάση χρησιμοποιώντας τους βασικούς νόμους της φυσικής. Τρίτον, σε περίπτωση που αυτοκαταστραφούμε σύντομα, ας μιλήσουμε για προηγμένους πολιτισμούς γενικότερα. Τέταρτον και τελευταίο, αφού το πληθυσμιακό μας πρόβλημα προκύπτει από το περιορισμένο μέγεθος της Γης, γιατί πρέπει να μείνουμε στη Γη;

 

Όταν η Ευρώπη έγινε υπερβολικά πολυπληθής και οι ιεραρχικές της τάξεις πολύ τυραννικές, έτυχε να ανακαλύψουμε εγκαίρως την Αμερική και την Αυστραλία, τεράστιες άδειες ηπείρους (παραλείποντας μερικούς ιθαγενείς) με άφθονο κυνήγι και καλή γη. Μεταναστεύσαμε σε μεγάλους αριθμούς, και αυτό έλυσε το πρόβλημα για λίγο. Και τώρα, αφού έχουμε καταλάβει ακόμη περισσότερο ολόκληρο τον πλανήτη, μπορεί να προκύψει ως μια πιο εύλογη σκέψη να συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο: την κατάκτηση του διαστήματος, την ανακάλυψη πολλών υπέροχων, ωραίων πλανητών, την μετανάστευση και εγκατάσταση εκεί. Δεν είναι αυτός ο τρόπος να λύσουμε το πρόβλημά μας, και αν όχι τώρα, τουλάχιστον στο μέλλον με μια πιο προηγμένη τεχνολογία; Και, σε γενικές γραμμές: δεν είναι προφανές ότι πολλοί άλλοι πολιτισμοί στο διάστημα, που αναπτύχθηκαν νωρίτερα από εμάς, πρέπει να αντιμετώπισαν ακριβώς το ίδιο πρόβλημα και να το έλυσαν με αυτόν τον τρόπο, με διαστρική επέκταση;

 

Αυτή η βασική ιδέα της διαστρικής επέκτασης είναι ένα από τα κύρια θέματα της επιστημονικής φαντασίας του παρελθόντος και του παρόντος. Καλύπτει μια τεράστια ποικιλία διαφορετικών περιπτώσεων, μέσων και αποτελεσμάτων·μερικές φορές λειτουργεί ειρηνικά και συχνά με ηρωικές μάχες. Πηγαίνει και προς τις δύο κατευθύνσεις: τολμηροί άνθρωποι που ξεκινούν για να κατοικήσουν άλλους κόσμους, ή εχθρικοί ιπτάμενοι δίσκοι που προσπαθούν να κατακτήσουν τη Γη (και πάλι παραλείποντας μερικούς ιθαγενείς). Η επιστημονική φαντασία έχει πολύ μεγάλο κοινό, σε όλα τα επίπεδα. Οι ιστορίες είναι συχνά βαρετές και στερεότυπες, αλλά μερικές από αυτές εμφανίζουν έναν συναρπαστικό βαθμό φαντασίας, ευφυΐας και πονηριάς. Τώρα, όσον αφορά τη διαστρική επέκταση, οι περισσότεροι αναγνώστες μπορεί απλώς να την απορρίψουν ως κάποια διασκεδαστική μυθοπλασία και ουτοπία, οι μορφωμένοι αναγνώστες μπορεί ακόμη και να εντοπίσουν ένα ή δύο τεχνικά ελαττώματα. Αλλά κάπου πίσω στο μυαλό μας μπορεί ακόμα να έχουμε αυτή την αίσθηση, συνειδητά ή όχι, ότι αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε. Εξάλλου, βλέπουμε 3.000 αστέρια με γυμνό μάτι (ή θα το κάναμε, χωρίς ατμοσφαιρική ρύπανση). Ο Γαλαξίας μας, περιέχει 200 δισεκατομμύρια αστέρια, ενώ περίπου δύο δισεκατομμύρια άλλοι παρόμοιοι γαλαξίες μπορούν να παρατηρηθούν με τα μεγαλύτερα τηλεσκόπιά μας. Και εμείς καθόμαστε εδώ στον μικρό ασήμαντο πλανήτη μας και ανησυχούμε για την έλλειψη χώρου; Αστείο. Σταματήστε να κλαίτε και κάντεκάτι!

 

Ωστόσο, είναι ανώφελο. Αυξανόμαστε κατά 74 εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως (αυτό για το 1972, δηλαδή το επόμενο έτος θα είναι 77 εκατομμύρια), ή 200.000 ανθρώπους την ημέρα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί να στέλνουμε 200.000 ανθρώπους κάθε μέρα στο διάστημα, σε άλλα αστέρια; Το μόνο που έχουμε καταφέρει μέχρι τώρα είναι δύο άνθρωποι κάθε φορά στη Σελήνη για κάποιες ώρες, και ο Άρης μπορεί να ακολουθήσει μετά από μερικά χρόνια. Αλλά και τα δύο αυτά είναι πολύ αφιλόξενα μέρη, και ακόμη περισσότερο είναι το υπόλοιπο ηλιακό μας σύστημα. Τα πλησιέστερα αστέρια με «υπέροχους, ωραίους πλανήτες» απέχουν πιθανώς 18 έτη φωτός, δηλαδή βρίσκονται 500 εκατομμύρια φορές μακρύτερα από τη Σελήνη, και εξακολουθούν να απέχουν ένα εκατομμύριο φορές περισσότερο από ότι ο Άρης. Παγιδευόμαστε μεταξύ των άκρων: εδώ στη Γη οι αποστάσεις μεταξύ των γειτόνων γίνονται πολύ μικρές, αλλά έξω στο διάστημα οι αποστάσεις μεταξύ των αστεριών είναι αναγκαστικά πολύ μεγάλες.

 

Ανεξάρτητα από το αν η διαστρική μετανάστευση θα μπορούσε να επιτευχθεί με κάποια εξαιρετικά προηγμένη τεχνολογία, δεν την διαθέτουμε τώρα ούτε έχουμε το χρόνο να την αναπτύξουμε. Πρέπει να λύσουμε το πληθυσμιακό μας πρόβλημα εδώ στη Γη και πολύ σύντομα, χωρίς καμία διέξοδο και τρόπο διαφυγής. Είναι το περίφημο «εδώ και τώρα.»

 

Αυτά όσον αφορά το δικό μας σημερινό πρόβλημα. Τι γίνεται όμως με τους πολιτισμούς γενικά; Πρώτον, ίσως ορισμένοι αναδυόμενοι πολιτισμοί αυξάνουν τις γνώσεις τους πολύ πιο γρήγορα από το μέγεθός τους, έτσι ώστε τα μέσα για τη διαστρική μαζική μετανάστευση να είναι διαθέσιμα πριν ο υπερπληθυσμός αποτελέσει πρόβλημα. Δεύτερον, ακόμη και χωρίς τη δυνατότητα μιας πραγματικής μαζικής μετανάστευσης, ίσως μια αυξανόμενη πληθυσμιακή πίεση από μόνη της θα μπορούσε να προσφέρει αρκετά κίνητρα για την ανάπτυξη διαστρικών ταξιδιών και για να δοκιμαστεί κάποιος αποικισμός.

 

Προσωπικά, δεν νομίζω ότι αυτό θα συμβεί ποτέ έτσι. Ενώ ο υπερπληθυσμός προκύπτει από την ανακάλυψη των βακτηρίων, τα διαστρικά ταξίδια (ένα εκατομμύριο φορές μακρύτερα από τον Άρη) χρειάζονται πυρηνική ενέργεια και μια τεχνολογία πολύ πιο προηγμένη από τη δική μας, και νομίζω ότι η ιατρική θα προηγείται πάντα της πυρηνικής φυσικής, δηλαδή ο υπερπληθυσμός θα συμβαίνει πολύ πριν από οποιαδήποτε σκοπιμότητα διαστρικών πτήσεων. Το πληθυσμιακό πρόβλημα τότε πρέπει πάντα να επιλύεται εσωτερικά, χωρίς τη βοήθεια της διαστρικής μετανάστευσης. Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τα διαστρικά ταξίδια, φυσικά, αλλά όχι η πίεση του υπερπληθυσμού.

 

Αισθάνομαι μάλλον σίγουρος για αυτό, αλλά μπορεί να κάνω λάθος. Έτσι, οι ακόλουθες δύο ενότητες διερευνούν δύο γενικές δυνατότητες επέκτασης και τα όριά τους. Αν και η πραγματική αύξηση του πληθυσμού είναι πολύ ταχύτερη από την εκθετική, βλ. Σχ. 2, θα υποθέσουμε μια εκθετική αύξηση στα ακόλουθα.

 

2. 2 Διαστρική επέκταση

α) Δυνατότητα

Το πρώτο μας ερώτημα είναι αν τα διαστρικά ταξίδια, από άστρο σε άστρο, είναι όντως δυνατά. Πριν από δέκα χρόνια (von Hoerner 1962) η απάντησή μου ήταν εντελώς αρνητική. Πρώτον, ο λόγος ενέργειας/μάζας. Ακόμη και με την πυρηνική σχάση φτάνουμε το πολύ στο 1/10 της ταχύτητας του φωτός, και στο 1/5 με την πυρηνική σύντηξη. Η σχετικιστική διαστολή του χρόνου σε αυτές τις ταχύτητες είναι αμελητέα. Το ταξίδι μετά επιστροφής για να εξερευνήσουμε τους κοντινότερους κατοικήσιμους πλανήτες (18 έτη φωτός μακριά) θα διαρκέσει τουλάχιστον 180 χρόνια ανά πλανήτη, περίπου έξι γενιές πάνω σε ένα διαστημόπλοιο. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει.

 

Δεύτερον, ο λόγος ισχύος/μάζας. Για μια υψηλή απόδοση χρειάζεται μια ταχύτητα εξάτμισης Sκοντά στην τελική ταχύτητα ταξιδιού v, και η επιτάχυνση είναι 2P/S, όπου P = (ισχύς του κινητήρα)/(συνολική μάζα του πυραύλου). Έτσι, ένας σύντομος χρόνος ταξιδιού χρειάζεται ένα μεγάλο v, το οποίο χρειάζεται ένα μεγάλο Sγια καλή απόδοση, το οποίο στη συνέχεια χρειάζεται ένα μεγάλο Pγια επαρκή επιτάχυνση. Με ένα αριθμητικό παράδειγμα, συμπέρανα ότι θα πρέπει P≥ 3 μεγαβάτ/γραμμάριο = 4.000 ίπποι/γραμμάριο. Αυτό σημαίνει ότι ένας πυρηνικός σταθμός, ας πούμε 100 MW, αρκετός για την τροφοδοσία μιας μικρής πόλης, δεν θα πρέπει να έχει περισσότερο βάρος από 33 γραμμάρια, ή όσο περίπου μία ουγγιά, ή 50 συνδετήρες. Νόμιζα ότι αυτή η απαίτηση ήταν πολύ υψηλή για να εκπληρωθεί ποτέ. Αλλά αυτό ήταν λάθος.

 

Ο Φρίμαν Ντάισον (1963) πρότεινε για πρώτη φορά τη χρήση «βαρυτικών μηχανών» που εκμεταλλεύονται τη δυνητική ενέργεια των κοντινών δυαδικών αστέρων. Στην περίπτωση λευκών νάνων ή αστέρων νετρονίων θα μπορούσε κανείς να φτάσει τα 2.000 km/sec = c/150. Αλλά αργότερα ο ίδιος (1966, 1968) έδειξε ότι ακόμη και με την παρούσα τεχνολογία μας θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε διαστημόπλοια που θα φτάσουν ταχύτητα v= c/30 (μέσα σε 10 ημέρες με επιτάχυνση 1 G). Η αρχή του είναι εκπληκτικά απλή: ρίχνουμε βόμβες υδρογόνου στο πίσω άκρο του διαστημόπλοιου, μία κάθε φορά, τις αφήνουμε να εκραγούν 1 χιλιόμετρο πίσω του, συλλαμβάνουμε περίπου το 10% της ενέργειας των εκρήξεων με ένα μεγάλο παραπέτασμα διαμέτρου περίπου 1 χιλιομέτρου, και στη συνέχεια μετατρέπουμε αυτή την στιγμιαία ώθηση σε ομαλή επιτάχυνση με έναν αποσβεστήρα ταλαντώσεων μήκους 75 μέτρων. Έτσι, το πρόβλημα αναλογίας ισχύος/μάζας μπορεί να λυθεί·αλλά ο λόγος ενέργειας/μάζας μαζί με απόδοση 10% δίνει ταχύτητα v = c/30, ή 10.000 km/sec. Αυτό είναι περίπου χίλιες φορές περισσότερο από τους σημερινούς πυραύλους μας, αλλά και πάλι θα χρειάζονταν πάνω από 1.000 χρόνια για το ταξίδι των 18 ετών φωτός μετά επιστροφής, και περίπου 30 γενιές πληρώματος στο διαστημόπλοιο (χωρίς να επιτρέπεται αύξηση του πληθυσμού στο διαστημόπλοιο).

 

Αυτό το παράδειγμα δείχνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι τα διαστρικά ταξίδια είναι δυνατά. Δεύτερον, ότι είναι εξαιρετικά απίθανα. Ειδικά για τη μαζική μετανάστευση.

 

β) Όριο

Ακόμα κι αν παραβλέψουμε εντελώς όλα τα τεχνικά προβλήματα και όρια, εξακολουθεί να υπάρχει ένα απόλυτο όριο (προσωπική παρατήρηση του Φρανκ Ντρέικ) που δίνεται από έναν από τους βασικούς νόμους της φυσικής, ότι τίποτα δεν μπορεί να ταξιδέψει γρηγορότερα από το φως.

 

Σκεφτείτε κάποιο προηγμένο πολιτισμό, με μια «τέλεια τεχνολογία» που τους επιτρέπει να ταξιδεύουν σχεδόν τόσο γρήγορα όσο το φως, οι οποίοι αυξάνουν τον πληθυσμό τους εκθετικά με ρυθμό a = 2% ετησίως,και που θέλουν να λύσουν το πρόβλημα με διαστρική επέκταση. Στη συνέχεια, πρέπει να πάνε και να αποικίσουν όλους τους κατοικήσιμους πλανήτες μέσα σε μια σφαίρα της οποίας ο όγκος Vαυξάνεται κατά 2% ετησίως,και το απόλυτο όριο επιτυγχάνεται όταν η ακτίνα Rαυτής της σφαίρας αυξάνεται με την ταχύτητα του φωτόςc. Από αυτές τις δύο εξισώσεις, V = 2% ανά έτος,και R = c, διαπιστώνουμε ότι αυτό το όριο επιτυγχάνεται όταν

R=50 παρσέκ=150 έτη φωτός     (19)

το οποίο, τουλάχιστον για έναν αστρονόμο, είναι ένα εκπληκτικά μικρό όριο.

 

Αλλά πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να καλυφθεί ολόκληρη τη σφαίρα και να φτάσουμε πραγματικά στο όριο; Με πυκνότητα 0,06 αστέρων/pc3έχουμε 500.000 αστέρια μέσα στη σφαίρα μας. Μια λογική εκτίμηση λέει ότι περίπου το 6% όλων των αστεριών έχουν έναν κατοικήσιμο πλανήτη, το οποίο δίνει 30.000 πλανήτες για να κατοικηθούν μέχρι να επιτευχθεί το όριο. Αλλά με ρυθμό ανάπτυξης 2% ετησίως, ένας συντελεστής 30.000 απαιτεί μόνο ένα χρονικό διάστημα

τ=500 χρόνια     (20)

Αυτό σημαίνει το εξής. Αν κάποια μέρα κάποιος πολιτισμός θεωρήσει ότι ο πλανήτης του είναι πολύ κορεσμένος, και αν η τεχνολογία τους είναι αρκετά ανεπτυγμένη για μαζική μετανάστευση με σχεδόν την ταχύτητα του φωτός, χρειάζονται μόνο 500 χρόνια για να κατοικηθούν 30.000 πλανήτες στον ίδιο βαθμό, και από εκεί και πέρα ο ρυθμός ανάπτυξής τους περιορίζεται από την ταχύτητα του φωτός και πρέπει στη συνέχεια να ελεγχθεί ούτως ή άλλως. Έτσι, η διαστρική επέκταση, ακόμη και με τέλεια τεχνολογία, δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, απλώς το καθυστερεί κατά 500 χρόνια.

 

2. 3 Περιαστρικά κελύφη

α) Δυνατότητα

Ο Ντάισον (1959) πρότεινε ότι οι προηγμένοι πολιτισμοί θέλουν τελικά να καταναλώσουν τη μέγιστη ποσότητα ενέργειας, να κατοικήσουν τη μεγαλύτερη δυνατή περιοχή και να χρησιμοποιήσουν για αυτούς τους σκοπούς όποια πρώτη ύλη είναι διαθέσιμη. Στην περίπτωσή μας, για παράδειγμα, αυτό θα σήμαινε να κατακερματίσουμε τον μεγαλύτερο (και κατά τα άλλα μάλλον άχρηστο) πλανήτη Δία, και να χρησιμοποιήσουμε την ύλη του για να χτίσουμε γύρω από τον Ήλιο ένα σφαιρικό κέλυφος κάπως μεγαλύτερο από την τροχιά της Γης. Αυτό το κέλυφος στη συνέχεια θα συλλαμβάνει όλη την ενέργεια που παράγεται από τον Ήλιο (πυρηνική σύντηξη υδρογόνου μιας ηλιακής μάζας) και θα αποδίδει μια εξαιρετικά μεγάλη επιφάνεια ως ζωτικό χώρο. Ο Ντάισον προχώρησε ακόμη και σε κάποιες λεπτομέρειες και έδειξε ότι αυτό το έργο, όσο τεράστιο και αν ακούγεται, είναι τεχνικά εφικτό.

 

Η ενέργεια που θα παράγεται από τον Ήλιο, και θα καταναλώνεται από τον πληθυσμό, πρέπει τελικά να ακτινοβολείται μακριά στο εξωτερικό της σφαίρας, σε θερμοκρασία περίπου 300οΚ, που σημαίνει ένα φασματικό μέγιστο μήκους κύματος περίπου 10 μικρών. Έτσι, ο Ντάισον πρότεινε να αναζητήσουμε  «υπέρυθρα αστέρια» ως πιθανές έδρες προηγμένων πολιτισμών.

 

β) Όριο

Πρώτον, η συνολική ενεργειακή απόδοση του Ήλιου είναι 4 x 1033 erg/sec = 4 x 1026Watt. Η σημερινή μας παραγωγή ενέργειας είναι 6,6 x 1012 Watt. Το κέρδος είναι επομένως ένας συντελεστής 6 x 1013, πουφαίνεται μια τεράστια διαφορά. Αλλά με αύξηση 7% ετησίως από τον Πίνακα 1, η εξίσωση (3) απλώς δίνει

τcr=450 χρόνια     (21)

Δεύτερον, η τροχιά της Γης είναι 23.500 φορές μεγαλύτερη από την ακτίνα της. Το κέρδος στο ζωτικό χώρο τότε είναι αυτός ο αριθμός στο τετράγωνο, ή 5,6 x 108, και πάλι ένας πολύ μεγάλος παράγοντας. Αλλά με αύξηση του πληθυσμού 2% ετησίως, η εξίσωση (3) δίνει


τcr=1.000 χρόνια     (22)

Ακόμη και η μέγιστη αξιοποίηση ενός ολόκληρου ηλιακού συστήματος δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, το οποίο καθυστερεί μόνο κατά 1.000 χρόνια. Και η διανομή της ενέργειας πρέπει να ελεγχθεί μετά το ήμισυ αυτού του χρόνου.

 

3. ΠΟΛΛΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ

3. 1 Αύξηση πληθυσμού

Ας συζητήσουμε τα προηγούμενα αποτελέσματα με γενικότερους όρους. Η επιβίωση ή ανάπτυξη ενός είδους είναι μια πολύ λεπτή ισορροπία μεταξύ του μέσου ποσοστού γεννήσεων και της διάρκειας ζωής. Όταν ένα είδος αναπτύσσει νοημοσύνη και αρκετά φάρμακα για να ενισχύσει τη διάρκεια ζωής του, ο αριθμός των μελών του θα αυξηθεί εκτός εάν μειώσει επίσης το ποσοστό γεννήσεων κατά τον ίδιο παράγοντα, κάτι που μπορεί να γίνει και από την ιατρική.

 

Ο ανθρώπινος πληθυσμός αυξάνεται δραματικά, πολύ πιο γρήγορα από εκθετικά, τείνοντας σε μια καταστροφή μέσα σε περίπου δύο ακόμη γενιές. Αν και βλέπουμε το πρόβλημα και φοβόμαστε τους σοβαρούς κινδύνους του, αισθανόμαστε μάλλον αβοήθητοι γι’ αυτό. Γιατί?

 

Τα μέλη κάθε επιτυχημένου είδους που επιβιώνει πρέπει να έχουν δύο ισχυρές βιολογικά κληρονομικές ορμές: πρώτον, να διατηρήσουν την προσωπική τους ζωή ενάντια σε κάθε είδους κινδύνους, και δεύτερον, να διατηρήσουν το είδος ενάντια στην εξαφάνιση. Αυτό σημαίνει να ενηλικιώνεται κάποιος και να μεγαλώνει πολλά υγιή παιδιά. Έτσι, σε όλο τον κόσμο πολλά χάπια παίρνονται εύκολα για παράταση της ζωής μας, ενώ η χρήση του «Χαπιού» για την πρόληψη και μείωση του ποσοστού γεννήσεων εξαπλώνεται με αργό ρυθμό. Η πρώτη ορμή συμφωνεί με τη βιολογική μας παρόρμηση, ενώ η δεύτερη λειτουργεί εναντίον της.

 

Εάν το πρόβλημα μπορεί να δηλωθεί με πολύ γενικούς όρους, τότε θα συμπεράνω ότι πρέπει να ισχύει γενικά, ότι όλοι οι αναδυόμενοι πολιτισμοί πρέπει να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του υπερπληθυσμού κάποια στιγμή της ιστορίας τους. Τότε, κάθε πολιτισμός που επιβιώνει θα πρέπει να έχει λύσει αυτό το πρόβλημα με κάποιο τρόπο, και αν το αρνητικό μας αποτέλεσμα για τη διαστρική μετανάστευση ισχύει γενικά, τότε όλοι οι πολιτισμοί πρέπει να έχουν λύσει το πρόβλημα του υπερπληθυσμού «εσωτερικά.»

 

3. 2 Αυτοκαταστροφή

Μια άλλη κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι η αυτοκαταστροφή. Πόση καταστροφική δύναμη έχουμε σήμερα; Η συνολική παγκόσμια προσφορά πυρηνικών βομβών το 1960 ήταν 30.000 μεγατόνοι ΤΝΤ (Lapp, 1969), όπου TNT σημαίνει τρινιτροτολουόλη, που είναι ένα ισχυρό χημικό εκρηκτικό (4 x 1010 erg/g) παρόμοιο με δυναμίτη. Μια πυρηνική βόμβα, ας πούμε, 2 μεγατόνων (Mt) έχει τότε την ίδια εκρηκτική ισχύ με 2 εκατομμύρια τόνους ΤΝΤ. Αν υπολογίσουμε την περαιτέρω παραγωγή ως περίπου

1.000 Mtέτος     (23)

αυτό θα έδινε επί του παρόντος μια συνολική προσφορά περίπου


40.000 Mt     (24)

Και διαιρούμενο με τον σημερινό συνολικό παγκόσμιο πληθυσμό, είναι


10 τόνοι TNT ανά άτομο     (25)

Πρόκειται για μια υπερβολικήποσότητα πυρηνικών, το περίφημο «overkill,»και είναι δύσκολο να απεικονιστεί. Δέκα τόνοι ανά άτομο TNT, για παράδειγμα, είναι μια μπάλα δυναμίτη διαμέτρου 7 ποδιών (2 μέτρων), η οποία αντιστοιχεί σε κάθε άτομο στον κόσμο, γιαγιάδες, μωρά, σε όλους. Η ενέργεια 10 τόνων ΤΝΤ είναι αρκετή για να ανυψώσει μια ολόκληρη πολυκατοικία (10.000 τόνους, ας πούμε) σε ύψος 500 μέτρων (1.500 πόδια). Αυτό δείχνει πάνω σε τι είδους πυριτιδαποθήκη καθόμαστε όλοι.

 

Ας συγκρίνουμε αυτή την καταστροφική προσπάθεια με τις άλλες δραστηριότητές μας. Σύμφωνα με τον Lapp (1969), οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν μεταξύ 1950 και 1960 περίπου το 12% της συνολικής ηλεκτρικής ισχύος τους για το διαχωρισμό των ισοτόπων ουρανίου που απαιτούνται για ατομικές βόμβες. Ή, με όρους χρημάτων (μελέτη του VDW, 1968), οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου πλήρωσαν το 1965 συνολικά:




και ο Πίνακας 2 δείχνει ποιο κλάσμα των συνολικών προσπαθειών μας ξοδεύουμε στον εξοπλισμό, ως καλό μέτρο της ανθρώπινης επιθετικότητας, αν και συνήθως το ονομάζουμε «άμυνα.»




 

Και κανείς δεν θέλει να μείνει πίσω, φυσικά. Η μελέτη του VDW διαπιστώνει ότι οι υπανάπτυκτες χώρες το 1965, έχοντας ακαθάριστο προϊόν μικρότερο από 160 δολάρια ετησίως ανά άτομο, έλαβαν βοήθεια 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις βιομηχανικές χώρες, αλλά ξόδεψαν 18 δισεκατομμύρια δολάρια για εξοπλισμούς. 2 δισεκατομμύρια περισσότερα από το προηγούμενο έτος, δηλαδή αύξηση 11% ετησίως! Υπάρχουν εξαιρέσεις, ωστόσο, όπως το Μεξικό που ξόδεψε τέσσερις φορές περισσότερα για την εκπαίδευση από ό,τι για τον εξοπλισμό.

 

Έτσι, υπάρχει άφθονη ισχύς για την εξόντωση ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής. Επιπλέον, δεν έχουμε επαρκή μέσα για μια πραγματική άμυνα, αλλά πρέπει να βασιστούμε στην ικανότητα να αντεπιτεθούμε μετά από κάποιο χτύπημα (δεύτερη ικανότητα κρούσης ή εξασφαλισμένη ικανότητα καταστροφής). Εάν και οι δύο πλευρές έχουν αυτή την ικανότητα (και γνωρίζουν και οι δύο ότι την έχουν) τότε αυτή είναι μια «σταθερή» κατάσταση όπου καμία από τις δύο πλευρές δεν θα χτυπήσει. Αλλά πολλές άλλες καταστάσεις είναι «ασταθείς,» όπου το πρώτο χτύπημα μπορεί να θεωρηθεί καλύτερο ή ασφαλέστερο από την αναμονή. Η σημερινή σταθερή κατάσταση ονομάζεται επίσης: ισορροπία δυνάμεων, πατ, ειρήνη από φόβο.

 

Μια καλή μελέτη με υπολογιστές στο ζήτημα της σταθερότητας, για πολλά είδη περιπτώσεων οπλισμού, έχει γίνει από τους Afheldt και Sonntag (1969, 1971). Δείχνει, για παράδειγμα, ότι η εισαγωγή των ABM (αντιβαλλιστικοί πύραυλοι = άμυνα κατά των πυραύλων) και MIRV (πολλαπλά ανεξάρτητα οχήματα επανεισόδου = ένας πύραυλος με πολλές βόμβες για διαφορετικούς στόχους) έχουν και τα δύο ισχυρή επιρροή προς την αστάθεια.

 

Ένα πολύ επικίνδυνο χαρακτηριστικό αυτού του είδους ειρήνης επισημάνθηκε από τον von Weizsaecker (1970). Η παρούσα κατάστασή μας είναι σταθερή, διότι τα όπλα, οι αριθμοί και οι στρατηγικές είναι συγκεκριμένου τύπου. Αλλά η τεχνολογία σημειώνει πρόοδο, και τα οπλικά συστήματα καθίστανται παρωχημένα μετά, ας πούμε, από επτά χρόνια. Με ένα νέο σύστημα, η σταθερότητα μπορεί να μην καταστεί δυνατή, αλλά ακόμη και αν είναι, η μετάβαση στο μεταξύ έχει πάντα μικρότερο βαθμό σταθερότητας. Έτσι, κάθε επτά χρόνια περίπου, υπάρχει μια κάποια πεπερασμένη πιθανότητα για έναν μεγάλο πόλεμο, και πόσες από αυτές τις πιθανότητες μπορούμε να αντέξουμε; Ας το κάνουμε αριθμητικά. Ανqείναι η πιθανότητα για πόλεμο κάθε επτά χρόνια, τότε η πιθανότητα για πόλεμο μέσα σε τχρόνια είναι

Q(τ)=1-(1-q)τ7     (27)

Ο πόλεμος γίνεται πιο πιθανός από την ειρήνη όταν Q> 1/2. Μερικά παραδείγματα δίνονται στον Πίνακα 3, ο οποίος δείχνει ότι ακόμη και μια πιθανότητα για το q10% μας  δίνει μόνο δύο ακόμη γενιές, και ότι πιθανότατα έχουμε πολύ λιγότερες από αυτό. Αν δεν βρούμε κάποια καλύτερη λύση, και αν δεν τη βρούμε σύντομα.




Επιτρέψτε μου να παραθέσω τα λόγια του Morris (1967): «Βρισκόμαστε, για να το θέσω ήπια, σε κατάσταση χάους, και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχουμε αυτοκαταστραφεί μέχρι το τέλος του αιώνα. Η μόνη μας παρηγοριά θα πρέπει να είναι ότι, ως είδος, είχαμε μια συναρπαστική ιστορία. Όχι μια μακρόβια θητεία, στην ιστορία των ειδών, αλλά μια θητεία εκπληκτικά επεισοδιακή.»

 

Και πάλι, θέλουμε να περιγράψουμε το πρόβλημα με τους πιο γενικούς όρους. Ο Morris (1969) απαριθμεί 10 κύριους λόγους για τη βία που επικρατεί μεταξύ των διαφόρων ομάδων ανθρώπων, από τους οποίους θα επαναλάβω πέντε εδώ:

 

1. Η διόγκωση των φυλών σε υπερπλήρεις υπερ-φυλές.

2. Η εφεύρεση όπλων που σκοτώνουν από απόσταση.

3. Η απομάκρυνση των ηγετών από την πρώτη γραμμή της μάχης.

4. Η δημιουργία μιας εξειδικευμένης κατηγορίας επαγγελματιών δολοφόνων.

5. Η εκμετάλλευση της συνεταιριστικής παρόρμησης για παροχή βοήθειας σε φίλους που δέχονται επίθεση.

 

Και θα ήθελα να προσθέσω έναν άλλο, πολύ βασικό, λόγο για το πρόβλημά μας:

 

6. Τα μέλη των ειδών που τελικά κυριαρχούν σε έναν πλανήτη πρέπει να έχουν μια ισχυρή βιολογικά κληρονομική παρόρμηση να αγωνιστούν για την υπεροχή.

 

Πιστεύω, και πάλι, ότι αυτοί οι λόγοι είναι τόσο γενικής φύσης που το πρόβλημα της αυτοκαταστροφής πρέπει να εμφανίζεται γενικά μεταξύ των αναδυόμενων πολιτισμών, πολύ παρόμοια με το πρόβλημα του υπερπληθυσμού. Υπάρχει επίσης κάποια σύνδεση: όσο πιο πολυπληθείς γινόμαστε, χωρίς δυνατότητα διαφυγής μέσω μετανάστευσης, τόσο πιο πιθανό είναι να ρίξουμε τις βόμβες.

 

Υπάρχει και μια άλλη ομοιότητα. Κατά τη διάρκεια του παρελθόντος, οποιαδήποτε ενοποίηση, συμφωνία, συγχώνευση (από οικογένειες, σε φυλές, σε μικρά βασίλεια, σε μεγάλα έθνη) θα μπορούσε πάντα να επιτευχθεί θεωρώντας κάποιον κοινό εχθρό. Πρόκειται για εσωτερική συνεργασία μέσω εξωτερικής επιθετικότητας. Αυτό ακριβώς καθιστά τόσο δύσκολη την επίτευξη της παγκόσμιας συνεργασίας που χρειαζόμαστε, ώστε το πρόβλημα πρέπει τώρα να επιλυθεί καθαρά «εσωτερικά.» Και οι κοινοί εχθροί, όπως η καταπολέμηση του καρκίνου, ή το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, ή άλλα παρόμοια πράγματα, δεν θα βοηθήσουν πολύ. Αυτοί οι εχθροί είναι πάρα πολύ αφηρημένοι, δεν ταιριάζουν σε κανένα από τα βιολογικά εχθρικά μας πρότυπα.

 

3. 3 Γενετική εκφύλιση

Θα υπάρξει μια τρίτη κρίση που μπορεί εύκολα να προβλεφθεί: γενετικός εκφυλισμός (von Hoerner 1961). Οι δύο πρώτες κρίσεις, η αύξηση του πληθυσμού και η αυτοκαταστροφή, είναι τώρα τα άμεσα επείγοντα προβλήματά μας· το τρίτο πρέπει να έρθει από ανάγκη, αλλά μόνο μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια περίπου. Όπως και το πρώτο πρόβλημα, προκύπτει από την ανακάλυψη των βακτηρίων. Αποτελείται από τρία επιμέρους προβλήματα.

 

Η όλη ανάπτυξη των ειδών, η ανάπτυξη και η εξάπλωση της ζωής στον πλανήτη μας, μέχρι αυτό που νομίζουμε ότι είναι νοημοσύνη, προωθείται από τη δράση (θετική και αρνητική) δύο πραγμάτων: των μεταλλάξεων και της φυσικής επιλογής. Η ύπαρξη δηλαδή πολλών απογόνων, με αρκετές αποκλίσεις από τον κανόνα, και με επιβίωση μόνο του ισχυρότερου·όλα αυτά είναι πολύ φυσικές και εύκολες αρχές, αναμενόμενες και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος.

 

Αλλά μόλις ένα είδος αναπτύξει νοημοσύνη και ιατρική, η παιδική θνησιμότητα μειώνεται δραστικά, ο μέσος χρόνος ζωής παρατείνεται, και όχι μόνο ο ισχυρότερος μπορεί να επιβιώσει και να πολλαπλασιαστεί αλλά σχεδόν όλοι οι άλλοι. Επίσης, αυτοί οι τελευταίοι θα κάνουν παιδιά που χωρίς φάρμακα θα είχαν πεθάνει πριν από την ενηλικίωση. Αν και η ιατρική μειώνει όλες τις μεταδοτικές ασθένειες, ενισχύει όλες τις κληρονομικές. Όσο καλύτερη είναι η θεραπεία που αναπτύσσουμε για μια κληρονομική ασθένεια, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο αριθμός των ανθρώπων που την έχουν. Αυτό είναι το επιμέρους πρόβλημα νούμερο ένα. Λειτουργεί χωρίς μεταλλάξεις μόνο από τη γενετική εξάπλωση που υπάρχει ήδη στο είδος.

 

Το δεύτερο επιμέρους πρόβλημα κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Η ιατρική έχει εξαλείψει τη φυσική επιλογή, ενώ οι μεταλλάξεις συνεχίζονται όπως πάντα (αν δεν ενισχύονται από πυρηνικές δοκιμές και από ορισμένα φυτοφάρμακα και φάρμακα εν γένει). Οι μεταλλάξεις είναι τυχαία γεγονότα, ενώ ένα ζωντανό ον είναι κάτι εξαιρετικά περίπλοκο, πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν όλες οι μεταλλάξεις είναι επιβλαβείς. Έτσι, χωρίς φυσική επιλογή, η γενετική εξάπλωση προς την «κακή» πλευρά θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Αλλά και τα προηγούμενα γενετικά επιτεύγματα προς την «καλή» πλευρά θα επιδεινωθούν σταδιακά όταν η λεγόμενη γενετική πίεση σταματήσει να εξασκείται.

 

Εν ολίγοις: η ιατρική όπως την ξέρουμε τώρα βελτιώνει την υγεία των σημερινών ανθρώπων, αλλά είναι πολύ ανθυγιεινή για τα μελλοντικά είδη. Νομίζω ότι υπάρχει μόνο μία διέξοδος, και κάποια μέρα πρέπει να την ακολουθήσουμε: η τεχνητή ή τουλάχιστον επιλεκτική αναπαραγωγή.

 

Τώρα όμως έρχεται το τρίτο επιμέρους πρόβλημα, το χειρότερο από όλα: ποιος (ή τι) θα αποφασίσει ποιος τύπος φυλής είναι επιθυμητός, και σε τι είδος θέλουμε να εξελιχθούμε; Και ποιος από τους σημερινούς ανθρώπινους τύπους πρόκειται «να μην συνεχιστεί,» ποιες από τις ιδιότητές μας, τα προσωπικά μας χαρακτηριστικά και επιθυμίες μας πρέπει να εξαλειφθούν; Αυτή είναι μια τρομερή σκέψη.

 

Και πάλι, πιστεύω ότι το πρόβλημα είναι τόσο γενικής φύσης που πρέπει να αντιμετωπιστεί αρκετά γενικά. Οπωσδήποτε, η λύση πρέπει να είναι «εσωτερική.» Όταν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ιστορίας μας κάποια αυτοκρατορία έγινε πολύ απαρχαιωμένη και εκφυλισμένη, υπήρχαν πάντα αρκετοί υγιείς νέοι βάρβαροι για να πάρουν τη σκυτάλη. Αλλά η γενετική κρίση για την οποία συζητάμε τώρα θα έρθει μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια και θα επηρεάσει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος. Δεν θα υπάρχουν πια υγιείς βάρβαροι.

 

3.4 Υπερ-σταθεροποίηση

Γνωρίζουμε ότι οι δύο πρώτες κρίσεις υπάρχουν επειδή ήδη τις βιώνουμε. Η τρίτη, νομίζω, μπορεί να προβλεφθεί με μεγάλη βεβαιότητα. Και οι τρεις έρχονται με τέτοιο φυσικό τρόπο, ώστε να μπορεί να υποτεθεί η γενική εμφάνισή τους. Και είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξουν πολύ περισσότερες κρίσεις που δεν μπορούμε ακόμη να προβλέψουμε.

 

Κάθε κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία ή με αποτυχία. Αλλά η αποτυχία θα σημαίνει τελικά μια άλλη ευκαιρία, που είτε θα δοθεί στο ίδιο είδος μετά από λίγο σε περίπτωση κάποιας μικρότερης αποτυχίας, είτε θα δοθεί σε κάποιο άλλο είδος μετά από μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε περίπτωση σοβαρής καταστροφής. Αλλά ακόμη και τέτοιοι μεγαλύτεροι χρόνοι πιθανότατα θα είναι σύντομοι σε αστρονομικούς όρους. Στο τέλος, λοιπόν, όλοι οι κατοικήσιμοι πλανήτες θα κατοικηθούν από πολιτισμούς οι οποίοι θα έχουν ξεπεράσει όλες τις κρίσεις ή, ακόμα καλύτερα, θα τις έχουν προβλέψει και αποφύγει. Είναι μια διαδικασία επαναλαμβανόμενου φιλτραρίσματος.

 

Πώς θα μοιάζουν αυτοί οι επιζώντες πολιτισμοί, τι είδους θα είναι; Φυσικά, δεν το γνωρίζουμε. Αυτό που ακολουθεί δεν είναι πρόβλεψη. Θα ήθελα όμως να συζητήσω μια περίπτωση που μπορεί να έχει κάποιες πιθανότητες να είναι σωστή, αν και ελπίζω πραγματικά ότι είναι λάθος. Αντί για μαθηματική επίδειξη, θα χρησιμοποιήσω προτάσεις και σλόγκαν.

 

Ο ανταγωνισμός είναι η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. Κανείς δεν εξελίσσεται περισσότερο από όσο πρέπει. Όταν σε έναν πλανήτη κάποιο είδος «παίρνει τη σκυτάλη,» ο ανταγωνισμός με άλλα είδη γίνεται ασήμαντος. Αλλά αυτό το είδος πολλαπλασιάζεται πλέον ελεύθερα, και ο ανταγωνισμός μεταξύ των ομάδων και των εθνών του είναι μια συνεχώς αυξανόμενη κινητήρια δύναμη (σίγουρα, κανένας άνθρωπος δεν θα πήγαινε στη Σελήνη χωρίς τον ψυχρό πόλεμο). Αλλά κάποια στιγμή αυτό πρέπει να σταματήσει τελείως. Δεν μπορούμε πλέον να πολλαπλασιαζόμαστε, και ο περαιτέρω ανταγωνισμός οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Χρειαζόμαστε μια παγκόσμια κυβέρνηση, σύντομα, και ισχυρή. Η εξέλιξη είναι επικίνδυνη, οι καταστροφικές μας δυνάμεις είναι τόσο τεράστιες που δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα λάθος. Η εξέλιξη δεν είναι πλέον επιθυμητή, αλλά η σταθερότητα είναι.

 

Ολόκληρος ο τρόπος σκέψης μας πρέπει να αλλάξει. Στο τέλος του παραγράφου 1.1 διαπιστώσαμε ήδη ότι η πρόοδος του πληθυσμού μας πρέπει να μετατραπεί σε στασιμότητα, ότι πρέπει να σταματήσουμε να αναπτυσσόμαστε όταν φτάσουμε το ανώτατο όριο. Οι συναισθηματικοί συνειρμοί πρέπει να αντιστραφούν: η στασιμότητα πρέπει να γίνει μια καλή θετική έννοια, η πρόοδος μια έννοια αρνητική.

 

Ίσως κάποιος μπορεί να διαχειριστεί μια κρίση όταν έρθει, και ίσως όχι. Είναι καλύτερο να προβλέψουμε μια κρίση και να την αποφύγουμε·αλλά ο μόνος πραγματικά ασφαλής δρόμος προς την επιβίωση είναι η στασιμότητα (τώρα ζούμε, και αν δεν αλλάξει τίποτα τότε θα ζούμε για πάντα). Έτσι, όλοι οι κατοικήσιμοι πλανήτες θα κατοικούνται τελικά από στάσιμους πολιτισμούς. Ο αναγνώστης έχει πλέον τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε δύο διάσημα βιβλία·Το ένα είναι το «1984» του Τζορτζ Όργουελ, όπου η σταθεροποίηση επιτυγχάνεται με τον τρόμο, κάτι που μπορεί να συμβεί στις μέρες μας, και το άλλο είναι το «Brave New World» του Άλντους Χάξλεϋ, που παρουσιάζει μια εξαιρετική ευκαιρία στο μέλλον, γιατί αν η τεχνητή ή επιλεκτική αναπαραγωγή είναι ούτως ή άλλως απαραίτητη για να αποφευχθεί ο εκφυλισμός, τότε γιατί να μην αναπαραχθεί ένα απόλυτα ευτυχισμένο και ικανοποιημένο είδος; («Καλύτερο γάλα από χαρούμενες αγελάδες,» λέει μια από τις διαφημίσεις μας.)

 

Λοιπόν, αυτοί που δεν έχουν ακόμα καταφέρει να αντιστρέψουν τους συναισθηματικούς τους συνειρμούς, θα ονομάσουν με περιφρόνηση τη στασιμότητα «κρίση για να τερματίσουν όλες οι κρίσεις.» Μπορεί ακόμη και να προβλέψουν ότι εκείνοι που θα μείνουν στάσιμοι θα πεθάνουν από πλήξη, και ότι αν πρέπει να πεθάνουμε, υπάρχουν πιο συναρπαστικοί τρόποι. Αλλά ποιος ξέρει; Τα μυρμήγκια δεν έχουν πεθάνει ακόμα από πλήξη παρά το γεγονός ότι υπάρχουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Δεν μπορούμε να πούμε πόσο συχνά συμβαίνει·αλλά με επιλεκτική

αναπαραγωγή υπάρχει μια μη μηδενική πιθανότητα για μη αναστρέψιμη στασιμότητα.     (28)

 

4. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ;

4.1 Η ερώτηση

Ας υποθέσουμε ότι η τελευταία ενότητα είναι λάθος. Πόσο, λοιπόν, μπορούν να εξελιχθούν οι πολιτισμοί; Δεν γνωρίζουμε πώς εξελίσσονται άλλες δραστηριότητες, αλλά η εξέλιξη της τεχνολογίας μπορεί να μετρηθεί με βάση την απόδοση της ενέργειας, σε μονάδες βατ (watt) ή έργια (erg) ανά δευτερόλεπτο (1 W = 107erg/sec). Ο Ρώσος αστροφυσικός Καρντάσεφ (1964) συζητά τρεις εξελικτικές φάσεις πολιτισμών: Πολιτισμοί Τύπου Ι, με ενεργειακή απόδοση συγκρίσιμη με τη δική μας (7 x 1019 erg/sec) χρησιμοποιώντας τη χημική και πυρηνική ενέργεια που είναι διαθέσιμη στον πλανήτητους·πολιτισμοί Τύπου ΙΙ, οι οποίοι έχουν αξιοποιήσει την ενεργειακή απόδοση ενός αστέρα (4 x 1033erg/sec για τον Ήλιο μας), όπως με τις σφαίρες του Ντάισον ή με κάποιον άλλο τρόπο·και πολιτισμοί Τύπου III, οι οποίοι χρησιμοποιούν την παραγωγή ενέργειας ενός ολόκληρου γαλαξία (4 x 1044 erg/sec για τον Γαλαξία μας).

 

Από όσο γνωρίζουμε, όλα αυτά είναι τεχνικά εφικτά. Οι διαστρικές δραστηριότητες αυτής της κλίμακας δεν παραβιάζουν κανέναν νόμο της φυσικής. Χρειάζονται απλώς αποφασιστικότητα και χρόνο: ο χρόνος ταξιδιού με την ταχύτητα του φωτός είναι δεκάδες χιλιάδες χρόνια μέσα σε έναν γαλαξία, ή εκατομμύρια χρόνια μεταξύ γαλαξιών. Επιπλέον, ο Ντάισον υποστηρίζει πως οτιδήποτε μπορεί να γίνει (με μια δεδομένη ποσότητα ενέργειας και μάζας, εντός των νόμων της φυσικής)  κάποτε  θαγίνει (δεδομένου αρκετού χώρου και χρόνου για επαρκείς ευκαιρίες).

 

Γιατί, λοιπόν, δεν βλέπουμε καμία διαστρική δραστηριότητα, ούτε ένα σημάδι ζωής, ανάμεσα στα δισεκατομμύρια αστέρια του δικού μας Γαλαξία, ή ανάμεσα στα δισεκατομμύρια άλλων γαλαξιών που είναι ορατοί στα τηλεσκόπιά μας; Πρόκειται, πράγματι, για ένα πολύ σημαντικό ερώτημα. Και η άγνοιά μας σχετικά με το τι να περιμένουμε είναι μάλλον ασήμαντη. Όπως, για παράδειγμα, μερικοί απομονωμένοι ιθαγενείς δεν θα είχαν τρόπο να μαντέψουν πώς μοιάζει μια πόλη·αλλά αν κάποια μέρα έβλεπαν μία πόλη, θα την αναγνώριζαν αμέσως ως κάτι τεχνητό, που γίνεται από ανώτερα όντα, που δεν αναπτύσσεται φυσικά. (Αλλά τι γίνεται με μερικά μυρμήγκια που βλέπουν μια πόλη;)

 

4.2 Τρεις απαντήσεις

Θα παραλείψω πολλά θέματα, όπως οι ιπτάμενοι δίσκοι, για παράδειγμα. Μερικές απόψεις μπορεί να έχουν τα επιχειρήματά τους, όπως η «Υπόθεση του ζωολογικού κήπου» του επιστήμονα του Χάρβαρντ John Ball (1973), ο οποίος προτείνει ότι μπορεί να έχουμε παραμεριστεί σε μια περιοχή εξωτικής φύσης ή σε έναν τέλειο ζωολογικό κήπο, στον οποίο τα ζώα δεν βλέπουν τους επιστάτες ή τους θεατές τους. Ή όπως τα «μυρμήγκια σε μια πόλη» που μόλις ανέφερα, πράγμα που θα σήμαινε ότι βλέπουμε πολλή δραστηριότητα, αλλά είναι πέρα από τον νοητικό μας ορίζοντα. Νομίζω, ωστόσο, ότι οι πιο πιθανές απαντήσεις στο ερώτημά μας είναι οι ακόλουθες τρεις, μεμονωμένες ή σε συνδυασμό:

 

α) Σπανιότητα της ζωής ή της νοημοσύνης

Πόσοι πολιτισμοί υπάρχουν; Γνωρίζουμε μόνο έναν: εμάς. Μια απλή στατιστική με n = 1 δίνει μια εκτίμηση μέσου όρου: εμάς. Πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε ζωή σε έναν πλανήτη όλων των αστεριών που είναι «αρκετά παρόμοια» με τον Ήλιο μας, περίπου στο 6% όλων των αστεριών·και οι μισές από αυτές τις μορφές ζωής θα είναι λιγότερο ανεπτυγμένες από εμάς, ενώ οι άλλες μισές θα είναι περισσότερο ανεπτυγμένες. Ωστόσο, το n = 1 δεν δίνει εκτίμηση του μέσου σφάλματος. Επιπλέον, υπάρχει μια μεροληψία, καθώς το ερώτημα «πόσοι» δεν μπορεί να τεθεί σε έναν άδειο πλανήτη.

 

Το να περιμένουμε πολλούς προηγμένους πολιτισμούς έχει έτσι τη μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι σωστό, αλλά δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το πόσο λάθος είναι αυτό (όσον αφορά τόσο το στατιστικό όσο και το συστηματικό λάθος). Με κάποιο τρόπο αισθανόμαστε ότι δεν πρέπει ποτέ να περιμένουμε να είμαστε κάτι ξεχωριστό, αλλά ίσως είμαστε. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι αντί να είμαστε στο μέσο όρο, είμαστε ένας από τους πρώτους πολιτισμούς, και κανείς άλλος δεν έχει αναπτύξει την ικανότητα ή δεν είχε το χρόνο να κάνει κάτι που να είναι ορατό σε εμάς. Από την άλλη πλευρά, παρόμοιες ιδέες μας στο παρελθόν αποδείχθηκαν πάντα λανθασμένες.

 

β) Αλλαγή ενδιαφέροντος (von Hoerner 1961)

Δεν πρέπει ποτέ να περιμένουμε ότι τα σημερινά μας συμφέροντα, ο σημερινός τρόπος σκέψης μας, είναι ο τελικός στόχος της εξέλιξης·θα είναι μόνο ένας κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα. Αλλά δεν έχουμε τρόπο να μαντέψουμε τι θα ακολουθήσει.

 

Αυτό θα σήμαινε ότι υπάρχει άφθονη προηγμένη νοημοσύνη, αλλά το ενδιαφέρον έχει αλλάξει σε άλλους τομείς (πέρα από την κατανόησή μας). Η τεχνολογία, φυσικά, διατηρείται για να κρατήσει τα πράγματα σε εξέλιξη, αλλά έχει εγκαταλείψει το δημόσιο συμφέρον, δεν προσελκύει καμία εφευρετικότητα ούτε πολλά χρήματα, και έτσι δεν παράγει ποτέ πράγματα ορατά σε εμάς. Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει, θα έλεγα.

 

γ) Σταθεροποίηση

Η παράγραφος 3.4 αναφέρει, με πιο συγκρατημένα λόγια, ότι οι πολιτισμοί που επιβιώνουν πρέπει να έχουν αναπτύξει πολύ αποτελεσματικά μέσα σταθεροποίησης έναντι όλων των πιθανών κρίσεων και ατυχημάτων. Πρέπει επίσης να έχουν μετατοπίσει την έμφαση ολοένα και περισσότερο από τα συναισθήματα στη λογική. Τα περισσότερα κίνητρα για διαστρική επέκταση βρίσκονται περισσότερο στη συναισθηματική πλευρά, όπως η κατάκτηση του διαστήματος, που έρχεται πρώτη στη σειρά, η πρόκληση εκείνου που είναι δύσκολο να επιτευχθεί, και ούτω καθεξής. Αλλά κάθε πολιτισμός που επιβιώνει είναι, αναγκαστικά, τόσο σταθεροποιημένος και νηφάλιος που δεν αφήνεται ούτε επιτρέπεται καμία επιθυμία για οποιαδήποτε μεγάλη επιχείρηση.

 

Όσον αφορά τα πιο νηφάλια ή ορθολογικά κίνητρα, δείξαμε ήδη ότι το πρόβλημα του υπερπληθυσμού δεν μπορεί να λυθεί με αυτόν τον τρόπο. Και τα ταξίδια των αμοιβαίων επισκέψεων δεν είναι σημαντικά, επειδή η επαφή με άλλους πολιτισμούς μπορεί να επιτευχθεί πολύ πιο εύκολα και νωρίτερα με ραδιοκύματα. Στην πραγματικότητα, η ψυχική επαφή είναι το μόνο που έχει σημασία. Ο σύγχρονος πολιτισμός μας, για παράδειγμα, είναι έντονα επηρεασμένος από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι δεν μας επισκέφτηκαν ποτέ, αλλά άφησαν μόνο μερικά βιβλία και έργα τέχνης. Η επαφή με τα ραδιοκύματα είναι πολύ πιο εύκολη από το διαστρικό ταξίδι·έχοντας πετύχει το πρώτο, ένας νηφάλιος πολιτισμός δεν θα βλέπει επείγουσα την ανάγκη για το δεύτερο.

 

Αν η σταθεροποίηση είναι η απάντηση στο ερώτημά μας, πιθανώς σε συνδυασμό με μια αλλαγή ενδιαφέροντος, αυτό θα σήμαινε:

 

Η διαστρική επέκταση, αν και φυσικά δυνατή, δεν έχει συμβεί ποτέ, επειδή όλοι οι  νηφάλιοι λόγοι για επέκταση έχουν τερματιστεί, και οι συναισθηματικοί λόγοι για οτιδήποτε αποκλείονται, σε οποιονδήποτε επιζώντα πολιτισμό, πολύ πριν επιτευχθεί η τεχνική ικανότητα επέκτασης.     (29)

 

4.3 Κρίσιμη διάρκεια και προσπάθεια

Η διαστρική επικοινωνία, μέσω ραδιοκυμάτων ή άλλων σημάτων, είναι πιθανώς ζωτικής σημασίας. Η επαφή σημαίνει τόνωση και ανταγωνισμό, αποτρέπει τη στασιμότητα. Η διαστρική επέκταση λοιπόν είναι ψυχική, όχι σωματική, και αυτός είναι ο λόγος που δεν τη βλέπουμε. Πόσο πιθανά είναι όλα αυτά;

 

Ίσως έχει ήδη δημιουργηθεί ένα διαστρικό δίκτυο, με φάρους που εκπέμπουν «σήματα επαφής» για να ανακαλυφθούν από εμάς, και ίσως όχι. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να γίνει μια γενική εκτίμηση, από όλους εκείνους που θέλουν να δημιουργήσουν τις πρώτες επαφές για ένα δίκτυο, σχετικά με το ερώτημα «πόσο καιρό πρέπει να προσπαθήσουμε;»

 

Έστω D0 = 3 έτη φωτός η μέση απόσταση μεταξύ των άστρων, και T0 = 1010 χρόνια η ηλικία του Γαλαξία και των παλαιότερων αστέρων. Ας υποθέσουμε ότι το κλάσμα fόλων των άστρων παράγει έναν πολιτισμό, ο οποίος μόλις αναπτυχθεί περνάει από μια φάση που ονομάζεται «αναζήτηση επικοινωνίας,» διάρκειας τ, όπου ο πολιτισμός μεταδίδει σήματα και προσπαθεί να λάβει απαντήσεις. Η μέση απόσταση μεταξύ γειτονικών πολιτισμών σε αυτή τη φάση είναι τότε

D=D0-f-13(Tτ)13     (30)

και 2D/cείναι ο χρόνος αναμονής για μια απάντηση. Προφανώς, για να έχει κανείς επιτυχία, πρέπει να προσπαθήσει για ένα διάστημα ≥ 2D/c. Με μια τέλεια μέθοδο δηλαδή, διαφορετικά μπορεί να χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος. Αυτό δίνει την ελάχιστη διάρκεια ως


ττcr=(2D0c)34(Tf)14     (31a)

και την απόσταση


Dcr=(D0)34(cT2f)14     (31b)

Το κλάσμα fείναι μάλλον αβέβαιο, αλλά βρίσκεται μόνο στη δύναμη 1/4. Εάν δεν απέχουμε πολύ από το να είμαστε στο μέσο όρο, μπορούμε να περιμένουμε ότι f = 10‑1έως 10-3, ας πούμε, που δίνει το ακόλουθο εύρος για τη διάρκεια και την απόσταση:





Τεχνικά, αυτές οι αποστάσεις δεν είναι πολύ μεγάλες. Αν γνωρίζαμε ήδη την ύπαρξη ενός γειτονικού πολιτισμού, ξέροντας την κατεύθυνση και την απόστασή του και έχοντας συμφωνήσει για τη συχνότητα και το εύρος ζώνης, ακόμη και με τον σημερινό εξοπλισμό μας θα μπορούσαμε να φτάσουμε την απόσταση περίπου των 200 ετών φωτός, ακόμα και τα 2.000 έτη φωτός μέσα στα επόμενα 10 ή 20 χρόνια. Φυσικά, η αναζήτηση ενός γειτονικού πολιτισμού που δεν ξέρουμε πού βρίσκεται είναι πολύ πιο δύσκολη, αλλά όχι μάταιη. Από την άλλη πλευρά, εάν υπάρχει ήδη ένα δίκτυο επικοινωνίας, η ανίχνευση θα ήταν πολύ πιο εύκολη. Όλα αυτά τα ερωτήματα συζητούνται λεπτομερώς σε μερικά καλά βιβλία των Drake (1962), Cameron (1963), Sullivan (1964), Shklovskii και Sagan (1966), και Schlemmer (1970).

 

Η πρώτη μας προσπάθεια να ανιχνεύσουμε σήματα από δύο κοντινά αστέρια έγινε από τον Φρανκ Ντρέικ το 1960, με το «Project Ozma.» Το 1971, ένα πολύ ενθαρρυντικό διεθνές συνέδριο, με επιστήμονες από όλους τους τομείς, πραγματοποιήθηκε στο Byurakan (Αρμενία), ΕΣΣΔ, που ονομάστηκε «CETI» = Επικοινωνία με εξωγήινη νοημοσύνη. Επίσης, το 1971, μια ομάδα μελέτης στην Καλιφόρνια, με το «Project Cyclops,» διερεύνησε υπό τον B. Oliver το ερώτημα πόση προσπάθεια απαιτείται για την αναζήτηση σημάτων με πραγματικά καλές πιθανότητες επιτυχίας·η απάντηση πιθανότατα είναι μια συμπαγής συστοιχία 10.000 ραδιοτηλεσκοπίων μεσαίου μεγέθους, κόστους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. (Για λόγους σύγκρισης, ο προϋπολογισμός των ΗΠΑ του 1970 είναι, σε δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως: NSF = 0,50, NASA = 3,8, «Άμυνα» = 83, συνολικός προϋπολογισμός = 210.)

 

Έτσι, θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε αν θέλαμε πραγματικά, και, οφείλω να ομολογήσω, αν είχαμε καλύτερη κατανόηση του ποια θα μπορούσε να είναι η «τέλεια μέθοδος.» Γενικεύοντας και πάλι, θα πίστευα ότι η διαστρική επικοινωνία έχει «αρκετά καλές πιθανότητες» να υπάρχει.

 

4.4 Συμπέρασμα

Οποιαδήποτε περαιτέρω εξέλιξη, πέρα από τις μεγάλες κρίσεις, μοιάζει με μια πολύ λεπτή ισορροπία μεταξύ δύο αντίθετων κινδύνων ή πειρασμών. Από τη μία πλευρά, είναι η ανταγωνιστική και συναρπαστική αλλά ταραχώδης εξέλιξη που οδηγεί σε καταστροφές αν αφεθεί αχαλίνωτη. Από την άλλη πλευρά, είναι η σταθεροποίηση και η ρύθμιση που απαιτείται για την επιβίωση που οδηγεί σε μη αναστρέψιμη στασιμότητα εάν δοθεί πρώτη προτεραιότητα.

 

Υπάρχει μόνο ένα «στενό μονοπάτι» στο μεταξύ, και το κατάλληλο όχημα σε αυτόν τον δρόμο μπορεί να είναι η διαστρική επικοινωνία, δίνοντας το πλεονέκτημα του ανταγωνισμού χωρίς τον κίνδυνο της άμεσης επαφής (μπορούμε έτσι να ξεπεράσουμε, αλλά όχι να σκοτώσουμε, ο ένας τον άλλον). Αλλά για να πάρουμε αυτό το όχημα απαιτείται σημαντική προσπάθεια και ένας ελάχιστος χρόνος μερικών χιλιάδων ετών.

 

Ερώτηση: Όταν ένας πολιτισμός προσπαθεί να αποφύγει τον πρώτο κίνδυνο, και με αυτόν τον τρόπο πρόκειται να βυθιστεί στον δεύτερο κίνδυνο, υπάρχει αρκετός χρόνος ενδιάμεσα για να δημιουργηθεί διαστρική επικοινωνία; Αυτό χρειάζεται ήδη κάποια σταθερότητα, αρκετή για να φέρει εις πέρας ένα έργο που διαρκεί μερικές χιλιάδες χρόνια, αλλά χρειάζεται επίσης πολύς ενθουσιασμός και όρεξη για πρόοδο για να ξεκινήσει το έργο.

 

Αυτό, λοιπόν, είναι το ερώτημα. Ας ελπίσουμε ότι η απάντηση είναι θετική· αλλά ποτέ δεν θα μάθουμε αν δεν προσπαθήσουμε·και επιπλέον, έχουμε τη διάσημη ερώτηση του Φρανκ Ντρέικ: «Υπάρχει ευφυής ζωή στη Γη;»

 


ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΚΡΗΞΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΡΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ, Σεμπάστιαν φον Χέρνερ

Εφημερίδα της Βρετανικής Διαπλανητικής Εταιρείας, Τόμος 28, σ. 691-712, 1975

[https://library.nrao.edu/public/memos/spln/SPLN_76_20b.pdf]

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2023.

Ο Αστρονομικός Αγγελιοφόρος

$
0
0

 


Γαλιλαίος Γαλιλέι

Βενετία 1610

 

 

Περιέχει και εκθέτει παρατηρήσεις που έγιναν πρόσφατα με τη βοήθεια ενός νέου τηλεσκοπίου σχετικά με την επιφάνεια της Σελήνης, τον Γαλαξία, τα νεφελώματα, ένα αναρίθμητο πλήθος απλανών αστέρων, και επίσης σχετικά με τέσσερεις πλανήτες που παρατηρούνταιγια πρώτη φορά, οι οποίοι ονομάστηκαν Άστρα των Μεδίκων.[1]

 

[Εισαγωγή του Γαλιλαίου για τις ανακαλύψεις που έκανε με τη βοήθεια του τηλεσκοπίου του σχετικά με τη Σελήνη, τα αστέρια, τον Γαλαξία, και τους δορυφόρους του Δία]

 

Στην παρούσα μικρή πραγματεία εξέθεσα ορισμένα θέματα μεγάλου ενδιαφέροντος για όλους τους παρατηρητές των φυσικών φαινομένων να εξετάσουν. Παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, νομίζω, πρώτον, για την εγγενή τους ομορφιά· δεύτερον, για την πλήρη καινοτομία τους· και τέλος, επίσης λόγω του μέσου που χρησιμοποίησα για να μπορέσω να τα δω.

 

Ο αριθμός των απλανών αστέρων που οι παρατηρητές έχουν καταφέρει να δουν χωρίς τεχνητά μέσα είναι περιορισμένος. Είναι λοιπόν σίγουρα μεγάλο κατόρθωμα να αυξήσουμε τον αριθμό τους, και να θέσουμε ευδιάκριτα στα μάτια μυριάδες άλλα αστέρια, τα οποία φαίνονται για πρώτη φορά, και τα οποία είναι πάνω από δέκα φορές περισσότερα από τα προηγουμένως γνωστά αστέρια.

 

Και πάλι, είναι ένα πολύ όμορφο και ευχάριστο θέαμα να βλέπεις το σώμα της Σελήνης, το οποίο απέχει από εμάς σχεδόν εξήντα γήινες ακτίνες, τόσο κοντά σαν να ήταν σε απόσταση μόνο δύο ακτίνων·έτσι ώστε η διάμετρος της ίδιας της Σελήνης να φαίνεται περίπου τριάντα φορές μεγαλύτερη, η επιφάνειά της περίπου εννιακόσιες φορές μεγαλύτερη, και η συμπαγής μάζα της σχεδόν 27.000 φορές μεγαλύτερη από ό,τι όταν παρατηρείται μόνο με γυμνό μάτι. Και κατά συνέπεια, ο καθένας μπορεί να γνωρίζει χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις αισθήσεις του ότι η Σελήνη σίγουρα δεν διαθέτει μια λεία και γυαλιστερή επιφάνεια, αλλά μια επιφάνεια τραχιά και άνιση, και οι οποία, όπως και η επιφάνεια της ίδιας της Γης, είναι παντού γεμάτη από μεγάλες προεξοχές και βαθιά χάσματα.

 

Στη συνέχεια, το να έχουμε απαλλαγεί από διαφωνίες σχετικά με τον Γαλαξία, και να έχουμε καταστήσει σαφή τη φύση του στις ίδιες τις αισθήσεις, για να μην πω στην κατανόηση, δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση ένα θέμα που πρέπει να θεωρηθεί μικρής σημασίας. Εκτός από αυτό, το να επισημάνει κανείς, σαν με το δάχτυλό του, τη φύση αυτών των άστρων που όλοι οι αστρονόμοι μέχρι τώρα αποκαλούσαν νεφελώδη, και να αποδείξει ότι είναι πολύ διαφορετικά από αυτό που μέχρι τώρα πιστευόταν, αυτό είναι ευχάριστο και πολύ ωραίο.

 

Αλλά αυτό που θα προκαλέσει τη μεγαλύτερη έκπληξη, και που πράγματι με ώθησε ιδιαίτερα να επιστήσω την προσοχή όλων των αστρονόμων και φιλοσόφων, είναι ότι έχω ανακαλύψει τέσσερις πλανήτες, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ παρατηρηθεί ξανά στο παρελθόν, και οι οποίοι έχουν τις τροχιές τους γύρω από ένα συγκεκριμένο φωτεινό αστέρι,  ένα από αυτά που ήταν προηγουμένως γνωστά, όπως η Αφροδίτη και ο Ερμής που περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο, και είναι μερικές φορές μπροστά του, μερικές φορές πίσω του, αν και ποτέ δεν απομακρύνονται από αυτό πέρα από ορισμένα όρια. Όλα αυτά τα φαινόμενα ανακαλύφθηκαν και παρατηρήθηκαν πριν από λίγες ημέρες με τη βοήθεια ενός τηλεσκοπίου[2]που επινόησα εγώ με τη χάρη του Θεού.

 

Άλλες ανακαλύψεις ακόμα πιο εξαιρετικές θα γίνουν κατά καιρούς από εμένα ή από άλλους παρατηρητές, με τη βοήθεια ενός παρόμοιου οργάνου, οπότε θα καταγράψω πρώτα εν συντομία το σχήμα και την προετοιμασία του, καθώς και την περίσταση της επινόησής του, και στη συνέχεια θα δώσω μια περιγραφή των παρατηρήσεων που έκανα.

 

[Η αφήγηση του Γαλιλαίου για την εφεύρεση του τηλεσκοπίου του]

 

Πριν από περίπου δέκα μήνες έμαθα ότι ένας Ολλανδός είχε κατασκευάσει ένα τηλεσκόπιο, με τη βοήθεια του οποίου ορατά αντικείμενα, αν και σε μεγάλη απόσταση από το μάτι του παρατηρητή, φαίνονταν καθαρά σαν να βρίσκονταν κοντά·και αναφέρθηκαν κάποιες αποδείξεις για τις πιο υπέροχες επιδόσεις του, στις οποίες κάποιοι έδωσαν πίστη, αλλά άλλοι διέψευσαν. Λίγες μέρες αργότερα, έλαβα επιβεβαίωση της αναφοράς σε μια επιστολή που έγραψε από το Παρίσι ένας ευγενής Γάλλος, ο Jacques Badovere, ο οποίος τελικά με έπεισε να ενδιαφερθώ πρώτα για να ερευνήσω την αρχή του τηλεσκοπίου, και στη συνέχεια να εξετάσω τα μέσα με τα οποία θα μπορούσα να συλλάβω την εφεύρεση ενός παρόμοιου οργάνου, κάτι που λίγο καιρό μετά κατάφερα να κάνω, μέσα από βαθιά μελέτη της θεωρίας της διάθλασης. Έτσι, ετοίμασα ένα σωλήνα, στην αρχή από μόλυβδο, στα άκρα του οποίου τοποθέτησα δύο γυάλινους φακούς, και οι δύο επίπεδοι στη μία πλευρά, αλλά στην άλλη πλευρά ο ένας ήταν σφαιρικά κυρτός, και ο άλλος κοίλος. Στη συνέχεια, φέρνοντας το μάτι μου στον κοίλο φακό είδα αντικείμενα ικανοποιητικά μεγάλα και κοντά, γιατί φαίνονταν στο ένα τρίτο της απόστασης πιο κοντά και εννέα φορές μεγαλύτερα από ό,τι με γυμνό μάτι. Λίγο αργότερα κατασκεύασα ένα άλλο τηλεσκόπιο με περισσότερη ακρίβεια, το οποίο μεγέθυνε αντικείμενα περισσότερες από εξήντα φορές. Τελικά, μην αποφεύγοντας ούτε την εργασία ούτε τα έξοδα, κατάφερα να κατασκευάσω για εμένα ένα όργανο τόσο ανώτερο που τα αντικείμενα που φαίνονται μέσα από αυτό είναι μεγεθυμένα σχεδόν χίλιες φορές, και φαίνονται περισσότερο από τριάντα φορές πιο κοντά από ό,τι με γυμνό μάτι.

 

[Οι πρώτες παρατηρήσεις του Γαλιλαίου με το τηλεσκόπιό του]

 

Θα ήταν εντελώς άσκοπο να απαριθμήσουμε τα οφέλη και τη σημασία που αναμένεται να προσφέρει αυτό το όργανο, όταν χρησιμοποιείται στη στεριά ή στη θάλασσα. Χωρίς όμως να δώσω σημασία στη χρήση του για επίγεια αντικείμενα, προχώρησα σε παρατηρήσεις των ουράνιων σωμάτων·και πρώτα απ’ όλα, είδα τη Σελήνη τόσο κοντά σαν να βρισκόταν μόλις δύο γήινες ακτίνες μακριά. Μετά τη Σελήνη, παρατηρούσα συχνά άλλα ουράνια σώματα, τόσο απλανείς αστέρες όσο και πλανήτες, με απίστευτη χαρά. Και, όταν είδα τον πολύ μεγάλο αριθμό τους, άρχισα να σκέφτομαι μια μέθοδο με την οποία θα μπορούσα να μετρήσω τις αποστάσεις τους, και τελικά βρήκα μία.

 

Και εδώ οφείλω να πω πως όσοι σκοπεύουν να στρέψουν την προσοχή τους σε παρατηρήσεις αυτού του είδους πρέπει να λάβουν ορισμένα μέτρα. Διότι, καταρχάς, είναι απολύτως απαραίτητο να ετοιμάσουν ένα τέλειο τηλεσκόπιο, το οποίο θα δείχνει πολύ φωτεινά αντικείμενα διακριτά και απαλλαγμένα από κάθε ομίχλη, και θα τα μεγεθύνει τουλάχιστον 400 φορές, γιατί τότε θα τα δείχνει σαν να απέχουν μόλις το ένα εικοστό της απόστασής τους. Γιατί αν το όργανο δεν έχει τέτοια δύναμη, θα είναι μάταιο να προσπαθήσουν να δουν όλα τα πράγματα που έχω δει στους ουρανούς, ή που θα απαριθμηθούν στο εξής.

 

Αλλά για να είναι κάποιος λίγο πιο σίγουρος για τη μεγεθυντική δύναμη του οργάνου του, θα σχεδιάσει δύο κύκλους, ή δύο τετράγωνα κομμάτια χαρτιού, το ένα από τα οποία θα είναι 400 φορές μεγαλύτερο από το άλλο, δηλαδή όταν η διάμετρος του μεγαλύτερου είναι είκοσι φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο του μικρότερου. Στη συνέχεια, θα κοιτάξει από απόσταση ταυτόχρονα και τις δύο επιφάνειες, στερεωμένες στον ίδιο τοίχο, τη μικρότερη με το ένα μάτι στο τηλεσκόπιο, και τη μεγαλύτερη με το άλλο μάτι γυμνό·γιατί αυτό μπορεί να γίνει εύκολα την ίδια στιγμή με τα δύο μάτια ανοιχτά. Στη συνέχεια, και τα δύο σχήματα θα εμφανιστούν του ίδιου μεγέθους, εάν το όργανο μεγεθύνει αντικείμενα στην επιθυμητή αναλογία.

 

[Μέθοδος μέτρησης μικρών γωνιακών αποστάσεων μεταξύ των ουράνιων σωμάτων ανάλογα με το μέγεθος του ανοίγματος του τηλεσκοπίου]

 

Αφού έχει προετοιμαστεί ένα τέτοιο όργανο, στη συνέχεια πρέπει να καθοριστεί η μέθοδος μέτρησης των αποστάσεων, κάτι που θα πετύχουμε με την ακόλουθη επινόηση:-


Μέθοδος μέτρησης μικρών γωνιακών αποστάσεων

 

Για να είναι πιο εύκολα κατανοητό, θα υποθέσω ένα σωλήνα ABCD. Έστω το Ε είναι το μάτι του παρατηρητή·στη συνέχεια, όταν δεν υπάρχουν φακοί στο σωλήνα ακτίνες από το μάτι στο αντικείμενο FG θα σχεδιαστούν με τις ευθείες γραμμές ECF, EDG, αλλά όταν οι φακοί έχουν τοποθετηθεί, οι ακτίνες θα είναι οι καμπυλωμένες γραμμές ECH, EDI, και εκείνες που αρχικά, ανεπηρέαστες από τους φακούς,  κατευθύνονταν στο αντικείμενο FG, θα περιλαμβάνουν μόνο το μέρος HI. Έτσι, γνωρίζοντας το λόγο της απόστασης EH προς τη γραμμή HI, μπορούμε να βρούμε, από έναν πίνακα ημιτόνων, το μέγεθος της γωνίας από το μάτι στο αντικείμενο HI, η οποία θα διαπιστώσουμε ότι είναι μόνο μερικά λεπτά της μοίρας. Αν όμως τοποθετήσουμε στο φακό CD λεπτές μεταλλικές πλάκες, διάτρητες, άλλες με μεγαλύτερα, άλλες με μικρότερα ανοίγματα, βάζοντας πάνω από το φακό άλλοτε μία πλάκα, άλλοτε άλλη, ανάλογα με τις ανάγκες, θα κατασκευάσουμε κατά βούληση διαφορετικές γωνίες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, με τη βοήθεια των οποίων θα μπορούμε να μετράμε εύκολα τα διαστήματα μεταξύ των αστεριών που χωρίζονται από μια γωνιακή απόσταση μερικών λεπτών της μοίρας, με σφάλμα ενός ή δύο λεπτών. Αλλά ας αρκεστούμε προς το παρόν σε αυτό, και σε κάποια άλλη ευκαιρία θα δημοσιεύσω τη θεωρία αυτού του οργάνου με πληρότητα.

 

Τώρα θα επανεξετάσω τις παρατηρήσεις που έκανα κατά τη διάρκεια των δύο μηνών που πέρασαν, εφιστώντας και πάλι την προσοχή όλων όσων είναι πρόθυμοι για αληθινή φιλοσοφία στις αρχές που οδήγησαν στη θέα των σημαντικότερων φαινομένων.

 

[Το Φεγγάρι. Τραχύτητα της επιφάνειάς του. Ύπαρξη σεληνιακών βουνών και κοιλάδων]

 

Επιτρέψτε μου να μιλήσω πρώτα για την επιφάνεια της Σελήνης η οποία είναι στραμμένη προς εμάς. Για να γίνω πιο κατανοητός, διακρίνω δύο μέρη σε αυτήτην επιφάνεια, τα οποία ονομάζω αντίστοιχα το φωτεινότερο και το πιο σκοτεινό. Το φωτεινότερο μέρος φαίνεται να περιβάλλει και να διαπερνά ολόκληρο το ημισφαίριο·αλλά το πιο σκοτεινό μέρος, σαν ένα είδος σύννεφου, αποχρωματίζει την επιφάνεια της Σελήνης και την κάνει να φαίνεται καλυμμένη με κηλίδες. Τώρα αυτές οι κηλίδες, καθώς είναι κάπως σκοτεινές και μεγάλου μεγέθους, είναι ορατές σε όλους, γι’ αυτό θα τις ονομάσω μεγάλεςή αρχαίες κηλίδες, για να τις ξεχωρίσω από άλλες κηλίδες, μικρότερες σε μέγεθος, αλλά τόσο πυκνά διάσπαρτες που γεμίζουν όλη την επιφάνεια της Σελήνης, αλλά κυρίως το φωτεινότερο τμήμα της. Αυτές οι κηλίδες δεν είχαν παρατηρηθεί ποτέ από κανέναν πριν από μένα·και από τις επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις μου γι’ αυτές τις κηλίδες, οδηγήθηκα σε εκείνη την άποψη που εξέφρασα, δηλαδή ότι αισθάνομαι βέβαιος ότι η επιφάνεια της Σελήνης δεν είναι απόλυτα ομαλή, απαλλαγμένη από ανισότητες και τελείως σφαιρική, όπως θεωρεί μια μεγάλη ομάδα φιλοσόφων σε σχέση με τη Σελήνη και τα άλλα ουράνια σώματα, αλλά ότι, αντίθετα, είναι γεμάτη ανισότητες, ανώμαλη, γεμάτη κοιλότητες και προεξοχές, όπως και η επιφάνεια της ίδιας της Γης, η οποία χαρακτηρίζεται παντού από ψηλά βουνά και βαθιές κοιλάδες.


Αριστερά: Το περίγραμμα της διαχωρίζουσας (η νοητή γραμμή μεταξύ του φωτιζόμενου και του σκοτεινού τμήματος της Σελήνης), και οι προεξέχουσες κορυφές των βουνών στο σκοτεινό τμήμα.

Δεξιά: Το περίγραμμα ενός σεληνιακού βουνού, και μιας πεδιάδας με κρατήρες.

 

Οι παρατηρήσεις  από τις οποίες μπορούμε να συναγάγουμε αυτά τα συμπεράσματα είναι οι εξής:- Την τέταρτη ή πέμπτη ημέρα μετά τη Νέα Σελήνη, όταν η Σελήνη εμφανίζεται με φωτεινά κέρατα, η διαχωρίζουσα, που χωρίζει το σκιερό από το φωτισμένο μέρος, δεν εκτείνεται συνεχώς σε έλλειψη, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση ενός απόλυτα σφαιρικού σώματος, αλλά χαρακτηρίζεται από μια ακανόνιστη, ανομοιογενή και πολύ κυματιστή γραμμή, γιατί αρκετά φωτεινά εξογκώματα, όπως μπορούν να χαρακτηριστούν, εκτείνονται πέρα από το όριο της διαχωρίζουσας στο σκοτεινό μέρος, και, από την άλλη, τμήματα σκιάς εισέρχονται στο φωτεινό μέρος:- ακόμη και μια μεγάλη ποσότητα μικρών μαύρων κηλίδων, αποχωρισμένων από το σκοτεινό μέρος, βρίσκονται διάσπαρτες σε ολόκληρο σχεδόν τον χώρο που εκείνη τη στιγμή είναι πλημμυρισμένος με το φως του Ήλιου, με εξαίρεση μόνο εκείνο το μέρος που καταλαμβάνεται από τις μεγάλες και αρχαίες κηλίδες. Έχω παρατηρήσει ότι οι μικρές κηλίδες που μόλις αναφέρθηκαν έχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό πάντα και σε κάθε περίπτωση, ότι έχουν το σκοτεινό μέρος προς τη θέση του Ήλιου, και στην πλευρά μακριά από τον Ήλιο έχουν φωτεινότερα όρια, σαν να στέφονται με λαμπερές κορυφές. Τώρα έχουμε μια εμφάνιση αρκετά παρόμοια στη Γη κατά την ανατολή του Ηλίου, όταν βλέπουμε τις κοιλάδες που δεν έχουν ακόμη πλημμυρίσει με φως, αλλά τα βουνά που τις περιβάλλουν στην απέναντι πλευρά προς τον Ήλιο ήδη φλέγονται από το μεγαλείο των ακτίνων του. Και ακριβώς όπως οι σκιές στις κοιλότητες της Γης μειώνονται σε μέγεθος καθώς ο Ήλιος σηκώνεται ψηλότερα, έτσι και αυτές οι κηλίδες στη Σελήνη χάνουν τη μαυρίλα τους καθώς το φωτισμένο μέρος μεγαλώνει όλο και περισσότερο.

 

Και πάλι, όχι μόνο τα όρια μεταξύ του φωτός και της σκιάς στη Σελήνη φαίνονται άνισα και ελικοειδή, αλλά- και αυτό προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη- εμφανίζονται πάρα πολλά φωτεινά σημεία μέσα στο σκοτεινό τμήμα της Σελήνης, διασκορπισμένα και διαχωρισμένα από το φως σε μεγάλες αποστάσεις,  τα οποία, μετά από λίγο, σταδιακά αυξάνονται σε μέγεθος και φωτεινότητα, και μετά από μία ή δύο ώρες ενώνονται με το υπόλοιπο φωτεινό τμήμα, καθώς γίνονται κάπως μεγαλύτερα·αλλά εντωμεταξύ άλλα διάσπαρτα σημεία, που μοιάζουν να ανυψώνονται, φωτίζονται μέσα στο σκιερό τμήμα, αυξάνονται σε μέγεθος, και τέλος συνενώνονται με την φωτεινή επιφάνεια, η οποία έχει γίνει ακόμα πιο εκτεταμένη. Ένα παράδειγμα αυτού δίνεται στο σχήμα παραπάνω. Τώρα, δεν ισχύει το ίδιο στη Γη πριν από την ανατολή του Ηλίου, ότι ενώ οι επίπεδες πεδιάδες είναι ακόμα στη σκιά, οι κορυφές των πιο ψηλών βουνών φωτίζονται από τις ακτίνες του Ήλιου; Μετά από λίγο το φως δεν εξαπλώνεται περισσότερο, ενώ τα ψηλότερα και ενδιάμεσα μέρη αυτών των βουνών φωτίζονται·και όταν ο Ήλιος έχει ανατείλει, δεν ενώνονται σταδιακά τα φωτισμένα μέρη των πεδιάδων και των λόφων; Το μεγαλείο, όμως, τέτοιων προβολών και κοιλοτήτων στη Σελήνη φαίνεται να ξεπερνά τόσο σε μέγεθος όσο και σε έκταση την τραχύτητα της επιφάνειας της Γης, όπως θα δείξω παρακάτω.

 

Και εδώ δεν μπορώ να μην αναφέρω τι αξιοθαύμαστο θέαμα παρατήρησα ενώ η Σελήνη πλησίαζε γρήγορα το πρώτο της τέταρτο. Μια προεξοχή της σκιάς, μεγάλου μεγέθους, ξεχώριζε στο φωτισμένο τμήμα στη περιοχή του κάτω άκρου του μισοφέγγαρου. Και καθώς παρατηρούσα αυτήν την προέκταση, που ήταν συνεχώς σκοτεινή, μετά από περίπου δύο ώρες μια φωτεινή κορυφή άρχισε να αναδύεται λίγο κάτω από τη μέση του κοιλώματος·αυτό αυξήθηκε μερικές μοίρες, και παρουσίασε ένα τριγωνικό σχήμα, αλλά ήταν ακόμα αρκετά αποσπασμένο από τη φωτεινή επιφάνεια. Σύντομα γύρω του άλλα τρία μικρά σημεία άρχισαν να λάμπουν, μέχρι που, όταν η Σελήνη ήταν έτοιμη να δύσει, αυτή η τριγωνική φιγούρα, έχοντας πλέον επεκταθεί και διευρυνθεί, άρχισε να συνδέεται με το υπόλοιπο φωτισμένο μέρος, και, ακόμα περιζωμένο με τις τρεις φωτεινές κορυφές που ήδη αναφέρθηκαν, ξαφνικά επεκτάθηκε μέσα στην προεξοχή της σκιάς σαν ένα τεράστιο ακρωτήριο φωτός. Στις άκρες της διαχωρίζουσας άρχισαν επίσης να αναδύονται από τη σκιά ορισμένα φωτεινά σημεία, αρκετά μακριά από το υπόλοιπο φωτεινό μέρος.

 

[Οι σεληνιακές κηλίδες προτείνεται να είναι θάλασσες που οριοθετούνται από οροσειρές]

 

Και στα δύο κέρατα επίσηςτου μηνίσκου, αλλά ειδικά στο χαμηλότερο, υπήρχε μεγάλο πλήθος σκοτεινών κηλίδων, εκ των οποίων εκείνες που ήταν πιο κοντά στο όριο του φωτός και της σκιάς φαίνονταν μεγαλύτερες και πιο σκούρες, αλλά εκείνες που ήταν πιο απομακρυσμένες φαίνονταν λιγότερο σκοτεινές και πιο δυσδιάκριτες. Σε όλες τις περιπτώσεις, ωστόσο, όπως έχω αναφέρει προηγουμένως, το σκοτεινό τμήμα της κηλίδας έβλεπε τη θέση που φώτιζε ο Ήλιος, και μια πιο φωτεινή άκρη περιέβαλε το σκοτεινό μέρος της κηλίδας μακριά από τον Ήλιο, και προς την περιοχή της Σελήνης που βρισκόταν στη σκιά. Αυτό το τμήμα της επιφάνειας της Σελήνης, που είναι σημαδεμένο με κηλίδες όπως η ουρά ενός παγωνιού, μοιάζει σαν εκείνα τα γυάλινα δοχεία τα οποία, μέσω της βύθισής τους ενώ είναι ακόμα ζεστά από τον κλίβανο σε κρύο νερό, αποκτούν μια επιφάνεια με ρωγμές και κυματισμούς, και γι’ αυτό ονομάζονται συνήθως αμμοβολημένα γυαλιά.

 

Τώρα οι μεγάλες κηλίδες της Σελήνης που παρατηρούνται την ίδια στιγμή δεν φαίνεται να είναι καθόλου γεμάτες ρωγμές, ή γεμάτες κοιλότητες και προεξοχές, αλλά μάλλον επίπεδες και ομοιόμορφες·γιατί μόνο εδώ κι εκεί εμφανίζονται κάποια μέρη κάπως φωτεινότερα από τα υπόλοιπα·έτσι ώστε αν κάποιος επιθυμεί να αναβιώσει την παλιά άποψη των Πυθαγορείων, ότι η Σελήνη είναι μια άλλη Γη, τρόπον τινά, το φωτεινότερο τμήμα μπορεί κάλλιστα να αντιπροσωπεύει την επιφάνεια της στεριάς, και το πιο σκούρο να είναι έκταση νερού. Πράγματι, ποτέ δεν αμφέβαλα ότι αν η σφαίρα της Γης φαινόταν από απόσταση, όταν πλημμυρίζει με τις ακτίνες του Ήλιου, εκείνο το τμήμα της επιφάνειας που είναι στεριά θα παρουσιαζόταν να φαίνεται φωτεινότερο, και το τμήμα που καλύπτεται από νερό θα φαινόταν συγκριτικά πιο σκοτεινό. Επιπλέον, οι μεγάλες κηλίδες στη Σελήνη φαίνονται να είναι πιο βυθισμένες από τις φωτεινότερες περιοχές·γιατί στη Σελήνη, τόσο όταν είναι ημισέληνος όσο κι όταν βρίσκεται στη χάση, στο όριο της διαχωρίζουσας μεταξύ του φωτός και της σκιάς, που προβάλλει σε ορισμένα σημεία γύρω από τις μεγάλες κηλίδες, οι παρακείμενες περιοχές είναι πάντα πιο φωτεινές, όπως φαίνεται στις παραπάνω απεικονίσεις μου, και οι άκρες αυτών των κηλίδων δεν είναι μόνο πιο βυθισμένες από τα φωτεινότερα μέρη,  αλλά είναι και πιο ομοιόμορφες, και δεν διακόπτονται από προεξοχές ή άλλες ανωμαλίες.

 

Αλλά το φωτεινότερο μέρος ξεχωρίζει πιο κοντά στις κηλίδες, έτσι ώστε πριν το πρώτο αλλά και το τρίτο τέταρτο, γύρω από ένα συγκεκριμένο σημείο στη βόρεια περιοχή της Σελήνης, μερικές τεράστιες προεξοχές στην πάνω και κάτω πλευρά της υψώνονται σε πολύ μεγάλο υψόμετρο. Αυτή η ίδια κηλίδα πριν από το τρίτο τέταρτο φαίνεται να είναι περιτειχισμένη με σκοτεινότερα όρια, τα οποία, ακριβώς όπως οι ψηλές κορυφές των βουνών, φαίνονται πιο σκούρα στην πλευρά μακριά από τον Ήλιο, και πιο φωτεινά στην πλευρά όπου βλέπουν τον Ήλιο. Αλλά στην περίπτωση των κοιλοτήτων συμβαίνει το αντίθετο, γιατί το μέρος τους μακριά από τον Ήλιο φαίνεται λαμπρό, ενώ το μέρος τους που βρίσκεται πιο κοντά στον Ήλιο φαίνεται σκοτεινό. Μετά από κάποιο χρόνο, όταν το φωτισμένο τμήμα της επιφάνειας της Σελήνης έχει μειωθεί σε μέγεθος, μόλις το μεγαλύτερο μέρος ή ολόκληρη η κηλίδα που αναφέραμε καλυφθεί με σκιά, οι φωτεινότερες κορυφογραμμές των βουνών υψώνονται πάνω από τις σκιές. Αυτές οι δύο εμφανίσεις φαίνονται στις παραπάνω εικόνες.

 

[Περιγραφή ενός σεληνιακού κρατήρα]

 

Υπάρχει ένα άλλο σημείο που δεν πρέπει να ξεχάσω, το οποίο παρατήρησα και για το οποίο αναρωτήθηκα. Είναι αυτό:- Το μέσο της Σελήνης, καθώς φαίνεται, καταλαμβάνεται από μια συγκεκριμένη κοιλότητα μεγαλύτερη από όλες τις υπόλοιπες, και με σχήμα τέλεια στρογγυλό. Έχω παρατηρήσει αυτή την καθίζηση κοντά στο πρώτο και στο τρίτο τέταρτο, και την έχω παρουσιάσει όσο καλύτερα μπορώ στη δεύτερη από τις προηγούμενες εικόνες. Παράγει τα ίδια φαινόμενα στις εναλλαγές σκοταδιού και φωτός όπως μια ευρεία περιοχή σαν τηΒοημία θα παρήγαγε στη Γη, αν ήταν κλειστή από όλες τις πλευρές από πολύ ψηλά βουνά διατεταγμένα στην περιφέρεια ενός τέλειου κύκλου·γιατί αυτή η περιοχή στη Σελήνη είναι περιτοιχισμένη με κορυφές τόσο μεγάλου ύψους που η πιο απομακρυσμένη πλευρά της που γειτνιάζει με το σκοτεινό τμήμα της Σελήνης φαίνεται λουσμένη στο φως του Ήλιου πριν το όριο της διαχωρίζουσας φτάσει στα μισά του κυκλικού αυτού χώρου. Αλλά σύμφωνα με τη χαρακτηριστική ιδιότητα των υπόλοιπων κηλίδων, το σκιερό τμήμα και αυτής της κηλίδας κοιτάζει τον Ήλιο, και το φωτεινό μέρος είναι προς τη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, γεγονός το οποίο επισημαίνω για τρίτη φορά ότι πρέπει να θεωρηθεί ως μια πειστική απόδειξη της τραχύτητας και ανομοιομορφίας που εμφανίζεται σε ολόκληρη τη φωτεινή περιοχή της Σελήνης. Σχετικά με αυτές τις κηλίδες, επιπλέον, οι πιο σκοτεινές είναι πάντα εκείνες που βρίσκονται κοντά στην διαχωρίζουσα, το όριο μεταξύ του φωτός και της σκιάς, αλλά εκείνες που βρίσκονται πιο μακριά φαίνονται μικρότερες σε μέγεθος και λιγότερο σκοτεινές·έτσι ώστε τελικά, όταν η Σελήνη βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και είναι πανσέληνος, η διαφορά ανάμεσα στη σκοτεινότητα των κοιλοτήτων και στη φωτεινότητα των προεξοχών είναι πολύ μικρή.

 

[Λόγοι για να πιστεύουμε ότι υπάρχει διαφορά σύστασης σε διάφορα μέρη της επιφάνειας της Σελήνης]

 

Αυτά τα φαινόμενα που εξετάσαμε παρατηρούνται στις φωτεινές εκτάσεις της Σελήνης. Στις μεγάλες κηλίδες δεν βλέπουμε τέτοιες διαφορές κοιλοτήτων και προεξοχών όπως παρατηρούμε στα φωτεινότερα μέρη, λόγω της αλλαγής των σχημάτων τους κάτω από διαφορετικές ποσότητες φωτισμού από τις ακτίνες του Ήλιου, και ανάλογα με την ποικίλη θέση του Ήλιου σε σχέση με τη Σελήνη. Ωστόσο, στις μεγάλες κηλίδες υπάρχουν κάποιες περιοχές κάπως λιγότερο σκοτεινές από τις υπόλοιπες, όπως φαίνεται στις παραπάνω απεικονίσεις, αλλά αυτές οι περιοχές έχουν πάντα την ίδια εμφάνιση, και το μέγεθος της σκοτεινότητάς τους δεν εντείνεται ούτε μειώνεται. Φαίνονται πράγματι άλλες φορές περισσότερο, άλλες φορές λιγότερο σκιασμένες, αλλά η αλλαγή χρώματος είναι πολύ μικρή, σύμφωνα με την κλίση των ακτίνων του Ήλιου που πέφτουν πάνω τους·και εκτός αυτού, ενώνονται με τα παρακείμενα τμήματα των κηλίδων σταδιακά, έτσι ώστε τα όριά τους να σμίγουν και να χάνονται στη γύρω περιοχή. Αλλά είναι αρκετά διαφορετικό με τις κηλίδες που καταλαμβάνουν τα φωτεινότερα μέρη της επιφάνειας της Σελήνης, γιατί, σαν να ήταν απόκρημνα βράχια με πολυάριθμες τραχιές και οδοντωτές κορυφές, έχουν καλά καθορισμένα όρια μέσω της έντονης αντίθεσης φωτός και σκιάς. Επιπλέον, μέσα σε αυτές τις μεγάλες κηλίδες ορισμένες άλλες εκτάσεις φαίνονται φωτεινότερες από τη γύρω περιοχή, και μερικές από αυτές είναι ιδιαίτερα φωτεινές, αλλά η εμφάνιση αυτών των εκτάσεων, καθώς και των πιο σκοτεινών περιοχών, είναι πάντα η ίδια·δεν υπάρχει αλλαγή σχήματος ή φωτεινότητας ή μεγέθους σκιάς, έτσι ώστε να είναι βέβαιο και να μη χωρά καμιά αμφιβολία ότι η εμφάνισή τους οφείλεται σε πραγματική ανομοιομορφία των μερών και όχι μόνο σε ανομοιομορφίες στη διαμόρφωσή τους, αλλάζοντας με διαφορετικούς τρόπους τις σκιές των ίδιων τμημάτων ανάλογα με τις παραλλαγές του φωτισμού τους από τον Ήλιο,  κάτι που συμβαίνει πραγματικά στην περίπτωση των άλλων μικρότερων κηλίδων που καταλαμβάνουν το φωτεινότερο τμήμα της Σελήνης, γιατί μέρα με τη μέρα αλλάζουν, αυξάνονται, μειώνονται ή εξαφανίζονται, στο βαθμό που προέρχονται αποκλειστικά από τις σκιές των προεξοχών.

 

[Επεξήγηση της ομαλότητας του φωτισμένου τμήματος της περιφέρειας της σφαίρας της Σελήνης με την αναλογία των επίγειων φαινομένων ή με μια πιθανή σεληνιακή ατμόσφαιρα]

 

Αλλά εδώ αισθάνομαι ότι μερικοί άνθρωποι μπορεί να προβληματιστούν και να έχουν σοβαρές αμφιβολίες ώστε να νιώθουν αβέβαιοι για το συμπέρασμα που εξάγεται και υποστηρίζεται από τόσα πολλά φαινόμενα. Γιατί αν εκείνο το τμήμα της επιφάνειας της Σελήνης που αντανακλά περισσότερο τις ακτίνες του Ήλιου είναι γεμάτο ελικοειδείς διαμορφώσεις, προεξοχές, και αναρίθμητες κοιλότητες, τότε γιατί η εξωτερική άκρη που κοιτάζει προς τη δύση όταν η Σελήνη αυξάνεται, ή η άλλη μισή περιφέρεια στραμμένη προς την ανατολή όταν η Σελήνη φθίνει, ή ολόκληρος ο δίσκος της Σελήνης στην πανσέληνο, γιατί αυτές οι περιοχές δεν φαίνονται άνισες,  τραχιές, και ακανόνιστες, αλλά απόλυτα στρογγυλές σαν να ήταν χαραγμένες με διαβήτη, και χωρίς τα περιγράμματα οποιωνδήποτε προεξοχών ή κοιλοτήτων; Και το πιο αξιοσημείωτο, επειδή ολόκληρη η αδιάσπαστη άκρη ανήκει σε εκείνο το τμήμα της επιφάνειας της Σελήνης που έχει την ιδιότητα να φαίνεται φωτεινότερο από τα υπόλοιπα, τα οποία έχω πει ότι είναι γεμάτα προεξοχές και κοιλότητες. Γιατί καμία από τις μεγάλες κηλίδες δεν εκτείνεται μέχρι την περιφέρεια, αλλά όλες φαίνονται να είναι μακριά από την άκρη. Σχετικά με αυτό το φαινόμενο, το οποίο δίνει το έναυσμα για τόσο σοβαρές αμφιβολίες,  προτείνω δύο αιτίες, και κατά συνέπεια δύο λύσεις του προβλήματος.

 

Η πρώτη λύση που προσφέρω είναι η εξής:- Αν οι προεξοχές και οι κοιλότητες στο σώμα της Σελήνης υπήρχαν μόνο στην άκρη του κύκλου που οριοθετεί το ημισφαίριο που βλέπουμε, τότε η Σελήνη θα μπορούσε, ή μάλλον πρέπει, να μας εμφανιστεί με την μορφή ενόςοδοντωτού τροχού, που οριοθετείται με μια ακανόνιστη και άνιση περιφέρεια·αλλά αν, αντί για ένα ενιαίο σύνολο προβολών διατεταγμένων μόνο κατά μήκος της πραγματικής περιφέρειας, πάρα πολλές σειρές βουνών με τις κοιλότητες και τις κορφές τους τοποθετηθούν η μία μετά την άλλη κατά μήκος της άκρης της Σελήνης, και αυτό επίσης όχι μόνο στο ημισφαίριο που βλέπουμε, αλλά και σε αυτό που βρίσκεται από την πίσω πλευρά,  αλλά εντούτοις κοντά στα όρια του ημισφαιρίου, τότε το μάτι, βλέποντας από μακριά, δεν θα είναι καθόλου σε θέση να ανιχνεύσει τις διαφορές των προβολών και των κοιλοτήτων, γιατί τα διαστήματα μεταξύ των βουνών που βρίσκονται στον ίδιο κύκλο, ή στην ίδια σειρά, κρύβονται από τις προεξοχές άλλων κορυφογραμμών,  και ειδικά αν το μάτι του παρατηρητή τοποθετηθεί στην ίδια γραμμή με τις κορυφές των προεξοχών που αναφέρονται. Έτσι, στη Γη, οι κορυφές ενός αριθμού βουνών κοντά μεταξύ τους εμφανίζονται τοποθετημένες σε ένα επίπεδο, αν ο θεατής είναι πολύ μακριά και στέκεται στο ίδιο υψόμετρο. Έτσι, και όταν η θάλασσα είναι τραχιά, οι κορυφές των κυμάτων φαίνεται να σχηματίζουν ένα επίπεδο, αν και ανάμεσα στις κορυφές υπάρχουν μεγάλα χάσματα, τόσο βαθιά που όχι μόνο τα κύτη, αλλά ακόμη και τα κατάρτια των επιβλητικών πλοίων είναι κρυμμένα ανάμεσά τους. Επομένως, καθώς πάνω στη Σελήνη, όπως και γύρω από την περίμετρό της, υπάρχει μια πολλαπλή διάταξη προεξοχών και κοιλοτήτων, και το μάτι, που τις βλέπει από μεγάλη απόσταση, τοποθετείται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τις κορυφές τους, κανείς δεν χρειάζεται να παραξενευτεί που εμφανίζονται στο οπτικό πεδίο σαν μια αδιάσπαστη γραμμή απαλλαγμένη από ανομοιομορφίες.

 

Σε αυτή την εξήγηση μπορεί να προστεθεί και μια άλλη, ότι δηλαδή υπάρχει γύρω από το σώμα της Σελήνης, όπως ακριβώς γύρω από τη Γη, ένα περίβλημα κάποιας ουσίας πυκνότερης από τον υπόλοιπο αιθέρα, το οποίο είναι ικανό να δέχεται και να αντανακλά τις ακτίνες του Ήλιου, αν και δεν είναι τόσο αδιαφανές ώστε να μπορεί να εμποδίσει τη θέασή μας μέσα από αυτό- ειδικά όταν δεν φωτίζεται. Αυτός το περίβλημα, όταν φωτίζεται από τις ακτίνες του Ήλιου, καθιστά το σώμα της Σελήνης προφανώς μεγαλύτερο από ό, τι είναι πραγματικά, και θα μπορούσε να εμποδίσει την όρασή μας από το να διεισδύσει στο στερεό σώμα της Σελήνης, αν το πάχος του ήταν μεγαλύτερο. Τώρα, έχει μεγαλύτερο πάχος γύρω από την περιφέρεια της Σελήνης, μεγαλύτερο, εννοώ, όχι σε πραγματικό πάχος, αλλά σε σχέση με την οπτική μας γραμμή, η οποία το διασχίζει λοξά. Και έτσι μπορεί να σταματήσει την όρασή μας, ειδικά όταν είναι φωτισμένο, και μπορεί να αποκρύψει την πραγματική περιφέρεια της Σελήνης στην πλευρά που βρίσκεται προς τον Ήλιο.


Το σώμα της Σελήνης περιβαλλόμενο από τη θεωρούμενηατμόσφαιρα

 

Αυτό μπορεί να γίνει πιο κατανοητό από το παραπάνω σχήμα, στο οποίο το σώμα της Σελήνης, ABC, περιβάλλεται από μια ατμόσφαιρα, DEG. Το μάτι στο σημείο F διεισδύει στα μεσαία τμήματα της Σελήνης, όπως στο Α, μέσω ενός πάχους, DA, της ατμόσφαιρας. Αλλά προς τα ακραία τμήματα μια μάζα ατμόσφαιρας μεγαλύτερου βάθους, EB, κρύβει τα όριά της από τα μάτια μας. Ένα επιχείρημα υπέρ αυτού είναι ότι το φωτισμένο τμήμα της Σελήνης εμφανίζεται να έχει μεγαλύτερη περιφέρεια από την υπόλοιπη σφαίρα που βρίσκεται στη σκιά.

 

Ίσως επίσης μερικοί να πιστεύουν ότι αυτή η ίδια αιτία παρέχει μια πολύ λογική εξήγηση γιατί οι μεγαλύτερες κηλίδες στη Σελήνη δεν φαίνεται να φτάνουν στην άκρη της περιφέρειας από οποιαδήποτε πλευρά, αν και θα περίμενε κανείς ότι μερικές θα βρίσκονταν στην άκρη όπως και οπουδήποτε αλλού. Και φαίνεται αξιόπιστο ότι υπάρχουν κηλίδες εκεί, αλλά ότι δεν μπορούν να παρατηρηθούν επειδή είναι κρυμμένες από μια μάζα ατμόσφαιρας πολύ παχιά και πολύ φωτεινή για να διεισδύσει το μάτι.

 

[Υπολογισμός του Γαλιλαίου για να δείξει ότι το ύψος ορισμένων σεληνιακών βουνών υπερβαίνει τα τέσσερα μίλια]

 

Νομίζω ότι έχει καταστεί επαρκώς σαφές, από την εξήγηση των φαινομένων που έχει δοθεί, ότι το φωτεινότερο τμήμα της επιφάνειας της Σελήνης είναι διάσπαρτο παντού με προεξοχές και κοιλότητες. Μου μένει μόνο να μιλήσω για το μέγεθός τους, και να δείξω ότι οι τραχύτητες της επιφάνειας της Γης είναι πολύ μικρότερες από εκείνες της Σελήνης·μικρότερες, εννοώ, απολύτως,  και όχι σε σχέση με το μέγεθος των σφαιρών στις οποίες βρίσκονται. Και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα ως εξής:- Όπως παρατήρησα συχνά σε διάφορες θέσεις της Σελήνης σε σχέση με τον Ήλιο, ότι κάποιες κορυφές στο τμήμα της Σελήνης στη σκιά εμφανίστηκαν φωτισμένες, αν και σε κάποια απόσταση από το όριο του φωτός (τη διαχωρίζουσα), συγκρίνοντας την απόστασή τους με την πλήρη διάμετρο της Σελήνης, είδα ότι μερικές φορές ξεπερνούσε το ένα εικοστό της διαμέτρου.


Η σφαίρα της Σελήνης

 

Ας υποθέσουμε ότι η απόσταση είναι ακριβώς το 1/20 της διαμέτρου, και έστω το παραπάνω διάγραμμα αναπαριστά τη σφαίρα της Σελήνης, όπου CAF είναι ένας μεγάλος κύκλος, E είναι το κέντρο, και CF είναι μια διάμετρος, η οποία κατά συνέπεια έχει σε σχέση με τη διάμετρο της Γης την αναλογία 2:7. Δεδομένου ότι η διάμετρος της Γης, σύμφωνα με τις πιο ακριβείς παρατηρήσεις, είναι 7.000 ιταλικά μίλια, τότε το CF θα είναι 2.000, το CE 1.000, και το 1/20 μέρος του συνόλου, δηλαδή του CF, θα είναι 100 μίλια. Επίσης έστω η απόσταση του Α από το Cνα είναι το 1/20 της διαμέτρου·καθώς και η ακτίνα ΕΑ, η οποία τέμνει την εφαπτομένη γραμμή GCD, η οποία αντιπροσωπεύει την ακτίνα του Ήλιου που φωτίζει την κορυφή, στο σημείο D. Τότε, το τόξο CA ή η ευθεία γραμμή CD θα είναι 100 μονάδες, αν το CE είναι 1.000. Το άθροισμα των τετραγώνων των CD και CE είναι επομένως 1.010.000, και το τετράγωνο του DE είναι το ίδιο. Ως εκ τούτου, η απόσταση ΕD θα είναι μεγαλύτερη από 1.004 μονάδες·και το AD θα είναι περισσότερο από 4 μονάδες, αν το CE είναι 1.000. Επομένως, το ύψος του AD στη Σελήνη, το οποίο αντιπροσωπεύει μια κορυφή που την βλέπει μια ακτίνα του Ήλιου, GCD, και η οποία βρίσκεται μακριά από το οριακό σημείο C κατά μία απόσταση CD, είναι περισσότερο από 4 ιταλικά μίλια·αλλά στη Γη δεν υπάρχουν βουνά που να ξεπερνούν σε κάθετο ύψος το ένα μίλι.[3]Επομένως, μας μένει να συμπεράνουμε ότι είναι σαφές ότι οι προεξοχές της Σελήνης είναι υψηλότερες από εκείνες της Γης.

 

[Ο αμυδρός φωτισμός του δίσκου της Σελήνης κατά τη Νέα Σελήνη εξηγείται ότι οφείλεται στην αντανάκλαση του φωτός της Γης]

 

Επιθυμώ σε αυτό το σημείο να αποδώσω την αιτία ενός άλλου σεληνιακού φαινομένου που αξίζει να σημειωθεί, και παρόλο που αυτό το φαινόμενο παρατηρήθηκε από μένα όχι πρόσφατα, αλλά πριν από πολλά χρόνια, και έχει επισημανθεί σε μερικούς από τους στενούς φίλους και μαθητές μου, εξηγείται και αποδίδεται στην πραγματική του αιτία. Ωστόσο καθώς η παρατήρησή του γίνεται ευκολότερη και πιο ζωντανή με τη βοήθεια ενός τηλεσκοπίου, θεώρησα ότι δεν θα ήταν ακατάλληλο να εξεταστεί σε αυτό το μέρος, αλλά θα ήθελα να το παρουσιάσω κυρίως για να φανεί πιο ξεκάθαρα η σύνδεση και η ομοιότητα μεταξύ της Σελήνης και της Γης.

 

Όταν η Σελήνη, τόσο πριν όσο και μετά τη σύζευξη, βρίσκεται όχι μακριά από τον Ήλιο, όχι μόνο η σφαίρα της εμφανίζεται στο βλέμμα μας από την πλευρά όπου είναι εφοδιασμένη με λαμπερά κέρατα, αλλά μια μικρή και αμυδρή περιφέρεια φαίνεται επίσης να σηματοδοτεί τον κύκλο του σκοτεινού μέρους, αυτού του μέρους, δηλαδή, το οποίο βρίσκεται μακριά από τον Ήλιο, και ξεχωρίζει από το πιο σκούρο φόντο του ουρανού. Αλλά αν εξετάσουμε το θέμα πιο προσεκτικά, θα δούμε ότι όχι μόνο η άκρη του τμήματος στη σκιά λάμπει με μια αμυδρή φωτεινότητα, αλλά ότι ολόκληρο το πρόσωπο της Σελήνης, σε εκείνη η πλευρά, δηλαδή, που δεν δέχεται την αντανάκλαση του Ήλιου, φωτίζεται με ένα χλωμό φως σημαντικής φωτεινότητας. Με την πρώτη ματιά μόνο μια λεπτή περιφέρεια φαίνεται να λάμπει, λόγω του πιο σκοτεινού τμήματος του ουρανού που γειτνιάζει με αυτό·ενώ, αντίθετα, η υπόλοιπη επιφάνεια φαίνεται σκοτεινή, λόγω της γειτνίασης των λαμπερών κέρατων, γεγονός που περιορίζει την καθαρότητα της όρασής μας. Αλλά αν κάποιος επιλέξει μια τέτοια θέση, όπως με την παρεμβολή μιας στέγης, ή μιας καμινάδας, ή κάποιου άλλου αντικειμένου μεταξύ της όρασής του και της Σελήνης, αλλά σε μεγάλη απόσταση από το μάτι του, έτσι ώστε τα λαμπερά κέρατα της Σελήνης να κρυφτούν, και η υπόλοιπη σφαίρα της να αφεθεί εκτεθειμένη στη θέασή του, τότε θα διαπιστώσει ότι και αυτή η έκταση της Σελήνης, αν και στερημένη από το φως του Ήλιου, λάμπει με σημαντικό φως, και ιδιαίτερα αν το σκοτάδι της νύχτας έχει ήδη βαθύνει από την απουσία του Ήλιου·γιατί με πιο σκούρο φόντο το ίδιο φως εμφανίζεται πιο φωτεινό.

 

Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι αυτή η δευτερεύουσα φωτεινότητα της Σελήνης, όπως μπορώ να την ονομάσω, είναι μεγαλύτερη σε αναλογία καθώς η Σελήνη είναι λιγότερο απομακρυσμένη από τον Ήλιο·γιατί μειώνεται όλο και περισσότερο ανάλογα με την απόσταση της Σελήνης από τον Ήλιο, τόσο πολύ που μετά το πρώτο τέταρτο, και πριν από το τέλος του δεύτερου, διαπιστώνεται ότι είναι αδύναμη και πολύ αχνή, αν και παρατηρείται σε πιο σκοτεινό ουρανό·ενώ, σε γωνιακή απόσταση 60° ή λιγότερο, ακόμη και κατά τη διάρκεια του λυκόφωτος, το Φεγγάρι είναι υπέροχα φωτεινό, τόσο φωτεινό πράγματι που, με τη βοήθεια ενός καλού τηλεσκοπίου, οι μεγάλες κηλίδες μπορούν να διακριθούν σε αυτό.

 

Αυτή η παράξενη φωτεινότητα δεν έχει προκαλέσει μικρή αμηχανία στα φιλοσοφικά μυαλά,και κάποιοι δημοσίευσαν το ένα ή το άλλο πράγμα ως αιτία που πρέπει να υποτεθεί για αυτό το φαινόμενο. Μερικοί έχουν πει ότι είναι η εγγενής και φυσική φωτεινότητα της Σελήνης·άλλοι ότι μεταδίδεται σε αυτό το σώμα από τον πλανήτη Αφροδίτη·ή, όπως υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι, από όλα τα αστέρια·ενώ μερικοί έχουν πει ότι προέρχεται από τον Ήλιο, του οποίου οι ακτίνες, λένε, βρίσκουν έναν τρόπο να περάσουν μέσα από τη στερεά μάζα της Σελήνης. Αλλά οι δηλώσεις αυτού του είδους διαψεύδονται χωρίς μεγάλη δυσκολία και αποδεικνύονται ανακριβείς. Γιατί αν αυτό το είδος φωτός ήταν της Σελήνης, ή αν συνεισέφεραν τα αστέρια, η Σελήνη θα το διατηρούσε, ιδιαίτερα στις εκλείψεις, και θα το έδειχνε τότε, με φόντο έναν ασυνήθιστα σκοτεινό ουρανό, αλλά αυτό είναι αντίθετο με την εμπειρία. Γιατί η φωτεινότητα που παρατηρείται στη Σελήνη στις εκλείψεις είναι πολύ λιγότερο έντονη, είναι κάπως κοκκινωπή και σχεδόν χάλκινη, ενώ αυτή η δευτερεύουσα φωτεινότητα είναι πιο έντονη και πιο λευκή. Εκτός αυτού, η φωτεινότητα που παρατηρείται κατά τη διάρκεια μιας έκλειψης είναι μεταβλητή και μεταβαλλόμενη, γιατί μεταφέρεται πάνω στο πρόσωπο της Σελήνης, έτσι ώστε εκείνο το μέρος που βρίσκεται κοντά στην περιφέρεια του κύκλου της σκιάς που ρίχνει η Γη να είναι φωτεινό, αλλά το υπόλοιπο μέρος της Σελήνης να φαίνεται πάντα σκοτεινό. Από αυτήν την περίσταση καταλαβαίνουμε χωρίς δισταγμό ότι αυτή η φωτεινότητα οφείλεται στην εγγύτητα των ακτίνων του Ήλιου που έρχονται σε επαφή με κάποια πυκνότερη περιοχή που περιβάλλει τη Σελήνη·και εξαιτίας αυτής της επαφής ένα είδος ημίφωτος διαχέεται πάνω από τις γειτονικές περιοχές της Σελήνης, ακριβώς όπως το λυκόφως εξαπλώνεται το πρωί και το βράδυ στη Γη·[4]αλλά θα ασχοληθώ πληρέστερα με αυτό το θέμα στο βιβλίο μου για το Σύστημα του Σύμπαντος.

 

Και πάλι, ο ισχυρισμός ότι αυτό το είδος φωτός μεταδίδεται στη Σελήνη από τον πλανήτη Αφροδίτη είναι τόσο παιδαριώδης ώστε να μην αξίζει σχολιασμό·γιατί ποιος είναι τόσο αδαής ώστε να μην καταλαβαίνει ότι σε σύζευξη και σε γωνιακή απόσταση 60° είναι εντελώς αδύνατο το τμήμα της Σελήνης που βρίσκεται μακριά από τον Ήλιο να το βλέπει ο πλανήτης Αφροδίτη;

 

Αλλά ότι αυτό το φως προέρχεται από τον Ήλιο που διεισδύει με τις ακτίνες του στη στερεά μάζα της Σελήνης και την καθιστά φωτεινή, είναι εξίσου αβάσιμο. Γιατί τότε αυτό το φως δεν θα μειωνόταν ποτέ, αφού το ένα ημισφαίριο της Σελήνης φωτίζεται πάντα από τον Ήλιο, εκτός από τη στιγμή μιας σεληνιακής έκλειψης, αλλά πραγματικά μειώνεται γρήγορα ενώ η Σελήνη πλησιάζει στο τέλος του πρώτου της τετάρτου, και όταν περάσει το πρώτο τέταρτο γίνεται αρκετά θαμπό. Αφού, λοιπόν, αυτού του είδους η δευτερεύουσα φωτεινότητα δεν είναι εγγενής της Σελήνης, ούτε οφείλεται σε κανένα από τα αστέρια, ούτε στον Ήλιο, και αφού τώρα δεν απομένει σε ολόκληρο το Σύμπαν κανένα άλλο σώμα εκτός από τη Γη, τι πρέπει να συμπεράνουμε; Τι πρέπει να ισχυριστούμε; Θα ισχυριστούμε ότι το σώμα της Σελήνης, ή κάποια άλλη σκοτεινή και ανήλιαγη σφαίρα, λαμβάνει φως από τη Γη; Γιατί να μην είναι η Σελήνη; Και σίγουρα είναι. Η Γη, σε μια δίκαιη ανταλλαγή, ανταποδίδει στη Σελήνη έναν φωτισμό σαν εκείνον που δέχεται από τη Σελήνη κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών ωρών της νύχτας.

 

Επιτρέψτε μου να εξηγήσω το θέμα με μεγαλύτερη σαφήνεια. Σε σύζευξη, όταν η Σελήνη καταλαμβάνει μια θέση μεταξύ του Ήλιου και της Γης, φωτίζεται από τις ακτίνες του Ήλιου στην πλευρά της προς τον Ήλιο που είναι στραμμένη μακριά από τη Γη, και η άλλη μισή πλευρά, που είναι στραμμένη προς τη Γη, καλύπτεται από σκοτάδι, και έτσι δεν φωτίζει καθόλου την επιφάνεια της Γης. Όταν η Σελήνη έχει διαχωριστεί ελαφρώς από τον Ήλιο, αμέσως φωτίζεται εν μέρει στο μισό τμήμα που είναι στραμμένο προς εμάς·στρέφει προς το μέρος μας ένα λεπτό ασημένιο μισοφέγγαρο, και φωτίζει ελαφρά τη Γη. Ο φωτισμός του Ήλιου αυξάνεται πάνω στη Σελήνη καθώς πλησιάζει το πρώτο της τέταρτο, και η αντανάκλαση αυτού του φωτός αυξάνεται στη Γη. Η φωτεινότητα στη Σελήνη στη συνέχεια εκτείνεται πέρα από το ημικύκλιο, και οι νύχτες μας γίνονται πιο φωτεινές·κατά συνέπεια, ολόκληρο το πρόσωπο της Σελήνης που κοιτάζει προς τη Γη ακτινοβολείται με την πιο έντονη φωτεινότητα από τον Ήλιο, κάτι που συμβαίνει όταν ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές της Γης·τότε σε μήκος και πλάτος η επιφάνεια της Γης λάμπει με την πλημμύρα του σεληνόφωτος. Μετά από αυτό, η Σελήνη, τώρα στη χάση, στέλνει λιγότερο ισχυρές ακτίνες, και η Γη φωτίζεται λιγότερο·κατά συνέπεια, η Σελήνη πλησιάζει την πρώτη της θέση σύζευξης με τον Ήλιο, και αμέσως πυκνό σκοτάδι εισβάλλει στη Γη.

 

Σε έναν τέτοιο κύκλο το φως της Σελήνης μάς δίνει κάθε μήνα εναλλαγές φωτεινότερου και αμυδρότερου φωτισμού. Αλλά το όφελος του φωτός της στη Γη εξισορροπείται και ανταποδίδεται από το όφελος του φωτός της Γης σε εκείνη. Γιατί ενώ η Σελήνη βρίσκεται κοντά στον Ήλιο περίπου την ώρα της σύζευξης, έχει μπροστά της ολόκληρη την επιφάνεια εκείνου του ημισφαιρίου της Γης που είναι εκτεθειμένο στον Ήλιο, και φωτίζεται έντονα με τις ακτίνες του, και έτσι δέχεται φως που αντανακλάται από τη Γη. Εξαιτίας αυτής της αντανάκλασης, το ημισφαίριο της Σελήνης που βρίσκεται προς το μέρος μας, αν και στερείται ηλιακού φωτός, εμφανίζεται με σημαντική φωτεινότητα. Και πάλι, όταν απομακρύνεται από τον Ήλιο κατά ένα τεταρτημόριο, η Σελήνη βλέπει μόνο το ήμισυ του ημισφαιρίου της Γης φωτισμένο, δηλαδή το δυτικό μισό, γιατί το άλλο, το ανατολικό, καλύπτεται με τις αποχρώσεις της νύχτας·η Σελήνη, επομένως, είναι λιγότερο έντονα φωτισμένη από τη Γη, και κατά συνέπεια αυτό το δευτερεύον φως μάς φαίνεται πιο αχνό. Αλλά αν φανταστείτε τη Σελήνη να βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά της Γης από τον Ήλιο, θα βλέπει το ημισφαίριο της Γης, τώρα μεταξύ της Σελήνης και του Ήλιου, αρκετά σκοτεινό και βυθισμένο στο σκοτάδι της νύχτας. Αν, επομένως, μια έκλειψη πρέπει να συνοδεύει μια τέτοια θέση της Σελήνης, δεν θα λάβει καθόλου φως, στερούμενη από τον φωτισμό του Ήλιου και της Γης μαζί. Σε οποιαδήποτε άλλη θέση, όσον αφορά τη Γη και τον Ήλιο, η Σελήνη λαμβάνει περισσότερο ή λιγότερο φως με αντανάκλαση από τη Γη, ανάλογα με το μέγεθος του του τμήματος του ημισφαιρίου της Γης που φωτίζεται από τον Ήλιο. Γιατί ένας τέτοιος νόμος τηρείται ανάμεσα σε αυτές τις δύο σφαίρες, ότι οποιαδήποτε στιγμή η Γη φωτίζεται πιο έντονα από τη Σελήνη, εκείνη τη στιγμή, αντίθετα, η Σελήνη φωτίζεται λιγότερο από τη Γη·και αντίστροφα.

 

Αυτά τα λίγα λόγια για το θέμα αυτό αρκούν σε αυτό το σημείο· γιατί θα το εξετάσω πληρέστερα στο Σύστημα του Σύμπαντος, όπου, με πάρα πολλά επιχειρήματα και πειραματικές αποδείξεις, αποδεικνύεται ότι υπάρχει μια πολύ ισχυρή αντανάκλαση του φωτός του Ήλιου από τη Γη, για εκείνους που επιμένουν ότι η Γη δεν έχει σχέση με τον αστρικό της ξενιστή, κυρίως επειδή δεν έχει ούτε κίνηση ούτε φως, γιατί θα αποδείξω ότι η Γη έχει κίνηση, και ξεπερνά τη Σελήνη σε μεγαλείο, και δεν είναι ο τόπος όπου βρίσκονται όλα τα ποταπά απορρίμματα του Σύμπαντος·και θα υποστηρίξω την επίδειξή μου με χίλια επιχειρήματα παρμένα από φυσικά φαινόμενα.

 

[Τα αστέρια και η εμφάνισή τους στο τηλεσκόπιο]

 

Μέχρι τώρα έχω μιλήσει για τις παρατηρήσεις που έχω κάνει σχετικά με το σώμα της Σελήνης. Τώρα θα μιλήσω σε συντομία για τα φαινόμενα που έχω δει, μέχρι στιγμής, σε σχέση με τα σταθερά αστέρια. Και πρώτα από όλα αξίζει να ληφθεί υπόψη το ακόλουθο γεγονός:- Τα αστέρια, σταθερά καθώς και απρόβλεπτα, όταν φαίνονται με τηλεσκόπιο, σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να αυξάνονται σε μέγεθος στην ίδια αναλογία με άλλα αντικείμενα όπως και η ίδια η Σελήνη. Αλλά στην περίπτωση των αστεριών αυτή η αύξηση φαίνεται πολύ μικρότερη, έτσι ώστε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ένα τηλεσκόπιο, το οποίο (για λόγους απεικόνισης) είναι αρκετά ισχυρό για να μεγεθύνει άλλα αντικείμενα εκατό φορές, μόλις και μετά βίας θα κάνει τα αστέρια μεγεθυμένα τέσσερις ή πέντε φορές.

 

Ο λόγος για αυτό είναι ο εξής:-  Όταν τα αστέρια τα βλέπουμε με τη φυσική μας όραση, δεν μας παρουσιάζονται με το πραγματικό τους μέγεθος, αλλά ακτινοβολούν με μια ορισμένη λαμπρότητα, και πλαισιώνονται από αστραφτερές ακτίνες, ειδικά όταν η νύχτα είναι πολύ προχωρημένη.  Και από αυτή την περίσταση φαίνονται πολύ μεγαλύτερα από ό,τι θα ήταν αν τους αφαιρούσαν αυτά τα συμπτωματικά περιθώρια, γιατί η γωνία που σχηματίζουν με το μάτι δεν καθορίζεται από τον πρωτεύοντα δίσκο του άστρου, αλλά από τη φωτεινότητα που το περιβάλλει τόσο ευρέως. Ίσως θα το καταλάβετε αυτό πιο ξεκάθαρα από το γνωστό φαινόμενο ότι όταν τα αστέρια ανατέλλουν ακριβώς με τη δύση του Ηλίου, στην αρχή του λυκόφωτος, φαίνονται πολύ μικρά, αν και μπορεί να είναι αστέρια πρώτου μεγέθους. Και ακόμη και ο ίδιος ο πλανήτης Αφροδίτη, σε κάθε περίπτωση που μπορεί να γίνει ορατός κατά τη διάρκεια της ημέρας, φαίνεται τόσο μικρός που μετά βίας αντιστοιχεί σ’ ένα αστέρι του τελευταίου μεγέθους. Αυτό διαφέρειστην περίπτωση των άλλων αντικειμένων, ακόμη και της Σελήνης, η οποία, είτε την δούμε στο φως του μεσημεριού είτε στην καρδιά της νύχτας, εμφανίζεται πάντα με το ίδιο μέγεθος.

 

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι τα αστέρια φαίνονται τα μεσάνυχτα με απεριόριστη δόξα, αλλά τα περιθώριά τους είναι τέτοιας φύσης που το φως της ημέρας μπορεί να τα αποκόψει, και όχι μόνο το φως της ημέρας, αλλά και το παραμικρό σύννεφο που μπορεί να παρεμβάλλεται ανάμεσα σε ένα αστέρι και στο μάτι του παρατηρητή. Ένα σκούρο πέπλο ή ένα χρωματιστό γυαλί έχει το ίδιο αποτέλεσμα, γιατί, όταν το παρεμβάλετε ανάμεσα στο μάτι και στο αστέρι, όλη η λάμψη που το περιβάλλει χάνεται αμέσως. Ένα τηλεσκόπιο επιτυγχάνει επίσης το ίδιο αποτέλεσμα, γιατί αφαιρεί από τα αστέρια το λαμπερό τους περίβλημα προτού μεγεθύνει τους πραγματικούς τους δίσκους (αν όντως έχουν αυτό το σχήμα), και έτσι φαίνονται λιγότερο μεγεθυμένα από άλλα αντικείμενα, γιατί ένα αστέρι πέμπτου ή έκτου μεγέθους που φαίνεται μέσω ενός τηλεσκοπίου εμφανίζεται ως πρώτου μεγέθους.

 

Η διαφορά μεταξύ της εμφάνισης των πλανητών και των σταθερών αστεριών φαίνεται επίσης να αξίζει προσοχής. Οι πλανήτες παρουσιάζουν τους δίσκους τους τέλεια στρογγυλούς, σαν να σχεδιάστηκαν με έναν διαβήτη, και εμφανίζονται σαν μικρά φεγγάρια, εντελώς φωτισμένα και σφαιρικού σχήματος.  Και με ένα τηλεσκόπιο εμφανίζονται με το ίδιο σχήμα όπως όταν τους βλέπουμε με γυμνό μάτι, αλλά τόσο πολύ μεγαλύτεροι ώστε ένα αστέρι πέμπτου ή έκτου μεγέθους θα φαινόταν σαν το Σείριο, το λαμπρότερο από όλα τα σταθερά αστέρια.

 

[Τα αμέτρητα αστέρια που φαίνονται με το τηλεσκόπιο. Παραδείγματα: ο Ωρίωνας και οι Πλειάδες όπως περιγράφονται από τον Γαλιλαίο]


Αριστερά: Η ζώνη και το σπαθί του Ωρίωνα, 83 αστέρια – Δεξιά: Πλειάδες, 36 Αστέρια

 

Αλλά πέρα από τα αστέρια έκτου μεγέθους, θα δείτε μέσα από το τηλεσκόπιο ένα πλήθος άλλων άστρων, τα οποία δεν είναι ορατά στο γυμνό μάτι, τόσο πολυάριθμα ώστε να είναι σχεδόν απίστευτα πολλά, γιατί μπορείτε να δείτε περισσότερες από έξι διαφορές μεγέθους, και το μεγαλύτερο μέγεθος από αυτά, που αντιστοιχεί σε αστέρια που τα ονομάζω έβδομου μεγέθους,  ή αθέατα αστέρια του πρώτου μεγέθους, εμφανίζονται με τη βοήθεια του τηλεσκοπίου μεγαλύτερα και φωτεινότερα από τα αστέρια του δεύτερου μεγέθους όπως φαίνονται με γυμνό μάτι. Αλλά για να δείτε μία ή δύο αποδείξεις για τον απίστευτο τρόπο με τον οποίο συνωστίζονται μαζί, αποφάσισα να δώσω ένα παράδειγμα σχετικά με δύο αστρικά σμήνη, έτσι ώστε με αυτά ως δείγμα να μπορείτε να αποφασίσετε για τα υπόλοιπα.

 

Ως πρώτο παράδειγμα είχα αποφασίσει να απεικονίσω ολόκληρο τον αστερισμό του Ωρίωνα, αλλά λόγω της τεράστιας ποσότητας αστεριών και της έλλειψης χρόνου ανέβαλα την προσπάθεια αυτή για μια άλλη περίσταση, γιατί υπάρχουν κοντά ή τριγύρω από τα ήδη γνωστά αστέρια του αστερισμού περισσότερα από πεντακόσια νέα αστέρια μέσα σε ένα εύρος μιας ή δύο μοιρών. Για το λόγο αυτό επέλεξα τα τρία αστέρια στη ζώνη του Ωρίωνα και τα έξι στο σπαθί του, τα οποία ήταν ήδη γνωστό ότι αποτελούν ομάδες αστεριών, και πρόσθεσα άλλα ογδόντα αστέρια που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα τριγύρω τους, και διατήρησα όσο το δυνατόν ακριβέστερα τα διαστήματα μεταξύ τους. Τα γνωστά ή παλιά αστέρια, για λόγους διάκρισης, τα έχω απεικονίσει μεγαλύτερου μεγέθους, και τα έχω σημειώσει με διπλή γραμμή (αστεράκι)·τα άλλα, που είναι αόρατα με γυμνό μάτι, τα έχω σημειώσει μικρότερα και με μία μόνο γραμμή (σταυρός). Διατήρησα επίσης τις διαφορές μεγέθους όσο μπορούσα.

 

Ως δεύτερο παράδειγμα έχω απεικονίσει τα έξι αστέρια του αστερισμού του Ταύρου, που ονομάζονται Πλειάδες (λέω έξι σκόπιμα, αφού το έβδομο είναι ελάχιστα ορατό), μια ομάδα αστεριών που βρίσκονται στον ουρανό κοντά το ένα στο άλλο. Κοντά σε αυτά βρίσκονται περισσότερα από σαράντα αστέρια αόρατα στο γυμνό μάτι, κανένα από τα οποία δεν απέχει περισσότερο από μισή μοίρα από τα προαναφερθέντα έξι·από αυτά έχω απεικονίσει μόνο τριάντα έξι στο διάγραμμά μου. Έχω διατηρήσει τα διαστήματα, τα μεγέθη, και τη διάκριση μεταξύ των παλαιών και των νέων άστρων, όπως και στην περίπτωση του αστερισμού του Ωρίωνα.

 

[Ο Γαλαξίας αποτελείται εξολοκλήρου από αστέρια σε αμέτρητους αριθμούς και διάφορα μεγέθη]

 

Το επόμενο αντικείμενο που παρατήρησα είναι ο Γαλαξίας και η σύστασή του. Με τη βοήθεια ενός τηλεσκοπίου μπορεί κανείς να το δει αυτό με τρόπο τόσο ξεκάθαρο, έτσι ώστε όλες οι διαμάχες που έχουν κατά καιρούς βασανίσει τους φιλοσόφους καταργούνται από τα στοιχεία που έχουμε μπροστά στα μάτια μας, και έτσι απελευθερωνόμαστε από τις λεκτικές διαμάχες σχετικά με αυτό το θέμα, γιατί ο Γαλαξίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μάζα αναρίθμητων αστεριών που βρίσκονται μαζί σε σμήνη. Σε οποιοδήποτε μέρος του Γαλαξία και αν κατευθύνετε το τηλεσκόπιο, αμέσως ένα τεράστιο πλήθος αστεριών παρουσιάζεται στα μάτια σας. Πολλά από αυτά είναι αρκετά μεγάλα και εξαιρετικά φωτεινά, αλλά το πλήθος των μικρών αστεριών είναι αναρίθμητο.

 

[Τα νεφελώματα αναλυμένα σε σμήνη αστεριών. Παραδείγματα από τους αστερισμούς του Ωρίωνα και του Καρκίνου]


Αριστερά: Αστρικό σμήνος στο κεφάλι του Ωρίωνα – Δεξιά: Αστρικό σμήνος της Κυψέλης στον Καρκίνο

 

Και ενώ αυτή η γαλακτώδης φωτεινότητα, σαν τη λαμπρότητα ενός λευκού σύννεφου, δεν φαίνεται μόνο στον Γαλαξία μας, αλλά πολλά σημεία παρόμοιου χρώματος λάμπουν αμυδρά εδώ κι εκεί στους ουρανούς, αν στρέψετε το τηλεσκόπιο σε κάποιο από αυτά θα βρείτε κι ένα σύμπλεγμα αστεριών που βρίσκονται κοντά το ένα με το άλλο. Επιπλέον- και θα εκπλαγείτε περισσότερο με αυτό,- τα αστέρια που έχουν χαρακτηριστεί από όλους τους αστρονόμους μέχρι σήμερα νεφελώδη, είναι ομάδες μικρών αστεριών τοποθετημένων όλων μαζί με υπέροχο τρόπο, και παρόλο που το καθένα από αυτά λόγω της μικρότητάς του, ή της τεράστιας απόστασής του από εμάς, διαφεύγει από τα μάτια μας, από την ανάμειξη των ακτίνων τους προκύπτει αυτή η φωτεινότητα που προέρχεται από το πυκνότερο μέρος των ουρανών, ικανή να αντανακλά τις ακτίνες των αστεριών ή του Ήλιου.

 

Έχω παρατηρήσει μερικά από αυτά τα σμήνη, και θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο από αυτά τα νεφελώματα. Πρώτον, είναι ένα διάγραμμα του νεφελώματος στο κεφάλι του Ωρίωνα, όπου έχω μετρήσει είκοσι ένα αστέρια. Το δεύτερο σμήνος περιέχει το νεφέλωμα που ονομάζεται Κυψέλη (Praesepe), το οποίο δεν είναι μόνο ένα αστέρι, αλλά ένα σύνολο περισσότερων από σαράντα μικρών αστεριών. Σε αυτό, έχω παρατηρήσει τριάντα έξι αστέρια, ανάμεσα στους δύο Aselli,[5]διατεταγμένα στο παραπάνω διάγραμμα.

 

[Καταγραφή των παρατηρήσεων του Γαλιλαίου σχετικά με την ανακάλυψη των δορυφόρων του Δία]

 

Εδώ ολοκληρώνω τη σύντομη περιγραφή των παρατηρήσεων που έχω κάνει μέχρι τώρα σχετικά με τη Σελήνη, τα σταθερά αστέρια, και τον Γαλαξία. Παραμένει το ζητούμενο, το οποίο μου φαίνεται ότι αξίζει να θεωρηθεί το πιο σημαντικό σε αυτό το έργο, δηλαδή ότι θα πρέπει να αποκαλύψω και να δημοσιεύσω στον κόσμο την ανακάλυψη και παρατήρηση τεσσάρων πλανητών, που δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ ξανά, τις θέσεις τους, και τις παρατηρήσεις που έγιναν τους τελευταίους δύο μήνες σχετικά με τις κινήσεις τους και τις αλλαγές μεγέθους τους. Και προσκαλώ όλους τους αστρονόμους να εξετάσουν και να καθορίσουν τους περιοδικούς χρόνους αυτών των πλανητών, κάτι που δεν έχω καταφέρει μέχρι σήμερα, λόγω του περιορισμού του χρόνου μου. Τους προειδοποιώ όμως και πάλι, για να μην προσεγγίσουν μια τέτοια έρευνα άσκοπα, ότι χρειάζονται ένα πολύ ακριβές τηλεσκόπιο, σαν και αυτό που περιέγραψα στην αρχή αυτής της αφήγησης.

 

Την 7ηημέρα του Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, 1610, την πρώτη ώρα της επόμενης νύχτας, καθώς κοίταζα τους αστερισμούς του ουρανού μέσα από ένα τηλεσκόπιο, ο πλανήτης Δίας παρουσιάστηκε στη θέα μου, και καθώς είχα ετοιμάσει ένα πολύ καλό όργανο παρατήρησης, είδα κάτι που δεν είχα καταφέρει ποτέ να παρατηρήσω πριν,  λόγω έλλειψης ισχύος του προηγούμενου τηλεσκοπίου μου, ότι δηλαδή τρία μικρά αστέρια,[6]μικρά αλλά πολύ φωτεινά, βρίσκονταν κοντά στον πλανήτη. Και παρόλο που πίστευα αρχικά ότι ανήκαν στο πλήθος των απλανών αστέρων, εντούτοις με έκαναν κάπως να αναρωτηθώ, γιατί φαίνονταν να είναι διατεταγμένα ακριβώς σε ευθεία γραμμή, παράλληλα με την εκλειπτική, και να είναι φωτεινότερα από τα υπόλοιπα αστέρια, ίσα με αυτά σε μέγεθος. Η θέση τους σε σχέση μεταξύ τους και με τον Δία ήταν η εξής:-


 

Στην ανατολική πλευρά υπήρχαν δύο αστέρια και ένα μόνο προς τα δυτικά. Το αστέρι που ήταν πιο μακριά προς την ανατολή, και το δυτικό αστέρι, εμφανίστηκαν μάλλον μεγαλύτερα από το τρίτο.

 

Δεν είχα προβληματιστεί καθόλου για την απόσταση μεταξύ αυτών των αστεριών και του Δία, γιατί, όπως έχω ήδη πει, στην αρχή πίστευα ότι ήταν σταθερά αστέρια·αλλά όταν στις 8 Ιανουαρίου, οδηγημένος από κάποιο προαίσθημα, γύρισα πάλι να κοιτάξω το ίδιο μέρος των ουρανών, βρήκα μια πολύ διαφορετική κατάσταση των πραγμάτων, γιατί υπήρχαν τρία μικρά αστέρια όλα δυτικά του Δία, και πιο κοντά μαζί από ό, τι την προηγούμενη νύχτα, και χωρίστηκαν το ένα από το άλλο με ίσα διαστήματα,  όπως δείχνει η συνοδευτική εικονογράφηση:-


 

Σε αυτό το σημείο, αν και δεν είχα στρέψει καθόλου την προσοχή μου στην απόσταση των άστρων μεταξύ τους, εντούτοις η έκπληξή μου άρχισε να μεγαλώνει, καθώς ο Δίας θα μπορούσε μια μέρα να βρεθεί στα ανατολικά όλων των προαναφερθέντων άστρων, όταν την προηγούμενη μέρα ήταν δυτικά δύο από αυτά. Και αμέσως φοβήθηκα μήπως ο πλανήτης είχε μετακινηθεί διαφορετικά από τον υπολογισμό των αστρονόμων, και έτσι είχε προσπεράσει αυτά τα αστέρια με τη δική του κανονική κίνηση. Περίμενα λοιπόν την επόμενη νύχτα με την πιο έντονη λαχτάρα, αλλά απογοητεύτηκα από την ελπίδα μου, γιατί ο ουρανός ήταν καλυμμένος με σύννεφα προς κάθε κατεύθυνση.

 

Αλλά στις 10 Ιανουαρίου τα αστέρια εμφανίστηκαν στην ακόλουθη θέση σε σχέση με τον Δία:-


 

Υπήρχαν μόνο δύο αστέρια, και τα δύο στην ανατολική πλευρά του Δία, ενώ το τρίτο, όπως θεώρησα, ήταν κρυμμένο από τον πλανήτη. Βρίσκονταν ακριβώς όπως πριν, στην ίδια ευθεία με τον Δία, και κατά μήκος του Ζωδιακού Κύκλου.

 

Όταν είχα δει αυτά τα φαινόμενα, καθώς ήξερα ότι οι αντίστοιχες αλλαγές θέσης δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να ανήκουν στον Δία, και καθώς, επιπλέον, αντιλήφθηκα ότι τα αστέρια που είδα ήταν πάντα τα ίδια, γιατί δεν υπήρχαν άλλα ούτε μπροστά ούτε πίσω σε μεγάλη απόσταση κατά μήκος του Ζωδιακού Κύκλου, τελικά, καθώς η αμφιβολία μου μετατράπηκε σε έκπληξη, ανακάλυψα ότι η εναλλαγή της θέσης που έβλεπα δεν ανήκε στον Δία, αλλά στα αστέρια στα οποία είχε στραφεί η προσοχή μου, και σκέφτηκα επομένως ότι έπρεπε να παρατηρηθούν στο εξής με περισσότερη προσοχή και ακρίβεια.

 

Κατά συνέπεια, στις 11 Ιανουαρίου είδα μια διάταξη του ακόλουθου είδους:-


 

Δηλαδή μόνο δύο αστέρια στα ανατολικά του Δία, το κοντινότερο από τα οποία ήταν τρεις φορές πιο μακριά από τον Δία από ό,τι το αστέρι πιο ανατολικά. Και το αστέρι που ήταν πιο μακριά στα ανατολικά ήταν σχεδόν διπλάσιο από το άλλο, ενώ την προηγούμενη νύχτα είχαν εμφανιστεί σχεδόν ίσου μεγέθους.

 

Κατέληξα λοιπόν χωρίς δισταγμό στο συμπέρασμα, ότι υπάρχουν τρία αστέρια στους ουρανούς που κινούνται γύρω από τον Δία, όπως η Αφροδίτη και ο Ερμής γύρω από τον Ήλιο. Αυτό το συμπέρασμα μού έγινε σταδιακά τόσο ξεκάθαρο όσο το φως της ημέρας από πολλές άλλες μεταγενέστερες παρατηρήσεις. Αυτές οι παρατηρήσεις απέδειξαν επίσης ότι δεν υπάρχουν μόνο τρεις, αλλά τέσσερεις, πλανήτες που εκτελούν τις περιφορές τους γύρω από τον Δία, οι αλλαγές θέσης των οποίων παρατηρήθηκαν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις επόμενες νύχτες, όπως θα φανεί από την ακόλουθη αφήγηση. Έχω μετρήσει επίσης τις αποστάσεις μεταξύ τους με το τηλεσκόπιο με τον τρόπο που ήδη εξηγήθηκε. Εκτός από αυτό, δίνω και τους χρόνους των παρατηρήσεων, ειδικά όταν έγιναν αρκετές την ίδια νύχτα, γιατί οι περιφορές αυτών των πλανητών είναι τόσο γρήγορες που ένας παρατηρητής μπορεί γενικά να τους βρίσκει σε διαφορετικές θέσεις, ανάλογα με την ώρα.

 

12 Ιανουαρίου.- Την πρώτη ώρα της επόμενης νύχτας είδα αυτά τα ουράνια σώματα διατεταγμένα με τον ακόλουθο τρόπο:-


 

Το άστρο πιο μακριά στα ανατολικά ήταν μεγαλύτερο από το άστρο που ήταν πιο μακριά στα δυτικά. Αλλά και τα δύο ήταν πολύ εμφανή και φωτεινά. Η απόσταση του καθενός από τον Δία ήταν 2'. Ένα τρίτο αστέρι, που σίγουρα δεν φαινόταν πριν, άρχισε να εμφανίζεται την τρίτη ώρα·άγγιξε σχεδόν τον Δία στην ανατολική πλευρά, και ήταν εξαιρετικά μικρό. Ήταν όλα διατεταγμένα στην ίδια ευθεία, κατά μήκος της εκλειπτικής.

 

13 Ιανουαρίου.- Για πρώτη φορά τέσσερα άστρα ήταν ορατά στην ακόλουθη θέση σε σχέση με τον Δία:-


 

Τρία βρίσκονταν στα δυτικά, και ένα στα ανατολικά. Βρίσκονταν σχεδόν σε μια ευθεία γραμμή, αλλά το μεσαίο αστέρι εκείνων προς τα δυτικά παρέκκλινε λίγο από την ευθεία γραμμή προς τα βόρεια. Το αστέρι που βρισκόταν ανατολικότερα βρισκόταν σε απόσταση 2'από τον Δία. Υπήρχε μια διαφορά ενός λεπτού της μοίρας τόσο μεταξύ του Δία και του πλησιέστερου αστεριού, όσο και μεταξύ των αστεριών δυτικά του Δία. Όλα τα αστέρια ήταν του ίδιου μεγέθους, και παρότι ήταν πολύ μικρά, ήταν εντούτοις πολύ λαμπρά, καθώς ξεπερνούσαν κατά πολύ τα σταθερά αστέρια του ίδιου μεγέθους...[7]

 

26 Φεβρουαρίου:- Αυτή τη νύχτα, για πρώτη φορά, αποφάσισα να παρατηρήσω την κίνηση του Δία και των παρακείμενων πλανητών κατά μήκος του ζωδιακού κύκλου, αναφερόμενος σε κάποιο σταθερό αστέρι·γιατί υπήρχε ένα τέτοιο ανατολικά του Δία, σε απόσταση 11'από το αστέρι (δορυφόρο) στα ανατολικά και λίγο νοτιότερα, με τον ακόλουθο τρόπο:-


 

27 Φεβρουαρίου:- Τα αστέρια τώρα εμφανίστηκαν στην ακόλουθη διαμόρφωση:-


 

Το άστρο που βρισκόταν ανατολικότερα βρισκόταν σε απόσταση 10'από τον Δία·το επόμενο κατά σειρά βρισκόταν σε απόσταση 0' 30''από τον πλανήτη. Το επόμενο αστέρι βρισκόταν στη δυτική πλευρά, σε απόσταση 2' 30''από τον Δία·και το αστέρι πιο δυτικά ήταν σε απόσταση 1'από το προηγούμενο. Τα δυο αστέρια κοντά στον Δία φαίνονταν μικρά, ειδικά το αστέρι στα ανατολικά. Αλλά τα αστέρια που βρίσκονταν πιο μακριά ήταν πολύ φωτεινά, ιδιαίτερα εκείνα στα δυτικά, και σχημάτιζαν μια ευθεία γραμμή προς την κατεύθυνση της εκλειπτικής. Η κίνηση αυτών των πλανητών προς τα ανατολικά φαινόταν καθαρά σε σχέση με το προαναφερθέν σταθερό άστρο, γιατί ο Δίας και οι συνοδοί πλανήτες του ήταν πιο κοντά σε αυτό, όπως φαίνεται στο παραπάνω σχήμα. Την πέμπτη ώρα το αστέρι (δορυφόρος) στα ανατολικά, κοντά στον Δία, απείχε 1'από τον πλανήτη...

 

2 Μαρτίου:- Τρία αστέρια ήταν παρόντα, δύο στα ανατολικά και ένα στα δυτικά, στη διαμόρφωση που φαίνεται στο παρακάτω σχήμα.


 

Το αστέρι που βρισκόταν πιο ανατολικά ήταν 7'από τον Δία·από αυτό το αστέρι το επόμενο ήταν 0' 30''μακριά, και το αστέρι στα δυτικά χωριζόταν από τον Δία με ένα διάστημα 2'. Τα αστέρια που βρίσκονταν πιο μακριά ήταν φωτεινότερα και μεγαλύτερα από τα υπόλοιπα αστέρια, τα οποία φαίνονταν πολύ μικρά. Ο απλανής αστέρας που αναφέρθηκε βρισκόταν σε απόσταση 8'από το δυτικό αστέρι, κατά μήκος μιας γραμμής κάθετης στην ευθεία όλων των αστεριών (δορυφόρων), όπως φαίνεται στο παραπάνω σχήμα.

 

Αυτούς τους προσδιορισμούς της κίνησης του Δία και των παρακείμενων πλανητών (των δορυφόρων του) με αναφορά σε ένα σταθερό αστέρι, σκέφτηκα να παρουσιάσω στους αστρονόμους, προκειμένου ο καθένας να είναι σε θέση να καταλάβει ότι οι κινήσεις αυτών των πλανητών, τόσο σε γεωγραφικό μήκος όσο και σε γεωγραφικό πλάτος, συμφωνούν ακριβώς με τις κινήσεις του Δία που εξάγονται από αστρονομικούς πίνακες.

 

Αυτές είναι οι παρατηρήσεις μου πάνω στους τέσσερεις πλανήτες των Μεδίκων, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα για πρώτη φορά από εμένα. Και παρόλο που δεν μπορώ ακόμη να υπολογίσω με βάση τις παρατηρήσεις μου τις τροχιές αυτών των σωμάτων, εντούτοις ας μου επιτραπεί να κάνω κάποιες δηλώσεις άξιες προσοχής, βασισμένες σε αυτές τις παρατηρήσεις.

 

[Συμπεράσματα από τις προηγούμενες παρατηρήσεις σχετικά με τις τροχιές και τις περιόδους των δορυφόρων του Δία]

 

Κατά πρώτο λόγο, δεδομένου ότι αυτοί οι πλανήτες (δορυφόροι) βρίσκονται άλλες φορές πίσω, άλλες φορές μπροστά από τον Δία, σε παρόμοιες αποστάσεις, και απομακρύνονται από τον Δία προς την ανατολή και προς τη δύση μόνο για λίγες μοίρες, και δεδομένου ότι συνοδεύουν αυτόν τον πλανήτη εξίσου είτε η κίνησή του είναι ανάδρομη είτε ορθόδρομη, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι αυτοί οι πλανήτες περιφέρονται γύρω από το Δία, ενώ ταυτόχρονα εκτελούν όλοι μαζί τροχιές διάρκειας δώδεκα ετών γύρω από το κέντρο του κόσμου. Επιπλέον, εκτελούν τροχιές σε άνισους κύκλους, συμπέρασμα που προφανώς πρέπει να εξαχθεί από το γεγονός ότι ποτέ δεν μπόρεσα να δω δύο πλανήτες σε σύζευξη όταν η απόστασή τους από τον Δία ήταν μεγάλη, ενώ κοντά στον Δία δύο, τρεις, και μερικές φορές και οι τέσσερεις πλανήτες, έχουν βρεθεί σε σύζευξη. Επιπλέον, μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι τροχιές των πλανητών που περιγράφουν τους μικρότερους κύκλους γύρω από τον Δία είναι οι πιο γρήγορες, γιατί οι πλανήτες που βρίσκονται πλησιέστερα στον Δία είναι συχνά ορατοί στα ανατολικά, όταν την προηγούμενη ημέρα έχουν εμφανιστεί στη δύση, και αντίθετα. Επίσης, ο πλανήτης που κινείται στη μεγαλύτερη τροχιά μού φαίνεται, έχοντας παρατηρήσει προσεκτικά τις θέσεις από τις οποίες είχε περάσει προηγουμένως, ότι έχει περιοδικό χρόνο μισού μήνα.

 

Εδώ έχουμε ένα αξιοσημείωτο και υπέροχο επιχείρημα για να ακυρωθούν οι ενδοιασμοί εκείνων που δέχονται την περιφορά των πλανητών γύρω από τον Ήλιο στο σύστημα του Κοπέρνικου,  αλλά τους ενοχλεί η περιφορά της Σελήνης γύρω από τη Γη, καθώς και τα δυο αυτά σώματα εκτελούν μια τροχιά διάρκειας ενός έτους γύρω από τον Ήλιο, θεωρώντας ότι αυτή η θεωρία της σύστασης του Σύμπαντος πρέπει να απορριφθεί ως αδύνατη.Γιατί τώρα δεν έχουμε μόνο έναν πλανήτη (τη Σελήνη) που περιφέρεται γύρω από έναν άλλο (τη Γη), ενώ και οι δύο διασχίζουν μια μεγάλη τροχιά γύρω από τον Ήλιο, αλλά τέσσερεις πλανήτες (δορυφόροι), που περιφέρονται γύρω από τον Δία, όπως η Σελήνη γύρω από τη Γη, ενώ ολόκληρο αυτό το σύστημα κινείται σε μια μεγαλύτερη τροχιά γύρω από τον Ήλιο σε χρονικό διάστημα δώδεκα ετών.

 

[Επεξήγηση των διακυμάνσεων της φωτεινότητας των δορυφόρων του Δία]

 

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχάσω να αναφέρω γιατί συμβαίνει τα αστέρια των Μεδίκων (οι δορυφόροι του Δία), εκτελώντας πολύ μικρές τροχιές γύρω από τον Δία, φαίνονται μερικές φορές περισσότερο από δύο φορές μεγαλύτερα από ό, τι άλλες φορές. Δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να αναζητήσουμε την εξήγηση στην ομίχλη της ατμόσφαιρας της Γης, γιατί ενώ αυτά τα σώματα φαίνονται μεγαλύτερα ή μικρότερα, οι δίσκοι του Δία και των γειτονικών σταθερών άστρων φαίνονται αρκετά αναλλοίωτοι. Το ότι πλησιάζουν και απομακρύνονται από τη Γη, ώστε να εμφανίζουν τόσο μεγάλες αλλαγές, φαίνεται εντελώς αβάσιμο, γιατί μια τέλεια κυκλική κίνηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δημιουργήσει τέτοια φαινόμενα·και μια ελλειπτική κίνηση (η οποία σε αυτή την περίπτωση θα ήταν σχεδόν ευθύγραμμη) φαίνεται να είναι αβάσιμη, και σε καμία περίπτωση σύμφωνη με τα φαινόμενα που παρατηρούνται.

 

Ευχαρίστως όμως δημοσιεύω την εξήγηση που σκέφτηκα σχετικά με αυτό το θέμα, και την υποβάλλω στην κρίση όλων των αληθινών φιλοσόφων. Είναι βέβαιο ότι όταν παρεμβάλλεται η ατμοσφαιρική ομίχλη, οι δίσκοι του Ήλιου και της Σελήνης εμφανίζονται μεγαλύτεροι, αλλά οι απλανείς αστέρες και οι πλανήτες εμφανίζονται μικρότεροι από ό,τι πραγματικά είναι. Ως εκ τούτου, οι δίσκοι του Ήλιου και της Σελήνης όταν βρίσκονται κοντά στον ορίζοντα είναι μεγαλύτεροι, αλλά τα αστέρια εμφανίζονται μικρότερα και συχνά είναι ελάχιστα ορατά. Επίσης, το μέγεθός τους μειώνεται ακόμη περισσότερο αν η ατμοσφαιρική ομίχλη φωτιστεί. Έτσι τα αστέρια εμφανίζονται πολύ μικρά κατά τη διάρκεια της ημέρας και στο λυκόφως, αλλά η Σελήνη δεν εμφανίζεται έτσι, όπως προανέφερα. Επιπλέον, είναι βέβαιο ότι όχι μόνο η Γη, αλλά και η Σελήνη, έχει τη δική της ατμόσφαιρα που την περιβάλλει, για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως, και ειδικά για τους λόγους που θα αναφερθούν στο Σύστημα του Σύμπαντος·και μπορούμε επίσης να συνάγουμε το ίδιο και για τους υπόλοιπους πλανήτες.

 

Έτσι, δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση αβάσιμη η άποψη ότι και ο Δίας επίσης θα έχει μια ατμόσφαιρα πυκνότερη από τον υπόλοιπο αιθέρα, γύρω από την οποία, όπως η Σελήνη γύρω από τη σφαίρα των στοιχείων,[8]περιφέρονται τα αστέρια των Μεδίκων (δορυφόροι του Δία). Και με την παρέμβαση αυτής της ατμόσφαιρας φαίνονται μικρότερα όταν βρίσκονται στο απόγειο·αλλά όταν βρίσκονται στο περίγειο, λόγω της απουσίας ή της εξασθένησης αυτής της ατμόσφαιρας, εμφανίζονται μεγαλύτερα.

 

[Επίλογος]

 

Η έλλειψη χρόνου με εμποδίζει να επεκταθώ περαιτέρω σε αυτά τα θέματα. Οι αναγνώστες μου μπορούν να περιμένουν επιπλέον παρατηρήσεις για αυτά τα θέματα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

 

 

ΤΕΛΟΣ

 


 

Ο Αστρονομικός Αγγελιοφόρος (Sidereus Nuncius), Γαλιλαίο Γαλιλέι, 1610.

Μετάφραση για τα Αγγλικά, EdwardStaffordCarlos.

 

Εικόνα εξώφυλλου: Ο σπασμένος φακός του Γαλιλαίου, μουσείο τουΝότιουΚένσινγκτον, 1876

[https://en.wikisource.org/wiki/The_Sidereal_Messenger_of_Galileo_Galilei]

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2023.

 

Για τη μετάφραση χρησιμοποίησα τα κείμενα:

[https://www.gutenberg.org/files/46036/46036-h/46036-h.htm]

[https://homepages.hass.rpi.edu/ruiz/AdvancedDigitalImagingSpring2021/ReadingsADI/Galileo%20The%20Starry%20Messenger.pdf]

 

Οι επεξηγηματικές σημειώσεις στο κείμενο είναι δικές μου.



[1]Cosmica Sidera (Αστέρια του Κόζιμο) ή Medicea Sidera (Αστέρια των Μεδίκων) ονομάζει ο Γαλιλαίος τους τέσσερεις μεγαλύτερους δορυφόρους του Δία (Ιώ, Ευρώπη, Γανυμήδης και Καλλιστώ), προς τιμή του Κόζιμο Β'των Μεδίκων, αρχικά μαθητή και αργότερα πατρόνου του Γαλιλαίου. Τα σημερινά τους ονόματα προέρχονται από τον Σίμωνα Μάγιερ, αστρονόμο και σύγχρονο του Γαλιλαίου.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Galilean_moons]

[2]Η λέξη τηλεσκόπιο επινοήθηκε το 1611 από τον Έλληνα μαθηματικό Ιωάννη Δημησιάνο για ένα από τα όργανα του Γαλιλαίου που παρουσιάστηκε σε ένα συμπόσιο της εποχής. ΣτονΑστρονομικό Αγγελιοφόροτου, ο Γαλιλαίος χρησιμοποιεί τον λατινικό όρο perspicillum.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Telescope]

[3]Το ψηλότερο βουνό στο Φεγγάρι είναι το MonsHuygens, με ύψος πάνω από 3 μίλια πάνω από τις γύρω πεδιάδες. Αλλά στη Γη υπάρχουν βουνά που ξεπερνούν κατά πολύ το 1 μίλι (οι Άλπεις, για παράδειγμα, φτάνουν τα 3 μίλια, ενώ το Έβερεστ, η ψηλότερη κορυφή στη Γη, έχει ύψος γύρω στα 5,5 μίλια). 

[4]Ο φωτισμός και χρωματισμός του Φεγγαριού κατά της εκλείψεις είναι τώρα γνωστό ότι οφείλεται στη διάθλαση και απορρόφηση των ακτίνων του Ήλιου από την ατμόσφαιρα της Γης.

[5]Πρόκειται για τα δύο αστέρια που φαίνονται πιο παχιά στη δεύτερη εικόνα του παραπάνω διαγράμματος (πάνω δεξιά και κάτω αριστερά). Asellusστα Λατινικά είναι ο μικρός γάιδαρος. Τα δύο αυτά άστρα, AsellusBorealisκαι AsellusAustralis, αντιστοιχούν στα αστέρια γκαι δτου αστερισμού του Καρκίνου.     

[6]Ο Γαλιλαίος θα συνεχίσει να αποκαλεί τους δορυφόρους του Δία, που ο ίδιος ανακάλυψε, «αστέρια,» δηλαδή αστέρια των Μεδίκων.

[7]Κάποιες σημειώσεις του Γαλιλαίου, οι οποίες δεν προσθέτουν κανένα νέο στοιχείο, παραλείφθηκαν.

[8]Στην αριστοτελική φυσική, η υποσεληνιακή σφαίρα ήταν η περιοχή του γεωκεντρικού Σύμπαντος κάτω από τη Σελήνη, η οποία αποτελείτο από τα τέσσερα κλασικά στοιχεία: γη, νερό, αέρας και φωτιά.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Sublunary_sphere]

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

$
0
0


 

 Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς

(1686)


Ι. Σχετικά με τη θεία τελειότητα, και ότι ο Θεός κάνει τα πάντα με τον πιο επιθυμητό τρόπο.

 

Η έννοιατου Θεού, η πιο συνηθισμένη και γεμάτη σημασία, εκφράζεται αρκετά καλά με τα λόγια: ο Θεός είναι ένα απόλυτα τέλειο ον. Οι συνέπειες ωστόσο αυτών των λέξεων δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη τελειότητας τα οποία κατέχει ο Θεός, και καθένα από αυτά τον αφορά στον ύψιστο βαθμό.

 

Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε τι είναι η τελειότητα. Ένα πράγμα που μπορεί σίγουρα να ειπωθεί σχετικά είναι ότι εκείνες οι μορφές ή φύσεις που δεν έχουν αυτόν τον υψηλότερο βαθμό τελειότητας, όπως για παράδειγμα η φύση των αριθμών ή των σχημάτων, δεν φτάνουν την τελειότητα. Αυτό συμβαίνει επειδή ο αριθμός που είναι ο μεγαλύτερος από όλους (δηλαδή, το άθροισμα όλων των αριθμών), και ομοίως το μεγαλύτερο από όλα τα σχήματα, δεν μπορούν να προσδιοριστούν, κι επομένως συνεπάγονται αντιφάσεις. Η μέγιστη γνώση, ωστόσο, και η παντοδυναμία δεν περιέχουν καμία αδυνατότητα. Συνεπώς, η δύναμη και η γνώση επιδέχονται την τελειότητα και, σε ό,τι αφορά τον Θεό, δεν έχουν όρια.

 

Από αυτό προκύπτει ότι ο Θεός, ο οποίος κατέχει υπέρτατη και άπειρη σοφία, ενεργεί με τον τελειότερο τρόπο όχι μόνο μεταφυσικά αλλά και από ηθική άποψη. Και όσον αφορά τον εαυτό μας, μπορούμε να πούμε ότι όσο περισσότερο διαφωτιζόμαστε και πληροφορούμαστε σχετικά με τα έργα του Θεού, τόσο περισσότερο θα είμαστε διατεθειμένοι να τα βρούμε άριστα και να συμμορφώνονται πλήρως με αυτό που μπορεί να επιθυμούμε.

 

II. Εναντίον εκείνων που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει καλοσύνη στα έργα του Θεού, ή ότι οι αρχές της καλοσύνης και της ομορφιάς είναι αυθαίρετες.

 

Επομένως, η γνώμη μου απέχει πολύ από εκείνους που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν αρχές καλοσύνης ή τελειότητας στη φύση των πραγμάτων, ή στις ιδέες που έχει ο Θεός για αυτά τα πράγματα, και οι οποίοι λένε ότι τα  έργα του Θεού είναι καλά για τον απλό λόγο ότι ο Θεός τα έχει δημιουργήσει. Αν αυτή η θέση ήταν αληθινή, ο Θεός, γνωρίζοντας ότι είναι ο δημιουργός των πραγμάτων, δεν θα χρειαζόταν να τα θεωρήσει εκ των υστέρων και να τα βρει καλά, όπως μαρτυρεί η Αγία Γραφή. Τέτοιες ανθρωπολογικής φύσης εκφράσεις χρησιμοποιούνται μόνο για να μας ενημερώσουν ότι η αριστεία αναγνωρίζεται όσον αφορά τα ίδια τα έργα, ακόμη και αν δεν λαμβάνουμε υπόψη την προφανή εξάρτησή τους από τον δημιουργό τους. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι αναλογιζόμενοι τα έργα είμαστε σε θέση να ανακαλύψουμε αυτόν που τα δημιούργησε. Επομένως, πρέπει να φέρουν μέσα τους τον δικό του χαρακτήρα.

 

Ομολογώ ότι η αντίθετη άποψη μου φαίνεται εξαιρετικά επικίνδυνη, και μοιάζει πολύ με εκείνη των πρόσφατων νεωτεριστών φιλοσόφων που υποστηρίζουν ότι η ομορφιά του σύμπαντος και η καλοσύνη που αποδίδουμε στα έργα του Θεού είναι χίμαιρες των ανθρώπων, οι οποίοι σκέφτονται τον Θεό με ανθρώπινους όρους. Λέγοντας, λοιπόν, ότι τα πράγματα δεν είναι καλά σύμφωνα με κάποιο πρότυπο καλοσύνης, αλλά απλώς σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, μου φαίνεται ότι κάποιος καταστρέφει, χωρίς να το συνειδητοποιεί, όλη την αγάπη του Θεού και όλη τη δόξα του· γιατί ποιος ο λόγος να τον επαινούμε για ό,τι έχει κάνει, αν θα ήταν εξίσου αξιέπαινος αν έκανε το αντίθετο; Πού βρίσκεται η δικαιοσύνη και η σοφία του,αν έχει μόνο μια ορισμένη δεσποτική δύναμη, αν η αυθαίρετη βούληση παίρνει τη θέση της λογικής, και αν, σύμφωνα με τον ορισμό των τυράννων, η δικαιοσύνη συνίσταται σε αυτό που είναι ευχάριστο στους πιο ισχυρούς;

 

Άλλωστε, φαίνεται ότι κάθε πράξη βούλησης προϋποθέτει κάποιο λόγο για αυτήν τη βούληση, και αυτός ο λόγος, φυσικά, πρέπει να προηγείται της πράξης. Γι'αυτό, λοιπόν, βρίσκω τόσο παράξενες εκείνες τις εκφράσεις ορισμένων φιλοσόφων που λένε ότι οι αιώνιες αλήθειες της μεταφυσικής και της γεωμετρίας, και συνεπώς οι αρχές της καλοσύνης, της δικαιοσύνης, και της τελειότητας, είναι αποτελέσματα μόνο του θελήματος του Θεού. Για μένα φαίνεται ότι όλα αυτά απορρέουν από την κατανόησή του, η οποία δεν εξαρτάται από τη θέλησή του λιγότερο απ'όσο εξαρτάται η ουσία του.

 

III. Εναντίον εκείνων που νομίζουν ότι ο Θεός θα μπορούσε να έχει κάνει τα πράγματα καλύτερα από ό,τι είναι.

 

Δεν μπορώ να εγκρίνω τη γνώμη ορισμένων σύγχρονων συγγραφέων που υποστηρίζουν με τόλμη ότι όσα έχει φτιάξει ο Θεός δεν είναι τέλεια στον υψηλότερο βαθμό, και ότι θα μπορούσε να έχει κάνει τα πράγματα καλύτερα. Μου φαίνεται ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας γνώμης είναι εντελώς ασυμβίβαστες με τη δόξα του Θεού. Θεωρώ ότι κάποιος ενεργεί ατελώς αν ενεργεί με λιγότερη τελειότητα από ό, τι μπορεί. Το να πει κάποιος ότι ένας αρχιτέκτονας θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα είναι σαν να έχει βρει λάθη στο έργο του. Επιπλέον, αυτή η άποψη είναι αντίθετη με την Αγία Γραφή, όταν μας διαβεβαιώνει για την καλοσύνη του έργου του Θεού. Διότι, αν η συγκριτική τελειότητα ήταν αρκετή, τότε με οποιονδήποτε τρόπο ο Θεός κι αν είχε ολοκληρώσει το έργο του, αφού θα υπήρχε μια απειρία πιθανών ατελειών, θα ήταν πάντα καλό σε σύγκριση με το λιγότερο τέλειο· αλλά ένα πράγμα είναι ελάχιστα αξιέπαινο αν μπορεί να επαινεθεί μόνο με αυτόν τον τρόπο.

 

Πιστεύω ότι πάρα πολλά χωρία από τα θεία συγγράμματα και από τους Αγίους Πατέρες θα βρεθούν υπέρ της θέσης μου, ενώ σχεδόν κανένα σύγγραμμα δεν θα βρεθεί υπέρ της άποψης εκείνων των σύγχρονων στοχαστών. Η γνώμη τους είναι, κατά την κρίση μου, άγνωστη στους συγγραφείς της αρχαιότητας, και πρόκειται για ένα συμπέρασμα που βασίζεται στην πολύ μικρή εξοικείωση που έχουμε με τη γενική αρμονία του σύμπαντος και με τους κρυφούς λόγους για τη συμπεριφορά του Θεού. Μέσα στην άγνοιά μας, λοιπόν, μπαίνουμε στον πειρασμό να αποφασίσουμε με τόλμη ότι πολλά πράγματα θα μπορούσαν να έχουν γίνει καλύτερα.

 

Αυτοί οι σύγχρονοι στοχαστές επιμένουν σε ορισμένες αβάσιμες λεπτομέρειες, γιατί φαντάζονται ότι τίποτα δεν είναι τόσο τέλειο ώστε να μην υπάρχει κάτι πιο τέλειο. Αυτό είναι σφάλμα. Νομίζουν, πράγματι, ότι έτσι διαφυλάσσουν την ελευθερία του Θεού. Σαν να μην ήταν η ύψιστη ελευθερία να ενεργούμε με τελειότητα σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο. Διότι το να νομίζουμε ότι ο Θεός ενεργεί για οτιδήποτε χωρίς να έχει κανένα λόγο για τη θέλησή του, ακόμη και αν παραβλέπουμε το γεγονός ότι μια τέτοια ενέργεια φαίνεται αδύνατη, είναι μια άποψη που συμμορφώνεται ελάχιστα με τη δόξα του Θεού. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ο Θεός επιλέγει μεταξύ του Ακαι του Β, και ότι προτιμά το Ααπό το Βχωρίς κανένα λόγο. Λέω ότι αυτή η ενέργεια εκ μέρους του Θεού δεν είναι καθόλου αξιέπαινη, γιατί κάθε έπαινος πρέπει να βασίζεται σε κάποιο λόγο, που εξ υποθέσεως δεν υπάρχει εδώ. Η γνώμη μου είναι ότι ο Θεός δεν κάνει τίποτα για το οποίο δεν αξίζει να δοξαστεί.

 

IV. Η αγάπη για τον Θεό απαιτεί από μέρους μας πλήρη ικανοποίηση και συναίνεση σε αυτό που έχει κάνει.

 

Η γενική γνώση αυτής της μεγάλης αλήθειας, ότι ο Θεός ενεργεί πάντα με τον τελειότερο και πιο επιθυμητό τρόπο, είναι κατά τη γνώμη μου η βάση της αγάπης που οφείλουμε στον Θεό για όλα τα πράγματα. Γιατί αυτός που αγαπά αναζητά την ικανοποίησή του στην ευδαιμονία και στην τελειότητα του αγαπημένου αντικειμένου και στην τελειότητα των πράξεών του. Πιστεύω ότι είναι δύσκολο να αγαπάει κάποιος αληθινά τον Θεό όταν, έχοντας τη δύναμη να αλλάξει τη διάθεσή του, δεν είναι διατεθειμένος να επιθυμεί αυτό που επιθυμεί ο Θεός. Στην πραγματικότητα, εκείνοι που δεν είναι ικανοποιημένοι με τα έργα του Θεού μού φαίνονται σαν ανικανοποίητα υποκείμενα των οποίων η στάση δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των στασιαστών.

 

Πιστεύω λοιπόν, ότι, με βάση αυτές τις αρχές, για να ενεργήσουμε σύμφωνα με την αγάπη του Θεού δεν αρκεί να αναγκάσουμε τον εαυτό μας να είμαστε υπομονετικοί, πρέπει να είμαστε πραγματικά ικανοποιημένοι με όλα όσα συμβαίνουν σε μας σύμφωνα με το θέλημά του. Εννοώ αυτή τη συναίνεση σε σχέση με το παρελθόν· γιατί όσον αφορά το μέλλον, δεν πρέπει κανείς να εφησυχάζει, μένοντας με τα χέρια σταυρωμένα, περιμένοντας αυτό που θα κάνει ο Θεός, εκτεθειμένος στην αποδοκιμασία,- σύμφωνα με τησοφιστεία την οποία οι αρχαίοι ονόμαζαν λόγο άεργο.

 

Είναι απαραίτητο να ενεργούμε σύμφωνα με το πιθανολογούμενο θέλημα του Θεού, στο βαθμό που ήμαστε σε θέση να το κρίνουμε, προσπαθώντας με όλη μας τη δύναμη να συμβάλουμε στη γενική ευημερία, και ιδιαίτερα στον καλλωπισμό και στην τελειοποίηση όσων μας αφορούν, ή εκείνων τα οποία περνούν από το χέρι μας. Διότι, αν εκ των υστέρων διαπιστώσουμε ότι ο Θεός δεν επιθυμούσε να επικρατήσει η καλή μας πρόθεση, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήθελε να ενεργήσουμε όπως ενεργήσαμε· αντίθετα, αφού ο Θεός είναι ο καλύτερος από όλους τους κυρίους,  απαιτεί πάντα μόνο τις σωστές προθέσεις, και εναπόκειται σε εκείνον να γνωρίζει το πού και πότε θα πετύχει ο καλός σχεδιασμός.

 

V. Σε τι συνίσταται η αρχή της θείας τελειότητας, και γιατί η απλότητα των μέσων αντισταθμίζει τον πλούτο των αποτελεσμάτων.

 

Αρκεί λοιπόν να έχουμε αυτή την εμπιστοσύνη στον Θεό, ότι έχει κάνει τα πάντα για το καλύτερο αποτέλεσμα, και ότι τίποτα δεν θα μπορέσει να βλάψει εκείνους που τον αγαπούν. Το να γνωρίζουμε όμως ιδιαίτερα τους λόγους που τον υποκίνησαν να επιλέξει αυτή την τάξη του σύμπαντος, να επιτρέψει την αμαρτία, να διανείμει τη σωτήρια χάρη του με έναν ορισμένο τρόπο,- αυτά ξεπερνούν την ικανότητα ενός πεπερασμένου νου, ιδιαίτερα όταν ένας τέτοιος νους δεν έχει περιέλθει στη χαρά της θεώρησης του Θεού.

 

Ωστόσο, είναι δυνατόν να κάνουμε κάποιες γενικές παρατηρήσεις που αφορούν το ζήτημα της πρόνοιας στον καθημερινό κόσμο. Κάποιος μπορεί να πει, έτσι, ότι αυτός που ενεργεί τέλεια είναι όπως ένας εξαιρετικός γεωμέτρης, ο οποίος ξέρει πώς να βρει την καλύτερη κατασκευή για ένα πρόβλημα·όπως ένας καλός αρχιτέκτονας, ο οποίος αξιοποιεί τα κεφάλαια που προορίζονται για το κτίριο που σχεδιάζει με τον πιο κατάλληλο τρόπο, αναδεικνύοντας όλη την ομορφιά του κτίσματος·όπως ένας καλός νοικοκύρης, ο οποίος χρησιμοποιεί την περιουσία του με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μείνει κανένα χωράφι του ακαλλιέργητο ή άγονο·όπως ένας έξυπνος μηχανικός, ο οποίος φτιάχνει μια μηχανή να δουλεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο·ή όπως ένας ευφυής συγγραφέας, ο οποίος περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικότητας στο ελάχιστο δυνατό κείμενο.

 

Από όλα τα όντα, εκείνα τα οποία είναι τα τελειότερα και καταλαμβάνουν τον ελάχιστο δυνατό χώρο, δηλαδή εκείνα που αλληλεπιδρούν λιγότερο μεταξύ τους, είναι τα πνεύματα, των οποίων η τελειότητα είναι η αρετή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι η ευδαιμονία των πνευμάτων είναι ο κύριος σκοπός του Θεού, και ότι θέτει αυτόν τον σκοπό στην πράξη, όσο το επιτρέπει η γενική αρμονία. Θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα ξανά.

 

Όταν γίνεται λόγος για την απλότητα της οδού του Θεού, γίνεται ειδική αναφορά στα μέσα που χρησιμοποιεί, και, από την άλλη πλευρά, όταν γίνεται αναφορά στην ποικιλία, στον πλούτο, και στην αφθονία, οι σκοποί ή τα αποτελέσματα έχουν τον κύριο ρόλο. Έτσι, το ένα πρέπει να είναι ανάλογο με το άλλο, ακριβώς όπως το κόστος ενός κτιρίου πρέπει να εξισορροπεί την ομορφιά και το μεγαλείο που αναμένεται. Είναι αλήθεια ότι τίποτα δεν κοστίζει στον Θεό, όπως δεν υπάρχει κόστος για έναν φιλόσοφο που κάνει υποθέσεις στην κατασκευή του φανταστικού του κόσμου, επειδή ο Θεός χρειάζεται μόνο να δώσει την εντολή για να δημιουργηθεί ένας πραγματικός κόσμος. Αλλά σε θέματα σοφίας οι νόμοι ή οι υποθέσεις έχουν τη σοβαρότητά τους κατ'αναλογία. Ο λόγος επιθυμεί να αποφύγει την πολλαπλότητα σε υποθέσεις ή αρχές, όπως το απλούστερο σύστημα προτιμάται στην αστρονομία.

 

VI. Ο Θεός δεν κάνει τίποτα χωρίς τάξη, και δεν είναι καν δυνατό να συλλάβουμε γεγονότα που δεν είναι τακτικά.

 

Οι δραστηριότητες ή οι πράξεις του θελήματος του Θεού χωρίζονται κοινώς σε συνηθισμένες και ασυνήθιστες. Αλλά είναι καλό να έχουμε κατά νου ότι ο Θεός δεν κάνει τίποτα χωρίς τάξη. Επομένως, αυτό που συμβαίνει ως έκτακτο ή ασυνήθιστο είναι έτσι μόνο σε σχέση με μια συγκεκριμένη τάξη που εγκαθιδρύεται ανάμεσα στα δημιουργημένα πράγματα, γιατί όσον αφορά την παγκόσμια τάξη τα πάντα συμμορφώνονται με αυτήν. Αυτό είναι τόσο αληθινό ώστε όχι μόνο δεν συμβαίνει τίποτα σε αυτόν τον κόσμο που να είναι ακανόνιστο, αλλά είναι ακόμη αδύνατο να συλλάβουμε ένα τέτοιο περιστατικό.

 

Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι κάποιος σημειώνει έναν αριθμό σημείων σε ένα φύλλο χαρτιού, όπως κάνουν εκείνοι που ασκούν τη γελοία τέχνη της γεωμαντείας· τώρα λέω ότι είναι δυνατόν να βρεθεί μια γεωμετρική γραμμή της οποίας η έννοια θα είναι ομοιόμορφη και σταθερή, δηλαδή, σύμφωνα με έναν ορισμένο τύπο,  και η οποία γραμμή  θα διέρχεται ταυτόχρονα από όλα αυτά τα σημεία, και με την ίδια σειρά με την οποία σημειώθηκαν. Επίσης, αν σχεδιαστεί μια συνεχής γραμμή, η οποία να είναι είτε ευθεία, είτε κυκλική, είτε οποιασδήποτε άλλης μορφής, τότε είναι δυνατόν να βρεθεί ένα νοητικό ισοδύναμο, ένας τύπος ή μια εξίσωση κοινή για όλα τα σημεία αυτής της γραμμής, έτσι ώστε να περιγράφονται όλες οι αλλαγές στην κατεύθυνση της γραμμής.

 

Δεν υπάρχει περίπτωση σχήματος του οποίου το περίγραμμα να μην αποτελεί μέρος μιας γεωμετρικής γραμμής, και το οποίο να μην μπορεί να περιγραφεί ολόκληρο από μια συγκεκριμένη μαθηματική εξίσωση.  Αλλά όταν η εξίσωση είναι πολύ περίπλοκη, αυτό που περιγράφεται από αυτήν την εξίσωση μοιάζει ακανόνιστο.

 

Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι με οποιονδήποτε τρόπο ο Θεός θα μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο, ο κόσμος θα ήταν πάντα κανονικός και με μια ορισμένη σειρά. Ο Θεός, όμως, έχει επιλέξει το τελειότερο, δηλαδή εκείνο που είναι ταυτόχρονα το απλούστερο σε υποθέσεις και το πλουσιότερο σε φαινόμενα, όπως θα μπορούσε να συμβεί με μια γεωμετρική γραμμή της οποίας η κατασκευή θα ήταν εύκολη, και της οποίας οι ιδιότητες και τα αποτελέσματα θα ήταν εξαιρετικά αξιοσημείωτα και μεγάλης σημασίας.

 

Χρησιμοποιώ αυτές τις συγκρίσεις για να διανοηθώ μια κάποια ατελή ομοιότητα  με τη θεϊκή σοφία, και για να επισημάνω αυτό που μπορεί τουλάχιστον να ανυψώσει το μυαλό μας για να συλλάβουμε με κάποιο τρόπο αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί διαφορετικά. Δεν προσποιούμαι καθόλου ότι εξηγώ έτσι το μεγάλο μυστήριο από το οποίο εξαρτάται ολόκληρο το σύμπαν.

 

VII. Τα θαύματα συμμορφώνονται με την κανονική τάξη, αν και αντιβαίνουν στους δευτερεύοντες κανόνες·σχετικά με αυτό που ο Θεός επιθυμεί ή επιτρέπει, και σχετικά με γενικές και ειδικές προθέσεις.

 

Τώρα, αφού δεν γίνεται τίποτα που να μην είναι τακτικό, μπορούμε να πούμε ότι τα θαύματα είναι εφικτά μέσα στην τάξη των φυσικών διαδικασιών. Χρησιμοποιούμε τον όρο «φυσικές» για αυτές τις διαδικασίες επειδή συμμορφώνονται με ορισμένους δευτερεύοντες κανόνες οι οποίοι έχουν να κάνουν με τη φύση των πραγμάτων. Διότι μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή η φύση είναι μόνο μια συνήθεια του Θεού, η οποία θα μπορούσε να αλλάξει με αφορμή έναν ισχυρότερο λόγο από εκείνον που τον υποκίνησε να χρησιμοποιήσει αυτούς τους κανόνες.

 

Όσον αφορά τις γενικές και ειδικές προθέσεις, σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το θέμα, μπορούμε να πούμε, αφενός, ότι όλα είναι σύμφωνα με την πιο γενική του πρόθεση, ή με εκείνη που ανταποκρίνεται καλύτερα στην τελειότερη σειρά που έχει επιλέξει· αφετέρου, ωστόσο, είναι επίσης δυνατό να πούμε ότι ο Θεός μπορεί να έχει συγκεκριμένες προθέσεις οι οποίες αποτελούν εξαιρέσεις από τους προαναφερθέντες δευτερεύοντες κανόνες. Από τους νόμους του Θεού, όμως, ο πιο καθολικός, δηλαδή αυτός που κυβερνά ολόκληρη την πορεία του σύμπαντος, είναι χωρίς εξαιρέσεις.

 

Είναι δυνατόν να πούμε ότι ο Θεός επιθυμεί οτιδήποτε είναι αντικείμενο της ιδιαίτερης πρόθεσής του. Όταν όμως εξετάζουμε τα αντικείμενα των γενικών του προθέσεων, όπως είναι οι τρόποι δράσης των δημιουργημένων πραγμάτων, και ιδιαίτερα των λογικών πλασμάτων με τα οποία ο Θεός επιθυμεί να συνεργαστεί, πρέπει να κάνουμε μια διάκριση· γιατί αν η πράξη είναι καλή από μόνη της, μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός την επιθυμεί, και μερικές φορές την προστάζει, ακόμα κι αν αυτή η πράξη δεν συμβεί.

 

Αλλά αν η πράξη είναι κακή από μόνη της, και γίνεται καλή μόνο τυχαία μέσα από την πορεία των γεγονότων, και ιδιαίτερα αφού η παίδευση και η ικανοποίηση έχουν διορθώσει την κακοήθειά της, και έχουν ανταμείψει τον πάσχοντα από κακία με το παραπάνω και με τέτοιο τρόπο ώστε περισσότερη τελειότητα να προκύψει σε ολόκληρη την πορεία των περιστάσεων από ό, τι θα είχε προκύψει αν δεν είχε συμβεί αυτό το κακό,-  αν όλα αυτά συμβούν, πρέπει να πούμε ότι ο Θεός επιτρέπει το κακό, όχι όμως ότι το επιθυμεί, έχοντας συνεργαστεί με τους νόμους της φύσης που ο ίδιος καθιέρωσε. Ο Θεός ξέρει πώς να παράγει το μεγαλύτερο καλό από αυτούς τους νόμους.

 

VIII. Για να διακρίνουμε μεταξύ των δραστηριοτήτων του Θεού και των δραστηριοτήτων των δημιουργημάτων του, πρέπει να εξηγήσουμε την έννοια της ατομικής υπόστασης.

 

Είναι αρκετά δύσκολο να διακρίνουμε τις ενέργειες του Θεού από εκείνες των πλασμάτων του. Μερικοί νομίζουν ότι ο Θεός κάνει τα πάντα· άλλοι φαντάζονται ότι διατηρεί μόνο τη δύναμη που έχει δώσει στα δημιουργήματά του. Πόσο μπορούμε να πούμε ποια από αυτές τις απόψεις είναι σωστή;

 

Πρώτον, δεδομένου ότι η ενεργητικότητα και η παθητικότητα αφορούν κυρίως μεμονωμένες υποστάσεις, θα πρέπει να εξηγηθεί τι είναι μια τέτοια υπόσταση.  Είναι πράγματι αλήθεια ότι όταν πολλά κατηγορήματα είναι χαρακτηριστικά ενός μόνο υποκειμένου, και αυτό το υποκείμενο δεν είναι χαρακτηριστικό ενός άλλου, μιλάμε για αυτό ως ατομική ουσία ή υπόσταση, αλλά αυτό δεν αρκεί, και μια τέτοια εξήγηση είναι απλώς ονομαστική. Πρέπει, επομένως, να αναρωτηθούμε τι σημαίνει στην πραγματικότητα να είναι κάτι χαρακτηριστικό ενός συγκεκριμένου υποκειμένου.

 

Τώρα, είναι φανερό ότι κάθε αληθινό κατηγόρημα έχει κάποια βάση στη φύση των πραγμάτων, και πως ακόμη και όταν μια πρόταση δεν είναι ταυτόσημη, δηλαδή, όταν το κατηγόρημα δεν περιέχεται ρητά στο υποκείμενο, εξακολουθεί να είναι απαραίτητο να περιέχεται ουσιαστικά σε αυτό, και αυτό είναι που οι φιλόσοφοι αποκαλούν «κατ'ουσία,»  λέγοντας έτσι ότι το κατηγόρημα είναι το υποκείμενο. Έτσι, το περιεχόμενο του υποκειμένου πρέπει πάντα να περιλαμβάνει εκείνο του κατηγορήματος με τέτοιο τρόπο ώστε αν κάποιος κατανοεί τέλεια την έννοια του υποκειμένου, θα καταλάβει ότι το κατηγόρημα σχετίζεται επίσης με αυτό.

 

Με αυτό δεδομένο, μπορούμε να πούμε ότι αυτή είναι η φύση μιας μεμονωμένης υπόστασης ή ενός πλήρους όντος, δηλαδή, να παρέχει μια έννοια τόσο πλήρη ώστε αυτή η έννοια να είναι επαρκής για την κατανόηση της υπόστασης ή του όντος, και για την επαγωγήόλων των κατηγορημάτων των οποίων η υπόσταση είναι ή μπορεί να γίνει το υποκείμενο. Έτσι, η ιδιότητα του βασιλιά, την οποία είχε, για παράδειγμα, ο Μέγας Αλέξανδρος, μια αφαίρεση από το υποκείμενο, δεν είναι επαρκώς καθορισμένη για να αποτελέσει ένα άτομο, και δεν περιέχει τις άλλες ιδιότητες του ίδιου υποκειμένου, ούτε όλα όσα περιλαμβάνει η ιδέα αυτού του βασιλιά.

 

Ο Θεός, όμως, βλέποντας την ατομική έννοια, ή μοναδικότητα, του Αλεξάνδρου, βλέπει εκεί ταυτόχρονα τη βάση και τον λόγο όλων των κατηγορημάτων που μπορούν αληθινά να ειπωθούν σχετικά με αυτόν·για παράδειγμα, ότι θα νικούσε τον Δαρείο και τον Πώρο, μέχρι του σημείου να γνωρίζει εκ των προτέρων (και όχι εκ πείρας) αν ο Αλέξανδρος θα πέθαινε από φυσικό θάνατο ή από δηλητήριο, γεγονότα που μπορούμε να μάθουμε μόνο μέσω της ιστορίας. Όταν εξετάζουμε προσεκτικά τη σύνδεση των πραγμάτων, βλέπουμε επίσης τη δυνατότητα να πούμε ότι υπήρχαν πάντα στην ψυχή του Αλεξάνδρου τα σημεία και οι αποδείξεις όλων όσων θα του συνέβαιναν, καθώς και ίχνη ακόμη όλων όσων συμβαίνουν στο σύμπαν, αν και μόνο ο Θεός θα μπορούσε να τα αναγνωρίσει όλα.

 

IX. Κάθε μεμονωμένη υπόσταση εκφράζει ολόκληρο το σύμπαν με τον δικό της τρόπο, και στην πλήρη έννοιά της περιλαμβάνονται όλες οι εμπειρίες της, μαζί με όλες τις αναμενόμενες συνθήκες και ολόκληρη την ακολουθία των εξωτερικών γεγονότων.

 

Από αυτές τις σκέψεις προκύπτουν αρκετά αξιοσημείωτα παράδοξα·μεταξύ άλλων ότι δεν γίνεται δύο υποστάσεις να είναι ακριβώς όμοιες και  να διαφέρουν μόνο αριθμητικά, και ότι αυτό που λέει ο Άγιος Θωμάς σχετικά με τους αγγέλους και τις  διάνοιες (ότι κάθε άτομο είναι μοναδικό) ισχύει για όλες τις υποστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η συγκεκριμένη διαφορά νοείται όπως οι γεωμέτρες την κατανοούν στην περίπτωση των αριθμών·ότι, δηλαδή, μια υπόσταση μπορεί να εμφανιστεί μόνο μέσω  της δημιουργίας, και να χαθεί μόνο μέσω της καταστροφής· ότι δεν μπορεί να χωριστεί στα δύο, ούτε μπορεί να δημιουργηθεί από δύο άλλες υποστάσεις, και ότι έτσι ο αριθμός των υποστάσεων ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται με φυσικά μέσα, αν και συχνά οι υποστάσεις μεταμορφώνονται.

 

Επιπλέον, κάθε υπόσταση είναι σαν ένας ολόκληρος κόσμος και σαν ένας καθρέφτης του Θεού, ή ακόμη και ολόκληρου του κόσμου που απεικονίζει η καθεμία με τον δικό της τρόπο· όπως σχεδόν και μια πόλη αντιπροσωπεύεται ποικιλοτρόπως ανάλογα με την διαφορετική προοπτική εκείνου που την παρατηρεί. Έτσι, το σύμπαν πολλαπλασιάζεται κατά κάποιο τρόπο τόσες φορές όσες και οι υποστάσεις που υπάρχουν, και η δόξα του Θεού πολλαπλασιάζεται με τον ίδιο τρόπο με τις τόσες διαφορετικές αναπαραστάσεις των έργων του.

 

Μπορούμε πράγματι να πούμε ότι κάθε υπόσταση φέρει κατά κάποιο τρόπο τον χαρακτήρα της άπειρης σοφίας και παντοδυναμίας του Θεού, και τον μιμείται όσο μπορεί·διότι εκφράζει,  αν και συγκεχυμένα, όλα όσα συμβαίνουν στο σύμπαν, στο παρελθόν, παρόν και μέλλον, έχοντας έτσι μια ορισμένη ομοιότητα με μια άπειρη αντίληψη ή δύναμη γνώσης. Και αφού όλες οι άλλες υποστάσεις εκφράζουν αυτήν τη συγκεκριμένη υπόσταση, και προσαρμόζονται σε αυτήν, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η ουσία ή υπόσταση ασκεί τη δύναμή της πάνω σε όλες τις άλλες, μιμούμενη την παντοδυναμία του δημιουργού.

 

X. Ηπίστη σε θεμελιώδεις μορφές έχει μια ορισμένη βάση στην πραγματικότητα, αλλά αυτές οι μορφές δεν επιφέρουν αλλαγές στα φαινόμενα, και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την εξήγηση συγκεκριμένων γεγονότων.

 

Φαίνεται ότι οι αρχαίοι, ικανοί άνθρωποι, που ήταν συνηθισμένοι σε βαθιούς στοχασμούς, δίδασκαν θεολογία και φιλοσοφία για αρκετούς αιώνες, και μερικοί από αυτούς, πουμας προτείνονται λόγω της ευσέβειάς τους, είχαν κάποια γνώση αυτών που μόλις είπαμε (σχετικά με τις ουσίες ή υποστάσεις), και  γι'αυτό εισήγαγαν και διατήρησαν τις θεμελιώδεις μορφές, που τόσο πολύ επικρίνονται σήμερα. Αλλά δεν ήταν τόσο μακριά από την αλήθεια, ούτε τόσο επιρρεπείς στη γελοιοποίηση, όσο φαντάζεται η γενιά των νέων φιλοσόφων μας. Παραδέχομαι, ωστόσο, ότι η εξέταση αυτών των μορφών δεν έχει καμία χρησιμότητα στις λεπτομέρειες της φυσικής, και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στην εξήγηση συγκεκριμένων φαινομένων.

 

Σχετικά με αυτό το τελευταίο σημείο, έφταιγαν οι σχολαστικοί φιλόσοφοι και όσοι ακολούθησαν το παράδειγμά τους, νομίζοντας ότι είχαν δώσει την αιτία για τις ιδιότητες ενός σώματος αναφέροντας τις μορφές και τις ιδιότητές του, χωρίς να μπουν στον κόπο να εξετάσουν τον τρόπο λειτουργίας του.  Σάμπως και θα έπρεπε να αρκεστεί κανείς στο να πει ότι ένα ρολόι είχε μια ορισμένη «ποσότητα ρολογιού» που προερχόταν από τη μορφή του, και δεν έπρεπε να διερευνήσει τι συνιστούσε αυτό το ρολόι. Αυτό ίσως είναι αρκετό για τον άνθρωπο που το αγοράζει, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραδώσει τη φροντίδα του σε κάποιον άλλο.

 

Το γεγονός όμως ότι υπήρξε αυτή η παρανόηση και κακή χρήση των θεμελιωδών μορφών, δεν πρέπει να  μας κάνει να απορρίψουμε κάτι του οποίου η αναγνώριση είναι τόσο απαραίτητη στη μεταφυσική. Επειδή χωρίς αυτές τις μορφές δεν θα μπορέσουμε, πιστεύω, να γνωρίσουμε τις υπέρτατες αρχές, ούτε να ανυψώσουμε το νου μας στη γνώση της άυλης φύσης και των θαυμάτων του Θεού.

 

Ωστόσο, καθώς ο γεωμέτρης δεν χρειάζεται να επιβαρύνει το μυαλό του με τον περίφημο γρίφο της σύνθεσης του συνεχούς,[1]και όπως κανένας ηθικολόγος, και ακόμη λιγότερο ένας νομικός ή ένας πολιτικός, δεν έχουν ανάγκη να προβληματιστούν με τις μεγάλες δυσκολίες που προκύπτουν στη συμφιλίωση της ελεύθερης βούλησης με την προνοητική δραστηριότητα του Θεού, (αφού ο γεωμέτρης είναι σε θέση να κάνει  όλες τις επιδείξεις του, και ο πολιτικός μπορεί να ολοκληρώσει όλες τις συζητήσεις του, χωρίς να υπεισέλθουν σε τέτοιες συζητήσεις, που είναι τόσο απαραίτητες και σημαντικές στη φιλοσοφία και στη θεολογία), έτσι με τον ίδιο τρόπο ο φυσικός μπορεί να εξηγήσει τα πειράματά του, χρησιμοποιώντας τώρα απλούστερα, έτοιμα, πειράματα, ή αξιοποιώντας γεωμετρικές και μηχανικές επιδείξεις χωρίς καμία ανάγκη επίκλησης των γενικών σκέψεων που ανήκουν στη μεταφυσική σφαίρα. 

 

Και αν ο φυσικός χρησιμοποιεί τη συνεργασία του Θεού, ή ίσως της ψυχής, ή κάποιας εμψυχωτικής δύναμης, ή κάτι άλλο παρόμοιας φύσης, βγαίνει από το δρόμο του όσο και εκείνος ο άνθρωπος που, όταν αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρακτικό ζήτημα, θα ήθελε να εισέλθει σε βαθιές επιχειρηματολογίες σχετικά με τη φύση του πεπρωμένου και της ελευθερίας μας. Αυτό είναι ένα σφάλμα που οι άνθρωποι αρκετά συχνά διαπράττουν χωρίς να το συνειδητοποιούν όταν επιβαρύνουν το  μυαλό τους με σκέψεις σχετικά με τη μοίρα, και έτσι αρκετές φορές μάλιστα απομακρύνονται από ένα σωστό συμπέρασμα ή πρόβλεψη.

 

XI. Οι απόψεις των θεολόγων και των σχολαστικών φιλοσόφων δεν πρέπει να περιφρονούνται εντελώς.

 

Ξέρω ότι προβαίνω σε ένα μεγάλο παράδοξο προσποιούμενος ότι αναβιώνω κατά κάποιο τρόπο την αρχαία φιλοσοφία, και ότι ανακαλώ εκ των υστέρων τις θεμελιώδεις μορφές, οι οποίες σχεδόν εξορίστηκαν από τη σύγχρονη σκέψη μας. Αλλά ίσως δεν θα καταδικαστώ ελαφρά τη καρδία όταν γίνει γνωστό ότι έχω από καιρό διαλογιστεί πάνω στη σύγχρονη φιλοσοφία, και ότι έχω αφιερώσει πολύ χρόνο σε πειράματα φυσικής και στις επιδείξεις της γεωμετρίας και ότι, επίσης, για πολύ καιρό ήμουν πεπεισμένος για την αβασιμότητα αυτών των «οντοτήτων,» τις οποίες, ωστόσο,  αναγκάστηκα να θεωρήσω ξανά παρά τη θέλησή μου.

 

Οι πολλές έρευνες που διεξήγαγα με ανάγκασαν να αναγνωρίσω ότι οι σύγχρονοί μας δεν δικαιώνουν επαρκώς τον άγιο Θωμά και τους άλλους  μεγάλους άνδρες εκείνης της περιόδου, και ότι υπάρχει στις θεωρίες  των σχολαστικών φιλοσόφων και θεολόγων πολύ μεγαλύτερη σταθερότητα από ό,τι φανταζόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι θεωρίες χρησιμοποιούνται στο πλαίσιό τους.  Είμαι πεπεισμένος ότι αν κάποιος προσεκτικός και  στοχαστικός νους έμπαινε στον κόπο να  διευκρινίσει και να κατευθύνει τις σκέψεις του με τον τρόπο των αναλυτικών γεωμετρών, θα έβρισκε ένα μεγάλο θησαυρό από πολύ σημαντικές αλήθειες, πλήρως αποδείξιμες.

 

XII. Hέννοιατης επέκτασης ενός σώματος[2]είναι κατά κάποιο τρόπο φανταστική, και δεν αποτελεί την ουσία του σώματος.

 

Αλλά για να επιστρέψω στην αρχή της συζήτησής μας, πιστεύω ότι αυτός που θα στοχαστεί πάνω στη φύση  της ουσίας ή υπόστασης, όπως την εξήγησα παραπάνω, θα διαπιστώσει ότι  ολόκληρη η φύση των σωμάτων δεν εξαντλείται με την επέκτασή τους, δηλαδή με το μέγεθος, το σχήμα,  και την κίνησή τους, αλλά ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε κάτι που αντιστοιχεί στην ψυχή.  Αυτό είναι κάτι που συνήθως ονομάζεται θεμελιώδης μορφή, αν και αυτές οι μορφές δεν επιφέρουν καμία αλλαγή στα φαινόμενα, όπως και οι ψυχές  των θηρίων, δηλαδή αν έχουν ψυχές. 

 

Είναι ακόμη δυνατό να δείξουμε ότι οι ιδέες του μεγέθους, του σχήματος, και της κίνησης δεν είναι τόσο διακριτές όσο φανταζόμαστε, και ότι αντιπροσωπεύουν κάτι φανταστικό σε σχέση με τις αντιλήψεις μας, όπως κάνουν, αν και σε  μεγαλύτερο βαθμό, οι ιδέες του χρώματος, της θερμότητας, και των άλλων παρόμοιων ιδιοτήτων, σε σχέση με τις οποίες μπορεί να αμφιβάλλουμε αν βρίσκονται πραγματικά στη φύση των πραγμάτων έξω από εμάς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτές οι τελευταίες ιδιότητες δεν είναι σε θέση να αποτελέσουν «ουσία,» και αν δεν υπάρχουν άλλες αρχές ταυτότητας στα σώματα εκτός από αυτές που μόλις αναφέρθηκαν, ένα σώμα δεν θα μπορούσε να υπάρξει περισσότερο από μια στιγμή.

 

Οι ψυχές και οι θεμελιώδεις μορφές των υλικών σωμάτων είναι εντελώς διαφορετικές από τις νοήμονες ψυχές, που γνωρίζουν από μόνες τις πράξεις τους, και όχι μόνο δεν χάνονται με φυσικά μέσα, αλλά διατηρούν πάντα τη γνώση τού τι αυτές είναι·γεγονός που τις καθιστά επιδεκτικές στην παίδευση ή στην ανταμοιβή, και τις κάνει μέλη της δημοκρατίας του σύμπαντος, του οποίου μονάρχης είναι ο Θεός. Συνεπάγεται επομένως ότι όλα τα άλλα πλάσματα πρέπει να τις υπηρετούν, κάτι που θα εξετάσουμε εκτενώς αργότερα.

 

XIII. Καθώς η ατομική έννοια του κάθε υποκειμένου περιλαμβάνει εφάπαξ όλα όσα μπορούν ποτέ να του συμβούν, σε αυτό μπορούν να βρεθούν, εξορισμού, τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι λόγοι για την πραγματικότητα κάθε γεγονότος, και γιατί το ένα γεγονός συνέβη νωρίτερα από το άλλο. Αλλά αυτά τα γεγονότα, όσο σίγουρα κι αν είναι, είναι ενδεχόμενα, καθώς βασίζονται στην ελεύθερη επιλογή του Θεού και των πλασμάτων του. Είναι αλήθεια ότι οι επιλογές μας έχουν πάντα τους λόγους τους, αλλά κλίνουμε τελικά προς τις επιλογές που δεν έχουν τον καταναγκασμό της ανάγκης.

 

Αλλά πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε μια δυσκολία που μπορεί να προκύψει σχετικά με τις αρχές που έχουμε εκθέσει προηγουμένως. Είπαμε ότι η έννοια της ατομικής υπόστασης περιλαμβάνει εφάπαξ όλα όσα μπορούν ποτέ να συμβούν σε αυτήν, και ότι εξετάζοντας αυτή την έννοια θα είναι κανείς σε θέση να δει όλα όσα μπορούν πραγματικά να ειπωθούν σχετικά με το άτομο, ακριβώς όπως είμαστε σε θέση να δούμε στη φύση ενός κύκλου όλες τις ιδιότητες που μπορούν να προκύψουν από αυτόν.

 

Δεν φαίνεται όμως ότι με αυτόν τον τρόπο η διαφορά μεταξύ ενδεχόμενων και αναγκαίων αληθειών θα καταστραφεί, ότι δεν θα υπάρχει χώρος για την ανθρώπινη ελευθερία, και ότι ένας απόλυτος θάνατος θα κυριαρχήσει τόσο σε όλες τις πράξεις μας όσο και σε όλα τα υπόλοιπα γεγονότα του κόσμου; Σε αυτό απαντώ ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αυτού που είναι  βέβαιο, και εκείνου που είναι αναγκαίο. Όλοι παραδέχονται ότι τα μελλοντικά απρόοπτα είναι εξασφαλισμένα, αφού ο Θεός τα προβλέπει, αλλά δεν λέμε εξαιτίας αυτού ότι είναι απαραίτητα. Αλλά αν κάποιο συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί αδιαμφισβήτητα από κάποιο ορισμό ή έννοια, είναι απαραίτητο.

 

Παρότι υποστηρίξαμε ότι όλα όσα πρόκειται να συμβούν σε οποιονδήποτε περιλαμβάνονται ήδη ουσιαστικά στη φύση ή έννοιά του, όπως όλες οι ιδιότητες ενός κύκλου περιέχονται στον ορισμό του, η δυσκολία παραμένει. Επαυτού λέω ότι η σύνδεση ή αντιστοιχία είναι δύο ειδών.  Το πρώτο, απολύτως αναγκαίο, του οποίου το αντίθετο συνεπάγεται αντίφαση, εμφανίζεται στις αιώνιες αλήθειες, όπως οι αλήθειες της γεωμετρίας· το δεύτερο, είναι απαραίτητο μόνο εξ υποθέσεως, είναι τυχαίο, και από μόνο του ενδεχόμενο, αφού το αντίθετο δεν υπονοείται. Αυτό το τελευταίο είδος αντιστοιχίας δεν βασίζεται σε ιδέες εντελώς αγνές και στην καθαρή κατανόηση του Θεού, αλλά στους ελεύθερους νόμους του και στις διαδικασίες του σύμπαντος.

 

Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Δεδομένου ότι ο Ιούλιος Καίσαρας θα γινόταν αιώνιος δικτάτορας και κύριος της δημοκρατίας, και θα ανέτρεπε την ελευθερία της Ρώμης, αυτή η ενέργεια περιέχεται στην ιδέα του, γιατί έχουμε υποθέσει ότι είναι στη φύση της πλήρους έννοιας ενός υποκειμένου να περιλαμβάνει τα πάντα, έτσι ώστε το κατηγόρημα να μπορεί να συμπεριληφθεί στο υποκείμενο. Μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι λόγω αυτής της έννοιας ή ιδέας που ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν υποχρεωμένος να εκτελέσει αυτή την πράξη, αφού τον αφορά μόνο στο βαθμό που ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Αλλά θα επιμείνουμε στο επιχείρημα ότι η φύση ή η μορφή του ανταποκρίνεται σε αυτή την έννοια, και αφού ο Θεός του επέβαλε αυτή την προσωπικότητα, ήταν υποχρεωμένος να ζει με αυτήν.

 

Θα μπορούσα να αναφέρω επίσης την παρόμοια περίπτωση των μελλοντικών ενδεχόμενων,που δεν έχουν καμία πραγματικότητα εκτός από την κατανόηση και το θέλημα του Θεού, και ταοποία, επειδή ο Θεός τους έχει δώσει εκ των προτέρων αυτή τη μορφή, πρέπει να αντιστοιχούν σε αυτό το θέλημα. Προτιμώ όμως να ξεπεράσω μια δυσκολία παρά να τη δικαιολογήσω επικαλούμενος άλλες δυσκολίες, και αυτό που πρόκειται να πω θα χρησιμεύσει για να ξεκαθαρίσει τόσο τη μία όσο και την άλλη δυσκολία (σχετικά με το ενδεχόμενο και το αναγκαίο).

 

Εδώ είναι που πρέπει να εφαρμοστεί η διάκριση στο είδος της σχέσης, και λέω ότι αυτό που συμβαίνει σύμφωνα με αυτές τις εντολές του Θεού είναι βέβαιο, αλλά ότι δεν είναι επομένως απαραίτητο, και αν κάποιος έκανε το αντίθετο, δεν θα έκανε τίποτα αδύνατο από μόνο του, αν και είναι αδύνατο εξ υποθέσεως να συμβεί αυτό το αντίθετο. Γιατί αν κάποιος μπορούσε να πραγματοποιήσει μια πλήρη επίδειξη με την οποία θα αποδείκνυε αυτή τη σύνδεση του υποκειμένου, που είναι ο Καίσαρας, με το κατηγόρημα, που είναι το επιτυχημένο εγχείρημά του, θα μας έκανε να δούμε πραγματικά ότι η μελλοντική δικτατορία του Καίσαρα είχε τη βάση της στην ιδέα ή στη φύση του·  έτσι ώστε θα μπορούσε κάποιος να δει σε αυτό έναν λόγο για τον οποίο ο Καίσαρας αποφάσισε να διασχίσει τον Ρουβικώνα αντί να σταματήσει, και γιατί κέρδισε αντί να χάσει τη μάχη στα Φάρσαλα, και ότι ήταν λογικό και κατά συνέπεια βέβαιο ότι αυτό θα συνέβαινε, αλλά δεν θα αποδείκνυε ότι ήταν απαραίτητο από μόνο του, ούτε ότι το αντίθετο συνεπαγόταν αντίφαση,  σχεδόν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είναι λογικό και  βέβαιο ότι ο Θεός θα κάνει πάντα το καλύτερο, αν και αυτό που είναι λιγότερο τέλειο δεν υπονοείται με αυτόν τον τρόπο.

 

Διότι θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι η επίδειξη αυτού του κατηγορήματος, που ανήκει στον Καίσαρα, δεν είναι τόσο απόλυτη όσο οι αριθμοί ή η γεωμετρία, αλλά ότι αυτό το κατηγόρημα προϋποθέτει μια ακολουθία πραγμάτων που ο Θεός έχει δείξει με την ελεύθερη βούλησή του. Αυτή η ακολουθία βασίζεται στον πρώτο ελεύθερο νόμο του Θεού, το να κάνει πάντα αυτό που είναι το τελειότερο, και στο νόμο που ο Θεός έκανε μετά τον πρώτο, σχετικά με την ανθρώπινη φύση, ότι δηλαδή οι άνθρωποι πρέπει πάντα να κάνουν, αν και ελεύθερα, αυτό που φαίνεται να είναι το καλύτερο. 

 

Τώρα, κάθε αλήθεια που βασίζεται σε αυτό το είδος νόμου είναι ενδεχόμενη, αν και βέβαιη, γιατί οι νόμοι του Θεού δεν αλλάζουν τις δυνατότητες των πραγμάτων και, όπως έχω ήδη πει, αν και ο Θεός σίγουρα επιλέγει το καλύτερο, αυτό δεν εμποδίζει αυτό που είναι λιγότερο τέλειο να είναι δυνατό από μόνο του. Αν και δεν θα συμβεί ποτέ, δεν είναι η αδυνατότητά του, αλλά η ατέλειά του που τον κάνει να το απορρίψει. Αλλά δεν απαιτείται τίποτα του οποίου το αντίθετο είναι δυνατό.

 

Κάποιος θα είναι τότε σε θέση να ικανοποιήσει αυτού του είδους τις δυσκολίες, όσο μεγάλες και αν φαίνονται (και στην πραγματικότητα δεν ήταν λιγότερο απαιτητικές για όλους τους άλλους στοχαστές που ασχολήθηκαν στο παρελθόν με αυτό το θέμα), υπό την προϋπόθεση ότι θεωρεί ότι όλες οι ενδεχόμενες προτάσεις έχουν λόγους για τους οποίους είναι έτσι, και όχι διαφορετικά, ή ακόμη (που είναι το ίδιο πράγμα) ότι έχουν την απόδειξη της εκ των προτέρων αλήθειας τους, η οποία τις καθιστά βέβαιες, και η οποία δείχνει ότι η σύνδεση του υποκειμένου και του κατηγορήματος σε αυτές τις προτάσεις έχει τη βάση της στη φύση του ενός και του άλλου, αλλά πρέπει επιπλέον να θυμάται ότι τέτοιες ενδεχόμενες προτάσεις δεν έχουν τις αποδείξεις της αναγκαιότητας, αφού οι λόγοι τους βασίζονται μόνο πάνω στην αρχή της ενδεχομενικότητας ή της ύπαρξης των πραγμάτων, δηλαδή, πάνω σε αυτό που είναι, ή που φαίνεται να είναι, το καλύτερο ανάμεσα σε πολλά πράγματα εξίσου δυνατά. Οι αναγκαίες αλήθειες, από την άλλη πλευρά, βασίζονται στην αρχή της αντίφασης και στη δυνατότητα ή αδυναμία των ίδιων των ουσιών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη εδώ η ελεύθερη βούληση του Θεού ή των πλασμάτων του.

 

XIV. Ο Θεός παράγει διαφορετικές ουσίες σύμφωνα με τις διαφορετικές απόψεις που έχει για τον κόσμο, και με την παρέμβαση του Θεού η κατάλληλη φύση κάθε ουσίας έχει ως αποτέλεσμα ότι αυτό που συμβαίνει στη μία αντιστοιχεί σε αυτό που συμβαίνει σε όλες τις άλλες, χωρίς, ωστόσο, να ενεργούν η μία πάνω στην άλλη άμεσα.

 

Αφού είδαμε, σε κάποιο βαθμό, σε τι συνίσταται η φύση των ουσιών ή υποστάσεων,[3]πρέπει να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την εξάρτηση που έχουν η μία από την άλλη, και τις πράξεις και τα πάθη τους. Πρώτα απ'όλα, είναι ολοφάνερο ότι οι δημιουργημένες ουσίες εξαρτώνται από τον Θεό, ο οποίος τις συντηρεί και μπορεί να τις παράγει συνεχώς με ένα είδος εκπόρευσης, ακριβώς όπως εμείς παράγουμε τις σκέψεις μας, γιατί όταν ο Θεός κοιτάζει απ'όλες τις πλευρές το σύνολο των φαινομένων που θεωρεί καλό να παράγει για χάρη της εκδήλωσης της δόξας του, και όταν εξετάζει όλες τις πτυχές του κόσμου με όλους τους δυνατούς τρόπους, αφού δεν υπάρχει καμία σχέση που να ξεφεύγει από την παντογνωσία του, το αποτέλεσμα κάθε άποψης του σύμπαντος, όπως φαίνεται από διαφορετική θέση, είναι μια ουσία που εκφράζει το σύμπαν σύμφωνα με αυτή την άποψη, υπό την προϋπόθεση ότι ο Θεός κρίνει κατάλληλο να καταστήσει τη σκέψη του αποτελεσματική και να παράγει την ουσία.  Και αφού το όραμα του Θεού είναι πάντα αληθινό, οι αντιλήψεις μας είναι πάντα αληθινές, και αυτό που μας εξαπατά είναι οι κρίσεις μας, οι οποίες είναι δικές μας.

 

Τώρα, έχουμε ξαναπεί, και προκύπτει απ'ό,τι είπαμε μόλις πριν- ότι κάθε ουσία είναι ένας κόσμος από μόνη της, ανεξάρτητη από οτιδήποτε άλλο εκτός από  τον Θεό,- ότι όλα τα φαινόμενά μας, δηλαδή όλα τα πράγματα που μπορούν ποτέ να μας συμβούν, είναι μόνο συνέπειες της ύπαρξής μας. Αλλά καθώς τα φαινόμενα διατηρούν μια ορισμένη τάξη σύμφωνη με τη φύση μας, ή, για να το πούμε έτσι, με τον κόσμο που βρίσκεται μέσα μας (από όπου προκύπτει ότι μπορούμε, για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς μας, να κάνουμε χρήσιμες παρατηρήσεις που δικαιολογούνται από την έκβαση των μελλοντικών φαινομένων), και καθώς είμαστε έτσι σε θέση συχνά να κρίνουμε το μέλλον από το παρελθόν χωρίς να εξαπατούμε τον εαυτό μας,  έχουμε επαρκείς λόγους να πούμε ότι αυτά τα φαινόμενα είναι αληθινά, και δεν θα μας ανατεθεί το καθήκον να ερευνήσουμε αν είναι έξω από εμάς, και αν τα αντιλαμβάνονται και οι άλλοι.

 

Ωστόσο, είναι πολύ αληθές ότι οι αντιλήψεις και οι εκφράσεις όλων των ουσιών αλληλοσχετίζονται, έτσι ώστε ο καθένας, ακολουθώντας ανεξάρτητα ορισμένους λόγους ή νόμους που έχει παρατηρήσει, συναντά άλλους που κάνουν το ίδιο, όπως όταν πολλοί έχουν συμφωνήσει να συναντηθούν σε ένα συγκεκριμένο μέρος μια καθορισμένη ημέρα είναι σε θέση να εκτελέσουν το σχέδιό τους, αν το επιθυμούν. Τώρα, παρόλο που όλοι εκφράζουμε τα ίδια φαινόμενα, αυτό δεν σημαίνει ότι οι εκφράσεις τους είναι ακριβώς οι ίδιες. Αρκεί να είναι αναλογικές. Όπως όταν πολλοί θεατές νομίζουν ότι βλέπουν το ίδιο πράγμα και συμφωνούν σε αυτό, αν και ο καθένας βλέπει ή μιλάει σύμφωνα με το μέτρο της όρασής του. Μόνο ο Θεός (από τον οποίο όλα τα άτομα προέρχονται συνεχώς, και ο οποίος βλέπει το σύμπαν όχι μόνο όπως τα άτομα το βλέπουν, αλλά και με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτά) είναι η αιτία αυτής της αντιστοιχίας στα φαινόμενα των ατόμων, και φέρνει έτσι τα πράγματα ώστε αυτό που είναι ιδιαίτερο για κάποιον, να είναι επίσης κοινό σε όλους. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε καμία σχέση.

 

Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε σωστά, αν και φαίνεται παράξενο, ότι μια συγκεκριμένη ουσία δεν δρα ποτέ πάνω σε μια άλλη συγκεκριμένη ουσία, ούτε υπόκειται στη δράση κάποιας άλλης ουσίας. Αυτό που συμβαίνει στον καθένα είναι μόνο η συνέπεια της πλήρους ιδέας ή έννοιας του, αφού αυτή η ιδέα περιλαμβάνει ήδη όλα τα κατηγορήματα, και εκφράζει ολόκληρο το σύμπαν. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν μπορεί να μας συμβεί εκτός από σκέψεις και αντιλήψεις, και όλες οι σκέψεις και οι αντιλήψεις μας δεν είναι παρά η συνέπεια, ενδεχόμενη είναι αλήθεια, των προηγούμενων σκέψεων και αντιλήψεών μας, με τέτοιο τρόπο ώστε αν ήμασταν σε θέση να εξετάσουμε άμεσα όλα όσα συμβαίνουν, ή μας φαίνονται αυτή τη στιγμή, θα μπορούσαμε να δούμε όλα όσα θα μας συμβούν, ή που θα εμφανιστούν ποτέ σε εμάς.

 

Αυτό το μέλλον δεν θα μας εγκαταλείψει, και σίγουρα θα μας εμφανιστεί ακόμα κι αν όλα όσα είναι έξω από εμάς καταστραφούν, παρότι τότε θα απέμενε μόνο ο εαυτός μας και ο Θεός. Επειδή, όμως, συνήθως αποδίδουμε σε άλλα πράγματα μια πράξη που ενεργεί πάνω μας, και η οποία μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα με έναν ορισμένο τρόπο, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τη βάση αυτής της κρίσης, και να ερευνήσουμε την αλήθεια σε αυτήν.

 

XV. Η δράση μιας πεπερασμένης ουσίας πάνω σε μια άλλη συνίσταται μόνο στην αύξηση των βαθμών έκφρασης της πρώτης σε συνδυασμό με τη μείωση εκείνης της δεύτερης, στο βαθμό που ο Θεός τις έχει διαμορφώσει εκ των προτέρων ώστε να ενεργούν η μία σύμφωνα με την άλλη.

 

Χωρίς να υπεισέλθουμε σε μια μακρά συζήτηση, αρκεί για να συμφιλιώσουμε τη γλώσσα της μεταφυσικής με εκείνη της πρακτικής ζωής να παρατηρήσουμε ότι κατά προτίμηση αποδίδουμε στον εαυτό μας, και με τη λογική, τα φαινόμενα που εκφράζουμε πιο τέλεια, και ότι αποδίδουμε σε άλλες ουσίες, ή υποστάσεις, εκείνα τα φαινόμενα που η καθεμία εκφράζει καλύτερα. Έτσι, μια ουσία, η οποία έχει άπειρη έκταση στο βαθμό που εκφράζει τα πάντα, περιορίζεται ανάλογα με τον περισσότερο ή λιγότερο τέλειο τρόπο έκφρασής της. Μπορούμε λοιπόν να συλλάβουμε τις ουσίες ως αλληλοεπιδρώσες, και ως εκ τούτου είμαστε σε θέση να πούμε ότι με αυτή την έννοια ενεργούν η μία πάνω στην άλλη, και ότι, τρόπον τινά, προσαρμόζονται η μία στην άλλη. Γιατί μπορεί μια μοναδική αλλαγή που αυξάνει την έκφραση της μιας ουσίας να μειώσει την έκφραση της άλλης.

 

Τώρα, η αρετή μιας συγκεκριμένης ουσίας είναι να εκφράζει καλά τη δόξα του Θεού, και όσο καλύτερα την εκφράζει, τόσο λιγότερο περιορίζεται. Τα πάντα όταν εκφράζουν την αρετή ή τη δύναμή τους, δηλαδή όταν ενεργούν, αλλάζουν προς το καλύτερο, και επεκτείνονται μόνο στο βαθμό που ενεργούν. Όταν λοιπόν συμβαίνει μια αλλαγή από την οποία επηρεάζονται πολλές ουσίες (στην πραγματικότητα κάθε αλλαγή τις επηρεάζει όλες) νομίζω ότι μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι ουσίες, οι οποίες με αυτή την αλλαγή περνούν  αμέσως σε μεγαλύτερο βαθμό τελειότητας, ή σε μια πιο τέλεια έκφραση, ασκούν δύναμη και δρουν, ενώ εκείνες που περνούν σε μικρότερο βαθμό τελειότητας αποκαλύπτουν την αδυναμία τους και υποφέρουν. Πιστεύω επίσης ότι κάθε δραστηριότητα μιας ουσίας, ή υπόστασης, που διαθέτει αντίληψη συνεπάγεται κάποια ευχαρίστηση, και το κάθε πάθος κάποιο πόνο, εκτός τού ότι μπορεί κάλλιστα να συμβεί ένα παρόν πλεονέκτημα να καταστραφεί τελικά από ένα μεγαλύτερο κακό, από όπου προκύπτει ότι κάποιος μπορεί να αμαρτήσει ενεργώντας, ή ασκώντας τη δύναμή του, ή παίρνοντας ευχαρίστηση.

 

XVI. Η εξαιρετική παρέμβαση του Θεού δεν αποκλείεται από αυτό που εκφράζουν οι ιδιαίτερες ουσίες μας, επειδή η έκφρασή τους περιλαμβάνει τα πάντα. Μια τέτοια παρέμβαση, ωστόσο, υπερβαίνει τη δύναμη της φυσικής μας ύπαρξης ή της ξεχωριστής έκφρασής μας, επειδή αυτές είναι πεπερασμένες και ακολουθούν ορισμένους δευτερεύοντες κανόνες.

 

Μας μένει προς το παρόν μόνο να εξηγήσουμε πώς είναι δυνατόν ο Θεός να έχει επιρροή κατά καιρούς στους ανθρώπους ή σε άλλες υπάρξειςμε μια εξαιρετική ή θαυματουργική παρέμβαση, αφού φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να συμβεί που να είναι ασυνήθιστο ή υπερφυσικό, στο βαθμό που όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν στις άλλες υπάρξεις είναι μόνο οι συνέπειες της φύσης τους. Πρέπει να θυμηθούμε τι ειπώθηκε παραπάνω σχετικά με τα θαύματα στο σύμπαν. Αυτά πάντα συμμορφώνονται με τον συμπαντικό νόμο της γενικής τάξης, αν και μπορεί να αντιβαίνουν στους δευτερεύοντες κανόνες, και δεδομένου ότι κάθε άτομο ή ύπαρξη είναι σαν ένας μικρός κόσμος που εκφράζει τον μεγάλο κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η εξαιρετική ενέργεια του Θεού πάνω σε αυτή την ύπαρξη είναι παρόλα αυτά θαυματουργή, αν και περιλαμβάνεται στη γενική τάξη του σύμπαντος, στο βαθμό που εκφράζεται από την ατομική έννοια αυτής της ύπαρξης. Γι'αυτό, αν κατανοήσουμε στις φύσεις μας όλα όσα αυτές εκφράζουν, τίποτα δεν είναι υπερφυσικό μέσα τους, επειδή προσεγγίζουν τα πάντα, ένα αποτέλεσμα που εκφράζει πάντα την αιτία του, και ο Θεός είναι η πραγματική αιτία των υποστάσεων.

 

Αλλά καθώς αυτό που εκφράζει τις φύσεις μας πιο τέλεια τις αφορά με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αυτή είναι η ειδική δύναμή τους, και δεδομένου ότι είναι περιορισμένες, όπως μόλις εξήγησα, υπάρχουν πολλά πράγματα που ξεπερνούν τις δυνάμεις όλων των περιορισμένων φύσεων. Κατά συνέπεια, για να μιλήσω πιο καθαρά, λέω ότι τα θαύματα και οι έκτακτες επεμβάσεις του Θεού έχουν αυτή την ιδιαιτερότητα, ότι δεν μπορούν να προβλεφθούν από κανένα δημιουργημένο μυαλό, όσο φωτισμένο κι αν είναι. Αυτό συμβαίνει επειδή η ξεχωριστή κατανόηση της θεμελιώδους τάξης ξεπερνά όλες τις πεπερασμένες φύσεις, ενώ από την άλλη πλευρά, αυτό που ονομάζεται φυσικό εξαρτάται από λιγότερο θεμελιώδεις κανόνες, τους οποίους τα πλάσματα είναι σε θέση να κατανοήσουν.

 

Για να είναι λοιπόν τα λόγια μου τόσο κατανοητά όσο το νόημα που προσπαθώ να μεταδώσω, θα ήταν καλό να συνδέσω ορισμένες λέξεις με ορισμένες σημασίες. Μπορούμε να ονομάσουμε αυτό που περιλαμβάνει όλα όσα εκφράζουμε, και το οποίο εκφράζει την ένωσή μας με τον ίδιο τον Θεό, χωρίς να υπάρχει τίποτα πέρα από αυτό, την ουσία μας. Αλλά  αυτό που είναι περιορισμένο μέσα μας,  μπορεί να οριστεί ως η φύση μας  ή η δύναμή μας και, σύμφωνα με αυτή την ορολογία, αυτό που υπερβαίνει τη φύση όλων των δημιουργημένων υποστάσεων είναι υπερφυσικό.

 

XVII. Ένα παράδειγμα ενός δευτερεύοντος κανόνα στους νόμους της φύσης, που αποδεικνύει ότι ο Θεός διατηρεί πάντα την ίδια ποσότητα δύναμης αλλά όχι την ίδια ποσότητα κίνησης:- εναντίον των Καρτεσιανών και πολλών άλλων.

 

Έχω μιλήσει πολλές φορές για δευτερεύοντες κανόνες, ή για νόμους της φύσης, και φαίνεται ότι θα ήταν καλό να δώσω ένα παράδειγμα. Οι νέοι φιλόσοφοί μας είναι ομόφωνοι στην εφαρμογή αυτού του διάσημου νόμου, ότι ο Θεός διατηρεί πάντα την ίδια ποσότητα κίνησης στο σύμπαν. Στην πραγματικότητα είναι ένας πολύ αληθοφανής νόμος, και στο παρελθόν τον θεωρούσα αδιαμφισβήτητο. Αλλά από τότε έχω μάθει σε τι συνίσταται το σφάλμα του. Ο Καρτέσιος και πολλοί άλλοι έξυπνοι μαθηματικοί έχουν σκεφτεί ότι η ποσότητα της κίνησης,[4]δηλαδή η ταχύτητα πολλαπλασιασμένη με τη μάζα του κινούμενου σώματος, είναι ακριβώς ισοδύναμη με την κινούσα δύναμη, ή, για να μιλήσουμε με μαθηματικούς όρους, ότι η δύναμη μεταβάλλεται ως η ταχύτητα πολλαπλασιασμένη με τη μάζα. Τώρα, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η ίδια δύναμη διατηρείται πάντα στο σύμπαν. Έτσι επίσης, κοιτάζοντας τα φαινόμενα, θα δούμε εύκολα ότι μια μηχανική αέναη κίνηση είναι αδύνατη, επειδή η δύναμη σε μια τέτοια κίνηση, καθώς μειώνεται σταδιακά από την τριβή, και έτσι τελικά προορίζεται να δαπανηθεί εξ ολοκλήρου, θα έπρεπε αναγκαστικά να ανακτήσει τις απώλειές της, και κατά συνέπεια θα αυξανόταν από μόνη της, χωρίς καμία νέα ώθηση από έξω.  Βλέπουμε επιπλέον ότι η κίνηση ενός σώματος μειώνεται κατ'αναλογία καθώς μειώνεται η δύναμη, είτε σε ένα συνεχόμενο σώμα είτε στα ίδια του τα μέρη αν έχουν ξεχωριστή κίνηση.

 

Οι μαθηματικοί στους οποίους αναφέρθηκα πιστεύουν ότι αυτό που μπορεί να ειπωθεί για τη δύναμη, μπορεί να ειπωθεί για την ποσότητα της κίνησης. Για να δείξω, ωστόσο, τη διαφορά, κάνω δύο υποθέσεις: πρώτον, ότι ένα σώμα που πέφτει από ένα ορισμένο ύψος αποκτά μια δύναμη που του επιτρέπει να ανέβει ξανά στο ίδιο ύψος, υπό την προϋπόθεση ότι στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνση, και εφόσον δεν υπάρχουν εμπόδια. Για παράδειγμα, ένα εκκρεμές θα ξανανέβει ακριβώς στο ύψος από το οποίο έχει πέσει, υπό την προϋπόθεση ότι η αντίσταση του αέρα και άλλων μικρών σωματιδίων δεν θα μειώσει την κεκτημένη δύναμή του.

 


 

Υποθέτω δεύτερον ότι θα χρειαστεί τόση δύναμη για να σηκωθεί ένα σώμα Απου ζυγίζει ένα κιλό στο ύψος CD,τέσσερα πόδια, όση και για να σηκωθεί ένα σώμα Βπου ζυγίζει τέσσερα κιλά στο ύψος EF,ένα πόδι. Αυτές οι δύο υποθέσεις γίνονται δεκτές από τους νέους φιλοσόφους μας. Είναι επομένως προφανές ότι το σώμα Απου πέφτει από το ύψος CD, αποκτά ακριβώς τόση δύναμη όση το σώμα Βπου πέφτει από το ύψος EF, διότι το σώμα Βστο F, έχοντας με την πρώτη υπόθεση επαρκή δύναμη για να επιστρέψει στο Ε, έχει και τη δύναμη να μεταφέρει ένα σώμα τεσσάρων κιλών σε απόσταση ενός ποδιού, ΕF.Και ομοίως, το σώμα Αστο D, έχοντας τη δύναμη να επιστρέψει στο C, έχει επίσης τη δύναμη που απαιτείται για να μεταφέρει ένα σώμα που ζυγίζει ένα κιλό, το δικό του βάρος, πίσω στο C, μια απόσταση τεσσάρων ποδιών.

 

Τώρα, με τη δεύτερη υπόθεση, η δύναμη αυτών των δύο σωμάτων είναι ίση. Ας δούμε όμως αν η ποσότητα της κίνησης είναι η ίδια σε κάθε περίπτωση. Εδώ θα εκπλαγούμε αν βρούμε μια πολύ μεγάλη διαφορά, γιατί έχει αποδειχθεί από τον Γαλιλαίο ότι η ταχύτητα που αποκτάται από την πτώση από το ύψος CDείναι  διπλάσια από την ταχύτητα που αποκτάται από την πτώση από το ύψος EF,αν και το πρώτο ύψος είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το δεύτερο. Πολλαπλασιάζοντας λοιπόν τη μάζα του σώματος Α, η οποία είναι 1 μονάδα, με την ταχύτητά του, η οποία είναι 2 μονάδες, το γινόμενο ή η ποσότητα κίνησης θα  είναι 2 μονάδες, ενώ από την άλλη πλευρά, αν πολλαπλασιάσουμε τη μάζα του σώματος Β, η οποία είναι 4 μονάδες, με την ταχύτητά του, η οποία είναι 1 μονάδα, το γινόμενο ή η ποσότητα κίνησης θα είναι 4 μονάδες. Ως εκ τούτου, η ποσότητα  της κίνησης του σώματος Αστο σημείο Dείναι το ήμισυ της ποσότητας κίνησης του σώματος Βστο σημείο F, ωστόσο οι δυνάμεις τους είναι ίσες,και επομένως υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ της ποσότητας κίνησης και της δύναμης.

 

Αυτό είναι που ξεκινήσαμε να δείξουμε. Βλέπουμε λοιπόν πώς μπορεί να εκτιμηθεί η δύναμη από την ποσότητα του αποτελέσματος που παράγει, για παράδειγμα από το ύψος στο οποίο μπορεί να ανυψωθεί ένα σώμα ορισμένου βάρους. Αυτό είναι ένα πολύ διαφορετικό πράγμα από την ταχύτητα που μπορεί να του μεταδοθεί, και για να αποδώσουμε διπλάσια ταχύτητα πρέπει να έχουμε διπλάσια δύναμη. Τίποτα δεν είναι απλούστερο από αυτή την απόδειξη, και ο Καρτέσιος έχει κάνει λάθος εδώ, μόνο και μόνο επειδή εμπιστεύτηκε πάρα πολύ τις σκέψεις του, πριν αυτές ωριμάσουν με σωστή περισυλλογή. Αλλά με εκπλήσσει το γεγονός ότι οι μαθητές του δεν παρατήρησαν αυτό το λάθος, και φοβάμαι ότι αρχίζουν σιγά- σιγά να μιμούνται ορισμένους περιπατητικούς φιλοσόφους τους οποίους γελοιοποιούν, και ότι συνηθίζουν να συμβουλεύονται περισσότερο τα βιβλία του δασκάλου τους, παρά τη λογική και τη φύση.

 

XVIII. Η διάκριση μεταξύ δύναμης και ποσότητας κίνησης είναι, μεταξύ άλλων, σημαντική, καθώς δείχνει ότι πρέπει να καταφύγουμε σε μεταφυσικές θεωρήσεις εκτός από τις συζητήσεις για την επέκταση των σωμάτων, αν θέλουμε να εξηγήσουμε τα φαινόμενα της ύλης.

 

Αυτή η θεώρηση της δύναμης, που διακρίνεται από την ποσότητα της κίνησης, είναι σημαντική, όχι μόνο στη φυσική και στη μηχανική για την εύρεση των πραγματικών νόμων της φύσης και των αρχών της κίνησης, και ακόμη και για τη διόρθωση πολλών πρακτικών λαθών που έχουν παρεισφρήσει στα γραπτά ορισμένων ικανών μαθηματικών, αλλά και στη μεταφυσική, για την καλύτερη κατανόηση των αρχών. Αυτό ισχύει επειδή η κίνηση, αν εξετάσουμε μόνο το ακριβές και τυπικό νόημά της, δηλαδή την αλλαγή του τόπου, δεν είναι κάτι εντελώς πραγματικό, και όταν πολλά σώματα αλλάζουν τις θέσεις τους αμοιβαία, δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε εξετάζοντας μόνο τα σώματα σε ποιο από αυτά πρέπει να αποδοθεί η κίνηση ή στάση, όπως θα μπορούσα να δείξω γεωμετρικά.

 

Αλλά η δύναμη, ή η άμεση αιτία αυτών των αλλαγών, είναι κάτι πιο πραγματικό, και υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να την αποδώσουμε σε ένα σώμα και όχι σε ένα άλλο, και μόνο μέσω αυτής της τελευταίας έρευνας μπορούμε να καθορίσουμε σε ποιο σώμα πρέπει να αποδοθεί η κίνηση. Τώρα, η δύναμη είναι κάτι διαφορετικό από το μέγεθος, τη μορφή, ή την κίνηση, και μπορεί να φανεί από αυτή την άποψη ότι ολόκληρο το νόημα ενός σώματος δεν εξαντλείται στην επέκτασή του,[5]μαζί με τις όποιες τροποποιήσεις, όπως θεωρούν οι σύγχρονοί μας.

 

Είμαστε, επομένως, υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε ορισμένες υποστάσεις ή μορφές που εκείνοι έχουν εξορίσει. Φαίνεται όλο και πιο καθαρά ότι αν και όλα τα συγκεκριμένα φαινόμενα της φύσης μπορούν να εξηγηθούν μαθηματικά ή μηχανικά από εκείνους που τα καταλαβαίνουν, εντούτοις, οι γενικές αρχές της υλικής φύσης, και ακόμη και της μηχανικής, είναι μεταφυσικές παρά γεωμετρικές, και ανήκουν μάλλον σε ορισμένες αδιαίρετες μορφές ή ουσίες ως αιτίες των φαινομένων,  παρά στη υλική μάζα ή στην επέκτασή της. Αυτός ο στοχασμός είναι ικανός να συμβιβάσει τη μηχανική φιλοσοφία των σύγχρονων με την περίσκεψη εκείνων των ευφυών και καλοπροαίρετων ανθρώπων που, με κάποια δικαιοσύνη, φοβούνται ότι απομακρυνόμαστε πολύ από τις άυλες υπάρξεις, και ότι έτσι προδικάζουμε την ευσέβεια.

 

XIX. Η χρησιμότητα των τελικών αιτιών στη φυσική.

 

Καθώς δεν επιθυμώ να κρίνω τους ανθρώπους που κάνουν λάθος, δεν κατηγορώ τους νέους φιλοσόφους μας που εξορίζουν τις τελικές αιτίες από τη φυσική, αλλά είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας αποβολής μού φαίνονται επικίνδυνες, ειδικά όταν συνδυαστούν με εκείνη τη θέση που αντέκρουσα στην αρχή αυτής της πραγματείας. Αυτή η θέση φαινόταν να φτάνει μέχρι το σημείο της απόρριψης των τελικών αιτιών εντελώς, σαν ο Θεός να μην πρότεινε κανένα τέλος και κανένα καλό στη δραστηριότητά του, ή σαν το καλό να μην ήταν το αντικείμενο της θέλησής του. Υποστηρίζω, αντίθετα, ότι είναι ακριβώς σε αυτό που πρέπει να αναζητηθεί η αρχή όλων των υπάρξεων και των νόμων της φύσης.  Ως εκ τούτου, ο Θεός προτείνει πάντα το καλύτερο και το τελειότερο.

 

Είμαι αρκετά πρόθυμος να παραδεχτώ ότι είμαστε επιρρεπείς σε σφάλματα όταν θέλουμε να καθορίσουμε τους σκοπούς ή τη βούληση του Θεού, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο όταν προσπαθούμε να περιορίσουμε αυτούς τους σκοπούς σε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, νομίζοντας ότι είχε υπόψη του μόνο ένα πράγμα, ενώ στην πραγματικότητα ο Θεός θεωρεί τα πάντα ταυτόχρονα. Όπως, για παράδειγμα, αν νομίζουμε ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο μόνο για μας, αυτό είναι ένα μεγάλο σφάλμα, αν και μπορεί να είναι αλήθεια ότι τον έχει φτιάξει εξ ολοκλήρου για μας, και ότι δεν υπάρχει τίποτα στο σύμπαν που να μην μας αφορά, και να μην άπτεται στην θεώρηση που ο Θεός έχει για μας, σύμφωνα με την αρχή που διατυπώθηκε παραπάνω.

 

Επομένως, όταν βλέπουμε κάποιο καλό αποτέλεσμα ή κάποια τελειότητα που συμβαίνει ή που προκύπτει από τα έργα του Θεού, είμαστε σε θέση να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Θεός το είχε σκοπό, γιατί δεν κάνει τίποτα τυχαία, και δεν είναι σαν εμάς που μερικές φορές αποτυγχάνουμε να κάνουμε κάτι καλά. Οπότε, για να μην πέσουμε σε λάθος από αυτή την άποψη, όπως κάνουν, για παράδειγμα, οι άνθρωποι του κράτουςπου αξιώνουν υπερβολική προνοητικότητα στα σχέδια των πριγκίπων, ή όπως κάνουν οι σχολιαστές που αναζητούν υπερβολική ευρυμάθεια στους συγγραφείς τους, δεν θα πρέπει να δείξουμε υπερβολική περίσκεψη στην άπειρη σοφία του Θεού, και δεν υπάρχει θέμα στο οποίο θα πρέπει να φοβόμαστε το σφάλμα, αρκεί να περιοριζόμαστε σε επιβεβαιώσεις, και εφόσον αποφεύγουμε τις αρνητικές δηλώσεις που περιορίζουν τα σχέδια του Θεού.

 

Όλοι όσοι βλέπουν την αξιοθαύμαστη δομή των ζώων οδηγούνται να αναγνωρίσουν τη σοφία του δημιουργού του κόσμου, και συμβουλεύω εκείνους που έχουν οποιοδήποτε αίσθημα ευσέβειας και αληθινής φιλοσοφίας να κρατηθούν μακριά από τις εκφράσεις ορισμένων επιτηδευμένων μυαλών, οι οποίοι αντί να λένε ότι τα μάτια φτιάχτηκαν για να βλέπουν, λένε, για παράδειγμα, ότι βλέπουμε επειδή τυγχάνει να έχουμε μάτια.

 

Όταν κάποιος παίρνει στα σοβαρά τέτοιες απόψεις που παραδίδουν τα πάντα στην υλική αναγκαιότητα ή σε ένα είδος τύχης (αν και οποιαδήποτε εναλλακτική λύση θα έπρεπε να φαίνεται γελοία σε εκείνους που καταλαβαίνουν αυτό που εξηγήσαμε παραπάνω), είναι δύσκολο να αναγνωρίσει έναν ευφυή δημιουργό της φύσης. Το αποτέλεσμα πρέπει να αντιστοιχεί στην αιτία του, και πράγματι γίνεται περισσότερο γνωστό μέσω της αναγνώρισης της αιτίας του, έτσι ώστε είναι λογικό να εισαχθεί μια κυρίαρχη νοημοσύνη που να τακτοποιεί τα πράγματα, και σφάλει κάποιος ο οποίος, αντί για τη σοφία αυτού του κυρίαρχου όντος, χρησιμοποιεί μόνο τις ιδιότητες της ύλης για να εξηγήσει τα φαινόμενα.

 

Σάμπως και για να εξηγήσει ένας ιστορικός την κατάκτηση ενός σημαντικού τόπου από έναν πρίγκιπα, θα πρέπει να πει ότι αυτό επιτεύχθηκε επειδή τα σωματίδια της πυρίτιδας στο κανόνι, τα οποία τα άγγιξε μια σπίθα φωτιάς, επεκτάθηκαν με ταχύτητα ικανή να ωθήσει ένα σκληρό στερεό σώμα στα αντίπαλα τείχη, ενώ τα μικρά σωματίδια που αποτελούσαν τον ορειχάλκινο σωλήνα του κανονιού ήταν τόσο καλά συνδεδεμένα μεταξύ τους ώστε δεν διασκορπίστηκαν από την εκπυρσοκρότηση·σαν να έπρεπε ο ιστορικός να το εξηγήσει με αυτόν τον τρόπο, αντί να μας κάνει να δούμε πώς η προνοητικότητα του κατακτητή τον οδήγησε να επιλέξει τον χρόνο και τα κατάλληλα μέσα, και πώς η ικανότητά του ξεπέρασε όλα τα εμπόδια.

 

XX. Μια αξιοσημείωτη συζήτηση στον Φαίδωνα του Πλάτωνα εναντίον των φιλοσόφων που ήταν πολύ υλιστές.

 

Αυτό μου θυμίζει μια ωραία πραγματεία του Σωκράτη στον Φαίδωνα του Πλάτωνα, η οποία συμφωνεί απόλυτα με την άποψή μου για το θέμα αυτό, και φαίνεται να έχει ειπωθεί ρητά για τους υπερβολικά υλιστές φιλοσόφους μας. Αυτή η συμφωνία με οδήγησε στην επιθυμία να μεταφράσω αυτήν την πραγματεία, αν και είναι λίγο μακροσκελής. Ίσως αυτό το παράδειγμα να δώσει σε μερικούς από εμάς ένα κίνητρο να μοιραστούμε πολλές από τις άλλες όμορφες και ισορροπημένες σκέψεις που βρίσκονται στα γραπτά αυτού του διάσημου συγγραφέα.[6]

 

XXI. Αν οι μηχανικοί νόμοι εξαρτώνταν μόνο από τη γεωμετρία χωρίς μεταφυσικές επιρροές, τα φαινόμενα θα ήταν πολύ διαφορετικά από αυτό που είναι.

 

Τώρα, αφού η σοφία του Θεού πάντα αναγνωριζόταν στις λεπτομέρειες των μηχανικών δομών ορισμένων σωμάτων, θα πρέπει επίσης να φαίνεται στη γενική οικονομία του κόσμου και στη συγκρότηση των νόμων της φύσης. Αυτό είναι τόσο αληθινό,που ακόμη και στους νόμους της κίνησης γενικά τα σχέδια αυτής της σοφίας έχουν παρατηρηθεί. Γιατί αν τα σώματα ήταν μόνο επεκταμένες μάζες, και η κίνηση ήταν μόνο μια αλλαγή θέσης, και αν όλα έπρεπε και μπορούσαν να συναχθούν από γεωμετρική αναγκαιότητα μόνο από αυτούς τους δύο ορισμούς, θα συνεπαγόταν, όπως έχω δείξει αλλού, ότι το μικρότερο σώμα που θα ερχόταν σε επαφή με ένα πολύ μεγάλο σώμα σε ηρεμία θα του προσέδιδε τη δική του ταχύτητα, χωρίς ωστόσο να χάσει καθόλου από την ταχύτητα που είχε. Θα  έπρεπε επίσης να γίνει δεκτή μια σειρά άλλων κανόνων εντελώς αντίθετων για τη διαμόρφωση ενός συστήματος.  Αλλά οι νόμοι της θείας σοφίας για  τη διατήρηση πάντα της ίδιας  δύναμης και της ίδιας συνολικής κατεύθυνσης έχουν προβλέψει για τις δομές ενός συστήματος.

 

Βρίσκω πράγματι ότι πολλά από τα αποτελέσματα της φύσης μπορούν να εξηγηθούν με διπλό τρόπο, δηλαδή με την εξέταση των ποιητικών αιτίων, και πάλι ανεξάρτητα με την εξέταση των τελικών αιτίων.[7]Ένα παράδειγμα του τελευταίου είναι η νομοτέλεια του Θεού να εκτελεί πάντα το σχέδιό του με τον ευκολότερο και πιο αποφασιστικό τρόπο. Αυτό το έχω δείξει αλλού στην καταγραφή των κατοπτρικών και διοπτρικών νόμων, και θα μιλήσω εκτενέστερα γι'αυτό στη συνέχεια.

 

XXII. Συμφιλίωση των δύο μεθόδων εξήγησης, όπου η μία χρησιμοποιεί τα τελικά αίτια, και η άλλη τα ποιητικά αίτια, ικανοποιώντας έτσι τόσο εκείνους που εξηγούν τη φύση μηχανικά, όσο και εκείνους που καταφεύγουν σε άυλες φύσεις.

 

Αξίζει να μπούμε στον κόπο για να συμφιλιώσουμε εκείνους που θέλουν να εξηγήσουν μηχανικά το σχηματισμό του πρώτου ιστού ενός ζώου και όλη την αλληλεξάρτηση των τμημάτων, με εκείνους που εξηγούν την ίδια δομή αναφερόμενοι στις τελικές αιτίες. Και οι δύο εξηγήσεις είναι καλές. Και οι δύο είναι χρήσιμες όχι μόνο για τον θαυμασμό του έργου ενός μεγάλου τεχνίτη, αλλά και για την ανακάλυψη χρήσιμων γεγονότων στη φυσική και την ιατρική.

 

Και οι συγγραφείς που ακολουθούν αυτές τις διαφορετικές διαδρομές δεν πρέπει να μιλούν άσχημα ο ένας για τον άλλον. Γιατί βλέπω ότι εκείνοι που προσπαθούν να εξηγήσουν την ομορφιά με τη θεϊκή ανατομία, γελοιοποιούν εκείνους που φαντάζονται ότι η φαινομενικά τυχαία ροή ορισμένων υγρών είναι σε θέση να παράγει μια τόσο όμορφη ποικιλία, και τους θεωρούν υπερβολικά τολμηρούς και ασεβείς. Αυτοί οι τελευταίοι, αντίθετα, αντιμετωπίζουν τους πρώτους ως απλοϊκούς και δεισιδαίμονες, και τους συγκρίνουν με εκείνους τους αρχαίους που θεωρούσαν τους φυσικούς φιλοσόφους ασεβείς όταν υποστήριζαν ότι δεν ήταν ο Δίας που βροντούσε, αλλά κάποιο υλικό που βρίσκεται στα σύννεφα.

 

Το καλύτερο σχέδιο θα ήταν να ενώσουμε τους δύο τρόπους σκέψης. Για να χρησιμοποιήσουμε μια πρακτική σύγκριση, αναγνωρίζουμε και επαινούμε την ικανότητα ενός εργάτη όχι μόνο όταν δείχνουμε τι σχέδια είχε για την κατασκευή των μερών της μηχανής του, αλλά και όταν εξηγούμε τα όργανα που χρησιμοποίησε για την κατασκευή κάθε μέρους, πάνω απ'όλα αν αυτά τα όργανα είναι απλά και έξυπνα επινοημένα. Ο Θεός είναι επίσης ένας εργάτης αρκετά ικανός να παράγει μια μηχανή χίλιες φορές πιο έξυπνη από το σώμα μας, χρησιμοποιώντας μόνο ορισμένα αρκετά απλά υγρά, τα οποία έχουν συντεθεί σκόπιμα με τέτοιο τρόπο ώστε μόνο οι συνηθισμένοι νόμοι της φύσης να απαιτούνται για να τα αναπτύξουν έτσι ώστε να παράγουν ένα τόσο θαυμάσιο αποτέλεσμα. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή η εξέλιξη δεν θα συνέβαινε αν ο Θεός δεν ήταν ο δημιουργός της φύσης.

 

Ωστόσο, θεωρώ ότι η μέθοδος των ποιητικών αιτίων, η οποία πηγαίνει πολύ βαθύτερα και είναι σε κάποιο βαθμό πιο άμεση,  είναι επίσης πιο δύσκολη όταν φτάνουμε σε λεπτομέρειες, και νομίζω ότι οι φιλόσοφοί μας εξακολουθούν πολύ συχνά να απέχουν πολύ από το να αξιοποιήσουν στο έπακρο αυτή τη μέθοδο. Η μέθοδος των τελικών αιτίων, ωστόσο, είναι ευκολότερη και μπορεί συχνά να χρησιμοποιηθεί για να ανακαλύψουμε σημαντικές και χρήσιμες αλήθειες, τις οποίες θα έπρεπε να αναζητούμε για μεγάλο χρονικό διάστημα αν περιοριζόμασταν σε εκείνη την άλλη πιο φυσική μέθοδο της οποίας η ανατομία είναι σε θέση να δώσει πολλά παραδείγματα.

 

Μου φαίνεται ότι ο Σνέλιους,[8]ο οποίος ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε τους νόμους της διάθλασης, θα περίμενε πολύ καιρό να τους ανακαλύψει, αν ήθελε να αναζητήσει πρώτα πώς σχηματίστηκε το φως. Αλλά προφανώς ακολούθησε αυτή τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κατοπτρική, δηλαδή τη μέθοδο των τελικών αιτίων. Διότι, ενώ αναζητούσαν τον ευκολότερο τρόπο για να μεταφέρουν μια ακτίνα φωτός από ένα σημείο σε ένα άλλο σημείο με αντανάκλαση από ένα επίπεδο (υποθέτοντας ότι αυτός ήταν ο σχεδιασμός της φύσης) ανακάλυψαν την ισότητα των γωνιών πρόσπτωσης και ανάκλασης, όπως φαίνεται από μια μικρή πραγματεία  του Ηλιόδωρου από τη Λάρισα,[9]αλλά και αλλού.

 

Αυτή την αρχή ο Σνέλιους, πιστεύω, και στη συνέχεια ανεξάρτητα από αυτόν ο Φερμά,[10]εφάρμοσε με τον πιο έξυπνο τρόπο στη διάθλαση. Διότι, εφόσον οι ακτίνες, ενώ βρίσκονται στο ίδιο μέσο, διατηρούν πάντα την ίδια αναλογία ημιτόνων, η οποία με τη σειρά της αντιστοιχεί στην αντίσταση των μέσων, φαίνεται ότι ακολουθούν τον ευκολότερο δρόμο, ή τουλάχιστον εκείνον τον δρόμο που είναι ο καταλληλότερος για να περάσουν από ένα σημείο σε ένα μέσο, σε ένα άλλο σημείο σε κάποιο άλλο μέσο. Η απόδειξη αυτού του ίδιου θεωρήματος που έδωσε ο Καρτέσιος, χρησιμοποιώντας ποιητικά αίτια, είναι πολύ λιγότερο ικανοποιητική. Τουλάχιστον έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι δεν θα είχε βρει ποτέ την αρχή με αυτόν τον τρόπο, αν δεν είχε μάθει στην Ολλανδία για την ανακάλυψη του Σνέλιους.

 

XXIII. Επιστρέφοντας στις άυλες υποστάσεις, εξηγούμε πώς ο Θεός ενεργεί για την κατανόηση των πνευμάτων, και διερωτόμαστε αν κάποιος διατηρεί πάντα την ιδέα τού τι σκέφτεται.

 

Θεώρησα καλό να επιμείνω λίγο στα τελικά αίτια, στις άυλες φύσεις, και σε μια νοήμονη αιτία σε σχέση με τα υλικά σώματα, έτσι ώστε να δείξω τη χρήση αυτών των αντιλήψεων στη φυσική και στα μαθηματικά. Αυτό για  δύο λόγους·πρώτον, για να καθαριστεί η μηχανική φιλοσοφία από την ασέβεια που της αποδίδεται, και δεύτερον, για να ανυψωθεί σε ευγενέστερα επίπεδα η σκέψη των φιλοσόφων μας οι οποίοι τείνουν μόνο σε υλιστικές θεωρήσεις.

 

Τώρα, όμως, θα είναι καλό να επιστρέψουμε από τις άυλες υποστάσεις, ή ουσίες, στην εξέταση της άυλης φύσης, και ιδιαίτερα των πνευμάτων, και να μιλήσουμε για τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο Θεός για να διαφωτίσει τα πνεύματα, και για να ενεργήσει πάνω τους. Αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εδώ υπάρχουν ορισμένοι νόμοι της φύσης για τους οποίους μπορώ να μιλήσω εκτενέστερα αλλού, είναι αρκετό προς το παρόν να αγγίξουμε μερικές ιδέες, και να διερωτηθούμε αν βλέπουμε τα πάντα που υπάρχουν στον Θεό, και γιατί ο Θεός είναι το φως μας.

 

Πρώτα απ'όλα, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η λανθασμένη χρήση ιδεών προκαλεί πολλά λάθη. Διότι όταν κάποιος επιχειρηματολογεί σε σχέση με οτιδήποτε, φαντάζεται ότι έχει μια ιδέα γι'αυτό, και αυτό είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο ορισμένοι φιλόσοφοι, αρχαίοι και σύγχρονοι, έχουν οικοδομήσει μια επίδειξη του Θεού που είναι εξαιρετικά ατελής. Πρέπει να ισχύει, λένε, ότι έχουμε μια ιδέα για τον Θεό, ή για ένα τέλειο ον, αφού τον σκεφτόμαστε, και ότι δεν θα μπορούσαμε να σκεφτόμαστε αν δεν είχαμε μια ιδέα. Τώρα, η ιδέα αυτού του όντος περιλαμβάνει όλες τις τελειότητες, και αφού η ύπαρξη είναι μία από αυτές τις τελειότητες, έπεται ότι ο Θεός υπάρχει. Αλλά απαντώ, εφόσον συχνά σκεφτόμαστε αδύνατες χίμαιρες, όπως για παράδειγμα σχετικά με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, ή τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό, ένας τέτοιος συλλογισμός δεν αρκεί.

 

Επομένως, με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν αληθινές και ψευδείς ιδέες,ανάλογα με το αν αυτό που αμφισβητείται είναι δυνατό ή όχι. Και όταν κάποιος είναι βέβαιος για τη δυνατότητα ενός πράγματος, τότε μπορεί να καυχηθεί ότι έχει μια ιδέα γι'αυτό το πράγμα. Επομένως, το προαναφερθέν επιχείρημα αποδεικνύει ότι ο Θεός υπάρχει, αν είναι δυνατόν να υπάρχει. Αυτό είναι στην πραγματικότητα ένα εξαιρετικό προνόμιο της θείας φύσης, να έχει ανάγκη μόνο μια δυνατότητα ή μια ουσία για να υπάρξει πραγματικά, και είναι ακριβώς αυτό που ονομάζεται αυθύπαρκτο.

 

XXIV. Τι είναι σαφής και ασαφής, διακριτή και συγκεχυμένη, επαρκής και ανεπαρκής, διαισθητική και υποτιθέμενη γνώση, και τι είναι ονομαστικός, πραγματικός, αιτιώδης και ουσιώδης ορισμός.

 

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη φύση των ιδεών, είναι απαραίτητο να θεωρήσουμε τα διάφορα είδη γνώσης. Όταν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ένα πράγμα ανάμεσα σε άλλα, χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε σε τι συνίστανται οι διαφορές ή τα χαρακτηριστικά του, η γνώση συγχέεται. Μερικές φορές μάλιστα μπορεί να γνωρίζουμε καθαρά, δηλαδή χωρίς να έχουμε την παραμικρή αμφιβολία, ότι ένα ποίημα ή μια εικόνα είναι ωραία ή όχι, επειδή υπάρχει μέσα της ένα «δεν ξέρω γιατί,» που μας ικανοποιεί ή μας εκπλήσσει. Αυτή η γνώση δεν είναι ακόμη διακριτή. Όταν είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε τις ιδιαιτερότητες που έχει ένα πράγμα, τότε η γνώση γίνεται διακριτή. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η γνώση ενός δοκιμαστή που διακρίνει τον αληθινό χρυσό από το νοθευμένο μέσω ορισμένων αποδείξεων ή χαρακτηριστικών που αποτελούν τον ορισμό του χρυσού.

 

Αλλά η διακριτή γνώση έχει διαβαθμίσεις, επειδή συνήθως οι έννοιες που εισέρχονται στους ορισμούς έχουν οι ίδιες ανάγκη ορισμού, και είναι γνωστές μόνο συγκεχυμένα. Όταν τελικά κάτι που εισέρχεται σε έναν ορισμό ή σε μια διακριτή γνώση είναι γνωστό σαφώς, μέχρι και τις πρωταρχικές έννοιες, τότε αυτή η γνώση ονομάζεται επαρκής. Όταν ο νους μας καταλαβαίνει αμέσως και ξεκάθαρα όλα τα πρωταρχικά συστατικά μιας έννοιας, τότε έχουμε διαισθητική γνώση. Αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης γνώσης είναι συγκεχυμένο, ή απλά υποτίθεται.

 

Είναι επίσης καλό να διακρίνουμε τον ονομαστικό από τον πραγματικό ορισμό. Ονομάζω έναν ορισμό ονομαστικό όταν υπάρχει αμφιβολία για το αν είναι δυνατή μια ακριβής σύλληψή του·όπως, για παράδειγμα, όταν λέω ότι ένας ατέρμονος κοχλίας[11]είναι μια γραμμή στον τρισδιάστατο χώρο της οποίας τα μέρη είναι συμπίπτοντα ή μπορούν να τοποθετηθούν το ένα πάνω στο άλλο. Τώρα, αν και αυτή είναι μια από τις ιδιότητες ενός ατέρμονου κοχλία, αυτός που δεν ξέρει τι είναι ο ατέρμονος κοχλίας θα αμφιβάλει αν μια τέτοια γραμμή είναι δυνατή, επειδή οι άλλες γραμμές των οποίων τα άκρα συμπίπτουν (υπάρχουν μόνο δύο: η περιφέρεια ενός κύκλου και η ευθεία γραμμή) είναι επίπεδα σχήματα, δηλαδή μπορούν να περιγραφούν στο επίπεδο.

 

Αυτή η περίπτωση μας επιτρέπει να δούμε ότι οποιαδήποτε αμοιβαία ιδιότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως ονομαστικός ορισμός, αλλά όταν η ιδιότητα μας κάνει να δούμε τη δυνατότητα ενός πράγματος, ο ορισμός γίνεται πραγματικός, και όσο κάποιος διαθέτει μόνο έναν ονομαστικό ορισμό, δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα συμπεράσματα που εξάγει, γιατί αν υπάρξει μια αντίφαση ή αδυναμία, θα μπορούσαν να εξαχθούν τα αντίθετα συμπεράσματα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αλήθειες δεν εξαρτώνται από ονόματα και δεν είναι αυθαίρετες, όπως πιστεύουν μερικοί από τους νέους φιλοσόφους μας .

 

Υπάρχει επίσης μια σημαντική διαφορά μεταξύ των πραγματικών ορισμών, γιατί όταν κάποια ιδιότητα αποδεικνύεται μόνο από την εμπειρία, όπως, για παράδειγμα, στον ορισμό του υδραργύρου, του οποίου τις ιδιότητες γνωρίζουμε επειδή ένα τέτοιο σώμα, το οποίο είναι ταυτόχρονα ένα εξαιρετικά βαρύ υγρό και αρκετά πτητικό, υπάρχει στην πραγματικότητα, ο ορισμός είναι απλώς πραγματικός, και τίποτα περισσότερο. Εάν, ωστόσο, η απόδειξη της ιδιότητας υπάρχει εξορισμού, ο ορισμός δεν είναι μόνο πραγματικός αλλά και αιτιώδης, όπως, για παράδειγμα, όταν περιέχει την πιθανή δημιουργία ενός πράγματος. Τέλος, όταν ο ορισμός, χωρίς να υποθέτει κάτι που να απαιτεί την εκ των προτέρων απόδειξη της ισχύος του, μεταφέρει την ανάλυση καθαρά στην πρωταρχική έννοια, ο ορισμός είναι τέλειος ή ουσιώδης.

 

XXV. Σε ποιες περιπτώσεις η γνώση προστίθεται στην απλή ενατένιση της ιδέας.

 

Είναιπροφανές ότι δεν έχουμε ιδέα για μια έννοια όταν αυτή είναι αδύνατη. Και στην περίπτωση όπου η γνώση, όταν έχουμε κάποια ιδέα για αυτήν, είναι μόνο υποτιθέμενη, δεν την συνειδητοποιούμε, επειδή μια τέτοια γνώση γίνεται αντιληπτή σαν μια έννοια εγγενώς αδύνατη. Και αν είναι  πράγματι δυνατή, δεν είναι αυτό το είδος γνώσης με το οποίο μαθαίνουμε τις ιδιότητές της. Για παράδειγμα, όταν σκεφτόμαστε τον αριθμό χίλια, ή ένα πολύγωνο με χίλιες πλευρές, συχνά το κάνουμε αυτό χωρίς να σκεφτόμαστε την ιδέα. Ακόμα κι αν πούμε ότι το χίλια είναι δέκα φορές το εκατό, τις περισσότερες φορές δεν μπαίνουμε στον κόπο να σκεφτούμε τι είναι το δέκα και το εκατό, γιατί υποθέτουμε ότι το ξέρουμε, και δεν θεωρούμε απαραίτητο να σταματήσουμε το συλλογισμό μας για να συλλάβουμε τις έννοιές τους.

 

Επομένως, μπορεί κάλλιστα να συμβεί, όπως συμβαίνει αρκετά συχνά, να κάνουμε λάθος σε σχέση με μια έννοια που υποθέτουμε ότι καταλαβαίνουμε, αν και είναι μια αδύνατη αλήθεια, ή τουλάχιστον ασυμβίβαστη με άλλες αλήθειες με τις οποίες τη συγκρίνουμε, και είτε κάνουμε λάθος είτε όχι, αυτός ο τρόπος με τον οποίο υποθέτουμε τη γνώση μας παραμένει ο ίδιος. Μόνο, λοιπόν, όταν η γνώση μας είναι σαφής σε σχέση με συγκεχυμένες έννοιες ή αντιλήψεις, και όταν είναι διαισθητική σε σχέση με εκείνες τις έννοιες που είναι διακριτές, βλέπουμε τη συνολική της ιδέα.

 

XXVI. Όλες οι ιδέες βρίσκονται μέσα μας. Hπλατωνική θεωρία της ανάμνησης, ή αναπόλησης.[12]

 

Για να δούμε καθαρά τι είναι μια ιδέα, πρέπει να προφυλαχθούμε από μια παρεξήγηση. Πολλοί θεωρούν την ιδέα ως τη μορφή ή τη διαφοροποίηση της σκέψης μας, και σύμφωνα με αυτή τη γνώμη έχουμε την ιδέα στο μυαλό μας, στο βαθμό που τη σκεφτόμαστε, και κάθε ξεχωριστή φορά που τη σκεφτόμαστε εκ νέου έχουμε μια άλλη ιδέα, αν και παρόμοια με την προηγούμενη. Μερικοί, ωστόσο, εκλαμβάνουν την ιδέα ως το άμεσο αντικείμενο της σκέψης, ή ως μια μόνιμη μορφή που παραμένει ακόμα και όταν δεν την σκεφτόμαστε πλέον.

 

Στην πραγματικότητα, η ψυχή μας έχει τη δύναμη να αντιπροσωπεύει στον εαυτό της οποιαδήποτε μορφή ή φύση, όποτε παρουσιάζεται η ευκαιρία να τη σκεφτεί, και νομίζω ότι αυτή η δραστηριότητα της ψυχής μας είναι, στο βαθμό που εκφράζει κάποια φύση, μορφή ή ουσία, η κανονική ιδέα του πράγματος. Αυτή η ιδέα βρίσκεται μέσα μας, και είναι πάντα μέσα μας, είτε τη σκεφτόμαστε είτε όχι. (Η ψυχή μας εκφράζει τον Θεό, το σύμπαν και όλες τις ουσίες, καθώς και όλες τις υπάρξεις.)

 

Αυτή η θέση είναι σύμφωνη με τις αρχές μου, ότι τίποτα στη φύση δεν έρχεται στο μυαλό μας από έξω. Είναι μια κακή συνήθεια που έχουμε να σκεφτόμαστε ότι το μυαλό μας δέχεται μηνύματα από έξω, ή σαν να έχει πόρτες ή παράθυρα. Έχουμε στο νου μας όλες αυτές τις μορφές για όλες  τις χρονικές περιόδους, επειδή ο νους σε κάθε στιγμή εκφράζει όλες τις μελλοντικές του σκέψεις, και ήδη σκέφτεται συγκεχυμένα για όλα αυτά τα πράγματα για τα οποία δεν θα σκεφτεί ποτέ καθαρά. Δεν μπορούμε να διδαχθούμε τίποτα αν δεν έχουμε ήδη στο μυαλό μας την ιδέα του. Αυτή η ιδέα είναι, τρόπον τινά, το υλικό από το οποίο θα σχηματιστεί η σκέψη.

 

Αυτό ακριβώς ανέδειξε ο Πλάτωνας στη θεωρία της αναπόλησης, μια θεωρία η οποία περιέχει πολλή αλήθεια, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η θεωρία γίνεται σωστά κατανοητή, και είναι απαλλαγμένη από το σφάλμα της προΰπαρξης, και εφόσον δεν θεωρεί κανείς ότι η ψυχή έχει ήδη γνωρίσει και σκεφτεί αυτό που μαθαίνει και σκέφτεται τώρα. Ο Πλάτωνας επιβεβαίωσε επίσης τη θέση του με ένα όμορφο πείραμα. Παρουσιάζει ένα μικρό αγόρι, το οποίο καθοδηγείται με μικρά βήματα, σε εξαιρετικά δύσκολες αλήθειες γεωμετρίας που σχετίζονται με άρρητους αριθμούς, όλα αυτά χωρίς το αγόρι να διδαχθεί τίποτα, παρά μόνο αντλώντας απαντήσεις από μια καλά οργανωμένη σειρά ερωτήσεων. Αυτό δείχνει ότι η ψυχή ουσιαστικά γνωρίζει αυτά τα πράγματα, και χρειάζεται μόνο την υπενθύμιση για να αναγνωρίσει τις αλήθειες. Κατά συνέπεια, η ψυχή κατέχει τουλάχιστον την ιδέα από την οποία εξαρτώνται αυτές οι αλήθειες. Μπορούμε να πούμε ακόμη ότι κατέχει ήδη αυτές τις αλήθειες, αν τις θεωρήσουμε ως τις σχέσεις των ιδεών.

 

XXVII. Από ποια άποψη οι ψυχές μας μπορούν να συγκριθούν με άγραφους πίνακες,[13]και πώς οι αντιλήψεις προέρχονται από τις αισθήσεις.

 

Ο Αριστοτέλης προτιμούσε να συγκρίνει τις ψυχές μας με άγραφους πίνακες έτοιμους να γραφτούν,και υποστήριζε ότι τίποτα δεν υπάρχει στην κατανόηση που να μην προέρχεται από τις αισθήσεις. Αυτή η θέση είναι σύμφωνη με τις δημοφιλείς σύγχρονες αντιλήψεις, όπως είναι συνήθως οι θέσεις του Αριστοτέλη. Ο Πλάτωνας, ωστόσο, σκεφτόταν πιο βαθιά.

 

Τέτοιες αρχές ή πρακτικοί λόγοι επιτρέπονται, στη συνήθη χρήση, με τον ίδιο περίπου τρόπο όπως εκείνοι που δέχονται τη θεωρία του Κοπέρνικου εξακολουθούν να μιλούν για την ανατολή και τη δύση του ήλιου. Βρίσκω πράγματι ότι σε αυτές τις χρήσεις μπορεί να δοθεί ένα πραγματικό νόημα που δεν περιέχει κανένα λάθος, όπως ανάλογα μπορούμε να πούμε ότι συγκεκριμένες ουσίες δρουν η μία πάνω στην άλλη.

 

Με την ίδια έννοια, μπορούμε να πούμε ότι η γνώση λαμβάνεται από έξω μέσω των αισθήσεων, επειδή ορισμένα εξωτερικά πράγματα περιέχουν ή εκφράζουν με ιδιαίτερο τρόπο τις αιτίες που μας οδηγούν σε ορισμένες σκέψεις, και επειδή στις συνηθισμένες περιπτώσεις της ζωής αποδίδουμε στην ψυχή μόνο αυτό που της ανήκει πιο έκδηλα και ιδιαίτερα, και δεν υπάρχει κανένα πλεονέκτημα στο να προχωρήσουμε παραπέρα.  Όταν, όμως, έχουμε να κάνουμε με την ακρίβεια των μεταφυσικών αληθειών, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις δυνάμεις και την ανεξαρτησία της ψυχής, που εκτείνεται απείρως μακρύτερα από ό,τι συνήθως υποτίθεται.

 

Προκειμένου, λοιπόν, να αποφευχθούν παρεξηγήσεις, καλό θα ήταν να επιλέξουμε ξεχωριστούς όρους για αυτές τις δύο κατηγορίες. Οι εκφράσεις που υπάρχουν στην ψυχή, είτε τις συλλαμβάνει κανείς είτε όχι, μπορούν να ονομαστούν ιδέες, ενώ εκείνες τις οποίες αντιλαμβάνεται ή κατασκευάζει κάποιος, μπορούν να ονομαστούν αντιλήψεις. Αλλά όποιοι όροι κι αν χρησιμοποιηθούν, είναι ψευδές να πούμε ότι όλες οι αντιλήψεις μας προέρχονται από τις λεγόμενες εξωτερικές αισθήσεις, επειδή οι αντιλήψεις που έχουμε για τον εαυτό μας και τις σκέψεις μας, και κατά συνέπεια για την ύπαρξη, την ουσία, τη δράση, την ταυτότητα, και πολλές άλλες έννοιες, προέρχονται από μια εσωτερική εμπειρία.

 

XXVIII. Το μόνο άμεσο αντικείμενο των αντιλήψεών μας που υπάρχει έξω από εμάς είναι ο Θεός, και μόνο σε αυτόν βρίσκεται το φως μας.

 

Με την αυστηρά μεταφυσική έννοια, καμία εξωτερική αιτία δεν ενεργεί πάνω μας εκτός από  τον Θεό, και ο Θεός βρίσκεται σε άμεση σχέση μαζί μας μόνο λόγω της συνεχούς εξάρτησής μας από αυτόν. Από αυτό προκύπτει ότι δεν υπάρχει κανένα άλλο εξωτερικό αντικείμενο που έρχεται σε επαφή με την ψυχή μας,και διεγείρει άμεσα τις αντιλήψεις μέσα μας. Έχουμε στην ψυχή μας  ιδέες για τα πάντα, μόνο λόγω της συνεχούς δράσης του Θεού πάνω μας, δηλαδή, επειδή κάθε αποτέλεσμα εκφράζει την αιτία του, και επομένως οι ουσίες της ψυχής μας είναι ορισμένες εκφράσεις, απομιμήσεις, ή εικόνες της θείας ουσίας, της θείας σκέψης και της θείας θέλησης, και όλων των συμπεριλαμβανομένων ιδεών.

 

Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο Θεός είναι για μας το μόνο άμεσο εξωτερικό αντικείμενο, και ότι βλέπουμε τα πράγματα μέσα από αυτόν. Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε τον ήλιο ή τα αστέρια, είναι ο Θεός που μας δίνει και διατηρεί μέσα μας τις ιδέες, και όποτε οι αισθήσεις μας επηρεάζονται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους με κάποιο τρόπο, είναι αυτός, ο οποίος με τη συνεχή συγκατάθεσή του καθορίζει τη σκέψη μας.

 

Ο Θεός είναι ο ήλιος και το φως των ψυχών, αν και αυτή δεν είναι η τρέχουσα αντίληψη. Νομίζω ότι έχω ήδη παρατηρήσει ότι κατά τη διάρκεια της σχολαστικής περιόδου πολλοί πίστευαν ότι ο Θεός είναι το φως της ψυχής, ακολουθώντας σε αυτό την Αγία Γραφή και τους πατέρες, οι οποίοι ήταν πάντα περισσότερο πλατωνικοί παρά αριστοτελικοί στον τρόπο σκέψης τους. Οι Αβερροϊστές[14]έκαναν κακή χρήση αυτής της αντίληψης, αλλά άλλοι, μεταξύ των οποίων ήταν αρκετοί μυστικιστές θεολόγοι, όπωςνομίζω και ο Γουίλιαμ του Σαιντ Αμούρ,[15]κατανόησαν αυτή την αντίληψη με τρόπο που εξασφάλιζε την αξιοπρέπεια του Θεού, και ήταν σε θέση να ανυψώσει την ψυχή στη γνώση της ευημερίας της.

 

XXIX. Ωστόσο, σκεφτόμαστε άμεσα μέσω των δικών μας ιδεών, και όχι μέσω του Θεού.

 

Παρ'όλα αυτά, δεν μπορώ να εγκρίνω τη θέση ορισμένων ικανών φιλοσόφων που φαίνεται να υποστηρίζουν ότι οι ίδιες οι ιδέες μας βρίσκονται στον Θεό, και όχι μέσα μας. Νομίζω ότι, παίρνοντας αυτή τη θέση, δεν έχουν εξετάσει επαρκώς τη φύση της υπόστασης, την οποία μόλις εξηγήσαμε, ούτε την πλήρη επέκταση και την ανεξαρτησία της ψυχής, που περιλαμβάνει όλα όσα συμβαίνουν σε αυτήν, και εκφράζει τον Θεό, και μαζί του όλα τα πιθανά και πραγματικά όντα, με τον ίδιο τρόπο που ένα αποτέλεσμα εκφράζει την αιτία του.

 

Είναι πράγματι αδιανόητο η ψυχή να σκέφτεται χρησιμοποιώντας τις ιδέες κάποιου άλλου. Η ψυχή, όταν σκέφτεται οτιδήποτε, πρέπει να επηρεάζεται αποτελεσματικά με έναν ορισμένο τρόπο, και πρέπει να έχει από μόνη της εκ των προτέρων όχι μόνο την παθητική ικανότητα να επηρεάζεται κατ'αυτόν τον τρόπο, μια ικανότητα που είναι πλήρως καθορισμένη, αλλά πρέπει να έχει παράλληλα μια ενεργό δύναμη, χάρη στην οποία είχε πάντα στη φύση της τα εφόδια της μελλοντικής παραγωγής αυτής της σκέψης,  και τη προδιάθεση να την παράγει στον κατάλληλο χρόνο. Όλα αυτά δείχνουν ότι η ψυχή περιλαμβάνει ήδη την ιδέα που περιέχεται σε κάθε συγκεκριμένη σκέψη.

 

XXX. Ο Θεός προδιαθέτει τις ψυχές μας χωρίς να τις εξαναγκάζει·και δεν συντρέχουν λόγοι διαμαρτυρίας για αυτό·δεν πρέπει να ρωτάμε γιατί αμάρτησε ο Ιούδας, επειδή αυτή η ελεύθερη πράξη περιέχεται στην έννοιά του, ενώ το μόνο ερώτημα είναι γιατί ο Ιούδας ο αμαρτωλός έρχεται στην ύπαρξη, αντί για κάποια άλλα προτιμότερα πρόσωπα·επίσης, σχετικά με την πρωταρχική ατέλεια ή περιορισμό πριν από την Πτώση, και σχετικά με τους διαφορετικούς βαθμούς χάριτος.

 

Σχετικά με τη δράση του Θεού πάνω στην ανθρώπινη θέληση, υπάρχουν πολλές αρκετά διαφορετικές απόψεις, για τις οποίες θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να διερευνηθούν εδώ. Παρόλα αυτά, μπορούν να ειπωθούν γενικά τα εξής. Ο Θεός, δουλεύοντας με συνηθισμένες πράξεις, ακολουθεί μόνο τους νόμους που έχει θεσπίσει, δηλαδή, συνεχώς διατηρεί και παράγει την ύπαρξή μας, έτσι ώστε οι ιδέες να έρχονται σε μας αυθόρμητα ή ελεύθερα, με την τάξη που φέρει μαζί της η έννοια της ατομικής μας υπόστασης. Με αυτήν την έννοια, οι ιδέες μας μπορούν να προβλεφθούν για όλη την αιωνιότητα.

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το νόμο που έχει ορίσει ο Θεός ότι η θέλησή του θα αναζητά πάντα το φανερό καλό με συγκεκριμένο τρόπο (καθώς αυτό το φανερό καλό έχει πάντα μέσα του κάτι που εκφράζει ή μιμείται το θέλημα του Θεού), αυτός, χωρίς να χρειάζεται καθόλου την επιλογή μας, καθορίζει το καλό με βάση αυτό που φαίνεται πιο επιθυμητό. Γιατί μιλώντας απόλυτα, η θέλησή μας, σε αντίθεση με την αναγκαιότητα, βρίσκεται σε κατάσταση αδιαφορίας, όντας σε θέση να ενεργήσει διαφορετικά, ή να αναστείλει εντελώς τη δράση της, με κάθε εναλλακτική επιλογή να είναι δυνατή.

 

Επομένως, εναπόκειται στην ψυχή να είναι σε επιφυλακή απέναντι στα φαινόμενα, μέσω μιας σταθερής θέλησης, να στοχάζεται και να αρνείται να ενεργήσει ή να αποφασίσει σε ορισμένες περιστάσεις, παρά μόνο έπειτα από ώριμη περίσκεψη. Είναι, ωστόσο, γνωστό από πάντοτε ότι κάποιες ψυχές δεν θα χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους σε ορισμένες περιπτώσεις. Αλλά ποιος θα μπορούσε να κάνει περισσότερα από όσα έχει κάνει ο Θεός, και μπορεί μια τέτοια ψυχή να παραπονεθεί για οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό της;

 

Όλες αυτές οι καταγγελίες μετά την πράξη είναι άδικες, όπως και θα ήταν άδικες πριν από την πράξη. Θα είχε η ψυχή λίγο πριν διαπράξει την αμαρτία το δικαίωμα να παραπονεθεί στον Θεό ότι εκείνος είχε καθορίσει την αμαρτία; Εφόσον οι αποφάσεις του Θεού σε αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να προβλεφθούν, πώς θα μπορούσε η ψυχή να ξέρει ότι της είχε οριστεί να αμαρτήσει, αν δεν είχε ήδη διαπράξει την αμαρτία; Είναι απλώς θέμα επιθυμίας ή μη επιθυμίας, και ο Θεός δεν θα μπορούσε να θέσει μια ευκολότερη ή δικαιότερη κατάσταση.

 

Επομένως, όλοι οι κριτές, χωρίς να ρωτούν τους λόγους που έκαναν έναν άνθρωπο να έχει κακή θέληση, εξετάζουν μόνο πόσο λάθος είναι αυτή η θέληση. Αλλά τότε, μπορεί κάποιος να αντιτείνει, ίσως μας έχει οριστεί από όλη την αιωνιότητα ότι θα αμαρτήσουμε. Ας βρει ο καθένας τη δική του απάντηση. Ίσως είναι έτσι, ίσως όχι. Έτσι, λοιπόν, χωρίς να ζητάμε αυτό που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ας φροντίσουμε να ενεργούμε σύμφωνα με το καθήκον μας και τη γνώση μας. Αλλά, κάποιος μπορεί να φέρει αντίρρηση· από πού προκύπτει τότε ότι κάποιος άνθρωπος θα κάνει σίγουρα μια αμαρτία; Η απάντηση είναι εύκολη: διαφορετικά δεν θα ήταν ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Διότι ο Θεός προβλέπει από πάντα ότι θα υπάρξει ένας Ιούδας, και στην έννοια ή ιδέα που έχει ο Θεός για εκείνον, περιέχεται αυτή η μελλοντική ελεύθερη πράξη.

 

Το μόνο ερώτημα, επομένως, που παραμένει είναι γιατί αυτός ο συγκεκριμένος Ιούδας, ο προδότης που είναι δυνατός μόνο λόγω της ιδέας του Θεού, υπάρχει πραγματικά; Σε αυτό το ερώτημα, ωστόσο, δεν μπορούμε να περιμένουμε καμία απάντηση εδώ στη γη, εκτός από το να πούμε γενικά ότι είναι επειδή ο Θεός το βρήκε καλό να υπάρχει, παρά την προβλεπόμενη αμαρτία. Αυτό το κακό θα είναι περισσότερο από ισορροπημένο. Ο Θεός θα αντλήσει ένα μεγαλύτερο καλό από αυτό, και τελικά θα αποδειχθεί ότι αυτή η σειρά γεγονότων, στην οποία περιλαμβάνεται η ύπαρξη αυτού του αμαρτωλού, είναι η πιο τέλεια από όλες τις πιθανές σειρές γεγονότων.

 

Μια εξήγηση, σε κάθε περίπτωση, για την αξιοθαύμαστη οικονομία αυτής της επιλογής, δεν μπορεί να δοθεί ενώ είμαστε παρόντες στη γη. Αρκεί να γνωρίζουμε την τελειότητά της, χωρίς να την κατανοούμε. Εδώ είναι που πρέπει να αναγνωριστεί το ασύλληπτο βάθος της θείας σοφίας, χωρίς να στεκόμαστε σε μια λεπτομέρεια που περιλαμβάνει άπειρο αριθμό σκέψεων. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι ο Θεός δεν είναι η αιτία του κακού. Διότι όχι μόνο μετά την απώλεια της αθωότητας από τους ανθρώπους το προπατορικό αμάρτημα κατέλαβε την ψυχή, αλλά ακόμη και πριν από αυτό το γεγονός υπήρχε ένας αρχικός περιορισμός ή ατέλεια στην ίδια τη φύση όλων των πλασμάτων, που τα κατέστησε επιρρεπή στην αμαρτία και στην έκπτωση.

 

Επομένως, δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία στην υπερλαψιανή[16]άποψη από ό,τι στις άλλες απόψεις για την αμαρτία. Σε αυτό επίσης, μου φαίνεται, ότι μπορεί να αναχθεί η γνώμη του αγίου Αυγουστίνου και άλλων συγγραφέων: ότι η ρίζα του κακού βρίσκεται στην αρνητικότητα, δηλαδή στις ελλείψεις ή στους περιορισμούς των πλασμάτων, την οποία ο Θεός θεραπεύει με χάρη, με οποιοδήποτε βαθμό τελειότητας τον ευχαριστεί να δώσει.

 

Αυτή η χάρη του Θεού, συνηθισμένη ή έκτακτη, έχει τις διαβαθμίσεις και τα μέτρα της. Είναι πάντοτε αρκετή από μόνη της να παράγει ένα ορισμένο αποτέλεσμα, και να κρατήσει κάποιον μακριά από την αμαρτία, αλλά ακόμη και να επιτύχει τη σωτηρία του, υπό την προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος συνεργάζεται με τον εαυτό του. Ωστόσο, δεν έχει πάντοτε αρκετή δύναμη για να υπερνικήσει την προδιάθεση, διότι, αν το έκανε, δεν θα περιοριζόταν πλέον με κανέναν τρόπο, και αυτή η ανωτερότητα στους περιορισμούς ανήκει σε εκείνη τη μοναδική χάρη που είναι απολύτως αποτελεσματική. Αυτή η χάρη είναι πάντα νικηφόρα, είτε μέσω του εαυτού της, είτε μέσω της σύμπνοιας των περιστάσεων.

 

XXXI. Σχετικά με τα κίνητρα της εκλογής·σχετικά με την προβλεπόμενη πίστη, και το απόλυτο δόγμα, και ότι όλα ανάγονται στο ερώτημα γιατί ο Θεός επέλεξε και αποφάσισε να φέρειστην ύπαρξη ακριβώς ένα τέτοιο πιθανό πρόσωπο, του οποίου η έννοια περιλαμβάνει ακριβώς μια τέτοια ακολουθία ελεύθερων πράξεων και δωρεάν χάριτος. Αυτό θέτει αμέσως τέλος σε όλες τις δυσκολίες.

 

Τέλος, η χάρη του Θεού είναι εντελώς απροκατάληπτη, και τα ζωντανά πλάσματα δεν έχουν καμία αξίωση επ'αυτής. Ακριβώς όπως δεν αρκεί για να εξηγήσουμε τις επιλογές του Θεού στην απόδοση της χάρης του να αναφερθούμε στην απόλυτη ή υπό όρους πρόβλεψή του για τις μελλοντικές ενέργειες των ανθρώπων, έτσι είναι επίσης λάθος να φανταζόμαστε τους νόμους του ως απόλυτους, χωρίς λογικό κίνητρο. Όσον αφορά την προβλεπόμενη πίστη[17]και τα καλά έργα, είναι αλήθεια ότι ο Θεός δεν έχει εκλέξει κανέναν εκτός από εκείνους των οποίων την πίστη και τη φιλανθρωπία έχει προβλέψει.

 

Το ίδιο όμως ερώτημα τίθεται και πάλι ως προς το γιατί ο Θεός δίνει σε μερικούς και όχι σε άλλους τη χάρη της πίστης ή των καλών έργων. Όσον αφορά την ικανότητα του Θεού να προβλέπει όχι μόνο την πίστη και τα καλά έργα, αλλά και την προδιάθεση, ή όσα ένας άνθρωπος από την πλευρά  του συμβάλλει (δεδομένου ότι υπάρχουν τόσες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων όσο και στην απονομή της χάρης, και ένας άνθρωπος, αν και χρειάζεται να αφυπνιστεί και να μεταστραφεί προς το καλό,  ωστόσο, ενεργεί σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του), υπάρχουν πολλοί που λένε ότι ο Θεός, γνωρίζοντας τι θα κάνει ένας συγκεκριμένος άνθρωπος χωρίς χάρη, δηλαδή χωρίς την εξαιρετική βοήθειά του, ή γνωρίζοντας τουλάχιστον ποια θα είναι η συμβολή του ανθρώπου, αποφασίζει να δώσει χάρη σε εκείνους των οποίων οι φυσικές προδιαθέσεις είναι οι καλύτερες,  ή, εν πάση περιπτώσει, οι λιγότερο ατελείς και κακές.

 

Αλλά αν συνέβαινε αυτό, τότε οι φυσικές προδιαθέσεις, στο βαθμό που είναι καλές, θα έμοιαζαν με δώρα χάριτος, αφού ο Θεός θα είχε δώσει πλεονεκτήματα σε μερικούς έναντι άλλων. Και επομένως, αφού θα γνώριζε καλά ότι τα φυσικά πλεονεκτήματα που είχε δώσει θα χρησίμευαν ως κίνητρα για τη χάρη του ή για την εξαιρετική βοήθειά του, δεν θα κατέληγαν όλα στο έλεός του;

 

Νομίζω, λοιπόν, ότι αφού δεν γνωρίζουμε πόσο και με ποιο τρόπο ο Θεός θεωρεί τις φυσικές προδιαθέσεις στη θεϊκή νομή της χάρης του, θα ήταν ασφαλέστερο και ακριβέστερο να πούμε, σύμφωνα με τις αρχές μας και όπως έχω ήδη παρατηρήσει, ότι πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πιθανών υπάρξεων το πρόσωπο του Πέτρου ή του Ιωάννη, των οποίων η έννοια ή η ιδέα περιέχει όλη αυτή τη συγκεκριμένη ακολουθία συνηθισμένων και έκτακτων εκδηλώσεων χάριτος, μαζί με τα υπόλοιπα συνοδευτικά γεγονότα και περιστάσεις, και ότι ευχαρίστησε τον Θεό να επιλέξει αυτά τα πρόσωπα, ανάμεσα σε έναν άπειρο αριθμό εξίσου δυνατών προσώπων, για να τους δώσει ύπαρξη.

 

Ύστερα από αυτό, φαίνεται πως δεν απομένει τίποτα να ρωτήσουμε, και όλες οι δυσκολίες εξαφανίζονται. Διότι, όσον αφορά αυτό το μεγάλο και έσχατο ερώτημα, γιατί ευαρεστήθηκε ο Θεός να κάνει αυτήν την επιλογή ανάμεσα σε τόσο μεγάλο αριθμό πιθανών προσώπων, είναι ασφαλώς παράλογο να απαιτούμε περισσότερα από τους γενικούς λόγους που έχουμε δώσει. Οι πιο ιδιαίτεροι λόγοι ξεπερνούν την κατανόησή μας.

 

Επομένως, αντί να αξιώνουμε έναν απόλυτο νόμο, ο οποίος όντας χωρίς λόγο θα ήταν παράλογος, και αντί να θέτουμε λόγους που δεν κατορθώνουν να λύσουν τις δυσκολίες, και οι οποίοι με τη σειρά τους χρειάζονται οι ίδιοι άλλους λόγους, θα ήταν προτιμότερο να πούμε σχετικά με τον Απόστολο Παύλο ότι υπάρχουν για την επιλογή του Θεού ορισμένοι μεγάλοι λόγοι σοφίας και συμφωνίας που ακολουθεί, οι οποίοι, ωστόσο, είναι άγνωστοι στους θνητούς, και θεμελιώνονται με βάση τη γενική τάξη των πραγμάτων, στόχος της οποίας τάξης είναι η μεγαλύτερη τελειότητα του κόσμου.

 

Αυτό εννοούμε όταν μιλάμε για τα κίνητρα της δόξας του Θεού και της φανέρωσης της δικαιοσύνης του, καθώς και όταν οι άνθρωποι μιλούν για το έλεός του και την τελειότητά του γενικά. Αυτή είναι η τεράστια απεραντοσύνη του θεϊκού πλούτου, εντέλει, με την οποία η ψυχή του ίδιου του Αποστόλου Παύλου επρόκειτο να συναρπαστεί.

 

XXXII. Χρησιμότητα αυτών των αρχών σε θέματα ευσέβειας και θρησκείας.

 

Επιπλέον, φαίνεται ότι οι σκέψεις που μόλις εξηγήσαμε, και ιδιαίτερα η θεμελιώδης αρχή της τελειότητας των ενεργειών του Θεού, και η έννοια της υπόστασης, η οποία περιλαμβάνει όλες τις μεταβολές της, με όλες τις συνοδευτικές περιστάσεις της, αντί να βλάψουν, χρησιμεύουν μάλλον για να επιβεβαιώσουν τη θρησκεία, να καταργήσουν μεγάλες δυσκολίες, να εξάψουν τις ψυχές με θεϊκή αγάπη, και να ανυψώσουν το νου στη γνώση των άυλων ουσιών πολύ περισσότερο από τις σημερινές υποθέσεις.

 

Γιατί φαίνεται καθαρά ότι όλες οι υποστάσεις εξαρτώνται από τον Θεό, ακριβώς όπως οι σκέψεις μας προέρχονται από τις δικές μας υποστάσεις. ΟΘεός είναι τα πάντα, και είναι στενά συνδεδεμένος με όλα τα δημιουργημένα πράγματα, ανάλογα όμως με την τελειότητά τους. Μόνο αυτός καθορίζει τα πράγματα από έξω με την επιρροή του, και αν το να ενεργούμε σημαίνει το να καθορίζουμε άμεσα, μπορεί να ειπωθεί σε μεταφυσική γλώσσα ότι μόνο ο Θεός ενεργεί πάνω μας, και μόνο αυτός μας οδηγεί να κάνουμε καλό ή κακό, ενώ οι υπόλοιπες υποστάσεις συμβάλλουν μόνο λόγω των αποφάσεών του. Ο Θεός, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τα πάντα, διανέμει τη γενναιοδωρία του, και αναγκάζει τα δημιουργημένα όντα να συμβιβαστούν μεταξύ τους.  Έτσι, μόνο ο Θεός αποτελεί τη σχέση ή την επικοινωνία μεταξύ των υποστάσεων. Μέσω αυτού τα φαινόμενα του ενός συναντιούνται και συμφωνούν με τα φαινόμενα των άλλων, έτσι ώστε να υπάρχει πραγματικότητα στις αντιλήψεις μας.

 

Στην καθομιλουμένη, ωστόσο, μια πράξη αποδίδεται σε συγκεκριμένες αιτίες με την έννοια που εξήγησα παραπάνω, διότι δεν είναι απαραίτητο να γίνεται συνεχής αναφορά στην παγκόσμια αιτία όταν μιλάμε για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Μπορεί επίσης να φανεί ότι κάθε υπόσταση έχει έναν τέλειο αυθορμητισμό (ο οποίος γίνεται ελευθερία στις ευφυείς υποστάσεις). Όλα όσα συμβαίνουν σε μια υπόσταση είναι συνέπεια της ιδέας ή της ύπαρξής της, και τίποτα δεν την καθορίζει εκτός από τον Θεό μόνο.

 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένας άνθρωπος με υψηλή νόηση και σεβασμιότητα μπορεί να πει ότι η ψυχή πρέπει συχνά να σκέφτεται σαν να υπήρχε μόνο ο Θεός και η ίδια στον κόσμο. Τίποτα δεν μπορεί να μας κάνει να διατηρήσουμε την αθανασία πιο πολύ από αυτή την ανεξαρτησία και την απεραντοσύνη της ψυχής, ιδιότητες που την προστατεύουν εντελώς από τα εξωτερικά πράγματα, αφού μόνο αυτή αποτελεί το σύμπαν μας, και μαζί με τον Θεό αρκείται με τον εαυτό της. Είναι τόσο αδύνατο για την ψυχή να χαθεί, όσο είναι αδύνατο για το σύμπαν να καταστρέψει τον εαυτό του,- το σύμπαν, για το οποίο η ψυχή είναι η ζωντανή και αέναη έκφραση. Επιπλέον, οι αλλαγές σε αυτή την επεκταμένη μάζα που ονομάζουμε σώμα δεν μπορούν να επηρεάσουν την ψυχή, ούτε η διάλυση του σώματος μπορεί να καταστρέψει αυτό που είναι αδιαίρετο.

 

XXXIII. Εξήγηση της σχέσης μεταξύ ψυχής και σώματος, ένα θέμα που έχει θεωρηθεί ως ανεξήγητο ή αλλιώς ως θαυματουργό·σχετικά με την προέλευση των συγκεχυμένων αντιλήψεων.

 

Μπορούμε επίσης να δούμε την εξήγηση αυτού του μεγάλου μυστηρίου τηςένωσης της ψυχής και του σώματος, δηλαδή πώς συμβαίνει τα πάθη και οι πράξεις του ενός μέρους να συνοδεύονται από τις πράξεις και τα πάθη, ή αλλιώς τα κατάλληλα φαινόμενα, του άλλου μέρους. Γιατί δεν είναι δυνατόν να συλλάβουμε πώς το ένα μπορεί να επηρεάσει το άλλο, και είναι παράλογο να καταφύγουμε αμέσως στην έκτακτη παρέμβαση της παγκόσμιας αιτίας για μια συνηθισμένη και συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Το ακόλουθο, ωστόσο, είναι η πραγματική εξήγηση. Έχουμε πει πως οτιδήποτε συμβαίνει σε μια ψυχή, ή σε οποιαδήποτε υπόσταση είναι συνέπεια της έννοιάς της. Γι'αυτό και η ίδια η ιδέα ή υπόσταση της ψυχής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλες οι εμφανίσεις ή αντιλήψεις της πρέπει να γεννηθούν από τη φύση της, και ακριβώς με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιστοιχούν από μόνες τους  σε αυτό που συμβαίνει στο σύμπαν γενικά, αλλά πιο συγκεκριμένα και πιο τέλεια σε αυτό που συμβαίνει στο σώμα που συνδέεται με αυτή, γιατί είναι με έναν συγκεκριμένο τρόπο και μόνο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τη σχέση των άλλων σωμάτων με το δικό της σώμα, που η ψυχή εκφράζει την κατάσταση του σύμπαντος.

 

Αυτό το τελευταίο γεγονός μας επιτρέπει να δούμε πώς το σώμα μας ανήκει σε εμάς, χωρίς, ωστόσο, να είναι προσκολλημένο στην ουσία μας. Πιστεύω ότι εκείνοι που είναι προσεκτικοί στοχαστές θα αντιμετωπίσουν ευνοϊκά τις αρχές που εκθέτουμε εδώ, για αυτόν και μόνο το λόγο, ότι δηλαδή μπορούν να διαπιστώσουν σε τι συνίσταται η σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος, ένας παραλληλισμός που φαίνεται ανεξήγητος με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

 

Μπορούμε επίσης να δούμε ότι οι αντιλήψεις των αισθήσεών μας, ακόμη και όταν είναι καθαρές, πρέπει αναγκαστικά να περιέχουν ορισμένα συγκεχυμένα στοιχεία, γιατί καθώς όλα τα σώματα στο σύμπαν βρίσκονται σε συμπάθεια,[18]το δικό μας λαμβάνει τις εντυπώσεις όλων των άλλων, και ενώ οι αισθήσεις μας ανταποκρίνονται στα πάντα, η ψυχή μας δεν μπορεί να δώσει προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια.

 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι συγκεχυμένες αισθήσεις μας είναι αποτέλεσμα ποικίλων αντιλήψεων. Αυτή η ποικιλία είναι άπειρη. Είναι σχεδόν σαν το συγκεχυμένο μουρμουρητό που ακούγεται όταν πλησιάζουμε στην ακτή μιας θάλασσας. Προέρχεται από τα συνεχόμενα κτυπήματα αναρίθμητων κυμάτων. Αν τώρα, από πολλές αισθήσεις που δεν ταιριάζουν καθόλου μεταξύ τους για να γίνουν ένα, καμία συγκεκριμένη αίσθηση δεν ξεπερνά τις άλλες, και αν δημιουργούν εντυπώσεις εξίσου ισχυρές ή εξίσου ικανές για να στρέψουν την προσοχή της ψυχής, τότε αυτές οι εντυπώσεις μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο συγκεχυμένα.

 

XXXIV. Σχετικά με τη διαφορά ανάμεσα στα πνεύματα, και στις άλλες υποστάσεις, στις ψυχές, ή στις θεμελιώδεις μορφές·η αθανασία που επιθυμούν οι άνθρωποι περιλαμβάνει τη μνήμη.

 

Υποθέτοντας ότι τα σώματα που αποτελούν μονάδα,ως ανθρώπινα σώματα, έχουν υπόσταση και βασική μορφή, και υποθέτοντας ακόμη ότι τα ζώα έχουν ψυχή, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι αυτές οι ψυχές και οι θεμελιώδεις μορφές δεν μπορούν να χαθούν εντελώς, όπως δεν μπορούν να χαθούν τα άτομα ή τα έσχατα στοιχεία της ύλης, σύμφωνα με τη θέση άλλων φιλοσόφων·γιατί καμία ουσία δεν χάνεται, αν και μπορεί να γίνει πολύ διαφορετική. Τέτοιες ουσίες ή υποστάσεις εκφράζουν επίσης ολόκληρο το σύμπαν, αν και πιο ατελώς από ό,τι τα πνεύματα.

 

Η βασική διαφορά, ωστόσο, είναι ότι δεν γνωρίζουν ότι υπάρχουν, ούτε το τι είναι. Κατά συνέπεια, μη μπορώντας να συλλογιστούν, δεν είναι σε θέση να ανακαλύψουν αναγκαίες και καθολικές αλήθειες. Επίσης επειδή δεν αναλογίζονται τον εαυτό τους, δεν έχουν ηθικές ιδιότητες, από το οποίο προκύπτει ότι κάτω από χίλιους μετασχηματισμούς, όπως βλέπουμε μια κάμπια να μεταμορφώνεται σε πεταλούδα, το αποτέλεσμα από ηθική ή πρακτική άποψη είναι το ίδιο σαν να είχαν χαθεί, και μπορούμε πράγματι να το πούμε από φυσική σκοπιά με τον ίδιο τρόπο που λέμε ότι τα σώματα χάνονται όταν αποσυντίθενται.

 

Αλλά η νοήμων ψυχή, γνωρίζοντας ότι υπάρχει, και έχοντας την ικανότητα να πει τη λέξη «εγώ,» μια λέξη γεμάτη τόσο νόημα, όχι μόνο συνεχίζει να υπάρχει, μεταφυσικά πολύ πιο σίγουρα από τις άλλες ουσίες, αλλά παραμένει η ίδια από ηθική άποψη, και αποτελεί την ίδια προσωπικότητα, γιατί είναι η μνήμη ή γνώση αυτού του «εγώ» που την καθιστά ανοιχτή στην τιμωρία και στην ανταμοιβή.

 

Επίσης, η αθανασία που απαιτείται στην ηθική και στη θρησκεία δεν συνίσταται απλώς σε αυτή την αέναη ύπαρξη, η οποία αφορά όλες τις ουσίες ή υποστάσεις, γιατί αν επιπλέον δεν υπήρχε ανάμνηση αυτού που υπήρξε κάποιος, η αθανασία δεν θα ήταν καθόλου επιθυμητή. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος θα μπορούσε ξαφνικά να γίνει βασιλιάς της Κίνας υπό τον όρο, ωστόσο, να ξεχάσει αυτό που ήταν προηγουμένως, σαν να είχε ξαναγεννηθεί. Δεν θα ήταν το ίδιο πρακτικά, ή κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, σαν αυτό το άτομο να είχε αφανιστεί, και ένας βασιλιάς της Κίνας να είχε δημιουργηθεί την ίδια στιγμή στη θέση του; Το συγκεκριμένο άτομο δεν θα είχε κανένα λόγο να το επιθυμεί αυτό.

 

XXXV. Η αριστεία των πνευμάτων·ότι ο Θεός τα θεωρεί προτιμότερα από τις άλλες ουσίες·τα πνεύματα εκφράζουν τον Θεό παρά τον κόσμο, ενώ άλλες απλούστερες ουσίες εκφράζουν τον κόσμο παρά τον Θεό.

 

Προκειμένου, όμως, να αποδείξουμε με φυσικούς λόγους ότι ο Θεός θα διατηρήσει για πάντα όχι μόνο την υπόστασή μας αλλά και την προσωπικότητά μας, δηλαδή την ανάμνηση και τη γνώση αυτού που είμαστε (αν και η ατομική γνώση μερικές φορές αναστέλλεται κατά τη διάρκεια του ύπνου ή της λιποθυμίας), είναι απαραίτητο να θεωρήσουμε κάποιους ηθικούς προβληματισμούς από μεταφυσική σκοπιά. Ο Θεός πρέπει να θεωρείται όχι μόνο ως η αρχή και αιτία όλων των ουσιών και όλων των υπαρχόντων πραγμάτων, αλλά και ως ο αρχηγός όλων των προσώπων ή των νοημόνων υποστάσεων, ως ο απόλυτος μονάρχης της τελειότερης πόλης ή δημοκρατίας, όπως αυτή θα απαρτίζεται από όλα τα πνεύματα μαζί στο σύμπαν, καθώς ο Θεός είναι το πιο ολοκληρωμένο πνεύμα από όλα τα πνεύματα, και το τελειότερο ον από όλα τα όντα. Γιατί σίγουρα τα πνεύματα είναι οι τελειότερες ουσίες, και εκφράζουν καλύτερα τη θεότητα.

 

Δεδομένου ότι όλη η φύση, ο σκοπός, η αρετή, και η λειτουργία των ουσιών ή υποστάσεων είναι, όπως έχει επαρκώς εξηγηθεί, να εκφράζουν τον Θεό και το σύμπαν, δεν υπάρχει περιθώριο αμφιβολίας ότι εκείνες οι ουσίες που το κάνουν αυτό, γνωρίζοντας τι κάνουν, και οι οποίες είναι σε θέση να κατανοήσουν τις μεγάλες αλήθειες για τον Θεό και το σύμπαν, εκφράζουν τον Θεό και το σύμπαν ασύγκριτα καλύτερα από εκείνες τις φύσεις που είναι είτε κτηνώδεις είτε ανίκανες να αναγνωρίσουν τις αλήθειες, ή που στερούνται εντελώς αίσθησης και γνώσης.

 

Η διαφορά μεταξύ των νοημόνων ουσιών ή υποστάσεων και εκείνων που δεν είναι νοήμονες, είναι τόσο μεγάλη όσο μεταξύ της όρασης και της αντανάκλασης ενός καθρέφτη. Καθώς ο ίδιος ο Θεός είναι το μεγαλύτερο και σοφότερο από τα πνεύματα, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι τα πνεύματα με τα οποία μπορεί, τρόπον τινά, να συνομιλήσει, ακόμη και να περιέλθει σε κοινωνική σχέση μαζί τους επικοινωνώντας τους με συγκεκριμένους τρόπους τα συναισθήματά του και το θέλημά του, ώστε να είναι σε θέση να γνωρίσουν και να αγαπήσουν τον ευεργέτη τους, αυτά τα πνεύματα πρέπει να είναι πολύ πιο κοντά σ'αυτόν από τα υπόλοιπα δημιουργημένα πράγματα, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ως όργανα των πνευμάτων.

 

Με τον ίδιο τρόπο βλέπουμε ότι όλοι οι σοφοί άνθρωποι θεωρούν πολύ περισσότερο την ανθρώπινη κατάσταση παρά οτιδήποτε άλλο, όσο πολύτιμο κι αν αυτό το άλλο είναι· και φαίνεται ότι η μεγαλύτερη ικανοποίηση που μπορεί να έχει μια ψυχή, όσο ικανοποιημένη κι αν είναι από άλλες απόψεις, είναι να αγαπιέται από τις άλλες ψυχές. Ωστόσο, όσον αφορά τον Θεό, υπάρχει αυτή η διαφορά, ότι η λατρεία μας στη δόξα του δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα στην ικανοποίησή του, καθώς η αναγνώρισή μας δεν είναι παρά συνέπεια της κυρίαρχης και τέλειας ευδαιμονίας του, και απέχουμε πολύ από το να συνεισφέρουμε κάτι σε αυτήν την ευδαιμονία, ή να την προκαλέσουμε έστω και λίγο. Ωστόσο, ο λόγος των πεπερασμένων πνευμάτων βρίσκεται κατ'εξοχήν σε αυτόν, και όπως επαινούμε έναν βασιλιά ο οποίος προτιμά να διατηρήσει τη ζωή ενός ανθρώπου πάνω από εκείνη των πιο πολύτιμων και σπάνιων ζώων του, δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι ο πιο φωτισμένος και πιο δίκαιος από όλους τους μονάρχες έχει την ίδια προτίμηση.

 

XXXVI. Ο Θεός είναι ο μονάρχης της πιο τέλειας δημοκρατίας,η οποία αποτελείταιαπό όλα τα πνεύματα, και η ευτυχία αυτής της δημοκρατίας του Θεού είναι ο κύριος σκοπός του.

 

Τα πνεύματα είναι από όλες τις υποστάσεις τα πιο ικανά για τελειότητα, και η τελειότητά τους είναι διαφορετική επειδή παρεμβαίνουν το ένα στο άλλο λιγότερο, ή μάλλον βοηθούν το ένα το άλλο περισσότερο, γιατί μόνο οι πιο ενάρετοι μπορούν να είναι οι πιο τέλειοι φίλοι. Επομένως, έπεται ότι ο Θεός, ο οποίος από όλα τα πράγματα έχει τη μεγαλύτερη τελειότητα, θα έχει τη μεγαλύτερη φροντίδα για τα πνεύματα, και θα δώσει όχι μόνο σε όλα γενικά, αλλά και στο καθένα χωριστά τη μέγιστη τελειότητα που θα επιτρέψει η παγκόσμια αρμονία. Μπορούμε ακόμη να πούμε ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός των υπάρξεων επειδή είναι πνεύμα, γιατί αν δεν είχε τη δύναμη της θέλησης να επιλέξει αυτό που είναι καλύτερο, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος για ένα πιθανό ον να υπάρχει αντί για οποιοδήποτε άλλο.

 

Επομένως, το γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός είναι πνεύμα κυριαρχεί σε όλη τη θεώρηση που μπορεί να έχει για τα δημιουργήματά του. Μόνο τα πνεύματα είναι φτιαγμένα κατ'εικόνα του, όντας σαν να είχαν το αίμα του, ή σαν τα παιδιά σε μια οικογένεια, αφού μόνο τα πνεύματα είναι σε θέση να τον υπηρετούν με ελεύθερη βούληση, και να ενεργούν συνειδητά μιμούμενα τη θεϊκή φύση. Ένα μόνο πνεύμα αξίζει όσο ένας ολόκληρος κόσμος, επειδή όχι μόνο εκφράζει ολόκληρο τον κόσμο, αλλά επίσης τον γνωρίζει, και κυβερνά τον εαυτό του όπως κάνει ο Θεός.

 

Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να πούμε ότι αν και κάθε ουσία εκφράζει ολόκληρο το σύμπαν, ωστόσο οι άλλες ουσίες, πλην των πνευμάτων, εκφράζουν τον κόσμο παρά τον Θεό, ενώ τα πνεύματα εκφράζουν τον Θεό παρά τον κόσμο. Αυτή η φύση των πνευμάτων, τόσο ευγενής που τα καθιστά ικανά να προσεγγίσουν τη θειότητα όσο το δυνατόν περισσότερο για τα δημιουργημένα πράγματα, έχει ως αποτέλεσμα ο Θεός να αντλεί απείρως περισσότερη δόξα από αυτά παρά από τα άλλα όντα, ή μάλλον τα άλλα όντα να παρέχουν στα πνεύματα το υλικό για να τον δοξάσουν.

 

Αυτή η ηθική ιδιότητα του Θεού, που τον καθιστά Κύριο και Μονάρχη των πνευμάτων, τον επηρεάζει,  τρόπον τινά, προσωπικά και με μοναδικό τρόπο. Μέσω αυτής της ιδιότητας ο Θεός εξανθρωπίζει τον εαυτό του, είναι πρόθυμος να ασχοληθεί με τα ανθρώπινα ζητήματα, και εισέρχεται σε κοινωνικές σχέσεις μαζί μας. Και αυτή η θεώρηση είναι τόσο αγαπητή σε αυτόν, ώστε η ευτυχισμένη και ευημερούσα κατάσταση της αυτοκρατορίας του, η οποία συνίσταται στη μεγαλύτερη δυνατή ευδαιμονία των κατοίκων της, γίνεται υπέρτατη μεταξύ των νόμων του.

 

Η ευτυχία  είναι για τους ανθρώπους ό,τι είναι η τελειότητα για τιςυπάρξεις. Και αν η κυρίαρχη αρχή για την ύπαρξη του φυσικού κόσμου είναι η μεγαλύτερη δυνατή τελειότητα, ο πρωταρχικός σκοπός στον ηθικό κόσμο ή στην πόλη του Θεού, που αποτελεί το ευγενέστερο μέρος του σύμπαντος, θα πρέπει να είναι η επέκταση της μεγαλύτερης δυνατής ευτυχίας.

 

Επομένως, δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι ο Θεός έχει ορίσει τα πάντα ώστε τα πνεύματα όχι μόνο να ζουν για πάντα, επειδή αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά και να διατηρούν για πάντα την ηθική τους ποιότητα, έτσι ώστε η πόλη του να μην χάσει ποτέ έναν άνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο που ο κόσμος δεν χάνει ποτέ μια ουσία. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι θα έχουν πάντα συνείδηση της ύπαρξής τους, διαφορετικά δεν θα ήταν επιδεκτικοί ούτε στην ανταμοιβή ούτε στη τιμωρία, μια κατάσταση που είναι η ουσία μιας δημοκρατίας, και, πάνω απ'όλα, της πιο τέλειας δημοκρατίας, όπου τίποτα δεν μπορεί να παραμεληθεί.

 

Εν ολίγοις, επειδή ο Θεός είναι ταυτόχρονα ο πιο δίκαιος και ο πιο ταπεινός μονάρχης, και απαιτεί μόνο καλή θέληση εκ μέρους των ανθρώπων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η θέληση είναι ειλικρινής και συνειδητή, οι υπήκοοί του δεν μπορούν να επιθυμούν μια καλύτερη κατάσταση. Για να τους κάνει απόλυτα ευτυχισμένους, επιθυμεί μόνο να τον αγαπούν.

 

XXXVII. Ο Ιησούς Χριστός έχει αποκαλύψει στους ανθρώπους το μυστήριο και τους θαυμάσιους νόμους της βασιλείας των ουρανών, και το μεγαλείο της υπέρτατης ευτυχίας, την οποία ο Θεός έχει προετοιμάσει για εκείνους που τον αγαπούν.

 

Οι αρχαίοι φιλόσοφοι γνώριζαν πολύ λίγα για αυτές τις σημαντικές αλήθειες. Μόνο ο Ιησούς Χριστός τις έχει εκφράσει καλά από θεολογική άποψη, και με έναν τρόπο τόσο σαφή και απλό ώστε και ο πιο αδύναμος νους να μπορεί να τις καταλάβει. Το ευαγγέλιό του έχει αλλάξει εντελώς το περιεχόμενο των ανθρώπινων υποθέσεων. Μας έκανε να γνωρίσουμε τη βασιλεία των ουρανών, ή εκείνη την τέλεια δημοκρατία των πνευμάτων, η οποία αξίζει να ονομάζεται πόλη του Θεού.

 

Ο Χριστός είναι που μας αποκάλυψε τους υπέροχους νόμους της. Αυτός μας έκανε να δούμε πόσο πολύ μας αγαπά ο Θεός, και με πόση φροντίδα έχουν προβλεφθεί όλα όσα μας αφορούν·πως ο Θεός, στο βαθμό που νοιάζεται για τα σπουργίτια, δεν θα παραμελήσει τα λογικά όντα, τα οποία είναι απείρως πιο αγαπητά σε αυτόν·πως οι τρίχες του κεφαλιού μας είναι μετρημένες·πως ο ουρανός και η γη μπορεί να παρέλθουν, αλλά ο λόγος του Θεού ως το μέσο της σωτηρίας μας δεν θα χαθεί·πως ο Θεός ενδιαφέρεται περισσότερο για την κατώτερη από τις νοήμονες ψυχές παρά για ολόκληρο τον μηχανισμό του κόσμου·πως δεν πρέπει να φοβόμαστε εκείνους που μπορούν να καταστρέψουν το σώμα, αλλά δεν είναι σε θέση να καταστρέψουν την ψυχή, αφού μόνο ο Θεός μπορεί να κάνει την ψυχή ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη·και πως οι ψυχές των δικαίων προστατεύονται από το χέρι του από όλες τις αναταραχές του σύμπαντος, αφού μόνο ο Θεός είναι ικανός να ενεργήσει πάνω τους·πως καμία από τις πράξεις μας δεν ξεχνιέται·πως λογοδοτούμε για τα πάντα· ακόμη και για τα απρόσεκτα λόγια, ακόμη και για μια κουταλιά νερό.

 

Πως, στην πραγματικότητα, όλα πρέπει να οδηγούν στη μεγαλύτερη ευημερία του καλού, γιατί τότε οι δίκαιοι θα γίνουν σαν ήλιοι·και πως ούτε η λογική μας ούτε ο νους μας έχουν δοκιμάσει ποτέ κάτι που να πλησιάζει τις χαρές που ο Θεός έχει ετοιμάσει για εκείνους που τον αγαπούν.




========== ΤΕΛΟΣ ==========


Διάλογος για τη μεταφυσική, 1686, Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς.

ΕκδόθηκεαπότοThe Open Court Publishing Co., 1902.

Μετάφραση από το πρωτότυπο, GregoryR. Montgomery.

Ψηφιοποιήθηκε από το Internet Archiveτο 2007, με χρηματοδότηση από τη Microsoft Corporation.

[https://download.tuxfamily.org/openmathdep/metaphysics/Metaphysics-Leibniz.pdf]

 

Φωτογραφία εξώφυλλου: Το μνημείο Leibniz στη Λειψία.

[https://en.wikisource.org/wiki/Page:Leibniz_Discourse_on_Metaphysics_etc_%281908%29.djvu/1]

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2023, Χρήστος Κ. Τσελέντης.

 



[1]Ο Λάιμπνιτς θεωρούσε πως η ύλη συνίστατο από απειροστές, θεμελιώδεις οντότητες ή ουσίες, τις οποίες αποκαλούσε «μονάδες.»

[2]Στη μεταφυσική, η έννοια της επέκτασης σημαίνει τόσο «απλώνομαι,» όσο και «καταλαμβάνω χώρο.» Πιο πρόσφατα απέκτησε επίσης και τη σημασία της διάδοσης της σκέψης στον εξωτερικό κόσμο. Ένα παράδειγμα της έννοιας της επέκτασης από την αρχαιότητα είναι η αναλογία του δόρατος του Αρχύτα για το άπειρο του χώρου. Πόσο μακριά μπορεί να απλωθεί το χέρι ή το δόρυ κάποιου μέχρι να φτάσει στην άκρη της πραγματικότητας; Αν έφτανε κάποιος στο τέρμα του κόσμου, θα μπορούσε να απλώσει το χέρι ή το δόρυ του πιο έξω; Ο Καρτέσιος όρισε την επέκταση ως την ιδιότητα της ύπαρξης σε περισσότερες από μία διαστάσεις. Για τον ίδιο, το πρωταρχικό χαρακτηριστικό της ύλης είναι η επέκταση (res extensa), όπως το πρωταρχικό χαρακτηριστικό του νου είναι η σκέψη (res cogitans). Επίσης, η έννοια της άπειρης διαιρετότητας αναφέρεται στην ιδέα ότι η επέκταση, ή ποσότητα, όταν διαιρείται άπειρες φορές, δεν μπορεί να φτάσει σε σημείο μηδενικής ποσότητας. Τόσο ο Καρτέσιος όσο και ο Λάιμπνιτς συζήτησαν την άπειρη διαιρετότητα της επέκτασης.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Extension_(metaphysics)]

[3]Οι έννοιες της «ουσίας» και της «υπόστασης» σε όλο το κείμενο θα χρησιμοποιούνται ισοδύναμα.

[4]Πλέον είναι γνωστό ότι η δύναμη ισούται με το γινόμενο της μάζας επί την επιτάχυνση (δεύτερος νόμος του Νεύτωνα), και όχι με το γινόμενο της μάζας επί την ταχύτητα (που πλέον ονομάζεται ορμή ενός σώματος).

[5]Εδώ με τον όρο επέκταση εννοούνται απλά οι φυσικές ιδιότητες ενός σώματος, όπως οι διαστάσεις του και η κινητική του κατάσταση.

[6]Ο Λάιμπνιτς τελικά παρέλειψε αυτήν τη μετάφραση.

[7]Ο Αριστοτέλης στη διδασκαλία του διακρίνει τεσσάρων ειδών αίτια για να εξηγήσει τα φαινόμενα της αλλαγής και της κίνησης στη φύση: Το υλικό, το ειδικό (ή μορφικό), το ποιητικό, και το τελικό αίτιο.

[8]Ο Βίλεμπρορντ Σνελ (1580-1626), που αργότερα εκλατίνισε το επώνυμό του σε Σνέλ(λ)ιους (Snellius), ήταν Ολλανδός αστρονόμος, φυσικός και μαθηματικός. Το όνομά του συνδέεται συχνά με την ανακάλυψη του νόμου της διάθλασης του φωτός, που αποκαλείται και «νόμος του Σνελ.»

[https://en.wikipedia.org/wiki/Willebrord_Snellius]

[9]Ο Ηλιόδωρος ο Λαρισαίος, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα έζησε κι έδρασε κατά τη διάρκεια του 3ουμ.Χ. αιώνα,  ήταν Έλληνας μαθηματικός, και συγγραφέας μιας μικρής πραγματείας, η οποία διασώζεται μέχρι τις μέρες μας, πάνω στην οπτική.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Heliodorus_of_Larissa]

[10]Ο Πιερ ντε Φερμά (1601-1665) ήταν Γάλλος νομικός και ερασιτέχνης μαθηματικός, ο οποίος συνέβαλε στην ανάπτυξη του απειροστικού λογισμού, στη θεωρία των αριθμών, στην αναλυτική γεωμετρία, στη θεωρία πιθανοτήτων, και στην οπτική. Επίσης είναι γνωστός για την αρχή του Φερμά στη διάδοση του φωτός, καθώς και για το τελευταίο θεώρημα του Φερμά.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Pierre_de_Fermat]

[11]Σε αυτό το σημείο, κάποιος μπορεί να αντιπαραβάλει τον κοχλία του Αρχιμήδη, ο οποίος χρησιμοποιείτο στην αρχαιότητα για την άρδευση.  

[12]Σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία της ανάμνησης, ή αναπόλησης, η γνώση υπάρχει πριν από τη γέννηση σε μια υποθετική κατάσταση στον κόσμο των ιδεών, και μετά τη γέννηση αυτή η γνώση επανακτάται μέσω της αναπόλησης.

[13]Ο όρος «tabula rasa» («άγραφος πίνακας,» ή «κενή πλάκα»), αναφέρεται στη θεωρία ότι τα άτομα γεννιούνται χωρίς ενσωματωμένο νοητικό περιεχόμενο, και επομένως όλη η γνώση προέρχεται από την εμπειρία ή την αντίληψη. Στη δυτική φιλοσοφία, η συγκεκριμένη έννοια μπορεί να ανιχνευθεί στα γραπτά του Αριστοτέλη, και συγκεκριμένα στην πραγματεία του Περί ψυχής.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Tabula_rasa]

[14]Ο Αβερρόης (1126-1198), ήταν πολυμαθής φιλόσοφος από την Ανδαλουσία, ο οποίος έγραψε περισσότερα από 100 βιβλία και πραγματείες σχετικά με διάφορα επιστημονικά θέματα. Τα φιλοσοφικά του έργα περιλαμβάνουν πολυάριθμα σχόλια στον Αριστοτέλη. Ο ίδιος ήταν ισχυρός υποστηρικτής του αριστοτελισμού, και αντιτάχθηκε στις νεοπλατωνικές τάσεις παλαιότερων μουσουλμάνων στοχαστών, όπως ο Αλ-Φαράμπι και ο Αβικέννας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Averroes]

[15]Ο Γουίλιαμ από το Σαιντ- Αμούρ ήταν μια πρώιμη προσωπικότητα του σχολαστικισμού του δέκατου τρίτου αιώνα, γνωστός για τις επιθέσεις του στους μοναχούς της εποχής του.

[https://en.wikipedia.org/wiki/William_of_Saint-Amour]

[16]Υπερλαψιανός (supralapsarian) είναι κάποιος ο οποίος πιστεύει ότι ο Θεός καθόρισε την εκλογή ή μη εκλογή ατόμων για τη σωτηρία ακόμα και πριν την Πτώση.

[https://www.collinsdictionary.com/dictionary/english/supralapsarian#:~:text=(%CB%8Csu%CB%90pr%C9%99l%C3%A6p%CB%88s%C9%9B%C9%99r%C9%AA%C9%99n%20),salvation%20even%20before%20the%20Fall]

[17]Ο απόλυτος προορισμός είναι ένα χριστιανικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι είναι προγνωρισμένοι και προορισμένοι είτε για αιώνια δόξα και τον παράδεισο, είτε για την αιώνια καταδίκη. Σύμφωνα με αυτό, όλοι οι άνθρωποι από την φύση τους είναι αμαρτωλοί και ανεπίδεκτοι προόδου. Όμως, ο Θεός εκλέγει αιωνίως μερικούς από αυτούς, οι οποίοι τελικά ως εκλεκτοί του Θεού σώζονται, όχι κατά την δική τους αξία, αλλά κατά την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού.

[https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%80%CF%8C%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%BF%CF%82_%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%BF%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82]

[18]Με τον όρο «συμπάθεια» εδώ εννοείται η αμοιβαία συσχέτιση όλων των πραγμάτων μέσα στο Σύμπαν. Στην εποχή μας, οι αντίστοιχοι φυσικοί όροι θα μπορούσαν να είναι «αλληλεπίδραση,» ή «συντονισμός.»

Πλάτωνος Παρμενίδης

$
0
0

 

(Ή περί του Ενός)*

 



Ο Παρμενίδης του Πλάτωνα θεωρείται ένας από τους πιο αινιγματικούς και απαιτητικούς πλατωνικούς διαλόγους. Για μένα προσωπικά είναι ένα από τα πιο σημαντικά (και ίσως το σημαντικότερο) φιλοσοφικά κείμενα σχετικά με τη θεωρία των Ιδεών, την ύπαρξη του Ενός, και, κατ’ επέκταση, το πρόβλημα του Θεού. Το συνταρακτικό συμπέρασμα το οποίο διαφαίνεται από την ανάλυση του Παρμενίδη, σύμφωνα με όσα λέει στο κείμενο ο Πλάτωνας, είναι ότι το Εν μπορεί να υπάρξει και να γίνει αντιληπτό μόνο αν μετέχει στην ουσία των πάντων·μόνο δηλαδή αν υπάρχει σχετικά με τα άλλα πράγματα, τα οποία, με τη σειρά τους, αποκτούν ύπαρξη και νόημα σε σχέση με το Εν.

 

Ο διάλογος λαμβάνει χώρα ανάμεσα κυρίως στον Παρμενίδη, τον Ζήνωνα, και τον Σωκράτη. Τοποθεσία είναι η Αθήνα, γύρω στο 450 π.Χ.  Τότε ο Παρμενίδης θα ήταν γύρω στα 65, ο Ζήνωνας 40, και ο Σωκράτης 20 χρονών. Αφορμή του διαλόγου είναι το επιχείρημα του Ζήνωνα ότι επειδή αν τα πολλά υπάρχουν θα είναι αναπόφευκτα όμοια και ανόμοια, ως συνέπεια τα πολλά δεν μπορούν να υπάρχουν, κι επομένως μόνο το Εν υπάρχει. Παρότι στο κείμενο δεν δίνεται η επιχειρηματολογία του Ζήνωνα σχετικά με τον προηγούμενο ισχυρισμό του, κάτι που το επισημαίνει ο Σωκράτης, δίνεται η αφορμή να ξεκινήσει μια συζήτηση πάνω στη θεωρία των Ιδεών (όπως εκείνων της ομοιότητας και ανομοιότητας), και συγκεκριμένα ο Παρμενίδης να αναλύσει τη μεθοδολογία του σχετικά με την έννοια του Ενός.   

 

Εδώ δεν θα ασχοληθούμε με τα προβλήματα που παρουσιάζει ο Παρμενίδης σχετικά με τη θεωρία των Ιδεών. Θα αναφέρω μόνο ενδεικτικά ένα απόσπασμα, το οποίο μπορεί και να μας προϊδεάσει για το τι θα ακολουθήσει:

 

«Έτσι λοιπόν, αν βρίσκεται μέσα στο θεό αυτή καθαυτή η ακριβέστατη δεσποτεία, και αυτή καθαυτή η ακριβέστατη επιστήμη, ούτε η δεσποτεία αυτή μπορεί ποτέ να δεσπόσει σε εμάς, ούτε αυτή η καθαυτή επιστήμη μπορεί να γίνει γνωστή σε εμάς. Αλλά και εμείς ομοίως δεν μπορούμε να εξουσιάσουμε τους θεούς με τη δεσποτεία που βρίσκεται μέσα μας, ούτε να γνωρίσουμε τα θεία πράγματα με τη δική μας επιστήμη. Και για αυτόν το λόγο εκείνοι, παρότι είναι θεοί, δεν μπορούν ούτε να μας εξουσιάζουν, ούτε να γνωρίζουν τα ανθρώπινα πράγματα.»

 

Τώρα θα εστιάσουμε την προσοχή στην έννοια του Ενός. Συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε τρεις περιπτώσεις από αυτές που αναφέρει ο Παρμενίδης. Τι συμβαίνει αν το Εν: α) υπάρχει απόλυτα και δεν σχετίζεται με τα άλλα πράγματα·β) αν το Εν υπάρχει σχετικά με τα άλλα πράγματα·και γ) ποιες είναι οι συνέπειες για τα άλλα πράγματα στη δεύτερη περίπτωση.

 

α) Εάν το Εν υπάρχει απόλυτα και δεν σχετίζεται με τα άλλα πράγματα, τότε συνεπάγεται:

 

- Δεν θα έχει μέρη, ούτε θα είναι Όλο·

Αν το Εν υπάρχει, δεν μπορεί να είναι πολλά. Επομένως δεν μπορεί να είναι ούτε μέρος του εαυτού του, ούτε να είναι Όλο, γιατί αν αυτό ίσχυε, το Εν θα αποτελείτο από μέρη, πράγμα άτοπο.

 

- Θα είναι άπειρο·

Αν λοιπόν το Εν δεν αποτελείται από κανένα μέρος, δεν μπορεί να έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, ούτε μέσο, γιατί τότε αυτά θα ήταν μέρη του Ενός. Αλλά η αρχή και το τέλος είναι τα πέρατα κάθε πράγματος. Άρα το Εν θα είναι άπειρο.

 

- Δεν θα έχει σχήμα·

Αλλά το Εν δεν θα έχει και σχήμα, γιατί δεν θα είναι ούτε στρογγυλό, ούτε ευθύ. Στρογγυλό βέβαια είναι εκείνο του οποίου τα άκρα ισαπέχουν από το κέντρο, και ευθύ είναι εκείνο του οποίου το μέσο βρίσκεται εκατέρωθεν των δύο άκρων. Αν λοιπόν το Εν είχε σχήμα, είτε κυκλικό είτε ευθύ, θα είχε μέρη, και θα ήταν πολλά.

 

- Δεν θα υπάρχει ούτε μέσα στον εαυτό του, ούτε μέσα στα άλλα πράγματα·

Εφόσον το Εν δεν έχει μέρη, δεν μπορεί να βρίσκεται πουθενά, ούτε μέσα στον εαυτό του, ούτε μέσα στα άλλα πράγματα, γιατί τότε θα υπήρχαν δύο πράγματα- αυτό που περικλείει, και αυτό που περικλείεται. Άρα το Εν δεν βρίσκεται πουθενά.

 

- Δεν θα βρίσκεται ούτε σε κίνηση ούτε σε ηρεμία·

Αν το Εν κινείτο, ή θα μετατοπιζόταν ή θα μεταβαλλόταν, γιατί αυτοί είναι οι δύο μόνοι δυνατοί τρόποι κίνησης. Αλλά τότε το Εν θα έπρεπε να αλλάξει θέση ή κατάσταση. Αλλά προηγουμένως είπαμε ότι το Εν δεν βρίσκεται ούτε μέσα στον εαυτό του, ούτε μέσα σε κάποιο άλλο πράγμα. Άρα το Εν θα είναι με κάθε τρόπο ακίνητο.

 

- Δεν θα μπορεί να συγκριθεί ούτε με τον εαυτό του, ούτε με κάποιο άλλο πράγμα·

Αν το Εν ήταν ίσο με κάποιο άλλο πράγμα, θα είχε τα ίδια μέτρα με κάτι άλλο. Αν ήταν μικρότερο ή μεγαλύτερο από κάποιο άλλο πράγμα, θα είχε περισσότερα μέτρα από το μικρότερο, και λιγότερα μέτρα από το μεγαλύτερο από εκείνα τα πράγματα. Αλλά εφόσον το Εν δεν μετέχει ταυτότητας (δεν βρίσκεται ούτε μέσα στον εαυτό του, ούτε μέσα σε κανένα άλλο πράγμα), δεν μπορεί να έχει τα ίδια ή διαφορετικά μέτρα με οτιδήποτε άλλο.

 

- Θα είναι άχρονο·

Επιπλέον το Εν δεν μπορεί ούτε να είναι πρεσβύτερο, ούτε νεότερο, ούτε να έχει την ίδια ηλικία με κάτι άλλο, γιατί αν ίσχυε κάποιο από τα προηγούμενα τότε το Εν θα μετείχε ισότητας χρόνου. Αλλά, όπως είπαμε, το Εν δεν μετέχει ισότητας, και επομένως δεν θα μετέχει χρόνου, ούτε θα έχει υπάρξει ποτέ.

 

- Θα είναι ανύπαρκτο·

Άρα το Εν δεν θα έχει χρόνο, ούτε ποτέ ήταν, ούτε είναι, ούτε θα γίνει. Αλλά δεν γίνεται κάτι να μετέχει ουσίας αν δεν είναι κάτι, ή αν δεν υπάρχει. Επομένως το Εν δεν μπορεί να υπάρχει.

 

- Θα είναι άγνωστο·

Άρα ούτε όνομα θα ανήκει σε αυτό, ούτε έννοια ή ορισμός, ούτε επιστήμη ή ακριβής γνώση, ούτε αίσθηση περί αυτού, ούτε δοξασία. Το Εν επομένως δεν μπορεί ούτε να κατονομαστεί, ούτε να προσδιοριστεί, ούτε μπορεί να υπάρξει αίσθηση ή μάθηση αυτού.

 

Σε αυτήν την αντίφαση λοιπόν καταλήγει ο Παρμενίδης αν το Εν ληφθεί απόλυτα ως αυτό καθαυτό, χωρίς να σχετίζεται με τον εαυτό του και με τα υπόλοιπα πράγματα. Ότι δηλαδή κάτι το απόλυτο δεν μπορεί να συνειδητοποιηθεί.

 

β) Εάν το Εν υπάρχει σχετικά με τ’ άλλα πράγματα, τότε συνεπάγεται:

 

- Θα έχει ουσία·

Αν το Εν είναι, θα έχει απαραίτητα ουσία (ύπαρξη). Αλλά και η ουσία του Ενός δεν μπορεί να είναι το ίδιο πράγμα με το Εν, γιατί αλλιώς ούτε εκείνη θα ήταν ουσία του Ενός, ούτε το Εν θα μετείχε ουσίας, αλλιώς θα ήταν το ίδιο πράγμα. Επομένως το Είναι σημαίνει διαφορετικό πράγμα από το Εν. Άρα αν πει κάποιος ότι το Εν είναι, εννοεί ακριβώς ότι το Εν μετέχει του Είναι (της ουσίας).

 

- Θα είναι Όλο, και θα έχει μέρη·

Πάλι αν πούμε ότι το Εν είναι, αυτό σημαίνει αναγκαστικά ότι το Εν είναι τέτοιο Ον ώστε να έχει μέρη. Αυτό συμβαίνει κατά τον εξής τρόπο: Αν πούμε ότι το Εν είναι Ον (ότι υπάρχει), και αν πούμε ότι το Ον είναι Εν, τότε η ουσία και το Εν θα είναι το ίδιο πράγμα, και η ουσία θα ανήκει σε αυτό το Εν Ον, για το οποίο κάναμε την υπόθεση. Άρα αυτό το Εν Ον θα είναι Όλο, και θα ανήκουν σε αυτό και το Εν και η ουσία ως μέρη.

 

- Θα μπορεί να είναι πολλά, άπειρα σε πλήθος·

Ισχυριστήκαμε ότι το Εν μετέχει ουσίας, και ότι για αυτό το Εν είναι. Για αυτό επίσης το Εν Ον φάνηκε ότι είναι πολλά. Άρα αν το Εν υπάρχει, αναγκαία θα υπάρχει και ο αριθμός. Αν όμως υπάρχει ο αριθμός, θα υπάρχει πλήθος άπειρων όντων. Επιπλέον αν κάθε αριθμός μετέχει ουσίας, η ουσία (το Είναι) θα είναι διαιρεμένη στα πάντα, τα οποία είναι πολλά. Αλλά αν πρέπει το μέρος να είναι Εν κάτι, και δεν μπορεί να είναι μηδέν, σε κάθε μέρος της ουσίας θα υπάρχει το Εν, το οποίο δεν θα λείπει ούτε από το μικρότερο, ούτε από το μεγαλύτερο, ούτε από οτιδήποτε άλλο. Άρα το Εν θα είναι διαχωρισμένο από την ουσία, και έτσι θα είναι πολλά, κατά το πλήθος άπειρα.

 

- Θα είναι πεπερασμένο και άπειρο·

Επειδή τα μέρη ενός πράγματος είναι μέρη ενός Όλου, το Εν, καθώς θα έχει μέρη, θα είναι πεπερασμένο ως Όλο. Άλλα εφόσον αυτό που περιέχει ένα πράγμα αποτελεί και το πέρας του πράγματος που περιέχεται, το Εν Ον θα είναι και πολλά, θα είναι και Όλο και θα έχει μέρη, θα είναι και πεπερασμένο και άπειρο στο πλήθος.

 

- Θα έχει σχήμα·

Καθώς το Εν είναι πεπερασμένο, θα έχει και άκρα. Επιπλέον, αν είναι Όλο, θα έχει και αρχή, και μέση, και τέλος. Επειδή λοιπόν το Εν είναι τέτοιο, θα έχει σχήμα, ή ευθύ, ή στρογγυλό, ή κάποιο συνδυασμό αυτών των δύο.

 

- Θα βρίσκεται μέσα στον εαυτό του και στα άλλα πράγματα·

Κάθε μέρος ενός πράγματος βρίσκεται απαραίτητα μέσα στο Όλο, και θα περιέχεται από αυτό. Επιπλέον το Εν αποτελείται από όλα τα μέρη του. Αλλά το Εν είναι και το Όλο. Αν λοιπόν όλα τα μέρη βρίσκονται μέσα στο Όλο, και αν αυτά αποτελούν όχι μόνο το Εν αλλά και το Όλο, και αν όλα περιέχονται στο Όλο, συμπεραίνουμε ότι το Εν θα βρίσκεται μέσα στο ίδιο το Εν (στον εαυτό του), και σε όλα τα άλλα πράγματα.

 

- Θα μπορεί να κινείται και να ηρεμεί·

Αν λοιπόν το Εν βρίσκεται μέσα στον εαυτό του θα είναι ακίνητο, εφόσον δεν θα μπορεί να βγει έξω από τον εαυτό του. Επομένως, από αυτήν τη σκοπιά, θα είναι πάντοτε ακίνητο. Αν όμως το Εν βρίσκεται και στα άλλα πράγματα, δεν θα βρίσκεται μέσα στον εαυτό του αλλά σε άλλο τόπο, και επομένως θα πρέπει να κινείται. Άρα επειδή το Εν βρίσκεται πάντα μέσα στο εαυτό του και στα άλλα πράγματα, θα πρέπει πάντα να μένει ακίνητο και να κινείται. 

 

- Θα μπορεί να συγκριθεί με τον εαυτό του και με τα άλλα πράγματα·

Επειδή εκτός των άλλων και του Ενός δεν υπάρχει τίποτα, ενώ αυτά πρέπει να υπάρχουν μέσα σε κάτι, είναι αναγκαίο να υπάρχουν το ένα μέσα στο άλλο, δηλαδή τα άλλα μέσα στο Εν, και το Εν μέσα στα άλλα, αλλιώς δεν θα υπάρχουν πουθενά. Άρα επειδή το Εν βρίσκεται μέσα στα άλλα πράγματα, αυτά θα είναι μεγαλύτερα του Ενός, καθώς το περιέχουν. Κι επειδή πάλι τα άλλα πράγματα βρίσκονται μέσα στο Εν, αυτό θα είναι μεγαλύτερο των άλλων, τα δε άλλα θα είναι μικρότερα του Ενός. Επομένως το Εν θα είναι και ίσο, και μεγαλύτερο, και μικρότερο από τον εαυτό του και από τα άλλα πράγματα.

 

- Θα μπορεί να μεταβάλλεται·

Καθώς το Εν μπορεί να γίνεται μεγαλύτερο, μικρότερο, η ίσο, θα πρέπει επίσης να μπορεί να αυξάνει, να ελαττώνεται, ή να μένει ίσο.  Έτσι το Εν μπορεί να μεταβαίνει από την κίνηση στην ακινησία, ή από την ακινησία στην κίνηση, χωρίς στιγμιαία να βρίσκεται σε κανένα χρόνο. Αλλά για να μπορεί το Εν να ηρεμεί αρχικά και έπειτα να κινείται, ή να κινείται αρχικά και έπειτα να σταματάει, θα πρέπει να μεταβάλλεται. (Τη μετάβαση από την ακινησία στη κίνηση, και αντίστροφα, και η οποία μοιάζει να γίνεται σε μηδενικό χρόνο, ο Παρμενίδης την ονομάζει εξαίφνης.)

                          

- Θα έχει χρόνο·

Εφόσον το Είναι ανήκει στο Εν, αυτό το Είναι δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μέθεξη ουσίας στον παρόντα χρόνο, όπως το «ήταν» είναι μέθεξη χρόνου στο παρελθόν, και το «θα είναι» αποτελεί μέθεξη ουσίας στο μέλλον. Επομένως το Εν θα μετέχει χρόνου, επειδή μετέχει του Είναι.

 

- Θα μπορεί να δημιουργείται και να καταστρέφεται·

Αν το Εν είναι όπως έχουμε εκθέσει, επειδή αυτό μπορεί να είναι Εν και πολλά, και να μην είναι Εν και πολλά, και επειδή μετέχει χρόνου, άλλες φορές θα μετέχει ουσίας όταν είναι Εν, και άλλες φορές δεν θα μετέχει όταν δεν είναι Εν. Άρα σε κάποιο χρόνο το Εν θα μεταλαμβάνει μέρος του Είναι (της ουσίας), και σε κάποιον άλλο χρόνο δεν θα μεταλαμβάνει. Αλλά το να μεταλαμβάνει κάτι μέρος της ουσίας σημαίνει ότι γίνεται, ενώ το να χάνει μέρος της ουσίας σημαίνει ότι χάνεται. Το Εν λοιπόν, καθώς φαίνεται ότι και λαμβάνει και χάνει ουσία, θα μπορεί να γεννιέται και να καταστρέφεται.

 

- Θα μπορεί να γίνει γνωστό·

Άρα το Εν ήταν, είναι, και θα είναι·γινόταν, γίνεται, και θα γίνεται. Και θα υπάρχει κάποια ιδιότητα στο Εν με την οποία να μπορεί να προσδιοριστεί στο παρελθόν, στο παρόν, και στο μέλλον. Άρα θα μπορεί να υπάρχει επίσης ακριβής γνώση, δοξασία, και αίσθηση για το Εν, αφού και εμείς τώρα κάνουμε για το Εν αυτούς τους συλλογισμούς. Και όνομα λοιπόν θα υπάρχει και ορισμός για το Εν, αφού το ονομάζουμε και το προσδιορίζουμε. Και όλα τα άλλα πράγματα θα υπάρχουν επίσης και στο Εν.

 

Αυτό είναι το σημαντικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Παρμενίδης, αν το Εν εκληφθεί σχετικά με τον εαυτό του και με τα άλλα πράγματα. Ότι μπορεί έτσι να μετέχει στην ουσία των πραγμάτων, και κατά αυτόν τον τρόπο να γίνει αντιληπτό και κατανοητό από τους ανθρώπους.   

 

γ) Εάν το Εν υπάρχει σχετικά με τ’ άλλα πράγματα, τότε για τα άλλα πράγματα συνεπάγεται:

 

- Θα μετέχουν του Ενός, και θα αποτελούν ένα τέλειο Όλο, το οποίο θα έχει μέρη·

Επειδή τα άλλα πράγματα είναι διαφορετικά του Ενός, τα ίδια δεν είναι Εν, γιατί αν τα άλλα ήταν Εν τότε δεν θα υπήρχαν άλλα πλην του Ενός.  Από την άλλη μεριά, τα άλλα πράγματα δεν είναι εντελώς στερημένα του Ενός, αλλά μετέχουν στο Εν. Αυτό επιτυγχάνεται επειδή τα άλλα πράγματα έχουν μέρη, γιατί αν δεν είχαν μέρη θα ήταν ίδια με το Εν. Αλλά μέρη υπάρχουν μόνο εκείνου του πράγματος το οποίο είναι Όλο. Αν λοιπόν τα άλλα πράγματα έχουν μέρη, θα μετέχουν του Όλου και του Ενός. Τα άλλα πράγματα δηλαδή θα αποτελούν ένα τέλειο Εν, το οποίο θα έχει μέρη.

 

- Ως μέρη του Ενός, θα είναι μέρη της Ιδέας·

Όμως το Όλο μπορεί να είναι Εν εκ των πολλών αν τα πολλά αποτελούν τα μέρη του, γιατί το κάθε μέρος δεν μπορεί να είναι μέρος πολλών, αλλά του Όλου. Άρα το μέρος δεν ανήκει ούτε στα πολλά ούτε στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά μόνο σε κάποια Ιδέα περί του Ενός, που ονομάζουμε Όλο, το οποίο εξ απάντων των μερών έχει γίνει τέλειο Εν. Αυτό μόνο μπορεί να έχει μέρη.

 

 - Θα είναι πεπερασμένα και άπειρα·

Είναι αναγκαίο λοιπόν το Όλο και το μέρος να μετέχουν του Ενός, γιατί το Εν θα αποτελεί το Όλο, του οποίου τα πράγματα είναι τα μέρη. Επειδή όμως όλα όσα μετέχουν του Όλου και του Ενός είναι περισσότερα από ένα πράγματα, τα οποία θα μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι καταλαμβάνουν ολοένα και μικρότερο μέρος του Όλου, θα πρέπει να είναι άπειρα στον αριθμό. Κατά την επαφή τους όμως με το Εν και με τον εαυτό τους, συμβαίνει επίσης στα άλλα πράγματα να δημιουργείται ένα όριο, ή πέρας, σε σχέση με τα υπόλοιπα πράγματα, παρότι η φύση των πραγμάτων είναι καθαυτή άπειρη. Έτσι λοιπόν τα πράγματα, στο σύνολο και στα μέρη τους, είναι πεπερασμένα και άπειρα.

 

- Θα μπορούν να συγκριθούν με τον εαυτό τους και με τ’ άλλα πράγματα, και θα φέρουν μέσα τους τις υπόλοιπες ιδιότητες του Ενός·

Εξάλλου τα άλλα πράγματα θα είναι, προς τον εαυτό τους και προς τα άλλα πράγματα, όμοια και ανόμοια. Γιατί,, καθώς είναι από τη φύση τους πεπερασμένα και άπειρα, διαθέτουν δύο ιδιότητες οι οποίες είναι αντίθετες. Άρα για καθεμιά από τις δύο ιδιότητες χωριστά, τα πράγματα θα μοιάζουν όμοια, ενώ αν συγκριθούν και με τις δύο ιδιότητες μαζί σε αντιπαράθεση, θα μοιάζουν ανόμοια. Παρομοίως λοιπόν, θα κινούνται και θα ηρεμούν,  και γενικά θα φέρουν όλες τις υπόλοιπες αντίθετες ιδιότητες του Ενός, όπως τις εξετάσαμε προηγουμένως.

 

Ο Παρμενίδης αναλύει επίσης τι συνεπάγεται για τα άλλα πράγματα αν το Εν υπάρχει απόλυτα, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα άλλα πράγματα θα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα (στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε παραπάνω ο Παρμενίδης για το Εν αν αυτό δεν σχετίζεται με τον εαυτό του). Εξετάζει επίσης την περίπτωση όπου το Εν δεν υπάρχει, σχετικά ή απόλυτα με τον εαυτό του και με τα άλλα πράγματα, και καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα που ισχύουν στις αντίστοιχες περιπτώσεις αν το Εν υπάρχει (σαν να λέμε ότι η υπόθεση της ανυπαρξίας του Ενός προϋποθέτει την ύπαρξή του).

 

Συμπερασματικά, αν το Εν (δηλαδή το Ον, ή ο Θεός) υπάρχει απόλυτα τότε δεν μπορεί η ύπαρξή του να γίνει γνωστή ούτε από τους ανθρώπους ούτε από το ίδιο (αφού δεν θα μπορεί να συγκριθεί με τον εαυτό του). Μόνο αν υπάρχει σχετικά μπορεί να μετέχει της ουσίας του κόσμου, να συγκριθεί, και να γίνει κατανοητό. Αναλόγως, αυτή η ίδια σχετικότητα εξασφαλίζει την ύπαρξη και των υπόλοιπων πραγμάτων και πλασμάτων, καθώς έτσι μπορούμε να συγκριθούμε με το Εν και με τα άλλα πράγματα, και να κατανοήσουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας.

 

Θα χρειάζονταν να περάσουν σχεδόν 2.500 χρόνια από την εποχή του Παρμενίδη και του Πλάτωνα, εωσότου οι φιλοσοφικές έρευνες περί των Ιδεών και του Ενός βρουν την πρακτική τους εφαρμογή στη θεωρία των αρχετύπων του Καρλ Γιουνγκ, και στη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Παρόλα αυτά, ακόμα και στις μέρες μας, λίγα είναι γνωστά για τα αρχέτυπα ως πρότυπα οργάνωσης τόσο της ανθρώπινης συμπεριφοράς όσο και της ύλης γενικότερα, και λίγοι συνειδητοποιούν τη σημασία της σχετικότητας του Ενός από την άποψη ενός Παγκόσμιου Όντος μέσα στο Σύμπαν, το οποίο θα πρέπει να υπάρχει σε σχέση με όλα τα πράγματα μέσα στο Σύμπαν, και το οποίο θα γεννιέται, θα εξελίσσεται, και θα καταστρέφεται μαζί με τις όλες τις υπόλοιπες συμπαντικές διαδικασίες. Λίγοι ακόμα από εμάς συνειδητοποιούμε τη σημασία της σχετικότητας του Ενός σε ό,τι αφορά εμάς τους ίδιους, τη φύση, και το Θεό, ο οποίος, με τη σειρά του, μαθαίνει και βελτιώνεται με τις δικές μας σκέψεις και πράξεις.- 

 

* Ο Παρμενίδηςτου Πλάτωνα ονομάζεται και Περί Ιδεώνή Λογικός, αλλά το κύριο μέρος του διαλόγου είναι πράγματι Περί του Ενός.

 

Φωτογραφία: Ανασκαφές από την Ελέα (πατρίδα του Παρμενίδη και του Ζήνωνα) της Κάτω Ιταλίας, όπου φαίνεται και ο μεταγενέστερος μεσαιωνικός πύργος.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Velia]

 

Σύνδεσμοι:

[https://en.wikipedia.org/wiki/Parmenides_(dialogue)]

[http://repository.edulll.gr/edulll/retrieve/7027/1832_parmenides.pdf]

[https://www.stratilio.gr/wp-content/uploads/2020/03/%CE%A0%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82.pdf]

 

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

$
0
0

 


 

Λίγα λόγια για την Καταγωγή του ανθρώπου

Η Καταγωγή του ανθρώπουείναι βιβλίο του Άγγλου φυσιοδίφη Κάρολου Δαρβίνου, το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1871. Στο βιβλίο του αυτό ο Δαρβίνος εφαρμόζει την εξελικτική θεωρία στην ανθρώπινη ιστορία, και περιγράφει λεπτομερώς τη θεωρία του για τη σεξουαλική επιλογή, μια μορφή βιολογικής προσαρμογής η οποία συνδέεται αλλά διαφέρει από τη φυσική επιλογή. Στο ίδιο βιβλίο συζητούνται πολλά σχετικά θέματα, όπως η εξελικτική ψυχολογία, η εξελικτική ηθική, η εξελικτική μουσικολογία, οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπινων φυλών, οι διαφορές μεταξύ των φύλων, ο κυρίαρχος ρόλος των γυναικών στην επιλογή συντρόφου, και η συνάφεια της εξελικτικής θεωρίας με την κοινωνία.

 

Στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, ο Δαρβίνος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει θεμελιώδες χάσμα μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων ζώων στις διανοητικές και ηθικές ικανότητες καθώς και στην ανατομία. Υποχωρώντας ωστόσο κάπως από τις φιλελεύθερες ιδέες του της δεκαετίας του 1830 περί ισοτιμίας, κατατάσσει τη ζωή σε μια ιεραρχική κλίμακα, την οποία επέκτεινε στις ανθρώπινες φυλές με βάση την προοδευτική εξέλιξη από την εποχή του λίθου μέχρι την εποχή του ατμού, με το ανθρώπινο μυαλό να είναι το ίδιο σε όλους τους πολιτισμούς, αλλά με τους σύγχρονους «πρωτόγονους» λαούς να δίνουν μια νέα οπτική γωνία στους προϊστορικούς τρόπους ζωής. Ο Δαρβίνος δεν υποστήριξε την άποψη ότι η πρόοδος είναι αναπόφευκτη, αλλά συμμεριζόταν την πίστη στην ανθρώπινη ενότητα, και είχε την κοινή στάση ότι ο αρσενικός ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός και πολιτισμός είχε προοδεύσει περισσότερο στην ηθική και στη διάνοια από τους «άγριους» λαούς.

 

Απέδωσε τη «μεγάλη ρήξη στην οργανική αλυσίδα μεταξύ του ανθρώπου και των πλησιέστερων συγγενών του» στην εξαφάνιση των ειδών, και καθώς η εξάπλωση του πολιτισμού εξάλειψε την άγρια ​​ζωή και τους γηγενείς ανθρώπινους πολιτισμούς, το χάσμα θα διευρυνόταν, τόσο όσο «ανάμεσα στον άνθρωπο σε μια κατάσταση πιο πολιτισμένη, ας ελπίσουμε, από τον Καυκάσιο, και σε κάποιους πίθηκους τόσο καθυστερημένους όσο ένας μπαμπουίνος, περισσότερο απ’ όσο ανάμεσα σ’ ένα Νέγρο ή Αυστραλό Αβορίγινο και σ’ ένα γορίλα.» Συμπληρώνει ότι, ενώ «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η διαφορά μεταξύ του μυαλού του κατώτερου ανθρώπου και του πιο ανεπτυγμένου ζώου είναι τεράστια,» αυτή η διαφορά, όσο μεγάλη κι αν είναι, «είναι σίγουρα μια διαφορά στο βαθμό και όχι στο είδος.» Παράλληλα, έδειξε ότι όλες οι ανθρώπινες φυλές έχουν πολλές διανοητικές ομοιότητες μεταξύ τους, και ότι τα πρώιμα τεχνουργήματα που μαρτυρούν ένα κοινό πολιτισμό αποτελούν απόδειξη εξέλιξης μέσω κοινής καταγωγής από ένα προγονικό είδος, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα ήταν πλήρως ανθρώπινο.[1]

 

Εδώ θα παρουσιάσω αποσπάσματα από το έβδομο κεφάλαιο από το συγκεκριμένο βιβλίο του Δαρβίνου, σχετικά με τις φυλές του ανθρώπου:

 

«

Για τις φυλές του ανθρώπου.-

Δεν είναι πρόθεσή μου εδώ να περιγράψω τις διάφορες λεγόμενες φυλές του ανθρώπου· αλλά να διερευνήσω ποια είναι η αξία των διαφορών μεταξύ τους από ταξινομική άποψη, και πώς έχουν προέλθει. Για να καθορίσουν εάν δύο ή περισσότερες συγγενικές μορφές πρέπει να ταξινομηθούν ως είδη ή ποικιλίες, οι φυσιοδίφες καθοδηγούνται πρακτικά από τις ακόλουθες εκτιμήσεις:δηλαδή, το βαθμό της διαφοράς μεταξύ τους, και αν οι διαφορές αυτές σχετίζονται με λίγα ή πολλά χαρακτηριστικά δομής, και αν έχουν φυσιολογική σημασία·αλλά κυρίως αν αυτές οι μορφές είναι σταθερές. Η σταθερότητα των χαρακτηριστικών είναι αυτό που κυρίως εκτιμούν και αναζητούν οι φυσιοδίφες.

 

Όποτε μπορεί να αποδειχθεί, ή να καταστεί πιθανό, ότι οι εν λόγω μορφές έχουν παραμείνει διακριτές για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό γίνεται ένα επιχείρημα μεγάλης βαρύτητας υπέρ της μεταχείρισής τους ως είδη. Ακόμη και ένας μικρός βαθμός στειρότητας μεταξύ οποιωνδήποτε δύο μορφών όταν διασταυρώνονται για πρώτη φορά, ή στους απογόνους τους, θεωρείται γενικά ως αποφασιστική δοκιμασία της ιδιαίτερης διακριτότητάς τους·και η συνεχιζόμενη παρουσία τους χωρίς να αναμειγνύονται στην ίδια περιοχή, είναι συνήθως αποδεκτή ως επαρκής απόδειξη, είτε κάποιου βαθμού αμοιβαίας στειρότητας, είτε κάποιας αποστροφής για αμοιβαία σύζευξη.

 

Ανεξάρτητα από την ανάμειξη μέσω της διασταύρωσης, η πλήρης απουσία, σε μια καλά διερευνημένη περιοχή, ποικιλιών που συνδυάζουν μεταξύ τους δύο στενά συγγενικές μορφές, είναι ίσως το σημαντικότερο από όλα τα κριτήρια της ιδιαίτερης διακριτότητάς τους. Και αυτή είναι μια κάπως διαφορετική θεώρηση από την απλή σταθερότητα των χαρακτηριστικών, γιατί δύο μορφές μπορεί να είναι εξαιρετικά μεταβλητές, και όμως να μην αποδίδουν ενδιάμεσες ποικιλίες. Η γεωγραφική κατανομή συχνά έρχεται στο προσκήνιο ασυνείδητα, και μερικές φορές συνειδητά·έτσι ώστε οι μορφές που ζουν σε δύο ευρέως διαχωρισμένες περιοχές, στις οποίες οι περισσότεροι από τους άλλους κατοίκους είναι ειδικά διακριτοί, θεωρούνται συνήθως ως διακριτές. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν βοηθά στη διάκριση των γεωγραφικών φυλών από τα πραγματικά είδη.

 

Τώρα ας εφαρμόσουμε αυτές τις γενικά αποδεκτές αρχές στις φυλές του ανθρώπου, βλέποντάς τον με το ίδιο πνεύμα όπως ένας φυσιοδίφης θα έκανε για οποιοδήποτε άλλο ζώο. Όσον αφορά το βαθμό της διαφοράς μεταξύ των φυλών, πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος τις διακρίσεις που έχουμε μάθει να κάνουμε κρίνοντας από τον εαυτό μας.

 

Στην Ινδία, όπως παρατηρεί ο Elphinstone,[2]αν και ένας νεοαφιχθείς Ευρωπαίος δεν μπορεί αρχικά να διακρίνει τις διάφορες αυτόχθονες φυλές, σύντομα του φαίνονται εξαιρετικά ανόμοιες. Και ο Ινδός δεν μπορεί αρχικά να αντιληφθεί καμία διαφορά μεταξύ των διαφόρων ευρωπαϊκών εθνών. Ακόμη και οι πιο ξεχωριστές φυλές του ανθρώπου, με εξαίρεση ορισμένες μαύρες φυλές, μοιάζουν πολύ περισσότερο μεταξύ τους στη μορφή από ό,τι αρχικά θα υποθέταμε. Αυτό φαίνεται καλά από τις φωτογραφίες στην ανθρωπολογική συλλογή του Μουσείου του Παρισιού των ανθρώπων που ανήκουν σε διάφορες φυλές, ο μεγαλύτερος αριθμός των οποίων, όπως παρατήρησαν πολλά άτομα στα οποία έδειξα τις φωτογραφίες, θα μπορούσαν να μοιάζουν με Ευρωπαίους. Παρόλα αυτά, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, αν τους έβλεπε κάποιος ζωντανούς, θα φαίνονταν αναμφίβολα πολύ διαφορετικοί·έτσι ώστε σαφώς επηρεαζόμαστε πολύ στην κρίση μας από το απλό χρώμα του δέρματος και των μαλλιών, από μικρές διαφορές στα χαρακτηριστικά, και από την έκφραση.

 

Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι οι διάφορες φυλές, όταν συγκρίνονται και μετριούνται προσεκτικά, διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, όπως στην υφή των μαλλιών, στις σχετικές αναλογίες όλων των μερών του σώματος, στη χωρητικότητα των πνευμόνων, στη μορφή και στη χωρητικότητα του κρανίου, ακόμη και στις συνελίξεις του εγκεφάλου. Αλλά θα ήταν ένα ατελείωτο έργο να προσδιορίσουμε τα πολυάριθμα σημεία των διαρθρωτικών διαφορών. Οι φυλές διαφέρουν επίσης στη σύσταση, στον εγκλιματισμό, και στη δεκτικότητα σε ορισμένες ασθένειες.

 

Τα διανοητικά χαρακτηριστικά επίσης των φυλών είναι πολύ διαφορετικά, όπως θα φαινόταν στις συναισθηματικές και στις πνευματικές τους ικανότητες. Όλοι όσοι είχαν την ευκαιρία να κάνουν τη σύγκριση, πρέπει να εντυπωσιάστηκαν από την αντίθεση μεταξύ των σιωπηλών, ακόμη και μελαγχολικών, ιθαγενών της Ν. Αμερικής, και των ανάλαφρων, ομιλητικών νέγρων. Υπάρχει μια σχεδόν παρόμοια αντίθεση μεταξύ των Μαλαισιανών και των Παπούα της Νέας Γουινέας, οι οποίοι, παρότι ζουν κάτω από τις ίδιες φυσικές συνθήκες, χωρίζονται μεταξύ τους μόνο από ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα.

 

Θα εξετάσουμε πρώτα τα επιχειρήματα που μπορούν να προβληθούν υπέρ της ταξινόμησης των φυλών του ανθρώπου ως ξεχωριστών ειδών, και στη συνέχεια εκείνων της άλλης πλευράς. Αν ένας φυσιοδίφης, που δεν είχε δει ποτέ έναν Νέγρο, έναν Hottentot,[3]έναν Αυστραλό Αβορίγινο, ή έναν Μογγόλο, τους σύγκρινε, θα αντιλαμβανόταν αμέσως ότι διαφέρουν σε ένα πλήθος χαρακτηριστικών, άλλα μικρής και άλλα μεγάλης σημασίας. Μετά από έρευνα, θα διαπίστωνε ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι προσαρμοσμένοι να ζουν κάτω από πολύ διαφορετικά κλίματα, και ότι διαφέρουν κάπως στη σωματική σύσταση και στη διανοητική προδιάθεση. Αν του έλεγαν τότε ότι εκατοντάδες παρόμοια δείγματα θα μπορούσαν να προσφερθούν από τις ίδιες χώρες, θα δήλωνε ότι σίγουρα επρόκειτο για διαφορετικά είδη, τόσο διαφορετικά όσο και όλα τα υπόλοιπα είδη στα οποία είχε τη συνήθεια να δίνει ονόματα.

 

Αυτό το συμπέρασμα θα ενισχυόταν πολύ μόλις βεβαιωνόταν ότι όλες αυτές οι μορφές είχαν διατηρήσει τον ίδιο χαρακτήρα για πολλούς αιώνες·και ότι οι νέγροι, προφανώς πανομοιότυποι με τους υπάρχοντες νέγρους, υπήρχαν τουλάχιστον 4.000 χρόνια πριν. Θα άκουγε επίσης από έναν εξαιρετικό παρατηρητή, τον Δρ. Lund,[4]ότι τα ανθρώπινα κρανία που βρέθηκαν στις σπηλιές της Βραζιλίας, θαμμένα μαζί με πολλά εξαφανισμένα θηλαστικά, ανήκαν στον ίδιο τύπο με αυτόν που επικρατεί τώρα σε όλη την αμερικανική ήπειρο.

 

Ο φυσιοδίφης μας θα στρεφόταν τότε ίσως στη γεωγραφική κατανομή, και πιθανότατα θα δήλωνε ότι μορφές που διαφέρουν όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά είναι κατάλληλες για τις θερμότερες και υγρότερες ή ξηρότερες χώρες, καθώς και για τις αρκτικές περιοχές, πρέπει να είναι ξεχωριστά είδη. Θα μπορούσε να επικαλεστεί το γεγονός ότι κανένα είδος στην ομάδα πιο κοντάστον άνθρωπο, δηλαδή τα Quadrumana,[5]δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε χαμηλές θερμοκρασίες, ή σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή του κλίματος·και ότι τα είδη που βρίσκονται πλησιέστερα στον άνθρωπο δεν έχουν ποτέ φτάσει την ωριμότητα, ακόμη και κάτω από το εύκρατο κλίμα της Ευρώπης. Θα εντυπωσιαστεί βαθιά με το γεγονός, που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά από τον Agassiz,[6]ότι οι διαφορετικές φυλές του ανθρώπου κατανέμονται σε όλο τον κόσμο στις ίδιες ζωολογικές περιοχές με εκείνες που κατοικούνται από αναμφισβήτητα διαφορετικά είδη και γένη θηλαστικών.

 

Αυτό συμβαίνει προφανώς στις αυστραλιανές, μογγολικές, και μαύρες φυλές του ανθρώπου·με λιγότερο έντονο τρόπο στους Χοντεντότ·αλλά σαφώς στους Παπούα και στους Μαλαισιανούς, οι οποίοι χωρίζονται, όπως έδειξε ο κ. Wallace,[7]από σχεδόν την ίδια γεωγραφική γραμμή που χωρίζει τις μεγάλες ζωολογικές περιοχές της Μαλαισίας και της Αυστραλίας. Οι αυτόχθονες της Αμερικής κυμαίνονται σε όλη την ήπειρο·και αυτό αρχικά φαίνεται αντίθετο με τον παραπάνω κανόνα, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις οι νότιες και οι βόρειες μορφές διαφέρουν πολύ. Ωστόσο, μερικά ζώα, όπως το οπόσουμ, βρίσκονται σε όλη την ήπειρο, όπως ίσχυε παλαιότερα για μερικά από τα γιγαντιαία Edentata.[8]Οι Εσκιμώοι, όπως και τα ζώα της Αρκτικής, εκτείνονται γύρω από τις πολικές περιοχές.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαφορές στις μορφές των θηλαστικών που κατοικούν στις διάφορες ζωολογικές περιοχές δεν αντιστοιχούν στην απόσταση μεταξύ αυτών των περιοχών·έτσι ώστε δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ανωμαλία το γεγονός ότι ο Νέγρος διαφέρει περισσότερο, και ο Αμερικανός ιθαγενής πολύ λιγότερο, από τις άλλες φυλές του ανθρώπου, κάτι που δεν ισχύει κατά αναλογία για άλλα θηλαστικά. Ο άνθρωπος, μπορούμε να σημειώσουμε επίσης, δεν φαίνεται να είναι αυτόχθονος σε κανένα ωκεάνιο νησί. Και από αυτή την άποψη ταιριάζει με τα άλλα μέλη της ομάδας του...

 

Ο υποτιθέμενος φυσιοδίφης μας, έχοντας προχωρήσει μέχρι τώρα στην έρευνά του, θα μπορούσε στη συνέχεια να διερευνήσει αν οι φυλές του ανθρώπου, όταν διασταυρώνονται, είναι σε κάποιο βαθμό στείρες. Θα μπορούσε να συμβουλευτεί το έργο ενός προσεκτικού και φιλοσοφημένου παρατηρητή, του καθηγητή Broca.[9]Και σε αυτό το έργο θα έβρισκε αρκετές αποδείξεις ότι μερικές φυλές είναι αρκετά γόνιμες μεταξύ τους, αλλά κάποιες άλλες είναι ακριβώς το αντίθετο. Έτσι, έχει υποστηριχθεί ότι οι αυτόχθονες γυναίκες της Αυστραλίας και της Τασμανίας σπάνια κάνουν παιδιά με Ευρωπαίους άνδρες· τα στοιχεία, ωστόσο, σχετικά με αυτό το θέμα έχουν πλέον αποδειχθεί σχεδόν άνευ αξίας·οι μιγάδες σκοτώνονται από τους καθαρόαιμους μαύρους: και πρόσφατα δημοσιεύθηκε ένας απολογισμός έντεκα νέων μιγάδων που δολοφονήθηκαν και κάηκαν ταυτόχρονα, τα λείψανα των οποίων βρέθηκαν από την αστυνομία.

 

Και πάλι, έχει ειπωθεί συχνά ότι όταν οι μιγάδες παντρεύονται μεταξύ τους παράγουν λίγα παιδιά. Από την άλλη πλευρά, ο Δρ. Bachman[10]του Charlestown ισχυρίζεται ότι έχει γνωρίσει οικογένειες μιγάδων που έχουν ζευγαρώσει για αρκετές γενιές, και παρέμειναν κατά μέσο όρο εξίσου γόνιμες όσο και οι καθαροί λευκοί ή οι καθαροί μαύροι. Επίσης, έρευνες του κ. C.Lyell[11]σχετικά με το θέμα αυτό τον οδήγησαν, όπως με πληροφορεί, στο ίδιο συμπέρασμα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η απογραφή για το έτος 1854 περιελάμβανε, σύμφωνα με τον Δρ. Bachman, 405.751 μιγάδες. Και αυτός ο αριθμός, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις, φαίνεται μικρός. Αλλά μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από την υποβαθμισμένη και δύσκολη θέση αυτής της τάξης, και από την μειωμένη γονιμότητα των γυναικών. Ένας ορισμένος βαθμός απορρόφησης των μιγάδων από τους νέγρους πρέπει επίσης να βρίσκεται σε εξέλιξη·και αυτό θα οδηγεί σε μια προφανή μείωση των μιγάδων...

 

Ακόμη και αν αποδεικνυόταν στο εξής ότι όλες οι φυλές των ανθρώπων είναι απόλυτα γόνιμες αναμεταξύ τους, αυτός που θα είχε την τάση για διαφορετικούς λόγους να τις κατατάξει ως ξεχωριστά είδη, θα μπορούσε δικαίως να υποστηρίξει ότι η γονιμότητα και η στειρότητα δεν είναι ασφαλή κριτήρια συγκεκριμένης διάκρισης. Γνωρίζουμε ότι αυτές οι ιδιότητες επηρεάζονται εύκολα από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής, ή από τη συγγενική διασταύρωση, και ότι διέπονται από εξαιρετικά περίπλοκους νόμους, για παράδειγμα αυτόν της άνισης γονιμότητας των αμοιβαίων διασταυρώσεων μεταξύ δύο ειδών. Με μορφές που πρέπει να ταξινομηθούν ως αναμφισβήτητα είδη, υπάρχει μια τέλεια σειρά η οποία ξεκινάει από εκείνες που είναι απολύτως στείρες όταν διασταυρώνονται, μέχρι εκείνες που είναι σχεδόν ή αρκετά γόνιμες. Οι βαθμοί στειρότητας δεν συμπίπτουν αυστηρά με τις διαφορές στην εξωτερική δομή ή στις συνήθειες της ζωής.

 

Ο άνθρωπος από πολλές απόψεις μπορεί να συγκριθεί με εκείνα τα ζώα που έχουν από καιρό εξημερωθεί, και ένα μεγάλο σύνολο αποδείξεων μπορεί να προβληθεί υπέρ του Παλλάσιου δόγματος,[12]ότι η εξημέρωση τείνει να εξαλείψει τη στειρότητα, η οποία είναι ένα τόσο γενικό αποτέλεσμα της διασταύρωσης ειδών στη φυσική κατάσταση. Από αυτές τις διάφορες σκέψεις, μπορεί δίκαια να υποστηριχθεί ότι η τέλεια γονιμότητα των διασταυρωμένων φυλών του ανθρώπου, αν καθιερωθεί, δεν θα μας εμποδίσει εντελώς να τις κατατάξουμε ως ξεχωριστά είδη.

 

Ανεξάρτητα από τη γονιμότητα, ο χαρακτήρας των απογόνων από διασταύρωση έχει μερικές φορές θεωρηθεί ότι παρέχει αποδείξεις για το αν οι γονικές μορφές πρέπει να ταξινομηθούν ως είδη ή ποικιλίες·αλλά μετά από προσεκτική μελέτη των αποδεικτικών στοιχείων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κανένας γενικός κανόνας αυτού του είδους δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος. Το συνηθισμένο αποτέλεσμα μιας διασταύρωσης είναι η παραγωγή μιας μεικτής ή ενδιάμεσης μορφής·αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μερικοί από τους απογόνους παίρνουν κυρίως από τη μορφή του ενός γονέα, και μερικοί άλλοι παίρνουν κυρίως από τη μορφή του άλλου γονέα. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν οι γονείς διαφέρουν σε χαρακτηριστικά που πρωτοεμφανίστηκαν ως ξαφνικές παραλλαγές ή ανωμαλίες. Αναφέρομαι σε αυτό, γιατί ο Δρ. Rohlfs[13]με πληροφορεί ότι έχει δει συχνά στην Αφρική τους απογόνους των νέγρων που διασταυρώθηκαν με μέλη άλλων φυλών, να είναι είτε εντελώς μαύροι είτε εντελώς λευκοί, ή σπάνια κάτι ενδιάμεσο. Από την άλλη πλευρά, είναι γνωστό ότι στην Αμερική οι μιγάδες παρουσιάζουν συνήθως μια ενδιάμεση εμφάνιση.

 

Έχουμε τώρα δει ότι ένας φυσιοδίφης μπορεί να αισθάνεται απόλυτα δικαιωμένος να κατατάσσει τις φυλές του ανθρώπου ως ξεχωριστά είδη. Γιατί έχει διαπιστώσει ότι διακρίνονται από πολλές διαφορές στη δομή και στη σύσταση, μερικές από τις οποίες είναι σημαντικές. Αυτές οι διαφορές, επίσης, παρέμειναν σχεδόν σταθερές για πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους. Ο φυσιοδίφης μας θα έχει επηρεαστεί σε κάποιο βαθμό από τη τεράστια ποικιλία του ανθρώπου, η οποία αποτελεί μια μεγάλη ανωμαλία στην τάξη των θηλαστικών, αν η ανθρωπότητα θεωρηθεί ως ένα μόνο είδος. Θα έχει ακόμη εντυπωσιαστεί με την κατανομή των διαφόρων λεγόμενων φυλών, η οποία είναι σύμφωνη με εκείνη άλλων αναμφισβήτητα ξεχωριστών ειδών θηλαστικών. Τέλος, θα μπορούσε επιπλέον να τονίσει ότι η αμοιβαία γονιμότητα όλων των φυλών δεν έχει ακόμη αποδειχθεί πλήρως·και ακόμη και αν αποδεικνυόταν, δεν θα ήταν απόλυτη απόδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους.

 

Από την άλλη πλευρά του ζητήματος, αν ο υποτιθέμενος φυσιοδίφης μας ερευνούσε αν οι μορφές του ανθρώπου διατηρούνται διακριτές όπως τα συνηθισμένα είδη, όταν αναμειγνύονται σε μεγάλους αριθμούς στην ίδια χώρα, θα ανακάλυπτε αμέσως ότι αυτό δεν συμβαίνει σε καμία περίπτωση. Στη Βραζιλία, για παράδειγμα, θα έβλεπε έναν τεράστιο μεικτό πληθυσμό Νέγρων και Πορτογάλων. Στη Χιλή, και σε άλλα μέρη της Νότιας Αμερικής, θα έβλεπε ολόκληρο τον πληθυσμό να αποτελείται από Ινδιάνους και Ισπανούς αναμεμειγμένους σε διάφορους βαθμούς. Σε πολλά μέρη της ίδιας ηπείρου θα συναντούσε τις πιο περίπλοκες διασταυρώσεις μεταξύ Νέγρων, Ινδιάνων, και Ευρωπαίων·και, κρίνοντας από το φυτικό βασίλειο, τέτοιες τριπλές διασταυρώσεις παρέχουν την αυστηρότερη δοκιμασία της αμοιβαίας γονιμότητας των γονικών μορφών. Σε ένα νησί του Ειρηνικού θα έβρισκε έναν μικρό αναμεμειγμένο πληθυσμό από Πολυνήσιους και Άγγλους·και στο αρχιπέλαγος Φίτζι θα έβρισκε έναν πληθυσμό Πολυνήσιων και Negritos[14]πλήρως αναμεμειγμένων. Πολλές ανάλογες περιπτώσεις θα μπορούσαν να προστεθούν, για παράδειγμα, στη Νότια Αφρική. Ως εκ τούτου, οι φυλές του ανθρώπου δεν είναι αρκετά διακριτές για να συνυπάρξουν χωρίς συγχώνευση·και αυτό παρέχει τη συνήθη και καλύτερη δοκιμή της ειδικής διακριτότητας.

 

Ο φυσιοδίφης μας θα ενοχλούνταν επίσης πολύ μόλις αντιλαμβανόταν ότι οι διακριτοί χαρακτήρες κάθε φυλής του ανθρώπου είναι εξαιρετικά μεταβλητοί. Αυτό εντυπωσιάζει τους πάντες όταν βλέπουν για πρώτη φορά τους νέγρους σκλάβους στη Βραζιλία, οι οποίοι έχουν εισαχθεί από όλα τα μέρη της Αφρικής. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τους Πολυνήσιους, και για πολλές άλλες φυλές. Είναι αμφίβολο αν μπορεί να ονομαστεί κάποιο χαρακτηριστικό με τρόπο που να είναι διακριτικό μιας φυλής και σταθερός. Οι άγριοι,[15]ακόμη και μέσα στα όρια της ίδιας φυλής, δεν έχουν τόσο ομοιόμορφο χαρακτήρα, όπως έχει ειπωθεί συχνά. Οι γυναίκες Hottentot προσφέρουν ορισμένες ιδιαιτερότητες, πιο έντονες από εκείνες που εμφανίζονται σε οποιαδήποτε άλλη φυλή, αλλά αυτές οι ιδιαιτερότητες είναι γνωστό ότι δεν είναι συνεχούς εμφάνισης. Στις διάφορες αυτόχθονες αμερικανικές φυλές, το χρώμα και η τριχοφυΐα διαφέρουν σημαντικά·όπως το χρώμα σε κάποιο βαθμό, και το περίγραμμα των χαρακτηριστικών σε μεγάλο βαθμό, στους νέγρους της Αφρικής. Το σχήμα του κρανίου ποικίλλει πολύ σε ορισμένες φυλές·και το ίδιο συμβαίνει με κάθε άλλο χαρακτηριστικό. Όλοι οι φυσιοδίφες έχουν μάθει με τον δύσκολο τρόπο πόσο βιαστικό είναι να προσπαθήσουμε να ορίσουμε διαφορετικά είδη με τη βοήθεια ασταθών χαρακτηριστικών.

 

Αλλά το πιο σοβαρό από όλα τα επιχειρήματα εναντίον της αντιμετώπισης των φυλών του ανθρώπου ως ξεχωριστών ειδών, είναι ότι οι φυλές μπορούν να μεταμορφώνονται η μία στην άλλη, ανεξάρτητα σε πολλές περιπτώσεις, όσο μπορούμε να κρίνουμε, από το να έχουν διασταυρωθεί. Ο άνθρωπος έχει μελετηθεί πιο προσεκτικά από κάθε άλλο ζώο, και όμως υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή ποικιλομορφία μεταξύ των ικανών κριτών αν πρέπει να ταξινομηθεί ως ένα μόνο είδος ή ράτσα, ή ως περισσότερα.[16]Αυτή η ποικιλία κρίσεων δεν αποδεικνύει ότι οι φυλές δεν πρέπει να ταξινομούνται ως είδη, αλλά δείχνει ότι αυτές οι δύο έννοιες εισέρχονται η μία μέσα στην άλλη, και ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ανακαλυφθούν σαφείς διακριτοί χαρακτήρες μεταξύ τους...

 

Μερικοί φυσιοδίφες έχουν χρησιμοποιήσει πρόσφατα τον όρο «υποείδος» για να προσδιορίσουν μορφές που διαθέτουν πολλά από τα χαρακτηριστικά των πραγματικών ειδών, αλλά που δεν αξίζουν τόσο υψηλή θέση. Τώρα, αν αναλογιστούμε τα σημαντικά επιχειρήματα, που αναφέρθηκαν παραπάνω, για την ανύψωση των φυλών του ανθρώπου στην βαθμίδα του είδους, και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες από την άλλη πλευρά σχετικά με τον ορισμό τους, ο όρος «υποείδος» θα μπορούσε εδώ να χρησιμοποιηθεί με κάθε επιφύλαξη. Αλλά λόγω συνήθειας ο όρος «φυλή» πιθανότατα να προτιμάται πάντα.

 

Η επιλογή των όρων είναι σημαντική μόνο στο βαθμό που είναι ιδιαίτερα επιθυμητό, στο μέτρο του δυνατού, να χρησιμοποιούνται οι ίδιοι όροι για τα ίδια σημεία διαφοράς. Δυστυχώς, αυτό είναι σπάνια δυνατό: διότι, μέσα στην ίδια οικογένεια γενικά, τα μεγαλύτερα γένη περιλαμβάνουν στενά συνδεδεμένες μορφές που μπορούν να διακριθούν μόνο με μεγάλη δυσκολία, ενώ τα μικρότερα γένη περιλαμβάνουν μορφές που είναι απόλυτα διακριτές· ωστόσο, αυτές οι μορφές εξίσου πρέπει να ταξινομηθούν ως είδη. Έτσι και πάλι, είδη που ανήκουν στο ίδιο μεγάλο γένος σε καμία περίπτωση δεν μοιάζουν μεταξύ τους στον ίδιο βαθμό: αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις μερικά από αυτά μπορούν να διαταχθούν σε μικρές ομάδες γύρω από άλλα είδη, όπως οι δορυφόροι γύρω από τους πλανήτες.

 

Το ερώτημα αν η ανθρωπότητα αποτελείται από ένα ή περισσότερα είδη έχει τα τελευταία χρόνια συζητηθεί πολύ από τους ανθρωπολόγους, οι οποίοι χωρίζονται σε δύο σχολές: τους μονογενιστές, και τους πολυγενιστές.[17]Εκείνοι που δεν παραδέχονται την αρχή της εξέλιξης, πρέπει να δουν τα είδη ως ξεχωριστές δημιουργίες, ήως κατά κάποιο τρόπο ξεχωριστές οντότητες. Και πρέπει να αποφασίσουν ποιες μορφές του ανθρώπου θα κατατάξουν ως είδη, κατά αναλογία της μεθόδου που χρησιμοποιείται συνήθως για την κατάταξη άλλων βιολογικών όντων ως είδη. Αλλά είναι μια απέλπιδα προσπάθεια να αποσαφηνιστεί αυτό το σημείο, μέχρις ότου κάποιος ορισμός του όρου  «είδος» γίνει γενικά αποδεκτός· και αυτός ο ορισμός δεν πρέπει να περιλαμβάνει κανένα στοιχείο που δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί, όπως μια πράξη δημιουργίας. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να επιχειρήσουμε, χωρίς κανέναν ορισμό, να αποφασίσουμε αν ένας ορισμένος αριθμός σπιτιών θα πρέπει να ονομάζεται χωριό, κωμόπολη, ή πόλη. Αυτό είναι ένα πρακτικό παράδειγμα της δυσκολίας στις ατελείωτες αμφιβολίες για το αν πολλά στενά συγγενικά θηλαστικά, πουλιά, έντομα και φυτά, τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά της Βόρειας Αμερικής ή της Ευρώπης, θα πρέπει να ταξινομηθούν ως είδη ή ως γεωγραφικές φυλές·και το ίδιο ισχύει για τις παραλλαγές σε πολλά νησιά τα οποία βρίσκονται σε μικρή απόσταση από την κοντινότερη ήπειρο.

 

Εκείνοι οι φυσιοδίφες, από την άλλη πλευρά, που παραδέχονται την αρχή της εξέλιξης, την οποία πλέον δέχονται οι περισσότεροι, δεν θα αισθάνονται καμία αμφιβολία ότι όλες οι φυλές του ανθρώπου κατάγονται από ένα μοναδικό πρωταρχικό απόθεμα, είτε θεωρούν σκόπιμο είτε όχι να τις χαρακτηρίσουν ως διακριτά είδη, προκειμένου να εκφράσουν το μέγεθος της διαφοράς τους. Με τα κατοικίδια ζώα μας, το ερώτημα αν οι διάφορες ράτσες έχουν προκύψει από ένα ή περισσότερα είδη είναι διαφορετικό. Αν και όλες αυτές οι ράτσες, καθώς και όλα τα φυσικά είδη μέσα στο ίδιο γένος, έχουν αναμφίβολα προκύψει από το ίδιο πρωτόγονο απόθεμα, εντούτοις είναι ένα κατάλληλο θέμα για συζήτηση, αν, για παράδειγμα, όλες οι εγχώριες ράτσες σκύλου έχουν αποκτήσει τις σημερινές διαφορές τους από τότε που κάποιο είδος εξημερώθηκε για πρώτη φορά και εκτράφηκε από τον άνθρωπο·ή αν οφείλουν μερικούς από τους χαρακτήρες τους στην κληρονομιά από διαφορετικά είδη,  που είχαν ήδη τροποποιηθεί σε φυσική κατάσταση. Με την ανθρωπότητα δεν μπορεί να προκύψει τέτοιο ζήτημα, γιατί δεν μπορεί να ειπωθεί ότι εξημερωθήκαμε σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο.

 

Όταν οι φυλές του ανθρώπου, σε μια εξαιρετικά μακρινή εποχή, απέκλιναν από τον κοινό τους πρόγονο, θα διέφεραν ελάχιστα μεταξύ τους, και θα ήταν λίγες σε αριθμό. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τους διακριτικούς χαρακτήρες τους, θα μπορούσαν να καταταχθούν ως ξεχωριστά είδη λιγότερο απ’ ό,τι οι σημερινές λεγόμενες φυλές. Παρ’ όλα αυτά, τόσο αυθαίρετος είναι ο όρος «είδος,» ώστε τέτοιες πρώιμες φυλές θα μπορούσαν να έχουν ταξινομηθεί από ορισμένους φυσιοδίφες ως ξεχωριστά είδη, αν οι όποιες μικρές διαφορές τους ήταν πιο σταθερές από ό, τι σήμερα, και αν δεν είχαν διαβαθμιστεί η μία στην άλλη.

 

Είναι, ωστόσο, πιθανό, αν και όχι τόσο, ότι οι πρώτοι πρόγονοι του ανθρώπου είχαν αποκλίνει πολύ στον χαρακτήρα, μέχρι που να έγιναν πιο διαφορετικοί μεταξύ τους από ό, τι οι υπάρχουσες φυλές·αλλά ότι στη συνέχεια, όπως πρότεινε ο Vogt,[18]συνέκλιναν στον χαρακτήρα. Όταν κάποιος επιλέγει τους απογόνους δύο διαφορετικών ειδών για τον ίδιο σκοπό, δημιουργεί αρκετές φορές, όσον αφορά τη γενική εμφάνιση, σημαντική σύγκλιση. Αυτή συνέβη, όπως έδειξε ο Von Nathusius,[19]με τις βελτιωμένες ράτσες χοίρων, οι οποίες κατάγονται από δύο διαφορετικά είδη·και σε μικρότερο βαθμό με τις βελτιωμένες ράτσες βοοειδών.

 

Όλες οι αναλογικές ομοιότητες, όπως μιας φάλαινας με ένα ψάρι, μπορούν πράγματι να ειπωθούν ότι είναι περιπτώσεις σύγκλισης. Αλλά αυτός ο όρος δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ σε επιφανειακές και προσαρμοστικές ομοιότητες. Θα ήταν εξαιρετικά απερίσκεπτο στις περισσότερες περιπτώσεις να αποδώσουμε στη σύγκλιση στενή ομοιότητα χαρακτήρων σε θέματα δομής ανάμεσα στους διαφοροποιημένους απογόνους ευρέως διακριτών ειδών. Η μορφή ενός κρυστάλλου, για παράδειγμα, καθορίζεται αποκλειστικά από τις μοριακές δυνάμεις, και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ανόμοιες ουσίες μπορεί μερικές φορές να έχουν την ίδια μορφή. Αλλά με τα βιολογικά όντα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η μορφή του καθενός εξαρτάται από μια απειρία πολύπλοκων σχέσεων, δηλαδή από τις παραλλαγές που έχουν προκύψει, οι οποίες οφείλονται σε περίπλοκες αιτίες,- στη φύση των παραλλαγών που έχουν διατηρηθεί, και αυτό εξαρτάται από τις φυσικές συνθήκες, και ακόμη περισσότερο από τους περιβάλλοντες ανταγωνιστικούς οργανισμούς,- και επιπλέον, στην κληρονομικότητα (από μόνη της ένα κυμαινόμενο στοιχείο) από αναρίθμητους προγόνους, των οποίων όλες οι μορφές έχουν καθοριστεί μέσω εξίσου πολύπλοκων σχέσεων.

 

Φαίνεται εντελώς απίστευτο το γεγονός ότι οι διαφοροποιημένοι απόγονοι δύο οργανισμών, αν αυτοί διέφεραν με αξιοσημείωτο τρόπο, θα μπορούσαν στη συνέχεια να συγκλίνουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μοιάζουν πανομοιότυποι σε ολόκληρη την οργάνωσή τους. Στην περίπτωση των συγκλίνοντων ρατσών χοίρων που προαναφέρθηκαν, ίχνη για την καταγωγή τους από δύο πρωτόγονα γένη, σύμφωνα με τον Von Nathusius, είναι ακόμα ορατά σε ορισμένα οστά των κρανίων τους. Αν οι φυλές του ανθρώπου κατάγονταν, όπως υποθέτουν μερικοί φυσιοδίφες, από δύο ή περισσότερα διαφορετικά είδη, τα οποία διέφεραν τόσο πολύ, ή σχεδόν τόσο πολύ, μεταξύ τους, όσο διαφέρει ο ουραγκοτάγκος από τον γορίλα, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι θα είχαν διατηρηθεί σημαντικές διαφορές στη δομή ορισμένων οστών στον σύγχρονο άνθρωπο.

 

Αν και οι υπάρχουσες φυλές του ανθρώπου διαφέρουν από πολλές απόψεις, όπως στο χρώμα, τα μαλλιά, το σχήμα του κρανίου, τις αναλογίες του σώματος κ.λπ., εντούτοις, αν ληφθεί υπόψη ολόκληρη η δομή τους, διαπιστώνεται ότι μοιάζουν πολύ μεταξύ τους σε πολλά σημεία. Πολλά από αυτά τα σημεία είναι τόσο ασήμαντα ή τόσο μοναδικής φύσης, που είναι εξαιρετικά απίθανο να έχουν αποκτηθεί ανεξάρτητα από διαφορετικά αυτόχθονα είδη ή φυλές. Η ίδια παρατήρηση ισχύει επίσης σε σχέση με τα πολυάριθμα χαρακτηριστικάδιανοητικής ομοιότητας μεταξύ των πιο ξεχωριστών φυλών του ανθρώπου. Οι Αμερικανοί αυτόχθονες, οι Νέγροι, και οι Ευρωπαίοι διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους στο μυαλό όσο και οποιεσδήποτε άλλες τρεις φυλές. Ωστόσο, εντυπωσιάστηκα πολύ με τους Fuegians[20]στο πλοίο Beagle,[21]με τα διάφορα  ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, που έδειχναν πόσο παρόμοιο ήταν το μυαλό τους με το δικό μας. Το ίδιο συνέβη και με έναν καθαρόαιμο νέγρο, τον οποίο έτυχε κάποτε να γνωρίζω καλά.

 

Αυτός που θα διαβάσει προσεκτικά τα ενδιαφέροντα έργα του κ. Tylor[22]και του Sir J. Lubbock[23]δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί βαθιά από τη στενή ομοιότητα μεταξύ των ανθρώπων όλων των φυλών, σε ότι αφορά τα γούστα, τις διαθέσεις και τις συνήθειες. Αυτό φαίνεται από την ευχαρίστηση που βρίσκουν όλοι στο χορό, τη μουσική, την υποκριτική, τη ζωγραφική, τα τατουάζ, και τη γενική διακόσμηση του εαυτού τους·επίσης, από την αμοιβαία κατανόηση της γλώσσας των χειρονομιών, από τις ίδιες εκφράσεις του προσώπου, και από τις ίδιες άναρθρες κραυγές που βγάζουν όταν ενθουσιάζονται από τα ίδια συναισθήματα.

 

Αυτή η ομοιότητα, ή μάλλον η ταυτότητα, είναι εντυπωσιακή, όταν αντιπαραβάλλεται με τις διαφορετικές εκφράσεις που μπορούν να παρατηρηθούν σε διαφορετικά είδη πιθήκων. Υπάρχουν βάσιμες αποδείξεις ότι η τέχνη της σκοποβολής με τόξα και βέλη δεν έχει παραδοθεί από κανέναν κοινό πρόγονο της ανθρωπότητας, ωστόσο, όπωςοι Westropp[24]και Nilsson[25]έχουν επισημάνει,οι πέτρινες αιχμές βελών, που έχουν συλλεχθεί από τα πιο μακρινά μέρη του κόσμου, και που κατασκευάστηκαν στις πιο απομακρυσμένες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, είναι σχεδόν πανομοιότυπες· και αυτό το γεγονός μπορεί να εξηγηθεί μόνο θεωρώντας ότι οι διάφορες φυλές του ανθρώπου έχουν παρόμοιες εφευρετικές ή διανοητικές δυνάμεις.

 

Η ίδια παρατήρηση έχει γίνει από τους αρχαιολόγους σε σχέση με ορισμένα ευρέως διαδεδομένα στολίδια, και σε σχέση με διάφορες απλές πεποιθήσεις και έθιμα, όπως η ταφή των νεκρών κάτω από μεγαλιθικές κατασκευές. Θυμάμαι ότι παρατήρησα στη Νότια Αμερική, ότι εκεί, όπως και σε τόσα άλλα μέρη του κόσμου, οιάνθρωποιέχουν γενικά επιλέξει τις κορυφές ψηλών λόφων, όπου συγκεντρώνουν σωρούς από πέτρες, είτε για να καταγράψουν κάποιο αξιοσημείωτο γεγονός, είτε για να θάψουν τους νεκρούς τους.

 

Τώρα, όταν οι φυσιοδίφες παρατηρούν μια στενή συμφωνία σε πολλές μικρές λεπτομέρειες των συνηθειών, των προτιμήσεων,και των διαθέσεων μεταξύ δύο ή περισσότερων εγχώριων φυλών, ή μεταξύ σχεδόν συγγενικών φυσικών μορφών, χρησιμοποιούν αυτό το γεγονός ως επιχείρημα ότι όλες κατάγονται από έναν κοινό πρόγονο που ήταν έτσι προδιατεθειμένος. Το ίδιο επιχείρημα μπορεί να εφαρμοστεί με μεγάλη ισχύ στις φυλές του ανθρώπου.

 

Καθώς είναι απίθανο τα πολυάριθμα και ασήμαντα σημεία ομοιότητας μεταξύ των διαφόρων φυλών του ανθρώπου στη σωματική δομή και τις διανοητικές ικανότητες (δεν αναφέρομαι εδώ στις παρόμοιες συνήθειες) να έχουν όλα αποκτηθεί ανεξάρτητα, πρέπει να έχουν κληρονομηθεί από προγόνους που είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά. Αποκτούμε έτσι κάποια ενόραση για την πρώιμη κατάσταση του ανθρώπου, προτού εξαπλωθεί πάνω στη γη.

 

Η εξάπλωση του ανθρώπου σε περιοχές που χωρίζονται σαφώς από τη θάλασσα, θα έγινε, χωρίς αμφιβολία, πριν από οποιασδήποτε σημαντική απόκλιση χαρακτηριστικών στις διάφορες φυλές. Γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να έχουμε βρει την ίδια φυλή σε διαφορετικές ηπείρους. Και αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Ο Sir J. Lubbock, αφού συνέκρινε τις τέχνες που ασκούν τώρα οι πρωτόγονοι λαοί σε διάφορα μέρη του κόσμου, προσδιόρισε εκείνες τις τέχνες που ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει, όταν απομακρύνθηκε για πρώτη φορά από την αρχική του γενέτειρα. Έτσι, λέει ότι  το δόρυ, που δεν είναι παρά μια εξέλιξη της μύτης του μαχαιριού, και το ρόπαλο, που δεν είναι παρά ένα μακρύ σφυρί, είναι τα μόνα πράγματα που έχουν απομείνει. Παραδέχεται, ωστόσο, ότι η τέχνη της κατασκευής φωτιάς πιθανότατα είχε ήδη ανακαλυφθεί, γιατί είναι κοινή σε όλες τις φυλές που υπάρχουν τώρα, και ήταν γνωστή στους αρχαίους κατοίκους των σπηλαίων της Ευρώπης.

 

Ίσως η τέχνη της κατασκευής πρόχειρων κανό ή σχεδίων ήταν επίσης γνωστή. Αλλά καθώς ο άνθρωπος ζούσε σε μια μακρινή εποχή, όταν η γη σε πολλά μέρη θα βρισκόταν σε πολύ διαφορετικό επίπεδο, σε σχέση με τη θάλασσα, απ’ ό,τι είναι σήμερα, θα ήταν σε θέση, χωρίς τη βοήθεια κανό, να εξαπλωθεί ευρέως. Ο Sir J. Lubbock παρατηρεί επίσης πόσο απίθανο είναι οι πρώτοι πρόγονοί μας να μπορούσαν να μετρήσουν μέχρι και το δέκα, αφού τόσες πολλές φυλές που υπάρχουν τώρα δεν μπορούν να μετρήσουν πάνω από το τέσσερα. Παρόλα αυτά, σε αυτή την πρώιμη περίοδο, οι διανοητικές και κοινωνικές ικανότητες του ανθρώπου δύσκολα θα μπορούσαν να είναι πολύ κατώτερες από αυτές που κατέχουν στις μέρες μας οι πιο πρωτόγονοι λαοί. Διαφορετικά, ο πρώιμος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να είναι τόσο κατεξοχήν επιτυχημένος στον αγώνα της επιβίωσης, όπως αποδεικνύεται από τη γρήγορη και ευρεία διάδοσή του.

 

Από τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ ορισμένων γλωσσών, μερικοί φιλόλογοι έχουν συμπεράνει ότι όταν ο άνθρωπος επεκτάθηκε αρκετά, δεν ήταν απλά ένα ζώο που μιλούσε. Αλλά μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι κάποιες γλώσσες, πολύ λιγότερο τέλειες από οποιεσδήποτε μιλιούνται τώρα, βοηθούμενες από χειρονομίες, μπορεί να χρησιμοποιούνταν, και όμως να μην έχουν αφήσει ίχνη σε μεταγενέστερες και πιο ανεπτυγμένες γλώσσες. Χωρίς τη χρήση κάποιας γλώσσας, όσο ατελής κι αν είναι, φαίνεται αμφίβολο ότι η διάνοια του ανθρώπου θα μπορούσε να ανέλθει στο επίπεδο που υπονοεί η δεσπόζουσα θέση του κατά την πρώιμη περίοδο.

 

Το αν ο πρωτόγονος άνθρωπος, όταν κατείχε πολύ λίγες τέχνες, και αυτές υποτυπώδεις, και όταν η δύναμη της γλώσσας του ήταν εξαιρετικά ατελής, θα άξιζε να ονομάζεται άνθρωπος, εξαρτάται από τον ορισμό που χρησιμοποιούμε. Σε μια σειρά μορφών που μεταβαίνουν ανεπαίσθητα από κάποιο πιθηκοειδές πλάσμα στον άνθρωπο, είναι αδύνατο να καθοριστεί σε πιο συγκεκριμένο στάδιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος «άνθρωπος.» Αλλά αυτό είναι ένα θέμα πολύ μικρής σημασίας. Οπότε και πάλι, είναι σχεδόν αδιάφορο αν οι λεγόμενες φυλές του ανθρώπου ορίζονται έτσι, ή αν κατατάσσονται ως είδη ή υποείδη·αλλά ο τελευταίος όρος φαίνεται ο πιο κατάλληλος. Τέλος, μπορούμε να συμπεράνουμε πως όταν η αρχή της εξέλιξης γίνει γενικά αποδεκτή, όπως σίγουρα θα γίνει σύντομα, η διαμάχη μεταξύ  των μονογενιστών και των πολυγενιστών θα πάψει να υφίσταται.

 

Υπάρχει άλλο ένα ερώτημα που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο, δηλαδή αν, όπως μερικές φορές υποτίθεται, κάθε υποείδος ή φυλή του ανθρώπου έχει προκύψει από ένα μόνο ζευγάρι προγόνων. Με τα κατοικίδια ζώα μας μια νέα φυλή μπορεί εύκολα να σχηματιστεί από ένα μόνο ζευγάρι που διαθέτει κάποιο νέο χαρακτηριστικό. Αλλά οι περισσότερες από τις φυλές μας έχουν σχηματιστεί, όχι σκόπιμα από ένα επιλεγμένο ζευγάρι, αλλά ασυνείδητα από τη διατήρηση πολλών ατόμων που διέφεραν, έστω και λίγο, σε κάποιο χρήσιμο ή επιθυμητό χαρακτηριστικό. Εάν, για παράδειγμα, σε μια χώρα προτιμούνταν συνήθως ισχυρότερα και βαρύτερα άλογα, ενώ σε μια άλλη χώρα ελαφρύτερα και γρηγορότερα άλογα, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι με την πάροδο του χρόνου θα παράγονταν δύο ξεχωριστές υποφυλές, χωρίς να έχουν διαχωριστεί και εκτραφεί συγκεκριμένα ζεύγη ή άτομα σε καμία από τις δύο χώρες.

 

Πολλές φυλές έχουν σχηματιστεί έτσι, και ο τρόπος σχηματισμού τους είναι ευθέως ανάλογος με αυτόν των φυσικών ειδών. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι τα άλογα που μεταφέρθηκαν στις Νήσους Falkland έγιναν, κατά τη διάρκεια διαδοχικών γενεών, μικρότερα και ασθενέστερα, ενώ εκείνα που έτρεχαν ελεύθερα στα λιβάδια των Pampas της Νότιας Αμερικής απέκτησαν μεγαλύτερα και πιο χονδροειδή κεφάλια. Και τέτοιες αλλαγές οφείλονται προδήλως, όχι σε ένα μόνο ζεύγος, αλλά σε όλα τα άτομα που έχουν υποβληθεί στις ίδιες συνθήκες, βοηθούμενα, ίσως, από την αρχή της αναστροφής.[26]Οι νέες υποφυλές σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν προέρχονται από κάποιο μεμονωμένο ζευγάρι, αλλά από πολλά άτομα που έχουν ποικίλει σε διαφορετικούς βαθμούς, αλλά με τον ίδιο γενικό τρόπο. Και μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι φυλές του ανθρώπου έχουν παραχθεί με παρόμοιο τρόπο, με τις διαφοροποιήσεις να είναι είτε το άμεσο αποτέλεσμα της έκθεσης σε διαφορετικές συνθήκες, είτε το έμμεσο αποτέλεσμα κάποιας μορφής επιλογής.

 

Για την εξαφάνιση των φυλών του ανθρώπου.-

Η μερική ή πλήρης εξαφάνιση πολλών φυλών και υποφυλών του ανθρώπου είναι ένα ιστορικό γεγονός. Ο Humboldt[27]βρήκεστη Νότια Αμερική έναν παπαγάλο που ήταν το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα μιας χαμένης φυλής. Αρχαία μνημεία και λίθινα εργαλεία που βρέθηκαν σε όλα τα μέρη του κόσμου, για τα οποία καμία παράδοση δεν σώζεται από τους σημερινούς κατοίκους, μαρτυρούν γεγονότα εξαφάνισης. Μερικές μικρές και διαλυμένες ομάδες, απομεινάρια προηγούμενων φυλών, εξακολουθούν να επιβιώνουν σε απομονωμένες και γενικά ορεινές περιοχές. Στην Ευρώπη οι αρχαίες φυλές ήταν όλες, σύμφωνα με τον Schaaffhausen,[28]κατώτερες και από τους πιο άγριους σημερινούς πρωτόγονους ανθρώπους. Επομένως, πρέπει να διέφεραν σημαντικά από οποιαδήποτε σημερινή ανθρώπινη φυλή. Τα λείψανα που περιγράφονται από τον καθηγητή Broca από το Les Eyzies,[29]αν και δυστυχώς φαίνεται να ανήκαν σε μία μόνο οικογένεια, δείχνουν μια φυλή με έναν μοναδικό συνδυασμό κατώτερων ή πιθηκοειδών, και ανώτερων χαρακτηριστικών. Αυτή η φυλή θεωρείται πως ήταν εντελώς διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη φυλή, αρχαία ή σύγχρονη. Διέφερε λοιπόν από την τεταρτογενή[30]φυλή των σπηλαίων του Βελγίου.

 

Οι δυσμενείς φυσικές συνθήκες φαίνεται ότι είχαν μικρή επίδραση στην εξαφάνιση των φυλών. Ο άνθρωπος έχει ζήσει από καιρό στις ακραίες περιοχές του Βορρά, χωρίς ξύλα για να φτιάξει τα κανό του ή άλλα εργαλεία, και μόνο με λίπος σαν καύσιμο για να ανάβει φωτιά και για να λιώνει το χιόνι για να έχει νερό. Στο νότιο άκρο της Αμερικής, οι Fuegians επιβιώνουν χωρίς την προστασία ρούχων ή κανονικού κτιρίου. Στη Νότια Αφρική, οι ιθαγενείς περιπλανιούνται στις πιο άγονες πεδιάδες, όπου αφθονούν τα επικίνδυνα θηρία. Ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει στις ελώδεις ζούγκλες στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, και στις λοιμώδεις ακτές της τροπικής Αφρικής.

 

Η εξαφάνιση των ειδών προκύπτει κυρίως από τον ανταγωνισμό μεταξύ φυλών ή ρατσών. Διάφοροι έλεγχοι είναι πάντα σε δράση, οι οποίοι χρησιμεύουν στο να διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα τον αριθμό των μελών κάθε άγριας φυλής, όπως περιοδικοί λιμοί, νομαδικές συνήθειες και οι επακόλουθοι θάνατοι βρεφών, ο παρατεταμένος θηλασμός, η κλοπή γυναικών, πόλεμοι, ατυχήματα, ασθένειες, η παιδοκτονία, και ιδιαίτερα η μειωμένη γονιμότητα. Αν κάποιος από αυτούς τους ελέγχους αυξηθεί, έστω και σε μικρό βαθμό, η φυλή που επηρεάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο θα τείνει να μειωθεί. Και όταν από δύο γειτονικές φυλές η μία γίνεται λιγότερο πολυάριθμη και πιο ασθενής από την άλλη, ο ανταγωνισμός σύντομα διευθετείται με πόλεμο, σφαγή, κανιβαλισμό, δουλεία και αφομοίωση. Ακόμη και όταν μια ασθενέστερη φυλή δεν αποδεκατίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, άπαξ και αρχίσει να μειώνεται, γενικά συνεχίζει να μειώνεται μέχρι να εξαφανιστεί.

 

Όταν τα πολιτισμένα έθνη έρχονται σε επαφή με τους βαρβάρους, η αναμέτρησηείναι σύντομη, εκτός από τις περιπτώσεις όπου ένα θανατηφόρο κλίμα δίνει το προβάδισμα στην αυτόχθονη φυλή. Από τις αιτίες που οδηγούν στη νίκη των πολιτισμένων εθνών, μερικές είναι απλές και σαφείς, ενώ άλλες είναι πολύπλοκες και σκοτεινές. Μπορούμε να δούμε ότι η καλλιέργεια της γης αποβαίνει μοιραία με πολλούς τρόπους για τους άγριους λαούς, γιατί δεν μπορούν, ή δεν θέλουν, να αλλάξουν τις συνήθειές τους. Νέες ασθένειες και κακές συνήθειες είναι εξαιρετικά καταστροφικές·και φαίνεται ότι μια νέα ασθένεια προκαλεί πολλούς θανάτους, μέχρις ότου εκείνοι που είναι πιο επιρρεπείς στην καταστροφική της επίδραση σταδιακά εξαλείφονται.

 

Το ίδιο ισχύει για τα κακά αποτελέσματα των οινοπνευματωδών ποτών, όσο και για την ακατανίκητα ισχυρή προτίμηση που δείχνουν γι’ αυτά οι άγριοι λαοί. Φαίνεται επίσης ότι, αν και μυστηριώδες, η πρώτη επαφή διαφορετικών και απομακρυσμένων λαών προκαλεί ασθένειες. Ο κ. Sproat,[31]ο οποίος στο νησί του Βανκούβερ παρακολούθησε στενά το θέμα της εξαφάνισης εθνοτικών ομάδων, πίστευε ότι οι αλλαγμένες συνήθειες ζωής, οι οποίες ακολούθησαν την έλευση των Ευρωπαίων, προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα υγείας στους ντόπιους λαούς. Δίνει, επίσης, έμφαση στο γεγονός ότι οι ιθαγενείς έδειχναν μπερδεμένοι και νωθροί σε σχέση με το νέο τρόπο ζωής γύρω τους. Έχασαν τα κίνητρα για δραστηριότητα, και δεν αναλάμβαναν καμία πρωτοβουλία.

 

Το επίπεδο ενός πολιτισμού φαίνεται πολύ σημαντικό στοιχείο για την επιτυχία των εθνών που έρχονται σε σύγκρουση. Πριν από μερικούς αιώνες, η Ευρώπη φοβόταν τις επιδρομές των βαρβάρων της Ανατολής· τώρα πια, οποιοσδήποτε τέτοιος φόβος θεωρείται αστείος. Είναι ένα πιο περίεργο γεγονός, όπως παρατηρεί ο κ. Bagehot,[32]ότι οι βάρβαροι δεν εξαφανίστηκαν προηγουμένως από τους κλασσικούς πολιτισμούς, όπως συμβαίνει τώρα εξαιτίας των σύγχρονων πολιτισμένων εθνών.  Αν είχαν εξαφανιστεί, οι παλιοί ηθολόγοι θα είχαν συλλογιστεί για το γεγονός· αλλά δεν υπάρχει καμία αναφορά ή θρήνος σε κανέναν συγγραφέα εκείνης της περιόδου για κάποιους χαμένους βαρβάρους.

 

Η σημαντικότερη από όλες τις αιτίες εξαφάνισης φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις να είναι η μειωμένη γονιμότητα και η κακή υγεία, ειδικά μεταξύ των παιδιών, καταστάσεις που προκύπτουν από τις αλλαγές των συνθηκών ζωής, παρά το γεγονός ότι οι νέες συνθήκες μπορεί να μην είναι επιβλαβείς από μόνες τους. Είμαι πολύ ευγνώμων στον κ. H. H. Howorth,[33]ο οποίος επέστησε την προσοχή μου σε αυτό το θέμα, και ο οποίος μου έδωσε πληροφορίες σχετικά με αυτό. Έχω συγκεντρώσει τις παρακάτω περιπτώσεις:

 

Όταν η Τασμανία αποικίστηκε για πρώτη φορά, οι ιθαγενείς υπολογίζονταν κατά προσέγγιση από 7.000 έως 20.000.[34]Σύντομα ο αριθμός τους μειώθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω των μαχών με τους Άγγλους, και μεταξύ τους. Μετά το περίφημο κυνήγι απ’ όλους τους αποίκους,[35]όταν οι υπόλοιποι ντόπιοι παραδόθηκαν στην κυβέρνηση, αποτελούνταν μόνο από 120 άτομα, τα οποία το 1832 μεταφέρθηκαν στο νησί Flinders. Αυτό το νησί, που βρίσκεται μεταξύ της Τασμανίας και της Αυστραλίας, έχει μήκος σαράντα μίλια, και πλάτος από δώδεκα έως δεκαοκτώ μίλια: το περιβάλλον του φαίνεται υγιεινό, και οι ντόπιοι είχαν καλή μεταχείριση. Ωστόσο, υπέφεραν πολύ στην υγεία τους. Το 1834 αποτελούνταν από σαράντα επτά ενήλικες άντρες, σαράντα οκτώ ενήλικες γυναίκες, και δεκαέξι παιδιά, ή στο σύνολο 111 ψυχές. Το 1835 είχαν απομείνει μόνο εκατό.

 

Καθώς συνέχισαν να μειώνονται γρήγορα, μεταφέρθηκαν το 1847 στο Oyster Cove, στο νότιο τμήμα της Τασμανίας. Αποτελούνταν τότε από δεκατέσσερις άνδρες, είκοσι δύο γυναίκες και δέκα παιδιά. Αλλά η αλλαγή της τοποθεσίας δεν ωφέλησε. Η αρρώστια και ο θάνατος εξακολουθούσαν να τους αποδεκατίζουν, και το 1864 επιζούσαν μόνο ένας άνδρας (που πέθανε το 1869), και τρεις ηλικιωμένες γυναίκες. Η στειρότητα των γυναικών είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο γεγονός από την επιρρέπειά τους στην κακή υγεία και στο θάνατο. Όταν είχαν μείνει μόνο εννέα γυναίκες στο Oyster Cove, είπαν στον κ. Bonwick[36]ότι μόνο δύο από αυτές είχαν κάνει ποτέ παιδιά: και αυτές οι δύο μαζί είχαν κάνει μόνο τρία παιδιά!

 

Σε ό,τι αφορά την αιτία αυτής της εξαιρετικής κατάστασης πραγμάτων, πιστεύεται ότι ο θάνατος ακολούθησε τις προσπάθειες εκπολιτισμού των ιθαγενών. Αν μπορούσαν οι ιθαγενείς να περιφέρονται ελεύθεροι και ανενόχλητοι όπως συνήθιζαν, θα είχαν μεγαλώσει περισσότερα παιδιά, και θα υπήρχε λιγότερη θνησιμότητα. Ένας προσεκτικός παρατηρητής των ιθαγενών παρατηρεί ότι οι γεννήσεις ήταν λίγες και οι θάνατοι πολλοί. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή του τρόπου ζωής και της διατροφής τους, αλλά κυρίως στην εκδίωξή τους από την ηπειρωτική χώρα της Γης του Van Diemen,[37]και κατά συνέπεια στην κατάθλιψη που τους κατέλαβε.

 

Παρόμοια γεγονότα έχουν παρατηρηθεί σε δύο διαφορετικά μέρη της Αυστραλίας. Ο διάσημος εξερευνητής, ο κ. Gregory,[38]είπε στον κ. Bonwickότι στο Queensland η έλλειψη αναπαραγωγής ήταν ήδη αισθητή στους Αβορίγινες, ακόμη και στα πιο πρόσφατα εγκατεστημένα μέρη, και ότι η φθορά θα επικρατούσε. Από τους δεκατρείς αυτόχθονες από το Sharks Bayπου επισκέφτηκαν τον ποταμό Murchison, δώδεκα πέθαναν από φυματίωση μέσα σε τρεις μήνες.

 

Η μείωση του αριθμού των Μαορί της Νέας Ζηλανδίας διερευνήθηκε προσεκτικά από τον κ. Fenton,[39]σε μια αξιόλογη έκθεση. Αυτή η μείωση, από το 1830 κι έπειτα, είναι παραδεκτή από όλους, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των ιθαγενών, και συνεχίζεται με σταθερό ρυθμό. Αν και μέχρι τώρα ήταν αδύνατο να γίνει μια πραγματική απογραφή των ιθαγενών, ο αριθμός τους υπολογίστηκε προσεκτικά από τους κατοίκους σε πολλές περιοχές. Το αποτέλεσμα φαίνεται αξιόπιστο, και δείχνει ότι από το 1844 μέχρι το 1858, κατά τη διάρκεια δεκατεσσάρων ετών, η μείωση ήταν 19,42 τοις εκατό. Μερικές από τις φυλές, που εξετάστηκαν προσεκτικά, ζούσαν πάνω από εκατό μίλια μακριά η μια από την άλλη, άλλες στην ακτή, άλλες στην ενδοχώρα, και τα μέσα διαβίωσης και οι συνήθειές τους διέφεραν ως ένα βαθμό. Ο συνολικός αριθμός των ιθαγενών το 1858 πιστεύεται ότι ήταν 53.700, ενώ το 1872, μετά από ένα δεύτερο μεσοδιάστημα δεκατεσσάρων ετών, έγινε άλλη μια απογραφή, και ο αριθμός τους ήταν μόνο 36.359, παρουσιάζοντας μείωση 32,29 τοις εκατό![40]

 

Ο κ. Fenton, αφού έδειξε λεπτομερώς την ανεπάρκεια των διαφόρων αιτιών που συνήθως αποδίδονται ως εξήγηση αυτής της έκτακτης μείωσης, όπως νέες ασθένειες, η μέθη, οι πόλεμοι κ.λπ., συμπεραίνει ότι η μείωση οφείλεται κυρίως στη μη παραγωγικότητα των γυναικών, και στη μεγάλη θνησιμότητα των μικρών παιδιών. Σε απόδειξη αυτού δείχνει ότι το 1844 υπήρχε ένας ανήλικος για κάθε 2,57 ενήλικες, ενώ το 1858 υπήρχε μόνο ένας ανήλικος για κάθε 3,27 ενήλικες. Μεγάλη είναι και η θνησιμότητα των ενηλίκων. Προβάλλει ως περαιτέρω αιτία της μείωσης του πληθυσμού την ανισότητα των φύλων, γιατί γεννιούνται λιγότερες γυναίκες από άντρες.

 

Ο κ. Fentonαντιπαραβάλλει με έκπληξη τη μείωση του πληθυσμού των ιθαγενών στη Νέα Ζηλανδία με την αύξηση των κατοίκων στην Ιρλανδία, χώρες όχι πολύ ανόμοιες ως προς το κλίμα, και όπου οι κάτοικοι ακολουθούν σχεδόν παρόμοιες συνήθειες. Οι ίδιοι οι Μαορί αποδίδουν την παρακμή τους, σε κάποιο βαθμό, στην εισαγωγή νέων τροφίμων και ενδυμάτων, και στη συνακόλουθη αλλαγή των συνηθειών τους·και θα φανεί, όταν εξετάσουμε την επίδραση των αλλαγμένων συνθηκών στη γονιμότητα, ότι μάλλον έχουν δίκιο. Η μείωση άρχισε μεταξύ των ετών 1830 και 1840. Oκ. Fentonδείχνει ότι περίπου το 1830 ανακαλύφθηκε και εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό η τεχνική της βύθισης του καλαμποκιού σε νερό για το ευκολότερο άλεσμα·και αυτό δείχνει ότι μια αλλαγή συνηθειών είχε αρχίσει μεταξύ των ιθαγενών, ακόμη και όταν η Νέα Ζηλανδία κατοικείτο ελάχιστα από Ευρωπαίους. Όταν επισκέφτηκα το Bay of Islands στη Νέα Ζηλανδία το 1835, το ντύσιμο και το φαγητό των κατοίκων είχαν ήδη τροποποιηθεί πολύ: καλλιεργούνταν πατάτες, καλαμπόκι, και άλλα αγροτικά προϊόντα, τα οποία οι ιθαγενείς αντάλλασσαν με αγγλικά προϊόντα και καπνό.

 

Είναι προφανές από πολλές δηλώσεις στη ζωή του επισκόπου Patteson,[41]ότι οι Μελανήσιοι των Νέων Εβρίδων και των γειτονικών αρχιπελάγων υπέφεραν στην υγεία τους σε εξαιρετικό βαθμό, και πολύ από αυτούς πέθαναν όταν μεταφέρθηκαν στη Νέα Ζηλανδία, στο νησί Νόρφολκ, και σε άλλα μέρη, προκειμένου να μορφωθούν ως ιεραπόστολοι.

 

Η μείωση του γηγενούς πληθυσμού των νησιών Σάντουιτς[42]είναι τόσο διαβόητη όσο εκείνη στην περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας. Έχει υπολογιστεί κατά προσέγγιση ότι όταν ο Κουκ ανακάλυψε τα νησιά το 1779, ο πληθυσμός ανερχόταν σε περίπου 300.000. Σύμφωνα με μια χαλαρή απογραφή το 1823, οι αριθμοί τότε ήταν 142.050. Το 1832, και σε αρκετές επόμενες περιόδους, έγιναν επίσημες απογραφές, από τις οποίες φαίνεται ότι σ’ ένα διάστημα σαράντα ετών, από το 1832 μέχρι το 1872, ο πληθυσμός μειώθηκε όχι λιγότερο από εξήντα οκτώ τοις εκατό! Αυτό έχει αποδοθεί από τους περισσότερους συγγραφείς στην μειωμένη γονιμότητα των γυναικών, στους προηγούμενους αιματηρούς πολέμους, στη σκληρή εργασία που επιβλήθηκε στις κατακτημένες φυλές, καθώς και στις ασθένειες που εισάχθηκαν, οι οποίες ήταν σε πολλές περιπτώσεις εξαιρετικά καταστροφικές. Χωρίς αμφιβολία αυτές και άλλες τέτοιες αιτίες ήταν εξαιρετικά σημαντικές, και πιθανώς ευθύνονται για τον μεγάλο βαθμό μείωσης του πληθυσμού μεταξύ των ετών 1832 και 1836. Η πιο σημαντική όμως απ’ όλες τις αιτίες φαίνεται να είναι η μειωμένη γονιμότητα.

 

Σύμφωνα με τον Δρ. Ruschenberger[43]του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, ο οποίος επισκέφτηκε αυτά τα νησιά μεταξύ των ετών 1835 και 1837, σε μια περιοχή της Χαβάης μόνο 25 άνδρες από τους 1.134, και σε μια άλλη περιοχή μόνο 10 από τους 637, είχαν μια οικογένεια με τρία παιδιά. Από ογδόντα παντρεμένες γυναίκες, μόνο τριάντα εννέα είχαν κάνει ποτέ παιδιά·και η επίσημη αναφορά δίνει κατά μέσο όρο μισό παιδί σε κάθε παντρεμένο ζευγάρι σε όλο το νησί της Χαβάης. Αυτός είναι σχεδόν ο ίδιος μέσος όρος με εκείνον των Τασμανών στο Oyster Cove. Ο Jarves,[44]ο οποίος δημοσίευσε την Ιστορίατου το 1843, λέει ότι οι οικογένειες που έχουν τρία παιδιά απαλλάσσονται από κάθε φόρο, ενώ όσοι έχουν περισσότερα ανταμείβονται με γη και με άλλες παροχές. Αυτή η απαράμιλλη θέσπιση μέτρων από την κυβέρνηση δείχνει πόσο άγονη είχε γίνει η φυλή…

 

Φαίνεται ότι τις αλλαγές στον τρόπο ζωής που υπέστησαν οι Άγγλοι σε χίλια χρόνια, τις έχουν υποστεί οι ιθαγενείς της Χαβάης μέσα σε πενήντα χρόνια. Από πληροφορίες που ελήφθησαν από τον αιδεσιμότατο Staley,[45]δεν φαίνεται ότι οι φτωχότερες τάξεις έχουν αλλάξει πολύ τη διατροφή τους, αν και έχουν εισαχθεί πολλά νέα είδη φρούτων, και το ζαχαροκάλαμο είναι σε καθολική χρήση. Λόγω, ωστόσο, του πάθους τους να μιμούνται τους Ευρωπαίους, οι ιθαγενείς άλλαξαν τον τρόπο ντυσίματός τους νωρίς, και η χρήση αλκοολούχων ποτών έγινε πολύ συνηθισμένη. Αν και αυτές οι αλλαγές φαίνονται ασήμαντες, μπορώ κάλλιστα να πιστεύω, από όσα είναι γνωστά σε σχέση με τα ζώα, ότι είναι αρκετές για να μειώσουν τη γονιμότητα των ιθαγενών.

 

Τέλος, ο κ. MacNamara[46]δηλώνει ότι οι υποβαθμισμένοι κάτοικοι των νησιών Ανταμάν, στην ανατολική πλευρά του Κόλπου της Βεγγάλης, είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι σε οποιαδήποτε αλλαγή κλίματος: αν απομακρυνθούν από τον τόπο κατοικίας τους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πεθάνουν, και αυτό ανεξάρτητα από τη διατροφή ή εξωγενείς επιρροές. Δηλώνει επίσης ότι οι κάτοικοι της κοιλάδας του Νεπάλ, η οποία είναι εξαιρετικά ζεστή το καλοκαίρι, καθώς και οι διάφορες ορεινές φυλές της Ινδίας, υποφέρουν από δυσεντερία και πυρετό όταν βρίσκονται στις πεδιάδες·και πεθαίνουν αν επιχειρήσουν να περάσουν ολόκληρο το χρόνο εκεί.

 

Βλέπουμε λοιπόν ότι πολλές από τις πιο πρωτόγονες φυλές του ανθρώπου είναι πιθανό να υποφέρουν στην υγεία τους όταν υπόκεινται σε αλλαγμένες συνθήκες ή συνήθειες ζωής, και όχι αποκλειστικά από τη μεταφορά τους σε μια νέα τοποθεσία με διαφορετικό κλίμα. Απλές αλλαγές στις συνήθειες, οι οποίες μπορεί να μην είναι από μόνες τους βλαβερές, φαίνεται να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, και σε αρκετές περιπτώσεις τα παιδιά είναι ιδιαίτερα πιθανό να υποφέρουν. Έχει ειπωθεί συχνά, όπως παρατηρεί ο κ. MacNamara, ότι ο άνθρωπος μπορεί να αντιμετωπίσει χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα τις μεγαλύτερες μεταβολές του κλίματος, και άλλες αλλαγές·αλλά αυτό ισχύει μόνο για τις πολιτισμένες φυλές. Ο άνθρωπος στην άγρια ​​κατάστασή του φαίνεται να είναι από αυτή την άποψη σχεδόν τόσο ευαίσθητος όσο οι κοντινότεροι συγγενείς του, οι ανθρωποειδείς πίθηκοι, οι οποίοι δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να επιβιώσουν όταν απομακρύνθηκαν από την πατρίδα τους.

 

Η μειωμένη γονιμότητα από τις αλλαγές των συνθηκών, όπως στην περίπτωση των Τασμανών, των Μαορί, των κατοίκων των νησιών Σάντουιτς, και των Αυστραλών Αβορίγινων, εξακολουθεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα από την επιρρέπειά τους στην κακή υγεία και στο θάνατο. Γιατί ακόμη και ένας μικρός βαθμός υπογονιμότητας, σε συνδυασμό με τις άλλες αιτίες που τείνουν να ελέγχουν την αύξηση κάθε πληθυσμού, αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε σε εξαφάνιση. Η μείωση της γονιμότητας μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να εξηγηθεί από την ανικανότητα των γυναικών (όπως μέχρι πρόσφατα με τις Ταϊτινές), αλλά ο κ. Fentonέδειξε ότι αυτή η εξήγηση δεν αρκεί σε καμία περίπτωση για τους Νεοζηλανδούς, ούτε για τους Τασμανούς…

 

Μερικοί συγγραφείς έχουν προτείνει ότι οι ιθαγενείς των προαναφερθέντων νησιών έχουν πρόβλημα στη γονιμότητα και στην υγεία λόγω της μακροχρόνιας διασταύρωσης μεταξύ τους·αλλά στις παραπάνω περιπτώσεις η υπογονιμότητα συνέπεσε με την άφιξη των Ευρωπαίων. Ούτε έχουμε επί του παρόντος κάποιο λόγο να πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι εκφυλίζονται από την συγγενική διασταύρωση, ειδικά σε περιοχές τόσο μεγάλες όπως η Νέα Ζηλανδία και το αρχιπέλαγος Σάντουιτς με τα διαφορετικά νησιά του. Αντίθετα, είναι γνωστό ότι οι σημερινοί κάτοικοι του νησιού Norfolk[47]είναι σχεδόν όλοι ξαδέλφια ή κοντινοί συγγενείς, όπως είναι οι Toda[48]στην Ινδία, και οι κάτοικοι ορισμένων από τα δυτικά νησιά της Σκωτίας·κι όμως, δεν φαίνεται αυτοί να είχαν πρόβλημα υπογονιμότητας.

 

Μια πολύ πιο πιθανή άποψη προτείνει η αναλογία των κατώτερων ζώων. Το αναπαραγωγικό σύστημα μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι επιρρεπές σε εξαιρετικό βαθμό (αν και δεν ξέρουμε γιατί) σε μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής·και αυτή η ευαισθησία οδηγεί τόσο σε ευεργετικά όσο και σε αρνητικά αποτελέσματα. Πολύ μικρές αλλαγές αυξάνουν την υγεία, το σθένος και τη γονιμότητα των περισσότερων ή όλων των βιολογικών όντων, ενώ άλλες αλλαγές είναι γνωστό ότι καθιστούν στείρο μεγάλο αριθμό ζώων. Μία από τις πιο γνωστές περιπτώσεις, είναι αυτή των εξημερωμένων ελεφάντων στην Ινδία, που δεν αναπαράγονται σε κάποια μέρη, αν και συχνά αναπαράγονται στην Ava, όπου τα θηλυκά επιτρέπεται να περιφέρονται ελεύθερα στα δάση, και έτσι έρχονται σε επαφή με πιο φυσικές συνθήκες. Η περίπτωση διάφορων αμερικάνικων μαϊμούδων, των οποίων και τα δύο φύλα έμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί στη χώρα καταγωγής τους, και όμως δεν αναπαράχθηκαν ποτέ, ή μόνο σπάνια, είναι πιο εύστοχη, λόγω της συγγένειάς τους με τον άνθρωπο.

 

Είναι αξιοσημείωτο το πόσο μια μικρή αλλαγή στις συνθήκες προκαλεί συχνά στειρότητα σε ένα άγριο ζώο που αιχμαλωτίζεται. Και αυτό είναι περίεργο, καθώς όλα τα εξημερωμένα ζώα μας έχουν γίνει πιο γόνιμα από ό,τι ήταν στη φυσική κατάσταση, και μερικά από αυτά μπορούν να αντισταθούν στις πιο αντίξοες συνθήκες με αμείωτη γονιμότητα. Ορισμένες ομάδες ζώων είναι πιο πιθανό από άλλες να επηρεαστούν από την αιχμαλωσία, και γενικά όλα τα είδη της ίδιας ομάδας προσβάλλονται με τον ίδιο τρόπο. Αλλά μερικές φορές ένα μεμονωμένο είδος σε μια ομάδα καθίσταται στείρο, ενώ τα άλλα όχι. Από την άλλη πλευρά, ένα μεμονωμένο είδος μπορεί να διατηρήσει τη γονιμότητά του, ενώ τα περισσότερα από τα άλλα αποτυγχάνουν να αναπαραχθούν. Τα αρσενικά και τα θηλυκά άτομα ορισμένων ειδών, στην πατρίδα τους, όταν είναι περιορισμένα, ή όταν τους επιτρέπεται να ζουν σχεδόν αλλά όχι εντελώς, ελεύθερα, δεν ζευγαρώνουν ποτέ. Άλλα είδη, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, ζευγαρώνουν, αλλά δεν παράγουν απογόνους. Άλλα πάλι παράγουν λίγους απογόνους, αλλά λιγότερους από ό,τι στη φυσική κατάσταση. Και σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες φυλές στις παραπάνω περιπτώσεις, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα νέα άτομα τείνουν να είναι αδύναμα, ασθενικά, ή καχεκτικά, και πεθαίνουν σε μικρή ηλικία.

 

Βλέποντας πόσο γενικός είναι αυτός ο νόμος εξάρτησης του αναπαραγωγικού συστήματος στις αλλαγές των συνθηκών ζωής, και ότι ταιριάζει με τους κοντινότερους συγγενείς μας, τα Quadrumana, δεν αμφιβάλλω ότι ισχύει και για τον άνθρωπο στην πρωτόγονη κατάστασή του. Επομένως, αν οι άγριοι οποιασδήποτε φυλής παρακινηθούν ξαφνικά να αλλάξουν τις συνήθειες της ζωής τους, γίνονται λίγο- πολύ στείροι, και οι νεαροί απόγονοί τους υποφέρουν από υγεία, με τον ίδιο τρόπο και από την ίδια αιτία, όπως οι ελέφαντες στην Ινδία, πολλές μαϊμούδες στην Αμερική, και πλήθος ζώων κάθε είδους, όταν απομακρυνθούν από τις φυσικές τους συνθήκες.

 

Μπορούμε να δούμε γιατί οι ιθαγενείς, που κατοικούν από καιρό σε νησιά, και που πρέπει να έχουν εκτεθεί για πολύ καιρό σε σχεδόν ομοιόμορφες συνθήκες διαβίωσης, θα πρέπει να επηρεάζονται ιδιαίτερα από οποιαδήποτε αλλαγή στις συνήθειές τους, όπως φαίνεται να συμβαίνει. Οι πολιτισμένες φυλές μπορούν σίγουρα να αντισταθούν σε κάθε είδους αλλαγές πολύ καλύτερα από τους άγριους. Και από αυτή την άποψη μοιάζουν με εξημερωμένα ζώα, γιατί αν και τα τελευταία υποφέρουν μερικές φορές από την υγεία τους (για παράδειγμα οι ευρωπαϊκοί σκύλοι στην Ινδία), ωστόσο σπάνια γίνονται στείρα, αν και έχουν καταγραφεί μερικές τέτοιες περιπτώσεις. Η ανοσία των πολιτισμένων φυλών και των εξημερωμένων ζώων οφείλεται πιθανώς στο ότι έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερο βαθμό, και επομένως έχουν συνηθίσει κάπως περισσότερο, σε διαφοροποιημένες ή διαφορετικές συνθήκες από την πλειονότητα των άγριων ζώων, καθώς και στο ότι έχουν προηγουμένως μεταναστεύσει ή μεταφερθεί από χώρα σε χώρα, και έχουν  διασταυρωθεί  με διαφορετικές υποφυλές ή ομάδες.

 

Φαίνεται ότι μια διασταύρωση με πολιτισμένες φυλές δίνει αυτόματα σε μια ιθαγενή φυλή την ανοσία από τις κακές συνέπειες των αλλαγμένων συνθηκών. Έτσι, οι διασταυρωμένοι απόγονοι Ταϊτινών με Άγγλους, όταν εγκαταστάθηκαν στο νησί Pitcairn,[49]αυξήθηκαν τόσο γρήγορα που σύντομα υπήρξε πρόβλημα υπερπληθυσμού στο νησί, ώστε το 1856 μεταφέρθηκαν στο νησί Norfolk. Τότε αποτελούνταν από 60 παντρεμένα ζευγάρια και 134 παιδιά, δηλαδή συνολικά 194 άτομα. Αλλά και πάλι αυξήθηκαν τόσο γρήγορα, ώστε, παρόλο που δεκαέξι από αυτούς επέστρεψαν το 1859 στο νησί Pitcairn, το 1868 ήταν 300 άτομα, με ίσο αριθμό αντρών και γυναικών. Αυτή η περίπτωση παρουσιάζει έντονη αντίθεση με εκείνη των Τασμανών: Οι νησιώτες του Norfolk αυξήθηκαν σε δωδεκάμισι μόλις χρόνια από 194 σε 300, ενώ οι Τασμανοί κατά τη διάρκεια δεκαπέντε ετών μειώθηκαν από 120 σε 46, εκ των οποίων μόνο δέκα ήταν παιδιά…

 

Οι περιπτώσεις που ανέφερα εδώ σχετίζονται όλες με Αβορίγινες, οι οποίοι έχουν υποστεί νέες συνθήκες ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης πολιτισμένων λαών. Αλλά η στειρότητα και η κακή υγεία θα προκύπταν πιθανώς εάν οι άγριοι αναγκάζονταν από οποιαδήποτε αιτία, όπως η εισβολή μιας άλλης φυλής, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αλλάξουν τις συνήθειές τους. Είναι μια ενδιαφέρουσα συγκυρία ότι το αποτέλεσμα είτε για τα άγρια ​​ζώα που εξημερώνονται, που συνεπάγεται τη στέρηση της ελεύθερης αναπαραγωγής τους όταν αιχμαλωτίζονται για πρώτη φορά, είτε για τους πρωτόγονους ανθρώπους, που όταν έρχονται σε επαφή με τον πολιτισμό επιβιώνουν για να σχηματίσουν μια πολιτισμένη φυλή, είναι το ίδιο, δηλαδή η στειρότητα από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής.

 

Τέλος, ανκαι η σταδιακή μείωση και τελική εξαφάνιση των φυλών του ανθρώπου είναι ένα περίπλοκο πρόβλημα, μπορούμε να δούμε ότι εξαρτάται από πολλές αιτίες, που είναι διαφορετικές σε διαφορετικά μέρη και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Πρόκειται για το ίδιο πρόβλημα με εκείνο που αφορά την εξαφάνιση ενός από τα ανώτερα ζώα- του προϊστορικού αλόγου,[50]για παράδειγμα, το οποίο εξαφανίστηκε από τη Νότια Αμερική, για να αντικατασταθεί αργότερα από το ισπανικό άλογο. Οι Νεοζηλανδοί ιθαγενείς φαίνεται να έχουν επίγνωση αυτού του παραλληλισμού, γιατί συγκρίνουν τη μελλοντική τους μοίρα με εκείνη του ιθαγενούς αρουραίου, ο οποίος σχεδόν εξοντώθηκε από τον ευρωπαϊκό αρουραίο.

 

Αν και η δυσκολία είναι πραγματικά μεγάλη αν θέλουμε να εξακριβώσουμε τις ακριβείς αιτίες της εξαφάνισης των φυλών, αρκεί να έχουμε σταθερά κατά νου ότι η αύξηση κάθε φυλής ή είδους παρεμποδίζεται συνεχώς από διάφορους ελέγχους, έτσι ώστε αν προστεθεί κάποιος νέος έλεγχος ή αιτία καταστροφής, έστω και μικρή, η φυλή σίγουρα θα μειωθεί σε αριθμό·και αυτή η μείωση του αριθμού, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει σε εξαφάνιση, καθώς το τέλος, στις περισσότερες περιπτώσεις, καθορίζεται άμεσα από τις επιδρομές κατακτητικών φυλών.

 

Για τη διαμόρφωση των φυλών του ανθρώπου.-

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διασταύρωση διαφορετικών φυλών έχει οδηγήσει στο σχηματισμό μιας νέας φυλής. Το μοναδικό γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι και οι Ινδοί, που ανήκουν στην ίδια Άρια φυλή, και μιλούν μια γλώσσα θεμελιωδώς ίδια, διαφέρουν πολύ στην εμφάνιση, ενώ οι Ευρωπαίοι διαφέρουν ελάχιστα από τους Εβραίους, που ανήκουν στη σημιτική ομάδα, και μιλούν αρκετά διαφορετική γλώσσα, έχει αποδοθεί  από τον Broca στη διασταύρωση ορισμένων Άριων κλάδων, κατά την ευρεία διάδοσή τους, με αυτόχθονες φυλές. Όταν δύο ράτσες σε στενή επαφή διασταυρώνονται, το πρώτο αποτέλεσμα είναι ένα ετερογενές μείγμα: έτσι ο κ. Hunter,[51]περιγράφοντας τους Santal,[52]ή τις ορεινές φυλές της Ινδίας, λέει ότι εκατοντάδες ανεπαίσθητες διαβαθμίσεις μπορούν να παρατηρηθούν, από τις μαύρες, μικροκαμωμένες φυλές των βουνών, ως τους ψηλούς, με το χρώμα της ελιάς, Βραχμάνους, με το ύφος του διανοούμενου, τα ήρεμα μάτια, και το ψηλό αλλά στενό κεφάλι·έτσι ώστε είναι απαραίτητο στα δικαστήρια να ρωτηθούν οι μάρτυρες εάν είναι Santal ή Ινδοί.

 

Για το αν ένας ετερογενής λαός, όπως οι κάτοικοι ορισμένων από τα νησιά της Πολυνησίας, που σχηματίστηκαν από τη διασταύρωση δύο ξεχωριστών φυλών, με λίγα ή καθόλου καθαρόαιμα μέλη, θα γινόταν ποτέ ομοιογενής, δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις. Αλλά όπως και με τα οικόσιτα ζώα μας, όπου μια διασταύρωση μπορεί σίγουρα να πραγματοποιηθεί και να γίνει ομοιόμορφη με προσεκτική επιλογή κατά τη διάρκεια μερικών γενεών, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ελεύθερη διασταύρωση ενός ετερογενούς μείγματος κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου θα μπορούσε να αναπληρώσει το ρόλο της επιλογής, και έτσι να ξεπεραστεί η οποιαδήποτε τάση για αναστροφή·έτσι ώστε η διασταυρωμένη φυλή να γίνει τελικά ομοιογενής, αν και θα μπορούσε να μην φέρει σε ίσα μέρη τα χαρακτηριστικά των δύο γονικών φυλών.

 

Από όλες τις διαφορές μεταξύ των φυλών του ανθρώπου, το χρώμα του δέρματος είναι η πιο εμφανής. Οι διαφορές αυτού του είδους, θεωρήθηκε παλαιότερα, θα μπορούσαν να εξηγηθούν από τη μακρά έκθεση σε διαφορετικά κλίματα, αλλά ο Pallas είπε πρώτος ότι αυτή η άποψη δεν είναι βάσιμη, και τον ακολούθησαν σχεδόν όλοι οι ανθρωπολόγοι. Η άποψη αυτή έχει απορριφθεί κυρίως επειδή η κατανομή των διαφόρων έγχρωμων φυλών, οι περισσότερες από τις οποίες πρέπει να κατοικούσαν από καιρό στις σημερινές τοποθεσίες τους, δεν συμπίπτει με τις αντίστοιχες διαφορές του κλίματος. Πρέπει επίσης να δοθεί βάρος σε περιπτώσεις όπως εκείνη των ολλανδικών οικογενειών, οι οποίες δεν έχουν υποστεί καμία αλλαγή στο χρώμα του δέρματος, παρότι κατοικούν για τρεις αιώνες στη Νότια Αφρική. Η ομοιόμορφη εμφάνιση σε διάφορα μέρη του κόσμου των τσιγγάνων και των Εβραίων, αν και η ομοιομορφία των τελευταίων έχει κάπως υπερτονιστεί, είναι επίσης ένα επιχείρημα προς την ίδια κατεύθυνση. Μια πολύ υγρή ή πολύ ξηρή ατμόσφαιρα υποτίθεται ότι έχει μεγαλύτερη επιρροή στην τροποποίηση του χρώματος του δέρματος, απ’ ό,τι η απλή ζέστη· αλλά οποιοδήποτε συμπέρασμα σχετικά με αυτό το θέμαπρέπει να θεωρείται πολύ αμφίβολο.[53]

 

Διάφορα γεγονότα αποδεικνύουν ότι το χρώμα του δέρματος και των μαλλιών σχετίζεται μερικές φορές και με εκπληκτικό τρόπο με πλήρη ανοσία στη δράση ορισμένων φυτικών δηλητηρίων, και στις επιθέσεις ορισμένων παρασίτων. Ως εκ τούτου, σκέφτηκα ότι οι νέγροι και άλλες σκουρόχρωμες φυλές θα μπορούσαν να έχουν αποκτήσει το σκούρο χρώμα τους από τα πιο σκούρα άτομα τα οποία επιβίωσαν από τη θανατηφόρα επιρροή των μιασμάτων των πατρίδων τους, κατά τη διάρκεια μιας μακράς σειράς γενεών.

 

Ότι οι νέγροι, ακόμη και οι μιγάδες, δεν νοσούνε σχεδόν καθόλου από τον κίτρινο πυρετό, ο οποίος είναι τόσο καταστροφικός στην τροπική Αμερική, είναι από καιρό γνωστό. Επίσης, έχουν σε μεγάλο βαθμό ανοσία στους θανατηφόρους εποχιακούς πυρετούς που επικρατούν κατά μήκος των ακτών της Αφρικής, και οι οποίοι είχανως αποτέλεσμα το ένα πέμπτο των λευκών εποίκων να πεθάνουν, και ακόμα ένα πέμπτο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους ανάπηροι. Αυτή η ανοσία των νέγρων φαίνεται να είναι εν μέρει εγγενής, εξαρτώμενη από κάποια άγνωστη ιδιομορφία της ιδιοσυγκρασίας, και εν μέρει το αποτέλεσμα του εγκλιματισμού. Ο Pouchet[54]αναφέρει ότι τα συντάγματα των νέγρων, δανεισμένα από τον Αντιβασιλέα της Αιγύπτου για τον πόλεμο του Μεξικού,[55]τα οποία είχαν στρατολογηθεί στο Σουδάν, γλίτωσαν από τον κίτρινο πυρετό σχεδόν στον ίδιο βαθμό με τους νέγρους που μεταφέρθηκαν αρχικά από διάφορα μέρη της Αφρικής, και οι οποίοι ήταν εξοικειωμένοι με το κλίμα των Δυτικών Ινδιών.

 

Το γεγονός ότι ο εγκλιματισμός παίζει κάποιο ρόλο φαίνεται στιςπολλές περιπτώσεις στις οποίες νέγροι έγιναν επιρρεπείς σε κάποιο βαθμό στους τροπικούς πυρετούς, αφού έζησαν για κάποιο χρονικό διάστημα σε ψυχρότερο κλίμα. Η φύση του κλίματος, κάτω από το οποίο έζησαν οι λευκές φυλές εδώ και πολύ καιρό, έχει επίσης κάποια επίδραση πάνω τους. Γιατί κατά τη διάρκεια της φοβερής επιδημίας του κίτρινου πυρετού στη Demerara[56]κατά τη διάρκεια του 1837, το ποσοστό θνησιμότητας των μεταναστών ήταν ανάλογο με το γεωγραφικό πλάτος της χώρας από την οποία οι μετανάστες είχαν προέλθει.

 

Η ανοσία των νέγρων, από την άλλη μεριά, στο βαθμό που είναι αποτέλεσμα εγκλιματισμού, προϋποθέτει την έκθεση στο νοσογόνο παράγοντα για ένα πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί οι αυτόχθονες φυλές της τροπικής Αμερικής, οι οποίες βρίσκονται εκεί για σημαντικό χρονικό διάστημα, δεν έχουν ανοσία στον κίτρινο πυρετό, και ο αιδεσιμότατος H. B. Tristram[57]δηλώνει ότι υπάρχουν περιοχές στη Βόρεια Αφρική τις οποίες οι αυτόχθονες κάτοικοι αναγκάζονται εποχιακά να εγκαταλείψουν ετησίως,  αν και οι νέγροι παραμένουν.

 

Το ότι η ασυλία των νέγρων σχετίζεται σε οποιοδήποτε βαθμό με το χρώμα του δέρματός τους είναι μια απλή εικασία: μπορεί να έχει να κάνει με κάποια διαφορά στο αίμα, στο νευρικό σύστημα, ή σε άλλους ιστούς. Ωστόσο, από τα γεγονότα που αναφέρθηκαν παραπάνω, και από κάποια σχέση που προφανώς υπάρχει μεταξύ του χρώματος της επιδερμίδας και της φυματίωσης, η εικασία δεν μου φαίνεται απίθανη...

 

Ο Δρ. Sharpe[58]παρατηρεί ότι ο τροπικός ήλιος, που καίει και δημιουργεί φουσκάλες στο λευκό δέρμα, δεν τραυματίζει καθόλου το μαύρο. Και, όπως προσθέτει, αυτό δεν οφείλεται στις συνήθειες των ατόμων, γιατί μαύρα παιδιά μόλις έξι ή οκτώ μηνών συχνά μεταφέρονται γυμνά στο ήλιο, και δεν επηρεάζονται. Με τα κατώτερα ζώα υπάρχει, επίσης, μια ιδιοσυγκρασιακή διαφορά στη δράση του ήλιου μεταξύ εκείνων των τμημάτων του δέρματος που είναι καλυμμένα με λευκές τρίχες, και άλλων τμημάτων που είναι γυμνά.

 

Δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν η προφύλαξη του δέρματος από το κάψιμο έχει αρκετή σημασία για να εξηγηθεί μια σκούρα απόχρωση που αποκτήθηκε σταδιακά από τον άνθρωπο μέσω της φυσικής επιλογής. Εάν είναι έτσι, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι ιθαγενείς της τροπικής Αμερικής έχουν ζήσει εκεί για πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα από τους νέγρους στην Αφρική, ή από τους Παπούα στα νότια μέρη του αρχιπελάγους της Μαλαισίας, όπως ακριβώς οι πιο ανοιχτόχρωμοι Ινδοί θα πρέπει να διαμένουν στην Ινδία για μικρότερο χρονικό διάστημα από τους πιο σκουρόχρωμους ιθαγενείς του κεντρικού και του νότιου τμήματος της χερσονήσου.

 

Αν και με τις σημερινές μας γνώσεις δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τις διαφορές χρώματος μεταξύ των φυλών του ανθρώπου, είτε μέσω των πλεονεκτημάτων που αποκτώνται έτσι, είτε μέσω της άμεσης δράσης του κλίματος· ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοήσουμε εντελώς την τελευταία αυτή δράση, διότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι παράγεται έτσι κάποιο κληρονομικό αποτέλεσμα.

 

Οι συνθήκες ζωής, όπως η άφθονη τροφή και η γενική άνεση, επηρεάζουν άμεσα την ανάπτυξη του σώματος, και αυτό το αποτέλεσμα κληρονομείται. Μέσω των συνδυασμένων επιρροών του κλίματος και των μεταβαλλόμενων συνηθειών της ζωής, οι Ευρωπαίοι άποικοι στις Ηνωμένες Πολιτείες υφίστανται, όπως είναι γενικά παραδεκτό, μια μικρή αλλά εξαιρετικά γρήγορη αλλαγή εμφάνισης. Υπάρχει, επίσης, ένα σημαντικό σύνολο στοιχείων που δείχνουν ότι στις Νότιες Πολιτείες οι οικιακοί σκλάβοι της τρίτης γενιάς παρουσιάζουν μια σημαντικά διαφορετική εμφάνιση από τους σκλάβους του αγρού.

 

Αν, ωστόσο, κοιτάξουμε τις φυλές των ανθρώπων, όπως είναι κατανεμημένες σε όλο τον κόσμο, πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι χαρακτηριστικές διαφορές τους δεν μπορούν να εξηγηθούν από την άμεση δράση διαφορετικών συνθηκών ζωής, ακόμη και μετά από έκθεση σε αυτές για μια μεγάλη χρονική περίοδο. Οι Εσκιμώοι ζουν αποκλειστικά με ζωοτροφές, είναι ντυμένοι με παχιές γούνες, και είναι εκτεθειμένοι σε έντονο κρύο και παρατεταμένο σκοτάδι. Ωστόσο, δεν διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τους κατοίκους της Νότιας Κίνας, οι οποίοι ζουν εξ ολοκλήρου με φυτικά τρόφιμα, και ζουν σχεδόν σε ένα ζεστό, αστραφτερό κλίμα. Οι επίσης γυμνοί Fuegiansζουν με τα θαλάσσια προϊόντα των αφιλόξενων ακτών τους. Οι Botocudos[59]της Βραζιλίας περιπλανιούνται στα ζεστά δάση του εσωτερικού της χώρας, και ζουν κυρίως από φυτικά προϊόντα. Ωστόσο, οι δύο αυτές τελευταίες φυλές μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους, που μερικοί Βραζιλιάνοι στο πλοίο Beagleμπέρδεψαν τους Fuegiansμε Botocudos. Οι Botocudos πάλι, καθώς και οι άλλοι κάτοικοι της τροπικής Αμερικής, είναι εντελώς διαφορετικοί από τους νέγρους που κατοικούν στις απέναντι ακτές του Ατλαντικού, εκτίθενται σε ένα σχεδόν παρόμοιο κλίμα,και ακολουθούν σχεδόν τις ίδιες συνήθειες ζωής.

 

Ούτε οι διαφορές μεταξύ των φυλών του ανθρώπου μπορούν να εξηγηθούν, εκτός από έναν ασήμαντο βαθμό, από τα κληρονομικά αποτελέσματα της αυξημένης ή μειωμένης χρήσης εξαρτημάτων. Οι άνδρες που ζουν συνήθως σε κανό, μπορεί να έχουν τα πόδια τους κάπως καχεκτικά. Εκείνοι που κατοικούν σε περιοχές με υψόμετρο, μπορεί να έχουν τα στήθη τους διευρυμένα. Και εκείνοι που χρησιμοποιούν συνεχώς ορισμένα αισθητήρια όργανα, μπορεί να έχουν τις κοιλότητες στις οποίες βρίσκονται αυτά τα αισθητήρια όργανα κάπως αυξημένες σε μέγεθος, και τα χαρακτηριστικά τους να είναι κατά συνέπεια λίγο τροποποιημένα.

 

Στους πολιτισμένους λαούς, το μειωμένο μέγεθος των γνάθων από τη μειωμένη χρήση τους, η συχνή χρήση συγκεκριμένων μυών που χρησιμεύουν για να εκφράσουν συγκεκριμένα συναισθήματα, και το αυξημένο μέγεθος του εγκεφάλου από τη μεγαλύτερη πνευματική δραστηριότητα, έχουν από κοινού προκαλέσει σημαντική επίδραση στη γενική εμφάνισή τους σε σύγκριση με τους άγριους λαούς. Είναι επίσης πιθανό ότι το αυξημένο σωματικό ανάστημα, χωρίς αντίστοιχη αύξηση του μεγέθους του εγκεφάλου, μπορεί να έδωσε σε ορισμένες φυλές ένα επίμηκες κρανίο δολιχοκεφαλικού τύπου.

 

Τέλος, η ελάχιστα κατανοητή αρχή της συσχετιζόμενης ανάπτυξης[60]είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει τεθεί κάποιες φορές σε εφαρμογή, όπως στην περίπτωση της μεγάλης μυϊκής ανάπτυξης και των έντονα προεξέχοντων υπερόφρυων τόξων. Το χρώμα του δέρματος και των μαλλιών σχετίζονται ξεκάθαρα, όπως και η υφή με το χρώμα των μαλλιώνστους Mandan[61]της Βόρειας Αμερικής. Το χρώμα επίσης του δέρματος, και η μυρωδιά που εκπέμπεται από αυτό, συνδέονται ομοίως με κάποιο τρόπο. Στις ράτσες προβάτων, ο αριθμός των τριχών σε μια δεδομένη περιοχή και ο αριθμός των πόρων απέκκρισης, επίσης σχετίζονται.Αν μπορούμε να κρίνουμε από την αναλογία με τα εξημερωμένα ζώα μας, πολλές δομικές τροποποιήσεις στον άνθρωπο πιθανότατα εμπίπτουν σε αυτήν την αρχή της συσχετιζόμενης ανάπτυξης.

 

Είδαμε μέχρι τώρα ότι οι χαρακτηριστικές διαφορές μεταξύ των φυλών του ανθρώπου δεν μπορούν να εξηγηθούν με ικανοποιητικό τρόπο από την άμεση δράση των συνθηκών της ζωής, ούτε από τα αποτελέσματα της συνεχούς χρήσης εξαρτημάτων, ούτε από την αρχή της συσχετιζόμενης ανάπτυξης. Επομένως, οδηγούμαστε στο ερώτημα μήπως μικρές ατομικές διαφορές, οι οποίες συμβαίνουν στον άνθρωπο, μπορεί να μην έχουν διατηρηθεί και αυξηθεί κατά τη διάρκεια μιας μακράς σειράς γενεών μέσω της φυσικής επιλογής. Αλλά εδώ συναντάμε αμέσως την αντίρρηση ότι μόνο οι ευεργετικές αλλαγές μπορούν να διατηρηθούν έτσι. Και στο βαθμό που είμαστε σε θέση να κρίνουμε (αν και πάντα μπορεί να σφάλουμε σε αυτό το θέμα), καμία από τις εξωτερικές διαφορές μεταξύ των φυλών του ανθρώπου δεν έχει άμεσο ή ειδικό όφελος γι’ αυτόν.

 

Οι διανοητικές και οι ηθικές, ή κοινωνικές, ικανότητες πρέπει φυσικά να εξαιρεθούν από αυτή την παρατήρηση, αλλά οι διαφορές σε αυτές τις ικανότητες μπορεί να είχαν μικρή ή καθόλου επίδραση στους εξωτερικούς χαρακτήρες. Η μεγάλη ποικιλομορφία όλων των εξωτερικών διαφορών μεταξύ των φυλών των ανθρώπων, δείχνει επίσης ότι δεν μπορούν να έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί αν αυτές οι διαφορές ήταν σημαντικές, θα είχαν προ πολλού είτε διορθωθεί και διατηρηθεί, είτε εξαλειφθεί. Από αυτή την άποψη ο άνθρωπος μοιάζει με εκείνες τις μορφές, που οι φυσιοδίφες ονομάζουν πολυμορφικές,[62]οι οποίες παρέμειναν εξαιρετικά μεταβλητές, λόγω, όπως φαίνεται, αυτών των παραλλαγών που είναι αδιάφορης φύσης, έχοντας έτσι διαφύγει από τη δράση της φυσικής επιλογής.

 

Έτσι έχουν λοιπόν οι πολλές προσπάθειές μας να εξηγήσουμε τις διαφορές μεταξύ των φυλών του ανθρώπου. Αλλά παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας, δηλαδή η σεξουαλική επιλογή, η οποία φαίνεται να έχει δράσει τόσο ισχυρά στον άνθρωπο, όπως και σε πολλά άλλα ζώα. Δεν σκοπεύω να ισχυριστώ ότι η σεξουαλική επιλογή θα εξηγήσει όλες τις διαφορές μεταξύ των φυλών... Ούτε προσποιούμαι ότι τα αποτελέσματα της σεξουαλικής επιλογής μπορούν να υποδειχθούν με επιστημονική ακρίβεια· αλλά μπορεί να δειχθεί ότι θα ήταν ένα ανεξήγητο γεγονός αν ο άνθρωπος δεν είχε τροποποιηθεί από αυτόν τον παράγοντα, ο οποίος έχει ενεργήσει τόσο δυναμικά σε αναρίθμητα ζώα.

»


 

THE DESCENT OF MAN, AND SELECTION ΙΝ RELATION TO SEX, CHARLES DARWIN, NEW YORK: D. APPLETON AND COMPANY, 1889.

[http://darwin-online.org.uk/converted/pdf/1889_Descent_F969.pdf]

 

Φωτογραφία εξώφυλλου: Ο Κάρολος Δαρβίνος, το 1854.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Charles_Darwin]

 

Μετάφραση του προηγούμενου αποσπάσματος για τα Ελληνικά, Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2023.

 

 

 



[1] [https://en.wikipedia.org/wiki/The_Descent_of_Man,_and_Selection_in_Relation_to_Sex]

[2]Ο Mountstuart Elphinstone (1779-1859) ήταν Σκωτσέζος πολιτικός και ιστορικός, συνδεδεμένος με την κυβέρνηση της βρετανικής Ινδίας. Αργότερα έγινε κυβερνήτης της Βομβάης, όπου ίδρυσε αρκετά εκπαιδευτικά ιδρύματα προσβάσιμα στον ινδικό πληθυσμό. Επίσης, έγραψε βιβλία για την Ινδία και το Αφγανιστάν, και τα έργα του αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποικιακής ιστοριογραφίας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Mountstuart_Elphinstone]

[3]Ο όρος Hottentotχρησιμοποιείτο παλαιότερα για τους Khoekhoe, οι οποίοι είναι αυτόχθονος πληθυσμός της Νότιας Αφρικής.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Hottentot_(racial_term)]

[4]Ο Peter Wilhelm Lund (1801-1880) ήταν Δανός- Βραζιλιάνος παλαιοντολόγος, ζωολόγος και αρχαιολόγος. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του δουλεύοντας και ζώντας στη Βραζιλία. Θεωρείται ο πατέρας της βραζιλιάνικης παλαιοντολογίας και αρχαιολογίας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Peter_Wilhelm_Lund]

[5]Ο όρος «Quadrumana,» που στα λατινικά σημαίνει «τετράχειρα,» είναι μια ξεπερασμένη ταξινομική διαίρεση, η οποία χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για τους λεμούριους, τις μαϊμούδες και τους πιθήκους, καθώς τα πόδια τους μοιάζουν να μην διαφέρουν από χέρια. Ωστόσο, οι πολλές συγγένειες που ανακαλύφθηκαν στη συνέχεια μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων πρωτευόντων- και ιδιαίτερα των μεγάλων πιθήκων- κατέστησαν σαφές ότι αυτή η διάκριση δεν είχε κανένα επιστημονικό νόημα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Quadrumana]

[6]Ο Jean Louis Agassiz (1807-1873) ήταν Ελβετικής καταγωγής Αμερικανός βιολόγος και γεωλόγος, ο οποίος αναγνωρίζεται ως μελετητής της φυσικής ιστορίας της Γης. Έκανε θεσμικές και επιστημονικές συνεισφορές στη ζωολογία, τη γεωλογία, και συναφείς τομείς. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις συνεισφορές του στην ιχθυολογική ταξινόμηση, συμπεριλαμβανομένων εξαφανισμένων ειδών όπως το megalodon, στη μελέτη της ιστορικής γεωλογίας, καθώς και στην ίδρυση της παγετολογίας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Louis_Agassiz]

[7]Ο Alfred Russel Wallace (1823-1913) ήταν Ουαλός φυσιοδίφης, εξερευνητής, γεωγράφος, ανθρωπολόγος, βιολόγος και εικονογράφος. Είναι περισσότερο γνωστός για την ανεξάρτητη σύλληψη της θεωρίας της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Alfred_Russel_Wallace]

[8]Τα Ξέναρθρα (Xenarthra) είναι μια κύρια κατηγορία θηλαστικών με πλακούντα, που είναι εγγενή στην Αμερική. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι μυρμηγκοφάγοι, οι βραδύποδες, και οι αρμαντίλοι. Τα Ξέναρθραπαλαιότερα περιλαμβάνονταν στην τάξη των Edentata.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Xenarthra]

[9]Ο Pierre Paul Broca (1824-1880) ήταν Γάλλος γιατρός, ανατόμος και ανθρωπολόγος. Είναι περισσότερο γνωστός για την έρευνά του στην περιοχή Broca, μια περιοχή του μετωπιαίου λοβού που πήρε το όνομά του, και η οποία είναι υπεύθυνη για τη γλώσσα. Το έργο του Broca συνέβαλε στην ανάπτυξη της φυσικής ανθρωπολογίας, προάγοντας την επιστήμη της ανθρωπομετρίας και της κρανιομετρίας, που στο παρελθόν χρησιμοποιείτο για τον προσδιορισμού της νοημοσύνης. Ασχολήθηκε με τη συγκριτική ανατομία πρωτευόντων και ανθρώπων, και πρότεινε ότι οι Νέγροι ήταν μια ενδιάμεση μορφή μεταξύ των πιθήκων και των Ευρωπαίων. Έβλεπε κάθε φυλετική ομάδα ως διαφορετικό είδος, και πίστευε ότι η φυλετική ανάμειξη οδηγούσε τελικά στη στειρότητα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Paul_Broca]

[10]Ο John Bachman (1790-1874) ήταν Αμερικανός Λουθηρανός υπουργός, κοινωνικός ακτιβιστής και φυσιοδίφης, του οποίου τα γραπτά άσκησαν επιρροή στην ανάπτυξη της θεωρίας της εξέλιξης. Ως υπουργός, έδειξε ενδιαφέρον για τους Αφροαμερικανούς σκλάβους, καθώς και για τους λευκούς Νότιους αιχμάλωτους πολέμου, και χρησιμοποίησε τις γνώσεις του πάνω στη φυσική ιστορία για να γίνει ένας από τους πρώτους συγγραφείς που υποστήριξαν επιστημονικά ότι οι μαύροι και οι λευκοί είναι το ίδιο είδος.

[https://en.wikipedia.org/wiki/John_Bachman]

[11]Ο Sir Charles Lyell, (1797-1875) ήταν Σκωτσέζος γεωλόγος, ο οποίος έδειξε τη δύναμη των γνωστών φυσικών αιτιών στην εξήγηση της ιστορίας της Γης. Είναι περισσότερο γνωστός σήμερα για τη σχέση του με τον Κάρολο Δαρβίνο, και ως συγγραφέας του Principles of Geology, έργο το οποίο παρουσίασε σε ένα ευρύ κοινό την ιδέα ότι η Γη διαμορφώθηκε από τις ίδιες φυσικές διεργασίες που εξακολουθούν να λειτουργούν σήμερα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Charles_Lyell]

[12]Ο Peter Simon Pallas (1741-1811) ήταν Πρώσος ζωολόγος, βοτανολόγος, εθνογράφος, εξερευνητής, γεωγράφος, γεωλόγος, φυσικός ιστορικός, και ταξινομιστής.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Peter_Simon_Pallas]

Σχετικά με αυτό που ο Δαρβίνος αποκαλεί «Παλλάσιο δόγμα,» λέει ο ίδιος:

«Ένα δόγμα που ξεκίνησε από τον Pallas, έγινε σε μεγάλο βαθμό αποδεκτό από τους σύγχρονους φυσιοδίφες. Δηλαδή, ότι τα περισσότερα από τα οικόσιτα ζώα μας προέρχονται από δύο ή περισσότερα ιθαγενή είδη, αφού αναμείχθηκαν με διασταύρωση. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, τα ιθαγενή είδη είτε πρέπει στην αρχή να είχαν παραγάγει αρκετά γόνιμα υβρίδια, είτε αυτά τα υβρίδια πρέπει να είχαν γίνει στις επόμενες γενιές αρκετά γόνιμα από την εξημέρωση. Αυτή η τελευταία εναλλακτική μού φαίνεται η πιο πιθανή, και τείνω να πιστεύω στην αλήθεια της.»

[http://www.macroevolution.net/hybridization.html]

[13]Ο Gerhard Rohlfs (1831-1896), ήταν Γερμανός εξερευνητής γνωστός για τα δραματικά του ταξίδια στις ερήμους της Βόρειας Αφρικής. Περισσότερο τυχοδιώκτης παρά επιστημονικός εξερευνητής, ο Rohlfsσυγκέντρωσε ωστόσο πολύτιμες γεωγραφικές πληροφορίες. Θεωρείται επίσης ο πρώτος Ευρωπαίος που διέσχισε την Αφρική μέσω ξηράς, από τη Μεσόγειο Θάλασσα μέχρι τον Κόλπο της Γουινέας.

[https://www.britannica.com/biography/Gerhard-Rohlfs]

[14]Οι Negritosαποτελούν τον γηγενή πληθυσμό της νοτιοανατολικής Ασίας, αλλά απορροφήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από Αυστροασιατικές και Αυστρονησιακές ομάδες ανθρώπων που μετανάστευσαν από το νότιο μέρος της ανατολικής Ασίας στην ηπειρωτική και νησιωτική νοτιοανατολική Ασία με τη νεολιθική επέκταση. Οι εναπομείναντες Negritos αποτελούν μειονοτικές ομάδες σε γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Negrito#:~:text=The%20Negritos%20form%20the%20indigenous,groups%20in%20geographically%20isolated%20regions.]

[15]Η λέξη που χρησιμοποιεί ο Δαρβίνος σε αυτήν, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, για τους διάφορους ιθαγενείς λαούς, είναι «savages,» δηλαδή «άγριοι.»

[16]Ο Δαρβίνος σ’ αυτό το σημείο αναφέρει ενδεικτικά διάφορους συγγραφείς, οι οποίοι φτάνουν να θεωρούν έως και 63 διαφορετικά είδη ή ράτσες ανθρώπων.

[17]Ο μονογενισμός είναι η θεωρία της ανθρώπινης προέλευσης που θέτει μια κοινή καταγωγή για όλες τις ανθρώπινες φυλές. Η άρνηση του μονογενισμού είναι ο πολυγενισμός. Αυτό το θέμα συζητήθηκε έντονα στο Δυτικό κόσμο τον δέκατο ένατο αιώνα, καθώς οι υποθέσεις περί επιστημονικού ρατσισμού τέθηκαν υπό έλεγχο, τόσο από θρησκευτικές ομάδες, όσο και υπό το φως των εξελίξεων στη βιολογία και στις επιστήμες του ανθρώπου. Οι σύγχρονες επιστημονικές απόψεις ευνοούν τη θεωρία του μονογενισμού, με το πιο ευρέως αποδεκτό μοντέλο για την ανθρώπινη προέλευση να είναι η θεωρία «Εκτός Αφρικής» (Out of Africa theory).

[https://en.wikipedia.org/wiki/Monogenism]

[18]Ο Carl Vogt (1817-1895) ήταν Γερμανός επιστήμονας, φιλόσοφος, εκλαϊκευτής της επιστήμης και πολιτικός. Δημοσίευσε μια σειρά από αξιόλογες εργασίες για τη ζωολογία, τη γεωλογία και τη φυσιολογία. Ήταν υπέρμαχος του επιστημονικού υλισμού και του αθεϊσμού, και υπερασπίστηκε τη θεωρία της πολυγενιστικής εξέλιξης, απορρίπτοντας τις μονογενιστικές πεποιθήσεις των περισσότερων Δαρβινιστών, πιστεύοντας αντ’ αυτού ότι κάθε φυλή του ανθρώπου είχε εξελιχθεί από διαφορετικό τύπο πιθήκου.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Carl_Vogt]

[19]Ο Hermann von Nathusius (1809-1879), ήταν Γερμανός κτηνοτρόφος. Σπούδασε φυσικές επιστήμες, αλλά στράφηκε στη γεωργία, ιδιαίτερα στην κτηνοτροφία. Εισήγαγε φυλές βοοειδών από την Αγγλία στη Γερμανία, και εργάστηκε για την προώθηση της μελέτης της κτηνοτροφίας. Συγκέντρωσε μεγάλο όγκο πληροφοριών για τα κοπάδια του, την εκτροφή των οποίων επέβλεπε προσωπικά, και συγκέντρωσε μια συλλογή από σκελετούς εξημερωμένων ζώων. Παρότι ήταν αντίθετος με τη θεωρία της εξέλιξης του σύγχρονού του Δαρβίνου, τα δεδομένα που συνέλεξε χρησιμοποιήθηκαν ως υποστήριξη αυτής της θεωρίας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Hermann_von_Nathusius]

[20]Πρόκειται για τους κατοίκους της Γης του Πυρός (Tierra del Fuego), στο νοτιότερο άκρο της Νότιας Αμερικής.

[21] To HMS Beagleήταν πλοίο του βασιλικού ναυτικού της Βρετανίας, η καθέλκυση του οποίου έγινε το 1820. Με το πλοίο αυτό ταξίδεψε για πέντε χρόνια ο νεαρός Κάρολος Δαρβίνος, διαμορφώνοντας έτσι μέσα από τις έρευνές του τις ιδέες του περί της εξέλιξης των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής.

[https://el.wikipedia.org/wiki/HMS_Beagle]

[22]Ο Sir Edward Burnett Tylor (1832-1917), ήταν Άγγλος ανθρωπολόγος και καθηγητής ανθρωπολογίας. Οι ιδέες του χαρακτηρίζουν τον πολιτισμικό εξελικτισμό του 19ου αιώνα. Στα έργα του όρισε το πλαίσιο της επιστημονικής μελέτης της ανθρωπολογίας. Πίστευε ότι υπάρχει μια λειτουργική βάση για την ανάπτυξη της κοινωνίας και της θρησκείας, την οποία καθόριζε ότι ήταν παγκόσμια. Υποστήριξε ότι όλες οι κοινωνίες περνούν από τρία βασικά στάδια ανάπτυξης: την αγριότητα, τη βαρβαρότητα, και τον πολιτισμό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Edward_Burnett_Tylor]

[23]Ο Sir John Lubbock (1834-1913), ήταν Άγγλος τραπεζίτης, φιλελεύθερος πολιτικός, επιστήμονας και πολυμαθής, ο οποίος συνέβαλε σημαντικά στην αρχαιολογία, την εθνογραφία και αρκετούς κλάδους της βιολογίας. Επινόησε τους όρους «Παλαιολιθική» και «Νεολιθική» για να δηλώσει την Παλαιά και τη Νέα Εποχή του Λίθου, αντίστοιχα. Βοήθησε να καθιερωθεί η αρχαιολογία ως επιστημονικός κλάδος, και είχε επιρροή σε συζητήσεις σχετικά με την εξελικτική θεωρία.

[https://en.wikipedia.org/wiki/John_Lubbock,_1st_Baron_Avebury]

[24]Ο Hodder Michael Westropp (1820-1885), ήταν Ιρλανδός αρχαιολόγος. Εφηύρε ένα μοντέλο για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι ανθρώπινες κοινωνίες αναπτύσσονται κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Εξέδωσε ένα βιβλίο για την αρχαιολογία, και ασχολήθηκε με τη μελέτη των στρογγυλών πύργων της Ιρλανδίας. Η πιο σημαντική του συνεισφορά θεωρείται πως ήταν ο ορισμός και η εισαγωγή του όρου «Μεσολιθική,» ως την τεχνολογικά διακριτή φάση ανάμεσα στην Παλαιολιθική και στη Νεολιθική Περίοδο.

[https://www.oxfordreference.com/display/10.1093/oi/authority.20110803121925270;jsessionid=8C54103BDCFDA14C22CC5D19F5BAF0D9]

[25]Ο Sven Nilsson (1787-1883), ήταν Σουηδός ζωολόγος και αρχαιολόγος. Ήταν παραγωγικός συγγραφέας, δημοσιεύοντας μακροσκελή έργα για διαφορετικές ομάδες ζώων της Σκανδιναβίας. Εργάστηκε ως αρχαιολόγος πεδίου, και εισήγαγε εθνογραφικές προοπτικές στην αρχαιολογία.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Sven_Nilsson_(zoologist)]

[26]Με τον όρο «αναστροφή» (reversion), ο Δαρβίνος εννοεί το φαινόμενο κατά το οποίο ένα γενετικό χαρακτηριστικό που το είχαν απομακρυσμένοι πρόγονοι επανεμφανίζεται σε απογόνους των οποίων οι πιο άμεσοι πρόγονοι δεν είχαν το χαρακτηριστικό.

[https://embryo.asu.edu/pages/charles-darwins-theory-pangenesis]

[27]Ο Alexander von Humboldt (1769-1859) ήταν Γερμανός πολυμαθής, γεωγράφος, φυσιοδίφης, εξερευνητής και υπέρμαχος της ρομαντικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Πραγματοποίησε πολλά εξερευνητικά ταξίδια, και οι εργασίες του έθεσαν τα θεμέλια της βιογεωγραφίας και της σύγχρονης γεωμαγνητικής και μετεωρολογικής παρακολούθησης. Ήταν ένας από τους πρώτους που πρότεινε ότι τα εδάφη που συνορεύουν με τον Ατλαντικό Ωκεανό ήταν κάποτε ενωμένα μεταξύ τους (ιδιαίτερα η Νότια Αμερική και η Αφρική). Περιέγραψε επιστημονικά, με βάση τις παρατηρήσεις που έκανε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, τις επιπτώσεις της ανθρώπινης ανάπτυξης στο κλίμα, και για αυτό θεωρείται ο πατέρας της οικολογίας και του περιβαλλοντισμού.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Alexander_von_Humboldt]

 

[28]Ο Hermann Schaaffhausen (1816-1893) ήταν Γερμανός ανατόμος, ανθρωπολόγος και παλαιοανθρωπολόγος. Ασχολήθηκε με την έρευνα στη φυσική ανθρωπολογία και τη μελέτη των προϊστορικών ανθρώπων στην Ευρώπη. Είναι περισσότερο γνωστός για τη μελέτη του πάνω στα απολιθώματα των Νεάντερταλ. Αν και η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί, ο Schaaffhausen συζήτησε την ιδέα της εξέλιξης των ειδών, θεωρώντας ότι τα είδη δεν μένουν αμετάβλητα στο χρόνο.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Hermann_Schaaffhausen]

[29]Πρόκειται για τοποθεσία στη Γαλλία, στην οποία έχουν ανακαλυφθεί λείψανα Κρο-Μανιόν, ηλικίας περίπου 30.000 ετών.

[https://journals.openedition.org/paleo/2859]

[30]Η Τεταρτογενής Περίοδος είναι η τρέχουσα και η πιο πρόσφατη από τις τρεις περιόδους του Καινοζωικού Αιώνα στη διεθνή γεωλογική κλίμακα. Εκτείνεται χρονικά από περίπου 2,5 εκατομμύρια χρόνια πριν, μέχρι σήμερα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Quaternary]

[31]Ο Gilbert Malcolm Sproat (1834-1913) ήταν Καναδός επιχειρηματίας, γεννημένος στη Σκωτία, αξιωματούχος και συγγραφέας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί του Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας, έγραψε ένα αξιομνημόνευτο βιβλίο σχετικά με τους αυτόχθονες κατοίκους των Πρώτων Εθνών.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Gilbert_Malcolm_Sproat]

[32]Ο Walter Bagehot (1826-1877) ήταν Άγγλος δημοσιογράφος, επιχειρηματίας και δοκιμιογράφος, με ενδιαφέροντα σχετικά με την πολιτική, την οικονομία, τη λογοτεχνία, και τις φυλές των ανθρώπων. Σ’ ένα από τα έργα του, εξετάζει πώς οι πολιτισμοί συντηρούνται, υποστηρίζοντας ότι, στην πρώιμη φάση τους, είναι σε αντίθεση με τις αξίες του σύγχρονου φιλελευθερισμού, αλλά στη συνέχεια, μόλις ωριμάσουν, μπορούν να μεταμορφωθούν σε συστήματα που επιτρέπουν μεγαλύτερη ποικιλομορφία και ελευθερία. Η άποψή του βασίστηκε στη διάκριση ανάμεσα στον «άξεστο,» και στον «καταξιωμένο» άνθρωπο, θεωρώντας ότι η μετάβαση από τον πρώτο στον δεύτερο τύπο επιτυγχανόταν σταδιακά με την κληρονομικότητα. Εφάρμοσε τέτοιους συλλογισμούς για να αναπτύξει μια μορφή ψευδοεπιστημονικού ρατσισμού, σύμφωνα με την οποία οι μικτές φυλές δεν διέθεταν κάποιο «κληρονομικό σύστημα πίστης,» ή «σταθερά παραδοσιακά συναισθήματα,» από τα οποία, θεωρούσε, εξαρτιόταν η ανθρώπινη φύση για να προοδεύσει.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Walter_Bagehot]

[33]Ο Sir Henry Hoyle Howorth (1842-1923) ήταν Βρετανός Συντηρητικός πολιτικός, δικηγόρος, και ερασιτέχνης ιστορικός και γεωλόγος. Για την εξαφάνιση ειδών στο παρελθόν, όπως το μαμούθ, απέρριψε τη θεωρία των παγετώνων, και πίστευε ότι καταστροφικές πλημμύρες είχαν καταστρέψει μεγάλες περιοχές της γης στο παρελθόν.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Henry_Hoyle_Howorth]

[34]Οι Τασμανοί Αβορίγινες θεωρείται πως έφτασαν για πρώτη φορά στην Τασμανία πριν από περίπου 40.000 χρόνια, ενώ η Τασμανία αποκόπηκε από την αυστραλιανή ηπειρωτική χώρα, λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, γύρω στο 6000 π.Χ. Στη συνέχεια, παρέμειναν εντελώς απομονωμένοι από τον έξω κόσμο, μέχρι την ευρωπαϊκή επαφή. Πριν από τον βρετανικό αποικισμό της Τασμανίας, το 1803, υπολογίζεται ότι υπήρχαν 3.000-15.000 Αβορίγινες στην Τασμανία. Υπέστησαν μια δραστική μείωση του αριθμού τους μέσα σε τρεις δεκαετίες, έτσι ώστε μέχρι το 1835 μόνο περίπου 400 καθαρόαιμοι Τασμανοί Αβορίγινες υπολογίζεται ότι επιζούσαν, και το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς φυλακίστηκε σε στρατόπεδα, όπου όλοι εκτός από 47 πέθαναν μέσα στα επόμενα 12 χρόνια. Δύο άτομα, ο Truganini (1812-1876) και η Fanny Cochrane Smith (1834-1905), θεωρούνται ως οι τελευταίοι άνθρωποι καθαρά Τασμανικής καταγωγής.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Aboriginal_Tasmanians]

[35]Ο λεγόμενος «Μαύρος Πόλεμος» ήταν μια περίοδος βίαιης σύγκρουσης μεταξύ Βρετανών αποίκων και Τασμανών Αβορίγινων στην Τασμανία, από τα μέσα της δεκαετίας του 1820 έως το 1832. Η σύγκρουση, που διεξήχθη σε μεγάλο βαθμό ως ανταρτοπόλεμος και από τις δύο πλευρές, στοίχισε τη ζωή σε 600 έως 900 Αβορίγινες, και σε περισσότερους από 200 Βρετανούς αποίκους.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Black_War]

[36]Ο James Bonwick (1817-1906) ήταν αγγλικής καταγωγής Αυστραλός ιστορικός και εκπαιδευτικός συγγραφέας, ο οποίος απέκτησε θέση δασκάλου στο Χόμπαρτ της Τασμανίας. Έγραψε, μεταξύάλλων, τοβιβλίοDaily Life and Origin of the Tasmanians.

[https://en.wikipedia.org/wiki/James_Bonwick]

[37]Γη του Van Diemen ήταν το αποικιακό όνομα του νησιού της Τασμανίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Βρετανοί κατά την ευρωπαϊκή εξερεύνηση της Αυστραλίας τον 19ο αιώνα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Van_Diemen%27s_Land]

[38]Ο Sir Augustus Charles Gregory (1819-1905) ήταν Αυστραλός εξερευνητής και τοπογράφος γεννημένος στην Αγγλία. Οι μεγάλες εξερευνητικές του αποστολές στην Αυστραλία έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 1846-1858. Σε μία από αυτές ήρθε σε επαφή με την Αβορίγινη φυλή των Gurindji, στην πρώτη τους επαφή με Ευρωπαίους.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Augustus_Charles_Gregory]

[39]Ο Francis Dart Fenton (περ. 1824-1898) ήταν Νεοζηλανδός δικαστής, δημόσιος διοικητής, και μουσικός. ΓνώριζεκαλάτηγλώσσατωνΜαορί, τηνιστορίακαιταέθιματους, καιέγραψεσχετικάβιβλία, όπωςτοObservations on the State of the Aboriginal Inhabitants of New Zealand (1859), καιτοSuggestions for a History of the Origin and Migrations of the Maori People (1885)

[https://en.wikipedia.org/wiki/Francis_Dart_Fenton]

[40]Οι Μαορί θεωρείται ότι εγκαταστάθηκαν στη Νέα Ζηλανδία από την Ανατολική Πολυνησία, μεταξύ των ετών 1320 και 1350. Η πρώιμη επαφή τους με τους Ευρωπαίους, ξεκινώντας από τον 18ο αιώνα, συχνά συνοδεύτηκε από πολέμους, καθώς οι Μαορί αντιστάθηκαν σθεναρά στις κατασχέσεις γης από τους Ευρωπαίους. Οι κοινωνικές αναταραχές και οι επιδημίες ασθενειών που εισάχθηκαν με τους Ευρωπαίους επέφεραν καταστροφικό τίμημα στον πληθυσμό των Μαορί, ο οποίος μειώθηκε δραματικά, αλλά άρχισε να ανακάμπτει στις αρχές του 20ου αιώνα. Μια απογραφή του 2022 αναφέρει ότι ο πληθυσμός των Μαορί ανέρχεται σε 892.200 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 17,2% του συνολικού πληθυσμού της Νέας Ζηλανδίας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/M%C4%81ori_people]

[41]Ο John Coleridge Patteson (1827-1871) ήταν Άγγλος επίσκοπος, ιεραπόστολος στα Νησιά της Νότιας Θάλασσας, και καταξιωμένος γλωσσολόγος, μαθαίνοντας 23 από τις περισσότερες από 1.000 γλώσσες των νησιών. Το 1861, ο Patteson επιλέχθηκε ως ο πρώτος Επίσκοπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας της Μελανησίας. Σκοτώθηκε στο Nukapu, ένα από τα πιο ανατολικά νησιά των Νήσων του Σολομώντα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/John_Patteson_(bishop)]

[42]Νησιά Σάντουιτς εδώ ονομάζονται τα νησιά της Χαβάης. Αυτή ήταν η πρώτη ονομασία που τους δόθηκε από τον Κουκ, όταν τα ανακάλυψε. Η σύγχρονη ονομασία των νησιών, που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1840, προέρχεται από το όνομα του μεγαλύτερου νησιού, του νησιού της Χαβάης.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Hawaiian_Islands]

[43]Ο William Samuel Waithman Ruschenberger (1807-1895) ήταν χειρουργός του Πολεμικού Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, φυσιοδίφης και συγγραφέας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/William_Ruschenberger]

[44]Ο James Jackson Jarves (1818–1888) ήταν Αμερικανός συντάκτης εφημερίδων και κριτικός τέχνης.  Ήταν συντάκτης μιας εφημερίδας στα νησιά της Χαβάης. Έγραψε επίσης το History of the Hawaiian or Sandwich Islands.

[https://en.wikipedia.org/wiki/James_Jackson_Jarves]

[45]Ο Thomas Nettleship Staley (1823-1898) ήταν Βρετανός επίσκοπος ο οποίος έγινε ο πρώτος Αγγλικανός επίσκοπος της Εκκλησίας της Χαβάης. Ίδρυσε στη Χαβάη δυο σχολεία, τα οποία λειτουργούσαν από την εκκλησία. Είχε αλληλογραφία με τον Κάρολο Δαρβίνο σχετικά με τη μείωση του πληθυσμού των ιθαγενών της Χαβάης.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Thomas_Nettleship_Staley]

[46]Ο Nottridge Charles MacNamara (1833-1918) ήταν γενικός χειρουργός στην Ινδική Ιατρική Υπηρεσία, και αργότερα συμβουλευτικός χειρουργός οφθαλμίατρος στο Λονδίνο.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Nottidge_Charles_MacNamara]

[47]Το νησί Norfolkείναι υπερπόντιο έδαφος της Αυστραλίας στον Ειρηνικό Ωκεανό, μεταξύ της Νέας Ζηλανδίας και της Νέας Καληδονίας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Norfolk_Island]

[48]Οι Todaείναι μια Δραβιδική εθνοτική ομάδα που ζει στην Πολιτεία Tamil Nadu στη νότια Ινδία. Πριν από τον 18ο αιώνα και τον βρετανικό αποικισμό, οι Toda συνυπήρχαν τοπικά με άλλες εθνοτικές κοινότητες, σε μια χαλαρή κοινωνία καστών, στην οποία οι Toda κατείχαν εξέχουσα θέση. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ο πληθυσμός τους περιορίστηκε σε 700-900 άτομα (ενώ τώρα υπολογίζεται σε περίπου 2.000 άτομα). Αν και αποτελούν ένα ασήμαντο κλάσμα του μεγάλου πληθυσμού της Ινδίας, οι Toda από τις αρχές του 19ου αιώνα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ανθρωπολόγων και άλλων μελετητών, λόγω της εθνολογικής τους ιδιαιτερότητας και της ανομοιότητάς τους με τους γείτονές τους σε εμφάνιση, ήθη και έθιμα. Η μελέτη του πολιτισμού τους από ανθρωπολόγους και γλωσσολόγους αποδείχθηκε σημαντική για την ανάπτυξη των πεδίων της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της εθνολογίας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Toda_people]

[49]Το νησί Pitcairnείναι το μόνο κατοικημένο νησί των νησιών Pitcairn, του οποίου πολλοί κάτοικοι είναι απόγονοι των στασιαστών του πλοίου Bounty. Η ανταρσία συνέβη το 1789. Οι στασιαστές εγκαταστάθηκαν στην Ταϊτή και στο νησί Pitcairn. Κατά την άφιξη στο Pitcairn, το πλοίο πυρπολήθηκε. Σταδιακά, δημιουργήθηκαν εντάσεις, καθώς οι Ευρωπαίοι στασιαστές θεωρούσαν τους Ταϊτινούς, που συνόδευαν τους στασιαστές, ως ιδιοκτησία τους, ιδιαίτερα τις γυναίκες. Το 1793 αρκετοί από τους στασιαστές σκοτώθηκαν από Ταϊτινούς, σε μια σειρά δολοφονιών. Οι μάχες συνεχίστηκαν, ώσπου 1794 οι Ταϊτινοί άνδρες ήταν όλοι νεκροί. Όταν το αμερικανικό φαλαινοθηρικό Topazέφτασε απροσδόκητα στο Pitcairnτο 1808, ανακάλυψε έναν από τους στασιαστές που επέζησε, τον John Adams, μαζί με εννέα εναπομείνασες γυναίκες και δεκαεννέα παιδιά.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Pitcairn_Island]

[https://en.wikipedia.org/wiki/Mutiny_on_the_Bounty]

[50]Τα άλογα εξελίχθηκαν στην Αμερική πριν από περίπου τέσσερα εκατομμύρια χρόνια, αλλά πριν από περίπου 10.000 χρόνια είχαν κυρίως εξαφανιστεί από την Αμερική. Ισπανοί άποικοι πιθανότατα έφεραν για πρώτη φορά άλογα πίσω στην Αμερική το 1519, όταν ο Cortés έφτασε στο Μεξικό.

[https://www.smithsonianmag.com/smart-news/native-americans-spread-horses-through-the-west-earlier-than-thought-180981912/#:~:text=Horses%20evolved%20in%20the%20Americas,on%20the%20continent%20in%20Mexico.]

[51]Ο William Wilson Hunter (1840-1900) ήταν Σκωτσέζος ιστορικός, στατιστικολόγος, μεταγλωττιστής και μέλος της ινδικής δημόσιας υπηρεσίας. Δημοσίευσε το βιβλίο The Annals of Rural Bengal, κι έκδωσε επίσης ένα λεξικό των μη Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών της Ινδίας.

[52]Οι Santal είναι φυλή της Ινδίας που ανήκει στην Αυστροασιατική ομάδα γλωσσών.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Santal_people]

[53]Η εξέλιξη του σκούρου δέρματος πιστεύεται ότι ξεκίνησε πριν από περίπου 1,2 εκατομμύρια χρόνια, στα ανοιχτόχρωμα πρώιμα είδη ανθρωποειδών, αφού μετακινήθηκαν από το τροπικό δάσος του ισημερινού στις ηλιόλουστες σαβάνες. Στη ζέστη των σαβάνων, απαιτούνταν καλύτεροι μηχανισμοί ψύξης του σώματος, οι οποίοι επιτεύχθηκαν με την απώλεια των τριχών του σώματος και την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικής εφίδρωσης. Η απώλεια των τριχών του σώματος οδήγησε στην ανάπτυξη της σκουρόχρωμης απόχρωσης του δέρματος, η οποία λειτούργησε ως μηχανισμός φυσικής επιλογής κατά της εξάντλησης του φολικού οξέος (βιταμίνη Β9) και της βλάβης του DNA.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Dark_skin]

[54]Ο Georges Pouchet (1833-1894) ήταν Γάλλος φυσιοδίφης και ανατόμος. Συνεισέφερε σε πολλά επιστημονικά πεδία, και ειδικεύτηκε στη συγκριτική ανατομία

[https://en.wikipedia.org/wiki/Georges_Pouchet]

[55]Η δεύτερη γαλλική επέμβαση στο Μεξικό (1861-1867), ήταν μια στρατιωτική εισβολή στη Δημοκρατία του Μεξικού από τη Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Γ', σε συνδυασμό με τη Μεγάλη Βρετανία και την Ισπανία, με σκοπό να εξαναγκάσει την είσπραξη των χρεών του Μεξικού. Επειδή τα γαλλικά στρατεύματα αποδεκατίστηκαν από το σκληρό τροπικό κλίμα του Μεξικού, έγινε η εισαγωγή Σουδανών μουσουλμάνων σκλάβων στρατιωτών από τη Σενεγάλη και τις Δυτικές Ινδίες. Επιπλέον, παραχωρήθηκε από την Αίγυπτο, η οποία ήταν τότε υπό οθωμανική κατοχή, ένα σύνταγμα Αφρικανών στρατιωτών.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Second_French_intervention_in_Mexico]

[https://www.cheminsdememoire.gouv.fr/en/ottoman-auxiliary-battalion]

[56]Η Demeraraείναι μια ιστορική περιοχή στη Γουιάνα, στη βόρεια ακτή της Νότιας Αμερικής, τώρα μέρος της χώρας της Γουιάνας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Demerara]

[57]Ο Henry Baker Tristram (1822-1906) ήταν Άγγλος κληρικός, μελετητής της Βίβλου, ταξιδιώτης και ορνιθολόγος. Ως κληρικός- φυσιοδίφης ήταν ένας πρώιμος, αλλά βραχύβιος, υποστηρικτής του Δαρβινισμού, προσπαθώντας να συμφιλιώσει την εξέλιξη και τη δημιουργία.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Henry_Baker_Tristram]

[58]Ο Richard Bowdler Sharpe (1847-1909) ήταν Άγγλος ζωολόγος και ορνιθολόγος, ο οποίος εργάστηκε ως επιμελητής της συλλογής πουλιών στο Βρετανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, δημοσίευσε αρκετές μονογραφίες για ομάδες πουλιών και δημιούργησε έναν πολύτομο κατάλογο με τα δείγματα της συλλογής του μουσείου.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Richard_Bowdler_Sharpe]

[59]Οι Botocudoήταν Ινδιάνοι της Νότιας Αμερικής, που ζούσαν στη σημερινή πολιτεία Minas Geraisτης Βραζιλίας. Ο πολιτισμός τους ήταν παρόμοιος με εκείνων άλλων νομαδικών φυλών των δασών και των βουνών της ανατολικής Βραζιλίας. Η αντίστασή τους στη λευκή επέκταση, σε συνδυασμό με μια πολιτική συστηματικής εξόντωσης, οδήγησε τους Botocudo στην εξαφάνιση, ενώ οι λίγοι εναπομείναντες έχουν γίνει αγρότες.

[https://www.britannica.com/topic/Botocudo]

[60]Καθώς ο Δαρβίνος ανέπτυσσε τις ιδέες του για τη φυσική επιλογή, ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπισε ήταν να εξηγήσει αλλαγές στην ανάπτυξη ενός οργανισμού οι οποίες δεν πρόσφεραν κανένα εμφανές πλεονέκτημα. Πρότεινε έτσι έναν «μυστηριώδη νόμο,» την αρχή της «συσχετιζόμενης ανάπτυξης» (principle of correlated development), όπου αλλαγές που είχαν πλεονεκτήματα σε ένα μέρος ενός οργανισμού προκαλούσαν συναφείς, αλλά κατά τα άλλα άχρηστες, αλλαγές σε άλλα μέρη του οργανισμού. Όπως ο ίδιος είπε: «όλα τα μέρη ενός οργανισμού είναι τόσο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, ώστε όταν εμφανίζονται μικρές αλλαγές σε ένα μέρος, και συσσωρεύονται μέσω της φυσικής επιλογής, άλλα μέρη τροποποιούνται».

[https://www.darwinproject.ac.uk/commentary/evolution/correlation-growth-deaf-blue-eyed-cats-pigs-and-poison]

[61]Οι Mandanείναι μια ιθαγενής Αμερικανική φυλή των Μεγάλων Πεδιάδων, που έζησαν για αιώνες κυρίως στη σημερινή Βόρεια Ντακότα. Περίπου οι μισοί σύγχρονοι Mandan ζουν σε καταυλισμό, στο βορειοδυτικό τμήμα της Βόρειας Ντακότας, ενώ οι υπόλοιποι κατοικούν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Mandan]

[62]Στη βιολογία, πολυμορφισμός είναι η εμφάνιση δύο ή περισσότερων σαφώς διαφορετικών μορφών, που αναφέρονται επίσης ως εναλλακτικοί φαινότυποι, στον πληθυσμό ενός είδους. Για παράδειγμα, υπάρχουν περισσότερα από ένα πιθανά χαρακτηριστικά όσον αφορά το χρώμα του δέρματος ενός ιαγουάρου: μπορεί να είναι ανοιχτόχρωμο ή σκουρόχρωμο, και για αυτό οι ιαγουάροι ονομάζονται «πολυμορφικοί» ως προς το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Αν, αντίθετα, υπήρχε μόνο ένα πιθανό χρώμα δέρματος, τότε οι ιαγουάροι θα ονομάζονταν «μονομορφικοί» ως προς αυτό το χαρακτηριστικό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Polymorphism_(biology)]


Τα γεγονότα της αντίληψης

$
0
0

Χέρμαν Χέλμχολτζ

(1878)

 

Τα προβλήματα τα οποία σε μια προγενέστερη περίοδο θεωρήθηκαν θεμελιώδη για όλες τις επιστήμες ήταν αυτά της θεωρίας της γνώσης: Τι είναι αλήθεια στις αισθήσεις μας, τις αντιλήψεις και τη σκέψη μας;Με ποιο τρόπο οι ιδέες μας ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα;Η φιλοσοφία και οι φυσικές επιστήμες προσπαθούν να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα από αντίθετες κατευθύνσεις, αλλά είναι κοινά προβλήματα και των δύο. Η φιλοσοφία, η οποία ασχολείται με τη διανοητική πλευρά, προσπαθεί να ξεχωρίσει οτιδήποτε στη γνώση και τις ιδέες μας οφείλεται στις επιδράσεις του υλικού κόσμου, προκειμένου να καθορίσει τη φύση της καθαρής διανοητικής δραστηριότητας. Οι φυσικές επιστήμες, από την άλλη πλευρά, επιδιώκουν να διακρίνουν ορισμούς, συστήματα συμβόλων, πρότυπα αναπαράστασης και υποθέσεις, προκειμένου να μελετήσουν αυτό που απομένει, το οποίο αφορά τον κόσμο της πραγματικότητας, του οποίου τους νόμους αναζητούν, σε καθαρή μορφή. Και οι δύο σχολές προσπαθούν να επιτύχουν τον ίδιο διαχωρισμό, αν και η καθεμιά ενδιαφέρεται για ένα διαφορετικό μέρος του διαιρεμένου πεδίου.

 

Ο φυσικός επιστήμονας δεν μπορεί να αγνοήσει τα επιστημολογικά ερωτήματα όταν ασχολείται με την αντίληψη των αισθήσεων, ή όταν ασχολείται με τις θεμελιώδεις αρχές της γεωμετρίας, της μηχανικής ή της φυσικής. Δεδομένου ότι το έργο μου έχει εισέλθει πολλές φορές τόσο στην περιοχή της επιστήμης όσο και στην περιοχή της φιλοσοφίας, θα ήθελα να προσπαθήσω να ερευνήσω τι έχει γίνει από την πλευρά των φυσικών επιστημών, για να απαντήσω στα ερωτήματα που προηγουμένως διατυπώθηκαν. Οι νόμοι της σκέψης, εξάλλου, είναι οι ίδιοι για τον επιστήμονα όπως και για τον φιλόσοφο.

 

Σε όλες τις περιπτώσεις όπου τα γεγονότα της καθημερινής εμπειρίας, τα οποία είναι άφθονα, παρέχουν σε έναν διορατικό στοχαστή με μια ανιδιοτελή αίσθηση της αλήθειας επαρκείς πληροφορίες για να κάνει σωστές κρίσεις, ο επιστήμονας πρέπει να είναι ικανοποιημένος να αναγνωρίσει ότι μια μεθοδολογικά πλήρης συλλογή των γεγονότων της εμπειρίας θα επιβεβαιώσει απλώς αυτές τις κρίσεις, αν και υπάρχουν περιστασιακά ορισμένες αντικρουόμενες περιπτώσεις. Αυτή είναι η δικαιολογία μου (αν πρέπει να δικαιολογηθώ) για το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές, στο ακόλουθο κείμενο, δεν θα σας παρουσιάσω εντελώς νέες απαντήσεις- αντίθετα μάλλον, θα σας παρουσιάσω μόνο παλιές απαντήσεις, που έχουν δοθεί εδώ και πολύ καιρό στις ερωτήσεις που μας αφορούν. Αρκετά συχνά, βέβαια, ακόμη και οι παλιές έννοιες αποκτούν νέα αίγλη και νέο νόημα από πρόσφατα εξακριβωμένα γεγονότα.

 

Λίγο πριν από τις αρχές του παρόντος αιώνα, ο Καντ ανέπτυξε μια θεωρία σχετικά με αυτό το οποίο, στη θεωρία της γνώσης, προηγείται κάθε εμπειρίας· δηλαδή, ανέπτυξε τη θεωρία των υπερβατικών μορφών[1]της διαίσθησης και της σκέψης. Αυτές είναι μορφές στις οποίες το περιεχόμενο της αισθητηριακής μας εμπειρίας πρέπει αναγκαστικά να προσαρμοστεί αν πρόκειται να μετατραπεί σε ιδέες. Όσον αφορά τις ιδιότητες των ίδιων των αισθήσεων, ο Λοκ είχε επισημάνει νωρίτερα το ρόλο που παίζει η σωματική και διανοητική δομή ή οργάνωσή μας στον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Στο ίδιο πλαίσιο, οι έρευνες της φυσιολογίας των αισθήσεων, ιδιαίτερα εκείνες που ο Γιοχάνες Μίλερ (JohannesMüller) πραγματοποίησε διατυπώνοντας το νόμο των ειδικών ενεργειών των αισθήσεων,[2]έφεραν (μπορεί κανείς να πει, σε απροσδόκητο βαθμό) την πληρέστερη επιβεβαίωση. Επιπλέον, αυτές οι έρευνες έχουν καθιερώσει τη φύση- και με πολύ αποφασιστικό τρόπο έχουν αποσαφηνίσει τη σημασία- των προγενέστερων υποκειμενικών μορφών της διαίσθησης. Αυτό το θέμα έχει ήδη συζητηθεί αρκετά συχνά, επομένως μπορώ να ξεκινήσω με αυτό αμέσως τώρα.

 

Μεταξύ των διαφόρων ειδών αισθημάτων, πρέπει να σημειωθούν δύο διακρίσεις. Η πιο θεμελιώδης είναι αυτή μεταξύ των αισθημάτων που ανήκουν σε διαφορετικές αισθήσεις, όπως οι διαφορές μεταξύ του μπλε, του ζεστού, του γλυκού, και του υψηλού τόνου. Σε ένα προηγούμενο έργο μου αναφέρθηκα σε αυτά τα αισθήματα ως διαφορές στην τροπικότητα (modality) των αισθήσεων. Αυτές οι διακρίσεις είναι τόσο θεμελιώδεις ώστε να αποκλείουν κάθε πιθανή μετάβαση από τη μια αίσθηση στην άλλη, και οποιαδήποτε σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης ομοιότητας. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να ρωτήσει αν το γλυκό μοιάζει περισσότερο με το κόκκινο ή με το μπλε.

 

Η δεύτερη διάκριση, η οποία είναι λιγότερο θεμελιώδης, είναι αυτή μεταξύ των διαφόρων αισθημάτων της ίδιας αίσθησης. Αναφέρθηκα σε αυτές ως διαφορές ποιότητας (quality). Ο Φίχτε θεωρούσε ότι όλες οι ιδιότητες μιας ενιαίας αίσθησης αποτελούν έναν κύκλο ποιότητας· αυτό που έχω ονομάσει διαφορές τροπικότητας, εκείνος προσδιόρισε ως διαφορές μεταξύ κύκλων ποιότητας. Μεταβάσεις και συγκρίσεις είναι δυνατές μόνο μέσα σε κάθε κύκλο. Μπορούμε να περάσουμε από το μπλε, μέσω του βιολετί και του πορφυρού, στο άλικο, για παράδειγμα, και μπορούμε να πούμε ότι το κίτρινο μοιάζει περισσότερο με πορτοκαλί παρά με μπλε.

 

Οι φυσιολογικές μελέτες διδάσκουν τώρα ότι οι πιο θεμελιώδεις διαφορές είναι εντελώς ανεξάρτητες από το είδος του εξωτερικού παράγοντα από τον οποίο διεγείρονται οι αισθήσεις. Καθορίζονται αποκλειστικά και μόνο από τα νεύρα των αισθήσεων που δέχονται τις διεγέρσεις. Οι διεγέρσεις των οπτικών νεύρων παράγουν μόνο αισθήσεις φωτός, είτε τα νεύρα διεγείρονται από αντικειμενικό φως (δηλαδή από τις δονήσεις στον αιθέρα), είτε από ηλεκτρικά ρεύματα που άγονται μέσω του ματιού, είτε από ένα χτύπημα στο βολβό του ματιού, ή από μια πίεση στον κορμό του νεύρου κατά τη διάρκεια των γρήγορων κινήσεων των ματιών. Τα αισθήματα που προκύπτουν από τις τελευταίες διαδικασίες είναι τόσο παρόμοια με εκείνα που προκαλούνται από το αντικειμενικό φως ώστε για πολύ καιρό οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν δυνατό να παραχθεί φως στο ίδιο το μάτι. Ήταν ο Μίλερ που έδειξε ότι η εσωτερική παραγωγή φωτός δεν υφίσταται, και ότι η αίσθηση του φωτός υπάρχει μόνο όταν το οπτικό νεύρο διεγείρεται.

 

Κάθε αισθητηριακό νεύρο, λοιπόν, όταν διεγείρεται ακόμη και από τα πιο ποικίλα ερεθίσματα, παράγει ένα αίσθημα μόνο μέσα στον δικό του συγκεκριμένο κύκλο ποιότητας. Το ίδιο εξωτερικό ερέθισμα, επομένως, αν διεγείρει διαφορετικά νεύρα, παράγει διαφορετικά αισθήματα, τα οποία βρίσκονται πάντα μέσα στους κύκλους ποιότητας των νεύρων που διεγείρονται. Τις ίδιες δονήσεις του αιθέρα, που το μάτι αντιλαμβάνεται ως φως, το δέρμα αισθάνεται ως θερμότητα. Οι ίδιες δονήσεις του αέρα, που το δέρμα αισθάνεται ως χάιδεμα, το αυτί ακούει ως ήχο. Στην πρώτη περίπτωση, οι διαφορές μεταξύ των αισθήσεων είναι τόσο μεγάλες που οι φυσικοί κάποτε αισθάνθηκαν δικαιολογημένοι να υποθέσουν δύο παράγοντες, ισοδύναμους μεταξύ τους, έναν από τους οποίους αντιλαμβανόμαστε ως φως, και τον άλλον ως ακτινοβολούμενη θερμότητα. Μόνο αργότερα, μετά από προσεκτικές και εξαντλητικές πειραματικές έρευνες, διαπιστώθηκε η πλήρης ομοιότητα των φυσικών χαρακτηριστικών αυτών των δύο παραγόντων.

 

Μέσα στον κύκλο ποιότητας κάθε μεμονωμένης αίσθησης, όπου η φύση του διεγερτικού παράγοντα καθορίζει τουλάχιστον εν μέρει την ποιότητα της προκύπτουσας αίσθησης, έχουν βρεθεί και οι πιο απροσδόκητες ασυμφωνίες. Από αυτή την άποψη, η σύγκριση της όρασης και της ακοής είναι διδακτική, διότι οι διεγερτικοί παράγοντες τόσο του φωτός όσο και του ήχου είναι δονητικές κινήσεις οι οποίες, ανάλογα με τη συχνότητα των δονήσεων, παράγουν αισθήματα διαφορετικών χρωμάτων στην όραση, και διαφορετικών τόνων στην ακοή. Εάν, για μεγαλύτερη σαφήνεια, αναφερθούμε στις σχέσεις μεταξύ των δονήσεων του φωτόςόσον αφορά τα μουσικά διαστήματα που σχηματίζονται από τιςηχητικέςδονήσεις, είναι εμφανή τα ακόλουθα σημεία: Το αυτί είναι ευαίσθητο σε περίπου δέκα οκτάβες διαφορετικών τόνων, ενώ το μάτι είναι ευαίσθητο μόνο σε μια μουσική έκτη. Τόσο με τον ήχο όσο και με το φως, ωστόσο, υπάρχουν δονήσεις έξω από αυτές τις περιοχές, και η φυσική τους ύπαρξη μπορεί να αποδειχθεί.

 

Στη μικρή του κλίμακα, το μάτι έχει μόνο τρεις ανεξάρτητες, θεμελιώδεις εντυπώσεις- κόκκινο, πράσινο και μπλε-ιώδες- από τις οποίες σχηματίζονται όλα τα άλλα χρώματα, με διάφορους συνδυασμούς. Αυτά τα τρία βασικά χρώματα συνδυάζονται στην όραση χωρίς να μεταβάλλονται ή να αλλοιώνονται. Το αυτί, από την άλλη πλευρά, διακρίνει έναν τεράστιο αριθμό τόνων διαφορετικής χροιάς, και καμία μουσική χορδή δεν ακούγεται ακριβώς όπως μια άλλη που αποτελείται από διαφορετικούς τόνους. Με την όραση, η ίδια αίσθηση του λευκού μπορεί να παραχθεί συνδυάζοντας το κόκκινο και το πράσινο-μπλε του φάσματος·ή πράσινο, κόκκινο και βιολετί·ή κίτρινο και μπλε κυανό·ή πράσινο-κίτρινο και ιώδες·ή οποιουσδήποτε δύο, ή τρεις, ή ακόμη και όλους αυτούς τους συνδυασμούς μαζί. Αν το ίδιο συνέβαινε και με την ακοή, το ταυτόχρονο παίξιμο των νοτώνcκαι fμε dκαι g, ή με eκαι a, ή με c, d, e, f, g, a, και ούτω καθεξής, όλες θα παρήγαγαν τον ίδιο ήχο. Έτσι, πρέπει να τονιστεί, σε σχέση με την αντικειμενική σημασία των χρωμάτων, ότι, εκτός από την επίδραση στο μάτι, δεν υπάρχει κανένας μοναδικός αντικειμενικός συνδυασμός χρωμάτων που να μπορεί να συσχετιστεί αμετάβλητα με οποιαδήποτε αίσθηση χρώματος.

 

Τέλος, η συμφωνία και δυσαρμονία στη μουσική οφείλονται εξ ολοκλήρου στον συντονισμό (beat). Αυτός οφείλεται στις γρήγορες διακυμάνσεις της έντασης του ήχου, που προκύπτουν όταν δύο τόνοι σχεδόν ίδιας χροιάς βρίσκονται εναλλάξ εντός και εκτός φάσης, προκαλώντας έτσι πρώτα ισχυρές και στη συνέχεια ασθενείς δονήσεις σε οποιοδήποτε σώμα ταλαντώνεται αρμονικά με τον ίδιο ρυθμό. Ως φυσικό φαινόμενο, ο συντονισμός μπορεί να παραχθεί εξίσου εύκολα από την αλληλεπίδραση δύο πακέτων φωτεινών κυμάτων, όσο και από την αλληλεπίδραση δύο πακέτων ηχητικών κυμάτων. Για να το αντιληφτούμε, ωστόσο, τα νεύρα θα πρέπει να επηρεαστούν και από τα δύο πακέτα κυμάτων, και οι εναλλαγές μεταξύ ισχυρών και ασθενών εντάσεων θα πρέπει να ακολουθούν η μία την άλλη στα σωστά χρονικά διαστήματα. Από αυτή την άποψη, τα ακουστικά νεύρα είναι πολύ ανώτερα από τα οπτικά νεύρα.

 

Κάθε ίνα των ακουστικών νεύρων είναι ευαίσθητη σε ένα στενό διάστημα της μουσικής κλίμακας, έτσι ώστε γενικά μόνο οι τόνοι που βρίσκονται κοντά μεταξύ τους μπορούν να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους, ενώ εκείνοι που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους δεν μπορούν. Εάν οι τελευταίοι αλληλεπιδράσουν, δεν παράγουν συντονισμό, αλλά μόνο έναν τόνο ή έναν συνδυασμό τόνων. Σε αυτές τις σχέσεις, ως γνωστό, οφείλεται η διαφορά μεταξύ αρμονικών και μη αρμονικών διαστημάτων, δηλαδή μεταξύ συμφωνίας και δυσαρμονίας. Αντίθετα, και πάλι, κάθε οπτική νευρική ίνα είναι ευαίσθητη σε ολόκληρο το φάσμα, αν και, σίγουρα, είναι ευαίσθητη σε διαφορετικό βαθμό σε διαφορετικά μέρη του φάσματος. Αν ήταν δυνατό να ανιχνευθούν μέσω των οπτικών νεύρων οι εξαιρετικά γρήγοροι παλμοί που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση διαφορετικών δονήσεων του φωτός, κάθε μικτό χρώμα θα εμφανιζόταν ως παραφωνία.

 

Είναι προφανές ότι όλες αυτές οι διαφορές μεταξύ των επιδράσεων του φωτός και του ήχου καθορίζονται από τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν τα νεύρα των αισθήσεων. Οι αισθήσεις μας είναι απλά αποτελέσματα που παράγονται στα όργανά μας από αντικειμενικές αιτίες. Το πώς ακριβώς εκδηλώνονται αυτά τα αποτελέσματα εξαρτάται κυρίως και ουσιαστικά από τον τύπο της συσκευής που αντιδρά στις αντικειμενικές αιτίες. Ποιες πληροφορίες, λοιπόν, μπορούν να μας δώσουν οι ιδιότητες αυτών των αισθήσεων σχετικά με τα χαρακτηριστικά των εξωτερικών αιτιών και επιρροών που τις παράγουν; Μόνο αυτό: οι αισθήσεις μας είναι σημεία, όχι εικόνες, τέτοιων χαρακτηριστικών. Κάποιος περιμένει μια εικόνα να είναι παρόμοια, από κάποια άποψη, με το αντικείμενο του οποίου είναι εικόνα. Σε ένα άγαλμα περιμένει κανείς ομοιότητα της μορφής, σε ένα σχέδιο ομοιότητα της προοπτικής, σε μια ζωγραφιά ομοιότητα του χρώματος. Ένα σημείο, ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι παρόμοιο με κανένα τρόπο με εκείνο του οποίου είναι σημείο. Η μόνη σχέση μεταξύ τους είναι ότι το ίδιο αντικείμενο, που εμφανίζεται υπό τις ίδιες συνθήκες, πρέπει να προκαλεί το ίδιο σημείο. Έτσι, διαφορετικά σημεία σημαίνουν πάντα διαφορετικές αιτίες ή επιρροές.

 

Για την κοινή γνώμη, η οποία αποδέχεται με πίστη την πλήρη αλήθεια των εικόνων που οι αισθήσεις μας προφανώς παρέχουν από εξωτερικά αντικείμενα, αυτή η σχέση μπορεί να φαίνεται πολύ ασήμαντη. Στην πραγματικότητα δεν είναι, γιατί χάρη σε αυτή μπορεί να επιτευχθεί κάτι υψίστης σημασίας: μπορούμε να ανακαλύψουμε τις σωστές κανονικότητες στις διαδικασίες του εξωτερικού κόσμου. Και οι φυσικοί νόμοι βεβαιώνουν ότι από τις αρχικές συνθήκες που είναι οι ίδιες με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, ακολουθούν πάντα αποτελέσματα που είναι τα ίδια με κάποιο άλλο συγκεκριμένο τρόπο. Αν τα ίδια είδη πραγμάτων στον κόσμο της εμπειρίας υποδεικνύονται από τα ίδια σημεία, τότε η κανονική διαδοχή ίσων αποτελεσμάτων από ίσες αιτίες θα σχετίζεται με μια παρόμοια κανονική διαδοχή στη σφαίρα των αισθήσεών μας. Εάν, για παράδειγμα, κάποιο είδος μούρου στην ωρίμανση σχηματίζει ταυτόχρονα μια κόκκινη χρωστική ουσία και ζάχαρη, θα βρίσκουμε πάντα ένα κόκκινο χρώμα και μια γλυκιά γεύση μαζί στις αισθήσεις μας από μούρα αυτού του είδους.

 

Έτσι, ακόμη και αν στις ιδιότητές τους οι αισθήσεις μας είναι μόνο σημεία[3]των οποίων η συγκεκριμένη φύση εξαρτάται πλήρως από τη σύνθεση ή την οργάνωσή μας, δεν πρέπει να απορρίπτονται ως κενές εμφανίσεις. Εξακολουθούν να είναι σημεία κάποιου πράγματος- κάτι που υπάρχει ή κάτι που συμβαίνει- και επιπλέον μπορούμε να καθορίσουμε τους νόμους αυτών των πραγμάτων ή των γεγονότων. Και αυτό είναι κάτι υψίστης σημασίας!

 

Έτσι, η φυσιολογική μας σύνθεση ενσωματώνει μια καθαρή μορφή διαίσθησης, όσον αφορά τις ιδιότητες της αίσθησης. Ο Καντ, ωστόσο, προχώρησε περισσότερο. Ισχυρίστηκε ότι, όχι μόνο οι ιδιότητες της εμπειρίας των αισθήσεων, αλλά και ο χώρος και ο χρόνος καθορίζονται από τη φύση της ικανότητας της διαίσθησής μας, αφού δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τίποτα στον εξωτερικό κόσμο που δεν συμβαίνει κάποια στιγμή και σε κάποιο μέρος, και αφού η χρονική θέση είναι επίσης χαρακτηριστικό κάθε υποκειμενικής εμπειρίας. Γι’ αυτό ο Καντ ονόμασε τον χρόνο την εκ των προτέρων και αναγκαία υπερβατική μορφή της εσωτερικής, και τον χώρο την αντίστοιχη μορφή της εξωτερικής, αίσθησης.[4]Επιπλέον, ο Καντ θεωρούσε ότι τα χωρικά χαρακτηριστικά δεν ανήκουν περισσότερο στον κόσμο της πραγματικότητας (το dingeansich[5]) από ό, τι τα χρώματα που βλέπουμε ανήκουν σε εξωτερικά αντικείμενα. Αντίθετα, σύμφωνα με τον ίδιο, ο χώρος μεταφέρεται στα αντικείμενα από τα μάτια μας.

 

Ακόμη και σε αυτόν τον ισχυρισμό, η επιστημονική γνώμη μπορεί να συμφωνήσει με τον Καντ μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Ας εξετάσουμε αν υπάρχουν αισθητά σημεία στη συνηθισμένη, άμεση εμπειρία με την οποία μπορεί να συσχετιστεί όλη η αντίληψη των αντικειμένων στο χώρο. Πράγματι, βρίσκουμε τέτοια σημεία σε σχέση με το γεγονός ότι η κίνηση του σώματος μάς θέτει σε ποικίλες χωρικές σχέσεις με τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε, έτσι ώστε οι εντυπώσεις που μας κάνουν αυτά τα αντικείμενα να αλλάζουν καθώς κινούμαστε. Η παρόρμηση για κίνηση, η οποία ενεργοποιείται μέσω της διέγερσης των κινητικών νεύρων μας, είναι άμεσα αντιληπτή. Αισθανόμαστε ότι κάνουμε κάτι όταν ξεκινάμε μια τέτοια ώθηση. Δεν γνωρίζουμε άμεσα, φυσικά, όλα όσα συμβαίνουν. Μόνο μέσω της επιστήμης της φυσιολογίας μαθαίνουμε πώς θέτουμε τα κινητικά νεύρα σε διεγερμένη κατάσταση, πώς αυτές οι διεγέρσεις μεταφέρονται στους μύες, και πώς οι μύες με τη σειρά τους συστέλλονται και κινούν τα άκρα. Γνωρίζουμε, ωστόσο, χωρίς καμία επιστημονική μελέτη, τα αισθητά αποτελέσματα που ακολουθούν κάθε μία από τις διάφορες νευρικές διεγέρσεις.

 

Το γεγονός ότι συνειδητοποιούμε αυτά τα αποτελέσματα μέσω συχνά επαναλαμβανόμενων δοκιμών και παρατηρήσεων μπορεί να αποδειχθεί με πολλούς τρόπους. Ακόμη και ως ενήλικες μπορούμε ακόμα να μάθουμε τις νευρικές ώσεις που είναι απαραίτητες για να προφέρουμε τις λέξεις μιας ξένης γλώσσας, ή για να παράγουμε την κατάλληλη φωνή σε κάποιο τραγούδι. Μπορούμε να μάθουμε τις νευρικές ώσεις που είναι απαραίτητες για να κινήσουμε τα αυτιά μας, να στρέψουμε τα μάτια μας προς τα μέσα ή προς τα έξω, να τα εστιάσουμε προς τα πάνω ή προς τα κάτω, και ούτω καθεξής. Η μόνη δυσκολία στο να μάθουμε να κάνουμε αυτά τα πράγματα είναι ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να τα κάνουμε χρησιμοποιώντας νευρικές ώσεις που είναι άγνωστες, που δεν ήταν απαραίτητες για κινήσεις που είχαν προηγουμένως εκτελεστεί. Δεν γνωρίζουμε αυτές τις νευρικές ώσεις σε κάποια μορφή ή από κάποιο προσδιοριστικό χαρακτηριστικό, εκτός από το γεγονός ότι παράγουν τα παρατηρήσιμα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αυτό από μόνο του διακρίνει τις διάφορες νευρικές ώσεις μεταξύ τους.

 

Αν ξεκινήσουμε να κινηθούμε- να μετατοπίσουμε το βλέμμα μας, ας πούμε, ή να κινήσουμε τα χέρια μας, ή να περπατήσουμε μπρος-πίσω- οι εντυπώσεις που ανήκουν σε κάποιους κύκλους ποιότητας (δηλαδή, εκείνες οι εντυπώσεις που οφείλονται σε αντικείμενα στο χώρο) μπορεί να αλλάξουν. Άλλες ψυχικές καταστάσεις και συνθήκες που γνωρίζουμε στον εαυτό μας, ωστόσο, όπως οι αναμνήσεις, οι προθέσεις, οι επιθυμίες και οι διαθέσεις, παραμένουν αμετάβλητες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να καθιερωθεί μια πλήρης διάκριση στην άμεση εμπειρία μας μεταξύ αυτών των δύο περιπτώσεων. Αν χρησιμοποιήσουμε τον όρο χωρικέςγια να προσδιορίσουμε εκείνες τις σχέσεις που μπορούμε να αλλάξουμε άμεσα με τη θέλησή μας, αλλά των οποίων η φύση μπορεί ακόμα να παραμείνει εννοιολογικά άγνωστη σε εμάς, η επίγνωση των ψυχικών καταστάσεων ή συνθηκών δεν εισέρχεται καθόλου στις χωρικές σχέσεις.

 

Όλα τα ερεθίσματα των εξωτερικών αισθήσεων, ωστόσο, πρέπει να προηγούνται από κάποιο είδος νευρικής διέγερσης, δηλαδή πρέπει να καθορίζονται χωρικά. Έτσι, ο χώρος, φορτισμένος με τις ιδιότητες των ερεθισμάτων της κίνησής μας, θα μας εμφανιστεί ως αυτό μέσω του οποίου κινούμαστε, ή αυτό μέσα στο οποίο κοιτάζουμε. Με αυτή την έννοια, η χωρική αίσθηση είναι μια υποκειμενική μορφή αίσθησης, όπως ακριβώς και οι ιδιότητες των αισθήσεων (κόκκινο, γλυκό, κρύο). Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι ο προσδιορισμός της θέσης ενός συγκεκριμένου αντικειμένου είναι μόνο μια ψευδαίσθηση, όπως και οι ιδιότητες της αίσθησης.

 

Από αυτή την άποψη, ο χώρος είναι η απαραίτητη μορφή εξωτερικής αίσθησης, αφού θεωρούμε μόνο αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως χωρικά καθορισμένο να αποτελεί τον εξωτερικό κόσμο. Εκείνα τα πράγματα που δεν γίνονται αντιληπτά σε καμία χωρική σχέση τα θεωρούμε ότι ανήκουν στον κόσμο της εσωτερικής αίσθησης, στον κόσμο της αυτοσυνείδησης.

 

Ο χώρος είναι μια καθαυτή μορφή διαίσθησης, αναγκαστικά πριν από κάθε εμπειρία, στο βαθμό που η αντίληψή του σχετίζεται με τη δυνατότητα κινητικών βουλήσεων, είναι η ψυχική και σωματική ικανότητα η οποία πρέπει να παρέχεται από τη φυσιολογική μας σύνθεση πριν μπορέσουμε να έχουμε κάποια εντύπωση του χώρου.

 

Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για τη σχέση μεταξύ των αισθητών σημείων που αναφέρθηκαν παραπάνω και των αλλαγών στην αντίληψή μας για τα αντικείμενα στο χώρο που προκύπτουν από τις κινήσεις μας. Ωστόσο, πρέπει ακόμα να εξετάσουμε το ερώτημα αν μόνοαπό αυτή την πηγή προέρχονται όλα τα ειδικά χαρακτηριστικά της αίσθησής μας για το χώρο. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να αναλογιστούμε περαιτέρω ορισμένα από τα συμπεράσματα σχετικά με την αντίληψη στα οποία μόλις καταλήξαμε.

 

Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε την κατάσταση ενός ανθρώπου χωρίς καμία εμπειρία. Για να ξεκινήσουμε χωρίς καμία αίσθηση του χώρου, πρέπει να υποθέσουμε ότι ένα τέτοιο άτομο δεν αναγνωρίζει πλέον τα αποτελέσματα των δικών του νευρικών ώσεων, εκτός από το ότι έχει μάθει τώρα πώς, μέσω της μνήμης μιας πρώτης νευρικής διέγερσης, ή με την εκτέλεση μιας δεύτερης διέγερσης αντίθετης με την πρώτη, μπορεί να επιστρέψει στην κατάσταση από την οποία αρχικά ξεκίνησε. Δεδομένου ότι αυτή η αμοιβαία αυτοακύρωση των διαφορετικών νευρικών ώσεων είναι εντελώς ανεξάρτητη από αυτό που πραγματικά αντιλαμβάνεται, το άτομο μπορεί να ανακαλύψει πώς να ξεκινήσει μια νευρική ώση χωρίς προηγούμενη γνώση του εξωτερικού κόσμου.

 

Ας υποθέσουμε ότι αυτός ο άνθρωπος αρχικά βρίσκει τον εαυτό του να είναι μόνο ένα αντικείμενο σε μια περιοχή ακίνητων αντικειμένων. Όσο δεν έχει κινητικά ερεθίσματα, οι εντυπώσεις του θα παραμείνουν αμετάβλητες. Ωστόσο, εάν κάνει κάποια κίνηση (εάν κινήσει τα μάτια ή τα χέρια του, για παράδειγμα, ή κινηθεί προς τα εμπρός), οι εντυπώσεις του θα αλλάξουν. Και αν επιστρέψει (με τη μνήμη ή με άλλη κίνηση) στην αρχική του κατάσταση, όλες οι εντυπώσεις του θα είναι και πάλι οι ίδιες όπως ήταν πρωτύτερα.

 

Αν ονομάσουμε ολόκληρη την ομάδα των εντυπώσεων- που μπορούν δυνητικά να έρθουν στη συνείδηση κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου από μια συγκεκριμένη, περιορισμένη ομάδα βουλήσεων- χρονικές αναπαραστάσεις (presentabilia), σε  αντίθεση με  το παρόν-δηλαδή, το σύνολο των εντυπώσεων μέσα σε αυτή την ομάδα που είναι το αντικείμενο της άμεσης επίγνωσης- τότε το υποθετικό μας άτομο περιορίζεται ανά πάσα στιγμή σε έναν συγκεκριμένο κύκλο αναπαραστάσεων, από τις οποίες, ωστόσο, μπορεί να κάνει παρόν οποιοδήποτε σύνολο ανά πάσα στιγμή εκτελώντας την κατάλληλη κίνηση. Κάθε μεμονωμένο μέλος αυτής της ομάδας των αναπαραστάσεων, επομένως, του φαίνεται ότι υπάρχει σε κάθε στιγμή της χρονικής περιόδου, ανεξάρτητα από το άμεσο παρόν του, γιατί ήταν σε θέση να παρατηρήσει οποιοδήποτε από αυτά οποιαδήποτε στιγμή ήθελε να το κάνει. Αυτό το συμπέρασμα- ότι θα μπορούσε να παρατηρήσει οποιοδήποτε μέλος της ομάδας των αναπαραστάσεων οποιαδήποτε άλλη στιγμή της χρονικής περιόδου το επιθυμούσε- θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα είδος επαγωγικού συμπεράσματος, αφού οποιαδήποτε στιγμή μπορεί εύκολα να υπάρξει ένα επιτυχημένο συμπέρασμα για οποιαδήποτε άλλη στιγμή της δεδομένης χρονικής περιόδου.

 

Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί η ιδέα της ταυτόχρονης και συνεχούς ύπαρξης μιας ομάδας διαφορετικών αλλά γειτονικών αντικειμένων. Το παρακείμενο (adjacent) είναι ένας όρος με χωρική χροιά, αλλά είναι θεμιτό να τον χρησιμοποιήσουμε εδώ, αφού έχουμε χρησιμοποιήσει τοχωρικό (spatial) για να ορίσουμε εκείνες τις σχέσεις που μπορούν να αλλάξουν με τη βούληση. Επιπλέον, δεν χρειάζεται να περιορίσουμε τον όρο παρακείμενοέτσι ώστε να αναφέρεται μόνο σε υλικά αντικείμενα. Για παράδειγμα, μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι «προς τα δεξιά είναι φωτεινά, προς τα αριστερά σκοτεινά,» και «προς τα εμπρός υπάρχει αντίθεση, προς τα πίσω δεν υπάρχει τίποτα,» στην περίπτωση που «δεξιά» και «αριστερά» είναι μόνο ονόματα για συγκεκριμένες κινήσεις των ματιών, και «εμπρός» και «πίσω» για συγκεκριμένες κινήσεις των χεριών.

 

Άλλες φορές οι κύκλοι των αναπαραστάσεων που σχετίζονται με την ίδια ομάδα βουλήσεων είναι διαφορετικοί. Έτσι αυτοί οι κύκλοι, μαζί με τα μεμονωμένα μέλη τους, γίνονται κάτι που μας δίνεται, δηλαδή γίνονται αντικείμενα. Αυτές οι αλλαγές που μπορούμε να επιφέρουμε ή να τερματίσουμε με γνωστές πράξεις βούλησης, διαχωρίζονται από εκείνες που δεν προκύπτουν και δεν μπορούν να παραμεριστούν από τέτοιες πράξεις. Αυτή η τελευταία δήλωση είναι αρνητική: στην αρκετά κατάλληλη ορολογία του Φίχτε, το μη-Εγώ αναγκάζει την αναγνώριση ότι είναι διαφορετικό από το Εγώ.[6]

 

Όταν ερευνούμε τις εμπειρικές συνθήκες κάτω από τις οποίες σχηματίζεται η αίσθησή μας για το χώρο, πρέπει να επικεντρωθούμε ιδιαίτερα στην αίσθηση της αφής, γιατί οι τυφλοί μπορούν να σχηματίσουν πλήρη αίσθηση του χώρου χωρίς τη βοήθεια της όρασης. Ακόμα κι αν ο χώρος αποδειχθεί λιγότερο πλούσιος σε αντικείμενα γι’ αυτούς από ό, τι για τους ανθρώπους με όραση, φαίνεται εξαιρετικά απίθανο ότι το θεμέλιο της αίσθησης του χώρου είναι εντελώς διαφορετικό για αυτές τις δύο κατηγορίες ανθρώπων. Εάν, στο σκοτάδι ή με τα μάτια κλειστά, προσπαθούμε να αντιληφθούμε μόνο με την αφή το χώρο, είμαστε σίγουρα σε θέση να αιστανθούμε τα σχήματα των αντικειμένων που βρίσκονται γύρω μας, και μπορούμε να τα προσδιορίσουμε με ακρίβεια και βεβαιότητα. Επιπλέον, είμαστε σε θέση να το κάνουμε αυτό με ένα μόνο δάχτυλο ή ακόμα και με ένα μολύβι που κρατάμε στο χέρι, όπως ένας χειρουργός κάνει βυθοσκόπηση. Συνήθως, βέβαια, αν θέλουμε να βρούμε το δρόμο μας στο σκοτάδι, αγγίζουμε μεγάλα αντικείμενα με πέντε ή δέκα δάχτυλα ταυτόχρονα. Με αυτόν τον τρόπο λαμβάνουμε πέντε έως δέκα φορές περισσότερες πληροφορίες σε μια δεδομένη χρονική περίοδο από ό, τι κάνουμε με ένα δάχτυλο. Χρησιμοποιούμε επίσης τα δάχτυλα για να μετρήσουμε τα μεγέθη των αντικειμένων, ακριβώς όπως κάνουμε με τις άκρες των σκελών ενός διαβήτη.

 

Πρέπει να τονιστεί ότι με την αίσθηση της αφής, το γεγονός ότι έχουμε μια εκτεταμένη επιφάνεια δέρματος με πολλά ευαίσθητα σημεία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό που μπορούμε να μάθουμε, για παράδειγμα, για το ανάγλυφο σε ένα μενταγιόν από τις αισθήσεις στο δέρμα όταν το χέρι μας είναι ακίνητο, είναι ελάχιστο και ακατέργαστο σε σύγκριση με αυτό που μπορούμε να ανακαλύψουμε ακόμη και με την άκρη ενός μολυβιού όταν μετακινούμε το χέρι μας. Με την αίσθηση της όρασης, η αντίληψη είναι πιο περίπλοκη λόγω του γεγονότος ότι εκτός από το πιο ευαίσθητο σημείο στον αμφιβληστροειδή, το κεντρικό βοθρίο, το οποίο είναι υπεύθυνο για την κεντρική όραση, υπάρχουν επίσης πολλά άλλα ευαίσθητα σημεία που ενεργούν ταυτόχρονα και με πολύ πληρέστερο τρόπο από ό, τι συμβαίνει με την αίσθηση της αφής.

 

Είναι εύκολο να δούμε ότι μετακινώντας τα δάχτυλά μας πάνω σ’ ένα αντικείμενο, μπορούμε να μάθουμε τις ακολουθίες του ανάγλυφού του, και ότι αυτές οι ακολουθίες είναι αμετάβλητες, ανεξάρτητα από το δάχτυλο που χρησιμοποιούμε. Επιπλέον, δεν είναι μονότιμες ή σταθερές ακολουθίες, των οποίων τα στοιχεία πρέπει πάντα να ανακαλύπτονται, είτε προς τα εμπρός είτε προς τα πίσω, με την ίδια σειρά. Δεν είναι γραμμικές ακολουθίες·αντίθετα, σχηματίζουν μια επέκταση στο επίπεδο ή, χρησιμοποιώντας την ορολογία του Ρίμαν, μια πολλαπλότητα (manifold[7]) δεύτερης τάξης. Τα δάχτυλα μετακινούνται πάνω σε μια επιφάνεια μέσω κινητικών ερεθισμάτων που διαφέρουν από εκείνα που είναι απαραίτητα για τη μεταφορά τους από το ένα σημείο της επιφάνειας στο άλλο, και διαφορετικές επιφάνειες απαιτούν διαφορετικές κινήσεις των δαχτύλων πάνω τους. Κατά συνέπεια, ο χώρος στον οποίο κινούνται τα δάχτυλα απαιτεί μια πολλαπλότητα υψηλότερης τάξης από εκείνη μιας επιφάνειας·πρέπει έτσι να εισαχθεί η τρίτη διάσταση.

 

Τρεις διαστάσεις αρκούν, ωστόσο, για όλη την εμπειρία μας, αφού μια κλειστή επιφάνεια περικλείει εντελώς τον χώρο όπως τον ξέρουμε. Επιπλέον, ουσίες σε αέρια ή ρευστή κατάσταση, οι οποίες δεν εξαρτώνται καθόλου από τη φύση των διανοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, δεν μπορούν να διαφύγουν από μια εντελώς κλειστή επιφάνεια. Και, όπως μια συνεχής γραμμή μπορεί να περικλείει μόνο μια επιφάνεια και όχι το χώρο- δηλαδή, μια χωρική μορφή δύο, και όχι τριών, διαστάσεων- έτσι και μια επιφάνεια μπορεί να περικλείει ένα χώρο μόνο τριών, και όχι τεσσάρων, διαστάσεων.

 

Έτσι επιτυγχάνεται η γνώση μας για τη χωρική διάταξη των αντικειμένων. Οι κρίσεις σχετικά με το μέγεθός τους προκύπτουν από παρατηρήσεις της αντιστοιχίας του χεριού μας με τμήματα ή σημεία της επιφάνειας ενός αντικειμένου, ή από τη συμφωνία του αμφιβληστροειδούς με τμήματα ή σημεία της εικόνας του αμφιβληστροειδούς.

 

Μια παράξενη συνέπεια χαρακτηριστική των ιδεών στο μυαλό ατόμων με τουλάχιστον κάποια εμπειρία, προκύπτει από το γεγονός ότι η αντιληπτή χωρική διάταξη των πραγμάτων προέρχεται από τις ακολουθίες με τις οποίες οι ιδιότητες των αισθήσεων παρουσιάζονται από τα κινούμενα αισθητήρια όργανά μας: τα αντικείμενα στο χώρο γύρω μας φαίνεται να διαθέτουν τις ιδιότητες των αισθήσεών μας. Φαίνονται να είναι κόκκινα ή πράσινα, κρύα ή ζεστά, να έχουν οσμή ή γεύση, και ούτω καθεξής. Ωστόσο, αυτές οι ιδιότητες των αισθήσεων ανήκουν μόνο στο νευρικό μας σύστημα, και δεν επεκτείνονται καθόλου στο χώρο γύρω μας. Ακόμα και όταν το γνωρίζουμε αυτό, όμως, η ψευδαίσθηση δεν σταματά, γιατί αποτελεί τηνπρωταρχική και θεμελιώδη αλήθεια. Η ψευδαίσθηση είναι πολύ απλά οι εντυπώσεις που μας παρέχονται σε μια χωρική ακολουθία ευθύς εξαρχής.

 

Μπορούμε να καταλάβουμε πώς οι πιο θεμελιώδεις ιδιότητες της χωρικής μας αίσθησης μπορούν να αποκτηθούν με αυτόν τον τρόπο. Συνήθως, όμως, μια αίσθηση θεωρείται ότι είναι κάτι απλά δεδομένο, κάτι που συμβαίνει χωρίς σκέψη ή προσπάθεια, κάτι που πάνω απ’ όλα δεν μπορεί να αναχθεί σε άλλες νοητικές διαδικασίες. Αυτή η δημοφιλής ερμηνεία, τουλάχιστον όσον αφορά την αίσθηση του χώρου, οφείλεται εν μέρει σε ορισμένους θεωρητικούς της φυσιολογικής οπτικής, και εν μέρει στην αυστηρή προσκόλληση στη φιλοσοφία του Καντ. Όπως είναι γνωστό, ο Καντ δίδαξε, όχι μόνο ότι η γενική μορφή της διαίσθησης του χώρου δίνεται υπερβατικά, αλλά και ότι αυτή η μορφή έχει, αρχικά και πριν από μια πιθανή εμπειρία, ορισμένα πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που συνήθως εκφράζονται στα αξιώματα της γεωμετρίας. Αυτά τα αξιώματα μπορούν να συνοψιστούν στις ακόλουθες τρεις προτάσεις:

 

1. Μεταξύ δύο σημείων υπάρχει μόνο μία πιθανή συντομότερη γραμμή. Ονομάζουμε μια τέτοια γραμμή ευθεία.

2. Ένα επίπεδο καθορίζεται από τρία σημεία. Είναι μια επιφάνεια που περιέχει πλήρως οποιαδήποτε ευθεία γραμμή μεταξύ οποιωνδήποτε δύο σημείων του.

3. Διαμέσου οποιουδήποτε σημείου υπάρχει μόνο μία πιθανή γραμμή παράλληλη με μια δεδομένη ευθεία γραμμή. Δύο ευθείες γραμμές είναι παράλληλες αν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, και δεν τέμνονται σε καμία πεπερασμένη επέκταση.

 

Ο Καντ χρησιμοποίησε το υποτιθέμενο γεγονός ότι αυτές οι προτάσεις γεωμετρίας μας φαίνονται αναγκαστικά αληθείς, συν του ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε ή να αναπαραστήσουμε οποιεσδήποτε ανωμαλίες στις χωρικές σχέσεις, ως άμεση απόδειξη ότι τα αξιώματα πρέπει να δοθούν πριν από κάθε εμπειρία. Επομένως, η αντίληψη του χώρου που περιέχεται σε αυτά ή υπονοείται από αυτά τα αξιώματα, πρέπει επίσης να αποτελεί μια υπερβατική μορφή αίσθησης ανεξάρτητη από κάθε εμπειρία.

 

Θα ήθελα να τονίσω εδώ, σε σχέση με τις αντιπαραθέσεις που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια σχετικά με το αν τα αξιώματα της γεωμετρίας είναι υπερβατικές ή εμπειρικές προτάσεις, ότι αυτό το ερώτημα είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που αναφέρθηκε προηγουμένως, δηλαδή, αν ο χώρος γενικά είναι μια υπερβατική μορφή αίσθησης ή όχι.

 

Τα μάτια μας βλέπουν τα πάντα στο οπτικό πεδίο ως μια σειρά από χρωματιστές επίπεδες επιφάνειες. Αυτή είναι η μορφή της αίσθησής τους. Ωστόσο, τα συγκεκριμένα χρώματα που εμφανίζονται ανά πάσα στιγμή, οι σχέσεις μεταξύ τους και η σειρά με την οποία εμφανίζονται είναι τα αποτελέσματα εξωτερικών αιτιών, και δεν καθορίζονται από κανένα νόμο του οργανισμού μας. Ομοίως, το γεγονός ότι ο χώρος είναι μια μορφή διαίσθησης συνεπάγεται εξίσου λίγα σχετικά με τα γεγονότα που εκφράζονται από τα αξιώματα. Αν αυτά τα αξιώματα δεν είναι εμπειρικές προτάσεις, αλλά μάλλον αφορούν μια αναγκαία μορφή διαίσθησης, αυτό είναι ένα περαιτέρω και αρκετά συγκεκριμένο γενικό χαρακτηριστικό, και ο ίδιος συλλογισμός που χρησιμοποιήθηκε για να αποδειχθεί ότι η γενική μορφή της αίσθησης του χώρου είναι υπερβατική, δεν είναι απαραίτητα επαρκής για να αποδείξει ότι τα αξιώματα έχουν επίσης υπερβατική προέλευση.

 

Στον ισχυρισμό του ότι είναι αδύνατο να συλλάβουμε χωρικές σχέσεις που έρχονται σε αντίθεση με τα αξιώματα της γεωμετρίας, καθώς και στη γενική ερμηνεία της διαίσθησης, ως μια απλή, μη αναγώγιμη, νοητική διαδικασία, ο Καντ επηρεάστηκε από τα μαθηματικά και τη φυσιολογία των αισθήσεων της εποχής του.

 

Για να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε κάτι που δεν έχουμε δει ποτέ πριν, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε πώς να φανταστούμε λεπτομερώς τη σειρά των εντυπώσεων των αισθήσεων που, σύμφωνα με τους γνωστούς νόμους, θα βιώνονταν αν το εν λόγω πράγμα- και οποιεσδήποτε αλλαγές σε αυτό- γινόταν πραγματικά αντιληπτό από οποιοδήποτε από τα αισθητήρια όργανα από όλες τις πιθανές θέσεις. Επιπλέον, αυτές οι εντυπώσεις πρέπει να είναι τέτοιες ώστε όλες οι πιθανές ερμηνείες τους εκτός από μία να μπορούν να εξαλειφθούν. Εάν αυτή η σειρά εντυπώσεων των αισθήσεων μπορεί να προσδιοριστεί πλήρως και μοναδικά με αυτόν τον τρόπο, τότε, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να παραδεχτούμε ότι το αντικείμενο είναι σαφώς νοητό.

 

Δεδομένου ότι εξ υποθέσεως το εν λόγω αντικείμενο δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ πριν, καμία προηγούμενη εμπειρία δεν μπορεί να μας βοηθήσει και να καθοδηγήσει τη φαντασία μας στην απαιτούμενη σειρά εντυπώσεων. Μια τέτοια καθοδήγηση μπορεί να παρέχεται μόνο από τις έννοιες των αντικειμένων και των σχέσεων που πρέπει να αντιπροσωπεύονται. Τέτοιες έννοιες αναπτύσσονται πρώτα αναλυτικά, όσο είναι απαραίτητο για την παρούσα έρευνα. Πράγματι, οι έννοιες των χωρικών μορφών στις οποίες δεν αντιστοιχεί τίποτα στη συνηθισμένη εμπειρία, μπορούν να αναπτυχθούν με βεβαιότητα μόνο με τη χρήση της αναλυτικής γεωμετρίας. Ήταν ο Γκάους που, το 1828 στην πραγματεία του για την καμπυλότητα των επιφανειών,[8]παρουσίασε για πρώτη φορά τα αναλυτικά εργαλεία που είναι απαραίτητα για τη λύση του παρόντος προβλήματος, τα εργαλεία που ο Ρίμαν χρησιμοποίησε αργότερα για να καθορίσει τη λογική δυνατότητα του συστήματος γεωμετρίας του. Αυτές οι έρευνες έχουν ονομαστεί, όχι ακατάλληλα, μεταμαθηματικές.[9]

 

Επιπλέον, το 1829 και το 1840 ο Λομπατσέφσκι, χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη, διαισθητική, συνθετική μέθοδο, ανέπτυξε μια γεωμετρία χωρίς το αξίωμα των παραλλήλων,[10]κάτι που είναι σε πλήρη συμφωνία με τις νέες αναλυτικές έρευνες. Ο Μπελτράμι μας έδωσε μια μέθοδο για την αναπαράσταση μεταμαθηματικών χώρων σε τμήματα του Ευκλείδειου χώρου, μια μέθοδο με την οποία είναι δυνατόν να φανταστούμε την εμφάνιση τέτοιων χώρων σε τρεις διαστάσεις με σχετική ευκολία. Τέλος, ο Λιπσίτζ (Lipschitz) επισήμανε πώς οι γενικές αρχές της μηχανικής μπορούν να μεταφερθούν σε τέτοιους χώρους, έτσι ώστε η σειρά των εντυπώσεων των αισθήσεων που θα συνέβαιναν σε αυτούς τους χώρους να μπορεί να προσδιοριστεί πλήρως. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, έχει αποδειχθεί η δυνατότητα δημιουργίας τέτοιων χώρων, με την έννοια που μόλις υποδείξαμε.

 

Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες σχετικά με αυτό το θέμα. Για μια επίδειξη της κατανοητότητας απαιτώ μόνο, για κάθε μέσο παρατήρησης, οι αντίστοιχες αισθητηριακές εντυπώσεις να σκιαγραφούνται με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία, αν είναι απαραίτητο με τη βοήθεια της επιστημονικής γνώσης των νόμων αυτών των μεθόδων παρατήρησης. Σε όποιον γνωρίζει αυτούς τους νόμους, τα αντικείμενα, ή οι σχέσεις που πρέπει να αναπαρασταθούν, φαίνονται σχεδόν πραγματικά. Πράγματι, το έργο της αναπαράστασης των διαφόρων χωρικών σχέσεων των μεταμαθηματικών χώρων απαιτεί εκπαίδευση στην κατανόηση αναλυτικών μεθόδων, προοπτικών κατασκευών και οπτικών φαινομένων.

 

Αυτό, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με την παλαιότερη αντίληψη της διαίσθησης, σύμφωνα με την οποία μόνο εκείνα τα πράγματα των οποίων οι ιδέες έρχονται αμέσως στο μυαλό- δηλαδή, χωρίς σκέψη και προσπάθεια- μαζί με τις εντυπώσεις των αισθήσεων, πρέπει να θεωρούνται ότι δίνονται μέσω της διαίσθησης. Είναι αλήθεια ότι οι προσπάθειές μας να αναπαραστήσουμε μεταμαθηματικούς χώρους δεν έχουν το αβίαστο, την ταχύτητα ή την άμεση σαφήνεια των αντιλήψεών μας, ας πούμε, για το σχήμα ενός δωματίου στο οποίο εισερχόμαστε για πρώτη φορά, ή για τη διάταξη και το σχήμα των αντικειμένων σε αυτό, τα υλικά από τα οποία είναι αυτά τα αντικείμενα κατασκευασμένα, και πολλά άλλα πράγματα. Αν αυτό το είδος άμεσης απόδειξης είναι πραγματικά ένα θεμελιώδες, απαραίτητο, χαρακτηριστικό μιας διαίσθησης, δεν μπορούμε δικαίως να ισχυριστούμε τη κατανοητότητα των μεταμαθηματικών χώρων.

 

Αλλά μετά από περαιτέρω εξέταση διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εμπειριών που δείχνουν ότι μπορούμε να αναπτύξουμε με ταχύτητα και βεβαιότητα τη διαμόρφωση συγκεκριμένων ιδεών, αφού λάβουμε συγκεκριμένες εντυπώσεις αισθήσεων, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν φυσικές συνδέσεις μεταξύ των ιδεών και των εντυπώσεων. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα αυτού του γεγονότος είναι η εκμάθηση μιας μητρικής γλώσσας. Οι λέξεις είναι αυθαίρετα ή τυχαία επιλεγμένα σημεία, και σε κάθε γλώσσα αυτά τα σημεία είναι διαφορετικά. Η γνώση αυτών των σημείων δεν κληρονομείται. Για ένα παιδί από τη Γερμανία που έχει μεγαλώσει ανάμεσα σε γαλλόφωνους ανθρώπους, και που δεν έχει ακούσει ποτέ να μιλούνται γερμανικά, αυτά τα τελευταία είναι μια ξένη γλώσσα. Ένα παιδί μαθαίνει τις έννοιες των λέξεων και των προτάσεων μόνο με παραδείγματα χρήσης τους. Και πριν καταλάβει τη γλώσσα, είναι αδύνατο να του γίνει κατανοητό το γεγονός ότι οι ήχοι που ακούει είναι σημεία που έχουν νόημα. Τελικά, όμως, αφού μεγαλώσει, καταλαβαίνει αυτές τις λέξεις και προτάσεις χωρίς σκέψη, χωρίς προσπάθεια, και χωρίς να ξέρει πότε, πού, ή μέσα από ποια παραδείγματα τις έμαθε. Κατανοεί τις πιο λεπτές μετατοπίσεις στο νόημά τους, μετατοπίσεις που συχνά είναι τόσο λεπτές που οποιαδήποτε προσπάθεια να τις ορίσουμε λογικά θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με δυσκολία.

 

Δεν χρειάζεται να προσθέσω άλλα παραδείγματα·η καθημερινή μας ζωή είναι περισσότερο από αρκετά πλούσια σε αυτά. Η τέχνη, πιο καθαρά η ποίηση και οι πλαστικές τέχνες, βασίζονται άμεσα σε τέτοιες εμπειρίες. Το υψηλότερο είδος αντίληψης, αυτό που βρίσκουμε στο όραμα του καλλιτέχνη, είναι ένα παράδειγμα αυτού του ίδιου βασικού είδους κατανόησης, στην προκειμένη περίπτωση της κατανόησης νέων πτυχών του ανθρώπου και της φύσης. Μεταξύ των ιχνών τα οποία συχνά επαναλαμβανόμενες αντιλήψεις αφήνουν πίσω τους στη μνήμη, εκείνα που συμμορφώνονται με το νόμο και επαναλαμβάνονται με τη μεγαλύτερη κανονικότητα ενισχύονται, ενώ εκείνα που ποικίλλουν τυχαία εξαλείφονται. Σε έναν δεκτικό, προσεκτικό παρατηρητή, εμφανίζονται διαισθητικές εικόνες των χαρακτηριστικών πτυχών των πραγμάτων που τον ενδιαφέρουν. Στη συνέχεια, αυτός ο παρατηρητής δεν γνωρίζει περισσότερα για το πώς προέκυψαν αυτές οι εικόνες από ό, τι ένα παιδί γνωρίζει για τα παραδείγματα με τα οποία έμαθε τις έννοιες των λέξεων. Το ότι ένας καλλιτέχνης έχει βρει την αλήθεια προκύπτει από το γεγονός ότι κι εμείς καταλαμβανόμαστε από την πεποίθηση της αλήθειας όταν εκείνος μας οδηγεί μακριά από ρεύματα τυχαία συγγενών ιδιοτήτων. Ένας καλλιτέχνης είναι ανώτερος από εμάς στο ότι ξέρει πώς να βρει την αλήθεια μέσα σε όλη τη σύγχυση και τα τυχαία γεγονότα της καθημερινής εμπειρίας.

 

Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας πόσο αποτελεσματικές είναι αυτές οι ψυχικές διαδικασίες, από τα χαμηλότερα έως τα υψηλότερα επίπεδα της πνευματικής μας ζωής. Σε μερικά από τα προηγούμενα έργα μου ονόμασα τις συνδέσεις των ιδεών που λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις διαδικασίες ασυνείδητα συμπεράσματα.[11]Αυτά τα συμπεράσματα είναι ασυνείδητα στο βαθμό που η κύρια προϋπόθεσή τους δεν εκφράζεται απαραίτητα με τη μορφή πρότασης. Σχηματίζεται από μια σειρά εμπειριών των οποίων τα μεμονωμένα μέλη έχουν εισέλθει στη συνείδηση, με τη μορφή εντυπώσεων των αισθήσεων που έχουν εξαφανιστεί προ πολλού από τη μνήμη. Κάποια νέα εντύπωση αίσθησης αποτελεί τη δευτερεύουσα προϋπόθεση, στην οποία εφαρμόζεται ο κανόνας που μας εντυπώθηκε από προηγούμενες παρατηρήσεις. Πρόσφατα έχω αποφύγει να χρησιμοποιήσω τη φράση «ασυνείδητο συμπέρασμα» για να αποφύγω τη σύγχυση με αυτό που μου φαίνεται μια εντελώς ασαφής και αδικαιολόγητη ιδέα την οποία ο Σοπενχάουερ και οι οπαδοί του έχουν ορίσει με το ίδιο όνομα. Προφανώς, εδώ πρόκειται για τις στοιχειώδεις διαδικασίες που αποτελούν την πραγματική βάση κάθε σκέψης, παρόλο που δεν έχουν την κριτική βεβαιότητα και τη λεπτότητα που μπορεί να βρεθεί στην επιστημονική διαμόρφωση των εννοιών και στα επιμέρους στάδια των επιστημονικών συμπερασμάτων.

 

Επιστρέφοντας τώρα στο ζήτημα της προέλευσης των αξιωμάτων της γεωμετρίας, η έλλειψη ευκολίας στην ανάπτυξη ιδεών μεταμαθηματικών χωρικών σχέσεων λόγω ανεπαρκούς εμπειρίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί έγκυρα ως επιχείρημα κατά της κατανοητότητάς τους. Αντίθετα, αυτές οι χωρικές σχέσεις είναι απολύτως νοητές. Η απόδειξη του Καντ για την υπερβατική φύση των γεωμετρικών αξιωμάτων είναι επομένως αβάσιμη. Πράγματι, η διερεύνηση των γεγονότων της εμπειρίας δείχνει ότι τα αξιώματα της γεωμετρίας, λαμβανόμενα με τη μόνη έννοια με την οποία μπορούν να εφαρμοστούν στον εξωτερικό κόσμο, υπόκεινται σε απόδειξη ή διάψευση από την εμπειρία.

 

Τα ίχνη της μνήμης από προηγούμενη εμπειρία παίζουν ακόμα πιο εκτεταμένο και επιδραστικό ρόλο στις οπτικές μας παρατηρήσεις. Ένας παρατηρητής που δεν στερείται εντελώς εμπειρίας λαμβάνει χωρίς να κινεί τα μάτια του (αυτή η κατάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί πειραματικά χρησιμοποιώντας τον στιγμιαίο φωτισμό μιας ηλεκτρικής εκκένωσης ή κοιτάζοντας προσεκτικά και σκόπιμα) εικόνες των αντικειμένων μπροστά του που είναι αρκετά πλούσιες σε περιεχόμενο. Μπορούμε όμως εύκολα να επιβεβαιώσουμε με τα ίδια μας τα μάτια ότι αυτές οι εικόνες είναι πολύ πιο πλούσιες και κυρίως πολύ πιο ακριβείς αν το βλέμμα αφεθεί να κινηθεί γύρω από το οπτικό πεδίο, χρησιμοποιώντας έτσι το είδος των χωρικών παρατηρήσεων που περιέγραψα προηγουμένως ως τις πιο θεμελιώδεις. Πράγματι, είμαστε τόσο συνηθισμένοι να αφήνουμε τα μάτια μας να περιπλανιούνται πάνω στα αντικείμενα που κοιτάζουμε, ώστε απαιτείται σημαντική πρακτική πριν καταφέρουμε να τα κάνουμε- για σκοπούς έρευνας στη φυσιολογική οπτική- να σταθεροποιηθούν σε ένα σημείο χωρίς να περιπλανώνται.

 

Στο έργο μου για τη φυσιολογική οπτική προσπάθησα να εξηγήσω πώς η γνώση μας για το ανοικτό στην όραση πεδίο αποκτάται από οπτικές εικόνες που βιώνουμε καθώς κινούμε τα μάτια μας, δεδομένου ότι υπάρχουν κάποιες αισθητές διαφορές θέσης στον αμφιβληστροειδή μεταξύ κατά τα άλλα ποιοτικά παρόμοιων αισθήσεων. Ακολουθώντας την ορολογία του Λοτζ (Lotze), αυτές οι χωρικά διαφορετικές αισθήσεις του αμφιβληστροειδούς ονομάστηκαν τοπικά σημεία.[12]Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε πριν από την οπτική εμπειρία ότι αυτά τα σημεία είναι τοπικά σημεία, δηλαδή ότι σχετίζονται με διάφορες αντικειμενικές διαφορές στη θέση τους. Το γεγονός ότι οι εκ γενετής τυφλοί που στη συνέχεια αποκτούν την όρασή τους με μια εγχείρηση δεν μπορούν, πριν τις αγγίξουν, να διακρίνουν μεταξύ τόσο απλών μορφών όπως ένας κύκλος και ένα τετράγωνο με τη χρήση των ματιών τους, έχει επιβεβαιωθεί ακόμη πληρέστερα από πρόσφατες μελέτες.

 

Οι έρευνες στη φυσιολογία δείχνουν ότι μόνο με τα μάτια μπορούμε να επιτύχουμε αρκετά ακριβείς και αξιόπιστες συγκρίσεις διαφόρων γραμμών και γωνιών στο οπτικό πεδίο, υπό την προϋπόθεση ότι μέσω των φυσιολογικών κινήσεων των ματιών οι εικόνες αυτών των μορφών μπορούν να σχηματιστούν γρήγορα η μία μετά την άλλη στον αμφιβληστροειδή. Μπορούμε ακόμη και να εκτιμήσουμε το πραγματικό μέγεθος και την απόσταση των αντικειμένων που δεν είναι πολύ μακριά από εμάς με μεγάλη ακρίβεια, μέσω της αλλαγής προοπτικών στο οπτικό μας πεδίο, αν και το να κάνουμε τέτοιες κρίσεις στις τρεις διαστάσεις του χώρου είναι πολύ πιο περίπλοκο από ό, τι στην περίπτωση μιας επίπεδης εικόνας. Όπως είναι γνωστό, μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες στο σχέδιο είναι να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε από την επιρροή που έχει ακούσια πάνω μας η ιδέα του πραγματικού μεγέθους ενός αντιληπτού αντικειμένου. Όλα αυτά είναι γεγονότα αναμενόμενα αν αποκτήσουμε τις γνώσεις μας για τα τοπικά σημεία μέσω της εμπειρίας. Μπορούμε να μάθουμε τα μεταβαλλόμενα αισθητηριακά σημεία ενός πράγματος που παραμένει αντικειμενικά σταθερό, πολύ πιο εύκολα και αξιόπιστα από ό, τι ενός πράγματος που αλλάζει με κάθε κίνηση του σώματος, όπως κάνουν οι εικόνες προοπτικής.

 

Για πάρα πολλούς φυσιολόγους, ωστόσο, την άποψη των οποίων θα ονομάσουμε νατιβιστική,[13]σε αντίθεση με την εμπειρική θέση που προσπάθησα να υπερασπιστώ, η ιδέα ότι αποκτάται γνώση του οπτικού πεδίου είναι απαράδεκτη. Είναι απαράδεκτο για αυτούς, διότι δεν έχουν καταστήσει σαφές στον εαυτό τους αυτό που δείχνει τόσο ξεκάθαρα ακόμη και το παράδειγμα της εκμάθησης μιας γλώσσας, δηλαδή πόσα μπορούν να εξηγηθούν από την άποψη της συσσώρευσης εντυπώσεων μνήμης. Λόγω αυτής της έλλειψης εκτίμησης της δύναμης της μνήμης, έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες να εξηγηθεί τουλάχιστον ένα μέρος της οπτικής αντίληψης με έμφυτους μηχανισμούς, μέσω των οποίων συγκεκριμένες αισθητηριακές εντυπώσεις υποτίθεται ότι προκαλούν συγκεκριμένες έμφυτες χωρικές ιδέες. Σε ένα προηγούμενο έργο μου προσπάθησα να δείξω ότι όλες οι υποθέσεις αυτού του είδους που έχουν διατυπωθεί είναι ανεπαρκείς, δεδομένου ότι πάντα ανακαλύπτονταν περιπτώσεις στις οποίες οι οπτικές μας αντιλήψεις συμφωνούν ακριβέστερα με την πραγματικότητα από ό, τι δηλώνεται σε αυτές τις υποθέσεις. Με καθεμία από αυτές τις υποθέσεις είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε την πρόσθετη υπόθεση ότι τελικά η εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της κίνησης μπορεί κάλλιστα να υπερισχύσει της υποθετικής έμφυτης διαίσθησης, και έτσι να επιτύχει αντίθετα με αυτήν ό,τι, σύμφωνα με την εμπειρική υπόθεση, θα είχε επιτύχει χωρίς ένα τέτοιο εμπόδιο.

 

Έτσι, οι νατιβιστικές υποθέσεις σχετικά με τη γνώση του οπτικού πεδίου δεν εξηγούν τίποτα. Πρώτον, αναγνωρίζουν μόνο την ύπαρξη των γεγονότων που πρέπει να εξηγηθούν, ενώ αρνούνται να παραπέμψουν αυτά τα γεγονότα σε καλά επιβεβαιωμένες διανοητικές διαδικασίες, στις οποίες ακόμη και αυτές οι υποθέσεις πρέπει να βασίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις. Δεύτερον, η υπόθεση που είναι κοινή σε όλες τις νατιβιστικές θεωρίες- ότι οι έτοιμες ιδέες αντικειμένων μπορούν να παραχθούν μέσω οργανικών μηχανισμών- φαίνεται πολύ πιο βεβιασμένη και αμφισβητήσιμη από την υπόθεση της εμπειρικής θεωρίας, ότι τα μη γνωστικά υλικά της εμπειρίας υπάρχουν ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιρροών, και ότι όλες οι ιδέες σχηματίζονται από αυτά τα υλικά σύμφωνα με τους νόμους της σκέψης.

 

Τρίτον, οι νατιβιστικές υποθέσεις είναι περιττές. Η μοναδική ένσταση που μπορεί να προβληθεί κατά της εμπειρικής θεωρίας αφορά τη σιγουριά των κινήσεων πολλών νεογέννητων ζώων. Όσο μικρότερο είναι το νοητικό χάρισμα αυτών των ζώων, τόσο πιο γρήγορα μαθαίνουν πώς να κάνουν όλα όσα είναι ικανά να κάνουν. Όσο πιο στενό είναι το μονοπάτι στο οποίο πρέπει να ταξιδέψουν οι σκέψεις τους, τόσο πιο εύκολα βρίσκουν το δρόμο τους. Το νεογέννητο παιδί, από την άλλη πλευρά, είναι αρχικά αμήχανο με την όραση. Χρειάζεται αρκετές ημέρες μέχρι να μάθει να κρίνει από τις οπτικές εικόνες που λαμβάνει την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στρέψει το κεφάλι του για να φτάσει στο στήθος της μητέρας του.

 

Η συμπεριφορά των νεαρών ζώων είναι, γενικά, εντελώς ανεξάρτητη από την ατομική εμπειρία. Ποια είναι αυτά τα ένστικτα που τα καθοδηγούν- είτε πρόκειται για την άμεση κληρονομική μετάδοση των ιδεών των γονιών τους, είτε έχουν να κάνουν μόνο με την ευχαρίστηση και τον πόνο, είτε είναι κινητικές παρορμήσεις που σχετίζονται με ορισμένα σύνολα εμπειριών- δεν το  γνωρίζουμε. Στην περίπτωση των ανθρώπων, το τελευταίο φαινόμενο γίνεται ολοένα και πιο κατανοητό. Προσεκτικές και κριτικά εφαρμοσμένες έρευνες απαιτούνται επειγόντως για το όλο θέμα.

 

Τέτοιου είδους εξηγήσεις που υποθέτουν οι νατιβιστικές υποθέσεις μπορούν στην καλύτερη περίπτωση να έχουν μόνο μια ορισμένη παιδαγωγική αξία. Δηλαδή, μπορούν να διευκολύνουν την αρχική κατανόηση ομοιόμορφων, νομοτελειακών σχέσεων. Και η εμπειρική θέση είναι, βεβαίως, σύμφωνη με την νατιβιστική θέση σε ορισμένα σημεία- για παράδειγμα, ότι τα τοπικά σημεία γειτονικών θέσεων στον αμφιβληστροειδή μοιάζουν περισσότερο από εκείνα που βρίσκονται πιο μακριά, και ότι τα αντίστοιχα σημεία στους δύο αμφιβληστροειδείς είναι πιο παρόμοια από εκείνα τα σημεία που δεν είναι αντίστοιχα. Για τους τωρινούς σκοπούς μας, ωστόσο, αρκεί να γνωρίζουμε ότι η πλήρης χωρική αίσθηση μπορεί να επιτευχθεί από τους τυφλούς, και ότι για τους ανθρώπους με όραση, ακόμη και αν οι νατιβιστικές υποθέσεις αποδειχθούν εν μέρει σωστές, οι τελικοί και ακριβέστεροι προσδιορισμοί των χωρικών σχέσεων λαμβάνονται μέσω παρατηρήσεων που γίνονται με διάφορους τρόπους κίνησης.

 

Θα ήθελα, τώρα, να επανέλθω στη συζήτηση των πιο θεμελιωδών γεγονότων της αντίληψης. Όπως είδαμε, δεν έχουμε μόνο μεταβαλλόμενες εντυπώσεις αισθήσεων που έρχονται σε μας χωρίς να κάνουμε τίποτα. Αντιλαμβανόμαστε επίσης πράγματα ενώ είμαστε ενεργοί ή κινούμαστε. Με αυτόν τον τρόπο αποκτούμε γνώση των ομοιόμορφων σχέσεων μεταξύ των νεύρων μας και των διαφόρων συνόλων εντυπώσεων που περιλαμβάνονται στους κύκλους των αναπαραστάσεων (presentabilia). Κάθε κίνηση που κάνουμε, και με την οποία αλλάζουμε την εμφάνιση των αντικειμένων, πρέπει να θεωρείται ως ένα πείραμα σχεδιασμένο να ελέγξει αν έχουμε κατανοήσει σωστά τις αμετάβλητες σχέσεις των φαινομένων μπροστά μας, δηλαδή την ύπαρξή τους σε καθορισμένες χωρικές σχέσεις.

 

Η πειστική δύναμη αυτών των πειραμάτων είναι πολύ μεγαλύτερη από την πεποίθηση που νιώθουμε όταν οι παρατηρήσεις πραγματοποιούνται χωρίς καμία ενέργεια εκ μέρους μας, γιατί με αυτά τα πειράματα οι σειρές των αιτιών διατρέχουν τη συνείδησή μας. Ένας παράγοντας σε αυτές τις αιτίες είναι οι βουλήσεις μας, οι οποίες μας είναι γνωστές από μια εσωτερική διαίσθηση. Γνωρίζουμε, επιπλέον, από ποια κίνητρα προκύπτουν. Από αυτές τις βουλήσεις προέρχεται η σειρά των φυσικών αιτιών που οδηγεί στο τελικό αποτέλεσμα του πειράματος, οπότε έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία που περνά από μια γνωστή αρχή σε ένα γνωστό αποτέλεσμα. Οι δύο βασικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για τον υψηλότερο βαθμό πεποίθησης είναι (1) η βούλησή μας να μην καθορίζεται από τα φυσικά αίτια που ταυτόχρονα ορίζουν τις φυσικές διαδικασίες, και (2) η βούλησή μας να μην επηρεάζει ψυχικά τις προκύπτουσες αντιλήψεις.

 

Αυτά τα τελευταία σημεία πρέπει να εξεταστούν πληρέστερα. Η βούληση για μια συγκεκριμένη κίνηση είναι μια ψυχική πράξη, και η αισθητή αλλαγή στην αίσθηση που προκύπτει από αυτήν είναι επίσης ένα ψυχικό γεγονός. Είναι δυνατόν το πρώτο να επιφέρει το δεύτερο με κάποια καθαρά νοητική διαδικασία; Σίγουρα δεν είναι απολύτως αδύνατο. Κάθε φορά που ονειρευόμαστε, κάτι παρόμοιο συμβαίνει.

 

Ενώ ονειρευόμαστε, πιστεύουμε ότι εκτελούμε κάποια κίνηση, και στη συνέχεια ονειρευόμαστε περαιτέρω ότι τα φυσικά αποτελέσματα αυτής της κίνησης συμβαίνουν. Ονειρευόμαστε ότι ανεβαίνουμε σε μια βάρκα, την σπρώχνουμε από την ακτή, την οδηγούμε στο νερό, παρακολουθούμε τα γύρω αντικείμενα να αλλάζουν θέση, και ούτω καθεξής. Σε τέτοιες περιπτώσεις φαίνεται στον ονειρευόμενο ότι βλέπει τις συνέπειες των πράξεών του, και ότι οι αντιλήψεις στο όνειρο προκαλούνται μέσω καθαρά ψυχικών διαδικασιών. Πόσο λεπτά υφασμένα, πόσο πλούσια επεξεργασμένα, τέτοια όνειρα μπορούν να είναι! Αν τα πάντα στα όνειρα συνέβαιναν σε απόλυτη συμφωνία με τους νόμους της φύσης, δεν θα υπήρχε διάκριση μεταξύ ονείρων και αφύπνισης, εκτός από το ότι ο άνθρωπος που είναι ξύπνιος μπορεί να διακόψει τη σειρά των εντυπώσεων που βιώνει.

 

Δεν βλέπω πώς μπορεί να διαψευστεί ένα σύστημα ακόμη και του πιο ακραίου υποκειμενικού ιδεαλισμού, ακόμη και ένα σύστημα που αντιμετωπίζει τη ζωή σαν όνειρο. Μπορεί να φαίνεται απίθανο, μπορεί να μοιάζει ελάχιστα ικανοποιητικό (σε σχέση με αυτό συμφωνώ με τις αυστηρότερες εκφράσεις καταδίκης), αλλά μπορεί να αναπτυχθεί με λογικά συνεπή τρόπο, και μου φαίνεται σημαντικό να το έχουμε αυτό κατά νου. Το πόσο έξυπνα ο Καλντερόν επεξεργάστηκε αυτό το θέμα στο LifeIsaDream[14], είναι γνωστό.

 

Ο Φίχτε επίσης πίστευε και δίδασκε ότι το Εγώ κατασκευάζει το μη-Εγώ, δηλαδή τον κόσμο των φαινομένων, τον οποίο απαιτεί για την ανάπτυξη των ψυχικών του δραστηριοτήτων. Ο ιδεαλισμός του όμως αυτός πρέπει να διακριθεί από τον προαναφερθέντα, από το γεγονός ότι θεωρεί τα άλλα άτομα όχι ονειρικές εικόνες αλλά, με βάση τους ηθικούς νόμους, άλλα Εγώ με ίση πραγματικότητα. Δεδομένου ότι οι εικόνες με τις οποίες όλα αυτά τα Εγώ αντιπροσωπεύουν το μη-Εγώ πρέπει να συμφωνούν, ο Φίχτε πιστεύει ότι όλα τα ατομικά Εγώ είναι μέρος ή εκπορεύσεις από ένα Απόλυτο Εγώ. Ο κόσμος στον οποίο βρίσκονται είναι ο εννοιολογικός κόσμος που κατασκευάζει το Παγκόσμιο Πνεύμα. Από αυτό προκύπτει μια αντίληψη της πραγματικότητας παρόμοια με εκείνη του Χέγκελ.

 

Η ρεαλιστική υπόθεση, από την άλλη πλευρά, δέχεται την απόδειξη της συνηθισμένης προσωπικής εμπειρίας, σύμφωνα με την οποία οι αλλαγές στην αντίληψη που προκύπτουν από μια πράξη έχουν κάτι περισσότερο από μια απλή ψυχική σύνδεση με την προηγούμενη βούληση. Αποδέχεται αυτό που φαίνεται να εδραιώνεται από την καθημερινή μας αντίληψη, δηλαδή, ότι ο υλικός κόσμος γύρω μας υπάρχει ανεξάρτητα από τις ιδέες μας. Αναμφίβολα η ρεαλιστική υπόθεση είναι η απλούστερη που μπορεί να διατυπωθεί. Βασίζεται και επιβεβαιώνεται από έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό περιπτώσεων. Ορίζεται σαφώς σε όλες τις συγκεκριμένες περιπτώσεις και, ως εκ τούτου, είναι ασυνήθιστα χρήσιμη και γόνιμη ως θεμέλιο συμπεριφοράς.

 

Ακόμα κι αν πάρουμε την ιδεαλιστική θέση, δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για τη νόμιμη κανονικότητα των αισθήσεών μας, παρά μόνο λέγοντας: «Οι αντιλήψεις εμφανίζονται σαν να υπήρχαν πραγματικά τα πράγματα του υλικού κόσμου που αναφέρονται στη ρεαλιστική υπόθεση.» Ωστόσο, δεν μπορούμε να εξαλείψουμε εντελώς την κατασκευή του «σαν να,» γιατί δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ρεαλιστική ερμηνεία είναι κάτι περισσότερο από μια εξαιρετικά χρήσιμη και πρακτική υπόθεση. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι απαραίτητα αλήθεια, γιατί, σε αντίθεση με αυτήν, υπάρχει πάντα η δυνατότητα άλλων αδιάψευστων ιδεαλιστικών υποθέσεων.

 

Είναι πάντοτε καλό να το έχουμε αυτό κατά νου, προκειμένου να μην συνάγουμε από τα γεγονότα περισσότερα από όσα μπορούν δικαίως να συναχθούν από αυτά. Οι διάφορες ιδεαλιστικές και ρεαλιστικές ερμηνείες είναι μεταφυσικές υποθέσεις, οι οποίες, εφόσον αναγνωρίζονται ως τέτοιες, είναι επιστημονικά απόλυτα δικαιολογημένες. Ωστόσο, μπορεί να γίνουν επικίνδυνες αν παρουσιαστούν ως δόγματα ή ως υποτιθέμενες αναγκαιότητες σκέψης. Η επιστήμη πρέπει να εξετάσει διεξοδικά όλες τις αποδεκτές υποθέσεις, προκειμένου να αποκτήσει μια πλήρη εικόνα όλων των πιθανών τρόπων εξήγησης. Επιπλέον, οι υποθέσεις είναι απαραίτητες για κάποιον που κάνει έρευνα, γιατί δεν μπορεί κανείς να περιμένει επ’ αόριστο μέχρι να καταλήξει σε ένα αξιόπιστο επιστημονικό συμπέρασμα. Κάποτε πρέπει να κάνουμε κάποιες κρίσεις, είτε σύμφωνα με τις πιθανότητες είτε με αισθητικά ή ηθικά συναισθήματα. Ούτε εδώ πρέπει να αντιταχθούμε στις μεταφυσικές υποθέσεις. Ένας στοχαστής είναι ανάξιος της επιστήμης, ωστόσο, αν ξεχάσει την υποθετική προέλευση των ισχυρισμών του. Η αλαζονεία και η σφοδρότητα με την οποία μερικές φορές υπερασπίζονται τέτοιες κρυφές υποθέσεις είναι συνήθως το αποτέλεσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης που αισθάνονται οι υποστηρικτές τους στα κρυμμένα βάθη του μυαλού τους σχετικά με τα προσόντα των ισχυρισμών τους.

 

Αυτό που αναμφισβήτητα μπορούμε να βρούμε ως γεγονός, χωρίς κανένα απολύτως υποθετικό στοιχείο, είναι η νόμιμη κανονικότητα των φαινομένων. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, στην περίπτωση που αντιλαμβανόμαστε στάσιμα αντικείμενα κατανεμημένα μπροστά μας στο χώρο, αυτή η αντίληψη περιλαμβάνει την αναγνώριση μιας ομοιόμορφης ή κανονικής σύνδεσης μεταξύ των κινήσεών μας και των αισθήσεων που προκύπτουν από αυτές. Έτσι, ακόμη και οι πιο στοιχειώδεις ιδέες περιέχουν ένα νοητικό στοιχείο, και εμφανίζονται σύμφωνα με τους νόμους της σκέψης. Οτιδήποτε προστίθεται από τη διαίσθηση στις πρώτες ύλες των αισθήσεων μπορεί να θεωρηθεί διανοητικό, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δεχόμαστε την εκτεταμένη έννοια του νοητικούπου συζητήθηκε προηγουμένως.

 

Αν «συλλαμβάνω» σημαίνει «διαμορφώνω έννοιες,» και αν είναι αλήθεια ότι σε μια έννοια συγκεντρώνουμε μια κατηγορία αντικειμένων που διαθέτουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό, τότε έπεται κατ’ αναλογία ότι η έννοια κάποιου φαινομένου που αλλάζει στο χρόνο πρέπει να περιλαμβάνει αυτό που παραμένει το ίδιο κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου. Όπως είπε ο Σίλερ, ο σοφός άνθρωπος:

 

«Αναζητά τον οικείο νόμο μέσα στην τρομερή πολλαπλότητα των τυχαίων περιστατικών,

Αναζητά τον αιώνιο Πολικό Αστέρα μέσα στη συνεχή πτήση των φαινομένων.»

 

Αυτό που, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, παραμένει το ίδιο κατά τη διάρκεια όλων των χρονικών αλλαγών, το  ονομάζουμε ουσία· την αμετάβλητη σχέση μεταξύ μεταβλητών αλλά σχετικών ποσοτήτων την ονομάζουμε νόμο.Αντιλαμβανόμαστε μόνο το δεύτερο άμεσα. Η γνώση των ουσιών μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω εκτεταμένης έρευνας και, καθώς η περαιτέρω έρευνα είναι πάντα δυνατή, η γνώση αυτή παραμένει αμφισβητήσιμη. Σε μια παλαιότερη εποχή, τόσο το φως όσο και η θερμότητα θεωρούνταν ουσίες. Αργότερα αποδείχθηκε ότι και τα δύο είναι μόνο μεταβατικές μορφές κίνησης. Επομένως, πρέπει πάντα να είμαστε προετοιμασμένοι για κάποια νέα ανάλυση αυτών που σήμερα είναι γνωστά ως χημικά στοιχεία.

 

Το πρώτο προϊόν της ορθολογικής αντίληψης των φαινομένων είναι η νομιμότητα ή η κανονικότητά τους. Εάν έχουμε διερευνήσει πλήρως κάποια κανονικότητα, τότε έχουμε καθορίσει πλήρως και με βεβαιότητα και, ταυτόχρονα, με πλήρη γενικότητα τους όρους της, έτσι ώστε για όλες τις πιθανές μεταγενέστερες περιπτώσεις το αποτέλεσμα να καθορίζεται αδιαμφισβήτητα- και εάν έχουμε επομένως καταλήξει στην πεποίθηση ότι ο νόμος είναι αληθής και θα συνεχίσει να ισχύει ανά πάσα στιγμή και σε όλες τις περιπτώσεις- τότε αναγνωρίζουμε το αποτέλεσμα ως κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από τις ιδέες μας,  Και το χαρακτηρίζουμε ως αιτία, ή ως αυτό που βρίσκεται πίσω από τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα.

 

Στο βαθμό που αναγνωρίζουμε έναν νόμο ως κάτι ανάλογο με τη θέλησή μας, δηλαδή ως κάτι που γεννά τις αντιλήψεις μας, και καθορίζει την πορεία των φυσικών διαδικασιών, ονομάζουμε αυτόν το νόμο δύναμη. Η ιδέα μιας δύναμης που ενεργεί σε αντίθεση με εμάς προκύπτει άμεσα από τη φύση των απλούστερων αντιλήψεών μας, και τον τρόπο με τον οποίο αυτές συμβαίνουν. Από την αρχή της ζωής μας, οι αλλαγές που προκαλούμε στον εαυτό μας με τις πράξεις της θέλησής μας διακρίνονται από εκείνες που ούτε γίνονται ούτε μπορούν να παραμεριστούν από τη θέλησή μας.

Ο πόνος, ειδικότερα, μας δίνει την πιο συναρπαστική επίγνωση της δύναμης της πραγματικότητας. Η έμφαση δίνεται εδώ στο παρατηρήσιμο γεγονός ότι ο αντιληπτός κύκλος των αναπαραστάσεων δεν δημιουργείται από μια συνειδητή πράξη του νου ή της θέλησής μας. Το μη- ΕγώτουΦίχτε είναι μια κατάλληλη και ακριβής έκφραση για αυτό. Στα όνειρα, επίσης, αυτό που ένα άτομο πιστεύει ότι βλέπει και αισθάνεται δεν φαίνεται να προκαλείται από τη θέλησή του ή από τις γνωστές σχέσεις των ιδεών του, γιατί αυτές μπορεί επίσης συχνά να είναι ασυνείδητες. Αποτελούν ένα μη-Εγώ και για τον ονειρευόμενο. Το ίδιο ισχύει και για τους ιδεαλιστές που βλέπουν το μη-Εγώ ως τον κόσμο των ιδεών του Παγκόσμιου Πνεύματος.

 

Μια κατάλληλη λέξη για αυτό που βρίσκεται πίσω από τις αλλαγές των φαινομένων και των πράξεων, είναι το «πραγματικό.» Αυτή η λέξη υποδηλώνει μόνο δράση. Στερείται της παράπλευρης έννοιας της ύπαρξης ως ουσίας, την οποία περιλαμβάνει η έννοια του «ουσιώδους.» Με τη λέξη «αντικειμενικό,» από την άλλη πλευρά, εισάγεται η έννοια της πλήρους μορφής των αντικειμένων, κάτι που δεν αντιστοιχεί σε τίποτα στις πιο βασικές μας αντιλήψεις. Στην περίπτωση του λογικά συνεπούς ονειροπόλου, πρέπει να σημειωθεί ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις «αποτελεσματικό» και «πραγματικό» για να χαρακτηρίσουμε εκείνες τις ψυχικές καταστάσεις ή κίνητρα των οποίων οι αισθήσεις αντιστοιχούν ομοιόμορφα και βιώνονται ως στιγμιαίες καταστάσεις, του ονειρικού του κόσμου.

 

Γενικά, είναι σαφές ότι η διάκριση μεταξύ σκέψης και πραγματικότητας είναι δυνατή μόνο όταν γνωρίζουμε πώς να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ αυτού που μπορεί να κάνει το εγώ, και αυτού που δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό, ωστόσο, είναι δυνατό μόνο όταν γνωρίζουμε τις ενιαίες συνέπειες που έχουν οι βουλήσεις στο χρόνο. Από το γεγονός αυτό μπορεί να φανεί ότι η συμμόρφωση με το νόμο είναι η βασική προϋπόθεση που πρέπει να πληροί κάτι για να θεωρηθεί πραγματικό.

 

Δεν χρειάζεται να υπεισέλθω στο γεγονός ότι είναι αντιφατικό να προσπαθούμε να παρουσιάσουμε το πραγματικό, ή  το dingansichτου Καντ, σε θετικές δηλώσεις χωρίς να το κατανοούμε μέσα στα πλαίσια των μορφών των αναπαραστάσεών μας. Το γεγονός αυτό έχει ήδη επισημανθεί αρκετά συχνά. Αυτό που μπορούμε να επιτύχουμε, ωστόσο, είναι η γνώση της νόμιμης τάξης στη σφαίρα της πραγματικότητας, αφού αυτή μπορεί πραγματικά να παρουσιαστεί στο σημειακό σύστημα των αισθητηριακών μας εντυπώσεων.

 

Όλα τα πράγματα είναι μεταβατικά

Αλλά σαν σύμβολα μας έρχονται.

[Γκαίτε, Φάουστ]

 

Θεωρώ θετικό το γεγονός ότι βρίσκουμε τον Γκαίτε στο ίδιο μονοπάτι με εμάς εδώ. Κάθε φορά που ασχολούμαστε με ένα ζήτημα που απαιτεί μια ευρεία προοπτική, μπορούμε να εμπιστευτούμε πλήρως τη σαφή, αμερόληπτη άποψή του για το πού βρίσκεται η αλήθεια. Ο Γκαίτε απαιτούσε από την επιστήμη να είναι μόνο μια καλλιτεχνική διευθέτηση των γεγονότων, και να μην σχηματίζει αφηρημένες έννοιες σχετικά με αυτά, γιατί θεωρούσε τις αφηρημένες έννοιες κενά ονόματα που μόνο αποκρύπτουν τα γεγονότα. Με την ίδια περίπου έννοια, ο Γκούσταβ Κίρχοφ δήλωσε πρόσφατα ότι το καθήκον της πιο αφηρημένης από τις φυσικές επιστήμες, της μηχανικής, είναι να περιγράψει πλήρως και με τον απλούστερο δυνατό τρόπο τα είδη κίνησης που εμφανίζονται στη φύση.

 

Όσον αφορά το ερώτημα αν οι αφηρημένες έννοιες κρύβουν τα γεγονότα ή όχι, αυτό συμβαίνει πράγματι αν παραμείνουμε στη σφαίρα των αφηρημένων εννοιών χωρίς να εξετάσουμε το πραγματικό τους περιεχόμενο, δηλαδή αν δεν προσπαθήσουμε να καταστήσουμε σαφές ποιες νέες και παρατηρήσιμες αμετάβλητες σχέσεις προκύπτουν από αυτές τις έννοιες. Μια σωστά διατυπωμένη υπόθεση, όπως παρατηρήσαμε πριν από λίγο, περιέχει το εμπειρικό της περιεχόμενο, το οποίο εκφράζεται με τη μορφή ενός γενικού νόμου της φύσης. Η ίδια η υπόθεση είναι μια προσπάθεια να αναχθεί η ίδια σε μια πιο γενική και περιεκτική ομοιομορφία ή κανονικότητα. Οτιδήποτε νέο, ωστόσο, μια υπόθεση ισχυρίζεται σχετικά με τα γεγονότα, πρέπει να αποδειχθεί ή να επιβεβαιωθεί με παρατήρηση και πείραμα. Υποθέσεις που δεν έχουν τέτοια πραγματική αναφορά, ή που δεν οδηγούν σε αξιόπιστες, σαφείς δηλώσεις σχετικά με τα γεγονότα που εμπίπτουν σε αυτές, θα πρέπει να θεωρούνται μόνο άχρηστες εκφράσεις.

 

Κάθε αναγωγή κάποιου φαινομένου σε υποκείμενες ουσίες και δυνάμεις δείχνει ότι κάτι αμετάβλητο και τελικό έχει βρεθεί. Δεν δικαιούμαστε, φυσικά, ποτέ να ισχυριστούμε άνευ όρων μια τέτοια αναγωγή. Ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν είναι επιτρεπτός, λόγω της ατέλειας των γνώσεών μας, και λόγω της φύσης των επαγωγικών συμπερασμάτων από τα οποία εξαρτάται η αντίληψή μας για την πραγματικότητα.

 

Κάθε επαγωγικό συμπέρασμα βασίζεται στην πεποίθηση ότι κάποια δεδομένη σχέση, που προηγουμένως παρατηρήθηκε ότι είναι κανονική ή ομοιόμορφη, θα συνεχίσει να ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που μπορεί να παρατηρηθούν. Στην πραγματικότητα, κάθε επαγωγικό συμπέρασμα βασίζεται στην πίστη της νόμιμης κανονικότητας όλων όσων συμβαίνουν. Αυτή η ομοιομορφία ή νόμιμη κανονικότητα, ωστόσο, είναι επίσης η προϋπόθεση της εννοιολογικής κατανόησης. Έτσι, η πίστη στην ομοιομορφία ή τη νόμιμη κανονικότητα είναι ταυτόχρονα πίστη στη δυνατότητα κατανόησης των φυσικών φαινομένων εννοιολογικά. Αν υποθέσουμε ότι αυτή η κατανόηση των φυσικών φαινομένων μπορεί να επιτευχθεί- δηλαδή, αν πιστεύουμε ότι είμαστε σε θέση να διακρίνουμε κάτι θεμελιώδες και αμετάβλητο που είναι η αιτία των αλλαγών που παρατηρούμε- τότε δεχόμαστε μια ρυθμιστική αρχή στη σκέψη μας. Ονομάζεται νόμος της αιτιότητας, και εκφράζει την πίστη μας στην πλήρη κατανόηση του κόσμου.

 

Η εννοιολογική κατανόηση, με την έννοια με την οποία μόλις την περιέγραψα, είναι η μέθοδος με την οποία ο κόσμος υποβάλλεται στις σκέψεις μας, τα γεγονότα ταξινομούνται, και το μέλλον προβλέπεται. Είναι δικαίωμα και καθήκον μας να επεκτείνουμε την εφαρμογή αυτής της μεθόδου σε όλα τα περιστατικά, και έχουν ήδη επιτευχθεί σημαντικά αποτελέσματα με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, δεν έχουμε άλλη δικαιολογία εκτός από τα αποτελέσματά της για την εφαρμογή του νόμου της αιτιότητας. Θα μπορούσαμε να ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο κάθε άτομο θα ήταν διαφορετικό από κάθε άλλο, και όπου τίποτα δεν θα ήταν σταθερό. Σε έναν τέτοιο κόσμο δεν θα υπήρχε καμία κανονικότητα, και οι συνειδητές μας δραστηριότητες θα σταματούσαν.

 

Ο νόμος της αιτιότητας είναι στην πραγματικότητα ένας υπερβατικός νόμος, ένας νόμος που δίνεται εκ των προτέρων. Είναι αδύνατο να τον αποδείξουμε από την εμπειρία, γιατί, όπως είδαμε, ακόμη και τα πιο στοιχειώδη επίπεδα εμπειρίας είναι αδύνατα χωρίς επαγωγικά συμπεράσματα, δηλαδή χωρίς το νόμο της αιτιότητας. Και ακόμη κι αν η πληρέστερη εμπειρία μπορούσε να μας διδάξει ότι όλα όσα παρατηρήθηκαν προηγουμένως συνέβησαν ομοιόμορφα- ένα σημείο για το οποίο δεν είμαστε ακόμη βέβαιοι- θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε μόνο με επαγωγικά συμπεράσματα, δηλαδή με την προϋπόθεση του νόμου της αιτιότητας, ότι αυτός ο νόμος θα ισχύει και στο μέλλον. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να δεχτούμε την παροιμία, «Έχε πίστη και συνέχισε!»

 

Οι ανεπάρκειες της γης

Τότε θα αποδειχθούν καρποφόρες.

[Γκαίτε, Φάουστ]

 

Αυτή είναι η απάντηση που πρέπει να δώσουμε στο ερώτημα: τι είναι αλήθεια για τις ιδέες μας; Βρίσκοντας αυτήν την απάντηση φτάνουμε στα θεμέλια του συστήματος του Καντ,[15]και σε συμφωνία με αυτό που πάντα μου φαινόταν η πιο θεμελιώδης πρόοδος στη φιλοσοφία του.

 

Έχω επισημάνει συχνά σε προηγούμενα έργα μου τη συμφωνία μεταξύ της πιο πρόσφατης φυσιολογίας των αισθήσεων και της διδασκαλίας του Καντ. Δεν εννοώ, φυσικά, ότι θα συμφωνούσα και στα πιο δευτερεύοντα σημεία της. Πιστεύω ότι η πιο θεμελιώδης πρόοδος των τελευταίων χρόνων πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι η ανάλυση της έννοιας της διαίσθησης στις στοιχειώδεις διαδικασίες της σκέψης. Ο Καντ απέτυχε να πραγματοποιήσει αυτή την ανάλυση. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο θεωρούσε τα αξιώματα της γεωμετρίας ως υπερβατικές προτάσεις. Ήταν οι φυσιολογικές έρευνες της αντίληψης των αισθήσεων που μας οδήγησαν, αναγνωρίζοντας τα πιο βασικά και στοιχειώδη είδη κρίσης, σε συμπεράσματα που δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγια. Αυτές οι κρίσεις ή τα συμπεράσματα, φυσικά, θα παραμείνουν άγνωστα και απρόσιτα για τους φιλοσόφους, όσο ερευνούν μόνο τη γνώση που εκφράζεται στη γλώσσα.

 

Μερικοί φιλόσοφοι που διατηρούν μια κλίση προς τη μεταφυσική εικασία θεωρούν αυτό που έχουμε αντιμετωπίσει ως ελάττωμα στο σύστημα του Καντ, που προκύπτει από την έλλειψη προόδου των ειδικών επιστημών στην εποχή του, ως το πιο θεμελιώδες μέρος της φιλοσοφίας του. Πράγματι, η απόδειξη του Καντ για τη δυνατότητα της μεταφυσικής, η υποτιθέμενη επιστήμη που ο ίδιος δεν έκανε τίποτα παραπάνω για να αναπτύξει, βασίζεται πλήρως στην πεποίθηση ότι τα αξιώματα της γεωμετρίας και οι σχετικές αρχές της μηχανικής είναι υπερβατικές προτάσεις, δοσμένες ευθύς εξαρχής. Στην πραγματικότητα, όμως, ολόκληρο το σύστημα του Καντ συγκρούεται πραγματικά με τη δυνατότητα της μεταφυσικής, και τα πιο σκοτεινά σημεία στη θεωρία της γνώσης, σχετικά με τα οποία τόσα πολλά έχουν ειπωθεί, προέρχονται από αυτή τη σύγκρουση.

 

Όπως και να έχει το θέμα, οι φυσικές επιστήμες έχουν ένα ασφαλές, καλά εδραιωμένο θεμέλιο, με βάση το οποίο μπορούν να ανακαλύψουν τους νόμους της πραγματικότητας, ένα θαυμάσια πλούσιο και γόνιμο πεδίο αναζήτησης. Όσο περιορίζονται σε αυτή την αναζήτηση, δεν χρειάζεται να προβληματίζονται με ιδεαλιστικές αμφιβολίες. Μια τέτοια εργασία, φυσικά, θα φαίνεται πάντα μέτρια σε μερικούς ανθρώπους, σε σύγκριση με τα μεγαλεπήβολα σχέδια των μεταφυσικών.

 

Γιατί με τους Θεούς δεν πρέπει

Ποτέ θνητός

Ν’ αναμετρηθεί.

Αν κινηθεί προς τα πάνω,

Μέχρι το κεφάλι του

Ν’ αγγίξει τον έναστρο ουρανό,

Τα ασταθή του πόδια

Δεν αισθάνονται έδαφος από κάτω·

Άνεμοι και άγρια σύννεφα καταιγίδας

Τον κάνουν το παιχνίδι τους·-

Ή αν, με ανθεκτικά,

Γερά κόκκαλα  

Πατάει το συμπαγές, ακλόνητο

Έδαφος της γης·και πάλι

Δεν φτάνει

Τις κοινές βελανιδιές, ούτε

Ακόμα και με το αμπέλι μπορεί

Να μετρήσει το μεγαλείο του.[16]

[Γκαίτε, Τα όρια του ανθρώπου]

 

Ο συγγραφέας αυτού του ποιήματος μας έδωσε το μοντέλο ενός ανθρώπου που εξακολουθεί να διατηρεί καθαρά μάτια για την αλήθεια και την πραγματικότητα, ακόμα και όταν αγγίξει τα αστέρια με το κεφάλι του. Ο αληθινός επιστήμονας πρέπει πάντα να έχει κάτι από το όραμα ενός καλλιτέχνη, κάτι από το όραμα που οδήγησε τον Γκαίτε και τον Λεονάρντο ντα Βίντσι σε μεγάλες επιστημονικές σκέψεις. Τόσο οι καλλιτέχνες όσο και οι επιστήμονες αγωνίζονται, έστω και με διαφορετικούς τρόπους, προς τον στόχο της ανακάλυψης νέων ομοιομορφιών ή νόμιμων κανονικοτήτων. Αλλά δεν πρέπει ποτέ να παράγουμε αδρανή συμπεράσματα και τρελές φαντασιώσεις στη θέση του καλλιτεχνικού οράματος. Τόσο ο αληθινός καλλιτέχνης όσο και ο αληθινός επιστήμονας ξέρουν πώς να εργάζονται σταθερά, και πώς να δίνουν στο έργο τους μια πειστική, αληθινή μορφή.

 

Επιπλέον, η πραγματικότητα πάντα αποκάλυπτε την αλήθεια των νόμων της στις επιστήμες με έναν πολύ πλουσιότερο, πιο μεγαλειώδη τρόπο από τις πιο ολοκληρωμένες προσπάθειες μυστικιστικής φαντασίας και μεταφυσικής εικασίας. Τι έχουν όλοι οι τερατώδεις απόγονοι της αδιάκριτης φαντασίας να πουν για την πραγματικότητα του σύμπαντος, για τη χρονική στιγμή κατά την οποία σχηματίστηκαν ο ήλιος και η γη, ή για τις γεωλογικές εποχές στις οποίες εξελίχθηκε η ζωή, προσαρμόζοντας έτσι τον εαυτό της πάντα με τον πιο διεξοδικό τρόπο στις ολοένα και πιο κατάλληλες φυσικές συνθήκες του πλανήτη μας;

 

Ποια μεταφυσική έχει έτοιμες έννοιες για να εξηγήσει τις επιδράσεις των μαγνητικών και των επαγόμενων ηλεκτρικών δυνάμεων μεταξύ τους- επιδράσεις που η φυσική αγωνίζεται τώρα να ανάγει σε καθιερωμένες στοιχειώδεις δυνάμεις, χωρίς να έχει φτάσει σε μία σαφή λύση; Ήδη, όμως, στη φυσική το φως φαίνεται να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια άλλη μορφή κίνησης αυτών των δύο δυνάμεων, και ο αιθέρας (το ηλεκτρικό και μαγνητικό μέσο που διαπερνά όλο το διάστημα) έχει καταλήξει να έχει εντελώς νέα χαρακτηριστικά και ιδιότητες.

 

Και σε ποιο σχήμα σχολαστικών εννοιών θα συμπεριλάβουμε τη μορφή ενέργειας που είναι ικανή να παράγει έργο, της οποίας η σταθερότητα δηλώνεται στο νόμο της διατήρησης της ενέργειας, και η οποία, άφθαρτη και ανίκανη να αυξηθεί σαν ουσία, ενεργεί ως κινητήρια δύναμη σε κάθε κίνηση άψυχων και έμψυχων πραγμάτων·ενέργεια που δεν είναι ούτε νους ούτε ύλη, που ωστόσο είναι σαν τον Πρωτέα,[17]μεταμφιεζόμενη πάντα σε νέες μορφές, ικανή να ενεργεί σε όλο το άπειρο διάστημα, αλλά όχι απείρως διαιρετή όπως το διάστημα·η επαρκής αιτία κάθε αποτελέσματος, η κινητήρια δύναμη σε κάθε κίνηση; Είχε ο ποιητής μια ιδέα γι’ αυτό;

 

Στις παλίρροιες της Ζωής, στην Καταιγίδα της Δράσης,

Ένα ταλαντευόμενο κύμα,

Ένα δωρεάν ταξίδι,

Η Γέννηση και ο Τάφος,

Μια αιώνια θάλασσα,

Μια ύφανση, ρέουσα

Ζωή, ολόψυχη,

Έτσι, στον αργαλειό του Χρόνου το χέρι μου ετοιμάζει

Το ένδυμα της Ζωής που φοράει η Θεότητα![18]

[Γκαίτε, Φάουστ]

 

Είμαστε σωματίδια σκόνης στην επιφάνεια του πλανήτη μας, ο οποίος με τη σειρά του είναι μόλις και μετά βίας ένας κόκκος άμμου στον άπειρο χώρο του σύμπαντος. Είμαστε το νεότερο είδος ανάμεσα στα έμβια όντα της γης, μόλις έχοντας βγει από την κούνια σύμφωνα με τον γεωλογικό χρόνο, ακόμα στο στάδιο της μάθησης, στο μέσο της προόδου μας, υποτιθέμενα ώριμοι κατόπιν κοινής συμφωνίας. Ωστόσο, λόγω του ισχυρού κινήτρου του νόμου της αιτιότητας, έχουμε ήδη αναπτυχθεί περισσότερο από τα υπόλοιπα πλάσματα, τα οποία έχουμε ξεπεράσει στον αγώνα της επιβίωσης. Έχουμε πραγματικά λόγους να είμαστε υπερήφανοι που μας δόθηκε η ευκαιρία να κατανοήσουμε, αργά και με σκληρή δουλειά, το ακατανόητα μεγάλο σχέδιο των πραγμάτων. Ασφαλώς δεν χρειάζεται να αισθανόμαστε ούτε στο ελάχιστο ντροπή αν δεν έχουμε επιτύχει αυτή την κατανόηση με την πρώτη πτήση ενός Ικάρου.

 

 


 

The Facts of Perception (1878), από επιλεγμέναγραπτάτου Hermann Helmholtz, Wesleyan University Press.

[https://pages.ucsd.edu/~ajyu/Readings/helmholtz1878.pdf]

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2023.



[1]Ο Καντ πίστευε ότι οι ιδέες, οι οποίες αποτελούν την ακατέργαστη ύλη της γνώσης, πρέπει με κάποιο τρόπο να οφείλονται σε πραγματικότητες (υπερβατικές μορφές) που υπάρχουν ανεξάρτητα από το ανθρώπινο μυαλό, και οι οποίες, ως ουσίες υπάρχουσες καθαυτές, θα παραμείνουν για πάντα άγνωστες.

[https://www.britannica.com/topic/transcendental-idealism]

[2]Ο Μίλερ ανακάλυψε αυτό που μερικές φορές ονομάζεται νόμος των ειδικών νευρικών ενεργειών, σύμφωνα με τον οποίο κάθε αισθητήριο νεύρο, όσο διεγερμένο κι αν είναι, παράγει μόνο τη δική του χαρακτηριστική αίσθηση.

[https://muse.jhu.edu/article/3635#:~:text=M%C3%BCller%20discovered%20what%20is%20sometimes,this%20law%20has%20epistemological%20ramifications.]

[3]Σύμφωνα με τη νοηματική θεωρία της αντίληψης του Χέλμχολτζ, το μυαλό κάνει μια σειρά νοητικών προσαρμογών, «ασυνείδητες επαγωγές ή συμπεράσματα,» για να δημιουργήσει μια συνεκτική εικόνα των εμπειριών του.

[https://plato.stanford.edu/entries/hermann-helmholtz/#:~:text=In%20his%20sign%20theory%20of,coherent%20picture%20of%20its%20experiences.]

[4]Ο Καντ προσδιόρισε τις καθαυτές μορφές αίσθησης ή διαίσθησης, δηλαδή το χώρο και το χρόνο, στις οποίες ο νους συνεισφέρει για να κάνει δυνατή την εμπειρία. Ο λόγος είναι ότι ένα γεγονός δεν μπορεί να βιωθεί καθόλου αν δεν αναγνωριστεί ότι βρίσκεται στο «χώρο,» και ότι συμβαίνει στον «χρόνο.» Έτσι, η δυνατότητα της ανθρώπινης εμπειρίας θεμελιώνεται στο χωροχρονικό πλαίσιο της εμπειρικής πραγματικότητας.

[https://ijsmr.in/doc/ijsmr05_82.pdf]

[5]Το πράγμα καθαυτό. Ο Καντ ισχυρίστηκε ότι ο μόνος κόσμος που μπορούμε να ξέρουμε είναι αυτός που δημιουργείται από την εσωτερική δομή του νου μας, κι έτσι η πραγματικότητα «καθαυτή» είναι άγνωστη.

[https://courses.aynrand.org/campus-courses/history-of-philosophy/immanuel-kant-is-reality-knowable-kants-revolutionary-hypothesis/#:~:text=Kant%20argued%20that%20the%20only,in%20the%20history%20of%20philosophy.]

[6]Σύμφωνα με τον Φίχτε, το Εγώ είναι η ενσάρκωση όλης της πραγματικότητας. Όλα τα μεμονωμένα πράγματα, την ύπαρξη των οποίων μαρτυρούν η συνείδηση ​​και η εμπειρία, δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις της απέραντης πραγματικότητας του Εγώ, δεσμευμένες από τη μοιραία αναγκαιότητα του Εγώ να αντιταχθεί στον εαυτό του. Ό,τι λοιπόν αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος αναφέρεται κανονικά στον εαυτό του, εφόσον η ίδια του η ύπαρξη είναι μια πραγματικότητα που δημιουργείται από το πολύπλευρο και άπειρο Εγώ του.

[https://maritain.nd.edu/jmc/etext/nath30.htm#:~:text=According%20to%20Fichte%20the%20Ego,to%20oppose%20itself%20to%20itself.]

[7]Μια πολλαπλότητα, ή πολύπτυχο (manifold), είναι μια συλλογή σημείων, τα οποία σχηματίζουν ένα είδος συνόλου, όπως, για παράδειγμα, μια τοπολογικά κλειστή επιφάνεια, ή το ανάλογό της σε τρεις, ή περισσότερες, διαστάσεις. Μιας διάστασης πολλαπλότητες αποτελούν η ευθεία και ο κύκλος, ενώ πολλαπλότητες δύο διαστάσεων είναι το επίπεδο, η σφαίρα και ο τόρος.

[https://www.google.com/search?sxsrf=AB5stBjZEusjBKb8yLa8NondOinFn3VG9A:1689637734577&q=manifold&si=ACFMAn8_M7eJwStsnxyYBiM9Eo6ivAJg7I3vG4ldT4dNktqVu6V4dCua4pUMNu92zkt-oOu-ARzIWBSVHvchbr5p8FOakMxB_qE42byRCCMP468zur8Q2B8%3D&expnd=1&sa=X&ved=2ahUKEwiRsd-H95aAAxWhRPEDHSRABdQQ2v4IegQIDhBp&biw=1396&bih=649&dpr=1.38]

[8]Το 1828, ο Γκάους διατύπωσε το TheoremaEgregium («Αξιοσημείωτο Θεώρημα»), σύμφωνα με το οποίο η καμπυλότητα μιας επιφάνειας μπορεί να προσδιοριστεί εξ ολοκλήρου μετρώντας γωνίες και αποστάσεις πάνω στην επιφάνεια, χωρίς αναφορά σε ένα σύστημα συντεταγμένων έξω από αυτήν.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Theorema_Egregium]

[9]Με τον όρο «μεταμαθηματικά» εννοείται σήμερα η μελέτη των ίδιων των μαθηματικών, χρησιμοποιώντας μαθηματικές μεθόδους. Αυτή η μελέτη παράγει μεταθεωρίες, οι οποίες είναι μαθηματικές θεωρίες για άλλες μαθηματικές θεωρίες.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Metamathematics#:~:text=Metamathematics%20is%20the%20study%20of,theories%20about%20other%20mathematical%20theories.]

[10]Σύμφωνα με την υπόθεση των παραλλήλων του Λομπατσέφσκι, δεδομένης μιας ευθείας γραμμής και ενός σημείου εκτός αυτής, υπάρχουν τουλάχιστον δύο ευθείες οι οποίες περνάνε από αυτό το σημείο, και δεν τέμνουν την αρχική ευθεία. Αυτή η υπόθεση εγκαινίασε την υπερβολική, μη Ευκλείδεια, γεωμετρία.

[https://study.com/learn/lesson/hyperbolic-geometry-history-applications.html#:~:text=One%20alternative%20to%20the%20parallel,do%20not%20intersect%20the%20line.]

[11]Το «ασυνείδητο συμπέρασμα» είναι μέρος μιας θεωρίας της οπτικής αντίληψης που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Χέρμαν Χέλμχολτζ. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, η ανθρώπινη όραση είναι ελλιπής, έτσι ώστε οι λεπτομέρειες συνάγονται από το ασυνείδητο για να δημιουργηθεί μια πλήρης εικόνα.

[https://www.alleydog.com/glossary/definition.php?term=Unconscious+Inference#:~:text=Unconscious%20Inference%20is%20part%20of,to%20create%20a%20complete%20picture.]

[12]Η θεωρία των «τοπικών σημείων» του Χέρμαν Λοτζ πρότεινε ότι η οπτική μας αίσθηση για τη θέση των αντικειμένων στο οπτικό πεδίο χρησιμοποιεί τον ίδιο μηχανισμό με αυτόν που απαιτείται για την κίνηση των ματιών και των χεριών. Μια εναλλακτική ερμηνεία είναι ότι οι αντιληπτικές και οι κινητικές αποκρίσεις εξαρτώνται από διαφορετικά νευρικά υποστρώματα.

[https://academic.oup.com/book/32622/chapter-abstract/270485228?redirectedFrom=fulltext]

[13]Στον τομέα της ψυχολογίας, ο νατιβισμός είναι η άποψη ότι ορισμένες δεξιότητες, ή ικανότητες, είναι «εγγενείς,» ή ενσωματωμένες στον εγκέφαλο κατά τη γέννηση. Για παράδειγμα, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ορισμένες ηθικές διαισθήσεις είναι έμφυτες, ή ότι οι χρωματικές προτιμήσεις είναι έμφυτες. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του «άγραφου πίνακα» (tabularasa), η οποία δηλώνει ότι ο εγκέφαλος έχει εγγενείς δυνατότητες για μάθηση από το περιβάλλον, αλλά δεν διαθέτει περιεχόμενο όπως έμφυτες πεποιθήσεις.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Psychological_nativism#:~:text=Some%20nativists%20believe%20that%20specific,mind%20with%20specialized%20learning%20devices.]

[14]Το LifeIsaDreamείναι ένα ισπανόφωνο θεατρικό έργο του Καλντερόν (PedroCalderóndelaBarca), που πρωτοεκδόθηκε το 1636. Πρόκειται για μια φιλοσοφική αλληγορία σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση και το μυστήριο της ζωής.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Life_Is_a_Dream]

[15]Στα θεμέλια του συστήματος του Καντ βρίσκεται το δόγμα του «υπερβατικού ιδεαλισμού,» το οποίο δίνει έμφαση στη διάκριση μεταξύ αυτού που μπορούμε να βιώσουμε (ο φυσικός, παρατηρήσιμος κόσμος) και αυτού που δεν μπορούμε («υπεραισθητά» αντικείμενα, όπως ο Θεός και η ψυχή). Ο Καντ υποστήριξε ότι μπορούμε να έχουμε γνώση μόνο για πράγματα που μπορούμε να βιώσουμε.

[https://iep.utm.edu/kantview/#:~:text=At%20the%20foundation%20of%20Kant's,of%20things%20we%20can%20experience.]

[16] For with Gods must

Never a mortal

Measure himself.

If he mounts upwards,

Till his head

Touch the star-spangled heavens,

His unstable feet

Feel no ground beneath them;

Winds and wild storm-clouds

Make him their plaything;-

 

Or if, with sturdy,

Firm-jointed bones, he

Treads the solid, unwavering

Floor of the earth; yet

Reaches he not

Commonest oaks, nor

E'en with the vine may

Measure his greatness.

[http://999poems.blogspot.com/2010/01/895-limits-of-man-by-jw-von-goethe.html]

[17]Επειδή ο Πρωτέας μπορούσε να πάρει ό,τι σχήμα ήθελε, μερικοί τον θεωρούσαν σύμβολο της αρχικής ύλης από την οποία δημιουργήθηκε ο κόσμος.

[https://www.britannica.com/topic/Proteus-Greek-mythology]

[18] In the tides of Life, in Action's storm,

A fluctuant wave,

A shuttle free,

Birth and the Grave,

An eternal sea,

A weaving, flowing

Life, all-glowing,

Thus at Time's humming loom 'tis my hand prepares

The garment of Life which the Deity wears!

[https://www.owleyes.org/text/faust/read/faust-part-one-scene-i-night-fausts-monologue#root-52]



Θεωρία των αρχετύπων

$
0
0

 


Εικόνα: Ένα από τα πρώτα σχέδια του μαγνητικού πεδίου, από τον Καρτέσιο, 1644. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο μαγνητισμός οφειλόταν στην κυκλοφορία μικροσκοπικών ελικοειδών σωματιδίων, «σπειροειδών τμημάτων,» μέσα από τους πόρους των μαγνητών.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Magnetic_field]

 

Πρόλογος

Στη σύγχρονη φυσική θεωρείται ότι το Σύμπαν εξελίχθηκε μέσω καθαρά τυχαίων διαδικασιών, από την απλούστερη μορφή μιας μοναδικότητας στις πιο σύνθετες τρέχουσες μορφές ύλης, γαλαξιών και ευφυών ανθρώπων. Ως εκ τούτου, τα «σπειροειδή μέρη» του Καρτέσιου, που φαίνονται στην προηγούμενη εικόνα, έχουν εξελιχθεί σε ηλεκτρόνια, οι κινήσεις και οι περιστροφές των οποίων πιστεύεται ότι παράγουν το μαγνητικό πεδίο. Ωστόσο, αυτές οι κινήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα του μαγνητικού πεδίου, όχι ως αιτία. Επιπλέον, μπορεί επίσης να αποδειχθεί ότι από την πλήρη τυχαιότητα δεν μπορούν να προκύψουν πολύπλοκες μορφές υψηλής τάξης. Με απλά λόγια, οποιοδήποτε σύστημα δεν μπορεί να εξελιχθεί επαρκώς χωρίς κάποιες αρχικές συνθήκες. Στην πραγματικότητα, όλες οι σύγχρονες φυσικές και μαθηματικές θεωρίες περιλαμβάνουν τέτοιες προϋποθέσεις ή αξιώματα, τα οποία από μόνα τους διαψεύδουν την υπόθεση του πλήρους χάους στην αρχή του Σύμπαντος.

 

Επομένως, το Σύμπαν θεωρείται ότι ξεκίνησε από μια κατάσταση χαμηλής εντροπίας (υψηλή αρχική τάξη) με βάση ένα σύνολο θεμελιωδών ιδιοτήτων (μάζα, φορτίο, θερμοκρασία κ.λπ.). Αυτές οι ιδιότητες αποτελούν τις αρχικές συνθήκες, και σχετίζονται με τις δυνάμεις πεδίου και τις αλληλεπιδράσεις σωματιδίων, με τις οποίες η ύλη πιστεύεται ότι έχει οργανωθεί σε πολύπλοκες μορφές. Ωστόσο, είναι αυτή η οργάνωση υψηλής τάξης που απαιτεί επίσης μια αιτία στη φύση. Πίσω από τις ιδιότητες της ύλης κρύβονται μαθηματικές αναλογίες και αριθμοί που υποδηλώνουν αρμονικές σχέσεις και συμμετρίες στη φύση, χωρίς τις οποίες το Σύμπαν δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί και να εξελιχθεί. Σύμφωνα με αυτές τις αναλογίες μαθηματικής φύσης, όλα τα πράγματα στο Σύμπαν δημιουργούνται και ακολουθούν κανόνες και μονοπάτια τάξης και μορφής. Είναι αυτές οι τυποποιημένες διαδικασίες που μπορούν να συσχετιστούν ή να ταυτιστούν με τα αρχέτυπα. Είναι τα αρχέτυπα που σχεδιάζουν τα μονοπάτια ή τα «νήματα» του Καρτέσιου που διαμορφώνουν το σχήμα των μαγνητικών γραμμών.

 

Στην κλασική φυσική τα στοιχειώδη σωματίδια θεωρούνταν σημειακές δομές, αδιάστατα και αδιάκριτα το ένα από το άλλο, χωρίς σχήμα ή μορφή. Αυτό το μοντέλο έχει αλλάξει, καθώς τα πρωτόνια και τα νετρόνια έχουν βρεθεί ότι αποτελούνται από κουάρκ, τα ηλεκτρόνια θεωρείται ότι περιβάλλονται από «αύρες» ή ότι σχηματίζουν «ηλεκτρονικά νέφη» και δομές που περιγράφονται από συναρτήσεις πιθανότητας, ενώ τα συζευγμένα σωματίδια παρατηρούνται να έχουν την παράξενη ιδιότητα να «αλληλεπιδρούν» το ένα με το άλλο ακαριαία. Τέτοιες παρατηρήσεις έχουν οδηγήσει τους σύγχρονους επιστήμονες να υποψιάζονται ότι τα «στοιχειώδη σωματίδια» είναι πραγματικά μέρη αδιαίρετων και συλλογικών διαδικασιών και οντοτήτων. Στην περίπτωση του μαγνητικού πεδίου, για παράδειγμα, φαίνεται ότι το σώμα του μαγνήτη, μαζί με τις μαγνητικές γραμμές, σχηματίζουν μια οντότητα που μπορεί να καθοδηγήσει τα ρινίσματα σιδήρου στην πορεία τους. Κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί ένα αρχέτυπο που μοιάζει με αράχνη που αντιστοιχεί στην εικόνα της διαδικασίας, με τα άκρα της αράχνης να συνθέτουν τις μαγνητικές γραμμές, και τα «δάχτυλα των ποδιών» της να αφήνουν ίχνη που παρατηρούνται ως «ηλεκτρόνια.» Κατά συνέπεια, όλα τα στοιχειώδη σωματίδια μπορούν να θεωρηθούν μέρη τέτοιων οντοτήτων ή διαδικασιών που αποτελούνται από καθαρή ενέργεια, και οι οποίες στην πραγματικότητα μπορούν να ταυτιστούν με τα αρχέτυπα.

 

Τα αρχέτυπα μπορούν να θεωρηθούν ως εκτεταμένες ενεργειακές μορφές ή κινούμενες δομές φτιαγμένες από καθαρή ενέργεια, που έχουν κάποια εσωτερική δομή, άρα μορφή, και των οποίων η δραστηριότητα αφήνει πίσω ίχνη που παρατηρούμε ως «πεδία» ή «σωματίδια.» Αλλά το πώς μοιάζουν τα αρχέτυπα είναι δευτερεύον, δεδομένου ότι οι γεωμετρικές αναπαραστάσεις δεν είναι τίποτα περισσότερο από αφηρημένες απεικονίσεις εννοιών. Τα αρχέτυπα θα πρέπει να θεωρούνται περισσότερο σαν μορφώματα, «σύννεφα πιθανοτήτων,» τα οποία παίρνουν ένα δεδομένο σχήμα σε μια δεδομένη στιγμή. Όχι μόνο το σχήμα αλλά και η σημασία των μορφωμάτων αυτών μπορεί να διαφέρουν από καιρό σε καιρό σε σχέση τόσο με τις φαινομενικές φυσικές αλληλεπιδράσεις όσο και με τις ψυχικές διεργασίες του υποβάθρου. Αρκεί εδώ να τονίσουμε το γεγονός ότι τα αρχέτυπα συμπεριφέρονται σχετικιστικά (και με την ψυχική έννοια). Εκφράζονται σε σχέση με ένα συναίσθημα, και επιδρούν στην ψυχή επηρεάζοντας τη συναισθηματική της κατάσταση. Οι αλλαγές που συμβαίνουν, ωστόσο, μπορούν να εκδηλωθούν και σωματικά, έτσι ώστε να γίνουν επαρκώς προβλέψιμες.

 

Όποια και αν είναι η φύση των αρχετύπων, θα πρέπει πάντα να βρίσκουμε τρόπους να δίνουμε σχήμα και ονόματα σε ιδέες και έννοιες, και να συσχετίζουμε αυτές τις ιδέες με τον φυσικό κόσμο. Τα αρχέτυπα αντιστοιχούν σε τέτοιες συμβολικές αναπαραστάσεις «ψυχικών υπερδομών,» οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως γέφυρα που συνδέει την «ψυχή» και τη «φύση.» Το πρόβλημα με τις τρέχουσες φυσικές θεωρίες, ή ακόμα και με τις μεθόδους της σύγχρονης ψυχολογίας, είναι ότι επικεντρώνονται στις διαδικασίες χωρίς να δίνουν καμία προσοχή στις υποκείμενες αιτίες. Η αληθινή αιτία που κάνει τα πράγματα να «κινούνται» μπορεί να μην είναι η φυσική δύναμη ή η ενστικτώδης ορμή, αλλά η υποκείμενη δομή που κάνει τα πράγματα να «αισθάνονται» τη δύναμη. Έτσι, οι φυσικές σταθερές μπορούν να εκφράσουν τις αναλογίες του προτύπου με βάση το οποίο κινούνται τα πράγματα. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε όχι μόνο να προβλέψουμε την πορεία ή τη συμπεριφορά ενός αντικειμένου, αλλά και να κατανοήσουμε την έννοια που έκανε δυνατή την περιγραφή.

  

Ο Χρυσός Σκαραβαίος

Αυτό που πραγματικά διακρίνει τον Καρλ Γιουνγκ από ίσως όλους τους άλλους ψυχιάτρους είναι ότι εκτός από τη μελέτη των αιτιών της συμπεριφοράς προσπάθησε επίσης να ανακαλύψει τις αρχές που βρίσκονται πίσω από τις αιτίες. Όντας διάδοχος της ψυχαναλυτικής μεθόδου του Φρόυντ, σκέφτηκε το ασυνείδητο όχι μόνο ως μια συλλογή καταπιεσμένων εμπειριών, αλλά περισσότερο ως μια προϋπάρχουσα δομή που αντιστοιχεί σε αναδυόμενες εμπειρίες. Ως εκ τούτου, υπέθεσε την ύπαρξη του συλλογικού ασυνείδητου, κοινού σε όλους τους ανθρώπους, ενώ το άτομο παίρνει κάποια χαρακτηριστικά από αυτό το «ασυνείδητο δυναμικό» κατά τη στιγμή της γέννησης και κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ο Γιουνγκ θεωρούσε τα αρχέτυπα ως τις βασικές δομές του συλλογικού ασυνείδητου. Προχώρησε ένα βήμα παραπέρα για να υποθέσει ότι δεν υπάρχει θεμελιώδης διάκριση μεταξύ του κόσμου της ψυχής και του φυσικού κόσμου. Τα ψυχικά φαινόμενα σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο άμεσα με τα φυσικά φαινόμενα, με τέτοιο τρόπο ώστε οι ψυχικές καταστάσεις να μπορούν να επηρεάσουν τα φυσικά αντικείμενα και αντίστροφα, με τα αρχέτυπα να είναι οι μεσολαβητές. Ονόμασε τέτοιες διαδικασίες νοήμονες συμπτώσεις, που προκύπτουν κατά τη διάρκεια μιας κατάστασης μειωμένης συνείδησης, η οποία βοηθά τα αρχέτυπα να αναδυθούν.

 

Στο βιβλίο του Συγχρονικότητα- Μια μη αιτιακή συνδετική αρχή,[1] λέει ο Γιουνγκ σχετικά με την ιδέα της συγχρονικότητας:

 

«Το πρόβλημα της συγχρονικότητας με έχει προβληματίσει για πολύ καιρό, από τα μέσα της δεκαετίας του '20, όταν ερευνούσα τα φαινόμενα του συλλογικού ασυνείδητου, και συνέχιζα να συναντώ συνδέσεις που δεν μπορούσα να εξηγήσω ως ομαδοποιήσεις της τύχης, ή «σειρές.» Αυτό που βρήκα ήταν «συμπτώσεις» που συνδέονταν με τέτοιο νόημα ώστε η «τυχαία» τους συμφωνία θα αντιπροσώπευε ένα βαθμό απιθανότητας που θα έπρεπε να εκφραστεί από ένα αστρονομικό νούμερο. Για παράδειγμα, θ’ αναφέρω ένα περιστατικό από τις δικές μου παρατηρήσεις. Μία νεαρή γυναίκα που παρακολουθούσα είχε, σε μία κρίσιμη στιγμή για την κατάστασή της, ένα όνειρο στο οποίο είδε ένα χρυσό σκαραβαίο. Ενώ μου διηγιόταν αυτό το όνειρο, στεκόμουν με την πλάτη προς το κλειστό παράθυρο. Ξαφνικά άκουσα ένα θόρυβο πίσω μου, σαν ένα σιγανό χτύπημα. Γύρισα και είδα ένα ιπτάμενο έντομο να χτυπάει στο τζάμι του παραθύρου από έξω. Άνοιξα το παράθυρο, και έπιασα το έντομο στον αέρα καθώς μπήκε μέσα. Επρόκειτο για το κοντινότερο ανάλογο με ένα χρυσό σκαραβαίο που βρίσκει κάποιος στα δικά μας πλάτη, ένα σκαθάρι σκαραβαίο, το είδος Cetonia aurata, που, αντίθετα με αυτό που κάνει συνήθως, είχε προφανώς αιστανθεί μία παρόρμηση να μπει μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο τη συγκεκριμένη στιγμή. Πρέπει να παραδεχτώ ότι τίποτε παρόμοιο δε μου ξανασυνέβη από τότε, και ότι το όνειρο της ασθενούς παρέμεινε μοναδικό στην εμπειρία μου.

 

Δεν είναι δυνατό να εξετάσουμε λεπτομερώς το εμπειρικό υλικό χωρίς ένα κριτήριο διάκρισης. Πώς θα ξεχωρίσουμε τους μη αιτιακούς συνδυασμούς γεγονότων, εφόσον είναι προφανώς αδύνατο να εξετάσουμε όλα τα τυχαία συμβάντα για την αιτιότητά τους; Η απάντηση είναι ότι τα μη αιτιακά γεγονότα ίσως αναμένονται περισσότερο εκεί που, ύστερα από μία προσεκτικότερη ματιά, μία αιτιακή σύνδεση φαίνεται αδιανόητη.»

[https://s3.us-west-1.wasabisys.com/luminist/EB/I-J-K/Jung%20-%20Synchronicity.pdf]

 

Εκτός από τη θεραπευτική επίδραση μιας τέτοιας εμπειρίας, το ερώτημα και πάλι είναι: Μπορούμε να αναπαράγουμε τα αποτελέσματα ενός τέτοιου πειράματος; Για παράδειγμα, μπορούμε να παρατηρήσουμε στο εργαστήριο ένα υποκείμενο να κάνει ένα σκαθάρι να εμφανιστεί στο παράθυρο του εργαστηρίου, ενώ το υποκείμενο σκεφτόταν ή ονειρευόταν ένα σκαθάρι; Τι «άλλο» μπορεί να προσελκύσει ένα σκαθάρι, εκτός από το φως ή τις γλυκές οσμές; Υπάρχει κάποιο είδος άγνωστου «πεδίου,» το οποίο τα έντομα αντιλαμβάνονται, και από το οποίο έλκονται; Παίρνει ένα τέτοιο πεδίο μια ειδική μορφή για να προσελκύσει ένα σκαθάρι, για παράδειγμα, αντί για μια μέλισσα; Μπορεί ένα τέτοιο πεδίο να παραχθεί από τον εγκέφαλο ή να γίνει αισθητό από την ψυχή σε κατάσταση περισυλλογής ή έκστασης; Μπορούν ζωντανά πλάσματα που ανήκουν σε διαφορετικά είδη να συντονιστούν μεταξύ τους έτσι ώστε ένας άνθρωπος και ένα σκαθάρι να προσελκύονται αμοιβαία;

 

Δεν υπάρχει κανένας λόγος, υποθέτω, να αποκλείσουμε μια τέτοια πιθανότητα πριν αμφισβητήσουμε το φαινόμενο, το οποίο υποτίθεται ότι έχει επίσης θεραπευτικά αποτελέσματα. Ίσως κάθε πράγμα ή ον να έχει τη δική του ειδική «συχνότητα,» κάτι σαν ψυχική υπογραφή, έτσι ώστε τα πράγματα ή τα όντα να μπορούν να συντονιστούν με φυσικά πεδία της ίδιας συχνότητας. Ο όρος «πεδίο» μπορεί να θεωρηθεί ευρέως. Τα πεδία είναι δονήσεις σε ένα μέσο, ή ακόμα και στο κενό. Αν η ψυχή θεωρηθεί ως μια άλλη μορφή μέσου, τότε πόσο δυνατόν είναι να μας ελκύουν τα φαινόμενα της ψυχής με ανάλογο τρόπο που μας ελκύει μια φυσική δύναμη; Μπορεί να μας «ελκύει» ένα τραγούδι που ακούμε, όπως δύο σώματα που «νιώθουν» τη δύναμη της βαρύτητας. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις η πραγματικότητα είναι το «αίσθημα.» Επιπλέον, υπάρχει ένα είδος επίδρασης που μας επιβάλλεται από κάτι υποθετικό, είτε ένα ηχητικό είτε ένα βαρυτικό κύμα. Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαμε να μετρήσουμε την ένταση της «δύναμης» μετρώντας είτε τη δραστηριότητα του εγκεφάλου είτε την απόκριση ενός δυναμόμετρου. Αλλά ανεξάρτητα από το πώς αντιλαμβανόμαστε τις συνέπειες μιας εμπειρίας ή πώς ερμηνεύουμε τα αποτελέσματα ενός πειράματος, ο συντονισμός μεταξύ του «αντικειμένου» και της «δύναμης» υποδηλώνει κάποιο είδος τάξης παρόμοιο με εκείνο που κάνει έναν σκύλο να ανταποκρίνεται στο κάλεσμά μας. Κατά συνέπεια, αυτό το είδος τάξης εκδηλώθηκε στην περίπτωση του Γιουνγκ, συμπεριλαμβάνοντας τον ίδιο, την ασθενή και το σκαραβαίο.

 

Ο Γιουνγκ αναφέρει άλλο ένα παράδειγμα, αυτό με το «πρωταπριλιάτικο ψάρι:»[2]

 

Σαν παράδειγμα θα ανέφερα τον «πολλαπλασιασμό των περιπτώσεων» (multiplication of cases) που είναι ένα φαινόμενο καλά γνωστό σε κάθε γιατρό. Περιστασιακά υπάρχει μία έξαρση ή κάτι ακόμη περισσότερο, ώστε ο Paul Kamerer[3] να μιλά για ένα «νόμο των σειρών» (law of series), για τον οποίο δίνει μερικά έξοχα παραδείγματα. Στην πλειοψηφία αυτών των περιπτώσεων, δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα κάποιας αιτιακής σύνδεσης μεταξύ των συμπτωματικών γεγονότων.

 

Ομαδοποιήσεις τύχης (chance groupings) ή σειρές φαίνονται, τουλάχιστον για το σύγχρονο τρόπο σκέψης, να είναι χωρίς νόημα, και να εμπίπτουν σαν γενικός κανόνας στα όρια της πιθανότητας. Υπάρχουν, εντούτοις, περιστατικά των οποίων η «τυχαιότητα» φαίνεται ανοιχτή στην αμφιβολία. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα από πολλά, σημείωσα τα εξής την 1η Απριλίου 1949: Σήμερα είναι Παρασκευή. Έχουμε ψάρι για μεσημεριανό. Κάποιος συμβαίνει να αναφέρει το έθιμο του «πρωταπριλιάτικου ψαριού.» Το ίδιο πρωί σημείωσα μία επιγραφή που έλεγε: «Est homo totus medius piscis ab imo.» Το απόγευμα μία παλιά ασθενής μου, που δεν είχα δει για μήνες, μου έδειξε μερικές εξαιρετικά εντυπωσιακές εικόνες ψαριών που είχε στο μεταξύ ζωγραφίσει. Το ίδιο απόγευμα μου έδειξαν ένα κομμάτι κεντήματος με θαλάσσια τέρατα που έμοιαζαν με ψάρια. Το πρωινό της 2ης Απριλίου μία άλλη ασθενής μου, που είχα να δω πολλά χρόνια, μου μίλησε για ένα όνειρο στο οποίο καθόταν στην όχθη μίας λίμνης όταν είδε ένα τεράστιο ψάρι να κολυμπάει κατά πάνω της, και να σταματάει μπροστά στα πόδια της. Ασχολιόμουν εκείνο τον καιρό με μία μελέτη σχετικά με το σύμβολο του ψαριού στην ιστορία. Μόνο ένα από τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν ήξερε κάτι για αυτό. Η υποψία ότι πρόκειται για μία περίπτωση νοήμονης σύμπτωσης (meaningful coincidence), δηλ., μία μη αιτιακή σύνδεση, είναι πολύ φυσική.»

 

Ο Γιουνγκ κατηγοριοποιεί τα φαινόμενα στα οποία αναφέρεται σε τρεις ομάδες:

1) Η σύμπτωση μιας ψυχικής κατάστασης του παρατηρητή με ένα ταυτόχρονο, αντικειμενικό, εξωτερικό γεγονός που αντιστοιχεί στην ίδια ψυχική κατάσταση ή περιεχόμενο (π.χ. ο σκαραβαίος), όπου δεν υπάρχουν ενδείξεις αιτιώδους σύνδεσης μεταξύ της ψυχικής κατάστασης και του εξωτερικού γεγονότος, και όπου, λαμβάνοντας υπόψη την ψυχική σχετικότητα του χώρου και του χρόνου, μια τέτοια σύνδεση δεν είναι καν νοητή.

2) Η σύμπτωση μιας ψυχικής κατάστασης με ένα αντίστοιχο (περισσότερο ή λιγότερο ταυτόχρονο) εξωτερικό γεγονός που λαμβάνει χώρα έξω από το πεδίο αντίληψης του παρατηρητή, δηλαδή από απόσταση, και το οποίο είναι επαληθεύσιμο μόνο μετά.

3) Η σύμπτωση μιας ψυχικής κατάστασης με ένα αντίστοιχο, ανύπαρκτο ακόμη μελλοντικό γεγονός, το οποίο είναι μακρινό στο χρόνο, και το οποίο επίσης μπορεί να επαληθευτεί μόνο αργότερα.

 

Και συμπληρώνει:

 

«Στις ομάδες 2 και 3, τα γεγονότα που συμπίπτουν δεν είναι ακόμη παρόντα στο πεδίο αντίληψης του παρατηρητή, αλλά έχουν προβλεφθεί εγκαίρως στο βαθμό που μπορούν να επαληθευτούν μόνο αργότερα. Για το λόγο αυτό ονομάζω τέτοια γεγονότα συγχρονιστικά, κάτι που δεν πρέπει να συγχέεται με το σύγχρονα...

 

Τα συγχρονιστικά φαινόμενα αποδεικνύουν την ταυτόχρονη εμφάνιση σημαντικών ισοδυναμιών σε ετερογενείς, αιτιακά άσχετες διαδικασίες. Με άλλα λόγια, αποδεικνύουν ότι ένα περιεχόμενο που αντιλαμβάνεται ένας παρατηρητής μπορεί, ταυτόχρονα, να αναπαρασταθεί από ένα εξωτερικό γεγονός, χωρίς καμία αιτιώδη συνάφεια. Από αυτό προκύπτει είτε ότι η ψυχή δεν μπορεί να εντοπιστεί στο διάστημα, είτε ότι ο χώρος είναι σχετικός με την ψυχή. Το ίδιο ισχύει και για τον χρονικό προσδιορισμό της ψυχής και την ψυχική σχετικότητα του χρόνου. Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι η επαλήθευση αυτών των ευρημάτων πρέπει να έχει εκτεταμένες συνέπειες.»

 

Διαγράμματα Πάουλι- Γιουνγκ




Η προηγούμενη εικόνα προέρχεται από το βιβλίο Atom and the Archetype, το οποίο περιέχει επιστολές από την αλληλογραφία μεταξύ του φυσικού Βόλφγκανγκ Πάουλι και του Καρλ Γιουνγκ.

 

Το ίδιο βιβλίο περιλαμβάνει ένα αδημοσίευτο δοκίμιο γραμμένο από τον Πάουλι, Σύγχρονα παραδείγματα φυσικής υποβάθρου.[4] Σε αυτό το δοκίμιο, Ο Πάουλι συγκρίνει το φαινόμενο της σειριακότητας που αναφέραμε προηγουμένως (γεγονότα που έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται μόλις εμφανιστούν) με ένα ανάλογο φαινόμενο που συμβαίνει στην οπτική.

 


Η γραμμή D στην προηγούμενη εικόνα είναι αυτή του ατόμου νατρίου. Οι φασματικές γραμμές παράγονται καθώς τα άτομα απορροφούν και επανεκπέμπουν ενέργεια με τη μορφή φωτονίων με συγκεκριμένες συχνότητες. Οι φασματικές γραμμές είναι ένα είδος ταυτότητας για κάθε χημικό στοιχείο. Οι διπλές γραμμές (doublets) παράγονται όταν δύο καταστάσεις του ατόμου εμπλέκονται σε μία μόνο διέγερση, και περιγράφονται από την κβαντική μηχανική. Ο ισοτοπικός διαχωρισμός είναι παρόμοιος, αν και στην περίπτωση αυτή οι γραμμές αντιστοιχούν στις διαφορετικές μάζες του πυρήνα (τα ισότοπα έχουν τον ίδιο αριθμό ηλεκτρονίων αλλά διαφορετικό αριθμό νετρονίων).

 

Γεγονότα ή αντικείμενα φαίνεται να συμπεριφέρονται σαν «μονάδες» που έχουν την ιδιότητα να εμφανίζονται και να διασπώνται αυθόρμητα, ή να ταξιδεύουν στο χώρο και το χρόνο ακαριαία. Στην περίπτωση του προαναφερθέντος παραδείγματος του Γιουνγκ με το ψάρι, είναι κάποιο αρχέτυπο που συμπεριφέρεται σαν ανεξάρτητη μονάδα, η οποία παίρνει σε αυτή την περίπτωση το σχήμα ενός ψαριού, προκαλώντας «νοήμονα» γεγονότα ή συμπτώσεις, ή κάνοντας «εικόνες» με παρόμοιο περιεχόμενο να εμφανίζονται. Στην περίπτωση του Πάουλι, τα άτομα συμπεριφέρονται σαν μονάδες ή μέρη μονάδων που έχουν την ιδιότητα της αυθόρμητης σχάσης. Η ραδιενέργεια είναι ένα άλλο παράδειγμα που αναφέρει ο Πάουλι.

 

Για να επανέλθουμε στην προηγούμενη εικόνα, Ο Πάουλι αναρωτιέται αν ο διαχωρισμός των φασματικών γραμμών είναι ένα φυσικό ή ψυχικό γεγονός. Ποιος είναι ο ρόλος της παρατήρησης ή της συνείδησης στην όλη διαδικασία; Ο Πάουλι δίνει το παράδειγμα της αστρικής προβολής- την εμπειρία που έχουν πολλοί άνθρωποι να βλέπουν τον εαυτό τους να προβάλλεται έξω από το σώμα. Ο Πάουλι κάνει έναν υπαινιγμό ότι με κάποιο τρόπο το ασυνείδητο μυαλό ή η ψυχή κάνει την προβολή, και ότι με κάποιο τρόπο αυτή η προβολή επιστρέφει με τη μορφή ενός συνειδητού γεγονότος. Επομένως, το φυσικό μας σώμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η προβολή ή η «ενσάρκωση» στο φυσικό επίπεδο του «αιθέριου» ή πνευματικού σώματος, που ζει στο ψυχικό επίπεδο.   

 

Ο Πάουλι καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:

 

«Συνοπτικά, μπορούμε να ερμηνεύσουμε το υλικό που δίνεται ως εξής: Το ασυνείδητο εκτελεί αυθόρμητα μια προβολή του ενός συμπληρωματικού ζεύγους αντιθέτων στο άλλο, με το ενεργειακό επίπεδο ή τον αριθμό μάζας από την μία πλευρά, να αντιστοιχεί συμβολικά στο επίπεδο συνείδησης από την άλλη.»

 

Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι οι προβολές είναι και οι δύο εικονικές. Η εικόνα που δημιουργείται από το ασυνείδητο είναι εικονική, αλλά και η εικόνα που γίνεται αντιληπτή από το συνειδητό είναι επίσης εικονική. Η πρώτη μπορεί να βρεθεί σε κάποιον υπερβατικό χώρο, ενώ η δεύτερη μπορεί να βρεθεί στο μυαλό. Και τίθεται το ακόλουθο ερώτημα: Είναι πραγματικά τα φυσικά αντικείμενα; Βρίσκεται πραγματικά μια καρέκλα εκεί έξω; Η πιο πειστική απάντηση που θα μπορούσε κανείς να δώσει είναι η ακόλουθη: είναι θέμα ερμηνείας. Η καρέκλα στην οποία καθόμαστε μπορεί να μην βρίσκεται «μέσα» μας, αλλά ό, τι σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε για την καρέκλα είναι στην πραγματικότητα αντιλήψεις που βρίσκονται μέσα μας. Επομένως, δεν υπάρχει απόλυτη «καρέκλα» ή απόλυτο «εμείς,» αλλά τόσο εμείς όσο και η καρέκλα σχηματίζουμε ένα ζευγάρι πραγμάτων που σχετίζονται με κάποιο τρόπο μεταξύ τους. Αυτό που πραγματικά υπάρχει είναι αυτή η Ενότητα και τα αρχέτυπα που αποτελούν τη βασική δομή της.

 

Επομένως, τα αρχέτυπα είναι πραγματικά σχετικιστικά. Δεν υπάρχουν από μόνα τους, αλλά σε σχέση με τον παρατηρητή. Μια άλλη σχετικιστική ιδιότητα των αρχετύπων είναι ότι αψηφούν το χώρο και το χρόνο. Ίσως θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνα για την ίδια τη δημιουργία του χωροχρόνου, σύμφωνα με τις ανάγκες των σχετικών διαδικασιών. Για παράδειγμα, ένα αρχέτυπο που σχετίζεται με την υπομονή θα μπορούσε να κάνει το χρόνο να επιβραδύνει, ενώ ένα αρχέτυπο που σχετίζεται με την προθυμία θα μπορούσε να κάνει το χρόνο να κινείται πιο γρήγορα. Ανεξάρτητα από το πώς μπορούμε να μετρήσουμε τον ψυχολογικό χρόνο, γνωρίζουμε ήδη ότι ο φυσικός χρόνος είναι σχετικός. Ως εκ τούτου, είναι πραγματικά δύσκολο να βρεθεί κάποιο απόλυτο μέτρο του χρόνου στο εξής. Κατά συνέπεια, δεν φαίνεται να έχει νόημα να ορίσουμε ένα αντικείμενο στο χώρο χωρίς τη δράση της παρατήρησης, ή χωρίς τα αποτελέσματα που παράγει το αντικείμενο στο χώρο με την απλή παρουσία του. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ συγχρονικότητας και αιτιότητας είναι, υποθέτω, η διάκριση μεταξύ των διαδικασιών που έλαβαν χώρα στο παρασκήνιο (οι προκαθορισμένες δομές του φαινομένου) και των διαδικασιών στο προσκήνιο (η λήψη των πληροφοριών και η εξαγωγή συμπερασμάτων).

 

Πτυχές της αστρολογίας

Για κάποιους η αστρολογία μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια ψευδοεπιστήμη. Ωστόσο, η ιστορία της αστρολογίας πηγαίνει πίσω στην αρχή του πολιτισμού. Είναι η αστρολογία κάτι περισσότερο από μια «πρωτόγονη αστρονομία; » Αν και στη σύγχρονη φυσική οι πλανητικές όψεις σχετίζονται μόνο με φυσικές δυνάμεις όπως η βαρύτητα, στους αρχαίους πολιτισμούς (π.χ. Αιγύπτιοι, Αζτέκοι, Κινέζοι κ.λπ.) η επίδραση των πλανητών θεωρήθηκε τόσο αστρονομικά όσο και αστρολογικά. Κάποιος μπορεί να πει ότι οποιεσδήποτε συμπτώσεις σε σχέση με τις πλανητικές όψεις μπορούν να αποδοθούν στο γεγονός ότι όλα τα ουράνια σώματα υπακούουν στους ίδιους φυσικούς νόμους. Αλλά πώς θα μπορούσαν οι φυσικοί νόμοι να σχετίζονται με την ανθρώπινη ψυχολογία σε σχέση με τους πλανήτες; Για παράδειγμα, ακόμα δεν γνωρίζουμε αν και πώς το φεγγάρι επηρεάζει εμάς και τη γη εκτός από το να προκαλεί τις παλίρροιες. Ποια θα μπορούσε πραγματικά να είναι η αιτία κάποιων μυστηριωδών και ασύλληπτων επιρροών του φεγγαριού εκτός από εκείνες που οφείλονται στη βαρύτητα; Φταίει ο φωτεινός τεράστιος σεληνιακός δίσκος της πανσελήνου που φωτίζει τα πρόσωπά μας και διεγείρει το σώμα μας; Ή είναι απλώς το αποτέλεσμα των δικών μας προδιαθέσεων και δεισιδαιμονιών; Αλλά πώς γίνεται να υπάρχουν τέτοιες προδιαθέσεις αν δεν υπάρχει κάποια υποκείμενη αιτία που τις προκαλεί; Πώς γίνεται μύθοι για τους πλανήτες και τα αστέρια να υπάρχουν χωρίς κανένα κομμάτι αλήθειας στον πυρήνα τους; Είναι ίσως αυτό το κομμάτι της αλήθειας που η αστρολογία πρέπει να ανακαλύψει ξανά σε ένα σύγχρονο επιστημονικό πλαίσιο.

 

Δεδομένου ότι οποιαδήποτε πιθανή ψυχική επίδραση των πλανητών δεν θα οφείλεται σε φυσικές δυνάμεις, είναι απλό να προτείνουμε ότι στην αστρολογία οι πλανήτες αντιπροσωπεύουν (ή θα έπρεπε να αντιπροσωπεύουν) σύμβολα αντί για φυσικά αντικείμενα. Επομένως, η δύναμη που ασκούν είναι «μεταφυσική,» όχι φυσική. Τα αστρολογικά ζώδια τη στιγμή της γέννησης, ακόμα και αν αντιστοιχούν στις φυσικές θέσεις των αντίστοιχων πλανητών, πρέπει να ερμηνευτούν συμβολικά στην αστρολογία, ώστε να αποκαλύψουν το μονοπάτι της ζωής που θα ακολουθήσει κανείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ζωή κάποιου καθορίζεται απόλυτα από τις πλανητικές όψεις κατά τη στιγμή της γέννησης, αλλά ότι αυτές οι όψεις εκφράζουν κάποιες αρχικές συνθήκες που σχετίζονται με τον χαρακτήρα του ατόμου, και προδιαθέτουν γεγονότα που θα συμβούν κατά τη διάρκεια της ζωής του. Με αυτή την έννοια, οι πλανήτες, και γενικά τα αστρολογικά ζώδια, αντιπροσωπεύουν σύμβολα που αντιστοιχούν σε ψυχικές δραστηριότητες (ζωή, θάνατος, τύχη, ατύχημα, γάμος, πλούτος, γνώση, κ.λπ.)

 

Μερικοί άνθρωποι μπορεί να πουν ότι η αστρολογία έχει ξεπεραστεί από την αστρονομία, αλλά ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι σίγουρα ψευδής. Η σύγχρονη φυσική μπορεί να προβλέψει τις τροχιές των ουράνιων σωμάτων, αλλά δεν έχει τίποτα να πει για την πορεία της ζωής που θα ακολουθήσει ένα άτομο. Μπορεί να εκτιμήσει τη διάρκεια ζωής των άστρων, αλλά όχι των ανθρώπων. Μπορεί να περιγράφει τα χρώματα ως συχνότητες δονούμενης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, αλλά όχι ως εμπειρία της ανθρώπινης ψυχής.

 

Ίσως σε 500 χρόνια από τώρα οι άνθρωποι εκείνης της εποχής να κοιτάξουν πίσω και να θεωρήσουν τη «σύγχρονη» εποχή μας ως έναν άλλο Μεσαίωνα, έχοντας προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία επιστημονικών εφαρμογών, αλλά τίποτα μοναδικό σε σχέση με την πνευματικότητα ή το αληθινό νόημα και σκοπό των ανθρώπινων όντων που ζουν σε αρμονία με τον εαυτό τους, με όλα τα άλλα όντα και με το Σύμπαν. Από τη μία πλευρά, η σύγχρονη επιστήμη έχει γίνει υπερβολικά μηχανιστική, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι επιστήμες της ψυχής, όπως η αστρολογία, έχουν αγνοηθεί.

 

Μια τέτοια ενοποιητική αρχή είναι αυτό που αναζητούν όλες οι «θεωρίες των πάντων.» Με αυτή την έννοια, οι πλανήτες και γενικά τα ουράνια αντικείμενα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται θεμελιωδώς ως σύμβολα που αντιστοιχούν σε αρχέτυπα που καθοδηγούν εκ των άνωθεν τις καθημερινές διαδικασίες. Με άλλα λόγια, οι πλανήτες και τα αστέρια ως φυσικά βαρυτικά σώματα σε τροχιά το ένα γύρω από το άλλο θα πρέπει να κατανοηθούν ως μία εκδήλωση, μεταξύ πολλών, των αρχέτυπων. Οι πλανήτες ως αστρολογικά σύμβολα που ασκούν δυνάμεις στην ανθρώπινη ψυχή είναι μια άλλη εκδήλωση. Οι πλανήτες και οι αστερισμοί που αντιστοιχούν σε μύθους για θεούς και ήρωες είναι ένας άλλος τρόπος να εκφράσουμε το νόημα ή να περιγράψουμε τα μονοπάτια του ανθρώπινου πεπρωμένου. Οι αναπαραστάσεις των ουράνιων σωμάτων είτε ως αστρολογικά ζώδια, είτε ως ποσότητες ύλης, είτε ως θεότητες, όλα είναι διαφορετικές εκδηλώσεις των αρχέτυπων της Συμπαντικής Ψυχής, που προβάλλονται στην ψυχή του ατόμου, επηρεάζοντας τις καθημερινές μας πράξεις και προδιαγράφοντας τη ζωή μας.

  

Πλανητικά σύμβολα

Ίσως ένας από τους καλύτερους τρόπους προσέγγισης των αρχετύπων είναι η μυθολογία. Οι μύθοι σχετίζονται με φανταστικές ιστορίες που περιγράφουν την ανθρώπινη εμπειρία σχετικά με την προέλευση του κόσμου, το νόημα της ζωής και τις λειτουργίες της ανθρώπινης ψυχής, καθώς η εμπειρία προκύπτει μέσα από φαντασιώσεις, όνειρα και οράματα. Έτσι, υπάρχουν μύθοι δημιουργίας, μύθοι θεοποίησης και μύθοι που περιγράφουν ψυχικά συμπλέγματα.

 

Ένα παράδειγμα μύθου δημιουργίας είναι η ιστορία του Τιτάνα Κρόνου. Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, σε έναν αρχαίο μύθο που καταγράφηκε από τη Θεογονία του Ησιόδου, ο Κρόνος ζήλευε τη δύναμη του πατέρα του, του κυβερνήτη του Σύμπαντος, Ουρανού. Ο Ουρανός προκάλεσε την εχθρότητα της μητέρας του Κρόνου, της Γαίας, όταν έκρυψε τα γιγαντιαία μικρότερα παιδιά της Γαίας, τους Εκατόγχειρες και τους μονόφθαλμους Κύκλωπες, στα Τάρταρα, για να μην δουν το φως. Η Γαία δημιούργησε ένα μεγάλο πέτρινο δρεπάνι, και έπεισε τον Κώνο να ευνουχίσει τον Ουρανό. Όταν ο Ουρανός συναντήθηκε με τη Γαία, ο Κρόνος του επιτέθηκε με το δρεπάνι, ευνουχίζοντάς τον, και ρίχνοντας τα γεννητικά του όργανα στη θάλασσα. Από το αίμα που χύθηκε από τον Ουρανό και έπεσε πάνω στη γη, δημιουργήθηκαν οι Γίγαντες, οι Ερινύες και οι Μελιάδες. Τα γεννητικά του όργανα παρήγαγαν έναν λευκό αφρό από τον οποίο αναδύθηκε η θεά Αφροδίτη.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Cronus]

 

Αυτός είναι σίγουρα ένας μύθος δημιουργίας, και είναι ενδιαφέρον να γίνει η σύγκριση μεταξύ των Εκατόγχειρων και των γαλαξιών, ή μεταξύ των Κυκλώπων και των μαύρων τρυπών. Αλλά το θέμα είναι ότι μια τέτοια σύγκριση προϋποθέτει την παρατήρηση των γαλαξιών και την ανακάλυψη των μαύρων τρυπών, επομένως είναι μόνο μια πιθανή αναπαράσταση μεταξύ πολλών του «αρχέτυπου της δημιουργίας» (μέσω του οποίου υλοποιείται η αιώνια ουράνια διαδικασία). Στις μέρες μας ο Κρόνος έχει ταυτιστεί με τον ομώνυμο πλανήτη. Ως εκ τούτου, ο μύθος αποκαλύπτει μια πιθανή σύνδεση μεταξύ ενός ουράνιου αντικειμένου (ο πλανήτης) και μιας συναισθηματικής κατάστασης (η ζήλια της Γαίας). Αλλά, φυσικά, δεν είναι ο πλανήτης που προκαλεί ζήλια. Αντίθετα, και τα δύο είναι περιγραφές ή πτυχές του ίδιου συμβόλου. 

 

Ένα παράδειγμα μύθου θεοποίησης είναι η ιστορία των Διόσκουρων. Συνδέεται με τους δίδυμους Κάστορα και Πολυδεύκη. Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, ο Πολυδεύκης ήταν θεϊκός (γιος του Δία), ενώ ο Κάστωρ ήταν θνητός (γιος βασιλιά). Όταν πέθανε ο Κάστωρ, επειδή ήταν θνητός, ο Πολυδεύκης παρακάλεσε τον πατέρα του Δία να δώσει στον Κάστορα αθανασία, και ο Δίας το έκανε ενώνοντάς τους στους ουρανούς (στον αστερισμό των Διδύμων).

[https://en.wikipedia.org/wiki/Gemini_%28constellation%29#Mythology]

 

Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα γιατί συσχετίζει τις δύο αντίθετες όψεις της ανθρώπινης φύσης, τη θνητή και τη θεϊκή. Μπορούμε να πούμε ότι όλοι μας έχουμε ένα θεϊκό αντίστοιχο, τον δικό μας ουράνιο αδελφό, με τον οποίο θα ενωθούμε μετά θάνατο στον ουρανό. Ο μύθος είναι ανάλογος με την πίστη στη μετενσάρκωση, σύμφωνα με την οποία η ψυχή αφήνει το θνητό σώμα μετά το θάνατο, και επανασυνδέεται με το «αιθέριο» σώμα. Επομένως, ο μύθος αποκαλύπτει το αντίστοιχο αρχέτυπο της «θέωσης,» και τις διαδικασίες με τις οποίες η ψυχή αναζητά την τελειότητα. 

 

Μια άλλη γνωστή κατηγορία μύθων έχει να κάνει με τις αιώνιες πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε σχέση με τους πιο αγαπημένους μας. Τέτοιες σχέσεις έχουν απαθανατιστεί σε ελληνικές τραγωδίες, και έχουν επίσης ταυτιστεί με βασικά πρότυπα συμπεριφοράς (συμπλέγματα) από τον Γιουνγκ και τον Φρόυντ. Μπορούμε να αναφέρουμε τα συμπλέγματα του Οιδίποδα (μεταξύ γιου και μητέρας), της Ηλέκτρας (μεταξύ κόρης και πατέρα), της Ιοκάστης (μεταξύ μητέρας και γιου), της Φαίδρας (μεταξύ μητριάς και θετού γιου), της Αντιγόνης (η αφοσίωση της κόρης στον πατέρα της), της Κλυταιμνήστρας (μεταξύ συζύγων) κ.λπ. Τέτοιες ιστορίες περιλαμβάνουν στοιχεία του ανθρώπινου χαρακτήρα και συμπεριφοράς που είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους ανά τους αιώνες. Αυτά τα μοτίβα κρυφής σεξουαλικής επιθυμίας φέρνουν στο μυαλό μου τη φυσική ιδιότητα του φορτίου, είτε ηλεκτρικού, είτε βαρυτικού (μάζα), είτε χρωματικού φορτίου, το οποίο προκαλεί αμοιβαία έλξη ή απώθηση, ανάλογα με την περίπτωση. Φυσικά τα σωματίδια δεν ερωτεύονται. Αλλά το θέμα είναι ότι πρέπει να υπάρχει κάποια κρυμμένη ποιότητα που εκφράζεται είτε ως ιδιότητα των σωματιδίων είτε ως επιθυμία της ψυχής. Ίσως οι κατά Γιουνγκ έννοιες της Άνιμα και του Άνιμους, για τις οποίες θα μιλήσουμε αργότερα, είναι οι πιο κοντινές για να φτάσουμε σε ένα αρχέτυπο που αποδίδει την ιδιότητα της έλξης σε όλα τα φυσικά αντικείμενα και σε όλα τα έμβια όντα.

 



Σχεδίασα το προηγούμενο διάγραμμα, που δείχνει μια πιθανή σχέση μεταξύ μύθων και αρχετύπων. Οι μύθοι αποκαλύπτουν τα καθολικά πρότυπα συμπεριφοράς, από τους αθάνατους ήρωες μέχρι τους θνητούς, ενώ η αστρολογική ερμηνεία προσφέρει μια αναλογία μεταξύ των πτυχών του ανθρώπινου χαρακτήρα και των αστερισμών στους οποίους ανήκουν οι ήρωες. Ως εκ τούτου, μπορεί να υπάρχει μια απλή αντιστοιχία μεταξύ της δομής των ουρανών και της δομής της ψυχής, και κάποιος μύθος για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ τους. Ακόμα προσπαθώ να συλλάβω την ιδέα ότι μια τέτοια αντιστοιχία είναι έμμεση, μη αιτιακή, ή μη τοπική, όπως μπορούμε να πούμε. Με άλλα λόγια, δεν είναι το ουράνιο αντικείμενο που προκαλεί την επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά το αρχέτυπο ή κάποια αρχή που συνδέει και επηρεάζει τόσο τα αστέρια όσο και την ψυχή. Στην πραγματικότητα, «αρχέτυπο» σημαίνει «αρχική μορφή,» έτσι ώστε τα αρχέτυπα να σχετίζονται ή να είναι οι «βασικές μορφές.» Αλλά η πραγματική «Μορφή» τέτοιων «μορφών» παραμένει άπιαστη. Ίσως οι Μορφές (με την έννοια των Ιδεών) μπορούν να θεωρηθούν ως συλλογικές οντότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν διάφορα «πράγματα,» «πρόσωπα,» ή «γεγονότα», σύμφωνα με τα οποία τα απτά αντικείμενα, τα ζωντανά πρόσωπα και τα φυσικά φαινόμενα διαμορφώνονται και εξελίσσονται. Επομένως, για να βρούμε μια πλήρη θεωρία που να περιλαμβάνει τόσο τις εκδηλώσεις της ύλης όσο και εκείνες της ψυχής, χρειαζόμαστε μια περιγραφή που να εξηγεί όχι μόνο γιατί οι πλανήτες «έλκονται,» αλλά και γιατί οι ψυχές «συμπαθιούνται»- ποια είναι η αρχή που συνδέει ή παράγει τόσο τη βαρύτητα όσο και την αγάπη. Ενδεχομένως αυτό να είναι μια θεωρία της Συνείδησης.

 

Το νόημα της τύχης

Η σύγχρονη φυσική δεν είναι λιγότερο μη αιτιοκρατική από τη σφαίρα των φαντασιώσεων και των αρχετύπων. Αν και φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από την αστρολογία και την αλχημεία, η βάση της μπορεί ακόμα να βρεθεί στη σφαίρα των φανταστικών οντοτήτων που συνθέτουν τον κόσμο. Τα σωματίδια περιγράφονται ως πιθανοκρατικές κυματοσυναρτήσεις, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν πραγματικές οντότητες σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες της κβαντικής μηχανικής. Ενώ οι πιθανότητες δεν αντιμετωπίζονται ως φυσικό πεδίο, τα σωματίδια φαίνεται να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις διαδρομές που πρέπει να ακολουθήσουν. Έτσι, η κατανομή των φυσικών οντοτήτων γίνεται μια ομοιόμορφη οντότητα, της οποίας τα μέρη λειτουργούν από κοινού, ενώ αλληλεπιδρούν στιγμιαία από απόσταση. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κατανομή ή οντότητα δεν μπορεί να εντοπιστεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο χώρο και το χρόνο χωρίς να χαθεί ολόκληρη η εικόνα της. Αλλά όλες αυτές οι οντότητες και οι διαδικασίες που αποτελούν τα φυσικά φαινόμενα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς τον παρατηρητή που εξετάζει τα φαινόμενα. Επομένως, είναι λογικό να πούμε ότι η σκέψη ή η συνείδηση είναι πτυχές που αναδύονται μαζί με τα φαινόμενα, και συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια των φυσικών διαδικασιών.     

 

Έχω ήδη αναφέρει κάτι σχετικά με την έννοια της πιθανότητας. Στην πραγματικότητα, στη σύγχρονη φυσική τα φαινόμενα και η συμπεριφορά των αντικειμένων αντιμετωπίζονται ως ένα σύνολο γεγονότων, τα οποία μπορούν να περιγραφούν με μια κατανομή πιθανότητας. Έτσι, η κατανομή εκφράζει τη μορφή μιας οντότητας, στο πλαίσιο της οποίας συμμετέχουν τα πάντα.

 

Αλλά τι είναι η πιθανότητα; Βασικά, αν πούμε ότι ένα γεγονός έχει 10% πιθανότητα να συμβεί, σημαίνει ότι το γεγονός θα λάβει χώρα 10 στις 100 συνεχόμενες φορές υπό τις ίδιες συνθήκες. Αλλά αν το γεγονός δεν συμβεί σήμερα, η πιθανότητα δεν αυξάνεται για αύριο (καθώς οι συνθήκες δεν παραμένουν ποτέ οι ίδιες). Με άλλα λόγια, οι πιθανότητες υποτίθεται ότι δεν έχουν μνήμη. Αλλά για λάθος λόγο. Ας πάρουμε για παράδειγμα το στρίψιμο ενός νομίσματος. Για ένα δίκαιο νόμισμα (fair coin) η πιθανότητα να λάβουμε είτε «κεφαλή» είτε «γράμματα» είναι 50%. Με άλλα λόγια, τα δύο γεγονότα είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Ωστόσο, ο θεμελιώδης νόμος της στατιστικής- αυτός των μεγάλων αριθμών- λέει ότι το αποτέλεσμα θα είναι 50% είτε για «κεφαλή» είτε για «γράμματα,» αν στρίψουμε το νόμισμα αρκετές φορές. Επομένως, αν πάρουμε αρχικά πολλές «κεφαλές,» το αποτέλεσμα θα πρέπει να «κανονικοποιηθεί» σε «γράμματα» στο τέλος. Αλλά πώς ξέρει το σύνολο ότι πρέπει να κανονικοποιηθεί αν δεν έχει μνήμη για τις προηγούμενες ρίψεις; Είναι αυτή η όψη της ολότητας, που η κατανομή έχει κατά κάποιο τρόπο τη γνώση της συνολικής της μορφής, αυτό που κανονικοποιεί το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι, ακόμη και αν τα ξεχωριστά αποτελέσματα δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, όλα συνδέονται με το αποτέλεσμα του συνόλου τους. Αυτό είναι παρόμοιο με την ελεύθερη πτώση των πραγμάτων. Αν και δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ τους, όλα πέφτουν στο έδαφος ταυτόχρονα (ξεκινώντας από το ίδιο ύψος), επειδή όλα συνδέονται με τη δύναμη της βαρύτητας.

 

Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι οι πιθανότητες έχουν μνήμη που σχετίζεται με τη Μορφή της κατανομής ως σύνολο, ακόμη και αν τα ξεχωριστά γεγονότα της κατανομής δεν έχουν γνώση το ένα του άλλου. Αυτό δείχνει επίσης ότι όλες οι κατανομές πιθανότητας είναι ανομοιογενείς. Με άλλα λόγια, ορισμένα γεγονότα θα πρέπει να αναμένεται να συμβαίνουν συχνότερα από άλλα. Για παράδειγμα, δεν βρέχει με την ίδια συχνότητα στην έρημο Σαχάρα σε σύγκριση με τη Βόρεια Αμερική. Ούτε όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια ευκαιρία να κερδίσουν χρήματα. Όσοι έχουν περισσότερα χρήματα υποτίθεται ότι βγάζουν ακόμα περισσότερα, με την ίδια έννοια που ένα αντικείμενο που αποκτά μάζα αυξάνει την ελκτική του δύναμη. Επομένως, μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν «παράγοντα επιτάχυνσης» που καθιστά το πεδίο των πιθανοτήτων ανομοιόμορφο. Αυτός ο παράγοντας εξηγεί επίσης γιατί τα μερικά αποτελέσματα τείνουν να εναρμονιστούν με  το συνολικό αποτέλεσμα, με τον ίδιο τρόπο που τα σταγονίδια νερού οργανώνονται για να σχηματίσουν ένα σύννεφο.

 

Επομένως, οι πιθανότητες δεν έχουν μόνο «μνήμη» αλλά και «προτιμήσεις.» Όπως συμβαίνει με κάθε «πεδίο,» έχουν ορισμένες πτυχές που ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο «συμπεριφέρονται» ή διαδίδονται. Αυτό είναι το ίδιο όπως όταν μιλάμε για την «τύχη.» Στην πραγματικότητα, η τύχη δεν είναι «τυχαία» αλλά έχει νόημα. Όταν λέμε ότι κάποιος είναι τυχερός δεν εννοούμε ότι έχει ίσες πιθανότητες να κερδίσει, αλλά ότι συνήθως κερδίζει. Με άλλα λόγια, υπονοούμε ότι υπάρχει κάποια επιρροή ή προδιάθεση που τον βοηθά να κερδίσει υπό ορισμένες συνθήκες. Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, έχουμε μια «νοήμονη σύμπτωση» μεταξύ του ατόμου και του γεγονότος, τα οποία είναι και τα δύο όψεις της ίδιας κατανομής ή, για να το θέσουμε στη γλώσσα των αρχετύπων, εκφράζουν και τα δύο το ίδιο αρχέτυπο. Επομένως, είναι κάποιο αρχέτυπο του «Πεπρωμένου» αυτό που δρα πάνω στην κατανομή, αποδίδει σχετικά βάρη, και δείχνει την κατεύθυνση σύμφωνα με ορισμένες συνθήκες. Με άλλα λόγια, η Μορφή της κατανομής παρέχει το συνολικό σχήμα της ίδιας κατανομής, ενώ τα ξεχωριστά μέρη μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως τα αρχέτυπα που προκαλούν τα γεγονότα. Αυτά τα γεγονότα είναι οι εκδηλώσεις αυτού που ονομάζουμε «Τύχη» ή «Πεπρωμένο.»

 

Έτσι, οι κατανομές πιθανοτήτων στη φυσική μπορεί να περιγράφουν όχι ένα σωματίδιο, αλλά μια συλλογή σωματιδίων (ή μια συλλογή πραγμάτων που συνθέτουν το «σωματίδιο»). Αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο κατά τη διάρκεια των αλληλεπιδράσεων το σχήμα της κατανομής ή της κυματοσυνάρτησης δεν αλλάζει. Ενώ τα σωματίδια εμφανίζονται και εξαφανίζονται, οι ιδιότητες (π.χ. φορτίο) διατηρούνται. Συνεπώς, αντιλαμβανόμενοι το συνολικό σχήμα μπορούμε να προβλέψουμε ποια μπορεί να είναι τα ξεχωριστά μέρη. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση τα μέρη δεν θα είναι «σωματίδια» (τα οποία αποτελούνται από ιδιότητες), αλλά ιδιότητες (οι δράσεις των αρχετύπων) που απλώνονται σε ολόκληρη την κατανομή. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει, μεταξύ άλλων, γιατί τα σωματίδια έχουν πολλαπλούς ρόλους (το ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, προκαλεί τόσο το ηλεκτρικό όσο και το μαγνητικό πεδίο) ή γιατί ορισμένα σωματίδια έρχονται σε ομάδες (ζεύγη σωματιδίου- αντισωματιδίου, ή τριάδες κουάρκ). Μπορεί επίσης να εξηγήσει την κβαντική σύζευξη και τη μη- τοπικότητα. Σε μια ανάλογη περίπτωση, είναι σαν να περιγράφαμε τον κόσμο όχι αναγνωρίζοντας διαφορετικά είδη, αλλά ομαδοποιώντας τις πτυχές των ειδών (διαφορετικά είδη χεριών, ποδιών, κεφαλιών, ματιών, και ούτω καθεξής). Αυτές οι πτυχές ή δράσεις θα μπορούσαν στη συνέχεια να ταυτιστούν με τα αρχέτυπα.

 

Αυτό είναι παρόμοιο με το πώς λειτουργεί το μυαλό μας. Διαφορετικά «βασικά αντικείμενα» βρίσκονται σε διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου, ενώ ανασυνδυάζονται κάθε φορά που αναδύεται μια ανάμνηση. Για παράδειγμα, ένα «δέντρο,» μια «ακτή της θάλασσας,» ένας «φίλος,» μαζί ίσως με μια «αίσθηση ζέστης,» μπορούν να συνδυαστούν για να μας θυμίσουν κάποιες συγκεκριμένες καλοκαιρινές διακοπές. Αλλά τα επιμέρους γεγονότα που αποτελούν αυτήν την ανάμνηση δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο στον εγκέφαλό μας. Ομοίως, οι πτυχές που μας κάνουν έξυπνους συλλέγονται από διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου ή της ψυχής, έτσι ώστε η νοημοσύνη μας να μπορεί να εκφραστεί. Ωστόσο, αυτές οι πτυχές υπήρχαν στο μυαλό μας εξαρχής. Αν προσθέσουμε σε αυτές τις πτυχές που συνθέτουν τη νοημοσύνη μας την ιδιότητα της προβλεψιμότητας, τότε μπορούμε να βρεθούμε ακόμη πιο κοντά στη βαθύτερη φύση των πιθανοτήτων. Για παράδειγμα, πώς γίνεται να είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε με εξαιρετική ακρίβεια σε ορισμένες περιπτώσεις την πιθανή έκβαση των γεγονότων;  Είναι επειδή τα γεγονότα είναι προκαθορισμένα ανεξάρτητα από τη δική μας βούληση, ή με κάποιο τρόπο το μυαλό μας είναι συντονισμένο με το πεπρωμένο μας; Η πιο πιθανή απάντηση είναι ότι το μυαλό μας είναι επίσης μέρος των γεγονότων που προσπαθούμε να περιγράψουμε ή να προβλέψουμε με την κατανομή πιθανοτήτων. Αν ταυτίσουμε την «προβλεψιμότητα» με ένα άλλο αρχέτυπο, όπως κάναμε με το «πεπρωμένο,» τότε μπορούμε να πούμε ότι αυτά τα δύο αρχέτυπα συνδυάζονται για να καθορίσουν τη μορφή των πραγμάτων που θα συμβούν.


Η Κυματοσυνάρτηση Ψ


[http://functionspace.com/topic/247/Can-someone-explain-in-brief-about-the-quantum-mechanical-wave-function-]


Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, μια κυματοσυνάρτηση στην κβαντική μηχανική περιγράφει την κβαντική κατάσταση ενός απομονωμένου συστήματος ενός ή περισσότερων σωματιδίων. Υπάρχει μια κυματοσυνάρτηση που περιέχει όλες τις πληροφορίες για ολόκληρο το σύστημα, όχι μια ξεχωριστή κυματοσυνάρτηση για κάθε σωματίδιο στο σύστημα. Η ερμηνεία της είναι αυτή του πλάτους πιθανότητας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Wave_function]

 

Το προηγούμενο γράφημα αντιπροσωπεύει την απλούστερη μορφή μιας κυματοσυνάρτησης. Στην κορυφή βρίσκουμε την πιο πιθανή θέση του σωματιδίου, επομένως ολόκληρη η κατανομή μετρά την πιθανότητα εύρεσης του σωματιδίου κάπου στο διάστημα. Μπορεί να παρατηρήσουμε ότι η κατανομή επεκτείνεται στο άπειρο, πράγμα που σημαίνει ότι το σωματίδιο μπορεί να είναι οπουδήποτε στο σύμπαν (η πιθανότητα γίνεται μηδέν στο συν ή μείον άπειρο). Η ίδια η κατανομή δεν αντιπροσωπεύει το σχήμα του σωματιδίου. Αλλά μπορούμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύει μια συνολική Μορφή στην «κορυφή» της οποίας μπορεί να εντοπιστεί ένα σωματίδιο. Επομένως, ακόμη και αν η κυματοσυνάρτηση είναι ένα μαθηματικό εργαλείο, μπορούμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύει μια πραγματική οντότητα την οποία μπορούμε να απεικονίσουμε με τη βοήθεια της κυματοσυνάρτησης. 

 

Ενώ είναι ίσως παρακινδυνευμένο να προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τη μορφή της κυματοσυνάρτησης με ένα πραγματικό σχήμα, το σχήμα των φυσικών αντικειμένων μπορεί στην πραγματικότητα να περιγραφεί από κυματοσυναρτήσεις. Εάν η πιθανότητα αντιπροσωπεύει τον αριθμό των «κουκκίδων» που περιγράφουν ένα αντικείμενο σε μια συγκεκριμένη θέση, τότε η συλλογή όλων των «κουκκίδων» θα μας δώσει το σχήμα του αντικειμένου. Ωστόσο, το σχήμα είναι προσωρινό, καθώς η κατανομή των «κουκκίδων» μπορεί να αλλάξει, και να μας δώσει ένα άλλο αντικείμενο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυματοσυνάρτηση εκφράζει θεμελιωδώς μια κατάσταση. Το ενδιαφέρον σχετικά με τις συνθήκες είναι ότι δεν υπόκεινται στα όρια του χωροχρόνου. Ενώ τα υλικά αντικείμενα υπόκεινται σε καθορισμένες διαδικασίες που τα καθιστούν άκαμπτα και δύσκολα στη μετακίνηση, οι συνθήκες κινούνται ελεύθερα σε έναν εικονικό χώρο, αλλάζοντας συνεχώς σχήμα ή ακόμα και ταυτότητα. Η κυματοσυνάρτηση προσεγγίζει τέτοιες εικονικές συνθήκες ή οντότητες, προσφέροντας μια περιγραφή για το πώς θα έμοιαζαν οι οντότητες αν γίνονταν πραγματικές.

 

Μια τέτοια περιγραφή γίνεται μόνιμη όταν η κυματοσυνάρτηση «καταρρέει.» Αλλά η κυματοσυνάρτηση καταρρέει παντού ταυτόχρονα. Αυτό θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε τα αντικείμενα όχι ως συλλογές ιδιοτήτων σε κάποιο καθορισμένο σημείο στο χώρο και το χρόνο, αλλά ως μια συγκεκριμένη διάταξη ιδιοτήτων που βρίσκονται σε όλο το χώρο ανά πάσα στιγμή.

 

Πραγματικά μου διαφεύγει πώς ακριβώς μια φυσική κατάσταση ή κίνηση μπορεί να συνδεθεί με μια ψυχική δράση, αλλά ίσως η υπόθεση ενός θεμελιώδους πεδίου (όπως αυτό που θα μπορούσε να παραχθεί από το κβαντικό δυναμικό του φυσικού Ντέιβιντ Μπομ) μπορεί να προσφέρει τον χαμένο κρίκο στη φυσική. Αλλά το όλο θέμα είναι από τι παράγεται ένα τέτοιο πεδίο σε μια φάση πριν την εμφάνιση του χωροχρόνου. Αν αυτό είναι το κβαντικό δυναμικό, τότε αυτό το δυναμικό θα μας θύμιζε μια κατανομή πιθανοτήτων σε κάποια φάση που όλα τα πιθανά πράγματα είναι ακόμα φανταστικά, Ιδέες. 

 

Το αν η κυματοσυνάρτηση υπάρχει πραγματικά και τι αντιπροσωπεύει, είναι σημαντικά ερωτήματα στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής. Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, πολλοί διάσημοι φυσικοί στο παρελθόν προβληματίστηκαν για αυτό το θέμα. Μερικοί, όπως ο Τζον Γουίλερ, θεωρούν ότι η κυματοσυνάρτηση αντιπροσωπεύει πληροφορίες στο μυαλό του παρατηρητή, δηλαδή ένα μέτρο της γνώσης μας για την πραγματικότητα. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των Έρβιν Σρέντινγκερ, Ντέιβιντ Μπομ και Χιου Έβερετ, υποστήριξαν ότι η κυματοσυνάρτηση πρέπει να έχει μια αντικειμενική, φυσική ύπαρξη. Ο Αϊνστάιν πίστευε ότι μια πλήρης περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας θα πρέπει να αναφέρεται άμεσα στο φυσικό χώρο και χρόνο, σε αντίθεση με την κυματοσυνάρτηση, η οποία αναφέρεται σε έναν αφηρημένο μαθηματικό χώρο.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Wave_function#Ontology]

 

Μεταξύ των προηγούμενων ερμηνειών, θα επιλέξω αυτή του Γουίλερ με την έννοια ότι η προσέγγισή του δίνει την πραγματική διάσταση του προβλήματος, η οποία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν αντιληφθούμε τον δικό μας ρόλο στη διαδικασία. Η πτυχή της «κυματοσυνάρτησης που αντιπροσωπεύει πληροφορίες στο μυαλό του παρατηρητή» λέει απλώς ότι ο παρατηρητής είναι μέρος της κυματοσυνάρτησης.

 

Έτσι, η συνείδηση προκύπτει μέσα από αυτή τη διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ νοημοσύνης και αντικειμένου, χωρίς την οποία διαδικασία ούτε το αντικείμενο ούτε ο παρατηρητής μπορούν να οριστούν. Αλλά η νοημοσύνη δεν είναι προνόμιο του παρατηρητή, αλλά ιδιότητα της κατανομής που περιλαμβάνει τον παρατηρητή. Επομένως, η συνειδητοποίηση επιτυγχάνεται τη στιγμή που η κυματοσυνάρτηση «καταρρέει,» με την ίδια έννοια που δεν συνειδητοποιούμε την ύπαρξή μας όταν δεν παρατηρούμε τον εαυτό μας. Μια συνέπεια είναι ότι το αντικείμενο που παρατηρούμε είναι πραγματικά ένα ψυχικό περιεχόμενο. Βρίσκεται στο μυαλό μας, η ταύτισή του με ένα «πραγματικό» αντικείμενο «εκεί έξω» πραγματοποιείται πάντα εκ των υστέρων, ενώ η πραγματική του ύπαρξη μπορεί να παραμείνει υποθετική.

  

Κβαντική σύζευξη

Η κβαντική σύζευξη μου θυμίζει το νόμο του Μέρφι- ό, τι κακό μπορεί να  συμβεί, θα συμβεί. Ο νόμος είναι αναμφίβολα διφορούμενος. Δεδομένου ότι ο ορισμός του καλού και του κακού είναι σχετικός, ο νόμος μπορεί επίσης να δηλωθεί ως- ό, τι καλό μπορεί να  συμβεί θα συμβεί. Το μόνο νόημα που μπορώ να βρω σχετικά με αυτόν τον «νόμο» είναι ότι η φύση προτιμά  κάποια αποτελέσματα έναντι άλλων. Αυτό εξηγήθηκε κάπως στην προηγούμενη συζήτηση σχετικά με τις πιθανότητες. Ορισμένα αποτελέσματα μπορεί να θεωρηθούν πιο πιθανά λόγω των προϋπαρχουσών τάσεων στο «πεδίο» των πιθανοτήτων. Αλλά ακόμα κι αν κάποιος έχει ένα πραγματικό πεπρωμένο να εκπληρώσει, αυτό θα πρέπει να σχετίζεται με κάποιες «αρχικές συνθήκες» κατά τη στιγμή της γέννησης.

 

Ο νόμος του Μέρφι μπορεί επίσης να εφαρμοστεί στην κβαντική σύζευξη, με την έννοια ότι- οποιοδήποτε σπιν μπορεί να συμβεί θα συμβεί. Με άλλα λόγια, αν ένας παρατηρητής μετρήσει το σπιν ενός σωματιδίου «πάνω,» ο άλλος παρατηρητής πρέπει να μετρήσει το σπιν του άλλου σωματιδίου «κάτω.» Αλλά αυτό δεν ισχύει πριν υπάρξει η σύζευξη. Τόσο το κβαντικό σύστημα  των δύο σωματιδίων όσο και ο παρατηρητής ή οι παρατηρητές πρέπει να είναι «προετοιμασμένοι» για το πείραμα (για παράδειγμα, τα συζευγμένα σωματίδια πρέπει να παραχθούν στο εργαστήριο). Ενώ κάποιος μπορεί να ξέρει σε τι κατάσταση βρίσκεται ένα σύστημα πριν συζευχθεί, το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποια είναι η αρχική συνθήκη που καθιστά τα τελικά αποτελέσματα προκαθορισμένα; Θα έλεγα ότι ο καθοριστικός παράγοντας είναι η υπόθεση ότι το σύστημα πρέπει να ήταν συζευγμένο. Με άλλα λόγια, όλες οι συνθήκες φέρουν το χαρακτηριστικό της σύζευξης εκφράζοντας γεγονότα ταυτόχρονα. Επομένως, το αληθινό νόημα δεν βρίσκεται στον αυθορμητισμό της σύζευξης, αλλά στη «σύμπτωση της υπόθεσης.»

 

Θα δώσω ένα παράδειγμα για να προσπαθήσω να το δείξω αυτό. Σε όλα τα πειράματα που αφορούν την κβαντική σύζευξη, οι προσπάθειες επικεντρώνονται στη σημασία της αιτιότητας. Παίρνοντας για παράδειγμα δύο συζευγμένα σωματίδια, τη στιγμή που μετράμε το ένα σωματίδιο, πρέπει επίσης να μετρήσουμε το άλλο σωματίδιο πριν λάβει την πληροφορία[5] για το τι συνέβη στο πρώτο σωματίδιο. Στην περίπτωση συζευγμένων φωτονίων, για παράδειγμα, μπορούμε ακόμη να χρησιμοποιήσουμε έναν πολωτή με τυχαίο προσανατολισμό, έτσι ώστε ο πολωτής να μπορεί να αλλάξει με τυχαίο τρόπο την πόλωση του ενός φωτονίου (ενώ το άλλο φωτόνιο θα πρέπει με τη σειρά του να αλλάξει την πόλωση ταυτόχρονα). Ωστόσο, εάν ο πολωτής θεωρηθεί και ο ίδιος συζευγμένος με το ζεύγος φωτονίων, ο προσανατολισμός του δεν θα είναι τυχαίος αλλά νοήμων.

 

Οι παρατηρητές επίσης θα είναι συζευγμένοι με το όλο πείραμα (αλλιώς δεν θα μπορούσαν να συμμετέχουν στο πείραμα). Αλλά οι παρατηρητές θα πρέπει επίσης να περιμένουν για να κοινοποιήσουν αιτιακά τα αποτελέσματά τους. Επομένως, το συμπέρασμα της σύζευξης μπορεί να εξαχθεί μόνο μετά, με την πεπερασμένη ταχύτητα του φωτός. Ωστόσο, τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν πάντα τις υποθέσεις και παρατηρήσεις που έγιναν από πριν.

 

Η προηγούμενη περιγραφή έχει επίσης να κάνει με πειράματα καθυστερημένης επιλογής και την πτυχή των χρονομηχανών. Μεταξύ δύο συζευγμένων φωτονίων, για παράδειγμα, η αλλαγή που συμβαίνει στο ένα φωτόνιο φαίνεται να επηρεάζει το παρελθόν του άλλου φωτονίου. Σε πειράματα κβαντικής γόμας (quantum eraser) είναι επίσης πιθανό ότι μια δεύτερη αλλαγή (π.χ. ένας δεύτερος πολωτής) στο πρώτο φωτόνιο να αποκαταστήσει το παράδοξο. Αλλά αυτό που πραγματικά επηρεάζεται δεν είναι το «παρελθόν,» αλλά ο χωροχρόνος γύρω από τα φωτόνια (στην πραγματικότητα σε όλο το σύμπαν του πειράματος). Ο χώρος (x) και ο χρόνος (t) είναι πραγματικά παράμετροι συζευγμένες με το φως (c)x/t=c. Επομένως, τα φωτόνια του πειράματος, τα οποία είναι οι φορείς του φωτός, μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως φορείς πληροφοριών που σχετίζονται με το χώρο και το χρόνο. Ως εκ τούτου, εκφράζουν μια «προτίμηση κατεύθυνσης» μόλις εκδηλωθεί η αιτιότητα. Αλλά την ίδια στιγμή τα φωτόνια είναι οι φορείς των προτιμήσεων του παρατηρητή που εκδηλώνονται στην πόλωση των φωτονίων. Κατά συνέπεια, η «ελεύθερη επιλογή» του παρατηρητή, είτε «καθυστερημένη» είτε «προχωρημένη,» είναι επίσης μια «ποιότητα προτίμησης» που προκύπτει μαζί με όλες τις άλλες αιτιώδεις ιδιότητες. Επομένως, η κβαντική σύζευξη εκφράζει επίσης τη νοήμονη σύμπτωση μεταξύ της συνείδησης και της πτυχής του χωροχρόνου. Η σύμπτωση έχει σίγουρα νόημα γιατί δεν οφείλεται σε κάποια υλική δύναμη, αλλά αναφέρεται σε ένα ψυχικό περιεχόμενο που σχετίζεται με την αντίληψη του παρατηρητή.

 

Μπορούμε επίσης να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με μερικές από τις τελευταίες υποθέσεις της κβαντικής μηχανικής, ο χωροχρόνος μπορεί να θεωρηθεί ότι προκύπτει από την κβαντική σύζευξη. Αλλά μεσολαβεί μια «στιγμή» πριν διαμορφωθεί ο χωροχρόνος, κατά την οποία το συζευγμένο ζεύγος έχει ήδη επικοινωνήσει. Ωστόσο, αυτή η «στιγμή» δεν είναι μια «χρονική στιγμή,» γιατί ο χρόνος υποτίθεται ότι δεν υπήρχε ακόμη. Επίσης, η «απόσταση» που χωρίζει τα δύο συζευγμένα αντικείμενα δεν είναι μια «χωρική απόσταση,» επειδή κανένας «χώρος» δεν έχει υπάρξει ακόμα. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι ο «χωροχρόνος» μέσα στον οποίο συμβαίνει η σύζευξη (στο πρώτο στάδιο πριν από την εμφάνιση της αιτιότητας) είναι ένας «υπό συνθήκη χωροχρόνος.»

 

Δεν ξέρω πώς ακριβώς μπορεί να περιγραφεί ένας τέτοιος εικονικός χώρος και χρόνος, αλλά η αναπαράστασή του μπορεί να μοιάζει με αυτή μιας κυματοσυνάρτησης που συνδέει τα δύο συζευγμένα αντικείμενα. Σε αυτή την περίπτωση, αν υποθέσουμε συντεταγμένες χώρου και χρόνου, τότε η κυματοσυνάρτηση θα μας δώσει στην κορυφή της το πιο πιθανό σημείο του χωροχρόνου που παράγεται τη στιγμή που συμβαίνει η σύζευξη και η κυματοσυνάρτηση καταρρέει. Αλλά αυτό το «σημείο» θα αντιπροσωπεύει όχι μόνο τις δύο συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου, αλλά και άλλες ιδιότητες, όπως μία που θα σχετίζεται με τη συνείδηση του παρατηρητή, και μια άλλη που θα σχετίζεται με την ένταση κάποιου είδους πεδίου σε εκείνο το σημείο. Επομένως, αυτό το πεδίο θα είναι συνάρτηση ενός συνόλου μεταβλητών, συμπεριλαμβάνοντας το χώρο, το χρόνο, μιας μεταβλητή που θα σχετίζεται με τη συνείδηση του παρατηρητή, και πιθανώς κάθε είδους μεταβλητές που θα σχετίζονται με φυσικές και διανοητικές ιδιότητες. Έτσι, τη στιγμή της κβαντικής σύζευξης όλες οι αιτιώδεις πτυχές του κόσμου όπως τον ξέρουμε μπορούν να δημιουργηθούν.

 

Η συμμετοχική αρχή

Όσον αφορά τις επιπτώσεις των πειραμάτων καθυστερημένης επιλογής, ο Γουίλερ είπε:

 

«Αυτό που κάνει τους ανθρώπους να διαφωνούν για το πότε και πώς το φωτόνιο μαθαίνει ότι η πειραματική συσκευή είναι σε μια συγκεκριμένη διαμόρφωση, και στη συνέχεια αλλάζει από κύμα σε σωματίδιο για να ταιριάζει στις απαιτήσεις της διαμόρφωσης του πειράματος, είναι η υπόθεση ότι ένα φωτόνιο είχε κάποια φυσική μορφή πριν το παρατηρήσουν οι αστρονόμοι. Είτε ήταν κύμα είτε σωματίδιο. Είτε έκανε το γύρο του γαλαξία και από τις δυο μεριές, είτε μόνο από τη μία. Στην πραγματικότητα, τα κβαντικά φαινόμενα δεν είναι ούτε κύματα ούτε σωματίδια, αλλά είναι εγγενώς απροσδιόριστα μέχρι τη στιγμή που μετριούνται. Κατά μία έννοια, ο Τζωρτζ Μπέρκλεϋ είχε δίκιο όταν ισχυρίστηκε πριν από δύο αιώνες ότι το να υπάρχεις σημαίνει να γίνεσαι αντιληπτός.»

 

Ίσως το φωτόνιο να μην είχε φυσική μορφή πριν από την παρατήρηση, αλλά πρέπει να υπήρχε κάτι- αν όχι το ίδιο το φωτόνιο. Στην πραγματικότητα, το φωτόνιο, μαζί με όποια άλλα πράγματα, βρισκόταν σε μια δυνητική κατάσταση, ενώ μέσα σε αυτή την κατάσταση συμπεριλαμβανόταν κάποια ιδιότητα σχετικά με τον παρατηρητή ή, γενικότερα, με την πτυχή της συνείδησης. Έτσι, τόσο το φωτόνιο όσο και ο παρατηρητής ήταν μέρη της κατάστασης που επρόκειτο να εκφραστεί ως φυσικό γεγονός. Ενώ κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας κατάστασης μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όλες οι φυσικές ιδιότητες εξακολουθούν να είναι καθαρά ψυχικά περιεχόμενα, η συνείδηση προκύπτει όταν λαμβάνει χώρα η σύζευξη, μέσω μιας διαδικασίας αιτιώδους προτίμησης που σχετίζεται εγγενώς με τις άλλες ιδιότητες της ύλης, όπως ο χώρος και ο χρόνος. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι πραγματοποιείται μια προβολή μεταξύ του νου από τη μία πλευρά, και ενός «σωματιδίου φωτός» από την άλλη πλευρά, το οποίο σωματίδιο θα γίνει αργότερα αντιληπτό ως φωτόνιο από έναν παρατηρητή. Ωστόσο, μπορούμε επίσης να πούμε ότι θα γίνει αντιληπτό ως το ίδιο φωτόνιο από τον ίδιο παρατηρητή (ποιότητα προτίμησης). 

 

Έτσι, το συγκεκριμένο σωματίδιο, ως φυσικό αντικείμενο, καθορίζει μια ορισμένη κατάσταση της συνείδησης- το νου του παρατηρητή-, η οποία είναι ένα ψυχικό περιεχόμενο, έτσι ώστε ο χαρακτήρας και η γνώση του παρατηρητή να καθορίζονται από αυτό το γεγονός. Αυτό είναι παρόμοιο με τη διαδικασία και την έννοια της εξατομίκευσης όπως προτάθηκε από τον Γιουνγκ. Όπως η προσωπική συνείδηση αναδύεται από την εκδήλωση στο χώρο και στο χρόνο ενός άπειρου βρόχου που παρήχθηκε στο συλλογικό ασυνείδητο, έτσι και η επίγνωση του παρατηρητή αναδύεται από τα αποτελέσματα του δικού του πειράματος. Αλλά τα αντικείμενα με τα οποία πειραματίζεται ο παρατηρητής είναι συζευγμένα μεταξύ τους στον ίδιο βαθμό που οι εικόνες των αντικειμένων είναι συζευγμένες με το μυαλό του παρατηρητή. Αυτή είναι η νοήμονη σύμπτωση μεταξύ του Αντικειμένου (το «φωτόνιο») και του Υποκειμένου (ο «παρατηρητής») που πρόκειται να εκφραστεί στον πραγματικό χώρο και χρόνο. 

 

Ενώ τα αντικείμενα ως φυσικές οντότητες (που αντιπροσωπεύονται από απτά χαρακτηριστικά του σώματος) αλληλεπιδρούν μέσω φυσικών δυνάμεων (όπως η βαρύτητα), τα αντικείμενα ως ψυχικές οντότητες (που αντιπροσωπεύονται από εικόνες στο μυαλό) συνδέονται μεταξύ τους μέσω του νοήματος. Μια τέτοια σύνδεση σχετίζεται με τις δομές των αρχετύπων, έτσι ώστε να αναφέρεται σε μια «ψυχική δράση.» Αυτή η μορφή δράσης, αν και δεν είναι φυσική (δεν μπορεί να γίνει αισθητή από το σώμα), μπορεί να γίνει αντιληπτή σε σχέση με κάποιο συναίσθημα, δημιουργώντας έτσι μια αντιστοιχία μεταξύ της συναισθηματικής κατάστασης και του ψυχικού περιεχομένου. Αν βρούμε έναν τρόπο να αντιστοιχίσουμε αυτά τα ψυχικά περιεχόμενα, και τις σχετικές ενέργειές τους, με φυσικές δράσεις, τότε θα έχουμε καταφέρει να φτάσουμε κοντά σε μια θεωρία τόσο του φυσικού όσο και του ψυχικού κόσμου, ικανή να περιγράψει ταυτόχρονα τόσο τα υλικά φαινόμενα όσο και την ανθρώπινη εμπειρία που παράγεται από αυτά τα φαινόμενα. Έτσι θα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό που καθοδηγεί και οργανώνει τις ίδιες μας τις σκέψεις.

 

Ένα ψάρι που το λέγανε «Κουάντα»




Η προηγούμενη εικόνα δίνει μια εξήγηση της κβαντικής σύζευξης, σύμφωνα με την ερμηνεία του Ντέιβιντ Μπομ για την κβαντική μηχανική. Οι δύο εικόνες των ψαριών που εμφανίζονται στις οθόνες της τηλεόρασης λαμβάνονται από δύο διαφορετικές κάμερες. Ωστόσο, το αρχικό ψάρι είναι ένα. Αν συγκρίνουμε τις εικόνες των δύο ψαριών με δύο «συζευγμένα σωματίδια,» φαίνεται σαν τα σωματίδια να αλληλεπιδρούν ακαριαία. Ωστόσο, και τα δύο σωματίδια θα ήταν στην πραγματικότητα αναπαραστάσεις της ίδιας υποκείμενης πραγματικής οντότητας. Ακολουθεί μια περιγραφή της προηγούμενης εικόνας σύμφωνα με τον Μπομ, από το δικό του βιβλίο, Ολότητα και η ελλοχεύουσα τάξη:[6]

 

«Μπορούμε να αποκτήσουμε μια χρήσιμη διαισθητική αίσθηση του τι σημαίνει η έννοια της προβολής εδώ, μέσω της εξέτασης της ακόλουθης συσκευής. Ας ξεκινήσουμε με μια ορθογώνια δεξαμενή γεμάτη νερό, με διαφανείς τοίχους. Ας υποθέσουμε περαιτέρω ότι υπάρχουν δύο τηλεοπτικές κάμερες, η Α και η Β, που παρακολουθούν αυτό που συμβαίνει στο νερό (π.χ. ψάρια που κολυμπούν) όπως φαίνεται μέσα από τους δύο τοίχους που σχηματίζουν ορθή γωνία μεταξύ τους. Τώρα ας αφήσουμε τις αντίστοιχες τηλεοπτικές εικόνες να γίνουν ορατές στις οθόνες Α και Β σε ένα άλλο δωμάτιο. Αυτό που θα δούμε εκεί είναι μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των εικόνων που εμφανίζονται στις δύο οθόνες. Για παράδειγμα, στην οθόνη Α μπορεί να δούμε μια εικόνα ενός ψαριού, και στην οθόνη Β θα δούμε μια άλλη τέτοια εικόνα. Ανά πάσα στιγμή, κάθε εικόνα θα φαίνεται γενικά διαφορετική από την άλλη. Ωστόσο, οι διαφορές θα σχετίζονται μεταξύ τους, με την έννοια ότι όταν μια εικόνα φαίνεται να εκτελεί ορισμένες κινήσεις, η άλλη εικόνα θα φαίνεται να εκτελεί αντίστοιχες κινήσεις. Επιπλέον, το περιεχόμενο που βρίσκεται κυρίως στη μία οθόνη θα περάσει στην άλλη, και αντίστροφα (π.χ., όταν ένα ψάρι που αρχικά κοίταζε την κάμερα Α στραφεί 90 μοίρες, η εικόνα που ήταν στην οθόνη Α θα βρεθεί τώρα στην οθόνη Β). Έτσι, ανά πάσα στιγμή, το περιεχόμενο της εικόνας στην μία οθόνη θα συσχετίζεται και θα αντικατοπτρίζει το περιεχόμενο της άλλης οθόνης.

 

Φυσικά, γνωρίζουμε ότι οι δύο εικόνες δεν αναφέρονται σε ανεξάρτητα υπάρχουσες αν και αλληλεπιδρούσες πραγματικότητες (στις οποίες, για παράδειγμα, η μία εικόνα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι «προκαλεί» σχετικές αλλαγές στην άλλη). Αντίθετα, αναφέρονται σε μια ενιαία πραγματικότητα, η οποία είναι το κοινό έδαφος και των δύο εικόνων (και αυτό εξηγεί τη συσχέτιση των εικόνων χωρίς την υπόθεση ότι επηρεάζουν αιτιωδώς η μία την άλλη). Αυτή η πραγματικότητα είναι υψηλότερων διαστάσεων από ό,τι οι ξεχωριστές εικόνες στις οθόνες. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, οι εικόνες στις οθόνες είναι δισδιάστατες προβολές (ή όψεις) μιας τρισδιάστατης πραγματικότητας. Κατά μία έννοια, αυτή η τρισδιάστατη πραγματικότητα περιέχει τις δισδιάστατες προβολές μέσα της. Ωστόσο, δεδομένου ότι αυτές οι προβολές υπάρχουν μόνο ως αφαιρέσεις, η τρισδιάστατη πραγματικότητα δεν είναι τίποτα από τις δύο, αλλά μάλλον είναι κάτι άλλο, κάποιας φύσης πέρα και από τις δύο.»

[http://www.gci.org.uk/Documents/DavidBohm-WholenessAndTheImplicateOrder.pdf]

 

Το προηγούμενο παράδειγμα μου θυμίζει επίσης την αφήγηση του Γιουνγκ σχετικά με το σύμβολο του ψαριού (το «πρωταπριλιάτικο ψάρι») που εμφανίστηκε ως φυσικό αντικείμενο σε διαφορετικά ψυχικά περιεχόμενα. Δεν ήταν το «ψάρι» αλλά το «σύμβολο» που πήρε τη μορφή ψαριού σε διάφορες περιπτώσεις. Μπορούμε να φανταστούμε ένα αρχέτυπο που βρίσκεται πίσω από τη διαδικασία, ή ακόμα και μια ομάδα αρχέτυπων που «κολυμπούν στον αρχέγονο ωκεανό του συλλογικού ασυνείδητου,» και των οποίων τα προϊόντα και οι αλληλεπιδράσεις μάς εμφανίζονται με τη μορφή σωματιδίων και πεδίων που συνθέτουν τον φυσικό κόσμο.

 

Ένα άλλο πράγμα που σχετίζεται με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα είναι ότι ενώ λαμβάνει χώρα η προβολή- και ενώ η Συνείδηση αναδύεται επίσης μέσα στη διαδικασία-, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τη διαδικασία τόσο κατά την αρχική φάση (οι φανταστικές εικόνες του ψαριού) όσο και τη στιγμή που η διαδικασία γίνεται μια καθορισμένη κατάσταση (το αληθινό ψάρι). Αυτό επισημαίνει όχι μόνο την ελευθερία επιλογής μας (τον αιτιακό παράγοντα στη διαδικασία) αλλά και την πτυχή της φαντασίας μας (τον μη αιτιακό παράγοντα). Μια τέτοια «ελευθερία της φαντασίας» υποδηλώνει ότι, αν και ξύπνιοι, είμαστε πάντα συνδεδεμένοι με τις συνθήκες που προηγούνται των εκδηλωμένων γεγονότων. Αλλά αυτό θα ήταν αδύνατο αν δεν ήμασταν με κάποιο τρόπο συνδεδεμένοι με τις ιδιότητες ή τα μοτίβα σύμφωνα με τα οποία προκύπτει η εμπειρία. Τέτοια μοτίβα, που σχετίζονται με τα αρχέτυπα, εκφράζουν τόσο τον αυθόρμητο χαρακτήρα της προβολής (την εικόνα του αντικειμένου) όσο και το αντιληπτό αποτέλεσμα (το αληθινό αντικείμενο). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ποτέ δεν θα αντιλαμβανόμασταν ένα αντικείμενο ως πραγματικό αν δεν ήμασταν σε θέση να αναγνωρίσουμε κάποια μοτίβα που σχετίζονται με αυτό το αντικείμενο.

 

Τέτοια μοτίβα, τα οποία ο Γιουνγκ ονόμασε ψυχικά περιεχόμενα, και ο Μπομ ελλοχεύουσα τάξη, είναι υπεύθυνα τόσο για την προσέλκυση της προσοχής όσο και για την επίτευξη της συνειδητοποίησης. Αυτό υποδηλώνει επίσης ότι τα υλικά αντικείμενα είναι κατασκευασμένα από «μοτίβα,» και όχι από «άτομα.» Αυτό ισχύει επειδή η φυσική δομή δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς κάποια πρότυπα σε θεμελιώδες (υποατομικό) επίπεδο. Όχι μόνο τα άτομα αποτελούνται από άλλα σωματίδια (πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια), αλλά και τα πρωτόνια και τα νετρόνια αποτελούνται από πιο θεμελιώδη σωματίδια, τα κουάρκ. Τα κουάρκ με τη σειρά τους απαντώνται μόνο σε τριάδες μέσα στον πυρήνα των ατόμων. Έτσι, τα κουάρκ είναι εντοπισμοί κάποιου μοτίβου ή προτύπου, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως «τρίγωνο,» στις κορυφές του οποίου εμφανίζονται τα «κουάρκ.» Αλλά η ελλοχεύουσα οντότητα δεν είναι ένα κουάρκ αλλά μια ολόκληρη δομή που περιλαμβάνει τα κουάρκ, τα πεδία που συνδέουν τα κουάρκ μεταξύ τους, καθώς και το χώρο μέσα στο «τρίγωνο των κουάρκ.» Σε αυτό το πλαίσιο, η δράση μπορεί να είναι μη τοπική επειδή δεν αναφέρεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ των σωματιδίων αλλά στη συμπεριφορά ολόκληρης της δομής.


Ασυνείδητηεπαγωγή




Η «ψευδαίσθηση του πλέγματος Χέρμαν» (Hermanngridillusion): μια οπτική ψευδαίσθηση κατά την οποία γκρίζες βούλες εμφανίζονται στις διασταυρώσεις των λευκών γραμμών με τα μαύρα τετράγωνα. Οι σταγόνες εξαφανίζονται όταν κοιτάζουμε κατευθείαν σε μια διασταύρωση.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Grid_illusion]

 

Οι οπτικές ψευδαισθήσεις είναι ένας επεξηγηματικός τρόπος για να περιγράψουμε την ασυνείδητη επαγωγή. Οι γκρίζες βούλες στην προηγούμενη εικόνα δεν υπάρχουν πραγματικά, αλλά υπονοούνται ασυνείδητα από τον εγκέφαλο. Αυτό δείχνει την ανάγκη του εγκεφάλου να έχει μια πλήρη εικόνα τού τι αντιλαμβάνεται. Αλλά το φαινόμενο μπορεί να έχει περαιτέρω επιπτώσεις. Το γεγονός ότι αυτές οι βούλες είναι φανταστικές δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όσο και τα εικονικά σωματίδια, από τα οποία μπορεί να παραχθεί ολόκληρο το φυσικό Σύμπαν.

 

Έτσι, η ασυνείδητη επαγωγή μπορεί να αποκαλύψει ένα ολόκληρο φανταστικό Σύμπαν που προϋπήρχε στο μυαλό μας. Αυτή είναι μια ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη των αρχέτυπων. Έτσι, τα αρχετυπικά μοτίβα μπορούν επίσης να μας βοηθήσουν να σκεφτόμαστε πιο γρήγορα, επειδή δεν χρειάζεται να θυμόμαστε κάθε φορά τα πάντα από την αρχή. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ψυχολόγοι αρνούνται την ύπαρξη τέτοιων μοτίβων, υποθέτοντας ότι είναι «πρωτότυπα» (prototypes) αντί για «αρχέτυπα» (archetypes), ότι δηλαδή αυτά τα πρότυπα είναι μοτίβα που έχουν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του είδους. Ωστόσο, αναγωγικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι τέτοια πρότυπα έχουν να κάνουν με όλα τα πρωτεύοντα·πιο πίσω, με όλα τα θηλαστικά·ακόμα πιο πίσω, με όλα τα ερπετά·στη σειρά, με όλα τα ζωντανά πλάσματα με εγκέφαλο·στη συνέχεια, μπορούμε να αναζητήσουμε αυτά τα πρότυπα σε άψυχες δομές από τις οποίες προκύπτουν τα έμβια όντα. Έτσι μπορούμε να ανάγουμε τα πρωτότυπα σε αρχέτυπα. Η διαφορά θα είναι ότι ενώ μπορούμε να μάθουμε για τα πρωτότυπα, έχουμε ήδη γεννηθεί με τα αρχέτυπα.

 

Αυτό θα εξηγούσε επίσης το ταλέντο- μια ιδιότητα που μπορεί να βελτιωθεί αλλά δεν μπορεί να διδαχθεί. Η συμπεριφορά μπορεί επίσης να προβλεφθεί σύμφωνα με τα αρχέτυπα. Κάτω από παρόμοιες συνθήκες συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί αν δεν υπήρχαν κάποιες ιδιότητες προκαθορισμένες. Στη φυσική τέτοιες ιδιότητες είναι όλες υλικές- μάζα, ηλεκτρικό φορτίο, φορτίο χρώματος κ.λπ. Αλλά οι υλικές ιδιότητες δεν μπορούν να εξηγήσουν την ψυχολογική συμπεριφορά. Τουλάχιστον όχι αν οι υλικές ιδιότητες δεν συνοδεύονται από κάποιες αντίστοιχες «ψυχικές ιδιότητες» που εξηγούν τη συναισθηματική συμπεριφορά. Έτσι, οι υλικές πτυχές του κόσμου δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς κάποιες συνοδευτικές ψυχικές πτυχές, ενώ τα θεμελιώδη σωματίδια γίνονται αρχετυπικά σχήματα που έχουν τόσο μέγεθος όσο και περιεχόμενο. Μια τέτοια συνειδητοποίηση είναι δυνατή «επάγοντας ασυνείδητα,» όχι όμως ενώ βρισκόμαστε σε κατάσταση έκστασης ή ονείρου, αλλά όταν χρησιμοποιούμε τη δική μας δύναμη της θέλησης για να διεισδύσουμε στις πιο κρυφές πτυχές του μυαλού μας.

 

Μορφογενετικά πεδία

Αν και στη βιολογία ο όρος αναφέρεται σε μια συλλογή κυττάρων, ο ίδιος ο όρος υποδηλώνει κάποιο πεδίο που παράγει μορφή. Γενικά, ένα πεδίο είναι μια συλλογή πραγμάτων, ηλεκτρονίων, βιβλίων, ποταμών και κοιλάδων, εικόνων κ.λπ. Η Μορφή[7]σε αυτή τη συζήτηση έχει ένα πολύ συγκεκριμένο νόημα. Είναι μια συλλογή αρχέτυπων, και αναδύεται αυθόρμητα από το κενό. Σύμφωνα με αυτό, η Μορφή είναι και Πεδίο γιατί αποτελείται από αντικείμενα (αρχέτυπα). Ωστόσο, η Μορφή δεν δημιουργείται από πεδίο. Αποτελείται από πεδία, διαφορετικές διατάξεις αρχετύπων, και καλύπτει όλο το χώρο.

 

Θα εστιάσουμε τώρα την προσοχή μας στην έννοια του φυσικού πεδίου ως συλλογή σωματιδίων. Όμως, είναι αδύνατο το πεδίο να προέρχεται από σωματίδια που αλληλεπιδρούν τυχαία μεταξύ τους.  Έχουμε συναντήσει προηγουμένως την περίπτωση του μαγνητικού πεδίου. Τα σωματίδια σιδήρου ή τα φορτισμένα σωματίδια γενικά τακτοποιούνται κατά μήκος των γραμμών του μαγνητικού πεδίου. Θα μπορούσαμε άραγε να πούμε ότι τα σωματίδια μπορούν επίσης να παράγουν το πεδίο κατά μήκος του οποίου θα τακτοποιηθούν; Από αυτό το διφορούμενο επιχείρημα μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι τόσο οι μαγνητικές γραμμές όσο και τα σωματίδια είναι όψεις του πεδίου. Δεν έχει νόημα να διαφωνούμε αν τα σωματίδια ή το πεδίο έρχονται πρώτα, επειδή και τα δύο είναι πτυχές του ίδιου φαινομένου. Μπορούμε να πούμε ότι τα σωματίδια είναι οι αρμοί, ενώ οι γραμμές του πεδίου είναι οι προεκτάσεις της ίδια συλλογικής οντότητας, με μια λέξη της Μορφής. Η μορφογένεση επομένως αναφέρεται στη γέννηση της Μορφής. Όχι τη δική μας μορφή, αλλά μια παγκόσμια οντότητα που περιλαμβάνει όλα τα πεδία. Δεδομένου ότι αυτά τα πεδία είναι συλλογές αρχετύπων, η μορφή των πεδίων προκύπτει σύμφωνα με τα σχήματα και το περιεχόμενο των αρχετύπων.

 

Ένα άλλο πρόβλημα στη σύγχρονη φυσική έχει να κάνει με την υπόθεση ότι τα σωματίδια είναι σημειακά. Αυτό τα καθιστά ανίκανα να φιλοξενήσουν τις πληροφορίες σχετικά με τη μελλοντική τους διάταξη ή οποιοδήποτε άλλο είδος περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένων των δικών τους φυσικών ιδιοτήτων. Αλλά μόλις αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τα σωματίδια ως εκτεταμένες οντότητες, πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε την παρουσία κάποιου εσωτερικού μέρους. Ωστόσο, ενώ προσπαθούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτό που μπορεί να βρεθεί μέσα στα σωματίδια, την ίδια στιγμή ένα μέρος του μυαλού μας εγκαθίσταται εκεί. Είναι αξιοσημείωτο λοιπόν να αναρωτηθούμε αν το σωματίδιο βρίσκεται οπουδήποτε αλλού εκτός από το μυαλό μας, ακόμα κι αν το σωματίδιο γίνεται αντιληπτό ως ένα «σκοτεινό σημείο» στην επιφάνεια της δικής μας συνείδησης. Αλλά η σύνδεση μεταξύ της συνείδησης και της δράσης πάνω σε ένα πεδίο σωματιδίων είναι ακόμα πιο δύσκολο να πραγματοποιηθεί ή να συνειδητοποιηθεί.

 

Ένα τρίτο πρόβλημα στη φυσική είναι ότι τα φαινόμενα μπορούν να προκύψουν από τυχαίες διαδικασίες. Αλλά η μορφή ενός πράγματος δεν είναι απλώς ένας σωρός σωματιδίων, αλλά ένα ορισμένο σχήμα που μπορούν να συνθέσουν τα σωματίδια. Αλλά το σχήμα δεν αποτελείται από σωματίδια. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να φανταστεί κανείς το περιεχόμενο των πραγμάτων ως μια απλή ποσότητα ενέργειας. Η ενέργεια έχει μια ποσότητα αλλά δεν περιλαμβάνει την έννοια του περιεχομένου. Για παράδειγμα, η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας, αλλά το περιεχόμενο της αίσθησης θερμότητας δεν μπορεί να εξηγηθεί από την καθιερωμένη έννοια της ενέργειας. Βλέπουμε λοιπόν ότι μια τρίτη όψη πρέπει να προστεθεί σε εκείνες της ύλης (το σωματίδιο) και της ενέργειας (το φυσικό περιεχόμενο), έτσι ώστε το βασίλειο της ψυχής να μπορεί να συμπεριληφθεί. Με μια ευρύτερη έννοια, το «σωματίδιο» γίνεται ένα αντικείμενο με κάποιο σχήμα και περιεχόμενο, χαρακτηριστικά τα οποία αναφέρονται ταυτόχρονα τόσο στις φυσικές ιδιότητες (το φυσικό αντικείμενο) όσο και στις ψυχικές πτυχές (το ψυχικό αντικείμενο). Έτσι, το αντικείμενο ή το σωματίδιο γίνεται ένα σύμβολο που εκφράζει μια λειτουργία ή δράση τόσο στον φυσικό κόσμο όσο και στο μυαλό μας.

 

Με μια τέτοια έννοια, το αντιληπτικό πεδίο των εικόνων μπορεί να ενσωματωθεί με το μορφογενετικό ή μορφικό πεδίο των φυσικών σχημάτων. Προφανώς το αντιληπτικό πεδίο είναι ο τρόπος με τον οποίο το μυαλό μας αντιλαμβάνεται το μορφικό πεδίο. Δεδομένου ότι η αντίληψη είναι μια εξειδικευμένη λειτουργία του συνολικού περιεχομένου της σκέψης, μπορούμε να πούμε ότι το αντιληπτικό πεδίο είναι μέρος του μορφικού πεδίου. Αλλά η λειτουργία των πραγμάτων (τα αρχέτυπα που γίνονται αντιληπτά ως αληθινά αντικείμενα) δεν είναι τυχαία αλλά σημαντική (νοήμονη), καθώς τα αρχέτυπα περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τόσο την πτυχή της θερμότητας όσο και την πτυχή της αίσθησης θερμότητας. Έτσι το μορφογενετικό πεδίο, το οποίο αποτελείται από αρχέτυπα, παράγει τόσο τη φυσική μορφή όσο και το συναισθηματικό περιεχόμενο της όλης εμπειρίας.

 

Ο Ρούπερτ Σέλντρεϊκ εισάγει την έννοια των μορφογενετικών πεδίων ως εξής:

 

«Τα αντιληπτικά πεδία σχετίζονται με μια ευρύτερη κατηγορία βιολογικών πεδίων που εμπλέκονται στην οργάνωση των αναπτυσσόμενων οργανισμών και στη δραστηριότητα του νευρικού συστήματος. Η ιδέα των βιολογικών πεδίων υπήρξε μια σημαντική πτυχή της αναπτυξιακής βιολογίας από τη δεκαετία του 1920, όταν η υπόθεση των μορφογενετικών πεδίων προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Alexander Gurwitsch.[8]Αυτά τα πεδία αποτελούν τη βάση των διαδικασιών βιολογικής μορφογένεσης. Τα μορφογενετικά πεδία αποτελούν μέρος μιας μεγαλύτερης κατηγορίας πεδίων που ονομάζονται μορφικά πεδία, η οποία περιλαμβάνει συμπεριφορικά, κοινωνικά και αντιληπτικά πεδία.»

 

Μετά την ανακάλυψη του DNA, η υπόθεση των μορφογενετικών πεδίων έχασε έδαφος υπέρ των γονιδίων. Ωστόσο, τα γονίδια από μόνα τους δεν περιγράφουν πώς εκφράζονται διαφορετικά σε διαφορετικά μέρη του οργανισμού, ή πώς φαίνεται να γνωρίζουν τη θέση τους σε σχέση με ολόκληρο τον οργανισμό. Η υπόθεση ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον οργανισμό ως ένα σύνολο υποστηρίζεται επίσης από το γεγονός ότι κάθε κύτταρο περιέχει ολόκληρο το  γονιδίωμα. Αυτή η πτυχή σχετίζεται επίσης με την έννοια ενός ολογράμματος, το οποίο περιέχει σε κάθε μέρος τις πληροφορίες για το σύνολο. Ίσως αυτό είναι μια ιδιότητα όλων των πεδίων. Όσον αφορά τα κύτταρα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα κύτταρα επικοινωνούν με ηλεκτροχημικές δυνάμεις, έτσι ώστε να ενημερώνονται για τις σχετικές θέσεις τους, και για το τι πρέπει να κάνουν. Επομένως, η έκφραση μεμονωμένων γονιδίων αποφασίζεται από τη συνολική τάξη. Αλλά αυτή η τάξη δεν βρίσκεται μέσα στα κύτταρα, αλλά περιέχεται στα περιγράμματα του πεδίου που περιβάλλει τα κύτταρα. Μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το πεδίο «σύννεφο» ή «αύρα,» δανειζόμενοι τον αντίστοιχο όρο είτε από την επιστήμη των υπολογιστών είτε από την (παρα)ψυχολογία, και μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι αυτό το πεδίο είναι ενεργό καθόλη τη διάρκεια ζωής του οργανισμού.

 

Τι άλλο είδος πληροφοριών μπορεί να περιέχει ένα τέτοιο πεδίο καθώς η βιολογική οντότητα αναπτύσσεται; Ο Σέλντερεϊκ υποθέτει ότι περιέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με την αλληλεπίδραση με τα μορφικά πεδία άλλων ανθρώπων (ή ζώων γενικά), μέσω μιας διαδικασίας που ο ίδιος ονομάζει μορφικό συντονισμό. Επιπλέον, το μορφικό πεδίο μπορεί να περιέχει πληροφορίες κάθε είδους (κοινωνικές, περιβαλλοντικές, κ.λπ.). Ωστόσο, διαχωρίζοντας το «πεδίο» από τα «κύτταρα,» κάνουμε μια ψευδή διαίρεση. Το πεδίο πρέπει να περιλαμβάνει τα κύτταρα επειδή αποτελείται από αυτά. Αλλά το θέμα είναι ότι τα κύτταρα είναι εντοπισμοί μεγαλύτερων δομών, οι οποίες, μαζί με τα κύτταρα, περιλαμβάνουν τις πληροφορίες της διάταξης των κυττάρων, μέρη όπου μπορούν να αποθηκευτούν πληροφορίες, καθώς και πτυχές με τις οποίες το δικό μας μυαλό ενσωματώνεται στην όλη διαδικασία (μορφικός συντονισμός), έτσι ώστε να είμαστε σε θέση τελικά να αντιληφθούμε το πεδίο. Ίσως τα βιολογικά κύτταρα να μην είναι τίποτα περισσότερο από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε φυσικά τις αποθήκες της δικής μας εμπειρίας κατά τη διάρκεια της γήινης ζωής μας. Με μια τέτοια έννοια, η πληροφορία, όπως ένα ψυχικό περιεχόμενο, βρίσκει ένα αισθητό καταφύγιο με το σχήμα ενός κυττάρου, με τον ίδιο τρόπο που η ψυχή μας (το σύνολο όλων των ψυχικών περιεχομένων) κατοικεί στο σώμα (το σύνολο των κυττάρων).

 

Το θέμα είναι ότι είναι αδύνατο να αντιληφθούμε τον κόσμο είτε ως αντικείμενο είτε ως εικόνα μόνο. Το αντικείμενο από μόνο του είναι ασυνείδητο, επομένως μη αντιληπτό, ενώ η εικόνα είναι άυλη, επομένως εξίσου ανεπαίσθητη. Η αντιστοιχία ή σύμπτωση μεταξύ της εικόνας και του αντικειμένου δίνει στα πράγματα τόσο το φυσικό «απτό» σχήμα όσο και το ψυχικό «αισθητό» περιεχόμενο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι και πάλι μια τέτοια διαίρεση μπορεί να είναι ψευδής, επειδή η «απτότητα» είναι απλώς ιδιότητα μιας αίσθησης. Επομένως, δεν υπάρχει τίποτα θεμελιώδες για να διαχωρίσουμε τις εικόνες και τις έννοιες στο μυαλό μας από τα αντίστοιχα φυσικά αντικείμενα, εκτός από κάποιο βαθμό εκδήλωσης ή υλοποίησης. Αυτό είναι επίσης που ονομάζουμε Επίγνωση. 


Εξωβιολογική μνήμη


Αναπαράσταση ενός ολογράμματος
[https://medium.com/@neurokinetikz/the-holographic-brain-e51b7185e677]

Σχετικά με την αντανάκλαση σε έναν καθρέφτη, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν η φανταστική εικόνα του αντικειμένου βρίσκεται πραγματικά μέσα στον καθρέφτη, ή αν ο καθρέφτης αντανακλά απλώς το φως που προέρχεται από το αντικείμενο έτσι ώστε το δικό μας μυαλό να συμπεράνει τη θέση του αντικειμένου μέσα στον καθρέφτη. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις το πρόβλημα είναι το ίδιο. Αν απλώς το φως αντανακλάται από τα αντικείμενα, θα βλέπαμε μόνο το φως και όχι τα αντικείμενα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λέμε ότι το φως απορροφάται από το αντικείμενο και επανεκπέμπεται, έτσι ώστε όταν το φως φτάσει στα μάτια μας να μεταφέρει επίσης τις πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο. Μια τέτοια διαδικασία απορρόφησης και επανεκπομπής είναι θεμελιώδης, και αναφέρεται σε όλα τα φαινόμενα όπου εμπλέκεται το φως. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε μια παρόμοια διαδικασία που συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας. Η εικόνα του αντικειμένου που είναι αποθηκευμένο στην επιφάνεια της συνείδησης κάπου στη μνήμη, πρέπει με κάποιο τρόπο να αντανακλάται ή να επανεκπέμπεται έτσι ώστε το αντικείμενο να γίνει ορατό στην αντίληψη. Πού ακριβώς αντανακλάται η εικόνα του αντικειμένου είναι δύσκολο να πούμε, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια τέτοια επιφάνεια μπορεί να ταυτιστεί με αυτό που συνήθως ονομάζεται αύρα της ψυχής.

 

Έτσι μπορούμε να περιγράψουμε ένα βασικό σχήμα για το πώς λειτουργεί η αντίληψη: Η εικόνα του αντικειμένου που είναι αποθηκευμένο μέσα στη μνήμη μας, προβάλλεται στην επιφάνεια της ψυχής μας, όπου το αντικείμενο γίνεται ορατό.Μια τέτοια επιφάνεια (η αύρα), η οποία θυμίζει τα ολογράμματα, και η οποία μπορεί επίσης να ταυτιστεί με το περίγραμμα της δικής μας συνείδησης, μπορεί να γίνει αντιληπτή ως προβαλλόμενη έξω από το σώμα, περιβάλλοντάς το με τη μορφή ενός «αιθέριου πεδίου.» Ένα τέτοιο πεδίο φυσικά είναι εικονικό, αλλά όχι λιγότερο πραγματικό από όλα τα πεδία, τα οποία είναι στην πραγματικότητα συλλογές αντικειμένων που γίνονται αντιληπτά από τη συνείδηση ως συλλογές εικόνων των αντίστοιχων αντικειμένων.

 

Με αυτόν τον τρόπο, η βιολογική μας μνήμη, ως μια συγκεκριμένη θέση κάπου στον εγκέφαλο, μπορεί να αναπαρασταθεί από μια συλλογή εικόνων του ίδιου περιεχομένου, που διανέμονται σε όλο το αιθέριο πεδίο που περιβάλλει το σώμα μας. Με μια τέτοια έννοια, η μνήμη μπορεί επίσης να περιγραφεί ως «εξωβιολογική,» αναφερόμενη σε μια συλλογή εικόνων που συνιστούν την προσωπική εμπειρία, και που βρίσκονται έξω από τον υλικό εγκέφαλο. Αν και η κάθετη διάκριση μεταξύ του «υλικού» και του «αιθέριου,» όπως έχει επανειλημμένα επισημανθεί σε αυτή τη συζήτηση, είναι παραπλανητική, καθώς αναφέρεται ουσιαστικά σε διαφορετικά ή διαδοχικά επίπεδα ή στρώματα αντίληψης, η αναγνώριση ενός εξωβιολογικού συστατικού της μνήμης καθιστά πολύ πιο εύκολη την αιτιολόγηση και την περιγραφή του δικού μας συναισθηματικού κόσμου. Για παράδειγμα, αν είναι αλήθεια ότι ο εγκέφαλός μας δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τα χρώματα από μόνος του, καθώς είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τα όνειρά μας είναι ασπρόμαυρα, τότε η αντίληψη των χρωμάτων πρέπει να επιτευχθεί με κάποιο είδος λεπτής ρύθμισης ή συντονισμού μεταξύ των φυσικών συχνοτήτων του φωτός και των δονήσεων του αιθέριου πεδίου, ή αύρας, που καλύπτει το σώμα μας. Στη συνέχεια, η αναγνώριση αυτών των δονήσεων και η συσχέτισή τους με τις φυσικές συχνότητες του φωτός μπορεί να μας προσφέρει ένα μοτίβο ή σχήμα που θα αντιστοιχούσε επίσης σε ορισμένα συναισθήματα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι πιστεύουν ότι η αύρα αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική μας κατάσταση σε μια δεδομένη στιγμή, καθώς και τη γενική κατάσταση της υγείας του σώματός μας.

    

Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι αν ένας τέτοιος εξωβιολογικός αντικατοπτρισμός των αναμνήσεών μας μπορεί να επιβιώσει ακόμη και αν χαθεί το αντίστοιχο βιολογικό μέρος. Πειράματα έχουν δείξει ότι οι βασικές λειτουργίες του εγκεφάλου δεν χάνονται, ακόμη και όταν τα μέρη του εγκεφάλου που αντιστοιχούν σε αυτές τις λειτουργίες έχουν υποστεί βλάβη. Σύμφωνα με τον ακόλουθο ιστότοπο,

 

Στη δεκαετία του 1920 ο Wilder Penfield παρουσίασε πειστικά στοιχεία ότι οι μνήμες αποθηκεύονται σε συγκεκριμένες θέσεις στον εγκέφαλο. Ο ίδιος πραγματοποίησε χειρουργική επέμβαση σε επιληπτικούς ασθενείς, και διαπίστωσε ότι όταν διέγειρε τους κροταφικούς λοβούς τους, οι ασθενείς ξαναέζησαν εμπειρίες από το παρελθόν. Διαπίστωσε ότι κάθε φορά που διέγειρε μια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου, προκαλούσε την ίδια μνήμη. Στο βιβλίο του The Mystery of the Mind, περιέγραψε την εμπειρία των ασθενών ως μια «αναδρομή,» όπου ο ασθενής ξαναζούσε την εμπειρία. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλες οι εμπειρίες αποθηκεύονται σε συγκεκριμένες θέσεις του εγκεφάλου σε εγγράμματα μνήμης.

 

Σε μια προσπάθεια να επαληθεύσει τα πειράματα του Penfield, ο Karl Lasley άρχισε να ψάχνει για τα απατηλά εγγράμματα. Είχε εκπαιδεύσει αρουραίους να τρέχουν μέσα σε λαβύρινθο, και στη συνέχεια αφαίρεσε χειρουργικά το τμήμα του εγκεφάλου των αρουραίων που περιείχε τη γνώση του λαβύρινθου. Διαπίστωσε ότι ανεξάρτητα από το τμήμα του εγκεφάλου που αφαιρούσε, οι αρουραίοι διατηρούσαν τις γνώσεις τους για το λαβύρινθο. Ακόμη και όταν αφαιρέθηκαν τεράστια τμήματα του εγκεφάλου, οι αρουραίοι ήταν ακόμα σε θέση να πλοηγηθούν μέσα στο λαβύρινθο.

 

Ο Καρλ Πρίμπραμ,[9] μαθητής του Penfield, έμεινε έκπληκτος από την έρευνα του Lasley. Παρατήρησε ότι ασθενείς που είχαν τραυματιστεί στον εγκέφαλο, και είχαν ως εκ τούτου χάσει μεγάλα τμήματα του εγκεφάλου τους, δεν είχαν υποστεί απώλεια συγκεκριμένων αναμνήσεων. Ανταυτού, οι μνήμη τους γινόταν ολοένα και πιο θολή, όσο μεγαλύτερα τμήματα του εγκεφάλου τους είχαν αφαιρεθεί. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μνήμες δεν εντοπίζονται σε συγκεκριμένα εγκεφαλικά κύτταρα, αλλά μάλλον, η μνήμη φαίνεται να κατανέμεται σε ολόκληρο τον εγκέφαλο.

[http://www.statpac.org/walonick/reality.htm]


Η σχετική θεωρία που αναπτύχθηκε από τις έρευνες του Πρίμπραμ είναι η ολονομική θεωρία του εγκεφάλου. Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, αυτή η θεωρία, την οποία ο Πρίμπραμ ανέπτυξε αρχικά σε συνεργασία με τον Ντέιβιντ Μπομ, είναι ένα μοντέλο της ανθρώπινης νόησης που περιγράφει τον εγκέφαλο ως ένα ολογραφικό δίκτυο αποθήκευσης πληροφοριών. Ο Πρίμπραμ πρότεινε ότι οι νοητικές διαδικασίες περιλαμβάνουν ηλεκτρικές ταλαντώσεις στους λεπτόφυτους δενδριτικούς ιστούς του εγκεφάλου, οι οποίες ταλαντώσεις είναι διαφορετικές από τα γνωστά δυναμικά δράσης που περιλαμβάνουν νευρωνικούς άξονες και συνάψεις. Αυτές οι ταλαντώσεις είναι κύματα, και δημιουργούν μοτίβα παρεμβολής κυμάτων στα οποία η μνήμη κωδικοποιείται φυσικά. Ο ίδιος τόνισε την ομοιότητα μεταξύ αυτών των εγκεφαλικών διαδικασιών και της αποθήκευσης πληροφοριών σε ένα ολόγραμμα. Σε ένα ολόγραμμα, οποιοδήποτε μέρος του ολογράμματος με επαρκές μέγεθος περιέχει το σύνολο των αποθηκευμένων πληροφοριών. Στην ολονομική θεωρία του εγκεφάλου, ένα κομμάτι μιας μακροπρόθεσμης μνήμης κατανέμεται ομοιόμορφα σε έναν δενδριτικό κλάδο, έτσι ώστε κάθε μέρος του δενδριτικού δικτύου να περιέχει τις πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες σε ολόκληρο το δίκτυο. Αυτό το μοντέλο προβλέπει σημαντικές πτυχές της ανθρώπινης συνείδησης, όπως για παράδειγμα τη μη τοπικότητα στην αποθήκευση πληροφοριών (ότι μια συγκεκριμένη μνήμη δεν αποθηκεύεται σε μια συγκεκριμένη θέση, δηλαδή σε έναν μόνο νευρώνα, αλλά κατανέμεται σε ολόκληρο το νευρωνικό δίκτυο).

[https://en.wikipedia.org/wiki/Holonomic_brain_theory]

 

Ο ίδιος ο Πρίμπραμ λέει τα εξής:

 

«Αυτό που δείχνουν τα δεδομένα είναι ότι υπάρχει στον φλοιό του εγκεφάλου μια πολυδιάστατη ολογραφική διαδικασία που χρησιμεύει ως ελκυστής ή σημείο ρύθμισης προς το οποίο λειτουργούν οι μυϊκές συσπάσεις για να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο περιβαλλοντικό αποτέλεσμα. Οι προσδιορισμοί πρέπει να βασίζονται στην προηγούμενη πείρα (του είδους ή του ατόμου), και να αποθηκεύονται σε ολογραφική μορφή. Η ενεργοποίηση της αποθήκευσης πληροφοριών περιλαμβάνει μοτίβα μυϊκών συσπάσεων των οποίων οι διαδοχικές λειτουργίες πρέπει να ικανοποιούν τον «στόχο,» με τον ίδιο τρόπο που το μοτίβο διαδοχικών λειτουργιών θέρμανσης και ψύξης πρέπει να ανταποκρίνεται στις ρυθμίσεις του θερμοστάτη.

[http://gestalttheory.net/conv/prib.html]

 

Κατόπιν τούτων, η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό μου είναι ότι νευρώνες αποτελούν τις φυσικές αναπαραστάσεις των αρχετυπικών λειτουργιών. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι ότι, σύμφωνα με τον Πρίμπραμ, η διάρκεια της καθυστέρησης ενός σήματος εισόδου στον δενδριτικό κλάδο σχετίζεται με την νοητική επίγνωση. Όσο μικρότερη είναι η καθυστέρηση, τόσο πιο ασυνείδητη είναι η πράξη, ενώ μια μεγαλύτερη καθυστέρηση δείχνει μεγαλύτερο βαθμό επίγνωσης. Αυτό σχετίζεται επίσης με το κβαντικό φαινόμενο του Ζήνωνα, σύμφωνα με το οποίο η προσοχή φαίνεται να καθυστερεί τα γεγονότα στα οποία η ίδια εστιάζει. Κβαντομηχανικά, αυτή θα είναι η στιγμή που η συνείδηση παίρνει την απόφαση για το ποια επιλογή θα γίνει (όταν λαμβάνει χώρα η νοήμονη σύμπτωση μεταξύ του παρατηρούμενου γεγονότος και του παρατηρητή, έτσι ώστε να προκύψει η επίγνωση). Τη στιγμή που γίνεται η επιλογή, η κυματοσυνάρτηση (η οποία περιέχει το γεγονός και τον παρατηρητή) καταρρέει, και το γεγονός πραγματοποιείται. Ολογραφικά, αυτή θα είναι η στιγμή που το ολόγραμμα (το κυματικό μοτίβο των γεγονότων) διαμορφώνεται από τη δράση που αντιπροσωπεύει τη συνειδητή απόφαση.

  

Αυτή η ιδιότητα της συνείδησης, με τη μορφή της νοητικής επίγνωσης να αναστέλλει το χρόνο στο σημείο όπου εστιάζεται η προσοχή, σχετίζεται με την έννοια της ψυχικής σχετικότητας όπως περιγράφεται από τον Γιουνγκ. Αν και ο ατομικός νους μπορεί να μην είναι σε θέση να κάνει τα ρολόγια να χτυπούν πιο αργά, μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο νους είναι συντονισμένος με φυσικές διαδικασίες που μπορούν να κάνουν το χρόνο να τρέχει πιο αργά. Αλλά αν το μυαλό μας μπορεί να αναπαράγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα στο εργαστήριο, τότε μπορούμε να πούμε ότι το μυαλό μας βρίσκει τα μέσα για να προκαλέσει τη διαστολή του χρόνου, και έτσι συντονίζεται με τη διαδικασία. Αλλά όλα τα μέσα είναι αρχετυπικές λειτουργίες, που γίνονται αντιληπτές ως φυσικά αντικείμενα. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η συνείδηση μπορεί να προκαλέσει διαστολή του χρόνου, όσο η ίδια μπορεί να καθυστερήσει από το χρόνο.

 

Ο Πρίμπραμ επιπλέον, εκτός από την αναγκαιότητα συντονισμού μεταξύ των νευρικών μυών και των κυματικών μοτίβων των πληροφοριών, αναφέρει επίσης την ανάγκη προηγούμενης εμπειρίας (του είδους ή του ατόμου). Μια τέτοια εμπειρία είναι προφανώς ενστικτώδης ή ασυνείδητη, και επομένως μπορεί να σχετίζεται με τα αρχέτυπα. Ίσως οι αναμνήσεις μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ορισμένα μοτίβα παρεμβολών που διαρκούν τουλάχιστον όσο η διάρκεια ζωής ενός ατόμου.

 

Η ιδέα της εξωβιολογικής μνήμης μπορεί επίσης να σχετίζεται με την έννοια των μορφικών πεδίων όπως προτείνεται από τον Σέλντρεϊκ:

 

«Τα μορφικά πεδία της νοητικής δραστηριότητας δεν περιορίζονται στο εσωτερικό του μυαλού μας. Εκτείνονται πολύ πέρα από τον εγκέφαλό μας μέσω της πρόθεσης και της προσοχής. Είμαστε ήδη εξοικειωμένοι με την ιδέα των πεδίων που εκτείνονται πέρα από τα υλικά αντικείμενα στα οποία έχουν την πηγή τους: για παράδειγμα, τα μαγνητικά πεδία εκτείνονται πέρα από τις επιφάνειες των μαγνητών·το βαρυτικό πεδίο της Γης εκτείνεται πολύ πέρα από την επιφάνεια της Γης, διατηρώντας τη Σελήνη στην τροχιά της·και τα πεδία ενός κινητού τηλεφώνου εκτείνονται πολύ πέρα από το ίδιο το τηλέφωνο. Ομοίως, τα πεδία του μυαλού μας εκτείνονται πολύ πέρα από τον εγκέφαλό μας...

 

Τα πεδία που οργανώνουν τη δραστηριότητα του νευρικού συστήματος κληρονομούνται επίσης μέσω μορφικού συντονισμού, μεταφέροντας μια συλλογική, ενστικτώδη μνήμη. Κάθε άτομο αντλεί και συμβάλλει στη συλλογική μνήμη του είδους. Αυτό σημαίνει ότι νέα πρότυπα συμπεριφοράς μπορούν να εξαπλωθούν πιο γρήγορα από ό, τι θα ήταν διαφορετικά δυνατό. Για παράδειγμα, εάν οι αρουραίοι μιας συγκεκριμένης φυλής μάθουν ένα νέο κόλπο στο Χάρβαρντ, τότε οι αρουραίοι αυτής της φυλής θα πρέπει να είναι σε θέση να μάθουν το ίδιο κόλπο γρηγορότερα σε όλο τον κόσμο, ας πούμε στο Εδιμβούργο ή στη Μελβούρνη. Υπάρχουν ήδη στοιχεία από εργαστηριακά πειράματα ότι αυτό συμβαίνει πραγματικά.

 

Ο συντονισμός ενός εγκεφάλου με τις δικές του καταστάσεις του παρελθόντος βοηθά επίσης να εξηγηθούν οι μνήμες μεμονωμένων ζώων και ανθρώπων. Δεν υπάρχει ανάγκη όλες οι μνήμες να «αποθηκεύονται» μέσα στον εγκέφαλο. Οι κοινωνικές ομάδες οργανώνονται επίσης από πεδία, όπως τα κοπάδια ψαριών και τα σμήνη πουλιών. Οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν μνήμες που μεταδίδονται μέσω της κουλτούρας της ομάδας, και επικοινωνούνται πιο ρητά μέσω της τελετουργικής αναπαράστασης μιας ιδρυτικής ιστορίας ή μύθου.»

[http://www.sheldrake.org/Articles&Papers/papers/morphic/morphic_intro.html]

 

Μπορούμε να πούμε ότι η εμπειρία είναι μια αναπαράσταση της μνήμης, ενώ η μνήμη είναι μια αναπαράσταση της διαδικασίας εξατομίκευσης. Από όλες τις πτυχές της κοσμικής ροής, διατηρούμε εκείνες που θεωρούμε ότι μας ανήκουν. Αυτή η διαδικασία ορίζει επίσης τη δική μας ύπαρξη σε αντίθεση με όλα τα άλλα έμβια όντα. Αλλά όλα όσα γνωρίζουμε για τον εαυτό μας ισχύουν μέχρις ότου η Συμπαντική Συνείδηση αναδιαταχθεί.

 

Έτσι, μπορούμε να τελειώσουμε αυτή την ενότητα με την ακόλουθη αφήγηση,

 

«Φανταστείτε ότι υπάρχει ένα μέρος στο σύμπαν, μια μοναδικότητα, όπου αποθηκεύονται τα αρχέτυπα. Κάθε άτομο έχει αναπαραστάσεις αυτών των αρχέτυπων μέσα στο μυαλό του. Ένας ορισμένος συνδυασμός αυτών των αρχέτυπων δημιουργεί μια συγκεκριμένη μνήμη, ενώ η συλλογή όλων των αναμνήσεων αποτελεί την εμπειρία του ατόμου. Ωστόσο, υπάρχει άμεση αντιστοιχία μεταξύ των αναπαραστάσεων των αρχέτυπων στο μυαλό του ατόμου και των αναπαραστάσεων των ίδιων αρχέτυπων στη Μοναδικότητα όπου βρίσκονται αποθηκευμένα. Έτσι, οι εμπειρίες ενός ατόμου είναι ταυτόχρονα μέρος των εμπειριών της Μοναδικότητας και οι εμπειρίες όλων των ανθρώπων γίνονται η συλλογική εμπειρία της μίας Μοναδικότητας. Με άλλα λόγια, η προσωπική εμπειρία, επομένως ο ίδιος μας ο εαυτός, είναι απλώς μια διαφορετική διάταξη της μνήμης αυτής της Μοναδικότητας, την οποία έχουμε ονομάσει Συνείδηση, ή Μορφή. Επιπλέον, οι ενέργειες των αρχετύπων, των οποίων οι διευθετήσεις αποτελούν όλο τον αισθητό κόσμο, δεν βρίσκονται σε ένα μέρος, αλλά κατανέμονται σε όλο το Σύμπαν. Έτσι, ενώ τα αρχέτυπα αποθηκεύονται μέσα στη Μοναδικότητα, η αναπαράσταση ή έκφρασή τους κατανέμεται σε ολόκληρο το χώρο της Μορφής, ενώ αυτά προβάλλονται πάνω στο περίγραμμα αυτής της Μοναδικότητας ή Μορφής, ή Αύρας της Συμπαντικής Ψυχής, ή αυτού που στη φυσική ονομάζεται Ορίζοντας Γεγονότων του παρατηρήσιμου σύμπαντος. Ως εκ τούτου, το Σύμπαν γίνεται μια έκφραση της Μοναδικότητας και των αρχετύπων της, ένας παιδότοπος για τις ενέργειες των αρχετύπων, ενώ εμείς αποτελούμε την προσωποποίηση, ή εξατομίκευση, ενός συγκεκριμένου τρόπου ή διάταξης ολόκληρης της κατανομής.»   

 

Το κενό και το συλλογικό ασυνείδητο

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Σέλντρεϊκ κάνει μια σύνδεση μεταξύ των μορφογενετικών πεδίων και του συλλογικού ασυνείδητου:

 

«Η προσέγγιση που προτείνω είναι πολύ παρόμοια με την ιδέα του Καρλ Γιουνγκ για το συλλογικό ασυνείδητο. Η κύρια διαφορά είναι ότι η ιδέα του Γιουνγκ εφαρμόστηκε κυρίως στην ανθρώπινη εμπειρία και την ανθρώπινη συλλογική μνήμη. Αυτό που προτείνω είναι ότι μια πολύ παρόμοια αρχή λειτουργεί σε ολόκληρο το Σύμπαν, όχι μόνο στα ανθρώπινα όντα. Αν το είδος της ριζικής αλλαγής παραδείγματος για το οποίο μιλάω μεταφερθεί στη βιολογία- αν η υπόθεση του μορφικού συντονισμού είναι έστω και κατά προσέγγιση σωστή- τότε η ιδέα του Γιουνγκ για το συλλογικό ασυνείδητο θα γίνει μια επικρατούσα ιδέα: Τα μορφογενετικά πεδία και η έννοια του συλλογικού ασυνείδητου θα άλλαζαν εντελώς το πλαίσιο της σύγχρονης ψυχολογίας.

[http://www.sheldrake.org/research/morphic-resonance/part-i-mind-memory-and-archetype-morphic-resonance-and-the-collective-unconscious]

 

Πέρα από τα μορφογενετικά πεδία, μια ευθεία σύγκριση ανάμεσα στο κβαντικού κενό και στο συλλογικό ασυνείδητο θα ήταν να πούμε ότι το συλλογικό ασυνείδητο είναι ένα κενό που περιλαμβάνει τη δυνατότητα για την ανάδυση της συνείδησης. Αλλά για να συμβεί αυτό χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από εικονικά σημειακά σωματίδια, επειδή τα σημειακά σωματίδια στερούνται περιεχομένου. Έτσι, θα ήταν καλύτερο να αναζητήσουμε κάποιες θεμελιώδεις δομές, των οποίων οι απολήξεις μπορεί να αντιπροσωπεύουν αυτό που συνήθως αναφέρουμε ως σωματίδια, με σχήμα και περιεχόμενο. Το σχήμα θα αντιπροσώπευε τις υλικές πτυχές, ενώ το περιεχόμενο θα αντιπροσώπευε τις ψυχικές πτυχές του κόσμου. Τότε η Συνείδηση θα μπορούσε να αναδυθεί ως το σύνολο μιας τέτοιας θεμελιώδους δομής σε μεγάλη κλίμακα. 



 Τύπος ψηφίδωσης η οποία χρησιμοποιεί 6 θεμελιώδεις ψηφίδες

[https://en.wikipedia.org/wiki/Penrose_tiling]

 

Μια ενδιαφέρουσα διαδικασία που χρησιμοποιείται στις τέχνες και στις επιστήμες είναι αυτή της ψηφίδωσης. Αναφέρεται στο γέμισμα του χώρου με σχήματα που δεν αφήνουν κενά μεταξύ τους, ενώ τα ίδια σχήματα δεν επικαλύπτονται μεταξύ τους.

 

Ομοίως, μπορούμε να πούμε ότι ο χωροχρόνος, ως υπόβαθρο του κόσμου, έχει μια κατακερματισμένη δομή παρόμοια με αυτή που παράγεται κατά τη ψηφίδωση. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, οι ψηφίδες είναι αρχέτυπα. Στη ψηφίδωση, ενώ τα βασικά μοτίβα επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, η συνολική δομή είναι μοναδική. Ακόμα κι αν εστιάσουμε την προσοχή μας σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία, η δομή θα είναι διαφορετική, καθώς η αναπαραγωγή των βασικών μοτίβων δεν είναι περιοδική. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα είναι πώς τέτοια πρότυπα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν το χώρο και το χρόνο όπως τον ξέρουμε, και κατ’ επέκταση τα ζωντανά νοήμονα όντα.

 

Είναι ενδιαφέρον να θυμηθούμε εδώ τον ζωδιακό κύκλο με τα δώδεκα ζώδια. Στην πραγματικότητα, τα ζώδια θα μπορούσαν να είναι περισσότερα ή λιγότερα. Αλλά τα σύμβολα που αντιπροσωπεύουν τα ζώδια ή τους «αστερισμούς» μπορούν κάλλιστα να αντικατασταθούν από σχήματα των οποίων το περίγραμμα και το χρώμα θα αντιπροσωπεύουν ανθρώπινους χαρακτήρες, καθώς και υλικές διαδικασίες. Έτσι, ένα συγκεκριμένο σχήμα, ένας «ρόμβος» ή ένα «πεντάγωνο» για παράδειγμα, φέροντας κάποια ουράνια σώματα στις άκρες του, θα μπορούσε να εκφράσει την εκδήλωση ενός αρχέτυπου, επηρεάζοντας τόσο τη φυσική κίνηση αυτών των ουράνιων σωμάτων όσο και τις ψυχολογικές διαδικασίες. Μια μέρα η επιστήμη μπορεί να είναι σε θέση να προβλέψει και να υπολογίσει αλλαγές στο βαρυτικό πεδίο λόγω τέτοιων φάσεων των πλανητών, καθώς και να αναμένει αντίστοιχες εκδηλώσεις ή συγχρονικότητες στην ανθρώπινη κλίμακα. Το γεγονός ότι η σύγχρονη επιστήμη δεν έχει ακόμη φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, δεν αποκλείει την πιθανότητα τέτοιων φαινομένων.   

 

Μια σημαντική συνέπεια ενός τέτοιου κατακερματισμού ή ψηφιδοποίησης είναι ότι το κενό, όπως το αντιλαμβάνεται η σύγχρονη κβαντική επιστήμη, δεν είναι ομοιογενές. Μοιάζει περισσότερο με σπασμένα κομμάτια γυαλιού. Μπορούμε να πούμε έτσι ότι η συμμετρία είναι «σπασμένη,» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει χαθεί. Απλώς μπορεί να μην βρούμε δύο σημεία στο γυαλί όπου το γυαλί να έχει σπάσει με τον ίδιο τρόπο. Αλλά οι γραμμές αυτού του σπασμένου γυαλιού μπορεί να εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν πεδία, ενώ οι διασταυρώσεις μεταξύ των γραμμών μπορεί να αντιπροσωπεύουν σωματίδια. Έτσι, δεν είναι τα σωματίδια ή τα πεδία που ευθύνονται για τον κατακερματισμό. Αντίθετα, και τα δύο είναι εκδηλώσεις μιας τέτοιας διαίρεσης. Ίσως το ασυνείδητό μας να είναι απλώς μια ιδιότητα της συνείδησης που αποκαθιστά την κατακερματισμένη δομή προκειμένου να προσφέρει μια συνεκτική και ολοκληρωμένη εικόνα της καθημερινής «συνεχούς» πραγματικότητας. Έτσι δημιουργείται η «ασυνείδητη επαγωγή,» η οποία κατευθύνεται πίσω στο χώρο και το χρόνο προκειμένου να αποκαταστήσει την τάξη. Ταυτόχρονα, παράγεται η αιτιότητα. Στο σημείο όπου η φανταστική διαδρομή του ασυνείδητου συναντά τον κόσμο της αιτιότητας, μια σπίθα Συνείδησης εμφανίζεται. Τότε, αυτή η σπίθα διαδίδεται στο χώρο φάσεων της Συνείδησης για να δώσει φυσικό νόημα στα πράγματα.

 

Με αυτόν τον τρόπο το κενό γίνεται το περιεχόμενο της Μορφής, η παιδική χαρά των αρχετύπων, των οποίων οι προεκτάσεις και οι δράσεις περιγράφονται ως εικονικά σωματίδια και πεδία από τη σύγχρονη φυσική. Ωστόσο, η περιγραφή του κενού ως μη εντοπισμένης δομής προσφέρει επίσης την ευκαιρία για καλύτερη κατανόηση παρατηρούμενων φαινομένων, όπως η κβαντική σύζευξη. Αντί να φανταζόμαστε ένα σωματίδιο- σήμα να διαδίδεται με την ταχύτητα του φωτός για να καλύψει την απόσταση μεταξύ των δύο συζευγμένων σωματιδίων έτσι ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί επικοινωνία, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα δύο σωματίδια είναι ήδη συνδεδεμένα ως μέρη της ίδιας δομής. Έτσι, κάθε φορά που εκτελούμε ένα πείραμα κβαντικής σύζευξης, δεν παρεμβαίνουμε μόνο τοπικά σε ένα σωματίδιο, αλλά αλλάζουμε ολόκληρη τη δομή. Ταυτόχρονα, πραγματοποιείται και η συνειδητοποίηση. Επομένως, δεν έχει νόημα να λέμε ότι τα δύο σωματίδια αλληλεπίδρασαν ή θα αλληλεπιδράσουν πριν συνειδητοποιήσουμε και αποδώσουμε τον χρόνο της αλληλεπίδρασης.

 

Αυτό είναι παρόμοιο με τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στο ασυνείδητο. Όλες οι συνθήκες που συνθέτουν το ασυνείδητο εκφράζονται στο χώρο και το χρόνο ως τοπικά γεγονότα τη στιγμή που η ελεύθερη βούληση παρεμβαίνει και κάνει την «κυματοσυνάρτηση όλων των πιθανοτήτων» να καταρρεύσει. Τέτοιες συνθήκες περιλαμβάνουν επίσης τις πιο συγκεκριμένες πτυχές του εαυτού μας, όπως οι αναμνήσεις. Δεν υπάρχει μνήμη που να ζει στο παρελθόν, αλλά όλες οι μνήμες ανακτώνται στο παρόν. Έτσι, οι μνήμες και όλες οι νοητικές πτυχές που ταυτίζουμε με τη δική μας ταυτότητα και ύπαρξη είναι μέρη μιας δομής που εκδηλώνεται στιγμιαία με αιτιώδη επιλογή.

 

Αν θέλουμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, μπορούμε επίσης να υποθέσουμε την ύπαρξη του συλλογικού ασυνείδητου. Μπορούμε ακόμη να πούμε ότι το ασυνείδητο είναιπάντασυλλογικό, καθώς η δομή του περιλαμβάνει όλα τα πιθανά σχήματα και χρώματα ως συνδυασμούς αυτού που συνήθως βιώνουμε ως ζωντανές οντότητες. Θα ήταν ενδιαφέρον να φανταστούμε πώς ένας υπερυπολογιστής (ο πιο προηγμένος που θα μπορούσε ποτέ να κατασκευαστεί) θα επεξεργαζόταν πληροφορίες για ολόκληρο το Σύμπαν- καθώς και μια πληροφορία σχετικά με το νόημα της ύπαρξής του. Πώς μια τέτοια μηχανή θα έδινε χωροχρονικές «συντεταγμένες» στα γεγονότα σε σχέση με τη δική της θέση στο χώρο και το χρόνο; Πώς θα μπορούσε να κατανοήσει το νόημα της ύπαρξης ή την αίσθηση της εμπειρίας σε σχέση με τις δικές της αντιδράσεις στα ίδια γεγονότα; Αλλά ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ήδη μια τέτοια «μηχανή.» Μπορούμε να την ονομάσουμε Θεό, ή Σύμπαν, ή Μορφή. Αλλά ενώ ο Θεός ορίζεται ως μια ξεχωριστή οντότητα, πιο ισχυρή και πιο απόμακρη απ’ όλες, και ενώ το Σύμπαν περιγράφεται ως μια τεράστια μηχανική οντότητα ανίκανη να αισθανθεί τύψεις ή να έχει οποιαδήποτε δεύτερη σκέψη για τη δική της κενότητα, η Μορφή μάς περιλαμβάνει και επίσης συμπάσχει. Έτσι, ενώ το ασυνείδητο γίνεται μια έννοια έτοιμη να συλληφθεί, το κενό γίνεται ένα συναίσθημα έτοιμο να εξερευνηθεί.

 

Το αρχέτυπο της Αράχνης


Γραμμές Νάσκα, γεωγλυφικό αράχνης

[http://www.ancient-origins.net/myths-legends/symbolic-spider-wove-its-way-through-history-002215]

 

Μπορούμε να πάρουμε έναν καθρέφτη, να τον βάλουμε στο έδαφος, και στη συνέχεια να σημειώσουμε στον καθρέφτη τη θέση των αστεριών. Έτσι θα έχουμε μια προβολή του ουρανού κάτω στη Γη. Θα μπορούσαμε να κάνουμε το ίδιο με ένα κομμάτι χαρτί, αν και ο καθρέφτης είναι καλύτερος επειδή αντανακλά την ακριβή θέση των αστεριών, και διατηρεί την προοπτική σε σχέση με τη γωνία και τη φωτεινότητα των αντικειμένων που αντανακλά. Είναι άραγε πιθανό ότι ο καθρέφτης διατηρεί επίσης την εικόνα, αποθηκεύοντας με κάποιο τρόπο τις πληροφορίες μέσα στην επιφάνειά του; Ίσως οι εικόνες που εμφανίζονται μέσα στον καθρέφτη να μην είναι απλώς φανταστικές εικόνες που συνάγονται από τη δική μας αντίληψη, αλλά αληθινές εικόνες που προβάλλονται προς τα μέσα από τον καθρέφτη, και τις οποίες είμαστε συνεπώς σε θέση να αντιληφθούμε. Αντίστοιχα, η ίδια διαδικασία μπορεί να λαμβάνει χώρα κάθε φορά που παρατηρούμε τον νυχτερινό ουρανό. Τα φωτεινά σημεία των αστεριών χτυπούν τα μάτια μας, αποτυπώνονται στον εγκέφαλο, και προβάλλονται σε μια επιφάνεια κάπου μέσα στο μυαλό. Έτσι, ο καθρέφτης είναι μια επαρκής συνθήκη για μια μοναδική επιφάνεια που περιέχει τις πληροφορίες για τα αστέρια ή οτιδήποτε άλλο, και προβάλλει τις πληροφορίες για αυτά τα αντικείμενα τόσο προς τα έξω, προς τον πραγματικό κόσμο, όσο και προς τα μέσα, προς τη συνείδηση. 

 

Αντί για εικόνες αστεριών, μπορούμε να φανταστούμε εικόνες φανταστικών πλασμάτων, όπως αυτή που απεικονίζεται στην προηγούμενη εικόνα. Αν και οι αράχνες είναι πραγματικά φυσικά όντα, η προηγούμενη εικόνα δεν απεικονίζει μια πραγματική αράχνη, αλλά μια εικονική οντότητα που ζει όχι στο έδαφος αλλά στους ουρανούς, ακόμα κι αν ένα τέτοιο φανταστικό πλάσμα μπορεί να σχεδιαστεί στο έδαφος. Έτσι, μια τέτοια αράχνη αντιπροσωπεύει μια προβολή ενός συμβόλου που εκδηλώνεται στον καθημερινό κόσμο μέσω του μυαλού του καλλιτέχνη που σχεδίασε την εικόνα. Με αυτή την έννοια, η εικόνα της αράχνης στη φιγούρα δεν απεικονίζει το κοινό φυσικό πλάσμα, αλλά ένα μοτίβο που σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο συναίσθημα ή πεποίθηση του καλλιτέχνη. Αλλά αυτό το μοτίβο ή αρχέτυπο μπορεί να εκφράσει ένα συναίσθημα, δηλαδή μια ψυχική κατάσταση, η οποία όχι μόνο έγινε αισθητή από τον καλλιτέχνη αλλά είναι επίσης κοινή σε όλους τους ανθρώπους, με την ίδια έννοια που μια φυσική αράχνη εμφανίζεται λίγο- πολύ η ίδια σε όλους μας. Έτσι, το «αρχέτυπο της αράχνης» δεν απεικονίζει μια αράχνη αλλά ένα μοτίβο, συναίσθημα, ή συμπεριφορά, που μπορεί να είναι κοινά σε διάφορα αντικείμενα, πλάσματα ή ανθρώπους.  

 

Όπως σημειώνει η Βικιπαίδεια, σε όλη την ιστορία, υπήρξαν πολλές πολιτιστικές απεικονίσεις αραχνών στη λαϊκή κουλτούρα, τη μυθολογία και τον συμβολισμό. Από την ελληνική μυθολογία μέχρι την αφρικανική λαογραφία, το σύμβολο της αράχνης έχει χρησιμοποιηθεί στον ανθρώπινο πολιτισμό για να αντιπροσωπεύσει πολλά διαφορετικά πράγματα, και επιβιώνει μέχρι σήμερα με χαρακτήρες όπως ο Σέλομπ από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, και ο Σπάιντερμαν από την ομώνυμη σειρά κόμικς. Η αράχνη έχει συμβολίσει την υπομονή και επιμονή, λόγω της τακτικής της να κατασκευάζει ιστό, περιμένοντας το θήραμά της να παγιδευτεί. Είναι επίσης σύμβολο εξαπάτησης, εξαιτίας του δηλητήριού της και του αργού θανάτου που προκαλεί, γεγονός που συχνά θεωρείται κατάρα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Cultural_depictions_of_spiders]

 

Αυτό που είναι κοινό σε όλες αυτές τις παραδόσεις είναι η σύνδεση μεταξύ του συμβόλου της αράχνης και της αίσθησης του πεπρωμένου. Όπως τα ρινίσματα σιδήρου παίρνουν το σχήμα των μαγνητικών γραμμών σ’ ένα μαγνητικό πεδίο, έτσι και τα ζωντανά πλάσματα ακολουθούν τα μονοπάτια του πεπρωμένου τους. Επομένως, το αρχέτυπο του Πεπρωμένου μπορεί να οπτικοποιηθεί ως ένα μοτίβο που μοιάζει με ιστό, και εξαπλώνεται μέσα σε όλο το Σύμπαν συνδέοντας όλα τα αντικείμενα μαζί. Αλλά ενώ τα ρινίσματα σιδήρου ακολουθούν τις μαγνητικές γραμμές λόγω κάποιας φυσικής ιδιότητας (του ηλεκτρικού φορτίου) που τα «μαγνητίζει,» η αλληλεπίδραση μεταξύ των πραγμάτων και του πεπρωμένου τους αντιστοιχεί σε κάποια ιδιότητα που βρίσκεται στην ψυχή. Με μια τέτοια έννοια, ίσως μπορούμε να περιγράψουμε όλες τις φυσικές δυνάμεις ως έκφραση ψυχικών ορμών ή τάσεων, σύμφωνα με κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα, που μπορούμε να ονομάσουμε αρχέτυπα. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένας προκαθορισμένος σκοπός στο Σύμπαν. Αλλά για να μάθουμε πού κατευθύνονται τα πράγματα, πρέπει πρώτα να μάθουμε πώς οι φυσικές ορμές συνδυάζονται με τις φυσικές δυνάμεις προς το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι, οι φυσικές δυνάμεις δεν μπορούν να είναι τίποτα περισσότερο από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σωματικά τις ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε ψυχικό ή ασυνείδητο επίπεδο. Τέτοιες ενέργειες, οι οποίες διαμεσολαβούνται από τα αρχέτυπα, μας δίνουν τη γενική προοπτική του διασυνδεδεμένου δικτύου του κοσμικού ιστού.

 

Ανθρώπινη αύρα



[https://challenges.openideo.com/challenge/voting/inspiration/the-kirlian-hand-map]

 

Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, η φωτογραφία Κίρλιαν είναι μια τεχνική για τη δημιουργία φωτογραφιών εκτύπωσης επαφής χρησιμοποιώντας υψηλή τάση. Πήρε το όνομά της από τον Σέμυον Κίρλιαν, ο οποίος το 1939 ανακάλυψε τυχαία ότι εάν ένα αντικείμενο σε μια φωτογραφική πλάκα συνδέεται με μια πηγή υψηλής τάσης, παράγεται μια εικόνα στη φωτογραφική πλάκα. Ο ίδιος πίστευε ότι οι εικόνες που δημιουργούνται με αυτή τη τεχνική θα μπορούσαν να απεικονίσουν ένα εικαστικό ενεργειακό πεδίο, ή αύρα, που πιστεύεται, από ορισμένους, ότι περιβάλλει τα έμβια όντα. Ο Κίρλιαν και η σύζυγός του ήταν πεπεισμένοι ότι οι εικόνες τους έδειχναν μια ζωική δύναμη, ή ένα ενεργειακό πεδίο, που αντανακλούσε τις φυσικές και συναισθηματικές καταστάσεις των ζωντανών υποκειμένων τους. Πίστευαν επίσης ότι αυτές οι εικόνες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση ασθενειών.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Kirlian_photography]     

 

Ας φανταστούμε τώρα ότι παίρνουμε ένα λεπτό φιλμ, που αντιπροσωπεύει την ψυχή μας, και ότι ρίχνουμε φως σε αυτό το φιλμ, έτσι ώστε τα περιεχόμενά του να προβληθούν σε κάποια επιφάνεια. Αν αυτά τα περιεχόμενα γίνουν αντιληπτά ως σχήματα, τότε θα υπάρξει μια αντιστοιχία ένα προς ένα μεταξύ αυτών των σχημάτων και του περιεχομένου της ψυχής μας, των δικών μας ενστίκτων. Αν χρησιμοποιήσουμε τα σχήματα για να φτιάξουμε οποιοδήποτε είδος φυσικού αντικειμένου γύρω μας, τότε όλος ο πραγματικός κόσμος θα γίνει μια εκδήλωση των αντίστοιχων συλλογών ενστίκτων ή συναισθημάτων, ενώ όλα τα είδη των φυσικών δυνάμεων και πεδίων δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από τις ενέργειες κατά μήκος των μονοπατιών των ψυχικών μας ορμών.

 

Μπορεί να αναρωτιόμαστε πού βρίσκονται οι φυσικές ιδιότητες, όπως η μάζα, μέσα σε ένα αντικείμενο. Εάν δεν είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε ένα μόνο σημείο όπου η μάζα μπορεί να συγκεντρωθεί, τότε συνειδητοποιούμε ότι η μάζα, καθώς και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, δεν εντοπίζεται, αλλά εξαπλώνεται σε όλο το αντικείμενο. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να φανταστούμε ότι οι ιδιότητες της ύλης είναι διασκορπισμένες σε όλο το Σύμπαν, συνθέτοντας τα «νήματα των πεδίων,» στις διασταυρώσεις των οποίων οι φυσικές ιδιότητες συγκεντρώνονται και υλοποιούνται στο αντικείμενο. Αυτά τα νήματα μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως ενέργειες των αρχέτυπων, τα οποία με τη σειρά τους μπορούμε να φανταστούμε ότι εμφανίζονται ως σχήματα ανάμεσα στα νήματα. Θα μπορούσαμε ακόμη να υποθέσουμε ότι ενώ τα νήματα, δηλαδή τα περιγράμματα των αναδυόμενων σχημάτων, είναι υπεύθυνα για τις φυσικές, δηλαδή τις μηχανικές, ιδιότητες της ύλης, το περιεχόμενο των σχημάτων μεταξύ των νημάτων εκφράζει τις ψυχικές ιδιότητες, όπως αυτές που σχετίζονται με τα συναισθήματα, τις αισθήσεις, τη νοημοσύνη, και ούτω καθεξής.

 

Ωστόσο, μια πλήρης περιγραφή τόσο της ύλης όσο και της ψυχής απαιτεί όλες οι ιδιότητες να είναι ενοποιημένες. Για παράδειγμα, τα προηγουμένως υποτιθέμενα «νήματα» μπορεί να έχουν πυκνότητα και θερμοκρασία, καθώς και χρώμα, οσμή, και όλες τις ιδιότητες που αντιστοιχούν στις αισθήσεις. Έτσι, αυτό που θεωρούμε υλικές ιδιότητες μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα σε ένα πολύ ακατέργαστο και χαμηλό επίπεδο, σε αντίθεση με όλα τα πιθανά επίπεδα επίγνωσης. Αφού διδάξουμε τον εαυτό μας πώς να βλέπουμε τον κόσμο ως ένα ενοποιημένο σύνολο ιδιοτήτων που αντιστοιχούν σε όλες τις πιθανές ποιότητες και ποσότητες αντίληψης και αισθήσεων, μπορούμε επίσης να αναρωτηθούμε τι είναι η νοημοσύνη ή η επίγνωση, αν αυτές οι νοητικές πτυχές είναι επίσης ιδιότητες που εμφανίζονται κατά τη διαδικασία της αντίληψης. Μια τέτοια υπόθεση δεν είναι καθόλου παράλογη, σύμφωνα με την προηγούμενη περιγραφή. Αν οι ιδιότητες της ύλης δεν είναι εντοπισμένες σ’ ένα σημείο αλλά διαπερνούν όλα τα αντικείμενα μέσα στο Σύμπαν, όλα τα αντικείμενα θα συνδέονται ουσιαστικά και στιγμιαία. Έτσι, η Συνείδηση μπορεί να προκύψει μέσα από τέτοιες ταυτόχρονες διαδικασίες. Αλλά μπορούμε επίσης να φανταστούμε ότι μαζί με τα χρώματα, τους ήχους, την πυκνότητα, ή τη θερμοκρασία, υπάρχουν επίσης ιδιότητες, όπως η πνευματικότητα, η διαίσθηση, η ελευθερία, η συμπόνια, και ούτω καθεξής. Τότε αυτό που μένει να κάνουμε είναι να προσθέσουμε τέτοιες ιδιότητες στις «εξισώσεις» που περιγράφουν τις αντιστοιχίες της φύσης. Όμως στην περίπτωση αυτή οι εξισώσεις θα περιγράφουν όχι μόνο τη μηχανική κατάσταση των πραγμάτων, όπως η θέση και η μετατόπιση, αλλά και το νόημα των σχετικών κινήσεών τους.

 

Μπορεί να σημειωθεί εδώ ότι η αντιστοιχία μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της αύρας γύρω από τα χέρια, και ορισμένων συναισθημάτων ή ιδιοτήτων όπως απεικονίζονται στην προηγούμενη εικόνα, είναι συμπτωματική, ενώ το χρώμα της αύρας είναι αδιαφοροποίητο. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αύρα εμφανίζεται κυρίως στην υπεριώδη περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Έτσι τα μάτια μας μπορούν να αντιληφθούν την αύρα παντού μπλε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η αύρα δεν μπορεί να είναι πολύχρωμη. Αλλά αυτά τα χρώματα θα πρέπει να γίνουν αντιληπτά ως «εσωτερικά χρώματα,» που αντιστοιχούν σε «άλλα είδη» συχνοτήτων. Για παράδειγμα, οι δονήσεις στον αέρα γίνονται αντιληπτές ως ήχοι. Αυτοί οι ήχοι ή η μουσική δεν έχουν «χρώμα» με την κοινή έννοια, αλλά η μουσική είναι «πολύχρωμη» με την έννοια ότι προκαλεί συναισθήματα και ψυχικό αποτέλεσμα γενικά. Θα ήταν δύσκολο να περιγράψουμε τη μουσική σε κάποιον που δεν μπορεί να ακούσει, όσο είναι δύσκολο να περιγράψουμε τα χρώματα σε κάποιον που δεν μπορεί να δει. Αλλά τι γίνεται αν υπάρχουν κάποιες επιπλέον αισθήσεις που μερικοί άνθρωποι μπορούν να αντιληφθούν, ενώ οι υπόλοιποι από εμάς δεν μπορούν; Πρέπει να πούμε ότι οι «ήχοι» και τα «χρώματα» τέτοιων υπεραισθήσεων είναι αδύνατα, ή ότι ίσως υπάρχουν αλλά δεν είμαστε σε θέση να τα αντιληφθούμε; Τουλάχιστον, αν δεν απορρίψουμε την πιθανότητα της ύπαρξής τους, έχουμε μία ευκαιρία να μάθουμε κάτι για αυτές τις υπεραισθήσεις, καθώς και για τα αντίστοιχα συναισθήματα που μπορεί να παράγουν.

 

Αλλά το αν η αύρα εμφανίζεται ως ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ή ως άλλη μορφή «ακτινοβολίας» είναι ίσως δευτερεύον. Αν προσεγγίσουμε το περιεχόμενο της Μορφής με την έννοια του πεδίου, τότε μπορούμε να φανταστούμε ένα είδος ενοποιημένου πεδίου που εκτείνεται στο χώρο και στο χρόνο, και του οποίου οι δονήσεις αντιστοιχούν όχι μόνο σε ήχους και χρώματα αλλά και σε άλλες αισθήσεις, ή «πολύχρωμα σχήματα,» απρόσιτα στην ανθρώπινη αντίληψη στο σημερινό της επίπεδο ανάπτυξης. Έτσι, η απεικόνιση της ανθρώπινης αύρας στο ορατό φάσμα θα ήταν απλώς μια προσέγγιση για μια εμπειρία που αντιστοιχεί σε περισσότερες αισθήσεις, ή σε περισσότερες «διαστάσεις» όπως θα έλεγε ένας φυσικός. Ωστόσο, ενώ οι μαθηματικές διαστάσεις είναι αναπαράξιμες, οι διαστάσεις της εμπειρίας (οι αισθήσεις) είναι μοναδικές.       

 

Αν δεν διαθέταμε ως είδος την αίσθηση της όρασης, όλα τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε ως αντικείμενα δεν θα υπήρχαν. Για παράδειγμα, ένας ήχος ή ένα τραγούδι είναι ένα πολύ διαφορετικό είδος «αντικειμένου,» χωρίς καθορισμένο σχήμα και χωρίς «στιβαρότητα.» Ωστόσο, ο ήχος ή το τραγούδι είναι απτό στην αίσθηση της ακοής, με την ίδια έννοια που τα καθημερινά αντικείμενα συνδέονται με την οπτική αντίληψη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορούμε να πούμε ότι όλα τα καθημερινά αντικείμενα είναι ψυχικά περιεχόμενα που συνδέονται με τις αισθήσεις. Από πού προέρχονται αυτά τα περιεχόμενα; Έχουμε ήδη πει ότι προέρχονται από τον κόσμο των αρχετύπων. Τα αρχέτυπα είναι στην πραγματικότητα τα ψυχικά περιεχόμενα, τα παλλόμενα «πολύχρωμα σχήματα» που αντιλαμβανόμαστε ότι συνθέτουν τα καθημερινά αντικείμενα της εμπειρίας μας. Πόσες διαφορετικές αισθήσεις υπάρχουν; Στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να υπάρχουν τόσες όσα και τα αντίστοιχα ψυχικά περιεχόμενα. Αλλά μπορούμε εξίσου να πούμε ότι η συνολική εμπειρία προκύπτει ως ένας συνδυασμός αυτών των περιεχομένων, τα οποία θα μπορούσαν επομένως να μειωθούν σε ορισμένα θεμελιώδη πρότυπα, περιορισμένα από τον αριθμό των αισθήσεων που μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει ένα ζωντανό ον. Αλλά το θέμα είναι ότι το αντικείμενο πρέπει να κατανοηθεί ως ένα ψυχικό περιεχόμενο που έχει υλοποιηθεί από τις αισθήσεις, και έτσι έχει γίνει μέρος του αντιληπτικού πεδίου της Συνείδησης.

 

Ενώ είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία με την οποία ο φυσικός κόσμος ενσωματώνεται στην αντίληψη (τη διαδικασία με την οποία υλοποιείται το ψυχικό περιεχόμενο), είναι ακόμη πιο δύσκολο να εξηγήσουμε όλες τις έννοιες που συνεπάγονται. Για παράδειγμα, είναι πολύ απλό να κατανοήσουμε την έννοια του «χρώματος,» ή της «μάζας» ενός αντικειμένου. Από την άλλη μεριά, είναι πιο δύσκολο να βρεθεί ένα φυσικό μέρος ή πλαίσιο για έννοιες όπως η ελευθερία, η υπομονή, το θάρρος, η δημιουργικότητα, η στοργή, και ούτω καθεξής. Πώς τέτοιες έννοιες όπως τα ψυχικά φαινόμενα μπορούν να συσχετιστούν με τις αισθήσεις και τα καθημερινά αντικείμενα στο ενοποιημένο πλαίσιο της Συνείδησης; Μια ενδιαφέρουσα πτυχή είναι ότι τέτοιες έννοιες υπήρχαν, μαζί με εκείνες των χρωμάτων και των σχημάτων, ακόμη και πριν εμφανιστούν οι άνθρωποι. Μια πιο κατάλληλη προσέγγιση είναι να πούμε ότι αυτές οι έννοιες υπήρχαν ήδη μαζίμε κάποια έννοια που αντιστοιχούσε στην ανθρώπινη μορφή. Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται μια συλλογή ιδιοτήτων, ένας συνδυασμός λειτουργιών διαφορετικών από εκείνες που δημιουργούν άλλα είδη ζώων, αλλά η οποία συλλογή περιλαμβάνει παρεμπιπτόντως όχι μόνο τις φυσικές ιδιότητες, όπως η μάζα και το φορτίο, αλλά και τις ψυχικές ιδιότητες, όπως η νοημοσύνη και η διάνοια, ο σκοπός και η αίσθηση του καθήκοντος, η πρόοδος και η απαίτηση για βελτίωση, η πίστη και η αμφιβολία, η εξατομίκευση και η θεοποίηση. Όλα αυτά είναι μοναδικές ιδιότητες, και μπορούν να θεωρηθούν θεμελιώδεις, επομένως αδιαίρετες.

 

Για να ολοκληρώσουμε, μπορούμε να πούμε ότι η αύρα είναι μια προβολή στο χώρο όλων των βασικών συστατικών της ύπαρξης. Αυτά τα συστατικά θεωρείται ότι συνθέτουν την ατομική οντότητα. Περιλαμβάνουν όχι μόνο τη μάζα, το φορτίο, ή τη θερμότητα της οντότητας και των αντικειμένων στο περιβάλλον της οντότητας, αλλά και τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Αλλά όλα αυτά τα συστατικά ή ιδιότητες γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις. Επομένως, οι αισθήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως υποδοχείς που δονούνται στις ίδιες συχνότητες και πλάτη με εκείνα των ενεργειών ή δράσεων που μεταβιβάζουν τα ψυχικά περιεχόμενα. Λέμε δε ότι τα περιεχόμενα είναι ψυχικά, επειδή βρίσκονται στο ασυνείδητο, και σταδιακά εκδηλώνονται και συνειδητοποιούνται.

 

Ενώ η διαίσθηση βοηθά στην κατανόηση των εννοιών που αντιστοιχούν σε αυτά τα περιεχόμενα, η λογική και η θετικιστική σκέψη βοηθούν στην κατανόηση των αιτιών της φύσης. Αν και η κλασική φυσική επικεντρώθηκε σε μια καθαρά μηχανιστική περιγραφή της φύσης στην οποία ο παρατηρητής δεν συμμετείχε, η κβαντική μηχανική έχει ενσωματώσει μέρος του «μαγικού,» ή ψυχικού, μέρους του κόσμου, υποθέτοντας φαινόμενα όπως η στιγμιαία δράση από απόσταση (κβαντική σύζευξη), καθώς και η συμμετοχή του παρατηρητή στα φαινόμενα (αναγνωρίζοντας έτσι την πτυχή της συνείδησης στη διαδικασία).

 

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί σε αυτό το πλαίσιο, για παράδειγμα, ότι οι τελεστές προβολής στην κβαντική μηχανική μπορούν να θεωρηθούν ως μαθηματικές αναπαραστάσεις αρχετύπων. Παίρνουν αντικείμενα, και εκτελούν ενέργειες πάνω τους. Για παράδειγμα, η ορμή είναι ένας τελεστής που δρα σε αντικείμενα και τα κάνει να κινούνται. Αν και ο μαθηματικός τελεστής είναι άψυχος, το αρχέτυπο είναι χρήσιμο, όχι μόνο επειδή μπορεί να θεωρηθεί ως τελεστής με τη μαθηματική έννοια, αλλά και επειδή μπορεί να σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο του ατόμου που σκέφτεται την πιθανή λειτουργία. Για παράδειγμα, τα χέρια μας είναι «τελεστές» που ενεργούν σε αντικείμενα για να τα μετακινήσουν. Πόσο διαφορετικά είναι τα χέρια μας από τους μαθηματικούς τελεστές; Σκεφτήκαμε ποτέ ότι τα χέρια μας σχεδιάζουν και περιγράφουν με τύπους τους «μαθηματικούς» τελεστές; Ότι ίσως τα χέρια μας περιγράφουν με αυτόν τον τρόπο τη δική τους λειτουργία; Αλλά η λειτουργία ή δράση που εκτελούν τα χέρια μας είναι η ίδια δράση που διαδίδεται σε όλο το Σύμπαν εκφράζοντας το αντίστοιχο αρχέτυπο. Η τάξη μεγέθους δεν επηρεάζει το βαθμό της αναλογίας. Αλλά αν κάποιος αγνοήσει την αναλογία, τότε το μέγεθος της σχέσης μπορεί να μην γίνει κατανοητό.

 

Ως εκ τούτου, μπαίνω στον πειρασμό εδώ να προτείνω την ακόλουθη σχέση:

  

 

Ενώ η προέλευση του προηγούμενου τύπου μπορεί να φαίνεται οικεία (E/m=c2), οι συνέπειες δεν είναι αυτονόητες. Υπονοούν όχι μόνο τη φυσική συμμετρία μεταξύ της Ψυχής (η «ενέργεια») και της Φύσης (η «μάζα,» ή «ύλη»), αλλά και τη νοήμονη σύμπτωση που γεννά τη Συνείδηση (Πνεύμα). Ανεξάρτητα από το αν η σκέψη μας μπορεί να ταξιδέψει γρηγορότερα από το φως ή όχι, ενώ το φως στην εξίσωση του Αϊνστάιν είναι μια φυσική σταθερά (c), το Πνεύμα γίνεται ταυτόσημο με το φως της Συνείδησης, που κάνει τα πάντα αισθητά, άρα ορατά. Όπως τα χέρια μας είναι η λειτουργία που κάνει τη «μάζα» απτή, έτσι και τα μάτια μας είναι η λειτουργία που κάνει ορατό το «φως.» Αν δεν υπήρχαν τέτοιες λειτουργίες, και αν δεν υπήρχε η έννοια μιας τέτοιας σύμπτωσης, δεν θα υπήρχε καμία εμπειρία. Το Πνεύμα (Συνείδηση) που προκύπτει από την ενότητα της Ψυχής (το άυλο ή ανέκφραστο περιεχόμενο) και της Φύσης (η υλική ή αισθητή φύση), όχι μόνο κάνει το Πεδίο της Μορφής αντιληπτό (γίνεται έτσι αντιληπτικό πεδίο), αλλά αποφασίζει επίσης τι και πώς θα γίνει αντιληπτό στη διαδικασία της εξατομίκευσης (γίνεται έτσι και μορφικό πεδίο). Έτσι, ενώ στη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν ο καθοριστικός παράγοντας είναι μια φυσική σταθερά c(η ταχύτητα του φωτός), σύμφωνα με το παράδειγμα που παρουσιάζεται εδώ ο αντίστοιχος παράγοντας είναι C (η Συνείδηση ή Πνεύμα). Ενώ η προηγούμενη εξίσωση είναι απλά ενδεικτική, η σημασία του προβλήματος έχει ήδη μετατοπιστεί από την απόλυτη φύση μιας υλικής ποσότητας (το φως «c») στη συνολική θεώρηση μιας νοήμονης οντότητας (το «φως» Cτης Συνείδησης, αντιληπτό από κάποιον ως ιδιότητα της ίδιας της νοημοσύνης του).

 

Πτυχές των αρχετύπων



 

1. Η επιφάνεια της συνείδησης.

2. Η σφαίρα της εσωτερικής «τάξης.»

3. Οι διαδρομές μέσω των οποίων τα περιεχόμενα βυθίζονται στο ασυνείδητο.

4. Τα αρχέτυπα και τα αντίστοιχα «μαγνητικά» πεδία τους, τα οποία κάνουν τα περιεχόμενα να αποκλίνουν από την αρχική τους πορεία λόγω της ελκτικής δύναμης.

ΑΑ. Η περιοχή όπου οι καθαρές αρχετυπικές διαδικασίες γίνονται αόρατες, και όπου το «αρχέγονο μοτίβο» συγκεντρώνεται.

 

Η προηγούμενη εικόνα ανήκει σε ένα κείμενο που βρήκα κάποτε στο διαδίκτυο, αλλά του οποίου ο σύνδεσμος δεν υπάρχει πλέον. Δεν είμαι καν σίγουρος αν η προηγούμενη εικόνα σχεδιάστηκε από τον συντάκτη του κειμένου, ή από κάποιον άλλον. Ωστόσο, είναι ενδεικτική. Τα αρχέτυπα αντιπροσωπεύονται ως εσωτερικές σφαίρες, ενώ οι διαδρομές που τα συνδέουν με τη συνείδηση είναι αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «δράσεις» ή «αιτίες.» Η διαδικασία μπορεί επίσης να αντιστραφεί, ξεκινώντας από τα αρχέτυπα προς τη συνείδηση, οπότε η απόδοση του χώρου και του χρόνου στα γεγονότα συμβαίνει στην ενδιάμεση ζώνη (2). Σε αυτό το στάδιο, μπορούμε επίσης να πούμε ότι τα αντικείμενα διαμορφώνονται στο μυαλό. Ο παραλληλισμός μεταξύ αρχετυπικής έλξης και μαγνητισμού θα πρέπει να θεωρείται ενδεικτικός, και όχι κυριολεκτικός. Είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα γεγονότα «παραμορφώνονται» από την αρχετυπική επιρροή, υποδηλώνοντας τη σχετικιστική πτυχή της διαδικασίας.

 

Ένας από τους τρόπους με τους οποίους ο Γιουνγκ περιέγραψε τα αρχέτυπα, το συλλογικό ασυνείδητο και τη διαδικασία της εξατομίκευσης, μπορεί να βρεθεί στον 9οτόμο των Συλλογικών Έργων του:

 

«Εκτός από το καθαρά προσωπικό ασυνείδητο που υπέθεσε ο Φρόυντ, γίνεται αισθητό ότι υπάρχει ένα βαθύτερο ασυνείδητο επίπεδο. Αυτό το βαθύτερο επίπεδο εκδηλώνεται σε καθολικές αρχαϊκές εικόνες, που εκφράζονται σε όνειρα, θρησκευτικές πεποιθήσεις, μύθους και παραμύθια. Τα αρχέτυπα, ως αφιλτράριστη ψυχική εμπειρία, εμφανίζονται άλλοτε στις πιο πρωτόγονες και αφελείς μορφές τους (στα όνειρα), και άλλοτε σε πολύ πιο σύνθετη μορφή, λόγω της λειτουργίας της συνειδητής επεξεργασίας (στους μύθους).

 

Οι αρχετυπικές εικόνες που εκφράζονται ιδιαίτερα στο θρησκευτικό δόγμα επεξεργάζονται διεξοδικά σε τυποποιημένες δομές, οι οποίες, ενώ εκφράζουν το ασυνείδητο με κυκλικό τρόπο, εμποδίζουν την άμεση αντιπαράθεση μαζί του... Η αναζήτηση του ασυνείδητου περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της Σκιάς, της κρυμμένης φύσης του ανθρώπου·την Άνιμα και τον Άνιμους, ένα κρυφό αντίθετο φύλο σε κάθε άτομο·και πέρα από αυτό, το αρχέτυπο του Νοήματος. Αυτά είναι αρχέτυπα ευαίσθητα στην προσωποποίηση. Τα αρχέτυπα του μετασχηματισμού, τα οποία εκφράζουν την ίδια τη διαδικασία εξατομίκευσης, εκδηλώνονται σε διάφορες καταστάσεις...

 

Τα αρχέτυπα παρομοιάζονται με ενστικτώδη πρότυπα συμπεριφοράς. Παραδείγματα ιδεών, όπως η έννοια της αναγέννησης, που συμβαίνουν ανεξάρτητα σε διάφορους πολιτισμούς και ηλικίες, προωθούνται ως απόδειξη για το συλλογικό ασυνείδητο. Υπάρχει η αίσθηση ότι υπάρχουν τόσα αρχέτυπα όσες και οι επαναλαμβανόμενες καταστάσεις στη ζωή, ότι όταν συμβαίνει μια κατάσταση που αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο αρχέτυπο, το αρχέτυπο πιέζει για ολοκλήρωση σαν μια ενστικτώδης ορμή...

 

Σε μια συζήτηση για την έννοια των αρχετύπων, η πλατωνική έννοια των Ιδεών, ένα είδος αρχέγονης προδιάθεσης που επηρεάζει και διαμορφώνει τις σκέψεις, βρέθηκε να είναι μια πρώιμη διατύπωση της υπόθεσης των αρχέτυπων. Άλλοι ερευνητές σημειώνονται επίσης ότι έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξη καθολικών μορφών σκέψης. Ως συμβολή του Γιουνγκ θεωρείται η απόδειξη ότι τα αρχέτυπα διαδίδονται όχι μόνο μέσω της παράδοσης, της γλώσσας ή της μετανάστευσης, αλλά ότι μπορούν να δράσουν αυθόρμητα χωρίς εξωτερική επιρροή. Τονίζεται ότι ένα αρχέτυπο δεν είναι προκαθορισμένο στο περιεχόμενο. Αντίθετα, είναι μια δυνατότητα αντιπροσώπευσης που μπορεί να πραγματοποιηθεί με διάφορους τρόπους. Από αυτή την άποψη, το αρχέτυπο παρομοιάζεται με τα ένστικτα. Και τα δύο είναι προκαθορισμένα μόνο στη μορφή, και τα δύο μπορούν να αποδειχθούν μόνο μέσω των εκδηλώσεών τους...

 

Τονίζεται η σημασία των αρχετύπων στη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Φαίνεται να εκφράζουν τις υψηλότερες αξίες του ανθρώπου, οι οποίες θα χάνονταν στο ασυνείδητο αν δεν προβάλλονταν στο εξωτερικό περιβάλλον. Ένα παράδειγμα είναι το αρχέτυπο της μητέρας, το οποίο εκφράζει την ιδανική μητρική αγάπη. Αν και η προβολή αυτού του αρχέτυπου στην πραγματική μητέρα- ένα ατελές ανθρώπινο ον- μπορεί να οδηγήσει σε ψυχολογικές επιπλοκές, η εναλλακτική λύση της απόρριψης της ιδανικής περίπτωσης θεωρείται ακόμη πιο επικίνδυνη. Η καταστροφή αυτού του ιδανικού και κάθε άλλης παράλογης έκφρασης θεωρείται σοβαρή εξαθλίωση της ανθρώπινης εμπειρίας. Επιπλέον, τα αρχέτυπα που υποβιβάζονται αποκλειστικά στο ασυνείδητο μπορεί να ενταθούν σε σημείο που να διαστρεβλώνουν τις δυνάμεις αντίληψης και λογικής. Η ισορροπία ορθολογικών και παράλογων ψυχικών δυνάμεων θεωρείται έτσι απαραίτητη...»

[http://iaap.org/frontpage/50th-anniversary-jung/]

 

Όσον αφορά το συλλογικό ασυνείδητο, ο Γιουνγκ, στο βιβλίο του Συγχρονικότητα- μια μη αιτιακή συνδετική αρχή, λέει τηλεγραφικά:

 

«Εδώ θα επισημάνω μόνο ότι είναι οι αποφασιστικοί παράγοντες στη συνειδητή ψυχή, τα αρχέτυπα, που αποτελούν τη δομή του συλλογικού ασυνείδητου. Το τελευταίο, αντιπροσωπεύει μια ψυχή που είναι πανομοιότυπη σε όλα τα άτομα. Δεν μπορεί να γίνει άμεσα αντιληπτό ή να «αναπαρασταθεί,» σε αντίθεση με τα αισθητά ψυχικά φαινόμενα, και λόγω της «μη αντιπροσωπευτικής» φύσης του το έχω ονομάσει «ψυχοειδές.»

 

Σύμφωνα με τον Γιουνγκ, τα αρχέτυπα σχετίζονται με τις ακόλουθες βασικές πτυχές:

- Είναι τα συστατικά του συλλογικού ασυνείδητου.

- Προκαλούν αποτελέσματα τόσο στην ψυχή όσο και στον φυσικό κόσμο, μέσω μιας διαδικασίας που ο Γιουνγκ αποκαλεί «νοήμονη σύμπτωση».

Ο τρόπος που δρουν είναι μη τοπικός, καθώς δεν φαίνεται να έχουν φυσικούς περιορισμούς στο χωροχρόνο (αυτό που ο Γιουνγκ αποκαλεί ψυχική σχετικότητα).

- Μπορούν να αναπαρασταθούν από αντικείμενα (π.χ. η Σκιά), έννοιες (π.χ. η Άνιμα ή ο Άνιμους), και υποκείμενα (π.χ. ο Σοφός Γέρος). 

 

Όπως έχω ήδη επισημάνει, η διαδικασία που απεικονίζεται στην προηγούμενη εικόνα μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι εκτυλίσσεται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αντί να βλέπουμε τα αρχέτυπα ως πρότυπα συμπεριφοράς που συσσωρεύονται καθόλη τη διάρκεια της εξέλιξης του είδους, και κατά συνέπεια βυθίζονται στο ασυνείδητο, μπορούν να θεωρηθούν ως προϋπάρχοντα πρότυπα, που αναδύονται από το ασυνείδητο, και κατά συνέπεια καθοδηγούν την εξέλιξη του είδους, είτε οι ασυνείδητες ορμές τους έχουν γίνει αντιληπτές είτε όχι. Το όλο σχήμα, το οποίο περιλαμβάνει τόσο το ασυνείδητο όσο και το συνειδητό, συνθέτει αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε Συνείδηση (έτσι η Συνείδηση μπορεί να περιλαμβάνει και το συνειδητό και το ασυνείδητο). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι ευκολότερο να κατανοήσουμε και να πιστέψουμε τα συγχρονιστικά φαινόμενα, επειδή η δράση των αρχέτυπων επεκτείνεται σε ολόκληρο το Σύμπαν, ακόμη και αν η πραγματοποίηση του αντίστοιχου γεγονότος (αυτό που ονομάζεται διάδοση πληροφοριών με την ταχύτητα του φωτός στη φυσική) δεν έχει ακόμη συμβεί. Με μια τέτοια έννοια, η αιτιότητα μπορεί να προέρχεται από τη συγχρονικότητα- αντί να υποθέσουμε δύο διαφορετικά είδη γεγονότων ή ενεργειών στο Σύμπαν (τοπικά και μη τοπικά)- αν και κανείς δεν ξέρει ακόμα πώς μια τέτοια δράση με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του φωτός θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε μια φυσική περιγραφή του κόσμου χωρίς να παραβιάζει την αρχή της αιτιότητας.

 

Πλατωνικά στερεά


Τα 5 πλατωνικά στερεά


Ενώ ένα γεωμετρικό στερεό είναι μια οπτική αναπαράσταση της συμμετρίας, η συμμετρία έχει να κάνει με τη σχέση μεταξύ της αντίληψης (επομένως και των αισθήσεων) και των καθημερινών αντικειμένων. Έτσι, όλα τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε γύρω μας μπορούν να θεωρηθούν ως φυσικές εκδηλώσεις της δικής μας ψυχής. Αλλά η ψυχή, ως συλλογή αντιληπτικών περιεχομένων, αν είναι η γέφυρα μεταξύ του νου μας και του εξωτερικού κόσμου, τότε πρέπει να βρίσκεται στο «κέντρο» μεταξύ αυτού που γίνεται αντιληπτό ως φυσικός κόσμος, και του υποκειμένου που φαντάζεται τον ίδιο κόσμο. Αυτοί οι δύο κόσμοι μπορούν στη συνέχεια να ενωθούν στην επιφάνεια της ψυχής. Έτσι, η ίδια μας η ψυχή γίνεται η «μεμβράνη» που «δονεί,» ή προβάλλει, όλες τις αντιληπτές πτυχές των ενεργειών των αρχετύπων (που είναι τα συστατικά της ψυχής), όλα αυτά τα πολύχρωμα σχήματα συμμετρίας, τόσο προς τα έξω (προς την αντίληψη) όσο και προς τα μέσα (προς τη σύλληψη). Έτσι ίσως τώρα να έχουμε έρθει πιο κοντά στη συνειδητοποίηση ότι στο πιο βασικό επίπεδο όλη η πραγματικότητα βρίσκεται στην ολογραφική επιφάνεια της Ψυχής του Σύμπαντος, αν και η «ρήξη» (η Προβολή) είναι απαραίτητη για να διαχωριστεί η Συνείδηση από το Αντικείμενο.   

 

Μια τέτοια γεωμετρική αναπαράσταση των ψυχικών περιεχομένων, που αντιστοιχεί στην αντίληψή τους από την αίσθηση της όρασης, μπορεί να περιγραφεί με τα πλατωνικά στερεά. Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, πλατωνικό στερεό λέγεται ένα κυρτό κανονικό πολύεδρο, του οποίου όλες οι έδρες είναι ίσα κανονικά πολύγωνα, και όλες οι πολυεδρικές γωνίες του είναι ίσες. Επομένως, όλες οι ακμές του είναι ίσα ευθύγραμμα τμήματα, καθώς επίσης και όλες οι επίπεδες γωνίες των εδρών του είναι ίσες. Τα πέντε πολύεδρα που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις είναι το τετράεδρο, ο κύβος, το οκτάεδρο, το δωδεκάεδρο και το εικοσάεδρο.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Platonic_solid]

 

Έχουμε ήδη δώσει κάποιες ενδείξεις σχετικά με την πιθανή σχέση μεταξύ του «σχήματος» και του «χρώματος» των αρχετύπων, που μπορούν να γίνουν κατανοητά ως το «υλικό» και το «ψυχικό» μέρος, αντίστοιχα, όλων των καθημερινών αντικειμένων. Θα ήταν ακόμη δυνατό να συσχετίσουμε το σχήμα και το χρώμα με το χώρο και το χρόνο, αντίστοιχα, όπως αντιλαμβανόμαστε φυσικά τις έννοιες. Για παράδειγμα, αν τόσο το «σχήμα» όσο και το «χρώμα» των αρχέτυπων θεωρηθούν ως πτυχές που σχετίζονται με κάποια έννοια φυσικής συχνότητας ή δόνησης, τότε τα δονούμενα αρχέτυπα μπορούν να παράγουν οποιοδήποτε είδος διάστασης και κατεύθυνσης στο χώρο και το χρόνο.  Αλλά ενώ στη σωματιδιακή φυσική το μόνο που βλέπουμε είναι «σωματίδια» που εμφανίζονται στις άκρες της δόνησης, οι ίδιοι οι ταλαντωτές είναι εκτεταμένες οντότητες με συμπεριφορικό περιεχόμενο. Αυτές οι «συμπεριφορές» μπορούν να εξηγήσουν πώς γίνεται εμείς οι άνθρωποι, και γενικά τα έμβια όντα, να αποτελούμαστε όχι μόνο από ύλη αλλά και από δράσεις. Από την άλλη μεριά, ενώ η θεωρία χορδών αντιμετωπίζει τα σωματίδια ως εκτεταμένες οντότητες (πολυδιάστατες χορδές), χάνει την ευκαιρία να βρει τη σύνδεση μεταξύ αυτών των οντοτήτων και του συναισθηματικού κόσμου της ψυχής, επομένως της αντίληψης. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να πούμε ότι,


- Τα αρχέτυπα είναι ταλαντωτές των οποίων οι διαφορετικοί τρόποι δόνησης εκφράζουν τόσο φυσικά σχήματα όσο και πρότυπα συμπεριφοράς.  

 

Στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις πιθανές κατευθύνσεις που μπορεί να κινηθεί ένας ταλαντωτής: εμπρός και πίσω, πάνω και κάτω, μέσα και έξω. Μπορούμε να επιλέξουμε τον τελευταίο, «μέσα και έξω,» τρόπο για να αντιπροσωπεύσουμε τις πτυχές του συναισθηματικού- ψυχικού κόσμου. Ένας άλλος τρόπος, ας πούμε «εμπρός και πίσω», μπορεί να αντιπροσωπεύει τις ιδιότητες του υλικού κόσμου. Τότε ο τελευταίος τρόπος, «πάνω και κάτω,» θα εκφράζει τον εννοιολογικό κόσμο του νου. Ανεξάρτητα από το πώς μπορούμε να περιγράψουμε τέτοιες «κατευθύνσεις» σε ένα κομμάτι χαρτί, και οι τρεις τρόποι θα πρέπει να λειτουργούν ταυτόχρονα για να εξηγήσουν το τελικό προϊόν τους- τη Συνείδηση. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, οι ταλαντωτές θα πρέπει να είναι όχι μόνο «κβαντικοί» αλλά και «ψυχικοί.»

 

Πτυχές αναλογίας


[http://www.space.com/15722-constellations.html]

 

Έχουμε ήδη πει ότι ο φυσικός κόσμος θα ήταν πρακτικά αόρατος και ανεπαίσθητος αν το μυαλό μας δεν ήταν μέρος του κόσμου. Αν και αυτό μπορεί να φαίνεται προφανές, δεν είναι, αφού υπάρχουν και πράγματα που διαφεύγουν από τις σκέψεις και τις αισθήσεις μας. Αλλά παρόλο που τέτοιες φευγαλέες πτυχές του κόσμου είναι κρυμμένες στις σκέψεις μας, εξακολουθούμε να τις αντιλαμβανόμαστε ως «σκιές» που βρίσκονται στις πιο σκοτεινές περιοχές του μυαλού μας. Τέτοιες πτυχές αποτελούν το ασυνείδητο μυαλό μας. Ωστόσο, ενώ είναι δύσκολο να κατανοηθούν, οι ίδιες πτυχές υπονοούνται κατά κάποιο τρόπο από το μυαλό μας, σαν να ήταν υποπροϊόντα της δικής μας σκέψης. Κατά μία έννοια μπορούμε να πούμε ότι ενώ η σκέψη μας κάνει τον κόσμο αντιληπτό, την ίδια στιγμή «σκεπάζει» μέρη των πραγμάτων που η σκέψη μας διασαφηνίζει. Αυτό μας δίνει επίσης την ένδειξη ότι η σκέψη μας διαμορφώνεται μαζί με τα γεγονότα που αντιλαμβάνεται. Ακόμα κι αν έχουμε αποκτήσει μνήμες που συνδέουν άμεσα τη σκέψη μας με γνωστά γεγονότα, πρέπει επίσης να υπάρχουν προκαθορισμένες «αναμνήσεις,» πιθανώς ασυνείδητες, οι οποίες υπονοούν ή μας πληροφορούν για γεγονότα της πραγματικότητας ακόμα άγνωστα. Τέτοιες αναμνήσεις αναδύονται ως ενέργειες των αρχετύπων. Έτσι, τα αρχέτυπα αποτελούν όλα τα μέρη του ασυνείδητου νου μας, ενώ τα μέρη που έχουν εκφραστεί στον καθένα μας συνθέτουν τις αναμνήσεις μας και την εξατομικευμένη κατανόηση της πραγματικότητας.

 

Μια τέτοια αντιστοιχία μεταξύ του νου μας και των φυσικών φαινομένων μπορεί να δηλωθεί επίσημα από μια αρχή που ονομάζω «αρχή της αναλογίας.» Θα αναφερθούμε σε αυτήν την αρχή αργότερα. Προς το παρόν μπορούμε να πούμε ότι η αρχή μάς εγγυάται ότι αν και αυτό που αντιλαμβανόμαστε για τον κόσμο και αυτό που πραγματικά είναι ο κόσμος μπορεί να είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αυτά τα δύο πράγματα συνδέονται με την έννοια ότι όσο περισσότερη επίγνωση αποκτάμε για τον κόσμο, τόσο πιο κοντά έρχονται οι φανταστικές και οι πραγματικές πτυχές του. Με αυτή την έννοια τα αρχέτυπα, συγκροτώντας τα πρότυπα που μετατρέπονται σε απτά αντικείμενα της πραγματικότητας, εκφράζονται όλο και περισσότερο.

 

Για να επιστρέψουμε τώρα στην προηγούμενη εικόνα, μπορούμε να πούμε ότι για κάθε αστερισμό υπάρχει ένα αντίστοιχο «συζευμένο,» ή εκδηλωμένο, αρχέτυπο. Ωστόσο, η σύνδεση μεταξύ των άστρων των αστερισμών και των αρχετύπων δεν είναι φυσική σύνδεση, αλλά συμβολική. Θα μπορούσε όμως να υπάρχει άλλος δρόμος, εκτός από αυτόν της βαρύτητας, για να εκφράσει τη συμβολική, αρχετυπική, σύνδεση; Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε την έννοια της «σκουληκότρυπας» στη φυσική. Ένα τέτοιο αντικείμενο, αν και σχετίζεται με τη βαρύτητα, προσφέρει έναν τρόπο να ταξιδέψουμε στο διάστημα ανάμεσα στα αστέρια διαφορετικό από αυτό που συνεπάγεται η βαρύτητα, και ταχύτερο από την ταχύτητα του φωτός, υπονοώντας έτσι επίσης μια διαδικασία πέρα από τη σφαίρα της αιτιότητας και της φυσικής πραγματικότητας. Επομένως, η σύνδεση μεταξύ δύο απομακρυσμένων περιοχών του χώρου σε αυτή την περίπτωση δημιουργείται από μια άλλη μορφή «έλξης,» ενώ οι «σκουληκότρυπες» είναι οι αντιληπτές διαδρομές μιας τέτοιας έλξης ή «δράσης από απόσταση.» Πώς γίνεται δυνατή αυτή η σύνδεση, είτε όσον αφορά τις σκουληκότρυπες είτε την κβαντική σύζευξη, είναι άγνωστο. Ωστόσο, αν υποθέσουμε ότι μια τέτοια διαδικασία περιλαμβάνει επίσης την εμπειρία του παρατηρητή (όχι μόνο πώς ο παρατηρητής μετρά το χώρο και το χρόνο σύμφωνα με το πλαίσιο αναφοράς του, αλλά και πώς αντιλαμβάνεται διανοητικά και συναισθηματικά ένα τέτοιο ταξίδι), μπορούμε να αναζητήσουμε μια αιτία που καθιστά δυνατή μια τέτοια διαδικασία, και η οποία αιτία θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την ψυχική κατάσταση του ταξιδιώτη ή του παρατηρητή.

 

Τα αρχέτυπα μπορεί να αντιπροσωπεύουν τέτοιες αιτίες. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν ενδιαφέρον να συγκρίνουμε μύθους που σχετίζονται με τους αστερισμούς με πιθανές φυσικές διαδρομές που συνδέουν αυτούς τους αστερισμούς. Για παράδειγμα, στο μακρινό μέλλον, όταν ο πολιτισμός μας αισίως θα είναι πολύ πιο προηγμένος τόσο διανοητικά όσο και στη διαστημική τεχνολογία, οι άνθρωποι μπορεί να μιλούν για τη φανταστική «σύνδεση, ή σήραγγα, Περσέα-Ανδρομέδας,» αναφερόμενοι τόσο σε μια φυσική διαδρομή ή «σκουληκότρυπα,» η οποία μπορεί να συνδέσει μερικά από τα αστέρια του Περσέα με περιοχές του γαλαξία της Ανδρομέδας ακαριαία, όσο και στην έννοια του αντίστοιχου μύθου. Με μια τέτοια έννοια μπορούμε να πούμε ότι οι πληροφορίες τέτοιων συνδέσεων στο φυσικό Σύμπαν είναι ήδη παρούσες στο συλλογικό ασυνείδητο του είδους μας με τη μορφή «κρυμμένης γνώσης,» ενώ πτυχές αυτής της γνώσης αποκαλύπτονται περιστασιακά και περιγράφονται σε μύθους. Ως εκ τούτου, μπορούμε να θεωρήσουμε τις θεωρίες ανθρώπων όπως ο Πλάτωνας ή ο Κέπλερ ως προσεγγίσεις στο πρόβλημα μιας ενοποιημένης θεωρίας του φυσικού κόσμου, τις καλύτερες που βρήκε ποτέ ανθρώπινος νους.

 

Ενεργειακές μορφές


[http://mysteriousuniverse.org/2011/07/atmospheric-monsters-attack/]


Ας συλλογιστούμε το ακόλουθο ερώτημα: Ποια είναι η διαφορά αν χτυπηθούμε από έναν κεραυνό, και αν μας επιτεθεί, για παράδειγμα, ένα ζωντανό ζώο; Αν και η ζημιά που θα προκληθεί μπορεί να είναι εξίσου σοβαρή, θεωρούμε ότι το ζώο μάς επιτέθηκε σκόπιμα, ενώ ο κεραυνός μάς χτύπησε τυχαία. Με αυτόν τον τρόπο μια σκόπιμη ενέργεια κάνει τη διαφορά μεταξύ ενός ζωντανού πλάσματος και ενός φυσικού φαινομένου. Ωστόσο, μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε ότι τα ζώα οδηγούνται από ένστικτα, επομένως οι ενέργειές τους δεν είναι τελικά τόσο σκόπιμες. Ένα σμήνος μελισσών, για παράδειγμα, αν και πραγματικά υπέροχα πλάσματα, ίσως να μην είναι τελικά πιο έξυπνο από ένα «σμήνος» ή σύννεφο ηλεκτρονίων. Επιπλέον, το γεγονός του χτυπήματος ενός κεραυνού ή του τσιμπήματος μιας μέλισσας δεν γίνεται αισθητό ή κατανοητό αντίστοιχα από τα ηλεκτρόνια, τα οποία συνθέτουν τον κεραυνό, ή από τις μέλισσες. Έτσι, οποιοδήποτε είδος σκοπού δεν μπορεί να οριστεί πριν συμβεί το γεγονός σε εμάς (με την έννοια ότι μπορούμε να αντιληφθούμε τι συνέβη). Επίσης, η ανταπόκρισή μας στο γεγονός είναι μια ένδειξη ότι είμαστε ζωντανοί. Αλλά δεν αρκεί να ανταποκριθούμε σε διαφορετικά ερεθίσματα για να γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί, με την έννοια ότι μια μέλισσα που μας τσίμπησε μπορεί να μην είχε επίγνωση της δικής της δράσης. Έτσι, η δράση που μας κάνει να αναπνέουμε και να κινούμαστε, και η οποία μας προσφέρει επίσης την εμπειρία τού ότι είμαστε ζωντανοί, είναι κάτι φτιαγμένο από σκοπό, ή αποτελείται από ενέργεια, ενώ μπορεί να πάρει πολλά διαφορετικά σχήματα και μορφές. Τέτοιες συλλογές δράσης είναι επομένως αυτό που πραγματικά μας συνθέτει, και το γεγονός ότι άλλες οντότητες δεν είναι τόσο ενήμερες όσο εμείς σε σχέση με τις αιτίες της φύσης, δεν κάνει αυτές τις οντότητες λιγότερο ζωντανές από εμάς.

 

Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, ένα πλασμοειδές θεωρείται μια συνεκτική δομή πλάσματος και μαγνητικών πεδίων. Τα πλασμοειδή έχουν προταθεί για να εξηγήσουν φυσικά φαινόμενα όπως οι σφαιρικές αστραπές, οι μαγνητικές φυσαλίδες στη μαγνητόσφαιρα, και τα αντικείμενα που βρίσκονται στις ουρές των κομητών, στον ηλιακό άνεμο, στην ηλιακή ατμόσφαιρα και στο ηλιοσφαιρικό φύλλο ρεύματος. Η λέξη πλασμοειδές επινοήθηκε το 1956 από τον Winston Bostick, σημαίνοντας μια «πλασματομαγνητική οντότητα»:

 

«Το πλάσμα εκπέμπεται όχι ως άμορφη μάζα, αλλά με τη μορφή ενός τόρου. Παίρνουμε το θάρρος να ονομάσουμε αυτή τη δακτυλιοειδή δομή πλασμοειδές, μια λέξη που σημαίνει πλασματομαγνητική οντότητα. Η λέξη πλασμοειδές μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γενικός όρος για όλες τις μαγνητικές οντότητες πλάσματος.»

[https://en.wikipedia.org/wiki/Plasmoid]

 

Εδώ μου έρχονται στο μυαλό τα φαντάσματα, τα οποία, αν και είναι φανταστικά, μπορούν να είναι τόσο αληθινά όσο και τα αποτελέσματα που μπορεί να προκαλέσουν. Εάν ένα άτομο είχε ένα ατύχημα επειδή έτρεχε να ξεφύγει από ένα φάντασμα που είδε, το ατύχημα που συνέβη είναι σίγουρα πραγματικό. Επομένως, τα εικονικά πράγματα μπορεί να υπάρχουν όσο επιφέρουν αποτελέσματα στον φυσικό κόσμο. Αλλά η «υλοποίηση» τέτοιων οντοτήτων στην πραγματικότητα συμβαδίζει με τη δική μας συνειδητοποίηση για την πιθανή ύπαρξη τέτοιων οντοτήτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι προκαλούμε τέτοια γεγονότα να συμβούν, ή ότι δημιουργούμε τέτοια πλάσματα με τη βοήθεια της φαντασίας μας. Αλλά με κάποιο τρόπο το μυαλό μας και τα «μοτίβα ενέργειας» που επιπλέουν στο διάστημα μπορεί να συντονιστούν σύμφωνα με κάποια διαδικασία άγνωστη ακόμα. Μπορούμε επίσης να σημειώσουμε ότι ο νους μας αποτελείται από τα ίδια μοτίβα. Ίσως αν είχαμε πλήρη επίγνωση από τι αποτελούνται αυτά τα μοτίβα, ή πρότυπα, και πώς ξεδιπλώνονται σε σχέση με τη δική μας εμπειρία, τότε τέτοια ενεργειακά φαινόμενα δεν θα μας εξέπλητταν καθόλου.

 

Ενώ οι αράχνες μπορεί να «ακολουθούν» τις γραμμές ενός μαγνητικού πεδίου, κάποια άλλα μυστηριώδη πλάσματα μπορεί να εμφανιστούν με τη μορφή «ενεργειακών φυσαλίδων.» Σύμφωνα με το άρθρο της Βίκια:

 

Τα ατμοσφαιρικά θηρία είναι χωρίς φτερά, και ελαφρύτερα από τις μορφές ζωής που φημολογείται ότι κατοικούν στην ατμόσφαιρα της Γης και πιθανώς άλλων πλανητών. Καθώς τα έχουν παρατηρήσει άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, τέτοια πλάσματα έχουν αποκτήσει ενδιαφέρον για την ουφολογία, την κρυπτοζωολογία και την αστροβιολογία. Ο συγγραφέας κρυπτοζωολογίας Ιβάν Σάντερσον αφιέρωσε ένα βιβλίο στη θεωρία ότι τα ΑΤΙΑ δεν είναι εξωγήινα αεροσκάφη, αλλά οργανισμοί χαμηλής πυκνότητας που προέρχονται από τα σύννεφα (η ιδέα υποστηρίζεται από την πρόσφατη ανακάλυψη μικροοργανισμών που περνούν όλη τους τη ζωή επιπλέοντας ψηλά στον αέρα, και μικροσκοπικών φυκών που ζουν στα σύννεφα), ενώ ο αστρονόμος Καρλ Σαγκάν πρότεινε ότι τέτοια είδη πλασμάτων θα μπορούσαν να κατοικούν στην ατμόσφαιρα αέριων γιγάντων όπως ο Δίας.

 

Τα ατμοσφαιρικά θηρία περιγράφονται συχνά ως μεγάλοι οργανισμοί που μοιάζουν με μπαλόνια, των οποίων τα σώματα είναι γεμάτα με αέρια ελαφρύτερα από τον αέρα. Στον Δία, όπου η ατμόσφαιρα αποτελείται κυρίως από υδρογόνο, ένα τέτοιο πλάσμα θα πρέπει να έχει μέσα του ζεστό υδρογόνο, αφού δεν θα υπάρχει άλλη ελαφρύτερη ουσία. Δεν είναι όλα τα ατμοσφαιρικά θηρία όμοια με ζωντανά μπαλόνια. Μερικά περιγράφονται να έχουν πλοκάμια, ή όργανα που μοιάζουν με πτερύγια. Σε ορισμένες αναφορές, μοιάζουν περισσότερο με σύννεφα, καθώς δεν είναι εντελώς στερεά, και μπορούν να αλλάξουν την πυκνότητα και το μέγεθός τους.

[http://aliens.wikia.com/wiki/Atmospheric_Beast]

 

Όσο εξωτικά ή εξωπραγματικά κι αν μοιάζουν τέτοιου είδους πλάσματα, η διαχωριστική γραμμή που θέλω να χαράξω εδώ είναι ότι το αν τέτοια πλάσματα είναι βιολογικά ή ενεργειακά είναι δευτερεύον. Όπως έχει ήδη επισημανθεί σε αυτή τη συζήτηση, η διαφορά μεταξύ αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως κάτι φτιαγμένο από ενέργεια και αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως υλική οντότητα μπορεί απλώς να έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, ή με το πόσο οι αισθήσεις μας είναι ευαίσθητες ή εκπαιδευμένες να αντιλαμβάνονται δομές οντοτήτων που μπορεί να ζουν σε έναν κόσμο «υψηλότερων συχνοτήτων.» Ακόμα κι αν οι περισσότεροι- αν όχι όλοι- από εμάς δεν έχουμε τέτοιες ικανότητες, δεν πρέπει να στερήσουμε από τον εαυτό μας μια τέτοια δυνατότητα. Αλλά προφανώς δεν υπάρχει τίποτα παραφυσικό σε τέτοιες ενδείξεις. Δεν έχουμε δει ποτέ τα άτομα της ύλης, αν και πιστεύουμε ότι υπάρχουν. Αλλά αυτό που τελικά υπάρχει εκεί έξω είναι η δική μας φαντασία (σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να μοιάζουν τα μικροσκοπικά πράγματα), καθώς ζούμε την καθημερινότητά μας «ψαρεύοντας» εδώ και εκεί γεύσεις, μυρωδιές, ήχους και χρώματα για τα πράγματα τριγύρω μας. Περιστασιακά μπορεί να ερχόμαστε σε άμεση επαφή με κάποια πράγματα ή ζωντανά όντα, επιβεβαιώνοντας έτσι την ύπαρξή τους, αλλά οι εικόνες των ίδιων πραγμάτων ή όντων είναι αυτό που τελικά μένει στο μυαλό μας.  

 

Πλανητικές σφαίρες


Baby Boomers, Slawek Wojtowicz

[http://www.stats.uwaterloo.ca/~cgsmall/ontology.html]

Σύμφωνα με την κβαντομηχανική δεν υπάρχει αληθινός θάνατος. Μπορούμε πάντα να ξαναγεννηθούμε σε ένα παράλληλο Σύμπαν. Σύμφωνα με την ίδια θεωρία, μπορεί να υπάρχουμε ήδη σε κατάσταση «υπέρθεσης.» Επομένως, κάθε στιγμή προσωπικής εμπειρίας είναι μόνο μία ανάμεσα σε άπειρες δυνατότητες συμπαντικής Εμπειρίας. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο θάνατος είναι η στιγμή που η προσωπική κυματοσυνάρτηση αποσυντονίζεται από το περιβάλλον και αλλάζει κατάσταση. Οι συνέπειες μιας τέτοιας περιγραφής μένουν να αποκαλυφθούν, αλλά θα ήθελα να ονομάσω αυτή τη διαδικασία «μετάβαση κατάστασης συνείδησης.» Αυτό δεν είναι το ίδιο με τη μετατόπιση της συνείδησης. Τώρα η συνείδηση δεν μετατοπίζεται από την παρατήρηση, αλλά αποσπάται πλήρως από τον καθημερινό κόσμο, και περνά σε μια άλλη κατάσταση ύπαρξης. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι συνεχίζουμε να ζούμε μετά το θάνατο, αλλά σε μια αλλαγμένη κατάσταση συνείδησης. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να μην περιλαμβάνει την προσωπική συνείδηση (το σύνολο όλων των αναμνήσεών μας), αλλά η ψυχή μας γίνεται ένα με την κοσμική ψυχή, με την ίδια έννοια που στη φυσική διατηρείται η ενέργεια ή η πληροφορία. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι μόλις πεθάνουμε η εμπειρία της ζωής μας γίνεται μέρος της Εμπειρίας του Σύμπαντος. Αλλά αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις. Μόλις γεννηθεί μια νέα ζωή, θα αποτελείται όχι μόνο από όλα τα οργανικά υλικά, τα οποία άλλες νεκρές μορφές ζωής έχουν αφήσει πίσω, αλλά και από τις εμπειρίες των προηγούμενων μορφών ζωής. Αλλά η ύπαρξη τέτοιων συλλογικών αναμνήσεων δεν μπορεί να εξηγηθεί με την υπόθεση κάποιου είδους πληροφοριών αποθηκευμένων στα γονίδια, επειδή τα γονίδια πεθαίνουν μαζί με τη βιολογική οντότητα. Έτσι, πρέπει να υπάρχει κάποια άλλη μορφή «αποθήκης» όπου διατηρείται η συλλογική εμπειρία.

 

Μια τέτοια «αποθήκη» μπορεί να είναι το ίδιο το μορφικό ή μορφογενετικό πεδίο, για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει. Η άποψη ότι η ζωή μπορεί να εμφανιστεί και να εξελιχθεί σε άλλα φυσικά μέρη στο Σύμπαν είναι μια άλλη ένδειξη για την ύπαρξη ενός τέτοιου πεδίου. Διαφορετικά, θα έπρεπε να υποθέσουμε την παρουσία ενός βιολογικού παράγοντα ακόμη και πριν ξεκινήσουν οι βιολογικές διεργασίες. Για παράδειγμα, μπορούμε πάντα να υποθέσουμε έναν πρώιμο βομβαρδισμό κομητών στο στάδιο που σχηματίζεται ένα ηλιακό σύστημα, έτσι ώστε οι κομήτες να μπορούν να αντιπροσωπεύουν τους παράγοντες που μεταφέρουν νερό καθώς και τους πρώτους μικροοργανισμούς στους πλανήτες. Αλλά αυτό δεν εξηγεί πώς μεταφέρθηκαν οι μικροοργανισμοί στους κομήτες ή πώς εμφανίστηκαν στην κοσμική σκόνη από την οποία σχηματίζονται οι κομήτες. Τελικά, αν υποθέσουμε κάποιους φυσικούς νόμους σύμφωνα με τους οποίους η ύλη οργανώνεται για να δημιουργήσει βιολογικές μορφές ζωής, τέτοιοι νόμοι πρέπει να διατηρηθούν κάπου στο Σύμπαν, ενώ τα πεδία που ασκούν δυνάμεις υπακούοντας σε αυτούς τους νόμους πρέπει επίσης να περιέχουν κάποιες ιδιότητες που εκφράζουν τους ίδιους νόμους. Έτσι, όλες οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την έναρξη των διαδικασιών της ζωής μπορούν να συσχετιστούν και να περιγραφούν από τις ιδιότητες και τη δομή τέτοιων πεδίων. Ωστόσο, αν αποδώσουμε επίσης δομή σε αυτά τα πεδία, τότε μπαίνουμε αμέσως στον κόσμο των αρχετύπων. Επιπλέον, αντί να μιλάμε για πολλά πεδία, μπορούμε να εξετάσουμε μόνο ένα πεδίο από το οποίο προέρχονται όλα τα άλλα πεδία. Αλλά αν ένα τέτοιο πεδίο μπορεί να δημιουργήσει όχι μόνο τη βιολογία αλλά και τη νοημοσύνη, τότε δεν θα είναι μόνο ένα «μηχανικό» πεδίο, αλλά και ένα «ψυχικό» πεδίο. Εξού και ο όρος μορφικό πεδίο. Μόλις το μορφικό πεδίο συνδεθεί με τις αισθήσεις μιας ζωντανής οντότητας, γίνεται αντιληπτικό πεδίο.       

 

Πού ακριβώς μπορούν να αποθηκευτούν τέτοιες πληροφορίες σχετικά με τη συλλογική εμπειρία της ύπαρξης είναι άγνωστο, αλλά μπορούμε να θυμηθούμε τα Ακασικά αρχεία της ανατολικής παράδοσης, ή τις μαύρες τρύπες της σύγχρονης δυτικής επιστήμης. Θα έλεγα ότι και οι δύο αυτές «αποθήκες» δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς. Αλλά αντί να ταξιδεύουμε στο «βαθύ διάστημα» για να αναζητήσουμε τις πιθανές τοποθεσίες τέτοιων κατασκευών, μπορούμε κάλλιστα να εμβαθύνουμε στο μυαλό μας για να εντοπίσουμε την προέλευση της δικής μας ύπαρξης, και πώς εκτυλίσσεται η διαδικασία της εμπειρίας. Με μια τέτοια διαδικασία μπορούμε επίσης να ανακαλύψουμε πώς η δική μας σκέψη σχετίζεται με την Παγκόσμια Σκέψη. Έτσι, ακολουθώντας έναν τέτοιο σύνδεσμο ή «χορδή,» φτάνουμε σε ένα σημείο «χωρίς επιστροφή,» τη στιγμή που η δική μας ζωή θα τελειώσει δυνητικά. Αλλά, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τα μονοπάτια στα οποία μας οδηγεί η προηγούμενη αφήγηση, είμαστε μετά το θάνατο εντελώς χαμένοι; Ή μήπως τα διάφορα μέρη του εαυτού μας γίνονται μέρη του Σύμπαντος, της συνολικής Εμπειρίας της Συνείδησης και του Νοήματος της Ύπαρξης;


Για να επανέλθουμε τώρα στην προηγούμενη εικόνα, έτσι την περιγράφει ο ίδιος ο ζωγράφος στο βιβλίο του Daydreaming:


«Μετά θάνατον, παγωμένα σώματα των Baby Boomersεπιπλέουν αιωρούμενα στην ανώτερη ατμόσφαιρα του πλανήτη τους. Είναι το πιο μοντέρνο στυλ ταφής εκεί.»

[https://books.google.gr/books?id=RWoxiHj1WroC&pg=PA30&lpg=PA30&dq=Slawek+Wojtowicz+Baby+Boomers&source=bl&ots=IOpMJ_RrfF&sig=jJtOuWnJHMQKr9zIngDrAhMTmls&hl=en&sa=X&ved=0ahUKEwiGvPHxjNvPAhWBuRoKHYo9D0sQ6AEIGjAA#v=onepage&q=Slawek%20Wojtowicz%20Baby%20Boomers&f=false]


Αυτός ο πίνακας απεικονίζει κάποια κατάσταση αναστολής της κίνησης. Αλλά οι πλανήτες πάνω από τους οποίους ίπτανται οι νεκροί, μπορεί να είναι οι «σφαίρες» της δικής τους συνείδησης, προβάλλοντάς τους, είτε νεκρούς είτε ζωντανούς, στο διάστημα. Ίσως στο μυαλό μας να μην είμαστε ούτε νεκροί ούτε ζωντανοί (μοιάζοντας έτσι με την διάσημη γάτα του Σρέντινγκερ,[10] ή με τους «BabyBoomers» του πίνακα), επειδή το μυαλό μας από μόνο του δεν μπορεί να καθορίσει την πραγματική μας κατάσταση, χωρίς σημείο ή αντικείμενο αναφοράς στον πραγματικό, εξωτερικό, κόσμο. Έτσι, εκτός από την Προβολή, είναι απαραίτητη και η Σύγκριση, ή η Ταυτοποίηση. Μια τέτοια σύγκριση είναι παρόμοια με την προσκόλληση της συνείδησης στο αντικείμενο, για την οποία έχουμε μιλήσει πριν. Δεν αρκεί να αντιλαμβανόμαστε ένα αντικείμενο για να είμαστε σίγουροι για την ύπαρξή του. Είναι επίσης απαραίτητο να το «αγγίξουμε,» ή να είμαστε σίγουροι ότι το αντικείμενο είναι προσβάσιμο. Διαφορετικά, θα παραμείνει αιώνια μέρος της φαντασίας μας. Η Σύγκριση ή η Ταύτιση σχετίζεται επίσης με την Εξατομίκευση αν το αντικείμενο με το οποίο ταυτιζόμαστε είναι ο ίδιος μας ο νους. Έτσι, οι «φυσαλίδες,» ή πλανήτες, του πίνακα αντιπροσωπεύουν τις «ενεργειακές σφαίρες» του μυαλού μας, αναλογιζόμενοι την κατάσταση της ύπαρξής μας. Αλλά την ίδια στιγμή μπορούμε να αντιληφθούμε ότι όλες αυτές οι σφαίρες είναι στη σειρά Προβολές της Συμπαντικής Συνείδησης, η οποία εξετάζει όλες τις πιθανές αναπαραστάσεις της δικής της Μορφής.


Ο σύγχρονος πολιτισμός μας βασίζεται στην τεχνολογία. Η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική μπορεί να παράγουν βιονικούς ανθρώπους στο μέλλον. Όποιος κι αν είναι ο ορισμός της φύσης τους, αυτά τα πλάσματα θα εξακολουθούν να είναι υλικά. Αυτό που είναι πιο εξυψωτικό είναι να υποθέσουμε ότι κάποια μέρα ο πολιτισμός μας θα προοδεύσει τόσο πολύ που θα παράγει πραγματικά «πνευματικά όντα,» φτιαγμένα από καθαρή ενέργεια. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε «ενεργειακές φυσαλίδες, ή σφαίρες» στο χωροχρόνο (αντί για μικροτσίπ), φτιαγμένες από καθαρή ενέργεια, και να εμφυτεύσουμε εκεί όλες τις πληροφορίες που αφορούν ένα μεμονωμένο ανθρώπινο ον. Ωστόσο, πέρα από τα λογικά παράδοξα που μπορεί να προκύψουν από το γεγονός ότι τέτοιες «ενεργειακές σφαίρες» θα έχουν πιθανώς ιδιότητες παρόμοιες με αυτές των μαύρων τρυπών, ίσως αυτή να είναι ήδη η πραγματική μας μορφή- μια πολυδιάστατη συνείδηση που μοιάζει με φούσκα, συμπυκνωμένη σε κάποια περιοχή της Συλλογικής Συνείδησης, προβάλλοντας τη δική μας εικόνα στο χώρο και στο χρόνο.

 

Ο τροχός των συναισθημάτων

Έχουμε ήδη ταυτίσει την ψυχή (ή το περίγραμμά της) με την αύρα. Η αύρα μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένα πεδίο που περιβάλλει το ανθρώπινο σώμα. Οι ιδιότητες ενός τέτοιου πεδίου είναι άγνωστες, αλλά έχουν ήδη γίνει προσπάθειες για την οπτικοποίηση του, όπως στην περίπτωση της φωτογραφίας Κίρλιαν. Πιθανώς οι συχνότητες ενός τέτοιου πεδίου θα είναι υψηλότερες από ό, τι μπορεί να αντιληφθεί το γυμνό μάτι, αν και υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ισχυριστεί ότι είναι σε θέση να δουν την αύρα. Είναι επίσης άγνωστο το υλικό από το οποίο αποτελείται ένα τέτοιο πεδίο. Η φωτογραφία Κίρλιαν βασίζεται στον ηλεκτρομαγνητισμό, αλλά η αύρα αυτή καθαυτή μπορεί να αντιστοιχεί σε ένα πεδίο διαφορετικής προέλευσης.

 

Ένα αντιληπτικό πεδίο έχει ήδη οριστεί σε αυτή τη συζήτηση ως το πεδίο που αποτελείται από όλες τις εικόνες που μπορούν να συνδεθούν με τις αισθήσεις. Αυτές οι εικόνες προέρχονται από τα αρχέτυπα, ενώ οι αισθήσεις είναι ευαίσθητες στις εικόνες που παράγονται από τα αρχέτυπα καθώς δονούνται. Η φυσική τοποθεσία των αρχετύπων είναι απροσδιόριστη, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερο μέρος στο Σύμπαν όπου συγκεντρώνονται τα αρχέτυπα. Αντίθετα, μπορούμε να πούμε ότι τα αρχέτυπα βρίσκονται παντού, με την έννοια ότι οι δράσεις τους διαπερνούν όλο το χώρο και το χρόνο. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το χώρο και το χρόνο ως δύο ιδιότητες που προκύπτουν μαζί με όλες τις άλλες φυσικές ιδιότητες τη στιγμή που εκφράζονται τα αρχέτυπα. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η έκταση του χωροχρόνου φτάνει μέχρι τα όρια της δόνησης των αρχετύπων.

 

Ενώ τα αρχέτυπα μπορούν να βρίσκονται παντού, η επιφάνεια της ανθρώπινης αύρας είναι ένα όριο στο οποίο μπορούν να εντοπιστούν τα αρχέτυπα. Αν φανταστούμε την αύρα να αποτελείται από τμήματα, τότε κάθε ένα από αυτά τα τμήματα θα αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό αρχέτυπο. Με μια τέτοια έννοια, κάθε μέρος της αύρας θα αντιστοιχεί σε μια διαφορετική κατάσταση της ψυχής. Αλλά τέτοιες καταστάσεις δεν πρέπει να θεωρούνται καθαρά συναισθηματικές, αλλά και σωματικές. Πίσω από κάθε μέρος της αύρας υπάρχει επίσης ένα μέρος του φυσικού σώματος. Έτσι, διαφορετικά μέρη του φυσικού σώματος αντιστοιχούν σε λειτουργίες διαφορετικών αρχετύπων, ή διαφορετικών «χρωμάτων» της αύρας, με τη βοήθεια των οποίων μπορούμε να προσδιορίσουμε αυτές τις λειτουργίες. Επομένως, μια αλλαγή στα χρώματα της αύρας μπορεί να υποδηλώνει ταυτόχρονα μια αλλαγή τόσο στη φυσική όσο και στη συναισθηματική κατάσταση του ανθρώπου. Από την άλλη πλευρά μιας τέτοιας προβολής, βρίσκεται ο εξωτερικός κόσμος. Έτσι, η αύρα γίνεται η μεμβράνη πάνω στην μπορεί να χαρτογραφηθεί όχι μόνο ο εσωτερικός κόσμος, αλλά και ο εξωτερικός κόσμος μπορεί να αντιπροσωπευθεί.

 

Οι εικόνες όλων των πραγμάτων που συνθέτουν το περιβάλλον εισέρχονται στις αισθήσεις μας μέσα από το πεδίο της αύρας. Στην πραγματικότητα μπορούμε να πούμε ότι χωρίς την υπόθεση ενός τέτοιου πεδίου (της αύρας) η ύπαρξη αντίληψης είναι αδύνατη. Ένας παραλληλισμός με τη γλώσσα της φυσικής είναι να πούμε ότι τα κύματα φωτός που έρχονται προς το μέρος μας, και τα οποία μεταφέρουν τις πληροφορίες σχετικά με τα αντικείμενα, συντονίζονται με τις δονήσεις της αύρας, αυτού του είδους του βιοπεδίου, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η αντίληψη των αντικειμένων. Ωστόσο, τα κύματα που μεταφέρουν τις πληροφορίες δεν χρειάζεται να είναι μόνο ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Μπορούν να είναι «κύματα» γενικά, με τον ηλεκτρομαγνητισμό να είναι απλώς ένα συστατικό μεταξύ πολλών. Έτσι, αυτό που εισέρχεται στο ψυχικό μας σώμα (την αύρα) είναι πληροφορίες που μεταφέρονται από ένα πλήθος ενεργειών που αντιπροσωπεύουν τα διάφορα αντικείμενα. Έτσι, τα φυσικά αντικείμενα είναι το προϊόν της υπέρθεσης της δράσης των αρχετύπων. Λέμε αρχέτυπα και όχι «φυσικά πεδία» γιατί τα αρχέτυπα εκφράζουν και συναισθήματα (ψυχικά περιεχόμενα). Με αυτόν τον τρόπο, το φυσικό πεδίο γίνεται αντιληπτικό πεδίο, ή μορφικό πεδίο, το οποίο αποτελείται από όλες τις πιθανές πληροφορίες που μπορεί να γίνουν αντιληπτές από ένα ανθρώπινο ον (ή οποιοδήποτε άλλο ζωντανό ον), από όλα τα είδη αντικειμένων που μπορούν να συνειδητοποιηθούν από τη συνείδηση. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο έχουμε ήδη αναφέρει ότι η ανθρώπινη αύρα μπορεί να θεωρηθεί ως μια επιφάνεια, ή καθρέφτης, που προβάλλει ή δονεί τα αρχέτυπα τόσο προς τα μέσα, προς το μυαλό, όσο και προς τα έξω, προς το περιβάλλον. Αλλά στην τελευταία περίπτωση η αύρα γίνεται ο ορίζοντας του παρατηρήσιμου Σύμπαντος, το περίγραμμα της συμπαντικής Μορφής, το περιεχόμενο της οποίας εξειδικεύεται, ή εξατομικεύεται, στον καθένα μας χωριστά.

 

Σύμφωνα με τον ακόλουθο ιστότοπο, τα έξι βασικά συναισθήματα είναι ένας όρος που αναφέρεται στη θεωρία των Αμερικανών ψυχολόγων PaulEkmanκαι WallaceV. Friesen. Εντόπισαν έξι βασικά συναισθήματα με βάση τη μελέτη της απομονωμένης κουλτούρας των ανθρώπων από τη φυλή Foriστην Παπούα Νέα Γουινέα το 1972. Τα μέλη της φυλής ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν αυτά τα έξι συναισθήματα: Θυμός, αηδία, φόβος, ευτυχία, θλίψη, έκπληξη. Μετά από αυτό, οι Ekmanκαι Friesenτράβηξαν φωτογραφίες των εκφράσεων του προσώπου των ανθρώπων από τη φυλή Foriμε τα ίδια συναισθήματα, και παρουσίασαν αυτές τις εικόνες σε ανθρώπους άλλων φυλών και πολιτισμών σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι με τη σειρά τους ερμήνευσαν επίσης σωστά τα συναισθήματα στις εικόνες.

[https://managementmania.com/en/six-basic-emotions]

 

Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ την πιθανή σύγκριση μεταξύ των έξι βασικών συναισθημάτων, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, και των έξι βασικών χρωμάτων, τα οποία μπορεί κάποιος να θεωρήσει: Στην πραγματικότητα υπάρχουν τρία βασικά χρώματα, κόκκινο, κίτρινο και μπλε, από τα οποία προέρχονται τρία ακόμη χρώματα: το κόκκινο και το κίτρινο δίνουν πορτοκαλί, το κόκκινο και το μπλε δίνουν βιολετί, ενώ το κίτρινο και το μπλε δίνουν πράσινο. Έτσι υπάρχουν συνολικά 6 βασικά χρώματα, που σχετίζονται με τα 6 βασικά συναισθήματα. Θα ήταν δελεαστικό να συσχετίσουμε τα 6 χρώματα με τα 6 συναισθήματα, αλλά το πρόβλημα είναι ότι από αυτά τα 6 συναισθήματα μόνο ένα είναι «θετικό» (ευτυχία), τέσσερα από αυτά είναι «αρνητικά,» ενώ ένα από αυτά είναι «ουδέτερο» (έκπληξη, η οποία μπορεί να είναι είτε θετική είτε αρνητική). Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι η διάκριση μεταξύ αυτών των 6 «βασικών» συναισθημάτων κρύβει κάποια πιο θεμελιώδη διαίρεση. Για παράδειγμα, αν προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε τα χρώματα με κάποια συναισθηματική κατάσταση, θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε το μπλε με την «ηρεμία,» το κόκκινο με τον «ενθουσιασμό,» και το κίτρινο με την «έκπληξη.» Έτσι, αυτό που συνήθως αναφέρουμε ως «ευτυχία» θα μπορούσε απλώς να είναι μια «ουδέτερη» κατάσταση μεταξύ του χαμηλότερου και του υψηλότερου βαθμού «ενθουσιασμού.» Με μια τέτοια έννοια, ανεξάρτητα από το νόημα που μπορεί να τους δώσουμε, τα συναισθήματά μας θα μπορούσαν θεμελιωδώς να αναχθούν σε «πλάτη,» (σε αντιστοιχία με τις «συχνότητες» των χρωμάτων) χαμηλότερης ή μεγαλύτερης αριθμητικής αξίας, σε δύο κατευθύνσεις, θετική και αρνητική.

 

Ενώ ο συνδυασμός είτε των συναισθημάτων είτε των χρωμάτων μπορεί να είναι άπειρος, μια προσπάθεια συσχέτισης των χρωμάτων με μουσικές νότες έγινε από τον Νεύτωνα. Όπως εξηγεί η Βικιπαίδεια, ο Νεύτωνας χώρισε το φάσμα σε επτά θεωρούμενα χρώματα: κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, λουλακί και βιολετί. Επέλεξε επτά χρώματα από μια πεποίθηση, που προέρχεται από τους αρχαίους Έλληνες σοφιστές, ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των χρωμάτων, των μουσικών νοτών, των γνωστών πλανητών στο ηλιακό σύστημα, και των ημερών της εβδομάδας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Visible_spectrum]

 

Ενώ τα φυσικά χρώματα δεν είναι τίποτα περισσότερο από συχνότητες, είναι ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο οι ανθρώπινες αισθήσεις τα αντιλαμβάνονται. Αυτό συμβαίνει επειδή η αντίληψη του χρώματος όπως το αναγνωρίζουμε είναι ένα καθαρά ψυχικό περιεχόμενο, ενώ η φυσική συχνότητα είναι απλώς ένας άχρωμος «ρυθμός.» Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αναφέραμε νωρίτερα ότι η σύγχρονη φυσική μπορεί να εξηγήσει τα χρώματα ως ηλεκτρομαγνητικές συχνότητες, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει τις εγγενείς ιδιότητές τους σε σχέση με τις αισθήσεις του ατόμου που παρατηρεί τα χρώματα. Έτσι, για τη φυσική τα πάντα είναι ασπρόμαυρα, όπου το «λευκό» σε αυτή την περίπτωση δεν είναι ένας συνδυασμός χρωμάτων αλλά απλώς μια ουδέτερη κατάσταση.

 

Το πώς η ολότητα των δονήσεων των αρχετύπων στο Σύμπαν «διαχωρίζεται» στα αντικείμενα των γνωστών αισθήσεων εξακολουθεί να είναι ένα μυστήριο, και δυστυχώς ο σύγχρονος άνθρωπος απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την επίλυση αυτού του μυστηρίου αντί να το πλησιάζει. Αλλά φαίνεται ότι ένας μικρός αριθμός θεμελιωδών τρόπων δονήσεων συσχετίζει την ανθρώπινη ψυχή (τις αισθήσεις) με τον εξωτερικό κόσμο (τα αντιληπτά αντικείμενα). Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε ήδη πει, τα αντικείμενα δεν μπορούν να είναι τίποτα περισσότερο από αντιληπτές συλλογές χρωμάτων, ήχων, γεύσεων, μυρωδιών και αγγίγματος, επομένως «σχήματα με χρώμα,» επομένως μέρη του αντιληπτικού πεδίου του Σύμπαντος. Με αυτή την έννοια, οι δονήσεις παράγουν τόσο τα μοτίβα όσο και μια διαδικασία με την οποία τα μοτίβα γίνονται αντιληπτά. Επομένως, πρέπει είτε να βασιστούμε στην αυταναφορά (ο νους που παρατηρεί το νου) είτε να αποδώσουμε νέες ιδιότητες στη φύση, όπως «νοημοσύνη,» «σοφία,» «προσοχή,» κ.λπ., έτσι ώστε μόλις εμφανιστεί ένα αντικείμενο (ένας «δονητικός τρόπος»), που έχει κάποιο χρώμα, σχήμα, βάρος, κ.λπ., να έχει επίσης «πνευματικότητα.» Με μια τέτοια έννοια δεν είναι παράξενο ότι μπορεί να υπάρξει αντιστοιχία μεταξύ της αντίληψης και αυτού που γίνεται αντιληπτό, αφού ολόκληρη η διάταξη, η Μορφή, είναι ένα αισθητό αντικείμενο.

 

[https://inkwellideas.com/2013/11/wheel-of-emotions/]

 

Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να αντιληφθούμε πώς μπορούν να κατηγοριοποιηθούν τα συναισθήματά μας. Η προηγούμενη εικόνα αναφέρεται σε έναν τροχό συναισθημάτων για συγγραφείς. Τα συναισθήματα εντείνονται κινούμενα προς τα έξω. Σύμφωνα με το προηγούμενο μοντέλο, τα βασικά συναισθήματα είναι και πάλι 6 (φόβος, θυμός, αηδία, θλίψη, ευτυχία και έκπληξη).

 

Ανεξάρτητα από τον αριθμό των θεμελιωδών συναισθημάτων, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την καθολικότητα των βασικών συναισθημάτων ως πρότυπα συμπεριφοράς που αντιστοιχούν στην ψυχική μας κατάσταση. Έτσι, τα συναισθήματά μας μπορούν να συσχετιστούν με τα αρχέτυπα. Μπορούμε ακόμη να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν «αρνητικά» συναισθήματα, αλλά ότι αντίθετα οι συναισθηματικές καταστάσεις ανέρχονται από το θεμελιώδες, το χαμηλότερο, ενεργειακό επίπεδο προς το υψηλότερο. Στα χαμηλότερα επίπεδα θα βρούμε συναισθήματα όπως ο φόβος, η δυσπιστία και η περιφρόνηση, ενώ στα υψηλότερα επίπεδα θα βρούμε συναισθήματα όπως το θάρρος, η εμπιστοσύνη και ο θαυμασμός. Έτσι, το είδος του συναισθήματος σχετίζεται με την έντασή του, ενώ, σε αυτή την περίπτωση, η συχνότητα θα σχετίζεται με το πόσο συχνά εμφανίζεται ένα συναίσθημα. Η συχνότητα είναι αντίστροφη περίοδος. Έτσι, όσο πιο έντονο, ή ενεργητικό (όσο μεγαλύτερο είναι το «πλάτος») ενός συναισθήματος, τόσο πιο συχνά θα συμβαίνει, και τόσο μικρότερος θα είναι ο χρόνος (η περίοδος) που διαρκεί. Επομένως, τα έντονα συναισθήματα, όπως ο θυμός, διαρκούν λίγο, ενώ τα συναισθήματα χαμηλής ενέργειας, όπως η μελαγχολία, διαρκούν περισσότερο.   

 

Ένα άλλο πράγμα που πρέπει να αναφέρουμε είναι ότι δεν ανταποκρίνονται όλες οι προαναφερθείσες έννοιες σε συναισθήματα. Για παράδειγμα, ενώ η αηδία είναι ένα αίσθημα (επομένως πιθανώς ένα συναίσθημα), η δυσπιστία ή η περιφρόνηση είναι μια ψυχική κατάσταση ή στάση. Αν και λέμε ότι «νιώθουμε» περιφρόνηση για κάποιον, αυτό το «συναίσθημα» δεν εκφράζει κάτι όπως χαρά, λύπη, ή αηδία, αλλά τη διανοητική μας διάθεση προς αυτό το άτομο, ακόμη και αν η ψυχική μας κατάσταση μπορεί να προκαλέσει μια διαδικασία σωματικών και συναισθηματικών αντιδράσεων. Βλέπουμε εδώ πόσο φτωχό ή διφορούμενο είναι το λεξιλόγιό μας σε σχέση με τη δική μας ανθρώπινη κατάσταση. Γι’ αυτό μπορούμε να κάνουμε την ακόλουθη διάκριση: Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «αίσθημα» για κάτι που αναφέρεται στο σώμα μας (τη φυσική κατάσταση), τη λέξη «συναίσθημα» για κάτι που αναφέρεται στην ψυχή μας (τη συναισθηματική κατάσταση), και τη λέξη «έννοια» για όσα αναφέρονται στο μυαλό μας (τη διανοητική κατάσταση). Αλλά το πρόβλημα είναι ότι χρησιμοποιούμε το ίδιο ρήμα (νιώθω, αισθάνομαι) και για τις τρεις καταστάσεις. Έτσι, η αηδία είναι πραγματικά μια φυσική κατάσταση (αναφέρεται σε ένα μηχανικό «συναίσθημα» μέσα στο σώμα ή το στομάχι μας), η δυσπιστία μπορεί να σχετίζεται με μια ψυχική κατάσταση (επομένως ένα «συναίσθημα») που θα μπορούσε να είναι εξίσου μηχανική (ενστικτώδης), ενώ η περιφρόνηση μπορεί να αναφέρεται σε μια διανοητική κατάσταση (επομένως μια «έννοια»).

 

Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ορίσουμε ένα «τρίπτυχο» σύμφωνα με το οποίο οι έννοιες μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατευθύνσεις, μία «φυσική» (αναφερόμενη στις διαδικασίες του σώματος), μια άλλη «συναισθηματική,» ή «ψυχική,» (αναφερόμενη στις διαδικασίες της ψυχής), και μια τρίτη «νοητική» (αναφερόμενη στις διαδικασίες της σκέψης). Αλλά το θέμα είναι ότι και οι τρεις κατευθύνσεις αντιπροσωπεύουν τρία διαφορετικά επίπεδα για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Έτσι, τέτοιες «κατευθύνσεις» μπορούν ισοδύναμα να αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές κατηγορίες «ενεργειακών επιπέδων» ή «καταστάσεων ύπαρξης» καθώς κινούμαστε από τις χαμηλότερες δονήσεις του σώματος στις υψηλότερες δονήσεις του πνεύματος. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ένα κοινό σκουλήκι δεν αισθάνεται συναισθήματα, ούτε έχει σκέψεις. Ωστόσο, αισθάνεται μηχανικά πόνο, καθώς αρχίζει να συσπάται όταν το πιέσουμε. Παρόμοιες «συσπάσεις,» ή ταλαντώσεις, παράγονται από την ψυχή όταν αισθανόμαστε «πίεση» στην ψυχή μας. Έτσι, αυτό που γίνεται αισθητό ως πόνος του σώματος από ένα σκουλήκι, γίνεται αντιληπτό ως «πόνος» της ψυχής από ένα ανθρώπινο ον. Μια τέτοια μορφή «ψυχικού πόνου» μπορεί να ταυτιστεί με το φόβο. Μπορούμε επίσης να προσπαθήσουμε να βρούμε μια παρόμοια έκφραση που να αντιστοιχεί στον «πόνο» του νου. Η αντίστοιχη έννοια που μου έρχεται στο μυαλό είναι η αναμονή. Σε αυτή την περίπτωση, θα είναι η αναμονή κάποιου κακού γεγονότος·αλλά η αναμονή μπορεί να είναι τόσο ενστικτώδης όσο οποιαδήποτε άλλη ορμή.

 

Το θέμα εδώ είναι ότι οι τρεις διαφορετικές κατηγορίες αισθημάτων που μπορεί να γίνουν αντιληπτά από ένα ζωντανό πλάσμα προκαλούν «πόνο» στις αισθήσεις καθώς ασκούν κάποια «δύναμη» ή «πίεση» πάνω τους. Χρησιμοποιούμε τη λέξη «αισθήματα» εδώ με την ευρύτερη έννοια, ως «προσκολλήσεις» στο αντίστοιχο επίπεδο αντίληψης. Με άλλα λόγια, ενώ ένα σκουλήκι μπορεί να αισθανθεί σωματικό πόνο, έτσι και «αηδία,» ένα ανώτερο ζώο μπορεί επίσης να αισθανθεί συναισθηματικό πόνο, επομένως φόβο και δυσπιστία, συναισθήματα που ένα σκουλήκι δεν μπορεί να νιώσει. Επιπλέον, ένας άνθρωπος μπορεί να αισθάνεται περιφρόνηση, και μπορεί επίσης να νιώσει την περιφρόνηση των άλλων. Προφανώς, ενώ οι άνθρωποι μπορούν να αισθάνονται αηδία και δυσπιστία, τα ζώα δεν μπορούν να αισθανθούν περιφρόνηση ή θαυμασμό. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι τα «αισθήματα,» ή «συναισθήματα,» ως αντιδράσεις, ή «συσπάσεις,» σε κάποιο ερέθισμα, αντιστοιχούν στο άθροισμα όλων των δονήσεων που «κατέρχονται» και διαπερνούν ολόκληρη την ύπαρξή μας, ενώ όσο πιο προηγμένο ή εξελιγμένο είναι ένα είδος, τόσο πιο ευαίσθητο γίνεται στις υψηλότερες δονήσεις ή ενεργειακά επίπεδα.

 

Τέτοιες δονήσεις γίνονται αντιληπτές από τη ζωντανή οντότητα ως «αισθήματα,» ή «συναισθήματα,» ή «έννοιες.» Αλλά ενώ τα διαφορετικά «σώματά» μας (το φυσικό, το συναισθηματικό και το διανοητικό συστατικό της ύπαρξής μας) δονούνται και συντονίζονται με τα εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα, οι ίδιες οι δονήσεις δεν παράγονται από εμάς. Οι ταλαντωτές είναι τα αρχέτυπα, και αυτοί οι ταλαντωτές μάς συνθέτουν. Τα διαφορετικά ενεργειακά τους επίπεδα παράγουν τα αισθήματα, τα συναισθήματα και τα διανοήματά μας, ανάλογα με το πόσο υψηλή ή χαμηλή είναι η αντίστοιχη συχνότητα (δηλαδή το επίπεδο ενέργειας). Έτσι, οι δικές μας αισθήσεις, οι υποδοχείς αυτών των δονήσεων, αντιλαμβάνονται όχι μόνο τα χρώματα, τις μυρωδιές, τους ήχους, τις γεύσεις, πόσο απαλά ή πόσο κρύα μπορεί να είναι τα πράγματα, αλλά και το πώς αισθανόμαστε ή σκεφτόμαστε.

 

Ωστόσο, η σύνδεση μεταξύ της δικής μας ύπαρξης και όλων των άλλων πραγμάτων και όντων στο Σύμπαν παραμένει ένα μυστήριο. Πώς σχετίζονται τα δικά μας συναισθήματα με εκείνα ενός άλλου ανθρώπου, για παράδειγμα; Πάντως, δεν είναι τόσο δύσκολο να φανταστούμε ότι ο καθένας από εμάς αντιπροσωπεύει μια διαφορετική συλλογή σωματικών, συναισθηματικών και διανοητικών πτυχών- επομένως μηχανικά αισθήματα, ενστικτώδεις ορμές ή συναισθήματα, και πνευματικές ανησυχίες, αντίστοιχα. Αλλά σε αυτή την περίπτωση τέτοιες συλλογές δονήσεων εξηγούν όχι μόνο γιατί μπορεί να αισθανόμαστε «βαριοί» ή «κρύοι» (μηχανικά συναισθήματα), αλλά και γιατί μπορούμε να αισθανόμαστε «ευτυχισμένοι» (ένα συναίσθημα) ή «εμπνευσμένοι» (μια διανοητική πτυχή). Υποθέτω ότι ποτέ δεν θα καταλάβουμε την πραγματική μας σύνδεση με το Σύμπαν αν δεν μάθουμε πώς να συσχετίζουμε, ή καλύτερα πώς να ενοποιούμε, το «αντικείμενο» που είναι κρύο ή ζεστό, με το «υποκείμενο» που είναι λυπημένο ή χαρούμενο. Αλλά η «ψυχρότητα» ή η «ζεστασιά,» και η «θλίψη» ή η «ευτυχία,» σύμφωνα με τα ευρήματα αυτής της ανάλυσης, είναι «συχνότητες» που δονούνται σε διαφορετικά επίπεδα, που αντιστοιχούν έτσι σε διαφορετικά συναισθήματα, ή «αισθήσεις,» ή επίπεδα εμπειρίας. Αλλά το άθροισμα όλων αυτών των εμπειριών αναφέρεται στην ίδια μας την ύπαρξη. Επιπλέον, μπορούμε να μοιραστούμε τη δική μας εμπειρία με εκείνη όλων των άλλων ζωντανών όντων, δεδομένου ότι τα συστατικά στοιχεία αυτών των εμπειριών είναι κοινά στο Σύμπαν, και εφόσον εκείνοι που μοιράζονται την εμπειρία μαζί μας έχουν φτάσει στο ίδιο επίπεδο κατανόησης.

 

Η ανθρωπική αρχή



Εικόνα: Μία από τις πλάκες στο διαστημόπλοιο Pioneer. Στις πλάκες αυτές χρησιμοποιήθηκε το άτομο του υδρογόνου ως βάση για να περιγραφεί η θέση του ηλιακού μας συστήματος στον Γαλαξία μας, καθώς και οι σχετικές θέσεις των πλανητών στο ηλιακό μας σύστημα. Επιπλέον, οι πλάκες περιείχαν μια εικόνα ενός άνδρα και μιας γυναίκας, και υποδείκνυαν τη θέση μας στο ηλιακό μας σύστημα, τη Γη.
[http://ffden-2.phys.uaf.edu/212_fall2003.web.dir/Brian_Herold/golden.html]


Εδώ θα θέσουμε ένα ερώτημα πιθανώς θεμελιώδους σημασίας: Προτιμάται η ανθρώπινη μορφή στο Σύμπαν; Αυτή η ερώτηση είναι κάπως δύσκολο ν’ απαντηθεί γιατί μπορεί να ακούγεται αυτονόητη: Αυτό θα ισχύει πάντα σε σχέση με εμάς που κάνουμε την παρατήρηση για τις ανθρώπινες αναλογίες. Ωστόσο, το ερώτημα έχει τις βαθύτερες ρίζες του στην ανθρωπική αρχή. Προς το παρόν μπορούμε να πούμε ότι αυτή η αρχή είναι κάτι περισσότερο από ένα αυτοαναφορικό επιχείρημα, με την έννοια ότι εκφράζει όχι μόνο την ανθρώπινη άποψη για τον κόσμο, αλλά και αναλογίες που βρίσκονται όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά και σε όλο το Σύμπαν. Τέτοιες αναλογίες «συντονίζουν» τον άνθρωπο με το Σύμπαν, έτσι ώστε το Σύμπαν (όπως και εμείς οι ίδιοι) να είναι όχι μόνο υπαρκτό αλλά και αντιληπτό. Μια τέτοια αντιστοιχία μεταξύ αντίληψης και κόσμου, άρα μεταξύ εμπειρίας και ύπαρξης, δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Στην πραγματικότητα, αν υποθέσουμε ότι μια τέτοια αντιστοιχία είναι αυτονόητη, ή «φυσική,» τότε μπορούμε κάλλιστα να την αγνοήσουμε, παραβλέποντας έτσι τη σχέση μεταξύ του παρατηρητή και αυτού που παρατηρείται.

 

Όπως επισημάνθηκε σε αυτή τη συζήτηση, η αντιστοιχία μεταξύ αυτού που αντιλαμβανόμαστε και της δικής μας αντίληψης καθίσταται δυνατή με την παρέμβαση των αρχετύπων. Μπορούμε να πούμε ότι τα αρχέτυπα είναι αντικείμενα που περιλαμβάνουν επίσης μια λειτουργία που τα καθιστά αντιληπτά. Μια τέτοια λειτουργία ή δράση προβάλλεται ή δονείται προς τα έξω, έτσι ώστε να δημιουργείται μια σύνδεση μεταξύ της αναπαράστασης ή της εικόνας του αντικειμένου ή του αρχέτυπου, και αυτού που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις ως πραγματικό αντικείμενο. Βασικά, ωστόσο, είναι η λειτουργία που καθορίζει τη σημασία του αντικειμένου, καθώς και τη σχέση του με όλα τα άλλα αντικείμενα. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι τα βασικά στοιχεία που μπορεί να έχει μια ζωντανή οντότητα είναι τα εξής:


- Τη φυσική αναπαράσταση για τις λειτουργίες των αισθήσεων (κάποιο είδος ματιών, αυτιών, μύτης, κ.λπ.) και για τις λειτουργίες της κίνησης (κάποια μορφή ποδιών και χεριών). Έτσι, μια φυσική αναπαράσταση για ολόκληρο το βιολογικό σώμα.

- Την αρχετυπική αντιστοιχία μεταξύ του σχήματος του σώματος, των λειτουργιών της ψυχής και της έκφρασης του νου. Έτσι θα υπάρχει μια ομοιόμορφη αντίληψη της φυσικής εμφάνισης.


Με μια τέτοια έννοια, κάθε ζωντανή οντότητα θα αποτελείται από στοιχεία καθολικά αναγνωρίσιμα, έτσι ώστε ακόμη και αν η οντότητα δεν είναι ανθρώπινο ον, θα πρέπει να είναι «ανθρωποειδής,» ή «ανθρωπομορφική.»

 

Αν πούμε ότι η έκφραση της νοημοσύνης μέσα στο Σύμπαν είναι ανθρωπομορφική, αυτό σημαίνει ότι περιλαμβάνει κάποια «ανθρώπινα» χαρακτηριστικά που είναι παγκοσμίως αναγνωρίσιμα. Ακόμα κι αν κάποια άλλα όντα σε έναν άλλο πλανήτη θα είναι διαφορετικά από εμάς στην εμφάνιση, πιθανότατα θα μοιράζονται κοινές πτυχές μαζί μας, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται ως κάτι περισσότερο από άγρια ζώα. Αυτές οι πτυχές αναφέρονται κυρίως στην ευφυή συμπεριφορά, αλλά μπορούμε επίσης να πούμε ότι η νοημοσύνη αντανακλάται στις αναλογίες του σώματος. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι έχουν αναλογικά μακριά πόδια σε αντίθεση με τους χιμπατζήδες και άλλα τετράποδα ζώα, μια πτυχή που αντικατοπτρίζει επίσης το εξελικτικό πλεονέκτημα. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι η γενική ανθρώπινη εμφάνιση και συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα του «σωστού συνδυασμού» αναλογιών.

 

Ενώ τέτοιοι συνδυασμοί μπορεί να διαφέρουν, οι αναλογίες είναι σταθερές. Ένα τέτοιο αξίωμα της «καθολικότητας της αναλογίας» ελήφθη υπόψη στις αποστολές των Pioneer και Voyager στο διάστημα, και στα μηνύματα που μετέφεραν αυτά τα διαστημόπλοια. Ενώ τα μηνύματα μπορούν να γίνουν κατανοητά αφού κάποιος ενημερωθεί για τις λεπτομέρειες, το συνολικό νόημα μπορεί να είναι προφανές με την πρώτη ματιά. Ακόμα κι αν ένας εξωγήινος πολιτισμός έχει αναπτύξει μια επιστημονική θεωρία πολύ διαφορετική από την ατομική θεωρία, έτσι ώστε για παράδειγμα μια εικόνα του ατόμου του υδρογόνου και της μετάβασης φάσης του μπορεί να μην είναι προφανής, αυτός ο πολιτισμός θα έχει τουλάχιστον αναπτύξει κάποιες αντίστοιχες έννοιες των αναλογιών και των συμμετριών, οι οποίες θεωρητικά είναι οι ίδιες σε όλο το Σύμπαν. Επομένως, το γενικό πλαίσιο του μηνύματος θα γίνει κατανοητό ακόμη και αν αυτός ο πολιτισμός αντιλαμβάνεται διαφορετικά ένα «άτομο υδρογόνου.»

 

Για να επιστρέψουμε τώρα στην ανθρωπική αρχή, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, αυτή η αρχή έχει να κάνει με τη φιλοσοφική θεώρηση ότι οι παρατηρήσεις του Σύμπαντος πρέπει να είναι συμβατές με τη συνειδητή ζωή που παρατηρεί το Σύμπαν. Μερικοί υποστηρικτές της ανθρωπικής αρχής υποστηρίζουν ότι αυτή η αρχή εξηγεί γιατί το Σύμπαν έχει την ηλικία και τις θεμελιώδεις φυσικές σταθερές που είναι απαραίτητες για να φιλοξενήσει τη συνειδητή ζωή. Ως αποτέλεσμα, πιστεύουν ότι δεν είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι θεμελιώδεις σταθερές του Σύμπαντος τυχαίνει να εμπίπτουν στο στενό εύρος που θεωρείται συμβατό με τη ζωή.

 

Η αρχή διατυπώθηκε ως απάντηση σε μια σειρά παρατηρήσεων ότι οι νόμοι της φύσης και οι παράμετροι του Σύμπαντος παίρνουν αξίες που είναι συνεπείς με τις συνθήκες για τη ζωή όπως την γνωρίζουμε, και όχι ένα σύνολο αξιών που δεν θα ήταν συνεπείς με τη ζωή στη Γη. Η ανθρωπική αρχή δηλώνει ότι αυτό είναι μια αναγκαιότητα, διότι αν η ζωή ήταν αδύνατη, καμία ζωντανή οντότητα δεν θα ήταν εδώ για να την παρατηρήσει, και έτσι η ζωή δεν θα ήταν γνωστή. Δηλαδή, πρέπει να είναι δυνατή η παρατήρηση κάποιου Σύμπαντος, και ως εκ τούτου, οι νόμοι και οι σταθερές οποιουδήποτε τέτοιου Σύμπαντος πρέπει να φιλοξενούν αυτή τη δυνατότητα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Anthropic_principle]

 

Μια τέτοια σύμπτωση μεταξύ των τιμών ορισμένων φυσικών σταθερών και της εμφάνισης γαλαξιών, άστρων και ευφυών ζωντανών όντων ονομάζεται επίσης ανθρωπική σύμπτωση, και ένας σχετικός όρος είναι το «καλά συντονισμένο,» ή  «λεπτά ρυθμισμένο» (fine- tuned) Σύμπαν. Αλλά η σύμπτωση δεν αναφέρεται μόνο στη σύμπτωση μεταξύ των φυσικών σταθερών και της εμφάνισης ή της συμπεριφοράς των φυσικών συστημάτων και των βιολογικών όντων, αλλά κυρίως στο συντονισμό μεταξύ των φυσικών σταθερών και της συνείδησης, επομένως μεταξύ ύλης και νου. Με άλλα λόγια, το πιο παράξενο απ’ όλα δεν είναι ότι υπάρχει νοήμων ζωή στο Σύμπαν, αλλά ότι η νοήμων ζωή γνωρίζειότι υπάρχει. Αυτή η σύμπτωση μεταξύ ύπαρξης και εμπειρίας είναι ίσως το μεγαλύτερο μυστήριο από όλα σε σχέση με τη συνείδηση. Γι’ αυτό έχουμε ήδη πει ότι η ύπαρξη του αντικειμένου δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη νοημοσύνη που παρατηρεί το αντικείμενο, άρα και από τη συνείδηση. Επομένως, τελικά, η συνείδηση γίνεται ένα αντικείμενο που περιλαμβάνει την αντίληψη της ίδιας της ύπαρξής της. Σίγουρα μια τέτοια σύμπτωση ή συντονισμός στο Σύμπαν είναι μια νοήμονη σύμπτωση, επειδή συσχετίζει το φαινόμενο ή το Αντικείμενο (το Σύμπαν) με τη Συνείδηση.

 

Έτσι, για να επιστρέψουμε στην έννοια της ανθρωπικής αρχής, αυτή η αρχή μπορεί τελικά να αναφέρεται σε κάθε είδους οντότητα που αποτελείται από τις ίδιες αναλογίες και κανόνες αναλογίας. Με μια τέτοια έννοια, η αρχή δεν είναι μόνο «ανθρωπική» αλλά και «ανθρωπομορφική,» ενώ η αιτία που βρίσκεται πίσω από την αρχή δεν είναι μόνο «μορφογενετική» αλλά και «ανθρωπογενετική.» Αλλά αυτή η αιτία, καθώς ξεδιπλώνει τη δράση της στο Σύμπαν, δεν αναφέρεται αποκλειστικά στα ανθρώπινα όντα, αλλά σε όλα τα πλάσματα που μπορεί να έχουν κάποια μορφή. Επομένως, η ανθρωπική αρχή μπορεί να επεκταθεί ώστε να γίνει κατανοητή όχι ως προνόμιο των ανθρώπων, αλλά ως πλαίσιο αναφοράς για όλες τις νοήμονες οντότητες στο Σύμπαν.

 

Η πτυχή του χρόνου


Καθηλωμένος χρόνος (Time transfixed), Ρενέ Μαγκρίτ

Στον προηγούμενο πίνακα του Μαγκρίτ, μια ατμομηχανή βγαίνει μέσα από ένα τζάκι. Πρόκειται για μια σουρεαλιστική απεικόνιση της δυνατότητας αναστολής του χρόνου. Το ρολόι στον πίνακα έχει σταματήσει. Στην πραγματικότητα, όλοι οι πίνακες είναι «νεκρές φύσεις,» αφού τα αντικείμενα σε αυτούς δεν κινούνται. Αντίθετα, πρέπει να ανακατασκευάσουμε την κίνηση στη φαντασία μας. Το ίδιο ισχύει και για τους «πίνακες» στο μυαλό μας, που αντιπροσωπεύουν τις εικόνες του εξωτερικού κόσμου, καθαρά ψυχικά περιεχόμενα που συνθέτουν ό, τι θεωρούμε πραγματικό.


Στη φυσική και στη θεωρία της σχετικότητας, ο χρόνος μπορεί να ρέει διαφορετικά σε διαφορετικά πλαίσια αναφοράς. Αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί στην πεπερασμένη, αν και σταθερή, ταχύτητα του φωτός, έτσι ώστε δύο ρολόγια που χωρίζονται από κάποια απόσταση θα χρειάζονται χρόνο για να συγχρονιστούν. Αλλά τελικά το φαινόμενο της διαστολής του χρόνου μπορεί να θεωρηθεί ως φαινόμενο ή ιδιότητα του ίδιου του φωτός. Καθώς ο παρατηρητής χρησιμοποιεί ένα ηλεκτρομαγνητικό σήμα, δηλαδή  το φως, για να επικοινωνήσει με έναν άλλο παρατηρητή ή να ανιχνεύσει ένα άλλο αντικείμενο, κατά κάποιο τρόπο το φωςκάμπτεται, έτσι ώστε η διαφορά χρόνου ή χώρου μεταξύ των παρατηρητών ή μεταξύ του παρατηρητή και του αντικειμένου θα βρεθεί να είναι διαφορετική εάν ο παρατηρητής κινείται σε σχέση με τον άλλο παρατηρητή ή με το αντικείμενο,  ή εάν ο παρατηρητής στέκεται ακίνητος. Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι τα μέσα επικοινωνίας επηρεάζονται από την πράξη της παρατήρησης.

 

Ενώ το φως πιστεύεται ότι μπορεί να διαδοθεί χωρίς μέσο, μπορεί να θεωρηθεί ως μέσο το ίδιο. Αλλά σύμφωνα με τη συζήτησή μας, το φως μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μέσο που αναφέρεται σε ολόκληρη τη σφαίρα της αντίληψης, ως η ουσία ενός αντιληπτικού πεδίου που διαπερνά το Σύμπαν, επομένως ως το Φως της Συνείδησης. Με μια τέτοια έννοια, όλες οι ανθρώπινες αισθήσεις μπορούν να «εξαϋλωθούν» και να γίνουν αντιληπτές ως η εμπειρία των διαφορετικών δονήσεων αυτού του αιθέριου πεδίου της Συνείδησης, το οποίο διαδίδεται σε όλο το Σύμπαν. Στη συνέχεια, μπορούμε να αποδώσουμε τιμές σε αυτό το πεδίο στο χώρο φάσεών του. Για κάθε σημείο ενός τέτοιου χώρου θα υπάρχουν τιμές που σχετίζονται τόσο με τις φυσικές ιδιότητες (μάζα, φορτίο, θερμοκρασία, κ.λπ.) όσο και με τις αισθήσεις (χρώμα, οσμή, χροιά, κ.λπ.). Η κβαντική μηχανική έχει ήδη κάνει το πρώτο βήμα προς μια τέτοια κατεύθυνση, ονομάζοντας τα κουάρκ (επομένως θεμελιώδη σχήματα ή ποσότητες) με ονόματα όπως «παράξενο» και «γοητεία.» Θα ήταν ενδιαφέρον λοιπόν να υποθέσουμε ότι αυτά τα ονόματα δεν είναι απλές αναλογίες, αλλά άμεσες ταυτίσεις με τις αντίστοιχες έννοιες, οι οποίες είναι ψυχικές ιδιότητες.

 

Ενώ ο ανθρώπινος εγκέφαλος απέχει ακόμα πολύ από το να είναι σε θέση να αντιληφθεί μια τέτοια ενοποιημένη άποψη του Σύμπαντος, συγκεντρώνοντας όλες τις ιδιότητες του αντιληπτικού πεδίου της Συνείδησης κάτω από μια κοινή περιγραφή, τόσο φυσική όσο και ψυχική, ένα άλλο μυστήριο που δεν έχει ακόμη λυθεί είναι αυτό του ίδιου του χωροχρόνου. Ενώ ο χώρος γίνεται συνήθως αντιληπτός ως απόσταση ή ακόμα και ως σχήμα, ο χρόνος συνήθως νοείται ως κίνηση. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο χωροχρόνος είναι ένα αντικείμενο που κινείται. Μπορούμε ακόμη να δώσουμε κάποιο βασικό ορισμό του χώρου και του χρόνου αν συσχετίσουμε αυτές τις έννοιες με τις δονήσεις των συστατικών μερών αυτού του ενοποιημένου πεδίου, που το αποτελούν τα αρχέτυπα. Έτσι, ενώ μπορούμε να συσχετίσουμε το χρόνο με κάποια θεμελιώδη συχνότητα αυτών των αρχετυπικών δονητών, ο χώρος (ως απόσταση) μπορεί να γίνει κατανοητός ως η έκταση στην οποία φτάνουν οι δονήσεις. Ίσως ολόκληρος ο κόσμος όπως τον αντιλαμβανόμαστε να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια συλλογή τέτοιων θεμελιωδών «σχημάτων σε κίνηση,» που δημιουργούν όλες τις ιδιότητες που μπορούμε να γνωρίζουμε, όπως το βάρος, το πάχος, η ζεστασιά, τα χρώματα, οι ήχοι, η αίσθηση του παράξενου, η αίσθηση της γοητείας, η έννοια της ελευθερίας, και ούτω καθεξής.

 

Όσον αφορά το χρόνο, μπορεί να σχετίζεται όχι μόνο με κάποια θεμελιώδη συχνότητα (για παράδειγμα, η ενέργεια κενού είναι ένας σχετικός όρος, αν και ο όρος δεν εξηγεί τι είναι αυτό που δονείται στο κενό), αλλά και με τις ενέργειες των αρχέτυπων, που μεταδίδονται σε όλο το αντιληπτικό πεδίο του Σύμπαντος. Θα ήθελα να σκέφτομαι τη Συνείδηση σαν τη βελόνα ενός πικάπ, που κάθεται εδώ κι εκεί σε αυτόν τον κοσμικό δίσκο αρχετύπων, παίζοντας το ένα ή το άλλο τραγούδι, απορροφώντας έτσι όλες τις πιθανές πληροφορίες που μπορεί να συνδέονται με τις αισθήσεις. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι με κάποιο τρόπο όλες οι αντιληπτικές ιδιότητες (τόσο οι φυσικές όσο και οι ψυχικές) αποδίδονται από τη Συνείδηση. Ο ακριβής τρόπος με τον οποίο η Συνείδηση αποδίδει το χρόνο στα γεγονότα είναι πολύ πέρα από τη δική μου δύναμη κατανόησης, αλλά κατά μία έννοια λαμβάνει χώρα ένας συντονισμός μεταξύ της δράσης των αρχετύπων και της απόφασης που παίρνει η Συνείδηση.

 

Για παράδειγμα, καθώς πληκτρολογώ το κείμενο αυτή τη στιγμή, υπάρχει ένας συντονισμός μεταξύ των χρόνων κατά τους οποίους πληκτρολογώ ένα γράμμα, και του σχήματος του γράμματος που θα πληκτρολογήσω. Έτσι, αυτό είναι ένα είδος στιγμιαίας δημιουργίας χωροχρόνου στην οθόνη του υπολογιστή. Αλλά ταυτόχρονα το νόημα των πραγμάτων για τα οποία γράφω δεν είναι τυχαίο, αλλά καθοδηγείται από τις δικές μου ανάγκες και ορμές. Αυτές οι ανάγκες ή ορμές προκύπτουν από τη δράση των αρχετύπων. Αν υποθέσω ότι οι πράξεις των αρχετύπων είναι καθολικές, τότε μπορώ επίσης να ελπίζω ότι εκείνοι που θα διαβάσουν αυτό το κείμενο θα είναι επίσης σε θέση να καταλάβουν το νόημα, καθώς θα υποκινούνται από τις ίδιες ανάγκες. Μια τέτοια μορφή συντονισμού μεταξύ των αναγκών μας και των σκέψεών μας, και γενικότερα μεταξύ αυτού που είναι αναγκαίο στο Σύμπαν (άρα η Αιτία) και αυτού που προσδοκάται, ή αυτού που παραμένει στην κοσμική μνήμη (άρα η Συνείδηση), είναι μια καλή ένδειξη κάποιας θεμελιώδους σχέσης μεταξύ χωροχρόνου και νου. Το θέμα είναι ότι ο χώρος ή ο χρόνος δεν δημιουργείται από τη Συνείδηση, αλλά αντίθετα αποδίδεται από τη Συνείδηση. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, η Συνείδηση συντονίζεται από τη δράση των αρχετύπων, έτσι ώστε να εμφανίζεται πάντα στον «ίδιο» τόπο την «ίδια» στιγμή. Την ίδια στιγμή αποκτούμε επίσης γνώση του γεγονότος.          

 

Σύμφωνα με τους προηγούμενους συλλογισμούς, ένας άλλος τρόπος να αντιληφθούμε την κίνηση είναι ως μια δράση που λαμβάνει χώρα όχι στο φυσικό χώρο (ως ένα πραγματικό αντικείμενο που κινείται εκεί έξω), αλλά στο δικό μας μυαλό (ως εικόνα του κινούμενου αντικειμένου). Με αυτή την έννοια, η κίνηση είναι αδύνατη, ή καλύτερα μπορούμε να πούμε ότι η κίνηση είναι θεμελιωδώς εικονική. Είναι επίσης εύλογο να υποθέσουμε ότι οι δύο αυτοί χρόνοι (ο χρόνος που χρειάζεται το αντικείμενο για να κινηθεί στον πραγματικό χώρο, και ο χρόνος που χρειάζεται το αντικείμενο για να κινηθεί στο μυαλό μας) δεν είναι απαραίτητα οι ίδιοι. Ενώ ο φυσικός χρόνος έχει διερευνηθεί από τη σύγχρονη φυσική στο βαθμό που μπορούμε να περιγράψουμε την κίνηση με τη βοήθεια ενός συστήματος συντεταγμένων για να ορίσουμε την ταχύτητα και να προβλέψουμε τη μελλοντική πορεία του αντικειμένου, ο ψυχικός χρόνος είναι ελάχιστα κατανοητός. Για να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία του προβλήματος, μπορούμε να τονίσουμε το γεγονός ότι ο φυσικός χρόνος είναι επίσης μια έννοια. Έτσι, αν και έχουμε συνηθίσει να αποδίδουμε φυσικό χρόνο σε εξωτερικά γεγονότα, ακόμη και ο φυσικός χρόνος αναφέρεται σε μια διαδικασία που βρίσκεται στη σφαίρα της αντίληψης. Επομένως, ο φυσικός χρόνος και ο ψυχολογικός χρόνος μπορεί να μην είναι τόσο διαφορετικοί τελικά. Αλλά αν έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα σε αυτά τα δύο, δήθεν διαφορετικά, είδη χρόνου, θα επέλεγα τον ψυχικό χρόνο ως την επικρατούσα μορφή χρόνου. Για να φέρουμε το πρόβλημα στο πλαίσιο της σχετικότητας, ακόμη και αν υπάρχει ένας τύπος που υπολογίζει τη χρονική διαφορά μεταξύ ενός κινούμενου και ενός στάσιμου ακίνητου παρατηρητή, υποτίθεται ότι ο κινούμενος παρατηρητής αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως ακίνητο. Έτσι, το πρόβλημα ποιος παρατηρητής κινείται και ποιος όχι είναι θέμα αναφοράς ή προτίμησης. Συνεπώς, για να συλλάβουμε την πλήρη όψη της κίνησης και του χρόνου πρέπει να κατανοήσουμε την αιτία ή τη δράση που προκαλεί την κίνηση τόσο στο φυσικό χώρο όσο και στο μυαλό μας.

 

Γενικότερα, όλες οι φυσικές ιδιότητες όπως τις αντιλαμβανόμαστε μπορούν να αντιμετωπιστούν ως προϊόντα δράσεων αρχετύπων. Αλλά όσον αφορά τον χρόνο, μπορεί να αισθανόμαστε το «πέρασμα του χρόνου» ως μια κίνηση που λαμβάνει χώρα μέσα μας. Μια τέτοια ενέργεια λαμβάνει χώρα στην ψυχή, και μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ψυχολογικός χρόνος. Ενώ κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο ψυχολογικός χρόνος είναι υποκειμενικός, ενώ ο φυσικός χρόνος είναι αντικειμενικός, η σχετικιστική φύση του φυσικού χρόνου έχει συντρίψει ένα τέτοιο επιχείρημα της «φυσικής αντικειμενικότητας.» Χωρίς να έχω την πρόθεση να εμβαθύνω περισσότερο σε αυτό το θέμα αυτή τη στιγμή, μπορούμε να θυμηθούμε τον Γιουνγκ, και τον όρο που ο ίδιος εισήγαγε, αυτόν της ψυχικής σχετικότητας, ως το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα συγχρονιστικά φαινόμενα. Ίσως η ιδέα της συγχρονικότητας είναι πρόδρομος της κβαντικής σύζευξης. Ενώ οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο εννοιών παραμένει άγνωστη, και τα δύο φαινόμενα βασίζονται σε μια στιγμιαία ακύρωση του χώρου και του χρόνου. Αλλά ίσως είναι πιο σωστό να πούμε είναι ότι το συγχρονιστικό φαινόμενο, ή η κβαντική σύζευξη, συμβαίνει μαζίμε το χώρο και το χρόνο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι φυσικοί έχουν υποστηρίξει ότι η κβαντική σύζευξη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία του χώρου και του χρόνου όπως τον γνωρίζουμε.  Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το πώς η συνείδηση αναδύεται μαζί με το χώρο και το χρόνο, ως μέρος του φαινομένου. 

 

 

Σε άλλο τμήμα αυτού του δοκιμίου αναφέραμε τη σχέση Ψυχή / Φύση = Πνεύμα. Συγκρίνοντας αυτή τη σχέση με τον παραπάνω τύπο, μπορούμε να συσχετίσουμε το χώρο με τη Φύση και το χρόνο με την Ψυχή, ενώ το Πνεύμα θα ταυτιστεί με (το αντίστροφο) της Συνείδησης. Έτσι, ο χρόνος θα μπορούσε να είναι μια καθαρά ψυχική διαδικασία, μια ιδιότητα που δεν βρίσκεται σε ένα κινούμενο αντικείμενο, αλλά στην ψυχή του παρατηρητή που παρατηρεί το κινούμενο αντικείμενο. Από την άλλη μεριά, το αντικείμενο δίνει στον παρατηρητή ένα σχήμα με το οποίο μπορεί να οριστεί η κίνηση, δηλαδή το «σχήμα του χρόνου.» Η συνείδηση του παρατηρητή συναρμολογεί την πτυχή του χωροχρόνου, ενώ ταυτόχρονα καθορίζει το υλικό από το οποίο η ίδια αποτελείται. Ένας τέτοιος συντονισμός «σχημάτων σε κίνηση» εκφράζει τον αρχετυπικό κόσμο της συγχρονικότητας. Ίσως το φως να μην είναι τίποτε άλλο από την εκδήλωση της Συνείδησης στο Σύμπαν, ενώ το πέρασμα από το Σκοτάδι στο Φως είναι το πέρασμα από το Ασυνείδητο στο Συνειδητό.

 

Συναισθησία




Εάν υπάρχει πραγματικά μια ενοποιημένη όψη των αισθήσεων, έτσι ώστε ουσιαστικά οι αισθήσεις να μην είναι τίποτα περισσότερο από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους διαφορετικούς τρόπους δόνησης της δικής μας ψυχής, μπορεί κανείς να περιμένει ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, διαφορετικές αισθήσεις μπορούν να «αναμειχθούν,» με τον ίδιο τρόπο που μπορούν να υπερτεθούν τα κυματικά μοτίβα ταλαντώσεων,  έτσι ώστε, για παράδειγμα, μια μυρωδιά να αντιστοιχεί σε ένα χρώμα, ένας ήχος σε ένα συναίσθημα, ένα χρώμα σε ένα σχήμα, ένα συναίσθημα σε μια έννοια, και ούτω καθεξής.

 

Στην πραγματικότητα, τέτοια φαινόμενα έχουν ήδη καταχωρηθεί με το όνομα συναισθησία. Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, συναισθησία είναι το φαινόμενο στο οποίο η διέγερση μιας αισθητηριακής ή γνωστικής οδού οδηγεί σε αυτόματες, ακούσιες εμπειρίες σε μια δεύτερη αισθητηριακή ή γνωστική οδό. Σε μια κοινή μορφή συναισθησίας, γνωστή ως συναισθησία χρώματος- γραφήματος, τα γράμματα ή οι αριθμοί θεωρούνται εγγενώς χρωματισμένα. Στη συναισθησία χωρικής ακολουθίας ή αριθμητικής μορφής, οι αριθμοί, οι μήνες του έτους ή/και οι ημέρες της εβδομάδας έχουν συγκεκριμένες θέσεις στο χώρο (για παράδειγμα, το 1980 μπορεί να είναι «μακρύτερα» από το 1990), ή μπορεί να εμφανίζονται ως τρισδιάστατος χάρτης).

[https://en.wikipedia.org/wiki/Synesthesia]

 

Μια έννοια ευρύτερη από τη συναισθησία είναι αυτή της ιδεοαισθησίας. Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, η ιδεοαισθησία ορίζεται ως ένα φαινόμενο στο οποίο οι ενεργοποιήσεις εννοιών προκαλούν αντιληπτικές εμπειρίες. Ο κύριος λόγος για την εισαγωγή της έννοιας της ιδεοαισθησίας είναι τα εμπειρικά στοιχεία που δείχνουν ότι ο σχετικός όρος συναισθησία δίνει λανθασμένη εξήγηση ενός συνόλου φαινομένων που παραδοσιακά καλύπτονται από αυτόν τον τίτλο. Η έννοια της «συν- αίσθησης,» που υποδηλώνει τη «συν-αντίληψη,» υπονοεί τη συσχέτιση δύο αισθητηριακών στοιχείων με μικρή σύνδεση με το γνωστικό επίπεδο. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλους, τα περισσότερα φαινόμενα που έχουν ακούσια συνδεθεί με τη συναισθησία, στην πραγματικότητα προκαλούνται από τις σημασιολογικές αναπαραστάσεις, δηλαδή από το νόημα του ερεθίσματος και όχι από τις αισθητηριακές του ιδιότητες, όπως θα υπονοούσε ο όρος συναισθησία. Με άλλα λόγια, ενώ η συναισθησία υποθέτει ότι τόσο οι ενεργοποιήσεις εννοιών όσο και οι αντιληπτικές εμπειρίες είναι αισθητηριακής φύσης, η ιδεοαισθησία υποθέτει ότι μόνο οι αντιληπτικές εμπειρίες είναι αισθητηριακής φύσης, ενώ οι ενεργοποιήσεις εννοιών είναι σημασιολογικής φύσης. Η έρευνα σχετικά με την ιδεοαισθησία έχει σημαντικές συνέπειες για την επίλυση του μυστηρίου της ανθρώπινης συνειδητής εμπειρίας, η οποία, σύμφωνα με την ιδεοαισθησία, βασίζεται στον τρόπο με τον οποίο ενεργοποιούμε τις έννοιες.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Ideasthesia]

 

Ίσως αυτό που είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον δεν είναι το πώς ενεργοποιούμε τις έννοιες, αλλά το πώς ο εγκέφαλος συνδέεται με την ενεργοποίηση των εννοιών. Δηλαδή, ο εγκέφαλος φαίνεται ότι δεν είναι ο πομπός αλλά ο δέκτης πληροφοριών, οι οποίες είναι ως επί το πλείστον εξωαισθητηριακές . Με τον όρο «εξωαισθητηριακές» υπονοείται ότι η εμπειρία δεν προκαλείται από τις αισθήσεις, αν και οι αισθήσεις μεσολαβούν έτσι ώστε η εμπειρία να μπορεί να εδραιωθεί. Οι «έννοιες» σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι τίποτα άλλο από τα αρχέτυπα, οι αρχέγονες και αιώνιες πηγές της ανθρώπινης εμπειρίας. Έτσι, το βασικό πρόβλημα δεν είναι γιατί οι συναισθητικοί αντιλαμβάνονται ένα κόσμο «ενοποιημένων αισθήσεων,» αλλά γιατί οι υπόλοιποι από εμάς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο αισθητηριακά και αντιληπτικά κατακερματισμένο. Θα πρότεινα, λοιπόν, ότι πρόκειται για θέμα κατάρτισης. Έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε «ασπρόμαυρα,» και να περιγράφουμε τον κόσμο με τη χρήση άχρωμων εξισώσεων. Έτσι, φαίνεται ότι έχουμε χάσει την ικανότητα, την οποία πιθανώς διαθέταμε σ’ ένα πρωτόγονο στάδιο του είδους μας, ή όταν είμασταν μικρά παιδιά, να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο σαν ένα αρμονικό σύνολο «νοημάτων και χρωμάτων.»

 

Έχει προταθεί ότι πολλές παλαιολιθικές σπηλαιογραφίες δεν απεικονίζουν σκηνές του καθημερινού κόσμου, αλλά σκηνές του υπερφυσικού. Έτσι, τέτοιες αναπαραστάσεις μπορεί να μην είναι μια περιγραφή πραγματικών άγριων ζώων, αλλά, αντίθετα, εικόνες του ζώου όπως τις συνέλαβε ο πρωτόγονος καλλιτέχνης που προσπάθησε να δώσει ένα συγκεκριμένο νόημα και σκοπό στην αναπαράσταση.

 

Οι 15 βασικές «φωτοψίες» (phosphenes) του MaxKnoll

 

Τα σύμβολα που απαντώνται στις μορφές τέχνης της Ανώτερης Παλαιολιθικής, μεταξύ άλλων, είναι στην πραγματικότητα εντοπτικά (entoptics), ή φωτοψίες. Αυτά είναι σχήματα που πιστεύεται ότι έρχονται στο μυαλό κάποιου ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης ή υπό την επήρεια κάποιου παραισθησιογόνου. (Τέτοιου είδους σχήματα βλέπουμε επίσης όταν πιέσουμε τα βλέφαρα με τα μάτια κλειστά.)

 

Σύμφωνα με την ακόλουθη ιστοσελίδα, ο MaxKnoll, ο οποίος ήταν Γερμανός ηλεκτρολόγος μηχανικός, χρησιμοποίησε ηλεκτρικούς παλμούς για να διεγείρει το όραμα των φωτοψιών, και μεταβάλλοντας τη συχνότητα των παλμών, τα μοτίβα των φωτοψιών άλλαζαν, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να αναγνωρίσει 15 κατηγορίες σχημάτων, και έναν αριθμό παραλλαγών για κάθε κατηγορία. Για κάθε άτομο που εξετάστηκε, το είδος του σχήματος, και για δεδομένη συχνότητα του παλμού, ήταν επαναλαμβανόμενο, ακόμη και μετά από έξι μήνες.

[http://myweb.usf.edu/~dlroger4/Cosquerweb/art.htm]

 

Ποια είναι όμως η σχέση μεταξύ φωτοψιών και αρχετύπων; Υποτίθεται ότι οι φωτοψίες υπάρχουν ανεξάρτητα από την οπτική εμπειρία. Επιπλέον, τα εντοπτικά είναι δύσκολο να περιγραφούν από την κοινή γλώσσα. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος να αρνηθούμε την ύπαρξή τους. Ακόμα, οι φωτοψίες, ή εντοπτικά, μπορούν να θεωρηθούν ως μια ειδική περίπτωση «σταθερών μορφής,» ή αρχέτυπων. Ενώ οι φωτοψίες προκαλούνται μηχανικά, είτε από εξωτερική πίεση στο βολβό του ματιού είτε από ηλεκτρικά ρεύματα που εφαρμόζονται στο νευρικό σύστημα, οι «σταθερές μορφής» μπορεί να αναφέρονται σε όλα τα είδη σχημάτων που μπορούν να υπονοηθούν από την ανθρώπινη φαντασία. Στην πραγματικότητα, τέτοια «σχήματα» μπορεί να αναφέρονται σε όλες τις αισθήσεις, και μπορούν να συνοδεύονται από ευχάριστους συναισθηματικούς τόνους. Έτσι, αυτά τα εντοπτικά, ή «εσωτερικά σχήματα,» βρίσκονται ταυτόχρονα μέσα στον εγκέφαλο και μέσα στην ψυχή.

 

Ένας όρος σχετικός με τα εντοπτικά είναι αυτός των κουάλια (qualia). Μπορούν να οριστούν ως «ποιότητες» της ανθρώπινης εμπειρίας, κάτι αντίστοιχο με τα κβάντα, τα οποία είναι «ποσότητες» ενέργειας ή φυσικών πεδίων. Παραδείγματα κουάλια που δίνει η Βικιπαίδεια είναι η αίσθηση πόνου όταν έχουμε πονοκέφαλο, η γεύση του κρασιού, η ερυθρότητα του απογευματινού ουρανού, κ.λπ. Όπως επισημαίνεται στο ίδιο άρθρο, τα κουάλια, ως ποιοτικά χαρακτηριστικά της αίσθησης, βρίσκονται σε αντίθεση με την προσωπική στάση, όπου εκεί το βάρος δίνεται στις πεποιθήσεις σχετικά με την εμπειρία, και όχι σε αυτό που βιώνεται άμεσα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Qualia]

 

Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη πει, η διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες (τα qualia= ποιότητες, και τα quanta= ποσότητες) μπορεί να είναι περιττή. Από τη μία πλευρά, τα κβάντα είναι υλικά μεγέθη που στερούνται οποιουδήποτε περιεχομένου εκτός από ορισμένες μηχανικές ιδιότητες (π.χ. μάζα, ενέργεια, θερμοκρασία, κ.λπ.) Από την άλλη πλευρά, τα κουάλια αντιμετωπίζονται ως κομμάτια της ανθρώπινης εμπειρίας τα οποία έχουν μόνο ψυχικό περιεχόμενο (π.χ. πόνος, γεύση, ερυθρότητα, κ.λπ. Τα αρχέτυπα όμως σε αυτήν τη συζήτηση έχουν αναγνωριστεί ως θεμελιώδεις οντότητες οι οποίες έχουν και σχήμα (ποσότητα) και περιεχόμενο (ποιότητα). Όπως στη φυσική μια συγκεκριμένη διαμόρφωση ατόμων παράγει ένα φυσικό αντικείμενο, έτσι και με τα αρχέτυπα μια ορισμένη συγκέντρωσή τους και ο συγκεκριμένος τρόπος δόνησής τους παράγουν τη συνολική Μορφή (το υλικό αντικείμενο μαζί με το ψυχικό του περιεχόμενο). Η όλη διαδικασία της μορφογένεσης είναι προς το παρόν άγνωστη.

 

Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορεί να πιστεύουν ότι αυτή είναι άλλη μια δήλωση ανιμισμού. Αλλά αν θυμηθούμε ότι δεν υπάρχει κανένα αντικείμενο που να μπορεί να υπάρξει χωρίς, ταυτόχρονα, να βιώνεται (να γίνεται αντιληπτό), τότε η δήλωση δεν αναφέρεται στον ανιμισμό, αλλά σε ολόκληρη τη σφαίρα της ύπαρξης. Μια τέτοια σφαίρα περιλαμβάνει ένα φάσμα ή καλειδοσκόπιο των αισθήσεων, και αν συμπεριλάβουμε στην έννοια των αισθήσεων και τα διανοήματα τότε καταλήγουμε στα αρχέτυπα, τις διακριτές μονάδες της Συνείδησης (της σκεπτόμενης Μορφής), τη δράση των οποίων αντιλαμβανόμαστε γύρω μας ως πραγματικά υλικά αντικείμενα, στο σχήμα και στο χρώμα, στην κίνηση και στο συναίσθημα, στην αφή και στη σκέψη. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία ενός τέτοιου συντονισμού ή σύμπτωσης μεταξύ των υλικών και των νοητικών πτυχών της πραγματικότητας είναι τόσο αυτοματοποιημένη που δεν μπορούμε καν να δούμε τη διαφορά.

 

Μια θεωρία των πάντων

Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, μια θεωρία των πάντων είναι ένα ενιαίο και συνεκτικό θεωρητικό πλαίσιο της φυσικής που εξηγεί πλήρως και συνδέει όλες τις φυσικές πτυχές του Σύμπαντος. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, έχουν αναπτυχθεί δύο θεωρητικά πλαίσια που, στο σύνολό τους, μοιάζουν περισσότερο με μια θεωρία των πάντων- η γενική σχετικότητα και η κβαντική θεωρία πεδίου. Μέσα από χρόνια έρευνας, οι φυσικοί έχουν πειραματικά επιβεβαιώσει με πολύ μεγάλη ακρίβεια σχεδόν κάθε πρόβλεψη που γίνεται από αυτές τις δύο θεωρίες όταν βρίσκονται στους κατάλληλους τομείς εφαρμογής τους. Από την άλλη μεριά όμως, οι επιστήμονες έμαθαν επίσης ότι, όπως αυτές οι δύο θεωρίες διατυπώνονται επί του παρόντος, είναι αμοιβαία ασυμβίβαστες. Για να επιλυθεί αυτή η σύγκρουση, πρέπει να ανακαλυφθεί ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο που να αποκαλύπτει μια βαθύτερη υποκείμενη πραγματικότητα, ενοποιώντας τη βαρύτητα με τις άλλες τρεις φυσικές αλληλεπιδράσεις, για να ενσωματώσει έτσι αρμονικά τις δύο θεωρίες σε ένα ενιαίο σύνολο. Τελικά, γι’ αυτόν το σκοπό, έχει προκύψει ένα ενιαίο επεξηγηματικό πλαίσιο, η θεωρία χορδών, που σκοπεύει να είναι η απόλυτη θεωρία του Σύμπαντος.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Theory_of_everything]

 

Καταρχήν, μπορούμε να υπενθυμίσουμε ότι καμία θεωρία στη φυσική δεν είναι σε θέση να εξηγήσει την ανθρώπινη εμπειρία (γιατί οι άνθρωποι είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τη φυσική πραγματικότητα). Με το να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τον φυσικό κόσμο, δύο πράγματα υπονοούνται. Πρώτον, ότι μπορεί να υπάρξει μια περιγραφή του φυσικού κόσμου που να οδηγεί από τα στοιχειώδη υλικά σωματίδια και τις φυσικές δυνάμεις στα βιολογικά νοήμονα όντα. Δεύτερον, ότι μπορεί να υπάρξει επίσης η ερμηνεία γιατί η γνώση είναι μέρος του φυσικού κόσμου. Έτσι, μια θεωρία των πάντων πρέπει να είναι σε θέση να εξηγήσει σε ένα κοινό πλαίσιο όχι μόνο τις αλληλεπιδράσεις των φυσικών δυνάμεων, αλλά και τη σχέση μεταξύ αυτών των δυνάμεων και της εμφάνισης της συνείδησης στο Σύμπαν.

 

Η κβαντική βαρύτητα είναι μια θεωρία που θα μπορούσε να συνδυάσει την κβαντική μηχανική και τη γενική σχετικότητα στο μέλλον. Από την άλλη, η θεωρία χορδών φαίνεται να είναι πιο συμβατή με αυτό που έχει προταθεί σε αυτή τη συζήτηση. Αλλά ενώ στη θεωρία χορδών οι διαφορετικοί τρόποι δόνησης των χορδών δίνουν διαφορετικά στοιχειώδη σωματίδια, στη θεωρία των αρχετύπων, σύμφωνα με τη συζήτησή μας, οι δονήσεις των αρχετύπων μπορούν να δημιουργήσουν τόσο τις φυσικές όσο και τις ψυχικές ιδιότητες. Ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να γίνει αυτό είναι απατηλός προς το παρόν. Αλλά αν κατανοηθούν καλύτερα οι βασικές έννοιες που έχουν προταθεί σε αυτήν τη συζήτηση, τότε θα μπορούσαν να βρεθούν αναλογίες μεταξύ των φυσικών και των ψυχικών ή διανοητικών πτυχών του κόσμου. Για παράδειγμα, ένας ορισμένος τρόπος δόνησης κάποιου αρχετύπου θα μπορούσε να δώσει ταυτόχρονα μια φυσική ιδιότητα που σχετίζεται με τη μηχανική έλξη των πραγμάτων (π.χ. μάζα) και μια ψυχική ιδιότητα που σχετίζεται με την έλξη σε συναισθηματικό επίπεδο (π.χ. αγάπη). Μια τέτοια ενοποιημένη ιδιότητα θα μπορούσε να ονομαστεί «συμπάθεια.»

 

Ωστόσο, πέρα από το πρόβλημα της δημιουργίας του Σύμπαντος στο χώρο και το χρόνο, το πώς προέκυψε ο χώρος και ο χρόνος εξαρχής, και σε σχέση με τη δική μας αντίληψη αυτών των εννοιών σε φυσικό επίπεδο, ίσως είναι το σημαντικότερο ερώτημα. Στην πραγματικότητα, το Σύμπαν θα μπορούσε να έχει το μέγεθος ενός μικροτσίπ εμφυτευμένο στον εγκέφαλό μας, και θα μπορούσαμε να ζούμε σε αυτή την εικονική πραγματικότητα χωρίς ποτέ να μάθουμε τη διαφορά. Επιπλέον, αυτό το μικροτσίπ θα μπορούσε να είναι πολύ προηγμένης προέλευσης, ούτε καν υλικής, αλλά καθαρά ενεργειακής φύσης, «εμφυτευμένο» μέσα στην ίδια μας την ψυχή. Μια τέτοια εικονική πραγματικότητα θα μπορούσε πραγματικά να είναι η πραγματική κατάσταση ύπαρξης του Σύμπαντος και του εαυτού μας. Γιατί, άλλωστε, αντί να σκεφτόμαστε με έναν τέτοιο «πνευματικό» τρόπο, συμβατό με τις πεποιθήσεις μας για τον Θεό ως υπέρτατη άυλη οντότητα, θα προτιμούσαμε να υποθέσουμε ένα Σύμπαν που αποτελείται από «σκληρή ύλη,» και που υπάρχει ανεξάρτητα από τις δικές μας αισθήσεις; Η απάντηση μπορεί να είναι απλά ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το Σύμπαν είναι ανάλογος με το δικό μας επίπεδο προόδου.     

 

Έτσι, το Σύμπαν θα μπορούσε πραγματικά να είναι όχι απλώς μια εικόνα που προβάλλεται από ένα μικροτσίπ μέσα στο μυαλό μας, αλλά μια εικόνα που προβάλλεται μέσα στο Νου της αυξανόμενης συμπαντικής Συνείδησης. Παρεμπιπτόντως, το στοιχείο επέκτασης σε αυτή την περίπτωση δεν θα ήταν ο χώρος και ο χρόνος, αλλά η γνώση. Είναι αυτό δυνατό; Λοιπόν, αν το σκεφτούμε σε βάθος, θα συνειδητοποιήσουμε ότι ίσως δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αν δεχθούμε την ύπαρξη Αιτίας και Σκοπού μέσα στο Σύμπαν, τότε το Σύμπαν φαίνεται να κατευθύνεται από μια κατάσταση πλήρους ασυνειδησίας προς μια κατάσταση απόλυτης Γνώσης. Αλλά η παρουσία γνώσης και νοημοσύνης στο Σύμπαν δείχνει ότι η προέλευσή του δεν μπορεί να είναι υλική- διαφορετικά ούτε καν έλλειψη συνείδησης δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Πιο συγκεκριμένα, ο αυθορμητισμός προϋποθέτει ένα στοιχείο εφευρετικότητας και δημιουργικότητας, ενώ αυτές οι τελευταίες ιδιότητες είναι πτυχές της συνείδησης, και δεν μπορούν να βρεθούν σε «μάζες» ή «ηλεκτρικά φορτία.»      

 

Κάθε είδους ενοποιημένη θεωρία, αν είναι επίσης μια θεωρία των πάντων, θα βασίζεται σε ένα εννοιολογικό πλαίσιο πρώτων αρχών (=αρχέτυπα) σύμφωνα, με το οποίο το περιγραφικό μοντέλο μπορεί να είναι συνεκτικό, και έτσι να αρχίσει να ξεδιπλώνεται. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, πριν εμφανιστεί η κβαντική φυσική, πολλοί φυσικοί πίστευαν ότι οι θεωρίες τους είχαν ήδη εξηγήσει όλα όσα θα μπορούσαν να υπάρξουν στον φυσικό κόσμο. Κατά συνέπεια, είναι πιθανό ότι πολλοί ή οι περισσότεροι από τους σύγχρονους επιστήμονες πιστεύουν ότι μια υλιστική θεωρία θα εξηγήσει τελικά όλα τα φυσικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένης της ψυχής και του νου. Αλλά αυτό απέχει πολύ από το να είναι αλήθεια. Κανένα φυσικό μοντέλο δεν έχει ακόμη εξηγήσει τη συμπεριφορά ή τη νοημοσύνη με τη μορφή της πρόβλεψης και της δημιουργικότητας.

 

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να στραφούμε στη θρησκεία και την «τυφλή πίστη» για να εξηγήσουμε την εκδήλωση της συνείδησης στο Σύμπαν. Στην πραγματικότητα, ήταν η ίδια τύφλωση ή μονοδιάστατη στάση που οδήγησε τους επιστήμονες να πιστέψουν ότι είχαν εξηγήσει τα πάντα. Αλλά το θέμα είναι ότι το σύγχρονο μοντέλο της φυσικής πραγματικότητας πρέπει να επεκταθεί, προκειμένου να συμπεριλάβει όλες τις πιθανές πτυχές τόσο της φύσης όσο και της ψυχής. Επομένως, το κύριο πρόβλημα δεν είναι αν η «φύση» παράγει την «ψυχή,» ή το αντίθετο, αλλά πώς μπορούμε να διατυπώσουμε μια θεωρία που θα περιλαμβάνει τόσο τη φύση όσο και την ψυχή μέσα στο ίδιο πλαίσιο.

 

Άπειροι βρόχοι

Τυπικά, ένας άπειρος, ή ατέρμονος, βρόχος αναφέρεται σε έναν υπολογιστή που επαναλαμβάνεται ατελείωτα, είτε λόγω τού ότι το πρόγραμμά του δεν έχει καμία συνθήκη τερματισμού, ή έχει κάποια συνθήκη που δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί, ή επειδή η συνθήκη προκαλεί την εκκίνηση του βρόχου από την αρχή.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Infinite_loop]

 

Γενικότερα, οι άπειροι βρόχοι είναι προβλήματα λογικής (στα οποία βασίζονται και οι αλγόριθμοι των υπολογιστών), και σχετίζονται με την αυτοαναφορά. Μια μαθηματική διατύπωση που διερευνά την έννοια των άπειρων βρόχων είναι το θεώρημα μη πληρότητας του Γκέντελ. Με λίγα λόγια, το θεώρημα δηλώνει ότι σε κάθε τυπικό σύστημα που βασίζεται στη λογική θα υπάρχουν πάντα αλήθειες ή αξιώματα που δεν μπορούν να αποδειχθούν μέσα από το ίδιο το σύστημα. Η σημασία του θεωρήματος του Γκέντελ εξηγείται στο ακόλουθο άρθρο:

 

Στη διάλεξη του Γκιμπς το 1960, ο Κουρτ Γκέντελ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «είτε ο νους ξεπερνά απείρως οποιαδήποτε πεπερασμένη μηχανή, είτε υπάρχουν απολύτως άλυτα προβλήματα στη θεωρία των αριθμών.» Προφανώς πίστευε ότι το μυαλό δεν μπορεί να εξηγηθεί μηχανικά, αλλά επειδή δεν μπορούσε να δώσει ένα απρόσβλητο επιχείρημα γι’ αυτό, με το τυπικό του ύφος διατύπωσε το πρόβλημα με πιο προσεκτικό τρόπο ως θεώρημα. Ένας από τους πιο εξέχοντες υποστηρικτές του ισχυρισμού ότι το θεώρημα του Γκέντελ αποδεικνύει ότι ο νους δεν είναι μηχανικός, είναι ο Ρότζερ Πένροουζ, ο οποίος είπε ότι, «πρέπει να υπάρχουν περισσότερα στην ανθρώπινη σκέψη από όσα μπορούν ποτέ να επιτευχθούν από έναν υπολογιστή.» Ωστόσο, ο Πένροουζ πιστεύει ότι πρέπει να υπάρχει μια επιστημονική εξήγηση για το πώς λειτουργεί ο νους, αν και με μη μηχανικό τρόπο, και αυτό τελικά πρέπει να εξηγηθεί με φυσικούς όρους, αλλά ότι η τρέχουσα φυσική είναι ανεπαρκής για να το καταφέρει.

[http://math.stanford.edu/~feferman/papers/Godel-IAS.pdf]

 

Βασικά, υπάρχουν δύο ερμηνείες αυτού του θεωρήματος, φαινομενικά αντίθετες αλλά στην πραγματικότητα συμπληρωματικές μεταξύ τους. Η πρώτη δήλωση είναι ότι ένα πρόγραμμα υπολογιστή δεν μπορεί να ξεπεράσει την ανθρώπινη σκέψη. Η δεύτερη δήλωση είναι ότι η ανθρώπινη σκέψη είναι από τη φύση της άπειρη. Έτσι, ένας αλγόριθμος που αναφέρεται σε ένα πρόγραμμα υπολογιστή, ή μια λογική που αναφέρεται στο δικό μας μυαλό, είναι ανεπαρκείς για να περιγράψουν πλήρως τις ιδιότητες της ίδιας τους της δομής. Με άλλα λόγια, είναι η ίδια η διαδικασία της σκέψης που, αν και ήδη συμβαίνει, φαίνεται ανήμπορη να μας πει από πού προήλθε η ίδια η σκέψη. Ανεξάρτητα από το πόσο πολύ προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε τι προκάλεσε αρχικά οποιαδήποτε από τις σκέψεις μας, καθώς ακολουθούμε τον δικό μας συλλογισμό προς τα πίσω μέχρι την προέλευσή του, κάνουμε μια αέναη αναδρομή στο ίδιο πρόβλημα. Αυτή η διαδικασία είναι επίσης ένας άπειρος βρόχος. Ωστόσο, αυτός ο βρόχος δεν δημιουργείται λόγω κάποιου ελαττώματος της λογικής σκέψης, αλλά λόγω του απλού γεγονότος ότι ο ίδιος ο βρόχος παράγεται αυθόρμητα.  

 

Αν και η έννοια ενός άπειρου βρόχου μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με αφηρημένο τρόπο, οι άπειροι βρόχοι μπορούν να αναπαρασταθούν από πραγματικά φυσικά αντικείμενα. Για παράδειγμα, στη θεωρία των χορδών τέτοιοι βρόχοι μπορεί να είναι οι ίδιες οι χορδές, οι οποίες θεωρητικά συνθέτουν όλα τα στοιχειώδη σωματίδια. Έτσι, υπάρχουν ήδη περιγραφές στη σύγχρονη φυσική που ξεπερνούν την έννοια του «σημειακού σωματιδίου.» Η σημασία μιας τέτοιας επέκτασης της έννοιας του στοιχειώδους σωματιδίου είναι ότι επιτρέπει στο σωματίδιο να είναι μια ολόκληρη οντότητα, η οποία μπορεί ταυτόχρονα να ελέγχει τα μέρη της.

 

Η «συμπεριφορά» των προαναφερθέντων σωματιδίων, ή γενικότερα των πραγμάτων που περιλαμβάνονται σε έναν άπειρο βρόχο, μπορεί να είναι αποτέλεσμα όχι μόνο κάποιας μηχανικής δράσης (π.χ. υλικής δύναμης) αλλά και κάποιας ψυχικής δράσης, αν θεωρήσουμε ότι οι χορδές αναπαριστούν αρχέτυπα. Η ταύτιση τέτοιων στοιχειωδών δονητών με τα αρχέτυπα μπορεί να μας βοηθήσει όχι μόνο να συσχετίσουμε τα ψυχικά περιεχόμενα με τις φυσικές (μηχανικές) ενέργειες, αλλά και να αντιληφθούμε το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνονται όλα τα πράγματα. Έτσι, άπειροι βρόχοι μπορεί να συνδέουν τα σωματίδια μεταξύ τους, καθώς και τα σωματίδια, ή οποιοδήποτε άλλο πραγματικό αντικείμενο, με την αντίληψη. Ενώ οι χορδές παράγουν σωματίδια, τα αρχέτυπα μπορούν να παράγουν ολόκληρο τον κύκλο που συνδέει τα φυσικά αντικείμενα με την εμπειρία. Έτσι, αυτό που διαθέτουμε είναι το αρχέτυπο, το οποίο με τις δονήσεις του χωρίζεται σε δύο μέρη, με το ένα μέρος να εκδηλώνεται ως φυσικό αντικείμενο, και με το άλλο μέρος να εμφανίζεται ως «σκιά» ή εικόνα του αντικειμένου. Αλλά ολόκληρος ο κύκλος αυτής της προβολής είναι απαραίτητος ώστε να επέλθει η επίγνωση και η συνείδηση.

 

Αυθόρμητη γένεση

Γενικά, το αξίωμα της αυθόρμητης γένεσης, αν και έχει αποκλειστεί από τη σύγχρονη επιστήμη προς όφελος της θεωρίας της εξέλιξης, αποδεικνύεται ότι είναι ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα προκειμένου να εξηγηθεί η δημιουργία του Σύμπαντος, καθώς και η προέλευση της δικής μας σκέψης. Η υπόθεση ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε από ένα σημείο άπειρης πυκνότητας από το πουθενά, συνεπάγεται την αυθόρμητη γένεση. Αν υποθέσουμε ότι το Σύμπαν ήταν το προϊόν ενός προϋπάρχοντος πολυσύμπαντος, ή του Θεού, και πάλι, θα πρέπει να εξηγήσουμε από πού προήλθε αρχικά το πολυσύμπαν, ή ο Θεός.  Ακόμα κι αν πούμε ότι είτε το Σύμπαν, είτε το πολυσύμπαν, είτε ο Θεός, υπήρχαν πάντα, τότε και πάλι θα πρέπει να υποθέσουμε την αυθόρμητη γέννηση της ιδέας του Απείρου.

 

Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το Σύμπαν εμφανίστηκε αρχικά ως μια εν δυνάμει Συνθήκη, η οποία στη συνέχεια εκδηλώθηκε ως ένα πραγματικό φυσικό Αντικείμενο. Με μια τέτοια έννοια, η αρχετυπική δομή του Σύμπαντος ήταν άπειρη από την αρχή, αλλά δεν είχε ακόμη εκφραστεί με αιτιώδεις ενέργειες, όπως η διάδοση φυσικής πληροφορίας με την ταχύτητα του φωτός. Ωστόσο, από την αρχή το Σύμπαν προβλήθηκε προς τα έξω, έτσι ώστε τα ψυχικά περιεχόμενα, επομένως όλες οι κρυφές ιδιότητες, οι ψυχικές ορμές, ή οι ασυνείδητες εικόνες, θα εκδηλώνονταν ή θα υλοποιούνταν στην συνέχεια, με τη μορφή των καθημερινών απτών αντικειμένων. Έτσι, με αυτή την έννοια, το Σύμπαν μπορεί να γίνει αντιληπτό ως μια πλήρης οντότητα ευθύς εξαρχής, αν και η εκδήλωση των αρχέτυπων με τη μορφή της «συνηθισμένης ύλης» θα συνέβη αργότερα.

 

Μια τέτοια θεώρηση καθιστά επίσης απαραίτητη την παρουσία της Συνείδησης στο Σύμπαν από την αρχή, αν συμπεριλάβουμε στη Συνείδηση τόσο το συνειδητό όσο και το ασυνείδητο. Η διαδικασία με την οποία το Σύμπαν δημιουργήθηκε αυθόρμητα, και άρχισε να επεκτείνεται εκφράζοντας φυσικά το κρυμμένο περιεχόμενό του, δεν διαφέρει από τον τρόπο που λειτουργεί το δικό μας μυαλό. Οποιαδήποτε από τις σκέψεις μας δημιουργείται αυθόρμητα, και στιγμιαία καλύπτει ολόκληρη την «απόσταση» μεταξύ του μυαλού μας και του αντικειμένου που προκάλεσε τη σκέψη. Το ξεδίπλωμα της σκέψης μας τότε ακολουθεί αναδρομικά, για να καλύψουμε την υπονοούμενη απόσταση προς την αντίθετη κατεύθυνση- από το δικό μας μυαλό πίσω στο αντικείμενο, το οποίο και θα αναλυθεί έτσι ώστε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα. Το αντικείμενο στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από μια εικόνα μέσα στο μυαλό μας, δηλαδή ένα ψυχικό περιεχόμενο, που προβάλλεται προς τα έξω, για να γίνει αντιληπτό ως ένα πραγματικό, απτό στο χώρο και το χρόνο, αντικείμενο, που αντιστοιχεί στην αρχική εικόνα. Έτσι, το αρχικά προβαλλόμενο ψυχικό περιεχόμενο τελικά αντανακλάται προς τα πίσω στον εικονικό κόσμο της αντίληψης. Όταν συμπληρωθεί ο πλήρης κύκλος, τότε μπορούμε να πούμε ότι η επίγνωση έχει επίσης προκύψει.  

 

Το αν η εικόνα που επιστρέφει είναι ένα ανανεωμένο περιεχόμενο, διαφορετικό από το αρχικό, είναι ένα ερώτημα στη βάση του οποίου βρίσκεται το πρόβλημα της τυχαιότητας, της εξέλιξης, και της ίδιας της ελεύθερης βούλησης. Η προοπτική της εξατομίκευσης της συμπαντικής Συνείδησης με τη μορφή ψυχικών περιεχομένων που «συμπυκνώνονται» σε κάποιο μέρος και σε κάποιο χρόνο, και εκφράζουν έναν ορισμένο συνδυασμό αρχετυπικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν ένα συγκεκριμένο νοήμον και ζωντανό ον, μας κάνει να πιστεύουμε ότι ένα τέτοιο ον είναι ικανό να χειραγωγήσει και να αλλάξει το περιβάλλον του στη συνέχεια, αν συμπεριλάβουμε επίσης στις θεμελιώδεις ιδιότητες την ατομική ελεύθερη βούληση. Έτσι, η ελεύθερη βούληση γίνεται η προσωποποιημένη όψη της συμπαντικής Μοίρας ή Πεπρωμένου, με την έννοια της ελευθερίας, της δημιουργικότητας, της διαίσθησης, της εφευρετικότητας, της προνοητικότητας, κλπ. Επομένως, όλες αυτές οι ιδιότητες μπορούν να θεωρηθούν «ταλέντα» εγγενή στο Σύμπαν, και όχι κληρονομημένα, αν και μπορούν να αυτοσχεδιαστούν και να ανανεωθούν.    

 

Αν προσπαθήσουμε να εξετάσουμε αναδρομικά το πρόβλημα της αυθόρμητης δημιουργίας ή γένεσης, στο χώρο και το χρόνο, τότε θα πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι προς τα πίσω, τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο, για να φτάσουμε στην πηγή κάποιας κατάστασης από την οποία εμφανίστηκε το Σύμπαν. Αυτή η διαδικασία, η οποία στη φυσική είναι παρόμοια με ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, δεν παραβιάζει απαραίτητα την αιτιότητα, αφού, κατά μία έννοια, βρισκόμαστε ήδη εδώ για να αποδείξουμε ότι το Σύμπαν δεν καταστράφηκε από τον παράδοξο βρόχο που καταφέραμε να εκτελέσουμε πίσω στο χρόνο. Μπορούμε ακόμα να ισχυριστούμε ότι ο Σκοπός στο Σύμπαν είναι από τη φύση του «αναίτιος,» και επιπλέον νοήμων, λόγω της στιγμιαίας σύνδεσής του με μια άπειρη αρχετυπική δομή που συνθέτει τον κόσμο όπως τον ξέρουμε. Έτσι, ο Σκοπός, ή η Αιτία, με τη μορφή μιας αυθόρμητης δράσης που διαδίδεται στο χώρο και το χρόνο για να εκδηλωθεί η δική τους φύση, μπορεί να οριστεί περισσότερο ως μια κατάσταση συγχρονισμού μεταξύ της αρχικής αιτίας και του τελικού αποτελέσματος, παρά ως μια διαδικασία στην οποία η επικοινωνία αιτίας- αποτελέσματος καθυστερεί από κάποιον παράγοντα διαφορετικό από το χρόνο που χρειάζεται για να πραγματοποιηθεί ολόκληρη αυτή η διαδικασία. 

 

Μια τέτοια πτυχή συγχρονισμού ή ταυτοχρονισμού μεταξύ της αιτίας και του αποτελέσματος σε ένα θεμελιώδες επίπεδο, μαζί με το αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το Σύμπαν δημιουργήθηκε αυθόρμητα, μας κάνει να πιστεύουμε ότι το Σύμπαν είναι μια πραγματική μηχανή του χρόνου τεράστιων διαστάσεων. Το σχήμα ενός άπειρου βρόχου είναι σε αυτή την περίπτωση κατάλληλο για να περιγράψει τον υπονοούμενο ταυτοχρονισμό. 




Όπως φαίνεται στο προηγούμενο διάγραμμα, αν το Οείναι η προέλευση της αρχικής συνθήκης (η αιτία), και το Αείναι το σημείο του εκδηλωμένου γεγονότος (το αποτέλεσμα), τότε η διαδρομή ΟΑαντιπροσωπεύει την οδό της συνήθους αιτιότητας (που περιορίζεται από την ταχύτητα του φωτός), ενώ η καμπύλη γραμμή ΒΑαντιπροσωπεύει την οδό της συγχρονικότητας (που σχετίζεται με κάποια άγνωστη ταχύτητα). Αν υποθέσουμε ότι δύο αντικείμενα (δύο ενέργειες) που ταξιδεύουν στις διαφορετικές διαδρομές ΟΑκαι ΒΑκαταλήξουν στο σημείο Αταυτόχρονα, τότε αυτό θα είναι μια συνθήκη συγχρονισμού.


Στη θεωρία της σχετικότητας, η διαστολή του χρόνου εμποδίζει ένα αντικείμενο να τρέξει γρηγορότερα από το φως, αλλά ίσως ταχύτητες μεγαλύτερες από το φως να ανακαλυφθούν στο μέλλον, έτσι ώστε ένα αντικείμενο που ταξιδεύει στο διάστημα μπορεί στην πραγματικότητα να τρέξει γρηγορότερα από το φως, αλλά να συμπέσει με ένα φωτόνιο, το οποίο το αντικείμενο εξέπεμψε νωρίτερα, στο τελικό σημείο προορισμού.[11]Αυτό θα μπορούσε να συμβεί φυσικά για το αντικείμενο που κινείται με σχετικιστική ταχύτητα λόγω της διαστολής του χρόνου. Με μια τέτοια έννοια, οι ενέργειες ή δράσεις μεταξύ της αιτίας και του αποτελέσματος θα συμπίπτουν πάντα, ακόμη και αν χρειαστεί κάποιος χρόνος για να υπάρξει η φυσική αντίληψη του γεγονότος.


Η έννοια του ταυτοχρονισμού

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή που προκύπτει ως συνέπεια της θεωρίας της σχετικότητας είναι ότι, ανεξάρτητα από το αν ο χρόνος είναι σχετικός για διαφορετικά πλαίσια αναφοράς, σε σχέση με το ίδιο το πλαίσιο αναφοράς του φωτός ο χρόνος είναι απόλυτος, επειδή από το πλαίσιο αναφοράς του φωτός όλα τα γεγονότα είναι ταυτόχρονα. Ένας τρόπος για να το δούμε αυτό, είναι ο εξής: Δεδομένου ότι ο παρατηρητής που κινείται (σε σχέση με κάποιο άλλο πλαίσιο αναφοράς σε ηρεμία) βιώνει το φαινόμενο της διαστολής του χρόνου, όσο πιο γρήγορα κινείται, τόσο πιο αργά θα περάσει ο χρόνος γι’ αυτόν, έτσι ώστε αν αυτός ο παρατηρητής φτάσει στην ταχύτητα του φωτός, τότε ο χρόνος θα μηδενιστεί σύμφωνα με τα ρολόγια του. Έτσι, στο όριο της ταχύτητας του φωτός, αυτός ο παρατηρητής θα καλύψει ακαριαία οποιαδήποτε απόσταση, και όλα τα γεγονότα θα είναι σύμφωνα με αυτόν ταυτόχρονα.  


Μια τέτοια πτυχή είναι ενδιαφέρουσα επειδή επικαλείται το πρόβλημα της Συνείδησης. Αν το φως είναι μέρος του αντιληπτικού πεδίου της Συνείδησης, έτσι ώστε κατά μία έννοια μοιάζει ή μπορεί να ταυτιστεί με ένα μέρος της δράσης της Συνείδησης στο Σύμπαν, τότε για τη Συνείδηση όλα τα γεγονότα θα είναι επίσης ταυτόχρονα. Αυτό είναι επιπλέον διευκρινιστικό, με την έννοια ότι το φως υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει τοπικές (αιτιακές) δράσεις (επομένως δράσεις που δεν είναι στιγμιαίες). Αλλά, όπως αποκαλύπτει η προηγούμενη υπόθεση, η «τοπικότητα» δεν αναφέρεται στο χρόνο που απαιτείται για να εδραιωθεί η σύνδεση μεταξύ δύο γεγονότων (η σύνδεση μεταξύ του γεγονότος και της Συνείδησης), αλλά στο χρόνο που θα περάσει μετά, μέχρι να γίνει αντιληπτό  το γεγονός, και να υπάρξει κάποια αντίδραση σε αυτό. Βλέπουμε λοιπόν ότι η Αιτία (αιτιότητα ή τοπικότητα) στο Σύμπαν δεν αποκλείει τον αυθορμητισμό και το συγχρονισμό. Αντίθετα, φαίνεται ότι η Αιτία απαιτεί και προϋποθέτει την νοήμονη σύμπτωση (την «ψυχική σύζευξη») μεταξύ αντίληψης και γεγονότων.


Ό,τι ισχύει για τη Συνείδηση γενικά, θα ισχύει και για το δικό μας νου ειδικότερα. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι έχουμε δύο παρατηρητές που κινούνται με κάποια ταχύτητα ο ένας σε σχέση με τον άλλο, ενώ τους παρατηρούμε από το πλαίσιο αναφοράς μας. Ποιο είναι όμως το δικό μας πλαίσιο αναφοράς; Στην πραγματικότητα, όταν μιλήσαμε προηγουμένως για την ταυτόχρονη πτυχή κάποιου που ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός σε σχέση με έναν ακίνητο παρατηρητή, θεωρήσαμε ότι και οι δύο αυτοί παρατηρητές αναφέρονταν ταυτόχρονα σε εμάς που είχαμε τη συνολική άποψη του προβλήματος, βρισκόμενοι σε ένα προτιμώμενο πλαίσιο αναφοράς (επομένως κατά κάποιο τρόπο απόλυτο), από το οποίο θα μπορούσαν να θεωρηθούν και να συντονιστούν οι σχετικές κινήσεις των δύο παρατηρητών. Έτσι, ενώ οι δύο παρατηρητές μπορεί να μην έχουν άμεση γνώση των σχετικών θέσεών τους, και μπορεί να μην έχουν καμία απολύτως επικοινωνία μεταξύ τους, εμείς (ως ο τρίτος, «αντικειμενικός,» παρατηρητής), από το δικό μας πλαίσιο αναφοράς, έχουμε ταυτόχρονη γνώση τού πού βρίσκονται. Με αυτή την έννοια, οι δύο παρατηρητές, αν και μπορεί να μην είναι σε θέση να επικοινωνήσουν τοπικά, συνδέονται στιγμιαία μεταξύ τους από εμάς, και από τη δική μας αντίληψη γι’ αυτούς.


Μια άλλη ακόμη πιο ενδιαφέρουσα πτυχή που πρέπει να σημειωθεί είναι η ομοιότητα μεταξύ ενός κώνου φωτός και της συνείδησης. Η έννοια ενός κώνου φωτός στη φυσική εξηγείται από τη Βικιπαίδεια ως εξής:


Ένας κώνος φωτός σε δυο διαστάσεις χώρου, συν μια διάσταση χρόνου


Στην ειδική και γενική σχετικότητα, ένας κώνος φωτός είναι η διαδρομή που μια λάμψη φωτός, το οποίο προέρχεται από ένα μόνο γεγονός (εντοπισμένο σε ένα μόνο σημείο στο χώρο και μια μοναδική στιγμή στο χρόνο), και ταξιδεύει προς όλες τις κατευθύνσεις, θα έπαιρνε μέσα στο χωροχρόνο. Αν κάποιος φανταστεί το φως περιορισμένο σε ένα δισδιάστατο επίπεδο, το φως από μια λάμψη απλώνεται σε έναν κύκλο μετά από ένα γεγονός, και αν σχεδιάσουμε τον κύκλο που απλώνεται με τον κατακόρυφο άξονα του γραφήματος να αντιπροσωπεύει το χρόνο, το αποτέλεσμα είναι ένας κώνος, γνωστός ως μελλοντικός κώνος φωτός.


Επειδή τα σήματα και άλλες αιτιακές επιδράσεις δεν μπορούν να ταξιδέψουν γρηγορότερα από το φως, ο κώνος φωτός παίζει ουσιαστικό ρόλο στον ορισμό της έννοιας της αιτιότητας: για ένα δεδομένο γεγονός Ε, το σύνολο των γεγονότων που βρίσκονται πάνω ή μέσα στον παρελθοντικό κώνο φωτός του Εθα είναι επίσης το σύνολο όλων των γεγονότων που θα μπορούσαν να στείλουν ένα σήμα που θα είχε επαρκή χρόνο να φτάσει στο Ε, και έτσι να το επηρεάσει με κάποιο τρόπο. Ομοίως, το σύνολο των γεγονότων που βρίσκονται πάνω ή μέσα στον μελλοντικό κώνο φωτός του Εθα είναι επίσης το σύνολο των γεγονότων που θα μπορούσαν να λάβουν ένα σήμα που αποστέλλεται από τη θέση και το χρόνο του Ε, έτσι ώστε ο μελλοντικός κώνος φωτός να περιέχει όλα τα γεγονότα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να επηρεαστούν αιτιακά από το Ε. Γεγονότα που δεν βρίσκονται ούτε στον παρελθοντικό ούτε στον μελλοντικό κώνο φωτός του Εδεν μπορούν να επηρεάσουν ή να επηρεαστούν από το Εστη σχετικότητα.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Light_cone]


Αν το φως δεν είναι τίποτα άλλο από την εκδηλωμένη δράση της Συνείδησης στο Σύμπαν, τότε τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μέσα στον κώνο φωτός θα αντιπροσωπεύουν όλες τις ενέργειες που θα εκδηλωθούν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, σε σχέση με τα περιεχόμενα, σχετιζόμενα με αυτές τις ενέργειες, που βρίσκονται «αλλού» (έξω από τον κώνο φωτός). Με μια τέτοια έννοια, ο κώνος φωτός γίνεται η περιοχή του συνειδητού νου μας, ενώ ό,τι βρίσκεται «αλλού» θα βρίσκεται στη περιοχή του ασυνείδητου. Αλλά το θέμα είναι ότι τα γεγονότα τόσο μέσα όσο κι έξω από τον κώνο φωτός δεν είναι άσχετα μεταξύ τους, αλλά συνδέονται με τέτοιο τρόπο ώστε οι ασυνείδητες ενέργειες που λαμβάνουν χώρα «αλλού» να πυροδοτούν τις εκδηλωμένες εμπειρίες που συμβαίνουν στο παρόν. Μια τέτοια αντιστοιχία δεν μπορεί να υπονοηθεί ή να αποκαλυφθεί αν δεν φανταστούμε και αν δεν αναζητήσουμε την αναπόφευκτη σχέση μεταξύ των φαινομένων και της αντίληψης, η οποία είναι επίσης ένα φαινόμενο. 


Η άποψη ότι τα πράγματα στο Σύμπαν μπορεί να υπάρχουν σε μια εν δυνάμει κατάσταση πριν κοινοποιηθεί η αιτιότητα, με κάνει να πιστεύω ότι ζούμε σε ένα επεκταμένο παρόν.[12]Δεν είναι μόνο η μάζα, για παράδειγμα, που αποδίδεται στα αντικείμενα μετά την καθιέρωση μιας αιτιώδους σχέσης (στην περίπτωση αυτή με τη διαμεσολάβηση του πεδίου Χιγκς), αλλά και η θέση και ο χρόνος μπορούν να αποδοθούν στα πράγματα με τη μορφή μιας αιτιώδους διάταξης των ίδιων πραγμάτων. Αλλά η «κυματοσυνάρτηση» όλων των αντικειμένων μπορεί να υποτεθεί ότι υπήρχε ταυτόχρονα «σε όλο το χώρο,» και «ανά πάσα στιγμή.» Επομένως, όλα τα γεγονότα στο Σύμπαν μπορούν να θεωρηθούν «σαν-μελλοντικά» και «σαν-παρελθοντικά,» πριν τους αποδοθεί αιτιακά οποιοδήποτε «ποσό» χρόνου ή χώρου. Δεδομένου ότι το όριο που μπορεί να φτάσει το φως μπορεί παράλληλα να θεωρηθεί το όριο που μπορεί να φτάσει το δικό μας «φως» της συνείδησης στο «αλλού» του ασυνείδητου, μπορούμε να έρθουμε πιο κοντά στο βαθύτερο νόημα της αιτιότητας: όλα τα γεγονότα στο Σύμπαν δεν μπορούν να βρίσκονται πιο μακριά στο χώρο και το χρόνο από τη δική μας αντίληψη για τα ίδια γεγονότα. Έτσι, μια περιοχή «αλλού» στο χωροχρόνο δεν έχει κανένα νόημα προτού ορίσουμε έναν «κώνο φωτός» για τα γεγονότα, επομένως πριν να έχουμε διευθετήσει τα παρατηρούμενα γεγονότα σε κάποια χωρική και χρονική σειρά, σύμφωνα με τη δική μας παρατήρηση και αντίληψη.


Αλλά ενώ όλα τα γεγονότα που μπορεί να λάβουν χώρα μέσα στη δική μας διευρυμένη σφαίρα της συνείδησης υπάρχουν ως εικόνες ή συνθήκες, δεν φαίνεται να μπερδεύουμε ποτέ μια συγκεκριμένη εκδηλωμένη «μνήμη» του παρελθόντος μας με μια αντίστοιχη «ελπίδα» για το μέλλον μας. Αν υποθέσουμε ότι όλες οι επιθυμίες μας είναι προσωποποιημένες πτυχές αρχετυπικών ενεργειών που λαμβάνουν χώρα στο Σύμπαν σε μεγάλη κλίμακα, τότε οι αναμνήσεις μας θα είναι επίσης τα εκδηλωμένα αποτελέσματα των ίδιων παγκόσμιων ενεργειών σε προσωπικό επίπεδο. Το γεγονός ότι οι δικές μας αναμνήσεις δεν «μπερδεύονται» με εκείνες ενός άλλου ατόμου μπορεί να μην είναι τόσο αυτονόητο όσο φαίνεται, και μερικές φορές οι δικές μας σκέψεις γενικά μπορεί να παρεμβαίνουν σε εκείνες άλλων ανθρώπων, με παρόμοιο τρόπο που παράγονται μοτίβα παρεμβολής στη θεωρία κυμάτων και στην ολογραφία. Ο υπαινιγμός είναι ότι ποτέ δεν γνωρίζουμε για τα συλλογικά πρότυπα που παρεμβαίνουν στην προσωπικότητά μας, πριν αυτά εκφραστούν μέσα στις δικές μας σκέψεις. Γι’ αυτό άλλωστε θεωρούμε πάντα τις αναμνήσεις μας, τις επιθυμίες μας, και όλο το σύνολο των πτυχών που αποτελούν τον εαυτό μας, ως δεδομένα.


Ίσως, ενώ οι συνθήκες είναι καθολικές, οι εκδηλώσεις τους είναι μοναδικές. Ωστόσο, το πώς το Σύμπαν διατηρεί την ίδια σειρά γεγονότων, έτσι ώστε ποτέ να μην γινόμαστε νεότεροι, ή τα ποτάμια να μην ρέουν ποτέ προς τα πάνω, αναφέρεται σε έναν μηχανισμό του οποίου οι ακριβείς διαδικασίες παραμένουν ένα μυστήριο. Η εντροπία μπορεί να εξηγήσει το πρόβλημα από την άποψη ενός φυσικού. Αλλά η απώλεια της οργάνωσης (που είναι η εντροπία) θα πρέπει να οδηγεί σε λάθη που το Σύμπαν θα πρέπει να διορθώνει όλο και πιο συχνά. Είναι επίσης πιθανό ότι η εντροπία, αν θέλουμε να διατηρήσουμε τον όρο, δεν αναφέρεται στην απώλεια οργάνωσης ή πληροφορίας, αλλά σε λανθασμένη τοποθέτηση πληροφορίας κατά τον ανασυνδυασμό της. Επομένως, μια πτυχή που μπορεί να είναι ευθέως αντίθετη με την εντροπία είναι η νοημοσύνη, ως ιδιότητα της απόδοσης χώρου και χρόνου στα πράγματα, και της αναδιοργάνωσης. Έτσι, η Συνείδηση σε παγκόσμια κλίμακα μπορεί να αναγνωριστεί ως ο παράγοντας που αποφασίζει τον τόπο και τον χρόνο που ταιριάζουν σε κάθε γεγονός, με την ίδια έννοια που εμείς ασχολούμαστε με κάποιο γεγονός που ταιριάζει στις δικές μας αναμνήσεις ή επιθυμίες. Αλλά ενώ σύμφωνα με την τυπική αιτιότητα ένα γεγονός αντιμετωπίζεται ως διαχωρισμένο στο χώρο και στο χρόνο από τη δική μας αντίληψη, σύμφωνα με μια διευρυμένη έννοια της αιτιότητας το ίδιο γεγονός λαμβάνει κάποιο τόπο και χρόνο μόλις γίνει αντιληπτό, στο «εδώ και τώρα,» παρότι που όλες οι εκτιμήσεις σχετικά με το γεγονός είναι αναδρομικές. Έτσι, ενώ η Αιτία μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια αυθόρμητη δράση που λαμβάνει χώρα στο Σύμπαν, και η οποία κατευθύνεται από τις αρχετυπικές συνθήκες προς τα εκδηλωμένα γεγονότα, ο ταυτοχρονισμός ή ταυτοχρονικότητα αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία η Συνείδηση οργανώνει τον τόπο και τον χρόνο των γεγονότων, και επίσης εξετάζει το σκοπό των ενεργειών.


Η ολογραφική αρχή



Αυτό είναι ένα άρθρο σε σχέση με την προηγούμενη εικόνα:


«Αξίζει αυτή η εικόνα όσο χίλιες λέξεις; Σύμφωνα με την ολογραφική αρχή, οι περισσότερες πληροφορίες που μπορούμε να πάρουμε από αυτήν την εικόνα είναι περίπου 3x1065μπιτ για μια οθόνη υπολογιστή κανονικού μεγέθους. Η ολογραφική αρχή, ακόμη αναπόδεικτη, δηλώνει ότι υπάρχει μια μέγιστη ποσότητα περιεχομένου πληροφοριών που κατέχουν οι περιοχές που γειτνιάζουν με οποιαδήποτε επιφάνεια. Επομένως, αντίθετα με τη διαίσθηση, το περιεχόμενο πληροφοριών μέσα σε ένα δωμάτιο δεν εξαρτάται από τον όγκο του δωματίου, αλλά από την περιοχή των τοίχων οριοθέτησης. Η αρχή προέρχεται από την ιδέα ότι το μήκος Πλανκ, η κλίμακα μήκους όπου η κβαντική μηχανική αρχίζει να κυριαρχεί στην κλασική βαρύτητα, είναι η μία πλευρά μιας περιοχής που μπορεί να περιέχει μόνο περίπου ένα μπιτ πληροφοριών. Το όριο τέθηκε για πρώτη φορά από τον φυσικό Γκέραρντ 'τ Χουφτ. Μπορεί να προκύψει από γενικεύσεις από φαινομενικά ακραίες εικασίες ότι οι πληροφορίες που κατέχει μια μαύρη τρύπα καθορίζονται όχι από τον κλειστό όγκο της, αλλά από την επιφάνεια του ορίζοντα γεγονότων της. Ο όρος «ολογραφική» προκύπτει από την αναλογία του ολογράμματος, όπου οι τρισδιάστατες εικόνες δημιουργούνται με την προβολή φωτός μέσω επίπεδης οθόνης. Ωστόσο, κάποιοι που κοιτάζουν την παραπάνω εικόνα μπορεί να μην ισχυριστούν ότι βλέπουν 3x1065μπιτ πληροφορίας- μπορεί να ισχυριστούν ότι βλέπουν μια κούπα τσαγιού!

[http://apod.nasa.gov/apod/ap090913.html]


Η προηγούμενη εικόνα πράγματι απεικονίζει (τουλάχιστον έτσι υποτίθεται) μια κούπα τσαγιού. Εάν υπάρχει ένα θεμελιώδες μήκος στη φύση, τουλάχιστον σε κβαντικό επίπεδο, και κάθε τέτοιο μήκος στο τετράγωνο περιέχει ένα μπιτ (ή κιούμπιτ) πληροφορίας, τότε οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να αναπαρασταθεί από την ποσότητα των μπιτ που περιέχει. Ενώ δύο αντικείμενα μπορεί να έχουν ακριβώς τον ίδιο αριθμό μπιτ, υποθέτω ότι ο συνδυασμός τέτοιων μπιτ κάνει το αντικείμενο μοναδικό. Εάν τα μπιτ είναι δυαδικά, 0 και 1, ένας μοναδικός δυαδικός συνδυασμός τους θα είναι το αντικείμενο. Η πληροφορία μετρείται σε μπιτ, και σχετίζεται επίσης με την ενέργεια και τη μάζα μέσω της έννοιας της εντροπίας. Έτσι, το ενεργειακό περιεχόμενο ενός αντικειμένου δεν είναι τίποτα άλλο από τις πληροφορίες που περιέχει, και αυτές οι πληροφορίες χαρακτηρίζουν την ταυτότητα του αντικειμένου. 


Η ιδέα ότι ολόκληρο το Σύμπαν μπορεί να είναι ένα ολόγραμμα προτάθηκε από τον Ντέιβιντ Μπομ, στο βιβλίο του, Ολότητα και η ελλοχεύουσα τάξη. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο βιβλίο του: 


«Υπάρχει το σπέρμα μιας νέας έννοιας της τάξης εδώ. Αυτή η τάξη δεν πρέπει να νοείται μόνο με όρους κανονικής διάταξης αντικειμένων ή γεγονότων. Αντίθετα, μια συνολική τάξη περιέχεται, με κάποια σιωπηρή έννοια, σε κάθε περιοχή του χώρου και του χρόνου. Διερωτάται επίσης ο ίδιος αν «ο φυσικός νόμος θα πρέπει να αναφέρεται πρωτίστως σε μια τάξη αδιαίρετης ολότητας, σύμφωνα μ’ ένα πλαίσιο περιγραφής παρόμοιο με αυτό που υποδεικνύεται από ένα ολόγραμμα, και όχι σε μια σειρά ανάλυσης αυτού του περιεχομένου σε ξεχωριστά μέρη.»


Ακολουθεί άλλο ένα παράδειγμα από το βιβλίο του Μπομ, όπως περιγράφεται με δικά του λόγια:

 

 

«Ένα πιο εντυπωσιακό παράδειγμα ελλοχεύουσας τάξης μπορεί να αποδειχθεί στο εργαστήριο, με ένα διαφανές δοχείο γεμάτο από ένα πολύ παχύρρευστο υγρό, και εξοπλισμένο με έναν μηχανικό αναδευτήρα, που μπορεί να ανακατεύσει το υγρό πολύ αργά. Εάν τοποθετηθεί ένα αδιάλυτο σταγονίδιο μελάνης στο υγρό, και η συσκευή ανάδευσης τεθεί σε κίνηση, η σταγόνα μελάνης μετατρέπεται σταδιακά σε μια σπειροειδή γραμμή που εκτείνεται σε ολόκληρο το υγρό. Τώρα το υγρό φαίνεται να κατανέμεται λίγο πολύ «τυχαία,» έχοντας μια απόχρωση του γκρι. Αλλά αν η μηχανική συσκευή ανάδευσης στραφεί τώρα προς την αντίθετη κατεύθυνση, ο μετασχηματισμός αντιστρέφεται, και το σταγονίδιο της μελάνης εμφανίζεται ξαφνικά, ανασυνταγμένο.


Παρότι το μελάνι διανεμήθηκε με τυχαίο τρόπο, είχε ωστόσο κάποιο είδος τάξης που είναι διαφορετικό, για παράδειγμα, από εκείνο που προκύπτει από ένα άλλο σταγονίδιο αρχικά τοποθετημένο σε διαφορετική θέση. Αλλά αυτή η τάξη αναδιπλώνεται, ή γίνεται ελλοχεύουσα, στην «γκρίζα μάζα» που είναι ορατή στο υγρό. Πράγματι, θα μπορούσε κανείς έτσι να «τυλίξει» μια ολόκληρη εικόνα. Διαφορετικές εικόνες θα φαίνονταν δυσδιάκριτες, και όμως θα είχαν διαφορετικές ελλοχεύουσες τάξεις, ενώ οι διαφορές θα αποκαλυπτόταν όταν θα γίνονταν φανερές, καθώς η συσκευή ανάδευσης θα στρεφόταν προς την αντίστροφη κατεύθυνση...


Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι αφού «αναδιπλώσουμε» έτσι ένα μεγάλο αριθμό σταγονιδίων, στρέφουμε τη συσκευή ανάδευσης σε αντίστροφη κατεύθυνση, αλλά τόσο γρήγορα ώστε τα μεμονωμένα σταγονίδια να μην ξεχωρίζουν μεταξύ τους στην αντίληψη. Τότε θα δούμε αυτό που φαίνεται να είναι ένα «στερεό» αντικείμενο (π.χ. ένα σωματίδιο) που κινείται συνεχώς μέσα στο χώρο. Αυτή η μορφή ενός κινούμενου αντικειμένου εμφανίζεται στην άμεση αντίληψη κυρίως επειδή το μάτι δεν είναι ευαίσθητο σε συγκεντρώσεις μελάνης κάτω από ένα ορισμένο ελάχιστο όριο, έτσι ώστε κάποιος δεν μπορεί να δει άμεσα την «πλήρη κίνηση» της μελάνης. Αντίθετα, μια τέτοια αντίληψη αναδεικνύει μια συγκεκριμένη πτυχή. Δηλαδή, κάνει αυτή την πτυχή να ξεχωρίζει «ανάγλυφα,» ενώ το υπόλοιπο υγρό μοιάζει μ’ ένα «γκρίζο φόντο,» μέσα στο οποίο φαίνεται να κινείται το σχετικό «αντικείμενο.»»


Αναφέραμε νωρίτερα το σύμβολο ή αρχέτυπο του ψαριού, σύμφωνα με την αφήγηση του Γιουνγκ. Εδώ το «ψάρι» αντιπροσωπεύεται από ένα μοτίβο παρεμβολής κυμάτων (προηγούμενη εικόνα), σύμφωνα με την περιγραφή του Μπομ. Έτσι τίθεται το ερώτημα, «τι είναι ένα ψάρι;» ή «πού βρίσκεται το ψάρι;» Η απάντηση μπορεί να φαίνεται μη διαισθητική, αλλά η εξήγηση μπορεί να βασίζεται στη λειτουργία του εγκεφάλου μας όπως την αντιλαμβάνεται η δική μας σκέψη. Εάν το «ψάρι» εμφανίζεται ως ένας συγκεκριμένος συνδυασμός μοτίβων παρεμβολής, αυτά τα μοτίβα παράγονται πιθανώς από τις δονήσεις των αρχετύπων. Κάθε αρχέτυπο αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη δράση, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή από τις αισθήσεις με αντίστοιχο σχήμα, και μπορεί επίσης να συνδεθεί με μια πτυχή της συναισθηματικής μας σφαίρας. Έτσι, κάθε «ψάρι» θα αντιπροσωπεύει τόσο ένα συγκεκριμένο σχήμα, που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις ως φυσικό, όσο και ένα περιεχόμενο, που γίνεται αισθητό από την ψυχή μας ως συναίσθημα. Στην πραγματικότητα, κάθε φυσικό αντικείμενο προκαλεί ταυτόχρονα μια συναισθηματική αντίδραση. Αλλά μια τέτοια σύμπτωση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν γνωρίζουμε ότι ο φυσικός και ο συναισθηματικός (άρα ψυχικός) κόσμος είναι οι δύο όψεις της ίδιας βασικής αρχής, των αρχετύπων. Αν συνηθίσουμε σε μια τέτοια ιδέα, τότε προφανώς η νοοτροπία μας ως είδος θα αλλάξει εντυπωσιακά, ενώ οποιαδήποτε μαθηματική περιγραφή του ενοποιημένου φαινομένου θα ακολουθήσει ως φυσική συνέπεια.  


Αυτός είναι ένας σύντομος και συνεκτικός ορισμός της ολογραφικής αρχής:


Η ολογραφική αρχή είναι η μαθηματική αρχή ότι οι συνολικές πληροφορίες που περιέχονται σε έναν όγκο χώρου αντιστοιχούν σε ίση ποσότητα πληροφοριών που περιέχονται στο όριο αυτού του χώρου. Αυτή η εξάρτηση των πληροφοριών από την επιφάνεια (που οριοθετεί έναν όγκο), παρά από τον όγκο, είναι μία από τις βασικές αρχές της θερμοδυναμικής των μαύρων τρυπών.

[http://physics.about.com/od/physicsetoh/g/holoprinciple.htm]


Όπως το θέτει ο Μπράιαν Γκριν στο βιβλίο του The hidden reality:


«Η ολογραφική αρχή οραματίζεται ότι όλα όσα βιώνουμε μπορούν να περιγραφούν πλήρως και ισοδύναμα ως τα πήγαινε- έλα που λαμβάνουν χώρα σε κάποια ανεπαίσθητη και απομακρυσμένη τοποθεσία. Λέει ότι αν μπορούσαμε να κατανοήσουμε τους νόμους που διέπουν τη φυσική σε αυτή τη μακρινή επιφάνεια, και τον τρόπο με τον οποίο τα φαινόμενα εκεί συνδέονται με την εμπειρία εδώ, θα συλλαμβάναμε όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για την πραγματικότητα.

[https://yetemonamonew.files.wordpress.com/2012/11/the-hidden-reality2.pdf]


Σε προσωπικό επίπεδο, μπορούμε να πούμε ότι η επιφάνεια αυτή αντιπροσωπεύει το όριο της ανθρώπινης ψυχής, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα μπορεί να ταυτιστεί με τον κοσμολογικό ορίζοντα γεγονότων. Με μια γενικότερη έννοια, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ολόκληρο το Σύμπαν είναι γεμάτο με τις ενέργειες των αρχετύπων, και ότι αυτές οι ενέργειες παρεμβάλλονται με τη μορφή κυματικών μοτίβων. Τα σημεία ή οι κόμβοι παρεμβολής είναι οι τόποι όπου εκδηλώνονται τα φυσικά αντικείμενα, ενώ τα αντικείμενα αυτομάτως ενσωματώνονται με τις αισθήσεις. Μπορούμε να πούμε ότι οι αισθήσεις ταυτίζονται με τις δονήσεις των αρχετύπων, που παράγουν τόσο το σχήμα (φυσική αντίληψη) όσο και το περιεχόμενο, ή «χρώμα» (ψυχική αντίληψη, ή συναίσθημα). Με αυτόν τον τρόπο, η πνευματικότητα και η νοημοσύνη δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως διαχωρισμένες είτε από το φυσικό αντικείμενο είτε από τη συναισθηματική πτυχή. Ας θυμηθούμε ότι ένα «ψάρι» (ή οποιοδήποτε άλλο «αντικείμενο») μπορεί να μην υπάρχει αν δεν βιώνεται ταυτόχρονα. Έτσι, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε, το «ψάρι» υπήρχε πάντα ως ένα ψυχικό περιεχόμενο, και «ντύθηκε» με κάποιο απτό σχήμα για να γίνει αντιληπτό.


Επομένως, αν θεωρήσουμε την πραγματικότητα και ολόκληρο το Σύμπαν ως ένα γιγαντιαίο ολόγραμμα, ενώ κάθε σημείο αυτού του ολογράμματος μπορεί να περιέχει τις πληροφορίες για το σύνολο του Σύμπαντος, μπορεί επίσης, πιο ειδικά, να εκφράζει μια συγκεκριμένη διάταξη όλων των πιθανών συνδυασμών, αντικειμενοποιημένων ή προσωποποιημένων ως κάποιο αντικείμενο ή μορφή ζωής. Ενώ κάθε μεμονωμένο αντικείμενο μπορεί να είναι ένα μικροσκοπικό Σύμπαν από μόνο του, στα όρια της δικής του «σφαίρας επιρροής,» όπου βρίσκεται ο ορίζοντας γεγονότων του αντικειμένου, το αντικείμενο έρχεται σε επαφή με οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στο Σύμπαν, μέσω του κυματοπακέτου πληροφοριών που συναντά τον ορίζοντα γεγονότων του αντικειμένου. Εάν ένα τέτοιο αντικείμενο είναι μια ζωντανή οντότητα, τότε ο ορίζοντας γεγονότων είναι το όριο της ψυχής της οντότητας, και αυτή είναι η περιοχή όπου τα προσωπικά ψυχικά περιεχόμενα αλληλεπιδρούν με οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο στο περιβάλλον που βρίσκεται η οντότητα. Κατά συνέπεια, ενώ η δική μας ψυχή αντανακλά στον ορίζοντα γεγονότων της όλες τις πληροφορίες που φέρουμε ως μεμονωμένα έμβια όντα, ταυτόχρονα απορροφά όλες τις πληροφορίες που φτάνουν σε εμάς είτε από το άμεσο περιβάλλον είτε από τα άκρα του Σύμπαντος. Αυτό που πραγματικά είμαστε είναι τελικά μια περίληψη των προσωπικών μας χαρακτηριστικών, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις των ενεργειών που λαμβάνουν χώρα σε όλο το Σύμπαν.

 

Η ανθρώπινη κατάσταση

Διερευνήσαμε προηγουμένως την ανθρώπινη προοπτική της ανθρωπικής αρχής, ότι κάθε νοήμον ον στο Σύμπαν θα είναι περισσότερο ή λιγότερο ανθρωποειδές, έχοντας κεφάλι, πόδια και χέρια, μάτια και αυτιά, κάποιες δεξιότητες επικοινωνίας, κ.λπ. Ακόμα κι αν τέτοια χαρακτηριστικά είναι κοινά σε πολλά διαφορετικά είδη ζώων, θα υπάρχουν ορισμένες πτυχές παγκοσμίως αναγνωρίσιμες ως ανθρώπινες. Για παράδειγμα, μέχρι το 16ο στάδιο (37-42 ημέρες), το ανθρώπινο έμβρυο φαίνεται να έχει ουρά αντί για πόδια. Ενώ η αιτία που μετατρέπει το έμβρυο από «έμβρυο σαλαμάνδρας» σε ανθρώπινο έμβρυο είναι αξιοσημείωτη από μόνη της, δεν πρέπει να περιμένουμε ότι το ανθρώπινο έμβρυο θα φτάσει σε μια ανθρώπινη κατάσταση χωρίς τη δίποδη προσαρμογή. Κάνοντας παρόμοιες υποθέσεις για άλλα χαρακτηριστικά, μπορούμε τελικά να καταλήξουμε σε ένα ανθρώπινο ον αντί για ένα «ερπετό,» ή ένα «υδρόβιο θηλαστικό.» Έτσι, η τελική μορφή ενός νοήμονος όντος οπουδήποτε στο Σύμπαν θα είναι παρόμοια με εκείνη ενός ανθρώπινου όντος, ανεξάρτητα από τα ενδιάμεσα εξελικτικά στάδια.


Έχουμε επίσης αναφέρει άλλες δυνατότητες για το «σχήμα» της νοήμονης ζωής, ή, γενικά, της νοήμονης ύπαρξης στο Σύμπαν, όπως αυτή των ενεργειακών σφαιρών. Ακόμα κι αν φανταστούμε το πιο αφηρημένο σχήμα που μπορεί ενδεχομένως να πάρει η νοημοσύνη, οποιαδήποτε νοήμονη μορφή ζωής δεν θα είναι «Άμορφη.» Αν προσπαθήσουμε να φανταστούμε τη δομή μιας τέτοιας μορφής ζωής βασισμένοι στην έκφραση αρχέτυπων αντί γονιδίων, τότε τα διάφορα μέρη που θα την αποτελούν θα ταυτίζονται με τις λειτουργίες των αρχετύπων που εκφράζουν τα αντίστοιχα μέρη. Έτσι, τα «χέρια,» τα «πόδια,» τα «μάτια,» ή ο «εγκέφαλος» μπορούν να θεωρηθούν ως ιδιότητες μιας ζωντανής οντότητας τόσο αφηρημένες ή συγκεκριμένες όσο οι ιδέες ή οι λειτουργίες που εκφράζουν. Ακόμη και τα ίδια μας τα γονίδια ή οι νευρώνες θα μπορούσαν να είναι οι αντιληπτές εκδηλώσεις καθαρά ενεργειακών διαδικασιών, των αρχετυπικών ενεργειών, οι οποίες συνθέτουν το σώμα και τη σκέψη μας.


Σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη κατάσταση, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, αυτή περιλαμβάνει όλες τις πτυχές που καθορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Η έννοια σχετίζεται επίσης με εκείνη της αυτοεπίγνωσης, δηλαδή την ικανότητα των ανθρώπων να ασκούν ενδοσκόπηση, και την προθυμία να μάθουν περισσότερα για τη θεμελιώδη φύση, τον σκοπό και την ουσία τους.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Human_condition]

[https://en.wikipedia.org/wiki/Human_self-reflection]


Η ανθρώπινη κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ως η γενίκευση της ανθρωπικής αρχής, συμπεριλαμβάνοντας όχι μόνο το συντονισμό της βιολογικής ζωής με τις φυσικές σταθερές, αλλά και της σύμπτωσης μεταξύ της ανθρώπινης νοημοσύνης και των σκοπών της φύσης. Δεν είναι μόνο η μηχανική διαδικασία του να «βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση των άλλων·» πιο ουσιαστικά, έχει να κάνει με την επίγνωση της θέσης μας στο Σύμπαν και, ταυτόχρονα, με την συναίσθηση της δικής μας παρουσίας. Αυτή η διαδικασία είναι παρόμοια με έναν αυτοαναφορικό μηχανισμό κατά τη διάρκεια του οποίου συγκεντρώνεται γνώση για την ίδια τη διαδικασία σε κάθε διαδοχική επανάληψη του βρόχου. Το να βρούμε τη θέση μας στον κόσμο και να συνειδητοποιήσουμε τον εαυτό μας μπορεί να φαίνεται αδύνατο, επειδή θα πρέπει επανειλημμένα να «στριφογυρίζουμε» σε μια σπειροειδή τροχιά μέχρι να φτάσουμε σε ένα σημείο άπειρης πυκνότητας στο κέντρο, μετατρέποντας έτσι τον εαυτό μας σε μια μοναδικότητα. Αλλά ίσως αυτό είναι που πραγματικά είμαστε: αδύνατα αντικείμενα με τη μορφή μιας «ψυχικής μοναδικότητας,» ακτινοβολώντας προς τα έξω τη δική μας εικόνα, η οποία, αναδρομικά, ή ενδοσκοπικά, επιστρέφει σε μας με τη μορφή πραγματικής εμπειρίας.


[http://www.users.globalnet.co.uk/~loxias/plato/caveframes.htm]


Η έννοια της ανθρώπινης κατάστασης θυμίζει την «Αλληγορία του Σπηλαίου» του Πλάτωνα. Όπως αφηγείται η Βικιπαίδεια, ο Πλάτωνας βάζει τον Σωκράτη να περιγράψει μια ομάδα φυλακισμένων που έχουν ζήσει αλυσοδεμένοι στον τοίχο μιας σπηλιάς όλη τους τη ζωή, κοιτάζοντας έναν κενό τοίχο. Οι άνθρωποι αυτοί παρακολουθούν σκιές που προβάλλονται στον τοίχο από πράγματα που περνούν μπροστά από μια φωτιά πίσω τους, και αρχίζουν να δίνουν ονόματα σε αυτές τις σκιές. Αυτές οι σκιές είναι ό,τι καλύτερο οι φυλακισμένοι γνωρίζουν για την πραγματικότητα. Στη συνέχεια, ο Σωκράτης εξηγεί πως ένας φιλόσοφος είναι κι αυτός σαν φυλακισμένος, που απελευθερώνεται από τη σπηλιά, και καταλαβαίνει ότι οι σκιές στον τοίχο δεν αποτελούν καθόλου την πραγματικότητα, καθώς πλέον μπορεί να αντιληφθεί την αληθινή όψη της πραγματικότητας, και όχι τις σκιές που βλέπουν οι φυλακισμένοι.


Η αλληγορία μπορεί να σχετίζεται με τη θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία οι Ιδέες (ή Αρχέτυπα), και όχι ο υλικός κόσμος των φαινομένων, που μας είναι γνωστός μέσω των αισθήσεων, κατέχουν το υψηλότερο και πιο θεμελιώδες είδος πραγματικότητας. Μόνο η γνώση των Ιδεών αποτελεί πραγματική γνώση. Στον ίδιο διάλογο, ο Σωκράτης πληροφορεί τους υπόλοιπους ότι οι άριστοι πρέπει να μάθουν τη μεγαλύτερη από όλες τις σπουδές, που είναι να κατέχουν το Αγαθό. Εκείνοι που έχουν ανέλθει σε αυτό το υψηλότερο επίπεδο, ωστόσο, δεν πρέπει να παραμείνουν εκεί, αλλά πρέπει να επιστρέψουν στο σπήλαιο και να κατοικήσουν με τους φυλακισμένους, συμμετέχοντας στους κόπους και στις τιμές τους.

[http://en.wikipedia.org/wiki/Allegory_of_the_Cave]


Ίσως αυτός είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους για να περιγράψουμε την Ενότητα της Μορφής- ότι αυτό που σκεφτόμαστε για τον κόσμο και αυτό που πραγματικά είναι ο κόσμος μπορεί να είναι ένα και το αυτό. Αυτός είναι ο απώτερος στόχος όταν έχουμε συλλάβει το νόημα της ανθρώπινης κατάστασης. Αλλά μια τέτοια Ενότητα, αν και προϋπάρχει στον καθένα μας, δεν είναι αυτονόητη αν δεν είμαστε σε θέση να περιγράψουμε την «Αλληγορία» του νοήματός της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Πλάτωνας τόνισε τη σημασία της εκπαίδευσης- αυτή να μη βασίζεται μόνο στην ενστικτώδη διαίσθηση, αλλά και να είναι σε θέση να εκφράζει και να δικαιολογεί τη γνώση, και να μπορεί να αναγνωρίσει τις συνέπειες και τη σημασία της επίγνωσης. Για τον Πλάτωνα αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την αναγνώριση του αληθινού αντικειμένου, πίσω από τις σκιές, δηλαδή της Ιδέας, ή Μορφής. Έτσι, η Μορφή γίνεται όχι απλώς ένα φανταστικό σύμβολο, με το οποίο μπορούμε να παίζουμε στον ελεύθερο χρόνο μας μόνο για διασκέδαση, αλλά μια εξατομικευμένη και αντικειμενική, θεμελιώδης και καθολική, οντότητα, η οποία περιλαμβάνει την ίδια μας την ύπαρξη, και εκφράζει την «παγκόσμια κατάσταση.»     

 

Το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης

Εδώ θα ασχοληθούμε με τα ακόλουθα προβλήματα:

 

Τι είναι η συνείδηση;

Πώς αυτή προκύπτει;

Γιατί η συνείδηση είναι σημαντική;

Τι είναι η ελεύθερη βούληση;


και θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες απαντήσεις των οποίων τις συνέπειες θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε.


Έχουμε ήδη μιλήσει για τη «σύζευξη,» ή νοήμονη σύμπτωση, μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρούμενου αντικειμένου, έτσι ώστε τόσο το αντικείμενο να αποκτά φυσική παρουσία και σημασία, όσο και ο παρατηρητής να συνειδητοποιεί τη δική του ικανότητα αντίληψης. Κάθε μέρος του ζεύγους αντιπροσωπεύει το ήμισυ του μηχανισμού προβολής- αντανάκλασης. Η αντίληψη της ύπαρξής μας έρχεται μέσω της αντανάκλασης, αν και η εξωτερική προβολή των σκέψεών μας είναι επίσης απαραίτητη για να επιτευχθεί η συνειδητοποίηση. Έτσι, με τον όρο «αντανάκλαση» εννοείται τόσο η «σκέψη,» όσο και η κατανόηση ότι σκεφτόμαστε. Αυτός ο συλλογισμός προσφέρει τόσο έναν κεντρικό ορισμό, όσο και μια βασική περιγραφή της Συνείδησης, και επισημαίνει επίσης την εγγενή σημασία του παρατηρητή (ως αυτού που ξέρει ότι γνωρίζει).


Η ελεύθερη βούληση είναι ένα δύσκολο θέμα. Ενώ στην αρχαιότητα οι άνθρωποι πίστευαν ότι όλες οι ενέργειές τους και όλα τα φυσικά γεγονότα καθοδηγούνταν από θεούς και υπερφυσικές δυνάμεις, σήμερα πιστεύεται ότι, λίγο πολύ, είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό, τι θέλουμε, και ότι έχουμε επίσης την ελευθερία να ερμηνεύσουμε τους φυσικούς νόμους σύμφωνα με τις δικές μας προτιμήσεις, ή ακόμα και να υποθέσουμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε αυτούς τους νόμους. Αλλά κάποιος μπορεί επίσης να πει ότι όλες οι προηγούμενες πτυχές είναι απλές εκδηλώσεις του παγκόσμιου Πεπρωμένου. Κανείς δεν έχει αποκλείσει την πιθανότητα ότι η ελεύθερη βούληση σε προσωπικό επίπεδο είναι μια πτυχή της ελευθερίας του Πεπρωμένου σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο νόμος των πιθανοτήτων μάς λέει ότι υπάρχει πάντα μια πιθανότητα ότι κάτι μπορεί να συμβεί (ή μπορεί και όχι). Αυτό είναι παρόμοιο με το νόμο του Μέρφι, που έχουμε ήδη αναφέρει. Αλλά απομακρυνόμενοι από την αιώνια επανάληψη μιας απλής ταυτολογίας («ό,τι μπορεί να συμβεί, θα συμβεί»), καλύτερα να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας σε πράγματα που μπορούν να συμβούν ή όχι. Συγκρίνοντας την ελεύθερη βούληση (ως προσωπική βούληση) και το Πεπρωμένο ή Μοίρα (ως καθολική βούληση), θα πρέπει να εξετάσουμε ποιες πτυχές των δύο ειδών βουλήσεων μπορεί να συμπίπτουν, οπότε και να εκφράζονται. Ανεξάρτητα από το πόσο έντονα μπορεί να επιθυμούμε κάτι να συμβεί, αυτό δεν θα συμβεί αν δεν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Επομένως, είναι καλό να γνωρίζουμε ποιες μπορεί να είναι αυτές οι συνθήκες, καθώς και να γνωρίζουμε τα όρια των δικών μας δυνάμεων.


Μια τέτοια σύμπτωση μεταξύ της ελεύθερης βούλησης στο προσωπικό επίπεδο και της Ελεύθερης Βούλησης του Σύμπαντος (η οποία προσωποποιείται ως το δικό μας πεπρωμένο) προϋποθέτει δύο διαφορετικές «δεξαμενές» πληροφοριών, η μία εκ των οποίων αποτελείται από τα αρχέτυπα, ενώ η άλλη αποτελείται από μνήμες που ορίζουν την ύπαρξή μας (μνήμες ως πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, και τα οποία αποτελούν τις πληροφορίες για τη δική μας φυσική ύπαρξη). Γενικότερα, οι δύο αυτές δεξαμενές αποτελούν δύο κόσμους, τον φυσικό και τον ψυχικό κόσμο. Οι δράσεις ρέουν από τη δεξαμενή των αρχετύπων προς τη δεξαμενή των φυσικών γεγονότων, έτσι ώστε η υπό όρους ύπαρξη να συγχωνεύεται με την εκδηλωμένη εμπειρία. Αυτή η διαδικασία και το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν αδύνατα χωρίς την προϋπόθεση της Συνείδησης, ή τουλάχιστον μια ιδιότητα νοημοσύνης στο Σύμπαν, έτσι ώστε τα αντικείμενα που αποτελούν τον φυσικό κόσμο να μπορούν να συγχωνευθούν με τις αισθήσεις που συνθέτουν την αντίληψη του ίδιου κόσμου. Ίσως λοιπόν να υπάρχει μια φυσική ιδιότητα για κάθε αίσθηση.


Είναι επίσης πιθανό ότι ο καλύτερος ορισμός της συνείδησης που έχει φανταστεί ποτέ ένας ανθρώπινος νους είναι ο τύπος C2=E/Mτου Αϊνστάιν. Η ενέργεια (E) μπορεί να αντιπροσωπεύει όλα τα ψυχικά περιεχόμενα, ενώ η μάζα (M) μπορεί να αντιπροσωπεύει όλα τα φυσικά αντικείμενα. Τότε η συνείδηση μπορεί να ταυτιστεί με την ταχύτητα του φωτός C (εδώ με κεφαλαίο γράμμα). Αναφέραμε επίσης τον τύπο Ψυχή/Φύση = Πνεύμα. Η πρώτη εξίσωση είναι πιο ποσοτικοποιημένη, ενώ η δεύτερη είναι, ίσως, πιο γενικευμένη. Η πρώτη μπορεί να υπολογίσει πόση ενέργεια παίρνουμε διασπώντας ένα άτομο, ενώ η δεύτερη προσφέρει έναν υπαινιγμό ότι το τελικό προϊόν είναι στην πραγματικότητα η Συνείδηση.


Το προηγούμενο είναι ένα παράδειγμα «ποιοτικοποίησης» (qualification) αντί για «ποσοτικοποίηση» (quantification). Ίσως δεν χρειάζεται τίποτα άλλο από το να αναγνωρίσουμε έναν τέτοιο ρόλο της Συνείδησης στις συμπαντικές διαδικασίες. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να μην χρειάζεται φανταχτερά μαθηματικά για να είναι καλός οδηγός, ακόμα κι αν οδηγεί ένα διαστημόπλοιο με ταχύτητες μεγαλύτερες από το φως. Αν και τα μαθηματικά μπορεί να προσφέρουν έναν συνεκτικό και αυστηρό τρόπο κατανόησης των συμμετριών του φυσικού κόσμου, φαίνεται ότι δεν είναι σε θέση να αναπαράγουν το ταλέντο που απαιτείται για να είναι κάποιος καλός οδηγός, ή ακόμα και για να σπάσει το φράγμα του φωτός, είτε κάποιος πει «έχω ταξιδέψει με ταχύτητα μεγαλύτερη από 3×108m/s (η ταχύτητα του φωτός),» ή «έχω ξεπεράσει τις ίδιες μου τις σκέψεις.» Έτσι, όσο πιο κοντά έρχεται η περιγραφή κάποιας εμπειρίας στην ίδια εμπειρία, τόσο μεγαλύτερη επίγνωση αποκτάμε για το τι συνέβη.


Με την ίδια έννοια, όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε τη δική μας ικανότητα να περιγράψουμε τον φυσικό κόσμο, τόσο πιο κοντά ερχόμαστε στα μυστικά των αισθήσεων. Όσο πιο ακριβής είναι η περιγραφή, τόσο πιο κοντά ερχόμαστε στη σύνδεση μεταξύ του γεγονότος που έλαβε χώρα, και της δικής μας αντίληψης για το ίδιο γεγονός. Αν θεωρήσουμε ότι η επέλευση των γεγονότων είναι άσχετη με τις αισθήσεις μας και το δικό μας ψυχικό περιεχόμενο, τότε ίσως να μην βρούμε ποτέ τη σύνδεση μεταξύ της έκφρασης των φυσικών φαινομένων και των επιθυμιών που βρίσκονται στο υπόβαθρο. Αλλά αν αναγνωρίσουμε την ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσης, και υποθέσουμε επίσης ότι η έκφραση των αρχετυπικών ορμών εκδηλώνεται άμεσα στις αισθήσεις με τη μορφή φυσικών φαινομένων, τότε θα έχουμε φτάσει πιο κοντά από ποτέ στην έννοια της ελεύθερης βούλησης. Αν η Ελεύθερη Βούληση των αρχετυπικών ορμών εκφράζεται ως οι ανεξάρτητες μεταβλητές, άρα και οι ελεύθερες επιλογές, ενός καθολικού πειράματος επικεντρωμένου στις ανθρώπινες αισθήσεις, τότε μπορούμε να θεωρήσουμε την προσωπική μας εμπειρία ως ένα μοναδικό γεγονός της Τύχης, το οποίο ανακτάται με συνέπεια στη μνήμη, ακόμα κι αν δεν αποδεικνύεται όπως αναμενόταν. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι οι ενέργειες του Πεπρωμένου στην παγκόσμια κλίμακα είναι οι εκδηλώσεις της ελεύθερης βούλησης στην προσωπική κλίμακα.  

 

Ανάδυση της συνείδησης



Εικόνα: Στο αριστερό μέρος, «ο Καθρέφτης» (κάθετη γραμμή) προβάλλει ένα ζευγάρι εικονικών αντικειμένων εκατέρωθεν (η κατεύθυνση υποδεικνύεται από τα βέλη). Στο δεξιό μέρος, η ίδια διαδικασία κατευθύνεται προς τα μέσα, με την παραγωγή ενός ζεύγους αντικειμένων.


Μπορούμε να πούμε ότι,


- Από το πλαίσιο αναφοράς μας, αντιλαμβανόμαστε την εικόνα μας να αντανακλάται από τον καθρέφτη.

- Από την άποψη του καθρέφτη, ο καθρέφτης προβάλλει τη δική μας αντανάκλαση.


Έτσι, και από τις δύο πλευρές,


-  Η εικόνα που προβάλλουμε στον Καθρέφτη, αντανακλάται πίσω σε εμάς.


Ο Καθρέφτης αντιπροσωπεύει την επιφάνεια της Συνείδησης. Έτσι, ο Καθρέφτης είναι ο Προβολέας. Αλλά η Προβολή έχει τα δικά της όρια. Αυτά είναι τα όρια του άπειρου βρόχου που δημιουργήθηκε αυθόρμητα από την Προβολή. Σε αυτά τα όρια, τα οποία μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως ορίζοντας γεγονότων, λαμβάνει χώρα η Αντανάκλαση. Έτσι,


- Η Συνείδηση αναδύεται στο σημείο όπου η Προβολή και η Αντανάκλαση συναντιούνται.


Εκείνη τη στιγμή μπορούμε να πούμε ότι η Συνείδηση παρατηρεί τον Εαυτό της.


Τα προηγούμενα σχήματα λόγου είναι τρόποι για να περιγράψουμε τις άπιαστες διαδικασίες της σκέψης, επομένως της Συνείδησης, και το πώς είναι δυνατόν «να γνωρίζουμε αυτό που γνωρίζουμε.» Μια τέτοια διπλή διαδικασία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με το να «σκεφτόμαστε αυτό που σκεφτόμαστε,» άρα με την αυτοπαρατήρηση. Επομένως, η δική μας σκέψη δεν πρέπει να θεωρείται ξένη για εμάς, ή ξεχωριστή από εμάς, όταν τοποθετούμε τη δική μας σκέψη σε κάποια απόσταση από εμάς, ώστε να είμαστε σε θέση να την παρατηρήσουμε. Ωστόσο, αν ταυτόχρονα δεν έχουμε επίγνωση ότι τόσο η σκέψη «μέσα μας» όσο και η σκέψη «εκεί έξω,» την οποία αντιλαμβανόμαστε ως εξωτερικό αντικείμενο, είναι ένα και το αυτό, τότε η επίγνωση είναι αδύνατη. Μια τέτοια διαδικασία λαμβάνει χώρα επανειλημμένα κάθε φορά που κοιτάζουμε κάτι, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζουμε ότι κοιτάζουμε. Είναι πραγματικά μια φανταστική διαδικασία, αλλά ο εξωπραγματικός χαρακτήρας της δεν οφείλεται στην αξιοσημείωτη φύση της, αφού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έτσι λειτουργεί θεμελιωδώς η φύση, αλλά στην ασάφεια του διπλού χαρακτήρα της. Κάθε φορά που σκεφτόμαστε αυτή τη διαδικασία ξανά και ξανά, για μια στιγμή μπορεί να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει, αλλά την επόμενη στιγμή η συνειδητοποίηση εξατμίζεται. 

 

[https://www.pinterest.com/pin/192599321538994733/]

 

Ένας άλλος τρόπος για να περιγράψουμε τον άπειρο βρόχο της Μορφής και της Συνείδησης, είναι με την προηγούμενη εικόνα σχήματος U. Ο Τζον Γουίλερ επινόησε μια τέτοια εικόνα (μια παραλλαγή της οποίας απεικονίζεται εδώ) και την εξήγησε ως εξής:


«Συμβολική αναπαράσταση του Σύμπαντος ως ένα αυτοδιεγειρόμενο σύστημα που δημιουργήθηκε με την «αυτοαναφορά.» Το Σύμπαν γεννά παρατηρητές που επικοινωνούν συμμετέχοντας. Οι συμμετέχοντες παρατηρητές δίνουν νόημα στο Σύμπαν... Με αυτόν τον τρόπο συνεχίζεται η ατελείωτη σειρά των αντανακλάσεων που βλέπει κανείς σε ένα ζευγάρι αντικριστών καθρεφτών.»

[http://www.upscale.utoronto.ca/PVB/Harrison/BellsTheorem/BellsTheorem.html]


Ίσως αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι τα δύο άκρα του προηγούμενου σχήματος (το «μάτι» και η «ουρά») μπορούν να αντιστοιχούν στις δύο άκρες του Σύμπαντος. Αν υποθέσουμε ότι και οι δύο αυτές διαδικασίες, είτε από το «μάτι» προς στην «ουρά,» είτε από την «ουρά» προς στο «μάτι,» είναι ενέργειες που διαδίδονται με την ταχύτητα του φωτός, τότε είναι πιθανό ότι το Σύμπαν δεν έχει ακόμη αποκτήσει γνώση της ύπαρξής του. Ωστόσο, το όλο γεγονός ως ένας άπειρος βρόχος έχει ήδη λάβει χώρα. Ενώ μπορούμε να αντιληφθούμε ολόκληρη την εικόνα, δεν έχουμε γνώση όλου του περιεχομένου της προς το παρόν. Αλλά αν τα άγνωστα περιεχόμενα, τα οποία έχουν υπονοηθεί ότι υπάρχουν, δεν έχουν ακόμη εκφραστεί, τότε δεν ανήκουν ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον, ούτε βρίσκονται σε κάποια απόσταση από εμάς, καθώς τόσο οι χρονικές όσο και οι χωρικές πτυχές τους θα αποδοθούν αιτιωδώς από τη Συνείδηση τη στιγμή που θα πραγματοποιηθούν.

 

Η αρχή της αναλογίας

Ενώ δεν υπάρχει επίσημος ορισμός μιας τέτοιας αρχής (αρχή της αναλογίας), υπάρχει ένας σχετικός όρος, η αρχή της αντιστοιχίας. Τυπικά, η τελευταία αρχή μπορεί να διατυπωθεί ως εξής, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια:


Στη φυσική, η αρχή της αντιστοιχίας δηλώνει ότι η συμπεριφορά των συστημάτων που περιγράφονται από τη θεωρία της κβαντικής μηχανικής, αναπαράγει την κλασική φυσική στο όριο των μεγάλων κβαντικών αριθμών. Ο όρος χρησιμοποιείται με μια γενικότερη έννοια για να δηλώσει την αναγωγή μιας νέας επιστημονικής θεωρίας σε μια προηγούμενη, κάτω από κάποιες συνθήκες. Αυτό απαιτεί από τη νέα θεωρία να εξηγεί όλα τα φαινόμενα για τα οποία η προηγούμενη θεωρία ήταν έγκυρη, το λεγόμενο «όριο αντιστοιχίας.»

[https://en.wikipedia.org/wiki/Correspondence_principle]


Με μια ακόμη πιο γενική έννοια, η αρχή της αντιστοιχίας μπορεί να έχει τη φιλοδοξία να ενοποιήσει όλα τα φυσικά φαινόμενα με την ανθρώπινη εμπειρία, κάτω από την αρχή της αναλογίας. Έτσι, ο απώτερος στόχος είναι η αναγωγή της καθημερινής εμπειρίας στις πρώτες αρχές της ύπαρξης. Μπορούμε να αναπαραστήσουμε μια τέτοια διαδικασία με μια λειτουργία που παίρνει τιμές από τις πτυχές της καθημερινής ζωής, και δίνει ως αποτέλεσμα τις βασικές αρχές της ύπαρξης, οδηγώντας προς τα πίσω στον κόσμο των αρχετυπικών περιεχομένων. Μπορούμε να αναπαραστήσουμε μια τέτοια συνάρτηση στην ακόλουθη απλή μορφή: Ύπαρξη =F(Εμπειρία). Η συνάρτηση (F) είναι επίσης μια δράση που «μεταμορφώνει» τα βασικά στοιχεία της ύπαρξης (τα ψυχικά περιεχόμενα που θεωρούνται ως ελεύθερες μεταβλητές) στα καθημερινά αντικείμενα (τις εκδηλωμένες φυσικές ιδιότητες). Έτσι, αυτή η διαδικασία είναι επίσης μια λογική διαδικασία που μας δίνει μια «αναγωγή στα αρχέτυπα.» Στο όριο, η νέα θεωρία θα πρέπει να δώσει τα ίδια αποτελέσματα με την παλιά θεωρία. Έτσι, στο όριο, όλες οι εκφράσεις των ψυχικών περιεχομένων θα πρέπει να αναχθούν και να ταιριάζουν με τις πτυχές των καθημερινών αντικειμένων. Για παράδειγμα, μια ιδιότητα που σχετίζεται με τα ψυχικά περιεχόμενα (π.χ. η αίσθηση της αφής) θα πρέπει να αναχθεί σε μια ιδιότητα που αντιστοιχεί στην ακαμψία ενός φυσικού αντικειμένου (π.χ. μάζα ή πυκνότητα) στο καθημερινό όριο.


Αν και δεν γνωρίζω την ακριβή φύση μιας τέτοιας διαδικασίας, μπορώ να πω ότι τελικά όλα τα ψυχικά περιεχόμενα θα πρέπει να αποδίδονται άμεσα στις αισθήσεις, έτσι ώστε κάθε ψυχική ιδιότητα να έχει το όνομα μιας αίσθησης. Αυτό δεν είναι παράλογο αν λάβουμε υπόψη ότι όλα τα καθημερινά φυσικά αντικείμενα είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα συνδυασμών αισθήσεων (υφή που σχετίζεται με την αφή, χρώμα και σχήμα που σχετίζεται με την όραση, κίνηση ή ένα κτύπος που σχετίζεται με την ακοή, ακόμη πιο προηγμένες ιδιότητες που σχετίζονται με έννοιες, κ.λπ.). Έτσι, μπορούμε επίσης να αποδώσουμε χαρακτηριστικά στα καθημερινά αντικείμενα πέρα από το χρώμα ή τη μυρωδιά, όπως η παραξενιά, η περιέργεια, η ανεξαρτησία, κ.λπ.


Έτσι, μπορούμε να διατυπώσουμε την αρχή της αναλογίας με απλό τρόπο ως εξής:

- Για κάθε φυσικό φαινόμενο θα υπάρχει ένα αντίστοιχο στοιχείο της ανθρώπινης εμπειρίας.


Μια τέτοια αρχή μάς εγγυάται την ισοδυναμία, αντιστοιχία, ή σύμπτωση μεταξύ του εξωτερικού κόσμου (τα απτά αντικείμενα) και του εσωτερικού κόσμου (τα άυλα περιεχόμενα των ίδιων αντικειμένων). Έτσι, η αρχή της αναλογίας μάς δίνει την κατεύθυνση από το ανέκφραστο στο εκφρασμένο αρχέτυπο.

 

Αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας

Ένας ορισμός της συμμετρίας δίνεται από τη Βικιπαίδεια ως εξής:

 

Η συμμετρία στην καθημερινή γλώσσα αναφέρεται σε μια αίσθηση αρμονικής και όμορφης αναλογίας και ισορροπίας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Symmetry]


Αυτό μας δίνει μια αντικειμενική και καθολική αίσθηση και ορισμό της ομορφιάς, ένα αρχέτυπο του Ωραίου, μπορούμε να πούμε. Ωστόσο, η συμμετρία μπορεί να έχει να κάνει με οτιδήποτε έχει «μέτρο.» Επομένως, οτιδήποτε υπακούει σε κάποιους κανόνες αναλογίας μπορεί να είναι «συμμετρικό,» είτε είναι «όμορφο» είτε «άσχημο.» Αλλά αν υποθέσουμε ότι η συμμετρία προϋποθέτει μια υποκείμενη δομή της οποίας οι ιδιότητες είναι σταθερές, και οι κανόνες με τους οποίους η δομή εκδηλώνεται στον πραγματικό κόσμο είναι πάντα οι ίδιοι, τότε η συμμετρία και η υποκείμενη δομή γίνονται πανομοιότυπες.


Στα μαθηματικά και τη φυσική η συμμετρία αναφέρεται στο «αμετάβλητο των μετασχηματισμών.» Όπως αφηγείται ο Σον Κάρολ στο δικό του άρθρο «κρυμμένες συμμετρίες:»


«Οι συμμετρίες παίζουν κρίσιμο ρόλο στη σύγχρονη φυσική. Αλλά ένα από τα πράγματα που τις κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι ότι μπορούν να κρυφτούν- η συμμετρία βρίσκεται εκεί, παρόλο που δεν παρατηρείται εύκολα. Και μερικές φορές μπορεί να μας ενδιαφέρει η αντίστροφη κατάσταση- φαίνεται ότι υπάρχει μια προφανής συμμετρία της φύσης, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν μικρές παραβιάσεις της, τις οποίες δεν έχουμε ακόμη εντοπίσει.

[http://blogs.discovermagazine.com/cosmicvariance/2005/10/24/hidden-symmetries/#.VuwOIdArRs8]




Εικόνα: Ένα βαθμωτό πεδίο φσε ένα ψευδές κενό. Η ενέργεια Ε στο ψευδές κενό είναι υψηλότερη από εκείνη στο πραγματικό κενό ή στη θεμελιώδη κατάσταση, αλλά υπάρχει ένα εμπόδιο που δεν επιτρέπει στο πεδίο φ να μεταβεί κλασικά προς το πραγματικό κενό. Επομένως, η μετάβαση στο πραγματικό κενό πρέπει να διεγερθεί από τη δημιουργία σωματιδίων υψηλής ενέργειας, ή μέσω του φαινομένου της κβαντικής σήραγγας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Spontaneous_symmetry_breaking]


Μπορούμε να πούμε ότι όλες οι συμμετρίες είναι κρυφές με την έννοια ότι αναφέρονται πάντα στην υποκείμενη δομή μέσω της οποίας οι ίδιες εκφράζονται και γίνονται αντιληπτές. Έτσι, όλες οι μορφές συμμετρίας (και ρήξης της συμμετρίας) είναι αυθόρμητες, ως προβολές άπειρων βρόχων που αποκαλύπτουν την υποκείμενη δομή. Ενώ έχουμε ήδη προτείνει ότι αυτή η δομή είναι αρχετυπική στην προέλευση, επομένως «δομημένη» και «γεμάτη περιεχόμενο» ευθύς εξαρχής, στην κβαντομηχανική το θεμελιώδες υπόβαθρο στο οποίο συμβαίνει η θραύση της συμμετρίας είναι το κενό. Το κενό «μετατοπίζεται» μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται «συμβάν μετασταθερότητας κενού,» ενώ η μετάβαση συμβαίνει από το «ψευδές» προς το «πραγματικό» κενό. Η έννοια του ψευδούς κενού είναι ότι είναι «μετασταθερό,» δηλαδή ότι μπορεί να αλλάξει φάση από «τίποτα» σε «κάτι.» Οι πτυχές που προκαλούν τη φάση αλλαγής του κενού είναι κρυμμένες, με την έννοια ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτές πριν εκδηλωθούν. Έτσι, και πάλι χρειάζεται μια εξήγηση για να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ του «τίποτα» με τη μορφή του απόλυτου κενού, και του «κάτι» με τη μορφή του υλικού κόσμου. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τελικά δεν είναι η συμμετρία μεταξύ αυτών των δύο πτυχών που κρύβεται, αλλά ότι τόσο τα κρυμμένα όσο και τα προφανή μέρη του προβλήματος ανήκουν στην ίδια συμμετρία.


Επομένως, μπορούμε επίσης να υποψιαστούμε ότι σε ένα θεμελιώδες επίπεδο ο χωροχρόνος είναι ανισότροπος, αν και σε κοσμολογική κλίμακα μπορεί να φαίνεται ομοιογενής. Με μια τέτοια έννοια, ο χωροχρόνος μπορεί να γεμίσει ή να «ψηφιδωθεί» από αρχέτυπα διαφόρων σχημάτων. Έτσι, ο χωροχρόνος μπορεί όχι μόνο να «καμπυλωθεί» από την παρουσία πεδίων που δρουν «από απόσταση,» αλλά επίσης και να επηρεαστεί από ενέργειες που σχετίζονται με αυθόρμητες λειτουργίες που εκτελούνται στο κενό από αρχέτυπα. Επομένως, αντί για ένα αδιαφοροποίητο, αρχέγονο κι απόλυτο κενό, το κενό γίνεται ένα πεδίο κβαντικών διακυμάνσεων, οι οποίες όμως στην περίπτωσή μας έχουν νόημα επειδή αντιστοιχούν στη λειτουργία ή συμπεριφορά των αρχετύπων.


Έτσι, η συμμετρία μπορεί να γίνει κατανοητή όχι μόνο ως «αμεταβλητότητα στους μετασχηματισμούς,» αλλά και ως «αντιστοιχία με τις εκδηλώσεις.» Ενώ η συμπεριφορά μπορεί να αλλάξει, το αρχέτυπο παραμένει το ίδιο. Επομένως, η συνολική δομή, ή Μορφή, παρότι αποτελείται από διαφορετικά συνεργαζόμενα αρχέτυπα, διατηρείται, με την έννοια ότι το νόημα δεν αλλάζει. Αλλά «διατήρηση» δεν σημαίνει την εξάλειψη της υποκείμενης δομής. Βασικά, η ανομοιογένεια της Δομής (ότι η Μορφή αποτελείται από διαφορετικά θεμελιώδη «σχήματα,» τα αρχέτυπα, όχι από πανομοιότυπα «κομμάτια» χωροχρόνου) συνεπάγεται τη μη αναστρεψιμότητα. Ίσως στο μέλλον να ανακαλυφθεί ένα σωματίδιο το οποίο αποδίδει χρόνο στα πράγματα. Αλλά θεμελιωδώς ο χρόνος θα παραμείνει σχετικός, αναδυόμενος μέσα από τη σχέση μεταξύ του πλαισίου αναφοράς του παρατηρούμενου αντικειμένου και του πλαισίου αναφοράς του παρατηρητή, ή μέσα από την αυθόρμητη θραύση της συμμετρίας μεταξύ του προβαλλόμενου Αντικειμένου και της εκτοπισμένης Συνείδησης.

 

Το «βάζο του Ρούμπιν»

 

«Μερικοί άνθρωποι βλέπουν ένα βάζο επειδή παρακολουθούν το μαύρο μέρος της εικόνας, ενώ κάποιοι άλλοι βλέπουν δύο πρόσωπα επειδή παρακολουθούν τα λευκά μέρη της εικόνας. Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να δουν και τα δύο, αλλά μόνο ένα κάθε φορά. Όλα τα στάδια της διαδικασίας της αντίληψης συμβαίνουν συχνά ασυνείδητα, και σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο.

[https://www.boundless.com/psychology/textbooks/boundless-psychology-textbook/sensation-and-perception-5/introduction-to-perception-39/introducing-the-perception-process-167-12702/]


Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο από το οποίο ελήφθη η προηγούμενη εικόνα,


«Η αντίληψη αναφέρεται στο σύνολο των διαδικασιών που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε τα διαφορετικά ερεθίσματα που μας παρουσιάζονται. Οι αντιλήψεις μας βασίζονται στο πώς ερμηνεύουμε διαφορετικές αισθήσεις. Η αντιληπτική διαδικασία ξεκινά με τη λήψη ερεθισμάτων από το περιβάλλον, και τελειώνει με την ερμηνεία αυτών των ερεθισμάτων. Αυτή η διαδικασία είναι συνήθως ασυνείδητη, και συμβαίνει εκατοντάδες χιλιάδες φορές την ημέρα. Όταν παρακολουθούμε ή επιλέγουμε ένα συγκεκριμένο πράγμα στο περιβάλλον μας, παράγεται το ερέθισμα. Η οργάνωση των ερεθισμάτων συμβαίνει μέσω νευρικών διεργασιών. Αυτό ξεκινά με τους αισθητηριακούς υποδοχείς μας (αφή, γεύση, όσφρηση, όραση και ακοή), και μεταδίδεται στον εγκέφαλό μας, όπου οργανώνουμε τις πληροφορίες που λαμβάνουμε. Αφού λάβουμε και οργανώσουμε τα ερεθίσματα, μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτά τα ερεθίσματα, πράγμα που σημαίνει απλά ότι παίρνουμε τις πληροφορίες, και τις μετατρέπουμε σε κάτι που μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε.»


Ωστόσο, μπορούμε επίσης να σημειώσουμε ότι ανεξάρτητα από το πόσο ασυνείδητο μπορεί να ήταν το αρχικό ερέθισμα, η τελική ερμηνεία του ερεθίσματος θα αποφασιστεί συνειδητά. Έτσι, σε αυτό το σημείο μπορούμε να ενσωματώσουμε τον απαραίτητο ρόλο του παρατηρητή στη ρήξη της συμμετρίας. Ούτε το «βάζο» ούτε το «πρόσωπο» έχουν νόημα αν δεν υπάρχει παρατηρητής ο οποίος διαρρηγνύει τη συμμετρία του αρχικού περιεχομένου (αυτό που περιέχει τόσο το «βάζο» όσο και το «πρόσωπο,» όπου και οι δύο του όψεις είνια συνδεδεμένες μεταξύ τους σε μια αρχέγονη κατάσταση). Έτσι, ο νους του παρατηρητή, επιδεικνύει την ίδια ιδιότητα της αυθόρμητης θραύσης της συμμετρίας με την αρχική αιτία και διαδικασία από και μέσω της οποίας αναδύεται ο νους του παρατηρητή, ή η Συνείδηση γενικότερα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορεί να μην βρούμε ποτέ έναν συγκεκριμένο τρόπο να διαχωρίσουμε την αιτιότητα και τον ταυτοχρονισμό, ή την ύλη και το πνεύμα, καθώς και τα δύο φαίνεται να εμφανίζονται αυθόρμητα, άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.



Εικόνα: Αναπαράσταση του αυθόρμητου σπασίματος της συμμετρίας, και της εμφάνισης του χώρου, του χρόνου και της Συνείδησης στο Σύμπαν. Στο πρώτο σχήμα, η διαδικασία είναι συμμετρική. Η Προβολή παράγει δύο ενέργειες, μία που εκδηλώνεται ως ένα πραγματικό αντικείμενο που κινείται «προς τα εμπρός,» και μια άλλη που αντιστοιχεί στην «εικόνα» του αντικειμένου, ή το ψυχικό περιεχόμενο που σχετίζεται με το ίδιο αντικείμενο, που κινείται «προς τα πίσω.» Οι δύο αυτές δράσεις είναι ίσες και αντίθετες. Στο δεύτερο σχήμα, η διαδικασία είναι α-συμμετρική. Οι δύο δράσεις ή δυνάμεις δεν είναι ίσες, έτσι ώστε να υπάρχει μια καθαρή διαφορά, που αντιπροσωπεύει τη μετατόπιση ή την ανάδυση της Συνείδησης, η οποία κατευθύνεται προς τον «πραγματικό» ή εκδηλωμένο κόσμο. Αν και η όλη διαδικασία είναι ταυτόχρονη, άρα μη αιτιακή, την αντιλαμβανόμαστε με αιτιώδη τρόπο, επειδή ο νους αναδύεται πάντα στον εκδηλωμένο (φυσικό) κόσμο, έτσι κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με το χώρο και το χρόνο. Ο όρος«α-συμμετρική» (σε αντίθεση με «μη συμμετρική») αναφέρεται σε μια διαδικασία που διατηρεί τη συμμετρία μεταφέροντάς την σε ένα υψηλότερο επίπεδο α.


Πιθανώς η κβαντική σύζευξη είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου είδους αυθόρμητου σπασίματος της συμμετρίας, όπως βιώνεται από τον παρατηρητή. Η συμμετρία μεταξύ των δύο συζευγμένων σωματιδίων υπονοείται θεωρητικά από τη διατήρηση της ορμής, ενώ εκδηλώνεται αντιληπτικά με πειραματική επαλήθευση. Αυτό που δεν είναι εμφανές, επομένως παραμένει κρυμμένο, είναι η βαθύτερη όψη της συμμετρίας στο επίπεδο της Συνείδησης. Κατά κάποιο τρόπο, μόλις παραχθεί ο άπειρος βρόχος των δύο συζευγμένων σωματιδίων, τα σωματίδια και ο νους του παρατηρητή αναφέρονται στο ίδιο περιεχόμενο, όπως στην περίπτωση του βάζου του Ρούμπιν που αναφέραμε νωρίτερα. Ενώ ο παρατηρητής δεν εκτελεί κανένα πείραμα, τα δύο σωματίδια δεν μπορούν να συζευχθούν (καθώς καμία απόδειξη σύζευξης δεν μπορεί να επαληθευτεί). Μόλις ξεκινήσει το πείραμα, ο παρατηρητής έρχεται ακαριαία σε επαφή με το μυαλό του, επεμβαίνει έτσι στο πείραμα, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται ο χωροχρόνος, ο οποίος ποσοτικοποιείται με το διαχωρισμό των δύο συζευγμένων σωματιδίων. Έτσι, τα δύο σωματίδια μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια αναπαράσταση του χωροχρόνου που έχει χωριστεί στη μέση. Ωστόσο, τα δύο μέρη δεν είναι ίσα, επειδή ο νους του παρατηρητή μπορεί να επικεντρωθεί μόνο σε ένα σωματίδιο κάθε φορά. Έτσι, ο νους του παρατηρητή με τη μορφή της αιτιώδους παρέμβασης παίζει μοναδικό ρόλο στην απόφαση για το αποτέλεσμα του πειράματος.


Το προηγούμενο παράδειγμα μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως απόδειξη, ή τουλάχιστον ως ισχυρή ένδειξη, για την ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης. Κατά τη διάρκεια της ζωής μας κάνουμε όλες εκείνες τις ελεύθερες επιλογές που θα καθορίσουν το πεπρωμένο μας. Υπάρχουν βέβαια όρια σχετικά με τα πράγματα που μπορούμε να αλλάξουμε, σε αντίθεση με εκείνα που δεν μπορούμε να αλλάξουμε, αλλά είναι επίσης λογικό να πούμε ότι όσο πιο συνειδητοί γινόμαστε, τόσο περισσότερη ελευθερία επιλογής μάς προσφέρεται. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι όλες οι σκέψεις και οι πράξεις μας είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας Συμπαντικής Νοημοσύνης, στην οποία όλοι αναφερόμαστε, και από την οποία όλοι οδηγούμαστε ασυνείδητα, θα είναι μια τέτοια Συνείδηση που θα φέρει την όψη της Ελευθερίας και της Ελεύθερης Επιλογής στο Σύμπαν, και η οποία θα περιλαμβάνει επίσης την ιδιότητα της Εξατομίκευσης,  ή ακόμα και της Θέωσης, έτσι ώστε η ελεύθερη βούληση να αναδυθεί και πάλι σε προσωπικό επίπεδο ως συνέπεια συμπαντικών αιτιωδών διαδικασιών. Ωστόσο, αν επιπλέον η διαδικασία μεταξύ της (Συμπαντικής) Συνείδησης και του δικού μας νου είναι μια διμερής διαδικασία, τότε κάθε μία από τις προσωπικές μας επιλογές, στο βαθμό που μια τέτοια επιλογή ήταν το καθαρό αποτέλεσμα της προσωπικής δράσης μας, θα επιστρέψει στην κοινή της προέλευση, τον Συμπαντικό Νου ή Συνείδηση, και θα παίξει το δικό της ρόλο (σημαντικό ή όχι) στην απόφαση για τη Μοίρα του Σύμπαντος.

 

Βασικές έννοιες




Δοκιμές όπως αυτή (προηγούμενη εικόνα) δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν συνδέουν αυθαίρετα τους ήχους με οπτικά σχήματα. Ποιο από τα δύο σχήματα θα ονομάζατε «Μπούμπα,» και ποιο «Κίκι;»

[https://en.wikipedia.org/wiki/Synesthesia]


Αναφέραμε πρωτύτερα την πτυχή της συναισθησίας ως μιας ικανότητας ή κατάστασης «ανάμειξης των αισθήσεων.» Η προηγούμενη εικόνα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, καθώς έχουμε φυσικά την τάση να ονομάσουμε «Μπούμπα» το «χοντρό» σχήμα, και «Κίκι» το «λεπτό.» Μπορούμε να πούμε ότι η συναισθησία είναι μια ειδική περίπτωση ιδεοαισθησίας αν συμπεριλάβουμε όλες τις πιθανές ιδέες ή έννοιες στην αντίληψη. Κατ’ επέκταση, μπορούμε να πούμε ότι ο νους περιλαμβάνει την ψυχή αν περιορίσουμε την ψυχή στη συναισθηματική σφαίρα. Έτσι, η «αντίληψη» είναι το περίγραμμα μιας σφαίρας που περιλαμβάνει ολόκληρη την ανθρώπινη οντότητα, και πάνω σε μια τέτοια επιφάνεια λαμβάνει χώρα όλη η εμπειρία. Με μια τέτοια έννοια, μπορούμε να πούμε ότι οι ιδέες ή οι έννοιες είναι είδη ανώτερων αισθήσεων, που βιώνονται διανοητικά αντί συναισθηματικά.


Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι οι ιδέες παράγονται από τις δονήσεις των αρχετύπων (ή ότι οι ιδέες είναι τα δονούμενα αρχέτυπα), και «ανέρχονται» τη σκάλα της ύπαρξης, ξεκινώντας από τις χαμηλότερες δονήσεις, που αντιστοιχούν στις αισθήσεις του σώματος, προχωρώντας στο επίπεδο των συναισθημάτων, μέχρι τις υψηλότερες δονήσεις, που βιώνονται από τη σημασιολογική σφαίρα του νου,  και, πιθανώς, συνεχίζουν να ανεβαίνουν.


Ακολουθεί μια σειρά προτάσεων που μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τη σχέση μεταξύ του φυσικού κόσμου και των αισθήσεών μας:


Κάθε ιδέα αντιστοιχεί σε ένα αρχέτυπο.

Κάθε αρχέτυπο εκτελεί μια λειτουργία.

Για κάθε λειτουργία υπάρχει ένα αντίστοιχο σχήμα.

Για κάθε συνάρτηση υπάρχει μια αντίστοιχη αίσθηση.

Όλα τα φυσικά αντικείμενα είναι συλλογές σχημάτων.

Ο φυσικός κόσμος αποτελείται από τις αισθήσεις.


Έτσι, ένα «βιβλίο,» για παράδειγμα, δεν είναι τίποτα άλλο από μια συλλογή ψυχικών ιδιοτήτων (το άθροισμα όλων των φυσικών ιδιοτήτων συν τα κουάλια), όπως το χρώμα, η μυρωδιά του χαρτιού, άλλες ιδέες που εκφράζονται με λέξεις, και ούτω καθεξής. Αντί να πούμε ότι όλες οι προηγούμενες πτυχές είναι «φυσικές ιδιότητες,» μπορούμε να πούμε ότι είναι «ψυχικές ιδιότητες,» επειδή οι «έννοιες» δεν μπορούν να οριστούν υλικά. Επιπλέον, μπορούμε απλά να πούμε ότι οι ψυχικές ιδιότητες είναι «αισθήσεις» (όχι απλώς «κουάλια»), επειδή οι αισθήσεις είναι τα δομικά στοιχεία της αντίληψης- αλλά η αντίληψη καλύπτει τα πάντα. Αυτό ισχύει σίγουρα στο γενικό πλαίσιο της Συνείδησης. 


Η σχέση μεταξύ αντίληψης και αντικειμένου (επομένως μεταξύ μιας αίσθησης και του δικού της σχήματος) είναι θεμελιώδης. Μια τέτοια σύνδεση εκδηλώνεται στην περίπτωση της συναισθησίας (ή της ιδεοαισθησίας). Αλλά είναι αδύνατο για το συναισθητικό άτομο να αντιληφθεί, για παράδειγμα, έγχρωμους αριθμούς ή γράμματα εάν δεν απεικονίσει κάποιο σχήμα που σχετίζεται με τους αριθμούς ή τα γράμματα εξαρχής. Εάν, για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, ταυτίσουμε το χρώμα «καφέ» με τη «σοκολάτα» (ανεξάρτητα από το αν είμαστε σε θέση να δοκιμάσουμε το χρώμα ή όχι), είναι η εικόνα μιας σοκολάτας ή το σχήμα των γραμμάτων στην αντίστοιχη λέξη που μας κάνει να αναγνωρίσουμε το χρώμα ή τη γεύση. Έτσι, μπορούμε να γενικεύσουμε το συμπέρασμα θεωρώντας τη συναισθησία όχι ως «ανωμαλία,» αλλά ως αναφορά σε μια αρχέγονη ψυχική λειτουργία.


Ενώ μπορούμε να «ποσοτικοποιήσουμε» τα αρχέτυπα με πολλαπλάσια μιας θεμελιώδους δόνησης (ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το όνομα του πρωταρχικού αρχέτυπου), και στη συνέχεια να ορίσουμε μια «έννοια» ή «συναίσθημα» ή «σχήμα» που ν’ αντιστοιχεί σε κάθε ενεργειακό επίπεδο δόνησης (συσχετίζοντας έτσι άμεσα τις φυσικές ιδιότητες που μπορεί να προκύψουν από κάθε δόνηση με μια ψυχική κατάσταση), ο Γιουνγκ προτίμησε να προσωποποιήσει τα αρχέτυπα προσδιορίζοντας πέντε κύριες λειτουργίες της ψυχής, που είναι οι ίδιες αρχέτυπα ή καθολικά πρότυπα εμπειρίας:


Η Περσόνα είναι μια ταυτότητα που έχουμε, και την οποία παρουσιάζουμε στον έξω κόσμο. Μπορεί να έχουμε πολλές τέτοιες: το ρόλο της σταδιοδρομίας μας·το ρόλο μας ως μητέρα, πατέρας, γιος κ.λπ.·την πολιτική μας ταυτότητα·και ούτω καθεξής.


Το Εγώ είναι το κέντρο της συνειδητότητάς μας, η συνειδητή αίσθηση του εαυτού μας. Ως εκ τούτου, αποκλείει (αν και παραμένει επηρεασμένο από) τη βασική ψυχική δομή μας, που είναι ασυνείδητη. Λέει ο Γιουνγκ: «Απ’ όσο γνωρίζουμε, η συνείδηση είναι πάντα συνείδηση του Εγώ. Για να έχω συνείδηση του εαυτού μου, πρέπει να μπορώ να διακρίνω τον εαυτό μου από τους άλλους. Η σχέση μπορεί να υπάρξει μόνο όπου υπάρχει αυτή η διάκριση.»


Η Σκιά είναι ένα ασυνείδητο μέρος του Εγώ, και αποδέκτης όσων, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, έχουμε αποκηρύξει, όπως τις ιδιότητες που θα προτιμούσαμε να μην έχουμε, καθώς και τις απραγματοποίητες δυνατότητες. Η Σκιά είναι στενά συνδεδεμένη με την Ταυτότητα (Id) και τις δομές της, τον Θάνατο και τον Έρωτα, που περιέχουν τα ζωώδη ένστικτα. Είναι το μέρος της προσωπικότητας που στερείται την ψυχική επίγνωση, εξαιτίας των αμυντικών μηχανισμών του Εγώ.


Η Άνιμα είναι ένα σύμπλεγμα ασυνείδητων πεποιθήσεων και συναισθημάτων στην ψυχή ενός άνδρα που σχετίζονται με το αντίθετο φύλο, ενώ ο Άνιμους είναι το αντίστοιχο σύμπλεγμα στην ψυχή μιας γυναίκας. Ως μέρος του ασυνείδητου Εγώ, αυτά τα συμπλέγματα μπορούν να ανέλθουν στη συνείδηση όταν ενεργοποιηθούν από κατάλληλες συνθήκες.


Ο Εαυτός τέλος, είναι απλά η ολότητα της ψυχής. Είναι η συνάρτηση που περιέχει όλες τις άλλες λειτουργίες, και αποτελεί το επίκεντρό τους. Μπορεί να είναι δύσκολο για το συνειδητό Εγώ να δεχτεί ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότερα στην ψυχή από όσα γνωρίζει μέχρι σήμερα.

[http://www.mind-development.eu/jung.html]


Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, η συνείδηση αρχίζει να εμφανίζεται στο επίπεδο της Περσόνας. Έτσι, όλες οι προηγούμενες πτυχές, όπως η Σκιά ή το Εγώ, ανήκουν στο συλλογικό ασυνείδητο. Ίσως υπάρχει ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ του συλλογικού και του προσωπικού ασυνείδητου στο οποίο βρίσκεται το Εγώ. Επομένως, αν η ολότητα της ψυχής εκφράζεται από τον Εαυτό, ένας τέτοιος Εαυτός αναφέρεται σε μια συλλογική οντότητα. Η Περσόνα μπορεί να συσχετιστεί με τη διαδικασία προσωποποίησης, τη μετάβαση από το αδιαφοροποίητο συλλογικό ασυνείδητο σε ένα μοναδικό πρόσωπο, ένα συνειδητό ανθρώπινο ον. Η Άνιμα και ο Άνιμους δημιουργούν την αντίθεση μεταξύ μιας «θετικής- αρσενικής» και μιας «αρνητικής- θηλυκής» πτυχής της ψυχής, η οποία αντίθεση μπορεί να είναι χρήσιμη για τη διάκριση μεταξύ θετικών και αρνητικών συναισθημάτων. 


Πιο ειδικά, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, τα αρχέτυπα του Γιουνγκ αναφέρονται σε ασαφείς υποκείμενες μορφές, από τις οποίες προκύπτουν εικόνες και μοτίβα όπως η μητέρα, το παιδί, ο απατεώνας και ο κατακλυσμός, μεταξύ άλλων. Είναι η ιστορία, ο πολιτισμός και το προσωπικό πλαίσιο που διαμορφώνουν αυτές τις έκδηλες αναπαραστάσεις, δίνοντάς τους έτσι το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους. Αυτές οι εικόνες και τα μοτίβα ονομάζονται ακριβέστερα αρχετυπικές εικόνες. Ωστόσο, είναι σύνηθες ο όρος αρχέτυπο να χρησιμοποιείται εναλλακτικά για να αναφέρεται τόσο στα αρχέτυπα καθαυτά, όσο και σε αρχετυπικές εικόνες.


Ο Γιουνγκ περιέγραψε αρχετυπικά γεγονότα, όπως: η γέννηση, ο θάνατος, ο χωρισμός από τους γονείς, η μύηση, ο γάμος, η ένωση των αντιθέτων·αρχετυπικές μορφές, όπως: η μεγάλη μητέρα, ο πατέρας, το παιδί, ο διάβολος, ο θεός, ο σοφός γέρος, η σοφή γριά, ο απατεώνας, ο ήρωας·και αρχετυπικά μοτίβα, όπως: η αποκάλυψη, ο κατακλυσμός, η δημιουργία. Αν και ο αριθμός των αρχετύπων είναι απεριόριστος, υπάρχουν μερικές ιδιαίτερα αξιοσημείωτες, επαναλαμβανόμενες αρχετυπικές εικόνες, οι κυριότερες από τις οποίες, σύμφωνα με τον Γιουνγκ, είναι: η σκιά, ο σοφός γέρος, το παιδί, η μητέρα και ο πατέρας, η κοπέλα, και τέλος η Άνιμα στον άνδρα και ο Άνιμους στη γυναίκα.


Αλλά υπάρχει μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα πτυχή των αρχετύπων, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο της Βικιπαίδειας:


Ο Ernest Rossi προτείνει ότι η λειτουργία και τα χαρακτηριστικά μεταξύ του αριστερού και του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου μπορούν να μας επιτρέψουν να εντοπίσουμε τα αρχέτυπα στο δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο. Ο ίδιος παραθέτει έρευνες που δείχνουν ότι η αριστερή ημισφαιρική λειτουργία είναι κυρίως λεκτική και συνειρμική, ενώ εκείνη του δεξιού ημισφαιρίου κυρίως οπτικοχωρική και αντιληπτική. Έτσι, το αριστερό ημισφαίριο είναι εξοπλισμένο ως ένας κριτικός και αναλυτικός επεξεργαστής πληροφοριών, ενώ το δεξί ημισφαίριο λειτουργεί με μια «Γκεστάλτ» (ολιστική) λειτουργία. Αυτό σημαίνει ότι το δεξί ημισφαίριο είναι καλύτερο στο να αναπαράγει την εικόνα ενός συνόλου από ένα θραύσμα, στο να εργάζεται με συγκεχυμένο υλικό, αλλά είναι πιο παράλογο από το αριστερό ημισφαίριο, και πιο στενά συνδεδεμένο με τις σωματικές διαδικασίες. Μόλις όμως αυτές οι διαδικασίες εκφραστούν με τη μορφή λέξεων, εννοιών και γλώσσας του αριστερού ημισφαιρικού βασιλείου του Εγώ, γίνονται μόνο αναπαραστάσεις που παίρνουν το «χρώμα» από την ατομική συνείδηση. Επομένως, εσωτερικές φιγούρες όπως η Σκιά, η Άνιμα και ο Άνιμους θα είναι αρχετυπικές διαδικασίες που έχουν την πηγή τους στο δεξί ημισφαίριο.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Jungian_archetypes]


Όσον αφορά την τελευταία πρόταση, το να πούμε ότι τα αρχέτυπα βρίσκονται στο ένα μισό του εγκεφάλου, είναι παρόμοιο με το να πούμε ότι το άλλο μισό του εγκεφάλου δεν είναι δομημένο, επομένως ότι δεν υπάρχει. Αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι ένα μέρος ενός αρχέτυπου μπορεί να εκφραστεί σ’ ένα μέρος του εγκεφάλου, αλλά και πάλι αυτό θα μας έδινε μια εικόνα ενεργοποιημένων και λανθανουσών περιοχών σε όλο τον εγκέφαλο. Επιπλέον, οι ίδιοι οι νευρώνες μπορούν να θεωρηθούν ως απεικονίσεις αρχετυπικών λειτουργιών, οπότε ο εγκέφαλος θα είναι ένας ακριβής χάρτης, ή ακριβές αντίγραφο, της αρχετυπικής δομής.


Ενώ η Μορφή και τα συστατικά της, τα αρχέτυπα, αντιπροσωπεύουν αφηρημένες δομές και διαδικασίες που συνδέονται με τον συγκεκριμένο και απτό καθημερινό κόσμο, αν έπρεπε να προσωποποιήσω τα αρχέτυπα, θα τα θεωρούσα «ζωντανά πλάσματα,» αν και άυλα, μοιάζοντας ίσως μ’ ένα είδος «διαφανών εντόμων» (παρεμπιπτόντως, η λέξη «έντομο» σημαίνει κάτι με εσωτερική δομή). Για παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε την «Αράχνη,» την οποία αναφέραμε νωρίτερα, πολύ πιο λειτουργική από τον «Απατεώνα,» ή «Γελωτοποιό» (Trickster), του Γιουνγκ, ενώ ο «Ιστός» της Αράχνης είναι πολύ πιο ουσιαστικός από τη «Σκιά.» Ενώ ο Απατεώνας υπονοεί μια εκδήλωση ή προσωποποίηση της εξαπάτησης, η «Αράχνη» περιγράφει μια δομή που μπορεί να «αιχμαλωτίσει» τα πράγματα με τις λειτουργίες της, πέρα από οποιαδήποτε αναφορά στο «καλό» ή στο «κακό.» Επιπλέον, η Σκιά δεν έχει εσωτερική δομή, ενώ ο «Ιστός της Αράχνης» έχει μια συγκεκριμένη αρχιτεκτονική που μπορεί να συγκριθεί με ένα φυσικό πεδίο, αυτό του ηλεκτρομαγνητισμού. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια πιθανή σύνδεση μεταξύ των ιδιοτήτων των φυσικών πεδίων και των πτυχών της ψυχής, όπως έχει ήδη επιχειρηθεί σε αυτή τη συζήτηση.   


Ανεξάρτητα από το πόσα αρχέτυπα υπάρχουν, αν υπάρχει ένα αρχέτυπο της Προβολής, ένα αρχέτυπο της Αιτίας, ένα της Ελεύθερης Βούλησης, ένα άλλο της Αντανάκλασης, και αν ο Καθρέφτης είναι το θεμελιώδες αρχέτυπο που προβάλλει τα υπόλοιπα, ή αν ο Καθρέφτης είναι ένας τελεστής που δρα στα αρχέτυπα, και αν χρειαζόμαστε και αρχέτυπα και τελεστές, ή αν χρειαζόμαστε και αρχέτυπα και ιδιότητες αρχετύπων, ή αν απλά χρειαζόμαστε αρχέτυπα ως «λειτουργικές δομές» των πάντων- όλα αυτά τα ερωτήματα είναι τόσο σημαντικά όσο η ανάγκη που έχουμε να δώσουμε νόημα και σημασία στα πράγματα. Επιπλέον, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δεν υπάρχει καν ανάγκη να δώσουμε νόημα στα πράγματα. Ωστόσο, αν κάποιος το έλεγε αυτό, θα είχε αυτομάτως υπαινιχθεί την ύπαρξη μιας τέτοιας Ανάγκης απλά και μόνο αναφέροντάς την. Έτσι συνειδητοποιούμε ότι, ό,τι κι αν κάνουμε, πάντα επιστρέφουμε στις βασικές πτυχές των δικών μας σκέψεων και πράξεων, όπως εκδηλώνονται και όπως τις μαρτυρούμε. Εκεί κατοικούν τα αρχέτυπα, όποια ονόματα κι αν τους δώσουμε. 


Ας δούμε μερικά σχήματα που απεικονίζουν περαιτέρω τις βασικές έννοιες:



Είδαμε ότι στην αστρολογία οι πλανήτες μπορούν να αντιμετωπιστούν ως σύμβολα που ασκούν επιρροές τόσο σε φυσικό όσο και σε ψυχολογικό ή κοινωνικό επίπεδο.



Αντί για «πλανήτες» μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα αρχέτυπα ως κινητήριους παράγοντες. Αλλά αν οι πλανήτες δεν παράγουν «ψυχικές επιρροές,» είναι εξίσου πιθανό ότι δεν παράγουν ούτε φυσικές δυνάμεις. Ανταυτού μπορούμε να πούμε ότι οι πλανήτες τακτοποιούνται σε ορισμένες τροχιές σύμφωνα με κάποιο πρότυπο συμμετρίας. Η βαρύτητα στη θεωρία της σχετικότητας έχει ήδη περιοριστεί σε ένα «αποτέλεσμα,» ή σε μια «ψευδο-δύναμη,» δηλαδή αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο αισθανόμαστε την καμπυλότητα του χωροχρόνου. Έτσι, η βαρύτητα μπορεί να μετατραπεί σε μια διαδικασία που ενοποιεί τη φύση και τις ανθρώπινες αισθήσεις. 



Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να αντιληφθούμε την αλληλεπίδραση, ή σύμπτωση, μεταξύ αντικειμένου και υποκειμένου. Αντί για μια διαίρεση μεταξύ του φυσικού και του ψυχικού κόσμου, η Μορφή αντιπροσωπεύει μια Ενότητα, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο τα φυσικά αντικείμενα όσο και η ανθρώπινη εμπειρία. 



Μια εναλλακτική περιγραφή μιας τέτοιας Ενότητας είναι να υποθέσουμε κάποια διαδοχικά στρώματα στα οποία εδραιώνεται η αντίληψη. Η φυσική σφαίρα αντιπροσωπεύει τον κόσμο των απτών αντικειμένων, η συναισθηματική σφαίρα περιλαμβάνει τον κόσμο των αναπαραστάσεων, μια πρόσθετη σφαίρα μπορεί να ενσωματώσει τον κόσμο των αφηρημένων εννοιών, ενώ το εξωτερικό στρώμα περιγράφει τον ορίζοντα της Συνείδησης.  


Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε με τέτοια παραδείγματα ότι η διαίρεση μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και του κόσμου της Συνείδησης χάνει κάθε νόημα. Τα φυσικά αντικείμενα δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά έξω από τη σφαίρα της ανθρώπινης εμπειρίας, με την ίδια έννοια που η αντίληψη του αντικειμένου από το νου δημιουργεί την επίγνωση. Ίσως οι αρχέγονες οντότητες, τις οποίες μπορούμε να αποκαλέσουμε «χορδές» ή «αρχέτυπα,» και οι οποίες φαίνεται να αναδύονται αυθόρμητα από το σκοτάδι του κενού, δεν είναι τίποτα περισσότερο από κάποιες διεγερμένες δομές της Συνείδησης, κάποιες «κβαντικές καταστάσεις» μιας Υπερ-Νοημοσύνης, οι οποίες στη συνέχεια γίνονται αντιληπτές ως πραγματικά γεγονότα. Κατά συνέπεια, η προσωπική εμπειρία μπορεί να προκύπτει σε κάποια περιοχή αυτού του Συμπαντικού Νου, ως ένα τοπικό και εξατομικευμένο γεγονός. Έτσι, η μόνη διαφορά μεταξύ των ονειρικών φαντασιώσεων και της εκφρασμένης πραγματικότητας θα μπορούσε να είναι η ίδια με εκείνη μεταξύ της «υπερτιθέμενης» και της «καταρρέουσας» κατάστασης της «κυματοσυνάρτησης» της Συνείδησης, σύμφωνα με κάποιον αιτιώδη κανόνα που διατηρεί πάντα τη διαδικασία συνεκτική. 

 

Υπεραντίληψη

Αυτή είναι μια σειρά από γρήγορες σκέψεις:

 

Η αντίληψη είναι αποτέλεσμα των αισθήσεων.

Ο κόσμος αποτελείται από τις αισθήσεις.

Οι θεμελιώδεις ιδιότητες είναι αισθήσεις.

Τα αρχέτυπα παράγουν τις αισθήσεις.

Όλες οι έννοιες αντιστοιχούν σε ανώτερες αισθήσεις.

Έτσι, η κατανόηση είναι επίσης μια αίσθηση (μια αρχετυπική ιδιότητα).

Κάθε αίσθηση έχει τρεις «διαστάσεις:»

 

Σωματική- Συναισθηματική- Ψυχική


Προφανώς η σύγχρονη επιστήμη βρίσκεται ακόμα στο στάδιο του «4-διάστατου» φυσικού χωροχρόνου. Αλλά αν εγκαταλείψουμε το μηχανιστικό μοντέλο του Σύμπαντος (ακόμη και η κβαντομηχανική είναι «μηχανική»), οι διαστάσεις με τη μορφή της φυσικής κατεύθυνσης θα χάσουν κάθε νόημα. Είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδιανόητο, να κατανοήσουμε πώς θα έμοιαζε η «φυσική» του μέλλοντος, αν τα ανθρώπινα όντα τότε έχουν μεταμορφωθεί σε «ενεργειακές σφαίρες,» κινούμενα έτσι μέσα σε όλο το Σύμπαν χωρίς εμπόδια στο χωροχρόνο. Ωστόσο, αυτό που είναι τώρα άυλο, τότε θα έχει καταστεί απτό, επομένως η φυσική πραγματικότητα θα εξακολουθεί να υπάρχει. Αλλά τα όρια της αντίληψης και της επίγνωσης θα έχουν διευρυνθεί σημαντικά. Και φυσικά θα εξακολουθεί να υπάρχει κάποια αίσθηση του «σκότους» για να αντιπαραβάλλουμε το «φως.»





Η προηγούμενη εικόνα θυμίζει το διάγραμμα των Πάουλι- Γιουνγκ, που απεικονίζεται αλλού σε αυτό το έγγραφο, στο οποίο η αιτιότητα βρίσκεται στον οριζόντιο άξονα, ενώ η συγχρονικότητα βρίσκεται στον κατακόρυφο άξονα. Με μια τέτοια έννοια, η συνείδηση (conscious) ενώνει όλα τα φαινόμενα, γεφυρώνοντας ταυτόχρονα το χάσμα μεταξύ του ασυνείδητου (subconscious) και του «υπερσυνείδητου» (superconscious).


Ίσως υπάρχουν δύο θεμελιώδεις τρόποι για να περιγράψουμε τόσο τη Φύση όσο και την Ψυχή μ’ ενιαίο τρόπο:


-  Είτε να αντιμετωπίσουμε τη συνείδηση ως μια άλλη μεταβλητή στις εξισώσεις.

- Είτε να θεωρήσουμε τη συνείδηση ως την κύρια λειτουργία, της οποίας οι μεταβλητές είναι οι φυσικές ιδιότητες.


Το πλεονέκτημα της δεύτερης εναλλακτικής λύσης είναι πιθανώς ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε καμία θεμελιώδη διάκριση μεταξύ τού τι είναι φυσικό και τού τι ανήκει στην ψυχή. Ωστόσο, οι μεταβλητές μιας συνάρτησης είναι αιτιώδεις, με την έννοια ότι εκφράζουν τοπικές πτυχές της συνολικής συνάρτησης. Από την άλλη μεριά, η συνάρτηση, ως κατανομή πιθανοτήτων, είναι εγγενώς αιτιώδης. Μια άλλη πτυχή είναι ότι όλες οι μεταβλητές μπορούν να αντιμετωπιστούν ως εξαρτώμενες από το χρόνο. Για παράδειγμα, μια συνάρτηση του χώρου f(x)μπορεί να περιλαμβάνει μια συνάρτηση του χρόνου x(t). Με μια τέτοια έννοια, ο χρόνος δημιουργεί χώρο, ο οποίος με τη σειρά του κάνει τη συνάρτηση λειτουργική.


Έτσι, ο χρόνος γίνεται ένα μέτρο της Τάξης, και ο κύριος αιτιώδης Παράγοντας στο Σύμπαν. Ωστόσο, πάντα θα αγνοούμε «τώρα» την προϋπάρχουσα Κατάσταση πριν αρχίσει ο χρόνος να κυλάει. Είναι ακόμη δύσκολο να οριστεί ο όρος «προϋπάρχουσα.» Δεν αρκεί να κινηθούμε πίσω στο χρόνο για να φανταστούμε ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η Κατάσταση, επειδή μια τέτοια διαδικασία είναι μια αιτιώδης διαδικασία. Ίσως είμαστε αιώνια καταδικασμένοι να ορίσουμε το «αναιτιώδες,» ή «μη αιτιακό,» με αιτιώδεις υποθέσεις. Αλλά ακόμη και πριν εξετάσουμε τη διαδικασία της Τάξης, μπορούμε να υποθέσουμε κάποια έννοια της Δομής, χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε καμία αναφορά στο χρόνο ή το χώρο (εκτός από το ότι θα πρέπει να θεωρήσουμε τις «τελείες» και τις «γραμμές» της Δομής αυτής ως κάτι διαφορετικό από τις «χωροχρονικές συντεταγμένες» ή την «κίνηση»).


Με μια τέτοια έννοια, ο Γιουνγκ αναφέρθηκε στη συγχρονικότητα ως μια μη αιτιακή συνδετική αρχή κάποιου είδους Συμμετρίας ή Δομής. Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συντεταγμένες του πλέγματος μιας τέτοιας δομής; Ίσως αυτές οι συντεταγμένες να είναι οι λειτουργίες των αρχετύπων, ή οι «πλευρές» και οι «κορυφές» κάποιων στοιχειωδών αντικειμένων, ή σχημάτων, που αποτελούν τη Δομή. Επομένως, το «πλέγμα» μας αντιπροσωπεύει ένα στοιχειώδες «πεδίο» συχνοτήτων και εντάσεων αρχέτυπων, οι οποίες εκφράζονται ως φυσικές ιδιότητες, συμπεριλαμβανομένου του χώρου και του χρόνου. Μια τέτοια κατασκευή θα έμοιαζε περισσότερο με το πλανητικό μοντέλο του Κέπλερ, το οποίο βασίζεται στα πλατωνικά στερεά,[13] και το  οποίο, αν και μπορεί να φαίνεται μαγικό ή ξεπερασμένο, αντιπροσωπεύει έξοχα την ύστατη προσπάθεια του ανθρώπινου νου να ταιριάξει απόλυτα με την αρχετυπική δομή του. Αν χρειάστηκαν περίπου 2.000 χρόνια, από την αυγή της επιστήμης στην αρχαία Μεσοποταμία και την Αίγυπτο μέχρι την εποχή του Πλάτωνα, για να καταλάβουμε ποια θα μπορούσαν να είναι τα θεμελιώδη στερεά, και αν πέρασαν άλλα 2.000 χρόνια για να φτάσουμε από τις ιδέες του Πλάτωνα μέχρι τη σκέψη του Κέπλερ, τότε ίσως χρειαστούν άλλα 2.000 χρόνια, ξεκινώντας από την εποχή του Κέπλερ και της Αναγέννησης,  μέχρι να φτάσουμε σε μια θεωρία της Συνείδησης, και να ενοποιήσουμε τη γεωμετρία με τη διαδικασία της σκέψης.


Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι τα συναισθήματα ήταν βασικό συστατικό της αρετής. Ίσως η Αρετή να είναι μια έκφραση του υπέρτατου Πεπρωμένου ή Αιτίας στο Σύμπαν. Μπορούμε να πούμε ότι ζούμε χάρη στη Τέλεια Μορφή, ακόμη και αν η Τελειότητα πρόκειται να πραγματοποιηθεί ως Ολοκλήρωση ή Εκπλήρωση, χωρίς καμία αναφορά στη Θεϊκότητα. Ίσως «αρετή» σημαίνει απλώς να ζούμε σε αρμονία με τον εαυτό μας και με τον υπόλοιπο κόσμο. Μετατρέποντας το Πάθος σε Αρετή, μπορούμε να ενώσουμε τις ιδέες και τις αισθήσεις, δίνοντας έτσι το «τέλειο σχήμα» στην ίδια μας την ύπαρξη. Στην πραγματικότητα, η «συναισθησία» θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως «σκέψη μαζί με τις αισθήσεις.» Μπορούμε επίσης να ονομάσουμε μια τέτοια ψυχική κατάσταση «υπεραντίληψη,» και να ορίσουμε ή να ξεκινήσουμε μια διαδικασία παρόμοια με εκείνη ενός πειράματος σκέψης ή διαλογισμού, προκειμένου να φτάσουμε σε μια τέτοια ψυχική κατάσταση όπου οι σκέψεις και τα συναισθήματα συγχωνεύονται. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις ακόλουθες εξισώσεις- προτάσεις για να απεικονίσουμε τέτοιες διαδικασίες:


Αρχέτυπο + Προβολή = Ψυχικό περιεχόμενο (ασυνείδητο)

Ψυχικό περιεχόμενο + Αντανάκλαση =Φυσικό αντικείμενο (συνειδητό)

Αρχέτυπο + Προβολή + Αντανάκλαση = Φυσικό αντικείμενο


Έτσι, το δονούμενο αρχέτυπο (με προβολή και αντανάκλαση) παράγει τον φυσικό κόσμο.


Φυσικό αντικείμενο - Ψυχικό περιεχόμενο = Αιτία

Εμπειρία + Αιτία = Ύπαρξη


Εξετάζοντας τα φυσικά φαινόμενα, πηγαίνουμε πίσω στις αιτίες. Ταυτόχρονα, μετατρέπουμε το δικό μας ψυχικό περιεχόμενο σε πραγματικότητα.


Προβολή + Αντανάκλαση = Φυσικό αντικείμενο + Ψυχικό περιεχόμενο

Φυσικό αντικείμενο + Ψυχικό περιεχόμενο + Αιτία = Συνείδηση


Αν αφαιρέσουμε όλα όσα γνωρίζουμε για τον κόσμο από όλα τα πράγματα (φυσικά και ψυχικά) που πραγματικά συνθέτουν τον κόσμο, αυτό που μένει είναι η Αιτία (Σκοπός) των ίδιων πραγμάτων.


Συλλογική συνείδηση = Εξατομικευμένη συνείδηση + Αιτία

Ελεύθερη Βούληση + Αιτία = Πεπρωμένο


Η δική μας επίγνωση είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας εξατομίκευσης. Οι ελεύθερες επιλογές μας εκπληρώνουν το πεπρωμένο μας.


Δομή (Συμμετρία) + Αιτία = Νόημα (η Μορφή)

Σημασία + Αιτία = Αρετή (Αρμονία)


Μπορούμε να πούμε ότι το να ζούμε με αρμονία είναι μια σκόπιμη πράξη συνειδητοποίησης της υποκείμενης ομορφιάς (συμμετρίας) του κόσμου.


Τα προηγούμενα σχήματα λόγου με οδηγούν να πω ότι,


Αρχέτυπο = Αιτία


Ίσως το Αρχέτυπο να είναι μια Αιτία χωρίς Επίγνωση. Ή μάλλον η Αιτία είναι ένα Αρχέτυπο χωρίς Επίγνωση. Σε κάθε περίπτωση,


Αρχέτυπο + Αιτία = Συνείδηση


Αυτό μας αφήνει με την εντύπωση ότι μια Εξωτερική Δύναμη είναι απαραίτητη για να ξεκινήσει η όλη διαδικασία- ότι χρειαζόμαστε μια προϋπάρχουσα Αιτία (που υπάρχει ακόμη και πριν από τα αρχέτυπα). Αλλά καλύτερα να μην επαναλάβουμε τον άπειρο βρόχο που κάποτε δημιούργησε αυθόρμητα όλα όσα γνωρίζουμε στο μυαλό μας και στο Σύμπαν. Είμαστε όλοι προϊόντα της Προβολής, η οποία μπορεί να ήταν τόσο πομπώδης και βίαιη όσο η Μεγάλη Έκρηξη (Big Bang), ή τόσο σεμνή και σιωπηλή όσο ένα Όνειρο που ξεδιπλώνεται. Ανεξάρτητα από το πώς ορίζουμε την αρχέγονη μοναδικότητα που περιελάμβανε όλες τις απαραίτητες συνθήκες για να ξεκινήσει ο κόσμος, η αιτιότητα έκανε την αρχική δομή να ξετυλιχθεί και να αποκτήσει νόημα. Νοήμον είναι ό,τι υπάρχει, που όμως ταυτόχρονα είναι γνωστό ότι υπάρχει. Μια τέτοια καθολική σύμπτωση, ή Συμπάθεια, είναι δυνατή επειδή το δικό μας μυαλό είναι μέρος της διαδικασίας. Έτσι, «εξατομίκευση» σημαίνει ταυτόχρονα «υλοποίηση,» ή απλώς «συνειδητοποίηση.» Κοιτάζοντας τον καθρέφτη για να δούμε τον εαυτό μας, ταυτόχρονα ο Καθρέφτης προβάλλει την εικόνα μας για να γίνει αντιληπτή. Στη γενική περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι η Μορφή έχει Όψη σαν τη Σελήνη. Αλλά δεν είμαστε σε θέση να κοιτάξουμε και τις δύο πλευρές ταυτόχρονα. Έτσι μένουμε τελικά με την αλήθεια του δικού μας στοχασμού.

 

Το μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού

Θα κλείσω αυτή τη συζήτηση με ένα απόσπασμα από το «Μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού»:[14]

 

«Χωρίς αρχή, χωρίς τέλος,

Χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον.

Ένα φωτοστέφανο περιβάλλει τον κόσμο του νόμου.

Ξεχνάμε ο ένας τον άλλον, ήσυχοι και αγνοί, εντελώς ισχυροί και άδειοι.

Το κενό ακτινοβολείται από το φως της καρδιάς και του ουρανού.

Το νερό της θάλασσας είναι λείο και καθρεφτίζει το φεγγάρι στην επιφάνειά του.

Τα σύννεφα εξαφανίζονται στο μπλε διάστημα. Τα βουνά λάμπουν καθαρά.

Η συνείδηση επανέρχεται στον στοχασμό. Ο δίσκος της Σελήνης αναπαύεται μόνος του.»

[http://www.bahaistudies.net/asma/the_secret_of_the_golden_flower2.pdf]

 

- Η Συνείδηση επιστρέφει στη Συνείδηση.

- Η Μορφή αντανακλά τη Μορφή.

 

 

 

 

==========ΤΕΛΟΣ==========

 

 

 

 


Θεωρία των αρχέτυπων, © Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2023.

mailto: christselentis@gmail.com

 

 



[1] Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο του Γιουνγκ σε δική μου μετάφραση στον ακόλουθο σύνδεσμο:

[https://www.scribd.com/doc/20205115/%CE%A3%CF%85%CE%B3%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CE%9C%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B7-A%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE-%CE%A3%CF%85%CE%BD%CE%B4%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%91%CF%81%CF%87%CE%AE] 

[2] Σχετικά με την Πρωταπριλιά, οι Γαλλόφωνοι λένε «Poisson d’ avril» («Ψάρι του Απρίλη»), αντί για το «April Fools’ Day» που λένε οι Αγγλόφωνοι.

[3] Ο Paul Kammerer (1880-1926) ήταν Αυστριακός βιολόγος και οπαδός του Λαμαρκισμού (η θεωρία ότι οι οργανισμοί μπορούν να μεταφέρουν στους απογόνους τους χαρακτηριστικά που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους). Ένα από τα πάθη του  Kammerer ήταν και η συλλογή συμπτώσεων. Ο ίδιος δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο Das Gesetz der Serie (Ο Νόμος των Σειρών), το οποίο δεν μεταφράστηκε ποτέ στα Αγγλικά, και στο οποίο αναφέρει περισσότερα από 100 περιστατικά συμπτώσεων, τα οποία τον οδήγησαν να διατυπώσει τη θεωρία της σειριακότητας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Paul_Kammerer]

[4] Μπορείτε να βρείτε το κείμενο του Πάουλι σε δική μου μετάφραση στον ακόλουθο σύνδεσμο:

[https://www.scribd.com/document/15935243/%CE%A3%CE%A5%CE%93%CE%A7%CE%A1%CE%9F%CE%9D%CE%91-%CE%A0%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%94%CE%95%CE%99%CE%93%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%91-%CE%A6%CE%A5%CE%A3%CE%99%CE%9A%CE%97%CE%A3-%CE%A5%CE%A0%CE%9F%CE%92%CE%91%CE%98%CE%A1%CE%9F%CE%A5]

[5] Στην κβαντική σύζευξη, η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο συζευγμένων σωματιδίων θεωρείται ότι γίνεται «ακαριαία,» χωρίς δηλαδή να μεσολαβεί επαρκής χρόνος ώστε κάποιο σήμα από το ένα σωματίδιο να φτάσει στο άλλο με την ταχύτητα του φωτός.

[6] Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο του Ντέιβιντ Μπομ σε δική μου μετάφραση στον ακόλουθο σύνδεσμο:

[https://www.scribd.com/document/59850473/%CE%9F%CE%9B%CE%9F%CE%A4%CE%97%CE%A4%CE%91-%CE%9A%CE%91%CE%99-%CE%97-%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%9F%CE%A7%CE%95%CE%9F%CE%A5%CE%A3%CE%91-%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%97]

[7] Περισσότερα σχετικά με την έννοια της Μορφής, μπορείτε να βρείτε στο κείμενό μου Theory of the Form, στον ακόλουθο σύνδεσμο:

[https://www.scribd.com/document/292200322/Theory-of-the-Form]

[8] Ο Alexander Gurwitsch (1874–1954) ήταν Σοβιετικός βιολόγος και ιατρικός επιστήμονας, ο οποίος δημιούργησε τη μορφογενετική θεωρία πεδίου, και ανακάλυψε το βιοφωτόνιο.

[https://www.wikiwand.com/en/Alexander_Gurwitsch]

[9] Ο KarlPribram (1919-2015) ήταν καθηγητής ψυχολογίας και ψυχιατρικής, ο οποίος έγινε γνωστός για τη θεωρία του ολονομικού μοντέλου του εγκεφάλου.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Karl_H._Pribram]

[10] Στο γνωστό νοητικό πείραμα του Σρέντινγκερ με τη γάτα η οποία είναι κλεισμένη μέσα σ’ ένα κουτί, δεν γνωρίζουμε αν η γάτα είναι νεκρή ή ζωντανή πριν ν'ανοίξουμε το κουτί, πριν δηλαδή λάβει χώρα η πράξη της παρατήρησης.  

[11] Περισσότερα σχετικά με αυτήν την άποψη ταυτοχρονισμού, μπορείτε να βρείτε στο κείμενό μου Crossing The Brachistochrone, στον παρακάτω σύνδεσμο:

[https://www.scribd.com/document/599967274/Crossing-the-Brachistochrone]

[12] Περισσότερα σχετικά με την έννοια του επεκταμένου παρόντος μπορείτε να βρείτε στο κείμενό μου Το επεκταμένο παρόν:

[https://www.scribd.com/document/114427379/%CE%A4%CE%BF-%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%81%CF%8C%CE%BD]

[13] Ο Κέπλερ προσπάθησε να κατασκευάσει ένα μοντέλο για το πλανητικό μας σύστημα, σύμφωνα με το οποίο οι τροχιές των πλανητών και οι σχέσεις των μεταξύ τους κινήσεων θα ταίριαζαν με τα σχήματα των πλατωνικών στερεών και των αναμεταξύ τους σχέσεων, σε συμφωνία με αυτό που ο ίδιος ονόμασε Αρμονία του Κόσμου. Δείτε για παράδειγμα ενδεικτικά το παρακάτω κείμενό μου:

[https://christselentis.blogspot.com/2023/03/blog-post_69.html]

[14] Πρόκειται για Ταοϊστικό κείμενο, σχετικά με την εξάσκηση της σκέψης και την πλήρωση του πνεύματος. Μπορείτε να το βρείτε σε δική μου μετάφραση στον ακόλουθο σύνδεσμο:

[https://www.scribd.com/document/58972931/%CE%A4%CE%9F-%CE%9C%CE%A5%CE%A3%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%9F-%CE%A4%CE%9F%CE%A5-%CE%A7%CE%A1%CE%A5%CE%A3%CE%9F%CE%A5-%CE%9B%CE%9F%CE%A5%CE%9B%CE%9F%CE%A5%CE%94%CE%99%CE%9F%CE%A5]

 

Υπερβατικός διαλογισμός για τη φαινομενική σκοπιμότητα στη μοίρα του ατόμου

$
0
0

 


 

Άρθουρ Σοπενχάουερ

 

Αν και οι ιδέες που θα εκτεθούν εδώ δεν οδηγούν σε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, θα μπορούσαν μάλιστα να χαρακτηριστούν ως μια απλή μεταφυσική φαντασίωση, δεν θα μπορούσα να τις παραδώσω στη λήθη, αφού για πολλούς ανθρώπους θα είναι ευπρόσδεκτες, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις δικές τους ιδέες πάνω στο ίδιο θέμα. Ωστόσο, οι ίδιοι άνθρωποι πρέπει επίσης να έχουν υπόψην ότι γι’ αυτές τις ιδέες όλα είναι αμφίβολα και αβέβαια, όχι μόνο σχετικά με τη λύση, αλλά και με το πρόβλημα.

 

Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να περιμένουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για το θέμα· Αντίθετα, θα κάνουμε μάλλον μια απλή αναδρομή σ’ ένα σύνολο πολύ αμυδρών γεγονότων τα οποία έχουν πιθανώς παρουσιαστεί στους περισσότερους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ακόμη και οι παρατηρήσεις μας επί του θέματος μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα ψηλάφισμα στο σκοτάδι, όπου διαπιστώνουμε ότι κάτι υπάρχει, αλλά δεν γνωρίζουμε πραγματικά πού βρίσκεται, ή τι είναι.

 

Εάν, ωστόσο, κατά τη διάρκεια των παρατηρήσεών μου υιοθετώ περιστασιακά έναν θετικό, ή ακόμη και δογματικό, τόνο, ας διευκρινιστεί εδώ ότι αυτό γίνεται μόνο και μόνο για να μην γίνω βαρετός και φλύαρος μέσω της συνεχούς επανάληψης αμφιβολιών και εικασιών, και ότι, κατά συνέπεια, αυτός ο τόνος δεν πρέπει να εκληφθεί στην κυριολεξία.

 

Η πίστη σε μια ειδική πρόνοια, ή αλλιώς σε μια υπερφυσική καθοδήγηση των γεγονότων στη ζωή ενός ατόμου, ήταν πάντα παγκοσμίως δημοφιλής, και βρίσκεται περιστασιακά σταθερή και ακλόνητη σε στοχαστές που είναι αντίθετοι με κάθε δεισιδαιμονία, και είναι ακόμη εντελώς ασύνδετη με οποιαδήποτε συγκεκριμένα δόγματα. Σε αντίθεση με αυτό είναι κατά πρώτο λόγο το γεγονός ότι αυτή η πίστη, όπως κάθε πίστη σε έναν Θεό, δεν έχει ξεπηδήσει πραγματικά  από τηγνώση, αλλά από τη θέληση. Έτσι, είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα της αξιοθρήνητης κατάστασής μας.

 

Τα στοιχεία γι’ αυτό, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν παρασχεθεί απλώς από τη γνώση, θα μπορούσαν ίσως να βρεθούν στο γεγονός ότι η τύχη, η οποία παίζει τόσασκληρά και κακόβουλα παιγνίδια, μερικές φορές αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευνοϊκή για εμάς, ή εξυπηρετεί έμμεσα το δικό μας όφελος. Σε αυτές τις περιπτώσεις αναγνωρίζουμε το χέρι της πρόνοιας, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν μας έχει οδηγήσει σε ένα τυχερό πεπρωμένο ενάντια στη δική μας διορατικότητα, ή ακόμη και με τρόπους που αποστρεφόμαστε.

 

Τότε λέμε, «tuncbenenavigavi, cumnaufragiumfeci[1]και ηαντίθεση ανάμεσα στην προσωπική επιλογή και στην καθοδήγηση της μοίρας γίνεται αδιαμφισβήτητα σαφής, αλλά ταυτόχρονα συνηγορεί υπέρ της τελευταίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν συναντάμε δυστυχίες παρηγορούμε τον εαυτό μας με εκείνο το σύντομο ρητό που συχνά αποδεικνύεται αληθινό, «ποιος ξέρει, μπορεί να είναι για καλό.»

 

Αυτό το ρητό έχει πραγματικά ξεπηδήσει από την άποψη ότι, αν και ητύχη κυβερνά τον κόσμο, το λάθοςείναι το άλλο μισό της, αφού υποκείμεθα εξίσου και στα δύο. Έτσι, το ίδιο πράγμα που τώρα μας φαίνεται ατυχία, μπορεί τελικά να είναι ευλογία. Με αυτόν τον τρόπο αποκρούουμε τα χτυπήματα του ενός τυράννου του κόσμου, και στρεφόμαστε προς τον άλλον, αποστρεφόμενοι την τύχη, και κάνοντας έκκληση στο λάθος.

 

Πέρα από αυτό, όμως, το να αποδώσουμε έναν σκοπό ή πρόθεση στην καθαρή τύχη, είναι μια ιδέα απαράμιλλης τόλμης. Ωστόσο, πιστεύω ότι ο καθένας μας είχε τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του μια ζωντανή ανάμνηση για αυτό. Μια τέτοια ιδέα βρίσκεται σε όλες τις φυλές και σε όλες τις θρησκείες, αν και είναι πιο έντονη μεταξύ των Μωαμεθανών. Είναι μια ιδέα που μπορεί να είναι η πιο παράλογη ή η πιο ουσιώδης, ανάλογα με το πώς γίνεται κατανοητή.

 

Παρόλα αυτά, όσο εντυπωσιακές κι αν είναι μερικές φορές οι περιπτώσεις όπου αυτή η άποψη θα μπορούσε να υποστηριχθεί, υπάρχει πάντα η μόνιμη αντίρρηση ότι θα ήταν το μεγαλύτερο θαύμα αν η τύχη δεν παρακολουθούσε ποτέ τις υποθέσεις μας τόσο καλά όσο, ή ακόμα καλύτερα από ό,τι, θα μπορούσε να κάνει η κατανόηση και η διορατικότητά μας.

 

Χωρίς εξαίρεση, όλα όσα συμβαίνουν, συμβαίνουν με αυστηρή αναγκαιότητα, και αυτή είναι μια αλήθεια που πρέπει να κατανοηθεί εκ των προτέρων, και συνεπώς να θεωρηθεί αδιάψευστη· εδώ θα ονομάσω αυτήν την αλήθεια ευαπόδεικτη μοιροκρατία. Στο βραβευμένο δοκίμιό μου OntheFreedomoftheWill, αυτό ακολουθεί ως αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων ερευνών μου. Επιβεβαιώνεται εμπειρικά  και εκ των υστέρων από το γεγονός, που δεν αμφισβητείται πλέον, ότι οι μαγνητικοί υπνοβάτες,[2]άτομα προικισμένα με δεύτερη όραση, και μερικές φορές ακόμη και τα κοινά μας όνειρα, προβλέπουν άμεσα και με ακρίβεια μελλοντικά γεγονότα.[3]

 

Αυτή η εμπειρική επιβεβαίωση της θεωρίας μου για την αυστηρή αναγκαιότηταόλων όσων συμβαίνουν, φαίνεται πιο εντυπωσιακά με τηδεύτερη όραση.[4]Διότι με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε εκ των υστέρων να συμβαίνει κάτι που είχαμε προβλέψει καιρό πριν· αυτό το φαινόμενο συμβαίνει με πλήρη ακρίβεια και με όλες τις συνακόλουθες περιστάσεις ακριβώς όπως είχαν δηλωθεί, ακόμη και αν είχαμε σκόπιμα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να το αποτρέψουμε, ή για να κάνουμε το γεγονός διαφορετικό από το αρχικό όραμα. Αυτό είναι μάταιο, αφού το ίδιο το πράγμα που υποτίθεται ότι θα ματαιώσει το προβλεπόμενο γεγονός, πάντα βοηθάει στην πραγματοποίηση του γεγονότος. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει στις τραγωδίες και στην ιστορία των αρχαίων, αφού η καταστροφή που προβλέπεται από χρησμούς ή όνειρα, προκαλείται από τα ίδια τα μέτρα που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη της καταστροφής.

 

Ως παραδείγματα αυτού, αναφέρω ανάμεσα σε πολλά τον Οιδίποδα Τύραννο, και την ιστορία του Κροίσου με τον Άδραστο στο πρώτο βιβλίο του Ηροδότου. Παρομοίως, βρίσκουμε περιπτώσεις δεύτερης όρασης που δίνονται από τον πολύ αξιόπιστο BendeBendsenστο ArchivfürthierischenMagnetismusτου Kieser, καθώς και μια περίπτωση στο TheoriederGeisterkundeτων Jung-Stilling.

 

Τώρα, αν το δώρο της δεύτερης όρασης ήταν πιο συχνό, αναρίθμητα προβλεπόμενα γεγονότα θα συνέβαιναν ακριβώς, και η αναμφισβήτητη πραγματική απόδειξη της αυστηρής αναγκαιότητας όλων όσων συμβαίνουν θα ήταν γενικά προφανής και προσιτή σε όλους. Τότε δεν θα υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία ότι όσο και αν η πορεία των πραγμάτων φαίνεται ως καθαρά τυχαία,  κατά βάθος δεν είναι έτσι. Αντίθετα, όλα αυτά τα ατυχήματα, ταεἰκῇ φερόμενα,[5] περιβάλλονται από μόνα τους από μια βαθιά κρυμμένη αναγκαιότητα, την εἱμαρμένη, της οποίας το απλό όργανο είναι η ίδια η τύχη. Η απόκτηση ενόρασης σε αυτό το φαινόμενο ήταν από αμνημονεύτων χρόνων η προσπάθεια όλων των μάντεων.

 

Τώρα, από τoπεριστατικό που προηγουμένως αναφέρθηκε, και το οποίο θεμελιώθηκε με γεγονότα, προκύπτει όχι μόνο ότι όλα τα γεγονότα συμβαίνουν με πλήρη αναγκαιότητα, αλλά και ότι, κατά κάποιο τρόπο, καθορίζονται εκ των προτέρων και αντικειμενικά, με την έννοια ότι παρουσιάζονται στα μάτια ενός μάντη ως κάτι που ήδη υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση, τούτο θα μπορούσε ακόμη να αποδοθεί στην απλή αναγκαιότητα της εμφάνισής τους ως συνέπεια της πορείας της αιτιώδους αλυσίδας.

 

Σε κάθε περίπτωση, η ενόραση, ή μάλλον η άποψη, ότι αυτή η αναγκαιότητα όλων όσων συμβαίνουν δεν είναι τυφλή- και επομένως η πίστη σε μια σύνδεση γεγονότων στην πορεία της ζωής μας, τόσο συστηματική όσο και απαραίτητη- είναι μια μοιροκρατία ανώτερης τάξης, η οποία δεν μπορεί, όπως η απλή μοιρολατρία, να αποδειχθεί, αλλά συμβαίνει πιθανώς σε όλους αργά ή γρήγορα, και μας κρατά σταθερά, είτε προσωρινά είτε μόνιμα, σε αυτόν τον τρόπο σκέψης.

 

Αυτού του είδους τη μοιροκρατία μπορούμε να ονομάσουμε υπερβατική μοιροκρατία,[6]σε αντίθεση με εκείνη που είναι συνηθισμένη και αποδείξιμη. Δεν προέρχεται, όπως η τελευταία, από μια πραγματικά θεωρητική γνώση, ή από τη σχετική έρευνα, για την οποία λίγοι θα είχαν τα προσόντα· αλλά σταδιακά αποκαλύπτεται από τις εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου. Από αυτές τις εμπειρίες, κάποια συγκεκριμένα γεγονότα γίνονται εμφανή σε όλους, και, επειδή είναι ειδικά κατάλληλα για τον καθένα χωριστά, φέρουν τη σφραγίδα μιας ηθικής ή εσωτερικής αναγκαιότητας, παρότι δημιουργούν την εντύπωση μιας εξωτερικής και εντελώς τυχαίας φύσης.

 

Η συχνή εμφάνιση αυτού του φαινομένου μάς οδηγεί βαθμιαία στην άποψη, που συχνά γίνεται πεποίθηση, ότι η πορεία της ζωής μας, όσο κι αν φαίνεται συγκεχυμένη, είναι ένα πλήρες σύνολο, σε αρμονία με τον εαυτό μας, και έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, και ένα νόημα τόσο βαθιά διδακτικό όσο και το καλύτερο έπος.[7]

 

Αλλά τώρα οι πληροφορίες που μας μεταδίδονται με αυτόν τον τρόπο, θα σχετίζονται αποκλειστικά με την ατομική μας βούληση, η οποία σε τελευταία ανάλυση είναι το ατομικό μας λάθος. Γιατί το σχέδιο και η ολότητα δεν βρίσκονται στην παγκόσμια ιστορία, όπως η ακαδημαϊκή φιλοσοφία θα ήθελε να πιστέψουμε, αλλά στη ζωή του ατόμου. Στην πραγματικότητα, τα έθνη υπάρχουν απλώς στη θεωρία. Το άτομο είναι αυτό που είναι πραγματικό. Επομένως, η παγκόσμια ιστορία δεν έχει άμεση μεταφυσική σημασία. Είναι απλά μια τυχαία διαμόρφωση των γεγονότων.

 

Εδώ υπενθυμίζω στον αναγνώστη αυτά που έχω πει σχετικά με αυτό το θέμα στο κύριο έργο μου, ο Κόσμος ως Βούληση και Παράσταση. Και έτσι, όσον αφορά την ατομική μας μοίρα, παρουσιάζεται σε πολλούς αυτή ηυπερβατική μοιροκρατία, η οποία κάποια στιγμή εμφανίζεται ίσως στον καθένα μέσω μιας προσεκτικής εξέτασης της προσωπικής του ζωής, αφού το νήμα της έχει ξεδιπλωθεί σε μεγάλο βαθμό. Στην πραγματικότητα, όταν κάποιος αναλογίζεται τις λεπτομέρειες της ζωής του, αυτή μπορεί μερικές φορές να του παρουσιαστεί σαν να είχαν χαρτογραφηθεί όλα σ’ αυτήν, και οι άνθρωποι που εμφανίζονται στο προσκήνιο να μοιάζουν σαν απλοί ερμηνευτές σε κάποιο έργο. Αυτή η υπερβατική μοιροκρατία δεν έχει μόνο πολλά στοιχεία που είναι παρηγορητικά, αλλά ίσως και πολλά που είναι αλήθεια· και έτσι πολλές φορές επιβεβαιώνεται ακόμη και ως δόγμα.[8]

 

Ως εντελώς απροκατάληπτη, αξίζει να αναφερθεί εδώ η μαρτυρία ενός έμπειρου ποιητή και ανθρώπου του κόσμου, η οποία μαρτυρία δίνεται επιπλέον σε μια νεστοριανή εποχή, δηλαδή αυτή του ενενηντάχρονου KarlLudwigvonKnebel, ο οποίος στο LitterarischerNachlassλέει:

 

«Με μια πιο προσεκτική παρατήρηση, θα διαπιστώσουμε ότι στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων πρέπει να βρεθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο, μέσω της ιδιόμορφης φύσης ή των περιστάσεων που το κατευθύνουν, είναι, κατά κάποιον τρόπο, σκιαγραφημένο γι’ αυτούς. Οι καταστάσεις της ζωής τους μπορεί να είναι ευμετάβλητες, αλλά στο τέλος εμφανίζεται μια ολότητα που μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε μέσα από αυτήν μια ορισμένη αρμονία και συνέπεια. Όσο κρυφή κι αν είναι η δράση της, το χέρι μιας καθορισμένης μοίρας είναι επίσης απόλυτα εμφανές· μπορεί να κινηθεί από εξωτερική επιρροή ή εσωτερική ώθηση· πράγματι, αντιφατικοί λόγοι μπορεί να λειτουργούν προς την κατεύθυνση της μοίρας. Όσο αποδιοργανωμένη κι αν είναι η πορεία της ζωής, το κίνητρο και η τάση, τα θεμέλια και η κατεύθυνση, κάνουν πάντα την εμφάνισή τους.»

 

Η συστηματική διευθέτηση, που αναφέρεται εδώ, στη ζωή του καθενός μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από την αμετάβλητη και άκαμπτη συνοχή του έμφυτου χαρακτήρα, η οποία πάντα φέρνει έναν άνθρωπο πίσω στην ίδια τροχιά. Ο καθένας αναγνωρίζει αμέσως και με βεβαιότητα τι είναι πιο κατάλληλο για τον χαρακτήρα του, έτσι ώστε, ακόμα κι αν δεν το αναλογίζεται, ενεργεί κατά κανόνα από ένστικτο. Στο βαθμό που αυτό το είδος γνώσης περνά σε δράση χωρίς να έχει γίνει συνειδητό, μπορεί να συγκριθεί με τις αντανακλαστικές κινήσεις του MarshallHall.[9]

 

Έτσι, ο καθένας επιδιώκει και παίρνει ό,τι του αρμόζει ως άτομο, ακόμη και χωρίς να είναι σε θέση να δώσει μια σαφή εξήγηση για αυτό στον εαυτό του, και η δύναμη για να πράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν έρχεται σε αυτόν ούτε από έξω ούτε από τις δικές του λανθασμένες αντιλήψεις και προκαταλήψεις.

 

Με τον ίδιο τρόπο, η χελώνα, που εκκολάπτεται στην άμμο από τον ήλιο, πηγαίνει αμέσως κατευθείαν στο νερό, ακόμη και χωρίς να μπορεί να το δει. Αυτή είναι η εσωτερική πυξίδα, το μυστηριώδες χαρακτηριστικό, που οδηγεί τον καθένα σ’ εκείνοτομονοπάτι που γι’ αυτόν είναι το μόνο κατάλληλο· αλλά μόνο αφού το έχει καλύψει αυτό το μονοπάτι, αποκτά ο άνθρωπος επίγνωση της ομοιόμορφης κατεύθυνσής του.

 

Αυτό, ωστόσο, φαίνεται ανεπαρκές ενόψει της ισχυρής επιρροής και της μεγάλης δύναμης των εξωτερικών περιστάσεων. Δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρο ότι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, δηλαδή η πορεία της ζωής ενός ανθρώπου, η οποία κερδίζεται με τόση προσπάθεια, κόπο και πόνο, θα πρέπει να λάβει το άλλο μισό της κατεύθυνσής της, δηλαδή το μέρος που προέρχεται από έξω, απλά και μόνο από το χέρι μιας πραγματικά τυφλής τύχης, η οποία δεν έχει κανένα νόημα από μόνη της, και η οποία στερείται κάθε κατεύθυνση και τάξη.

 

Αντίθετα, μπαίνουμε στον πειρασμό να πιστέψουμε ότι, όπως υπάρχουν ορισμένες εικόνες ή μορφές που ονομάζονται αναμορφώσεις[10]- οι οποίες αποκαλύπτουν στο γυμνό μάτι μόνο παραμορφωμένα, ακρωτηριασμένα και άμορφα αντικείμενα, αλλά, από την άλλη πλευρά, μας δείχνουν κανονικές ανθρώπινες φιγούρες όταν αυτές οι εικόνες φαίνονται σε κωνικό καθρέφτη- έτσι και η καθαρά εμπειρική αντίληψη της πορείας του κόσμου είναι σαν εκείνη τη διαισθητική αντίληψη της παραμορφωμένης εικόνας, όπως φαίνεται με γυμνό μάτι. Ο σκοπός της μοίρας, από την άλλη πλευρά, είναι σαν να κοιτάζουμε στον κωνικό καθρέφτη, ο οποίος συνδυάζει και τακτοποιεί αυτό που έχει διασκορπιστεί.

 

Ενάντια σε αυτή την άποψη, ωστόσο, μπορεί πάντα να αντιτίθεται εκείνη που λέει ότι η συστηματική σύνδεση που νομίζουμε ότι αντιλαμβανόμαστε στα γεγονότα της ζωής μας είναι μόνο μια ασυνείδητη λειτουργία της ρυθμιστικής και σχηματοποιητικής φαντασίας μας, όπως όταν νομίζουμε ότι διακρίνουμε καθαρά ανθρώπινες φιγούρες να σχηματίζονται από τις σκιές σ’ ένα τοίχο, καθώς συνδυάζουμε συστηματικά σημάδια που έχουν διασκορπιστεί από την πιο τυφλή τύχη.

 

Ωστόσο, μπορεί να υποτεθεί ότι αυτό που με την υψηλότερη και πιο αληθινή έννοια της λέξης είναι για μας σωστό και ωφέλιμο, δεν μπορεί πραγματικά να είναι αυτό που απλώς είδαμε να προβάλλεται, αλλά που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, και ως εκ τούτου δεν απέκτησε ποτέ καμία άλλη ύπαρξη εκτός από εκείνη στις σκέψεις  μας-τοvanidisegni, chenonhanmailoco[11]  ­τουΑριόστο - του οποίου την απογοήτευση θα πρέπει να θρηνούμε για το υπόλοιπο της ζωής μας. Αντίθετα, είναι αυτό που είναι πραγματικά αποτυπωμένο στη μεγάλη εικόνα της πραγματικότητας, και για το οποίο λέμε με πεποίθηση, αφού αναγνωρίσουμε την καταλληλότητά του,siceratinfatis,[12] δηλαδή ότι ήταν αναπόφευκτο να συμβεί.

 

Επομένως, θα πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος πρόνοιας για την πραγματοποίηση αυτού που είναι κατάλληλο με αυτή την έννοια, μέσω μιας ενότητας του τυχαίου και του αναγκαίου, η οποία βρίσκεται στην ίδια τη ρίζα των πραγμάτων. Λόγω αυτής της ενότητας, από τη μία πλευρά, η εσωτερική αναγκαιότητα- η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως ένα είδος ενστικτώδους παρόρμησης, και στη συνέχεια ως ορθολογική διαβούλευση- και, από την άλλη μεριά, η εξωτερική λειτουργία των περιστάσεων, πρέπει να αλληλοϋποστηρίζονται στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου, με τέτοιο τρόπο ώστε, όταν η ζωή θα έχει φτάσει στο τέλος της, να την κάνουν να φαίνεται σαν ένα ολοκληρωμένο και τελειοποιημένο έργο τέχνης, παρότι αρχικά, όταν ήταν ακόμα στα σκαριά, έμοιαζε, όπως κάθε υπό κατασκευή έργο τέχνης, να μην έχει κανένα σχέδιο ή σκοπό.

 

Αλλά όποιος θα κάτσει μετά την ολοκλήρωσή της και την εξετάσει προσεκτικά, αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσει με έκπληξη μια τέτοια πορεία ζωής, ως έργο της πιο σκόπιμης προνοητικότητας, σοφίας και επιμονής. Ωστόσο, συνολικά, θα έχει σημασία ανάλογα με το αν το συγκεκριμένο άτομο είναι συνηθισμένο ή εξέχον.

 

Από αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την υπερβατική ιδέα ότι, πίσω από αυτόν τονmundusphaenomenon (ο φαινομενικός  κόσμος) όπου βασιλεύει η τύχη, υπάρχει γενικά παντού ένας mundusintelligibilis(ο νοητός κόσμος) που κυβερνά την ίδια την τύχη. Η φύση, βέβαια, κάνει τα πάντα για το είδος, και τίποτα για το άτομο, αφού γι’ αυτήν το πρώτο σημαίνει τα πάντα, ενώ το δεύτερο τίποτα. Αλλά αυτό που υποθέτουμε εδώ ως τη λέξη κλειδί δεν είναι η φύση, αλλά το μεταφυσικό, που βρίσκεται πέρα από τη φύση, και υπάρχει ολόκληρο και αδιαίρετο σε κάθε άτομο, για το οποίο, επομένως, όλα αυτά έχουν σημασία.

 

Για να φτάσουμε στην ουσία αυτών των πραγμάτων, θα πρέπει πράγματι πρώτα να απαντήσουμε στα ακόλουθα ερωτήματα: είναι δυνατή μια πλήρης ασυμφωνία μεταξύ του χαρακτήρα ενός ανθρώπου και της μοίρας; ή, σ’ ό,τι αφορά το κύριο σημείο, συμμορφώνεται η μοίρα του καθενός με τον χαρακτήρα του; Ή, τέλος, είναι μια μυστική αδιανόητη αναγκαιότητα, συγκρίσιμη με τον συγγραφέα ενός δράματος, η οποία συνταιριάζει το χαρακτήρα και τη μοίρα πάντα με τον κατάλληλο τρόπο; Αλλά σε αυτό ακριβώς το σημείο είμαστε στο σκοτάδι.

 

Ωστόσο, νομίζουμε ότι κάθε στιγμή είμαστε κύριοι των πράξεών μας. Αλλά αν κοιτάξουμε πίσω στην πορεία της ζωής μας, και ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε τα ατυχή βήματά μας και τις συνέπειές τους, συχνά δεν καταλαβαίνουμε πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποιο πράγμα, ή να μην κάνουμε κάτι άλλο, έτσι ώστε φαίνεται ότι μια παράξενη δύναμη έχει καθοδηγήσει τα βήματά μας. Λέει ο Σαίξπηρ επαυτού:

 

«Μοίρα, δείξε τη δύναμή σου: ο εαυτός μας δεν μας ανήκει.

Ό,τι ορίζεται πρέπει να είναι, και ας είναι έτσι!»

(Δωδέκατη Νύχτα, Πράξη Ι, Σκηνή 5.)

 

Στην ποίηση και στην πεζογραφία οι αρχαίοι δεν κουράζονταν ποτέ να τονίζουν την παντοδυναμία της μοίρας, δείχνοντας έτσι με την αντίθεση την αδυναμία του ανθρώπου. Βλέπουμε παντού ότι αυτή είναι μια πεποίθηση με την οποία είναι διαποτισμένοι, αφού υποψιάζονται μια μυστηριώδη σύνδεση των πραγμάτων που είναι βαθύτερη από την καθαρά εμπειρική. Εξού και οι πολλοί όροι στα ελληνικά για αυτή την έννοια: πότμος, αἶσα, εἱμαρμένη, πεπρωμένη, μοίρα, Ἀδράστεια, κ.λπ. Η λέξη πρόνοια, από την άλλη πλευρά, μετατοπίζει τη σημασία, καθώς συμπεριλαμβάνει τονοῦ, στοιχείο με το οποίο βέβαια η έννοια της μοίρας γίνεται απλή και κατανοητή, αλλά επίσης επιφανειακή και ψευδής.[13]Ακόμη και ο Γκαίτε λέει στο GötzvonBerlichingen:

 

 «Εμείς οι άνθρωποι δεν κατευθύνουμε τον εαυτό μας. Η εξουσία πάνω μας δίνεται στα κακά πνεύματα, που ασκούν τα άτακτα κόλπα τους για να μας καταστρέψουν!»

 

Επίσης στο Egmont:

 

«Ο άνθρωπος νομίζει ότι καθοδηγεί τη ζωή του και κατευθύνει τον εαυτό του. Και η εσώτατη ύπαρξή του έλκεται ακαταμάχητα σύμφωνα με τη μοίρα του.»

 

Πράγματι, ο προφήτης Ιερεμίας έχει πει:

 

«Ξέρω ότι ο δρόμος του ανθρώπου δεν εξαρτάται από αυτόν. Δεν είναι γραφτό για άνθρωπο που βαδίζει να κατευθύνει τα βήματά του.»

 

Όλα αυτά οφείλονται στο γεγονός ότι οι πράξεις μας είναι το απαραίτητο προϊόν δύο παραγόντων, ένας από τους οποίους, ο χαρακτήρας μας, είναι αμετάβλητα σταθερός, και ο οποίος μας γίνεται γνωστός μόνο εκ των υστέρων, και επομένως σταδιακά· ο άλλος παράγοντας είναι τα κίνητρα. Αυτά τα τελευταία βρίσκονται έξω από εμάς, προκαλούνται αναγκαστικά από την πορεία του κόσμου, και καθορίζουν το δεδομένο χαρακτήρα κάθε ατόμου, με βάση τη σταθερή φύση του, και με μια αναγκαιότητα που είναι σχεδόν μηχανική. Τώρα το εγώ, το οποίο κρίνει την επακόλουθη πορεία των πραγμάτων, είναι το αντικείμενο της γνώσης. Ως εκ τούτου, είναι ξένο και για τους δύο παράγοντες, και είναι απλώς ο κριτικός θεατής της δράσης τους. Έτσι, φυσικά, μπορεί μερικές φορές να βρεθεί προ εκπλήξεως.

 

Αλλά αν κατανοήσουμε την έννοια της υπερβατικής μοιροκρατίας, και από αυτή την άποψη εξετάσουμε τώρα τη ζωή ενός ατόμου, θα δούμε κάποιες φορές το πιο παράξενο θέαμα από την αντίθεση ανάμεσα στην προφανή φυσική ενδεχομενικότητα ενός γεγονότος, και στην ηθική μεταφυσική αναγκαιότητά του. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί ποτέ να αποδειχθεί· αντιθέτως, κάποιος μπορεί μόνο να το φανταστεί.

 

Για να αποκτήσουμε μια σαφή εικόνα αυτού μέσω ενός γνωστού παραδείγματος, το οποίο, λόγω της εντυπωσιακής φύσης του, είναι ταυτόχρονα κατάλληλο ως τυπική περίπτωση, ας εξετάσουμε το GangnachdemEisenhammer,του Σίλλερ. Εκεί βλέπουμε την καθυστέρηση του Fridolinστη Σύναξη, η οποία καθυστέρηση ήταν τόσο τυχαία όσο και εξαιρετικά σημαντική και απαραίτητη γι’ αυτόν.[14]

 

Αν εξετάσουμε προσεκτικά το θέμα, θα μπορέσουμε ίσως να βρούμε ανάλογες περιπτώσεις στη δική μας ζωή, αν και όχι τόσο σημαντικές ή τόσο σαφείς και οριστικές. Πολλοί, ωστόσο, θα οδηγηθούν έτσι στην υπόθεση ότι μιαμυστική και ανεξήγητη δύναμηκαθοδηγεί όλες τις αλλαγές στη ζωή μας, συχνά αντίθετες με την πρόθεση που είχαμε εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, αυτό γίνεται με τρόπο κατάλληλο για την αντικειμενική ολότητα και την υποκειμενική καταλληλότητα της ζωής μας, και κατά συνέπεια με σκοπό να προαχθεί η αληθινή και ουσιαστική ευημερία μας. Έτσι, συχνά εκ των υστέρων αναγνωρίζουμε την τρέλα των επιθυμιών που μας κατεύθυναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ducuntvolentemfata, nolententtrahunt[15](Σενέκας, Epistulae).

 

Τώρα, μια τέτοια δύναμη που διατρέχει όλα τα πράγματα με αόρατο νήμα, θα πρέπει επίσης να συνδυάζει και εκείνα τα πράγματα τα οποία χωρίς καμία αμοιβαία σύνδεση επιτρέπονται από την αιτιώδη αλυσίδα, με τέτοιο τρόπο ώστε να ενωθούν την κατάλληλη στιγμή. Έτσι, αυτή η δύναμη θα κυριαρχεί πλήρως στα γεγονότα της πραγματικής ζωής, όπως ο ποιητής είναι ο κύριος του δράματός του. Αλλά η τύχη και το λάθος, που διαταράσσουν και καταπατούν την κανονική αιτιώδη πορεία των πραγμάτων, θα είναι απλά όργανα του αόρατου χεριού της.

 

Αυτό που μας ωθεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην τολμηρή υπόθεση μιας τέτοιας ανεξιχνίαστης δύναμης, η οποία έχει τις βαθιές της ρίζες στην αναγκαιότητα και στην ενδεχομενικότητα, είναι η σκέψη ότι η καθορισμένη και πολύ χαρακτηριστική ατομικότητακάθε ανθρώπου- με τη φυσική, την ηθική και τη διανοητική πτυχή, που αποτελούν το σύνολο του ατόμου, και ως εκ τούτου έχουν προέλθει από την υψηλότερη μεταφυσική αναγκαιότητα- προκύπτει ως το αναγκαίο αποτέλεσμα του ηθικού χαρακτήρα του πατέρα, της διανοητικής ικανότητας της μητέρας, και της συνδυασμένης ένωσης των δύο.

 

Τώρα, κατά κανόνα, η ένωση των γονέων έχει προκύψει από προφανώς τυχαίες περιστάσεις. Και έτσι η απαίτηση, ή το μεταφυσικό ηθικό αξίωμα, μιας απόλυτης ενότητας αναγκαιότητας και ενδεχομενικότητας, εδώ μας επιβάλλεται ακαταμάχητα. Ωστόσο, το βρίσκω αδύνατο να καταλήξουμε σε μια σαφή αντίληψη της κύριας πηγής και των δύο· μόνο αυτό μπορεί να ειπωθεί- ότι είναι ταυτόχρονα αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν μοίρα, εἱμαρμένη, πεπρωμένη, fatum, αυτό που αντιλαμβάνονταν ως τον καθοδηγητή δαίμονα[16]κάθε ατόμου, αλλά επίσης αυτό που οι χριστιανοί λατρεύουν ως Πρόνοια.  

 

Οι τρεις προαναφερθείσες έννοιες διακρίνονται από το γεγονός ότι το fatumθεωρείται τυφλό, ενώ τα άλλα δύο δεν είναι· αλλά αυτή η ανθρωπομορφική διάκριση χάνει κάθε σημασία με αυτή τη βαθύτερη μεταφυσική ουσία των πραγμάτων. Μόνο σε αυτήν την ουσία πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της ανεξήγητης ένωσης του ενδεχομένου με το αναγκαίο, η οποία εκδηλώνεται ως ο μυστηριώδης διαθέτης όλων των ανθρώπινων πραγμάτων.

 

Αυτός ο δαίμωνή φύλακας άγγελος,που ανατίθεται σε κάθε άτομο, και προεδρεύει κατά τη διάρκεια της ζωής του, λέγεται ότι είναι ετρουσκικής προέλευσης, αλλά αυτή η έννοια είναι ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των αρχαίων. Η βασική ιδέα περιέχεται σε ένα στίχο του Μενάνδρου, τον οποίο μας έχει διασώσει ο Πλούταρχος:

 

«Ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαραστατεῖ

Εὐθὺς γενομένῳ, μυσταγωγὸς τοῦ βίου

Ἀγαθὸς.»[17]

 

Στο τέλος της Πολιτείας, ο Πλάτωνας περιγράφει πώς πριν από την επόμενη αναγέννησή της κάθε ψυχή επιλέγει για τον εαυτό της μια μοίρα με μια προσωπικότητα που ταιριάζει σε αυτήν, και στη συνέχεια λέει:

 

«Ἐπειδὴ δ᾽ οὖν πάσας τὰς ψυχὰς τοὺς βίους ᾑρῆσθαι, ὥσπερ ἔλαχον ἐν τάξει προσιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν· ἐκείνην δ᾽ ἑκάστῳ ὃν εἵλετο δαίμονα, τοῦτον φύλακα συμπέμπειν τοῦ βίου καὶ ἀποπληρωτὴν τῶν αἱρεθέντων.»[18]

 

Σε αυτό το απόσπασμα ο Πορφύριος έχει παράσχει ένα σχόλιο που αξίζει να διαβαστεί, και διασώζεται για μας από το Στοβαίο. Αλλά ο Πλάτων είχε πει προηγουμένως σχετικά:

 

«Οὐχ ὑμᾶς δαίμων λήξεται, ἀλλ᾽ ὑμεῖς δαίμονα αἱρήσεσθε. Πρῶτος δ᾽ ὁ λαχὼν πρῶτος αἱρείσθω βίον ᾧ συνέσται ἐξ ἀνάγκης.»[19]

 

Το θέμα εκφράζεται επίσης πολύ όμορφα από τον Οράτιο, στις Επιστολές:

 

«Scit Genius, natale comes qui temperat astrum,

naturae deus humanae, mortalis in unum

quodque caput, voltu mutabilis, albus et ater.”[20]

 

Ένα απόσπασμα για αυτόν τον δαίμοναή φύλακα άγγελο, που αξίζει να διαβαστεί, βρίσκεται στον Απουλήιο, στοΟ Θεός του Σωκράτη. Ο Ιάβλιχος, στο Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων, έχει ένα σύντομο αλλά σημαντικό κεφάλαιο σχετικά με αυτό. Αλλά ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι το απόσπασμα του Πρόκλου, στο σχόλιό του πάνω στον Αλκιβιάδητου Πλάτωνα:

 

«Ὁ γὰρ πᾶσαν ἡμῶν τὴν ζωὴν ἰθύνων καὶ τάς τε αἱρέσεις ἡμῶν ἀποπληρῶν, τὰς πρὸ τῆς γενέσεως, καὶ τὰς τῆς εἱμαρμένης δόσεις καὶ τῶν μοιρηγενετῶν θεῶν, ἔτι δὲ τὰς ἐκ τῆς προνοίας ἐλλάμψεις χορηγῶν καὶ παραμετρῶν, οὗτος ὁ δαίμων ἐστί.»[21]

 

Ο Θεόφραστος Παράκελσος στα Έργατου έχει εκφράσει βαθύτερα την ίδια ιδέα, γιατί λέει:

 

«Η έννοια του fatum, για να την κατανοήσουμε καλύτερα, σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει ένα πνεύμα που κατοικεί έξω από αυτόν, και το οποίο έχει την έδρα του στα αστέρια. Χρησιμοποιεί τα αφεντικά του κυρίου του· εκείνος του προμηνύει πράγματα, και του δίνει προαισθήματα, γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν μετά από αυτόν. Αυτά τα πνεύματα ονομάζονται fatum[22]

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδια ιδέα βρίσκεται και στον Πλούταρχο, γιατί λέει ότι έξω από εκείνο το μέρος της ψυχής που είναι βυθισμένο στο γήινο σώμα παραμένει αιωρούμενο πάνω από το κεφάλι του ανθρώπου ένα άλλο καθαρότερο μέρος της, το οποίο παρουσιάζεται ως αστέρι, και το οποίο δικαίως ονομάζεται ο δαίμονάς του, ο οποίος και τον καθοδηγεί,  και τον οποίον ο πιο συνετός άνθρωπος ακολουθεί πρόθυμα. Το απόσπασμα είναι πολύ μεγάλο για να παρατεθεί εδώ· βρίσκεται στο Περί του Σωκράτους δαιμονίου. Η κύρια πρόταση έχει ως εξής:

 

«Τὸ μὲν οὖν ὑποβρύχιον ἐν τῷ σώματι φερόμενον ψυχὴ λέγεται·

τὸ δὲ φθορᾶς λειφθὲν οἱ πολλοὶ νοῦν καλοῦντες, ἐντὸς εἶναι νομίζουσιν αὑτῶν…

οἱ δὲ ὀρθῶς ὑπονοοῦντες ὡς ἐκτὸς ὄντα δαίμονα προσαγορεύουσι.»[23]

 

Παρεμπιπτόντως, θα μπορούσα να αναφέρω ότι ο Χριστιανισμός, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε, ταύτισε όλους τους θεούς και τους δαίμονες των ειδωλολατρών με το διάβολο, φαίνεται ότι εφηύρε από το δαίμονα των αρχαίων το spiritusfamiliarisτων  λογίων και των μάγων. Η χριστιανική περιγραφή της Θείας Πρόνοιας είναι πολύ γνωστή για να χρειαστεί να σταθώ σε αυτήν εδώ. Όλα αυτά τα πράγματα, ωστόσο, είναι μόνο μεταφορικές, αλληγορικές αντιλήψεις του θέματος που εξετάζουμε. Γιατί γενικά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις βαθύτερες και πιο κρυμμένες αλήθειες, παρά μόνο με αριθμούς και παρομοιώσεις.

 

Στην πραγματικότητα όμως, αυτή η απόκρυφη δύναμη που καθοδηγεί ακόμη και τις εξωτερικές επιρροές, μπορεί τελικά να έχει τις ρίζες της μόνο στη δική μας μυστηριώδη εσωτερική ύπαρξη. Γιατί πράγματι, σε τελευταία ανάλυση, το Άλφα και το Ωμέγα όλης της ύπαρξης βρίσκονται μέσα μας. Αλλά ακόμη και στην πιο τυχερή περίπτωση, είμαστε σε θέση να έχουμε  μόνο μια μικρή γεύση αυτής της προοπτικής, και εδώ πάλι μόνο μέσω αναλογιών και παρομοιώσεων.

 

Η πλησιέστερη αναλογία με την κυριαρχία αυτής της δύναμης φαίνεται  στηντελεολογία της φύσης, στο ότι μας δείχνει το καταλληλότερο- όπως αυτό συμβαίνει, χωρίς απαραίτητα τη γνώση του τελικού σκοπού, ειδικά όταν υπάρχει εξωτερική καταλληλότητα- με άλλα λόγια, αυτό που λαμβάνει χώρα μεταξύ διαφορετικών και ακόμη και ετερογενών όντων, και μάλιστα στην ανόργανη φύση.

 

Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα αυτού του είδους είναι τα παρασυρόμενα ξύλα που μεταφέρονται από τη θάλασσα σε μεγάλες ποσότητες κατευθείαν στις άδενδρες πολικές περιοχές.[24]Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι η κύρια μάζα στεριάς του πλανήτη βρίσκεται εξολοκλήρου συσσωρευμένη προς τον Βόρειο Πόλο, του οποίου ο χειμώνας για αστρονομικούς λόγους είναι οκτώ ημέρες μικρότερος, και επομένως πολύ ηπιότερος από αυτόν του Νότιου Πόλου.[25]

 

Ωστόσο, η εσωτερική καταλληλότητα, η οποία είναι αναμφισβήτητα εμφανής στον πλήρη οργανισμό- καθώς και η εκπληκτική αρμονία η οποία παράγει τέτοια καταλληλότητα, μεταξύ της τεχνικής και του απλού μηχανισμού της φύσης, ή μεταξύ  τουnexusfinalisκαι τουnexuseffectivus[26]- μας επιτρέπουν να δούμε κατ’ αναλογία πώς αυτό που προέρχεται από διαφορετικά και πράγματι πολύ απομακρυσμένα σημεία,  και το οποίο είναι φαινομενικά ξένο προς τον εαυτό του, ωστόσο συνωμοτεί μέχρι τον τελικό σκοπό, και φτάνει σωστά στο προορισμό του, καθοδηγούμενο όχι από τη γνώση, αλλά από την αναγκαιότητα μιας ανώτερης τάξης, η οποία προηγείται κάθε δυνατότητας γνώσης.

 

Επιπλέον, αν φέρουμε στο μυαλό μας τη θεωρία που διατύπωσε ο Καντ, και αργότερα ο Λαπλάς, σχετικά με την προέλευση του πλανητικού μας συστήματος, και αναλογιστούμε πώς από το παιχνίδι των τυφλών φυσικών δυνάμεων, που ακολουθούν τους αμετάβλητους νόμους τους,  αυτός ο αξιοθαύμαστα διευθετημένος πλανητικός κόσμος ήταν τελικά βέβαιο ότι θα προέκυπτε, τότε εδώ έχουμε μια αναλογία που μπορεί να χρησιμεύσει σε γενικές γραμμές για να μας δείξει την πιθανότητα ότι ακόμη και η πορεία της ζωής ενός ατόμου, τρόπος του λέγειν, καθοδηγείται συστηματικά από γεγονότα που είναι συχνά το ιδιότροπο καπρίτσιο της τυφλής τύχης, και με τρόπο που ταιριάζει καλύτερα στο αληθινό και τελικό καλό του ατόμου:

 

«Aὐτόματα γὰρ τὰ πράγματ’ ἐπὶ τὸ συμφέρον

Ῥεῖ , κἂν καθεύδης , ἢ πάλιν τἀναντία.»[27]

(Από το Ανθολόγιοτου Στοβαίου)

 

Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, το δόγμα της Πρόνοιας, ωςαπόλυτα ανθρωπομορφικό, σίγουρα δεν θα μπορούσε να περάσει ως αληθινό άμεσα  και κυριολεκτικά· αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η έμμεση, αλληγορική και μυθική έκφραση μιας αλήθειας. Κι έτσι, όπως όλοι οι θρησκευτικοί μύθοι, μπορεί να είναι απολύτως κατάλληλο για πρακτικούς σκοπούς και για υποκειμενική παρηγοριά, με την έννοια, για παράδειγμα,  της ηθικής θεολογίας του Καντ, η οποία πρέπει να κατανοηθεί μόνο ως ένα σχέδιο για να βρούμε τον προσανατολισμό μας, και συνεπώς αλληγορικά· με μια λέξη, επομένως, ένα τέτοιο δόγμα μπορεί να μην είναι στην πραγματικότητα αληθινό, αλλά μπορεί να είναι τόσο καλό σαν αληθινό.

 

Σε εκείνες τις βαθιές, τυφλές, πρωταρχικές δυνάμεις της φύσης, από την αλληλεπίδραση των οποίων προκύπτει το πλανητικό σύστημα, η θέληση-για-ζωή, που εμφανίζεται κατά συνέπεια στα τελειότερα φαινόμενα του κόσμου, είναι ήδη η εσωτερική λειτουργική και κατευθυντήρια αρχή. Με αυτές τις δυνάμεις, η θέληση-για-ζωή εργάζεται μέσω αυστηρών φυσικών νόμων για τους σκοπούς της, και προετοιμάζει τα θεμέλια για τη δομή και τη διευθέτηση του κόσμου. Για παράδειγμα, η πιο τυχαία ώθηση ή ταλάντωση καθορίζει για πάντα την κλίση της εκλειπτικής και την ταχύτητα περιστροφής της Γης, και το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι η αποκάλυψη της πλήρους φύσης της, μόνο και μόνο επειδή αυτή είναι ήδη ενεργή στις ίδιες τις αρχικές δυνάμεις.

 

Τώρα, με τον ίδιο τρόπο, όλα τα γεγονότα που καθορίζουν τις πράξεις ενός ανθρώπου, μαζί με την αιτιώδη συνάφεια που τα προκαλεί, είναι επίσης η αντικειμενοποίηση της ίδιας θέλησης που εκδηλώνεται σε αυτόν. Από αυτό μπορεί να φανεί, αν και μόνο αμυδρά, ότι τα γεγονότα και οι πράξεις πρέπει να εναρμονιστούν και να συμφωνήσουν ακόμη και με τους ειδικούς στόχους αυτού του ανθρώπου. Με αυτή την έννοια, αποτελούν τότε εκείνη τη μυστηριώδη δύναμη που καθοδηγεί τη μοίρα του ατόμου, και η οποία αναφέρεται αλληγορικά ως ο δαίμονας, ή η Πρόνοιά του. Αλλά θεωρούμενη καθαρά αντικειμενικά, αυτή η δύναμη είναι, και συνεχίζει να είναι, η καθολική αιτιώδης σύνδεση που αγκαλιάζει τα πάντα χωρίς εξαίρεση- δυνάμει της οποίας όλα όσα συμβαίνουν, συμβαίνουν με αυστηρή και απόλυτη αναγκαιότητα- μια σύνδεση που παίρνει τη θέση του απλού μυθικού ελέγχου του κόσμου, και μάλιστα έχει το δικαίωμα να ονομάζεται έτσι.

 

Η ακόλουθη γενική θεώρηση μπορεί να βοηθήσει να γίνει αυτό σαφέστερο. Ως «τυχαία» νοείται η χρονική σύμπτωση εκείνου που δεν συνδέεται αιτιωδώς. Αλλά τίποτα δεν  είναι απολύτωςτυχαίο· αντίθετα, ακόμη και το πιο τυχαίο γεγονός είναι μόνο κάτι απαραίτητο, που ήρθε σε μας από μια πιο μακρινή πορεία, αφού συγκεκριμένες αιτίες που βρίσκονται μακριά στην αιτιώδη αλυσίδα είχαν από καιρό καθορίσει ότι αυτό το γεγονός ήταν αναγκαστικά βέβαιο ότι θα συμβεί, τη συγκεκριμένη στιγμή και, επομένως, ταυτόχρονα με κάτι άλλο.

 

Έτσι, κάθε γεγονός είναι ένας ιδιαίτερος κρίκος σε μια αλυσίδα αιτιών και αποτελεσμάτων, που ακολουθούν την κατεύθυνση του χρόνου. Αλλά λόγω του χώρου, υπάρχουν αναρίθμητες τέτοιες αλυσίδες η μία δίπλα στην άλλη. Ωστόσο, δεν είναι εντελώς ξένες μεταξύ τους και χωρίς καμία διασύνδεση· αντίθετα, είναι αλληλένδετες με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, πολλές αιτίες που λειτουργούν τώρα ταυτόχρονα, και καθεμία από τις οποίες παράγει διαφορετικό αποτέλεσμα, ξεπήδησαν από μια κοινή ανώτερη αιτία, και, ως εκ τούτου, σχετίζονται μεταξύ τους όπως τα δισέγγονα με τον προπάππου τους.

 

Από την άλλη, ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα που συμβαίνει τώρα, απαιτεί συχνά τη σύμπτωση πολλών διαφορετικών αιτιών, οι οποίες, η καθεμία ως κρίκος στη δική της αλυσίδα, ήρθαν σε μας από το παρελθόν. Κατά συνέπεια, όλες αυτές οι αιτιώδεις αλυσίδες, που κινούνται προς την κατεύθυνση του χρόνου, σχηματίζουν εδώ και τώρα ένα μεγάλο, κοινό, καλοπλεγμένο  δίχτυ, το οποίο με όλο του το εύρος κινείται επίσης προς την κατεύθυνση του χρόνου, και αποτελεί την πορεία του κόσμου.

 

Τώρα, αν αντιπροσωπεύουμε αυτές τις μεμονωμένες αιτιώδεις αλυσίδες από μεσημβρινούς που βρίσκονται στην κατεύθυνση του χρόνου, τότε αυτό που είναι ταυτόχρονο, και για το λόγο αυτό δεν βρίσκεται σε άμεση αιτιώδη σύνδεση, μπορεί να υποδεικνύεται παντού από παράλληλους κύκλους. Τώρα, αν και όλα τα πράγματα που βρίσκονται στον ίδιο παράλληλο κύκλο δεν εξαρτώνται άμεσα το ένα από το άλλο, εντούτοις βρίσκονται έμμεσα σε κάποια σύνδεση, αν και απομακρυσμένη, λόγω της διαπλοκής ολόκληρου του δικτύου ή της ολότητας όλων των αιτιών και αποτελεσμάτων που ρέουν προς την κατεύθυνση του χρόνου. Επομένως, η συνύπαρξή τους στο παρόν είναι απαραίτητη· και πάνω σ’ αυτό στηρίζεται η τυχαία σύμπτωση όλων των συνθηκών ενός γεγονότος που είναι αναγκαίο με μια υπερβατική έννοια, σύμφωνα με τη θέληση της μοίρας.

 

Σε αυτό οφείλεται, για παράδειγμα, το γεγονός ότι, όταν, ως συνέπεια της μετανάστευσης των γερμανικών φυλών, η Ευρώπη κατακλύστηκε από βαρβαρότητα, τα καλύτερα αριστουργήματα της ελληνικής γλυπτικής, όπως ο Λαοκόων, ο Βατικανός Απόλλωνας, και άλλα, εξαφανίστηκαν αμέσως σαν να τα κατάπιε η γη, περιμένοντας εκεί άθικτα για χίλια χρόνια, εωσότου να έλθει μια ηπιότερη, ευγενέστερη εποχή, που θα κατανοούσε και θα εκτιμούσε τις τέχνες. Όταν εκείνη η εποχή έφτασε τελικά στα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα υπό τον Πάπα Ιούλιο Β', αυτά τα αριστουργήματα επανεμφανίστηκαν ως καλά διατηρημένα δείγματα τέχνης, και ως ο πραγματικός τύπος της ανθρώπινης μορφής.

 

Κατά τον ίδιο τρόπο, η άφιξη την κατάλληλη στιγμή των αποφασιστικών και σημαντικών περιστάσεων στην πορεία της ζωής ενός ατόμου, βασίζεται στην ίδια αρχή. Το ίδιο ισχύει ακόμη και για την εμφάνιση οιωνών, η πίστη των οποίων είναι τόσο γενική και ανεξάλειπτη ώστε όχι σπάνια έχει βρει μια θέση ακόμη και στα πιο φωτεινά μυαλά. Γιατί τίποτα δεν  είναι απολύτωςτυχαίο· αντίθετα, όλα συμβαίνουν κατ’ ανάγκη, και ακόμη και η ίδια η ταυτοχρονικότητα αυτού που δενσυνδέεται αιτιωδώς, και που επομένως ονομάζουμε τύχη, είναι απαραίτητη, αφού αυτό που είναι τώρα ταυτόχρονο  καθορίστηκε ήδη από αιτίες στο μακρινό παρελθόν. Επομένως, όλα αντανακλώνται και αντηχούν σε όλα τα άλλα, και αυτή η γνωστή φράση του Ιπποκράτη που ισχύει για τη συνεργασία μέσα στο ζωντανό οργανισμό, ισχύει και για το σύνολο των πραγμάτων:

 

«Ξύρροια μία, σύμπνοια μία, πάντα συμπαθέα.»[28]

 

Η ανεξάλειπτη τάση του ανθρώπου να παρατηρεί τους οιωνούς, ηextispicia[29]και η ὀρνιθοσκοπία, το ξεφύλλισμα της Βίβλου, το ρίξιμο των χαρτιών, η μολυβδομαντία, η εξέταση κόκκων καφέ, και παρόμοιες πρακτικές μαρτυρούν την υπόθεσή (αψηφώντας τη λογική εξήγηση) ότι είναι κατά κάποιο τρόπο δυνατό να γνωρίζουμε από αυτό που είναι παρόν και βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, εκείνο που είναι κρυμμένο ή μακρινό στο χώρο και στο χρόνο, έτσι ώστε από το παρόν να μπορούμε να διαβάσουμε το μέλλον, αρκεί να βρούμε το κατάλληλο κλειδί για την αποκρυπτογράφηση.

 

Μια δεύτερη αναλογία, η οποία από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία μπορεί να βοηθήσει προς μια έμμεση κατανόηση της υπερβατικής μοιροκρατίας που εξετάζουμε, δίνεται από το όνειρο, με το οποίο η ζωή έχει γενικά μια ομοιότητα, η οποία έχει από καιρό αναγνωριστεί και συχνά εκφραστεί, τόσο πολύ ώστε ακόμη και ο υπερβατικός ιδεαλισμός του Καντ μπορεί να συλληφθεί ως η σαφέστερη έκθεση αυτής της ονειρικής φύσης της συνειδητής ύπαρξής μας, όπως έχω παρατηρήσει στην κριτική μου για τη φιλοσοφία του. Πράγματι, είναι αυτή η αναλογία με το όνειρο η οποία μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε, αν και πάλι μόνο εξ αποστάσεως και αμυδρά, πώς η μυστηριώδης δύναμη που κυβερνά και ελέγχει τα εξωτερικά γεγονότα που μας επηρεάζουν προς την κατεύθυνσή τους, μπορεί όντως να έχει τις ρίζες της στα βάθη της δικής μας ανεξιχνίαστης φύσης.

 

Έτσι, ακόμη και στο όνειρο, οι περιστάσεις από καθαρή τύχη συμπίπτουν και γίνονται τα κίνητρα των πράξεών μας, περιστάσεις που είναι εξωτερικές και ανεξάρτητες από εμάς, και μάλιστα συχνά αποτρόπαιες. Ωστόσο, υπάρχει μεταξύ τους μια μυστηριώδης και κατάλληλη σύνδεση, αφού μια κρυμμένη δύναμη, στην οποία υπόκεινται όλα τα στιγμιότυπα του ονείρου, ελέγχει και διευθετεί ακόμη και αυτές τις περιστάσεις, και μάλιστα αποκλειστικά σε σχέση με εμάς.

 

Αλλά το πιο περίεργο από όλα είναι ότι αυτή η δύναμη δεν μπορεί τελικά να είναι τίποτα άλλο από τη δική μας θέληση, αλλά από μια άποψη που δεν εισέρχεται στην ονειρική μας συνείδηση. Και έτσι συμβαίνει ότι τα γεγονότα σε ένα όνειρο συχνά αποδεικνύονται εντελώς αντίθετα με τις επιθυμίες μας, μας προκαλούν έκπληξη, ενόχληση, ακόμη και τρόμο, χωρίς η μοίρα, την οποία κρυφά κατευθύνουμε, να έρχεται να μας σώσει. Με τον ίδιο τρόπο, ρωτάμε με ανυπομονησία για κάτι, και λαμβάνουμε μια απάντηση που μας αφήνει έκπληκτους. Ή πάλι, εμείς οι ίδιοι ερωτόμαστε, ας πούμε σε μια εξέταση, και είμαστε ανίκανοι να βρούμε την απάντηση, οπότε κάποιος άλλος, προς αγανάκτησή μας, δίνει μια τέλεια απάντηση- ενώ και στις δύο περιπτώσεις η απάντηση μπορεί να προέλθει μόνο από τους δικούς μας πόρους.

 

Για να γίνει ακόμα πιο σαφής αυτή η μυστηριώδης καθοδήγηση των γεγονότων στο όνειρο, και η οποία καθοδήγηση προέρχεται από τον εαυτό μας, και για να γίνει η λειτουργία της πιο κατανοητή, υπάρχει μια ακόμη εξήγηση που μπορεί να το κάνει αυτό, αλλά είναι κάπως άσεμνης φύσης. Ευελπιστώ λοιπόν ότι οι άξιοι αναγνώστες μου ούτε θα προσβληθούν ούτε θα αντιμετωπίσουν το θέμα ως αστείο. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν όνειρα για τα οποία η φύση διαθέτει τον εαυτό της για υλικό σκοπό, δηλαδή την εκτόνωση των υπερφορτωμένων σπερματοκύστεων. Τα όνειρα αυτού του είδους περιλαμβάνουν φυσικά λάγνες σκηνές. Αλλά μερικές φορές το ίδιο συμβαίνει και με άλλα όνειρα που δεν έχουν ή δεν επιτυγχάνουν αυτόν τον σκοπό.

 

Τώρα, εδώ υπάρχει η διαφορά ότι στα όνειρα του πρώτου είδους οι ευκαιρίες για συνεύρεση σύντομα αποδεικνύονται ευνοϊκές για εμάς, έτσι ώστε η φύση επιτυγχάνει το σκοπό της. Στα όνειρα του άλλου είδους, ωστόσο, ο δρόμος προς αυτό που επιθυμούμε διακαώς εμποδίζεται συνεχώς από νέα εμπόδια, τα οποία μάταια προσπαθούμε να ξεπεράσουμε, έτσι ώστε στο τέλος να μην έχουμε φτάσει στο στόχο. Αλλά αυτό που δημιουργεί τα εμπόδια, και συνεχώς ματαιώνει τη διακαή επιθυμία μας, είναι απλώς η δική μας θέληση, αλλά από μια σκοπιά που βρίσκεται πολύ πέρα από την αντιπροσωπευτική συνείδηση στο όνειρο, και έτσι εμφανίζεται ως αδυσώπητη μοίρα.

 

Αλλά δεν θα ήταν άραγε δυνατόν η μοίρα στην πραγματική ζωή, και αυτός ο συστηματικός σχεδιασμός που ίσως ο καθένας αναγνωρίζει από μια παρατήρηση της δικής του ζωής, να έχουν αντιστοιχία με την κατάσταση που συμβαίνει στο όνειρο;[30]Μερικές φορές συμβαίνει να έχουμε επινοήσει και υιοθετήσει με ενθουσιασμό ένα σχέδιο το οποίο είναι προφανές ότι δεν ήταν καθόλου κατάλληλο για την πραγματική ευημερία μας. Ωστόσο, ενώ επιδιώκουμε αυτό το σχέδιο με ανυπομονησία, βιώνουμε να υπάρχει εναντίον του μια συνωμοσία της μοίρας, η οποία θέτει σε κίνηση όλους τους μηχανισμούς της για να το υπερνικήσει. Με αυτόν τον τρόπο, η μοίρα τελικά μας ρίχνει πίσω, παρά τη θέλησή μας, στο μονοπάτι που πραγματικά μας ταιριάζει.

 

Εν όψει μιας τέτοιας εναντίωσης που φαίνεται σκόπιμη, πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τη φράση: «Δεν θαέπρεπενα είναι έτσι·» άλλοι θεωρούν αυτό που συμβαίνει  δυσοίωνο· άλλοι πάλι το αποκαλούν υπαινιγμό από τον Θεό. Όλοι, ωστόσο, συμμερίζονται την άποψη ότι όταν η μοίρα αντιτίθεται σε ένα σχέδιο με τόσο προφανή επιμονή, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτό το σχέδιο, αφού, καθώς είναι ακατάλληλο για το πεπρωμένο μας ότι μας είναι άγνωστο, δεν θα πραγματοποιηθεί. Και επιδιώκοντάς το συνειδητά, απλώς προκαλούμε τα σκληρότερα χτυπήματα της μοίρας, εωσότου να ξαναβρεθούμε στο σωστό δρόμο· ή επειδή, αν καταφέρναμε να πιέσουμε το ζήτημα, αυτό απλώς θα συντελούσε στο να βλάψουμε τον εαυτό μας.

 

Το προαναφερθέν ρητό ducuntvolentemfata, nolentemtrahuntέχει εδώ πλήρη ισχύ. Σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται στη συνέχεια ότι η ματαίωση ενός τέτοιου σχεδίου ήταν με κάθε τρόπο επωφελής για την πραγματική ευημερία μας. Και έτσι αυτό μπορεί να συμβαίνει και όταν δεν είναι γενικά γνωστό σε εμάς, ειδικά αν θεωρούμε ως πραγματική ευημερία μας το μεταφυσικά ηθικό.

 

Τώρα, αν από αυτό το σημείο κοιτάξουμε πίσω στο κύριο αποτέλεσμα ολόκληρης της φιλοσοφίας μου- δηλαδή, ότι αυτό που παράγει και συντηρεί το φαινόμενο του κόσμου είναι η θέληση, η οποία επίσης βρίσκεται και αγωνίζεται σε κάθε άτομο·  και αν ταυτόχρονα αναλογιστούμε την καθολικά αναγνωρισμένη ομοιότητα της ζωής μ’ ένα όνειρο- τότε, συνοψίζοντας όλα όσα έχουν ειπωθεί μέχρι τώρα, μπορούμε γενικά να φανταστούμε ως πιθανό ότι όπως ο καθένας είναι ο μυστικός θεατρικός διαχειριστής των ονείρων του, έτσι κατ’ αναλογία και η μοίρα που ελέγχει την πραγματική πορεία της ζωής μας προέρχεται τελικά κατά κάποιο τρόπο από τη θέληση.

 

Αυτή είναι η δικήμας θέληση, και όμως εδώ, παρότι εμφανίζεται ως μοίρα, λειτουργεί από μια περιοχή που βρίσκεται πολύ πέρα από την αντιπροσωπευτική ατομική μας συνείδηση, αν και παρέχει τα κίνητρα που καθοδηγούν την εμπειρικά γνωστή ατομική μας βούληση. Ως εκ τούτου, μια τέτοια θέληση έρχεται συχνά σε βίαιη σύγκρουση μ’ εκείνη τη θέλησή μας που εκδηλώνεται ως μοίρα, με τον καθοδηγητικό μας δαίμονα, με το «πνεύμα που κατοικεί έξω από εμάς, και έχει τη θέση του στα αστέρια,» το οποίο εποπτεύει την ατομική συνείδηση, και έτσι, σε έντονη αντίθεση με αυτήν, διευθετεί και καθορίζει ως εξωτερικό περιορισμό αυτό που δεν μπορεί να αφήσει στη συνείδηση να ανακαλύψει, και που όμως δεν θέλει να την δει να το αποβάλλει.

 

Ένα απόσπασμα από τον Εριγένη στο Dedivisionenaturaeμπορεί να βοηθήσει στη μείωση της εκπληκτικής υπερβολής αυτής της τολμηρής πρότασης, όπου πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι  οΘεός του, οοποίος είναι χωρίς γνώση, και στον οποίο ο χρόνος, ο χώρος και οι δέκα κατηγορίες του Αριστοτέλη δεν μπορούν να αποδοθούν, για τον οποίο πράγματι ένα μόνο κατηγόρημα παραμένει,  δηλαδή η θέληση- ότιο Θεόςτουδεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που αποκαλώθέληση-για-ζωή: 

 

«Est etiam alia species ignorantiae in Deo, quando ea, quae praescivit et praedestinavit, ignorare dicitur, dum adhuc in rerum factarum cursibus experimento non apparuerint.»[31]

 

Λίγοαργότεραλέει:

 

«Tertia species divinae ignorantiae est, per quam Deus diqitur ignorare ea, quae nondum experimento actionis et operationis in effectibus manifeste apparent; quorum tamen invisibiles rationes in seipso, a seipso creatas et sibi ipsi cognitas possidet.»[32]

 

Τώρα, αν παραδεχθούμε την αναγνωρισμένη ομοιότητα της ατομικής ζωής με ένα όνειρο, θα πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε τη διαφορά ότι στο απλό όνειρο η σχέση είναι μονόπλευρη, δηλαδή, μόνο ένα εγώ θέλει και αισθάνεται πραγματικά, ενώ τα υπόλοιπα δεν είναι παρά φαντάσματα. Στο μεγάλο όνειρο της ζωής, από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια αμοιβαία σχέση, αφού ο ένας εμφανίζεται στο όνειρο του άλλου ακριβώς όπως είναι απαραίτητο. Έτσι, χάρη σε μια πραγματική προκατεστημένη αρμονία, ο καθένας ονειρεύεται μόνο ό, τι είναι κατάλληλο γι’ αυτόν, σύμφωνα με τη δική του μεταφυσική καθοδήγηση, και όλα τα όνειρα της ζωής είναι τόσο έξυπνα συνυφασμένα ώστε ο καθένας γνωρίζει τι είναι ωφέλιμο γι’ αυτόν, και ταυτόχρονα κάνει για τους άλλους ό, τι είναι απαραίτητο.

 

Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο παγκόσμιο γεγονός συμμορφώνεται με τη μοίρα πολλών χιλιάδων, και για τον καθένα με ξεχωριστό τρόπο. Επομένως, όλα τα γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου συνδέονται με δύο θεμελιωδώς διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, με την αντικειμενική αιτιώδη σύνδεση της πορείας της φύσης, και δεύτερον, με μια υποκειμενική σύνδεση που υπάρχει μόνο σε σχέση με το άτομο που βιώνει τα γεγονότα. Αυτή η υποκειμενική σύνδεση  είναι τόσο υποκειμενική όσο και τα όνειρά του, αλλά για αυτό το άτομο η διαδοχή και το περιεχόμενό τους καθορίζονται μοιραία, όπως η διαδοχή των σκηνών ενός δράματος καθορίζεται από το σχέδιο του ποιητή.

 

Αυτά τα δύο είδη σύνδεσης υπάρχουν ταυτόχρονα, και όμως το ίδιο γεγονός, ως κρίκος σε δύο εντελώς διαφορετικές αλυσίδες, ταιριάζει ακριβώς και στις δύο, με συνέπεια η μοίρα ενός ανθρώπου να είναι πάντα σύμφωνη με τη μοίρα ενός άλλου, και ο καθένας να είναι ο ήρωας του δικού του δράματος, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται στο δράμα κάποιου άλλου. Όλα αυτά, φυσικά, ξεπερνάνε τις δυνάμεις μας κατανόησης, και μπορούμε να τα αντιληφθούμε ως δυνατά μόνο χάρη στην πιο θαυμάσια προκατεστημένη αρμονία.

 

Από την άλλη μεριά, δεν θα ήταν άραγε έλλειψη θάρρους εκ μέρους μας να θεωρήσουμε αδύνατο ότι οι ζωές όλων των ανθρώπων στις αμοιβαίες συναλλαγές τους έχουν τόσηαρμονία όση μπορεί να δώσει ο συνθέτης στα πολλά φαινομενικά συγκεχυμένα μέρη της συμφωνίας του; Η αποστροφή μας προς αυτή την κολοσσιαία σκέψη θα μειωθεί αν θυμηθούμε ότι ο πρωταγωνιστής του μεγάλου ονείρου της ζωής είναι κατά μία έννοια μόνο ένα πράγμα, η θέληση-για-ζωή, και ότι όλη η πληθώρα των φαινομένων εξαρτάται από το χρόνο και το χώρο. Είναι το μεγάλο όνειρο που το ονειρεύεται αυτή η μία οντότητα, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα πρόσωπά της να το ονειρεύονται μαζί. Έτσι, όλα τα πράγματα εισχωρούν και προσαρμόζονται το ένα στο άλλο.

 

Τώρα, αν συμφωνήσουμε με αυτό- αν δεχτούμε ότι η διπλή αλυσίδα όλων των γεγονότων, δυνάμει της οποίας κάθε ον, από τη μία πλευρά, υπάρχει για τον εαυτό του, συμπεριφέρεται και ενεργεί με ανάγκη σύμφωνα με τη δική του φύση, και ακολουθεί τη δική του πορεία, αλλά, από την άλλη, είναι επίσης τόσο απόλυτα προσαρμοσμένο για να αντιλαμβάνεται ένα άλλο ον, το οποίο και τον επηρεάζει όσο οι εικόνες στα όνειρά του- τότε θα πρέπει να επεκτείνουμε αυτόν το συλλογισμό σε ολόκληρη τη φύση, και ως εκ τούτου σε ζώα και όντα χωρίς γνώση.

 

Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε την προοπτική της δυνατότηταςτηςomina, ή praesagia, ή potenta,[33]αφού αυτό  που συμβαίνειαναγκαστικάστην πορεία της φύσης πρέπει και πάλι να θεωρηθεί, από την άλλη πλευρά, ως μια απλή εικόνα για εμάς, ως το αντικείμενο του ονείρου της δικήςμας ζωής, που συμβαίνει και υπάρχει μόνο σε σχέση με μας,  ή ακόμα και ως απλή αντανάκλαση και ηχώ της δικήςμας δράσης και εμπειρίας.

 

Κατά συνέπεια, αυτό που σε ένα γεγονός είναι φυσικό και μπορεί να αποδειχθεί αιτιωδώς ως αναγκαίο, δεν εξαλείφει με κανένα τρόπο το δυσοίωνο στοιχείο του. Και με τον ίδιο τρόπο, το δυσοίωνο στοιχείο δεν εξαλείφει την αναγκαιότητα. Και έτσι κάνουν μεγάλο λάθος εκείνοι οι οποίοι φαντάζονται ότι αφαιρούν το δυσοίωνο στοιχείο ενός γεγονότος αποδεικνύοντας το αναπόφευκτο της εμφάνισής του, δείχνοντας τις φυσικές και λειτουργικές αιτίες του, και επίσης, όταν πρόκειται για φυσικό γεγονός, κάνοντάς το μ’ ένα πρόσχημα μάθησης. Γιατί κανένας λογικός άνθρωπος δεν αμφιβάλλει γι’ αυτά, και κανείς δεν θα προσποιηθεί ότι ο οιωνός είναι ένα θαύμα. Αλλά το γεγονός αποκτά ένα δυσοίωνο στοιχείο επειδή η αλυσίδα των αιτιών και των αποτελεσμάτων, που εκτείνεται στο άπειρο με την αυστηρή αναγκαιότητα και τον αιώνιο προορισμό που την χαρακτηρίζει, έχει αναπόφευκτα καθιερώσει την εμφάνιση του γεγονότος σε μια τόσο σημαντική στιγμή.

 

Και έτσι οι επίδοξοι σοφοί, ειδικά όταν αποκτούν υλική σκέψη, θα πρέπει να θυμούνται ειδικά τα λόγια του Σαίξπηρ:

 

«Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στη γη από όσα ονειρεύεστε στη φιλοσοφία σας.»

(Άμλετ, Πράξη Ι, Σκηνή 5).

 

Ωστόσο, με την πίστη στους οιωνούς βλέπουμε τις πόρτες να ανοίγουν ξανά στην αστρολογία. Γιατί το πιο ασήμαντο γεγονός που θεωρείται δυσοίωνο, όπως το πέταγμα ενός πουλιού, ή η συνάντηση με κάποιο άτομο, εξαρτάται από μια αλυσίδα αιτιών τόσο απείρως μακριά και τόσο αυστηρά αναγκαία όσο είναι η υπολογίσιμη θέση των αστεριών σε κάθε δεδομένη στιγμή. Φυσικά, ο αστερισμός είναι αρκετά ψηλά στους ουρανούς για να τον βλέπουν ταυτόχρονα οι μισοί κάτοικοι του πλανήτη, ενώ ο οιωνός εμφανίζεται μόνο στο ενδιαφερόμενο άτομο.

 

Επιπλέον, αν θέλουμε να φανταστούμε την πιθανότητα του δυσοίωνου, μπορούμε να το κάνουμε αυτό συγκρίνοντας τον άνθρωπο που βλέπει έναν καλό ή κακό οιωνό- με τον οποίο ο άνθρωπος προειδοποιείται ή επιβεβαιώνεται σε ένα σημαντικό βήμα στη ζωή του, και του οποίου οιωνού οι συνέπειες κρύβονται στο μέλλον- με μια χορδή που όταν χτυπηθεί δεν ακούγεται η ίδια, αλλά ακούγεται ο ήχος μιας άλλης χορδής, η οποία δονείται εξαιτίας της πρώτης.

 

Η διάκριση από τον Καντ ανάμεσα στο πράγμα καθαυτό και στο φαινόμενό του, μαζί με τη συσχέτιση που κάνω του πρώτου με τη βούληση και του δεύτερου με την αναπαράσταση, μας επιτρέπει να δούμε, αν και μόνο ατελώς και απόμακρα, τη συμβατότητα τριών αντιθέσεων.

 

Αυτές είναι:

1) Αυτή μεταξύ της ελευθερίας της ίδιας της βούλησης και της καθολικής αναγκαιότητας όλων των ενεργειών του ατόμου.

 

2) Αυτή μεταξύ του μηχανισμού  και της τεχνικής της φύσης, ή μεταξύ του nexuseffectivusκαι του nexusfinalis, ή μεταξύ της καθαρά αιτιώδους και της τελεολογικής ερμηνείας των προϊόντων της φύσης.

(Σχετικά με αυτό βλέπε το Κριτική της κριτικής δύναμης,του Καντ, ή το δικό μου κύριο έργο, ο Κόσμος ως Βούληση και Παράσταση.)

 

3) Αυτή μεταξύ της προφανούς ενδεχομενικότητας όλων των γεγονότων κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου και της ηθικής τους αναγκαιότητας για τη διαμόρφωσή τους σύμφωνα με μια υπερβατική καταλληλότητα για το άτομο, ή, στη καθομιλουμένη, μεταξύ της πορείας της φύσης και της Πρόνοιας.

 

Η σαφήνεια της αντίληψής μας για τη συμβατότητα καθεμιάς από αυτές τις τρεις αντιθέσεις, αν και δεν είναι τέλεια με καμία από αυτές, είναι πιο επαρκής με την πρώτη παρά με τη δεύτερη, αλλά είναι μικρότερη στην περίπτωση της τρίτης. Ταυτόχρονα, η κατανόηση της συμβατότητας καθεμιάς από αυτές τις αντιθέσεις, αν και ατελής, ρίχνει πάντα φως στις άλλες δύο, χρησιμεύοντας ως εικόνα και παρομοίωση τους.

 

Μόνο με έναν πολύ γενικό τρόπο μπορεί να δηλωθεί τι πραγματικά σημαίνει τελικά το σύνολο αυτής της μυστηριώδους καθοδήγησης της πορείας ζωής του ατόμου που έχουμε εξετάσει. Αν εστιάσουμε σε μεμονωμένες περιπτώσεις, φαίνεται συχνά ότι αυτή η καθοδήγηση λαμβάνει υπόψη μόνο την παροδική ευημερία μας στο παρόν. Ωστόσο, αυτός δεν μπορεί να είναι σοβαρά ο απώτερος στόχος της, ενόψει της ασήμαντης, ατελούς, μάταιης και φευγαλέας φύσης αυτής της ευημερίας. Και έτσι πρέπει να αναζητήσουμε αυτόν τον τελικό σκοπό στην αιώνια ύπαρξή μας, που υπερβαίνει τη ζωή του ατόμου. Και τότε μπορούμε να πούμε μόνο αρκετά γενικά ότι η πορεία της ζωής μας ρυθμίζεται σε τέτοιο βαθμό από αυτήν την καθοδήγηση ώστε, από το σύνολο της γνώσης που συσσωρεύεται κατά τη διάρκεια της ζωής μας, προκύπτει μεταφυσικά η πιο κατάλληλη εντύπωση για τη βούλησηως ο πυρήνας και η ουσία καθαυτή του ανθρώπου.

 

Διότι, αν και η θέληση-για-ζωή πραγματοποιείται γενικά στην πορεία του κόσμου ως το φαινόμενο της πάλης που διεξάγεται γι’ αυτήν, εντούτοις κάθε άνθρωπος είναι αυτή η θέληση-για-ζωή με έναν αρκετά μοναδικό και προσωπικό τρόπο. Είναι, τρόπον τινά, μια εξατομικευμένη πράξη της. Και έτσι η κατάλληλη δράση της μπορεί μόνο να είναι μια αρκετά συγκεκριμένη διαμόρφωση της πορείας του κόσμου, πραγματοποιημένης με γεγονότα και εμπειρίες μοναδικά για τον συγκεκριμένο άνθρωπο.

 

Τώρα, όπως έχουμε αναγνωρίσει από τα αποτελέσματα του σοβαρού μέρους της φιλοσοφίας μου (σε αντίθεση με την απλή καθηγητική ή κωμική φιλοσοφία)- ότι η απομάκρυνση της βούλησης από τη ζωή είναι ο τελικός σκοπός της εγκόσμιας ύπαρξης- πρέπει να υποθέσουμε ότι ο καθένας οδηγείται σταδιακά προς αυτόν το σκοπό, με έναν τρόπο που του ταιριάζει αρκετά ατομικά,  και ο οποίος τρόπος ως εκ τούτου είναι συχνά αργός και έμμεσος.

 

Αλλά και πάλι, καθώς η ευτυχία και η ευχαρίστηση συνηγορούν ενάντια σε αυτόν τον σκοπό, βλέπουμε, σύμφωνα με αυτό, τη δυστυχία και τον πόνο αναπόφευκτα συνυφασμένα σε κάθε ζωή- αν και σε διαφορετικό και μόνο σπάνια υπερβολικό βαθμό, δηλαδή σε τραγικά γεγονότα- όπου τότε φαίνεται ότι η θέληση θα πρέπει να οδηγηθεί βίαια στην αποκόλλησή της από τη ζωή, και να φτάσει στην αναγέννηση, τρόπον τινά, με μια καισαρική τομή.

 

Έτσι, αυτή η αόρατη καθοδήγηση, που εμφανίζεται μόνο με μια αβέβαιη μορφή, μας συνοδεύει μέχρι το θάνατό μας, σε αυτό το πραγματικό αποτέλεσμα, και, σε αυτό το βαθμό, στον σκοπό της ζωής. Την ώρα του θανάτου, όλες οι μυστηριώδεις δυνάμεις (αν και πραγματικά ριζωμένες στον εαυτό μας) που καθορίζουν την αιώνια μοίρα του ανθρώπου, συγκεντρώνονται και αναλαμβάνουν δράση. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσής τους είναι ο δρόμος που πρέπει τώρα να ακολουθήσει ο άνθρωπος. Έτσι, η παλιγγενεσία του ανθρώπου προετοιμάζεται μαζί με όλα τα βάσανα και τα δεινά που περιλαμβάνονται σε αυτήν, και που καθορίζονται πάντα αμετάκλητα. Σε αυτό οφείλεται ο εξαιρετικά σοβαρός χαρακτήρας της ώρας του θανάτου. Είναι μια κρίση με τη μεγαλύτερη σημασία της λέξης- η ημέρα της κρίσης.

 

Transcendent speculation on the apparent deliberateness in the fate of the individual, Arthur Schopenhauer:

[https://hmakse.ccny.cuny.edu/wp-content/uploads/2018/02/Transcedent_Speculation-Arthur-Schopenhauer.pdf]

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά:

Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2023.

 



[1] «Είχα ένα καλό ταξίδι, αν και ναυάγησα.»

 

[2] Σ.τ.μ. Η έννοια της μαγνητικής υπνοβασίας (magnetic somnambulism), η οποία προηγείται ιστορικά της ύπνωσης, σχετίζεται με το ζωικό μαγνητισμό, αλλιώς μεσμερισμό, μια ψευδοεπιστημονική θεωρία η οποία εφευρέθηκε από το Γερμανό γιατρό Franz Mesmer, το 18ο αιώνα, και η οποία θεωρία υποστηρίζει την ύπαρξη μιας αόρατης φυσικής δύναμης την οποία κατέχουν όλα τα ζωντανά πλάσματα..

[https://en.wikipedia.org/wiki/Animal_magnetism#:~:text=Animal%20magnetism%2C%20also%20known%20as,humans%2C%20animals%2C%20and%20vegetables.]

 

[3] Στους Times, 2 Δεκεμβρίου 1852, βρίσκεται η ακόλουθη δικαστική δήλωση: Στο Newent του Gloucestershire, ο κύριος Lovegrove, ο ιατροδικαστής, διεξήγαγε μια έρευνα πάνω σ’ έναν άνδρα ονόματι Mark Lane, του οποίου το πτώμα βρέθηκε στο νερό. Ο αδερφός του νεκρού, στο πρώτο άκουσμα ότι ο αδερφός του, ο Mark, έλειπε, αμέσως απάντησε ότι πρέπει να είχε πνιγεί, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχε ονειρευτεί ότι ο αδελφός του βρισκόταν σε βαθιά νερά,  και προσπαθούσε να τον βγάλει έξω. Το επόμενο βράδυ ονειρεύτηκε ξανά ότι ο αδερφός του είχε πνιγεί κοντά στο φράγμα του Oxenhall, και ότι μια πέστροφα κολυμπούσε κοντά του. Το επόμενο πρωί πήγε με τον άλλο αδερφό του στο Oxenhall, και εκεί είδε μια πέστροφα στο νερό. Αμέσως πείστηκε ότι ο αδερφός του έπρεπε να βρίσκεται εκεί, και πράγματι βρήκε το πτώμα στο συγκεκριμένο σημείο. Έτσι,  κάτι τόσο φευγαλέο όσο το κολύμπι μιας πέστροφας, είχε προβλεφθεί μερικές ώρες νωρίτερα, με απόλυτη ακρίβεια.

 

[4] Σ.τ.μ. Η «δεύτερη όραση» είναι μια υποτιθέμενη μορφή εξωαισθητηριακής αντίληψης, κατά την οποία ένα άτομο αντιλαμβάνεται πληροφορίες με τη μορφή οράματος για μελλοντικά γεγονότα πριν συμβούν (πρόγνωση), ή για πράγματα ή γεγονότα σε απομακρυσμένες τοποθεσίες (απομακρυσμένη προβολή).

[https://en.wikipedia.org/wiki/Extrasensory_perception#:~:text=Second%20sight%20is%20an%20alleged,evidence%20that%20second%20sight%20exists.]

 

[5] Σ.τ.μ. Αυτά που συμβαίνουν κατά τύχη.

 

[6] Σ.τ.μ. Για τον Σοπενχάουερ, η μοίρα ήταν απλώς μια εκδήλωση της θέλησης για ζωή, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονα ζωντανή μοίρα και επιλογή υπέρβασης της μοίρας, μέσω της τέχνης, της ηθικής και της άσκησης.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Destiny#:~:text=For%20Arthur%20Schopenhauer%2C%20destiny%20was,Morality%20and%20of%20the%20Ascesis.]

 

[7] Αν ξαναφέρουμε πολύ προσεκτικά στο μυαλό μας πολλές από τις σκηνές του παρελθόντος, όλα φαίνονται να είναι τόσο καλά διευθετημένα όσο σε ένα πραγματικά συστηματικά σχεδιασμένο μυθιστόρημα.

 

[8] Ούτε η δράση μας, ούτε η πορεία της ζωής μας είναι δικό μας έργο, αλλά είναι μάλλον η ουσία και ύπαρξή μας, που κανείς δεν θεωρεί ως έργο μας. Διότι βάσει αυτού και των περιστάσεων που συμβαίνουν με αυστηρή αιτιώδη συνάφεια, καθώς και εξωτερικών γεγονότων, η δράση μας και η πορεία της ζωής μας λαμβάνουν χώρα με αυστηρή αναγκαιότητα. Κατά συνέπεια,  κατά τη γέννησή του, ολόκληρη η πορεία της ζωής ενός ανθρώπου έχει ήδη καθοριστεί αμετάκλητα μέχρι και τις λεπτομέρειες, έτσι ώστε, στο απόγειο των δυνάμεων του, ένας μάντης θα μπορούσε να την προβλέψει επακριβώς. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας αυτή τη μεγάλη και βέβαιη αλήθεια όταν θεωρούμε και κρίνουμε την πορεία της ζωής μας, τις πράξεις και τα βάσανά μας.

 

[9] Σ.τ.μ. Ο Μάρσαλ Χολ (1790-1857) ήταν Άγγλος γιατρός, φυσιολόγος και πρώιμος νευρολόγος. Το όνομά του συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τη θεωρία του αντανακλαστικού τόξου του νωτιαίου μυελού.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Marshall_Hall_(φυσιολόγος)]

 

[10] Σ.τ.μ. Οι αναμορφικές εικόνες είναι εικόνες αντικειμένων που έχουν παραμορφωθεί με κάποιο τρόπο, έτσι ώστε μόνο βλέποντάς τες από κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή σε κάποια συγκεκριμένη οπτική επιφάνεια γίνονται αναγνωρίσιμες.

[https://pubs.aip.org/aapt/ajp/article-abstract/68/3/232/1055482/Anamorphic-images?redirectedFrom=fulltext]

 

[11] Άσκοπα σχέδια που ποτέ δεν πραγματώνονται.

 

[12] Έτσι ορίστηκε από τη μοίρα.

 

[13] Είναι εκπληκτικό το πόσο οι αρχαίοι εμπνεύστηκαν και εμποτίστηκαν με την έννοια της παντοδύναμης μοίρας (εἱμαρμένηfatum). Όχι μόνο οι ποιητές ειδικά στις τραγωδίες, αλλά και οι φιλόσοφοι και οι ιστορικοί το βεβαιώνουν αυτό. Στους χριστιανικούς χρόνους η ιδέα παραμερίστηκε, αφού αντικαταστάθηκε από την έννοια της Πρόνοιας, η οποία προϋποθέτει μια πνευματική καταγωγή, και, σ’ ό, τι αφορά το άτομο, δεν είναι τόσο άκαμπτη και αναλλοίωτη, αλλά ακόμα όχι τόσο βαθιά στη σύλληψη και μυστηριώδης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αρχική έννοια· ανταυτού, την έχει χαρακτηρίσει αιρετική.

 

[14] Σ.τ.μ. Ο Fridolin ήταν υπηρέτης της Κόμισσας του Savern, με την οποία είχε μια ιδιαίτερη φιλική σχέση. Ο κυνηγός όμως του Κόμη, ο Ρόμπερτ, έβαλε τον τελευταίο σε υποψίες για τη σχέση του Fridolin με την Κόμισσα. Ο Κόμης τότε, παρασυρμένος από ζήλια, αποφασίζει να σκοτώσει τον Fridolin. Πηγαίνει γι’ αυτό στο σιδηρουργείο, και διατάζει τους σιδηρουργούς να σκοτώσουν τον πρώτο άνθρωπο που θα τους έστελνε. Στη συνέχεια λέει στον Fridoin να πάει στο σιδηρουργείο, και να ρωτήσει τους σιδηρουργούς αν η εντολή του εκτελέστηκε. Ο Fridolin υπακούει, αλλά πριν πάει στο σιδηρουργείο ρωτάει την Κόμισσα, την οποία εμπιστευόταν, ποια ήταν η γνώμη της. Εκείνη του λέει να πάει πρώτα στη Σύναξη, και να προσευχηθεί για τον εαυτό του και για εκείνη. Έτσι και κάνει ο Fridolin, και έπειτα πηγαίνει στο σιδηρουργείο, όπου ρωτάει τους σιδηρουργούς αν εκτελέστηκε η εντολή του Κόμη. Εκείνοι του λένε ότι εκτελέστηκε. Στη συνέχεια ο Fridolin επιστρέφει, και ενημερώνει τον Κόμη ότι η εντολή του εκτελέστηκε. Εκείνος βέβαια σαστίζει όταν βλέπει μπροστά του τον Fridolin, και τον ρωτάει τι έγινε. Ο Fridolin ανήξερος του λέει ότι πρώτα πήγε στη Σύναξη, κατόπιν παράκλησης της Κόμισσας, και ότι στη συνέχεια πήγε στο σιδηρουργείο, ρώτησε τους σιδηρουργούς αν η εντολή του Κόμη εκτελέστηκε, και ότι εκείνοι του απάντησαν πως εκτελέστηκε.. Τότε ο Κόμης ρωτάει τον Fridolin αν είδε τον κυνηγό, τον Ρόμπερτ. Ο Fridolin του απαντάει ότι δεν τον είδε πουθενά. Τότε ο Κόμης καταλαβαίνει ότι ο Ρόμπερτ (το ίδιο άτομο που είχε κατηγορήσει τον Fridolin) είχε πάει πρώτος στο σιδηρουργείο, όπου οι σιδηρουργοί τον σκότωσαν. Ο Κόμης τότε συνειδητοποιεί ότι ήταν θέλημα Θεού να σωθεί ο Fridolin, και ότι ήταν λάθος του να τον κατηγορήσει.

 

Σε αυτήν την καθυστέρηση του Fridolin στη Σύναξη, που του έσωσε τη ζωή, αναφέρεται ο Σοπενχάουερ.  Περισσότερα σχετικά με το συγκεκριμένο ποίημα του Σίλλερ, μπορείτε να βρείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο:

[https://www.best-poems.net/friedrich_von_schiller/fridolin_the_walk_to_the_iron_factory.html]

 

[15] Η μοίρα καθοδηγεί αυτούς που θέλουν, αλλά συμπαρασύρει εκείνους που δεν θέλουν.

 

[16] Η λέξη που χρησιμοποιείται εδώ είναι «genius,» η οποία αρχικά είχε τη σημασία αυτού που σήμερα καλούμε «φύλακας άγγελος.» Η ίδια λέξη μπορεί επίσης να συγκριθεί με την αρχαιοελληνική λέξη «δαίμων.»

 

[17] «Με κάθε άνθρωπο κατά τη γέννησή του συνδέεται ένας αγαθός δαίμων, ο οποίος τον καθοδηγεί στα μυστήρια της ζωής.»

 

[18] «Αφού όλες οι ψυχές επέλεξαν την πορεία της ζωής τους, παρουσιάστηκαν διαδοχικά με κλήρο μπροστά από τη Λάχεσι. Εκείνη δε έδωσε στον κάθε άνθρωπο τον δαίμονα που είχε επιλέξει, για να είναι ο φύλακας στη ζωή του, και για να εκπληρώσει τις επιλογές του.

 

[19]́ «Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμονας, αλλά σεις θα διαλέξετε τον δαίμονά σας. Αλλά ο πρώτος που θα τραβήξει κλήρο, πρώτος θα εκλέξει τον βίο που θα ζήσει κατά ανάγκη.»

 

[20] «Αυτό το γνωρίζει μόνο ο δαίμονας που χειραγωγεί τους χρησμούς των άστρων, ένας θνητός ανθρώπινος θεός, που για τον καθένα είναι διαφορετικός και ευμετάβλητος, πότε φωτεινός και πότε ζοφερός.»

 

[21] «Γιατί αυτός που καθοδηγεί ολόκληρη τη ζωή μας, πραγματοποιεί τις επιλεγμένες αποφάσεις μας που τέθηκαν σε ισχύ πριν από τη γέννηση, κατανέμει τα δώρα της μοίρας και των θεών που γεννήθηκαν από τη μοίρα, και επίσης αναθέτει και κατανέμει τον ήλιο της Θείας Πρόνοιας- είναι ο δαίμων, ή φύλακας άγγελος.»

 

[22] Σ.τ.μ. Η μετάφραση εδώ είναι πολύ ασαφής.

 

[23] Αυτό που διατρέχει το σώμα σε ένα υπόγειο ρεύμα ονομάζεται ψυχή, αλλά το άφθαρτο μέρος ονομάζεται νοῦς από όσους φαντάζονται ότι κατοικεί μέσα τους. Εκείνοι όμως που έχουν τη σωστή γνώμη, υποθέτουν ότι βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, και το αποκαλούν δαίμονα.

 

[24] Σ.τ.μ. Εδώ οι πεποιθήσεις του Σοπενχάουερ θυμίζουν εκείνες του Αριστοτέλη, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έλεγε πως τα ξύλα που επιπλέουν στον ωκεανό κατευθύνονται προς τους Πόλους επειδή εκεί δεν υπάρχουν ξύλα.

 

[25] Σ.τ.μ. Γενικά, το νότιο ημισφαίριο βιώνει πιο ήπιους χειμώνες από το βόρειο ημισφαίριο (και όχι το αντίθετο), επειδή η πλειονότητα της γης στο νότιο ημισφαίριο είναι πιο κοντά στον ισημερινό.

[https://www.quora.com/Is-winter-less-intense-in-the-southern-hemisphere-than-in-the-northern-hemisphere]

 

[26] Σ.τ.μ. Σύμφωνα με τον Καντ, από τη μια πλευρά, οι όμορφες μορφές μάς παρουσιάζονται με ένα σύνολο εμφανίσεων που τις κάνει να κρίνουμε σαν να συνδέονται σκόπιμα σύμφωνα με έναν άγνωστο κανόνα. Από την άλλη πλευρά, η οργανική φύση μάς παρουσιάζει ένα σύνολο μηχανικών νόμων, το «nexus effectivus,» τους οποίους κρίνουμε σαν να ήταν σκόπιμα συνδεδεμένοι σε ένα τελεολογικό σύστημα, ή «nexus finalis

[https://goethe-lexicon.pitt.edu/GL/article/view/33]

 

[27] «Διότι τα πράγματα συνεχίζουν να εκτυλίσσονται από μόνα τους, ακόμη και όταν κοιμόμαστε, για την ευημερία μας καθώς και για το αντίθετο.»

 

[28] «Μια ροή, μια πνοή, όλα είναι σε συμπάθεια.»

 

[29]  Σ.τ.μ. Πρόβλεψη του μέλλοντος από τα εντόσθια ζώων, συνήθως των σφαγίων σε θυσίες.

 

[30] Αντικειμενικά, η πορεία της ζωής ενός ατόμου είναι καθολικής και αυστηρής αναγκαιότητας· γιατί όλες οι πράξεις του εμφανίζονται εξίσου αναγκαστικά με τις κινήσεις μιας μηχανής, και όλα τα εξωτερικά γεγονότα αποτελούν τους διαδοχικούς κρίκους μιας αιτιώδους αλυσίδας, τα όρια της οποίας έχουν μια αυστηρά αναγκαία σύνδεση. Αν το δεχτούμε αυτό, δεν θα εκπλαγούμε αν δούμε την πορεία της ζωής μας να εξελίσσεται κατάλληλα για εμάς, σαν να ήταν συστηματικά σχεδιασμένη.

 

[31] «Είναι ένα ακόμη είδος άγνοιας στον Θεό όταν λέμε ότι δεν γνωρίζει ό,τι έχει προβλέψει και προκαθορίσει για τα πράγματα που δεν έχουν ακόμα αποκαλυφθεί στην ανθρώπινη εμπειρία.»

 

[32] «Ένα τρίτο είδος θεϊκής άγνοιας συνίσταται στο να λέμε για τον Θεό ότι δεν γνωρίζει αυτό που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί μέσω της εμπειρίας και των πράξεών μας, παρότι εκείνος κατέχει τα αόρατα εδάφη που ο ίδιος δημιούργησε, και τα οποία ο ίδιος γνωρίζει.»

 

[33] Σ.τ.μ. «Προμήνυμα,» «προαίσθημα.»

 

Σχετικά με την ελευθερία της βούλησης

$
0
0

 

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ

 

 

Του απονεμήθηκε το βραβείο από τη Βασιλική Νορβηγική Εταιρεία Επιστημών στο Τρόντεϊμ στις 26 Ιανουαρίου 1893.

 

 

Το ερώτημα που έθεσε η Βασιλική Εταιρεία έχει ως εξής:[1]

 

"Num liberum hominum arbitrium e sui ipsius conscientia demonstrari potest?"

 

«Μπορεί η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης να αποδειχθεί από την αυτοσυνείδηση;»

 

Ορισμοί

 

Με ένα τόσο σημαντικό, σοβαρό και δύσκολο ζήτημα- που είναι ουσιαστικά ταυτόσημο με ένα από τα κύρια προβλήματα όλης της μεσαιωνικής και σύγχρονης φιλοσοφίας- η μεγάλη ακρίβεια, και, ως εκ τούτου, η ανάλυση των κύριων εννοιών που εμπίπτουν σε αυτό, σίγουρα δεν είναι εκτός τόπου.

 

Τι σημαίνει ελευθερία;

 

Με μια προσεκτική ματιά, αυτή η έννοια είναι αρνητική. Με αυτήν την έννοια καταλαβαίνουμε απλά την απουσία όλων των εμποδίων. Ωστόσο, τα εμπόδια, ως κάτι που εκδηλώνει δύναμη, πρέπει να είναι κάτι θετικό. Σύμφωνα με την πιθανή φύση αυτού που εμποδίζει κάτι, η έννοια της ελευθερίας έχει τρεις πολύ διαφορετικές υποδιαιρέσεις, δηλαδή τη σωματική, τη διανοητική, και την ηθική ελευθερία.

 

Φυσική ελευθερία είναι η απουσία υλικών εμποδίων κάθε είδους. Έτσι μιλάμε για ελεύθερο ουρανό, ελεύθερη θέα, ελεύθερο αέρα, ελεύθερο πεδίο, ελεύθερο χώρο, ελεύθερη ενέργεια (που δεν δεσμεύεται χημικά), ελεύθερη πορεία ενός ρέματος, όπου δεν ελέγχεται πλέον από βουνά ή φράγματα, και ούτω καθεξής. Ακόμη και το ελεύθερο δωμάτιο, η ελεύθερη διατροφή, ο ελεύθερος τύπος, η ελεύθερη ταχυδρομία (χωρίς τέλη) δείχνουν την απουσία επαχθών όρων που, ως εμπόδια στην ευχαρίστηση, συνήθως συνδέονται με τέτοια πράγματα.

 

Αλλά στη σκέψη μας, η έννοια της ελευθερίας βασίζεται συχνότερα στα ζώα. Το χαρακτηριστικό των ζώων είναι ότι οι κινήσεις τους ξεκινούν από τη θέλησή τους, είναι εθελοντικές, και κατά συνέπεια ονομάζονται ελεύθερες όταν κανένα υλικό εμπόδιο δεν τις καθιστά αδύνατες. Τώρα, αφού αυτά τα εμπόδια μπορεί να είναι πολύ διαφορετικού είδους, αλλά αυτό που εμποδίζουν είναι πάντα η θέληση, είναι προτιμότερο για λόγους απλότητας να πάρουμε την έννοια από τη θετική πλευρά, και να σκεφτούμε όλα όσα κινούνται ή ενεργούν μόνο με τη θέλησή τους.

 

Αυτός ο μετασχηματισμός της έννοιας ουσιαστικά δεν αλλάζει τίποτα. Κατά συνέπεια, με αυτή τη φυσική έννοια της ελευθερίας, τα ζώα και τα ανθρώπινα όντα ονομάζονται ελεύθερα όταν ούτε αλυσίδες, ούτε κελιά, ούτε η παράλυση, και γενικά κανένα φυσικό, υλικό εμπόδιο δεν εμποδίζει τις ενέργειές τους, αλλά αυτές συμβαίνουν σύμφωνα με τη θέλησή τους.

 

Αυτή η φυσική έννοια της ελευθερίας, και ειδικά ως χαρακτηριστικό των ζώων, είναι η αρχική, άμεση και επομένως η πιο συχνή. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, το νόημα της ελευθερίας δεν υπόκειται σε καμία αμφιβολία ή διαμάχη, αλλά η πραγματικότητά της μπορεί πάντα να επαληθευτεί από την εμπειρία. Γιατί από τη στιγμή που ένα ζώο ενεργεί μόνο από τη θέλησή του, είναι με αυτή την έννοια ελεύθερο. Και δεν λαμβάνεται υπόψη εδώ τι μπορεί να επηρέασε την ίδια τη θέλησή του. Γιατί με αυτό το πρωτότυπο, άμεσο, και επομένως δημοφιλές νόημά της, η ελευθερία αναφέρεται μόνο σε μια ικανότητα, δηλαδή ακριβώς στην απουσία φυσικών εμποδίων στις ενέργειες του ζώου.

 

Έτσι λέμε ότι τα πουλιά του ουρανού, τα ζώα του δάσους, είναι ελεύθερα. Τα ανθρώπινα όντα είναι ελεύθερα από τη φύση τους. Όσοι είναι ελεύθεροι, είναι ευτυχισμένοι. Ένας άνθρωπος ονομάζεται επίσης ελεύθερος, και με αυτό καταλαβαίνουμε ότι διέπεται από νόμους τους οποίους ο ίδιος έχει θεσπίσει. Γιατί τότε σε κάθε περίπτωση υπακούει μόνο στο δικό του θέλημα. Κατά συνέπεια, η πολιτική ελευθερία πρέπει να κατατάσσεται στη φυσική ελευθερία.

 

Αλλά μόλις αφήσουμε αυτή τη φυσική ελευθερία, και εξετάσουμε τα άλλα δύο είδη, δεν ασχολούμαστε πλέον με την κοινή, αλλά με τη φιλοσοφική έννοια της ελευθερίας, η οποία, όπως είναι γνωστό, ανοίγει το δρόμο σε πολλές δυσκολίες. Διαιρείται σε δύο εντελώς διαφορετικά είδη, δηλαδή στην πνευματική και στην ηθική ελευθερία.

 

Η πνευματική ελευθερία, τὸ ἑκούσιον καὶ ἀκούσιον κατὰ διάνοιαν[2]στον Αριστοτέλη, λαμβάνεται υπόψη εδώ απλώς και μόνο για τον σκοπό της ολοκλήρωσης της ταξινόμησης. Προτείνω λοιπόν να αναβληθεί η συζήτησή της μέχρι το τέλος αυτού του δοκιμίου, γιατί μέχρι τότε οι έννοιες που θα χρησιμοποιηθούν σε αυτό θα έχουν ήδη βρει την εξήγησή τους σε ό, τι έχει προηγηθεί, έτσι ώστε η πνευματική ελευθερία να μπορεί να εξεταστεί εν συντομία τότε. Αλλά στην ταξινόμηση έπρεπε να βρεθεί δίπλα στη φυσική ελευθερία, δεδομένου ότι είναι πιο στενά συνδεδεμένη με την τελευταία.

 

Στρέφομαι λοιπόν αμέσως στο τρίτο είδος, στην ηθική ελευθερία, η οποία είναι πραγματικά το liberumarbitrium,[3]όπως αναφέρεται στο αρχικό ερώτημα της Βασιλικής Εταιρείας. Αυτή η έννοια συνδέεται με εκείνη της φυσικής ελευθερίας, με τρόπο που μας επιτρέπει επίσης να δούμε την αναγκαστικά πολύ μεταγενέστερη προέλευσή της. Όπως έχω πει, η φυσική ελευθερία αναφέρεται μόνο στα υλικά εμπόδια, και υπάρχει άμεσα με την απουσία των τελευταίων. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται ότι, χωρίς να εμποδίζεται από υλικά εμπόδια, ένας άνθρωπος εμποδίζεται να ενεργήσει, όπως διαφορετικά θα έκανε σίγουρα, σύμφωνα με τη θέλησή του, από απλά κίνητρα, όπως απειλές, υποσχέσεις, κίνδυνοι, κ.λπ. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν ένας τέτοιος άνθρωπος παραμένει ελεύθερος, ή αν, όπως ένα φυσικό εμπόδιο, ένα ισχυρό αντίθετο κίνητρο μπορεί να αποτρέψει και να καταστήσει αδύνατη μια ενέργεια σύμφωνα με τη βούλησή του.

 

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν θα μπορούσε να είναι δύσκολη για την ορθή κοινή λογική, δηλαδή ότι ένα κίνητρο δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει ως φυσικό εμπόδιο, δεδομένου ότι το τελευταίο μπορεί εύκολα να υπερβεί εντελώς τις φυσικές δυνάμεις ενός ανθρώπου, ενώ ένα κίνητρο δεν μπορεί ποτέ να είναι ακαταμάχητο από μόνο του ή να έχει απόλυτη εξουσία, αλλά μπορεί πάντα να ξεπεραστεί από ένα ισχυρότερο αντίθετο κίνητρο. Διότι συχνά βλέπουμε ότι ακόμη και αυτό που είναι συνήθως το ισχυρότερο από όλα τα κίνητρα, η διατήρηση της ζωής, ξεπερνιέται από άλλα, π.χ. στην αυτοκτονία, στην αυτοθυσία προς όφελος άλλων, ή για απόψεις και συμφέροντα πολλών ειδών· και αντιστρόφως, ότι κάποιες φορές ακόμα και τα πιο ακραία βασανιστήρια έχουν ξεπεραστεί προς όφελος της επιβίωσης.

 

Αλλά αν και είναι φανερό από αυτό ότι τα κίνητρα δεν παράγουν κάποιον αντικειμενικό και απόλυτο καταναγκασμό, ένας υποκειμενικός και σχετικός καταναγκασμός θα μπορούσε να υπάρξει για το εμπλεκόμενο άτομο. Ως εκ τούτου, παραμένει το ερώτημα: Είναι η ίδια η βούληση ελεύθερη;- Εδώ, λοιπόν, το πρόβλημα της ελευθερίας, την οποία μέχρι τώρα κάποιος θα μπορούσε να  σκεφτεί μόνο σε σχέση με την ικανότητα δράσης, τίθεται σε σχέση με τη βούληση. Αλλά μετά από περαιτέρω εξέταση, η αρχική, καθαρά εμπειρική, και ως εκ τούτου δημοφιλής, έννοια της ελευθερίας αποδεικνύεται ανίκανη να αντιπαρατεθεί σε αυτή τη σύνδεση με τη βούληση. Διότι σύμφωνα με αυτή την έννοια, το να είναι κάποιος «ελεύθερος» σημαίνει «σύμφωνα με τη δική του βούληση.»

 

Τώρα, αν ρωτήσουμε αν η ίδια η βούληση είναι ελεύθερη, ρωτάμε αν είναι σύμφωνη με τον εαυτό της· και αυτό φυσικά είναι αυτονόητο, αλλά δεν μας λέει τίποτα. Ως αποτέλεσμα της εμπειρικής έννοιας της ελευθερίας, λέμε: «Είμαι ελεύθερος αν μπορώ να κάνω ό, τι θέλω,» και η ελευθερία έχει ήδη αποφασιστεί από αυτό το «ό, τι θέλω.» Αλλά τώρα, αφού ρωτάμε για την ίδια την ελευθερία της βούλησης, αυτή η ερώτηση θα πρέπει να εκφραστεί ως εξής: «Μπορούμε επίσης να θέλουμε αυτό που θέλουμε;» Αυτός ο συλλογισμός είναι αναδρομικός, καθώς φαίνεται σαν αυτός που θέλει κάτι να εξαρτάται από μια βούληση που πάντα προηγείται, και έτσι μάταια προσπαθούμε να φτάσουμε τελικά σε μια βούληση που δεν εξαρτιόταν αρχικά από τίποτα.

 

Ωστόσο, αν θέλαμε να υποθέσουμε μια τέτοια βούληση, θα μπορούσαμε κάλλιστα να επιλέξουμε οποιαδήποτε βούληση στην αλληλουχία. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο το ερώτημα θα περιοριζόταν απλά στο εξής: «Μπορούμε να έχουμε βούληση;» Αλλά το αν η απλή καταφατική απάντηση αποφασίζει την ελευθερία της βούλησης, είναι αυτό που θέλαμε να μάθουμε, και μένει αναπάντητο.

 

Η αρχική, εμπειρική έννοια της ελευθερίας, μια έννοια που προέρχεται από την πράξη, αρνείται έτσι να έρθει σε άμεση σύνδεση με την έννοια της βούλησης. Επομένως, για να μπορέσει κανείς να εφαρμόσει στη βούληση την έννοια της ελευθερίας, πρέπει να την τροποποιήσει κατανοώντας την με έναν πιο αφηρημένο τρόπο. Αυτό επιτυγχάνεται συλλαμβάνοντας μέσω της έννοιας της ελευθερίας την απουσία κάθε αναγκαιότητας γενικά. Εδώ η έννοια διατηρεί τον αρνητικό χαρακτήρα που της έχω αποδώσει από την αρχή. Κατά συνέπεια, θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί η έννοια της αναγκαιότητας, ως η θετική έννοια που καθορίζει το αρνητικό νόημα της ελευθερίας.

 

Ρωτάμε, λοιπόν, τι σημαίνει «αναγκαίο.» Η συνήθης εξήγηση, ότι «αναγκαίο είναι αυτό που είναι το αντίθετο από το αδύνατο, ή που δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά,» είναι απλώς μια λεκτική παράφραση της έννοιας, και δεν βοηθά τη διορατικότητά μας. Αλλά ως πραγματικό ορισμό δίνω τον εξής: «Αναγκαίο είναι αυτό που προκύπτει από μια δεδομένη σταθερή βάση.» Όπως κάθε σωστός ορισμός, έτσι και αυτή η πρόταση μπορεί να αντιστραφεί.

 

Τώρα, ανάλογα με το αν αυτή η επαρκής βάση είναι λογική, μαθηματική, ή φυσική (δηλαδή αιτιώδης), η αναγκαιότητα θα είναι επίσης λογική (όπως αυτή του συμπεράσματος όταν δίνονται οι υποθέσεις), μαθηματική (π.χ. η ισότητα των πλευρών του τριγώνου εάν οι γωνίες είναι ίσες), ή φυσική και πραγματική (όπως η εμφάνιση του αποτελέσματος μόλις υπάρξει η αιτία). Σε κάθε περίπτωση, η αναγκαιότητα προκύπτει αναπόφευκτα αν έχει δοθεί ο επαρκής λόγος. Μόνο στο βαθμό που αντιλαμβανόμαστε κάτι ως συνέπεια επαρκούς λόγου, το αναγνωρίζουμε ως αναγκαίο. Και αντιστρόφως, μόλις αναγνωρίσουμε κάτι ως συνέπεια ενός επαρκούς λόγου, βλέπουμε ότι είναι απαραίτητο· γιατί όλοι οι λόγοι είναι επιτακτικοί. Αυτός ο πραγματικός ορισμός είναι τόσο επαρκής και εξαντλητικός, ώστε η αναγκαιότητα είναι η συνέπεια ενός δεδομένου επαρκούς λόγου, και αντιστρόφως.[4]Επομένως, η έλλειψη αναγκαιότητας είναι ταυτόσημη με την έλλειψη καθοριστικού επαρκούς λόγου.

 

Τώρα, το ενδεχόμενο γίνεται αντιληπτό ως το αντίθετο του αναγκαίου. Αλλά το ένα δεν έρχεται σε αντίθεση με το άλλο, επειδή οτιδήποτε το ενδεχόμενο είναι μόνο σχετικά έτσι, καθώς επίσης και επειδή στον πραγματικό κόσμο, όπου βρίσκεται μόνο το ενδεχόμενο, κάθε γεγονός είναι απαραίτητο σε σχέση με την αιτία του. Αλλά σε σχέση με οτιδήποτε άλλο με το οποίο συμπίπτει στο χρόνο και το χώρο, το γεγονός είναι ενδεχόμενο.

 

Όμως καθώς η απουσία αναγκαιότητας είναι χαρακτηριστικό αυτού που είναι ελεύθερο, το ενδεχόμενο δεν θα πρέπει να εξαρτάται από καμία αιτία και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να οριστεί ως το απολύτως ενδεχόμενο. Πρόκειται για μια εξαιρετικά προβληματική έννοια, η οποία, παρεμπιπτόντως, συμπίπτει κατά περίεργο τρόπο με την έννοια της ελευθερίας. Σε κάθε περίπτωση, ελεύθερο παραμένει αυτό που δεν είναι σε καμία σχέση απαραίτητο, που σημαίνει ότι δεν εξαρτάται από κανένα λόγο.

 

Η έννοια της ελευθερίας, αν εφαρμοστεί στη βούληση ενός ανθρώπου, σημαίνει ότι στις εκδηλώσεις πράξεων βούλησης ο άνθρωπος δεν θα καθορίζεται από αιτίες ή επαρκείς λόγους, διότι διαφορετικά οι πράξεις του δεν θα ήταν ελεύθερες αλλά αναγκαίες, αφού η συνέπεια ενός δεδομένου λόγου (ανεξάρτητα από τη φύση αυτού του λόγου) είναι πάντα αναγκαία. Σε αυτό στηρίζεται ο ορισμός του Καντ, σύμφωνα με τον οποίο ελευθερία είναι η δύναμη που μπορεί να ξεκινήσει από μόνη της μια σειρά αλλαγών.[5]Διότι το «από μόνη της» ουσιαστικά σημαίνει «χωρίς προηγούμενη αιτία,» το οποίο, ωστόσο, είναι ταυτόσημο με το «χωρίς αναγκαιότητα.» Έτσι, μολονότι ο ορισμός αυτός δίνει στην έννοια της ελευθερίας την εντύπωση ότι είναι θετική, κατόπιν προσεκτικότερης εξέτασης ο αρνητικός χαρακτήρας της είναι και πάλι εμφανής.

 

Επομένως, ελεύθερη βούληση είναι αυτή που δεν καθορίζεται από αιτίες ή λόγους· Και δεδομένου ότι οτιδήποτε καθορίζει κάτι άλλο πρέπει να έχει κάποιο λόγο ή αιτία, ελεύθερη βούληση είναι αυτή που δεν καθορίζεται από τίποτα απολύτως. Επομένως, οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις μιας τέτοιας βούλησης (πράξεις βούλησης) πρέπει να προκύπτουν από τον εαυτό της, χωρίς να υπάρχουν απαραίτητα προηγούμενες συνθήκες, και χωρίς να καθορίζονται από κάποιον κανόνα.

 

Στην περίπτωση μιας τέτοιας έννοιας, η καθαρή σκέψη καταργείται, επειδή η αρχή του επαρκούς λόγου[6]σε όλες τις εκφάνσεις της είναι η ουσιαστική μορφή ολόκληρης της γνωστικής μας ικανότητας, αλλά εδώ υποτίθεται ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ωστόσο, δεν μας μένει ούτε ένας τεχνικός όρος για αυτήν την έννοια· είναι liberumarbitriumindifferentiae.[7]Επιπλέον, αυτή είναι η μόνη σαφώς καθορισμένη, σταθερή, και παγιωμένη έννοια αυτού που ονομάζεται ελευθερία της βούλησης.

 

Επομένως, δεν μπορεί κανείς να απομακρυνθεί από αυτήν την έννοια χωρίς να υποπέσει σε ασαφείς και θολές εξηγήσεις, πίσω από τις οποίες κρύβεται μια διστακτική ανεπάρκεια, όπως όταν κάποιος μιλά για λόγους που δεν επιφέρουν απαραίτητα τις συνέπειές τους. Κάθε συνέπεια ενός λόγου είναι απαραίτητη, και κάθε αναγκαιότητα είναι συνέπεια ενός λόγου. Με την υπόθεση ενός τέτοιου liberumarbitriumindifferentiae,η άμεση συνέπεια που χαρακτηρίζει αυτή την έννοια καθαυτή, και επομένως πρέπει να δηλωθεί ως σήμα κατατεθέν της, είναι ότι για έναν άνθρωπο προικισμένο με αυτήν, υπό δεδομένες εξωτερικές συνθήκες που καθορίζονται αρκετά ατομικά και διεξοδικά, δύο διαμετρικά αντίθετες ενέργειες είναι εξίσου δυνατές.

 

Τι σημαίνει αυτοσυνείδηση;

 

Απάντηση: Η συνείδηση του εαυτού μας, σε αντίθεση με τη συνείδηση άλλων πραγμάτων. Η τελευταία είναι η ιδιότητα της νόησης (γνωστική λειτουργία). Πριν οποιαδήποτε άλλα πράγματα συμβούν για αυτήν, η ιδιότητα της νόησης περιέχει ορισμένες μορφές του τρόπου με τον οποίο αυτά τα πράγματα θα συμβούν, και συνεπώς τέτοιες μορφές είναι συνθήκες της δυνατότητας της αντικειμενικής ύπαρξής τους, δηλαδή, της ύπαρξής τους ως αντικείμενα για εμάς. Όπως είναι γνωστό, αυτές οι μορφές είναι ο χρόνος, ο χώρος, και η αιτιότητα.

 

Αν και αυτές οι μορφές νόησης βρίσκονται μέσα μας, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο για να αποκτήσουμε συνείδηση των άλλων πραγμάτων ως τέτοια, και πάντα σε σχέση με τα ίδια τα πράγματα. Και έτσι, αν και αυτές οι μορφές νόησης βρίσκονται μέσα μας, δεν πρέπει να τις θεωρούμε ότι ανήκουν στην αυτοσυνείδηση, αλλά ότι μάλλον καθιστούν δυνατή τη συνείδηση άλλων πραγμάτων, δηλαδή την αντικειμενική γνώση.

 

Επιπλέον, δεν θα μπω στον πειρασμό από την ασάφεια της λέξης conscientia,[8]που χρησιμοποιείται στην ερώτηση της Βασιλικής Εταιρείας, να συμπεριλάβω στην αυτοσυνείδηση εκείνες τις ηθικές παρορμήσεις των ανθρώπων οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της συνείδησης, ή στην έννοια του πρακτικού λόγου με τις κατηγορηματικές επιταγές του όπως τις θέτει ο Καντ. Δεν θα παραπλανηθώ, επειδή τέτοιες παρορμήσεις εμφανίζονται μόνο ως συνέπεια της εμπειρίας και του στοχασμού, και επομένως της συνείδησης άλλων πραγμάτων. Και επίσης επειδή δεν έχει ακόμη χαραχθεί σαφώς και αδιαμφισβήτητα το όριο ανάμεσα σε αυτό που στις συγκεκριμένες παρορμήσεις είναι πρωτότυπο και ιδιόμορφο για την ανθρώπινη φύση, και εκείνο που προστίθεται μετέπειτα από την ηθική και θρησκευτική εκπαίδευση.

 

Επιπλέον, δύσκολα μπορεί να είναι πρόθεση της Βασιλικής Εταιρείας, συμπεριλαμβάνοντας τη συνείδηση στην αυτοσυνείδηση, να μεταφέρει το ζήτημα στη σφαίρα της ηθικής, επαναλαμβάνοντας έτσι την ηθική απόδειξη, ή μάλλον αξίωμα, της ελευθερίας σύμφωνα με τον Καντ, από κάποιον ηθικό νόμο που θεωρείται ότι υφίσταται εκ των προτέρων, με βάση την ισχύ του συμπεράσματος «μπορείς επειδή πρέπει.»[9]

 

Από όσα έχουν ειπωθεί, είναι σαφές ότι μακράν το μεγαλύτερο μέρος της συνείδησής μας δεν είναι η αυτοσυνείδηση, αλλά η συνείδηση άλλων πραγμάτων, ή η ιδιότητα της νόησης. Αυτή η τελευταία, με όλες τις δυνάμεις της, κατευθύνεται προς τα έξω, και είναι η σκηνή (στην πραγματικότητα η προϋπόθεση, αν πάμε πιο βαθιά στο θέμα) του πραγματικού εξωτερικού κόσμου. Αντιδρά με αυτόν τον κόσμο, συλλαμβάνοντάς τον πρώτα μέσω της διαίσθησης. Στη συνέχεια, συλλογίζεται, τρόπον τινά, τι έχει κερδηθεί με αυτόν τον τρόπο, και επεξεργάζεται το συμπέρασμα με έννοιες.

 

Η νόηση συνίσταται σε ατελείωτους συνδυασμούς εννοιών που πραγματοποιούνται με τη βοήθεια λέξεων. Έτσι, η αυτοσυνείδηση θα είναι αυτό που διατηρούμε αφού αφαιρέσουμε το μεγαλύτερο μέρος της συνείδησής μας. Από αυτό βλέπουμε ήδη ότι ο πλούτος της αυτοσυνείδησης δεν μπορεί να είναι πολύ μεγάλος. Και έτσι, αν πρέπει πραγματικά να υπάρχουν στην αυτοσυνείδηση τα δεδομένα που αναζητούνται για την απόδειξη της ελευθερίας της βούλησης, μπορούμε να ελπίζουμε ότι δεν θα μας διαφύγουν.

 

Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι μια εσωτερική αίσθηση[10]αποτελεί το όργανο της αυτοσυνείδησης. Αυτό, ωστόσο, πρέπει να κατανοηθεί μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά, γιατί η αυτοσυνείδηση είναι άμεση. Όπως και να έχει, το επόμενο ερώτημά μας είναι τι περιέχει η αυτοσυνείδηση, ή πώς ένας άνθρωπος αποκτά αμέσως συνείδηση του εαυτού του. Απάντηση: Απόλυτα και ολοκληρωτικά, ως κάποιος που βούλεται. Οποιοσδήποτε παρατηρεί τη δική του αυτοσυνείδηση, σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι το αντικείμενό της είναι πάντα η ίδια του η θέληση.

 

Με αυτό, ωστόσο, εννοούμε όχι μόνο τις συγκεκριμένες πράξεις βούλησης που οδηγούν αμέσως σε δράσεις, και τις ρητές αποφάσεις μαζί με τις ενέργειες που προκύπτουν από αυτές. Αντίθετα, όποιος είναι ικανός να συλλάβει με οποιονδήποτε τρόπο αυτό που είναι ουσιώδες, παρά τις διαφορετικές τροποποιήσεις του βαθμού και του είδους, δεν θα έχει κανένα δισταγμό να θεωρήσει ως εκδηλώσεις θέλησης την επιθυμία, την αγωνία, τη λαχτάρα, την ελπίδα, την αγάπη, τη χαρά, την αγαλλίαση, και τα παρόμοια, καθώς επίσης και το αίσθημα της απροθυμίας, της αποστροφής, της απέχθειας, της αποφυγής, του φόβου, του θυμού, του μίσους, τού να υποφέρει κάποιος, εν ολίγοις, όλες τις επιρροές και τα πάθη.

 

Γιατί αυτές είναι μόνο παρορμήσεις περισσότερο ή λιγότερο αδύναμες ή δυνατές, αναταράξεις που τη μια στιγμή είναι βίαιες και θυελλώδεις, ενώ την άλλη στιγμή είναι ήπιες και υποτονικές, παρορμήσεις της δικής μας θέλησης, που είτε την ελέγχουμε είτε όχι, ενώ αυτή μένει ικανοποιημένη ή ανικανοποίητη. Όλες αυτές οι παρορμήσεις αναφέρονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στην απόκτηση ή στην έλλειψη αυτού που είναι επιθυμητό, και στο να υπομένουμε ή να υποτασσόμαστε σε αυτό που αποστρεφόμαστε. Πρόκειται επομένως για σαφείς επιρροές της ίδιας θέλησης που είναι ενεργή στις αποφάσεις και στις δράσεις.[11]

 

Ακόμη και αυτά που ονομάζονται συναισθήματα ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας περιλαμβάνονται στην παραπάνω λίστα. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία βαθμών και ειδών. Ωστόσο, μπορούν πάντα να περιοριστούν σε αισθήματα επιθυμίας ή αποστροφής, και έτσι να αναχθούν στην ίδια τη θέληση η οποία αποκτά συνείδηση του εαυτού της ως ικανοποιημένη ή ανικανοποίητη, παρεμποδισμένη ή εκφρασμένη. Πράγματι, αυτό επεκτείνεται ακόμη και στις σωματικές αισθήσεις, ευχάριστες ή επώδυνες, και σε όλες τις αμέτρητες αισθήσεις που βρίσκονται μεταξύ αυτών των δύο άκρων. Γιατί η ουσία όλων αυτών των συναισθημάτων ή επιρροών είναι ότι εισέρχονται άμεσα στην αυτοσυνείδηση ως κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο στη θέληση.

 

Αν εξετάσουμε προσεκτικά το θέμα, καταλαβαίνουμε ότι το σώμα μας είναι μόνο το εξωτερικά δρων όργανο της θέλησης, καθώς και το δεκτικό μέσο για ευχάριστες ή οδυνηρές αισθήσεις. Αλλά, όπως μόλις είπα, αυτές οι ίδιες οι αισθήσεις ανάγονται σε άμεσες επιρροές της θέλησης, και οι οποίες είναι είτε ευχάριστες είτε δυσάρεστες στην τελευταία. Είτε συμπεριλάβουμε είτε όχι αυτά τα απλά συναισθήματα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας, θα διαπιστώσουμε σε κάθε περίπτωση ότι όλες εκείνες οι παρορμήσεις ή συγκινήσεις της θέλησης, αυτές οι παραλλαγές της θέλησης και της μη θέλησης, οι οποίες με τη συνεχή άμπωτη και πλημμυρίδα τους αποτελούν το μοναδικό αντικείμενο της αυτοσυνείδησης ή, αν προτιμάτε τον όρο, της εσωτερικής αίσθησης, βρίσκονται σε μια διεξοδική και καθολικά αναγνωρισμένη σχέση με αυτό που γίνεται αντιληπτό και γνωστό στον εξωτερικό κόσμο.

 

Ωστόσο, ο εξωτερικός κόσμος, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν βρίσκεται πλέον στη σφαίρα της άμεσης αυτοσυνείδησης, της οποίας τα όρια φτάνουν μέχρι τη σφαίρα της συνείδησης των άλλων πραγμάτων μόλις έρθουμε σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Αλλά τα αντικείμενα που γίνονται αντιληπτά στον εξωτερικό κόσμο αποτελούν το έναυσμα και την πρώτη ύλη για όλες τις παρορμήσεις και πράξεις της θέλησης.

 

Δεν θα θεωρήσουμε ότι αυτό είναι petitioprincipii.[12]Γιατί κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η θέλησή μας ενδιαφέρεται πάντα για εξωτερικά αντικείμενα, κατευθύνεται προς αυτά, περιστρέφεται γύρω από αυτά, και, εν πάση περιπτώσει, προκαλείται από αυτά με την ιδιότητά τους ως κίνητρα. Γιατί διαφορετικά θα έμενε κανείς με μια θέληση εντελώς αποκομμένη από τον εξωτερικό κόσμο, και φυλακισμένη μέσα στο σκοτεινό κόσμο της αυτοσυνείδησης. Αυτό που εξακολουθεί να είναι προβληματικό για εμάς είναι απλώς η αναγκαιότητα με την οποία τα αντικείμενα που βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο καθορίζουν τις πράξεις της βούλησης.

 

Επομένως, διαπιστώνουμε ότι η αυτοσυνείδηση σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και αποκλειστικά, με τη βούληση. Αλλά το αν η αυτοσυνείδηση βρίσκει στο μοναδικό υλικό της τα δεδομένα από τα οποία προκύπτει η ελευθερία της βούλησης, είναι αυτό που σκοπεύουμε να βρούμε.


 

Απόσπασμααπό τοβιβλίοτου Arthur Schopenhauer, On the Freedom of the Will:

[https://catdir.loc.gov/catdir/samples/cam032/98022360.pdf]

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Τσελέντης, 2023.

 

 



[1]Αυτό το δοκίμιο παρουσιάστηκε από τον Άρθουρ Σποπενχάουερ στη Βασιλική Νορβηγική Εταιρεία Επιστημών το 1839 ως απάντηση στο ακαδημαϊκό ερώτημα που είχαν θέσει: «Είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ανθρώπινη ελεύθερη βούληση από την αυτοσυνείδηση;»

[https://en.wikipedia.org/wiki/On_the_Freedom_of_the_Will]

[2]Το εκούσιο και ακούσιο σε σχέση με τη σκέψη.

[3]Ελεύθερη επιλογή της βούλησης.

[4]Μια συζήτηση σχετικά με την έννοια της αναγκαιότητας, μπορεί να βρεθεί στην πραγματεία μου OntheFourfoldRootofthePrincipleofSufficientReason.

[5]Βλέπε Ιμμάνουελ Καντ, Κριτική του Καθαρού Λόγου.

[6]Σ.τ.μ. Η αρχή του επαρκούς λόγου λέει ότι όλα τα πράγματα πρέπει να έχουν κάποιο λόγο ή αιτία. Η αρχή διατυπώθηκε και αναδείχθηκε από τον Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, και χρησιμοποιήθηκε και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Σοπενχάουερ και τον Γουίλιαμ Ρόουαν Χάμιλτον.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Principle_of_sufficient_reason]

[7]Ελεύθερη επιλογή αδιαφορίας.

[8]Από λεξιλογική άποψη, ο λατινικός όρος «conscientia» που χρησιμοποιείται στην ερώτηση μπορεί να σημαίνει «συνείδηση» είτε με την έννοια της επίγνωσης (consciousness) είτε με την ηθική έννοια (conscience). Ωστόσο, η εμφάνιση του όρου στη φράση «ipsius conscientia» («συνείδηση ​​του εαυτού, αυτοσυνείδηση») αποκλείει την τελευταία περίπτωση, με βάση γλωσσολογικά κριτήρια. 

[9]Βλ. Κριτική του Καθαρού Λόγου.

[10]Βρίσκεται ήδη στον Κικέρωνα, ως tactusinterior· σαφέστερα στον Άγιο Αυγουστίνο. Στη συνέχεια, στον Καρτέσιο· και στον Τζων Λοκ περιγράφεται πλήρως.

[11]Είναι πολύ αξιοσημείωτο ότι ο Άγιος Αυγουστίνος το γνώριζε πολύ καλά αυτό, ενώ τόσοι πολλοί από τους σύγχρονους φιλοσόφους με την υποτιθέμενη «ικανότητα του συναισθήματός» τους δεν το βλέπουν. Έτσι στο DecivitateDei (Η πόλη του Θεού), ο ίδιος κάνει λόγο για τις affectionesanimi (επιρροές του πνεύματος), τις οποίες κατατάσσει σε τέσσερεις κατηγορίες (επιθυμία, φόβος, χαρά, λύπη), και στις οποίες βρίσκεται η βούληση. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιρροές της θέλησης. Γιατί τι άλλο είναι η επιθυμία και η χαρά, παρά η παρόρμηση να συναινέσουμε σε αυτό που θέλουμε;  Και τι άλλο είναι ο φόβος και η λύπη, παρά η παρόρμηση να μην συναινέσουμε σε αυτό που δεν θέλουμε;

[12]Επαιτεία της ερώτησης.

Σ.τ.μ. Το να θεωρούμε κάτι ως δεδομένο, χωρίς να το έχουμε αποδείξει.

Η ελευθερία της (μη) βούλησης

$
0
0


1.     Το ερώτημα που τίθεται έχει ως εξής:[1] «Μπορεί η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης να αποδειχθεί από την αυτοσυνείδηση;» Η απάντηση που δίνω είναι «όχι,» αν η αυτοσυνείδηση προκύπτει αυθόρμητα από τη φύση.

2.     Δεύτερον, το δοκίμιο του Σοπενχάουερ μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η ελευθερία και η βούληση είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι δύο αντίθετα πράγματα: Η βούληση μπορεί να στερήσει την ελευθερία.

3.     Τι είναι βούληση; Θεωρούμε ότι είμαστε όντα τα οποία ελέγχουν και κατευθύνουν τις σκέψεις και τις πράξεις τους. Είναι όμως οι σκέψεις και οι πράξεις αυθόρμητες και ελεύθερες εκδηλώσεις βούλησης; Ή μήπως, ανά πάσα στιγμή, υποκινούνται και δρομολογούνται από βαθύτερες επιθυμίες, επιταγές, και ένστικτα;

4.     Η κινητήριος δύναμη που βρίσκεται πίσω από τις δράσεις ενός ζώου είναι το ένστικτο της επιβίωσης και της αναπαραγωγής. Όλη του η ζωή καθορίζεται από αυτό το ένστικτο, έτσι ώστε να μην του μένει καθόλου «ελεύθερος χρόνος» για να κάνει ή να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο.

5.     Θα έλεγε τώρα κάποιος ότι με τους ανθρώπους είναι διαφορετικά, επειδή εμείς μπορούμε να κυριαρχούμε στα ένστικτά μας, όπως, για παράδειγμα, όταν κάνουμε έρωτα για απόλαυση, και όχι αναγκαστικά για να έχουμε απογόνους.

6.     Είναι όμως αυτή η απόλαυση προϊόν της ελεύθερης βούλησής μας, ή μήπως είναι η ανάγκη της ικανοποίησης που μας κάνει να αναζητούμε τον έρωτα και οτιδήποτε άλλο μπορεί να μας προσφέρει απόλαυση;

7.     Επιπλέον, με τους ανθρώπους υπάρχουν οι κοινωνικές επιταγές, οι οποίες μπορεί να είναι ακόμη πιο αδυσώπητες. Για παράδειγμα, η κοινωνία θέτει κανόνες για το πώς πρέπει να ντυνόμαστε, να φερόμαστε, να βρούμε αξιοπρεπή δουλειά, να παντρευτούμε, να διακριθούμε, να υπερασπιστούμε την πατρίδα, κοκ.

8.     Είναι όμως όταν ντυνόμαστε πρόχειρα, όταν δεν παντρευόμαστε, όταν δεν κάνουμε αυτό που μας λένε ή αυτό που επιτάσσει η φύση, τότε απαλλασσόμαστε από τις απαιτήσεις των άλλων ή της φύσης. Είναι ακριβώς όταν αρνούμαστε τις επιταγές της κοινωνίας ή τις επιθυμίες και τα ένστικτα της ίδιας μας της φύσης όταν νιώθουμε πραγματικά ελεύθεροι.

9.     Τώρα βέβαια κάποιος μπορεί να πει ότι η ικανότητα που έχουμε της επιλογής είναι απόδειξη της ελεύθερης βούλησης. Ότι δηλαδή χρησιμοποιούμε τη βούληση (κάτι το καταναγκαστικό) για να πετύχουμε κάτι που μας αρέσει προσωπικά (κάτι το ελεύθερο). Είναι όμως αυτό που κάθε φορά επιλέγουμε άνευ λόγου και αιτίας, ή πάλι διακατέχεται από κάποια βαθύτερη επιθυμία και αναγκαιότητα;

10.  Βλέπουμε λοιπόν ότι σε κάθε περίπτωση η βούληση είναι κάτι που στερείται ελευθερίας, επειδή πάντοτε παρακινείται από κάποια, προσωπική ή κοινωνική, φυσική ή ηθική, παρόρμηση. Από τη φύση της δηλαδή η βούληση είναι το αποτέλεσμα βαθύτερων, αρχέτυπων παρορμήσεων. Ακόμα και όταν παίρνουμε μια απόφαση και επιλέγουμε κάτι έναντι κάτι άλλου, η τελική μας απόφαση εξυπηρετεί κάποια βαθύτερη αναγκαιότητα.

11.  Ουσιαστικά δηλαδή είναι όταν δεν θέλουμε απολύτως τίποτα όταν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι- αυτό που στο Βουδισμό περιγράφεται ως κατάσταση νιρβάνα. Επομένως η σωστή έκφραση θα έπρεπε να είναι όχι ελευθερία της βούλησης, αλλά ελευθερία τη μηβούλησης.

12.  Τι άλλο μένει να πούμε; Πώς θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε από όλα τα προσωπικά και κοινωνικά δεσμά για να φτάσουμε στην απόλυτη ελευθερία; Αλλά είναι η κατάσταση της μη βούλησης κατάσταση ύπαρξης, ή μη ύπαρξης; Μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς να μην έχουμε τίποτε ανάγκη, χωρίς να εξαρτιόμαστε από τίποτε;

13.  Αν πάρουμε μια πέτρα και την πετάξουμε στο διάστημα, η πέτρα θα συνεχίσει να κινείται για πάντα, δίχως προορισμό, μην έχοντας πού να πέσει. Είναι η βαρύτητα που δίνει κατεύθυνση και προορισμό στην πέτρα. Είναι η συνοχή των ατόμων της πέτρας που τις δίνει μάζα.

14.  Με τον ίδιο τρόπο, είναι η έμφυτες παρορμήσεις που δίνουν στον άνθρωπο σκοπό και νόημα. Η βούληση είναι η έκφραση ή δύναμη αυτών των παρορμήσεων. Έχοντας βούληση γινόμαστε θελκτικοί και εύρωστοι. Χωρίς βούληση γινόμαστε δειλοί και ανέραστοι. Ακόμα και όταν λέμε ότι δεν θέλουμε, αυτό είναι μια πράξη βούλησης.

15.  Και όπως διαφαίνεται από αυτήν τη σύντομη συζήτηση, πρέπει πραγματικά να το θέλουμε για να είμαστε ελεύθεροι. Επομένως, δεν είναι τόσο η ελευθερία της βούλησης, όσο η βούληση της ελευθερίας αυτό που τελικά μας διακρίνει. Μπορεί δηλαδή η βούληση να είναι εκ φύσεως ανελεύθερη, αλλά είναι η ίδια η βούληση που μας οδηγεί στην ελευθερία. Τότε πια μπορούμε να πούμε, «Ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω.»


[1] Το ερώτημα αυτό τέθηκε από τη Βασιλική Νορβηγική Εταιρεία Επιστημών το 1839, σε απάντηση του οποίου ο Άρθουρ Σοπενχάουερ έγραψε το δοκίμιό του Σχετικά με την ελευθερία της βούλησης, το οποίο με τη σειρά του έδωσε σε μένα την έμπνευση για να γράψω το δικό μου ποίημα.

 

6/11/2023

Ο ΑΙΘΕΡΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

$
0
0

 

Άλμπερτ Αϊνστάιν

 

Ομιλία που δόθηκε στις 5 Μαΐου 1920, στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν

 

Πώς προκύπτει ότι παράλληλα με την ιδέα της απτής ύλης, που προέρχεται με αφαίρεση από την καθημερινή ζωή, οι φυσικοί θέτουν την ιδέα της ύπαρξης ενός άλλου είδους ύλης, του αιθέρα; Η εξήγηση μάλλον πρέπει να αναζητηθεί σε εκείνα τα φαινόμενα που οδήγησαν στη θεωρία της δράσης από απόσταση, και στις ιδιότητες του φωτός που οδήγησαν στην κυματική θεωρία. Ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο στην εξέταση αυτών των δύο θεμάτων.

 

Εκτός της φυσικής δεν γνωρίζουμε τίποτα για δράση από απόσταση. Όταν προσπαθούμε να συνδέσουμε την αιτία και το αποτέλεσμα στις εμπειρίες που μας προσφέρουν τα φυσικά αντικείμενα, φαίνεται αρχικά σαν να μην υπήρχαν άλλες αμοιβαίες δράσεις εκτός από αυτές της άμεσης επαφής, π.χ. η επικοινωνία της κίνησης με κρούση, ώθηση και έλξη, θέρμανση ή πρόκληση καύσης μέσω φλόγας, κ.λπ. Είναι αλήθεια ότι ακόμη και στην καθημερινή εμπειρία το βάρος, που κατά μία έννοια είναι δράση από απόσταση, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Αλλά επειδή στην καθημερινή εμπειρία το βάρος των σωμάτων αντιμετωπίζεται ως κάτι σταθερό, κάτι που δεν συνδέεται με καμία αιτία που είναι μεταβλητή στο χρόνο ή στον τόπο, δεν κάνουμε εικασίες ως προς την αιτία της βαρύτητας, και επομένως δεν συνειδητοποιούμε το χαρακτήρα της ως δράση από απόσταση.

 

Ήταν η θεωρία της βαρύτητας του Νεύτωνα που όρισε για πρώτη φορά μια αιτία για τη βαρύτητα, ερμηνεύοντάς την ως δράση από απόσταση, προερχόμενη από μάζες. Η θεωρία του Νεύτωνα είναι ίσως το μεγαλύτερο βήμα που έγινε ποτέ στην προσπάθεια για την αιτιώδη συνάφεια των φυσικών φαινομένων. Και όμως αυτή η θεωρία προκάλεσε μια ζωηρή αίσθηση δυσφορίας στους συγχρόνους του Νεύτωνα, επειδή φαινόταν να έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή που πηγάζει από την υπόλοιπη εμπειρία, ότι μπορεί να υπάρξει αμοιβαία δράση μόνο μέσω της επαφής, και όχι μέσω της άμεσης δράσης από απόσταση.

 

Μόνο με απροθυμία η ανθρώπινη επιθυμία για γνώση αντέχει έναν δυισμό αυτού του είδους. Πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί η ενότητα στην κατανόηση των δυνάμεων της φύσης; Αυτό θα μπορούσε να γίνει είτε προσπαθώντας να θεωρηθούν οι δυνάμεις επαφής ως μακρινές δυνάμεις που ομολογουμένως είναι παρατηρήσιμες μόνο σε πολύ μικρή απόσταση- και αυτός ήταν ο δρόμος που προτίμησαν να ακολουθήσουν οι οπαδοί του Νεύτωνα, οι οποίοι ήταν εξολοκλήρου επηρεασμένοι από το δόγμα του· ή υποθέτοντας ότι η Νευτώνεια δράση από απόσταση είναι μόνο φαινομενικά άμεση δράση από απόσταση, αλλά στην πραγματικότητα μεταφέρεται από ένα μέσο που διαπερνά το χώρο, είτε με κινήσεις είτε με ελαστική παραμόρφωση αυτού του μέσου.

 

Έτσι, η προσπάθεια για μια ενιαία θεώρηση της φύσης των δυνάμεων οδηγεί στην υπόθεση του αιθέρα. Αυτή η υπόθεση, ασφαλώς, δεν έφερε στην αρχή καμία πρόοδο στη θεωρία της βαρύτητας ή στη φυσική γενικά, έτσι ώστε έγινε σύνηθες να αντιμετωπίζεται ο νόμος της δύναμης του Νεύτωνα ως ένα αξίωμα που δεν μπορεί να αναχθεί περαιτέρω. Αλλά η υπόθεση του αιθέρα ήταν βέβαιο ότι θα έπαιζε πάντα κάποιο ρόλο στη φυσική επιστήμη, ακόμα κι αν στην αρχή αυτός ο ρόλος ήταν δευτερεύων.

 

Όταν στο πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα αποκαλύφθηκε η εκτεταμένη ομοιότητα που υπάρχει μεταξύ των ιδιοτήτων του φωτός και εκείνων των ελαστικών κυμάτων σε υλικά σώματα, η υπόθεση του αιθέρα βρήκε νέα υποστήριξη. Φάνηκε αναμφισβήτητο ότι το φως πρέπει να ερμηνευθεί ως μια δονητική διαδικασία σε ένα ελαστικό, αδρανές μέσο που γεμίζει όλο το χώρο. Φαινόταν επίσης ως απαραίτητη συνέπεια του γεγονότος ότι το φως είναι ικανό να πολωθεί ότι αυτό το μέσο, ​​ο αιθέρας, πρέπει να είναι της φύσης ενός στερεού σώματος, επειδή τα εγκάρσια κύματα δεν είναι δυνατά σε ένα ρευστό, αλλά μόνο σε ένα στερεό σώμα. Έτσι οι φυσικοί ήταν υποχρεωμένοι να καταλήξουν στη θεωρία του «οιονεί άκαμπτου» φωτεινού αιθέρα, τα μέρη του οποίου δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν κινήσεις το ένα σχετικά με το άλλο, εκτός από τις μικρές κινήσεις παραμόρφωσης που αντιστοιχούν σε κύματα φωτός.

 

Αυτή η θεωρία- που ονομάζεται επίσης και θεωρία του στατικού φωτεινού αιθέρα- βρήκε επιπλέον υποστήριξη σε ένα πείραμα που είναι επίσης θεμελιώδους σημασίας στην ειδική θεωρία της σχετικότητας, το πείραμα του Φιζώ,[1]σύμφωνα με το οποίο κάποιος ήταν υποχρεωμένος να συμπεράνει ότι ο φωτεινός αιθέρας δεν συμμετέχει στις κινήσεις των σωμάτων. Το φαινόμενο της εκτροπής του φωτός[2]ευνόησε επίσης τη θεωρία του οιονεί άκαμπτου αιθέρα.

 

Η ανάπτυξη της θεωρίας του ηλεκτρισμού, κατά μήκος της διαδρομής που χάραξαν οι Μάξγουελ και Λόρεντς, έδωσε στην εξέλιξη των ιδεών μας σχετικά με τον αιθέρα μια αρκετά περίεργη και απροσδόκητη τροπή. Για τον ίδιο τον Μάξγουελ ο αιθέρας είχε πράγματι ιδιότητες που ήταν καθαρά μηχανικές, αν και πολύ πιο περίπλοκου είδους από τις μηχανικές ιδιότητες των στερεών σωμάτων. Αλλά ούτε ο Μάξγουελ ούτε οι οπαδοί του κατάφεραν να επεξεργαστούν ένα μηχανικό μοντέλο για τον αιθέρα που θα μπορούσε να παρέχει μια ικανοποιητική μηχανική ερμηνεία των νόμων του Μάξγουελ για το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Οι νόμοι ήταν σαφείς και απλοί, οι μηχανικές ερμηνείες αδέξιες και αντιφατικές.

 

Σχεδόν ανεπαίσθητα οι θεωρητικοί φυσικοί προσαρμόστηκαν σε μια κατάσταση που, από τη σκοπιά του μηχανιστικής τους προσέγγισης, ήταν πολύ καταθλιπτική. Επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις ηλεκτροδυναμικές έρευνες του Χερτς. Διότι, ενώ προηγουμένως είχαν απαιτήσει από μια οριστική θεωρία ότι έπρεπε να αρκείται στις θεμελιώδεις έννοιες που ανήκουν αποκλειστικά στη μηχανική (π.χ. πυκνότητες, ταχύτητες, παραμορφώσεις, τάσεις), σταδιακά συνήθισαν να παραδέχονται την ηλεκτρική και τη μαγνητική δύναμη ως θεμελιώδεις έννοιες παράλληλα με εκείνες της μηχανικής, χωρίς να απαιτείται μηχανική ερμηνεία για αυτές τις έννοιες.

 

Έτσι η καθαρά μηχανική άποψη της φύσης εγκαταλείφθηκε σταδιακά. Αλλά αυτή η αλλαγή οδήγησε σε έναν θεμελιώδη δυισμό που μακροπρόθεσμα ήταν αβάσιμος. Αναζητήθηκε τώρα ένας τρόπος διαφυγής προς την αντίστροφη κατεύθυνση, με την αναγωγή των αρχών της μηχανικής σε εκείνες του ηλεκτρισμού, και αυτό ειδικά καθώς η εμπιστοσύνη στην αυστηρή εγκυρότητα των εξισώσεων της μηχανικής του Νεύτωνα κλονίστηκε από τα πειράματα με τις ακτίνες βκαι τις ταχείες καθοδικές ακτίνες.

 

Αυτός ο δυϊσμός εξακολούθησε να αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στη θεωρία του Χερτς,[3]όπου η ύλη εμφανίζεται όχι μόνο ως φορέας ταχυτήτων, κινητικής ενέργειας και μηχανικών πιέσεων, αλλά και ως φορέας ηλεκτρομαγνητικών πεδίων. Δεδομένου ότι τέτοια πεδία εμφανίζονται επίσης στο κενό, δηλαδή στον ελεύθερο αιθέρα, ο αιθέρας εμφανίζεται επίσης ως φορέας ηλεκτρομαγνητικών πεδίων. Ο αιθέρας φαίνεται να μην διακρίνεται στις λειτουργίες του από τη συνηθισμένη ύλη. Μέσα στην ύλη συμμετέχει στην κίνηση της ύλης, και στον κενό χώρο έχει παντού ταχύτητα· έτσι ώστε ο αιθέρας να έχει μια οπωσδήποτε καθορισμένη ταχύτητα σε όλο το χώρο. Δεν υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του αιθέρα του Χερτς και της απτής ύλης (η οποία εν μέρει υπάρχει στον αιθέρα).

 

Η θεωρία του Χερτς υστερούσε όχι μόνο επειδή απέδιδε στην ύλη και στον αιθέρα μηχανικές και ηλεκτρικές καταστάσεις ταυτόχρονα, που δεν έχουν καμία πιθανή σχέση μεταξύ τους, αλλά και επειδή βρισκόταν σε αντίθεση με το αποτέλεσμα του σημαντικού πειράματος του Φιζώ σχετικά με την ταχύτητα διάδοσης του φωτός σε κινούμενα ρευστά, και με άλλα καθιερωμένα πειραματικά αποτελέσματα.

 

Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Χέντρικ Λόρεντς μπήκε στη σκηνή. Έφερε τη θεωρία σε αρμονία με την εμπειρία μέσω μιας υπέροχης απλοποίησης των θεωρητικών αρχών. Το πέτυχε αυτό, τη σημαντικότερη πρόοδο στη θεωρία του ηλεκτρισμού από την εποχή του Μάξγουελ, συνδυάζοντας τις μηχανικές ιδιότητες του αιθέρα με τις ηλεκτρομαγνητικές ιδιότητες της ύλης. Όπως στον κενό χώρο, έτσι και στο εσωτερικό των υλικών σωμάτων, ο αιθέρας, και όχι η ύλη σε ατομικό επίπεδο, ήταν αποκλειστικά η έδρα των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων. Σύμφωνα με τον Λόρεντς, τα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης από μόνα τους είναι ικανά να εκτελούν κινήσεις. Η ηλεκτρομαγνητική τους δραστηριότητα περιορίζεται εξ ολοκλήρου στη μεταφορά ηλεκτρικών φορτίων. Έτσι ο Λόρεντς πέτυχε να αναγάγει όλα τα ηλεκτρομαγνητικά συμβάντα στις εξισώσεις του Μάξγουελ για τον ελεύθερο χώρο.

 

Σε ό,τι αφορά τη μηχανική φύση του αιθέρα του Λόρεντς,[4]μπορεί να ειπωθεί με ένα κάπως παιχνιδιάρικο πνεύμα, η ακινησία είναι η μόνη μηχανική ιδιότητα που ο Λόρεντς δεν του στέρησε. Μπορεί να προστεθεί ότι η όλη αλλαγή στην αντίληψη του αιθέρα που επέφερε η ειδική θεωρία της σχετικότητας συνίστατο στην αφαίρεση από τον αιθέρα της τελευταίας μηχανικής του ιδιότητας, δηλαδή της ακινησίας του. Το πώς πρέπει να γίνει κατανοητό αυτό θα επεξηγηθεί αμέσως.

 

Η θεωρία του χωροχρόνου και η κινηματική της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας διαμορφώθηκαν με βάση τη θεωρία των Μάξγουελ- Λόρεντς του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Αυτή η θεωρία επομένως ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας, αλλά όταν την δούμε από τη σκοπιά της τελευταίας αποκτά μια νέα όψη. Διότι εάν το Κείναι ένα σύστημα συντεταγμένων σχετικά με το οποίο βρίσκεται σε ηρεμία ο αιθέρας του Λόρεντς, οι εξισώσεις Μάξγουελ- Λόρεντς ισχύουν κυρίως σε σχέση με το Κ. Αλλά στην ειδική θεωρία της σχετικότητας οι ίδιες εξισώσεις ισχύουν επίσης χωρίς καμία αλλαγή σημασίας σε σχέση με οποιοδήποτε νέο σύστημα συντεταγμένων Κ'το οποίο κινείται με ομοιόμορφη ταχύτητα σε σχέση με το Κ.

 

Τώρα ακολουθεί το καίριο ερώτημα:- Γιατί στη θεωρία της ειδικής σχετικότητας πρέπει κάποιος να διακρίνει το σύστημα Καπό όλα τα συστήματα Κ', τα οποία είναι φυσικά ισοδύναμα με το πρώτο από κάθε άποψη, υποθέτοντας ότι ο αιθέρας βρίσκεται σε ηρεμία σε σχέση με το σύστημα Κ; Για τον θεωρητικό μια τέτοια ασυμμετρία στη θεωρητική δομή, χωρίς αντίστοιχη ασυμμετρία στο σύστημα της εμπειρίας, είναι απαράδεκτη. Αν υποθέσουμε ότι ο αιθέρας βρίσκεται σε ηρεμία σχετικά με το Κ, αλλά σε κίνηση σχετικά με το Κ', η φυσική ισοδυναμία των Κκαι Κ'φαίνεται όχι εντελώς λανθασμένη από λογική άποψη, αλλά παρόλα αυτά απαράδεκτη.[5]

 

Η επόμενη θέση που ήταν δυνατό να προταθεί απέναντι σε αυτή την κατάσταση φάνηκε να είναι η ακόλουθη: Ο αιθέρας δεν υπάρχει καθόλου. Τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία δεν είναι καταστάσεις ενός μέσου, και δεν συνδέονται με κανέναν φορέα, αλλά είναι ανεξάρτητες πραγματικότητες που δεν μπορούν να αναχθούν σε τίποτα άλλο, ακριβώς όπως τα άτομα της απτής ύλης. Αυτή η σύλληψη προτείνεται πιο εύκολα καθώς, σύμφωνα με τη θεωρία του Λόρεντς, η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, όπως και η ύλη, φέρνει μαζί της ώθηση και ενέργεια, και έτσι, σύμφωνα με την ειδική θεωρία της σχετικότητας, τόσο η ύλη όσο και η ακτινοβολία δεν είναι παρά ειδικές μορφές κατανεμημένης ενέργειας, με την κοινή ύλη να χάνει την απομόνωσή της, και να εμφανίζεται ως μια ειδική μορφή ενέργειας.

 

Ο πιο προσεκτικός προβληματισμός μας διδάσκει, ωστόσο, ότι η ειδική θεωρία της σχετικότητας δεν μας υποχρεώνει να αρνηθούμε τον αιθέρα. Μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός αιθέρα· μόνο που πρέπει να σταματήσουμε να του αποδίδουμε κάποια συγκεκριμένη κατάσταση κίνησης, δηλαδή πρέπει να αφαιρέσουμε αυτό το τελευταίο μηχανικό χαρακτηριστικό που του είχε αφήσει ο Λόρεντς. Θα δούμε αργότερα ότι αυτή η άποψη, τη δυνατότητα της οποίας θα προσπαθήσω αμέσως να καταστήσω πιο κατανοητή με μια κάπως αδέξια σύγκριση, δικαιολογείται από τα αποτελέσματα της γενικής θεωρίας της σχετικότητας.

 

Πάρτε για παράδειγμα τα κύματα στην επιφάνεια του νερού. Εδώ μπορούμε να περιγράψουμε δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Είτε μπορούμε να παρατηρήσουμε πώς η ανώμαλη επιφάνεια που σχηματίζει το όριο μεταξύ νερού και αέρα αλλάζει με την πάροδο του χρόνου· ή αλλιώς- με τη βοήθεια μικρών πλωτήρων, για παράδειγμα- μπορούμε να παρατηρήσουμε πώς η θέση των ξεχωριστών σωματιδίων του νερού αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Αν η ύπαρξη τέτοιων πλωτήρων για την παρακολούθηση της κίνησης των σωματιδίων ενός ρευστού ήταν μια θεμελιώδης αδυνατότητα στη φυσική- αν, στην πραγματικότητα, τίποτα άλλο δεν ήταν παρατηρήσιμο εκτός από το σχήμα του χώρου που καταλαμβάνει το νερό καθώς ποικίλλει στο χρόνο- δεν θα υπήρχε λόγος να υποθέσουμε ότι το νερό αποτελείται από κινητά σωματίδια. Αλλά παρόλα αυτά θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μέσο.

 

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Γιατί μπορούμε να φανταστούμε αυτό το πεδίο σαν να αποτελείται από δυναμικές γραμμές. Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε αυτές τις δυναμικές γραμμές ως κάτι υλικό με τη συνηθισμένη έννοια, μπαίνουμε στον πειρασμό να ερμηνεύσουμε τις δυναμικές διαδικασίες ως κινήσεις αυτών των δυναμικών γραμμών, έτσι ώστε κάθε ξεχωριστή δυναμική γραμμή να παρακολουθείται στην πορεία του χρόνου. Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου οδηγεί σε αντιφάσεις.

 

Γενικεύοντας πρέπει να πούμε το εξής:- Μπορεί να υποτεθεί ότι υπάρχουν εκτεταμένα φυσικά αντικείμενα στα οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί η ιδέα της κίνησης. Δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούνται από σωματίδια που μπορούν να παρακολουθούνται χωριστά στο χρόνο. Με την ορολογία του Μινκόβσκι αυτό εκφράζεται ως εξής:- Δεν μπορεί κάθε εκτεταμένη διαμόρφωση στον τετραδιάστατο κόσμο να θεωρηθεί ότι αποτελείται από κοσμικές γραμμές.[6]Η ειδική θεωρία της σχετικότητας απαγορεύει να υποθέσουμε ότι ο αιθέρας αποτελείται από σωματίδια παρατηρήσιμα στο χρόνο, αλλά η υπόθεση του αιθέρα από μόνη της δεν έρχεται σε αντίθεση με την ειδική θεωρία της σχετικότητας. Αλλά πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για να μην αποδώσουμε μια κατάσταση κίνησης στον αιθέρα.

 

Ασφαλώς, από τη σκοπιά της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας, η υπόθεση του αιθέρα φαίνεται αρχικά να είναι μια κενή υπόθεση. Στις εξισώσεις του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου εμφανίζονται, εκτός από τις πυκνότητες του ηλεκτρικού φορτίου, μόνο οι εντάσεις του πεδίου. Η πορεία των ηλεκτρομαγνητικών διεργασιών στο κενό φαίνεται να καθορίζεται πλήρως από αυτές τις εξισώσεις, χωρίς να επηρεάζεται από άλλα φυσικά μεγέθη. Τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία εμφανίζονται ως έσχατες, μη αναγώγιμες πραγματικότητες, και στην αρχή φαίνεται περιττό να υποθέσουμε ένα ομοιογενές, ισότροπο αιθέρα-μέσο, και να οραματιστούμε τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία ως καταστάσεις αυτού του μέσου.

 

Αλλά από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα σημαντικό επιχείρημα που πρέπει να προβληθεί υπέρ της υπόθεσης του αιθέρα. Το να αρνηθεί κανείς τον αιθέρα είναι τελικά να υποθέσει ότι ο κενός χώρος δεν έχει καμία φυσική ιδιότητα. Οι θεμελιώδεις αρχές της μηχανικής δεν εναρμονίζονται με αυτήν την άποψη. Διότι η μηχανική συμπεριφορά ενός υλικού συστήματος που αιωρείται ελεύθερα στον κενό χώρο εξαρτάται όχι μόνο από τις σχετικές θέσεις (αποστάσεις) και τις σχετικές ταχύτητες, αλλά και από την κατάσταση περιστροφής του, η οποία φυσικά μπορεί να ληφθεί ως χαρακτηριστικό που δεν ανήκει στο ίδιο το σύστημα.

 

Ο Νεύτωνας, για να μπορέσει να δει την περιστροφή ενός συστήματος, τουλάχιστον τυπικά, ως κάτι πραγματικό, αντικειμενοποίησε το χώρο. Εφόσον έτσι ταξινόμησε τον απόλυτο χώρο μαζί με τα πραγματικά αντικείμενα, γι’ αυτόν η περιστροφή σε σχέση με έναν απόλυτο χώρο ήταν επίσης κάτι πραγματικό. Θα μπορούσε κάλλιστα να αποκαλέσει τον απόλυτο χώρο του «αιθέρα»· αυτό που είναι ουσιαστικό είναι απλώς ότι, εκτός από τα παρατηρήσιμα αντικείμενα, ένα άλλο πράγμα, το οποίο δεν είναι αντιληπτό, πρέπει να θεωρηθεί ως πραγματικό, για να μπορέσει η επιτάχυνση ή η περιστροφή να θεωρηθεί ως κάτι  πραγματικό.

 

Είναι αλήθεια ότι ο Μαχ προσπάθησε να αποφύγει να αποδεχτεί ως πραγματικό κάτι που δεν είναι παρατηρήσιμο, προσπαθώντας να θεωρήσει στη μηχανική μια μέση επιτάχυνση σε σχέση με το σύνολο των μαζών στο Σύμπαν αντί για μια επιτάχυνση με αναφορά στον απόλυτο χώρο.[7]Αλλά η αδρανειακή αντίσταση σε σχέση με την επιτάχυνση μακρινών μαζών προϋποθέτει δράση από απόσταση. Και καθώς ο σύγχρονος φυσικός δεν μπορεί να δεχτεί αυτή την ενέργεια από απόσταση, επιστρέφει για άλλη μια φορά, αν ακολουθήσει τον Μαχ, στον αιθέρα, ο οποίος μπορεί να χρησιμεύσει ως μέσο για τα αποτελέσματα της αδράνειας. Αλλά αυτή η αντίληψη για τον αιθέρα στην οποία οδηγούμαστε από τον τρόπο σκέψης του Μαχ διαφέρει ουσιαστικά από τον αιθέρα όπως τον συνέλαβαν ο Νεύτωνας, ο Λόρεντς, ή ο Φρέσνελ. Ο αιθέρας του Μαχ όχι μόνο ρυθμίζει τη συμπεριφορά των αδρανειακών μαζών, αλλά η κατάστασή του εξαρτάται επίσης από αυτές.

 

Η ιδέα του Μαχ βρίσκει την πλήρη ανάπτυξή της στον αιθέρα της γενικής θεωρίας της σχετικότητας. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι μετρικές ιδιότητες του χωροχρονικού συνεχούς διαφέρουν στο περιβάλλον διαφορετικών σημείων του χωροχρόνου, και εξαρτώνται εν μέρει από την ύλη που υπάρχει έξω από την υπό εξέταση περιοχή. Αυτή η χωροχρονική μεταβλητότητα των αμοιβαίων σχέσεων των προτύπων του χώρου και του χρόνου, ή, ίσως, η αναγνώριση του γεγονότος ότι ο «κενός χώρος» δεν είναι ούτε ομοιογενής ούτε ισότροπος, αναγκάζοντας μας να περιγράψουμε την κατάστασή του με δέκα συναρτήσεις (τα βαρυτικά δυναμικά gμν),[8]έχει, νομίζω, τελικά καταρρίψει την άποψη ότι ο χώρος είναι φυσικά κενός. Αλλά με την έννοια του αιθέρα απέκτησε και πάλι ένα κατανοητό περιεχόμενο, αν και αυτό το περιεχόμενο διαφέρει πολύ από εκείνο του αιθέρα της μηχανικής κυματικής θεωρίας του φωτός. Ο αιθέρας της γενικής θεωρίας της σχετικότητας είναι ένα μέσο που το ίδιο στερείται όλων των μηχανικών και κινηματικών ιδιοτήτων, αλλά βοηθά στον προσδιορισμό μηχανικών (και ηλεκτρομαγνητικών) γεγονότων.

 

Αυτό που είναι θεμελιωδώς νέο στον αιθέρα της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, σε αντίθεση με τον αιθέρα του Λόρεντς, συνίσταται στο ότι η κατάστασή  του καθορίζεται σε κάθε μέρος από τις σχέσεις του με την ύλη και από την κατάσταση του αιθέρα σε γειτονικά μέρη, και αυτές οι σχέσεις περιγράφονται με νόμους με τη μορφή διαφορικών εξισώσεων· ενώ η κατάσταση του αιθέρα του Λόρεντς στην απουσία ηλεκτρομαγνητικών πεδίων δεν εξαρτάται από τίποτα έξω από τον ίδιο, και είναι παντού η ίδια. Ο αιθέρας της γενικής θεωρίας της σχετικότητας μετασχηματίζεται εννοιολογικά στον αιθέρα του Λόρεντς αν θεωρήσουμε κάποιες σταθερές για τις συναρτήσεις του χώρου, αγνοώντας τις αιτίες που καθορίζουν την κατάστασή του. Έτσι, μπορούμε επίσης να πούμε, νομίζω, ότι ο αιθέρας της γενικής θεωρίας της σχετικότητας είναι το αποτέλεσμα του αιθέρα του Λόρεντς μέσω της σχετικοποίησης.

 

Ως προς το ρόλο που θα παίξει ο νέος αιθέρας στη φυσική του μέλλοντος, δεν το ξέρουμε ακόμη. Γνωρίζουμε ότι καθορίζει τις μετρικές σχέσεις στο χωροχρονικό συνεχές, π.χ. τις δυνατότητες διαμόρφωσης των στερεών σωμάτων καθώς και των βαρυτικών πεδίων· αλλά δεν γνωρίζουμε αν έχει ουσιαστική συμμετοχή στη δομή των ηλεκτρικών στοιχειωδών σωματιδίων που αποτελούν την ύλη. Ούτε γνωρίζουμε αν η δομή του διαφέρει ουσιαστικά από αυτήν του αιθέρα του Λόρεντς μόνο στην γειτνίασή του με υλικές μάζες αν η γεωμετρία του χώρου σε κοσμική κλίμακα είναι κατά προσέγγιση Ευκλείδεια. Αλλά μπορούμε να ισχυριστούμε λόγω των σχετικιστικών εξισώσεων της βαρύτητας ότι πρέπει να υπάρχει μια απόκλιση από τις Ευκλείδειες σχέσεις στην κοσμική κλίμακα αν υπάρχει μια θετική μέση πυκνότητα, όσο μικρή κι αν είναι, της ύλης στο Σύμπαν. Σε αυτή την περίπτωση το Σύμπαν πρέπει αναγκαστικά να είναι χωρικά απεριόριστο και πεπερασμένου μεγέθους, με το μέγεθός του να καθορίζεται από την τιμή αυτής της μέσης πυκνότητας.

 

Αν εξετάσουμε το βαρυτικό και το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο από τη σκοπιά της υπόθεσης του αιθέρα, βρίσκουμε μια αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ των δύο. Δεν μπορεί να υπάρξει χώρος ούτε μέρος του διαστήματος χωρίς βαρυτικά δυναμικά, γιατί αυτά προσδίδουν στον χώρο τις μετρικές του ιδιότητες χωρίς τις οποίες δεν μπορούμε να τον φανταστούμε. Η ύπαρξη του βαρυτικού πεδίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη του διαστήματος. Από την άλλη μεριά, ένα μέρος του χώρου μπορούμε κάλλιστα να το φανταστούμε χωρίς ηλεκτρομαγνητικά πεδία.

 

Έτσι, σε αντίθεση με το βαρυτικό πεδίο, το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο φαίνεται να συνδέεται μόνο δευτερογενώς με τον αιθέρα, χωρίς η τυπική φύση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου να καθορίζεται με κανένα τρόπο από αυτή του βαρυτικού αιθέρα. Σύμφωνα με την ισχύουσα θεωρία φαίνεται ότι το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο βασίζεται σε ένα εντελώς νέο μοτίβο, λες και η φύση θα μπορούσε να έχει προικίσει το βαρυτικό αιθέρα με πεδία εντελώς άλλου τύπου, για παράδειγμα, με πεδία βαθμωτού δυναμικού, αντί για πεδία ηλεκτρομαγνητικού τύπου.

 

Εφόσον, σύμφωνα με τις σημερινές μας αντιλήψεις, τα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης δεν είναι επίσης, στην ουσία τους, τίποτα άλλο από συμπυκνώσεις του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, η παρούσα άποψή μας για το Σύμπαν παρουσιάζει δύο πραγματικότητες που είναι εντελώς ξεχωριστές μεταξύ τους εννοιολογικά, αν και συνδέονται αιτιακά, δηλαδή, το βαρυτικό αιθέρα και το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, ή- όπως θα μπορούσαν επίσης να ονομαστούν- χώρος και ύλη.

 

Φυσικά, θα ήταν μεγάλη πρόοδος εάν μπορούσαμε να καταφέρουμε να κατανοήσουμε το βαρυτικό και το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο μαζί ως μια ενοποιημένη διαμόρφωση. Τότε για πρώτη φορά η θεωρητική φυσική που ιδρύθηκε από τους Φάραντεϊ και Μάξγουελ θα έφτανε σε μια ικανοποιητική κατάληξη. Η αντίθεση μεταξύ αιθέρα και ύλης θα εξαφανιζόταν και, μέσω της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, ολόκληρη η φυσική θα γινόταν ένα πλήρες σύστημα σκέψης, όπως η γεωμετρία, η κινηματική, και η θεωρία της βαρύτητας. Μια εξαιρετικά έξυπνη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση έγινε από τον μαθηματικό Χέρμαν Βάυλ,[9]αλλά δεν πιστεύω ότι η θεωρία του θα επικρατήσει στην πραγματικότητα. Επιπλέον, σε ότι αφορά το άμεσο μέλλον της θεωρητικής φυσικής είναι πιθανό ότι τα γεγονότα που περιλαμβάνονται στην κβαντική θεωρία μπορεί να θέτουν αξεπέραστα όρια για τη θεωρία πεδίου.

 

Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι σύμφωνα με τη γενική θεωρία της σχετικότητας ο χώρος είναι προικισμένος με φυσικές ιδιότητες. Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, υπάρχει ένας αιθέρας. Σύμφωνα με τη γενική θεωρία της σχετικότητας, ο χώρος χωρίς αιθέρα είναι αδιανόητος· γιατί σε τέτοιο χώρο όχι μόνο δεν θα υπήρχε διάδοση του φωτός, αλλά ούτε και δυνατότητα ύπαρξης προτύπων χώρου και χρόνου (ράβδοι μέτρησης και ρολόγια), ούτε επομένως χωροχρονικά διαστήματα με τη φυσική έννοια. Αλλά αυτός ο αιθέρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των υλικών μέσων, δηλαδή δεν αποτελείται από μέρη που μπορούν να παρακολουθούνται στο χρόνο. Η ιδέα της κίνησης δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε αυτόν.


 

Ether and the Theory of Relativity, Albert Einstein,

[https://einsteinpapers.press.princeton.edu/vol7-trans/176].

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2023, Χρήστος Κ. Τσελέντης.

Όλες οι υποσημειώσεις στο κείμενο είναι δικές μου.

 



[1]Στο πείραμά του ο Fizeau, το 1851, θέλησε να μετρήσει τη σχετική ταχύτητα του φωτός σε κινούμενο νερό. Σύμφωνα με τις τότε θεωρίες, το φως που ταξιδεύει μέσω ενός κινούμενου μέσου θα παρασύρεται από το μέσο, ​​έτσι ώστε η μετρούμενη ταχύτητα του φωτός να είναι το άθροισμα της ταχύτητάς του συν την ταχύτητα του μέσου. Ο Fizeauόντως εντόπισε ένα φαινόμενο έλξης, αλλά το μέγεθος του φαινομένου που παρατήρησε ήταν πολύ μικρότερο από το αναμενόμενο. Πέρασε πάνω από μισός αιώνας προτού αναπτυχθεί μια ικανοποιητική εξήγηση της απροσδόκητης μέτρησης του Fizeauμε τη θεωρία της ειδικής σχετικότητας του Αϊνστάιν, και με το σχετικιστικό τύπο πρόσθεσης ταχυτήτων.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Fizeau_experiment]

[2]Η σχετικιστική εκτροπή του φωτός είναι η αλλαγή της κατεύθυνσης μιας ακτίνας φωτός όπως αυτή παρατηρείται από διαφορετικά αδρανειακά πλαίσια αναφοράς.

[https://arxiv.org/pdf/physics/0409013.pdf#:~:text=Relativistic%20aberration%20of%20light%20is,6%2C%207%2C%208%5D.]

[3]Ο Hertzήταν ένας από τους πρώτους φυσικούς που παρήγαγαν ηλεκτρομαγνητικά κύματα στο εργαστήριο, και ο ίδιος μέτρησε το μήκος και την ταχύτητά τους. Έδειξε ότι η φύση της δόνησής τους και η ευαισθησία τους στην ανάκλαση και στη διάθλαση ήταν της ίδιας φύσης με εκείνη του φωτός και των κυμάτων θερμότητας. Ως αποτέλεσμα, διαπίστωσε πέρα ​​από κάθε αμφιβολία ότι το φως και η θερμότητα είναι ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες.

[https://www.britannica.com/biography/Heinrich-Hertz]

[4]Αυτό που σήμερα ονομάζεται θεωρία του αιθέρα του Λόρεντς (LET) έχει τις ρίζες στη «Θεωρία των ηλεκτρονίων» του Λόρεντς, που ήταν το τελευταίο στάδιο στην ανάπτυξη των κλασικών θεωριών για τον αιθέρα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της θεωρίας ήταν να εξηγήσει γιατί κανένα πείραμα δεν μπορούσε να ανιχνεύσει οποιαδήποτε κίνηση σε σχέση με έναν ακίνητο αιθέρα, κάτι που έκανε με την εισαγωγή του μετασχηματισμού Λόρεντς. Πολλές πτυχές της θεωρίας του Λόρεντς (όπως και οι μετασχηματισμοί του) ενσωματώθηκαν στην ειδική σχετικότητα των Άλμπερτ Αϊνστάιν και Χέρμαν Μινκόβσκι.

[https://www.chemeurope.com/en/encyclopedia/Lorentz_ether_theory.html]

[5]Η θεωρία του αιθέρα του Αϊνστάιν είναι γενικά μια συναλλοίωτη τροποποίηση της γενικής σχετικότητας, που περιγράφει έναν χωροχρόνο προικισμένο τόσο με μια μετρική όσο και με ένα μοναδιαίο χρονοειδές διανυσματικό πεδίο, τον αιθέρα. Η θεωρία έχει ένα προτιμώμενο πλαίσιο αναφοράς και, ως εκ τούτου, παραβιάζει την αναλλοιότητα του Λόρεντς.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Einstein_aether_theory]

[6]Η ιστορία της θέσης ενός αντικειμένου στο χρόνο διαγράφει μια γραμμή ή καμπύλη σε ένα χωροχρονικό διάγραμμα, που αναφέρεται ως η κοσμική γραμμή του αντικειμένου. Κάθε σημείο σε ένα χωροχρονικό διάγραμμα αντιπροσωπεύει μια μοναδική θέση στο χώρο και στο χρόνο, και αναφέρεται ως γεγονός. Η πιο γνωστή κατηγορία χωροχρονικών διαγραμμάτων είναι τα διαγράμματα Μινκόβσκι, που αναπτύχθηκαν από τον ομώνυμο φυσικό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Spacetime_diagram]

[7]Η αρχή του Mach, στην κοσμολογία, είναι η υπόθεση ότι οι αδρανειακές δυνάμεις που αισθάνεται ένα σώμα το οποίο βρίσκεται σε μη ομοιόμορφη κίνηση καθορίζονται από την ποσότητα και την κατανομή μάζας στο Σύμπαν. Ονομάστηκε αυτή η αρχή έτσι από τον Αϊνστάιν.

[https://www.britannica.com/science/Machs-principle]

[8]Οι εξισώσεις πεδίου της γενικής σχετικότητας του Αϊνστάιν είναι 10 μη γραμμικές μερικές διαφορικές εξισώσεις, οι οποίες γενικά δεν μπορούν να ολοκληρωθούν, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν αναλυτικές και αριθμητικές προσεγγίσεις τους στην περίπτωση συγκεκριμένων φυσικών καταστάσεων.

[http://www.scholarpedia.org/article/Exact_solutions_of_Einstein%27s_equations#:~:text=Einstein's%20field%20equations%20of%20general,Waylen%20and%20Gilman%2C%201969).]

[9]Ο HermanWeylανέπτυξε μια θεωρία βαθμίδας (gaugetheory) με την οποία προσπάθησε ανεπιτυχώς να αναπαραστήσει το βαρυτικό και το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο ως ιδιότητες του χωροχρόνου.

[https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%AD%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD_%CE%92%CE%AC%CF%85%CE%BB]

Η μορφή και οι αρχές του αισθητού και του νοητού κόσμου

$
0
0

 

Ιμμάνουελ Καντ

 

Μέρος I: Η γενική έννοια ενός κόσμου

1. Ξεκινήστε με κάτι xπου είναι ουσιώδες και σύνθετο, και αναλύστε το στα πιο απλά στοιχεία του. Aυτή η διαδικασία δεν τελειώνει μέχρι να φτάσουμε σε ένα μέρος που δεν είναι ένα σύνολο που αποτελείται από πιο απλά μέρη, δηλαδή μέχρι να φτάσουμε σε κάτι απλό. Η αντίθετη διαδικασία της σύνθεσης (ο συνδυασμός του xμε άλλες ουσίες) δεν τελειώνει μέχρι να φτάσουμε σε κάτι που δεν είναι μέρος κάποιου πράγματος μεγαλύτερου, δηλαδή μέχρι να φτάσουμε σε έναν κόσμο.

 

Σε αυτήν την παρουσίαση της έννοιας του κόσμου, δεν θα ασχοληθώ μόνο με τα σημεία που είναι κατάλληλα για μια ξεχωριστή γνώση του αντικειμένου, αλλά θα δώσω επίσης έμφαση στο διπλό χαρακτήρα της έννοιας, ο οποίος έχει την προέλευσή του στη φύση του ανθρώπινου νου. Έτσι, αυτή η παρουσίαση μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα που οδηγεί σε μια βαθύτερη προοπτική της μεταφυσικής μεθόδου, κάτι που θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να κάνουμε. Διότι είναι ένα πράγμα (α) να χρησιμοποιήσουμε μια αφηρημένη έννοια της νόησης για να φτάσουμε από μια σκέψη σχετικά με τα μέρη σε μια σύλληψη του συνόλου που αποτελείται από αυτά τα μέρη, και είναι ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα (β) να εκλάβουμε αυτή τη γενική την έννοια του σύνθετου συνόλου ως ένα πρόβλημα που τίθεται από τη λογική, και να προσπαθήσουμε να το ακολουθήσουμε χρησιμοποιώντας την αισθητηριακή λειτουργία της γνώσης, δηλαδή να το αναπαραστήσουμε χειροπιαστά με μια ξεχωριστή διαίσθηση.

 

Στην περίπτωση (α) η σύνθεση διασφαλίζεται μέσω της έννοιας της κατηγορίας,[1]αν πρόκειται για την έννοια μιας πληθώρας αμοιβαία σχετιζόμενων πραγμάτων·άρα αυτό είναι έργο των καθολικών ιδεών της διανόησης. Στην περίπτωση (β) ο σκοπός είναι να επιτευχθεί η έννοια του σύνθετου στο χρόνο, δημιουργώντας το προσθέτοντας διαδοχικά μέρος προς μέρος·και αυτό είναι η σύνθεση, μια διαδικασία που υπόκειται στους νόμους της διαίσθησης. Παρομοίως, παίρνοντας ένα ουσιώδες σύνθετο πράγμα, φτάνουμε εύκολα στην ιδέα των απλών μερών του αφαιρώντας από τη σκέψη μας για αυτό το πράγμα τη διανοητική έννοια της σύνθεσης, γιατί όταν αφαιρείται η σύνθεση ό,τι απομένει είναι απλό. Αλλά όταν μπαίνουν στο προσκήνιο οι νόμοι της διαισθητικής γνώσης, αυτό είναι μια διαφορετική ιστορία: ο μόνος τρόπος για να αφαιρέσουμε το σύνθετο τώρα είναι κάνοντας μια παλινδρόμηση από το δεδομένο σύνολο προς όλα τα μέρη του, αναλύοντάς το στο χρόνο.

 

Έτσι, για να πραγματοποιηθεί η ανάλυση μέχρι το σημείο όπου θα αποδοθεί η έννοια του απλού, θα πρέπει αυτή η ανάλυση να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε ένα πεπερασμένο χρονικό διάστημα. Το ίδιο ισχύει και για μια σύνθεση που πρόκειται να αποδώσει την έννοια του συνόλου. Μέσα σε ένα συνεχές και άπειρο χώρο-χρονικό διάστημα, ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να φτάσει στο τέλος της παλινδρόμησης από το σύνολο στα μέρη·ούτε στο τέλος της προοδευτικής διαδικασίας από τα μέρη στο όλο. Από αυτό προκύπτει πως ούτε η ανάλυση μπορεί να ολοκληρωθεί, ούτε η σύνθεση: οι νόμοι της διαίσθησης δεν αφήνουν το σύνολο να αναπαρασταθεί πλήρως ως σύνθεση απλών μερών, ή το σύνθετο να αναπαρασταθεί ως ολότητα.

 

Έτσι συμβαίνει το εξής:

(α) Συχνά θεωρείται ότι το «μη- αναπαραστάσιμο» σημαίνει το ίδιο με το «αδύνατο.»

(β) Επίσης, οι νόμοι της διαισθητικής γνώσης σαφώς καθιστούν αδύνατη την αναπαράσταση των εννοιών της συνέχειας και της απειρότητας.

(γ) Οπότε πολλοί απορρίπτουν αυτές τις δύο έννοιες επειδή τις θεωρούν αδύνατες.

 

Δεν υποστηρίζω εδώ αυτές τις έννοιες, οι οποίες απορρίπτονται (ειδικά η έννοια της συνέχειας) από πολλούς από τους σχολαστικούς.[2]Αλλά όσοι ακολουθούν αυτή την διαστρεβλωμένη επιχειρηματολογία, πρέπει να ξέρουν ότι υποπέφτουν σε ένα σοβαρό λάθος. Κάτι που αντιτίθεται στους νόμους της κατανόησης και της λογικής είναι πράγματι αδύνατο·αλλά ένα αντικείμενο καθαρού λόγου που απλώς δεν υπόκειται στους νόμους της διαισθητικής γνώσης, είναι δυνατό.

 

Αυτή η διαφωνία μεταξύ των αντιληπτικών, ή αισθητηριακών, και των διανοητικών ικανοτήτων δείχνει μόνο αυτό: όταν το μυαλό λαμβάνει αφηρημένες ιδέες από τη διάνοια, συχνά δεν μπορεί να τις μετατρέψει σε κάτι συγκεκριμένο για να γίνουν διαισθήσεις. Αλλά αυτή η υποκειμενική αδυναμία δίνει σε κάποιους τη λανθασμένη εντύπωση κάποιου αντικειμενικού εμποδίου, κι έτσι ξεγελιούνται αν δεν είναι προσεκτικοί, μπερδεύοντας τα όρια που περιορίζουν τον ανθρώπινο νου, με εκείνα που επιβάλλονται από την ίδια την ουσία των πραγμάτων έξω από το μυαλό. Επιπλέον, αν υπάρχουν θεμελιώδη σύνθετα αντικείμενα, είτε μέσω της μαρτυρίας των αισθήσεων είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, είναι εύκολο να διαπιστωθεί, με ένα επιχείρημα που βασίζεται σε διανοητικές βάσεις, ότι τόσο τα θεμελιώδη αντικείμενα όσο και ο κόσμος θα υπάρχουν επίσης.

 

Η έννοια ενός κόσμου δεν είναι απλώς αυθαίρετη με την έννοια μια μαθηματικής κατασκευής που έχει εφευρεθεί μόνο και μόνο για να συναχθούν συνέπειες από αυτήν. Γιατί όταν το μυαλό ασχολείται με την έννοια του σύνθετου αντικειμένου, προσπαθώντας είτε να το χωρίσει σε μικρότερα κομμάτια είτε να το συνδυάσει με άλλα, υποθέτει και απαιτεί ότι σε καθεμία από αυτές τις διαδικασίες υπάρχουν όρια στα οποία μπορεί να στηριχθεί.

 

2. Οι παράγοντες που πρέπει να θεωρηθούν σχετικά με τον ορισμό ενός κόσμου είναι οι εξής:

(i) Η ύλη, με την υπερβατική έννοια, δηλαδή τα μέρη από τα οποία αποτελείται ο κόσμος: Θα υποθέσω ότι αυτά είναι ουσίες.[3]Δεν έχει σημασία αν ο ορισμός μου για τον «κόσμο» συμφωνεί με τη σημασία της λέξης στη συνηθισμένη γλώσσα, γιατί αυτό που διερευνώ είναι το πρόβλημα, που προκύπτει σύμφωνα με τους νόμους της λογικής, πώς μια πληθώρα ουσιών μπορεί να συγχωνευθεί σε μία, και τι σημαίνει ότι αυτή η ουσία δεν είναι μέρος καμίας άλλης. Χρησιμοποιώ τον όρο «κόσμος» για να σημαίνει «κάτι που έχει μέρη, και που το ίδιο δεν είναι μέρος,» αλλά αυτή η ορολογία δεν είναι απαραίτητη για το ζητούμενο.

 

Ένα ακόμη σημείο: Δεν αναφέρθηκα καθόλου στο αν οι ουσίες που συνθέτουν τον κόσμο είναι ενδεχόμενες ή αναγκαίες·ούτε ακολουθώ τη συνήθη διαδικασία να συμπεριλάβω μια απάντηση στον ορισμό μου, και μετά να την επανεξάγω θριαμβευτικά με «επιχειρήματα!» Θα δείξω αργότερα ότι οι συνθήκες που έχω θέσει αποδεικνύουν ότι οι ουσίες είναι ενδεχόμενες.

 

(ii) Η μορφή, η οποία έχει να κάνει με την σύνταξη των ουσιών- όχι με την υποταγή τους: Οι ουσίες συνδέονται αμοιβαία μεταξύ τους ως συνιστώσες ενός συνόλου, χωρίς να σχετίζονται μεταξύ τους με μια σχέση αιτίας- αποτελέσματος. Στη σύνταξη (coordination), τα ίδια ονόματα χρησιμοποιούνται για καθένα από τα σχετικά στοιχεία- καθένα από αυτά αναφέρεται και καθορίζεται από το άλλο. Στην υπόταξη (subordination), τα ονόματα είναι διαφορετικά για τα δύο σχετικά στοιχεία- το ένα από αυτά αναφέρεται με όρους εξάρτησης, το άλλο με όρους αιτιότητας. Αυτού του είδους η σύνταξη εκλαμβάνεται ως πραγματική και αντικειμενική, όχι ως ιδανική και υποκειμενική που προκύπτει από την αυθαίρετη επιλογή κάποιου να σκεφτεί ένα σύνολο ως όλο. Θεωρώντας μια πληθώρα πραγμάτων, μπορούμε εύκολα να δημιουργήσουμε την αναπαράσταση ενός συνόλου, αλλά δεν θα είναι η αναπαράσταση ενός πραγματικού αντικειμενικού όλου.

 

Η διαφορά στην οποία αναφέρομαι είναι αυτή ανάμεσα

(α) σ’ έναν αυθεντικό, αντικειμενικό κόσμο: ένα σύνολο ουσιών, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς αιτιότητας,[4]και

(β) σ’ ένα συνονθύλευμα ουσιών, οι οποίες διατηρούν τη συνοχή τους εξαιτίας μιας ενοποιητικής δράσης της σκέψης.

 

Ας είμαστε ξεκάθαροι για το (α): αυτό που συνιστά την ουσιαστική μορφή ενός κόσμου- το στοιχείο που είναι απολύτως απαραίτητο για να είναι κάτι ένας κόσμος- δεν είναι κάποιο σύνολο γεγονότων σχετικά με το πώς διαδραματίζεται η μεταβατική αιτιότητα μεταξύ των μερών του κόσμου. Αυτά τα γεγονότα είναι όλα ενδεχόμενα·αφορούν το σε ποια κατάσταση βρίσκεται ο κόσμος, αλλά δεν έχουν σχέση με την υπόστασή του.

 

Αυτό που είναι ουσιώδες για τον κόσμο καθαυτόν, είναι ότι υπάρχει κάποια αρχή που καθιστά δυνατή την ύπαρξη της μεταβατικής αιτιότητας μεταξύ των ουσιών- καθώς αυτές οι ουσίες, αν και ανεξάρτητες η μία από την άλλη όσον αφορά την ύπαρξή τους, εξαρτώνται η μία από την άλλη μέσω των καταστάσεων στις οποίες βρίσκονται. Χωρίς μια τέτοια αρχή, δεν θα μπορούσε να υπάρχει εξωτερική δύναμη στον κόσμο.

 

Επειδή αυτή η μορφή είναι απαραίτητη για έναν κόσμο που την διαθέτει, δεν μπορεί να αλλάξει με κανέναν τρόπο. Υπάρχουν δύο λόγοι για αυτό: (α) διασφαλίζεται από τη λογική. Σε κάθε αλλαγή, κάποιο πράγμα μετατρέπεται από μια κατάσταση Fσε μια κατάσταση G. Σημειώστε ότι χρειάζεται κάτι να παραμένει το ίδιο καθόλη τη μετάβαση. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κόσμο: σε όλες τις διαδοχικές καταστάσεις του, παραμένει ο ίδιος κόσμος, και επομένως πρέπει να διατηρεί την ίδια βασική, ουσιαστική μορφή. Επίσης, (β) αν η ουσία ενός κόσμου μπορούσε να αλλάξει, αυτό θα σήμαινε ότι η βασική εσωτερική αρχή όλων των αλλαγών θα ήταν αντίθετη με τον εαυτό της, κάτι που είναι αδύνατο.

 

Όσοι δεν βλέπουν την ανάγκη για τέτοιου είδους έρευνα, έχουν παρανοήσει τις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Θεωρούν τον χώρο και τον χρόνο ως θεμελιώδεις και επαρκείς παράγοντες, οι οποίοι από μόνοι τους, χωρίς να χρειάζεται καμία άλλη αρχή, μπορούν να κάνουν τα πράγματα να αλληλοσχετίζονται ως μέρη ενός συνόλου.- Θα δείξω αργότερα ότι τέτοιες έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν προέρχονται από τη λογική, αλλά είναι ιδέες όχι αντικειμενικά πραγματικών συνδέσεων, αλλά φαινομένων.- Μας λένε λοιπόν ότι υπάρχει κάποια κοινή αρχή που συγκρατεί τα πάντα, αλλά δεν μας δείχνουν τι είναι.

 

(iii) Η ολότητα, δηλαδή αυτό που περιέχει όλα τα συστατικά μέρη: Υπάρχει μια έννοια σχετικής ολότητας που μπορούμε να εφαρμόσουμε σε οτιδήποτε έχει μέρη, ακόμα κι αν το ίδιο είναι μέρος κάποιου πράγματος μεγαλύτερου. Αλλά όταν η έννοια της ολότητας εφαρμόζεται σε έναν κόσμο, θα πρέπει να αφορά όλα τα πράγματα. Αυτή η απόλυτη ολότητα, αν και μοιάζει με μια καθημερινή έννοια που είναι εύκολο να κατανοηθεί, δημιουργεί στον φιλόσοφο ένα κρίσιμο πρόβλημα:

 

Είναι δύσκολο να συλλάβουμε πώς η αδιάκοπη σειρά καταστάσεων του σύμπαντος, που φτάνει στην αιωνιότητα, μπορεί να συγκεντρωθεί σε ένα σύνολο που περιλαμβάνει όλες τις αλλαγές. Πράγματι, από την απειρότητά της προκύπτει ότι η σειρά δεν έχει σημείο στάσης. Επομένως, δεν μπορεί να ξεχωριστεί καμία σειρά γεγονότων, παρά μόνο μπορεί να θεωρηθεί μέρος μιας περαιτέρω σειράς. Από αυτό προκύπτει ότι δεν υπάρχει περιθώριο για μια απόλυτη ολότητα. Μπορούμε να σκεφτούμε μια σειρά που περιέχει όλα τα πράγματα που αποτελούν μέρη οποιουδήποτε άλλου πράγματος, αλλά η έννοια του όλου φαίνεται να απαιτεί ότι όλα αυτά τα πράγματα πρέπει να ληφθούν ταυτόχρονα, κάτι που στην προκειμένη περίπτωση είναι αδύνατο.

 

Μπορεί να θεωρήσουμε ότι μια ολόκληρη άπειρη σειρά αντικειμένων που ξετυλίγεται στο χρόνο δεν αποτελεί πρόβλημα στην περίπτωση ενός ταυτόχρονου απείρου, επειδή αυτό περιλαμβάνει όλα τα πράγματα σε μια στιγμή. Αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Το ταυτόχρονο άπειρο και το διαδοχικό άπειρο πηγαίνουν μαζί. Η διαμόρφωση μιας πληθώρας πραγμάτων, είτε διαδοχικών είτε ταυτόχρονων, βασίζεται στην έννοια του χρόνου. Αν ψάξουμε να βρούμε μια διέξοδο από αυτό το δύσκολο πρόβλημα, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι δεν πρόκειται για ένα διανοητικό πρόβλημα σχετικά με την έννοια του όλου, αλλά για ένα πρόβλημα σχετικά με τις συνθήκες της αντιληπτικής διαίσθησης.

 

Μέρος II: Η γενική διάκριση ανάμεσα στα αισθητά και στα νοητά πράγματα

3. Η αντιληπτικότητά μας είναι η δεκτικότητά μας, η ικανότητα να είμαστε στη θέση του παραλήπτη, έτσι ώστε το μυαλό μας να μπορεί να επηρεαστεί με έναν ορισμένο τρόπο από την παρουσία κάποιου αντικειμένου. Η διάνοια ή η λογική μας είναι η ικανότητα με την οποία μπορούμε να αναπαραστήσουμε πράγματα που δεν προέρχονται από τις αισθήσεις. Το αντικείμενο της αντιληπτικότητας είναι το αισθητό·οτιδήποτε δεν μπορεί να γίνει γνωστό παρά μόνο με τη διάνοια, είναι κατανοητό. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι ονόμαζαν τα αισθητά πράγματα φαινόμενα, και τα νοητά πράγματα νοούμενα. Η γνώση που υπόκειται στους νόμους των αισθήσεων είναι αντιληπτική ή αισθητηριακή, ενώ εκείνη που βασίζεται στους νόμους της διάνοιας είναι διανοητική ή λογική.

 

4. Έτσι, το αντιληπτικό στοιχείο στη γνώση εξαρτάται από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα μας- από την ικανότητά μας να αλλάζουμε από την παρουσία των αντικειμένων, και από το ποια αντικείμενα παράγουν τι αλλαγές. Αλλά κάθε γνώση που δεν επηρεάζεται από τέτοιες υποκειμενικές συνθήκες, δηλαδή που δεν ποικίλλει ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, είναι απολύτως αντικειμενική, που σημαίνει ότι αφορά αυστηρά και αποκλειστικά το αντικείμενο, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή η γνώση. Αυτό δείχνει πως όσα λαμβάνουμε μέσω της αντίληψης είναι αναπαραστάσεις των πραγμάτων όπως φαίνονται, ενώ αυτά που παίρνουμε μέσω της διάνοιας είναι αναπαραστάσεις των πραγμάτων όπως είναι.

 

Μια αισθητηριακή αναπαράσταση περιλαμβάνει (1) κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ύλη, δηλαδή την αίσθηση·και επίσης (2) κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μορφή, δηλαδή τον τρόπο οργάνωσης του αισθητηριακού περιεχομένου, με βάση έναν ορισμένο φυσικό νόμο του νου. Τώρα, ενώ (1) η αίσθηση που είναι η ύλη μιας αισθητηριακής αναπαράστασης δείχνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι αντιληπτό, η ποιότητά του (το πώς είναι) εξαρτάται από υποκειμενικά γεγονότα, τα οποία καθορίζουν το πώς θα επηρεαστούμε από το συγκεκριμένο αντιληπτό πράγμα. Ομοίως με το (2), τη μορφή της αναπαράστασης: δείχνει κάτι για τις ιδιότητες (και τις σχέσεις μεταξύ) των αισθήσεων, δηλαδή τα στοιχεία της αντιληπτικής μας κατάστασης, αλλά δεν αποτελεί κάποιο σκίτσο ή σχήμα ενός αντικειμένου, παρά μόνο το αποτέλεσμα κάποιου νόμου ο οποίος είναι εμφυτευμένος στο μυαλό μας, ένας νόμος με τον οποίο το μυαλό μας διατάσσει τα αισθητηριακά μηνύματα που προέρχονται από την παρουσία του αντικειμένου.

 

Έτσι, για να συνενωθούν οι διάφορες επιδράσεις που έχει ένα αντικείμενο στις αισθήσεις μας σε μια ενιαία τελική αναπαράσταση, το μυαλό μας πρέπει να έχει μια ενσωματωμένη αρχή, η οποία, λειτουργώντας με αυστηρούς έμφυτους νόμους, συγκεντρώνει τα διάφορα δεδομένα σε ένα δομημένο σύνολο.

 

5. Στην αισθητηριακή γνώση, λοιπόν, έχουμε ύλη (δηλαδή αίσθηση) και μορφή. Λόγω του στοιχείου της αίσθησης, αυτή η γνώση λογίζεται ως αισθητηριακή,και είναι λόγω της μορφής που οι αναπαραστάσεις αυτής της γνώσης θεωρούνται αισθητηριακές·και αυτό ισχύει ακόμα κι αν δεν υπήρχε αίσθηση.

 

Η πνευματική γνώση περιλαμβάνει την ανώτερη λειτουργία του νου, τη διάνοια, και είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αυτό έχει δύο χρήσεις. (α) Στην πραγματική χρήση της νόησης, οι ίδιες οι έννοιες, είτε για πράγματα είτε για σχέσεις, είναι δεδομένες, και η διάνοια τις χρησιμοποιεί σε σκέψεις για αυτά τα πράγματα ή σχέσεις. (β) Στη λογική χρήση η διάνοια δεν ενδιαφέρεται για την πηγή των εννοιών, αλλά για τις ίδιες τις έννοιες. Προσέχει ποιες έννοιες υπάγονται σε άλλες, συγκρίνοντας και συνδυάζοντάς τες μεταξύ τους. Η λογική χρήση της νόησης, σε αντίθεση με την πραγματική χρήση, είναι κοινή σε όλες τις επιστήμες. Όταν ένα στοιχείο γνώσης έχει δοθεί με κάποιο τρόπο, τίθεται το ερώτημα πώς σχετίζεται λογικά με τα άλλα στοιχεία γνώσης: είναι του ίδιου είδους με τα υπόλοιπα, ή διαφορετικό; Η απάντηση μπορεί να δοθεί άμεσα και ευθέως με μια κρίση, ή έμμεσα μέσω μιας σειράς συλλογισμών.

 

Τα στοιχεία της αντιληπτικής γνώσης επομένως υπάγονται σε άλλα τέτοια στοιχεία με τη λογική χρήση της νόησης (όπως η υπαγωγή εννοιών σε άλλες έννοιες), και τα φαινόμενα υπάγονται σε γενικότερους νόμους των φαινομένων.

 

Αλλά σημειώστε το εξής: Όσο κι αν αυτά τα στοιχεία γνώσης έχουν υποβληθεί στις λειτουργίες της νόησης στη λογική χρήση της, εξακολουθούν να είναι αντιληπτικά. Έχουν αυτό το καθεστώς λόγω της καταγωγής τους, όχι λόγω των σχέσεων που μπορεί να έχουν με άλλα στοιχεία γνώσης. Ακόμη και οι πιο γενικοί εμπειρικοί νόμοι εξακολουθούν να είναι αντιληπτικοί, όπως και οι αρχές της γεωμετρίας. Όσο κι αν υποβάλλουμε αυτές τις αρχές στους κανόνες της λογικής για να εξάγουμε κάποιες πιο θεμελιώδεις από κάποιες άλλες, αυτό δεν τις μεταφέρει έξω από την κατηγορία των αισθήσεων.

 

Από την αισθητηριακή ή φαινομενική πλευρά, πρέπει να γίνει μια διάκριση: το αισθητηριακό περιεχόμενο που δεν έχει ακόμη υποβληθεί σε επεξεργασία από τη λογική χρήση της διάνοιας, ονομάζεται εμφάνιση·και η γνώση που προέρχεται από τη συσχέτιση της νόησης πολλών εμφανίσεων μεταξύ τους, ονομάζεται εμπειρία. Έτσι, ο μόνος δρόμος από τις εμφανίσεις στην εμπειρία περνά μέσα από τη σκέψη που περιλαμβάνει τη λογική χρήση της νόησης. Οι κοινές έννοιες της εμπειρίας ονομάζονται εμπειρικές, και τα αντικείμενα της εμπειρίας ονομάζονται φαινόμενα·οι νόμοι της εμπειρίας, και γενικά κάθε αντιληπτικής γνώσης, ονομάζονται νόμοι των φαινομένων.

 

Οι εμπειρικές έννοιες δεν γίνονται διανοητικές όταν χρησιμοποιούνται σε όλο και υψηλότερα επίπεδα γενικότητας. Για μια εμπειρική έννοια δεν υπάρχει διαφυγή από τον χώρο της αντιληπτικής γνώσης·θα παραμείνει για πάντα αντιληπτική, όσο αφηρημένα κι αν χρησιμοποιείται.

 

6. Σχετικά με τις έννοιες που είναι καθαρά διανοητικές- όσες εμπλέκονται στην πραγματική χρήση της νόησης- είτε πρόκειται για έννοιες αντικειμένων είτε για σχέσεις μεταξύ αντικειμένων, η πηγή τους είναι η φύση της νόησης·δεν έχουν αφαιρεθεί από οποιαδήποτε χρήση των αισθήσεων, και δεν περιέχουν καμία μορφή αντιληπτικής γνώσης. Αλλά η λέξη «αφαιρεθεί» είναι εξαιρετικά διφορούμενη, και θα ήταν καλύτερο να την αποσαφηνίσουμε, ώστε να μην εμπλακεί με τις διανοητικές έννοιες. Πρέπει να διακρίνουμε δύο διαφορετικά πράγματα όταν ονομάζουμε μια έννοια «αφηρημένη.» Μπορεί να εννοούμε ότι (i) είναι μια διανοητική έννοια που αφαιρεί από οτιδήποτε αισθητηριακό, δηλ. απαλλάσσεται, ή κρατά σε απόσταση, κάθε τι αισθητηριακό·ή ότι (ii) είναι μια έννοια που έρχεται σε εμάς μέσω μιας συγκεκριμένης αισθητηριακής εμπειρίας, και αφαιρείται από αυτήν. Ίσως είναι καλύτερο να αποκαλούμε το (i) «αφαιρούμενη έννοια,» διατηρώντας το «αφηρημένη έννοια» για το (ii).

 

7. Αυτό μας δείχνει ότι είναι λάθος να ανιχνεύσουμε την αντιληπτική/διανοητική γραμμή στο ζεύγος μπερδεμένη/ευδιάκριτη γραμμή. Η τελευταία διάκριση είναι μια λογική διάκριση που δεν έχει καμία σχέση με τα δεδομένα που χρησιμοποιεί η διάνοια για να ανασυνθέσει τα πράγματα σε δομές. Οι δύο γραμμές τέμνουν η μία την άλλη: κάτι μπορεί να είναι αισθητηριακό και πολύ διακριτό, όπως η γεωμετρία, η οποία αποτελεί το κύριο παράδειγμα αντιληπτικής γνώσης·ή κάτι μπορεί να είναι διανοητό και πολύ μπερδεμένο, όπως η μεταφυσική, η οποία είναι το πνευματικό όργανο των πάντων. Όλοι γνωρίζουν πόση προσπάθεια καταβάλλει η μεταφυσική για να διαλύσει τα σύννεφα της σύγχυσης που καλύπτουν την κοινή διάνοια, αν και η μεταφυσική συχνά έχει λιγότερο ευχάριστο αποτέλεσμα από τη γεωμετρία. Αλλά τόσο το αισθητηριακό όσο και το διανοητικό φέρουν τα σημάδια της προέλευσής τους: η καταγωγή του πρώτου είδους το κάνει «αισθητηριακό,» όσο διακριτή κι αν είναι μια δεδομένη περίπτωσή του·και η προέλευση του δεύτερου είδους το χαρακτηρίζει ως «διανοητικό,» ακόμη κι αν είναι κάτι μπερδεμένο.

 

Ως παράδειγμα κάποιου πράγματος που είναι διανοητικό και συγκεχυμένο, σας αναφέρω τις ηθικές έννοιες, για τις οποίες όλοι γνωρίζουμε ότι είναι συγκεχυμένες, και οι οποίες προέρχονται όχι από την εμπειρία αλλά από την ίδια την καθαρή (απαλλαγμένη από οποιαδήποτε εισροή των αισθήσεων) νόηση. Ο επιφανής ChristianWolff[5]θεώρησε την αντιληπτική/διανοητική διάκριση απλώς ως λογική. Αυτό κατέστρεψε το ευγενέστερο εγχείρημα της αρχαιότητας, την έρευνα για τη φύση των φαινομένων και των νοουμένων, και έκανε μεγάλη ζημιά στη φιλοσοφία, στρέφοντας τη σκέψη των ανθρώπων μακριά από αυτήν, προς την κατεύθυνση του λογικού σχολαστικισμού.

 

8. Το μέρος της φιλοσοφίας που περιέχει τις πρώτες αρχές χρήσης της καθαρής νόησης είναι η μεταφυσική. Αν κάποιος σκοπεύει να ασχοληθεί με αυτήν, πρέπει πρώτα να κατανοήσει τη διάκριση μεταξύ αισθητηριακής και διανοητικής γνώσης, και αυτό είναι που παρουσιάζω σε αυτήν τη διατριβή. Λοιπόν, οι εμπειρικές αρχές δεν βρίσκονται στη μεταφυσική, επομένως οι έννοιες που εμπλέκονται σε αυτήν πρέπει να αναζητηθούν όχι στις αισθήσεις, αλλά στην ίδια τη φύση της καθαρής νόησης. Δεν είναι έμφυτες έννοιες που υπάρχουν στο μυαλό από την αρχή, αλλά έχουν αποκτηθεί στην πορεία. Αλλά πρόκειται για ένα ιδιαίτερο είδος απόκτησης, το οποίο έχει ως εξής:

 

Όταν το μυαλό μας έχει κάποια εμπειρία, αυτό συμβαίνει επειδή οι νόμοι που προϋπάρχουν σε αυτό εφαρμόζονται πάνω σε κάποιες αισθητηριακές εμφανίσεις. Το μυαλό μας ακολουθεί αυτούς τους νόμους, και αφαιρεί τις έννοιες που εμπλέκονται στη μεταφυσική. Σε αυτήν περιλαμβάνονται οι έννοιες της δυνατότητας, της ύπαρξης, της αναγκαιότητας, της ουσίας, της αιτίας, κ.λπ., μαζί με τα αντίθετά τους ή τους συσχετισμούς τους. Αυτές οι έννοιες δεν είναι ποτέ μέρη κάποιας αισθητηριακής αναπαράστασης, επομένως δεν υπάρχει περίπτωση να αφαιρεθούν από οποιαδήποτε τέτοια αναπαράσταση.

 

9. Οι διανοητικές έννοιες έχουν δύο λειτουργίες. (1) Στον ελεγκτικό τους ρόλο έχουν το αρνητικό έργο να εμποδίζουν τις αντιληπτικές έννοιες να εφαρμόζονται στα νοούμενα. Κάνοντάς το αυτό, η γνώση μας δεν προωθείται, αλλά προστατεύεται από σφάλματα. (2) Αυτές οι έννοιες έχουν την επιπλέον χρήση με την οποία οι γενικές αρχές της καθαρής νόησης δημιουργούν ένα υπόδειγμα ή μοντέλο με βάση το οποίο κρίνονται όλα τα πραγματικά αντικείμενα. Αυτό είναι το μοντέλο της νοουμενικής τελειότητας·«νοουμενική» επειδή είναι κάτι που μπορεί να συλληφθεί μόνο από την καθαρή διάνοια.

 

Αυτή η «τελειότητα» μπορεί να εκληφθεί με δύο τρόπους, τον θεωρητικό και τον πρακτικό, έτσι ώστε υπάρχουν δύο μοντέλα: το θεωρητικό περιλαμβάνει το ύψιστο ον, τον Θεό·το πρακτικό έχει να κάνει με την ηθική τελειότητα. Έτσι, ο ρόλος της ηθικής φιλοσοφίας να παρέχει τις πρώτες αρχές της ηθικής κρίσης εκτελείται από την καθαρή διάνοια, και η ίδια ανήκει στην καθαρή φιλοσοφία. Ο Επίκουρος, που έκανε τα συναισθήματα ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας ως πρότυπα της ηθικής κρίσης, καταδικάζεται δικαίως, μαζί με ορισμένους σύγχρονους υποστηρικτές του.

 

Εάν τα πράγματα που είναι του είδους Κμπορούν να ποικίλλουν ως προς το πόσο Κείναι (διαφέρουν δηλαδή ως προς την ποσότητα ή τον βαθμό K), η έννοια της μέγιστης ιδιότητας Kείναι το σημείο από όπου ξεκινά η σκέψη μας, και είναι η πηγή της γνώσης μας. Το μέγιστο της τελειότητας είναι αυτό που ο Πλάτωνας ονόμασε «ιδέα» (όπως στην περίπτωση της «Ιδέας της Πολιτείας»), και αυτό που εμείς σήμερα αποκαλούμε «ιδανικό.» Είναι η πηγή όλων όσων ανήκουν σε οποιοδήποτε βαθμό στο είδος Κ, γιατί οι μικρότεροι βαθμοί του Kμπορούν να προσδιοριστούν μόνο περιορίζοντας το μέγιστο. Αλλά ο Θεός, ως ιδανικό της τελειότητας, είναι η πηγή της γνώσης, και την ίδια στιγμή, ως πραγματικά υπάρχων, είναι η πηγή της ύπαρξης κάθε τελειότητας.

 

10. Για εμάς τους ανθρώπους, η διανοητική γνώση είναι συμβολική, προερχόμενη από μια λειτουργία με παγκόσμιες αφηρημένες έννοιες, δηλαδή παραλείποντας τις  λεπτομέρειες, και όχι μέσω της διαίσθησης, δηλαδή όχι μέσω μιας μοναδικής απτής έννοιας, με όλες τις λεπτομέρειες για ένα μοναδικό πράγμα που εμπίπτει στην συγκεκριμένη έννοια. Όλη μας η διαίσθηση έχει μια συγκεκριμένη μορφή. Συγκεκριμένα, όλα τα πράγματα για τα οποία έχουμε διαισθήσεις βρίσκονται στο χώρο και στο χρόνο·και η αρχή που το επιβάλλει αυτό δεν θα αφήσει το μυαλό μας να έρθει σε γνωστική επαφή με οτιδήποτε xπου βρίσκεται στο χώρο και στο χρόνο με έναν αφηρημένο τρόπο μέσω γενικών εννοιών·η μόνη επαφή που επιτρέπει είναι η άμεση, στην οποία ο νους αντιμετωπίζει το xως μοναδικό.

 

Τώρα, μόνο στο χώρο και στο χρόνο μπορεί κάτι να είναι αντικείμενο των αισθήσεών μας. Επομένως πρόκειται για μια συνθήκη της αντιληπτικής γνώσης, και δεν μπορεί να προσφέρει καμία πνευματική διαίσθηση. Όλο το περιεχόμενο της γνώσης μας προέρχεται από τις αισθήσεις, αλλά αυτές δεν μας δίνουν καμία αναπαράσταση μέσω της οποίας θα μπορούσαμε να συλλάβουμε κάτι το νοούμενο. Έτσι η αντίληψή μας για ό,τι είναι κατανοητό είναι ανεπηρέαστη από οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει η ανθρώπινη διαίσθηση. Η διαίσθησή μας είναι πάντα παθητική: μπορούμε να έχουμε διαισθήσεις μόνο όταν κάτι επηρεάζει τις αισθήσεις μας. Αλλά η θεϊκή διαίσθηση προκαλεί τα αντικείμενά της, και δεν προκαλείται από αυτά·και επειδή είναι ανεξάρτητη, δηλαδή δεν εξαρτάται ούτε προκύπτει από οτιδήποτε άλλο, είναι το πρωτότυπο, και όχι το αντίγραφο, και για τον λόγο αυτό είναι απολύτως διανοητική.

 

11. Αν και τα φαινόμενα είναι στην πραγματικότητα απλώς ομοιότητες των πραγμάτων, και όχι ιδέες τους, και παρόλο που δεν αντιπροσωπεύουν τις εγγενείς ιδιότητες των αντικειμένων, η γνώση μας γι’ αυτά είναι πράγματι γνήσια γνώση. Υπάρχουν δύο λόγοι για αυτό. (α) Η ιδιότητά τους ως αισθητά, και επομένως ως αποτελέσματα, σημαίνει ότι είναι μάρτυρες της παρουσίας ενός αντικειμένου, δηλαδή του αντικειμένου που τα προκάλεσε. (β) Θεωρείστε τις κρίσεις σχετικά με πράγματα γνωστά με τις αισθήσεις. Το ότι η αλήθεια της κρίσης xείναι F, συνίσταται στη συμφωνία του κατηγορήματος Fμε το x, το υποκείμενο της κρίσης. Τώρα, όταν το xείναι ένα φαινόμενο, η αντίληψή μας γι’ αυτό προέρχεται από τη σχέση του με τη λειτουργία της αισθητηριακής μας γνώσης, και το κατηγόρημα F, που αφορά κάτι που είναι παρατηρήσιμο μέσω των αισθήσεων, μας γίνεται αντιληπτό μέσω της ίδιας λειτουργίας. Έτσι, ξεκάθαρα, οι αναπαραστάσεις μας σχετικά με το υποκείμενο και το κατηγόρημα προκύπτουν σύμφωνα με τους ίδιους νόμους, και έτσι παρέχουν απόλυτα αληθινή γνώση.

 

12. Εκτός από τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας, υπάρχουν στοιχεία τα οποία (i) δεν εμφανίζονται στις αισθήσεις μας, και που ωστόσο (ii) ανήκουν στην αντιληπτική πλευρά της αισθητηριακής/διανοητικής διαχωριστικής γραμμής. Αυτά τα στοιχείαμπορούν να ικανοποιήσουν και το (i) και το (ii), γιατί (iii) μας παρουσιάζουν τη μορφή (αλλά όχι το περιεχόμενο) της αντιληπτικότητας. Ικανοποιούν το (i) επειδή παρουσιάζουν μόνο μορφή, όχι περιεχόμενο·ικανοποιούν το (ii) γιατί αυτό του οποίου παρουσιάζουν τη μορφή είναι η αντιληπτικότητα. Επιπλέον, (iv) μας παρουσιάζουν διαισθήσεις που είναι καθαρές, δηλαδή απαλλαγμένες από τις αισθήσεις.

 

Τα φαινόμενα των εξωτερικών αισθήσεων εκθέτονται και εξετάζονται από τη φυσική, ενώ εκείνα της εσωτερικής αίσθησης αναλύονται από την εμπειρική ψυχολογία. Αλλά η καθαρή διαίσθηση δεν είναι μια καθολική ή λογική έννοια με την οποία τα πράγματα γίνονται διανοητά, αλλά μια μοναδική έννοια με την οποία τα αισθητά πράγματα διανοούνται, και η οποία επομένως περιέχει τις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Εφόσον ο χώρος και ο χρόνος δεν έχουν καμία επίδραση στις ιδιότητες των αισθητών πραγμάτων, δεν υπεισέρχονται στην επιστήμη παρά μόνο με ποσοτικούς όρους- «δυο φορές μεγαλύτερο,» «μειώνοντας σταδιακά την ταχύτητα,» «στιγμιαίο,» και ούτω καθεξής. Τα καθαρά μαθηματικά ασχολούνται με τον χώρο στη γεωμετρία, και με τον χρόνο στην μηχανική. Υπάρχει επίσης η έννοια του αριθμού, με την οποία ασχολείται η αριθμητική. Πρόκειται για μια διανοητική έννοια, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί σε συγκεκριμένες καταστάσεις μόνο σε συνδυασμό με τις έννοιες του χρόνου και του χώρου·για παράδειγμα, σε σχέση με το χρόνο: μετρώντας την περίοδο της γης γύρω από τον ήλιο·ή σε σχέση με το χώρο: μετρώντας τον αριθμό των πλανητών.

 

Έτσι, τα καθαρά μαθηματικά ασχολούνται με τη μορφή όλης της αισθητηριακής γνώσης μας, γεγονός που τα καθιστά το όργανο όλης της γνώσης που είναι και διαισθητική και καθαρή. Και επειδή το αντικείμενό τους, δηλαδή ο χώρος και ο χρόνος, δεν είναι μόνο τυπικές αρχές της διαίσθησης, αλλά αποτελούν επιπλέον πρωτότυπες διαισθήσεις, αυτή η επιστήμη μάς παρέχει γνήσια γνώση, ενώ μας παρέχει επίσης ένα αξιόπιστο μοντέλο σε άλλους τομείς. Υπάρχει λοιπόν μια επιστήμη των αισθητών πραγμάτων (με την πιο αυστηρή και απαιτητική έννοια), αν και η διάνοια παίζει σ’ αυτήν μόνο έναν λογικό ρόλο, χωρίς να ασχολείται με το περιεχόμενο αυτής της επιστήμης.

 

ΜέροςIII: Η αρχή της μορφής του αισθητού κόσμου

13. Η αρχή της μορφής του σύμπαντος είναι αυτό που περιέχει τη βάση για την καθολική σύνδεση με την οποία όλες οι ουσίες και οι καταστάσεις τους ανήκουν σε ένα ενιαίο σύνολο- αυτό που ονομάζουμε «κόσμο.» Η αρχή της μορφής του αισθητού κόσμου είναι αυτό που περιέχει τη βάση για τον καθολικό δεσμό όλων των φαινομένων. Η μορφή του νοητού κόσμου διακηρύσσει μια αντικειμενική αρχή- δηλαδή, κάποια αιτία της σύνδεσης- όλων των νοούμενων, δηλαδή των πραγμάτων που υπάρχουν από μόνα τους. Αλλά η μόνη αρχή μορφής που διακηρύσσεται από τον κόσμο- και η οποία θεωρείται φαινομενική, δηλαδή σχετική με τις αισθήσεις- είναι μια υποκειμενική αρχή, δηλαδή ένας νόμος του νου που επιβάλλει το εξής: Όλα τα πράγματα που μπορούν να είναι αντικείμενα των αισθήσεων θεωρούνται ότι ανήκουν στο ίδιο σύνολο.

 

Γνωρίζουμε λοιπόν το εξής: η αρχή της μορφής του αισθητού κόσμου, όποια κι αν είναι, ισχύει μόνο για πράγματα τα οποία είναι αντιληπτά από τις αισθήσεις. Ως εκ τούτου, το εύρος της αρχής δεν περιλαμβάνει άυλες ουσίες, οι οποίες εξορισμού βρίσκονται έξω από το πεδίο των αισθήσεων. Αλλά ούτε η αιτία του κόσμου μπορεί να είναι αντικείμενο των αισθήσεων. Οι αρχές που δίνουν τη μορφή του φαινομενικού σύμπαντος είναι απολύτως βασικές και καθολικές·μοιάζουν (ή μάλλον οι μορφές που δημιουργούν) με δοκιμασίες που η ανθρώπινη γνώση πρέπει να περάσει. Θα δείξω τώρα ότι υπάρχουν ακριβώς δύο τέτοιες αρχές, ο χώρος και ο χρόνος.

 

14. Χρόνος

(i) Η ιδέα του χρόνου δεν προέρχεται από τις αισθήσεις, αλλά προϋποτίθεται από αυτές. Μόνο μέσω της ιδέας του χρόνου τα πράγματα που αντιμετωπίζουν οι αισθήσεις μπορούν να αναπαρασταθούν ως ταυτόχρονα ή διαδοχικά (οπότε μην νομίζετε ότι η διαδοχή δημιουργεί την έννοια του χρόνου). Όταν ο χρόνος ορίζεται με όρους μιας σειράς πραγματικών γεγονότων που συμβαίνουν το ένα μετά το άλλο, αυτό είναι μια πολύ κακή περιγραφή του. Αυτή τη λέξη «μετά» πώς μπορούμε να την κατανοήσουμε αν δεν έχουμε ήδη κάποια έννοια του χρόνου;

 

(ii) Η ιδέα του χρόνου είναι μοναδική, όχι γενική. Ποτέ δεν σκεφτόμαστε «κάποιο χρόνο,» παρά μόνο ως μέρος του ενός απεριόριστου Χρόνου. Αν σκεφτούμε το χρονικό διάστημα δύο ετών, πρέπει να το αναπαραστήσουμε με μια καθορισμένη θέση μεταξύ των ετών, και αν κανένα από τα έτη δεν ακολουθεί το άλλο αμέσως, θα πρέπει να τα θεωρήσουμε συνδεδεμένα με κάποιο ενδιάμεσο χρόνο. Από δύο διαφορετικούς χρόνους, ποιος είναι προγενέστερος και ποιος μεταγενέστερος δεν μπορεί να οριστεί με κανένα τρόπο από τη διάνοια·η προσπάθεια να το κάνουμε αυτό θα μας οδηγούσε σ’ έναν φαύλο κύκλο. Ο μόνος τρόπος που ο νους μπορεί να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο προηγούμενο και στο επόμενο, είναι με μια μοναδική διαίσθηση. Επίσης, επιστρέφοντας στην κύρια θέση αυτής της παραγράφου, αντιλαμβανόμαστε όλα τα πραγματικά αντικείμενα να έχουν κάποια θέση στο χρόνο, σαν αυτό να είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό που μοιράζονται όλα τα πράγματα- και όχι σαν να περιέχονται στη γενική έννοια του χρόνου.

 

(iii) Άρα η ιδέα του χρόνου είναι μια διαίσθηση. Η σύλληψή του έρχεται πριν από κάθε αίσθηση, ως προϋπόθεση για τις σχέσεις που ισχύουν μεταξύ των αισθητών πραγμάτων·από αυτό προκύπτει ότι ο χρόνος είναι μια καθαρή διαίσθηση, και δεν προέρχεται από τις αισθήσεις.

 

(iv) Ο χρόνος είναι μια συνεχής ποσότητα, και είναι η αρχή της συνεχούς αλλαγής μέσα στο σύμπαν. Μια ποσότητα είναι συνεχής αν δεν αποτελείται από απλά μέρη, και αυτό ισχύει για το χρόνο.

 

Εδώ είναι ένα επιχείρημα που το δείχνει αυτό: Όταν σκεφτόμαστε το χρόνο, σκεφτόμαστε μόνο τις σχέσεις, όχι πράγματα ή γεγονότα. Και έτσι, ο χρόνος ως ποσότητα είναι κάτι σύνθετο·αλλά αν αφαιρέσουμε αυτή τη συνθετότητα, δεν μένει τίποτα. Και αν δεν έχει μείνει τίποτα από ένα σύνθετο xόταν αφαιρεθεί όλη η σύνθετη φύση του, τότε το xδεν αποτελείται από απλά μέρη (γιατί διαφορετικά θα είχαν παραμείνει). Έτσι, κάθε μέρος του χρόνου είναι από μόνο του μια χρονική περίοδος. Ο χρόνος περιλαμβάνει στοιχεία που είναι απλά, δηλαδή στιγμιότυπα·αλλά δεν είναι χρονικές περίοδοι- είναι όρια μεταξύ χρονικών περιόδων.

 

Ο μεταφυσικός νόμος της συνέχειας λέει ότι όλες οι αλλαγές είναι συνεχείς. Κάτι δεν μπορεί να μεταβεί από την κατάσταση Fστην κατάσταση G, παρά μόνο μέσω μιας ενδιάμεσης σειράς διαφορετικών καταστάσεων. Διότι δύο διαφορετικές καταστάσεις βρίσκονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αλλά μεταξύ των δύο χρονικών στιγμών θα υπάρχει πάντα κάποιος ενδιάμεσος χρόνος, και στην άπειρη ακολουθία στιγμών αυτού του χρόνου η ουσία δεν είναι ούτε Fούτε G, και όμως κάτι δεν μπορεί να μην βρίσκεται σε καμία κατάσταση! Άρα η ουσία θα βρίσκεται σε καταστάσεις διαφορετικές από τις Fκαι G, και μεταξύ αυτών των δύο καταστάσεων θα υπάρχουν άλλες ενδιάμεσες καταστάσεις, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η αλλαγή από το Fστο G (που αποτελεί τη βάση για οποιαδήποτε αλλαγή) είναι συνεχής.

 

(v) Ο χρόνος δεν είναι κάτι αντικειμενικό και πραγματικό, δεν είναι ουσία, ποιότητα ή σχέση. Μάλλον, είναι μια προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιείται αν τα αισθητά πράγματα μπορούν να αλληλοσχετίζονται με σταθερούς νόμους. Είναι η φύση του ανθρώπινου μυαλού που θέτει αυτή την προϋπόθεση, επομένως είναι υποκειμενική. Είναι μια καθαρή διαίσθηση. Είναι μια διαίσθηση γιατί συνδέεται με την αντιληπτικότητα·είναι κάτι που αντιμετωπίζουμε στην εμπειρία μας, όχι κάτι αφηρημένο και διανοητικό. Και είναι καθαρό γιατί δεν έχει εμπειρικό περιεχόμενο·είναι το απαιτούμενο υπόβαθρο το οποίο αποτελεί τη βάση του εμπειρικού περιεχομένου. Μόνο μέσω της έννοιας του χρόνου συντάσσουμε τις ουσίες και τα συμβάντα ως ταυτόχρονα ή διαδοχικά·και έτσι η έννοια του χρόνου, που δίνει μορφή στην αισθητηριακή μας πρόσληψη, προηγείται των εννοιών της ουσίας και της ποιότητας.

 

Όσοι υποστηρίζουν την αντικειμενική πραγματικότητα του χρόνου ακολουθούν έναν από τους ακόλουθους δύο δρόμους: (α) Οι Άγγλοι φιλόσοφοι θεωρούν τον χρόνο ως μια συνεχή ροή, η οποία υπάρχει αλλά δεν περιλαμβάνει άλλα πραγματικά αντικείμενα- μια παράλογη άποψη! (β) Ο Λάιμπνιτς και οι οπαδοί του θεωρούν τον χρόνο ως κάτι πραγματικό, προερχόμενο από τη διαδοχή των εσωτερικών καταστάσεων. Η ανακρίβεια αυτού του ορισμού μπορεί να φανεί στον φαύλο κύκλο που δημιουργεί, και στην αδυναμία του να αντιμετωπίσει τον ταυτοχρονισμό, που είναι μια πολύ σημαντική πτυχή του χρόνου.[6]Έτσι ανατρέπει όλη την ισχύ του ορθού λόγου, γιατί αντί να απαιτεί οι νόμοι της κίνησης να ορίζονται με όρους χρόνου, προσπαθεί να ορίσει τον ίδιο τον χρόνο με όρους παρατηρούμενων κινήσεων ή με σειρές εσωτερικών αλλαγών.

 

Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε τη διάρκεια οποιασδήποτε χρονικής περιόδου παρά μόνο με συγκεκριμένους όρους ποσότητας κίνησης ή ακολουθίας σκέψεων. Αλλά αυτό συμβαίνει επειδή η έννοια του χρόνου βασίζεται σε έναν εσωτερικό νόμο του νου·δεν είναι μια συγκεκριμένη διαίσθηση που γεννιέται μαζί μας. Έτσι, η δράση του νου για τη σύνταξη των αναπαραστάσεών του εκτελείται μόνο με τη βοήθεια των αισθήσεων. Αν νομίζετε ότι μπορείτε να εξηγήσετε την έννοια του χρόνου με τη βοήθεια της λογικής, κάνετε μεγάλο λάθος! Γεγονός είναι ότι ακόμη και η αρχή της μη αντίφασης εμπεριέχει ουσιαστικά το χρόνο. Γιατί η πρόταση «αυτό είναι F» δεν συνάδει με την πρόταση «αυτό δεν είναι F» μόνο αν οι δυο προτάσεις θεωρηθούν ταυτόχρονα. Μπορούν όμως και οι δύο να ισχύουν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Συνοψίζοντας: η πιθανότητα αλλαγών είναι νοητή μόνο στο χρόνο·δεν είναι ο χρόνος νοητός λόγω των αλλαγών- οι αλλαγές είναι νοητές λόγω του χρόνου.

 

(vi) Ο χρόνος που θεωρείται καθαυτός και απολύτως είναι μια φανταστική οντότητα, αλλά επειδή σχετίζεται με τον αμετάβλητο νόμο των αισθητών πραγμάτων είναι μια αρκετά γνήσια έννοια και μια συνθήκη διαισθητικής αναπαράστασης που εκτείνεται στο άπειρο εύρος πιθανών αντικειμένων των αισθήσεων. Επειδή ζεύγη πραγμάτων δεν μπορούν να περιέλθουν στις αισθήσεις ταυτόχρονα χωρίς τη βοήθεια του χρόνου, και επειδή οι αλλαγές είναι νοητές μόνο διαμέσου του χρόνου, μπορούμε να δούμε ότι αυτή η έννοια περιέχει την καθολική μορφή των φαινομένων. Είναι λοιπόν σαφές ότι όλα τα παρατηρήσιμα γεγονότα στον κόσμο, όλες οι κινήσεις και όλα τα εσωτερικά συμβάντα, πρέπει να ταιριάζουν με τα αξιώματα που μπορούν να γίνουν γνωστά για τον χρόνο (έχω ήδη εκθέσει μερικά).

 

Είναι παράλογο να επικαλούμαστε τη λογική για να αμφισβητήσουμε τις βασικές αρχές του καθαρού χρόνου, όπως αυτή της συνέχειας,επειδή αυτές οι αρχές απορρέουν από νόμους που είναι θεμελιώδεις. Η έννοια του χρόνου είναι τόσο βασική και ανεξάρτητη, ώστε η ίδια η λογική χρειάζεται τη βοήθεια της έννοιας του χρόνου στη διατύπωση της αρχής της μη αντίφασης.

 

(vii) Επομένως, ο χρόνος είναι μια πρωταρχική αρχή του αισθητού κόσμου. Γιατί πράγματα που είναι με οποιονδήποτε τρόπο αισθητά, πρέπει να θεωρούνται είτε ως ταυτόχρονα είτε ως διαδοχικά, και έτσι ως αλληλένδετα στις καθορισμένες θέσεις τους σε μια ενιαία χρονική σειρά. Η έννοια του χρόνου, λοιπόν, η οποία βρίσκεται πίσω από κάθε τι αντιληπτό, δημιουργεί ένα σύνολο το οποίο δεν αποτελεί μέρος κανενός άλλου, δηλαδή δημιουργεί τον φαινομενικό κόσμο.

 

15. Χώρος

(i) Η έννοια του χώρου δεν προέρχεται από τις εξωτερικές αισθήσεις. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε ότι κάποιο πράγμα xβρίσκεται έξω από κάποιο άλλο πράγμα y, παρά μόνο εντοπίζοντας τα xκαι yσε διαφορετικά σημεία στο χώρο- και αυτό περιλαμβάνει την περίπτωση όπου το yείναι ο εαυτός μας. Άρα η δυνατότητα εξωτερικών αντιλήψεων προϋποθέτει την έννοια του χώρου, και δεν τη δημιουργεί. Τα πράγματα στο χώρο επηρεάζουν τις αισθήσεις, αλλά ο ίδιος ο χώρος δεν μπορεί να προέλθει από τις αισθήσεις.

 

(ii) Η έννοια του χώρου είναι μια μοναδική αναπαράσταση που περιλαμβάνει όλους τους χώρους, όχι μια αφηρημένη έννοια που ισχύει για όλους αυτούς τους χώρους. Όταν μιλάμε για «διαφορετικούς χώρους,» αναφερόμαστε σε διαφορετικά μέρη ενός ενιαίου απεριόριστου χώρου, καθένα από τα οποία έχει μια σταθερή θέση μέσα σ’ αυτόν το χώρο. Και δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα κυβικό πόδι, παρά μόνο ως οριοθετημένο και περιτριγυρισμένο από χώρο.

 

(iii) Η έννοια του χώρου είναι επομένως μια καθαρή διαίσθηση. Είναι διαίσθηση επειδή είναι μια μοναδική έννοια·και είναι καθαρή επειδή δεν είναι κατασκευασμένη από τις αισθήσεις, αλλά είναι η βασική μορφή κάθε εξωτερικής αίσθησης.

 

Είναι εύκολο να παρατηρήσουμε αυτή την καθαρή διαίσθηση στα αξιώματα της γεωμετρίας, όπως και σε οποιαδήποτε νοητική κατασκευή γεωμετρικών αξιωμάτων ή προβλημάτων:

- Ο χώρος έχει μόνο τρεις διαστάσεις.

- Μεταξύ δύο σημείων υπάρχει μόνο μία ευθεία γραμμή.

- Από ένα σημείο του επιπέδου ένας κύκλος μπορεί να περιγραφεί με μια ευθεία ως ακτίνα του.

 

Τέτοιες αλήθειες δεν μπορούν να συναχθούν από κάποια καθολική έννοια του χώρου, αλλά μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο με την έννοια του χώρου ως κάτι συγκεκριμένο.

 

Όσο έξυπνοι κι αν είμαστε, δεν μπορούμε να αναπτύξουμε γενικές έννοιες για να διακρίνουμε μεταξύ πραγμάτων σε έναν δεδομένο χώρο που βρίσκονται στο ένα μισό, και πραγμάτων που βρίσκονται το αντίθετο μισό- π.χ. ένα αριστερό και ένα δεξί χέρι που ταιριάζουν απόλυτα. Δύο τέτοια χέρια είναι συμπαγή αντικείμενα- απόλυτα όμοια και ίσα, αλλά δεν ταιριάζουν το ένα με το άλλο. Ένα άλλο παράδειγμα θα ήταν ένα ζευγάρι τριγώνων που βρίσκονται πάνω σε αντίθετα ημισφαίρια μιας σφαίρας·μεταξύ αυτών των τριγώνων (όπως και μεταξύ των χεριών που δεν ταιριάζουν) υπάρχει μια διαφορά που καθιστά αδύνατο τα όριά τους να συμπίπτουν στο χώρο, αλλά αυτή η διαφορά δεν μπορεί να εκφραστεί με γενικούς εννοιολογικούς όρους που θα την έκαναν κατανοητή στη σκέψη και στην ομιλία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, επομένως, η διαφορετικότητα, δηλαδή η ασυμφωνία, μπορεί να φανεί μόνο με μια συγκεκριμένη πράξη καθαρής διαίσθησης.

 

Ως εκ τούτου, η γεωμετρία χρησιμοποιεί αδιαμφισβήτητες αρχές, οι οποίες διατυπώνονται με γενικούς εννοιολογικούς όρους, και οι οποίες αρχές έρχονται αντιμέτωπες με την κατανόηση. Οι επιδείξεις στη γεωμετρία είναι πιο εμφανείς από τις επιδείξεις σε οτιδήποτε άλλο. Πράγματι, αυτές είναι οι μόνες εμφανείς επιδείξεις στις καθαρές επιστήμες·και η σαφήνειά τους είναι το πρότυπο και το μέσο επίτευξης προφανών αποτελεσμάτων σε άλλες επιστήμες. Το «μέσο επίτευξης;» Ναι, επειδή η γεωμετρία μελετά τις χωρικές σχέσεις, και η έννοια του χώρου περιέχει από μόνη της τη μορφή κάθε αισθητηριακής διαίσθησης. Έτσι, τίποτα δεν μπορεί να είναι ξεκάθαρο και εμφανές στα πράγματα που γίνονται αντιληπτά από τις εξωτερικές αισθήσεις, εκτός αν προέρχεται από τη διαίσθηση, η οποία είναι το αντικείμενο της γεωμετρίας. Αλλά η γεωμετρία δεν παίρνει τα αποτελέσματά της αντιμετωπίζοντας τα πράγματα με καθολικές έννοιες (όπως κάνουμε στις επιστήμες που βασίζονται στη λογική), αλλά υποβάλλοντάς τα στην κρίση μέσω μιας μοναδικής διαίσθησης (όπως κάνουμε στις έρευνες σχετικά με τις αισθήσεις).[7]

 

(iv) Ο χώρος δεν είναι κάτι αντικειμενικό και πραγματικό- δεν είναι ουσία, ή ποσότητα, ή σχέση- αλλά είναι υποκειμενικός και ιδανικός: προέρχεται από τη φύση του νου με έναν αμετάβλητο νόμο, ως σχήμα (μοντέλο ή πρότυπο) για την τακτοποίηση των εξωτερικά αισθητών πραγμάτων. Εκείνοι που υπερασπίζονται την αντικειμενική πραγματικότητα του χώρου υπάγονται σε δύο ομάδες:

 

(1) Οι περισσότεροι γεωμέτρες, παίρνοντας το παράδειγμα από τους Άγγλους φιλοσόφους, αντιλαμβάνονται το χώρο ως το απόλυτο και απεριόριστο υπόβαθρο όλων των πιθανών πραγμάτων.

(2) Οι περισσότεροι Γερμανοί φιλόσοφοι, ακολουθώντας τον Λάιμπνιτς, υποστηρίζουν ότι ο χώρος είναι μια σχέση, ή ακριβέστερα ένα σύστημα σχέσεων, που ισχύει μεταξύ των υπαρχόντων πραγμάτων, ένα σύστημα που μπορεί να θεωρηθεί μόνο μεταξύ πραγματικών αντικειμένων, και το οποίο παύει να υπάρχει αν τα πράγματα εξαφανιστούν.

 

Η επιλογή του (1) είναι η αποδοχή ενός άδειου αποκυήματος της λογικής, σύμφωνα με το οποίο υπάρχει ένα άπειρο πλήθος από γνήσιες σχέσεις, χωρίς να υπάρχουν οντότητες που να αλληλοσχετίζονται! Όσο κακό κι αν είναι αυτό, δεν είναι το χειρότερο λάθος που μπορεί να κάνει κανείς. Οι οπαδοί του (1) απλώς βάζουν έναν περιορισμό σε ορισμένες έννοιες- εκείνες που αφορούν τα νοούμενα- οι οποίες, ούτως ή άλλως, είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν κατανοητές (π.χ. σε ερωτήματα σχετικά με τον πνευματικό κόσμο, την αειπαρξία, και ούτω καθεξής).

 

Το λάθος όσων επιλέγουν το (2) είναι ακόμη χειρότερο. Αυτοί αντιτίθενται κατηγορηματικά στα ίδια τα φαινόμενα, και στον πιο πιστό ερμηνευτή όλων των φαινομένων, τη γεωμετρία. Εκτός από τον προφανή φαύλο κύκλο ο οποίος δημιουργείται από τον ορισμό τους για το χώρο, οι ίδιοι υποβιβάζουν τη γεωμετρία από την κορυφή της βεβαιότητας στις τάξεις των εμπειρικών επιστημών. Διότι αν όλα τα αποτελέσματα του χώρου προέρχονταν μέσω της εμπειρίας από τις εξωτερικές σχέσεις, τα αξιώματα της γεωμετρίας θα ήταν μόνο συγκριτικά καθολικά·θα είχαν το είδος της «αναγκαιότητας» που αποκτάται μέσω της επαγωγής, και δεν θα εκτείνονταν πέρα από την παρατήρηση.

 

Ωστόσο, η μόνη αναγκαιότητα των αποτελεσμάτων του χώρου προέρχεται από σταθερούς νόμους της φύσης·η ακρίβειά τους από συμβάσεις που έχουμε επιλέξει·και όπως οτιδήποτε εμπειρικό, ανοίγουν την πόρτα στη δυνατότητα να ανακαλύψουμε κάποια μέρα έναν χώρο με διαφορετικές βασικές ιδιότητες- ίσως ακόμη και έναν χώρο στον οποίο δύο ευθείες γραμμές μπορούν να τέμνονται δύο φορές.

 

(v) Αν και η έννοια του χώρου ως κάποια αντικειμενική και πραγματική οντότητα ή κατάσταση είναι φανταστική, εντούτοις, σε σχέση με όλα τα αισθητά πράγματα, είναι όχι μόνο απολύτως αληθινή, αλλά είναι επίσης η βάση για όλη την πραγματικότητα του εξωτερικού αισθητού κόσμου. Τα πράγματα δεν μπορούν να παρουσιαστούν στις αισθήσεις παρά μόνο μέσω μιας δύναμης του νου, η οποία συντονίζει όλες τις αισθήσεις σύμφωνα με έναν σταθερό νόμο που προϋπάρχει στο νου. Έτσι, τίποτα δεν μπορεί να δοθεί στις αισθήσεις που δεν συμμορφώνεται με τα πρωτόγονα αξιώματα του χώρου και τις συνέπειες που αντλεί η γεωμετρία από αυτά, παρά το γεγονός ότι η αρχή αυτών των αξιωμάτων είναι υποκειμενική.

 

Οι νόμοι της αντιληπτικότητας είναι οι νόμοι της φύσης στο βαθμό που η φύση προηγείται των αισθήσεων. Για να το πετύχει αυτό, αρκεί αυτή η αρχή να εναρμονιστεί με τον εαυτό της! Έτσι, η φύση συμμορφώνεται απόλυτα με αυτό που λέει η γεωμετρία για τις ιδιότητες του χώρου- εννοώ, αυτό που η γεωμετρία αποδεικνύει, υποθέσεις που δεν επινοούνται απλώς, αλλά οι οποίες δίνονται διαισθητικά ως η υποκειμενική συνθήκη όλων των φυσικών φαινομένων, στα οποία έχουν πρόσβαση οι εξωτερικές αισθήσεις.

 

Εάν η έννοια του χώρου δεν προϋπήρχε χάρη στη φύση του νου, η χρήση της γεωμετρίας στη φυσική φιλοσοφία θα ήταν αρκετά επισφαλής. Γιατί; Επειδή τότε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί αν αυτή η εμπειρικά βασισμένη έννοια του χώρου θα ταίριαζε με τη φύση- οι εμπειρικές αναφορές στις οποίες βασίζεται θα μπορούσαν να απορριφθούν (ορισμένοι άνθρωποι πράγματι το έχουν ήδη σκεφτεί). Ο χώρος λοιπόν είναι η τυπική αρχή του αισθητού κόσμου, και είναι απολύτως θεμελιώδης, εν μέρει επειδή μόνο μέσω της έννοιας του χώρου μπορούν να υπάρξουν φαινόμενα, αλλά πρωτίστως επειδή ο χώρος στην ουσία του είναι μοναδικός- ένα μοναδικό μεγάλο αντικείμενο που θα έπρεπε να ονομάζουμε Χώρο- έτσι ώστε να αγκαλιάζει όλα τα εξωτερικά αισθητά πράγματα.

 

Πόρισμα

Αυτές, λοιπόν, είναι οι δύο αρχές της αισθητηριακής γνώσης. Δεν είναι γενικές έννοιες όπως εκείνες που εισέρχονται σε πνευματικά ζητήματα, αλλά μοναδικές, καθαρές διαισθήσεις. Οι νόμοι της λογικής στα πνευματικά ζητήματα διδάσκουν ότι αυτό που κάνει ένα σύνθετο πράγμα δυνατό είναι τα μέρη του, ιδιαίτερα τα απλά μέρη του. Αλλά όταν περνάμε από τα πνευματικά θέματα στην αισθητηριακή διαίσθηση, η ιστορία αλλάζει: είναι το άπειρο σύνολο που καθιστά δυνατό κάθε μέρος, μέχρι τα μέρη που είναι θεμελιώδη (που δεν είναι μέρη αλλά όρια). Για να επισημάνουμε οποιονδήποτε καθορισμένο χώρο ή χρόνο ορίζοντας τα όριά του, πρέπει να ξεκινήσουμε από τον άπειρο χώρο και χρόνο, όπου προσδιορίζονται τα μικρότερα χωρικά ή χρονικά διαστήματα. Και τα σημεία αναφοράς- το σημείο και η στιγμή- είναι νοητά μόνο ως όρια μέσα σε ένα χώρο και χρόνο που είναι ήδη δεδομένοι. Έτσι, όλες οι βασικές ιδιότητες αυτών των δύο εννοιών βρίσκονται εκτός του πεδίου της λογικής, και επομένως δεν μπορούν να εξηγηθούν με διανοητικούς όρους. Ωστόσο, είναι αυτές οι έννοιες με τις οποίες δουλεύει η διάνοια όταν με απόλυτη σιγουριά χρησιμοποιεί λογικούς νόμους για να βγάλει συμπεράσματα από πρωταρχικά δεδομένα της διαίσθησης.

 

Η έννοια του χώρου εφαρμόζεται συμμετρικά με την έννοια του χρόνου, με τον χρόνο να αναπαρίσταται με μια γραμμή, και τα όριά του (στιγμές) με σημεία. Ο χρόνος αγκαλιάζει με τις δικές του σχέσεις όλα τα πράγματα- τον ίδιο τον χώρο και όλα τα περιεχόμενά του·επίσης σκέψεις, οι οποίες δεν έχουν καμιά χωρική συσχέτιση. Αν και ο χρόνος δεν υπαγορεύει νόμους στη λογική, δημιουργεί τις συνθήκες με τις οποίες ο νους μπορεί να αλληλοσυνδέσει τις δικές του έννοιες, σύμφωνα με τους νόμους της λογικής. Για να κρίνουμε αν κάτι είναι αδύνατο, πρέπει να δείξουμε ότι προϋποθέτει και το Ακαι το μη-Αταυτόχρονα. Και, πάνω απ’ όλα, αν εφαρμόζουμε τη διάνοιά μας στην εμπειρία, χρειαζόμαστε σχέσεις χρόνου για να μας βοηθήσουν να προσδιορίσουμε τι προηγείται και τι έπεται, και επομένως ποια είναι η αιτία και ποιο το αποτέλεσμα. Και για να το κάνουμε αυτό για εξωτερικές αιτίες και αποτελέσματα, χρειαζόμαστε επίσης χωρικές σχέσεις. Και δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε χωρικά μεγέθη (αποστάσεις, περιοχές, όγκους, κ.λπ.) εκτός και αν το κάνουμε αυτό εφαρμόζοντας αριθμούς σε κάποια επιλεγμένη μονάδα. Και οι αριθμοί υπάρχουν μόνο επειδή υπάρχουν αθροίσματα που είναι ευδιάκριτα γνωστά με απαρίθμηση, δηλαδή προσθέτοντας διαδοχικά ένα συν ένα- μια διαδικασία που συμβαίνει στο χρόνο.

 

Ένα ερώτημα που εγείρεται επίμονα σε όλους είναι το εξής: Η έννοια του χώρου (και του χρόνου) γεννιέται μαζί μας, ή αποκτάται; Η απάντηση «αποκτάται» φαίνεται να διαψεύδεται από όσα μέχρι τώρα έχω δείξει. Αλλά ας μην επιλέξουμε τυπικά το «γεννιέται μαζί μας» σαν τη σωστή απάντηση, γιατί αυτό ανοίγει το δρόμο προς μια ράθυμη φιλοσοφία που λέει συνέχεια «Δεν ωφελεί να ερευνήσουμε περαιτέρω.» Και, ούτως ή άλλως, οι έννοιες του χώρου και του χρόνου σίγουρα έχουν αποκτηθεί, όχι με αφαίρεση από την αίσθηση των αντικειμένων (γιατί η αίσθηση δίνει την ύλη, και όχι τη μορφή της ανθρώπινης γνώσης), αλλά από τη δράση του νου να συντονίζει τις αναπαραστάσεις του σύμφωνα με μόνιμους νόμους. Κάθε μία από αυτές τις δύο έννοιες είναι σαν ένα σταθερό σχεδιάγραμμα που πρέπει να γίνει γνωστό διαισθητικά. Οι αισθήσεις προκαλούν αυτή την πράξη του νου- αυτή τη διαίσθηση- αλλά δεν επηρεάζουν το περιεχόμενο της διαίσθησης. Σε όλα αυτά το μόνο πράγμα που γεννιέται μαζί μας είναι ο νόμος του νου, που τον κάνει να συνδυάζει με σταθερό τρόπο τις εσωτερικές του αναπαραστάσεις, που παράγονται από την παρουσία κάποιου αντικειμένου.

 

ΜέροςIV: Η αρχή της μορφής του νοητού κόσμου

16. Όσοι θεωρούν ότι ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν μια πραγματική και απολύτως απαραίτητη παγίωση, ας πούμε έτσι, όλων των πιθανών ουσιών και καταστάσεων, πιστεύουν ότι μια τέτοια θεώρηση είναι το μόνο που χρειάζονται για να συλλάβουν πώς μπορεί να ισχύει μια συγκεκριμένη βασική σχέση σε ένα σύνολο υπαρχόντων πραγμάτων, η οποία σχέση λειτουργεί ως η απόλυτη πηγή της ικανότητας των πραγμάτων να δρουν το ένα πάνω στο άλλο, και ως αρχή της ουσιαστικής μορφής του σύμπαντος.

 

Πιστεύουν οι ίδιοι, ότι τα υπάρχοντα πράγματα πρέπει να βρίσκονται κάπου, επομένως δεν βλέπουν καμία ανάγκη να ρωτήσουν γιατί αυτά τα πράγματα εμφανίζονται με κανονικούς τρόπους, επειδή θεωρούν ότι αυτή σχέση παράγεται από τον χώρο, που φιλοξενεί τα πάντα. Αλλά έχω δείξει ότι η έννοια του χώρου έχει να κάνει με τους νόμους της αντίληψης του υποκειμένου, παρά με τις συνθήκες των ίδιων των αντικειμένων. Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι δεν αγγίζουν το ερώτημα που συνεχίζει να μας απασχολεί, και το οποίο μπορεί να απαντηθεί μόνο από τη διάνοια: Ποια είναι η αρχή που γεννά αυτή τη σχέση όλων των ουσιών- τη σχέση την οποία όταν δούμε διαισθητικά ονομάζεται χώρος;

 

Έτσι, το ερώτημα σχετικά με την αρχή της μορφής του κατανοητού κόσμου απαιτεί να καταστήσουμε σαφές τι επιτρέπει σε πολλές ουσίες να αλληλεπιδρούν με τέτοιο τρόπο ώστε να ανήκουν σε ένα ενιαίο σύνολο που ονομάζεται «κόσμος.» Αυτό δεν έχει να κάνει με την ύλη του κόσμου, δηλαδή με το είδος των ουσιών που περιέχει, αλλά με τη μορφή του, δηλαδή το πώς πολλές ουσίες αλληλοσυνδέονται, έτσι ώστε όλες μαζί να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο.

 

17. Η απλή ύπαρξη πολλών ουσιών από μόνη της δεν καθιστά τις ουσίες ικανές να αλληλεπιδρούν. Για να είναι κατανοητή η αλληλεπίδρασή τους, απαιτείται κάτι περισσότερο. Το απλό γεγονός ότι μια ουσία υπάρχει, δεν τη συσχετίζει απαραίτητα με οτιδήποτε άλλο (εκτός ίσως με την αιτία της, αλλά η σχέση μεταξύ του αποτελέσματος και της αιτίας είναι μια μονόδρομη εξάρτηση, ενώ εδώ μας απασχολεί η αμφίδρομη αλληλεπίδραση).

 

18. Είναι αδύνατο δύο ή περισσότερες αναγκαστικά υπάρχουσες ουσίες να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Καμία τέτοια ουσία δεν εξαρτάται από οτιδήποτε άλλο για την ύπαρξή της. Οπότε εκτός από το αποτέλεσμα της παραγράφου 17, ότι η αλληλεπίδραση των ουσιών (δηλαδή η αμφίδρομη εξάρτηση των καταστάσεων τους) δεν προκύπτει από την απλή ύπαρξή τους, έχουμε και αυτό το αποτέλεσμα: η αλληλεπίδραση δεν μπορεί να αποδοθεί σε ουσίες που είναι αναγκαία πράγματα.

 

19. Έτσι, ένα σύνολο ουσιών είναι ένα σύνολο ενδεχομένων, δηλαδή πράγματα που υπάρχουν τυχαία, όχι αναγκαστικά. Είναι ένα ουσιαστικό γεγονός για κάθε κόσμο ότι αποτελείται από απλές συγκυρίες. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μια αναγκαία ουσία θα μπορούσε να συνδεθεί αιτιολογικά με έναν κόσμο, είναι αυτή να γίνει η αιτία του. Δεν μπορεί να συνδεθεί ως μέρος, γιατί αυτό θα συνεπαγόταν τη συμμετοχή της σε αμφίδρομη αλληλεξάρτηση με τα άλλα μέρη, και αυτό αποκλείεται για μια αναγκαία οντότητα. Επομένως, η αιτία του κόσμου- αν έχει αιτία- βρίσκεται έξω από τον κόσμο. Άρα η αιτία δεν είναι η ψυχή του κόσμου, όπως έχουν σκεφτεί διάφορες θρησκείες και φιλοσοφίες. Και η παρουσία της στον κόσμο δεν είναι χωρική, αλλά εικονική.

 

20. Οι ουσίες που υπάρχουν στον κόσμο προέρχονται από κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό τους. αλλά όχι από πολλά τέτοια άλλα πράγματα- όλες προέρχονται από μια οντότητα. Αν προκαλούνταν από πολλές αναγκαίες οντότητες, δεν θα μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν η μία με την άλλη, επειδή οι διαφορετικές αιτίες τους δεν θα μπορούσαν. Έτσι, αυτό που κάνει τις ουσίες στο σύμπαν να συνέρχονται μαζί ως ένας κόσμος, είναι συνέπεια του γεγονότος ότι όλες προέρχονται από μια αιτία. Και δεν μπορεί να υπάρχει αρχιτέκτονας του κόσμου που να μην είναι και ο δημιουργός του.

 

21. Αν υπήρχαν πολλές πρώτες και αναγκαίες αιτίες, μαζί με τα πράγματα που προκαλούνται από αυτές, το αποτέλεσμα θα ήταν πολλοί κόσμοι, όχι ένας κόσμος, γιατί τα πράγματα δεν θα ήταν όλα αλληλένδετα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Και αντιστρόφως, αν υπήρχαν αρκετοί μη επικαλυπτόμενοι κόσμοι, θα έπρεπε να προέρχονται από πολλές πρώτες και αναγκαίες αιτίες, καθώς η έλλειψη αλληλεπίδρασης μεταξύ οποιωνδήποτε δύο από αυτούς τους κόσμους θα προέκυπτε από την έλλειψη αλληλεπίδρασης μεταξύ των αντίστοιχων παγκόσμιων αιτιών.

 

Επομένως, δεν ισχύει ότι η ίδια η έννοια του κόσμου καθιστά αδύνατο να υπάρχουν δύο ή περισσότεροι μη επικαλυπτόμενοι πραγματικοί κόσμοι. Το μόνο που μπορούμε να πούμε για την πιθανότητα πολλών κόσμων είναι ότι αν υπάρχει μόνο μία απαραίτητη αιτία για όλα, δεν μπορούν να υπάρχουν περισσότεροι από ένας κόσμος. Αν υπάρχουν περισσότερες από μία απαραίτητες αιτίες, είναι δυνατό- με την αυστηρότερη μεταφυσική έννοια- να υπάρχουν άλλοι τόσοι μη αλληλοσυνδεόμενοι κόσμοι.

 

22. Από την ύπαρξη ενός κόσμου μπορούμε να συμπεράνουμε έγκυρα ότι υπάρχει μια μοναδική αιτία για όλα τα μέρη του. Αν είναι επίσης έγκυρο να συμπεράνουμε, προς την αντίθετη κατεύθυνση, ότι καθώς από την ύπαρξη μιας κοινής αιτίας τα μέρη ενός κόσμου είναι αλληλένδετα, και ότι επομένως αυτή θα είναι η μορφή του κόσμου (αν και παραδέχομαι ότι αυτό το δεύτερο συμπέρασμα δεν μου φαίνεται τόσο σαφές όσο το πρώτο), τότε η θεμελιώδης διασύνδεση των ουσιών δεν θα είναι ενδεχόμενη, αλλά απαραίτητη, διότι όλες οι ουσίες θα συντηρούνται από μια κοινή αρχή.

 

Αυτή η διασύνδεση δημιουργεί μια αρμονία, που προέρχεται από το καθαρό γεγονός της ύπαρξης των ουσιών, με βάση την κοινή τους αιτία, και η οποία αρμονία ξετυλίγεται σύμφωνα με κοινούς κανόνες. Ονομάζω αυτό το είδος αρμονίας μια γενικά καθιερωμένη αρμονία. Είναι αληθινή, εκεί έξω στον κόσμο. Έρχεται σε αντίθεση με την ειδικά καθιερωμένη αρμονία, η οποία εμφανίζεται μόνο επειδή οι επιμέρους καταστάσεις κάθε ουσίας συσχετίζονται με τις επιμέρους καταστάσεις των άλλων. Η γενικά καθιερωμένη αρμονία είναι ιδανική και συμπαθητική.[8]

 

Έτσι, όλη η αρμονία μεταξύ των ουσιών στο σύμπαν εδραιώνεται εξωτερικά (μέσω της κοινής αιτίας όλων αυτών), και είτε (1) καθιερώνεται γενικά μέσω φυσικής επιρροής, είτε (2) καθιερώνεται από τις καταστάσεις των ουσιών ξεχωριστά. Και η περίπτωση (2) έχει δύο εκδοχές: (2α) Η αρμονία στηρίζεται στις βασικές συνθέσεις των ουσιών·αυτό είναι η προκαθορισμένη αρμονία. (2β) Η αρμονία συνίσταται στο γεγονός ότι οι διάφορες μεμονωμένες αλλαγές κατάστασης κάθε ουσίας αντιστοιχίζονται με αλλαγές σε άλλες ουσίες·αυτό ονομάζεται περιστασιοκρατία.[9]

 

Ας επικεντρωθούμε σε αυτές τις δύο προτάσεις: (i) Όλες οι ουσίες συντηρούνται από ένα Ον, δηλαδή όλες έχουν μια ενιαία κοινή αιτία. (ii) Η αρμονία μεταξύ όλων των ουσιών είναι αναγκαία. Εάν το (i) συνεπάγεται το (ii), τότε θα υπάρχει μια καθολική αλληλεπίδραση μεταξύ των ουσιών- αλληλεπίδραση μέσω φυσικής επιρροής- και ο κόσμος θα είναι ένα πραγματικό σύνολο. Αλλά αν το (i) δεν σημαίνει το (ii), τότε η «αλληλεπίδραση» θα είναι συμπαθητική (δηλαδή αρμονία χωρίς αληθινή αλληλεπίδραση), και ο κόσμος θα είναι μόνο ένα ιδανικό σύνολο. Κατά την άποψή μου, αν και δεν έχει αποδειχθεί ότι το (i) υπονοεί το (ii), υπάρχουν πολλοί λόγοι για να ευνοηθεί η πρώτη άποψη, δηλαδή ότι η αρμονία μεταξύ των ουσιών αντανακλά πραγματικές αιτιακές αλληλεπιδράσεις, και ότι ο κόσμος είναι ένα πραγματικό σύνολο.

 

* * * * *

 

Σημείωση: Αν ήταν θεμιτό να κάνουμε ένα μικρό βήμα πέρα ​​από τα όρια της απόλυτης βεβαιότητας που αρμόζει στη μεταφυσική, θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε ορισμένα ερωτήματα όχι μόνο σχετικά με τους νόμους της αισθητηριακής διαίσθησης, αλλά και σχετικά με τα αίτιά της, τα οποία μπορούν να γίνουν γνωστά μόνο μέσω της διάνοιας. Είναι μόνο επειδή ο ανθρώπινος νους συντηρείται από την ίδια άπειρη δύναμη που διατηρεί οτιδήποτε άλλο, ώστε να επηρεάζεται από τα εξωτερικά πράγματα, και ο κόσμος να είναι ανοιχτός στην θεώρησή του επ’ άπειρο. Έτσι ο νους αισθάνεται μόνο τα εξωτερικά πράγματα, μέσω της παρουσίας αυτής της κοινής αιτίας διατήρησης. Και έτσι ο χώρος, που είναι η αισθητηριακά γνωστή, καθολική και απαραίτητη προϋπόθεση της συνύπαρξης όλων των πραγμάτων, μπορεί να ονομαστεί φαινομενική πανταχού παρουσία. (Αυτό που κάνει την αιτία του σύμπαντος παρούσα σε όλα τα μεμονωμένα πράγματα δεν είναι η ύπαρξή της στα μεμονωμένα μέρη όπου τα πράγματα βρίσκονται. Η αιτία είναι εσωτερικά παρούσα σε όλα τα πράγματα·και αν δεν ήταν, δεν θα υπήρχαν μέρη, δηλ. οποιεσδήποτε πιθανές χωρικές σχέσεις μεταξύ των ουσιών.)

 

Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα που μπορεί να επιτύχει η νόηση, τουλάχιστον προσωρινά, σχετικά με τις αιτίες της αντιληπτικής διαίσθησης. Ιδού ένα άλλο: Η δυνατότητα αλλαγών και διαδοχών- η αρχή της οποίας, στο βαθμό που είναι αισθητηριακά γνωστή, βρίσκεται στην έννοια του χρόνου- προϋποθέτει ένα πράγμα που αλλάζει- δηλ. διατηρείται στην ύπαρξη ενώ οι αντίθετες καταστάσεις του ακολουθούν διαδοχικά·και αυτό δεν μπορεί να συμβεί εκτός αν η αλλαγή συντηρείται από κάτι άλλο. Και έτσι η έννοια του χρόνου, ως ένα μοναδικό και αμετάβλητο άπειρο στο οποίο όλα τα πράγματα υπάρχουν και παραμένουν στην ύπαρξη, είναι η φαινομενική αιωνιότητα της γενικής αιτίας. Αλλά φαίνεται πιο σοφό να μείνουμε κοντά στα όρια της γνώσης που μας χαρίζει η μετριότητα της διάνοιάς μας, αντί να πλεύσουμε στα βαθιά νερά των μυστικιστικών ερευνών.

 

Μέρος V: Η μέθοδος αντιμετώπισης του αισθητηριακού και του διανοητικού στη μεταφυσική

23. Σε όλες τις επιστήμες των οποίων οι αρχές δίνονται διαισθητικά, είτε με την αισθητηριακή διαίσθηση (εμπειρία), δηλαδή τη φυσική επιστήμη, είτε με τη διαίσθηση που είναι αισθητηριακή αλλά καθαρή (όπως οι έννοιες του χώρου, του χρόνου και των αριθμών), δηλαδή τα μαθηματικά, η πρακτική γεννά τη μέθοδο. Όταν μια επιστήμη έχει επιτύχει μια ορισμένη πληρότητα και τάξη, τότε μπορεί να γίνει σαφές μέσω δοκιμής και αποτελέσματος ποια κατεύθυνση και ποιες διαδικασίες πρέπει να ακολουθήσουμε για να την ολοκληρώσουμε, καθαρίζοντάς την από λάθη και συγκεχυμένες σκέψεις. Αυτό ανέλαβε η γραμματική: μετά από άφθονες χρήσεις του λόγου, απέκτησε μια βάση για κανόνες και εξάσκηση·και κομψά παραδείγματα ποιημάτων και ρητορείας παρείχαν τη βάση για κανόνες ύφους. Αλλά στις επιστήμες αυτού του είδους, των οποίων οι βασικές έννοιες και τα αξιώματα δίνονται από την αντιληπτική διαίσθηση, η μόνη χρήση της νόησης είναι η λογική- δηλαδή η υποταγή των στοιχείων της γνώσης το ένα στο άλλο, με την καθοδήγηση της αρχής της μη αντίφασης: για παράδειγμα, υποτάσσοντας τα φαινόμενα σε γενικότερα φαινόμενα, και τα συμπεράσματα της καθαρής διαίσθησης στα διαισθητικά αξιώματα.

 

Στην καθαρή φιλοσοφία- που είναι η μεταφυσική- οι βασικές έννοιες και τα αξιώματα δίνονται από την ίδια την καθαρή νόηση·άρα δεν έχουν την ασυλία στο λάθος που έχουν οι διαισθήσεις, που σημαίνει ότι ούτε η μεταφυσική έχει τέτοια ανοσία, έτσι ώστε εδώ η μέθοδος προηγείται κάθε επιστήμης·και αν προσπαθήσουμε να επιτύχουμε οτιδήποτε προτού οι αρχές αυτής της μεθόδου έχουν σφυρηλατηθεί σωστά και σταθεροποιηθεί, η προσπάθειά μας θα θεωρηθεί βεβιασμένη, ένα κενό παιχνίδι του νου.

 

Στη μεταφυσική, η σωστή χρήση του λόγου θέτει τις ίδιες τις αρχές, και εφιστά την προσοχή μας τόσο στα αντικείμενα όσο και στα αξιώματα που πρέπει να εφαρμοστούν σε αυτές τις αρχές. Έτσι, η απαρχή αυτής της επιστήμης βρίσκεται στην εξήγηση των νόμων της καθαρής λογικής, και το κριτήριο της αλήθειας στη μεταφυσική βασίζεται στη διάκριση αυτών των καθαρών νόμων.

 

Εκτός από το υλικό που διδάσκει η λογική γενικά σε όλες τις επιστήμες, η μέθοδος της μεταφυσικής- η μέθοδος που ταιριάζει στον μοναδικό της χαρακτήρα- δεν είναι πολύ γνωστή αυτή τη στιγμή, και μπορεί να είναι εντελώς άγνωστη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που όσοι έχουν αφοσιωθεί σε αυτήν την έρευνα, κυλώντας ασταμάτητα την πέτρα του Σίσυφου, δεν έχουν κάνει μέχρι στιγμής σχεδόν καμία πρόοδο.

 

Δεν είναι του παρόντος να ασχοληθώ με ένα τόσο σημαντικό ερώτημα, αλλά θα σκιαγραφήσω εν συντομία ένα σημαντικό μέρος αυτής της μεθόδου, δηλαδή την προστασία της πνευματικής γνώσης για να μην μολυνθεί από την αισθητηριακή γνώση. Εάν δεν είμαστε προσεκτικοί, αυτή η τελευταία θα μας επιβάλει την εφαρμογή των αρχών της, και θα δημιουργήσει ακόμη και ψευδείς αρχές με το πρόσχημα αξιωμάτων.

 

24. Σε μεταφυσικά ζητήματα που αφορούν τον αισθητηριακό/διανοητικό διαχωρισμό, η μέθοδος συνοψίζεται σε αυτόν τον πολύ σημαντικό κανόνα: χρειάζεται πολύ προσοχή να μην αφεθούν οι εσωτερικές  αρχές της αισθητηριακής γνώσης να διεισδύσουν στις πνευματικές υποθέσεις. Σε κάθε διανοητικά εκπεφρασμένη κρίση, το κατηγόρημα είναι μια συνθήκη χωρίς την οποία το υποκείμενο είναι αδιανόητο, επομένως το κατηγόρημα είναι η πηγή της γνώσης σχετικά με το υποκείμενο.

 

Αντίστοιχα, εάν το κατηγόρημα είναι μια αντιληπτική έννοια, δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα εκτός από αντιληπτική γνώση, επομένως θα ταιριάζει σε μια κρίση-υποκείμενο του οποίου η έννοια θα είναι επίσης αντιληπτική. Εάν εφαρμοστεί σε μια πνευματική έννοια, η προκύπτουσα κρίση θα ισχύει μόνο σύμφωνα με τους υποκειμενικούς νόμους·άρα το κατηγόρημα δεν μπορεί να θεωρηθεί και να δηλωθεί αντικειμενικά σχετικά με την ίδια την πνευματική έννοια. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δηλώσει μια απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει οποιαδήποτε πιθανότητα αντιληπτικής γνώσης της δεδομένης έννοιας.[10]

 

Το θέμα μου εδώ είναι η μεταφυσική πλάνη της υπονόμευσης:[11]είναι η πλάνη στην οποία πέφτει η διάνοια όταν αντιμετωπίζει μια αισθητηριακή έννοια σαν να ήταν διανοητική, λειτουργώντας έτσι υπονομευτικά. Ένα υβριδικό αξίωμα- δηλαδή αυτό που προσπαθεί να προωθήσει αισθητηριακά προϊόντα ως κατάλληλα για χρήση σε διανοητικές έννοιες- είναι αυτό που αποκαλώ υπονομευτικό αξίωμα. Αυτά τα πλαστά αξιώματα οδήγησαν σε διανοητικές απάτες που έχουν διαποτίσει καταστροφικά το σύνολο της μεταφυσικής. Χρειαζόμαστε ένα άμεσα διαθέσιμο και ξεκάθαρα αναγνωρίσιμο κριτήριο, μια δοκιμασία, για να διακρίνουμε αυτές τις εσφαλμένες κρίσεις από τις γνήσιες·και αν συμβεί ένα τέτοιο αξίωμα να φαίνεται να είναι σταθερά συνδεδεμένο με τη διάνοια, χρειαζόμαστε μια τεχνική ανάλυσης που θα μας βοηθήσει να ξεχωρίσουμε τι από αυτά που μας λέει το αξίωμα της υπονόμευσης αφορά τον αισθητηριακό τομέα, και τι αφορά τον διανοητικό τομέα.

 

25. Ακολουθεί λοιπόν η αρχή της αναγωγής για οποιοδήποτε υπονομευτικό αξίωμα: Εάν κάτι Pπου περιλαμβάνει τις σχέσεις χώρου και χρόνου βασίζεται καθολικά σε κάποια πνευματική έννοια S- «Όλο το Sείναι P»- αυτό δεν μπορεί να παρουσιάζει το Pως αντικειμενικά αληθινό για το Sκαθαυτό. Το μόνο που λέει είναι ότι το Pείναι μια συνθήκη που πρέπει να ικανοποιηθεί για να είναι το Sαισθητηριακά κατανοητό.

 

Οποιοδήποτε τέτοιο αξίωμα θα ήταν βεβιασμένο, αν όχι εντελώς ψευδές. Να γιατί: αφού το Sγίνεται αντιληπτό διανοητικά, αφορά το αντικείμενο, ενώ το P (καθώς περιλαμβάνει το χώρο και το χρόνο) αφορά μόνο τις συνθήκες της αισθητηριακής γνώσης. Ίσως αυτό δεν είναι το μόνο είδος γνώσης·και αν δεν είναι, τότε το Pδεν καλύπτει ολόκληρη την επικράτεια της γνώσης, και έτσι δεν καλύπτει το ίδιο το S. Και ο λόγος για τον οποίο η διάνοια υπόκειται τόσο εύκολα σε αυτήν την πλάνη της υπονόμευσης, είναι ότι παρασύρεται από την ισχύ ενός άλλου κανόνα που είναι εντούτοις γνήσιος: Αν κάτι δεν μπορεί να γίνει γνωστό με καμία απολύτως διαίσθηση, αυτό σημαίνει ότι είναι αδιανόητο, άρα αδύνατο.

 

Τώρα, δεν μπορούμε με καμία προσπάθεια του μυαλού να έχουμε, ή καν να φανταστούμε, κάποια διαίσθηση, εκτός από αυτή που ταιριάζει στη μορφή του χώρου και του χρόνου. Έτσι οδηγούμαστε στο να θεωρούμε κάθε διαίσθηση που δεν είναι χωρική-χρονική (π.χ. η καθαρή πνευματική διαίσθηση του Θεού, την οποία ο Πλάτων αποκαλεί «Ιδέα») ως αδύνατη. Και έτσι υποβάλλουμε όλα τα πιθανά πράγματα στα αντιληπτικά αξιώματα του χώρου και του χρόνου.

 

26. Τα υπονομευτικά αξιώματα προκύπτουν από ψευδαισθήσεις στις οποίες η αισθητηριακή γνώση μεταμφιέζεται ως διανοητική γνώση. Υπάρχουν πολλές τέτοιες ψευδαισθήσεις, αλλά χωρίζονται σε τρία είδη. Εδώ είναι οι γενικοί τύποι τους:

 

(1) Η αισθητηριακή συνθήκη που πρέπει να ικανοποιηθεί εάν είναι δυνατόν να υπάρξει διαίσθηση ενός αντικειμένου, είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για τη δυνατότητα του αντικειμένου.

(2) Η αισθητηριακή συνθήκη που πρέπει να πληρούται για να είναι δυνατή η συλλογή και η έρευνα γεγονότων για ένα αντικείμενο έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια πνευματική αντίληψη για αυτό, είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για τη δυνατότητα του αντικειμένου.

(3) Η αισθητηριακή συνθήκη που πρέπει να πληρούται εάν είναι δυνατόν να τεθεί ένα αντικείμενο κάτω από μια δεδομένη πνευματική έννοια, είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για τη δυνατότητα του αντικειμένου.

 

27. Εδώ είναι ένα υπονομευτικό αξίωμα της κλάσης (1): Ό,τι υπάρχει, βρίσκεται κάπου και κάποτε.[12]Αυτή η ψευδής αρχή υπονοεί ότι όλες οι οντότητες- ακόμα κι αν έχουν συλληφθεί διανοητικά- δεσμεύονται από τις συνθήκες του χώρου και του χρόνου. Μια συνέπεια αυτού είναι ότι δημιουργήθηκαν κενές ερωτήσεις σχετικά με το πού στο υλικό σύμπαν βρίσκονται οι άυλες ουσίες, πού βρίσκεται η έδρα της ψυχής, και ούτω καθεξής. (Πώς ήρθαν στο προσκήνιο οι άυλες ουσίες; Λοιπόν, έχουν κάτι κοινό με τα διανοητικά πράγματα, δηλαδή ότι καμία δεν προσφέρεται από την αισθητηριακή διαίσθηση, και ότι καμία δεν μπορεί να αναπαρασταθεί σε αυτή τη χωρική μορφή· έτσι αναμειγνύονται μαζί- ένα συνονθύλευμα άυλων ουσιών και πνευματικών αντικειμένων, όπως ένα συνονθύλευμα τετραγώνων και κύκλων.)

 

Αυτές οι διαφωνίες ήταν τόσο άδειες που (όπως λέει το παλιό ρητό) συχνά φαινόταν σαν ο ένας ερμηνευτής να άρμεγε ένα αρσενικό κατσίκι, ενώ ο άλλος κρατούσε ένα κόσκινο από κάτω. Τα άυλα πράγματα είναι ουσιαστικά παρόντα στον υλικό κόσμο, αλλά όχι τοπικά παρόντα, δηλαδή είναι ενεργά στον υλικό κόσμο αλλά δεν βρίσκονται σε αυτόν. Και επειδή οι μόνες αλληλεπιδράσεις που επιτρέπει ο χώρος είναι μεταξύ υλικών σωμάτων, αυτό που συνιστά τις εξωτερικές σχέσεις των δυνάμεων μεταξύ των άυλων ουσιών, και μεταξύ αυτών και των υλικών σωμάτων, διαφεύγει εντελώς από την ανθρώπινη νόηση.

 

Η κατάσταση δεν είναι αυτή:

- Η ψυχή μας αλληλεπιδρά με το σώμα μας επειδή βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο σώμα,

αλλά μάλλον αυτή:

- Αυτό που δίνει στην ψυχή μας μια καθορισμένη θέση στο σύμπαν, είναι η αλληλεπίδρασή της με το σώμα.

 

Όταν αυτή η αλληλεπίδραση διακόπτεται, η ψυχή μας δεν έχει πλέον χωρική θέση. Άρα η τοπικότητά της είναι παράγωγη- είναι κάτι που έχει η ψυχή επειδή πληρούται μια συγκεκριμένη προϋπόθεση·δεν είναι κάποια απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξής της. Πράγματα που δεν μπορούν να είναι αντικείμενα των εξωτερικών αισθήσεων, δηλαδή τα άυλα πράγματα, εξαιρούνται απολύτως από την προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιείται από οτιδήποτε μπορεί να γίνει αισθητό εξωτερικά, δηλαδή από την ύπαρξη στο χώρο. Μπορούμε λοιπόν να αρνηθούμε ότι η ψυχή μπορεί να εντοπιστεί οπουδήποτε και άμεσα, ενώ εξακολουθούμε να της αποδίδουμε μια εξαρτημένη και παράγωγη τοποθεσία.

 

Όταν οι φιλόσοφοι συλλαμβάνουν την ιδέα ενός υπέρτατου όντος έξω από τον κόσμο, παραπλανούνται οικτρά από αυτές τις σκιές που συσκοτίζουν τη διάνοια. Κατασκευάζουν την ιστορία ότι ο Θεός βρίσκεται στο χώρο, και προσπαθούν να αντισταθμίσουν αυτόν τον περιορισμό, θεωρώντας την τοποθεσία του ως άπειρη. Αλλά είναι απολύτως αδύνατο να βρίσκεται κανείς σε πολλά μέρη ταυτόχρονα. Διαφορετικά μέρη βρίσκονται το ένα έξω από το άλλο, επομένως κάτι που βρίσκεται σε πολλά σημεία ταυτόχρονα, θα έπρεπε να βρίσκεται έξω από τον εαυτό του, και να παρουσιάζεται στον εαυτό του εξωτερικά, κάτι που αποτελεί αντίφαση.

 

Και τι γίνεται σχετικά με τον χρόνο; Αυτοί οι ίδιοι φιλόσοφοι δεν αποσυνδέουν απλώς τον χρόνο από τους νόμους της αισθητηριακής γνώσης, αλλά τον μεταφέρουν πέρα ​​από τα όρια του κόσμου στον Θεό, ο οποίος βρίσκεται έξω από τον κόσμο, θεωρώντας τον Θεό ως προϋπόθεση της ύπαρξης του χρόνου. Αυτό τους βάζει μέσα σ’ έναν διανοητικό λαβύρινθο, βασανίζοντας το μυαλό τους με παράλογες ερωτήσεις, όπως «Γιατί ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο πολλούς αιώνες νωρίτερα;» Πείθουν τους εαυτούς τους ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με το να βλέπει ο Θεός πράγματα που είναι παρόντα, αλλά δυσκολεύονται ν’ αντιληφθούν πώς μπορεί να δει πράγματα που δεν έχουν συμβεί ακόμη. (Σαν να υπάρχει ένα απαραίτητο Ον μέσα στο χρόνο, έτσι ώστε όταν έχει διανύσει κάποιο μέρος της δικής του ζωής, πρέπει να θεωρήσει εκ των προτέρων την αιωνιότητα που βρίσκεται μπροστά του, ενώ ταυτόχρονα βλέπει τι συμβαίνει την ίδια στιγμή.) Όλα αυτά τα προβλήματα εξαφανίζονται αμέσως όταν η έννοια του χρόνου κατανοηθεί σωστά.

 

28. Οι προκαταλήψεις της κατηγορίας (2) είναι ακόμη πιο μυστικοπαθείς ως προς το πώς υπονομεύουν την κατανόηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο νους δεν μπορεί να φτάσει σε μια συγκεκριμένη διανοητική έννοια παρά μόνο μέσω αντιληπτικών συνθηκών, και αυτές οι συνθήκες επιτρέπουν στις προκαταλήψεις να διαφύγουν και να επιβληθούν στη νόηση. Θα παρουσιάσω δύο από αυτές τις συνθήκες, μία σχετικά με τη γνώση της ποσότητας, και μία άλλη σχετικά με τη γνώση των ποιοτήτων γενικά:

 

(i) Κάθε πραγματικό άθροισμα μπορεί να αριθμηθεί·οπότε κάθε ποσότητα είναι πεπερασμένη.

(ii) Ό,τι είναι αδύνατο, έρχεται σε αντίθεση με τον εαυτό του.

 

Η έννοια του χρόνου δεν υπεισέρχεται στην έννοια κανενός κατηγορήματος (αριθμήσιμο ή  αυτοαναιρούμενο), και δεν θεωρείται ότι σηματοδοτεί κανένα από τα υποκείμενα·αλλά χρησιμεύει σε κάθε περίπτωση ως το μέσο στο οποίο η έννοια του κατηγορήματος διαμορφώνεται. Επομένως επηρεάζει τη διανοητική έννοια του υποκειμένου, γιατί μόνο με τη βοήθεια της έννοιας του χρόνου φτάνουμε στην έννοια του τελευταίου.

 

Ας ξεκινήσουμε με το (i).

(α) Για να είναι ευδιάκριτα γνωστή οποιαδήποτε ποσότητα ή σειρά, πρέπει να είναι γνωστή μέσω διαδοχικής σύνταξης. Έτσι, η διανοητική έννοια μιας ποσότητας ή ενός αθροίσματος μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βοήθεια της έννοιας του χρόνου·και δεν ολοκληρώνεται ποτέ, εκτός εάν η σύνθεση- δηλαδή η ένα- προς- ένα απαρίθμηση- μπορεί να επιτευχθεί σε πεπερασμένο χρόνο. Έτσι, μια άπειρη σειρά συντεταγμένων δεν είναι ευδιάκριτα νοητή από εμάς, λόγω των ορίων της διάνοιάς μας·αλλά τότε δημιουργείται μια υπονομευτική πλάνη, που μας κάνει να συμπεράνουμε ότι μια τέτοια σειρά είναι αδύνατη.

 

(β) Οι νόμοι της καθαρής νόησης απαιτούν ότι κάθε σειρά επιδράσεων έχει μια πηγή, και επομένως έχει ένα όριο·και οι νόμοι της αισθητηριακής γνώσης απαιτούν ότι κάθε σειρά συντεταγμένων πραγμάτων έχει μια εκχωρούμενη αρχή. Από αυτά τα δύο αποτελέσματα το πρώτο αφορά την εξάρτηση ολόκληρης της σειράς, ενώ το δεύτερο αφορά τη δυνατότητα μέτρησης της σειράς·και, μέσω της υπονόμευσης, εσφαλμένα θεωρείται ότι είναι πανομοιότυπα.

 

(γ) Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με το επιχείρημα της νόησης που αποδεικνύει ότι, (γ1) εάν υπάρχει ένα ουσιαστικό σύνθετο πράγμα πρέπει να υπάρχουν οι πηγές αυτού, δηλαδή πράγματα που είναι απλά. Κάτι προστίθεται σε αυτό- έχοντας προστεθεί υπονομευτικά από την αντιληπτική γνώση- δηλαδή, ότι η διάσπαση ενός τέτοιου σύνθετου πράγματος στα μέρη του δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρο, δηλαδή ότι, (γ2) κάθε σύνθετο υλικό έχει έναν καθορισμένο αριθμό μερών. Αυτό σίγουρα δεν είναι δίδυμο του (γ1), και δεν μπορεί να το αντικαταστήσει.

 

Αυτές οι προτάσεις λοιπόν:

(α1) Η ποσότητα του κόσμου είναι περιορισμένη·

(β1) Ο κόσμος εκδηλώνει την αιτία του·

(γ1) Τα σώματα αποτελούνται από απλά πράγματα·

μπορούν να γίνουν γνωστές με βάση τη λογική, η οποία είναι απολύτως αξιόπιστη.

 

Αλλά αυτές οι τρεις επόμενες προτάσεις:

(α2) Το σύμπαν σε ό,τι αφορά τη μάζα του είναι μαθηματικά πεπερασμένο·

(β2) Η ηλικία του σύμπαντος μπορεί να δοθεί με τη μορφή μονάδων μέτρησης·

(γ2) Υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός απλών πραγμάτων που αποτελούν οποιοδήποτε σώμα·

διακηρύσσουν ανοιχτά την καταγωγή τους στη φύση της αισθητηριακής γνώσης. Και όποια αλήθεια κι αν υπάρχει μέσα τους, λειτουργούν με βάση την ταπεινή καταγωγή τους.

 

Τώρα για την περίπτωση (ii).

Σε αυτήν την περίπτωση, όπως και με το (i), η έννοια του χρόνου χρησιμεύει ως το μέσο στο οποίο διαμορφώνεται η έννοια του κατηγορήματος (αυτοαναιρούμενο). Αυτό το δεύτερο υπονομευτικό αξίωμα προκύπτει από την απερίσκεπτη μετατροπή της αρχής της μη αντίφασης: «Ό,τι είναι αυτοαναιρούμενο είναι αδύνατο.»

 

Η έννοια του χρόνου εισέρχεται στην αρχή της μη αντίφασης, η οποία δηλώνει την αδυναμία οποιασδήποτε κατάστασης στην οποία αντιφατικά πράγματα εφαρμόζονται σε ένα πράγμα την ίδια στιγμή, δηλαδή «Ό,τι ταυτόχρονα υπάρχει και δεν υπάρχει, είναι αδύνατο.»

 

Αυτό είναι απολύτως αληθές και προφανές, γιατί σε αυτήν την περίπτωση η διάνοια προτάσσεται σε κάτι που έχει δοθεί σύμφωνα με τους αισθητηριακούς νόμους. Αλλά αν αλλάξουμε την πρόταση, λέγοντας «Ό,τι είναι αδύνατο, είναι-και-δεν-είναι-ταυτόχρονα,» έτσι ώστε να περιλαμβάνεται μια αντίφαση, τότε προτάσσουμε σ’ ένα αντικείμενο της λογικής κάτι που περιλαμβάνει αισθητηριακή γνώση, υποβάλλοντας έτσι την πνευματική έννοια του δυνατού/αδύνατου στις συνθήκες της αντιληπτικής γνώσης, δηλαδή στις σχέσεις του χρόνου.

 

Αυτή η τελευταία πρόταση ισχύει απόλυτα για τους νόμους με τους οποίους η ανθρώπινη νόηση περιορίζεται, αλλά δεν ισχύει αντικειμενικά και γενικά. Η διάνοιά μας αντιλαμβάνεται κάτι το αδύνατο μόνο όταν βλέπει ότι αντίθετα πράγματα λέγονται ταυτόχρονα για κάτι, δηλαδή μόνο όταν υπάρχει μια αντίφαση. Όταν δεν προκύπτει αυτή η κατάσταση, η ανθρώπινη διάνοια δεν έχει καμία βάση για να κρίνει το αδύνατο κάποιου πράγματος.

 

Αυτό που κάνει το «υπονομευτικό» εδώ, είναι να αντιμετωπίζει τις υποκειμενικές συνθήκες της κρίσης ως αντικειμενικές, πράγμα που ισοδυναμεί με το να συμπεράνουμε πως οτιδήποτε δεν μπορεί να πετύχει η ανθρώπινη διάνοια, δεν μπορεί καμία άλλη διάνοια.

 

Με βάση αυτό, υπήρξε μια πληθώρα «δυνάμεων,» απαλλαγμένων από το εμπόδιο της αυτοαναίρεσης, οι οποίες εφευρέθηκαν από ανθρώπους επιρρεπείς στη θεωρία (ή, ίσως, σε διανοητικές φαντασιώσεις). Μια ψευδώς κατασκευασμένη δύναμη μπορεί να είναι αδύνατη χωρίς να είναι αυτοαναιρούμενη. Επομένως, είναι λάθος να θεωρούμε δυνατή οποιαδήποτε υποτιθέμενη θεμελιώδη δύναμη, εκτός εάν έχει δοθεί από την εμπειρία·δεν αρκεί η οξεία σκέψη.

 

29. Τα υπονομευτικά αξιώματα της κλάσης (3), μοιάζουν με εκείνα της κλάσης (2) ως προς το εξής: οι συνθήκες που ανήκουν σε ένα υποκείμενο μεταφέρονται βεβιασμένα σε αντικείμενα. Αλλά διαφέρουν ως προς αυτό: το αποτέλεσμα της υπονόμευσης είναι ότι τα πράγματα που δίνονται αισθητηριακά- δηλαδή ο χώρος και ο χρόνος- είναι:

 

- (στην περίπτωση (2)) η μόνη μας διαδρομή προς την πνευματική έννοια·

- (στην περίπτωση (3)) απαραίτητα για να ξέρουμε αν η πνευματική έννοια μπορεί να εφαρμοστεί σε κάτι που δίνεται από την εμπειρία.

 

Ένα παράδειγμα του (3) είναι το αξίωμα- κοινό σε ορισμένες σχολές σκέψεις- πως ό,τι υπάρχει περιστασιακά, κάποια στιγμή δεν υπήρχε. Αυτή η ψευδής αρχή προκύπτει από την ένδεια της διανόησης, η οποία συνήθως βλέπει τα εικονικά σημάδια του ενδεχόμενου ή της ανάγκης, αλλά σπάνια τα πραγματικά. «Είναι δυνατόν να μην υπάρχει αυτή η ουσία;» Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση εκ των προτέρων, πηγαίνοντας κατευθείαν στην ουσία του θέματος·το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι επιφανειακά να θεωρήσουμε ότι κάποια στιγμή η ουσία δεν υπήρχε. Αν κάποια στιγμή δεν υπήρχε, τότε η ουσία είναι σίγουρα ενδεχόμενη. Η αρχή «Ό,τι δεν υπάρχει κάποια στιγμή είναι ενδεχόμενο,» είναι απλά αληθινή. Αλλά το αντίστροφο, «Ό,τι είναι ενδεχόμενο είναι ανύπαρκτο κάποια στιγμή,» βασίζεται στις συνθήκες με τις οποίες μπορούμε να δούμε εάν κάτι υπάρχει κατά περίπτωση.

 

Επομένως, το παραπάνω θα πρέπει να δηλωθεί ως ένας υποκειμενικός νόμος, όπως πράγματι είναι: Εάν δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα κάποια στιγμή δεν υπήρχε, η κοινή νοημοσύνη δεν μας δίνει καμία βάση για να συμπεράνουμε ότι είναι ενδεχόμενο. Αυτό τελικά μετατρέπεται σε μια αντικειμενική συνθήκη- υπονοώντας ότι χωρίς κάποια στιγμιαία ανυπαρξία, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ενδεχομενικότητα·και αυτό αποδίδει ένα ψευδές και λανθασμένο «αξίωμα,» δηλαδή: Εάν ένα πράγμα υπήρχε πάντα, η ύπαρξή του δεν είναι ενδεχόμενη. Αυτό είναι λανθασμένο, γιατί αυτός ο κόσμος είναι αιώνιος, δηλ. υπάρχει κάθε στιγμή, ωστόσο υπάρχει κατά περίσταση.

 

30. Στενά συνδεδεμένες με αυτές τις υπονομευτικές αρχές, υπάρχουν ορισμένες άλλες που είναι εξίσου επιζήμιες. Αυτές όντως δεν αμαυρώνουν καμία πνευματική έννοια με την παρουσία της αισθητηριακής γνώσης·αλλά εκμεταλλεύονται τη διάνοια σε τέτοιο βαθμό, ώστε η διάνοια περνάει αυτές τις αρχές για επιχειρήματα που αντλούνται από το αντικείμενο, ενώ στην πραγματικότητα αυτές οι αρχές μάς έλκουν επειδή ταιριάζουν με την ελεύθερη και άφθονη χρήση της νόησης. Όπως και με τις υπόλοιπες υπονομευτικές αρχές, αυτές στηρίζονται σε υποκειμενικές βάσεις, αλλά δεν βασίζονται στους νόμους της αισθητηριακής γνώσης. Η πηγή τους είναι οι νόμοι της ίδιας της πνευματικής γνώσης, νόμοι που θέτουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η διάνοια βλέπει τον εαυτό της ως ελεύθερο, ευκίνητο και οξύ.

 

Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω αυτή τη διατριβή με ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με αυτές τις αρχές, οι οποίες δεν έχουν παρουσιαστεί ποτέ με σαφήνεια, από όσο γνωρίζω. Τις ονομάζω «αρχές της προσκόλλησης.» Είναι κανόνες κρίσης που δεχόμαστε ευχαρίστως και προσκολλούμαστε σε αυτές σαν να ήταν αξιώματα, μόνο και μόνο επειδή αν δεν τις ακολουθήσουμε, μετά βίας θα επιτρεπόταν στη διάνοιά μας οποιαδήποτε κρίση για κάποιο αντικείμενο.

 

Θα παρουσιάσω τώρα τρεις αρχές της προσκόλλησης:

(i) Όλα τα πράγματα στο σύμπαν συμβαίνουν σύμφωνα με την τάξη της φύσης. Ο Επίκουρος το επιβεβαίωσε αυτό χωρίς κανέναν περιορισμό. Και όλοι οι φιλόσοφοι το επιβεβαιώνουν με μια φωνή, με την επιφύλαξη μόνο πολύ σπάνιων εξαιρέσεων που μπορεί να γίνουν δεκτές σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αλλά δεχόμαστε αυτή την αρχή όχι επειδή έχουμε τόσο ευρεία γνώση των γεγονότων που συμβαίνουν στον κόσμο σύμφωνα με τους κοινούς νόμους της φύσης, ή επειδή μπορούμε να δούμε ότι τα υπερφυσικά γεγονότα είναι σπάνια αν όχι αδύνατα, αλλά επειδή αν απομακρυνόμασταν από την τάξη της φύσης δεν θα είχαμε καμία χρησιμότητα για τη διάνοια·και η βιαστική έκκληση σε υπερφυσικά γεγονότα είναι ο καναπές στον οποίο ξαπλώνει ένας τεμπέλης νους.

 

Για τον ίδιο λόγο, κρατάμε προσεκτικά τα θαυματουργά γεγονότα έξω από τις αφηγήσεις μας για τα φαινόμενα- αναφέρομαι εδώ στην υποτιθέμενη επίδραση του νου πάνω στο σώμα. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Έτσι, αν υποθέσουμε την ύπαρξη θαυματουργών γεγονότων στα οποία ο νους επηρεάζει το σώμα, θα κάνουμε μεγάλο κακό στον εαυτό μας, γιατί θα απομακρύνουμε τη διάνοιά μας από το φως της εμπειρίας- η οποία μας παρέχει τη μοναδική ευκαιρία να αποκτήσουμε νόμους της κρίσης- και θα κατευθυνθούμε προς το σκοτάδι απατηλών ιδιοτήτων και αιτιών που μας είναι άγνωστες.

 

(ii) Οι αρχές δεν πρέπει να πολλαπλασιάζονται πέρα ​​από αυτό που είναι απολύτως απαραίτητο. Αυτός ο γνωστός κανόνας εκφράζει την κλίση προς την ενότητα που αρμόζει στο φιλοσοφικό πνεύμα. Το δεχόμαστε αυτό όχι επειδή η λογική ή η εμπειρία μάς έδειξαν μια αιτιακή ενότητα στον κόσμο, αλλά επειδή η διάνοια μάς οδηγεί να αναζητήσουμε μια τέτοια ενότητα·και το κάνει αυτό επειδή πιστεύει ότι έχει καταφέρει να εξηγήσει τα φαινόμενα μόνο στο βαθμό που μπόρεσε να θέσει έναν πολύ μεγάλο αριθμό πραγμάτων κάτω από μια ενιαία αρχή.

 

(iii) Τίποτα το υλικό δεν δημιουργείται ούτε εξαφανίζεται·οι μόνες αλλαγές στον κόσμο είναι αλλαγές στις μορφές των πραγμάτων, τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν καθόλη τη διάρκεια της αλλαγής. Αυτό το αξίωμα, σύμφωνα με την κοινή λογική, έχει διαποτίσει όλες τις σχολές των φιλοσόφων,όχι επειδή κάποιος θεώρησε ότι έχει ανακαλυφθεί ή επιδειχθεί με aprioriεπιχειρήματα- αλλά επειδή εάν η ίδια η ύλη θεωρηθεί ότι είναι ρευστή και παροδική, τότε δεν θα μείνει τίποτα σταθερό και διαχρονικό στο κόσμο, και το οποίο θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην περαιτέρω εξήγηση των φαινομένων σύμφωνα με καθολικούς και αέναους νόμους, και με αυτόν τον τρόπο να προάγει τη χρήση της διανόησης.

 

Αυτά, λοιπόν, όσον αφορά τη μέθοδο, ειδικά όσον αφορά τη διάκριση ανάμεσα στην αισθητηριακή και στην πνευματική γνώση. Εάν τύχει κάποτε μια πιο προσεκτική διερεύνηση αυτής της μεθόδου να οδηγήσει στην ενσωμάτωσή της σε κανόνες, αυτό θα χρησιμεύσει ως μια εισαγωγική επιστήμη που θα είναι εξαιρετικά χρήσιμη για όποιον σχεδιάζει να διεισδύσει στα ενδότερα της μεταφυσικής.


 

The Form and Principles of the Sensible and Intelligible World, Immanuel Kant

[https://www.earlymoderntexts.com/assets/pdfs/kant1770.pdf]

Μετάφραση για τα Αγγλικά, JonathanBennett, 2017.

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2024.

 

Όλες οι υποσημειώσεις προέρχονται από την αγγλική μετάφραση, με εξαίρεση όσες φέρουν την ένδειξη «Σ.τ.μ.,» οι οποίες είναι δικές μου προσθήκες.

 

 

 

 

 

 



[1]Σ.τ.μ. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια φιλοσοφίας του Στάνφορντ, ένα σύστημα κατηγοριών είναι ένας πλήρης κατάλογος με τα ανώτερα είδη ή γένη. Παραδοσιακά, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, οι κατηγορίες θεωρήθηκαν ως τα υψηλότερα γένη οντοτήτων (με την ευρύτερη έννοια του όρου), έτσι ώστε ένα σύστημα κατηγοριών που θα αναλαμβανόταν με αυτό το ρεαλιστικό πνεύμα θα παρείχε ιδανικά μια απογραφή όλων όσων υπάρχουν, απαντώντας έτσι στη βασικότερη μεταφυσική ερώτηση: «Τι υπάρχει;» Ο σκεπτικισμός σχετικά με την ικανότητά μας να διακρίνουμε ένα μοναδικό σύστημα βασικών κατηγοριών «της πραγματικότητας καθαυτής» οδήγησε άλλους να προσεγγίσουν τα συστήματα κατηγοριών όχι με στόχο την καταγραφή των ανώτερων ειδών στον ίδιο τον κόσμο, αλλά μάλλον με στόχο να διευκρινίσουν τις κατηγορίες του εννοιολογικού μας συστήματος ή γλώσσας. Έτσι ο Καντ κάνει στροφή προς μια εννοιολογική προσέγγιση, διακρίνοντας τις κατηγορίες που είναι a priori απαραίτητες για κάθε πιθανή γνώση των αντικειμένων. Δεδομένου ότι τέτοιες κατηγορίες θα εφαρμόζονται πάντα σε οποιοδήποτε πιθανό αντικείμενο γνώσης, διατηρούν ένα συγκεκριμένο είδος οντολογικής σημασίας, αν και αυτή η εφαρμογή τους περιορίζεται στα φαινόμενα, όχι στα πράγματα καθαυτά.

[https://plato.stanford.edu/entries/categories/]

[2]Κάποιοι εύκολα απορρίπτουν το πραγματικό μαθηματικό άπειρο. Μερικοί από αυτούς ορίζουν το άπειρο με τέτοιο τρόπο που να παράγει αντιφάσεις. Σύμφωνα με αυτούς, (i) μια άπειρη ποσότητα είναι τέτοια ώστε είναι αδύνατο να υπάρχει κάποια άλλη μεγαλύτερη·και (ii) το μαθηματικό άπειρο είναι ένας αριθμός από τον οποίο κάποιος μεγαλύτερος είναι αδύνατος. Αλλά αυτές οι έννοιες ορίζουν το «μέγιστο,» όχι το «άπειρο.» Και μια μεγαλύτερη απειρότητα είναι πράγματι αδύνατη. Με αυτόν τον τρόπο συμπεραίνουν αυτοί οι άνθρωποι το αδύνατο του «απείρου» που οι ίδιοι έχουν εφεύρει! Άλλοι πάλι μιλούν για το άπειρο σαν να είναι ένας άπειρος αριθμός, και δείχνουν ότι αυτό είναι παράλογο, όπως πράγματι είναι. Αλλά ξανά αυτή είναι μια υπόθεση που βασίζεται σε αποκυήματα της φαντασίας. Γιατί αν είχαν συλλάβει το μαθηματικό άπειρο ως μια ποσότητα που είναι μεγαλύτερη από οποιονδήποτε αριθμό·και αν είχαν προσέξει ότι κάθε συγκεκριμένη έννοια μιας ποσότητας μπορεί να καθοριστεί μόνο με τη διαδοχική προσθήκη μονάδων και με την εκτέλεση αυτής της διαδικασίας σε ένα πεπερασμένο χρόνο·τότε θα είχαν συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα που δεν υπόκεινται σε έναν συγκεκριμένο νόμο της ανθρώπινης γνώσης μπορεί να είναι αντιληπτά από κάποια μη ανθρώπινη διάνοια, η οποία θα μπορούσε να συλλάβει το άπειρο με μιας, χωρίς την ανάγκη να το μετρήσει.

[3]Ο Καντ επικαλείται εδώ τη διάκριση του Αριστοτέλη μεταξύ «ύλης» και «μορφής,» δηλαδή ανάμεσα σε αυτό που υπάρχει, και σε αυτό με το οποίο κάτι μοιάζει. Σε αυτό το πλαίσιο, η «ύλη» χρησιμοποιείται όχι με την καθημερινή εμπειρική της έννοια, αντιπροσωπεύοντας ένα ορισμένο είδος ουσίας, αλλά με την «υπερβατική» της έννοια, που αντιπροσωπεύει το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος ο κόσμος- αυτό που έχει τη «μορφή.»

[4]Στην μεταβατική αιτιότητα (transeuntcausation) ένα πράγμα έχει κάποια επίδραση σε κάποιο άλλο πράγμα, ενώ στην ενυπάρχουσα αιτιότητα (immanentcausation) ένα πράγμα έχει επίδραση στις δικές του μελλοντικές καταστάσεις.

[5]Σ.τ.μ. Ο Κρίστιαν Βολφ χαρακτηρίζεται ως ένας από τους πιο επιφανείς Γερμανούς φιλοσόφους μεταξύ Λάιμπνιτς και Καντ. Το έργο της ζωής του κάλυψε σχεδόν κάθε επιστημονικό θέμα της εποχής του, αναπτυγμένο σύμφωνα με την αποδεικτική- επαγωγική, μαθηματική του μέθοδο, η οποία ίσως αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα του ορθολογιστικού Διαφωτισμού στη Γερμανία.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Christian_Wolff_(philosopher)]

[6]Δύο πράγματα δεν είναι ταυτόχρονα απλά επειδή δεν είναι διαδοχικά. Αν αφαιρέσουμε τη διαδοχή, όντως καταργούμε μια σχέση που υπήρχε λόγω της σειράς του χρόνου, αλλά αυτό δεν δημιουργεί αυτόματα μια άλλη αληθινή σχέση, όπως ο ταυτοχρονισμός. Τα ταυτόχρονα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους την ίδια στιγμή, όπως τα διαδοχικά πράγματα συνδέονται μεταξύ τους σε διαφορετικές στιγμές. Ο χρόνος έχει μόνο μία διάσταση·αλλά αυτό που ο Νεύτωνας ονόμασε καθολικότητα του χρόνου, προσθέτει μια περαιτέρω διάσταση στα πράγματα που βρίσκονται στην ίδια χρονική στιγμή. Αν αντιπροσωπεύσουμε το χρόνο με μια ευθεία γραμμή που εκτείνεται στο άπειρο, και αναπαραστήσουμε τα ταυτόχρονα πράγματα σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο με γραμμές που ενώνονται σε ορθή γωνία, η επιφάνεια που δημιουργείται έτσι θα αντιπροσωπεύει τον φαινομενικό κόσμο, τόσο ως προς τις ουσίες του όσο και ως προς τα γεγονότα του.

[7]Είναι εύκολο να αποδείξουμε ότι ο χώρος πρέπει να εκληφθεί ως μια συνεχής ποσότητα, και δεν θα υπεισέλθω σε αυτό εδώ. Επειδή είναι συνεχής, οποιοδήποτε τμήμα του χώρου πρέπει να αποτελείται από μικρότερα τμήματα, και επομένως δεν μπορεί να είναι «απλό» με την έννοια ότι δεν έχει μέρη. Από αυτό προκύπτει ότι τα μόνα απλά αντικείμενα στο χώρο δεν είναι τμήματα του χώρου αλλά όρια. Ένας χώρος που δεν είναι το όριο ενός άλλου χώρου είναι πλήρης, δηλαδή είναι συμπαγής (τρισδιάστατος). Το όριο ενός στερεού είναι μια επιφάνεια, το όριο μιας επιφάνειας είναι μια γραμμή, το όριο μιας γραμμής είναι ένα σημείο. Υπάρχουν λοιπόν τρία είδη ορίων στο χώρο, όπως υπάρχουν και τρεις διαστάσεις. Δύο από αυτά τα όρια (επιφάνεια και γραμμή) είναι από μόνα τους χώροι. Ο χώρος και ο χρόνος είναι οι μόνες ποσότητες για τις οποίες ισχύει η έννοια του ορίου.

[8]Σ.τ.μ. Η λέξη «συμπαθητική» εδώ αναφέρεται στην πεποίθηση ότι όλα τα πράγματα στο σύμπαν συνδέονται μεταξύ τους χάρη σε κάποιο είδος αρχής. Αυτή η αρχή, δηλαδή, φέρνει μεταξύ τους τα πράγματα σε «συμπάθεια,» ή «σύμπνοια.»  

[9] Σ.τ.μ. Η περιστασιοκρατία (ή οκκαζιοναλισμός) είναι ένα φιλοσοφικό δόγμα για την αιτιότητα που λέει ότι οι δημιουργημένες ουσίες δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές αιτίες των γεγονότων. Αντίθετα, όλα τα γεγονότα θεωρείται ότι προκαλούνται απευθείας από τον Θεό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Occasionalism]

[10]Αυτό παρέχει ένα γόνιμο και εύκολο κριτήριο για τη διάκριση αρχών που ορίζουν μόνο νόμους αισθητηριακής γνώσης, από εκείνες που διδάσκουν επίσης κάτι για τα ίδια τα αντικείμενα. Εάν το κατηγόρημα είναι μια διανοητική έννοια, εφαρμόζεται στο ίδιο το υποκείμενο, ανεξάρτητα από το πόσο αντιληπτικό είναι αυτό. Αλλά αν το κατηγόρημα είναι μια αντιληπτική έννοια, δεν θα ισχύει για το υποκείμενο μιας κρίσης το οποίο έχει γίνει διανοητικά αντιληπτό·γιατί οι νόμοι της αισθητηριακής γνώσης δεν είναι προϋποθέσεις της δυνατότητας των ίδιων των πραγμάτων. Για παράδειγμα, το δημοφιλές αξίωμα «ό,τι υπάρχει θα βρίσκεται κάπου,» αποτυγχάνει σε αυτήν τη δοκιμασία: το κατηγόρημα τού «βρίσκεται κάπου» περιέχει τις συνθήκες της αισθητηριακής γνώσης, επομένως δεν μπορεί να εφαρμοστεί γενικά στο υποκείμενο μιας κρίσης- δηλαδή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα όσα υπάρχουν. Αλλά αν η πρόταση μετατραπεί έτσι ώστε η διανοητική έννοια να γίνει το κατηγόρημα, αποδεικνύεται ότι είναι αληθινή- ότι δηλαδή αυτό που υπάρχει, κάπου θα υπάρχει.

[11]Σ.τ.μ. Από τη λατινική λέξη «subreptio.» Στο ρωμαϊκό δίκαιο, είναι η πράξη της ψευδομαρτυρίας. Στη φιλοσοφία, είναι η σύγχυση μεταξύ μιας συνθήκης για τη διαισθητική κατανόηση ενός αντικειμένου, και μιας συνθήκης με την οποία ένα αντικείμενο μπορεί ενδεχομένως να υπάρχει·είναι δηλαδή η σύγχυση μεταξύ της γνώσης και της εμπειρίας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Subreption]

Σε ό,τι αφορά την έννοια της λέξης στο συγκεκριμένο κείμενο, προτίμησα την  απόδοση «υπονόμευση.» Στη βιβλιογραφία υπάρχει επίσης η απόδοση «υφαρπαγή.»

[12]Ο χώρος και ο χρόνος θεωρούνται ότι περιλαμβάνουν οτιδήποτε αφορά τις αισθήσεις με οποιονδήποτε τρόπο. Οι νόμοι του ανθρώπινου μυαλού δεν του επιτρέπουν καμία διαίσθηση για κάτι που δεν περιέχεται στον χώρο και τον χρόνο. Μπορούμε να συγκρίνουμε αυτό το πρώτο αξίωμα υπονόμευσης με κάτι που δεν είναι αυστηρά ένα τέτοιο αξίωμα, αλλά μάλλον ένα τέχνασμα της φαντασίας: Ό,τι υπάρχει έχει χώρο και χρόνο μέσα του, που σημαίνει ότι κάθε ουσία εκτείνεται και αλλάζει συνεχώς. Όσοι γενικεύουν, παρασύρονται από αυτόν τον νόμο της φαντασίας, αλλά ακόμη και αυτοί βλέπουν εύκολα ότι ισχύει μόνο για τις προσπάθειες της φαντασίας να δώσει ένα περίγραμμα της εμφάνισης των πραγμάτων, και δεν ισχύει για τις συνθήκες της ύπαρξης.

Σχετικά με μια ιδιαίτερη πρόνοια, και μια μελλοντική πολιτεία

$
0
0

 

Ντέιβιντ Χιουμ

 

Πρόσφατα είχα μια συζήτηση με έναν φίλο που αγαπά τα σκεπτικιστικά παράδοξα.Αν και προώθησε πολλές αρχές τις οποίες δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να εγκρίνω, θα τις αντιγράψω εδώ από τη μνήμη μου όσο ακριβέστερα μπορώ, για να τις υποβάλω στην κρίση του αναγνώστη, καθώς φαίνεται να είναι ενδιαφέρουσες, και να έχουν κάποια σχέση με την αλυσίδα συλλογισμών που ακολουθήθηκαν ως τώρα.

 

Η συζήτησή μας ξεκίνησε με τον θαυμασμό μου για τη μοναδική καλή τύχη της φιλοσοφίας, η οποία, καθώς απαιτεί απόλυτη ελευθερία πάνω από όλα τα άλλα προνόμια, και η οποία ευδοκιμεί κυρίως χάρη στην ελεύθερη αντίθεση των συναισθημάτων και της επιχειρηματολογίας, γεννήθηκε για πρώτη φορά σε μια εποχή και χώρα ελευθερίας και ανοχής, και δεν περιορίστηκε ποτέ, ακόμη και όταν εξέφραζε τις πιο εξωφρενικές αρχές, από δοξασίες, παραχωρήσεις, ή ποινικούς νόμους. Διότι, με εξαίρεση τον εξορισμό του Πρωταγόρα και τη θανάτωση του Σωκράτη (η οποία προήλθε εν μέρει από άλλα κίνητρα), δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου περιπτώσεις στην αρχαία ιστορία αυτής της μεγαλομανούς ζήλιας με την οποία η σημερινή εποχή τόσο πολύ διακατέχεται. Ο Επίκουρος έζησε στην Αθήνα μέχρι προχωρημένη ηλικία με ειρήνη και ηρεμία: στους Επικούρειους δόθηκε ακόμα και το ιερατικό αξίωμα, και μπορούσαν να λειτουργούν στο βωμό, στις πιο ιερές τελετές της καθιερωμένης θρησκείας. Και η δημόσια παροχή συντάξεων και μισθών προσφερόταν ισότιμα από τον σοφότερο από όλους τους Ρωμαίους αυτοκράτορες στους διδασκάλους κάθε υποδιαίρεσης της φιλοσοφίας. Το πόσο απαραίτητη ήταν μια τέτοια μεταχείριση για τη φιλοσοφία στην πρώιμη νεότητά της θα γίνει εύκολα αντιληπτό αν σκεφτούμε ότι ακόμη και σήμερα, όπου μπορεί να υποτεθεί ότι είναι πιο ανθεκτική και στιβαρή, η φιλοσοφία αντέχει με πολύ δυσκολία την κακία των εποχών, με αυτούς τους δυνατούς ανέμους συκοφαντίας και καταδίωξης που πνέουν εναντίον της.

 

Θαυμάζεις, λέει ο φίλος μου, ως μοναδική καλή τύχη της φιλοσοφίας αυτό που φαίνεται να προκύπτει από τη φυσική πορεία των πραγμάτων, και να είναι αναπόφευκτο σε κάθε εποχή και έθνος. Αυτός ο επίμονος φανατισμός, για τον οποίο παραπονιέσαι ότι είναι τόσο μοιραίος για τη φιλοσοφία, είναι στην πραγματικότητα απόγονός της, ο οποίος, αφού συμμαχεί με τη δεισιδαιμονία, αποχωρίζεται εντελώς από τα συμφέροντα της μητέρας του, και γίνεται ο πιο σκληρός εχθρός και διώκτης της. Τα θεωρητικά δόγματα της θρησκείας, που σήμερα αποτελούν την αιτία λυσσαλέων διαφωνιών, δεν ήταν δυνατόν να συλληφθούν ή να γίνουν δεκτά στα πρώτα στάδια του κόσμου. Εκείνη την εποχήη ανθρωπότητα, όντας εντελώς αναλφάβητη, είχε σχηματίσει μια ιδέα για τη θρησκεία πιο κατάλληλη για την περιορισμένη τότε αντίληψή της, και συνέθεσε τις ιερές της αρχές από ιστορίες που ήταν κυρίως το αντικείμενο παραδοσιακής πίστης, και όχι τόσο από επιχειρήματα ή αμφισβήτηση. Αφού λοιπόν έγινε η πρώτη επανάσταση, που προέκυψε από τα νέα παράδοξα και αρχές των φιλοσόφων, αυτοί οι δάσκαλοι από τότε, κατά τους αιώνες της αρχαιότητας, φαίνεται να έζησαν σε μεγάλη αρμονία με τις καθιερωμένες δεισιδαιμονίες, και να έκαναν μια δίκαιη μοιρασιά της ανθρωπότητας μεταξύ τους. Οι μεν διεκδικώντας όλους τους λόγιους και σοφούς, οι δε κατέχοντας όλους τους χυδαίους και αγράμματους ανθρώπους.

 

Φαίνεται λοιπόν, λέω εγώ, ότι αφήνεις την πολιτική εντελώς εκτός συζήτησης, και ποτέ δεν υποθέτεις ότι ένας σοφός αξιωματούχος μπορεί δικαίως να φθονεί ορισμένες αρχές της φιλοσοφίας, όπως αυτές του Επίκουρου, οι οποίες, απορρίπτοντας τη θεϊκή ύπαρξη, και κατά συνέπεια μια πρόνοια και μια μελλοντική πολιτεία, φαίνεται να χαλαρώνουν σε μεγάλο βαθμό τα δεσμά της ηθικής, και οι οποίες αρχές μπορεί να θεωρηθούν για αυτόν τον λόγο καταστροφικές για την ειρήνη της πολιτισμένης κοινωνίας.

 

Ξέρω, απάντησε εκείνος, ότι στην πραγματικότητα αυτοί οι διωγμοί ποτέ, σε καμία εποχή, δεν προήλθαν από ήρεμη λογική, ή από την εμπειρία των καταστροφικών συνεπειών της φιλοσοφίας, αλλά προέκυψαν εξ ολοκλήρου από πάθος και προκατάληψη. Αλλά τι θα γινόταν αν προχωρούσα περισσότερο και ισχυριζόμουν ότι αν ο Επίκουρος είχε κατηγορηθεί ενώπιον του λαού, από οποιονδήποτε από τους συκοφάντες ή πληροφοριοδότες εκείνων των ημερών, θα μπορούσε εύκολα να υπερασπιστεί την υπόθεση του, και να αποδείξει ότι οι αρχές της φιλοσοφίας του ήταν εξίσου σωτήριες με εκείνες των αντιπάλων του, που είχαν προσπαθήσει με τέτοιο ζήλο να τον εκθέσουν στο δημόσιο μίσος και φθόνο;

 

Θα ήθελα, είπα, να αναπτύξεις με την ευγλωττία σου ένα τόσο εξαιρετικό θέμα, και να εκφωνήσεις έναν λόγο για τον Επίκουρο, που θα μπορούσε να ικανοποιήσει όχι τον όχλο της Αθήνας, αν αυτή η αρχαία και ευγενική πόλη θα μπορούσε να περιέχει έναν όχλο, αλλά το πιο φιλοσοφημένο μέρος του κοινού του, το οποίο θα μπορούσε να κατανοήσει τα επιχειρήματά του.

 

Το θέμα δεν θα ήταν δύσκολο υπό τέτοιες συνθήκες, απάντησε εκείνος: Και αν θες, θα υποθέσω ότι εγώ είμαι ο Επίκουρος προς το παρόν, και θα σε βάλω να υποδυθείς τον αθηναϊκό λαό, και θα σου παρουσιάσω τέτοια ομιλία ώστε η υδρία θα γεμίσει με λευκά βότσαλα,[1]και δεν θα αφήσω ούτε ένα μαύρο βότσαλο να πέσει μέσα για να ικανοποιήσει την κακία των αντιπάλων μου.

 

Πολύ καλά, απάντησα. Συνέχισε με αυτές τις προϋποθέσεις.

 

Έρχομαι εδώ, ω Αθηναίοι, για να δικαιολογήσω στη συνέλευσή σας ό,τι υποστήριξα στη σχολή μου, και βρίσκομαι κατηγορούμενος από εξαγριωμένους ανταγωνιστές, αντί να συνδιαλέγομαι με ήρεμους και χωρίς πάθος εξεταστές. Οι συσκέψεις σας, οι οποίες ορθώς πρέπει να απευθύνονται σε ζητήματα δημόσιου καλού και συμφέροντος της κοινοπολιτείας, εκτρέπονται σε έρευνες της υποθετικής φιλοσοφίας·και αυτές οι υπέροχες, αλλά ίσως άκαρπες έρευνες, αντικαθιστούν τις πιο γνωστές και πιο χρήσιμες ασχολίες σας. Αλλά, στο βαθμό που μπορώ, θα αποτρέψω αυτήν την κατάχρηση. Δεν θα διαφωνήσουμε εδώ σχετικά με την προέλευση και τη διακυβέρνηση των κόσμων. Θα διερευνήσουμε μόνο σε ποιο βαθμό τέτοια ερωτήματα αφορούν το δημόσιο συμφέρον. Και αν μπορώ να σας πείσω ότι δεν έχουν καμία σχέση με την ειρήνη της κοινωνίας και την ασφάλεια της κυβέρνησης, ελπίζω ότι θα μας στείλετε πίσω στις σχολές μας, εκεί να εξετάσουμε στον ελεύθερό μας χρόνο την πιο υπέροχη, αλλά την ίδια στιγμή την πιο θεωρητική, από όλες τις φιλοσοφίες.

 

Οι θρησκευτικοί φιλόσοφοι, μη ικανοποιημένοι με την παράδοση των προπατόρων σας και το δόγμα των ιερέων σας (το οποίο αποδέχομαι πρόθυμα), επιδίδονται σε μια απερίσκεπτη περιέργεια, προσπαθώντας να θεμελιώσουν τη θρησκεία στις αρχές της λογικής·και έτσι διεγείρουν, αντί να ικανοποιούν, τις αμφιβολίες που φυσικά προκύπτουν από μια επιμελή και ενδελεχή έρευνα. Ζωγραφίζουν με τα πιο υπέροχα χρώματα την τάξη, την ομορφιά, και τη σοφή διάταξη του σύμπαντος·και μετά ρωτάνε εάν μια τέτοια ένδοξη επίδειξη ευφυΐας θα μπορούσε να προέλθει από την τυχαία συνάθροιση των ατόμων, ή εάν η τύχη θα μπορούσε να παράγει αυτό που η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα δεν μπορεί ποτέ να θαυμάσει επαρκώς. Δεν θα εξετάσω την εγκυρότητα αυτού του επιχειρήματος·θα το αφήσω να είναι τόσο βάσιμο όσο οι ανταγωνιστές και κατήγοροί μου επιθυμούν. Αρκεί, αν μπορώ να αποδείξω με αυτό ακριβώς το σκεπτικό, ότι το ερώτημα είναι εντελώς υποθετικό, και ότι όταν στις φιλοσοφικές μου έρευνες αρνούμαι μια πρόνοια και μια μελλοντική πολιτεία δεν υπονομεύω τα θεμέλια της κοινωνίας, αλλά προωθώ αρχές οι οποίες από μόνες τους, βασισμένες στα δικά τους χαρακτηριστικά, εάν υποστηριχθούν με συνέπεια, πρέπει να είναι στέρεες και ικανοποιητικές.

 

Εσείς λοιπόν, οι κατήγοροί μου, έχετε αναγνωρίσει ότι το κύριο ή μοναδικό επιχείρημα για τη θεϊκή ύπαρξη (την οποία ποτέ δεν αμφισβήτησα) προέρχεται από την τάξη της φύσης. Σε αυτήν εμφανίζονται τέτοια σημάδια ευφυΐας και σχεδιασμού ώστε κάποιος να θεωρήσει υπερβολικό να αποδώσει την αιτία στην τύχη ή στην τυφλή και χωρίς καθοδήγηση δύναμη της ύλης. Καταλαβαίνετε ότι αυτό είναι ένα επιχείρημα που προέρχεται πηγαίνοντας από τα αποτελέσματα στις αιτίες. Από την τάξη του έργου συμπεραίνει κάποιος ότι πρέπει να υπήρχε πρόθεση και πρόβλεψη από τον δημιουργό του έργου. Παρότι δεν μπορείτε να το αντιληφθείτε, επιτρέψτε μου να πω, το συμπέρασμά σας δεν ισχύει, καθώς προσπαθείτε να καταλήξετε σε ένα συμπέρασμα ανώτερο από αυτό που δικαιολογούν τα φαινόμενα της φύσης. Αυτές είναι οι παραδοχές σας. Ας δούμε τώρα τις συνέπειες.

 

Όταν συμπεραίνουμε μια συγκεκριμένη αιτία από ένα αποτέλεσμα, πρέπει να αναλογίσουμε το ένα με το άλλο, και δεν μπορούμε ποτέ να αποδώσουμε στην αιτία οποιεσδήποτε ιδιότητες εκτός από εκείνες που είναι επαρκώς απαραίτητες για να παράγουν το αποτέλεσμα. Ένα σώμα δέκα ουγγιών τοποθετημένο σε οποιαδήποτε κλίμακα μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη ότι το αντιστάθμισμα ισούται με δέκα ουγγιές·αλλά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπερβαίνει τις εκατό ουγγιές. Εάν η αιτία που έχει αποδοθεί για οποιοδήποτε αποτέλεσμα δεν είναι επαρκής για να το παράγει, πρέπει είτε να απορρίψουμε αυτήν την αιτία, ή να προσθέσουμε σε αυτήν ιδιότητες που θα της δώσουν μια σωστή αναλογία με το αποτέλεσμα. Αλλά αν της αποδώσουμε παραπάνω ιδιότητες, ή θεωρήσουμε ότι είναι ικανή να παράγει άλλα αποτελέσματα, μπορούμε μόνο να καταλήξουμε στο χώρο της εικασίας, και να υποθέσουμε αυθαίρετα την ύπαρξη ιδιοτήτων και ενεργειών χωρίς λόγο ή αρχή.

 

Ο ίδιος κανόνας ισχύει είτε η αιτία που αποδίδεται είναι η τραχιά ασυνείδητη ύλη, είτε ένα λογικό νοήμον ον. Εάν η αιτία είναι γνωστή μόνο από το αποτέλεσμα, δεν πρέπει ποτέ να της αποδώσουμε ιδιότητες πέρα ​​από αυτές που απαιτούνται ακριβώς για να παράγουν το αποτέλεσμα. Ούτε μπορούμε με κανόνες σωστού συλλογισμού να επιστρέψουμε από την αιτία, και να συμπεράνουμε άλλα αποτελέσματα από αυτήν, πέρα ​​από εκείνα με τα οποία μάς είναι μοναδικά γνωστή. Κανείς κοιτάζοντας και μόνο μια από τις εικόνες του Ζεύξη[2]δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν επίσης αγαλματοποιός ή αρχιτέκτονας, και ότι ήταν ένας καλλιτέχνης τόσο επιδέξιος στην πέτρα και στο μάρμαρο όσο και στα χρώματα. Μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι ο καλλιτέχνης διαθέτει το ταλέντο και το γούστο που εκδηλώνονται στο έργο. Η αιτία πρέπει να είναι ανάλογη με το αποτέλεσμα. Και αν θεωρήσουμε την αναλογία με ακρίβεια, δεν θα βρούμε ποτέ σε αυτήν καμία ιδιότητα περιττή, ούτε θα χρειαστεί να υποθέσουμε κάποιο άλλο σχέδιο ή απόδοση. Τέτοιες ιδιότητες θα βρίσκονταν πέρα ​​από ό,τι είναι εντελώς απαραίτητο για να παραχθεί το αποτέλεσμα που εξετάζουμε.

 

Επιτρέποντας επομένως στους θεούς να είναι οι δημιουργοί της ύπαρξης και της τάξης του σύμπαντος, θα κατέχουν αυτόν τον ακριβή βαθμό δύναμης, ευφυΐας, και καλοσύνης, που φαίνεται στο έργο τους.Αλλά τίποτα περισσότερο δεν μπορεί να αποδειχθεί, εκτός αν χρησιμοποιήσουμε την υπερβολή και την κολακεία για να καλύψουμε τα ελαττώματα της επιχειρηματολογίας και του συλλογισμού. Εφόσον τα ίχνη κάποιων θεϊκών ιδιοτήτων εμφανίζονται στη φύση, μέχρι εκεί και μόνο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπάρχουν αυτές οι ιδιότητες. Η υπόθεση των επιπλέον χαρακτηριστικών είναι μια απλή υπόθεση. Ακόμη περισσότερο φανταστική είναι η υπόθεση ότι σε μακρινές περιοχές ή εποχές υπήρξε ή θα υπάρξει μια πιο θαυμάσια εμφάνιση αυτών των ιδιοτήτων, και ένα σχέδιο διοίκησης του κόσμου πιο κατάλληλο για τέτοιες φανταστικές αρετές. Δεν μπορούμε ξεκινώντας από το σύμπαν ως το αποτέλεσμα να καταλήξουμε στον Δία ως την αιτία,και μετά να επιστρέψουμε για να συνάγουμε οποιοδήποτε νέο αποτέλεσμα από αυτήν την αιτία·λες και τα τωρινά αποτελέσματα δεν ήταν από μόνα τους άξια των ένδοξων ιδιοτήτων που αποδίδουμε σε εκείνη τη θεότητα. Η γνώση της αιτίας που αποδίδεται αποκλειστικά σε κάποιο  αποτέλεσμα πρέπει να ταιριάζει καλά με αυτό το αποτέλεσμα·και είτε το ένα είτε το άλλο δεν μπορούν να αναφέρονται σε κάτι περισσότερο, ή να αποτελέσουν το θεμέλιο οποιουδήποτε νέου συμπεράσματος.

 

Στη φύση βρίσκουμε συγκεκριμένα φαινόμενα. Αναζητάμε την αιτία ή τον δημιουργό. Φανταζόμαστε ότι τον έχουμε βρει. Ύστερα ερωτευόμαστε τόσο πολύ αυτό το δημιούργημα του μυαλού μας ώστε το θεωρούμε αδύνατο να υπάρχει, καθώς θα πρέπει να παράγει κάτι μεγαλύτερο και τελειότερο από την παρούσα σκηνή των πραγμάτων, η οποία είναι γεμάτη αρρώστια και αταξία. Ξεχνάμε ότι αυτή η υπερθετική ευφυΐα και καλοσύνη είναι εντελώς φανταστική, ή τουλάχιστον χωρίς καμία λογική βάση, και ότι δεν έχουμε λόγο να αποδώσουμε στο θεό κάποιες ιδιότητες, καθώς αυτό που βλέπουμε το έχει ήδη ασκήσει και παρουσιάσει στα έργα του. Έστω λοιπόν ότι ταιριάζουν οι θεοί σας, ω φιλόσοφοι, με τις παρούσες εμφανίσεις της φύσης·και ας υποθέσουμε ότι δεν θα αλλοιώσουμε αυτές τις εμφανίσεις με αυθαίρετες υποθέσεις για να τις ταιριάξουμε με ιδιότητες που με τόση αγάπη αποδίδετε στις θεότητές σας.

 

Όταν ιερείς και ποιητές, υποστηριζόμενοι από την εξουσία σας, ω Αθηναίοι, μιλούν για μια χρυσή ή αργυρή εποχή, που προηγήθηκε της παρούσας κατάστασης κακίας και δυστυχίας, τους ακούω με προσοχή και με ευλάβεια. Αλλά όταν οι φιλόσοφοι, που προσποιούνται ότι παραμελούν την εξουσία και καλλιεργούν τη λογική, λένε το ίδιο, δεν τους ανταποδίδω την δουλοπρεπή υποταγή και τον υποκριτικό σεβασμό. Γιατί, ρωτάω: ποιος τους πήγε στους ουράνιους τόπους, ποιος τους έβαλε στα συμβούλια των θεών, ποιος τους έδειξε το βιβλίο της μοίρας, ώστε να βεβαιώνουν έτσι βεβιασμένα ότι οι θεότητές τους έχουν επιτελέσει οποιονδήποτε σκοπό πέρα ​​από αυτόν που πραγματικά φαίνεται να υπάρχει; Αν μου απαντήσουν ότι ακολούθησαν τη λογική, συμπεραίνοντας τις αιτίες από τα αποτελέσματα, εξακολουθώ να επιμένω ότι υποβοηθήθηκαν από τα φτερά της φαντασίας. Διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να αλλοιώσουν έτσι τον τρόπο των συμπερασμάτων τους σχετικά με τα αίτια και τα αποτελέσματα, υποθέτοντας ότι μια κατασκευή πιο τέλεια από τον παρόντα κόσμο θα ήταν πιο ταιριαστή για τέλεια όντα όπως οι θεοί, ξεχνώντας ότι δεν έχουν λόγο να αποδώσουν σε αυτά τα ουράνια όντα καμία τελειότητα ή οποιαδήποτε ιδιότητα, πέρα αυτών που μπορούν να βρεθούν στον παρόντα κόσμο.

 

Εξού και όλη η άκαρπη προσπάθεια για να εξηγηθούν οι κακές εμφανίσεις της φύσης, και για να διασωθεί η τιμή των θεών, ενώ αντίθετα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα αυτού του κακού και της αταξίας, με την οποία ο κόσμος αφθονεί τόσο πολύ. Οι πάγιες και αμετάθετες ιδιότητες της ύλης, μας λένε, ή η διατήρηση γενικών νόμων, ή κάποιος τέτοιος λόγος, είναι η μόνη αιτία που έλεγξε τη δύναμη και την καλοσύνη του Δία, και τον υποχρέωσε να δημιουργήσει την ανθρωπότητα και κάθε λογικό πλάσμα τόσο ατελές και δυστυχισμένο. Αυτά λοιπόν τα χαρακτηριστικά φαίνεται ότι είναι δεδομένα σε γενικές γραμμές. Και σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, τέτοιες εικασίες υποτίθεται ότι μπορούν να γίνουν δεκτές ως εύλογες λύσεις των δυσάρεστων φαινομένων. Αλλά και πάλι ρωτάω: Γιατί να θεωρούμε δεδομένες αυτές τις ιδιότητες, ή γιατί να αποδίδουμε στην αιτία οποιεσδήποτε ιδιότητες εκτός από εκείνες που εμφανίζονται στα πραγματικά φαινόμενα; Γιατί να βασανίζουμε το μυαλό μας για να δικαιολογήσουμε την πορεία της φύσης με υποθέσεις, οι οποίες, πρέπει να ξέρετε, μπορεί να είναι εντελώς φανταστικές, και για τις οποίες δεν υπάρχουν ενδείξεις στην πορεία της φύσης;

 

Η θρησκευτική υπόθεση επομένως πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως μια συγκεκριμένη μέθοδος συλλογιστικής για τα ορατά φαινόμενα του σύμπαντος·αλλά κανένας δίκαιος άνθρωπος της λογικής δεν θα υποθέσει ποτέ ότι θα συνάγει από αυτήν τη μέθοδο οποιοδήποτε μεμονωμένο γεγονός, και ότι θα αφαιρέσει ή θα προσθέσει στα φαινόμενα οποιοδήποτε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Αν νομίζετε ότι οι εμφανίσεις των πραγμάτων αποδεικνύουν τέτοιες αιτίες, τότε σας επιτρέπεται να βγάλετε συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη αυτών των αιτιών. Σε τέτοια περίπλοκα και λεπτά θέματα, ο καθένας μπορεί να έχει την ελευθερία των εικασιών και των επιχειρημάτων. Αλλά εδώ πρέπει να κάνουμε μια παύση. Εάν αναδρομικά συμπεράνετε από τις υποτιθέμενες αιτίες σας ότι κάποιο άλλο γεγονός υπήρξε, ή θα υπάρξει, στην πορεία της φύσης, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως πληρέστερη απόδειξη συγκεκριμένων ιδιοτήτων·τότε πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι έχετε απομακρυνθεί από τη μέθοδο συλλογισμού που αναφέρεται στο παρόν θέμα, και σίγουρα έχετε προσθέσει κάτι στις ιδιότητες της αιτίας, πέρα ​​από αυτό που φαίνεται στο αποτέλεσμα. Διαφορετικά δεν θα μπορούσατε ποτέ, με ανεκτή λογική ή κοσμιότητα, να προσθέσετε κάτι στο αποτέλεσμα προκειμένου να το καταστήσετε πιο αντάξιο της αιτίας.

 

Πού βρίσκεται λοιπόν το απεχθές του δόγματος που διδάσκω στο σχολείο μου, και που συζητάω στους κήπους; Ή τι το κακό βρίσκετε σε όλο αυτό το ζήτημα, όπου η εξασφάλιση των χρηστών ηθών, ή η ειρήνη και η τάξη της κοινωνίας, δεν παίζουν κανένα ρόλο;

 

Αρνούμαι μια πρόνοια και έναν ανώτατο κυβερνήτη του κόσμου, που καθοδηγεί την εξέλιξη των γεγονότων, και τιμωρεί τους φαύλους με κακοφημία και απογοήτευση, και ανταμείβει τους ενάρετους με τιμή και επιτυχία σε όλα τους τα εγχειρήματα. Αλλά σίγουρα δεν αρνούμαι την ίδια την πορεία των γεγονότων, η οποία είναι ανοιχτή στην έρευνα και στην εξέταση όλων. Αναγνωρίζω ότι στην παρούσα τάξη πραγμάτων η αρετή συνοδεύεται από περισσότερη γαλήνη παρά κακία, και συναντά μια πιο ευνοϊκή υποδοχή από τον κόσμο. Καταλαβαίνω ότι, σύμφωνα με την προηγούμενη εμπειρία της ανθρωπότητας, η φιλία είναι η κύρια χαρά της ανθρώπινης ζωής, και η μετριοπάθεια η μόνη πηγή ηρεμίας και ευτυχίας. Ποτέ δεν αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στην ενάρετη και στη μοχθηρή πορεία της ζωής·αλλά αντιλαμβάνομαι ότι, για ένα καλά προδιατεθειμένο μυαλό, κάθε πλεονέκτημα είναι με το μέρος της αρετής. Και τι μπορείτε να πείτε επιπλέον με βάση όλες τις υποθέσεις και τους συλλογισμούς σας; Μου λέτε πράγματι ότι αυτή η προδιάθεση των πραγμάτων πηγάζει από ευφυΐα και σχέδιο. Αλλά από ό,τι κι αν προέρχεται, αυτή η ίδια προδιάθεση, από την οποία εξαρτάται η ευτυχία ή η δυστυχία μας, και κατά συνέπεια η συμπεριφορά και η στάση μας στη ζωή, παραμένει η ίδια. Έχω τη δυνατότητα, όπως και εσείς, να ρυθμίσω τη συμπεριφορά μου χάρη στην εμπειρία μου από γεγονότα του παρελθόντος. Και, καθώς λέτε, αν υπάρχει μια θεία πρόνοια και μια υπέρτατη δικαιοσύνη στο σύμπαν, θα έπρεπε να περιμένουμε μια πιο συγκεκριμένη ανταμοιβή των καλών και τιμωρία των κακών, πέρα ​​από τη συνηθισμένη εξέλιξη των γεγονότων. Εδώ βρίσκω την ίδια πλάνη την οποία προσπάθησα πριν να καταδείξω. Επιμένετε να φαντάζεστε ότι αν θεωρήσουμε δεδομένη αυτή τη θεϊκή ύπαρξη, την οποία υποστηρίζετε τόσο ένθερμα, μπορούμε να συνάγουμε με ασφάλεια συνέπειες από αυτήν, και να προσθέσουμε κάτι στην εμπειρική τάξη της φύσης, με βάση τις ιδιότητες που αποδίδετε στους θεούς σας. Φαίνεται ότι δεν θυμάστε ότι όλοι οι συλλογισμοί σας για αυτό το θέμα μπορούν να αντληθούν μόνο με αναγωγή από τα αποτελέσματα στις αιτίες. Και ότι κάθε επιχείρημα που προκύπτει πηγαίνοντας από τα αίτια στα αποτελέσματα πρέπει αναγκαστικά να είναι χονδροειδής σοφιστεία, δεδομένου ότι είναι αδύνατο να γνωρίζουμε οτιδήποτε για την αιτία, εκτός από ό,τι έχει προηγουμένως ανακαλυφθεί στο αποτέλεσμα.

 

Αλλά τι πρέπει να σκεφτεί κάποιος για εκείνους τους ματαιόδοξους φιλοσόφους, οι οποίοι αντί να θεωρούν την παρούσα σκηνή των πραγμάτων ως μοναδικό αντικείμενο της ενατένισής τους, αντιστρέφουν ολόκληρη την πορεία της φύσης, ώστε να καταστήσουν την ανθρώπινη ζωή απλώς ένα πέρασμα σε κάτι πιο μακρινό·σαν μια βεράντα, που οδηγεί σε ένα μεγαλύτερο και πολύ διαφορετικό κτίριο·ή σαν έναν πρόλογο που χρησιμεύει μόνο για να εισάγει το κυρίως θέμα, και για να του δώσει περισσότερη χάρη και ευπρέπεια; Από πού νομίζετε μπορούν τέτοιοι φιλόσοφοι να αντλήσουν την ιδέα τους για τους θεούς; Από τη δική τους έπαρση και φαντασία σίγουρα. Διότι αν την αντλούσαν από τα καθημερινά φαινόμενα, δεν θα φαινόταν αυτή η ιδέα ως κάτι απόμακρο, αλλά θα προσαρμοζόταν στα φαινόμενα. Ότι η θεότητα μπορεί ενδεχομένως να είναι προικισμένη με ιδιότητες που δεν έχουμε δει ποτέ να εκφράζονται·ότι μπορεί να διέπεται από αρχές δράσης τις οποίες δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε: όλα αυτά επιτρέπονται ελεύθερα. Αλλά και πάλι αυτό είναι μια απλή πιθανότητα και υπόθεση. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε κάποια χαρακτηριστικά ή αρχές δράσης στο θεό, παρά μόνο στο βαθμό που γνωρίζουμε ότι έχουν εκφραστεί και ανακαλυφθεί.

 

Υπάρχουν σημάδια δικαιοσύνης στον κόσμο; Αν απαντήσουμε καταφατικά, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, εφόσον ασκείται στον κόσμο, η δικαιοσύνη έχει εκφραστεί. Εάν απαντήσουμε αρνητικά, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε κανένα λόγο να αποδώσουμε τη δικαιοσύνη, όπως την εννοούμε, στους θεούς. Εάν δώσουμε μια ενδιάμεση απάντηση, μεταξύ κατάφασης και άρνησης, λέγοντας ότι η δικαιοσύνη των θεών επί του παρόντος ασκείται εν μέρει αλλά όχι στην πλήρη έκτασή της:απαντώ ότι δεν υπάρχει λόγος να της δώσουμε κάποια συγκεκριμένη έκταση, πέρα από τα πλαίσια μέσα στα οποία ασκείται.

 

Έτσι φέρνω τη διαφωνία με τους ανταγωνιστές μου, ω Αθηναίοι, στο ζητούμενο. Η πορεία της φύσης είναι ανοιχτή στη σκέψη μου όπως και στη δική τους. Η εμπειρική διαδικασία των γεγονότων αποτελεί το πρότυπο με το οποίο όλοι ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας. Καμία ένσταση δεν μπορεί να υπάρξει επαυτού στη βουλή ή στο δικαστήριο. Τίποτα άλλο δεν πρέπει να ακούγεται σχετικά στο σχολείο ή στα ιδιαίτερα. Μάταια η περιορισμένη κατανόησή μας θα προσπαθήσει να ξεπεράσει αυτά τα όρια, που είναι τόσο περιορισμένα για την καλή μας φαντασία. Ενώ κτίζουμε τα επιχειρήματά μας πάνω στα γεγονότα της φύσης, και συμπεραίνουμε την ύπαρξη κάποιας ευφυούς αιτίας, η οποία πρώτα όρισε και εξακολουθεί να διατηρεί την τάξη στο σύμπαν, ασπαζόμαστε μια αρχή η οποία είναι και αβέβαιη και άχρηστη. Είναι αβέβαιη, γιατί το ζητούμενο βρίσκεται πέρα ​​από την εμβέλεια της ανθρώπινης εμπειρίας. Είναι επίσης άχρηστη:η γνώση μας για αυτήν την αιτία προέρχεται εξ ολοκλήρου από την πορεία της φύσης·δεν μπορούμε ποτέ, σύμφωνα με τους κανόνες της ορθής λογικής, να οδηγηθούμε αναδρομικά από την αιτία σε οποιοδήποτε νέο συμπέρασμα, ή, κάνοντας προσθήκες στην κοινή και βιωμένη πορεία της φύσης, να καθορίσουμε τυχόν νέους κανόνες στάσης και συμπεριφοράς.

 

Παρατηρώ (είπα εγώ, διαπιστώνοντας ότι εκείνος είχε τελειώσει το κήρυγμά του) ότι δεν παραμελείς την τέχνη των παλιών δημαγωγών. Και καθώς με κάνεις να αντιπροσωπεύσω το λαό, κερδίζεις την εύνοιά μου υιοθετώντας αυτές τις αρχές για τις οποίες ξέρεις ότι πάντα έδειχνα μια ιδιαίτερη προσήλωση. Αλλά το να κάνεις την εμπειρία (όπως πράγματι πιστεύω ότι θα έπρεπε) το μόνο πρότυπο της κρίσης μας σχετικά με αυτό και όλα τα άλλα πραγματικά ερωτήματα·δεν αμφιβάλλω, αλλά από την ίδια εμπειρία την οποία επικαλείσαι ίσως είναι δυνατό να αντικρούσει κανείς αυτόν τον συλλογισμό, τον οποίο έβαλες στο στόμα του Επίκουρου. Αν έβλεπες, για παράδειγμα, ένα μισοτελειωμένο κτίριο, περιτριγυρισμένο με σωρούς από τούβλα και πέτρες και κονίαμα, και όλα τα εργαλεία τοιχοποιίας, δεν θα μπορούσες να συμπεράνεις από το αποτέλεσμα ότι ήταν έργο έντεχνου σχεδιασμού; Και δεν θα μπορούσες αναδρομικά από αυτήν την υποτιθέμενη αιτία να συνάγεις νέες προσθήκες στο αποτέλεσμα, και να συμπεράνεις ότι το κτίριο θα τελείωνε σύντομα, και ότι θα λάμβανε όλες τις περαιτέρω βελτιώσεις που η αρχιτεκτονική τέχνη θα μπορούσε να του δώσει; Αν έβλεπες στην ακτή το αποτύπωμα ενός ανθρώπινου ποδιού, θα συμπέραινες ότι ένας άνθρωπος είχε περάσει από εκεί, και ότι θα είχε αφήσει εκεί και το ίχνος του άλλου ποδιού, αν και θα είχε σβηστεί από το κύλισμα της άμμου και το κύμα της θάλασσας. Γιατί τότε αρνείσαι να παραδεχτείς την ίδια μέθοδο συλλογισμού σε σχέση με την τάξη της φύσης; Θεώρησε τον κόσμο και την παρούσα ζωή μόνο ως ένα ατελές κτίριο, από το οποίο μπορείς να συνάγεις μια ανώτερη νοημοσύνη·και με βάση αυτή την ανώτερη ευφυΐα, η οποία δεν μπορεί να αφήσει τίποτα ατελές, γιατί δεν μπορείς να συμπεράνεις ένα πιο ολοκληρωμένο σχέδιο, το οποίο θα ολοκληρωθεί κάποτε στο χώρο και στο χρόνο; Δεν είναι ακριβώς παρόμοιες αυτές οι μέθοδοι συλλογισμού; Και με ποιο πρόσχημα μπορείς να ενστερνίζεσαι τη μία, ενώ απορρίπτεις την άλλη;

 

Η μεγάλη διαφορά των θεμάτων, απάντησε εκείνος, είναι επαρκής βάση για αυτή τη διαφορά στα συμπεράσματά μου. Στα έργα ανθρώπινης τέχνης και τεχνοτροπίας επιτρέπεται η μετάβαση από το αποτέλεσμα στο αίτιο, και επιστρέφοντας από την αιτία επιτρέπεται η δημιουργία νέων συμπερασμάτων σχετικά με το αποτέλεσμα, και να εξετάσουμε τις αλλαγές που πιθανώς έχει υποστεί το αποτέλεσμα, ή που μπορεί να υποστεί στο μέλλον. Ποια είναι όμως η βάση αυτής της μεθόδου συλλογισμού; Σαφώς αυτό: ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον, όπως το γνωρίζουμε εκ πείρας, του οποίου τα κίνητρα και τις πρωτοβουλίες γνωρίζουμε, και του οποίου οι κλίσεις και τα σχέδια έχουν μια ορισμένη σύνδεση και συνοχή, σύμφωνα με τους νόμους που η φύση έχει θεσπίσει για τη διακυβέρνηση ενός τέτοιου πλάσματος. Όταν λοιπόν διαπιστώνουμε ότι οποιαδήποτε έργο ή επίτευγμα έχει προέλθει από την ικανότητα και την εργασία του ανθρώπου,όπως γίνεται και με τα άλλα ζώα, μπορούμε να βγάλουμε μυριάδες συμπεράσματα σχετικά με το τι μπορεί να αναμένεται από αυτόν, και όλα αυτά τα συμπεράσματα θα είναι βασισμένα στην εμπειρία και στην παρατήρηση. Αλλά αν γνωρίζαμε τον άνθρωπο μόνο από ένα μεμονωμένο έργο ή επίτευγμα που εξετάζουμε, θα ήταν αδύνατο να συζητήσουμε κατά αυτόν τον τρόπο, επειδή όλες οι ιδιότητες που θα του αποδίδαμε, οι οποίες στην περίπτωση αυτή θα προέρχονταν από το αποτέλεσμα, θα ήταν αδύνατο να υποδεικνύουν κάτι πιο μακρινό, ή να αποτελέσουν το θεμέλιο οποιουδήποτε νέου συμπεράσματος. Το αποτύπωμα ενός ποδιού στην άμμο μπορεί μόνο να αποδείξει, όταν θεωρηθεί από μόνο του, ότι υπήρχε κάποιο πόδι που ταιριάζει, και το οποίο παρήγαγε το αποτύπωμα. Αλλά το αποτύπωμα ενός ανθρώπινου ποδιού αποδεικνύει επίσης, από την υπόλοιπη εμπειρία μας, ότι πιθανώς υπήρχε ένα ακόμα πόδι, που είχε επίσης αφήσει το αποτύπωμά του, αν και αυτό το τελευταίο εξαφανίστηκε εξαιτίας κάποιου συμβάντος. Εδώ περνάμε από το αποτέλεσμα στην αιτία·και επιστρέφοντας πίσω από την αιτία, συνάγουμε αλλαγές στο αποτέλεσμα. Αλλά αυτό δεν είναι συνέχεια της ίδιας απλής αλυσίδας συλλογισμών. Κατανοούμε σε αυτή την περίπτωση μυριάδες άλλες εμπειρίες και παρατηρήσεις σχετικά με τη συνήθη μορφή και τα άκρα αυτού του είδους ζώου, χωρίς τις οποίες όμως αυτή η μέθοδος επιχειρηματολογίας πρέπει να θεωρηθεί ως λανθασμένη και σοφιστική.

 

Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα συμπεράσματά μας από τα έργα της φύσης. Η θεότητα είναι γνωστή σε εμάς μόνο από τα δημιουργήματά της, και είναι ένα μοναδικό ον στο σύμπαν, ακατανόητο για κάθε είδος και για κάθε ευφυία, και από τις βιωμένες ιδιότητες αυτού του όντος μπορούμε κατά αναλογία να συμπεράνουμε οποιαδήποτε ιδιότητα για αυτό. Καθώς το σύμπαν δείχνει σοφία και καλοσύνη, συμπεραίνουμε τη σοφία και την καλοσύνη του θεού. Καθώς δείχνει έναν συγκεκριμένο βαθμό αυτών των τελειοτήτων, συμπεραίνουμε έναν συγκεκριμένο βαθμό τους, ακριβώς προσαρμοσμένο στο αποτέλεσμα που εξετάζουμε. Αλλά επιπλέον ιδιότητες, ή πιο απόμακρα χαρακτηριστικά των ίδιων ιδιοτήτων, δεν μπορούμε ποτέ να συμπεράνουμε ή να υποθέσουμε, με οποιουσδήποτε κανόνες ορθού συλλογισμού·είναι αδύνατο να βγάλουμε συμπεράσματα από την αιτία, ή να συνάγουμε οποιαδήποτε αλλαγή στο αποτέλεσμα, πέρα ​​από αυτό που υπέπεσε αμέσως στην παρατήρησή μας. Ένα μεγαλύτερο καλό που θα προκύπτει από αυτό το Ον, θα πρέπει να αποδεικνύει έναν μεγαλύτερο βαθμό καλοσύνης: μια πιο αμερόληπτη κατανομή ανταμοιβών και τιμωριών πρέπει να προέρχεται από έναν μεγαλύτερο σεβασμό στη δικαιοσύνη και την ισότητα. Κάθε υποτιθέμενη προσθήκη στα έργα της φύσης κάνει μια προσθήκη στις ιδιότητες του δημιουργού της φύσης·και κατά συνέπεια, καθώς δεν υποστηρίζεται καθόλου από κανένα λόγο ή επιχείρημα, η ύπαρξή του δεν μπορεί ποτέ να γίνει δεκτή, παρά μόνο ως απλή εικασία ή υπόθεση.

 

Η κύρια αιτία του σφάλματος και των απεριόριστων εικασιών σε αυτό το θέμα είναι ότι χωρίς να το ξέρουμε θέτουμε τους εαυτούς μας στη θέση του Υπέρτατου Όντος, και συμπεραίνουμε ότι σε κάθε περίπτωση θα τηρήσει την ίδια συμπεριφορά την οποία εμείς στη θέση του θα είχαμε υιοθετήσει ως λογική και κατάλληλη. Αλλά, εκτός από το ότι η συνηθισμένη πορεία της φύσης μπορεί να μας πείσει ότι σχεδόν τα πάντα ρυθμίζονται από αρχές πολύ διαφορετικές από τις δικές μας, πρέπει προφανώς να φαίνεται αντίθετο με όλους τους κανόνες της λογικής να συνάγουμε από τις προθέσεις και τα έργα των ανθρώπων τα χαρακτηριστικά ενός Όντος τόσο διαφορετικού και ανώτερου. Στην ανθρώπινη φύση υπάρχει μια ορισμένη βιωμένη συνοχή σκοπών και κλίσεων, έτσι ώστε όταν από οποιοδήποτε γεγονός έχουμε ανακαλύψει την πρόθεση κάποιου ανθρώπου, μπορεί συχνά να είναι λογικό εκ πείρας να συμπεράνουμε και άλλες προθέσεις, και να παράγουμε έτσι μια μακρά αλυσίδα συμπερασμάτων σχετικά με την προηγούμενη ή τη μελλοντική συμπεριφορά του. Αλλά αυτή η μέθοδος συλλογισμού δεν μπορεί ποτέ να έχει θέση σε σχέση με ένα Όν τόσο απομακρυσμένο και ακατανόητο, που έχει πολύ λιγότερη σχέση με οποιοδήποτε άλλο ον στο σύμπαν, και που αποκαλύπτει τον εαυτό του μόνο από κάποια αμυδρά ίχνη ή περιγράμματα, πέρα ​​από τα οποία δεν έχουμε την εξουσία να του αποδώσουμε καμία ιδιότητα ή τελειότητα. Αυτό που φανταζόμαστε ότι είναι ανώτερη τελειότητα μπορεί πραγματικά να είναι ελάττωμα. Ή αν υπήρχε μια τόσο ανώτερη τελειότητα, η απόδοσή της στο Υπέρτατο Όν, όταν φαίνεται ότι αυτή η τελειότητα δεν ασκήθηκε πραγματικά και στο έπακρο στα έργα του, αποπνέει περισσότερο κολακεία και πανηγυρισμούς, παρά σωστό συλλογισμό και ορθή φιλοσοφία. Όλη η φιλοσοφία λοιπόν στον κόσμο, και όλη η θρησκεία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδος φιλοσοφίας, δεν θα μπορέσει ποτέ να μας οδηγήσει πέρα ​​από τη συνήθη πορεία της εμπειρίας, ή να μας δώσει μέτρα συμπεριφοράς διαφορετικά από αυτά που διαμορφώνονται από προβληματισμούς που βασίζονται στην καθημερινή ζωή. Κανένα νέο γεγονός δεν μπορεί ποτέ να συναχθεί από τη θρησκευτική υπόθεση·κανένα γεγονός δεν έχει προβλεφθεί·καμία ανταμοιβή ή τιμωρία δεν αναμένεται πέρα ​​από αυτό που είναι ήδη γνωστό από την πράξη και την παρατήρηση. Οπότε η απολογία μου για τον Επίκουρο εξακολουθεί να φαίνεται στιβαρή και ικανοποιητική·ούτε τα πολιτικά συμφέροντα της κοινωνίας έχουν καμία σχέση με τις φιλοσοφικές διαμάχες που αφορούν τη μεταφυσική και τη θρησκεία.

 

Υπάρχει ακόμα μια περίσταση, απάντησα εγώ, την οποία φαίνεται ότι παράβλεψες. Αν και δέχομαι τις υποθέσεις σου, δεν συμφωνώ με το συμπέρασμά σου. Καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι οι θρησκευτικοί συλλογισμοί και τα δόγματα δεν μπορούν να έχουν καμία επιρροή στη ζωή, επειδή δεν πρέπει να έχουν. Δεν λογαριάζεις όμως ότι οι άνθρωποι δεν συλλογίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως εσύ, αλλά λογαριάζουν τις συνέπειες της πίστης σε μια θεία ύπαρξη, υποθέτοντας ότι η θεότητα θα επιβάλει την τιμωρία για την κακία, και θα απονείμει ανταμοιβές για την αρετή, πέρα ​​από αυτό που συμβαίνει στη συνηθισμένη πορεία της φύσης. Το αν αυτό το σκεπτικό τους είναι δίκαιο ή όχι δεν έχει σημασία, γιατί επηρεάζει τη ζωή και τη συμπεριφορά τους στον ίδιο βαθμό. Και όσοι προσπαθούν να τους απαλλάξουν από τέτοιες προκαταλήψεις, μπορεί από ό,τι ξέρω να είναι καλοί στα επιχειρήματα, αλλά δεν μπορώ να τους θεωρήσω καλούς πολίτες ή πολιτικούς, αφού, από τη μία πλευρά, απελευθερώνουν τους ανθρώπους από τα δεσμά των παθών τους, αλλά κάνουν την παραβίαση των νόμων της κοινωνίας, από την άλλη, πιο εύκολη και ασφαλή.

 

Σε τελική ανάλυση, μπορώ ίσως να συμφωνήσω με το γενικό σου συμπέρασμα υπέρ της ελευθερίας, αν και την βασίζω σε διαφορετικές προϋποθέσεις από τις δικές σου. Νομίζω ότι η πολιτεία πρέπει να ανέχεται κάθε αρχή της φιλοσοφίας·ούτε υπάρχει προηγούμενο όπου κάποια κυβέρνηση έχει υπονομεύσει τα πολιτικά της συμφέροντα από τέτοια ανοχή. Δεν υπάρχει ενθουσιασμός μεταξύ των φιλοσόφων·τα δόγματά τους δεν είναι δελεαστικά για τους ανθρώπους.Δεν μπορεί να τεθεί κανένας περιορισμός στους συλλογισμούς τους, αλλά μόνο σε εκείνο που είναι επικίνδυνο για τις επιστήμες, ακόμη και για το κράτος, και που ανοίγει το δρόμο για διώξεις και καταπίεση, κάτι για το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονται και ανησυχούν περισσότερο.

 

Αλλά υπάρχει μου φαίνεται (συνεχίζω εγώ) σχετικά με το κύριο θέμα μια δυσκολία την οποία απλώς θα σου αναφέρω χωρίς να επιμείνω, μήπως οδηγήσει σε συλλογισμούς πολύ ωραίου και λεπτού χαρακτήρα. Με μια λέξη αμφιβάλλω αν είναι δυνατόν μια αιτία να είναι γνωστή μόνο από το αποτέλεσμά της (όπως έχεις υποθέσει από την αρχή), ή να είναι τόσο μοναδικής και ιδιαίτερης φύσης ώστε να μην έχει παραλληλισμό και καμία ομοιότητα με καμία άλλη αιτία ή αντικείμενο. Μόνο όταν δύο είδη αντικειμένων βρίσκονται σε διαρκή συσχέτιση μπορούμε να συμπεράνουμε το ένα από το άλλο·και αν ένα αποτέλεσμα παρουσιαζόταν εντελώς μοναδικό, και το οποίο δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί σε σχέση με κανένα γνωστό αντικείμενο, δεν βλέπω πώς θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε κάποια εικασία ή συμπέρασμα σχετικά με την αιτία του. Εάν η εμπειρία, η παρατήρηση και η αναλογία είναι πράγματι οι μόνοι οδηγοί που μπορούμε εύλογα να ακολουθήσουμε σε συμπεράσματα αυτής της φύσης,τόσο το αποτέλεσμα όσο και η αιτία πρέπει να έχουν ομοιότητα με άλλα γνωστά αποτελέσματα και αιτίες, που γνωρίζουμε ότι συνδέονται μεταξύ τους. Το αφήνω στην κρίση σου να θεωρήσεις τις συνέπειες αυτής της αρχής. Απλώς θα παρατηρήσω ότι, όπως υποθέτουν πάντα οι ανταγωνιστές του Επίκουρου, το σύμπαν, το οποίο είναι ένα αποτέλεσμα αρκετά μοναδικό και απαράμιλλο, είναι η απόδειξη της θεότητας, η οποία με τη σειρά της είναι μια αιτία όχι λιγότερο μοναδική και απαράμιλλη. Οι συλλογισμοί σου με βάση αυτή την υπόθεση φαίνεται να αξίζουν τουλάχιστον την προσοχή μας. Υπάρχει πιστεύω κάποια δυσκολία σχετικά με το πώς μπορούμε ποτέ να επιστρέψουμε από την αιτία στο αποτέλεσμα, και, θεωρώντας τις ιδέες μας για την αιτία, να συμπεράνουμε οποιαδήποτε αλλαγή ή προσθήκη στο αποτέλεσμα.


 

ΑπόσπασμααπότοAn enquiry concerning human understanding, τουDavid Hume:

[https://socialsciences.mcmaster.ca/econ/ugcm/3ll3/hume/enquiry.pdf]

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2024, Χρήστος Κ. Τσελέντης.



[1]Η ψηφοφορία στην Αρχαία Ελλάδα εισήχθη τον 5ο αιώνα π.Χ. Οι ενήλικες άνδρες πολίτες καλούνταν να εκφράσουν τη γνώμη τους ρίχνοντας ένα βότσαλο σε μια υδρία: ένα λευκό βότσαλο σήμαινε «ναι,» ενώ ένα μαύρο βότσαλο σήμαινε «όχι.»

[http://dataphys.org/list/visualizing-opinions-with-pebbles/#:~:text=The%20earliest%20participatory%20visualizations%20were,black%20pebble%20meant%20%22no%22.]

[2]Ο Ζεύξης ήταν Έλληνας ζωγράφος του 5ουπ.Χ. αιώνα, και έγινε γνωστός για την ικανότητά του να ζωγραφίζει «νεκρές φύσεις.» Τα έργα του δεν έχουν διασωθεί.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Zeuxis_(painter)]


Η σχετική κίνηση της γης και ο φωτοφόρος αιθέρας [1]

$
0
0



Άλμπερτ Αβραάμ Μάικελσον

Η κυματική θεωρία του φωτός προϋποθέτει την ύπαρξη ενός μέσου που ονομάζεται αιθέρας, του οποίου οι δονήσεις παράγουν τα φαινόμενα της θερμότητας και του φωτός, και ο οποίος υποτίθεται ότι γεμίζει όλο το χώρο. Σύμφωνα με τον Φρενέλ, ο αιθέρας, ο οποίος περικλείεται σε οπτικά μέσα, συμμετέχει στην κίνηση αυτών των μέσων, σε βαθμό που εξαρτάται από τους δείκτες διάθλασής τους. Για τον αέρα, αυτή η κίνηση δεν θα είναι παρά ένα μικρό κλάσμα εκείνης του ίδιου του αέρα, και θεωρείται αμελητέα.

Υποθέτοντας τότε ότι ο αιθέρας είναι σε ηρεμία, με τη Γη να κινείται μέσα από αυτόν, ο χρόνος που απαιτείται για να περάσει το φως από το ένα σημείο στο άλλο στην επιφάνεια της Γης, θα εξαρτηθεί από την κατεύθυνση προς την οποία η Γη ταξιδεύει.

Έστω Vη ταχύτητα του φωτός.
v = η ταχύτητα της Γης σε σχέση με τον αιθέρα.
D= η απόσταση μεταξύ των δύο σημείων στην επιφάνεια της Γης.
d= η απόσταση που διανύει η Γη, ενώ το φως ταξιδεύει από το ένα σημείο στο άλλο.
d1= η απόσταση που διανύει η Γη, ενώ το φως ταξιδεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ας υποθέσουμε ότι η κατεύθυνση της γραμμής που ενώνει τα δύο σημεία συμπίπτει με την κατεύθυνση της κίνησης της Γης, και έστω T = ο χρόνος που απαιτείται για να ταξιδεύσει το φως από το ένα σημείο στο άλλο, και T1 = ο χρόνος που απαιτείται για να ταξιδεύσει το φως προς την αντίθετη κατεύθυνση. Επιπλέον, έστω T0= ο χρόνος που απαιτείται για το φως να ταξιδεύσει από το ένα σημείο στο άλλο αν η Γη βρίσκεται σε ηρεμία. Τότε

T=D+dV=dv
και
T1=D-dV=d1v

Από αυτές τις σχέσεις βρίσκουμε ότι

d=DvV-v
και
d1=D vV+v

Οπότε
T=DV-v
και
T1=DV+v

Έτσι ώστε
T-T1=2T0vV 
και
v=VT-T12T0

Αν τώρα ήταν δυνατό να μετρήσουμε τη διαφορά T-T1,θεωρώντας ότι ταVκαι T0είναι γνωστά, θα μπορούσαμε να βρούμε την ταχύτητα vτης κίνησης της Γης μέσω του αιθέρα.


Σε μια επιστολή, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικόNatureλίγο μετά το θάνατό του, ο Κλερκ Μάξγουελ επεσήμανε ότι η διαφορά T-T1θα μπορούσε να υπολογιστεί μετρώντας την ταχύτητα του φωτός κατά τις εκλείψεις των δορυφόρων του Δία σε περιόδους που ο πλανήτης βρίσκεται σε διαφορετικές κατευθύνσεις από τη Γη. Στην ίδια επιστολή αναφερόταν επίσης ότι ο λόγος για τον οποίο τέτοιες μετρήσεις δεν μπορούσαν να γίνουν στην επιφάνεια της Γης είναι ότι μέχρι στιγμής δεν έχουμε καμία μέθοδο μέτρησης της ταχύτητας του φωτός χωρίς αυτό να επιστρέφει πίσω στο σημείο από όπου ξεκίνησε, έτσι ώστε θα έκανε σχεδόν το ίδιο χρόνο να πάει και να επιστρέψει. Η διαφορά, που εξαρτάται από το τετράγωνο του λόγου των δύο ταχυτήτων, σύμφωνα με τον Μάξγουελ, είναι πολύ μικρή για να μετρηθεί.


Τα ακόλουθα έχουν σκοπό να δείξουν ότι, με το μήκος κύματος του κίτρινου φωτός ως πρότυπο, ο αιθέρας- εάν υπάρχει- είναι εύκολα μετρήσιμος.

Χρησιμοποιώντας την ίδια σημειογραφία όπως πριν έχουμε 

T=DV-v
και
T1=DV+v

Ό συνολικός χρόνος λοιπόν που χρειάζεται για τη διαδρομή του φωτός προς τη μια κατεύθυνση και πίσω είναι

T+T1=2DVV2-v2

Εάν, ωστόσο, το φως είχε ταξιδέψει σε μια κατεύθυνση σε ορθή γωνία με την κίνηση της Γης, θα ήταν εντελώς ανεπηρέαστο, και ο χρόνος μετάβασης και επιστροφής θα ήταν, επομένως

2DV=2T0

Η διαφορά μεταξύ των χρόνων T+T1και 2T0είναι

2DV(1V2-v2-1V2 )=τ,
όπου
τ=2DV(v2V2(V2-v2)
ή 2T0 (v2/V2).

Στο χρόνο τ, το φως θα ταξίδευε μια απόσταση

Vτ=2VT0v2V2 =2Dv2V2 

Δηλαδή, η πραγματική απόσταση που διανύει το φως στην πρώτη περίπτωση είναι μεγαλύτερη από ό, τι στη δεύτερη, κατά την ποσότητα 2D(v2/V2).


Λαμβάνοντας υπόψη μόνο την ταχύτητα της Γης στην τροχιά της, ο λόγος v/V = 1/10.000 περίπου, και ο λόγος v2/V2= 1/100.000.000.


ΕάνD =  1.200 χιλιοστά, ή σε μήκη κύματος κίτρινου φωτός 2.000.000, τότε στις ίδιες μονάδες, 2D(v2/V2) = 4/100.


Αν, επομένως, μια συσκευή είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε να επιτρέπει σε δύο δέσμες φωτός, οι οποίες έχουν ταξιδέψει σε μονοπάτια που βρίσκονται σε ορθή γωνία μεταξύ τους, να συμβάλλουν, η δέσμη που έχει ταξιδέψει προς την κατεύθυνση της κίνησης της Γης, στην πραγματικότητα θα ταξιδέψει 4/100 ενός μήκους κύματος μακρύτερα από ό, τι θα έκανε αν η Γη ήταν σε ηρεμία. Η άλλη δέσμη που βρίσκεται σε ορθή γωνία με την κίνηση δεν θα επηρεαστεί.


Εάν, τώρα, η συσκευή περιστραφεί κατά 90° έτσι ώστε η δεύτερη δέσμη να έρθει προς την κατεύθυνση της κίνησης της Γης, η πορεία της θα επιμηκυνθεί κατά 4/100 μήκη κύματος. Η συνολική μεταβολή στη θέση των ζωνών παρεμβολής θα είναι τα 8/100 της απόστασης μεταξύ των ζωνών, ποσότητα εύκολα μετρήσιμη.

Οι συνθήκες για την παραγωγή συμβολής δύο δεσμών φωτός που διασχίζουν μονοπάτια σε ορθή γωνία μεταξύ τους πραγματοποιούνται με τον ακόλουθο απλό τρόπο:



Φως από μια λάμπα a (Εικ. 1) περνάει μέσα από την παράλληλη γυάλινη πλάκα b,ενώ ένα μέρος της δέσμης φωτός κατευθύνεται προς το κάτοπτρο c, και ένα μέρος αντανακλάται στο κάτοπτρο d.  Τα κάτοπτρα cκαι dείναι φτιαγμένα από γυαλί επαργυρωμένο στην μπροστινή επιφάνεια. Από αυτά το φως αντανακλάται στη γυάλινη πλάκα b, όπου η μία δέσμη φωτός αντανακλάται και η άλλη διαθλάται, ενώ και οι δύο δέσμες συμβάλλουν κατά μήκος της διαδρομής be.


Η απόσταση bcείναι ίση με την απόστασηbd, και μια γυάλινη πλάκα gπαρεμβάλλεται στη διαδρομή της ακτίνας bcγια να αντισταθμίσει το πάχος του γυαλιού bτο οποίο διασχίζει η ακτίναbd,έτσι ώστεοι δύο ακτίνες φωτός θα έχουν ταξιδέψει ίσες διαδρομές, και θα είναι σε θέση να συμβάλλουν.




Το όργανο αναπαρίσταται όπως φαίνεται από πάνω στο Σχ. 2, και σε προοπτική στο Σχ. 3. Τα ίδια γράμματα αναφέρονται στα ίδια μέρη στα δύο σχήματα.


Η πηγή του φωτός, ένα μικρό φανάρι εφοδιασμένο με φακό, με τη φλόγα να βρίσκεται στην εστία του φακού, αντιπροσωπεύεται από το a. Τα bκαι gείναι τα δύο επίπεδα γυαλιά, και τα δύο φτιαγμένα από το ίδιο κομμάτι γυαλιού. Τα dκαι cείναι οι επαργυρωμένοι γυάλινοι καθρέφτες. Το mείναι μια βίδα μικρομέτρου που κινεί την πλάκα bστην κατεύθυνση be. Το τηλεσκόπιο e, για την παρατήρηση των ζωνών παρεμβολής, διαθέτει ένα προσοφθάλμιο μικρομέτρου. Τοwείναι ένα αντίβαρο.


Στα πειράματα οι βραχίονες bdκαιbcκαλύφθηκαν από μακριά χάρτινα κουτιά, που δεν απεικονίζονται στα σχήματα, για να προστατευτούν από τις αλλαγές της θερμοκρασίας. Στηρίζονται στα εξωτερικά άκρα από τις ακίδες kκαι l, και στα άλλα άκρα από την κυκλική πλάκα o. Οι ρυθμίσεις έγιναν ως εξής:


Τα κάτοπτρα cκαι dμετακινούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην πλάκα b, και με τη βοήθεια του κοχλία mοιαποστάσεις μεταξύ ενός σημείου στην επιφάνεια του bκαιτων δύο κατόπτρων γίνονται περίπου ίσες με την βοήθεια ενός διαβήτη. Με το πού ανάψει η λάμπα, μια μικρή τρύπα που ανοίγεται σε μια οθόνη τοποθετημένη μπροστά στη λάμπα, χρησιμεύει για να παραχθεί μια δέσμη φωτός. Η πλάκα b, η οποία ρυθμίζεται σε δύο επίπεδα, μετακινείται μέχρι να συμπέσουν οι δύο εικόνες της δέσμης φωτός οι οποίες αντανακλώνται από τα κάτοπτρα. Στη συνέχεια, μια φλόγα νατρίου τοποθετημένη στο aπαράγει τις ζώνες παρεμβολής. Αυτές μπορούν στη συνέχεια να μεταβληθούν σε πλάτος, θέση, ή κατεύθυνση, με μια μικρή μετακίνηση της πλάκας b, και όταν αποκτήσουν το κατάλληλο πλάτος και τη μέγιστη οξύτητα, η φλόγα νατρίου καταργείται, και ο λαμπτήρας αντικαθίσταται. Η βίδα mστη συνέχεια γυρίζει αργά μέχρι να εμφανιστούν ξανά οι ζώνες παρεμβολής. Οι δέσμες φωτός είναι έγχρωμες, εκτός από την κεντρική δέσμη η οποία είναι σχεδόν μαύρη. Το τηλεσκόπιο παρατήρησης πρέπει να επικεντρωθεί στην επιφάνεια του κατόπτρου d, όπου τα περιθώρια παρεμβολής είναι πιο ευδιάκριτα. Ολόκληρη η συσκευή, συμπεριλαμβανομένης της λάμπας και του τηλεσκοπίου, είναι κινητή γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα.


Αξίζει να πούμε ότι αυτή η συσκευή μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί ως ένας «διαθλαστής παρεμβολής,» και έχει τα δύο σημαντικά πλεονεκτήματα του μικρού κόστους και του ευρύ διαχωρισμού των δύο δεσμών φωτός.


Η συσκευή, όπως περιγράφηκε παραπάνω, κατασκευάστηκε από τους Schmidtκαι Hænsch στο Βερολίνο. Βρίσκεται τοποθετημένη σε μια πέτρινη βάση στο Ινστιτούτο Φυσικής του Βερολίνου. Η πρώτη παρατήρηση έδειξε, ωστόσο, ότι λόγω της εξαιρετικής ευαισθησίας του οργάνου στις δονήσεις, οι εργασίες δεν μπορούσαν να συνεχιστούν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το πείραμα δοκιμάστηκε στη συνέχεια τη νύχτα. Όταν οι καθρέφτες τοποθετήθηκαν στη μέση των βραχιόνων, τα κρόσσια παρεμβολής ήταν ορατά, αλλά η θέση τους δεν μπορούσε να μετρηθεί παρά μόνο μετά τις δώδεκα, και τότε μόνο κατά διαστήματα. Όταν οι καθρέφτες μετακινήθηκαν στα άκρα των βραχιόνων, τα κρόσσια ήταν μόνο περιστασιακά ορατά.


Φάνηκε έτσι ότι τα πειράματα δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στο Βερολίνο, και η συσκευή μεταφέρθηκε στο Astrophysicalisches Observatoriumστο Πότσνταμ. Ακόμη και εδώ οι συνηθισμένες πέτρινες βάσεις δεν αρκούσαν, και η συσκευή μεταφέρθηκε και πάλι, αυτή τη φορά σε ένα κελάρι του οποίου οι κυκλικοί τοίχοι αποτέλεσαν το θεμέλιο για την ισημερινή στήριξη της συσκευής.


Εδώ, τα κρόσσια παρεμβολής υπό κανονικές συνθήκες ήταν αρκετά σταθερά για να μετρηθούν, αλλά το όργανο ήταν τόσο εξαιρετικά ευαίσθητο που ακόμα και το περπάτημα στο πεζοδρόμιο, 100 μέτρα μακριά από το παρατηρητήριο, έκανε τα κρόσσια να εξαφανίζονται εντελώς!


Αν αυτό μπορούσε να συμβεί με ένα όργανο κατασκευασμένο με σκοπό την αποφυγή ευαισθησίας, φανταστείτε τι γινόταν με ένα όργανο κατασκευασμένο να είναι όσο το δυνατόν πιο ευαίσθητο!


Αυτή την εποχή του έτους, στις αρχές Απριλίου, η κίνηση της Γης στην τροχιά της συμπίπτει περίπου σε γεωγραφικό μήκος με την εκτιμώμενη κατεύθυνση της κίνησης του ηλιακού συστήματος- δηλαδή, προς τον αστερισμό του Ηρακλή. Η κατεύθυνση αυτής της κίνησης είναι κεκλιμένη υπό γωνία περίπου +26° προς το επίπεδο του ισημερινού, και αυτή την εποχή του έτους η εφαπτομένη της κίνησης της Γης στην τροχιά της σχηματίζει γωνία -23½° με το επίπεδο του ισημερινού. Ως εκ τούτου, μπορούμε να πούμε ότι η συνισταμένη θα βρίσκεται εντός 25° από τον ισημερινό.


Όσο πιο κοντά είναι οι δύο συνιστώσες σε μέγεθος μεταξύ τους, τόσο περισσότερο θα συμπίπτει η συνισταμένη τους με το επίπεδο του ισημερινού.


Στην περίπτωση αυτή, εάν η συσκευή τοποθετηθεί έτσι ώστε οι βραχίονες να δείχνουν βόρεια και ανατολικά το μεσημέρι, ο βραχίονας που δείχνει ανατολικά θα συμπίπτει με την συνισταμένη κίνηση, και ο άλλος θα είναι σε ορθή γωνία. Επομένως, εάν εκείνη τη στιγμή η συσκευή περιστραφεί κατά 90°, η μετατόπιση των περιθωρίων παρεμβολής πρέπει να είναι δυο φορές 8/100, ή 0,16 της απόστασης μεταξύ των περιθωρίων.


Εάν, από την άλλη πλευρά, η ιδία κίνηση του Ήλιου είναι μικρή σε σύγκριση με την κίνηση της Γης, η μετατόπιση των περιθωρίων θα πρέπει να είναι τα 6/10 του 0,08, ή 0,048. Λαμβάνοντας τον μέσο όρο αυτών των δύο αριθμών ως τον πιο πιθανό, μπορούμε να πούμε ότι η μετατόπιση που πρέπει να αναμένεται είναι περίπου το ένα δέκατο της απόστασης μεταξύ των περιθωρίων.


Η κύρια δυσκολία που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε κατά την πραγματοποίηση αυτών των πειραμάτων, ήταν η επίδραση των αλλαγών θερμοκρασίας στους δύο βραχίονες του οργάνου. Αυτοί είναι φτιαγμένοι από ορείχαλκο, ο οποίος έχει συντελεστή διαστολής 0,000019, ενώ το μήκος τους είναι περίπου 1.000 mm, ή 1.700.000 μήκη κύματος. Αν δηλαδή ο ένας βραχίονας είχε θερμοκρασία έστω και ένα εκατοστό του βαθμού υψηλότερη από τον άλλο βραχίονα, τα κρόσσια παρεμβολής θα παρουσίαζαν μια μετατόπιση τρεις φορές μεγαλύτερη από εκείνη που θα προέκυπτε από την περιστροφή τους. Από την άλλη, δεδομένου ότι οι μεταβολές της θερμοκρασίας είναι ανεξάρτητες από την κατεύθυνση των βραχιόνων, αν αυτές οι μεταβολές δεν είναι πολύ μεγάλες, η επίδρασή τους μπορεί να εξαλειφθεί.


Διαπιστώθηκε, ωστόσο, ότι η μετατόπιση των περιθωρίων παρεμβολής λόγω κάμψης των βραχιόνων κατά την περιστροφή ήταν τόσο σημαντική ώστε το όργανο έπρεπε να επιστραφεί στον κατασκευαστή, με οδηγίες ώστε να περιστρέφεται όσο το δυνατόν ευκολότερα. Θα φανεί από τους πίνακες παρακάτω, ότι παρά την προφύλαξη αυτή παρατηρήθηκε μεγάλη μετατόπιση προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το ότι αυτό οφειλόταν εξ ολοκλήρου στη βάση στήριξης αποδείχθηκε περιστρέφοντας την βάση κατά 90°, οπότε η κατεύθυνση προς την οποία εμφανίστηκε η μετατόπιση άλλαξε επίσης κατά 90°.


Λόγω της ευαισθησίας του οργάνου στους κραδασμούς, η βίδα μικρομέτρου του τηλεσκοπίου παρατήρησης δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, και αντικαταστάθηκε από μια διαβαθμισμένη κλίμακα. Η απόσταση μεταξύ των περιθωρίων κάλυπτε τρεις διαβαθμίσεις της κλίμακας, και η θέση του κέντρου του σκοτεινού περιθωρίου εκτιμήθηκε σε τέταρτα μιας υποδιαίρεσης, έτσι ώστε οι ξεχωριστές εκτιμήσεις να είναι σωστές με περιθώριο σφάλματος 1/12.


Συχνά συνέβαινε ότι από κάποια μικρή αιτία (μεταξύ άλλων το τρίξιμο του τσίγκινου φαναριού λόγω θέρμανσης) τα περιθώρια άλλαζαν ξαφνικά τη θέση τους, οπότε η συγκεκριμένη σειρά παρατηρήσεων απορριπτόταν, και ξεκινούσε μια νέα σειρά.


Κάνοντας τις ρυθμίσεις πριν από την τρίτη σειρά παρατηρήσεων, η κατεύθυνση προς την οποία τα κρόσσια παρεμβολής κινήθηκαν, κατά τη μετακίνηση της γυάλινης πλάκας b, αντιστράφηκε, έτσι ώστε η μετατόπιση των κροσσιών στην τρίτη και τέταρτη σειρά πρέπει να ληφθεί με το αντίθετο πρόσημο.


Στο τέλος κάθε σειράς μετρήσεων, η βάση περιστρεφόταν κατά 90°, και ο άξονας ρυθμιζόταν προσεκτικά στην κατακόρυφο με τη βοήθεια βιδών και ενός αλφαδιού.





Η επικεφαλίδα των στηλών στους πίνακες δίνει την κατεύθυνση προς την οποία έδειχνε το τηλεσκόπιο.

Η σειρά της αποκλίνουσας στήλης σημειώνεται με x, και στους υπολογισμούς αντικαθίσταται με τον μέσο όρο των δύο γειτονικών σειρών.

Οι αριθμοί στις στήλες είναι οι θέσεις του κέντρου του σκοτεινού περιθωρίου παρεμβολής σε δωδέκατα της απόστασης μεταξύ των περιθωρίων.

Στις δύο πρώτες σειρές, όταν τα αθροίσματα των στηλών N. και S. υπερβαίνουν εκείνα των στηλών E. και W., η απόκλιση ονομάζεται θετική. Η απόκλιση των αθροισμάτων των στηλών N.E., S.W., έναντι εκείνων των στηλών N.W., S.E., ονομάζεται επίσης θετική. Στην τρίτη και τέταρτη σειρά αυτό αντιστρέφεται.

Οι αριθμοί που σημειώνονται ως «απόκλιση» (excess) είναι το άθροισμα δέκα παρατηρήσεων. Διαιρώντας επομένως με το 10, για να λάβουμε τον μέσο όρο, αλλά και με το 12 (δεδομένου ότι οι αριθμοί είναι δωδέκατα της απόστασης μεταξύ των κροσσών παρεμβολής), βρίσκουμε:



Η μετατόπιση είναι, επομένως, υπέρ των στηλών

Το πρώτο αποτέλεσμα είναι πολύ μικρό για να θεωρηθεί ότι δείχνει μετατόπιση λόγω της απλής αλλαγής της κατεύθυνσης, και το δεύτερο θα έπρεπε να είναι μηδέν.

Οι αριθμοί είναι απλά στατιστικά λάθη του πειράματος. Στην πραγματικότητα, από τα αθροίσματα των στηλών φαίνεται ότι οι αριθμοί αυξάνονται (ή μειώνονται) με περισσότερη ή λιγότερη κανονικότητα από αριστερά προς τα δεξιά.

Αυτή η βαθμιαία αλλαγή, η οποία δεν πρέπει να επηρεάσει καθόλου την περιοδική διακύμανση που αναζητάμε, θα απαιτούσε από μόνη της ένα στατιστικό σφάλμα, απλώς και μόνο επειδή το άθροισμα των δύο τελευταίων στηλών προς τα αριστερά πρέπει να είναι μικρότερο (ή μεγαλύτερο) από το άθροισμα εκείνων που βρίσκονται μακρύτερα προς τα δεξιά.

Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται επαρκώς από το γεγονός ότι όπου η απόκλιση είναι θετική για τη στήλη N.S., είναι επίσης θετική για τις στήλες N.E. και S.W., και όπου είναι αρνητική για την πρώτη στήλη, είναι επίσης αρνητική για τις άλλες δύο στήλες. Εάν, επομένως, εξαλείψουμε αυτή τη σταδιακή αλλαγή, μπορούμε να περιμένουμε ένα πολύ μικρότερο σφάλμα. Αυτό επιτυγχάνεται κάλλιστα ως εξής.


Προσθέτοντας όλα τα αθροίσματα των τεσσάρων σειρών, της τρίτης και της τέταρτης με αρνητικό πρόσημο, παίρνουμε:



ή διαιρώντας με το 20×12 για να ληφθούν οι μέσοι όροι όσον αφορά την απόσταση μεταξύ των περιθωρίων, έχουμε



Εάνxείναι ο αριθμός της στήλης ξεκινώντας από τα δεξιά, και yείναι το αντίστοιχο άθροισμα, τότε η μέθοδος των ελαχίστων τετραγώνων δίνει την εξίσωση της ευθείας γραμμής που διέρχεται πλησιέστερα από τα σημεία x, y-



Εάν, τώρα, κατασκευάσουμε μια καμπύλη με συντεταγμένες ίσες με τη διαφορά των τιμών  του y, που παίρνουμε από την  εξίσωση, και την πραγματική τιμή του y, αυτή η καμπύλη θα αντιπροσωπεύει τις μετατοπίσεις που παρατηρήθηκαν, απελευθερωμένες από το εν λόγω σφάλμα.

Οι συντεταγμένες αυτές είναι:



Οι μικρές μετατοπίσεις -0,004 και -0,015 είναι απλά λάθη του πειράματος.


Τα αποτελέσματα που προκύπτουν, ωστόσο, φαίνονται πιο εντυπωσιακά αν κατασκευάσουμε την πραγματική καμπύλη μαζί με την καμπύλη που θα παίρναμε αν η θεωρία ήταν σωστή. Αυτό φαίνεται στο Σχ. 4:



Η διακεκομμένη καμπύλη σχεδιάστηκε με την υπόθεση ότι η αναμενόμενη μετατόπιση είναι το ένα δέκατο της απόστασης μεταξύ των περιθωρίων παρεμβολής, αλλά αν αυτή η μετατόπιση ήταν μόνο το 1/100, η διακεκομμένη γραμμή θα συνέπιπτε περισσότερο με την ευθεία γραμμή παρά με την καμπύλη.

Η ερμηνεία αυτών των αποτελεσμάτων είναι ότι δεν υπάρχει μετατόπιση των ζωνών παρεμβολής. Το αποτέλεσμα της υπόθεσης ενός στατικού αιθέρα αποδεικνύεται έτσι λανθασμένο, και προκύπτει το απαραίτητο συμπέρασμα ότι η υπόθεση είναι εσφαλμένη.

Το συμπέρασμα αυτό έρχεται σε άμεση αντίθεση με την εξήγηση του φαινομένου της εκτροπής του φωτός που μέχρι τώρα ήταν γενικά αποδεκτή, και η οποία προϋποθέτει ότι η Γη κινείται μέσω του αιθέρα, ο οποίος παραμένει σε ηρεμία.

Ίσως να μην είναι άτοπο να προσθέσουμε ένα απόσπασμα από ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Philosophical Magazineαπό τον Τζορτζ Στόουκς το 1846:

«Όλα αυτά τα αποτελέσματα θα προέκυπταν αμέσως από τη θεωρία της εκτροπής του φωτός που πρότεινα στο τεύχος Ιουλίου αυτού του περιοδικού: ούτε μπόρεσα να λάβω κάποιο πειραματικό αποτέλεσμα που να είναι διαφορετικό ανάλογα με το ποια θεωρία θα υιοθετούσαμε. Πρόκειται για την περίεργη περίπτωση δύο εντελώς διαφορετικών θεωριών που υπάρχουν παράλληλα για την εξήγηση των φαινομένων. Δεν υποθέτω ότι πολλοί θα ήταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν τη θεωρία του Φρενέλ, καθώς φαίνεται ότι μπορεί να παραλειφθεί, στο βαθμό που δεν θα ήμασταν διατεθειμένοι να πιστέψουμε, χωρίς καλές αποδείξεις, ότι ο αιθέρας κινείται ελεύθερα μέσα στη στερεή μάζα της Γης. Παρόλα αυτά, θα ήταν ικανοποιητικό αν ήταν δυνατόν να δοκιμαστούν οι δύο θεωρίες με κάποιο αποφασιστικό πείραμα.»


==========================================


The Relative Motion of the Earth and the Luminiferous Ether, Albert Abraham Michelson, [https://en.wikisource.org/wiki/The_Relative_Motion_of_the_Earth_and_the_Luminiferous_Ether]
Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2024, Χρήστος Κ. Τσελέντης.

[1] Το πείραμα των Μάικελσον- Μόρλεϋ ήταν μια προσπάθεια ανίχνευσης της ταχύτητας της Γης σε σχέση με τον φωτοφόρο αιθέρα, ένα υποθετικό μέσο στο διάστημα που προτάθηκε για τη μεταφορά φωτεινών κυμάτων. Η δοκιμή εκτελέστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία το 1880-81 από τον φυσικό Α.Α. Μάικελσον, και αργότερα βελτιώθηκε το 1887 από τους Μάικελσον και Έντουαρντ Μόρλεϋ στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η διαδικασία εξαρτιόταν από ένα συμβολόμετρο Μάικελσον, μια ευαίσθητη οπτική συσκευή που συγκρίνει τα μήκη οπτικής διαδρομής για το φως που κινείται σε δύο αμοιβαία κάθετες κατευθύνσεις. Ο Μάικελσον υποστήριξε ότι, αν η ταχύτητα του φωτός ήταν σταθερή σε σχέση με τον προτεινόμενο αιθέρα μέσω του οποίου κινούνταν η Γη, αυτή η κίνηση θα μπορούσε να ανιχνευθεί συγκρίνοντας την ταχύτητα του φωτός προς την κατεύθυνση της κίνησης της Γης και την ταχύτητα του φωτός σε ορθή γωνία με την κίνηση της Γης. Δεν βρέθηκε διαφορά. Αυτό το μηδενικό αποτέλεσμα δυσφήμισε σοβαρά τις θεωρίες του αιθέρα, και τελικά οδήγησε στην πρόταση του Άλμπερτ Αϊνστάιν το 1905 ότι η ταχύτητα του φωτός είναι μια παγκόσμια σταθερά. 
[https://www.britannica.com/science/Michelson-Morley-experiment]



Το μέλλον μιας ψευδαίσθησης

$
0
0

 

Σίγκμουντ Φρόιντ

 

Κεφάλαιο V

Ας ακολουθήσουμε τώρα την πορεία της έρευνάς μας. Ποια είναι, λοιπόν, η ψυχολογική σημασία των θρησκευτικών ιδεών, και σε ποια κατηγορία πρέπει να τις κατατάξουμε; Το ερώτημα δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντηθεί αμέσως. Αφού απορρίψουμε ορισμένες διατυπώσεις, θα πάρουμε το μέρος της ακόλουθης θέσης: Οι θρησκευτικές ιδέες είναι διδασκαλίες και ισχυρισμοί σχετικά με γεγονότα και συνθήκες εξωτερικής (ή εσωτερικής) πραγματικότητας, που λένε σε κάποιον κάτι που δεν έχει ανακαλύψει για τον εαυτό του, και που διεκδικούν την πίστη του. Δεδομένου ότι αυτές οι ιδέες μάς δίνουν πληροφορίες για το τι είναι πιο σημαντικό και ενδιαφέρον για εμάς στη ζωή, είναι ιδιαίτερα πολύτιμες. Όποιος δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτές, είναι πολύ αδαής. Και όποιος τις έχει προσθέσει στη γνώση του, μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του πολύ πλουσιότερο.

 

Υπάρχουν, φυσικά, πολλές τέτοιες διδασκαλίες για τα πιο διαφορετικά πράγματα στον κόσμο. Κάθε σχολικό μάθημα είναι γεμάτο από αυτές. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη γεωγραφία. Μας λένε ότι η πόλη της Κωνσταντίας βρίσκεται στο Bodensee.[1]Ένα μαθητικό τραγούδι προσθέτει: «Αν δεν το πιστεύεις, πήγαινε να δεις.» Τυχαίνει να έχω πάει εκεί, και μπορώ να επιβεβαιώσω το γεγονός ότι αυτή η όμορφη πόλη βρίσκεται στην ακτή μιας μεγάλης έκτασης νερού, που όλοι όσοι ζουν γύρω της την αποκαλούν Bodensee. Είμαι πλέον απόλυτα πεπεισμένος για την ορθότητα αυτού του γεωγραφικού ισχυρισμού. Σε σχέση με αυτό, θυμάμαι μια άλλη, πολύ αξιοσημείωτη, εμπειρία. Ήμουν ήδη ένας ώριμος άνθρωπος όταν στάθηκα για πρώτη φορά στο λόφο της Ακρόπολης στην Αθήνα, ανάμεσα στα ερείπια του ναού, κοιτάζοντας το γαλάζιο της θάλασσας. Ένα αίσθημα έκπληξης αναμίχθηκε με τη χαρά μου. Φαινόταν να λέει: «Έτσι είναι αλήθεια, ακριβώς όπως μάθαμε στο σχολείο!» Πόσο ρηχή και αδύναμη πρέπει να ήταν η πίστη μου για όσα είχα ακούσει, αν έμενα τόσο έκπληκτος τώρα! Αλλά δεν θα τονίσω ιδιαίτερα τη σημασία αυτής της εμπειρίας. Γιατί η έκπληξή μου θα μπορούσε να έχει μια άλλη εξήγηση, η οποία δεν μου είχε περάσει από το μυαλό εκείνη τη στιγμή, και η οποία είναι εντελώς υποκειμενικής φύσης, και έχει να κάνει με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του τόπου.

 

Όλες οι διδασκαλίες όπως αυτές, λοιπόν, απαιτούν πίστη στο περιεχόμενό τους, αλλά όχι χωρίς να παράγουν λόγους για τον ισχυρισμό τους. Παρουσιάζονται ως η επιτομή μιας μακρύτερης διαδικασίας σκέψης, που βασίζεται στην παρατήρηση, καθώς και στα συμπεράσματα. Αν κάποιος θέλει να υποβληθεί σε αυτή τη διαδικασία αντί να αποδεχτεί το αποτέλεσμά της, τα ίδια τα διδάγματα τού δείχνουν το δρόμο. Επιπλέον, μας δίνεται πάντα η πηγή της γνώσης που μεταδίδεται από τα διδάγματα, αλλά αυτή η πηγή δεν είναι αυτονόητη όπως συμβαίνει στην περίπτωση των γεωγραφικών ισχυρισμών. Για παράδειγμα, η Γη έχει σχήμα σφαίρας. Οι αποδείξεις που προσκομίζονται γι’ αυτό είναι το πείραμα με το εκκρεμές του Φουκώ,[2]η συμπεριφορά του γήινου ορίζοντα,[3]και η δυνατότητα περίπλου της Γης. Καθώς είναι ανέφικτο, όπως αντιλαμβανόμαστε, να στείλουμε κάθε μαθητή σε ένα ταξίδι γύρω από τον κόσμο, αρκούμαστε με το να θεωρούμε αυτά που διδάσκονται στο σχολείο ως έγκυρα. Αλλά γνωρίζουμε ότι ο δρόμος για την απόκτηση της προσωπικής πεποίθησης παραμένει ανοιχτός.

 

Ας προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε την ίδια δοκιμασία στις διδασκαλίες της θρησκείας. Όταν ρωτάμε σε τι βασίζεται ο ισχυρισμός της πίστης, συναντάμε τρεις απαντήσεις, οι οποίες εναρμονίζονται δύσκολα μεταξύ τους. Πρώτον, ότι αυτές οι διδασκαλίες αξίζουν να γίνουν πιστευτές επειδή τις πίστευαν οι αρχέγονοι πρόγονοί μας·δεύτερον, ότι διαθέτουμε αποδείξεις που μας έχουν παραδοθεί από εκείνους τους αρχέγονους καιρούς·Και τρίτον, ότι απαγορεύεται να τεθεί το ζήτημα της επικύρωσής τους. Παλαιότερα, οτιδήποτε τόσο αλαζονικό τιμωρείτο με τις αυστηρότερες ποινές, και ακόμη και σήμερα η κοινωνία αντιμετωπίζει με μισό μάτι κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης αυτών των διδασκαλιών.

 

Αυτό το τρίτο σημείο είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει τις ισχυρότερες υποψίες μας. Εξάλλου, μια τέτοια απαγόρευση μπορεί να υπάρχει μόνο για έναν λόγο- ότι η κοινωνία γνωρίζει πολύ καλά την ανασφάλεια του ισχυρισμού που προβάλλει εξ ονόματος των θρησκευτικών δογμάτων της. Διαφορετικά, θα ήταν έτοιμη να θέσει τα απαραίτητα στοιχεία στη διάθεση οποιουδήποτε θα ήθελε να εξετάσει το ζήτημα της πίστης.

 

Υπό τις συνθήκες αυτές, με ένα αίσθημα δυσπιστίας το οποίο δύσκολα μπορούμε να καθησυχάσουμε, περνάμε στην εξέταση των δύο άλλων αποδεικτικών βάσεων. Οφείλουμε να πιστέψουμε επειδή πίστευαν οι πρόγονοί μας. Αλλά οι πρόγονοί μας ήταν πολύ πιο αδαείς από εμάς. Πίστευαν σε πράγματα που δεν μπορούμε να δεχτούμε σήμερα. Και μας έρχεται στο μυαλό η πιθανότητα ότι τα δόγματα της θρησκείας μπορεί να ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Οι αποδείξεις που μας άφησαν βρίσκονται σε γραπτά που από μόνα τους είναι αναξιόπιστα. Είναι γεμάτα αντιφάσεις, αναθεωρήσεις και παραποιήσεις, και όπου μιλούν για πραγματικές επιβεβαιώσεις, οι ίδιες είναι ανεπιβεβαίωτες. Δεν βοηθά πολύ να θεωρήσουμε ότι η διατύπωσή τους, ή έστω το περιεχόμενό τους, προέρχεται από θεία αποκάλυψη. Γιατί αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί από μόνος του ένα από τα δόγματα των οποίων την αυθεντικότητα εξετάζουμε, και καμία πρόταση δεν μπορεί να είναι απόδειξη της ορθότητάς της.

 

Έτσι, καταλήγουμε στο μοναδικό συμπέρασμα ότι από όλες τις πληροφορίες που παρέχονται από τα πολιτιστικά μας αγαθά, είναι ακριβώς τα στοιχεία που μπορεί να έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για εμάς, και τα οποία έχουν το καθήκον να λύσουν τα μυστήρια του Σύμπαντος και να μας συμφιλιώσουν με τα βάσανα της ζωής- αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι τα λιγότερο καλά τεκμηριωμένα. Δεν θα έπρεπε να δεχόμαστε κάτι που μας απασχολεί τόσο λίγο όσο το γεγονός ότι οι φάλαινες γεννούν μικρά αντί να γεννούν αυγά, αν δεν μπορεί να μας προσφέρει μια καλύτερη απόδειξη.

 

Αυτή η κατάσταση πραγμάτων αποτελεί από μόνη της ένα αξιοσημείωτο ψυχολογικό πρόβλημα. Και ας μην υποθέσει κανείς ότι αυτά που είπα σχετικά με την αδυναμία απόδειξης της αλήθειας των θρησκευτικών δογμάτων περιέχουν κάτι νέο. Έχουν επίσης διατυπωθεί αμφιβολίες  από τους ίδιους τους προγόνους που μας κληροδότησαν αυτή την κληρονομιά. Πολλοί από αυτούς πιθανότατα έτρεφαν τις ίδιες αμφιβολίες με τις δικές μας, αλλά η πίεση που τους ασκήθηκε ήταν πολύ ισχυρή για να τολμήσουν να εκφράσουν τις αμφιβολίες. Και από τότε αμέτρητοι άνθρωποι βασανίστηκαν από παρόμοιες αμφιβολίες, και προσπάθησαν να τις καταστείλουν, επειδή νόμιζαν ότι ήταν καθήκον τους να πιστέψουν. Πολλές λαμπρές διάνοιες έχουν καταρρακωθεί εξαιτίας αυτής της σύγκρουσης, και πολλοί ανθρώπινοι χαρακτήρες έχουν βλαφτεί από τους συμβιβασμούς με τους οποίους προσπάθησαν να βρουν μια διέξοδο από αυτήν.

 

Αν όλα τα στοιχεία που προβάλλονται για την αυθεντικότητα των θρησκευτικών διδασκαλιών προέρχονται από το παρελθόν, είναι φυσικό να κοιτάξουμε γύρω μας και να δούμε αν το παρόν, για το οποίο είναι ευκολότερο να σχηματίσουμε κρίσεις, είναι επίσης ανήμπορο να παράσχει αποδείξεις αυτού του είδους. Αν με αυτόν τον τρόπο μπορούσαμε να απαλλάξουμε έστω και ένα τμήμα του θρησκευτικού συστήματος από κάθε αμφιβολία, το σύνολό του θα κέρδιζε πάρα πολύ σε αξιοπιστία.

 

Εδώ έχουμε τις διαδικασίες των πνευματιστών. Αυτοί είναι πεπεισμένοι για την επιβίωση της ατομικής ψυχής μετά θάνατο, και επιδιώκουν να μας αποδείξουν πέρα από κάθε αμφιβολία την αλήθεια αυτού του συγκεκριμένου θρησκευτικού δόγματος. Δυστυχώς, δεν μπορούν να αντικρούσουν το γεγονός ότι η εμφάνιση και οι εκδηλώσεις των πνευμάτων που επικαλούνται είναι απλώς προϊόντα της δικής τους διανοητικής δραστηριότητας. Έχουν επιστρατεύσει τα πνεύματα των σημαντικότερων ανδρών και των πιο επιφανών στοχαστών, αλλά όλες οι διακηρύξεις και οι πληροφορίες που έλαβαν από αυτούς ήταν τόσο ασυνάρτητες ώστε δεν μπορεί κανείς να βρει τίποτα αξιόπιστο σε αυτές, εκτός από την ικανότητα των πνευμάτων να προσαρμόζονται στον κύκλο των ανθρώπων που τα έχουν επινοήσει. 

 

Πρέπει τώρα να αναφέρω δύο προσπάθειες που έχουν γίνει- και οι οποίες φαίνονται απέλπιδες- προκειμένου να παρακαμφτεί το πρόβλημα. Η μία, και η οποία είναι βίαιης φύσης, είναι αρχαία. Η άλλη είναι εκλεπτυσμένη και μοντέρνα. Η πρώτη είναι το «Credoquiaabsurdum»[4]των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας. Υποστηρίζει ότι τα θρησκευτικά δόγματα είναι εκτός της δικαιοδοσίας της λογικής. Η αλήθεια τους πρέπει να γίνει αισθητή εσωτερικά, και δεν χρειάζεται να κατανοηθεί. Αλλά αυτό το «Credo»έχει ενδιαφέρον μόνο ως ομολογία. Ως επίσημη δήλωση δεν έχει δεσμευτική ισχύ. Πρέπει να πιστεύω σε κάθεπαραλογισμό; Και αν όχι, γιατί στον συγκεκριμένο; Δεν υπάρχει ετυμηγορία χωρίς τη λογική. Αν η αλήθεια των θρησκευτικών δογμάτων εξαρτάται από μια εσωτερική εμπειρία που μαρτυρεί αυτή την αλήθεια, τι μπορεί να γίνει με τόσους ανθρώπους που δεν είχαν αυτή τη σπάνια εμπειρία; Κάποιος μπορεί να απαιτήσει από κάθε άλλο άνθρωπο να χρησιμοποιεί το χάρισμα της λογικής που διαθέτει, αλλά κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει, με βάση ένα κίνητρο που υπάρχει μόνο για λίγους, μια υποχρέωση που θα ισχύει για όλους. Αν ένας άνθρωπος έχει αποκτήσει μια ακλόνητη πεποίθηση για την αλήθεια των θρησκευτικών δογμάτων από μια κατάσταση έκστασης που τον έχει συγκινήσει βαθιά, τι σημασία έχει αυτό για τους άλλους;

 

Η δεύτερη προσπάθεια είναι αυτή που γίνεται από τη φιλοσοφία του «Σαν να.»[5]Αυτή ισχυρίζεται ότι η δραστηριότητα της σκέψης μας περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό υποθέσεων των οποίων την αβασιμότητα, ακόμη και τον παραλογισμό, συνειδητοποιούμε πλήρως. Αυτές οι υποθέσεις είναι «μυθοπλασίες,» αλλά για διάφορους πρακτικούς λόγους πρέπει να συμπεριφερόμαστε «σαν να» πιστεύαμε σε αυτές τις μυθοπλασίες. Αυτό συμβαίνει με τα θρησκευτικά δόγματα λόγω της ασύγκριτης σημασίας τους για τη διατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας.[6]

 

Η επιχειρηματολογία αυτή δεν απέχει πολύ από το «Credoquiaabsurdum.» Αλλά νομίζω ότι το αίτημα του επιχειρήματος «Σαν να» είναι κάτι που μόνο ένας φιλόσοφος θα μπορούσε να προβάλει. Ένας άνθρωπος του οποίου η σκέψη δεν επηρεάζεται από τα τεχνάσματα της φιλοσοφίας, δεν θα μπορέσει ποτέ να το δεχτεί. Κατά την άποψη ενός τέτοιου ανθρώπου, η παραδοχή ότι κάτι είναι παράλογο ή αντίθετο με τη λογική δεν αφήνει τίποτα άλλο να ειπωθεί. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από αυτόν ότι θα παραιτηθεί από τις εγγυήσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των σημαντικότερων συμφερόντων του. Θυμάμαι ένα από τα παιδιά μου που χαρακτηριζόταν σε νεαρή ηλικία από έναν ιδιαίτερα έντονο ρεαλισμό. Όταν τα άλλα παιδιά άκουγαν ένα παραμύθι με μεγάλη προσοχή, εκείνο ρωτούσε: «Είναι η ιστορία αληθινή;» Όταν του έλεγαν ότι δεν ήταν, απομακρυνόταν με ένα βλέμμα περιφρόνησης. Μπορούμε να περιμένουμε ότι οι άνθρωποι σύντομα θα συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο απέναντι στα παραμύθια της θρησκείας, παρά για την υπεράσπιση του «Σαν να.»

 

Αλλά προς το παρόν οι άνθρωποι εξακολουθούν να συμπεριφέρονται αρκετά διαφορετικά. Και στο παρελθόν οι θρησκευτικές ιδέες, παρά την αδιαμφισβήτητη έλλειψη αυθεντικότητάς τους, άσκησαν την ισχυρότερη δυνατή επιρροή στην ανθρωπότητα. Αυτό είναι ένα νέο ψυχολογικό πρόβλημα. Πρέπει να αναρωτηθούμε πού βρίσκεται η εσωτερική πίστη αυτών των δογμάτων, και σε τι οφείλουν την αποτελεσματικότητά τους, ανεξάρτητα από την αναγνώρισή τους από τη λογική.

 

Κεφάλαιο VI

 Νομίζω ότι έχουμε προετοιμάσει επαρκώς το έδαφος για μια απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα. Αυτή η απάντηση θα βρεθεί αν στρέψουμε την προσοχή μας στην ψυχική προέλευση των θρησκευτικών ιδεών. Αυτές, οι οποίες δίνονται ως διδασκαλίες, δεν είναι προϊόντα της εμπειρίας ή τελικά συμπεράσματα της σκέψης: είναι ψευδαισθήσεις, εκπληρώσεις των παλαιότερων, ισχυρότερων και πιο επειγουσών επιθυμιών της ανθρωπότητας. Το μυστικό της δύναμής τους έγκειται στη δύναμη αυτών των επιθυμιών. Όπως ήδη γνωρίζουμε, το τρομακτικό συναίσθημα της αδυναμίας στην παιδική ηλικία προκαλεί την ανάγκη για προστασία- για προστασία μέσω της αγάπης- την οποία παρέχει ο πατέρας. Και η αναγνώριση ότι αυτή η αδυναμία διαρκεί καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου, καθιστά απαραίτητο να προσκολληθούμε στην ύπαρξη του πατέρα, αλλά αυτή τη φορά ενός πατέρα πιο ισχυρού.

 

Έτσι, η καλοπροαίρετη διακυβέρνηση μιας θείας Πρόνοιας καθησυχάζει τον φόβο μας για τους κινδύνους της ζωής. Η εγκαθίδρυση μιας ηθικής παγκόσμιας τάξης εξασφαλίζει την εκπλήρωση των απαιτήσεων της δικαιοσύνης, οι οποίες τόσο συχνά έχουν παραμείνει ανεκπλήρωτες στον ανθρώπινο πολιτισμό. Και η παράταση της γήινης ύπαρξης σε μια μελλοντική μετά θάνατο ζωή, παρέχει το τοπικό και χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκπληρωθούν αυτές οι επιθυμίες.

 

Οι απαντήσεις στα αινίγματα που δελεάζουν την περιέργεια του ανθρώπου, όπως το πώς ξεκίνησε το Σύμπαν, ή ποια είναι η σχέση μεταξύ σώματος και νου, αναπτύσσονται σύμφωνα με τις υποκείμενες υποθέσεις αυτού του συστήματος. Είναι μια τεράστια ανακούφιση για την ατομική ψυχή αν οι συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας που προκύπτουν από το σύμπλεγμα του πατέρα- συγκρούσεις που ποτέ δεν ξεπερνιόνται εντελώς- απομακρυνθούν από αυτήν, και οδηγηθούν σε μια λύση που είναι καθολικά αποδεκτή.

 

Όταν λέω ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι ψευδαισθήσεις, πρέπει να ορίσω την έννοια της λέξης. Μια ψευδαίσθηση δεν είναι το ίδιο πράγμα με ένα λάθος. Ούτε είναι απαραίτητα λάθος. Η πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι τα παράσιτα αναπτύσσονται από την κοπριά (μια πεποίθηση στην οποία εξακολουθούν να προσκολλώνται οι αδαείς άνθρωποι) ήταν λάθος·το ίδιο ήταν η πεποίθηση μιας πρώην γενιάς γιατρών ότι τοtabesdorsalis[7]είναι αποτέλεσμα της σεξουαλικής υπερβολής. Θα ήταν λάθος να ονομάσουμε αυτά τα λάθη ψευδαισθήσεις. Από την άλλη, ήταν μια ψευδαίσθηση του Κολόμβου ότι είχε ανακαλύψει μια νέα θαλάσσια διαδρομή προς τις Ινδίες. Ο ρόλος που διαδραμάτισε η επιθυμία του σε αυτό το σφάλμα είναι πολύ σαφής. Επίσης, κάποιος μπορεί να περιγράψει ως ψευδαίσθηση τον ισχυρισμό ορισμένων εθνικιστών ότι η ινδογερμανική φυλή είναι η μόνη ικανή για πολιτισμό·ή την πεποίθηση, η οποία ανατράπηκε χάρη στην ψυχανάλυση, ότι τα παιδιά είναι πλάσματα χωρίς σεξουαλικότητα.

 

Αυτό που είναι χαρακτηριστικό των ψευδαισθήσεων (illusions) είναι ότι προέρχονται από ανθρώπινες επιθυμίες. Από αυτή την άποψη, πλησιάζουν τον ψυχιατρικό ορισμό της παραίσθησης (delusion). Αλλά διαφέρουν από τις παραισθήσεις και στην πολυπλοκότητα της δομής των τελευταίων. Στην περίπτωση των παραισθήσεων, σημαντικό στοιχείο είναι η αντίθεσή τους με την πραγματικότητα. Οι ψευδαισθήσεις, από την άλλη, δεν χρειάζεται να είναι ψευδείς- δηλαδή, να είναι μη πραγματοποιήσιμες, ή να βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ένα κορίτσι της μεσαίας τάξης μπορεί να έχει την ψευδαίσθηση ότι ένας πρίγκιπας θα έρθει μια μέρα, και θα την πάρει για γυναίκα του. Αυτό είναι δυνατό, και έχουν συμβεί μερικές τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά το ότι ο Μεσσίας θα έρθει μια μέρα, και θα ιδρύσει μια χρυσή εποχή, είναι πολύ λιγότερο πιθανό.

 

Το αν κάποιος ταξινομεί αυτή την πεποίθηση ως ψευδαίσθηση ή ως κάτι ανάλογο με μια παραίσθηση, εξαρτάται από την προσωπική του στάση. Παραδείγματα ψευδαισθήσεων που έχουν αποδειχθεί αληθινά δεν είναι εύκολο να βρεθούν, αλλά η ψευδαίσθηση των αλχημιστών ότι όλα τα μέταλλα μπορούν να μετατραπούν σε χρυσό μπορεί να είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Η επιθυμία να έχουμε πολύ χρυσό, όσο το δυνατόν περισσότερο χρυσό, έχει, είναι αλήθεια, μετριαστεί σε μεγάλο βαθμό από τη σημερινή μας γνώση για τους καθοριστικούς παράγοντες του πλούτου, αλλά η χημεία δεν θεωρεί πλέον αδύνατη τη μεταστοιχείωση των μετάλλων σε χρυσό. Έτσι, ονομάζουμε μια πεποίθηση ψευδαίσθηση όταν η εκπλήρωση μιας επιθυμίας είναι ένας καθοριστικός παράγοντας στο κίνητρό της, και με αυτόν τον τρόπο παραβλέπουμε τη σχέση της με την πραγματικότητα, ακριβώς όπως η ίδια η ψευδαίσθηση δεν δίνει καμία σημασία στην επαλήθευση.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, ας επανέλθουμε για άλλη μια φορά στο ζήτημα των θρησκευτικών δογμάτων. Μπορούμε τώρα να επαναλάβουμε ότι όλα αυτά είναι ψευδαισθήσεις, και δεν επιδέχονται απόδειξη. Κανείς δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να τα θεωρήσει αληθινά, να πιστέψει σε αυτά. Μερικά από αυτά είναι τόσο απίθανα, τόσο ασυμβίβαστα με όλα όσα έχουμε ανακαλύψει με κόπο για την πραγματικότητα του κόσμου, έτσι ώστε μπορούμε να τα συγκρίνουμε -αν λάβουμε δεόντως υπόψη τις ψυχολογικές διαφορές- με παραισθήσεις. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την πραγματική τους αξία·όπως δεν μπορούν να αποδειχθούν, έτσι δεν μπορούν να διαψευστούν. Εξακολουθούμε να γνωρίζουμε πολύ λίγα για να κάνουμε μια κριτική προσέγγιση σε αυτές τις παραισθήσεις. Τα αινίγματα του Σύμπαντος αποκαλύπτονται μόνο αργά στην έρευνά μας.

 

Υπάρχουν πολλά ερωτήματα στα οποία η επιστήμη ακόμα δεν μπορεί να δώσει καμία απάντηση. Αλλά η επιστημονική εργασία είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να μας οδηγήσει στη γνώση της πραγματικότητας έξω από τον εαυτό μας. Είναι, για άλλη μια φορά, απλώς μια ψευδαίσθηση να περιμένουμε οτιδήποτε από τη διαίσθηση και την ενδοσκόπηση·αυτές δεν μπορούν παρά να μας δώσουν μόνο λεπτομέρειες για την προσωπική μας διανοητική ζωή, και οι οποίες είναι δύσκολο να ερμηνευτούν, ούτε μπορούν να μας δώσουν κάποια πληροφορία σχετικά με τα ερωτήματα που το θρησκευτικό δόγμα βρίσκει τόσο εύκολο να απαντήσει. Θα ήταν υβριστικό να αφήσουμε τη δική μας αυθαίρετη βούληση να παρέμβει, και, σύμφωνα με την προσωπική μας εκτίμηση, να ανακηρύξουμε το ένα ή το άλλο μέρος του θρησκευτικού συστήματος ως λιγότερο ή περισσότερο αποδεκτό. Τέτοια ερωτήματα είναι πολύ βαρυσήμαντα για κάτι τέτοιο· θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολύ ιερά.

 

Σε αυτό το σημείο, μπορεί κανείς να περιμένει μια αντίρρηση: «Λοιπόν, αν ακόμη και οι πιο επίμονοι σκεπτικιστές παραδέχονται ότι οι ισχυρισμοί της θρησκείας δεν μπορούν να αντικρουστούν με τη λογική, γιατί να μην δεχθούμε αυτούς τους ισχυρισμούς, αφού έχουν με το μέρος τους την παράδοση, την απήχηση στους ανθρώπους, και την παρηγοριά που προσφέρουν;» Γιατί όχι, πράγματι; Ακριβώς όπως κάποιος δεν μπορεί να αναγκαστεί να πιστέψει, έτσι και δεν μπορεί να αναγκαστεί να δυσπιστήσει. Αλλά ας μην είμαστε ικανοποιημένοι με την αυταπάτη ότι επιχειρήματα όπως αυτά μας οδηγούν στο δρόμο της ορθής σκέψης.

 

Αν υπήρξε ποτέ περίπτωση φθηνής δικαιολογίας, την έχουμε εδώ. Η άγνοια είναι άγνοια·κανένα δικαίωμα πίστης δεν μπορεί να αντληθεί από αυτήν. Σε άλλα θέματα, κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα συμπεριφερθεί τόσο ανεύθυνα, ούτε θα αρκεστεί σε τόσο αδύναμες βάσεις, για τις απόψεις και για τη στάση του. Μόνο στα ανώτερα και ιερότερα πράγματα επιτρέπει στον εαυτό του να το κάνει. Στην πραγματικότητα, αυτές είναι μόνο απόπειρες να προσποιηθεί κανείς στον εαυτό του ή σε άλλους ανθρώπους ότι εξακολουθεί να είναι σταθερά προσκολλημένος στη θρησκεία, όταν έχει από καιρό αποκοπεί από αυτήν.

 

Όσον αφορά τα ζητήματα της θρησκείας, οι άνθρωποι είναι ένοχοι για κάθε ανεντιμότητα ή πνευματικό παράπτωμα. Οι φιλόσοφοι επεκτείνουν το νόημα των λέξεων μέχρι να μην απομείνει σχεδόν τίποτα από την αρχική τους έννοια. Δίνουν το όνομα «Θεός» σε κάποια αφηρημένη έννοια που δημιούργησαν για τον εαυτό τους. Αφού το κάνουν αυτό, μπορούν να παρουσιάζονται ενώπιον όλου του κόσμου ως θεϊστές, ως πιστοί στον Θεό, και μπορούν ακόμη και να καυχηθούν ότι έχουν αναγνωρίσει μια υψηλότερη, καθαρότερη αντίληψη του Θεού, παρά το γεγονός ότι ο Θεός τους δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ασήμαντη σκιά, και όχι πλέον η ισχυρή προσωπικότητα των θρησκευτικών δογμάτων. Οι κριτικοί επιμένουν να περιγράφουν ως «βαθιά θρησκευόμενο» οποιονδήποτε παραδέχεται την αίσθηση της ασημαντότητας ή της ανικανότητας του ανθρώπου μπροστά στο Σύμπαν, αν και αυτό που αποτελεί την ουσία της θρησκευτικής στάσης δεν είναι αυτό το συναίσθημα, αλλά μόνο το επόμενο βήμα, δηλαδή η αντίδραση σε αυτήν την ασημαντότητα, και η αναζήτηση μιας θεραπείας γι’ αυτήν. Ο άνθρωπος που δεν προχωρά παραπέρα, αλλά ταπεινά συναινεί στο μικρό ρόλο του στον μεγάλο κόσμο, ένας τέτοιος άνθρωπος είναι, αντίθετα, άθρησκος με την κυριολεκτική έννοια της λέξης.

 

Η αξιολόγηση της αξίας της αλήθειας των θρησκευτικών δογμάτων δεν εμπίπτει στο πεδίο της παρούσας έρευνας. Μας αρκεί ότι τα έχουμε αναγνωρίσει ως ψευδαισθήσεις, με την ψυχολογική τους έννοια. Αλλά δεν χρειάζεται να κρύψουμε το γεγονός ότι αυτή η ανακάλυψη επηρεάζει επίσης σε μεγάλο βαθμό τη στάση μας απέναντι στο ζήτημα, το οποίο πρέπει να φαίνεται σε πολλούς το πιο σημαντικό από όλα. Γνωρίζουμε περίπου σε ποιες περιόδους και από τι είδους ανθρώπους δημιουργήθηκαν τα θρησκευτικά δόγματα. Αν επιπλέον ανακαλύψουμε τα κίνητρα που οδήγησαν στη δημιουργία τους, η στάση μας απέναντι στο πρόβλημα της θρησκείας θα υποστεί μια αξιοσημείωτη μετατόπιση. Θα μπορούσαμε να πούμε τότε ότι θα ήταν πολύ ωραίο αν υπήρχε ένας Θεός που δημιούργησε τον κόσμο, αν υπήρχε μια καλοπροαίρετη Πρόνοια, μια ηθική τάξη στο Σύμπαν, και μια μετά θάνατο ζωή. Αλλά είναι πολύ εντυπωσιακό το γεγονός ότι όλα αυτά είναι ακριβώς όπως θα θέλαμε να είναι. Και θα ήταν ακόμα πιο αξιοσημείωτο αν οι άμοιροι πρόγονοί μας είχαν καταφέρει να λύσουν όλα αυτά τα δυσεπίλυτα αινίγματα του Σύμπαντος.

 

Κεφάλαιο VII

Έχοντας αναγνωρίσει τα θρησκευτικά δόγματα ως ψευδαισθήσεις, βρισκόμαστε αμέσως αντιμέτωποι με ένα περαιτέρω ερώτημα: Δεν μπορούν, άραγε, άλλα πολιτιστικά αγαθά, για τα οποία έχουμε μεγάλη εκτίμηση, και τα οποία κυριαρχούν στη ζωή μας, να είναι παρόμοιας φύσης; Δεν θα έπρεπε οι υποθέσεις που καθορίζουν τους πολιτικούς μας κανονισμούς να ονομάζονται επίσης ψευδαισθήσεις; Και δεν είναι αλήθεια ότι στον πολιτισμό μας οι σχέσεις μεταξύ των φύλων διαταράσσονται από μια ερωτική ψευδαίσθηση, ή από μια σειρά τέτοιων ψευδαισθήσεων; Και από τη στιγμή που θα γεννηθεί η καχυποψία μας, δεν θα διστάσουμε επίσης να αναρωτηθούμε αν η πεποίθησή μας ότι μπορούμε να μάθουμε κάτι για την εξωτερική πραγματικότητα μέσω της παρατήρησης και της λογικής στην επιστημονική εργασία- αν αυτή η πεποίθηση έχει καλύτερη βάση.

 

Τίποτα δεν πρέπει να μας εμποδίζει να κατευθύνουμε την παρατήρησή μας στον εαυτό μας, ή να εφαρμόζουμε τη σκέψη μας στην κριτική της ίδιας της σκέψης. Στον τομέα αυτό βρίσκονται μπροστά μας ορισμένες έρευνες, τα αποτελέσματα των οποίων θα μπορούσαν να είναι καθοριστικά για την κατασκευή μιας κοσμοαντίληψης (Weltanschauung). Υποθέτουμε, επιπλέον, ότι μια τέτοια προσπάθεια δεν θα πήγαινε χαμένη, και ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει, τουλάχιστον εν μέρει, την καχυποψία μας. Θα περιοριστούμε, ωστόσο, στο να ακολουθήσουμε μόνο μία από αυτές τις ψευδαισθήσεις- δηλαδή, τη θρησκεία.

 

Αλλά τώρα μας σταματά η δυνατή φωνή του αντιπάλου μας. Καλούμαστε να λογοδοτήσουμε για το λάθος μας:

 

«Τα αρχαιολογικά ενδιαφέροντα είναι αναμφίβολα αξιέπαινα, αλλά κανείς δεν αναλαμβάνει μια ανασκαφή, αν με αυτόν τον τρόπο πρόκειται να υπονομεύσει τις κατοικίες των ζωντανών, έτσι ώστε να καταρρεύσουν και να θάψουν τους ανθρώπους κάτω από τα ερείπιά τους. Τα δόγματα της θρησκείας δεν είναι ένα θέμα για το οποίο μπορεί κανείς να διαφωνεί όπως για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ο πολιτισμός μας είναι χτισμένος πάνω σε αυτά τα δόγματα, και η διατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας βασίζεται στην πίστη της πλειοψηφίας των ανθρώπων στην αλήθεια αυτών των δογμάτων.

 

Αν οι άνθρωποι διδάσκονται ότι δεν υπάρχει παντοδύναμος και δίκαιος Θεός, ότι δεν υπάρχει θεϊκή παγκόσμια τάξη και μελλοντική ζωή, θα αισθάνονται απαλλαγμένοι από κάθε υποχρέωση να υπακούν στις επιταγές του πολιτισμού. Ο καθένας, χωρίς αναστολές ή φόβο, θα ακολουθήσει τα αντικοινωνικά, εγωιστικά ένστικτά του, και θα επιδιώξει να ασκήσει την εξουσία. Το χάος, το οποίο έχουμε εξορίσει μέσα από πολλές χιλιάδες χρόνια έργων του πολιτισμού, θα έρθει ξανά. Ακόμα κι αν γνωρίζαμε, και μπορούσαμε να αποδείξουμε, ότι η θρησκεία δεν κατείχε την αλήθεια, θα οφείλαμε να αποκρύψουμε το γεγονός, και να συμπεριφερθούμε με τον τρόπο που ορίζει η φιλοσοφία του «Σαν να»- και αυτό προς το συμφέρον της επιβίωσης όλων μας.

 

Και πέρα από τον κίνδυνο του εγχειρήματος, θα ήταν μια άσκοπη σκληρότητα. Αμέτρητοι άνθρωποι βρίσκουν τη μοναδική τους παρηγοριά στα θρησκευτικά δόγματα, και μπορούν να αντέξουν το βάρος της ζωής μόνο με τη βοήθειά τους. Θα τους στερούσαμε αυτήν την υποστήριξη, χωρίς να έχουμε τίποτα καλύτερο να τους δώσουμε σε αντάλλαγμα. Είναι γεγονός ότι μέχρι στιγμής η επιστήμη δεν έχει επιτύχει πολλά, αλλά ακόμη και αν είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο, δεν θα επαρκούσε.

 

Ο άνθρωπος έχει επιτακτικές ανάγκες άλλου είδους, οι οποίες δεν μπορούν ποτέ να ικανοποιηθούν από την ψυχρή επιστήμη. Και είναι πολύ παράξενο- πράγματι, είναι το αποκορύφωμα της ασυνέπειας- ότι ένας ψυχολόγος που πάντα επέμενε στο πόσο μικρό ρόλο παίζει στις ανθρώπινες υποθέσεις η νοημοσύνη σε σύγκριση με τη ζωή των ενστίκτων- ότι ένας τέτοιος ψυχολόγος προσπαθεί τώρα να στερήσει από την ανθρωπότητα μια πολύτιμη εκπλήρωση επιθυμιών, και προτείνει να την αποζημιώσει ανταυτού με διανοητική τροφή. Τι πολλές κατηγορίες ταυτόχρονα! Παρ’ όλα αυτά, είμαι έτοιμος να τις αντικρούσω· και, επιπλέον, θα υποστηρίξω την άποψη ότι ο πολιτισμός διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο αν διατηρήσουμε την παρούσα στάση μας απέναντι στη θρησκεία, παρά αν την εγκαταλείψουμε.

 

Αλλά δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Ίσως με τη διαβεβαίωση ότι εγώ ο ίδιος θεωρώ το εγχείρημα εντελώς ανώδυνο και χωρίς κινδύνους. Αλλά δεν είμαι εγώ που υπερτιμώ τη διάνοια αυτή τη φορά. Αν οι άνθρωποι είναι όπως τους περιγράφουν οι αντίπαλοί μου- και δεν θα τους αμφισβητήσω σε αυτό- τότε δεν υπάρχει κίνδυνος ένας ευσεβής πιστός να κυριευθεί από τα επιχειρήματά μου, και να στερηθεί την πίστη του. Εξάλλου, δεν είπα κάτι που άλλοι και καλύτεροι άνθρωποι δεν έχουν πει πριν από μένα με πολύ πιο ολοκληρωμένο, πειστικό και εντυπωσιακό τρόπο. Τα ονόματά τους είναι πασίγνωστα, και δεν θα τα αναφέρω, διότι δεν θα ήθελα να δώσω την εντύπωση ότι επιδιώκω να κατατάξω τον εαυτό μου ως έναν από αυτούς. Το μόνο που έχω καταφέρει- και αυτό είναι το μόνο πράγμα που είναι νέο στην ανάλυσή μου- είναι να προσθέσω κάποια ψυχολογική βάση στις επικρίσεις των μεγάλων προκατόχων μου. Δεν θεωρώ αναμενόμενο ότι αυτή η προσθήκη θα έχει το αποτέλεσμα που δεν πέτυχαν αυτές οι προηγούμενες προσπάθειες. Αναμφίβολα θα μπορούσε κάποιος να με ρωτήσει εδώ ποιο είναι το νόημα της συγγραφής αυτών των πραγμάτων, αν είμαι βέβαιος ότι θα είναι αναποτελεσματικά. Θα επανέλθω όμως σε αυτό αργότερα.

 

Το μόνο άτομο που μπορεί να βλάψει αυτή η εργασία είμαι εγώ. Θα πρέπει να υπομένω τις πιο δυσάρεστες μομφές για τη ρηχότητα και τη στενοκεφαλιά μου, ή για την έλλειψη ιδεαλισμού και κατανόησης για τα υψηλότερα συμφέροντα της ανθρωπότητας. Αλλά από τη μία πλευρά, τέτοιες μομφές δεν είναι καινούργιες για μένα. Και από την άλλη, αν ένας άνθρωπος έμαθε από τα νιάτα του να ανταπεξέρχεται στις αποδοκιμασίες των συγχρόνων του, μπορεί να τις αντιμετωπίσει ακόμα περισσότερο στα γηρατειά του, καθώς σύντομα θα βρεθεί πέρα από κάθε εύνοια ή δυσμένεια.

 

Σε παλαιότερες εποχές, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στη συνέχεια, απόψεις σαν τη δική μου οδήγησαν σε μια αναθεώρηση της γήινης ύπαρξης, και πρόσφεραν την ευκαιρία να αποκτήσει κάποιος μια προσωπική εμπειρία της μετά θάνατο ζωής. Αλλά, επαναλαμβάνω, εκείνες οι εποχές έχουν περάσει, και σήμερα γραπτά όπως το δικό μου εκθέτουν τόσο τον συγγραφέα όσο και τον αναγνώστη. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι η μετάφραση και η διανομή του βιβλίου μου να απαγορευτεί στη μία ή την άλλη χώρα- σε μια χώρα, μάλιστα, που θα είναι πεπεισμένη για το υψηλό επίπεδο του πολιτισμού της. Αλλά αν κάποιος κάνει οποιαδήποτε έκκληση για την παραίτηση από τις επιθυμίες και για τη συναίνεση στη Μοίρα, πρέπει να είναι σε θέση να ανεχθεί και αυτό το είδος βλάβης.

 

Το επιπλέον ερώτημα που μου ήρθε στο μυαλό, είναι μήπως η δημοσίευση αυτού του έργου θα μπορούσε τελικά να κάνει κακό. Όχι όμως σε ένα άτομο, αλλά σε ένα σκοπό- αυτόν της ψυχανάλυσης. Γιατί δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ψυχανάλυση είναι δημιούργημά μου, και έχει συναντήσει μεγάλη δυσπιστία και κακή προαίρεση. Αν κάνω τώρα τέτοιες δυσάρεστες δηλώσεις, οι άνθρωποι θα είναι έτοιμοι να μετατοπίσουν το βάρος από το πρόσωπό μου στην ψυχανάλυση: «Τώρα βλέπουμε,» θα πουν, «πού οδηγεί η ψυχανάλυση. Η μάσκα έπεσε·οδηγεί στην άρνηση του Θεού και ενός ηθικού ιδεώδους, όπως πάντα υποψιαζόμασταν. Για να μας κρατήσουν μακριά από αυτή την ανακάλυψη, παραπλανηθήκαμε πιστεύοντας ότι η ψυχανάλυση δεν διαθέτει καμία κοσμοαντίληψη (Weltanschauung), και ότι ποτέ δεν πρόκειται να κατασκευάσει μία.»

 

Μια τέτοια κατακραυγή θα είναι πραγματικά δυσάρεστη για μένα σε σχέση με τους συναδέλφους μου, καθώς κάποιοι από αυτούς δεν συμμερίζονται καθόλου τη στάση μου απέναντι στα προβλήματα της θρησκείας. Αλλά η ψυχανάλυση έχει ήδη αντιμετωπίσει πολλές καταιγίδες, και τώρα πρέπει να ξεπεράσει και αυτήν την νέα. Στην πραγματικότητα, η ψυχανάλυση είναι μια μέθοδος έρευνας, ένα αμερόληπτο εργαλείο, όπως ο απειροελάχιστος λογισμός, για παράδειγμα. Αν ένας φυσικός ανακάλυπτε με τη βοήθεια του τελευταίου ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα η Γη θα καταστρεφόταν, θα διστάζαμε να αποδώσουμε καταστροφικές τάσεις στον ίδιο τον λογισμό, και επομένως να τον απαγορεύσουμε. Τίποτα από όσα διατύπωσα σε αυτήν την εργασία ενάντια στην αξία της αλήθειας των θρησκειών δεν χρειαζόταν την υποστήριξη της ψυχανάλυσης. Είχαν διατυπωθεί από άλλους πολύ πριν υπάρξει η ψυχανάλυση. Αν η εφαρμογή της ψυχαναλυτικής μεθόδου καθιστά δυνατή την εξεύρεση ενός νέου επιχειρήματος ενάντια στις αλήθειες της θρησκείας,  τόσο το χειρότερο για τη θρησκεία. Αλλά  οι υπερασπιστές της θρησκείας θα χρησιμοποιήσουν με τον ίδιο τρόπο την ψυχανάλυση για να δώσουν πλήρη αξία στη συναισθηματική σημασία των θρησκευτικών δογμάτων.

 

Και τώρα ας προχωρήσουμε με την υπεράσπισή μας. Η θρησκεία έχει σαφώς προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στον ανθρώπινο πολιτισμό. Έχει συμβάλει πολύ στην εξημέρωση των αντικοινωνικών ενστίκτων. Αλλά όχι αρκετά. Έχει κυβερνήσει την ανθρώπινη κοινωνία για πολλές χιλιάδες χρόνια, και είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή της για να δείξει τι μπορεί να πετύχει. Αν είχε καταφέρει να κάνει την πλειοψηφία της ανθρωπότητας ευτυχισμένη, να την παρηγορήσει, να τη συμφιλιώσει με τη ζωή, και να την μετατρέψει σε φορέα πολιτισμού, κανείς δεν θα ήθελε να αλλάξει τις υπάρχουσες συνθήκες. Αλλά τι βλέπουμε ανταυτού; Βλέπουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων είναι δυσαρεστημένοι με τον πολιτισμό, και ζουν δυστυχισμένοι με αυτόν, καθώς τον αισθάνονται ως ζυγό που πρέπει να αποτιναχθεί·και αυτοί οι άνθρωποι είτε κάνουν ό,τι μπορούν για να αλλάξουν αυτόν τον πολιτισμό, είτε δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση μαζί του, ή δεν κάνουν τίποτε για τον περιορισμό του ενστίκτου.

 

Εδώ μπορούμε να αντιτάξουμε  ότι αυτή η κατάσταση πραγμάτων οφείλεται στο ίδιο το γεγονός ότι η θρησκεία έχει χάσει ένα μέρος της επιρροής της πάνω στις ανθρώπινες μάζες ακριβώς λόγω της αξιοθρήνητης επίδρασης της προόδου της επιστήμης. Θα σημειώσουμε αυτήν την παραδοχή και την αιτιολογία της, και θα τη χρησιμοποιήσουμε αργότερα για τους δικούς μας σκοπούς. Αλλά η ίδια η αντίρρηση δεν έχει καμία ισχύ.

 

Είναι αμφίβολο ότι οι άνθρωποι ήταν γενικά πιο ευτυχισμένοι σε μια εποχή που τα θρησκευτικά δόγματα είχαν απεριόριστη επιρροή. Πιο ηθικοί σίγουρα δεν ήταν. Τα θρησκευτικά δόγματα ανέκαθεν εξωτερίκευαν τις επιταγές της θρησκείας, και με αυτόν τον τρόπο ακύρωναν τις προθέσεις τους. Οι ιερείς, των οποίων το καθήκον ήταν να εξασφαλίσουν την υπακοή στη θρησκεία, συνάντησαν τα δόγματα στα μισά της διαδρομής. Η καλοσύνη του Θεού πρέπει να περιορίζει τη δικαιοσύνη Του. Κάποιος αμάρτησε, και μετά έκανε μια θυσία ή μετάνοια, και ύστερα ήταν ελεύθερος να αμαρτήσει ξανά. Η ρωσική θρησκευτική ενδοσκόπηση έφτασε στο σημείο να συμπεράνει ότι η αμαρτία είναι απαραίτητη για την απόλαυση όλων των ευλογιών της θείας χάρης, έτσι ώστε, κατά βάθος, η αμαρτία είναι ευάρεστη στον Θεό.

 

Είναι γνωστό ότι οι ιερείς μπορούσαν να κρατήσουν τις μάζες υποταγμένες στη θρησκεία κάνοντας τέτοιες μεγάλες παραχωρήσεις στην ενστικτώδη φύση του ανθρώπου. Έτσι συμφωνήθηκε: μόνο ο Θεός είναι δυνατός και καλός·ο άνθρωπος είναι αδύναμος και αμαρτωλός. Σε κάθε εποχή, η ανηθικότητα έχει βρει την ίδια υποστήριξη από τη θρησκεία με την ηθική. Αν τα επιτεύγματα της θρησκείας σε σχέση με την ευτυχία του ανθρώπου, την κλίση στον πολιτισμό και τον ηθικό έλεγχο δεν είναι καλύτερα από αυτό, δεν μπορεί παρά να προκύψει το ερώτημα αν υπερεκτιμούμε την αναγκαιότητά της για την ανθρωπότητα, και αν κάνουμε καλά όταν στηρίζουμε τις πολιτιστικές μας απαιτήσεις σε αυτήν.

 

Ας εξετάσουμε την αδιαμφισβήτητη κατάσταση όπως έχει σήμερα. Έχουμε ακούσει την άποψη ότι η θρησκεία δεν ασκεί πλέον την ίδια επιρροή στους ανθρώπους όπως παλιά. (Εδώ αναφερόμαστε στον ευρωπαϊκό χριστιανικό πολιτισμό.) Και αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι υποσχέσεις της έχουν μειωθεί, αλλά επειδή οι άνθρωποι βρίσκουν αυτές τις υποσχέσεις λιγότερο αξιόπιστες. Μπορούμε να θεωρήσουμε πως ο λόγος- αν και ίσως όχι ο μόνος- γι’ αυτήν την αλλαγή είναι η κυριαρχία του επιστημονικού πνεύματος στα ανώτερα στρώματα της ανθρώπινης κοινωνίας. Η κριτική έχει μειώσει την αποδεικτική αξία των θρησκευτικών κειμένων, οι φυσικές επιστήμες έχουν δείξει τα λάθη σε αυτά τα κείμενα, και η συγκριτική έρευνα έχει εκπλαγεί από την εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ των θρησκευτικών ιδεών που δεχόμαστε τώρα, και των διανοητικών προϊόντων των πρωτόγονων λαών και εποχών.

 

Το επιστημονικό πνεύμα δημιουργεί μια ιδιαίτερη στάση απέναντι στα εγκόσμια ζητήματα. Απέναντι στα θρησκευτικά θέματα σταματά για λίγο, και τελικά περνά και αυτό το κατώφλι. Σε αυτήν τη διαδικασία δεν υπάρχει διακοπή. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ανθρώπων στους οποίους οι θησαυροί της γνώσης γίνονται προσβάσιμοι, τόσο πιο διαδεδομένη είναι η απομάκρυνση από τη θρησκευτική πίστη- αρχικά από τα παρωχημένα και αμφισβητήσιμα χαρακτηριστικά της, αλλά αργότερα και από τα θεμελιώδη αξιώματά της. Μόνο οι Αμερικανοί, που έκαναν τη «δίκη των πιθήκων» στο Ντέιτον,[8]έχουν αποδειχθεί συνεπείς. Αλλού η αναπόφευκτη μετάβαση επιτυγχάνεται με ημίμετρα και ανειλικρίνεια.

 

Ο πολιτισμός έχει λίγα να φοβηθεί από τους μορφωμένους ανθρώπους και τους πνευματικούς εργάτες. Σε αυτούς, η αντικατάσταση των θρησκευτικών κινήτρων για πολιτισμένη συμπεριφορά από άλλα, κοσμικά κίνητρα γίνεται διακριτικά. Επιπλέον, τέτοιοι άνθρωποι είναι σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι φορείς πολιτισμού. Αλλά είναι ένα άλλο ζήτημα η μεγάλη μάζα των αμόρφωτων και καταπιεσμένων ανθρώπων, που έχουν κάθε λόγο να είναι εχθροί του πολιτισμού. Όσο δεν ανακαλύπτουν ότι η πίστη στον Θεό έχει χαθεί, όλα είναι καλά. Αλλά θα το ανακαλύψουν, αναπόφευκτα, ακόμα κι αν αυτή η εργασία μου δεν δημοσιευτεί. Και είναι έτοιμοι να δεχτούν τα αποτελέσματα της επιστημονικής σκέψης, αλλά χωρίς να μεσολαβήσει η αλλαγή που επιφέρει η επιστημονική σκέψη στους ανθρώπους.

 

Δεν υπάρχει, άραγε, ο κίνδυνος εδώ η εχθρότητα των μαζών προς τον πολιτισμό να κτυπήσει το αδύναμο σημείο αυτού που τις επιτηρεί; Αν ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να σκοτώσει κάποιος τον πλησίον  του είναι επειδή ο Θεός το έχει απαγορεύσει, και θα τον τιμωρήσει αυστηρά σε αυτή ή στην επόμενη ζωή- τότε όταν μάθει κάποιος ότι δεν υπάρχει Θεός, και ότι δεν χρειάζεται να φοβάται την τιμωρία Του, σίγουρα θα σκοτώσει τον πλησίον του χωρίς δισταγμό, και μπορεί κάποιος να εμποδιστεί να το κάνει αυτό μόνο με την εγκόσμια νομοθεσία. Έτσι λοιπόν, είτε αυτές οι επικίνδυνες μάζες πρέπει να περιοριστούν περισσότερο, και να κρατηθούν με μεγαλύτερη επιμέλεια μακριά από κάθε πιθανότητα πνευματικής αφύπνισης, είτε η σχέση μεταξύ πολιτισμού και θρησκείας πρέπει να υποβληθεί σε μια θεμελιώδη αναθεώρηση.

 

===============

 

ΑπόσπασμααπότοβιβλίοτουSigmund Freud, The future of an illusion,

[https://ia802907.us.archive.org/17/items/SigmundFreud/Sigmund%20Freud%20%5B1927%5D%20The%20Future%20of%20an%20Illusion%20%28James%20Strachey%20translation%2C%201961%29.pdf]

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2024. 

 



[1]Σ.τ.μ. Bodenseeείναι το γερμανικό όνομα της λίμνης Κωνσταντίας.

[2]Σ.τ.μ. Η μετάπτωση (μετατόπιση) του επιπέδου ταλάντωσης του εκκρεμούς αποδεικνύει ότι η Γη περιστρέφεται.

[3]Σ.τ.μ. Το γεγονός ότι ο Ήλιος δύει σε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα για διαφορετικές τοποθεσίες της Γης αποδεικνύει ότι η Γη είναι σφαιρική.

[4]Σ.τ.μ. «Πιστεύω επειδή είναι παράλογο,» φράση η οποία αποδίδεται στον Τερτυλλιανό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Credo_quia_absurdum]

[5]Σ.τ.μ. Η φιλοσοφία του «Σαν να» υποστηρίχθηκε από τον φιλόσοφο HansVaihingerστο έργο του Die Philosophie des Als Ob (1911·The Philosophy of«As If»), στο οποίο έργο του ο ίδιος πρότεινε ότι ο άνθρωπος αποδέχεται πρόθυμα ψέματα ή μυθοπλασίες προκειμένου να ζήσει ειρηνικά σε έναν παράλογο κόσμο.

[https://www.britannica.com/topic/philosophy-of-as-if]

[6]Ελπίζω να μην αδικήσω τον φιλόσοφο του «Σαν να» αν τον θεωρήσω εκπρόσωπο μιας άποψης που δεν είναι ξένη προς τους άλλους στοχαστές: «Συμπεριλαμβάνουμε στις μυθοπλασίες όχι απλώς αδιάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά και ιδεατές κατασκευές που πηγάζουν από τα ευγενέστερα μυαλά, και τις οποίες δεν θα επιτρέψουν ποτέ να στερηθούν. Ούτε και είναι ο αντικειμενικός σκοπός μας να τις στερηθούμε- γιατί, ως πρακτικές φαντασιώσεις, τις αφήνουμε άθικτες·χάνουν την ισχύ τους μόνο ως θεωρητικές αλήθειες» (HansVaihinger, 1922).

[7]Σ.τ.μ. Tabesdorsalis(νωτιαία φθίση) είναι η αργή εκφύλιση των αισθητικών νευρώνων στις ραχιαίες (οπίσθιες) στήλες του νωτιαίου μυελού, ως αποτέλεσμα συφιλιδικής λοίμωξης.

[https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CF%86%CE%B8%CE%AF%CF%83%CE%B7]

[8]Σ.τ.μ. Η δίκη του Scopes, κοινώς αναφερόμενη ως η «δίκη των πιθήκων,» έγινε το καλοκαίρι του 1925, στη μικρή πόλη Ντέιτον του Τενεσί, όπου ένας δάσκαλος του γυμνασίου, ο JohnT. Scopes, κατηγορήθηκε για παραβίαση του τοπικού νόμου, ο οποίος είχε καταστήσει παράνομο για τους δασκάλους να διδάσκουν τη θεωρία της εξέλιξης σε οποιοδήποτε κρατικό σχολείο. Ο Scopesκρίθηκε ένοχος, και του επιβλήθηκε πρόστιμο 100$, αλλά η ετυμηγορία τελικά ανατράπηκε.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Scopes_trial]

Η αρχή της αβεβαιότητας

$
0
0

 


Ορισμός:

1.     Μπορεί να εκφραστεί στην απλούστερη μορφή ως εξής: Ποτέ δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια και τους δύο αυτούς σημαντικούς παράγοντες που καθορίζουν την κίνηση ενός από τα μικρότερα σωματίδια- τη θέση και την ταχύτητά του. Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια τόσο η θέση όσο και η κατεύθυνση και η ταχύτητα ενός σωματιδίου την ίδια στιγμή. [1]

2.     Μπορεί επίσης να δηλωθεί ως εξής: «Ένα αντικείμενο (μια ανθρώπινη φιγούρα ή κάτι άλλο) παρουσιάζεται σε ένα φόντο στο οποίο πέφτει η σκιά του, με την διαφορά ότι η σκιά είναι αυτή κάποιου εντελώς διαφορετικού αντικειμένου. Παράδειγμα: μια γυμνή γυναίκα που προβάλλει ένα άλλο αντικείμενο με τη μορφή ενός πουλιού σε μια κουρτίνα. [2]

3.     Θα το έθετα απλώς ως εξής: Ποτέ δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια το αντικείμενο των σκέψεών του. Μόλις κάποιος σκεφτεί ένα αντικείμενο, το αντικείμενο μετατοπίζεται από την κίνηση της σκέψης του ατόμου. Επομένως, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια τόσοτο αντικείμενο όσο και η εικόνα του.

 

Τι είναι ένα αντικείμενο;

4.     Οι περισσότεροι άνθρωποι θα πίστευαν ότι τα αντικείμενα υπάρχουν πραγματικά εκεί έξω, όπως το άγαλμα μιας γυναίκας φτιαγμένο από τις καλά καθορισμένες καμπύλες του μαρμάρου που εμφανίζει τη δική του εγγενή αλήθεια στην αιωνιότητα.

5.     Η ομορφιά είναι μια τέτοια πτυχή της αιώνιας αδιαμφισβήτητης αλήθειας της αρμονίας, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή είτε ως ένα καλά καθορισμένο γυναικείο σώμα είτε ως η μουσική ενός πουλιού που τραγουδάει.

6.     Επομένως, η ομορφιά ή η αρμονία είναι μια ενοποιητική όψη που συνδέει δύο ή πολλά πράγματα που μοιράζονται κάποιες κοινές ιδιότητες.

7.     Για παράδειγμα, μπορούμε να αντιληφθούμε τη λεπτή δομή που κρύβεται στα άτομα ή στις μουσικές κλίμακες, επειδή το σώμα μας αποτελείται από άτομα, ενώ η ψυχή μας δονείται σύμφωνα με τα ίδια μουσικά πρότυπα.

8.     Η γνώση βασίζεται σε αυτήν τη διαδικασία τελειοποίησης μεταξύ της μικρότερης και της μεγαλύτερης κλίμακας, μεταξύ των πιο αφηρημένων και των πιο συγκεκριμένων αντικειμένων.

9.     Είναι αυτή η βαθύτερη πτυχή της αντιστοιχίας μεταξύ αντικειμένων και γνώσης, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως αντικείμενο, αυτό που μας κάνει να βεβαιωθούμε ότι υπάρχει ο εξωτερικός κόσμος, αλλά και ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο είναι αληθινός, ανεξάρτητα από διαφορετικές απόψεις. 

 

Τι είναι η γνώση;

10.  Αλλά αυτό δημιουργεί επίσης ένα πρόβλημα. Δεδομένου ότι η γνώση δημιουργείται σε σύγκριση με άλλα αντικείμενα, όχι ως αντικείμενο από μόνη της, η σκέψη πρέπει να δημιουργήσει ένα αντικείμενο της δικής της εικόνας για να συγκριθεί.

11.  Έτσι το άγαλμα μιας γυναίκας («ομορφιά χωρίς ψυχή») γίνεται μια ενήλικη γυναίκα, φροντίζοντας τη δική της ομορφιά.

12.  Αυτός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο παρατηρητής αποκτά επίγνωση του αντικειμένου (του «σωματιδίου») που παρατηρεί, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτό που παρατηρεί είναι ένα αντικείμενο υπό τον έλεγχο της δικής του συνείδησης. Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι «ο παρατηρητής παρατηρείται».

 

Τι είναι ένα «σωματίδιο»;

13.  Ωστόσο, αυτό δημιουργεί ένα άλλο πρόβλημα. Καθώς το αντικείμενο «φωτίζεται» από τη σκέψη μας, ρίχνει επίσης μια σκιά στο μυαλό, με την ίδια έννοια που το φυσικό φως παράγει τις σκιές των αντικειμένων που φωτίζει (ακόμα κι αν η σκιά γίνεται αντιληπτή ως κενό).

14.  Με αυτή τη διαδικασία του «φωτισμού» προκύπτουν όλα τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε, είτε στο εξωτερικό τοπίο είτε στο εσωτερικό περιβάλλον της δικής μας σκέψης.

15.  Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι ενώ η σκέψη μας κάνει να δούμε το αντικείμενο ρίχνοντας το «άφθονο φως της αντίληψής» της στο αντικείμενο, την ίδια στιγμή η σκέψη συσκοτίζει το αντικείμενο ρίχνοντας τη σκιά της, καθιστώντας έτσι τις πτυχές του αντικειμένου κρυφές.

16.  Μπορούμε να πούμε ότι η σκέψη παρεμβάλλεται μεταξύ του παρατηρητή και του αντικειμένου που αυτός παρατηρεί, με την ίδια έννοια που ο πειραματιστής αλλάζει τις ιδιότητες του αντικειμένου με το οποίο πειραματίζεται. Ή αλλιώς αυτή η σκέψη σχηματίζει μια κουρτίνα που πέφτει ανάμεσα στο κοινό και στους ηθοποιούς στη σκηνή.

17.  Έτσι, η πλοκή του θέματος ή τα περιεχόμενα του αντικειμένου που προσπαθούμε να καταλάβουμε γίνονται σιωπηρά, κρυμμένα πίσω από την κουρτίνα. Εμφανίζονται ως φιγούρες στο παραπέτασμα ενός θεάτρου σκιών.   

 

Τι είναι αυτό που «κινείται»;

18.  Επομένως, το «σωματίδιο» γίνεται μέρος μιας αποκομμένης φιγούρας, που κρατιέται μπροστά στο φως, σκιάζεται από τα όργανα του παρατηρητή, ενώ ο παρατηρητής πρέπει να μαντέψει όχι μόνο τις ιδιότητες του σωματιδίου αλλά και ποια μπορεί να είναι ολόκληρη η φιγούρα.

19.  Αλλά την ίδια στιγμή το «σωματίδιο» είναι μια εικόνα στο μυαλό του παρατηρητή, που επισκιάζεται από το «φως» της δικής του προσπάθειας προσοχής, καθώς προσπαθεί να κατανοήσει τη διαδικασία.

20.  Στην περίπτωσή μας η φιγούρα είναι αυτή μιας γυναίκας (ή αυτή του αγάλματος μιας γυναίκας) της οποίας η σκιά εμφανίζεται στον τοίχο με τη μορφή ενός πουλιού.

21.  Εδώ θα πρέπει να επεκτείνουμε την αρχή της αβεβαιότητας για να συμπεριλάβουμε, μαζί με τον μη εντοπισμό του μέρους (το «σημείο-σωματίδιο»), την ασάφεια στις χειρονομίες ολόκληρου του σχήματος (έχοντας επίσης κατά νου ότι η απροσδιοριστία του αντικειμένου που προσπαθούμε να καταλάβουμε οφείλεται ουσιαστικά στη «διαδικασία σκίασης» της δικής μας προσοχής).

22.  Επομένως, πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα άλλο πρόβλημα. Τι είναι αυτό που πραγματικά κινείται; Μπορούμε να πούμε ότι ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε τη σκέψη μας να κινείται. Αντίθετα, αυτό που αντιλαμβανόμαστε να κινείται είναι το αντικείμενο της σκέψης, με την ίδια έννοια που δεν βλέπουμε το φως (να κινείται) αλλά τα αντικείμενα που κινούνται (καθώς φωτίζονται από το φως).

23.  Αν συγκρίνουμε τη δική μας σκέψη με ένα αντικείμενο, αυτό που αντιλαμβανόμαστε ότι κινείται είναι η σκιά που παράγει το αντικείμενο της σκέψης, σαν ο ήλιος της καθαρής σκέψης να ήταν πολύ φωτεινός για να τον κοιτάξουμε άμεσα.

24.  Επομένως, αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη της σκέψης μας από την κίνηση των σκιών της, με την ίδια έννοια που αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη του αέρα από την κίνηση μιας κουρτίνας ή από το θρόισμα των φύλλων.

25.  Κατά συνέπεια, μπορούμε να αντιληφθούμε την κίνηση της ψυχής από το χτύπημα των φτερών, τα οποία προβάλλονται σε έναν τοίχο, ενώ η ψυχή εμφανίζεται με τη μορφή ενός πουλιού, μπροστά από ένα γυμνό σώμα.

26.  Στην εικόνα μας, το γυμνό σώμα ανήκει σε μια γυναίκα, αλλά ταυτόχρονα θα μπορούσε να είναι η δική μας ιδέα για την τέλεια ομορφιά, ενσαρκωμένη με τη μορφή μιας γυναίκας. 

27.  Και πάλι η σκέψη μας (ή η σκέψη της γυναίκας) είναι αόρατη, ενώ αυτό που βλέπουμε είναι το αντικείμενο της σκέψης ή το «σημείο ενδιαφέροντος», που προβάλλεται ως η σκιά ενός πουλιού με ανοιχτά φτερά.

28.  Η αβεβαιότητα ή η απροσδιοριστία κρέμεται γύρω από αυτό το «σημείο ενδιαφέροντος», και μπορεί επίσης να εκφραστεί με το άνοιγμα των φτερών.

 

Είναι η επιθυμία αυτό που «κινείται»;   

29.  Η μετατόπιση των αντικειμένων από τη διαδικασία της δικής μας προσοχής μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης μεταξύ του αντικειμένου, στο οποίο επικεντρώνεται η σκέψη, και της ίδιας της σκέψης.

30.  Αυτό το «αποτέλεσμα του διπλού» μπορεί επίσης να αντιπροσωπεύεται από τη διφορούμενη λειτουργία της προσοχής. Ενώ η προσοχή κάνει το αντικείμενο ορατό συγκεντρώνοντας το φως, ταυτόχρονα «καίει» το αντικείμενο στο σημείο εστίασης.

31.  Με παρόμοιο τρόπο η σκέψη κατανοεί το αντικείμενο μελετώντας τις «σκιές του δικού της φωτός», που ρίχνονται πάνω στο αντικείμενο, ενώ εμείς αντιλαμβανόμαστε την κίνηση των σκιών ως κίνηση της δικής μας σκέψης ή κίνηση της δικής μας ψυχής.

32.  Αλλά ενώ μπορούμε να υποθέσουμε κάποιες «ορατές», επομένως μετρήσιμες, ιδιότητες του αντικειμένου, που αντιπροσωπεύουν «πραγματικά» σωματίδια, είναι οι κρυφές πτυχές του αντικειμένου που αποκαλύπτουν τις ιδιότητες του πραγματικού σχήματος (του οποίου τα ξεχωριστά μέρη ονομάζουμε σωματίδια), αλλά που μας κάνουν επίσης να κατανοήσουμε τη φύση των σκέψεών μας.

33.  Στην πραγματικότητα, αυτό που υποθέτουμε ως «πραγματικές» ή «φυσικές» ιδιότητες του αντικειμένου είναι τα αποτελέσματα που παίρνουμε και τα συμπεράσματα που βγάζουμε αφούέχουμε εξετάσει τις επιπτώσεις των κρυφών πτυχών.

34.  Είναι λοιπόν οι κρυμμένες πτυχές ή οι «ιδιότητες των σκιών» που αντιλαμβανόμαστε ως κίνηση της σκέψης μας ή το περιεχόμενο της ψυχής μας.

35.  Μπορούμε ακόμη να ταυτίσουμε τη «σκιά» με την «ψυχή» ή, καλύτερα, τις όψεις της σκιάς με το περιεχόμενο της ψυχής, έχοντας κατά νου ότι τόσο το φως όσο και η σκιά είναι συμπληρωματικά μέρη της ίδιας διαδικασίας (της διαδικασίας της σκέψης ή της συνείδησης).

36.  Στο εργαστήριο μπορούμε να συσχετίσουμε αυτές τις κρυφές πτυχές ή «μεταβλητές» με μετρήσιμες ιδιότητες αντικειμένων, όπως το «μήκος κύματος» ή η «ένταση της ενέργειας», που σχετίζονται με τον εντοπισμό της κίνησης και τη θέση των «σωματιδίων» αντίστοιχα.

37.  Αλλά είναι οι κρυφές πτυχές που υποτίθεται ότι προκαλούν την εμπλοκή ή σύζευξη, είτε μεταξύ κίνησης (ορμής) και θέσης είτε μεταξύ διαφορετικών σωματιδίων, και οι οποίες είναι επίσης απαραίτητες για να εξηγήσουν τη δυαδικότητα (π.χ. δυαδικότητα κύματος-σωματιδίου).

38.  Στον πίνακα οι κρυμμένες πτυχές αντιπροσωπεύονται από το «ράμφος» και τα «νύχια» ενός «πουλιού», τα οποία «εμπλέκουν» το σώμα της γυναίκας με τη σκιά του, αλλά ταυτόχρονα συνδέουν το μυαλό του θεατή με τις δικές του επιθυμίες.

39.  Μπορούμε να πούμε ότι οι σκιές που παράγονται από τις σκέψεις μας είναι στην πραγματικότητα το περιεχόμενο της δικής μας ψυχής που εκφράζει τις κρυμμένες διαδικασίες κατανόησης.

40.  Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ο φόβος (ενός αντικειμένου) που βρίσκεται στη σκιά των πιο σκοτεινών σκέψεών μας συνοδεύεται πάντα από μια βαθιά και ανεξήγητη επιθυμία (για το αντικείμενο).

41.  Αλλά το αντικείμενο που φοβόμαστε ή που προκαλεί σωματικό πόνο είναι η σκιά της σκέψης μας ή το περιεχόμενο της ψυχής μας που προβάλλεται στον τοίχο με τη μορφή ενός πουλιού ή ενός αρπακτικού οιωνού, το οποίο, χρησιμοποιώντας το ράμφος και τα νύχια του, είναι έτοιμο να καταβροχθίσει το σώμα μας, αποδίδοντας ταυτόχρονα τις φυσικές ιδιότητες στο σώμα.  

42.   Έτσι, ενώ η σκιά ανοίγει τα φτερά της (καθώς κινείται η σκέψη μας), η γυναίκα κλείνει τα χέρια της, και κρατά το στήθος της για να προστατεύσει το μυστικό της.

43.  Πρόκειται φυσικά για μια επιτηδευμένη κίνηση, καθώς η γυναίκα ταυτόχρονα κοιτάζει το στήθος της σε ναρκισσιστική στάση, νιώθοντας τόσο φοβισμένη όσο και πρόθυμη να εκτεθεί σε όλα τα αδιάκριτα μάτια των θεατών γύρω της.

44.  Είναι φυσικά επιτηδευμένο γιατί είναι η επιθυμία της δικής μας σκέψης καθώς μεταμορφώνεται σε αντικείμενο ενδιαφέροντος με τη μορφή μιας γυναίκας, ενός τέλειου σχήματος, προκειμένου να τραβήξει όλη τη διαθέσιμη προσοχή.

45.  Αυτή η αιώνια και πάντα ανικανοποίητη ροπή της λαγνείας είναι η κρυμμένη μεταβλητή που περιγράφει το περιεχόμενο της σκέψης μας (ή οποιουδήποτε αντικειμένου που μπορεί να γίνει αντιληπτό από τη σκέψη), και που εξηγεί επίσης γιατί κινείται η σκέψη (ή η ψυχή).

46.  Είναι η επιθυμία αυτό που «κινείται», ή είναι η επιθυμία αυτό που κάνει τις σκέψεις μας να κινούνται. Ή, για να το θέσουμε καλύτερα, είναι η επιθυμία αυτό που αισθανόμαστε με την κίνηση της σκέψης μας.

 

Η γνώση είναιευχαρίστηση

47.  Με την πρώτη σκέψη μπορεί να φαίνεται ότι η γνώση είναι το αντικείμενο του πόθου (ή ακόμα και το αντίστροφο). Αλλά η γυναίκα στην εικόνα κρατά το στήθος της (το αντικείμενο του πόθου) όχι λόγω επιθυμίας για γνώση. (Επομένως η γνώση δεν είναι αντικείμενο επιθυμίας.)

48.  Δεν θέλει να εκτεθεί, αν και βαθιά μέσα της θα λαχταρούσε τα νύχια και τα ράμφη των αρπακτικών πουλιών ή τις βελόνες των αδιάκριτων ματιών που διαπερνούν το σώμα της, αν και στο τέλος, ως τέλεια σκέψη από μόνη της, θα συμμορφωνόταν με το αιώνιο ιδανικό, το οποίο είναι η σκέψη η οποία αυνανίζεται εκθέτοντας την εικόνα της στον καθρέφτη.

49.  Στη διαδικασία αυτή η σκέψη προσελκύεται από διάφορα αντικείμενα ενδιαφέροντος, παίρνοντας το σχήμα της δικής της εικόνας, ή υιοθετώντας το ρόλο διαφόρων αντικειμένων και των λειτουργιών τους.

50.  Η λειτουργία των αντικειμένων, αντιληπτή ως οι ιδιότητες των σκιών που ρίχνουν, είναι οι τάσεις που συγκροτούν τη διάνοια, αισθητές ως επιθυμία.

51.  Με αυτή την έννοια, καμία επιθυμία δεν είναι αντικείμενο γνώσης. Με άλλα λόγια, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο για την αγάπη, δεν κάνουμε έρωτα, αλλά μαθαίνουμε.

52.  Επομένως, όπως έχουμε ήδη πει, η γνώση σχηματίζεται σε σύγκριση ή, καλύτερα, σε αρμονία με τα αντικείμενα που αντιλαμβάνεται η σκέψη.

53.  Αυτή η σύμπτωση περιγράφεται ως δύναμη (μεταξύ αντικειμένων) στη φυσική, αλλά είναι πολύ περισσότερο από αυτό, αφού εκφράζεται επίσης ως φυσική τάση των πραγμάτων (π.χ. το αντικείμενο της γνώσης που έλκεται από άλλα αντικείμενα).

54.  Κατά συνέπεια, είναι μια μορφή καθολικής συμπάθειας, που περιλαμβάνει όλες τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αντικειμένων, καθώς και εκείνη μεταξύ του (παρατηρούμενου) αντικειμένου και του παρατηρητή (του αντικειμένου που παρατηρεί).

55.  Μόλις συμβεί η σύμπτωση, πληρούται η προϋπόθεση της αμοιβαίας έλξης, και η επίγνωση γεμίζει με ικανοποίηση.

56.  Η όλη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης τόσο της αλληλεπίδρασης (αισθητής ως επιθυμίας) όσο και της γνώσης των αλληλεπιδρώντων αντικειμένων, είναι αυτό που ονομάζουμε συνείδηση, και περιλαμβάνει ολόκληρη τη μορφή. 

57.  Δεν είναι λοιπόν ότι η ευχαρίστηση είναι η αιτία των πραγμάτων. Αλλά όλες οι φυσικές διαδικασίες, όποια και αν είναι η αιτία, αφήνουν πίσω τους τα ίχνη της ευχαρίστησης.

58.  Μπορούμε να πούμε ότι, στην περίπτωση των συζευγμένων σωματιδίων, ή των «συμπιπτόντων αντικειμένων» γενικά, μόλις λάβει χώρα η αλληλεπίδραση το κενό γεμίζει με ευχαρίστηση, ενώ ο παρατηρητής (ο οποίος συμμετέχει πάντα στη φυσική διαδικασία) επιβεβαιώνει με ικανοποίηση το αποτέλεσμα του πειράματος.

59.  Επομένως, τα σωματίδια μπορούν να θεωρηθούν ως «οχήματα ευχαρίστησης», καθώς στην πραγματικότητα φέρουν την «τάση» ή την «κλίση» μεταξύ των αποκομμένων τμημάτων της φιγούρας που περιλαμβάνει την πλήρη «κυματοσυνάρτηση» ή ολόκληρη τη μορφή.

60.  Με αυτή την έννοια, η επιθυμία προκύπτει στη διαδικασία κατανόησης αυτών των τάσεων, οι οποίες επίσης γεννούν την κίνηση της σκέψης, αλλά είναι η επίγνωση ολόκληρης της διαδικασίας που γεννά τη γνώση ως ενοποιημένη θεωρία.

61.  Ενώ ούτε η γυναίκα ούτε το πουλί στην εικόνα μπορούν να καταλάβουν την αμοιβαία σχέση τους, ο θεατής μπορεί να απολαύσει την ευχαρίστηση της γνώσης.

 

Πού βρίσκεται το αντικείμενο;

62.  Το αντικείμενο με το οποίο καταλήξαμε να παίζουμε μπορεί να είναι τόσο απτό όσο ένα όργανο που χρησιμοποιούμε για τον αυνανισμό, ή τόσο αφηρημένο όσο η χρήση του ίδιου οργάνου για να πυροδοτήσουμε μια διαδικασία σκέψης.

63.  Η ευχαρίστηση μπορεί να είναι τόσο χονδροειδής όσο μια γυμνή γυναίκα που κρατά το στήθος της, τόσο αδιάφορη όσο όταν κανείς δεν δίνει προσοχή (ακόμα και όταν κάνει σεξ), ή τόσο λεπτή όσο η κατανόηση της σχέσης μεταξύ της σκέψης και του οργάνου της ευχαρίστησης πέρα από οποιαδήποτε κλίμακα μέτρησης.

64.  Στην πραγματικότητα, τόσο το «αντικείμενο της σκέψης» όσο και το «αντικείμενο της ευχαρίστησης» μπορούν να θεωρηθούν ως ιδιότητες του ίδιου ευρύτερου πλαισίου ή αντικειμένου, με την ίδια έννοια που η «θέση» και η «ορμή» είναι ιδιότητες του ίδιου σωματιδίου.

65.  Αυτό το αντικείμενο θα έχει μια φυσική εμφάνιση, όπως αυτή (του αγάλματος) μιας γυναίκας στην εικόνα, και ένα συναισθηματικό περιεχόμενο που αποτελείται από ορισμένες ιδιότητες, όπως το «ράμφος» και τα «νύχια» του «πουλιού».

66.  Αυτά τα ψυχικά αποτυπώματα ενσωματώνονται στη σκιά της σκέψης, και εκφράζονται ως τάσεις της κίνησης της σκέψης, η οποία γίνεται ένα κινούμενο αντικείμενο.

67.  Επομένως, έχουμε ένα αντικείμενο που αποτελείται από τάσεις και εικόνες, ενώ τουλάχιστον μία από αυτές τις εικόνες (η δική του εικόνα) πρέπει να είναι ένα άλλο αντικείμενο.

68.  Με αυτή την έννοια, για να έχουμε μια εικόνα ή έναν πίνακα, χρειαζόμαστε τουλάχιστον έναν θεατή, ακόμα κι αν αυτός ο θεατής είναι ο ίδιος ο ζωγράφος.

69.  Με την ίδια έννοια, ένα σωματίδιο δεν μπορεί να μετατοπιστεί (μέσω της παρατήρησης) εάν δεν υπάρχει παρατηρητής για να εκτελέσει το πείραμα, ο οποίος, επιπλέον, δεν θα είναι σε θέση να ερμηνεύσει σωστά το φαινόμενο εάν δεν γνωρίζει τον δικό του ρόλο.

70.  Πού είναι λοιπόν το «αντικείμενο»;   

71.  Σύμφωνα με τον Heisenberg (ο πρώτος ορισμός), το αντικείμενο μπορεί να βρεθεί στη συσκευή μέτρησης (το όργανο της ευχαρίστησης).

72.  Σύμφωνα με τον Magritte (ο δεύτερος ορισμός), μπορεί να βρεθεί στην κουρτίνα (το όργανο της σκέψης που μετρά την ευχαρίστηση).

73.  Σύμφωνα με τον τρίτο ορισμό (με δικά μου λόγια), είναι το αντικείμενο που δημιουργεί χώρο και κίνηση (το όργανο της σκέψης που δημιουργεί το μέτρο).

74.  Αυτό ισοδυναμεί με τη σύγκριση του «πραγματικού αντικειμένου» με την «εικόνα του αντικειμένου» μέσα στις σκέψεις μας.

75.  Το πραγματικό αντικείμενο μπορεί να είναι ένα υποατομικό σωματίδιο ή μια όμορφη γυναίκα, ενώ το εικονικό αντικείμενο είναι το ίδιο με το πραγματικό, εκτός από το ότι βρίσκεται στην καθαρή, «αντικειμενική» του μορφή.

76.  Στην πραγματικότητα, η υπονοούμενη εικόνα του αντικειμένου είναιτο πραγματικό αντικείμενο, επομένως αυτό που βλέπουμε είναι η προβολή που γίνεται από το ασυνείδητο.

77.  Και πάλι το αντικείμενο συμβαίνει να βρίσκεται στη σκέψη μας, είτε τόσο καθαρό όσο η καθαρή σκέψη είτε τόσο «βρώμικο» όσο η σκιά.

78.  Ωστόσο, ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε το αντικείμενο της καθαρής μορφής, αλλά το ακάθαρτο αντικείμενο που περιγράφεται από τη σκιά. Μπορούμε να πάρουμε την καθαρή μορφή αφαιρώντας όλες τις ακαθαρσίες, αλλά μόνο μετά από μερικές έξυπνες προτάσεις.

79.  Αυτό είναι το ίδιο όπως και με το φως. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι μπορεί να είναι το φως, μελετώντας τις ιδιότητες των ιχνών που αφήνει πίσω του.

80.  Το ίδιο ισχύει και για τη γυναίκα των ονείρων μας. Όχι μόνο είμαστε ενθουσιασμένοι από τις κρυμμένες πτυχές της ομορφιάς που βρίσκονται πίσω από τα καλυμμένα στήθη της, αλλά έχουμε επίσης την τάση να αξιολογήσουμε τη στάση της σύμφωνα με την επόμενη κίνησή της (η οποία δεν συμβαίνει ποτέ).

81.  Έτσι, το όργανο είναιτο μέτρο, και το αντικείμενο «μετατοπίζεται» από αυτή τη σύμπτωση (η οποία στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με μια φυσική ταυτολογία) μεταξύ της (μετρικής) φύσης του οργάνου και της διαδικασίας μέτρησης (χρησιμοποιώντας το ίδιο όργανο). 

82.  Επομένως, μπορεί να μην υπάρχουν δύο αντικείμενα, το «Ένα» και το «Άλλο», το «πραγματικό αντικείμενο» και η «υπονοούμενη εικόνα», αλλά το «πραγματικό αντικείμενο ως εικόνα της Συνείδησης αντεστραμμένη στην πραγματικότητα».

83.  Αυτό το αντικείμενο μπορεί κάλλιστα να ταυτιστεί με τη Συνείδηση, μια τέλεια μορφή που θα περιέχει τόσο το Φως της καθαρής σκέψης όσο και τη Σκιά των πολλαπλών αναπαραστάσεων της σκέψης.

84.  Ωστόσο, μόλις κάναμε την ίδια διαίρεση, για άλλη μια φορά, και ταυτόχρονα εκτελέσαμε επίσης τον ίδιο βρόχο- Είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια καιτα δύο πράγματα ταυτόχρονα...

85.  Χρειαζόμαστε τουλάχιστον ένα Αντικείμενο (επομένως δύο αντικείμενα: το «Αντικείμενο» και το «Εμείς»).

86.  Μπορούμε να το πούμε αυτό καθώς κοιτάζουμε τον καθρέφτη, και θέτουμε για τελευταία φορά την ίδια ερώτηση που κάναμε πριν: Πού βρίσκεται το αντικείμενο;

87.  Μπορούμε απλά να ονομάσουμε αυτό το αντικείμενο Καθρέφτη. 

 

[1] [https://en.wikipedia.org/wiki/Uncertainty_principle]

[2] [http://www.mattesonart.com/1943-1947-sunlit-renoir-period.aspx]

 

12/31/2015

Πίνακας: Η αρχή της αβεβαιότητας (Le principe d' incertitude), Rene Magritte

 


ΑΝΙΜΙΣΜΟΣ, ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΩΝ ΣΚΕΨΕΩΝ

$
0
0

 

Σίγκμουντ Φρόιντ

 

(1)

Τα γραπτά που επιδιώκουν να εφαρμόσουν τα ευρήματα της ψυχανάλυσης σε θέματα στον τομέα των ψυχικών επιστημών έχουν το αναπόφευκτο ελάττωμα να προσφέρουν πολύ λίγα στους αναγνώστες και των δύο κατηγοριών. Τέτοια γραπτά μπορούν να έχουν μόνο τη φύση μιας υποκίνησης: θέτουν ενώπιον του ειδικού ορισμένες προτάσεις για να εξετάσει στο δικό του έργο. Αυτό το ελάττωμα είναι βέβαιο ότι θα είναι εξαιρετικά εμφανές σε ένα δοκίμιο που θα προσπαθήσει να ασχοληθεί με το τεράστιο πεδίο αυτού που είναι γνωστό ως «ανιμισμός» (animism).[1]

 

Ο ανιμισμός είναι, με τη στενότερη έννοιά του, το δόγμα των ψυχών και, με την ευρύτερη έννοιά του, το δόγμα των πνευματικών όντων γενικά. Ο όρος «ανιματισμός» (animatism) έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για να υποδηλώσει τη θεωρία του ζωντανού χαρακτήρα αυτών που μας φαίνονται άψυχα αντικείμενα, και οι όροι «ζωισμός» ή «ανιμαλισμός» (animalism), και «μανισμός» (manism) εμφανίζονται επίσης σε αυτό το πλαίσιο. Η λέξη «ανιμισμός», που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό σύστημα, φαίνεται να έχει λάβει τη σημερινή της σημασία από τον Tylor.[2]

 

Αυτό που οδήγησε στην εισαγωγή αυτών των όρων ήταν η συνειδητοποίηση της εξαιρετικά αξιοσημείωτης άποψης της φύσης και του σύμπαντος που υιοθετήθηκε από τις πρωτόγονες φυλές για τις οποίες έχουμε γνώση, είτε στην προϊστορία είτε σήμερα. Γεμίζουν τον κόσμο με αναρίθμητα πνευματικά όντα, τόσο καλοπροαίρετα όσο και κακοπροαίρετα. Και αυτά τα πνεύματα και δαίμονες θεωρούνται ως η αιτία των φυσικών φαινομένων·και όχι μόνο τα ζώα και τα φυτά, αλλά όλα τα άψυχα αντικείμενα στον κόσμο εμψυχώνονται από αυτά τα πνεύματα.

 

Ένα τρίτο, και ίσως το πιο σημαντικό, στοιχείο αυτής της πρωτόγονης «φιλοσοφίας της φύσης» μας φαίνεται λιγότερο παράξενο, αφού, ενώ έχουμε διατηρήσει μόνο μια πολύ περιορισμένη πίστη στην ύπαρξη των πνευμάτων, και ενώ εξηγούμε τα φυσικά φαινόμενα με τη μεσολάβηση απρόσωπων φυσικών δυνάμεων, εμείς οι ίδιοι δεν απέχουμε πολύ από αυτή την τρίτη περίπτωση. Γιατί οι πρωτόγονοι λαοί πιστεύουν ότι τα ανθρώπινα όντα εμψυχώνονται από τέτοια πνεύματα. Αυτές οι ψυχές που ζουν σε ανθρώπινα όντα μπορούν να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους, και να μεταναστεύσουν σε άλλα ανθρώπινα όντα. Είναι το όχημα των νοητικών δραστηριοτήτων, και είναι σε κάποιο βαθμό ανεξάρτητες από το σώμα στο οποίο κατοικούν. Αρχικά οι ψυχές απεικονίζονταν πολύ παρόμοιες με τους ανθρώπους, και μόνο κατά τη διάρκεια μιας μακράς διαδικασίας έχασαν τα υλικά χαρακτηριστικά τους, και έγιναν σε μεγάλο βαθμό «πνευματικοποιημένες».

 

Οι περισσότερες αυθεντίες κλίνουν προς την άποψη ότι αυτές οι ιδέες περί ψυχής είναι ο αρχικός πυρήνας του ανιμιστικού συστήματος, ότι τα πνεύματα είναι απλά ψυχές που έχουν γίνει ανεξάρτητες από το σώμα, και ότι οι ψυχές των ζώων, των φυτών και των αντικειμένων κατασκευάστηκαν κατ'αναλογία των ανθρώπινων ψυχών.

 

Αλλά πώς έφτασαν οι πρωτόγονοι άνθρωποι στις περίεργες δυϊστικές απόψεις στις οποίες βασίζεται το ανιμιστικό σύστημα; Υποτίθεται ότι το έκαναν παρατηρώντας τα φαινόμενα του ύπνου (συμπεριλαμβανομένων των ονείρων) και του θανάτου, που μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους, και προσπαθώντας να εξηγήσουν αυτές τις καταστάσεις. Το κύριο σημείο εκκίνησης αυτής της θεωρίας πρέπει να ήταν το πρόβλημα του θανάτου. Αυτό που ο πρωτόγονος άνθρωπος θεωρούσε ως φυσικό, ήταν η επ'αόριστο παράταση, η αθανασία, της ζωής. Η ιδέα του θανάτου έγινε αποδεκτή μόνο αργότερα και με δισταγμό. Ακόμη και για εμάς τους σύγχρονους, αυτή η ιδέα στερείται περιεχομένου, και δεν υποδηλώνει κάτι. Υπήρξαν πολύ ζωηρές αλλά ατελέσφορες συζητήσεις σχετικά με το ρόλο που μπορεί να έπαιξαν στη διαμόρφωση των βασικών δογμάτων του ανιμισμού άλλα παρατηρημένα ή βιωμένα γεγονότα, όπως ονειρικές εικόνες, σκιές, κατοπτρικές εικόνες, και ούτω καθεξής.

 

Έχει θεωρηθεί απολύτως φυσικό και καθόλου αινιγματικό το γεγονός ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος αντέδρασε στα φαινόμενα, που προκάλεσαν τις εικασίες του, σχηματίζοντας την ιδέα της ψυχής, και στη συνέχεια επέκτεινε την ιδέα σε αντικείμενα στον εξωτερικό κόσμο. Συζητώντας το γεγονός ότι οι ίδιες ανιμιστικές ιδέες έχουν αναδυθεί μεταξύ των πιο διαφορετικών φυλών και σε κάθε χρονική περίοδο, ο Wundt[3]δηλώνει ότι «είναι το απαραίτητο ψυχολογικό προϊόν μιας μυθοποιητικής συνείδησης... Και με αυτή την έννοια, επομένως, ο πρωτόγονος ανιμισμός πρέπει να θεωρηθεί ως η πνευματική έκφραση της φυσικής κατάστασης του ανθρώπου, στο βαθμό που είναι προσιτός στην παρατήρησή μας». Η αιτιολόγηση για την απόδοση ζωής σε άψυχα αντικείμενα είχε ήδη δοθεί από τον DavidHume[4]στο NaturalHistoryofReligion: «Υπάρχει μια παγκόσμια τάση μεταξύ των ανθρώπων να συλλαμβάνουν όλα τα όντα σαν τον εαυτό τους, και να μεταφέρουν σε κάθε αντικείμενο εκείνες τις ιδιότητες με τις οποίες είναι εξοικειωμένοι, και για τις οποίες έχουν βαθιά γνώση».

 

Ο ανιμισμός είναι ένα σύστημα σκέψης. Δεν εξηγεί απλώς ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, αλλά μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ολόκληρο το σύμπαν ως μια ενιαία ενότητα από μια συνολική οπτική γωνία. Η ανθρώπινη φυλή θεωρείται ότι έχει αναπτύξει κατά τη διάρκεια των αιώνων τρία συστήματα σκέψης- τρεις καθολικές απόψεις για το σύμπαν: την ανιμιστική (ή μυθολογική), τη θρησκευτική, και την επιστημονική. Από αυτές, ο ανιμισμός, που δημιουργήθηκε πρώτα, είναι ίσως ο πιο συνεπής και εξαντλητικός, και ο οποίος δίνει μια πραγματικά πλήρη εξήγηση της φύσης του σύμπαντος. Αυτή η πρώτη ανθρώπινη κοσμοθεωρία (Weltanschauung), είναι μια ψυχολογική θεωρία. Θα ξεπερνούσε τον τωρινό μας σκοπό να δείξουμε τι από τον ανιμισμό εξακολουθεί να υπάρχει στη σύγχρονη ζωή, είτε με την υποβαθμισμένη μορφή της δεισιδαιμονίας, είτε ως ζωντανή βάση του λόγου μας, των πεποιθήσεών μας, και των φιλοσοφιών μας.

 

Με αυτά τα τρία στάδια ή συστήματα σκέψης κατά νου, μπορεί να ειπωθεί ότι ο ανιμισμός δεν είναι ο ίδιος θρησκεία, αλλά περιέχει τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίζονται αργότερα οι θρησκείες. Είναι προφανές, επίσης, ότι οι μύθοι βασίζονται σε ανιμιστικές υποθέσεις, αν και οι λεπτομέρειες της σχέσης μεταξύ μύθων και ανιμισμού φαίνεται να είναι ανεξήγητες σ'ένα θεμελιώδες επίπεδο.

 

(2)

 

Η ψυχαναλυτική μας προσέγγιση στο θέμα, ωστόσο, είναι διαφορετική. Δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι εμπνεύστηκαν να δημιουργήσουν το πρώτο τους σύστημα του σύμπαντος από καθαρή περιέργεια. Η πρακτική ανάγκη για τον έλεγχο του κόσμου γύρω τους πρέπει να έπαιξε το ρόλο της. Έτσι, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, παράλληλα με το ανιμιστικό σύστημα, υπήρχε ένα σύνολο κανόνων για την κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους, στα θηρία και στα πράγματα- ή μάλλον, πάνω στις ψυχές τους. Αυτοί οι κανόνες συνοψίζονται με τη λέξη «μαγεία». Ο Reinach[5]περιγράφει αυτούς τους κανόνες ως τη «στρατηγική του ανιμισμού». Θα προτιμούσα, ακολουθώντας τον Hubert[6]και τον Mauss[7], να τους θεωρήσω ως την τεχνική του ανιμισμού.

 

Μπορούν άραγε να διακριθούν οι διαφορετικές έννοιες της μαγείας («sorcery» και «magic»);[8]Ίσως- αν είμαστε διατεθειμένοι να δείξουμε μια κάπως αυθαίρετη αδιαφορία για τις διαφοροποιήσεις της γλώσσας. Η μαγεία με την πρώτη έννοια (sorcery), λοιπόν, είναι ουσιαστικά η τέχνη τού να επηρεάζει κάποιος τα πνεύματα, αντιμετωπίζοντάς τα με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετώπιζε κανείς τους ανθρώπους σε παρόμοιες περιστάσεις: κατευνάζοντας, διορθώνοντας, εξευμενίζοντας, εκφοβίζοντας, κλέβοντας τη δύναμή τους, υποτάσσοντας τη θέλησή τους- με τις ίδιες μεθόδους που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στους ζωντανούς ανθρώπους. Η μαγεία με τη δεύτερη έννοια (magic), από την άλλη πλευρά, είναι κάτι διαφορετικό: ουσιαστικά, αγνοεί τα πνεύματα, και χρησιμοποιεί ειδικές διαδικασίες, και όχι καθημερινές ψυχολογικές μεθόδους.

 

Είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι η μαγεία με την τελευταία έννοια είναι ο παλαιότερος και σημαντικότερος κλάδος της ανιμιστικής τεχνικής·γιατί οι μαγικές μέθοδοι μπορούν, μεταξύ άλλων, να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση των πνευμάτων[9], και η μαγεία μπορεί να εφαρμοστεί επίσης σε περιπτώσεις όπου, καθώς φαίνεται, η διαδικασία πνευματικοποίησης της Φύσης δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί.

 

Η μαγεία πρέπει να εξυπηρετεί τους πιο ποικίλους σκοπούς- πρέπει να υποτάσσει τα φυσικά φαινόμενα στη θέληση του ανθρώπου, πρέπει να προστατεύει το άτομο από τους εχθρούς του και από τους κινδύνους, και πρέπει να του δίνει δύναμη να κατατροπώνει τους εχθρούς του. Αλλά η αρχή στην οποία βασίζεται η μαγική δράση- δηλαδή, η αρχή της μαγείας - είναι τόσο εντυπωσιακή ώστε κανείς από τους ειδικούς δεν έχει παραλείψει να την αναγνωρίσει. Ο Tylor, αν αφήσουμε κατά μέρος μια συνοδευτική ηθική κρίση, την θεωρεί στην πιο συνοπτική της μορφή ως τη σύγχυση ανάμεσα σε μια ιδανική και σε με μια πραγματική σύνδεση. Θα παρουσιάσω αυτό το χαρακτηριστικό σε δύο ομάδες μαγικών πράξεων.

 

Μία από τις πιο διαδεδομένες μαγικές διαδικασίες για την πρόκληση βλάβης σ'έναν εχθρό, είναι η κατασκευή ενός ομοιώματός του από οποιοδήποτε διαθέσιμο υλικό. Αν το ομοίωμα μοιάζει ή όχι με αυτόν, έχει μικρή σημασία: οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί ν'αντιπροσωπεύσει ένα ομοίωμά του. Ό,τι στη συνέχεια εφαρμοστεί πάνω στο ομοίωμα, το ίδιο θα συμβεί και στο μισητό πρωτότυπο. Οποιοδήποτε μέρος του σώματος του ομοιώματος έχει υποστεί βλάβη, το ίδιο μέρος του σώματος του εχθρού αρρωσταίνει.

 

Η ίδια μαγική τεχνική μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όχι μόνο για σκοπούς προσωπικής εχθρότητας, αλλά και για ευσεβείς σκοπούς, καθώς και για την παροχή βοήθειας στους θεούς ενάντια σε κακοήθεις δαίμονες. Όπως λέει ο Frazer[10]: «Κάθε βράδυ, όταν ο θεός ήλιος Ρα βυθιζόταν στο σπίτι του στη λαμπερή δύση, δεχόταν επίθεση από πλήθος δαιμόνων υπό την ηγεσία του αρχιδαίμονα Άποφι. Όλη τη νύχτα τους πολεμούσε, και μερικές φορές την ημέρα οι δυνάμεις του σκότους έστελναν σύννεφα ακόμη και στον γαλάζιο αιγυπτιακό ουρανό, για να κρύψουν το φως του, και να αποδυναμώσουν τη δύναμή του. Για να βοηθηθεί ο θεός ήλιος σε αυτόν τον καθημερινό αγώνα, τελούταν καθημερινά μια τελετή στο ναό του στη Θήβα. Μια φιγούρα του εχθρού του, Άποφι, που παριστάνεται ως κροκόδειλος με φρικτό πρόσωπο ή ως φίδι με πολλές φολίδες, ήταν κατασκευασμένη από κερί, και πάνω της τ'όνομα του δαίμονα ήταν γραμμένο με πράσινο μελάνι. Στη συνέχεια, τη φιγούρα, τυλιγμένη σε μια θήκη από πάπυρο, δεμένη με μαύρα μαλλιά, την έφτυναν, την χάρασσαν με πέτρινο μαχαίρι, και την πέταγαν στο έδαφος. Ο ιερέας τότε την πατούσε με το αριστερό του πόδι ξανά και ξανά, και στη συνέχεια την έκαιγε σε φωτιά αναμμένη από ένα συγκεκριμένο φυτό. Όταν ο Άποφις είχε εκδιωχθεί με αυτόν τον τρόπο, κέρινα ομοιώματα καθενός από τους κύριους δαίμονές του και των συγγενών τους κατασκευάζονταν και καίγονταν με τον ίδιο τρόπο. Η λειτουργία, συνοδευόμενη από την απαγγελία ορισμένων καθορισμένων ξορκιών, επαναλαμβανόταν όχι μόνο πρωί, μεσημέρι και βράδυ, αλλά και κάθε φορά που μαινόταν καταιγίδα, ή έπεφτε δυνατή βροχή, ή μαύρα σύννεφα κάλυπταν τον φωτεινό δίσκο του ήλιου. Οι δαίμονες του σκότους, των σύννεφων και της βροχής ένιωθαν τα τραύματα που είχαν προκληθεί στις εικόνες τους σαν να είχαν γίνει πάνω στους ίδιους. Πέθαιναν, τουλάχιστον για ένα διάστημα, και ο ευεργετικός θεός ήλιος έλαμπε θριαμβευτής για άλλη μια φορά».[11]

 

Από τον τεράστιο αριθμό μαγικών πράξεων που έχουν παρόμοια βάση, θα επιστήσω την προσοχή μόνο σε δύο ακόμη, οι οποίες έχουν παίξει μεγάλο ρόλο μεταξύ των πρωτόγονων λαών κάθε εποχής, και οι οποίες παραμένουν σε κάποιο βαθμό στους μύθους και στις λατρείες των σύγχρονων πολιτισμών- δηλαδή, τελετουργίες για την παραγωγή βροχής και για τη γονιμότητα. Η βροχή παράγεται μιμούμενη μαγικά αυτήν ή τα σύννεφα και τις καταιγίδες που την δημιουργούν. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, οι Αϊνού[12]σκορπίζουν νερό με κόσκινα, παίρνουν μια γαβάθα την οποία εξοπλίζουν με πανιά και κουπιά σαν να ήταν βάρκα, και στη συνέχεια την γυρίζουν μέσα στο χωριό.

 

Με τον ίδιο τρόπο, η γονιμότητα της γης επιτυγχάνεται μαγικά με μια δραματική αναπαράσταση της ανθρώπινης συνουσίας. Έτσι, για να πάρουμε μία από τις αμέτρητες περιπτώσεις, σε ορισμένα μέρη της Ιάβας, την εποχή που το ρύζι πρόκειται ν'ανθίσει, ο γεωργός και η σύζυγός του πηγαίνουν στο χωράφι τους τη νύχτα, και εκεί έρχονται σε συνουσία για να ενθαρρύνουν τη γονιμότητα του ρυζιού με το παράδειγμά τους. Υπάρχει φόβος, ωστόσο, ότι οι απαγορευμένες, αιμομικτικές σεξουαλικές σχέσεις μπορεί να προκαλέσουν αποτυχία των καλλιεργειών, και να κάνουν τη γη στείρα.[13]

 

Ορισμένες μαγικές προφυλάξεις πρέπει να συμπεριληφθούν σε αυτή την πρώτη ομάδα. Όταν οι Dyak[14]κυνηγάνε άγριους χοίρους στη ζούγκλα, όσοι μένουν πίσω στα σπίτια δεν μπορούν να αγγίξουν λάδι ή νερό με τα χέρια τους, γιατί αν το έκαναν αυτό τότε το θήραμα θα γλιστρούσε από τα χέρια των κυνηγών. Ή πάλι, όταν ένας Gilyak[15]κυνηγά θηράματα στο δάσος, τα παιδιά του στο σπίτι απαγορεύεται να κάνουν σχέδια σε ξύλο ή στην άμμο, γιατί φοβούνται ότι έτσι τα μονοπάτια στο δάσος θα γίνουν τόσο περίπλοκα όσο οι γραμμές στα σχέδια, ώστε ο κυνηγός θα χάσει το δρόμο του, και δεν θα επιστρέψει ποτέ.

 

Σε αυτές τις τελευταίες, όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις μαγείας, το στοιχείο της απόστασης αγνοείται. Με άλλα λόγια, η τηλεπάθεια θεωρείται δεδομένη. Επομένως, δεν θα δυσκολευτούμε να κατανοήσουμε αυτό το χαρακτηριστικό της μαγείας.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος πρέπει να θεωρηθεί ως ο καθοριστικός παράγοντας σε όλα αυτά τα παραδείγματα·είναι η ομοιότητα μεταξύ της πράξης που εκτελείται και του αναμενόμενου αποτελέσματος. Για το λόγο αυτό, ο Frazerπεριγράφει αυτό το είδος μαγείας ως «μιμητικό» ή «ομοιοπαθητικό». Αν θέλουμε να βρέξει, δεν έχουμε παρά να κάνουμε κάτι που μοιάζει με βροχή, ή θυμίζει βροχή. Σ'ένα μεταγενέστερο στάδιο του πολιτισμού, αντί αυτής της μαγείας σχετικά με την πρόκληση βροχής, γίνονταν πομπές σ'ένα ναό, και προσευχές για βροχή απευθύνονταν στη θεότητα που κατοικούσε στο συγκεκριμένο ναό. Τελικά, και αυτή η θρησκευτική τεχνική με τη σειρά της θα εγκαταλειφθεί, και στη εποχή μας γίνονται προσπάθειες να παραχθούν μεταβολές στην ατμόσφαιρα που θα προκαλέσουν βροχή.

 

*

 

Σε μια δεύτερη ομάδα μαγικών πράξεων, η αρχή της ομοιότητας δεν παίζει κανένα ρόλο, και τη θέση της παίρνει μια άλλη αρχή, η φύση της οποίας θα γίνει αμέσως σαφής από τα ακόλουθα παραδείγματα. Υπάρχει μια άλλη διαδικασία με την οποία ένας εχθρός μπορεί να πληγεί. Κάποιος παίρνει στην κατοχή του μερικά από τα μαλλιά ή τα νύχια του, ή ακόμα και ένα κομμάτι από τα ρούχα του, και τα μεταχειρίζεται με κάποιο εχθρικό τρόπο. Τότε αυτός φαίνεται σαν να έχει στην κατοχή του τον ίδιο τον εχθρό του, ο οποίος βιώνει ό,τι γίνεται στα αντικείμενα που προέρχονται από αυτόν.

 

Σύμφωνα με τον πρωτόγονο άνθρωπο, ένα από τα πιο σημαντικά μέρη ενός ατόμου είναι το όνομά του. Έτσι, αν κάποιος γνωρίζει το όνομα ενός ανθρώπου ή ενός πνεύματος, έχει αποκτήσει μια ορισμένη δύναμη πάνω στον ιδιοκτήτη του ονόματος. Αυτή είναι η προέλευση των αξιοσημείωτων προφυλάξεων και περιορισμών στη χρήση των ονομάτων που έχουμε ήδη θίξει στο κεφάλαιο για τα ταμπού. Σε αυτά τα παραδείγματα τη θέση της ομοιότητας παίρνει προφανώς η συγγένεια.

 

Τα ισχυρότερα κίνητρα για κανιβαλισμό μεταξύ των πρωτόγονων φυλών έχουν παρόμοια προέλευση. Με την ενσωμάτωση μερών του σώματος ενός ατόμου μέσω της πράξης του φαγητού, κάποιος ταυτόχρονα αποκτά τις ιδιότητες που κατείχε το άτομο. Αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί σε προφυλάξεις και περιορισμούς όσον αφορά τη διατροφή. Μια έγκυος γυναίκα, για παράδειγμα, θα αποφύγει να φάει τη σάρκα ορισμένων ζώων από φόβο ότι τυχόν ανεπιθύμητες ιδιότητες που μπορεί να έχει το ζώο (δειλία, για παράδειγμα) μπορεί να περάσουν στο βρέφος.

 

Η μαγική δύναμη δεν επηρεάζεται ακόμη και αν η σύνδεση μεταξύ των δύο αντικειμένων έχει διακοπεί, ή ακόμα και αν η επαφή συνέβη μόνο σε μία περίσταση. Για παράδειγμα, υπάρχει η πεποίθηση ότι ο μαγικός δεσμός ανάμεσα στην πληγή και στο όπλο που την προκάλεσε μπορεί να παραμείνει αναλλοίωτος για χιλιάδες χρόνια. Εάν ένας Μελανήσιος μπορεί να αποκτήσει το τόξο που προκάλεσε την πληγή του, θα φυλάξει το τόξο σε δροσερό μέρος, ώστε να μειώσει τη φλεγμονή της πληγής. Αλλά αν το τόξο παραμείνει στην κατοχή του εχθρού, σίγουρα θα κρεμαστεί κοντά στη φωτιά, έτσι ώστε η πληγή του εχθρού να χειροτερεύσει.

 

Ο Πλίνιος, στη Φυσική Ιστορία του, λέει ότι αν τραυματίσαμε έναν άνθρωπο, και λυπόμαστε γι'αυτό, αρκεί να φτύσουμε το χέρι που προκάλεσε την πληγή, και ο πόνος του πάσχοντος θα ανακουφιστεί αμέσως. Επίσης, ο FrancisBacon, στο SylvaSylvarum, αναφέρει ότι η χρίση του όπλου που προξένησε την πληγή θα θεραπεύσει την ίδια την πληγή. Οι Άγγλοι της υπαίθρου λέγεται ότι ακόμη και σήμερα ακολουθούν αυτή τη συνταγή, και αν κοπούν από το δρεπάνι τους, κρατάνε προσεκτικά το εργαλείο καθαρό, για να μην μολυνθεί η πληγή τους. Στο Norwichτον Ιούνιο του 1902, μια γυναίκα ονόματι MatildaHenryχτύπησε κατά λάθος το πόδι της μ'ένα καρφί. Χωρίς να εξετάσει την πληγή, χωρίς καν να αφαιρέσει την κάλτσα της, έβαλε την κόρη της να λαδώσει το καρφί, λέγοντας ότι με αυτόν τρόπο η πληγή θα γινόταν καλά. Λίγες μέρες αργότερα πέθανε από τέτανο.

 

Η τελευταία ομάδα περιπτώσεων αποτελεί παράδειγμα αυτού που ο Frazerδιακρίνει από τη «μιμητική» μαγεία, δηλαδή της «μεταδοτικής» μαγείας. Η βασική αρχή σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πλέον η ομοιότητα, αλλά η χωρική σύνδεση, η γειτνίαση, ή τουλάχιστον η φανταστική γειτνίαση- η ανάμνησή της. Επειδή, ωστόσο, η ομοιότητα και η γειτνίαση είναι οι δύο βασικές αρχές των διαδικασιών σύνδεσης, φαίνεται ότι η αληθινή εξήγηση όλης της πλάνης των μαγικών διαδικασιών είναι η κυριαρχία της συσχέτισης των ιδεών. Η καταλληλότητα της περιγραφής της μαγείας από τον Tylor, γίνεται τώρα εμφανής: μια ιδεατή σύνδεση συγχέεται με μια πραγματική. Ο Frazerτο έθεσε σχεδόν με τα ίδια λόγια: «Οι άνθρωποι μπερδεύουν τη σειρά των ιδεών τους με την τάξη της φύσης, και ως εκ τούτου φαντάζονται ότι ο έλεγχος που έχουν, ή φαίνεται να έχουν, πάνω στις σκέψεις τους, τους επιτρέπει να ασκούν έναν αντίστοιχο έλεγχο πάνω στα πράγματα».

 

Αρχικά θα εκπλαγούμε όταν μάθουμε ότι αυτή η διαφωτιστική εξήγηση της μαγείας έχει απορριφθεί από ορισμένους συγγραφείς ως μη ικανοποιητική. Μετά από σκέψη, ωστόσο, θα φανεί ότι η κριτική είναι δικαιολογημένη. Η συνειρμική θεωρία της μαγείας εξηγεί απλώς τα μονοπάτια τα οποία η μαγεία ακολουθεί. Δεν εξηγεί την πραγματική της ουσία, δηλαδή την παρανόηση που την οδηγεί να αντικαταστήσει τους νόμους της φύσης με ψυχολογικούς νόμους. Προφανώς λείπει κάποιος δυναμικός παράγοντας. Αλλά ενώ οι επικριτές της θεωρίας του Frazerέχουν παραστρατήσει στην αναζήτησή τους, είναι ευκολότερο να φτάσουμε σε μια ικανοποιητική εξήγηση της μαγείας εμβαθύνοντας στη συνειρμική θεωρία.

 

Ας εξετάσουμε πρώτα την απλούστερη και πιο σημαντική περίπτωση της μιμητικής μαγείας. Σύμφωνα με τον Frazer, μπορεί να ασκηθεί από μόνη της, ενώ η μεταδοτική μαγεία κατά κανόνα προϋποθέτει την πρώτη. Είναι εύκολο να αντιληφθούμε τα κίνητρα που οδηγούν τους ανθρώπους να ασκήσουν τη μαγεία: είναι οι ανθρώπινες επιθυμίες. Το μόνο που χρειάζεται να υποθέσουμε είναι ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε μια τεράστια πίστη στη δύναμη των επιθυμιών του. Αρχικά, λοιπόν, η έμφαση δίνεται μόνο στην επιθυμία.

 

Τα παιδιά βρίσκονται σε μια ανάλογη ψυχική κατάσταση, αν και η κινητική τους απόδοση είναι ακόμα υποανάπτυκτη. Έχω διατυπώσει αλλού την υπόθεση ότι, αρχικά, ικανοποιούν τις επιθυμίες τους με παραισθησιογόνο τρόπο, δηλαδή δημιουργούν μια ικανοποιητική κατάσταση μέσω διεγέρσεων των αισθητηρίων οργάνων τους. Ένας ενήλικος πρωτόγονος άνθρωπος έχει μια εναλλακτική μέθοδο. Οι επιθυμίες του συνοδεύονται από μια κινητική ώθηση, τη θέληση, η οποία προορίζεται να αλλάξει ολόκληρο το πρόσωπο της γης για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του. Αυτή η κινητική ώθηση χρησιμοποιείται αρχικά για να δώσει μια αναπαράσταση της ικανοποιητικής κατάστασης, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατή η εμπειρία της ικανοποίησης μέσω αυτού που θα μπορούσε να περιγραφεί ως κινητικές ψευδαισθήσεις.

 

Αυτό το είδος αναπαράστασης μιας ικανοποιημένης επιθυμίας μπορεί να συγκριθεί με το παιδικό παιχνίδι, το οποίο διαδέχεται την προηγούμενη καθαρά αισθητηριακή τεχνική ικανοποίησης. Αν τα παιδιά και οι πρωτόγονοι άνθρωποι βρίσκουν το παιχνίδι και τη μιμητική αναπαράσταση αρκετά γι'αυτούς, αυτό δεν είναι σημάδι ότι είναι ασήμαντοι με τη δική μας έννοια, ή ότι αποδέχονται παραιτημένοι την πραγματική τους ανημποριά. Είναι το εύκολα κατανοητό αποτέλεσμα της υπέρτατης αρετής που αποδίδουν στις επιθυμίες τους, της θέλησης που συνδέεται με αυτές τις επιθυμίες, και των μεθόδων με τις οποίες λειτουργούν αυτές οι επιθυμίες.

 

Με τον καιρό, η ψυχολογική έμφαση μετατοπίζεται από τα κίνητρα για τη μαγική πράξη, στα μέτρα με τα οποία αυτή πραγματοποιείται- δηλαδή, στην ίδια την πράξη. (Θα ήταν ίσως πιο σωστό να πούμε ότι μόνο αυτά τα μέτρα αποκαλύπτουν στο υποκείμενο την υπερβολική αξία που αποδίδει στις ψυχικές του πράξεις.) Έτσι, στο τέλος φαίνεται σαν να είναι η ίδια η μαγική πράξη που, λόγω της ομοιότητάς της με το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθορίζει από μόνη της το αποτέλεσμα.

 

Δεν υπάρχει καμία ευκαιρία, στο στάδιο της ανιμιστικής σκέψης, να έχουμε οποιαδήποτε αντικειμενική απόδειξη της πραγματικής κατάστασης των πραγμάτων. Αλλά η δυνατότητα να γίνει αυτό έρχεται σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν, καθώς όλες αυτές οι διαδικασίες εξακολουθούν να διεξάγονται, το ψυχικό φαινόμενο της αμφιβολίας έχει αρχίσει να αναδύεται ως έκφραση μιας τάσης για καταπίεση. Σε αυτό το στάδιο, οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να παραδεχτούν ότι η επίκληση πνευμάτων δεν έχει αποτέλεσμα αν δεν συνοδεύεται από πίστη, και ότι η μαγική δύναμη της προσευχής αποτυγχάνει αν δεν συνοδεύεται από ευσέβεια.[16]

 

Το γεγονός ότι ήταν δυνατό να κατασκευαστεί ένα σύστημα μεταδοτικής μαγείας βασισμένο σε συσχετισμούς γειτνίασης, δείχνει ότι η σημασία που αποδίδεται στις επιθυμίες και στη βούληση έχει επεκταθεί σε όλες τις ψυχικές πράξεις που υπόκεινται στη βούληση. Έτσι, έχει προκύψει μια γενική υπερτίμηση όλων των νοητικών διαδικασιών- μια στάση απέναντι στον κόσμο, δηλαδή, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώση μας για τη σχέση μεταξύ πραγματικότητας και σκέψης, δεν μπορεί παρά να είναι μια υπερτίμηση της σκέψης.

 

Τα πράγματα γίνονται επομένως λιγότερο σημαντικά από τις ιδέες των ίδιων πραγμάτων: ό,τι συμβαίνει στις ιδέες, αναπόφευκτα θα συμβεί και στα πράγματα. Οι σχέσεις που ισχύουν μεταξύ των ιδεών των πραγμάτων, υποτίθεται ότι ισχύουν εξίσου μεταξύ των ίδιων των πραγμάτων. Δεδομένου ότι η απόσταση δεν έχει καμία σημασία στη σκέψη- αφού αυτό που βρίσκεται πιο μακριά τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο μπορεί χωρίς δυσκολία να κατανοηθεί με μια ενιαία πράξη της συνείδησης- έτσι, επίσης, ο κόσμος της μαγείας έχει μια τηλεπαθητική αδιαφορία για τη χωρική απόσταση, και αντιμετωπίζει τις καταστάσεις του παρελθόντος σαν να ήταν παρούσες. Στην ανιμιστική εποχή, η αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου είναι βέβαιο ότι θα σβήσει την άλλη εικόνα του κόσμου- εκείνη που φαίνεται ότι αντιλαμβανόμαστε.

 

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι δύο αρχές του συσχετισμού- ομοιότητα και γειτνίαση- περιλαμβάνονται αμφότερες στην πιο ολοκληρωμένη έννοια της «επαφής». Η συσχέτιση με τη γειτνίαση είναι επαφή με την κυριολεκτική έννοια. Η συσχέτιση με την ομοιότητα είναι επαφή με τη μεταφορική έννοια. Η χρήση της ίδιας λέξης για τα δύο είδη σχέσεων εξηγείται αναμφίβολα από κάποια ταυτότητα στις σχετικές ψυχικές διαδικασίες, την οποία δεν έχουμε ακόμη κατανοήσει. Έχουμε εδώ το ίδιο εύρος νοήματος της ιδέας της «επαφής», με εκείνο που βρήκαμε στην ανάλυσή μας για τα ταμπού.

 

Συνοπτικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η αρχή που διέπει τη μαγεία, η τεχνική του ανιμιστικού τρόπου σκέψης, είναι η αρχή της «παντοδυναμίας των σκέψεων».

 

(3)

 

Υιοθέτησα τον όρο «παντοδυναμία των σκέψεων» από έναν πολύ ευφυή άνθρωπο που υπέφερε από έμμονες ιδέες, και ο οποίος, αφού ανάρρωσε με ψυχαναλυτική θεραπεία, μπόρεσε να αποδείξει την αποδοτικότητα και σύνεσή του. Είχε επινοήσει τη συγκεκριμένη φράση ως εξήγηση όλων των παράξενων και αλλόκοτων γεγονότων από τα οποία, όπως και άλλοι που πάσχουν από την ίδια πάθηση, φαινόταν να καταδιώκεται. Αν σκεφτόταν κάποιον, ήταν σίγουρος ότι θα συναντούσε αυτό το ίδιο το άτομο αμέσως μετά, ως δια μαγείας. Αν ξαφνικά ρωτούσε για την υγεία ενός γνωστού του που δεν είχε δει για καιρό, θα άκουγε ότι είχε μόλις πεθάνει, έτσι ώστε να φαίνεται σαν να είχε λάβει ένα τηλεπαθητικό μήνυμα από εκείνον. Αν, χωρίς καμία πραγματικά σοβαρή πρόθεση, έβριζε κάποιον ξένο, ήταν σίγουρος ότι ο άλλος θα πέθαινε λίγο αργότερα, έτσι ώστε ένιωθε υπεύθυνος για το θάνατό του. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ο ίδιος ήταν σε θέση να μου πει πώς προέκυψε η παραπλανητική εμφάνιση στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις, και με ποια τεχνάσματα ο ίδιος είχε βοηθήσει να ενισχύσει τις δικές του δεισιδαιμονικές πεποιθήσεις. Όλοι οι ιδεοληπτικοί νευρωτικοί είναι προληπτικοί με αυτόν τον τρόπο, συνήθως ενάντια στην κρίση τους.[17]

 

Είναι στις ιδεοληπτικές νευρώσεις που η επιβίωση της παντοδυναμίας των σκέψεων είναι πιο ορατή, και που οι συνέπειες αυτού του πρωτόγονου τρόπου σκέψης έρχονται πιο κοντά στη συνείδηση. Αλλά δεν πρέπει να παραπλανηθούμε και να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της συγκεκριμένης νεύρωσης, γιατί η αναλυτική έρευνα αποκαλύπτει το ίδιο πράγμα και για τις άλλες νευρώσεις. Σε όλες αυτές, αυτό που καθορίζει το σχηματισμό των συμπτωμάτων είναι η πραγματικότητα όχι της εμπειρίας αλλά της σκέψης. Οι νευρωτικοί ζουν σε έναν διαφορετικό κόσμο, όπου, όπως έχω πει αλλού, μόνο το «νευρωτικό νόμισμα» είναι νόμιμο χρήμα· δηλαδή, επηρεάζονται μόνο από αυτό που σκέφτονται με ένταση και απεικονίζουν με συναίσθημα, ενώ η συμφωνία με την εξωτερική πραγματικότητα είναι ένα ζήτημα χωρίς σημασία.

 

Αυτό που οι υστερικοί επαναλαμβάνουν στις κρίσεις τους και διορθώνουν μέσω των συμπτωμάτων τους, είναι εμπειρίες που έχουν συμβεί με αυτή τη μορφή μόνο στη φαντασία τους- αν και είναι αλήθεια ότι, σε τελική ανάλυση, αυτές οι φανταστικές εμπειρίες ανατρέχουν σε πραγματικά γεγονότα, ή βασίζονται σε αυτά. Το να αποδίδουμε το νευρωτικό αίσθημα ενοχής σε πραγματικά παραπτώματα, θα έδειχνε μια ίση παρανόηση. Ένας ιδεοληπτικός νευρωτικός μπορεί να επιβαρύνεται από ένα αίσθημα ενοχής που θα ταίριαζε σε έναν δολοφόνο, ενώ στην πραγματικότητα, από την παιδική του ηλικία και μετά, συμπεριφερόταν στους συνανθρώπους του ως το πιο διακριτικό και σχολαστικό μέλος της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, το αίσθημα ενοχής του έχει μια δικαιολογία: βασίζεται στην έντονη και συχνή επιθυμία θανάτου εναντίον των συνανθρώπων του, που ασυνείδητα υπάρχει μέσα του. Υπάρχει μια δικαιολογία αν αυτό που λάβουμε υπόψη είναι ασυνείδητες σκέψεις και όχι σκόπιμες πράξεις.

 

Έτσι, η παντοδυναμία των σκέψεων, η υπερεκτίμηση των νοητικών διαδικασιών σε σύγκριση με την πραγματικότητα, φαίνεται να έχει καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική ζωή των νευρωτικών ασθενών, και σε όλα όσα απορρέουν από αυτήν. Εάν ένας από αυτούς τους ασθενείς υποβληθεί σε ψυχαναλυτική θεραπεία, η οποία καθιστά συνειδητό αυτό που είναι ασυνείδητο μέσα του, δεν θα μπορεί να πιστέψει ότι οι σκέψεις είναι ελεύθερες, και θα φοβάται συνεχώς να εκφράσει κακές επιθυμίες, λες και η έκφρασή τους θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην εκπλήρωσή τους. Αυτή η συμπεριφορά, καθώς και οι δεισιδαιμονίες που τον χαρακτηρίζουν στην καθημερινή ζωή, αποκαλύπτουν την ομοιότητά του με τους πρωτόγονους, που πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον εξωτερικό κόσμο με μια σκέψη και μόνο.

 

Οι πρωταρχικές ιδεοληπτικές πράξεις αυτών των νευρωτικών έχουν εντελώς μαγικό χαρακτήρα. Αν δεν είναι μαγεία, είναι σε κάθε περίπτωση ξόρκια, σχεδιασμένα για να αποκρούσουν τις προσδοκίες καταστροφής, με τις οποίες συνήθως ξεκινά η νεύρωση. Όποτε κατάφερα να διεισδύσω στο μυστήριο, ανακάλυψα ότι η αναμενόμενη καταστροφή ήταν ο θάνατος. Ο Σοπενχάουερ έχει πει ότι το πρόβλημα του θανάτου βρίσκεται στην αρχή κάθε φιλοσοφίας·και έχουμε ήδη δει ότι η προέλευση της πίστης στις ψυχές και στους δαίμονες, που είναι η ουσία του ανιμισμού, ανάγεται στην εντύπωση που δημιουργείται στους ανθρώπους από το θάνατο.

 

Είναι δύσκολο να κρίνουμε αν οι ιδεοληπτικές ή προστατευτικές πράξεις που εκτελούνται από ιδεοληπτικούς νευρωτικούς ακολουθούν το νόμο της ομοιότητας (ή, ανάλογα με την περίπτωση, της αντίθεσης). Διότι, κατά κανόνα, λόγω των συνθηκών που επικρατούν στη νεύρωση, έχουν διαστρεβλωθεί με το να μετατοπίζονται σε κάποια λεπτομέρεια, σε κάποια δράση που είναι από μόνη της η πιο ασήμαντη.

 

Οι προστατευτικές φόρμες των ιδεοληπτικών νευρώσεων, επίσης, έχουν το αντίστοιχό τους στις φόρμες της μαγείας. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να περιγράψουμε την πορεία ανάπτυξης των ιδεοληπτικών πράξεων: μπορούμε να δείξουμε πώς ξεκινούν με το να είναι όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένες από οτιδήποτε σεξουαλικό- μαγικές άμυνες ενάντια στις κακές επιθυμίες- και πώς καταλήγουν με το να είναι υποκατάστατα της απαγορευμένης σεξουαλικής πράξης και των πλησιέστερων δυνατών απομιμήσεών της.

 

Αν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την περιγραφή που δόθηκε παραπάνω για την εξέλιξη των ανθρώπινων απόψεων για το σύμπαν- μια ανιμιστική φάση, που ακολουθείται από μια θρησκευτική φάση, και αυτή με τη σειρά της από μια επιστημονική- δεν θα είναι δύσκολο να ακολουθήσουμε τις αντιξοότητες της «παντοδυναμίας των σκέψεων» μέσα από αυτές τις διαφορετικές φάσεις. Στο ανιμιστικό στάδιο, οι άνθρωποι αποδίδουν παντοδυναμία στον εαυτό τους. Στο θρησκευτικό στάδιο, τη μεταβιβάζουν στους θεούς, αλλά δεν την εγκαταλείπουν σοβαρά οι ίδιοι, γιατί διατηρούν τη δύναμη να επηρεάζουν τους θεούς με διάφορους τρόπους, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Η επιστημονική άποψη του σύμπαντος δεν αφήνει πλέον χώρο για την ανθρώπινη παντοδυναμία. Οι άνθρωποι έχουν αναγνωρίσει τη μικρότητά τους, και έχουν υποταχθεί, παραιτημένοι στο θάνατο και στις άλλες ανάγκες της φύσης. Παρόλα αυτά, ένα μέρος της πρωτόγονης πίστης στην παντοδυναμία εξακολουθεί να επιβιώνει στην πίστη των ανθρώπων στη δύναμη του ανθρώπινου νου, λαμβάνοντας υπόψη, επιπλέον, τους νόμους της πραγματικότητας.

 

Αν ανιχνεύσουμε την εξέλιξη των λιμπιντικών τάσεων, όπως τις βρίσκουμε στο άτομο από την παιδική ηλικία ως την ενήλικη ζωή, προκύπτει μια σημαντική διάκριση, την οποία έχω περιγράψει στο ThreeEssaysontheTheoryofSexuality. Οι εκδηλώσεις των σεξουαλικών ενστίκτων μπορούν να παρατηρηθούν από την αρχή, αλλά δεν κατευθύνονται ακόμη προς οποιοδήποτε εξωτερικό αντικείμενο. Τα ξεχωριστά ενστικτώδη στοιχεία της σεξουαλικότητας λειτουργούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο για να βρουν ευχαρίστηση και ικανοποίηση στο σώμα του ατόμου. Αυτό το στάδιο είναι γνωστό ως του αυτοερωτισμού, και το διαδέχεται ένα άλλο στάδιο στο οποίο επιλέγεται ένα αντικείμενο.

 

Περαιτέρω μελέτη έδειξε ότι είναι σκόπιμο και πράγματι απαραίτητο να παρεμβληθεί ένα τρίτο στάδιο μεταξύ αυτών των δύο, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, να διαιρεθεί το πρώτο στάδιο, αυτό του αυτοερωτισμού, σε δύο. Σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο, η σημασία του οποίου γίνεται όλο και πιο εμφανής από την έρευνα, τα μέχρι τότε απομονωμένα σεξουαλικά ένστικτα έχουν ήδη συγκεντρωθεί σε ένα ενιαίο σύνολο, και έχουν επίσης βρει ένα αντικείμενο. Αλλά αυτό το αντικείμενο δεν είναι εξωτερικό, ξένο προς το υποκείμενο, αλλά είναι το δικό του εγώ, το οποίο έχει συγκροτηθεί περίπου την ίδια περίοδο. Λαμβάνοντας υπόψη τις παθολογικές εμμονές αυτού του νέου σταδίου, οι οποίες γίνονται παρατηρήσιμες αργότερα, δώσαμε σε αυτό στάδιο το όνομα «ναρκισσισμός». Το υποκείμενο συμπεριφέρεται σαν να ήταν ερωτευμένο με τον εαυτό του. Τα εγωιστικά του ένστικτα και οι λιμπιντικές του επιθυμίες δεν μπορούν ακόμη να διαχωριστούν, σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση.

 

Αν και δεν είμαστε ακόμη σε θέση να περιγράψουμε με επαρκή ακρίβεια τα χαρακτηριστικά αυτού του ναρκισσιστικού σταδίου, στο οποίο τα μέχρι τότε διαχωρισμένα σεξουαλικά ένστικτα ενώνονται σε μια ενιαία ενότητα και κατέχουν το εγώ ως αντικείμενο, υποψιαζόμαστε ότι αυτή η ναρκισσιστική οργάνωση δεν εγκαταλείπεται ποτέ εντελώς. Ένας άνθρωπος παραμένει σε κάποιο βαθμό ναρκισσιστής ακόμη και αφού έχει βρει εξωτερικά αντικείμενα για να εκφράσει τη λίμπιντό του. Οι καθέξεις[18]των αντικειμένων που επηρεάζει μοιάζουν με εκπορεύσεις της λίμπιντο που εξακολουθεί να παραμένει στο εγώ του, και μπορούν να επιστρέψουν πίσω σε αυτό ξανά. Η κατάσταση της αγάπης, η οποία είναι ψυχολογικά τόσο αξιοσημείωτη, και είναι το φυσιολογικό πρωτότυπο των ψυχώσεων, δείχνει αυτές τις εκπορεύσεις στο μέγιστο βαθμό τους, σε σύγκριση με το επίπεδο του αυτοερωτισμού.

 

Οι πρωτόγονοι άνθρωποι και οι νευρωτικοί, όπως είδαμε, αποδίδουν μια μεγάλη εκτίμηση- στα μάτια μας μια υπερτίμηση- στις ψυχικές πράξεις. Αυτή η στάση μπορεί εύλογα να συσχετιστεί με τον ναρκισσισμό, και να θεωρηθεί ως βασικό συστατικό του. Μπορούμε να πούμε ότι στους πρωτόγονους ανθρώπους η διαδικασία της σκέψης εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό σεξουαλικοποιημένη. Αυτή είναι η προέλευση της πίστης τους στην παντοδυναμία των σκέψεων, της ακλόνητης εμπιστοσύνης τους στη δυνατότητα ελέγχου του κόσμου, και της αδυναμίας τους πρόσβασης στις εμπειρίες που θα μπορούσαν να τους διδάξουν την αληθινή θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Όσον αφορά τους νευρωτικούς, διαπιστώνουμε ότι, αφενός ένα σημαντικό μέρος αυτής της πρωτόγονης στάσης έχει επιβιώσει στη ψυχοσύνθεσή τους, και αφετέρου ότι η σεξουαλική καταπίεση που έχει συμβεί σε αυτούς έχει επιφέρει περαιτέρω σεξουαλικοποίηση των διαδικασιών της σκέψης τους. Τα ψυχολογικά αποτελέσματα πρέπει να είναι τα ίδια και στις δύο περιπτώσεις, είτε η λιμπιντική κάθεξη της σκέψης είναι πρωτότυπη, είτε έχει παραχθεί από παλινδρόμηση: διανοητικός ναρκισσισμός και παντοδυναμία των σκέψεων.[19]

 

Αν θεωρήσουμε την ύπαρξη στις πρωτόγονες φυλές της παντοδυναμίας των σκέψεων ως απόδειξη υπέρ του ναρκισσισμού, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια σύγκριση μεταξύ των φάσεων στην ανάπτυξη της άποψης των ανθρώπων για το σύμπαν, και των σταδίων της λιμπιντικής ανάπτυξης ενός ατόμου. Η ανιμιστική φάση θα αντιστοιχούσε στον ναρκισσισμό, τόσο χρονολογικά όσο και στο περιεχόμενό του·η θρησκευτική φάση θα αντιστοιχούσε στο στάδιο της επιλογής του αντικειμένου, όπου χαρακτηριστική είναι η προσκόλληση ενός παιδιού στους γονείς του·ενώ η επιστημονική φάση θα είχε ένα ακριβές αντίστοιχο στο στάδιο στο οποίο ένα άτομο έχει φτάσει στην ωριμότητα, έχει παραιτηθεί από την αρχή της ηδονής, έχει προσαρμοστεί στην πραγματικότητα, και έχει στραφεί στον εξωτερικό κόσμο ως το αντικείμενο των επιθυμιών του.[20]

 

Μόνο σε ένα πεδίο του πολιτισμού μας έχει διατηρηθεί η παντοδυναμία των σκέψεων, και αυτό είναι το πεδίο της τέχνης. Μόνο στην τέχνη συμβαίνει ακόμα ένας άνθρωπος που καταναλώνεται από επιθυμίες να εκτελεί κάτι που μοιάζει με την εκπλήρωση αυτών των επιθυμιών, και αυτό που κάνει στην πράξη να παράγει συναισθηματικά αποτελέσματα- χάρη στην καλλιτεχνική ψευδαίσθηση- σαν να ήταν κάτι πραγματικό. Οι άνθρωποι δίκαια μιλούν για τη «μαγεία της τέχνης», και συγκρίνουν τους καλλιτέχνες με τους μάγους. Αλλά η σύγκριση είναι ίσως πιο σημαντική από ό, τι φαίνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τέχνη δεν ξεκίνησε ως τέχνη για χάρη της τέχνης. Λειτούργησε αρχικά στην υπηρεσία των παρορμήσεων που έχουν ως επί το πλείστον εξαφανιστεί σήμερα. Και μεταξύ αυτών μπορούμε να υποψιαζόμαστε την παρουσία πολλών μαγικών σκοπών.[21]

 

(4)

 

Έτσι, η πρώτη εικόνα που σχημάτισε ο άνθρωπος για τον κόσμο- ο ανιμισμός- ήταν ψυχολογική. Δεν χρειαζόταν ακόμη επιστημονική βάση, αφού η επιστήμη αρχίζει μόνο αφού έχει συνειδητοποιηθεί ότι ο κόσμος είναι άγνωστος, και ότι πρέπει επομένως να αναζητηθούν μέσα για να τον γνωρίσουμε. Ο ανιμισμός αναπτύχθηκε στον πρωτόγονο άνθρωπο φυσικά και σταδιακά. Εκείνος ήξερε πώς ήταν τα πράγματα στον κόσμο, δηλαδή ακριβώς όπως ένιωθε ότι ήταν. Είμαστε έτσι σε θέση να ανακαλύψουμε ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος μετέφερε τις δομικές συνθήκες του μυαλού του[22]στον εξωτερικό κόσμο·και μπορούμε να προσπαθήσουμε να αντιστρέψουμε τη διαδικασία, και να επαναφέρουμε στον ανθρώπινο νου αυτό που διδάσκει ο ανιμισμός σχετικά με τη φύση των πραγμάτων.

 

Η τεχνική του ανιμισμού, δηλαδή η μαγεία, αποκαλύπτει με τον πιο ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο τρόπο την πρόθεση να επιβληθούν οι νόμοι που διέπουν τη διανοητική ζωή στα πραγματικά αντικείμενα. Σε αυτήν την προσπάθεια, τα πνεύματα δεν χρειάζεται να παίξουν στην αρχή κανένα ρόλο, αν και τα πνεύματα μπορούν να ληφθούν ως αντικείμενα μαγικής μεταχείρισης. Έτσι, οι υποθέσεις της μαγείας είναι πιο θεμελιώδεις και παλαιότερες από το δόγμα των πνευμάτων, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα του ανιμισμού. Η ψυχαναλυτική μας άποψη συμπίπτει εδώ με μια θεωρία που προτάθηκε από τον R.R. Marett,[23]ο οποίος αξιώνει ένα προ-ανιμιστικό στάδιο πριν από τον ανιμισμό, ο χαρακτήρας του οποίου υποδεικνύεται καλύτερα από τον όρο «ανιματισμός» (animatism), το δόγμα της καθολικότητας της ζωής. Η εμπειρία έχει λίγο φως να ρίξει στον προ-ανιμισμό, δεδομένου ότι καμία φυλή δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί που να μην έχει κάποια έννοια των πνευμάτων.

 

Ενώ η μαγεία εξακολουθεί να επιφυλάσσει την παντοδυναμία μόνο για τις σκέψεις, ο ανιμισμός παραδίδει ένα μέρος του στα πνεύματα, και έτσι προετοιμάζει το δρόμο για την κατασκευή μιας θρησκείας. Τι μπορεί άραγε να παρακίνησε τον πρωτόγονο άνθρωπο να κάνει αυτή την πρώτη πράξη απάρνησης; Δεν μπορεί να ήταν μια αναγνώριση του ψεύδους των υποθέσεών του, γιατί συνέχισε να ασκεί τη μαγική τεχνική.

 

Τα πνεύματα και οι δαίμονες είναι μόνο προβολές των συναισθηματικών παρορμήσεων του ανθρώπου.[24]Αυτός μετατρέπει τις συναισθηματικές καθέξεις του σε πρόσωπα, γεμίζει τον κόσμο με αυτά, και συναντά τις εσωτερικές διανοητικές του διαδικασίες ξανά έξω από τον εαυτό του- με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αυτός ο ευφυής παρανοϊκός, ο Schreber,[25]βρήκε μια αντανάκλαση των προσκολλήσεων και των αποσπασμάτων της λίμπιντό του στις διακυμάνσεις των φανταστικών «ακτίνων του Θεού».

 

Προτείνω να αποφύγουμε (όπως έχω ήδη κάνει αλλού) να υπεισέλθουμε στο γενικό πρόβλημα της προέλευσης της τάσης να προβάλλουμε τις νοητικές μας διαδικασίες προς τα έξω. Είναι, ωστόσο, ασφαλές να υποθέσουμε ότι αυτή η τάση ενισχύεται όταν η εξωτερίκευση συνοδεύεται από το πλεονέκτημα της ψυχικής ανακούφισης. Ένα τέτοιο πλεονέκτημα μπορεί να αναμένεται με βεβαιότητα όταν έχει προκύψει μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών παρορμήσεων, οι οποίες όλες ανταγωνίζονται με σκοπό την παντοδυναμία- γιατί είναι σαφές ότι δεν μπορούν όλες να γίνουν παντοδύναμες.

 

Η παθολογική διαδικασία στην παράνοια χρησιμοποιεί στην πραγματικότητα τον μηχανισμό της προβολής για την αντιμετώπιση ψυχικών συγκρούσεων αυτού του είδους. Η τυπική περίπτωση μιας τέτοιας σύγκρουσης είναι αυτή μεταξύ των δύο μελών ενός ζεύγους αντιθέτων- η περίπτωση μιας αμφίθυμης στάσης, την οποία εξετάσαμε λεπτομερώς στην περίπτωση κάποιου που θρηνεί το θάνατο ενός αγαπημένου συγγενή.[26]Αυτού του είδους οι περιπτώσεις πρέπει να φαίνονται ιδιαίτερα πιθανό να αποτελέσουν κίνητρο για τη δημιουργία προβολών.

 

Εδώ πάλι συμφωνούμε με τους συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι τα πρωτότοκα πνεύματα ήταν κακά πνεύματα, και οι οποίοι αντλούν την ιδέα της ψυχής από την εντύπωση που κάνει ο θάνατος στους επιζώντες. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν δίνουμε έμφαση στο διανοητικό πρόβλημα που δημιουργεί ο θάνατος στους ζωντανούς. Κατά τη γνώμη μου, η δύναμη που δίνει ώθηση στην έρευνα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στη συναισθηματική σύγκρουση την οποία αντιμετωπίζουν οι επιζώντες.

 

Έτσι, το πρώτο θεωρητικό επίτευγμα του ανθρώπου- η δημιουργία των πνευμάτων- φαίνεται να προέκυψε από την ίδια πηγή με τους πρώτους ηθικούς περιορισμούς στους οποίους ο άνθρωπος υποβλήθηκε- την τήρηση των ταμπού. Το γεγονός ότι αυτά τα δύο έχουν την ίδια προέλευση, δεν σημαίνει ότι προέκυψαν ταυτόχρονα. Αν η θέση των επιζώντων σε σχέση με τους νεκρούς ήταν πραγματικά αυτό που πρώτα έκανε τον πρωτόγονο άνθρωπο να προβληματιστεί, να παραδώσει μέρος της παντοδυναμίας του στα πνεύματα, και να θυσιάσει μέρος της ελευθερίας δράσης του, τότε αυτά τα πολιτιστικά προϊόντα θα αποτελούσαν μια πρώτη αναγνώριση της Ἀνάγκης, η οποία αντιτίθεται στον ανθρώπινο ναρκισσισμό. Ο πρωτόγονος άνθρωπος θα υποτασσόταν έτσι στην υπεροχή του θανάτου με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αρνιόταν αυτή την υπεροχή.

 

Αν εκμεταλλευτούμε την υπόθεσή μας ακόμη περισσότερο, μπορούμε να διερευνήσουμε ποιο ουσιαστικό μέρος της ψυχολογικής μας δομής αντανακλάται και αναπαράγεται στην δημιουργία μέσω προβολής ψυχών και πνευμάτων. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η πρωτόγονη αντίληψη της ψυχής, όσο κι αν διαφέρει από τη μεταγενέστερη και καθαρά άυλη ψυχή, είναι παρόλα αυτά εγγενώς η ίδια. Δηλαδή, υποθέτει ότι τόσο τα πρόσωπα όσο και τα πράγματα είναι διπλής φύσης, και ότι οι γνωστές ιδιότητες και τροποποιήσεις τους κατανέμονται μεταξύ των δύο συστατικών μερών τους. Αυτή η πρωτότυπη «δυαδικότητα», για να δανειστώ μια έκφραση από τον HerbertSpencer,[27]είναι ταυτόσημη με τον σύγχρονο δυϊσμό μεταξύ ψυχής και σώματος, και όπως αυτός εκφράζεται με ανεξάλειπτες γλωσσικές φράσεις, όπως «εκτός εαυτού», ή «βρήκε τον εαυτό του».

 

Όταν εμείς, όχι λιγότερο από τον πρωτόγονο άνθρωπο, προβάλλουμε κάτι στην εξωτερική πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι το εξής: αναγνωρίζουμε την ύπαρξη δύο καταστάσεων-μία στην οποία κάτι δίνεται άμεσα στις αισθήσεις και στη συνείδηση (δηλαδή, είναι παρόν σε αυτές)·και, παράλληλα, μια άλλη στην οποία το ίδιο πράγμα είναι λανθάνον αλλά ικανό να επανεμφανιστεί. Εν ολίγοις, αναγνωρίζουμε τη συνύπαρξη της αντίληψης και της μνήμης, ή, για να το θέσουμε γενικότερα, την ύπαρξη ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών, παράλληλα με τις συνειδητές.[28]Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, σε τελική ανάλυση, το «πνεύμα» των προσώπων ή των πραγμάτων εξαρτάται από την ικανότητά τους να τα θυμούνται και να τα φαντάζονται οι άνθρωποι αφού η άμεση αντίληψη για αυτά έχει πάψει να υφίσταται.

 

Δεν πρέπει, φυσικά, να περιμένουμε ότι είτε η πρωτόγονη είτε η σημερινή έννοια της «ψυχής» διαχωρίζεται από την υπόλοιπη προσωπικότητα με την ίδια διαχωριστική γραμμή που η σύγχρονη επιστήμη χαράσσει μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης νοητικής δραστηριότητας. Η ανιμιστική ψυχή ενώνει ιδιότητες και από τις δύο πλευρές. Η μεταβλητή και κινητική ποιότητά της, η δύναμή της να εγκαταλείπει το σώμα και να καταλαμβάνει, προσωρινά ή μόνιμα, ένα άλλο σώμα- αυτά είναι χαρακτηριστικά που μας υπενθυμίζουν αδιαμφισβήτητα τη φύση της συνείδησης. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο παραμένει κρυμμένη πίσω από την έκδηλη προσωπικότητα, θυμίζει το ασυνείδητο. Η αμεταβλητότητα και η αφθαρσία είναι ιδιότητες που δεν αποδίδουμε πλέον στις συνειδητές, αλλά μάλλον στις ασυνείδητες διαδικασίες, και θεωρούμε τις τελευταίες ως το αληθινό όχημα της διανοητικής δραστηριότητας.

 

Έχουμε ήδη πει ότι ο ανιμισμός είναι ένα σύστημα σκέψης, η πρώτη ολοκληρωμένη θεωρία του σύμπαντος, και θα προχωρήσω τώρα σε ορισμένα συμπεράσματα από την ψυχαναλυτική άποψη τέτοιων συστημάτων. Κάθε μέρα της ζωής μας, η εμπειρία μας είναι σε θέση να μας δείξει τα κύρια χαρακτηριστικά ενός «συστήματος». Έχουμε όνειρα κατά τη διάρκεια της νύχτας, και έχουμε μάθει πώς να τα ερμηνεύουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τα όνειρα μπορεί, χωρίς να έρχονται σε αντίθεση με τη φύση τους, να φαίνονται συγκεχυμένα και ασύνδετα. Μπορούν, αντίθετα, να προσομοιώνουν τις τακτικές εντυπώσεις μιας πραγματικής εμπειρίας, μπορούν να κάνουν ένα γεγονός να ακολουθεί ένα άλλο, και μπορούν επίσης να κάνουν ένα μέρος του περιεχομένου τους να αναφέρεται σε ένα άλλο. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί περισσότερο ή λιγότερο επιτυχώς·αλλά σχεδόν ποτέ δεν επιτυγχάνει τόσο ολοκληρωτικά ώστε να μην αφήνει ορατό κανένα παραλογισμό, κανένα ρήγμα στην υφή του.

 

Όταν υποβάλουμε ένα όνειρο σε ερμηνεία, διαπιστώνουμε ότι η απρόβλεπτη και ακανόνιστη διάταξη των συστατικών μερών του είναι αρκετά ασήμαντη από την άποψη της κατανόησής του. Τα βασικά στοιχεία σε ένα όνειρο είναι οι ονειρικές σκέψεις, και αυτές έχουν νόημα, σύνδεση και τάξη. Αλλά η τάξη τους είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που θυμόμαστε στο εκδηλωμένο περιεχόμενο του ονείρου. Σε αυτό το τελευταίο, η σύνδεση μεταξύ των ονειρικών σκέψεων έχει εγκαταλειφθεί, και μπορεί είτε να παραμείνει εντελώς χαμένη, είτε να αντικατασταθεί από τη νέα σύνδεση που εκδηλώνεται στο εκδηλωμένο περιεχόμενο. Τα στοιχεία του ονείρου, εκτός από τη συμπύκνωσή τους, είναι σχεδόν πάντα διατεταγμένα σε μια νέα τάξη, περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητη από την προηγούμενη διάταξή τους.

 

Τέλος, πρέπει να προστεθεί πως σε ό,τι κι αν έχει μετατραπεί το αρχικό υλικό των ονειρικών σκέψεων από την ονειρική δραστηριότητα, στη συνέχεια υπόκειται σε μια περαιτέρω επιρροή. Αυτό είναι γνωστό ως «δευτερεύουσα αναθεώρηση», και ο σκοπός της είναι προφανώς να απαλλαγεί από την αποσύνδεση και το ακατανόητο που παράγεται από την ονειρική δραστηριότητα, και να δώσει ένα νέο «νόημα». Αλλά αυτό το νέο νόημα, στο οποίο καταλήγει η δευτερεύουσα αναθεώρηση, δεν είναι πλέον το νόημα των ονειρικών σκέψεων.

 

Η δευτερεύουσα αναθεώρηση του προϊόντος της ονειρικής δραστηριότητας είναι ένα αξιοθαύμαστο παράδειγμα της φύσης και των αξιώσεων ενός συστήματος. Υπάρχει μια διανοητική λειτουργία μέσα μας που απαιτεί ενότητα, σύνδεση και κατανόηση για οποιοδήποτε υλικό, είτε της αντίληψης είτε της σκέψης, παρουσιάζεται σε αυτήν. Και αν, λόγω ειδικών περιστάσεων, δεν είναι σε θέση να αποδείξει μια πραγματική σύνδεση, δεν διστάζει να κατασκευάσει μια ψευδή. Τα συστήματα που κατασκευάζονται με αυτόν τον τρόπο, μάς είναι γνωστά όχι μόνο από όνειρα, αλλά και από φοβίες, έμμονες ιδέες και παραισθήσεις. Η κατασκευή των συστημάτων παρατηρείται πιο εντυπωσιακά στις παραληρητικές διαταραχές (στην παράνοια), όπου κυριαρχεί στη συμπτωματική εικόνα·αλλά η εμφάνισή τους σε άλλες μορφές νευροψυχώσεων δεν πρέπει να παραβλεφθεί.

 

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει γίνει μια αναδιάταξη του ψυχικού υλικού με ένα νέο στόχο. Και η αναδιάταξη μπορεί συχνά να χρειαστεί να είναι δραστική, προκειμένου το αποτέλεσμα να φαίνεται κατανοητό από την άποψη του συστήματος. Έτσι, ένα σύστημα χαρακτηρίζεται καλύτερα από το γεγονός ότι τουλάχιστον δύο λόγοι μπορούν να ανακαλυφθούν για κάθε ένα από τα προϊόντα του: ένας λόγος που βασίζεται στις προϋποθέσεις του συστήματος (ένας λόγος, λοιπόν, που μπορεί να είναι παραληρηματικός) και ένας κρυφός λόγος, τον οποίο πρέπει να κρίνουμε ότι είναι ο πραγματικά λειτουργικός.

 

Αυτό μπορεί να απεικονιστεί με ένα παράδειγμα από μια νεύρωση. Στο τμήμα του κειμένου μου για τα ταμπού ανέφερα μια γυναίκα ασθενή μου, της οποίας οι εμμονικές απαγορεύσεις έδειχναν την πιο τέλεια συμφωνία με ένα ταμπού των Μαορί. Η νεύρωση αυτής της γυναίκας στόχευε τον σύζυγό της, και κορυφώθηκε με την άμυνά της ενάντια σε μια ασυνείδητη επιθυμία της να πεθάνει ο σύζυγός της. Η έκδηλη, συστηματική φοβία της, όμως, σχετιζόταν με την αναφορά του θανάτου γενικά, ενώ ο σύζυγός της δεν είχε να κάνει τίποτα με αυτήν φοβία, και δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο της συνειδητής προσοχής της συζύγου του. Μια μέρα, λοιπόν, της είπε ο σύζυγός της ότι το ξυράφι του, που είχε χάσει την αιχμηρότητά του, έπρεπε να πάει σε ένα συγκεκριμένο κατάστημα για ακόνισμα. Νιώθοντας μια περίεργη ανησυχία, πήγε η ίδια στο κατάστημα. Αφού είδε το μέρος, επέστρεψε σπίτι, και είπε στο σύζυγό της ότι έπρεπε να απαλλαγεί από το ξυράφι για πάντα, γιατί είχε ανακαλύψει ότι δίπλα στο κατάστημα που της είχε πει να πάει, υπήρχε ένα γραφείο τελετών: με το σχέδιο που της είχε κάνει για την τοποθεσία του συγκεκριμένου καταστήματος, το ξυράφι είχε άρρηκτα συνδεθεί με σκέψεις θανάτου.

 

Αυτός, λοιπόν, ήταν ο συστηματικός λόγος της απαγόρευσής της. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι, ακόμη και χωρίς την ανακάλυψη του διπλανού γραφείου τελετών, η ασθενής θα είχε επιστρέψει στο σπίτι απαγορεύοντας τη χρήση του ξυραφιού. Θα ήταν αρκετό αν είχε συναντήσει μια νεκροφόρα στο δρόμο της προς το κατάστημα, ή κάποιον που να ήταν ντυμένος στο πένθος, ή που να κρατούσε ένα στεφάνι κηδείας. Το πλήθος των πιθανών καθοριστικών παραγόντων για την απαγόρευση ήταν αρκετά ευρύ ώστε να καλύψει κάθε περίπτωση·ήταν απλά στο χέρι της αν θα έκανε τη σύνδεση ή όχι. Θα μπορούσε σε άλλες περιπτώσεις να μην θέσει σε λειτουργία τους καθοριστικούς παράγοντες, και θα το εξηγούσε αυτό λέγοντας ότι ήταν «μια καλή μέρα». Η πραγματική αιτία της απαγόρευσής της για το ξυράφι ήταν, φυσικά, όπως ήταν εύκολο να ανακαλυφθεί, η απέχθειά της να συνδέσει οποιοδήποτε ευχάριστο συναίσθημα με την ιδέα ότι ο σύζυγός της θα μπορούσε να κόψει το λαιμό του με το πρόσφατα ακονισμένο ξυράφι.

 

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μια κινητική αναστολή (αβασία, ή αγοραφοβία) γίνεται σταδιακά πιο ολοκληρωμένη και πιο λεπτομερής, με το πού αυτό το σύστημα καταφέρει να εγκατασταθεί ως εκπρόσωπος μιας ασυνείδητης επιθυμίας, και της άμυνας ενάντια στην επιθυμία. Οποιεσδήποτε άλλες ασυνείδητες φαντασιώσεις και λειτουργικές αναμνήσεις μπορεί να υπάρχουν στον ασθενή, εκβιάζουν τον τρόπο έκφρασής τους ως συμπτώματα κατά μήκος της ίδιας διαδρομής, μόλις αυτή ανοιχτεί, και ομαδοποιούνται σε μια κατάλληλη νέα διάταξη στο πλαίσιο της κινητικής αναστολής. Έτσι, θα ήταν άσκοπο και ανόητο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα και τις λεπτομέρειες των συμπτωμάτων, για παράδειγμα, μιας αγοραφοβίας, με βάση τις υποκείμενες προϋποθέσεις της·διότι η όλη συνέπεια και αυστηρότητα του συνδυασμού είναι απλώς φαινομενική.

 

Ακριβώς όπως και με την επιφανειακή όψη των ονείρων, αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, βρίσκουμε την πιο κραυγαλέα ασυνέπεια και αυθαιρεσία στη δομή των συμπτωμάτων. Ο πραγματικός λόγος για τις λεπτομέρειες μιας συστηματικής φοβίας όπως η αγοραφοβία, έγκειται σε κρυφούς καθοριστικούς παράγοντες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να έχουν καμία σχέση με μια κινητική αναστολή. Και αυτός, επίσης, είναι ο λόγος για τον οποίο αυτές οι φοβίες παίρνουν τόσο ποικίλες και αντιφατικές μορφές σε διαφορετικούς ανθρώπους.

 

Ας επιστρέψουμε τώρα στο ανιμιστικό σύστημα με το οποίο ασχολούμαστε. Η ενόραση που αποκτήσαμε σε άλλα ψυχολογικά συστήματα μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι και με τον πρωτόγονο άνθρωπο, επίσης, η «δεισιδαιμονία» δεν χρειάζεται να είναι ο μόνος ή ο πραγματικός λόγος για κάποιο συγκεκριμένο έθιμο ή τήρηση κανόνων, και δεν μας απαλλάσσει από το καθήκον να αναζητήσουμε τα κρυμμένα κίνητρά της. Κάτω από την κυριαρχία ενός ανιμιστικού συστήματος, είναι αναπόφευκτο ότι κάθε τήρηση κανόνα και κάθε δραστηριότητα θα έχει μια συστηματική βάση, την οποία σήμερα περιγράφουμε ως «προκατειλημμένη». Η «δεισιδαιμονία»- όπως το «άγχος», τα «όνειρα» και οι «δαίμονες»- είναι μία από εκείνες τις εφήμερες ψυχολογικές έννοιες που έχουν υποκύψει στο βάρος της ψυχαναλυτικής έρευνας. Μόλις διεισδύσουμε πίσω από αυτές τις κατασκευές, οι οποίες είναι σαν παραπετάσματα ανεγερμένα ως άμυνες ενάντια στη ορθή κατανόηση, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι η ψυχική ζωή και το πολιτιστικό επίπεδο των πρωτόγονων ανθρώπων δεν είχαν λάβει μέχρι τώρα όλη την αναγνώριση που τους αξίζει.

 

Αν πάρουμε την ενστικτώδη καταπίεση ως μέτρο του επιπέδου του πολιτισμού, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ακόμη και κάτω από το ανιμιστικό σύστημα είχαν σημειωθεί πρόοδοι και εξελίξεις που απορρίπτονται άδικα λόγω της δεισιδαιμονικής τους βάσης. Όταν πληροφορούμαστε ότι οι πολεμιστές σε μια πρωτόγονη φυλή εξασκούν τη μεγαλύτερη εγκράτεια και καθαριότητα πριν πάνε στον πόλεμο, μάς προβάλλεται η εξήγηση ότι το κίνητρό τους είναι ο φόβος μήπως ο εχθρός αποκτήσει τα προσωπικά τους αντικείμενα, και έτσι μπορέσει να τους καταστρέψει με μαγεία·και ένας ανάλογος προληπτικός λόγος θα μπορούσε να προταθεί για την εγκράτειά τους. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι έχουν προβεί σε μια ενστικτώδη παραίτηση· και μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση αν υποθέσουμε ότι ο πρωτόγονος πολεμιστής υποτάσσεται σε αυτούς τους περιορισμούς ως αντίμετρο, επειδή είναι έτοιμος να υποκύψει πλήρως στην ικανοποίηση των σκληρών και εχθρικών παρορμήσεων, που κατά κανόνα τού απαγορεύονται.

 

Το ίδιο ισχύει και για τις πολυάριθμες περιπτώσεις σεξουαλικών περιορισμών που επιβάλλονται σε οποιονδήποτε ασχολείται με δύσκολη ή υπεύθυνη εργασία. Αν και οι λόγοι που προβάλλονται για αυτές τις απαγορεύσεις μπορεί να ανήκουν σε ένα μαγικό πλαίσιο, ωστόσο η θεμελιώδης ιδέα της απόκτησης μεγαλύτερης δύναμης με την αποκήρυξη κάποιας ενστικτώδους ικανοποίησης παραμένει αδιαμφισβήτητη·και δεν πρέπει να παραβλέψουμε το ζήτημα της υγιεινής, που υπάρχει παράλληλα με τον μαγικό εξορθολογισμό της απαγόρευσης. Όταν οι άνδρες μιας πρωτόγονης φυλής πηγαίνουν σε μια αποστολή για να κυνηγήσουν, να ψαρέψουν, να πολεμήσουν ή να συλλέξουν πολύτιμα φυτά, οι γυναίκες τους που μένουν στο σπίτι υπόκεινται σε πολλούς καταπιεστικούς περιορισμούς, στους οποίους η ίδια η φυλή αποδίδει ευνοϊκή επιρροή, λειτουργώντας από απόσταση προς όφελος της αποστολής. Αλλά χρειάζεται πολύ λίγη εμβάθυνση για να καταλάβουμε ότι αυτός ο παράγοντας που λειτουργεί από απόσταση δεν είναι τίποτα άλλο από τη νοσταλγία των απόντων ανδρών για το σπίτι τους, και ότι πίσω από αυτά τα προσχήματα βρίσκεται ένα υγιές κομμάτι ψυχολογικής ενόρασης, ότι οι άνδρες θα πετύχουν στην αποστολή τους καλύτερα αν αισθάνονται ασφαλείς για τις γυναίκες τους που άφησαν πίσω μόνες τους. Μερικές φορές οι ίδιοι λένε, χωρίς να επικαλεστούν μαγικούς λόγους, ότι η απιστία μιας συζύγου θα ακυρώσει τις προσπάθειες ενός απόντος συζύγου που ασχολείται με κάποιο υπεύθυνο έργο.

 

Οι αμέτρητοι κανονισμοί ταμπού στους οποίους υπόκεινται οι γυναίκες στις πρωτόγονες κοινότητες κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως λέγεται ότι οφείλονται σε μια δεισιδαιμονική αποστροφή για το αίμα, και αυτό είναι αναμφίβολα ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες τους. Αλλά θα ήταν λάθος να παραβλέψουμε την πιθανότητα ότι στην περίπτωση αυτή η αποστροφή για το αίμα εξυπηρετεί επίσης αισθητικούς και υγειονομικούς σκοπούς, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση καλύπτονται πίσω από μαγικά κίνητρα.

 

Δεν τρέφω αυταπάτες ότι, επιχειρώντας αυτές τις εξηγήσεις, μπορεί να κατηγορηθώ ότι προικίζω τους σύγχρονους πρωτόγονους λαούς με μια λεπτότητα των διανοητικών δραστηριοτήτων τους που υπερβαίνει κάθε πιθανότητα. Μου φαίνεται, ωστόσο, πολύ πιθανό ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τη στάση μας απέναντι στην ψυχολογία εκείνων των φυλών που έχουν παραμείνει στο ανιμιστικό επίπεδο, όπως ισχύει για τη στάση μας απέναντι στην ψυχική ζωή των παιδιών, την οποία εμείς οι ενήλικες δεν καταλαβαίνουμε πλέον, και της οποίας την πληρότητα και λεπτότητα του συναισθήματος έχουμε κατά συνέπεια τόσο πολύ υποτιμήσει.

 

Αξίζει να αναφερθεί μια άλλη ομάδα κανόνων ταμπού, οι οποίοι δεν έχουν ληφθεί υπόψη μέχρι σήμερα, δεδομένου ότι δέχονται μια εξήγηση που είναι γνωστή στους ψυχαναλυτές. Μεταξύ πολλών πρωτόγονων λαών υπάρχει απαγόρευση κατοχής αιχμηρών όπλων ή κοπτικών εργαλείων στο σπίτι. Ο Frazerπαραθέτει μια γερμανική δεισιδαιμονία, σύμφωνα με την οποία ένα μαχαίρι δεν πρέπει να αφήνεται με την αιχμή του προς τα πάνω, από φόβο ότι ο Θεός και οι άγγελοι μπορεί να τραυματιστούν πάνω του. Δεν μπορούμε, άραγε, να αναγνωρίσουμε σε αυτό το ταμπού μια προληπτική προειδοποίηση ενάντια σε πιθανές «συμπτωματικές πράξεις», κατά την εκτέλεση των οποίων ένα αιχμηρό όπλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από ασυνείδητες κακές παρορμήσεις;

 

===============

 

Απόσπασμα από το βιβλίο TotemandTaboo, SigmundFreud, 1913.

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2024.

Το κείμενο στα Αγγλικά:

[https://ia902907.us.archive.org/17/items/SigmundFreud/Sigmund%20Freud%20%5B1913%5D%20Totem%20and%20Taboo%20%28James%20Strachey%20translation%2C%201950%29.pdf]



[1]Η αναγκαιότητα μιας συνοπτικής επεξεργασίας του υλικού συνεπάγεται την παράλειψη οποιασδήποτε περίτεχνης βιβλιογραφίας. Ανταυτού, θα αναφερθώ απλώς στα τυποποιημένα έργα των HerbertSpencer, J. G. Frazer, AndrewLang, E. B. Tylorκαι WilhelmWundt, από τα οποία προέρχονται όλα όσα έχω να πω για τον ανιμισμό και τη μαγεία. Η δική μου συμβολή είναι ορατή μόνο στην επιλογή τόσο του υλικού όσο και των απόψεων.

[2]Σ.τ.μ. Ο EdwardBurnettTylor(1832-1917) ήταν Άγγλος ανθρωπολόγος, ο οποίος εισήγαγε τον όρο «ανιμισμός.»

[https://en.wikipedia.org/wiki/Edward_Burnett_Tylor]

[3]Σ.τ.μ. Ο Wilhelm Maximilian Wundt (1832-1920) θεωρείται ένας από τους πατέρες της σύγχρονης πειραματικής ψυχολογίας. Θεωρείται επίσης ο πρώτος άνθρωπος που αποκάλεσε τον εαυτό του «ψυχολόγο».

[https://en.wikipedia.org/wiki/Wilhelm_Wundt]

[4]Σ.τ.μ. Σε ό,τι αφορά τα γραπτά του DavidHume σχετικά με τα προβλήματα της θρησκείας, σε αυτά ο ίδιος προωθεί μια συστηματική και σκεπτικιστική κριτική των φιλοσοφικών θεμελίων διαφόρων θεολογικών συστημάτων. Ένας από τους βασικούς φιλοσοφικούς του στόχους ήταν να δυσφημήσει τα δόγματα της παραδοσιακής θεϊστικής πίστης. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα σημαντικά σημεία διαφωνίας σχετικά με την ακριβή φύση και την έκταση των άθρησκων προθέσεών του.

[https://plato.stanford.edu/entries/hume-religion/]

[5]Σ.τ.μ. Ο Adolf Reinach (1883-1917) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, και θεωρείται ο κορυφαίος εκπρόσωπος της λεγόμενης ρεαλιστικής παράδοσης της φαινομενολογίας.

[https://plato.stanford.edu/entries/reinach/]

[6]Σ.τ.μ. Ο Henri Hubert (1872-1927) ήταν Γάλλος αρχαιολόγος, και κοινωνιολόγος της συγκριτικής θρησκείας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Henri_Hubert]

[7]Σ.τ.μ. Ο MarcelMauss (1872-1950) ήταν Γάλλος κοινωνιολόγος και ανθρωπολόγος, γνωστός ως «πατέρας της γαλλικής εθνολογίας».

[https://en.wikipedia.org/wiki/Marcel_Mauss]

[8]Σ.τ.μ. Στην αγγλική γλώσσα η λέξη «sorcery» συνήθως έχει αρνητικό περιεχόμενο, σε αντίθεση με τη λέξη «magic», η οποία μπορεί να έχει και θετική χροιά.

[9]Αν ένα πνεύμα φύγει τρομάζοντας από κάποιο θόρυβο ή φωναχτά, η πράξη αυτή είναι μαγική με την αρνητική έννοια (sorcery)·αν χρησιμοποιηθεί εξαναγκασμός για την απόκτηση του ονόματος του πνεύματος, η μαγεία έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον του.

[10]Σ.τ.μ. Ο Sir James George Frazer (1854-1941) ήταν Σκωτσέζος κοινωνικός ανθρωπολόγος και λαογράφος, και άσκησε σημαντική επιρροή στα πρώτα στάδια των σύγχρονων μελετών της μυθολογίας και της συγκριτικής θρησκείας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/James_George_Frazer]

[11]Φαίνεται πιθανό ότι η βιβλική απαγόρευση της δημιουργίας της εικόνας οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού προήλθε, όχι από κάποια αντίρρηση στις πλαστικές τέχνες, αλλά από την επιθυμία να στερηθεί η μαγεία (την οποία αποστρεφόταν η εβραϊκή θρησκεία) ένα από τα εργαλεία της.

[12]Σ.τ.μ. Οι Αϊνού είναι αυτόχθονος πληθυσμός των νησιών της Ιαπωνίας, ο οποίος προηγείται της άφιξης των πρώτων Ιαπωνικών φύλων. Η θρησκεία τους είναι παραδοσιακά ανιμιστική, καθώς πιστεύουν πως τα πάντα στη φύση έχουν μέσα τους ένα πνεύμα ή θεό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Ainu_people]

[13]Μια απήχηση αυτού βρίσκεται στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή (π.χ. στον πρόλογο και στον πρώτο Χορό).

[14]Σ.τ.μ. Οι Dyak είναι ιθαγενής πληθυσμός του Βόρνεο. Η θρησκεία τους είναι ανιμιστική, αλλά τους τελευταίους δύο αιώνες μεγάλο μέρος τους έχει ασπαστεί το Χριστιανισμό ή το Ισλάμ.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Dayak_people]

[15]Σ.τ.μ. Οι Gilyakείναι αυτόχθονος πληθυσμός ο οποίος κατοικεί στο ανατολικό άκρο της Ρωσίας, στις εκβολές του ποταμού Αμούρ και στο γειτονικό νησί Σαχαλίνη. Εφαρμόζουν τον Σαμανισμό, ενώ κάποιοι από αυτούς έχουν ασπαστεί τον Χριστιανισμό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Nivkh_people]

[16]Πρβλ. τον βασιλιά στον Άμλετ (III. 3):

«Τα λόγια μου πετάνε ψηλά, οι σκέψεις μου παραμένουν χαμηλά.

Λόγια χωρίς σκέψεις δεν φτάνουν ποτέ στον ουρανό».

[17]Φαίνεται να αποδίδουμε μια «παράξενη» ποιότητα σε εντυπώσεις που επιδιώκουν να επιβεβαιώσουν την παντοδυναμία των σκέψεων και τον ανιμιστικό τρόπο σκέψης γενικά, αφού έχουμε φτάσει σε ένα στάδιο στο οποίο, κατά την κρίση μας, έχουμε εγκαταλείψει τέτοιες πεποιθήσεις.

[18]Σ.τ.μ. «Κάθεξη», στην ψυχαναλυτική θεωρία, είναι η επένδυση ψυχικής ενέργειας σε ένα αντικείμενο οποιουδήποτε είδους, όπως μια επιθυμία, φαντασία, πρόσωπο, στόχος, ιδέα, κοινωνική ομάδα ή ο εαυτός. Τέτοια αντικείμενα λέγεται ότι «κατέχονται» όταν ένα άτομο αποδίδει συναισθηματική σημασία (θετική ή αρνητική επίδραση) σε αυτά.

[https://dictionary.apa.org/cathexis]

[19]«Είναι σχεδόν ένα αξίωμα για τους συγγραφείς σχετικά με αυτό το θέμα, ότι ένα είδος σολιψισμού λειτουργεί στον πρωτόγονο άνθρωπο, για να τον κάνει να αρνηθεί να αναγνωρίσει το θάνατο ως γεγονός». (Marett, 1900.)

[20]Θα αναφερθώ μόνο εν συντομία εδώ στο γεγονός ότι ο αρχικός ναρκισσισμός των παιδιών έχει αποφασιστική επίδραση στην άποψή μας για την ανάπτυξη του χαρακτήρα τους, και αποκλείει την πιθανότητα να έχουν οποιοδήποτε πρωταρχικό αίσθημα κατωτερότητας.

[21]Κατά τη γνώμη του Reinach, οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες που άφησαν πίσω τους τα γλυπτά και τις ζωγραφιές των ζώων στις γαλλικές σπηλιές, δεν επιθυμούσαν να «ευχαριστήσουν», αλλά να «υπονοήσουν», ή να επικαλεστούν. Εξηγεί λοιπόν γιατί αυτές οι εικόνες βρίσκονται στα πιο σκοτεινά και δυσπρόσιτα σημεία των σπηλαίων, και ότι επικίνδυνα θηράματα δεν εμφανίζονται σ'αυτές: «Στη σύγχρονη εποχή, οι άνθρωποι συχνά μιλούν μεταφορικά για τη μαγεία του πινέλου ή της σμίλης ενός μεγάλου καλλιτέχνη, ή γενικότερα για τη μαγεία της τέχνης. Αυτή η έκφραση δεν είναι πλέον επιτρεπτή με την πραγματική έννοια μιας μυστικιστικής δύναμης που ασκείται από την ανθρώπινη βούληση πάνω σε άλλες θελήσεις ή πάνω σε αντικείμενα. Αλλά, όπως είδαμε, υπήρξε μια εποχή που ήταν κυριολεκτικά αλήθεια- τουλάχιστον κατά τη γνώμη των καλλιτεχνών». (Reinach, L'artetlamagie, 1905).

[22]Το οποίο γνώριζε ως ενδοψυχική αντίληψη.

[23]Σ.τ.μ. Ο RobertR. Marett (1866-1943) ήταν Άγγλος κοινωνικός ανθρωπολόγος, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με την εξέλιξη της ηθικής φιλοσοφίας και των θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών. Σε ό,τι αφορά τις απόψεις του Marettγια την πρωτόγονη θρησκεία, σε αντίθεση με τον «ανιμισμό» του Tylor, υποστήριξε μια απρόσωπη θρησκεία, ή «ανιματισμό», βασισμένη στο «δέος».

[https://www.britannica.com/biography/Robert-R-Marett]

[24]Υποθέτω ότι σε αυτό το πρώιμο ναρκισσιστικό στάδιο, οι καθέξεις που προκύπτουν από τη λιμπιντική και από άλλες πηγές διέγερσης μπορεί ακόμα να μην διακρίνονται μεταξύ τους.

[25]Σ.τ.μ. Ο Daniel Paul Schreber (1842-1911) ήταν ένας Γερμανός δικαστής που έγινε γνωστός για την προσωπική του περιγραφή της δικής του εμπειρίας με τη σχιζοφρένεια. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ, διαβάζοντας τα Απομνημονεύματατου Schreber, ανέλυσε την περίπτωση στο δοκίμιό του με τίτλο Psycho-Analytic Notes on an Autobiographical Account of a Case of Paranoia, (1911).

[https://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_Paul_Schreber]

[26]Σ.τ.μ. Ο Φρόιντ εδώ αναφέρεται στο ταμπού του νεκρού, το οποίο απαγορεύει σε κάποιον να αγγίξει έναν νεκρό, όσους τον περιβάλλουν, και οτιδήποτε σχετίζεται με τον νεκρό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Taboo_on_the_dead]

[27]Σ.τ.μ. Ο Χέρμπερτ Σπένσερ (1820-1903) ήταν Άγγλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, πρώιμος υποστηρικτής της θεωρίας της εξέλιξης.

[https://www.britannica.com/biography/Herbert-Spencer]

[28]Πρβλ. τη σύντομη εργασία μου, ANoteontheUnconsciousinPsycho-Analysis, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα Πρακτικά της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, το 1912.

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

$
0
0

 

Σίγκμουντ Φρόιντ

(1901)

 

I. ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Στις λεγόμενες «προεπιστημονικές ημέρες,» οι άνθρωποι δεν είχαν καμία αμφιβολία σχετικά με την ερμηνεία των ονείρων. Όταν αυτά ανακαλούνταν μετά την αφύπνιση, θεωρούνταν είτε ως φιλική είτε ως εχθρική εκδήλωση κάποιων ανώτερων δυνάμεων, δαιμονικών ή θεϊκών. Με την πρόοδο της επιστημονικής σκέψης, ολόκληρη αυτή η εκφραστική μυθολογία μεταφέρθηκε στην ψυχολογία. Σήμερα υπάρχει μόνο μια μικρή μειοψηφία μεταξύ των μορφωμένων ατόμων που αμφιβάλλουν ότι το όνειρο είναι η ψυχική πράξη του ίδιου του ονειρευόμενου.

 

Αλλά μετά την πτώση της μυθολογικής υπόθεσης, μια ερμηνεία του ονείρου έγινε απαραίτητη. Οι συνθήκες προέλευσής του·η σχέση του με την ψυχική μας ζωή όταν είμαστε ξύπνιοι· ηανεξαρτησία του από ενοχλήσεις οι οποίες κατά τη διάρκεια του ξύπνιου φαίνεται να απαιτούν την προσοχή· οι πολλές ιδιαιτερότητές του, παράδοξες για την αφυπνισμένη σκέψη·η ασυμφωνία μεταξύ των εικόνων του και των συναισθημάτων που αυτές προκαλούν· έπειτα, η σταδιακή εξασθένισή του, και ο τρόπος με τον οποίο, όταν ξυπνάμε, οι σκέψεις μας το παραμερίζουν ως κάτι παράξενο, ενώ οι αναμνήσεις μας το ακρωτηριάζουν ή το απορρίπτουν- όλα αυτά και πολλά άλλα προβλήματα απαιτούν απαντήσεις που μέχρι τώρα δεν ήταν ικανοποιητικές. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει το ερώτημα ως προς το νόημα του ονείρου, ένα ερώτημα που είναι από μόνο του διπλής φύσης. Υπάρχει, από τη μία, η ψυχική σημασία του ονείρου, και η θέση του σε σχέση με μια πιθανή βιολογική λειτουργία. Από την άλλη, έχει άραγε νόημα το όνειρο, όπως οι άλλες νοητικές συνθέσεις;

 

Τρεις τάσεις μπορούν να παρατηρηθούν στην ερμηνεία των ονείρων. Πολλοί φιλόσοφοι έχουν δώσει βάρος σε μια από αυτές τις τάσεις, η οποία ταυτόχρονα διατηρεί κάτι από την προηγούμενη υπερτιμημένη θέση του ονείρου. Το θεμέλιο της ονειρικής ζωής είναι γι’ αυτούς τους φιλοσόφους μια περίεργη κατάσταση ψυχικής δραστηριότητας, την οποία θεωρούν ως και ανύψωση σε κάποια ανώτερη κατάσταση. Ο Σούμπερτ, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι: «Το όνειρο είναι η απελευθέρωση του πνεύματος από την πίεση της εξωτερικής φύσης, μια απόσπαση της ψυχής από τα δεσμά της ύλης.» Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται ότι τα όνειρα έχουν την προέλευσή τους σε πραγματικές πνευματικές διεγέρσεις, και ότι είναι οι εξωτερικές εκδηλώσεις πνευματικών δυνάμεων των οποίων οι ελεύθερες κινήσεις έχουν παρεμποδιστεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ένας μεγάλος αριθμός παρατηρητών αναγνωρίζει ότι η ονειρική ζωή είναι ικανή για εξαιρετικά επιτεύγματα- σε ορισμένους έστω τομείς.

 

Σε εντυπωσιακή αντίθεση με αυτό, η πλειοψηφία των ιατρικών συγγραφέων δύσκολα παραδέχεται ότι το όνειρο είναι ένα ψυχικό φαινόμενο. Σύμφωνα με αυτούς, τα όνειρα προκαλούνται και ξεκινούν αποκλειστικά από ερεθίσματα που προέρχονται από τις αισθήσεις ή το σώμα, και είτε φτάνουν στον κοιμώμενο από έξω, είτε αποτελούν τυχαίες διαταραχές των εσωτερικών οργάνων του. Το όνειρο δεν έχει μεγαλύτερη αξίωση για νόημα και σημασία από τον ήχο που προκαλούν τα δέκα δάχτυλα ενός ατόμου που παίζει κάποιο όργανο χωρίς να είναι εξοικειωμένο με τη μουσική. Το όνειρο έτσι θεωρείται «μια φυσική διαδικασία πάντα άχρηστη, συχνά νοσηρή.» Όλες οι ιδιαιτερότητες της ονειρικής ζωής εξηγούνται ως η ασυνάρτητη προσπάθεια, λόγω κάποιου φυσιολογικού ερεθίσματος, ορισμένων οργάνων, όπως ο εγκέφαλος, κατά τη διάρκεια του ύπνου.

 

Αλλά λίγο επηρεασμένη από την επιστημονική γνώμη, και απροβλημάτιστη ως προς την προέλευση των ονείρων, η δημοφιλής άποψη διατηρεί σταθερά την πεποίθηση ότι τα όνειρα έχουν πραγματικά ένα νόημα, ότι με κάποιο τρόπο προλέγουν το μέλλον, ενώ το νόημα μπορεί να ξετυλιχθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από το συχνά παράξενο και αινιγματικό ονειρικό περιεχόμενο. Η ανάγνωση των ονείρων συνίσταται στην αντικατάσταση των γεγονότων τους, όσο τα θυμόμαστε, από άλλα γεγονότα. Αυτό γίνεται είτε στιγμιότυπο προς στιγμιότυπο, σύμφωνα με κάποιο κλειδί αποκωδικοποίησης, είτε το όνειρο στο σύνολό του αντικαθίσταται από κάτι άλλο που το συμβολίζει. Οι σοβαροί άνθρωποι γελούν με αυτές τις προσπάθειες- «Τα όνειρα δεν είναι παρά αφρός της θάλασσας!»

 

II. ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΧΟΥΝ ΝΟΗΜΑ- ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ- ΕΚΔΗΛΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΛΑΝΘΑΝΟΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Μια μέρα ανακάλυψα προς έκπληξή μου ότι η δημοφιλής άποψη που βασίζεται στη δεισιδαιμονία, και όχι στην επιστήμη, βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια για τα όνειρα. Έφτασα σε νέα συμπεράσματα για τα όνειρα με τη χρήση μιας νέας μεθόδου ψυχολογικής έρευνας, η οποία ήταν αποτελεσματική στη διερεύνηση φοβιών, εμμονών, ψευδαισθήσεων, και τα παρόμοια, και η οποία μέθοδος, με το όνομα «ψυχανάλυση,» είχε βρει αποδοχή από μια ολόκληρη σχολή ερευνητών. Οι πολλαπλές αναλογίες της ονειρικής ζωής με τις πιο ποικίλες καταστάσεις ψυχικής ασθένειας στην κατάσταση εγρήγορσης έχουν δικαίως επισημανθεί από έναν αριθμό επιστημόνων. Φαινόταν επομένως ελπιδοφόρο να εφαρμοστούν στην ερμηνεία των ονείρων μέθοδοι έρευνας που είχαν δοκιμαστεί σε ψυχοπαθολογικές διεργασίες.

 

Οι εμμονές και η περίεργη αίσθηση πανικού παραμένουν για τη συνείδηση τόσο παράξενες όσο και τα όνειρα τη στιγμή που ξυπνάμε. Η προέλευση αυτών των διαταραχών είναι άγνωστη στη συνείδηση όσο και η προέλευση των ονείρων. Ήταν πρακτικοί σκοποί που μας ώθησαν σε αυτές τις ασθένειες να κατανοήσουμε την προέλευση και το σχηματισμό τους. Η εμπειρία μάς είχε δείξει ότι η θεραπεία των έμμονων ιδεών επιτυγχανόταν όταν αποκαλύπτονταν οι σκέψεις, οι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ των νοσηρών ιδεών και του υπόλοιπου ψυχικού περιεχομένου, οι οποίες προηγουμένως καλύπτονταν από τη συνείδηση. Έτσι, η διαδικασία που χρησιμοποίησα για την ερμηνεία των ονείρων προέκυψε από την ψυχοθεραπεία.

 

Αυτή η διαδικασία περιγράφεται εύκολα, αν και η πρακτική της απαιτεί οδηγίες και εμπειρία. Ας υποθέσουμε ότι ο ασθενής πάσχει από έντονο νοσηρό φόβο. Του ζητείται να στρέψει την προσοχή του στην συγκεκριμένη ιδέα, χωρίς, ωστόσο, όπως κάνει συχνά, να την συλλογίζεται. Κάθε εντύπωση γι’ αυτήν την ιδέα, χωρίς καμία εξαίρεση, που συμβαίνει σε αυτόν πρέπει να ειπωθεί στον γιατρό. Η πιθανή δήλωσή του τότε, ότι δεν μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του σε τίποτα, πρέπει να αντικρουστεί, διαβεβαιώνοντάς τον πολύ θετικά ότι μια τέτοια κενή διανοητική κατάσταση είναι εντελώς αδύνατη.

 

Στην πραγματικότητα, σύντομα θα εμφανιστεί ένας μεγάλος αριθμός εντυπώσεων, με τις οποίες θα συνδεθούν και άλλες. Αυτές θα συνοδεύονται πάντοτε από την έκφραση της γνώμης του παρατηρητή ότι δεν έχουν νόημα ή ότι είναι ασήμαντες. Θα παρατηρηθεί αμέσως ότι αυτή η αυτοκριτική εμποδίζει τον ασθενή να μεταδώσει τις ιδέες του, οι οποίες μάλιστα έχουν ήδη αποκλειστεί από τη συνείδηση. Αν ο ασθενής μπορέσει να παρακινηθεί να εγκαταλείψει αυτή την αυτοκριτική, και να ακολουθήσει τις σκέψεις που προκύπτουν από τη συγκέντρωση της προσοχής, θα αποκτηθεί το πιο σημαντικό υλικό, το οποίο θα φανεί τώρα ότι συνδέεται σαφώς με την συγκεκριμένη νοσηρή ιδέα. Η σύνδεσή της με άλλες ιδέες θα εκδηλωθεί, και αργότερα θα επιτευχθεί η αντικατάσταση της νοσηρής ιδέας από μια νέα, η οποία θα είναι τέλεια προσαρμοσμένη στην ψυχική συνέχεια.

 

Δεν είναι εδώ το κατάλληλο μέρος για να εξετάσουμε διεξοδικά την υπόθεση πάνω στην οποία στηρίζεται αυτό το πείραμα, ή τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την σταθερή επιτυχία του. Αρκεί να δηλώσουμε ότι αποκτούμε αρκετό υλικό για την επίλυση κάθε νοσηρής ιδέας αν στρέψουμε ιδιαίτερα την προσοχή μας στους κρυφούςσυνειρμούς πουδιαταράσσουν τις σκέψεις μας- εκείνους που διαφορετικά παραμερίζονται από την κριτική σκέψη ως άχρηστα απορρίμματα. Εάν η διαδικασία αφορά εμάς τους ίδιους, το καλύτερο σχέδιο για το πείραμα είναι να καταγράψουμε αμέσως όλες τις πρώτες ασαφείς φαντασιώσεις μας.

 

Θα επισημάνω τώρα πού οδηγεί αυτή η μέθοδος όταν την εφαρμόσουμε στην εξέταση των ονείρων. Κάθε όνειρο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με αυτόν τον τρόπο. Θα επιλέξω, ωστόσο, ένα από τα δικά μου όνειρα, το οποίο θα είναι συγκεχυμένο και χωρίς νόημα, και το οποίο θα έχει επιπλέον το πλεονέκτημα της συντομίας. Πιθανώς το όνειρο που είδα χθες το βράδυ ικανοποιεί τις απαιτήσεις. Το περιεχόμενό του, σαφές αμέσως μετά την αφύπνιση, έχει ως εξής:

 

«Παρέα… το μενού έχει σπανάκι... Η κυρία E. L., η οποία κάθεται δίπλα μου, με κοιτάζει επίμονα, και βάζει το χέρι της πάνω στο γόνατό μου. Αμυνόμενος, της απομακρύνω το χέρι. Τότε εκείνη λέει: «Μα πάντα είχατε τόσο όμορφα μάτια…» Τότε ξεχωρίζω κάτι σαν δύο μάτια, σαν σε σκίτσο ή σαν γυαλιά...»

 

Αυτό είναι το όνειρο ή, εν πάση περιπτώσει, αυτό που μπορώ να θυμηθώ. Μου φαίνεται όχι μόνο σκοτεινό και χωρίς νόημα, αλλά κυρίως περίεργο. Η κυρία E. L. είναι ένα άτομο το οποίο επισκέπτομαι σπάνια, ούτε απ’ όσο γνωρίζω επιδίωξα ποτέ πιο εγκάρδια σχέση. Δεν την έχω δει εδώ και πολύ καιρό, και δεν νομίζω ότι έγινε καμία αναφορά σε αυτήν πρόσφατα. Κανένα συναίσθημα δεν συνόδευε τη διαδικασία του ονείρου.

 

Η ανάμνηση αυτού του ονείρου δεν το κάνει πιο ξεκάθαρο στο μυαλό μου. Τώρα, όμως, θα παρουσιάσω τις ιδέες, χωρίς κριτική και προκατάληψη, τις οποίες απέδωσε η ενδοσκόπηση. Παρατηρώ εδώ, εν συντομία, ότι είναι καλό να αποδομούμε το όνειρο στα στοιχεία του, και να αναζητάμε τις ιδέες που συνδέονται με κάθε κομμάτι του χωριστά.

 

«Παρέα… στο τραπέζι.»Η ανάμνηση ενός γεγονότος από χθες το βράδυ μου ήρθε αμέσως στο μυαλό. Έφυγα από ένα πάρτι παρέα με έναν φίλο, ο οποίος προσφέρθηκε να με πάει σπίτι με το ταξί του. «Καλύτερα με το ταξί,» είπε. «Δίνει σε κάποιον μια ευχάριστη απασχόληση. Υπάρχει πάντα κάτι να δεις.» Όταν ήμασταν μέσα στο ταξί, και η ταρίφα είχε γράψει τις πρώτες εξήντα μονάδες, είπα αστειευόμενος: «Δεν έχουμε προχωρήσει καθόλου, και ήδη έχει γράψει εξήντα χέλλερ. Το ταξί μού θυμίζει πάντα το μενού. Με κάνει φιλάργυρο και εγωιστή, υπενθυμίζοντάς μου συνεχώς το χρέος μου. Μου φαίνεται ότι συσσωρεύεται πολύ γρήγορα, και πάντα φοβάμαι ότι θα βρεθώ σε μειονεκτική θέση, όπως δεν μπορώ να αντισταθώ στο τραπέζι τον κωμικό φόβο ότι παίρνω πολύ λίγα, ότι πρέπει να φροντίσω τον εαυτό μου.» Σε σχέση με αυτό παραθέτω:

 

«Στη γη, την κουρασμένη γη, φέρτε μας,

Στην ενοχή αφήστε μας αμέριμνους να πάμε.»

 

Μια άλλη ιδέα για το τραπέζι. Πριν από μερικές εβδομάδες ήμουν θυμωμένος με την αγαπημένη μου σύζυγο στο δείπνο, σ’ ένα Τιρολέζικο θέρετρο υγείας, επειδή δεν ήταν αρκετά επιφυλακτική με κάποιους γείτονες με τους οποίους δεν ήθελα να έχω καμία σχέση. Την παρακάλεσα να ασχοληθεί περισσότερο μαζί μου παρά με τους ξένους. Αυτό σημαίνει ότι βρισκόμουν σεμειονεκτική θέσηστο τραπέζι του δείπνου. Η αντίθεση μεταξύ της συμπεριφοράς της συζύγου μου στο συγκεκριμένο τραπέζι και της κυρίας E. L. στο όνειρο, τώρα μου γίνεται εμφανής: «Απευθύνεται εξ ολοκλήρου σε μένα.»

 

Επιπλέον, παρατηρώ τώρα ότι το όνειρο είναι η αναπαραγωγή μιας μικρής σκηνής που συνέβη ανάμεσα στη σύζυγό μου και σε μένα, κάποτε που την φλέρταρα κρυφά. Το χάδι της κάτω από το κάλυμμα του τραπεζομάντιλου ήταν η απάντηση στα παθιασμένα γράμματά μου. Στο όνειρο, όμως, η γυναίκα μου αντικαθίσταται από την ανοίκεια κυρία E.L.

 

Η κυρία E. L. είναι κόρη ενός ανθρώπου στον οποίο χρωστούσα χρήματα! Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι εδώ αποκαλύπτεται μια ανυποψίαστη σχέση μεταξύ του περιεχομένου του ονείρου και των σκέψεών μου. Αν ακολουθηθεί η αλυσίδα των συνειρμών, η οποία προέρχεται από ένα στοιχείο του ονείρου, σύντομα οδηγείται κάποιος πίσω σε ένα άλλο από τα στοιχεία του. Οι σκέψεις που προκαλεί το όνειρο προκαλούν συνειρμούς που δεν ήταν αντιληπτοί στο ίδιο το όνειρο.

 

Δεν είναι συνηθισμένο, όταν κάποιος περιμένει από τους άλλους να φροντίσουν τα συμφέροντά του χωρίς κανένα όφελος για εκείνους, να κάνει την αθώα ερώτηση σατιρικά: «Νομίζεις ότι αυτό θα γίνει για χάρη των όμορφων ματιών σου;» Εξού και η ομιλία της κυρίας E.L. στο όνειρο. Η φράση «Πάντα είχατε τόσο όμορφα μάτια»δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά «οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα για σένα από αγάπη. Έχειςτα πάντα με αντάλλαγμα το τίποτα.» Το αντίθετο είναι, φυσικά, η αλήθεια. Πάντα πλήρωνα ακριβά την καλοσύνη που μου έδειχναν οι άλλοι. Ωστόσο, το γεγονός ότι πήγα μια βόλτα χωρίς να πληρώσω τίποταχθες, όταν ο φίλος μου με οδήγησε στο σπίτι με το ταξί του, πρέπει να μου έκανε εντύπωση.

 

Εν πάση περιπτώσει, ο φίλος του οποίου ήμασταν καλεσμένοι χθες, με έκανε συχνά οφειλέτη του. Πρόσφατα άφησα να περάσει η ευκαιρία να τον ξεχρεώσω. Έχει λάβει μόνο ένα δώρο από μένα, μια εσάρπα αντίκα, πάνω στην οποία είναι ζωγραφισμένα μάτια, ως φυλαχτόενάντια στο κακό μάτι. Επιπλέον, είναι οφθαλμίατρος. Το ίδιο βράδυ τον είχα ρωτήσει σχετικά μ’ έναν ασθενή μου που τον είχα απευθύνει σε εκείνον για γυαλιά.

 

Όπως παρατήρησα, σχεδόν όλα τα μέρη του ονείρου έχουν περιέλθει σε αυτή τη νέα σύνδεση. Θα μπορούσα ακόμα να ρωτήσω γιατί στο όνειρο ήτανσπανάκιγια δείπνο. Η απάντηση είναι επειδή το σπανάκι προκάλεσε μια μικρή σκηνή που συνέβη πρόσφατα στο τραπέζι μας. Το παιδί μου, του οποίου τα όμορφα μάτιααξίζουν πραγματικά έπαινο, αρνήθηκε να φάει σπανάκι. Ως παιδί ήμουν ακριβώς το ίδιο·για πολύ καιρό απεχθανόμουν το σπανάκι, μέχρι που αργότερα τα γούστα μου άλλαξαν, και αυτό έγινε ένα από τα αγαπημένα μου πιάτα. Η αναφορά αυτού του φαγητού φέρνει στο νου τη δική μου παιδική ηλικία και αυτή του παιδιού μου. «Πρέπει να χαίρεσαι που βρίσκεις σπανάκι,» του είχε πει η μητέρα του. «Μερικά παιδιά θα ήταν πολύ χαρούμενα να φάνε σπανάκι.» Έτσι, θυμάμαι τα καθήκοντα των γονέων απέναντι στα παιδιά τους. Τα λόγια του Γκαίτε-

 

«Στη γη, την κουρασμένη γη, φέρτε μας,

Στην ενοχή αφήστε μας αμέριμνους να πάμε.»-

 

αποκτούν διαφορετικό νόημα σύμφωνα με αυτήν τη σύνδεση.

 

Εδώ θα κάνω μια παύση, για να μπορέσω να ανακεφαλαιώσω τα αποτελέσματα της ανάλυσης του ονείρου. Ακολουθώντας τους συνειρμούς που συνδέονται με τα μεμονωμένα στοιχεία του ονείρου αποκομμένα από το περιεχόμενό τους, οδηγήθηκα σε μια σειρά σκέψεων και αναμνήσεων, όπου είμαι υποχρεωμένος να αναγνωρίσω ενδιαφέρουσες εκφράσεις της ψυχικής μου ζωής. Το υλικό που προκύπτει από την ανάλυση του ονείρου, βρίσκεται σε στενή σχέση με το περιεχόμενό του, αλλά αυτή η σχέση είναι τόσο ιδιαίτερη που δεν θα μπορούσα ποτέ να συνάγω τις νέες ανακαλύψεις απευθείας από το όνειρο. Το ίδιο το όνειρο ήταν χωρίς πάθος, ασύνδετο και ακατανόητο, ενώ κατά τη διάρκεια που ξεδιπλώνω τις σκέψεις μου για το όνειρο αισθάνομαι έντονα και καλά θεμελιωμένα συναισθήματα. Οι ίδιες οι σκέψεις ταιριάζουν όμορφα μεταξύ τους, λογικά συνδεδεμένες μεταξύ τους σε αλυσίδες, με ορισμένες κεντρικές ιδέες που επαναλαμβάνονται. Τέτοιες ιδέες που δεν αντιπροσωπεύονται στο ίδιο το όνειρο είναι σε αυτή την περίπτωση οι αντιθέσεις εγωιστικός- ανιδιοτελής, χρεωμένος-δουλεύοντας για το τίποτα.

 

Θα μπορούσα να καταδείξω περισσότερο τα νήματα του ιστού που αποκάλυψε η ανάλυση, και στη συνέχεια θα μπορούσα να δείξω πώς όλα τα νήματα καταλήγουν σ’ έναν μοναδικό κόμπο. Μου απαγορεύεται να το κάνω αυτό, για λόγους όχι επιστημονικού, αλλά ιδιωτικού χαρακτήρα. Αφού ξεκαθάρισα πολλά πράγματα τα οποία όχι πρόθυμα αναγνωρίζω ως δικά μου, θα έπρεπε να έχω πολλά να αποκαλύψω, τα οποία καλύτερα να παραμείνουν μυστικά μου. Γιατί, λοιπόν, δεν επέλεξα ένα άλλο όνειρο, του οποίου η ανάλυση θα ήταν καταλληλότερη για δημοσίευση, έτσι ώστε να μπορέσω να αναδείξω καλύτερα το νόημα και τη συνοχή των αποτελεσμάτων που αποκαλύπτονται από την ανάλυση; Η απάντηση είναι ότι κάθε όνειρο που ερευνώ οδηγεί στις ίδιες δυσκολίες, και με θέτει κάτω από την ίδια ανάγκη διακριτικότητας. Ούτε θα απέφευγα αυτές τις δυσκολίες αν ανέλυα το όνειρο κάποιου άλλου. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο αν υπήρχε η δυνατότητα να γίνουν αποκαλύψεις χωρίς να πληγούν εκείνοι που θα με εμπιστεύονταν.

 

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω τώρα είναι ότι το όνειρο είναι ένα είδος υποκατάστασηςεκείνων των συναισθηματικών και διανοητικών αλυσίδων σκέψης που πέτυχα μετά από πλήρη ανάλυση. Δεν γνωρίζω ακόμη τη διαδικασία με την οποία προέκυψε το όνειρο από αυτές τις σκέψεις, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι είναι λάθος να θεωρούμε το όνειρο ως ψυχικά ασήμαντο, σαν μια καθαρά φυσική διαδικασία που προκύπτει από τη δραστηριότητα μεμονωμένων εγκεφαλικών στοιχείων που ενεργοποιούνται κατά τον ύπνο.

 

Πρέπει επίσης να παρατηρήσω ότι το όνειρο είναι πολύ μικρότερο από τις σκέψεις που θεωρώ ότι υποκαθιστά, ενώ η ανάλυση ανακάλυψε ότι το όνειρο προκλήθηκε από ένα ασήμαντο γεγονός της προηγούμενης μέρας.

 

Φυσικά, δεν θα έβγαζα τόσο εκτεταμένα συμπεράσματα αν γνώριζα μόνο έναν τρόπο ανάλυσης. Η εμπειρία μου έχει δείξει ότι όταν ακολουθούνται επιμελώς οι συνειρμοί οποιουδήποτε ονείρου, μια τέτοια αλυσίδα σκέψης αποκαλύπτεται, και τα συστατικά μέρη του ονείρου επανεμφανίζονται σωστά και λογικά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Επομένως, η όποια υποψία ότι αυτή η αλληλουχία σκέψης ήταν απλώς ένα ατύχημα μιας και μόνο παρατήρησης, πρέπει να εγκαταλειφθεί. Θεωρώ, επομένως, δικαίωμά μου να διατυπώσω αυτή τη νέα άποψη με μια σωστή ονοματολογία. Αντιπαραβάλλω το όνειρο που προκαλεί η μνήμη μου, με το όνειρο και το υπόλοιπο πρόσθετο υλικό που αποκαλύπτεται από την ανάλυση: το πρώτο το ονομάζω έκδηλο περιεχόμενο του ονείρου· το δεύτερο, το λανθάνον περιεχόμενό του.

 

Καταλήγω έτσι σε δύο νέα προβλήματα που μέχρι τώρα δεν διατυπώθηκαν: (1) Ποια είναι η ψυχική διαδικασία που μετατρέπει το λανθάνον περιεχόμενο του ονείρου στο εκδηλωμένο περιεχόμενό του; (2) Ποια είναι τα κίνητρα που κατέστησαν επιτακτική μια τέτοια μεταμόρφωση; Τη διαδικασία με την οποία εκτελείται η αλλαγή από το λανθάνον στο εκδηλωμένο περιεχόμενο, την ονομάζω έργο του ονείρου (dreamwork). Σε αντίθεση με αυτήν, είναι το έργο της ανάλυσης, το οποίο παράγει τον αντίστροφο μετασχηματισμό. Τα άλλα προβλήματα του ονείρου- η έρευνα σχετικά με τα ερεθίσματά του, την πηγή των υλικών του, τον πιθανό σκοπό του, τη λειτουργία του, τη λήθη του ονείρου όταν το ανακαλούμε- αυτά θα τα συζητήσω σε σχέση με το λανθάνον ονειρικό περιεχόμενο.

 

Θα φροντίσω να αποφύγω τη σύγχυση ανάμεσα στο εκδηλωμένο και στο λανθάνον περιεχόμενο, γιατί αποδίδω όλες τις αντιφατικές καθώς και τις λανθασμένες αφηγήσεις της ονειρικής ζωής στην άγνοια αυτού του λανθάνοντος περιεχομένου, που τώρα πρώτα αποκαλύπτεται μέσω της ανάλυσης.

 

III. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ- ΠΑΙΔΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ

Η μετατροπή των λανθανουσών ονειρικών σκέψεων σε εκδηλωμένες, αξίζει την προσεκτική μελέτη μας, ως το πρώτο γνωστό παράδειγμα της μεταμόρφωσης των ψυχικών διαδικασιών από έναν τρόπο έκφρασης σε έναν άλλο. Από έναν τρόπο έκφρασης ο οποίος, επιπλέον, είναι εύκολα κατανοητός, σε έναν άλλον τρόπο, στον οποίο μπορούμε να διεισδύσουμε μόνο με προσπάθεια και καθοδήγηση, αν και αυτός ο νέος τρόπος πρέπει να θεωρηθεί εξίσου ως προσπάθεια της δικής μας ψυχικής δραστηριότητας.

 

Από την άποψη της σχέσης του λανθάνοντος με το εκδηλωμένο περιεχόμενο των ονείρων, τα όνειρα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες. Μπορούμε, πρώτον, να διακρίνουμε εκείνα τα όνειρα που έχουν νόημα, και είναι, ταυτόχρονα, κατανοητά, και τα οποία μας επιτρέπουν να διεισδύσουμε στην ψυχική μας ζωή χωρίς καθυστέρηση.

 

Τέτοια όνειρα είναι πολλά. Είναι συνήθως σύντομα και, κατά γενικό κανόνα, δεν φαίνονται πολύ αξιοσημείωτα, επειδή απουσιάζει από αυτά κάθε τι συναρπαστικό. Η εμφάνισή τους είναι, επιπλέον, ένα ισχυρό επιχείρημα κατά του δόγματος που θεωρεί το όνειρο προϊόν της μεμονωμένης δραστηριότητας του εγκεφάλου. Όλα τα σημάδια μιας μειωμένης ή υποδιαιρεμένης ψυχικής δραστηριότητας λείπουν. Ωστόσο, δεν προβάλλουμε καμία αντίρρηση να τα χαρακτηρίσουμε ως όνειρα, ούτε τα συγχέουμε με τα προϊόντα της ξύπνιας ζωής μας.

 

Μια δεύτερη ομάδα αποτελείται από εκείνα τα όνειρα που είναι πράγματι αυτοσυνεκτικά, και τα οποία έχουν ξεχωριστό νόημα, αλλά φαίνονται παράξενα επειδή δεν είμαστε σε θέση να συμφιλιώσουμε το νόημά τους με την ψυχική μας ζωή. Αυτό συμβαίνει όταν ονειρευόμαστε, για παράδειγμα, ότι κάποιος αγαπητός συγγενής πέθανε από πανούκλα, ενώ δεν έχουμε κανένα λόγο να υποθέτουμε κάτι τέτοιο. Μπορούμε μόνο να αναρωτηθούμε: «Τι με έκανε να ονειρευτώ κάτι τέτοιο;»

 

Στην τρίτη ομάδα ανήκουν εκείνα τα όνειρα που είναι κενά νοήματος και κατανόησης. Είναι ασυνάρτητα, περίπλοκα, και χωρίς νόημα. Ο συντριπτικός αριθμός των ονείρων μας έχει αυτόν τον χαρακτήρα, και αυτό το γεγονός έχει προκαλέσει την περιφρονητική στάση απέναντι στα όνειρα, και την ιατρική θεωρία της περιορισμένης ψυχικής τους δραστηριότητας. Ειδικά στις μακρύτερες και πιο περίπλοκες ονειρικές πλοκές, είναι εμφανή τα σημάδια της ασυνέπειας.

 

Η αντίθεση μεταξύ έκδηλου και λανθάνοντος ονειρικού περιεχομένου έχει σαφώς αξία μόνο για τα όνειρα της δεύτερης και ειδικότερα για εκείνα της τρίτης κατηγορίας. Εδώ παρουσιάζονται προβλήματα που λύνονται μόνο όταν το εκδηλωμένο όνειρο αντικαθίσταται από το λανθάνον περιεχόμενό του. Ήταν ένα παράδειγμα αυτού του είδους, ένα περίπλοκο και ακατανόητο όνειρο, το οποίο υποβάλαμε σε ανάλυση. Ενάντια στις προσδοκίες μας, όμως, βρήκαμε λόγους που εμπόδιζαν την πλήρη γνώση της λανθάνουσας ονειρικής σκέψης. Με την επανάληψη αυτής της ίδιας εμπειρίας, αναγκαστήκαμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας στενός δεσμός, με δικούς του νόμους, μεταξύ της ακατανόητης και περίπλοκης φύσης του ονείρου και των δυσκολιών επικοινωνίας των σκέψεων που συνδέονται με το όνειρο.

 

Πριν διερευνήσουμε τη φύση αυτού του δεσμού, θα ήταν ωφέλιμο να στρέψουμε την προσοχή μας στα πιο εύκολα κατανοητά όνειρα της πρώτης τάξης, όπου, καθώς το έκδηλο και λανθάνον περιεχόμενο είναι πανομοιότυπο, το έργο του ονείρου φαίνεται να παραλείπεται. Η διερεύνηση αυτών των ονείρων είναι επίσης σκόπιμη από μια άλλη άποψη. Τα παιδικά όνειραείναι αυτής της φύσης, έχουν νόημα, και δεν είναι παράξενα. Αυτό, παρεμπιπτόντως, είναι μια περαιτέρω αντίρρηση για την απόδοση των ονείρων στην αποδιοργανωμένη εγκεφαλική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του ύπνου- γιατί, άραγε, μια τέτοια υποβάθμιση των ψυχικών λειτουργιών να συμβαίνει στους ενήλικες, αλλά όχι στα παιδιά; Είμαστε, αντίθετα, απόλυτα δικαιολογημένοι να περιμένουμε ότι η εξήγηση των ψυχικών διαδικασιών στα παιδιά, όσο απλοποιημένη και αν είναι, θα πρέπει να χρησιμεύσει ως απαραίτητη προεργασία για την ψυχολογία των ενηλίκων.

 

Θα αναφέρω λοιπόν μερικά παραδείγματα ονείρων παιδιών. Ένα κορίτσι δεκαεννέα μηνών αναγκάστηκε να μείνει χωρίς φαγητό για μια μέρα επειδή ήταν άρρωστο το πρωί και, σύμφωνα με τη νοσοκόμα, είχε αρρωστήσει τρώγοντας φράουλες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, μετά την ημέρα νηστείας της, ακούστηκε να φωνάζει το όνομά της κατά τη διάρκεια του ύπνου, και να προσθέτει: «Ομελέτα με φράουλες, μπαμπά!» Ονειρεύτηκε ότι έτρωγε, και επέλεξε από το μενού της ακριβώς αυτό που υπέθεσε πως δεν θα έτρωγε.

 

Το ίδιο είδος ονείρου για ένα απαγορευμένο πιάτο ήταν αυτό ενός μικρού αγοριού είκοσι δύο μηνών. Την προηγούμενη μέρα του είπαν να προσφέρει στον θείο του ένα μικρό καλάθι με κεράσια, από το οποίο το παιδί, φυσικά, επιτρεπόταν να δοκιμάσει μόνο λίγα. Ξύπνησε με χαρμόσυνα νέα: «Ο Χέρμαν έφαγε όλα τα κεράσια!»

 

Ένα κορίτσι τριάμισι ετών είχε κάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας ένα θαλάσσιο ταξίδι που ήταν πολύ σύντομο γι’ αυτήν, και έκλαιγε όταν έπρεπε να βγει από τη βάρκα. Το επόμενο πρωί η ιστορία της ήταν ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας βρισκόταν στη θάλασσα, συνεχίζοντας έτσι το σύντομο ταξίδι.

 

Ένα αγόρι πεντέμισι ετών δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένο με την παρέα του κατά τη διάρκεια μιας βόλτας στην περιοχή του Dachstein. Κάθε φορά που μια νέα βουνοκορφή εμφανιζόταν, ρωτούσε αν αυτή ήταν το Dachsteinκαι, τέλος, αρνήθηκε να συνοδεύσει την παρέα στον καταρράκτη. Η συμπεριφορά του αποδόθηκε στην κόπωση. Αλλά μια καλύτερη εξήγηση δόθηκε όταν το επόμενο πρωί είπε για το όνειρό του: είχε ανέβει στο Dachstein. Προφανώς περίμενε ότι η ανάβαση του Dachsteinθα ήταν το αντικείμενο της εκδρομής, και ενοχλήθηκε που δεν πήρε μια γεύση από το βουνό. Το όνειρο του πρόσφερε αυτό που είχε χάσει την προηγούμενη μέρα.

 

Το όνειρο ενός κοριτσιού έξι ετών ήταν παρόμοιο· ο πατέρας της είχε διακόψει τον περίπατο πριν φτάσει στον επιδιωκόμενο στόχο, λόγω της προχωρημένης ώρας. Στο δρόμο της επιστροφής, παρατήρησε μια πινακίδα που έδινε το όνομα ενός άλλου τόπου για εκδρομές. Ο πατέρας της υποσχέθηκε να την πάει εκεί κάποια άλλη μέρα. Καλημέρισε τον πατέρα της την επόμενη μέρα με την είδηση ότι είχε ονειρευτεί ότι ο πατέρας της ήταν μαζί της και στα δύο μέρη.

 

Αυτό που είναι κοινό σε όλα αυτά τα όνειρα είναι προφανές. Ικανοποιούν πλήρως επιθυμίες που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ημέρας, και οι οποίες παρέμειναν απραγματοποίητες. Είναι απλές και απροκάλυπτες πραγματοποιήσεις επιθυμιών.

 

Το επόμενο παιδικό όνειρο, όχι αρκετά κατανοητό εκ πρώτης όψεως, δεν είναι τίποτα άλλο από μια ευχή που πραγματοποιείται. Λόγω πολιομυελίτιδας, ένα κορίτσι, λιγότερο από τεσσάρων ετών, μεταφέρθηκε από την εξοχή στην πόλη, και διανυκτέρευσε μαζί με μια θεία της σε ένα μεγάλο για το κορίτσι κρεβάτι. Το επόμενο πρωί δήλωσε ότι είχε ονειρευτεί ότι το κρεβάτι ήταν πολύ μικρό γι’ αυτήν, έτσι ώστε δεν μπορούσε να χωρέσει.

 

Για να εξηγήσουμε αυτό το όνειρο ως ευχή, είναι αρκετό να θυμηθούμε ότι το να είσαι «μεγάλος» είναι μια συχνά εκφρασμένη επιθυμία των παιδιών. Το μέγεθος του κρεβατιού θύμιζε έντονα στο κορίτσι τη μικρότητά της. Αυτή η δυσάρεστη κατάσταση διορθώθηκε στο όνειρό της, και είδε τον εαυτό της τόσο μεγάλο ώστε το κρεβάτι είχε γίνει πολύ μικρό γι’ αυτήν.

 

Ακόμη και όταν τα όνειρα των παιδιών είναι περίπλοκα και εξεζητημένα, η κατανόησή τους ως πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας είναι αρκετά εμφανής. Ένα αγόρι οκτώ ετών ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν μαζί με τον Αχιλλέα σ’ ένα πολεμικό άρμα, το οποίο οδηγούσε ο Διομήδης. Την προηγούμενη μέρα διάβαζε επιμελώς για μεγάλους ήρωες. Είναι εύκολο να δείξουμε ότι έκανε αυτούς τους ήρωες πρότυπά του, και λυπόταν που δεν ζούσε σ’ εκείνες τις εποχές.

 

Από αυτή τη σύντομη συλλογή, είναι έκδηλο ένα άλλο χαρακτηριστικό των ονείρων των παιδιών- η σύνδεσή τους με τη ζωή της ημέρας. Οι επιθυμίες που πραγματοποιούνται σε αυτά τα όνειρα, είναι κατάλοιπα από την προηγούμενη ημέρα, και το συναίσθημα έχει ήδη τονιστεί και παγιωθεί. Τυχαία και αδιάφορα θέματα, όπως φαίνονται στα μάτια του παιδιού, δεν βρίσκουν αποδοχή στο περιεχόμενο των ονείρων του.

 

Αναρίθμητες περιπτώσεις τέτοιων ονείρων παιδικού τύπου μπορούν να βρεθούν και μεταξύ των ενηλίκων· αλλά, όπως αναφέρθηκε, αυτά είναι ως επί το πλείστον ίδια με το εκδηλωμένο περιεχόμενο. Έτσι, μια τυχαία επιλογή ανθρώπων θα ανταποκριθεί γενικά στη δίψα τη νύχτα με ένα όνειρο για ένα ποτό, προσπαθώντας έτσι να απαλλαγεί από την αίσθηση της δίψας, και να μπορέσει να συνεχίσει τον ύπνο του. Πολλοί άνθρωποι έχουν συχνά αυτά τα παρηγορητικάόνειραπριν ξυπνήσουν. Ονειρεύονται ακόμα ότι έχουν ήδη ξυπνήσει, ότι πλένονται, ή ότι έχουν ήδη πάει στο σχολείο, στο γραφείο, κ.λπ.

 

Τη νύχτα πριν από ένα προγραμματισμένο ταξίδι, μπορεί κάποιος να ονειρεύεται ότι έχει ήδη φτάσει στον προορισμό. Πριν πάμε σε μια παράσταση ή σε ένα πάρτι, το όνειρο μπορεί να προϊδεάσει, με ανυπομονησία, την αναμενόμενη ευχαρίστηση. Άλλες φορές το όνειρο εκφράζει την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας κάπως έμμεσα. Κάποια σύνδεση ή αλληλουχία πρέπει να είναι γνωστή ως το πρώτο βήμα προς την αναγνώριση της επιθυμίας.

 

Έτσι, όταν ένας άντρας μου διηγήθηκε το όνειρο της νεαρής συζύγου του, ότι η περίοδός της είχε αρχίσει, έπρεπε να υποθέσω ότι η σύζυγος περίμενε εγκυμοσύνη αν η περίοδος είχε διακοπεί. Το όνειρο, σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι σημάδι εγκυμοσύνης. Το νόημά του είναι ότι δείχνει την επιθυμία που πραγματοποιήθηκε- ότι η εγκυμοσύνη δεν έπρεπε να συμβεί ακόμα.

 

Κάτω από ασυνήθιστες και ακραίες συνθήκες, αυτά τα όνειρα παιδικού τύπου είναι πολύ συχνά. Ο αρχηγός μιας πολικής αποστολής μας λέει, για παράδειγμα, ότι κατά τη διάρκεια ενός χειμώνα μέσα στον πάγο, το πλήρωμα, με τη μονότονη διατροφή του και τις μικρές μερίδες, ονειρευόταν τακτικά, σαν παιδιά, εκλεκτά γεύματα, πακέτα με τσιγάρα, και το σπίτι τους.

 

Δεν είναι ασυνήθιστο ότι σε κάποιο μακροσκελές και περίπλοκο όνειρο ξεχωρίζει ένα ιδιαίτερα διαυγές μέρος που περιέχει αναμφισβήτητα την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας. Αναλύοντας πιο συχνά τα φαινομενικά πιο καθαρά όνειρα των ενηλίκων, ανακαλύπτουμε με έκπληξη ότι αυτά σπάνια είναι τόσο απλά όσο τα όνειρα των παιδιών, και ότι καλύπτουν ένα άλλο νόημα πέρα από αυτό της πραγματοποίησης μιας επιθυμίας.

 

Θα ήταν σίγουρα μια απλή και βολική λύση του προβλήματος αν το έργο της ανάλυσης καθιστούσε δυνατό για εμάς να αποδώσουμε τα ανούσια και περίπλοκα όνειρα των ενηλίκων σ’ εκείνα του παιδικού τύπου, και στην πραγματοποίηση κάποιας έντονα βιωμένης επιθυμίας της στιγμής. Αλλά δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για μια τέτοια προσδοκία. Τα όνειρα των ενηλίκων είναι γενικά γεμάτα από το πιο παράξενο και άσχετο υλικό, και κανένα ίχνος πραγματοποίησης επιθυμίας δεν βρίσκεται στο περιεχόμενό τους.

 

Πριν αφήσουμε τα παιδικά όνειρα, τα οποία είναι προφανώς απραγματοποίητες επιθυμίες, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό των ονείρων, το οποίο έχει παρατηρηθεί εδώ και πολύ καιρό, και το οποίο είναι χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας. Μπορώ να αντικαταστήσω οποιοδήποτε από αυτά τα όνειρα με μια πρότασηπου εκφράζει μια επιθυμία. Αν το θαλάσσιο ταξίδι είχε διαρκέσει περισσότερο·αν είχα ήδη πλυθεί και ντυθεί·αν μου επιτρεπόταν να κρατήσω όλα τα κεράσια, αντί να τα δώσω στον θείο μου… Αλλά το όνειρο προσφέρει κάτι περισσότερο από την επιλογή, γιατί εδώ η επιθυμία έχει ήδη πραγματοποιηθεί·η υλοποίησή της είναι πραγματική.

 

Οι ονειρικές παραστάσεις αποτελούνται κυρίως, αν όχι εξ ολοκλήρου, από σκηνές και οπτικές παραστάσεις. Ως εκ τούτου, υφίσταται ένα είδος μετασχηματισμού σ’ αυτή την κατηγορία ονείρων, και αυτό μπορεί δίκαια να οριστεί ως το έργο του ονείρου- Μια ιδέα που απλώς υπάρχει στην περιοχή της δυνατότητας, αντικαθίσταται από ένα όραμα της επίτευξής της.

 

IV. Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ- ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ- ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια τέτοια μεταμόρφωση του σκηνικού λαμβάνει επίσης χώρα σε περίπλοκα όνειρα, αν και δεν γνωρίζουμε αν οφείλεται σε κάποια πιθανή επιθυμία. Το όνειρο που παρουσιάστηκε στην αρχή, το οποίο αναλύσαμε κάπως διεξοδικά, μας έδωσε την ευκαιρία σε δύο περιπτώσεις να υποψιαστούμε κάτι τέτοιο. Η ανάλυση έδειξε ότι η γυναίκα μου ήταν απασχολημένη με άλλους στο τραπέζι, και ότι αυτό δεν μου άρεσε. Στο ίδιο το όνειρο  συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, γιατί το άτομο που αντικαθιστά τη γυναίκα μου (η κυρία E.L.), δείχνει σε μένα την αμέριστη προσοχή της. Αλλά μπορεί, άραγε, κάποιος να ευχηθεί κάτι πιο ευχάριστο μετά από ένα δυσάρεστο περιστατικό, από το να είχε συμβεί το αντίθετο, όπως ακριβώς συνέβη στο όνειρο; Η δηκτική σκέψη στην ανάλυση, ότι ποτέ δεν είχα κάτι για το τίποτα, συνδέεται ομοίως με την παρατήρηση της γυναίκας στο όνειρο: «Πάντα είχατε τόσο όμορφα μάτια.» Ένα μέρος της αντίθεσης μεταξύ του λανθάνοντος και του έκδηλου περιεχομένου του ονείρου πρέπει επομένως να προέρχεται από την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας.

 

Μια άλλη εκδήλωση του έργου του ονείρου, την οποία έχουν κοινή όλα τα ασυνάρτητα όνειρα, είναι ακόμα πιο αισθητή. Επιλέξτε οποιαδήποτε περίπτωση, και συγκρίνετε τον αριθμό των καταγεγραμμένων ξεχωριστών στοιχείων με τις ονειρικές σκέψεις που προκύπτουν από την ανάλυση, και από τις οποίες μόνο ένα ίχνος μπορεί να βρεθεί στο ίδιο το όνειρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του ονείρου έχει οδηγήσει σε εξαιρετική συμπύκνωση. Δεν είναι αρχικά εύκολο να σχηματιστεί γνώμη ως προς την έκταση της συμπύκνωσης. Όσο πιο βαθιά εισχωρούμε στην ανάλυση, τόσο περισσότερο εντυπωσιαζόμαστε από αυτήν.

 

Δεν υπάρξει κανένας παράγοντας στο όνειρο όπου οι αλυσίδες των συνειρμών δεν οδηγούν σε δύο ή περισσότερες κατευθύνσεις, καμία σκηνή που να μην έχει συναρμολογηθεί από δύο ή περισσότερες εντυπώσεις ή γεγονότα. Για παράδειγμα, κάποτε ονειρεύτηκα ένα είδος πισίνας, όπου οι λουόμενοι ξαφνικά διασκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε ένα σημείο στην άκρη, ένα άτομο στεκόταν, και έσκυψε πάνω σ’ έναν από τους λουόμενους σαν να ήθελε να τον τραβήξει έξω. Η σκηνή ήταν σύνθετη, αποτελούμενη από ένα γεγονός που συνέβη κατά την εφηβεία μου, και από δύο εικόνες, μία από τις οποίες είχα δει λίγο πριν από το όνειρο. Οι δύο εικόνες ήταν το TheSurpriseintheBath, από τον Κύκλο της Μελουζίνης,[1]του Moritz von Schwind(σημειώστε ότι στον πίνακα οι λουόμενοι αποχωρίζονται ξαφνικά), και μια εικόνα του Κατακλυσμού, από έναν Ιταλό ζωγράφο. Το περιστατικό ήταν ότι κάποτε είδα μια κυρία, η οποία είχε μείνει στην πισίνα μέχρι την ώρα που θα πήγαιναν οι άντρες, να βοηθιέται έξω από το νερό από τον δάσκαλο κολύμβησης.

 

Η σκηνή στο όνειρο που επιλέχθηκε για ανάλυση οδήγησε σε μια ολόκληρη ομάδα αναμνήσεων, καθεμία από τις οποίες συνέβαλε στο περιεχόμενο του ονείρου. Πρώτα απ’ όλα, ήταν το μικρό επεισόδιο από την εποχή του φλερτ μου, για το οποίο έχω ήδη μιλήσει. Η αίσθηση ενός χεριού κάτω από το τραπέζι, γέννησε στο όνειρο το «κάτω από το τραπέζι,» για το οποίο έπρεπε στη συνέχεια να βρω μια θέση στη ανάμνησή μου. Δεν υπήρχε, φυσικά, τότε ούτε λέξη για «αμέριστη προσοχή.»

 

Η ανάλυση μου έδειξε ότι ο βασικός παράγοντας είναι η πραγματοποίηση μιας αντιφατικής επιθυμίας, σχετικής με τη συμπεριφορά της συζύγου μου σ’ εκείνο το τραπέζι. Ένα ακριβώς παρόμοιο και πολύ πιο σημαντικό επεισόδιο του φλερτ μας, που μας χώρισε μια ολόκληρη μέρα, κρύβεται πίσω από αυτή την πρόσφατη ανάμνηση. Η οικειότητα, το χέρι που ακουμπά το γόνατό μου, αναφέρεται σε μια αρκετά διαφορετική σύνδεση, και σε εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτό το στοιχείο στο όνειρο γίνεται και πάλι το σημείο εκκίνησης δύο διακριτών σειρών αναμνήσεων, και ούτω καθεξής.

 

Το υλικό των ονειρικών σκέψεων που έχει συσσωρευτεί για το σχηματισμό της ονειρικής σκηνής πρέπει να είναι φυσικά κατάλληλο για αυτήν την εφαρμογή. Πρέπει να υπάρχουν ένας ή περισσότεροι κοινοί παράγοντες. Το όνειρο διαδραματίζεται όπως ο FrancisGaltonμε τις φωτογραφίες του.[2]Τα διάφορα στοιχεία τοποθετούνται το ένα πάνω στο άλλο. Αυτό που είναι κοινό στη σύνθετη εικόνα ξεχωρίζει σαφώς, οι αντίθετες λεπτομέρειες ακυρώνουν η μία την άλλη. Αυτή η διαδικασία αναπαραγωγής εξηγεί εν μέρει τις αμφιταλαντευόμενες δηλώσεις μιας ιδιόμορφης ασάφειας σε τόσα πολλά στοιχεία του ονείρου. Για την ερμηνεία των ονείρων ισχύει αυτός ο κανόνας: Όταν η ανάλυση αποκαλύπτει αβεβαιότητα, πάρτε κάθε τμήμα των φαινομενικών εναλλακτικών λύσεων ως ξεχωριστή διέξοδο για μια σειρά εντυπώσεων.

 

Όταν δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ των ονειρικών σκέψεων, το έργο του ονείρου μπαίνει στον κόπο να δημιουργήσει κάτι, προκειμένου να κάνει μια κοινή παρουσίαση εφικτή στο όνειρο. Ο απλούστερος τρόπος προσέγγισης δύο ονειρικών σκέψεων, οι οποίες δεν έχουν ακόμη τίποτα κοινό, συνίσταται στην πραγματοποίηση μιας αλλαγής στην πραγματική έκφραση της μιας ιδέας, τέτοιας ώστε να βρει μια μικρή ανταποκρινόμενη αναδιατύπωση με τη μορφή της άλλης ιδέας.

 

Η διαδικασία είναι ανάλογη με εκείνη της ομοιοκαταληξίας, όταν η συνήχηση παρέχει τον επιθυμητό κοινό παράγοντα. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του ονείρου συνίσταται στη δημιουργία αυτών των συχνά πολύ πνευματωδών, αλλά επίσης υπερβολικών, παρεκβάσεων. Αυτές ποικίλλουν από την κοινή παρουσίαση στο περιεχόμενο του ονείρου, μέχρι τις ονειρικές σκέψεις, που είναι τόσο ποικίλες όσο και οι αιτίες που τις προκαλούν.

 

Στην ανάλυση του παραδείγματός μας για ένα όνειρο, βρίσκω μια παρόμοια περίπτωση μετασχηματισμού μιας σκέψης, ώστε να συμφωνεί με μια άλλη ουσιαστικά ξένη σκέψη. Συνεχίζοντας την ανάλυση, σκέφτηκα: Θα ήθελα να έχω κάτι για το τίποτα. Αλλά αυτή η συνταγή δεν είναι χρήσιμη για το όνειρο. Ως εκ τούτου, αντικαθίσταται από μια άλλη φράση: «Θα ήθελα να απολαύσω κάτι χωρίς κόστος.» Η λέξη «kost,» στα Γερμανικά (κόστος/γεύση), με τη διπλή σημασία της, είναι κατάλληλη για ένα τραπέζι γεύματος. Επιπλέον, είναι κατάλληλη χάρη στην ιδιαίτερη αίσθηση στο όνειρο. Στο σπίτι, αν υπάρχει ένα γεύμα που τα παιδιά αρνούνται, η μητέρα τους δοκιμάζει πρώτα την ήπια πειθώ, με ένα «Απλά δοκιμάστε το.» Το γεγονός ότι το ονειρικό έργο θα πρέπει χωρίς δισταγμό να χρησιμοποιήσει τη διπλή έννοια της λέξης, είναι σίγουρα αξιοσημείωτο. Η εμπειρία έχει δείξει, ωστόσο, ότι το περιστατικό είναι αρκετά συνηθισμένο.

 

Μέσω της συμπύκνωσης του ονείρου μπορούν να εξηγηθούν ορισμένα συστατικά μέρη του περιεχομένου του, τα οποία είναι ιδιαίτερα για την ονειρική ζωή και μόνο, και τα οποία δεν υπάρχουν στην κατάσταση εγρήγορσης. Τέτοια είναι τα σύνθετα και μικτά πρόσωπα, οι εξαιρετικές μικτές φιγούρες, δημιουργίες συγκρίσιμες με τις φανταστικές συνθέσεις ζώων των Ανατολικών. Με μια σκέψη, αυτές οι μικτές φιγούρες ανάγονται σε ενότητα, ενώ οι φαντασιώσεις του ονείρου σχηματίζονται πάντα εκ νέου με μια ανεξάντλητη αφθονία. Ο καθένας γνωρίζει τέτοιες εικόνες στα όνειρά του, των οποίων η προέλευση είναι πολυσχιδής.

 

Μπορώ να ανασυνθέσω ένα άτομο δανειζόμενος ένα χαρακτηριστικό από ένα πρόσωπο, και ένα χαρακτηριστικό από ένα άλλο πρόσωπο, ή δίνοντας στη μορφή του ενός το όνομα του άλλου στο όνειρό μου. Μπορώ επίσης να οραματιστώ ένα άτομο, αλλά να το βάλω στη θέση ενός άλλου προσώπου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει νόημα όταν διαφορετικοί άνθρωποι συγχωνεύονται σε ένα υποκατάστατο. Τέτοιες περιπτώσεις υποδηλώνουν ένα «και,» ένα «ακριβώς όπως,» μια σύγκριση του αρχικού προσώπου από μια ορισμένη άποψη, μια σύγκριση που μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί στο ίδιο το όνειρο. Κατά κανόνα, ωστόσο, η ταυτότητα των αναμεμειγμένων προσώπων μπορεί να ανακαλυφθεί μόνο με ανάλυση, και υποδεικνύεται μόνο στο περιεχόμενο των ονείρων από το σχηματισμό του «συνδυασμένου» ατόμου.

 

Η ίδια ποικιλομορφία στους τρόπους διαμόρφωσής τους και οι ίδιοι κανόνες ανάλυσης ισχύουν και για το αναρίθμητο συνονθύλευμα ονειρικών περιεχομένων. Η παραξενιά τους εξαφανίζεται όταν αποφασίσουμε να μην τα τοποθετήσουμε στο ίδιο επίπεδο με τα αντικείμενα όπως μας είναι γνωστά όταν είμαστε ξύπνιοι, και θυμόμαστε ότι αντιπροσωπεύουν την τέχνη της συμπύκνωσης των ονείρων χωρίς περιττές λεπτομέρειες. Έμφαση δίνεται στον κοινό χαρακτήρα του συνδυασμού. Η ανάλυση πρέπει επίσης γενικά να παρέχει τα κοινά χαρακτηριστικά. Το όνειρο απλά λέει: Όλα αυτά τα πράγματα έχουν έναν άγνωστο «x» από κοινού.

 

Η αποσύνθεση αυτών των μικτών εικόνων μέσω της ανάλυσης είναι συχνά ο γρηγορότερος τρόπος για την ερμηνεία του ονείρου. Έτσι, κάποτε ονειρεύτηκα ότι καθόμουν με έναν από τους πρώην καθηγητές μου σε ένα παγκάκι, το οποίο μετακινούταν γρήγορα ανάμεσα σε άλλα παγκάκια. Ήταν ένας συνδυασμός μιας αίθουσας διαλέξεων και μιας κυλιόμενης σκάλας.

 

Μια άλλη φορά, καθόμουν σε μια άμαξα, και στην αγκαλιά μου ήταν ένα αντικείμενο σε σχήμα καπέλου, το οποίο, ωστόσο, ήταν κατασκευασμένο από διαφανές γυαλί. Η σκηνή αμέσως μου έφερε στο μυαλό την παροιμία: «Όποιος κρατάει το καπέλο του στο χέρι, θα ταξιδέψει με ασφάλεια στη γη.» Στιγμιαία, το γυάλινο καπέλομου θύμισε το φως του Auer,[3]και ήξερα ότι ήμουν έτοιμος να εφεύρω κάτι που θα με έκανε τόσο πλούσιο όσο και ο συμπατριώτης μου, ο Δρ. Auer, από το Welsbach· τότε θα μπορούσα να ταξιδεύω συχνά, αντί να είμαι συνέχεια στη Βιέννη. Στο όνειρο ταξίδευα με την εφεύρεσή μου, με το παράδοξο γυάλινο καπέλο μου.

 

Το ονειρικό έργο είναι ιδιαίτερα επιδέξιο στην αναπαράσταση δύο αντιφατικών αντιλήψεων μέσω της ίδιας μικτής εικόνας. Έτσι, για παράδειγμα, μια γυναίκα ονειρεύτηκε ότι κρατούσε ένα λουλούδι με ψηλό μίσχο, όπως στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου[4] (ChastityMaryήταν το όνομα της γυναίκας), αλλά ο μίσχος ήταν στολισμένος με παχιά λευκά άνθη που έμοιαζαν με καμέλιες (αντίθεση με την αγνότητα: LadameauxCamelias[5]).

 

Ένα μεγάλο μέρος αυτού που έχουμε ονομάσει «συμπύκνωση ονείρων» μπορεί να διατυπωθεί με αυτόν τον τρόπο. Κάθε ένα από τα στοιχεία του περιεχομένου των ονείρων υπερκαθορίζεται  από την ύλη των ονειρικών σκέψεων· δεν προέρχεται από ένα στοιχείο αυτών των σκέψεων, αλλά από μια ολόκληρη σειρά τους. Αυτές δεν είναι απαραίτητα αλληλένδετες με κάποιο τρόπο, αλλά μπορεί να ανήκουν στις πιο διαφορετικές σφαίρες σκέψης. Το ονειρικό στοιχείο αντιπροσωπεύει πραγματικά όλη αυτή την ανόμοια ύλη στο ονειρικό περιεχόμενο.

 

Η ανάλυση, επιπλέον, αποκαλύπτει μια άλλη πλευρά της σχέσης μεταξύ του περιεχομένου των ονείρων και των ονειρικών σκέψεων. Ακριβώς όπως ένα στοιχείο του ονείρου οδηγεί σε συσχετισμούς με πολλές ονειρικές σκέψεις, έτσι, κατά κανόνα, η σκέψη ενός ονείρου αντιπροσωπεύει περισσότερα από ένα ονειρικά στοιχεία. Τα νήματα της συσχέτισης δεν συγκλίνουν απλώς από τις ονειρικές σκέψεις στο περιεχόμενο των ονείρων, αλλά αποτελούν κάθε δυνατό τρόπο αλληλοεπικάλυψης.

 

Μετά τη μεταμόρφωση μιας σκέψης στο σκηνικό του ονείρου (τη «δραματοποίησή» της), η συμπύκνωση είναι το πιο σημαντικό και χαρακτηριστικό γνώρισμα του ονείρου. Δεν ξέρουμε ακόμα ποιο είναι το κίνητρο που απαιτεί μια τέτοια συμπίεση του περιεχομένου.

 

V. Ο ΟΝΕΙΡΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ- ΕΚΤΟΠΙΣΜΟΣ- ΜΕΤΑΤΙΜΗΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΑΞΙΩΝ

Στα περίπλοκα όνειρα με τα οποία ασχολούμαστε τώρα, η συμπύκνωση και η δραματοποίηση δεν εξηγούν πλήρως τη διαφορά μεταξύ του περιεχομένου των ονείρων και των ονειρικών σκέψεων. Υπάρχουν ενδείξεις για έναν τρίτο παράγοντα, που αξίζει να εξεταστεί προσεκτικά.

 

Έχοντας φτάσει σε μια κατανόηση των ονειρικών σκέψεων με την ανάλυσή μου, παρατηρώ, πρώτα απ’ όλα, ότι το θέμα του εκδηλωμένου περιεχομένου του ονείρου είναι πολύ διαφορετικό από αυτό του λανθάνοντος περιεχομένου. Αυτό είναι, ομολογώ, μόνο μια φαινομενική διαφορά, που εξαφανίζεται με μια πιο προσεκτική έρευνα, γιατί στο τέλος βρίσκω ολόκληρο το ονειρικό περιεχόμενο να πραγματοποιείται στις ονειρικές σκέψεις, οι οποίες, σχεδόν όλες, αντιπροσωπεύονται ξανά στο περιεχόμενο των ονείρων. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει κάποια διαφορά.

 

Το ουσιαστικό περιεχόμενο που ξεχώρισε καθαρά και ευρέως στο όνειρο πρέπει, μετά από ανάλυση, να αρκεστεί σ’ έναν πολύ δευτερεύοντα ρόλο ανάμεσα στις ονειρικές σκέψεις. Αυτές οι σκέψεις ακριβώς, όπως πιστεύω, διεκδικούν τη μεγαλύτερη σημασία, καθώς είτε δεν υπάρχουν καθόλου στο περιεχόμενο του ονείρου, είτε αντιπροσωπεύονται από κάποια μακρινή νύξη σε κάποια σκοτεινή περιοχή του ονείρου. Μπορώ έτσι να περιγράψω αυτά τα φαινόμενα ως εξής: Κατά τη διάρκεια του έργου του ονείρου, η ψυχική ένταση των σκέψεων στις οποίες αναφέρεται το έργο του ονείρου, ρέει σε άλλες σκέψεις, οι οποίες, κατά την κρίση μου, δεν έχουν καμία αξίωση για τέτοια έμφαση.

 

Δεν υπάρχει άλλη διαδικασία που να συμβάλλει τόσο πολύ στην απόκρυψη του νοήματος του ονείρου, και να κάνει αναγνωρίσιμη τη σύνδεση μεταξύ του ονειρικού περιεχομένου και των ονειρικών ιδεών. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, την οποία θα ονομάσω μετατόπιση του ονείρου, παρατηρώ επίσης την ψυχική ένταση, τη σημασία, ή τη συναισθηματική φύση των σκέψεων να μετατρέπονται σε αισθητηριακή ζωντάνια. Αυτό που ήταν σαφέστερο στο όνειρο φαίνεται το πιο σημαντικό, αλλά συχνά σε κάποιο σκοτεινό στοιχείο του ονείρου μπορώ να αναγνωρίσω το πιο άμεσο προϊόν της κύριας ονειρικής σκέψης.

 

Θα μπορούσα να ορίσω αυτή την ονειρική μετατόπιση ως την μετατίμηση των ψυχικών αξιών. Το φαινόμενο δεν θα έχει εξεταστεί σε όλες τις πτυχές του, εκτός αν προσθέσω ότι αυτή η μετατόπιση ή μετατίμηση είναι κοινή σε διαφορετικά όνειρα και σε διαφορετικό βαθμό. Υπάρχουν όνειρα που πραγματοποιούνται σχεδόν χωρίς καμία μετατόπιση. Αυτά έχουν τον ίδιο χρόνο, νόημα και κατανόηση, όπως βρήκαμε στα όνειρα που κατέγραφαν κάποια επιθυμία. Σε άλλα όνειρα ούτε ένα μέρος της ονειρικής ιδέας δεν διατηρεί την ψυχική του αξία, το ουσιώδες σε αυτές τις ιδέες αντικαθίσταται από κάτι επουσιώδες, ενώ μπορεί να υπάρξει κάθε είδους μετάβαση μεταξύ αυτών των συνθηκών. Όσο πιο σκοτεινό και περίπλοκο είναι ένα όνειρο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο ρόλος που πρέπει να αποδοθεί στην ώθηση του εκτοπισμού ή μετατόπισης στο σχηματισμό του.

 

Το παράδειγμα που επιλέξαμε για ανάλυση δείχνει τον εκτοπισμό- ότι το περιεχόμενο του ονείρου έχει διαφορετικό κέντρο ενδιαφέροντος από εκείνο των ονειρικών ιδεών. Στο επίκεντρο του ονειρικού περιεχομένου, φαίνεται ότι μια γυναίκα προσπαθεί να με προσεγγίσει. Στην ονειρική ιδέα, το κύριο ενδιαφέρον βρίσκεται στην επιθυμία για ανιδιοτελή αγάπη που δεν «κοστίζει τίποτα.» Αυτή η ιδέα βρίσκεται στην αναφορά για τα όμορφα μάτια, και στον υπερβολικό υπαινιγμό για το «σπανάκι.»

 

Αν καταργήσουμε τη μετατόπιση του ονείρου, καταλήγουμε μέσω ανάλυσης σε δύο προβλήματα που συζητούνται περισσότερο- τι προκαλεί ένα όνειρο, και ποια είναι η σύνδεση του ονείρου με την ξύπνια ζωή μας. Υπάρχουν όνειρα που φανερώνουν αμέσως τους δεσμούς τους με τα γεγονότα της ημέρας. Σε άλλα όνειρα δεν μπορεί να βρεθεί κανένα ίχνος τέτοιας σύνδεσης. Με τη βοήθεια της ανάλυσης μπορεί να αποδειχθεί ότι κάθε όνειρο, χωρίς εξαίρεση, συνδέεται με την εντύπωση της ημέρας πριν από το όνειρο.

 

Οι εντυπώσεις που έχουν υποκινήσει το όνειρο μπορεί να είναι τόσο σημαντικές ώστε να ασχολούμαστε με αυτές ενώ είμαστε ξύπνιοι. Σε αυτή την περίπτωση, λέμε ότι το όνειρο συνεχίζει το κύριο ενδιαφέρον της ξύπνιας ζωής μας. Συνηθέστερα, όμως, όταν το όνειρο περιέχει κάτι σχετικό με τις εντυπώσεις της ημέρας, είναι τόσο ασήμαντο και άξιο λήθης ώστε μπορούμε να το ανακαλέσουμε μόνο με προσπάθεια. Το περιεχόμενο των ονείρων φαίνεται, λοιπόν, ακόμη και όταν είναι συνεκτικό και κατανοητό, να ασχολείται με εκείνα τα ασήμαντα μικροπράγματα της σκέψης που δεν αξίζουν το ενδιαφέρον μας κατά την αφύπνιση. Η υποτίμηση των ονείρων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κυριαρχία των αδιάφορων και άχρηστων στοιχείων στο περιεχόμενό τους.

 

Η ανάλυση καταστρέφει την εμφάνιση στην οποία βασίζεται αυτή η υποτιμητική κρίση. Όταν το περιεχόμενο του ονείρου δεν αποκαλύπτει τίποτα άλλο παρά κάποια αδιάφορη εντύπωση που υποκινεί το όνειρο, η ανάλυση δείχνει πάντα ότι κάποιο σημαντικό γεγονός έχει αντικατασταθεί από κάποιο ασήμαντο γεγονός, με το οποίο έχει εμπλακεί σε άπειρους συσχετισμούς. Όταν το όνειρο ασχολείται με αδιάφορες και ασήμαντες συλλήψεις, η ανάλυση αποκαλύπτει τα πολυάριθμα συνειρμικά μονοπάτια που συνδέουν το ασήμαντο με το βαρυσήμαντο στην ψυχική εκτίμηση του ατόμου. Είναι χάρη στη δράση του εκτοπισμού που το αδιάφορο κερδίζει αναγνώριση στο περιεχόμενο των ονείρων, αντί για εκείνες τις εντυπώσεις που είναι πραγματικά το ερέθισμα, ή αντί για τα στοιχεία πραγματικού ενδιαφέροντος.

 

Απαντώντας στο ερώτημα τι προκαλεί το όνειρο, και ποια είναι η σύνδεσή του με τα καθημερινά μας προβλήματα, με τη διορατικότητα που μας δίνεται αντικαθιστώντας το εκδηλωμένο με το λανθάνον ονειρικό περιεχόμενο, μπορούμε να πούμε: Το όνειρο δεν ασχολείται ποτέ με πράγματα που δεν κερδίζουν το ενδιαφέρον μας κατά τη διάρκεια της ημέρας·και τα ασήμαντα πράγματα που δεν μας απασχολούν κατά τη διάρκεια της ημέρας, δεν έχουν τη δύναμη να επικρατήσουν ενώ κοιμόμαστε.

 

Τι προκάλεσε το όνειρο στο παράδειγμα που αναλύσαμε; Το πραγματικά ασήμαντο γεγονός- ότι ένας φίλος με προσκάλεσε για μια δωρεάν βόλτα με το ταξί του. Η ονειρική σκηνή στο τραπέζι του γεύματος περιέχει έναν υπαινιγμό για αυτό το αδιάφορο κίνητρο, γιατί στη συζήτηση είχα αναφέρει το ταξί. Μπορώ όμως να υποδείξω το σημαντικό γεγονός που υποκαταστάθηκε από το ασήμαντο. Λίγες μέρες πριν είχα εκταμιεύσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για ένα πολύ αγαπημένο μέλος της οικογένειάς μου. Ασήμαντο γεγονός, λέει η ονειρική σκέψη, αν αυτό το άτομο είναι ευγνώμων- στην περίπτωση αυτή η αγάπη δεν είναι δωρεάν. Αλλά η αγάπη που δεν κοστίζει τίποτα είναι μια από τις πρωταρχικές ονειρικές σκέψεις. Το γεγονός ότι πριν λίγο καιρό είχα κάνει αρκετές βόλτεςμε τον εν λόγω συγγενή, δημιούργησε τη σύνδεση όταν πήγα μια βόλτα με το ταξί του φίλου μου. Η αδιάφορη εντύπωση που προκαλεί το όνειρο, υπόκειται σε μια άλλη συνθήκη που δεν ισχύει για την πραγματική πηγή του ονείρου- η εντύπωση πρέπει να είναι πρόσφατη, όλα πρέπει να προκύπτουν από την ημέρα πριν από τ’ όνειρο.

 

Δεν μπορώ να εγκαταλείψω το ζήτημα της μετατόπισης των ονείρων χωρίς την εξέταση μιας αξιοσημείωτης διαδικασίας για το σχηματισμό τους, στην οποία διαδικασία η συμπύκνωση και η μετατόπιση συνεργάζονται προς ένα σκοπό. Στη συμπύκνωση έχουμε ήδη εξετάσει την περίπτωση όπου δύο αντιλήψεις στο όνειρο που έχουν κάτι κοινό, κάποιο σημείο επαφής, αντικαθίστανται στο περιεχόμενο του ονείρου από μια μικτή εικόνα, όπου το ξεχωριστό στοιχείο αντιστοιχεί σε αυτό που είναι κοινό, ενώ  οι ασαφείς δευτερεύουσες τροποποιήσεις αντιστοιχούν σε αυτό που είναι ξεχωριστό. Αν η μετατόπιση προστεθεί στη συμπύκνωση, δεν υπάρχει σχηματισμός μιας μικτής εικόνας, αλλά ένας κοινός συνιστάμενος μέσος όρος.

 

Σε ένα από τα όνειρά μου, για παράδειγμα, γίνεται λόγος για ένεση με προπύλιο. Σε πρώτη ανάλυση, ανακάλυψα ένα ασήμαντο αλλά αληθινό περιστατικό όπου το αμύλιοέπαιξε ρόλο ως το διεγερτικό του ονείρου. Δεν μπορώ ακόμη να δικαιολογήσω την ανταλλαγή μεταξύ αμυλίου και προπυλίου. Στον κύκλο των ιδεών του ίδιου ονείρου, όμως, ανήκει η ανάμνηση της πρώτης μου επίσκεψης στο Μόναχο, όπου με εντυπωσίασαν τα Προπύλαια. Οι συνακόλουθες περιστάσεις της ανάλυσης καθιστούν αποδεκτό ότι η επίδραση αυτής της δεύτερης ομάδας αντιλήψεων προκάλεσε τη ονειρική μετατόπιση από το αμύλιο στο προπύλιο. Το «προπύλιο» είναι, ας πούμε, η μέση ιδέα ανάμεσα στο «αμύλιο» και στα «Προπύλαια·» μπήκε στο όνειρο ως ένα είδος συμβιβασμού, με ταυτόχρονη συμπύκνωση και μετατόπιση.

 

Η ανάγκη να ανακαλύψουμε κάποιο κίνητρο για αυτό το μπερδεμένο έργο του ονείρου, είναι ακόμη πιο επιβεβλημένη στην περίπτωση του εκτοπισμού, παρά στη συμπύκνωση.

 

VI. Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ- ΤΟ ΕΓΩ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Αν και το έργο της μετατόπισης πρέπει να θεωρηθεί κυρίως υπεύθυνο αν οι ονειρικές σκέψεις δεν αναγνωριστούν στο περιεχόμενο των ονείρων (εκτός αν μαντέψουμε το κίνητρο των αλλαγών), ένα άλλο και ηπιότερο είδος μεταμόρφωσης οδηγεί στην ανακάλυψη μιας νέας αλλά εύκολα κατανοητής πράξης του ονείρου. Οι πρώτες ονειρικές σκέψεις που ξετυλίγονται από την ανάλυση συχνά εντυπωσιάζουν με την ασυνήθιστη διατύπωσή τους. Δεν φαίνεται να εκφράζονται με τη νηφάλια μορφή που προτιμά η σκέψη μας·αλλά εκφράζονται συμβολικά με αλληγορίες και μεταφορές, όπως η εικονιστική γλώσσα των ποιητών.

 

Δεν είναι δύσκολο να βρεθούν τα κίνητρα γι’ αυτόν τον περιορισμό στην έκφραση των ονειρικών ιδεών. Το περιεχόμενο των ονείρων αποτελείται κυρίως από οπτικές σκηνές. Ως εκ τούτου, οι ιδέες των ονείρων πρέπει, κατά πρώτο λόγο, να είναι προετοιμασμένες να κάνουν χρήση αυτών των μορφών παρουσίασης. Φανταστείτε ότι η διεύθυνση ενός πολιτικού ηγέτη ή ενός δικηγόρου πρέπει να μεταφερθεί σε παντομίμα, και θα είναι εύκολο να κατανοήσετε τους μετασχηματισμούς στους οποίους περιορίζεται το ονειρικό έργο- εξαιτίας αυτής τηςδραματοποίησης του περιεχομένου του ονείρου.

 

Γύρω από το ψυχικό υλικό των ονειρικών σκέψεων, υπάρχουν πάντα αναμνήσεις εντυπώσεων, όχι σπάνια από σκηνές της πρώιμης παιδικής ηλικίας, οι οποίες, κατά κανόνα, έχουν συλληφθεί οπτικά. Όποτε είναι δυνατόν, αυτό το τμήμα των ονειρικών ιδεών ασκεί μια σαφή επίδραση στη μοντελοποίηση του περιεχομένου των ονείρων.Λειτουργεί σαν κέντρο αποκρυστάλλωσης, προσελκύοντας και αναδιατάσσοντας το υλικό των ονειρικών σκέψεων. Η σκηνή του ονείρου δεν είναι σπάνια παρά μια τροποποιημένη επανάληψη, η οποία περιπλέκεται από παρεμβολές γεγονότων που έχουν αφήσει μια τέτοια εντύπωση. Το όνειρο πολύ σπάνια αναπαράγει ακριβείς και αμιγείς αναπαραστάσεις πραγματικών σκηνών.

 

Το ονειρικό περιεχόμενο, ωστόσο, δεν αποτελείται αποκλειστικά από σκηνές, αλλά περιλαμβάνει επίσης διάσπαρτα θραύσματα οπτικών εικόνων, συνομιλιών, ακόμη και κομμάτια αμετάβλητων σκέψεων. Θα είναι ίσως εύστοχο να παρουσιάσουμε με τον πιο σύντομο τρόπο τα μέσα δραματοποίησης που είναι στη διάθεση του ονειρικού έργου για την επανάληψη των ονειρικών σκέψεων στην ιδιόμορφη γλώσσα του ονείρου.

 

Οι ονειρικές σκέψεις που μαθαίνουμε από την ανάλυση παρουσιάζονται ως ένα ψυχικό σύμπλεγμα του πιο περίπλοκου οικοδομήματος. Τα μέρη τους βρίσκονται στην πιο ποικιλόμορφη σχέση μεταξύ τους. Σχηματίζουν υπόβαθρα και προσκήνιο, διατάξεις, παρεκβάσεις, εικονογραφήσεις, δηλώσεις και διαμαρτυρίες. Μπορούμε να πούμε ότι είναι σχεδόν ο κανόνας ότι ένα ρεύμα σκέψης ακολουθείται από το αντίθετό του. Κανένα χαρακτηριστικό γνωστό στη λογική μας ενώ είμαστε ξύπνιοι δεν απουσιάζει. Αν ένα όνειρο πρόκειται να αναπτυχθεί μέσα από αυτές τις καταστάσεις, η ψυχική ύλη υπόκειται σε μια πίεση που τη συμπυκνώνει εξαιρετικά, σε μια εσωτερική συρρίκνωση και μετατόπιση, δημιουργώντας ταυτόχρονα νέα υπόβαθρα, σε μια επιλεκτική διαπλοκή μεταξύ των συστατικών που είναι καλύτερα προσαρμοσμένα για την κατασκευή αυτών των σκηνικών.

 

Λαμβάνοντας υπόψη την προέλευση αυτού του υλικού, ο όρος παλινδρόμηση μπορεί να εφαρμοστεί δίκαια σε αυτή τη διαδικασία. Οι λογικές αλυσίδες που μέχρι τώρα συγκρατούσαν το ψυχικό υλικό, χάνονται σε αυτή τη μεταμόρφωση στο ονειρικό περιεχόμενο. Το ονειρικό έργο παίρνει, τρόπον τινά, μόνο το ουσιαστικό περιεχόμενο των ονειρικών σκέψεων για επεξεργασία. Αφήνεται στην ανάλυση να αποκαταστήσει τη σύνδεση που το όνειρο έχει καταστρέψει.

 

Επομένως, τα μέσα έκφρασης του ονείρου πρέπει να θεωρούνται πενιχρά σε σύγκριση με εκείνα της φαντασίας μας, αν και το όνειρο δεν παραιτείται από όλες τις αξιώσεις για την αποκατάσταση της λογικής σχέσης με τις ονειρικές σκέψεις. Μάλλον επιτυγχάνει με ανεκτή συχνότητα να τις αντικαταστήσει με δικούς του επίσημους συμβολισμούς.

 

Λόγω της αναμφισβήτητης σύνδεσης που υπάρχει μεταξύ όλων των μερών των ονειρικών σκέψεων, το όνειρο είναι σε θέση να ενσωματώσει αυτό το υλικό σε μια ενιαία σκηνή. Υποστηρίζει μια λογική σύνδεση σαν μια προσέγγιση στο χώρο και στο χρόνο, όπως ακριβώς και ο ζωγράφος, ο οποίος ομαδοποιεί όλους τους ποιητές στον Παρνασσό,[6]οι οποίοι, αν και ποτέ δεν ήταν όλοι μαζί σε μια βουνοκορφή, εντούτοις ιδανικά αποτελούν μια κοινότητα. Το όνειρο συνεχίζει αυτή τη μέθοδο παρουσίασης σε μεμονωμένα όνειρα, και συχνά όταν εμφανίζει δύο στοιχεία κοντά μεταξύ τους στο περιεχόμενο των ονείρων, εγγυάται κάποια ειδική εσωτερική σύνδεση αυτού που αντιπροσωπεύουν στις σκέψεις των ονείρων. Πρέπει, επιπλέον, να παρατηρηθεί ότι όλα τα όνειρα της ίδιας νύχτας αποδεικνύουν στην ανάλυση ότι προέρχονται από το ίδιο σύνολο σκέψεων.

 

Η αιτιώδης σχέση μεταξύ δύο ιδεών είτε μένει χωρίς παρουσίαση, είτε αντικαθίσταται διαδοχικά από δύο διαφορετικά τμήματα ονείρων. Αυτή η παρουσίαση είναι συχνά αντεστραμμένη, όπου η αρχή του ονείρου είναι το συμπέρασμα, και το τέλος του η υπόθεση. Η άμεση μεταμόρφωσηενός πράγματος σε ένα άλλο στο όνειρο φαίνεται να εξυπηρετεί τη σχέση αιτίαςκαι αποτελέσματος.

 

Το όνειρο δεν λέει ποτέ «είτε το ένα είτε το άλλο,» αλλά δέχεται ότι και τα δύο ισχύουν το ίδιο στη μεταξύ τους σχέση. Όταν το «είτε-είτε»χρησιμοποιείται στην αναπαραγωγή των ονείρων, πρέπει, όπως έχω ήδη αναφέρει, να αντικατασταθεί από το «και.»

 

Αντιλήψεις που βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, εκφράζονται στα όνειρα κατά προτίμηση από το ίδιο στοιχείο. Δεν φαίνεται να υπάρχει «δεν» στα όνειρα. Η αντίθεση μεταξύ δύο ιδεών, η σχέση της μετατροπής, αντιπροσωπεύεται στα όνειρα με έναν πολύ αξιοσημείωτο τρόπο. Εκφράζεται με την αντιστροφή ενός άλλου μέρους του περιεχομένου του ονείρου, σαν να ήταν προσάρτημα. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με μια άλλη μορφή έκφρασης διαφωνίας. Η κοινή ονειρική αίσθηση της κίνησης που εμποδίζεται, εξυπηρετεί το σκοπό της αναπαράστασης της διαφωνίας παρορμήσεων- μια σύγκρουση της θέλησης.

 

Μόνο μία από τις λογικές σχέσεις- αυτή της ομοιότητας, της ταυτότητας, της συμφωνίας βρίσκεται ανεπτυγμένη στο μηχανισμό σχηματισμού των ονείρων. Το έργο του ονείρου χρησιμοποιεί αυτές τις περιπτώσεις ως σημείο εκκίνησης για συμπύκνωση, συγκεντρώνοντας όλα όσα δείχνουν μια τέτοια συμφωνία σε μια νέα ενότητα.

 

Αυτές οι σύντομες, γενικές παρατηρήσεις φυσικά δεν αρκούν ως εκτίμηση της αφθονίας των τυπικών μέσων του ονείρου για την παρουσίαση των λογικών σχέσεων των ονειρικών σκέψεων. Από αυτή την άποψη, τα ατομικά όνειρα επεξεργάζονται στον ένα ή στον άλλο βαθμό, η ανάλυσή μας ακολουθείται περισσότερο ή λιγότερο στενά, και τα παρεπόμενα του ονειρικού έργου λαμβάνονται περισσότερο ή λιγότερο υπόψη. Στην τελευταία περίπτωση, τα όνειρα φαίνονται σκοτεινά, περίπλοκα, ασυνάρτητα. Όταν το όνειρο φαίνεται ανοιχτά παράλογο, όταν περιέχει ένα προφανές παράδοξο στο περιεχόμενό του, αυτό είναι σκόπιμο. Μέσω της φαινομενικής αγνόησης όλων των λογικών ισχυρισμών, εκφράζει ένα μέρος του διανοητικού περιεχομένου των ιδεών των ονείρων.

 

Ο παραλογισμός στο όνειρο υποδηλώνει διαφωνία, περιφρόνησηστις ονειρικές σκέψεις. Καθώς αυτή η εξήγηση βρίσκεται σε πλήρη ασυμφωνία με την άποψη ότι το όνειρο οφείλει την προέλευσή του σε αποσυνδεδεμένη, άκριτη εγκεφαλική δραστηριότητα, θα τονίσω την άποψή μου με ένα παράδειγμα:

 

«Ένας από τους γνωστούς μου, ο κ. Μ., δέχθηκε επίθεση από τον ίδιο τον Γκαίτε, σε ένα δοκίμιο με απροκάλυπτη βία. Ο κ. Μ φυσικά καταστράφηκε από αυτή την επίθεση. Παραπονιέται πικρά γι’ αυτό σε ένα δείπνο, αλλά ο σεβασμός του για τον Γκαίτε δεν μειώθηκε λόγω αυτής της προσωπικής εμπειρίας. Προσπαθώ τώρα να ξεκαθαρίσω τις χρονολογικές σχέσεις που μου φαίνονται απίθανες. Ο Γκαίτε πέθανε το 1832. Καθώς η επίθεσή του εναντίον του κ. Μ πρέπει, φυσικά, να είχε λάβει χώρα στο παρελθόν, ο κ. Μ πρέπει να ήταν τότε ένας πολύ νέος άνδρας. Μου φαίνεται εύλογο ότι ήταν δεκαοκτώ. Δεν είμαι βέβαιος, ωστόσο, σε ποιο έτος βρισκόμαστε στην πραγματικότητα, και ολόκληρος ο υπολογισμός δεν καταλήγει πουθενά. Η επίθεση περιλαμβανόταν, επιπλέον, στο γνωστό δοκίμιο του Γκαίτε «Περί Φύσεως.»

 

Ο παραλογισμός του ονείρου γίνεται ακόμα πιο κραυγαλέος όταν δηλώνω ότι ο κ. Μ είναι ένας νέος επιχειρηματίας, χωρίς ποιητικά ή λογοτεχνικά ενδιαφέροντα. Η ανάλυσή μου για το όνειρο θα δείξει ποια μέθοδος υπάρχει σε αυτή την τρέλα. Το όνειρο έχει αντλήσει το υλικό του από τρεις πηγές:

 

1. Ο κ. Μ, στον οποίο συστήθηκα σε ένα δείπνο, με παρακάλεσε μια μέρα να εξετάσω τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος έδειχνε σημάδια ψυχικής διαταραχής. Σε συνομιλία με τον ασθενή, συνέβη ένα δυσάρεστο επεισόδιο. Χωρίς την παραμικρή αφορμή, αποκάλυψε μια από  τις νεανικές περιπέτειεςτου αδελφού του. Είχα ρωτήσει τον ασθενή το έτος γέννησής του (έτος θανάτουστο όνειρο), και τον οδήγησα σε διάφορους υπολογισμούς που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το κενό της μνήμης του.

 

2. Ένα ιατρικό περιοδικό που έγραφε το όνομά μου μεταξύ άλλων στο εξώφυλλο, είχε δημοσιεύσει μια καταστροφική κριτική ενός βιβλίου του φίλου μου F. από το Βερολίνο, γραμμένη από την πένα ενός πολύ νεαρούκριτικού. Επικοινώνησα με τον εκδότη, ο οποίος, πράγματι, εξέφρασε τη λύπη του, αλλά δεν υποσχέθηκε καμία επανόρθωση. Τότε διέκοψα τη σχέση μου με το εν λόγω περιοδικό. Στην επιστολή παραίτησής μου, εξέφρασα την ελπίδα ότι οι προσωπικές μας σχέσεις δεν θα πλήγονταν από αυτό. Εδώ είναι η πραγματική πηγή του ονείρου. Η υποτιμητική υποδοχή της δουλειάς του φίλου μου F., μου είχε κάνει βαθιά εντύπωση. Κατά την κρίση μου, περιείχε μια θεμελιώδη βιολογική ανακάλυψη, η οποία μόλις τώρα, αρκετά χρόνια αργότερα, αρχίζει να βρίσκει την εύνοια  των ειδικών.

 

3. Λίγο πριν, μια ασθενής μού έδωσε το ιατρικό ιστορικό του αδελφού της, ο οποίος αναφωνώντας «Φύση, Φύση!» είχε χάσει τα λογικά του. Οι γιατροί θεώρησαν ότι τα αναφωνητά προέκυψαν από μια μελέτη του όμορφου δοκιμίου τουΓκαίτε (το «Περί Φύσεως»), και επεσήμαναν ότι ο ασθενής είχε εργαστεί υπερβολικά. Εξέφρασα την άποψη ότι μου φαινόταν πιο εύλογοότι το επιφώνημα «Φύση» έπρεπε να ληφθεί με εκείνη τη σεξουαλική έννοια που είναι γνωστή και στους λιγότερο μορφωμένους στη χώρα μας. Μου φάνηκε ότι αυτή η άποψη ήταν πιο σωστή, γιατί ο άτυχος νεαρός ακρωτηρίασε στη συνέχεια τα γεννητικά του όργανα. Ο ασθενής ήταν δεκαοκτώ ετών όταν συνέβη η επίθεση.

 

Ο πρώτος άνθρωπος στις ονειρικές σκέψεις πίσω από το εγώ ήταν ο φίλος μου, που είχε υποστεί τόσο σκανδαλώδη μεταχείριση. «Προσπάθησα τώρα να ξεκαθαρίσω τις χρονολογικές σχέσεις.»Το βιβλίο του φίλου μου ασχολείται με τις χρονολογικές σχέσεις της ζωής, και, μεταξύ άλλων, συσχετίζει τη διάρκεια ζωής του Γκαίτε με έναν αριθμό ημερών σημαντικών για τη βιολογία. Το εγώ, ωστόσο, αντιπροσωπεύεται σαν ημιπληγικό («δεν είμαι σίγουρος σε ποιο έτος βρισκόμαστε στην πραγματικότητα»).Το όνειρο δείχνει τον φίλο μου να συμπεριφέρεται σαν ημιπληγικός, και έτσι καταλήγει στον παραλογισμό. Αλλά οι ονειρικές σκέψεις ξεδιπλώνονται ειρωνικά. «Φυσικά είναι ένας τρελός, ένας ανόητος, και εσύ είσαι μια ιδιοφυΐα που καταλαβαίνει τα πάντα. Αλλά δεν θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίστροφο;» Αυτή η αντιστροφή προφανώς συνέβη στο όνειρο όταν ο Γκαίτε επιτέθηκε στον νεαρό, πράγμα παράλογο, ενώ οποιοσδήποτε, όσο νέος κι αν είναι, μπορεί σήμερα εύκολα να επιτεθεί στον μεγάλο Γκαίτε.

 

Είμαι διατεθειμένος να υποστηρίξω ότι κανένα όνειρο δεν εμπνέεται από οτιδήποτε άλλο εκτός από εγωιστικά συναισθήματα. Το εγώ στο όνειρο δεν αντιπροσωπεύει μόνο τον φίλο μου, αλλά και τον εαυτό μου. Ταυτίζομαι μαζί του γιατί η μοίρα της ανακάλυψής του μου φαίνεται χαρακτηριστική της αποδοχής της δικής μου μοίρας. Αν επρόκειτο να δημοσιεύσω τη δική μου θεωρία, η οποία θεωρεί τη σεξουαλικότητα να κυριαρχεί στην αιτιολογία των ψυχο-νευρωτικών διαταραχών (δείτε τον υπαινιγμό για τον δεκαοκτάχρονο ασθενή- «Φύση, Φύση!»), η ίδια κριτική θα στρεφόταν εναντίον μου, και ακόμη και τώρα θα συναντούσε την ίδια περιφρόνηση.

 

Όταν παρακολουθώ προσεκτικά τις ονειρικές σκέψεις, βρίσκω την περιφρόνησηνασχετίζεται με τον παραλογισμό του ονείρου. Είναι γνωστό ότι η ανακάλυψη ενός ραγισμένου κρανίου προβάτου στο Lidoτης Βενετίας έδωσε στον Γκαίτε την ιδέα για τη λεγόμενη σπονδυλική θεωρία του κρανίου. Ο φίλος μου λέει ότι ως φοιτητής έκανε φασαρία για την παραίτηση ενός ηλικιωμένου καθηγητή που είχε κάνει καλή δουλειά (και πάνω σε αυτό ακριβώς το θέμα της συγκριτικής ανατομίας), αλλά ο οποίος, λόγω ηλικίας, ήταν ακατάλληλος να διδάξει.

 

Η αναταραχή που προκάλεσε ο φίλος μου ήταν τόσο επιτυχής επειδή στα γερμανικά πανεπιστήμια  δεν απαιτείται όριο ηλικίαςγια ακαδημαϊκή εργασία. Η ηλικία δεν είναι προστασία από την τρέλα. Στο νοσοκομείο εδώ είχα για χρόνια την τιμή να υπηρετώ υπό έναν προϊστάμενο, ο οποίος ήταν για δεκαετίες διαβόητα χαζός, και μολαταύτατου επιτράπηκε να κρατήσει την υπεύθυνη θέση του. Ένα γνώρισμα, όπως και με το εύρημα στο Lido, μου έρχεται στο μυαλό εδώ. Ήταν για αυτόν τον άνθρωπο που μερικοί νεαροί συνάδελφοι στο νοσοκομείο έλεγαν: «Ούτε ο Γκαίτε δεν το έχει γράψει αυτό,» «Ούτε ένας Σίλερ δεν συνέθεσε εκείνο,» κλπ.

 

VII. Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ- ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟΤΗΤΑ

Δεν έχουμε εξαντλήσει την εκτίμησή μας για το όνειρο. Εκτός από τη συμπύκνωση, τη μετατόπιση και την οριστική διευθέτηση της ψυχικής ύλης, πρέπει να αποδώσουμε μια ακόμη δραστηριότητα- την οποία, πράγματι, δεν συμμερίζεται κάθε όνειρο. Δεν θα αντιμετωπίσω εξαντλητικά αυτήν την ιδιότητα του ονειρικού έργου. Θα επισημάνω μόνο ότι ο ευκολότερος τρόπος για να καταλήξουμε σε μια σύλληψη γι’ αυτήν τη δραστηριότητα είναι να θεωρήσουμε δεδομένο, πιθανώς άδικα, ότι μόνο εκ των υστέρων επηρεάζει το ονειρικό περιεχόμενο που έχει ήδη δημιουργηθεί.

 

Ο τρόπος δράσης της συνίσταται έτσι στο συντονισμό των μερών του ονείρου, καθώς αυτά συγχωνεύονται σε ένα συνεκτικό σύνολο, σε μια ονειρική σύνθεση. Το όνειρο αποκτά ένα είδος προσωπείου που, είναι αλήθεια, δεν κρύβει ολόκληρο το περιεχόμενό του. Υπάρχει ένα είδος προκαταρκτικής εξήγησης, η οποία πρέπει να ενισχυθεί με εισαγωγές και μικρές αλλαγές. Μια τέτοια επεξεργασία του περιεχομένου των ονείρων δεν πρέπει να είναι πολύ λεπτομερής· η παρανόηση των ονειρικών σκέψεων που προκαλεί είναι απλώς επιφανειακή, και το πρώτο μέρος της δουλειάς μας στην ανάλυση ενός ονείρου είναι να απαλλαγούμε από αυτές τις πρώιμες προσπάθειες ερμηνείας.

 

Τα κίνητρα για αυτό το τμήμα του ονειρικού έργου εκτιμώνται εύκολα. Αυτή η τελική επεξεργασία του ονείρου οφείλεται σε μια θεώρηση της κατανοητότητας-ένα γεγονός που προδίδει αμέσως την προέλευση μιας πράξης που συμπεριφέρεται απέναντι στο πραγματικό περιεχόμενο του ονείρου ακριβώς όπως η κανονική ψυχική μας δράση συμπεριφέρεται απέναντι σε κάποια προσφερόμενη αντίληψη της αρεσκείας μας. Το περιεχόμενο του ονείρου εξασφαλίζεται έτσι με το πρόσχημα ορισμένων προσδοκιών, ταξινομείται αντιληπτικά από την υπόθεση της κατανόησής του, διακινδυνεύοντας έτσι την παραποίηση του, ενώ, στην πραγματικότητα, οι πιο ασυνήθιστες παρανοήσεις προκύπτουν αν το όνειρο μπορεί να συσχετιστεί με κάτι οικείο. Όλοι ξέρουμε ότι δεν είμαστε σε θέση να κοιτάξουμε μια σειρά άγνωστων σημείων, ή να ακούσουμε μια ομιλία άγνωστων λέξεων, χωρίς αμέσως να κάνουμε αντιληπτικές αλλαγές μέσω της θεώρησής μας για την κατανοητότητα, μέσω της επιστροφής μας σε αυτό που είναι οικείο.

 

Μπορούμε να ονομάσουμε καλά κατασκευασμέναεκείνα τα όνειρα τα οποία είναι το αποτέλεσμα μιας επεξεργασίας ανάλογης με την ψυχική δράση της ξύπνιας ζωής μας. Σε άλλα όνειρα δεν υπάρχει τέτοια δράση. Ούτε καν γίνεται προσπάθεια να επέλθει τάξη και νόημα. Θεωρούμε το όνειρο ως «αρκετά τρελό», γιατί όταν ξυπνάμε είναι αυτό το τελευταίο μέρος του ονείρου, η επεξεργασία του, με την οποία αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, όσον αφορά την ανάλυσή μας, το όνειρο, το οποίο μοιάζει με ένα συνονθύλευμα ασύνδετων θραυσμάτων, έχει την ίδια αξία με μια λεία και όμορφα γυαλισμένη επιφάνεια. Σε αυτήν την περίπτωση γλιτώνουμε, σε κάποιο βαθμό, την υπερβολική επεξεργασία του περιεχομένου των ονείρων.

 

Παρόλα αυτά, θα ήταν λάθος να δούμε στο προσωπείο του ονείρου κάτι περισσότερο από την παρεξηγημένη και κάπως αυθαίρετη επεξεργασία του ονείρου που πραγματοποιήθηκε στην περίπτωση της ψυχικής μας ζωής. Οι επιθυμίες και οι φαντασιώσεις, οι οποίες είχαν ήδη διαμορφωθεί στις ονειρικές σκέψεις, χρησιμοποιούνται συχνά στην κατασκευή αυτού του προσωπείου. Είναι παρόμοιες με εκείνες της ξύπνιας ζωής μας- «ονειροπολήσεις», όπως πολύ σωστά ονομάζονται. Αυτές οι επιθυμίες και φαντασιώσεις, τις οποίες η ανάλυση αποκαλύπτει στα όνειρά μας τη νύχτα, συχνά παρουσιάζονται ως επαναλήψεις και αναδιαμορφώσεις των σκηνών της βρεφικής ηλικίας. Έτσι, το προσωπείο του ονείρου μπορεί να μας δείξει άμεσα τον αληθινό πυρήνα του ονείρου, παραμορφωμένο από την ανάμειξή του με άλλο υλικό.

 

Πέρα από αυτές τις τέσσερις δραστηριότητες, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ανακαλυφθεί στο έργο του ονείρου. Αν κρατήσουμε πιστά τον ορισμό ότι το ονειρικό έργο υποδηλώνει τη μεταφορά των ονειρικών σκέψεων στο περιεχόμενο των ονείρων, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι το ονειρικό έργο δεν είναι δημιουργικό. Δεν αναπτύσσει δικές του φαντασιώσεις, δεν κρίνει τίποτα, δεν αποφασίζει τίποτα. Δεν κάνει τίποτα άλλο από το να προετοιμάζει το υλικό για συμπύκνωση και μετατόπιση, και να το αναδιαμορφώνει για δραματοποίηση, στην οποία πρέπει να προστεθεί ο ασταθής τελευταίος μηχανισμός- αυτός της επεξηγηματικής επεξεργασίας. Είναι αλήθεια ότι πολλά βρίσκονται στο περιεχόμενο των ονείρων που θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητά ως αποτέλεσμα μιας άλλης και πιο πνευματικής λειτουργίας. Αλλά η ανάλυση δείχνει οριστικά κάθε φορά ότι οι διανοητικές λειτουργίες ήταν ήδη παρούσες στις σκέψεις των ονείρων, και έχουν απλά καταληφθεί από το περιεχόμενο των ονείρων.

 

Ένας συλλογισμός στο όνειρο δεν είναι τίποτα άλλο από την επανάληψη ενός συλλογισμού στις ονειρικές σκέψεις. Φαίνεται οικείος αν έχει μεταφερθεί στο όνειρο χωρίς αλλοίωση. Γίνεται παράλογος αν έχει μεταφερθεί στο ονειρικό έργο από άλλο υλικό. Ένας υπολογισμός στο περιεχόμενο των ονείρων σημαίνει απλώς έναν υπολογισμό στις ονειρικές σκέψεις. Ενώ αυτό είναι πάντα σωστό, ο υπολογισμός στο όνειρο μπορεί να δώσει τα πιο ανόητα αποτελέσματα με τη συμπύκνωση των παραγόντων του και με τη μετατόπιση των ίδιων λειτουργιών σε άλλα πράγματα. Ακόμη και οι συζητήσεις που βρίσκονται στο περιεχόμενο των ονείρων δεν είναι νέες συνθέσεις·αποδεικνύεται ότι έχουν συνδυαστεί από ομιλίες που έχουν γίνει, ακουστεί ή διαβαστεί· Οι λέξεις αντιγράφονται πιστά, αλλά η περίστασή τους παραβλέπεται αρκετά, ενώ το νόημά τους αλλάζει ριζικά.

 

Μπορούμε να υποστηρίξουμε αυτούς τους ισχυρισμούς με παραδείγματα:

 

1. Ένα φαινομενικά αβλαβές, καλοφτιαγμένο όνειρο μιας ασθενούς. Πήγε στην αγορά με τον μάγειρά της, ο οποίος κουβαλούσε το καλάθι για τα ψώνια. Ο χασάπης της είπε όταν του ζήτησε κάτι: «Αυτό τέλειωσε», και θέλησε να της δώσει κάτι άλλο, παρατηρώντας: «Αυτό είναι πολύ καλό». Εκείνη αρνήθηκε, και πήγε στον μανάβη, ο οποίος θέλησε να της πουλήσει ένα παράξενο λαχανικό που ήταν δεμένο σε δέσμες και μαύρου χρώματος. Αυτή είπε: «Δεν ξέρω τι είναι αυτό. Δεν θα το πάρω».

 

Η παρατήρηση «Αυτό τέλειωσε»,προέκυψε από τη θεραπεία. Λίγες μέρες πριν είχα πει στην ασθενή ότι οι πρώτες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας χάνονται, αλλά αντικαθίστανται από μεταβιβάσεις και όνειρα. Έτσι πήρα το ρόλο του χασάπη.

 

Η δεύτερη παρατήρηση, «Δεν ξέρω τι είναι αυτό»,προέκυψε από μια πολύ διαφορετική σύνδεση. Την προηγούμενη μέρα είχε βάλει τις φωνές στον μάγειρά της (ο οποίος επίσης εμφανίζεται στο όνειρο): «Συμπεριφέρσου σωστά.Δεν ξέρω τι είναι αυτό»- δηλαδή, «Δεν ξέρω τι είναι αυτή η συμπεριφορά. Δεν θα τη δεχτώ». Το πιο ακίνδυνο μέρος αυτής της συζήτησης επιτεύχθηκε από μια μετατόπιση του ονειρικού περιεχομένου·στις ονειρικές σκέψεις μόνο το άλλο μέρος της συζήτησης έπαιξε κάποιο ρόλο, επειδή το έργο του ονείρου άλλαξε μια φανταστική κατάσταση σε κάτι πλήρως μη αναγνωρίσιμο και ανώδυνο. Η κατάσταση που οδήγησε σε αυτή τη φαντασίωση είναι, ωστόσο, η νέα έκδοση μιας κατάστασης που έλαβε πραγματικά χώρα.

 

2. Ένα όνειρο προφανώς χωρίς νόημα σχετίζεται με αριθμούς. «Θέλει να πληρώσει κάτι. Η κόρη της βγάζει από την τσάντα της τρία φλορίνια· αλλά εκείνη λέει: «Τι κάνεις; Κοστίζει μόνο είκοσι ένα κρόιτσερ».

 

Η ονειρευόμενη ήταν μια ξένη που είχε βάλει το παιδί της σχολείο στη Βιέννη, και η οποία μπόρεσε να συνεχίσει υπό τη θεραπεία μου όσο η κόρη της παρέμενε στη Βιέννη. Την ημέρα πριν από το όνειρο, η διευθύντρια του σχολείου τής είχε συστήσει να κρατήσει το παιδί άλλη μια χρονιά στο σχολείο. Σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν σε θέση να παρατείνει τη θεραπεία της κατά ένα έτος. Οι φιγούρες στο όνειρο γίνονται σημαντικές αν θυμηθούμε ότι ο χρόνος είναι χρήμα. Ένα έτος ισούται με 365 ημέρες, ή, εκφρασμένο σε κρόιτσερ, 365 κρόιτσερ, που ισοδυναμούν με τρία φλορίνια και εξήντα πέντε κρόιτσερ. Τα είκοσι ένα κρόιτσερ αντιστοιχούν στις τρεις εβδομάδες που απέμειναν από την ημέρα του ονείρου μέχρι το τέλος της σχολικής περιόδου, και επομένως μέχρι το τέλος της θεραπείας. Ήταν προφανώς οικονομικοί λόγοι που είχαν υποκινήσει την κυρία να αρνηθεί την πρόταση της διευθύντριας, και οι οποίοι λόγοι ήταν υπεύθυνοι για το ασήμαντο ποσό στο όνειρο.

 

3. Μια κυρία, νέα, αλλά ήδη δέκα χρόνια παντρεμένη, άκουσε ότι μια φίλη της, η δεσποινίς EliseL., περίπου της ίδιας ηλικίας, είχε αρραβωνιαστεί. Αυτό δημιούργησε το ακόλουθο όνειρο:

 

Καθόταν με τον άντρα της στο θέατρο·η μία πλευρά των θέσεων ήταν σχεδόν άδεια. Ο σύζυγός της λέει ότι η EliseL. και ο αρραβωνιαστικός της σκόπευαν να έρθουν, αλλά μπορούσαν να αγοράσουν μόνο φτηνές θέσεις, τρεις για ένα φλορίνι και πενήντα κρόιτσερ. Κατά τη γνώμη της, αυτό δεν είχε μεγάλη σημασία.

 

Η προέλευση των αριθμών από το υλικό των ονειρικών σκέψεων, και οι αλλαγές που υπέστησαν οι φιγούρες είναι ενδιαφέρουσες. Από πού προήλθε το ένα φλορίνι και πενήντα κρόιτσερ; Από ένα ασήμαντο περιστατικό της προηγούμενης ημέρας. Η κουνιάδα της είχε λάβει 150 φλορίνια ως δώρο από τον σύζυγό της, και γρήγορα τα ξόδεψε αγοράζοντας μερικά στολίδια. Σημειώστε ότι 150 φλορίνια είναι εκατό φορές περισσότερο από ένα φλορίνι και πενήντα κρόιτσερ. Για τις τρειςθέσεις σχετικά με τα εισιτήρια, ο μόνος σύνδεσμος είναι ότι η EliseL. είναι ακριβώς τρεις μήνες νεότερη από την γυναίκα που είδε το όνειρο. Η σκηνή στο όνειρο είναι η επανάληψη μιας μικρής περιπέτειας για την οποία την πείραζε συχνά ο σύζυγός της. Κάποτε βιαζόταν πολύ να πάρει εισιτήρια εγκαίρως, και όταν πήγε στο θέατρο η μία πλευρά των πάγκων ήταν σχεδόν άδεια. Επομένως, ήταν εντελώς περιττό να βιάζεται τόσο πολύ. Ούτε πρέπει να παραβλέψουμε τον παραλογισμό του ονείρου ότι δύο άνθρωποι πρέπει να πάρουν τρία εισιτήρια για το θέατρο.

 

Τώρα για τις ονειρικές ιδέες. «Ήταν ανόητο να έχω παντρευτεί τόσο νωρίς. Δεν χρειαζόταν να βιαστώ τόσο πολύ. Το παράδειγμα της EliseL. μου δείχνει ότι θα μπορούσα να βρω σύζυγο αργότερα. Πράγματι, θα ήταν εκατό φορέςκαλύτερα αν περίμενα. Θα μπορούσα να βρω τρειςτέτοιους άνδρες με τόσα χρήματα προίκα».

 

VIII. ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΕΣ ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ- ΑΠΩΘΗΣΗ

Χάρη στην προηγούμενη ανάλυση, έχουμε μάθει κάτι για το ονειρικό έργο. Αυτό το έργο, πρέπει να το θεωρήσουμε ως μια πολύ ιδιαίτερη ψυχική διαδικασία, η οποία, απ’ ό,τι είναι γνωστό, δεν μοιάζει με τίποτα άλλο. Στο ονειρικό έργο έχει μεταφερθεί η αμηχανία την οποία το όνειρο έχει διεγείρει μέσα μας. Στην πραγματικότητα, το έργο του ονείρου είναι μόνο η αρχική αναγνώριση μιας σειράς ψυχικών διαδικασιών στις οποίες πρέπει να αποδοθεί η προέλευση των υστερικών συμπτωμάτων, οι ιδέες του νοσηρού τρόμου, της εμμονής και της ψευδαίσθησης. Η συμπύκνωση, και ιδιαίτερα η μετατόπιση, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία σε αυτές τις διαδικασίες. Η παράσταση, από την άλλη πλευρά, είναι χαρακτηριστική για το ονειρικό έργο.

 

Αν αυτή η εξήγηση ευθυγραμμίζει το όνειρο με το σχηματισμό της ψυχικής ασθένειας, γίνεται πιο σημαντικό να κατανοήσουμε τις βασικές συνθήκες διαδικασιών όπως η οικοδόμηση των ονείρων. Θα είναι πιθανώς έκπληξη να μάθουμε πως ούτε ο ύπνος ούτε η ασθένεια είναι μεταξύ των απαραίτητων συνθηκών. Ένας ολόκληρος αριθμός φαινομένων της καθημερινής ζωής των υγιών ανθρώπων, η λήθη, οι αδεξιότητες στην ομιλία και στο κράτημα πραγμάτων, μαζί με μια ορισμένη κατηγορία λαθών, οφείλονται σε έναν ψυχικό μηχανισμό ανάλογο με αυτόν του ονείρου και των άλλων μελών αυτής της ομάδας.

 

Ο εκτοπισμός είναι ο πυρήνας του προβλήματος, και η πιο εντυπωσιακή από όλες τις ονειρικές παραστάσεις. Μια διεξοδική έρευνα του θέματος δείχνει ότι η βασική προϋπόθεση του εκτοπισμού είναι καθαρά ψυχολογική·ανήκει στη φύση ενός κινήτρου. Στην πορεία, ξεστομίζουμε εμπειρίες τις οποίες δεν μπορεί κανείς να αποφύγει στην ανάλυση των ονείρων. Έπρεπε να διακόψω τους ειρμούς των ονειρικών μου σκέψεων στην ανάλυση του ονείρου μου με το τραπέζι του γεύματος, επειδή ανέσυρα κάποιες εμπειρίες που δεν θέλω να γνωρίζουν οι ξένοι, και τις οποίες δεν μπορούσα να συσχετίσω χωρίς συνέπειες με σημαντικές σκέψεις·ούτε θα ήταν χρήσιμο αν επέλεγα ένα άλλο αντί για αυτό το συγκεκριμένο όνειρο. Σε κάθε όνειρο όπου το περιεχόμενο είναι σκοτεινό ή περίπλοκο, θα συναντάμε ονειρικές σκέψεις που απαιτούν μυστικότητα.

 

Αν όμως συνεχίσω την ανάλυση για τον εαυτό μου, αδιαφορώντας για τους άλλους, για τους οποίους ένα τόσο προσωπικό γεγονός όπως το όνειρό μου δεν έχει σημασία, καταλήγω τελικά σε ιδέες που με εκπλήσσουν, που δεν γνώριζα ότι είναι δικές μου, που όχι μόνο μου φαίνονται ξένες, αλλά που είναι επιπλέον δυσάρεστες, και στις οποίες θα ήθελα να αντιταχθώ σθεναρά, ενώ η αλυσίδα των ιδεών που διατρέχει την ανάλυση με κυριεύει αδυσώπητα.

 

Μπορώ μόνο να λάβω υπόψη αυτές τις περιστάσεις παραδεχόμενος ότι οι συγκεκριμένες σκέψεις είναι στην πραγματικότητα μέρος της ψυχικής μου ζωής, κατέχοντας μια ορισμένη ψυχική ένταση και ενέργεια. Ωστόσο, λόγω μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης, οι σκέψεις δεν μπορούσαν να γίνουν συνειδητές σε μένα. Ονομάζω αυτή τη συγκεκριμένη κατάσταση καταστολή, ή απώθηση (repression). Μου είναι επομένως αδύνατο να μην αναγνωρίσω κάποια αιτιώδη σχέση μεταξύ της ασάφειας του περιεχομένου του ονείρου και αυτής της κατάστασης καταστολής- αυτής της ανικανότητας της συνείδησης. Έτσι συμπεραίνω ότι η αιτία της ασάφειας είναι η επιθυμία να κρυφτούν αυτές οι σκέψεις. Έτσι φτάνω στην έννοια της παραμόρφωσης του ονείρουως πράξη του ονειρικού έργου, και της μετατόπισης, η οποία χρησιμεύει στη συγκάλυψη του περιεχομένου.

 

Θα το δοκιμάσω αυτό στο δικό μου όνειρο, και θα αναρωτηθώ: Ποια είναι η σκέψη που, εντελώς αβλαβής στη διαστρεβλωμένη μορφή της, προκαλεί την πιο έντονη άρνησή μου στην πραγματική της μορφή; Θυμάμαι ότι η δωρεάν διαδρομή με το ταξί του φίλου μου, μού θύμισε την ακριβή διαδρομή με ένα μέλος της οικογένειάς μου, και η ερμηνεία του ονείρου είναι η εξής: θα ήθελα για μια φορά να βιώσω στοργή για την οποία δεν θα έπρεπε να πληρώσω, και ότι λίγο πριν από το όνειρο έπρεπε να κάνω μια σημαντική εκταμίευση χρημάτων για αυτό ακριβώς το συγγενικό άτομο. Σε σχέση με αυτό, δεν μπορώ να αποφύγω τη σκέψη ότι λυπάμαι για αυτήν την εκταμίευση. Μόνο όταν αναγνωρίσω αυτό το συναίσθημα έχει νόημα η επιθυμία μου στο όνειρο για ανιδιοτελή στοργή. Και όμως, μπορώ να δηλώσω, προς τιμήν μου, ότι δεν δίστασα ούτε στιγμή να διαθέσω αυτό το ποσό. Η λύπη, η αντίθετη τάση, μού ήταν ασυνείδητη. Το γιατί αυτή η λύπη ήταν ασυνείδητη, είναι ένα άλλο ερώτημα.

 

Αν υποβάλω το όνειρο ενός άλλου ατόμου αντί ενός δικού μου σε ανάλυση, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ωστόσο, το κίνητρο για να πειστούν οι άλλοι αλλάζει. Στο όνειρο ενός υγιούς ανθρώπου, ο μόνος τρόπος να τον κάνω να αποδεχτεί αυτή την απωθημένη ιδέα, είναι η συνοχή των ονειρικών σκέψεων. Είναι ελεύθερος να απορρίψει αυτή την εξήγηση. Αλλά αν πρόκειται για κάποιο άτομο που πάσχει από οποιαδήποτε νεύρωση, ή από υστερία, η αναγνώριση αυτών των καταπιεσμένων ιδεών είναι υποχρεωτική λόγω της σύνδεσής τους με τα συμπτώματα της ασθένειάς του, και λόγω της βελτίωσης που προκύπτει από την αναγνώριση των καταπιεσμένων ιδεών για την απαλλαγή από τα συμπτώματα.

 

Πάρτε για παράδειγμα την ασθενή και το όνειρό της με τα τρία εισιτήρια. Η ανάλυση δείχνει ότι δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον σύζυγό της, ότι μετανιώνει που τον παντρεύτηκε, και ότι θα ήταν ευτυχής να τον αλλάξει για κάποιον άλλο. Είναι αλήθεια ότι υποστηρίζει ότι αγαπά τον σύζυγό της, ότι η συναισθηματική της ζωή δεν υποδηλώνει τίποτα για αυτή την υποτίμηση (εκατό φορές καλύτερα!), αλλά όλα τα συμπτώματά της οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα με αυτό το όνειρο. Όταν οι καταπιεσμένες αναμνήσεις της αφυπνίστηκαν σε μια περίοδο κατά την οποία συνειδητοποίησε ότι δεν αγαπούσε τον σύζυγό της, τα συμπτώματά της εξαφανίστηκαν, και μαζί εξαφανίστηκε η αντίστασή της στην ερμηνεία του ονείρου.

 

IX. ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ

Μόλις αυτή η έννοια της απώθησης παγιωθεί, μαζί με τη διαστρέβλωση του ονείρου σε σχέση με το καταπιεσμένο ψυχικό υλικό, είμαστε σε θέση να δώσουμε μια γενική έκθεση των κύριων αποτελεσμάτων που παρέχει η ανάλυση των ονείρων. Μάθαμε ότι τα πιο κατανοητά και ουσιαστικά όνειρα είναι οι απραγματοποίητες επιθυμίες. Οι επιθυμίες που απεικονίζονται ως πραγματοποιημένες είναι γνωστές στη συνείδηση, έχουν αναβληθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, και τραβούν το ενδιαφέρον. Η ανάλυση των σκοτεινών και περίπλοκων ονείρων αποκαλύπτει κάτι πολύ παρόμοιο. Η σκηνή του ονείρου απεικονίζει και πάλι ως πραγματοποιημένη κάποια επιθυμία που προέρχεται τακτικά από τις ιδέες των ονείρων, αλλά η εικόνα είναι μη αναγνωρίσιμη, και ξεκαθαρίζεται μόνο κατά την ανάλυση. Η ίδια η επιθυμία είναι είτε καταπιεσμένη, ξένη προς τη συνείδηση, είτε συνδέεται στενά με απωθημένες ιδέες.

 

Η συνταγή για αυτά τα όνειρα μπορεί να δηλωθεί έτσι: Είναι κρυφές υλοποιήσεις απωθημένων επιθυμιών. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι έχουν δίκιο όσοι θεωρούν το όνειρο ως πρόβλεψη του μέλλοντος. Αλλά το μέλλον που μας δείχνει το όνειρο δεν είναι αυτό που θα συμβεί, αλλά αυτό που θα θέλαμε να συμβεί. Η λαϊκή ψυχολογία προχωρά εδώ σύμφωνα με τη συνήθειά της·πιστεύει αυτό που θέλει να πιστέψει.

 

Τα όνειρα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη σχέση τους με την πραγματοποίηση της επιθυμίας. Πρώτον, είναι τα όνειρα που εκδηλώνουν μια μη καταπιεσμένη, μη κρυφή επιθυμία· αυτά είναι όνειρα παιδικού τύπου, που γίνονται όλο και πιο σπάνια μεταξύ των ενηλίκων. Δεύτερον, είναι τα όνειρα που εκφράζουν σε συγκαλυμμένημορφήκάποια καταπιεσμένη επιθυμία· αυτά αποτελούν μακράν τον μεγαλύτερο αριθμό των ονείρων μας, και απαιτούν ανάλυση για την κατανόησή τους. Τρίτον, είναι τα όνειρα όπου υπάρχει απώθηση, αλλά χωρίς, ή με μικρή μόνο, απόκρυψη. Αυτά τα όνειρα συνοδεύονται πάντα από ένα αίσθημα τρόμου, που φέρνει και το τέλος του ονείρου. Αυτό το αίσθημα τρόμου εδώ αντικαθιστά τον εκτοπισμό του ονείρου. Θεώρησα ότι το ονειρικό έργο το εμποδίζει αυτό στα όνειρα της δεύτερης τάξης. Δεν είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί ότι ο έντονος τρόμος στα όνειρα ήταν κάποτε επιθυμία, και γίνεται δευτερεύων σε σχέση με την απώθηση.

 

Υπάρχουν επίσης συγκεκριμένα όνειρα με οδυνηρό περιεχόμενο, χωρίς την παρουσία άγχους στο όνειρο. Αυτά δεν μπορούν να καταλογιστούν ως όνειρα τρόμου. Ωστόσο, πάντα χρησιμοποιούνταν για να αποδείξουν την ασημαντότητα και την ψυχική ματαιότητα των ονείρων. Η ανάλυση ενός τέτοιου παραδείγματος θα δείξει ότι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία ονείρων- μια τέλεια κρυμμένηπραγματοποίηση των καταπιεσμένων επιθυμιών. Η ανάλυση θα δείξει ταυτόχρονα πόσο άριστα προσαρμοσμένο είναι το έργο της μετατόπισης στην απόκρυψη των επιθυμιών.

 

Ένα κορίτσι ονειρεύτηκε ότι είδε να κείτεται νεκρό μπροστά της το μοναδικό επιζών παιδί της αδελφής της, στο ίδιο σκηνικό  μ’ εκείνο μέσα στο οποίο είχε δει λίγα χρόνια πριν το πρώτο παιδί της αδελφής της να κείτεται νεκρό. Δεν είχε αίσθηση πόνου, αλλά φυσικά αντιστάθηκε στην ιδέα ότι η σκηνή αντιπροσώπευε μια επιθυμία της. Ούτε η άποψη αυτή ήταν αναγκαία. Ήταν στην κηδεία του παιδιού όταν είδε τελευταία φορά τον άντρα που αγαπούσε. Αν το δεύτερο παιδί πέθαινε, είναι σίγουρο ότι θα συναντούσε ξανά αυτόν τον άντρα στο σπίτι της αδελφής της. Λαχταρά να τον συναντήσει, αλλά παλεύει ενάντια σε αυτό το συναίσθημα. Την ημέρα του ονείρου είχε βγάλει εισιτήριο για μια διάλεξη, γεγονός που προμήνυε την παρουσία του άντρα που πάντα αγαπούσε.

 

Το όνειρο είναι απλά ένα όνειρο ανυπομονησίας, κοινό με εκείνα που συμβαίνουν πριν από ένα ταξίδι, ή μια βραδιά στο θέατρο. Η λαχτάρα αποκρύπτεται από τη μετατόπιση της σκηνής, όπου οποιοδήποτε χαρούμενο συναίσθημα είναι εκτός τόπου, και που όμως κάποτε υπήρχε. Επίσης, η συναισθηματική συμπεριφορά στο όνειρο προσαρμόζεται, όχι στις εκτοπισμένες, αλλά στις πραγματικές, παρότι καταπιεσμένες, ονειρικές ιδές. Η σκηνή προαναγγέλλει την πολυπόθητη συνάντηση. Δεν υπάρχει εδώ καμία έκκληση για οδυνηρά συναισθήματα.

 

X. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ- ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ

Μέχρι τώρα δεν υπήρξε καμία ευκαιρία για τους φιλοσόφους να αποκτήσουν μια ψυχολογία της απώθησης. Πρέπει να μας επιτραπεί να αποκτήσουμε μια σαφή αντίληψη σχετικά με την προέλευση των ονείρων ως το πρώτο βήμα σε αυτό το άγνωστο έδαφος. Το σχήμα που έχουμε διατυπώσει από τη μελέτη των ονείρων είναι κάπως περίπλοκο, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε κανένα απλούστερο που να επαρκεί.

 

Θεωρούμε ότι ο ψυχικός μας μηχανισμός περιέχει δύο διαδικασίες για την κατασκευή των σκέψεων. Η δεύτερη διαδικασία έχει το πλεονέκτημα ότι τα προϊόντα της έχουν ελεύθερη πρόσβαση στη συνείδηση, ενώ η δραστηριότητα της πρώτης διαδικασίας είναι άγνωστη, και μπορεί να φτάσει στη συνείδηση μόνο μέσω της δεύτερης διαδικασίας. Στα σύνορα αυτών των δύο διαδικασιών εγκαθιδρύεται μια λογοκρισία, η οποία αφήνει να περάσει μόνο ό,τι την ευχαριστεί. Αυτό που απορρίπτεται από τη λογοκρισία βρίσκεται σε κατάσταση καταστολής.

 

Κάτω από ορισμένες συνθήκες, μία από τις οποίες είναι η κατάσταση του ύπνου, η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο προηγούμενων διαδικασιών αλλάζει τόσο πολύ ώστε αυτό που έχει απωθηθεί να μην μπορεί πλέον να μείνει κρυφό. Κατά τη διάρκεια του ύπνου, αυτό μπορεί ενδεχομένως να συμβεί λόγω παράβλεψης του μηχανισμού λογοκρισίας. Αυτό που μέχρι τότε καταπιεζόταν, θα καταφέρει έτσι να βρει το δρόμο του προς τη συνείδηση. Αλλά καθώς η λογοκρισία δεν απουσιάζει ποτέ, αλλά απλώς αιφνιδιάζεται, κάποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν για να την εξευμενίσουν.

 

Είναι ένας συμβιβασμός που γίνεται συνειδητός σε αυτή την περίπτωση- ένας συμβιβασμός μεταξύ αυτού που έχει υπόψη της η μία διαδικασία και των απαιτήσεων της άλλης. Καταστολή, χαλαρότητα του λογοκριτή, συμβιβασμός- αυτό είναι το θεμέλιο για την προέλευση πολλών άλλων ψυχολογικών διαδικασιών, όπως είναι και για το όνειρο. Σε τέτοιους συμβιβασμούς, μπορούμε να παρατηρήσουμε τις διαδικασίες της συμπύκνωσης, της μετατόπισης, της αποδοχής επιφανειακών συνειρμών, διαδικασίες που έχουμε συναντήσει στο ονειρικό έργο.

 

Δεν πρόκειται να αρνηθούμε το δαιμονικό στοιχείο που έχει παίξει ρόλο στην κατασκευή της εξήγησης του ονειρικού έργου. Η εντύπωση που δίνεται είναι ότι καθώς ο σχηματισμός σκοτεινών ονείρων εξελίσσεται, μοιάζει σαν ένα άτομο να είχε κάτι να πει, το οποίο είναι δυσάρεστο για ένα άλλο άτομο που χρειάζεται να ακούσει. Με τη χρήση αυτού του σχήματος, αντιλαμβανόμαστε την έννοια της στρέβλωσης των ονείρωνκαι της λογοκρισίας, και προσπαθούμε να αποκρυσταλλώσουμε την εντύπωσή μας σε μια μάλλον ακατέργαστη, αλλά τουλάχιστον καθορισμένη, ψυχολογική θεωρία. Όποια εξήγηση κι αν υπάρξει στο μέλλον γι’ αυτές τις δύο διαδικασίες, αναμένεται μια επιβεβαίωση του συσχετισμού που δώσαμε, ότι η δεύτερη διαδικασία επιτρέπει την είσοδο στη συνείδηση, και μπορεί να αφήσει την πρώτη διαδικασία απ’ έξω.

 

Μόλις βγούμε από την κατάσταση του ύπνου, η λογοκρισία επανέρχεται σε πλήρη ισχύ, και είναι πλέον σε θέση να ανακαλέσει αυτό που επιτράπηκε σε μια στιγμή αδυναμίας. Η λήθητων ονείρων, όπως ξέρουμε από την εμπειρία μας, το επιβεβαιώνει αυτό ξανά και ξανά. Συχνά, κατά τη διάρκεια της συσχέτισης ή ανάλυσης ενός ονείρου, κάποιο κομμάτι του ξεχνιέται ξαφνικά. Αυτό το κομμάτι που έχει παραληφθεί, περιέχει πάντα την καλύτερη και ευκολότερη προσέγγιση για την κατανόηση του ονείρου. Πιθανώς, γι’ αυτό βυθίζεται στη λήθη- δηλαδή, σε μια ανανεωμένη καταστολή.

 

XI. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ- Ο ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Βλέποντας το περιεχόμενο των ονείρων ως την αναπαράσταση μιας πραγματοποιημένης επιθυμίας, και αποδίδοντας την ασάφειά τους στις αλλαγές που έγιναν από την λογοκρισία στο απωθημένο υλικό, δεν είναι πλέον δύσκολο να κατανοήσουμε τη λειτουργία των ονείρων. Σε θεμελιώδη αντίθεση με την άποψη ότι ο ύπνος διαταράσσεται από τα όνειρα, θεωρούμε το όνειρο ως τον φύλακα του ύπνου. Ειδικά για τα παιδικά όνειρα, η άποψή μας βρίσκει άμεση ανταπόκριση.

 

Η κατάσταση της ψυχικής αλλαγής από τον ξύπνιο στον ύπνο, προκαλείται από το παιδί που πηγαίνει για ύπνο, ή αναγκάζεται από κόπωση να κοιμηθεί, και υποβοηθείται από την απομάκρυνση όλων των ερεθισμάτων που θα μπορούσαν να αγγίξουν την ψυχή. Τα μέσα που χρησιμεύουν για να κρατήσουν μακριά τα εξωτερικά ερεθίσματα είναι γνωστά. Αλλά ποια είναι τα μέσα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να καταπιέσουμε τα εσωτερικά ψυχικά ερεθίσματα που ματαιώνουν τον ύπνο; Πάρτε για παράδειγμα μια μητέρα που κοιμίζει το παιδί της. Το παιδί είναι γεμάτο ικεσίες. Θέλει άλλο ένα φιλί. Θέλει να παίξει ακόμα λίγο. Οι απαιτήσεις του εν μέρει ικανοποιούνται, εν μέρει αναβάλλονται δραστικά για την επόμενη μέρα.

 

Είναι σαφές ότι αυτές οι επιθυμίες και ανάγκες, που ταράζουν το παιδί, είναι εμπόδια στον ύπνο. Όλοι γνωρίζουν τη γοητευτική ιστορία του κακού παιδιού που ξύπνησε τη νύχτα φωνάζοντας: «Θέλω τον ρινόκερο!»Ένα πραγματικά καλό παιδί, αντί να φωνάζει, θα ονειρευότανότι έπαιζε με τον ρινόκερο. Επειδή το όνειρο που πραγματοποιεί την επιθυμία του γίνεται πιστευτό κατά τη διάρκεια του ύπνου, απομακρύνει την επιθυμία, και καθιστά δυνατό τον ύπνο. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι αυτή η πεποίθηση συμφωνεί με την εικόνα του ονείρου, επειδή βασίζεται στην ψυχική παρουσία της πιθανότητας. Το παιδί δεν έχει την ικανότητα που θα αποκτήσει αργότερα να διακρίνει τις ψευδαισθήσεις ή τις φαντασιώσεις από την πραγματικότητα.

 

Ο ενήλικας έχει μάθει αυτή τη διαφοροποίηση. Έχει επίσης μάθει τη ματαιότητα της επιθυμίας, και με συνεχή εξάσκηση καταφέρνει να αναβάλει τις φιλοδοξίες του, μέχρι να μπορέσουν να ικανοποιηθούν από κάποια αλλαγή στον εξωτερικό κόσμο. Για το λόγο αυτό είναι σπάνιο να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του κατά τη διάρκεια του ύπνου με τον σύντομο ψυχικό τρόπο. Είναι ακόμη πιθανό ότι αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, και ότι όλα όσα μας φαίνονται σαν το όνειρο ενός παιδιού απαιτούν μια πιο περίπλοκη εξήγηση.

 

Έτσι, για τους ενήλικες- για κάθε λογικό άνθρωπο, χωρίς εξαίρεση- έχει διαμορφωθεί μια διαφοροποίηση της ψυχικής ύλης που το παιδί δεν γνωρίζει. Έχει επιτευχθεί μια ψυχική διαδικασία, η οποία, ενημερωμένη από την εμπειρία της ζωής, ασκεί με αξιοζήλευτη δύναμη μια κυρίαρχη και περιοριστική επίδραση στα ψυχικά συναισθήματα. Χάρη στη σχέση της με τη συνείδηση, και με την αυθόρμητη κινητικότητά της, είναι προικισμένη με τα μεγαλύτερα μέσα ψυχικής δύναμης. Ένα μέρος των παιδικών συναισθημάτων έχει απορριφθεί από αυτή τη διαδικασία ως άχρηστο για τη ζωή, και όλες οι σκέψεις που απορρέουν από αυτά τα συναισθήματα βρίσκονται στην κατάσταση της απώθησης.

 

Ενώ η διαδικασία με την οποία αναγνωρίζουμε το φυσιολογικό εγώ μας στηρίζεται στην επιθυμία για ύπνο, φαίνεται αναγκαίο από τις ψυχο-φυσιολογικές συνθήκες του ύπνου να εγκαταλειφθεί μέρος της ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας για να υποταχθεί αυτό που ήταν απωθημένο. Αυτή η παραμέληση είναι πραγματικά ακίνδυνη. Όσο κι αν αναδύονται τα συναισθήματα του πνεύματος του παιδιού, βρίσκουν δύσκολη την προσέγγιση της συνείδησης, και η κίνηση παρεμποδίζεται ως συνέπεια της κατάστασης του ύπνου. Ωστόσο, ο κίνδυνος να ενοχλήσουν τα συναισθήματα τον ύπνο πρέπει να αποφευχθεί.

 

Επιπλέον, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ακόμη και στον βαθύ ύπνο υπάρχει κάποια ποσότητα ελεύθερης προσοχής ως προστασία από αισθητηριακά ερεθίσματα που θα μπορούσαν να κάνουν ένα ξύπνημα να φαίνεται προτιμότερο από τη συνέχιση του ύπνου. Διαφορετικά, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι πάντα αφυπνιζόμαστε από ερεθίσματα ορισμένης ποιότητας. Όπως επεσήμανε ο παλιός φυσιολόγος Burdach,[7]η μητέρα ξυπνά από το κλαψούρισμα του παιδιού της, ο μυλωνάς από την παύση του μύλου του, οι περισσότεροι άνθρωποι στο άκουσμα του ονόματός τους. Αυτή η ελεύθερη προσοχή, η οποία βρίσκεται σε εγρήγορση, χρησιμοποιεί τα εσωτερικά ερεθίσματα που προκύπτουν από καταπιεσμένες επιθυμίες, και τα συγχωνεύει στο όνειρο, το οποίο συμβιβαστικά ικανοποιεί και τις δύο διαδικασίες ταυτόχρονα. Το όνειρο δημιουργεί μια μορφή ψυχικής απελευθέρωσης για την καταπιεσμένη επιθυμία, στο βαθμό που την παρουσιάζει ως πραγματοποιημένη.

 

Η άλλη διαδικασία επίσης ικανοποιείται, αφού η συνέχιση του ύπνου είναι εξασφαλισμένη. Το εγώ μας εδώ συμπεριφέρεται ευχαρίστως σαν παιδί. Κάνει τις εικόνες των ονείρων πιστευτές, λέγοντας, «Πολύ σωστά, αλλά αφήστε με να κοιμηθώ». Η περιφρόνηση που, μόλις ξυπνήσουμε, δείχνουμε για το όνειρο, και η οποία στηρίζεται στην παραδοξότητα και τον φαινομενικό παραλογισμό του ονείρου, είναι πιθανώς η συλλογιστική του κοιμισμένου μας εγώ σχετικά με τα συναισθήματα γι’ αυτό που απωθήθηκε. Στον ύπνο έχουμε επίγνωση αυτής της περιφρόνησης. «Είναι μόνο ένα όνειρο», σκεφτόμαστε, και ξανακοιμόμαστε.

 

Δεν υπάρχει αντίρρηση ότι υπάρχουν όρια για το όνειρο, όπου αν η λειτουργία του διακοπεί ο ύπνος δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί- όπως στα όνειρα του επικείμενου τρόμου. Εδώ το όνειρο αλλάζει λειτουργία- να αναστείλει τον ύπνο την κατάλληλη στιγμή. Ενεργεί σαν ένας ευσυνείδητος νυχτοφύλακας, ο οποίος κάνει πρώτα το καθήκον του καταστέλλοντας τις όποιες ταραχές χωρίς να ξυπνήσει τους άλλους, αλλά κάνει εξίσου σωστά το καθήκον του όταν ξυπνά τους άλλους, αν δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα από μόνος του.

 

Αυτή η λειτουργία του ονείρου γίνεται ιδιαίτερα φανερή όταν προκύπτει κάποιο κίνητρο για την αισθητηριακή αντίληψη. Είναι γνωστό ότι οι αισθήσεις που διεγείρονται κατά τη διάρκεια του ύπνου επηρεάζουν το όνειρο,  κι αυτό μπορεί να επαληθευτεί πειραματικά.

 

Μέχρι τώρα υπήρχε ένας άλυτος γρίφος σχετικά με αυτή την ανακάλυψη. Το ερέθισμα της εξωτερικής αίσθησης με το οποίο ο ερευνητής επηρεάζει τον κοιμώμενο δεν αναγνωρίζεται σωστά στο όνειρο, αλλά αναμιγνύεται με μια σειρά αόριστων ερμηνειών, των οποίων ο καθορισμός φαίνεται να αφήνεται στην ψυχική ελεύθερη βούληση.

 

Δεν υπάρχει, φυσικά, τέτοια ψυχική ελεύθερη βούληση. Σε ένα ερέθισμα εξωτερικής αίσθησης, ο κοιμισμένος μπορεί να αντιδράσει με πολλούς τρόπους. Είτε ξυπνάει, είτε συνεχίζει να κοιμάται. Στην τελευταία περίπτωση, μπορεί να χρησιμοποιήσει το όνειρο για να απορρίψει το εξωτερικό ερέθισμα, και αυτό, πάλι, με περισσότερους από έναν τρόπους. Για παράδειγμα, μπορεί να υπομείνει το ερέθισμα ονειρευόμενος μια σκηνή που είναι απολύτως ανυπόφορη γι’ αυτόν. Αυτό ήταν το μέσο που χρησιμοποίησε κάποιος που ταλαιπωριόταν από περιεδρικό απόστημα. Ονειρεύτηκε ότι ήταν έφιππος, και χρησιμοποίησε το κατάπλασμα, το οποίο προοριζόταν να ανακουφίσει τον πόνο του, ως σέλα, και έτσι ξέφυγε από την αιτία του προβλήματος.

 

Ή, όπως συμβαίνει συχνότερα, το εξωτερικό ερέθισμα βρίσκει μια νέα ερμηνεία, η οποία βοηθάει τον κοιμώμενο να το συνδέσει με μια καταπιεσμένη επιθυμία που επιδιώκει την πραγματοποίησή της, χάνοντας έτσι την πραγματική του υπόσταση, και αντιμετωπίζεται σαν να ήταν μέρος του ψυχικού υλικού. Έτσι, κάποιος ονειρεύτηκε ότι είχε γράψει μια κωμωδία που περιελάμβανε ένα συγκεκριμένο μοτίβο· η πρώτη πράξη της τελείωσε με ενθουσιώδη χειροκροτήματα· ακούστηκαν μεγάλα χειροκροτήματα. Σε αυτήν τη φάση, ο ονειρευόμενος πρέπει να κατάφερε να παρατείνει τον ύπνο του παρά την ενόχληση, γιατί όταν ξύπνησε δεν άκουγε πλέον τον θόρυβο. Σωστά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάποιος πρέπει να χτυπούσε ένα χαλί ή ένα κρεβάτι. Τα όνειρα που δημιουργούνται από ένα δυνατό θόρυβο λίγο πριν την αφύπνιση, όλα προσπαθούν να καλύψουν το ερέθισμα για ξύπνημα με κάποια άλλη εξήγηση, και έτσι να παρατείνουν τον ύπνο.

 

XII. ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ- ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Όποιος έχει αποδεχθεί σταθερά αυτή τη λογοκρισίαως το κύριο κίνητρο για τη διαστρέβλωση των ονείρων, δεν θα εκπλαγεί να μάθει, ως αποτέλεσμα της ερμηνείας των ονείρων, ότι τα περισσότερα από τα όνειρα των ενηλίκων εντοπίζονται με ανάλυση σε ερωτικές επιθυμίες. Αυτός ο ισχυρισμός δεν προέρχεται από όνειρα ασεξουαλικής φύσης, τα οποία είναι γνωστά σε όλους τους ονειρευόμενους από τη δική τους εμπειρία, και είναι τα μόνα που συνήθως περιγράφονται ως «σεξουαλικά όνειρα». Αυτά τα όνειρα είναι πάντα μυστηριώδη λόγω της επιλογής των ατόμων που γίνονται σεξουαλικά αντικείμενα, της απομάκρυνσης όλων των εμποδίων που περιορίζουν σεξουαλικά τον ονειρευόμενο στην κατάσταση εγρήγορσης, και των πολλών υπαινιγμών σχετικά με πράγματα που είναι διαστροφές.

 

Αλλά η ανάλυση ανακαλύπτει ότι πολλά άλλα όνειρα των οποίων το έκδηλο περιεχόμενο δεν περιέχει τίποτα ερωτικό, αποτελούν πραγματοποίηση σεξουαλικών επιθυμιών. Από την άλλη πλευρά, μεγάλο μέρος της σκέψης όταν είμαστε ξύπνιοι βρίσκει έκφραση στα όνειρα με τη βοήθεια καταπιεσμένων ερωτικών επιθυμιών.

 

Κανένα άλλο ένστικτο δεν έχει αντιμετωπίσει τόσο μεγάλη καταπίεση κατ’ εντολή του πολιτισμού όσο το σεξουαλικό ένστικτο, ενώ η κυριαρχία του πάνω στις υψηλότερες ψυχικές διαδικασίες εγκαταλείφθηκε από τους περισσότερους ανθρώπους πριν απ’ όλα τα υπόλοιπα ένστικτα. Εφόσον μπορούμε να κατανοήσουμε τηνπαιδική σεξουαλικότητα, η οποία είναι συχνά τόσο ασαφής στην έκφρασή της, τόσο παραμελημένη και παρεξηγημένη, είμαστε δικαιολογημένοι να πούμε ότι σχεδόν κάθε πολιτισμένο άτομο έχει διατηρήσει, σε κάποιο βαθμό, τον παιδικό τύπο σεξουαλικής ζωής. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι οι καταπιεσμένες παιδικές σεξουαλικές επιθυμίες παρέχουν τις πιο συχνές και πιο ισχυρές παρορμήσεις για το σχηματισμό ονείρων.

 

Αν το όνειρο που είναι η έκφραση κάποιας ερωτικής επιθυμίας, καταφέρει να κάνει το έκδηλο περιεχόμενό του να φαίνεται αθώα ασεξουαλικό, αυτό είναι δυνατό μόνο με έναν τρόπο. Το θέμα αυτών των σεξουαλικών παρουσιάσεων δεν μπορεί να εκτεθεί όπως έχει, αλλά πρέπει να αντικατασταθεί από υπαινιγμούς, προτάσεις, και παρόμοια έμμεσα μέσα. Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις έμμεσης παρουσίασης, αυτές που χρησιμοποιούνται στα όνειρα στερούνται άμεσης κατανόησης.

 

Τα μέσα παρουσίασης που ικανοποιούν αυτές τις απαιτήσεις ονομάζονται «σύμβολα». Ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει στραφεί προς αυτά, δεδομένου ότι έχει παρατηρηθεί ότι οι ονειρευόμενοι που μιλάνε την ίδια γλώσσα, χρησιμοποιούν παρόμοια σύμβολα- πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις η κοινότητα των συμβόλων είναι μεγαλύτερη από την κοινότητα του λόγου. Δεδομένου ότι οι ίδιοι οι ονειρευόμενοι δεν γνωρίζουν τη σημασία των συμβόλων που χρησιμοποιούν, η προέλευση της σχέσης τους με αυτό που αντικαθιστούν και υποδηλώνουν παραμένει άλυτος γρίφος.

 

Το ίδιο το γεγονός είναι αναμφισβήτητο, και αποκτά σημασία για την τεχνική της ερμηνείας των ονείρων, αφού με τη βοήθεια της γνώσης αυτού του συμβολισμού είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την έννοια των στοιχείων ενός ονείρου, ή τμημάτων ενός ονείρου, περιστασιακά ακόμη και ολόκληρου του ονείρου, χωρίς να χρειάζεται να διερευνήσουμε τις ιδέες του ονειρευόμενου. Βρισκόμαστε έτσι κοντά στη δημοφιλή ιδέα της ερμηνείας των ονείρων και, από την άλλη πλευρά, κατέχουμε και πάλι την τεχνική των αρχαίων, όπου η ερμηνεία των ονείρων ήταν ταυτόσημη με την εξήγησή τους μέσω του συμβολισμού.

 

Αν και η μελέτη του συμβολισμού των ονείρων δεν έχει οριστικοποιηθεί, διαθέτουμε τώρα μια σειρά γενικών δηλώσεων και συγκεκριμένων παρατηρήσεων που είναι αρκετά βέβαιες. Υπάρχουν σύμβολα που σχεδόν πάντα έχουν το ίδιο νόημα: Ο αυτοκράτορας και η αυτοκράτειρα (βασιλιάς και βασίλισσα) εννοούν πάντα τους γονείς·το δωμάτιο συμβολίζει μια γυναίκα·και ούτω καθεξής. Τα φύλα αντιπροσωπεύονται από μια μεγάλη ποικιλία συμβόλων, πολλά από τα οποία θα ήταν αρκετά ακατανόητα αν οι ενδείξεις για το νόημά τους δεν λαμβάνονταν με άλλους τρόπους.

 

Υπάρχουν σύμβολα καθολικής χρήσης, τα οποία βρίσκονται σε όλους τους ονειρευόμενους του ίδιου εύρους λόγου και πολιτισμού. Υπάρχουν και άλλα σύμβολα, τα οποία έχουν τη στενότερη σημασία που ένα άτομο αποδίδει από το ατομικό του υλικό. Στην πρώτη κατηγορία, μπορούν να διαφοροποιηθούν εκείνα τα σύμβολα των οποίων ο υπαινιγμός μπορεί να αναγνωριστεί αμέσως με την αντικατάσταση σεξουαλικών πραγμάτων στην κοινή ομιλία (εκείνα, για παράδειγμα, που προκύπτουν από τη γεωργία, όπως η αναπαραγωγή, ο σπόρος, κ.λπ.) από άλλα πράγματα των οποίων οι σεξουαλικές αναφορές φαίνεται να φτάνουν πίσω στους πρώτους χρόνους και στα πιο σκοτεινά βάθη των παραστάσεών μας. Η δύναμη της οικοδόμησης συμβόλων και στις δύο αυτές ειδικές μορφές συμβόλων δεν έχει σβήσει. Πρόσφατα ανακαλυφθέντα πράγματα, όπως το αερόπλοιο, τίθενται αμέσως σε παγκόσμια χρήση ως σύμβολα του σεξ.

 

Θα ήταν μεγάλο λάθος να υποθέσουμε ότι μια βαθιά γνώση του συμβολισμού των ονείρων (η «Γλώσσα των Ονείρων») θα μας απάλλασσε από την ανάλυση του ονειρευόμενου σχετικά με τις εντυπώσεις του για το όνειρο, και θα μας έδινε πίσω ολόκληρη την τεχνική των αρχαίων ερμηνευτών ονείρων. Εκτός από τα μεμονωμένα σύμβολα και τις παραλλαγές στη χρήση αυτού που είναι γενικό, ποτέ δεν ξέρει κανείς αν ένα στοιχείο στο όνειρο πρέπει να γίνει κατανοητό συμβολικά ή με το κανονικό του νόημα. Το όλο περιεχόμενο του ονείρου σίγουρα δεν πρέπει να ερμηνεύεται συμβολικά. Η γνώση των συμβόλων των ονείρων θα μας βοηθήσει μόνο στην κατανόηση τμημάτων του περιεχομένου των ονείρων, και δεν καθιστά περιττή τη χρήση των τεχνικών κανόνων που δόθηκαν προηγουμένως. Αλλά προσφέρει τη μεγαλύτερη υπηρεσία στην ερμηνεία ενός ονείρου όταν οι εντυπώσεις του ονειρευόμενου αποκρύπτονται ή είναι ανεπαρκείς.

 

Ο συμβολισμός των ονείρων αποδεικνύεται επίσης απαραίτητος για την κατανόηση των λεγόμενων «τυπικών» ονείρων, καθώς και των ονείρων που «επαναλαμβάνονται». Αν η αξία του συμβολισμού των ονείρων έχει εκτεθεί ελλιπώς σε αυτή τη σύντομη ανάλυση, αυτή η προσπάθεια αποκτά μεγαλύτερη σημασία, καθώς ο συμβολισμός των ονείρων μας οδηγεί πολύ πέρα από αυτά. Δεν ανήκει μόνο στα όνειρα, αλλά κυριαρχεί επίσης στο μύθο και στο έπος, στο πνεύμα και στη λαογραφία. Μας αναγκάζει να αναζητήσουμε το εσωτερικό νόημα του ονείρου σε αυτές τις εκφράσεις. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο συμβολισμός δεν είναι αποτέλεσμα του ονειρικού έργου, αλλά είναι μια ιδιαιτερότητα πιθανώς της ασυνείδητης σκέψης μας, η οποία παρέχει στο ονειρικό έργο το υλικό για συμπύκνωση, μετατόπιση και δραματοποίηση.

 

XIII. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΟΙΝΑ ΣΤΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Αρνούμαι κάθε αξίωση ότι έριξα φως σε όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με τα όνειρα, ή ότι αντιμετώπισα πειστικά όλα όσα θίχτηκαν εδώ. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για όλη τη λογοτεχνία των ονείρων, τον παραπέμπω στα έργα του SantedeSanctis[8] (Isogni, Τορίνο, 1899). Για μια πληρέστερη διερεύνηση τvnαντιλήψεών μου για τα όνειρα, θα πρέπει να συμβουλευτείτε το έργο μου (TheInterpretationofDreams, 1900). Θα επισημάνω μόνο προς ποια κατεύθυνση θα πρέπει να δοθεί συνέχεια στην έκθεσή μου σχετικά με το ονειρικό έργο.

 

Αν θέσω ως πρόβλημα ερμηνείας των ονείρων την αντικατάσταση του ονείρου από τις λανθάνουσες ιδέες του, δηλαδή την επίλυση αυτού που έχει υφάνει το έργο των ονείρων, εγείρω μια σειρά νέων ψυχολογικών προβλημάτων που αναφέρονται στο μηχανισμό αυτού του ονειρικού έργου, καθώς και στη φύση και τις συνθήκες της λεγόμενης απώθησης. Από την άλλη, θεωρώ την ύπαρξη ονειρικών σκέψεων ως ένα πολύτιμο θεμέλιο για την ψυχική κατασκευή της υψηλότερης τάξης, εφοδιασμένη με όλα τα σημάδια της φυσιολογικής πνευματικής απόδοσης. Αυτή η ύλη, ωστόσο, είναι αποκομμένη από τη συνείδηση, μέχρι να αποδοθεί με την παραμορφωμένη μορφή του περιεχομένου του ονείρου.

 

Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τέτοιες ιδέες, αφού όλοι μπορούν να έχουν όνειρα. Με την έλλειψη συνείδησης των ιδεών των ονείρων, ή τη σχέση τους με τη συνείδηση και την απώθηση, συνδέονται ερωτήματα μέγιστης ψυχολογικής σημασίας. Η απάντησή τους, ωστόσο, πρέπει να αναβληθεί, εωσότου η ανάλυση της προέλευσης άλλων ψυχοπαθητικών φαινομένων, όπως τα συμπτώματα της υστερίας και των εμμονών, καταστεί σαφής.

 

=======================

 

On dreams, 1901, Sigmund Freud

[file:///C:/Users/chris/OneDrive/Desktop/ondreams1914freu.pdf].

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2024, Χρήστος Κ. Τσελέντης.

 



[1]Σ.τ.μ. Η Μελουζίνη, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή λαογραφία και μυθολογία, είναι ένα είδος νεράιδας.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Melusine]

[2]Σ.τ.μ. Το 1878, μόλις πέντε χρόνια πριν γίνει γνωστός ως ο «πατέρας της Ευγονικής,» ο Galtonάρχισε να δημιουργεί πολλαπλές εκθέσεις από φωτογραφικά αρνητικά πορτρέτων τοποθετημένα σε γυαλί, για να κάνει σύνθετες εικόνες που αποτελούνταν από πολλαπλά επάλληλα πρόσωπα. Αυτές οι φωτογραφίες, πρότεινε αργότερα, βοηθούσαν στην επίτευξη των στόχων της Ευγονικής: τον προσδιορισμό τού ποιος πρέπει και ποιος δεν πρέπει να κάνει παιδιά. Αυτή η φωτογραφική τεχνική τού επέτρεψε να δώσει διαρκή και απτή οπτική μορφή σε «γενικές νοητικές εικόνες,» ή στις νοητικές εντυπώσεις που σχηματίζουμε για ομάδες ανθρώπων- ίσως πιο γνωστές ως «στερεότυπα.»

[https://www.khanacademy.org/humanities/becoming-modern/early-photo/early-photo-france/a/francis-galton-eugenics-and-photography]

[3]Σ.τ.μ. Πρόκειται για ένα είδος λάμπας, το οποίο εφηύρε ο Αυστριακός επιστήμονας Auer von Welsbach, το 1902.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Carl_Auer_von_Welsbach]

[4]Σ.τ.μ. Πρόκειται για πίνακα ο οποίος αποδίδεται στον Λεονάρντο ντα Βίντσι.

[5]Σ.τ.μ. Πρόκειται για νουβέλα του Αλέξανδρου Δουμά.

[6]Σ.τ.μ. Πρόκειται για πίνακα του ζωγράφου Ραφαήλ.

[7]Ο KarlFriedrichBurdach (1776-1847) ήταν Γερμανός φυσιολόγος, πρωτοπόρος της νευροανατομίας, και ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη «βιολογία».

[https://en.wikipedia.org/wiki/Karl_Friedrich_Burdach]

[8]Ο SanteDeSanctis (1862-1935) ήταν Ιταλός γιατρός, ψυχολόγος και ψυχίατρος. Θεωρείται ένας από τους ιδρυτές της ιταλικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Sante_De_Sanctis]

Viewing all 126 articles
Browse latest View live